Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'PAOLO MOTTURA'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Ο Μίκι και ο Σούπερμαν στη «Μητρόπολη» Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Πριν από ενενήντα χρόνια προβλήθηκε στη Γερμανία η «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ, ένα εξπρεσιονιστικό, πρωτοποριακό αριστούργημα επιστημονικής φαντασίας με πολιτικές προεκτάσεις. Δύο κόμικς, ένα παλαιότερο με πρωταγωνιστή τον Σούπερμαν και ένα πρόσφατο με τον Μίκι Μάους αποτίνουν φόρο τιμής στην αξέχαστη εμβληματική ταινία. Δεν είναι λίγες τα τελευταία χρόνια οι περιπτώσεις που οι δημιουργοί κόμικς προσαρμόζουν στις σελίδες τους γνωστές κινηματογραφικές ταινίες τροποποιώντας καταλλήλως τα σενάριά τους. Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι κόμικς εκδοχές επιδιώκουν, και το επιτυγχάνουν, να υπενθυμίσουν στο κοινό κάποια σπουδαία ταινία, να συνομιλήσουν μαζί της μέσω μιας διαφορετικής τέχνης, να την επαναφέρουν και να τη διατηρήσουν στην επικαιρότητα. Οι βαθμοί της καλλιτεχνικής ελευθερίας ως προς την πιστότητα σε σχέση με το πρωτότυπο ποικίλλουν, από τις απλές μεταφορές έως τις τολμηρές αναπλαισιώσεις κι από τις παρωδίες έως τα υποτιθέμενα σίκουελς. Μία από τις αφίσες της ταινίας του 1927 Η «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ σε σενάριο της Τέα φον Χάρμπου, πάνω σε ένα προγενέστερο ομότιτλο βιβλίο της, ένα εξαιρετικό δείγμα του ασπρόμαυρου, βωβού, κινηματογραφικού γερμανικού εξπρεσιονισμού, που προβλήθηκε πρώτη φορά το 1927, έχει γνωρίσει ώς τώρα την απόλυτη καταξίωση στην Ιστορία της Τέχνης και έχει ενταχθεί από το 2001 στη λίστα της UNESCO με τα σημαντικότερα έργα που καταγράφουν την ιστορία της ανθρωπότητας με σκοπό τη διάδοση και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και της διαφορετικότητας. Δεν έτυχε, ωστόσο, της ίδιας υποδοχής στην εποχή της, καθώς μάλλον ξένισε κοινό και κριτικούς με τη μεγάλη διάρκειά της και το πολύπλοκο σενάριό της. Κατηγορήθηκε επιπλέον και για κομμουνιστική προπαγάνδα καθώς αποτελεί μια σφοδρή κριτική στον αυταρχισμό της εξουσίας και στην άνευ όρων ανάπτυξη με θύματα τον κόσμο της εργασίας, καλώντας έμμεσα τους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου σε μαζικό ξεσηκωμό. Οι αλλαγές στο μοντάζ, όμως, στις οποίες προχώρησε ο Λανγκ, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία με την άνοδο των ναζιστών έκαναν την ταινία όλο και πιο γνωστή και ιδιαίτερα δημοφιλή. Το θέμα της άλλωστε (μια απολυταρχική, φουτουριστική κοινωνία υπό καθεστώς απόλυτης καταπίεσης των εργαζομένων, όπου οι εργάτες ζούνε στα κατώτερα επίπεδα ενώ οι πλούσιοι περνούν μια ξένοιαστη ζωή στα ανώτερα) παραμένει πάντα επίκαιρο και συμβολικό. Αυτήν την επικαιρότητα υπενθυμίζουν δύο πολύ σπουδαία κόμικς με τον τίτλο «Μητρόπολη». Το πρώτο σε σχέδια του Ted McKeever και σενάριο των Randy και Jean-Marc Lofficier και Roy Thomas κυκλοφόρησε το 1996 στο πλαίσιο της σειράς Elseworlds της DC και έχει πρωταγωνιστή του τον Κλαρκ, που με βάση τις «προφητείες» της εργάτριας Λόις θα γίνει ως Σούπερμαν ο καταλύτης για να σταματήσει η εκμετάλλευση των εργατών από τους πλούσιους. Στο πρωτότυπο σενάριο, βέβαια, η Μαρία προσπαθεί υπό απόλυτη μυστικότητα να οργανώσει τους εργάτες ώστε να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους, να αντιδράσουν και να επιδιώξουν το γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα στο «μυαλό» και τα «χέρια» της κοινωνίας τους με μεσολαβητή την καρδιά τους. Στη «Μητρόπολη» των Elseworlds, γέφυρα γίνεται ο Σούπερμαν που εξολοθρεύει τη Μαρία-ρομπότ, σώζει την πραγματική και αποθεώνεται από τους εργάτες που σιγά σιγά συνειδητοποιούν τη θέση τους και ξεσηκώνονται. Ο πραγματικός Σούπερμαν, άλλωστε, σχετιζόταν έμμεσα με την ταινία του Λανγκ από την πρώτη του παρουσία στα κόμικς το μακρινό 1938, μια και οι δημιουργοί του, Jerry Siegel και Joe Shuster, επέλεξαν να ονομάσουν την πόλη στην οποία ζει ο Κλαρκ Κεντ «Μητρόπολη» προς τιμήν του μοναδικού αυτού φιλμ. Πιο πρόσφατη είναι η «Μητρόπολη» των Fransesco Artibani και Paolo Mottura. Κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι σε συνέχειες στο ιταλικό περιοδικό Topolino και αυτόνομα πριν από δύο μήνες σε μια πολυτελή έκδοση που τον προηγούμενο Νοέμβριο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις Καθημερινές Εκδόσεις. Με τον εύστοχα παραποιημένο τίτλο «Metopolis» και πρωταγωνιστή της τον Μίκι Μάους (γνωστό ως Topolino στα ιταλικά) με το όνομα Μικ Μάουσερ, ακολουθεί αρκετά πιστά το σενάριο της ταινίας του 1927, με τη διαφορά ότι όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες προέρχονται από τον κόσμο των ιστοριών του Disney: H Μαρία είναι η Μίνι Μάους, οι ομοιόμορφοι εργάτες έχουν τη μορφή του Γκούφι και ο αδίστακτος, μοχθηρός προστάτης της τάξης και του καθεστώτος δεν είναι άλλος από τον Μαύρο Πιτ. Τα σχέδια του Mottura είναι εντυπωσιακά και σε ορισμένα σημεία γίνονται τόσο σκοτεινά και εξπρεσιονιστικά που παραπέμπουν ευθέως στα σκηνικά και στα εφέ της «Μητρόπολης». «Ημουν παιδί όταν είδα για πρώτη φορά λίγες σκηνές από την ταινία "Metropolis" του Φριτς Λανγκ, σε ένα πασίγνωστο βίντεο κλιπ στο οποίο οι μουσικοί πετούσαν ανάμεσα στους ουρανοξύστες της Μητρόπολης. Θυμάμαι ακόμα πόσο δέος και θαυμασμό ένιωσα! Ηθελα να κάνω κι εγώ αυτό το απίστευτο ταξίδι. Τρεις δεκαετίες αργότερα τα κατάφερα σχεδιάζοντας αυτή την ιστορία», σχολιάζει ο Mottura στο προλογικό σημείωμα της ελληνικής έκδοσης. Και ο Artibani συμπληρώνει: «Ενενήντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας, η πόλη και οι κάτοικοί της έχουν ακόμα μοναδική οπτική δύναμη. Εξερευνήσαμε τους δρόμους της με δέος και σεβασμό και ο Paolo έδωσε για άλλη μια φορά καταπληκτική δουλειά. Σκοπός μου ήταν να κάνω τους ήρωες μιας βωβής ταινίας να μιλήσουν… Ελπίζω οι φωνές τους, χάρη στον Μίκι, τον Γκούφι και τη Μίνι να σας φανούν οικείες». Ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, η «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ εξακολουθεί, λοιπόν, να συγκινεί και να γοητεύει όχι μόνο τους θεατές στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο αλλά και τους αναγνώστες των κόμικς μέσω των ευφυώς επικαιροποιημένων εκδοχών της. Που γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέρουσες και πολιτικά τολμηρές κι ελπιδοφόρες με λόγια όπως αυτά του Μίκι στον επίλογο με το happy end της... ντισνεϊκής «Μητρόπολης»: «Από σήμερα θα αλλάξουν τα πάντα! Τα ωράρια θα μειωθούν και οι μισθοί θα αυξηθούν. Κανείς δεν θα δουλεύει πια σε ανήλιαγα υπόγεια και όλοι θα έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο! Μόνο έτσι θα ξαναγεννηθεί η πόλη και θα μπορέσει να υποδεχτεί όλους εκείνους που θέλουν να μοιραστούν τα κοινά αγαθά που έχει να μας προσφέρει χωρίς αδικίες και αποκλεισμούς». Πηγή
  2. Μια ωραία συνέντευξη του Paolo Mottura που έδωσε στον συμφορουμίτη και φίλο Γιάννη Ιατρού. Enjoy Συντάκτης: Συνέντευξη στο Γιάννη Ιατρού Ίσως από τους καλύτερους δημιουργούς Ντίσνεϊ κόμικς της γενιάς του, ο Paolo Mottura ανήκει σε μία πολύ ιδιαίτερη καλλιτεχνική οικογένεια. Έχοντας προσαρμόσει το σχεδιαστικό του ύφος στα ντισνεϊκά πρότυπα, προσπαθεί διαρκώς να το ανανεώνει και να το εκσυγχρονίζει, φέρνοντας διάφορες -πολλές φορές και αντιμαχόμενες μεταξύ τους- επιρροές: το παλιό με το καινούργιο, το γκόθικ στοιχείο με το παραμυθικό... Έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, τουλάχιστον στη χώρα μας, μετά την εξαιρετική διασκευή του μυθιστορήματος «Μόμπι Ντικ» με πρωταγωνιστές την οικογένεια των Ντακ. Η διασκευή κλασικών μυθιστορημάτων, αλλά και ταινιών ή σειρών, σε κόμικς με τους χαρακτήρες του Ντίσνεϊ είναι μία νέα τάση που προωθεί η γειτονική χώρα και ο σχεδιαστής Paolo Mottura είναι ένας από τους κύριους εκφραστές της. Ο Paolo Mottura ανήκει στη νέα φουρνιά δημοφιλών Ιταλών δημιουργών κόμικς με τους χαρακτήρες του Γουόλτ Ντίσνεϊ. Αν και ξεκίνησε το 1989 την καριέρα του στο περιοδικό Topolino (το αντίστοιχο ιταλικό «Μίκυ Μάους»), η αναγνωρισιμότητα έφτασε το 1998, όταν βραβεύτηκε με τον «Χρυσό Μίκυ» για την καλύτερη ιστορία του έτους 1997, που του προσέφερε η συμμετοχή του στην ξεχωριστή σειρά «Οι νέες περιπέτειες του Φάντομ Ντακ». Δεν δίστασε να προχωρήσει σε εξ ολοκλήρου προσωπικές δημιουργίες, στοχεύοντας στη γαλλική αγορά κόμικς, με προεξάρχουσα τη σειρά «Careme», η οποία και του χάρισε το 2005 το «Βραβείο Albert Uderzo» στην κατηγορία «καλύτερο νέο ταλέντο». Επιστρέφοντας στην ιταλική αγορά, από το 2011 συνεργάζεται με τον οίκο του Sergio Bonelli, εκδότη –μεταξύ άλλων– του Ντύλαν Ντογκ. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με ιδιαίτερο ύφος εικονογράφησης, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη δυναμική που προσφέρει το χρώμα και παίζει με τους διάφορους τόνους του. Εδραιώθηκε στη συνείδηση του ντισνεϊκού αναγνωστικού κοινού ως ένας από τους πλέον καταξιωμένους σχεδιαστές Ντίσνεϊ κόμικς με την αριστουργηματική διασκευή του κλασικού μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ» σε μια σεναριακά και αισθητικά άρτια περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ και τον θείο Σκρουτζ. Η συνάντησή μας έγινε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του 2ου THE Comic-Con, τον περασμένο Μάη, όπου ήταν επίσημος καλεσμένος. Στο πέρας της εκδήλωσης, όπου συναντήθηκε, μίλησε και σχεδίασε για τους θαυμαστές του, οι οποίοι του προσέφεραν «τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό και ενδιαφέρον για το έργο μου και για εμένα τον ίδιο», σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές εκδηλώσεις, όπως δήλωσε επανειλημμένα, μας παραχώρησε την ακόλουθη συνέντευξη. Οι Αμερικανοί βλέπουν τη δουλειά μας και λένε «πολύ ωραία δουλειά, μα είναι Ντίσνεϊ;», ακριβώς γιατί η αλλαγή είναι τόσο μεγάλη που πλέον δυσκολεύονται να το αναγνωρίσουν. Οι μεγάλοι Ιταλοί δημιουργοί έφεραν στο προσκήνιο έναν πολύ προσωπικό καλλιτεχνικό «διάλογο». Το ιταλικό Ντίσνεϊ κόμικ, άλλωστε, ανήκει στους δημιουργούς του, με την έννοια ότι δημιούργησαν μια πλειάδα νέων χαρακτήρων και μεταμόρφωσαν σημαντικά αυτόν τον τύπο του κλασικού αμερικανικού κόμικ. ⚫ Είναι γεγονός ότι τα Ντίσνεϊ κόμικς γεννήθηκαν στην Αμερική, όμως εδώ και πολλές δεκαετίες, η πλειονότητα της παραγωγής είναι ευρωπαϊκή και κυρίως ιταλική. Είναι εμφανής για σένα η διαφορά ανάμεσα στην αμερικανική και την ιταλική παραγωγή Ντίσνεϊ; Ναι, υπάρχει μία βαθύτατη διαφορά. Ας πούμε ότι οι Ιταλοί πήραν στα χέρια τους την κληρονομιά που άφησαν οι μεγάλοι Αμερικανοί δημιουργοί και, όταν το ντισνεϊκό κόμικ έγινε, πιθανότατα, λιγότερο σημαντικό στην Αμερική, αντίθετα εκείνα τα χρόνια ακριβώς έγινε πολύ σημαντικό στην Ιταλία. Οι μεγάλοι Ιταλοί δημιουργοί, εμπνεόμενοι από τα «διδάγματα» του Καρλ Μπαρκς και του Φλόιντ Γκότφρεντσον, έφεραν στο προσκήνιο έναν πολύ προσωπικό καλλιτεχνικό «διάλογο». Το ιταλικό Ντίσνεϊ κόμικ, άλλωστε, ανήκει στους δημιουργούς του, με την έννοια ότι δημιούργησαν μία πλειάδα νέων χαρακτήρων και μεταμόρφωσαν σημαντικά αυτόν τον τύπο του κλασικού αμερικανικού κόμικ, «μολύνοντάς» το με ιταλικές ιδέες και αισθητικές επιλογές. Αυτό, κατ’ εμέ, δεν συνέβη αρκετά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η ντισνεϊκή δημιουργία έμεινε σε ένα βαθμό στάσιμη, σαν απολίθωμα, στο ίδιο πλαίσιο, δίχως να της δίνεται η δυνατότητα εξέλιξης. Στην Ιταλία αυτή ακριβώς η εξέλιξη είναι εμφανέστατη, σε τέτοιο βαθμό που οι Αμερικανοί βλέπουν τη δουλειά μας και λένε «πολύ ωραία δουλειά, μα είναι Ντίσνεϊ;», ακριβώς γιατί η αλλαγή είναι τόσο μεγάλη που πλέον δυσκολεύονται να το αναγνωρίσουν. ⚫ Μίλησέ μας για το ντεμπούτο σου στον χώρο της εικονογράφησης. Το εργαστήρι του Giambiero Umbezio, ενός σχεδιαστής Ντίσνεϊ κόμικς, όπου σύχναζα τακτικά όταν ήμουν 15-16 χρόνων, ήταν στο Τορίνο, κοντά στο σπίτι μου, και κάθε τόσο του πήγαινα δουλειά μου, την έβλεπε και μου έδινε χρήσιμες συμβουλές. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, μέχρι που υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία και είδα ότι ο χρόνος περνάει –στο μεταξύ γράφτηκα και στο Πανεπιστήμιο, επομένως δεν είχα πολύ χρόνο να συνεχίσω την εξάσκηση. Τότε του ζήτησα να δείξει τα σχέδιά μου στη σύνταξη του Topolino. Εκείνη την περίοδο, ο Giovan Battista Carpi έφτιαχνε την Accademia Disney και έψαχνε νέα ταλέντα, καθώς είχε μεγαλώσει η αγορά και υπήρχε η ανάγκη για περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό, κυρίως σχεδιαστές. Οταν λοιπόν είδε τα σχέδιά μου, με κάλεσε στο γραφείο του και στο μεταξύ τα κοιτούσε σιωπηλός. Μετά από λίγο σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντάς με μόνο μου σε ένα άδειο γραφείο. Περίμενα αρκετή ώρα, πλάθοντας σενάρια με το μυαλό μου «γιατί μπορεί να έφυγε ο δάσκαλος;»... Μάλιστα σκέφτηκα «λες να έρθει και να μου φέρει κάποιο σενάριο να εικονογραφήσω;», αλλά μετά έλεγα «όχι, αδύνατον, είμαι πολύ νέος για κάτι τέτοιο». Μετά από μισή ώρα επέστρεψε και πράγματι, κρατούσε ένα σενάριο στο χέρι του. Αυτή ήταν η αρχή, μία αρχή εκθαμβωτική και άμεση –από αυτήν, την πρώτη μου ιστορία, μέχρι σήμερα, δεν έχω σταματήσει. Εχουν περάσει 30 χρόνια κι εγώ συνεχίζω να σχεδιάζω ιστορίες κόμικς για την Ντίσνεϊ. ⚫ Μία από τις πιο δημοφιλείς δημιουργίες σου με τους χαρακτήρες του Ντίσνεϊ ήταν η παρωδία του «Μόμπι Ντικ». Ποια είναι η δυσκολία αλλά και η πρόκληση να μεταμορφώνεις τους ντισνεϊκούς χαρακτήρες σε αυτούς του βιβλίου; Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μία πρόκληση που αφορά κατά βάση τον σεναριογράφο.Μιλάμε για ένα δραματικό και πολύ βίαιο μυθιστόρημα και αυτό κατευθείαν γεννάει δυσκολίες στη μεταφορά του στο πλαίσιο του ντισνεϊκού σύμπαντος, σε ένα πρώτο αφηγηματικό επίπεδο. Πρώτα απ’ όλα, στην περίπτωση του «Μόμπι Ντικ», υπάρχει το θέμα της φαλαινοθηρίας, ένα ζήτημα που δεν επιτρέπεται να μεταφέρεις ανέπαφο στο σύμπαν του Ντίσνεϊ. Γι’ αυτό τον λόγο ο σεναριογράφος έπρεπε να βρει μια δικαιολογία για να λειτουργήσει η ιστορία –το κυνήγι, λοιπόν, δεν αφορά τη φάλαινα καθαυτή, αλλά τον θησαυρό που βρίσκεται στο στομάχι της φάλαινας, αφού αυτή έφαγε το πλοίο που μετέφερε τον θησαυρό του Σκρουτζ και γι’ αυτόν τον λόγο την κυνηγάει. Ετσι η παρωδία παραμένει κοντά στο πρωτότυπο, αφήνοντας στην άκρη την ιδέα της φαλαινοθηρίας με την κλασική της έννοια, δηλαδή τον θάνατο του κήτους. Ταυτόχρονα, σε μια ιστορία Ντίσνεϊ δεν γίνεται να έχουμε τραγικό τέλος, όπως στο βιβλίο, αλλά πρέπει να υπάρχει happy end. Κατευθείαν λοιπόν γίνεται αντιληπτός ο βαθμός της πρόκλησης, την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο σεναριογράφος, ο οποίος, συν τοις άλλοις, πρέπει να κάνει μια πολύ καλή έρευνα πριν ξεκινήσει να γράφει. Η ιστορία διαδραματίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα, επομένως υπήρχε η ανάγκη να βρούμε πώς ήταν τα παλιά φαλαινοθηρικά, οι πόρτες, οι εσωτερικοί χώροι, το κατάστρωμα, αλλά και οι πόλεις, τα λιμάνια, η ενδυμασία, και εγώ να τα αποδώσω στο χαρτί. Και μετά, έρχονται οι χαρακτήρες. Τον ρόλο του Ισμαήλ έχει ο Ντόναλντ, αυτόν του Αχαμπ ο θείος Σκρουτζ. Είναι βασικό να ταιριάξουν οι χαρακτήρες του βιβλίου με αυτούς του Ντίσνεϊ, χωρίς όμως να αλλάξουν ριζικά οι τελευταίοι. Ο Ντόναλντ πρέπει να παραμείνει όπως τον ξέρουμε και την ίδια στιγμή να μοιάζει στον Ισμαήλ. Πρόσφατα έκανα μια άλλη παρωδία Ντίσνεϊ, η οποία βασιζόταν στο μυθιστόρημα «On the Road» του Τζακ Κέρουακ. Το πρωτότυπο αφηγείται μια ιστορία που σίγουρα δεν μπορεί να μεταφερθεί στον ντισνεϊκό κόσμο, αφού οι πρωταγωνιστές της κάνουν χρήση ναρκωτικών και πίνουν αλκοόλ απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Ο σεναριογράφος, ωστόσο, κράτησε ένα σημαντικό στοιχείο της ιστορίας, το θέμα της φιλίας και του ταξιδιού, και ανέπτυξε αυτά τα δύο θέματα. Σε αυτήν την παρωδία, ο Γκούφυ είναι ένας χαρακτήρας ιδιαίτερα αλλοπρόσαλλος. Βλέποντάς τον, καταλαβαίνεις ότι κάθε τόσο σνιφάρει ή μαστουρώνει, αλλά στην ιστορία, ξεκάθαρα, τέτοια πράγματα δεν μπορούν παρά να υπονοηθούν. Αυτή κι αν ήταν μία ενδιαφέρουσα πρόκληση! ⚫ Ενδιαφέρον είχε, επίσης, η παρωδία-φόρος τιμής στον Ντύλαν Ντογκ, με πρωταγωνιστή τον Μίκυ. Πρόκειται για δύο κόσμους πολύ διαφορετικούς: αφενός ο Μίκυ Μάους είναι χαρακτήρας κόμικς για παιδιά και ο Ντύλαν Ντογκ είναι ένας ήρωας πιο ώριμος και σκοτεινός. Τι κινδύνους ενέχει μία τέτοια μεταμόρφωση; Πρώτα απ’ όλα, το βάρος πέφτει στον σεναριογράφο για να γίνουν οι απαραίτητες συνδέσεις. Αν το σκεφτείς, ο Ντύλαν Ντογκ είναι ένας ήρωας πολύ ήρεμος, βρετανικού στυλ, δεν είναι ένας μυώδης τύπος που ουρλιάζει, δεν είναι υπερήρωας. Είναι μετριοπαθής. Και τον Μίκυ, αντίστοιχα, δεν τον βλέπεις ποτέ να τσαλακώνεται, να φωνάζει, διατηρώντας ταυτόχρονα μια δυναμική. Και οι δύο, επίσης, έχουν έναν ελαφρώς ανόητο βοηθό: ο Γκράουτσο Μαρξ για τον Ντύλαν Ντογκ, ο Γκούφυ για τον Μίκυ. Υπάρχει επίσης και ένας επιθεωρητής που τους βοηθάει, ο Μπλοχ και ο Ο’Χάρα. Επαρκείς ομοιότητες για να στηθεί μια καλή παρωδία. Οσον αφορά το σχέδιο, για έναν σχεδιαστή όλα γίνονται αυτόματα. Οταν διαβάζεις το σενάριο –πρέπει να το διαβάζεις προσεκτικά– ξεκινάς να οπτικοποιείς αυτό που βλέπεις, δημιουργούνται και συντίθενται εικόνες στο μυαλό σου. Το σενάριο σε μεταφέρει. Για μένα, τουλάχιστον, λειτουργεί έτσι. Διαβάζω και προσπαθώ να καταλάβω πώς μπορώ να μεταφέρω στο χαρτί αυτό που διαβάζω. Για παράδειγμα, η Ντύλαν Ντογκ ιστορία με τον Μίκυ είχε σίγουρα σκοτεινά στοιχεία, αλλά και αρκετά κωμικά. Επρεπε συνεπώς να βρεθεί μια μέση λύση, γιατί αν σχεδίαζα πολύ «dark» θα ήταν αρκετά ξεροκέφαλο. Έκανα όμως πειραματισμούς, πρόσθεσα αρκετές γκοθ «λήψεις», βλοσυρές εκφράσεις, αντιγράφοντας ακόμα και σκηνές από το πρωτότυπο. Όμως προσπάθησα να μην υπερβάλλω, γιατί ο συνολικός τόνος έπρεπε να παραμείνει ελαφρύς και κωμικός. Η λύση είναι πάντα η ισορροπία. ⚫ Ποια είναι η εικόνα που έχεις για την αγορά των κόμικς στην Ιταλία, και ευρύτερα στην Ευρώπη; Σε τι βαθμό επηρεάστηκε από την οικονομική κρίση; Δεν είμαι ειδικός στα οικονομικά, όμως από μία όψη σίγουρα επηρεάστηκε από την κρίση. Η κρίση στον χώρο μας, όμως, έχει να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι οι νέοι βρίσκουν άλλους τρόπους να περνούν την ώρα τους, εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης: tablet, κινητά, Internet, videogames. Αυτά αποσπούν πολύ χρόνο από τους νεότερους και η κρίση αυτή δεν αφορά μόνο τα κόμικς αλλά όλη την αγορά του Τύπου. Εν ολίγοις, διαβάζουμε λιγότερο. Ενδεχομένως συνολικά να διαβάζουμε περισσότερο, αλλά τα παραδοσιακά μέσα -βιβλία, εφημερίδες, κόμικς- έχουν παραμεριστεί αρκετά. Κατ’ εμέ, αυτή είναι μια κρίση χωρίς επιστροφή. Οφείλουμε, επομένως, να την αποδεχτούμε και να προτείνουμε διαρκώς καινούργια, ενδιαφέροντα πράγματα. Κυρίως κρατώντας κοντά μας τον «σκληρό πυρήνα» των αναγνωστών, οι οποίοι εξακολουθούν να ασχολούνται, με την ελπίδα ότι θα επηρεάσουν τις επόμενες γενιές, τα παιδιά τους.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.