Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Nicolas Wouters'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Είναι ένα ευχάριστο σοκ, να μπαίνεις σε βιβλιοπωλείο των Βρυξελλών και μπροστά σου, ανάμεσα σε δεκάδες γαλλικές εκδόσεις, να φιγουράρει ένα βιβλίο με ελληνικό τίτλο. Τα «Εξάρχεια - το πικρό νεράντζι» εξακολουθεί να είναι έκπληξη και όταν το κρατήσεις στα χέρια σου: ένα κόμικς που «μιλάει» τη γαλλική αργκό, αλλά περιγράφει άψογα την ατμόσφαιρα της πιο παρεξηγημένης γειτονιάς της Αθήνας. Από τις πορείες, τα «μπάχαλα» και τη διακίνηση ναρκωτικών, μέχρι το κλίμα της αλληλεγγύης, τις ιδεολογικές συζητήσεις και τις προσπάθειες δημιουργικότητας. Είναι η έμπνευση του 27χρονου Δημήτρη Μαστώρου, που γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, έζησε κάποια χρόνια στην Αθήνα και επέστρεψε ξανά στο Βέλγιο για να σπουδάσει. Για διπλωματική εργασία στη Σχολή Κόμικς όπου φοίτησε, «διηγήθηκε» μέσα από τα σκίτσα του μία ιστορία που διαδραματιζόταν στον λόφο του Στρέφη. Όταν θέλησε να συνεργαστεί με τον συμφοιτητή και φίλο του Νικολά Γουτέρς, αποφάσισαν να αναπτύξουν αυτήν την ιδέα. Ο ένας έβαλε το βίωμα και τη ζωγραφική του τέχνη, ο άλλος το σενάριο και την «εξωτερική ματιά» που χρειαζόταν, μια που το διήγημα απευθυνόταν σε διεθνές κοινό. Το αποτέλεσμα κυκλοφορεί τους τελευταίους δύο μήνες από τον ιστορικό γαλλικό οίκο Futuropolis, που αποτελεί τμήμα των γνωστών εκδόσεων Gallimard. Γεμάτα κλισέ «Ήθελα να μιλήσω για τα Εξάρχεια. Εκεί πέρασα την εφηβεία μου και έχω πολύ καλές αναμνήσεις. Όσο ήμουν εκεί δεν ένιωθα αυτήν την ανάγκη, παρόλο που ήταν εντελώς διαφορετικά από τις Βρυξέλλες. Όμως μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και σε συνδυασμό με την κρίση, διάβαζα άρθρα, έβλεπα ντοκιμαντέρ, γεμάτα κλισέ για την περιοχή. Ήξερα ότι δεν ήταν έτσι και ήθελα να το δείξω», είπε στο «Έθνος της Κυριακής» ο Δημήτρης Μαστώρος. «Αυτό που μου άρεσε στα Εξάρχεια είναι ότι εκεί μπορείς να βρεις τα πάντα: συζητήσεις, ζυμώσεις, διαφορετικές ιδεολογίες, ποιητές, εκδότες, ακτιβιστές, αλλά και τζάνκια, αστυνομία, φασαρίες, ποζέρια, απολίτικες συγκρούσεις. Και κάπως έτσι, η περιοχή αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, γίνεται κάτι πέρα από τον συγκεκριμένο χώρο, γίνεται ολόκληρη η Ελλάδα», συμπληρώνει ο Νικολά Γουτέρς. «Ο Δημήτρης δεν ήθελε να πούμε ψέματα ή υπερβολές. Ήθελε η ιστορία να μπορεί να έχει συμβεί όντως στην περιοχή», λέει ο Νικολά. Πρωταγωνιστής των ασπρόμαυρων καρέ των «Εξαρχείων» είναι ο Νίκος, «έτσι τον ονομάσαμε στην αρχή, με σκοπό να τ’ αλλάξουμε, αλλά έμεινε. Επίσης μοιάζει στα χαρακτηριστικά μου, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει με τους σκιτσογράφους και τον ήρωά τους. Λέγοντάς τον Νίκο, έχει κάτι και από τους δυο μας», όπως μας λένε οι δημιουργοί του βιβλίου. Πρόκειται για έναν νεαρό που βρισκόταν για σπουδές στο εξωτερικό, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να πάει στην Πάρο για διακοπές. Φτάνοντας στην Αθήνα, βρήκε τον θείο του τον Εξαρχειώτη στο νοσοκομείο και τη γειτονιά αλλαγμένη. Έτσι, ο Νίκος αποφάσισε να μην πάει διακοπές στο νησί, αλλά να μείνει στα Εξάρχεια να βοηθήσει τη θεία του στο παλιό μπαρ της οικογένειας. Μέσα από εκεί, συναντάει ξανά παλιούς φίλους, γνωστούς και τα προβλήματά τους: Το διαμέρισμα που νοικιάζει η θεία του το έχουν καταλάβει μετανάστες, ο παιδικός του φίλος ο Τζίμης παιδεύεται στο πάρκο Ναυαρίνου, υπάρχει πρέζα, βία, ένταση. Ο Νίκος ζει τη νέα φάση της περιοχής και βιώνει τα πολλαπλά πρόσωπα της κρίσης, τις καταστάσεις που ζει καθημερινά η γειτονιά και είναι οικείες στους κατοίκους της. Τα επεισόδια, οι καταλήψεις, το πάρκο Ναυαρίνου, οι παρέες παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια του Νίκου, αλλά και του σκύλου-μασκότ του βιβλίου που -εμπνευσμένος από τον θρυλικό «Λουκάνικο»- ενώνει τις διαφορετικές ιστορίες και τα πρόσωπα. «Πάντα με σεβασμό» Ρωτάμε τον Δημήτρη αν η ιστορία είναι αυτοβιογραφική. «Έχει πολλά στοιχεία από μένα, πολλά κοινά. Αλλά μέσα στο βιβλίο έχουμε βάλει και πολλά ακόμη στοιχεία που τα έχουμε ακούσει, τα έχουμε μάθει, έχουν συμβεί σε άλλο χώρο, ακόμη και σε άλλη χώρα. Πάντοτε όμως με σεβασμό στην πραγματικότητα και σ’ αυτό που είναι πραγματικά τα Εξάρχεια», εξηγεί. «Διαφωνήσαμε πολλές φορές γιατί ήθελα να προσθέσω στο σενάριο στοιχεία που θα ήταν πολύ ελκυστικά για τον αναγνώστη. Όμως ο Δημήτρης δεν ήθελε να πούμε ψέματα ή υπερβολές. Ήθελε η ιστορία να μπορεί να έχει συμβεί όντως στη συγκεκριμένη περιοχή. Να είναι μέρος της αλήθειας της περιοχής. Από την άλλη, το ότι το σκυλί είναι σε καροτσάκι, το εμπνεύστηκα από έναν Βέλγο ακτιβιστή, που ενώ είναι τόσο δυναμικός και αγωνιστικός, έχει ένα πόδι - κάτι που καθόλου δεν τον εμπόδισε σε τίποτα. Αν θες, όλα τα μπορείς, είναι στο χέρι σου το πώς θα πάρεις τη ζωή σου», λέει ο Νικολά. Το έργο «Εξάρχεια - το πικρό νεράντζι», με πρωταγωνιστή τον Νίκο, κυκλοφορεί τους τελευταίους δύο μήνες από τον ιστορικό γαλλικό οίκο Futuropolis. Σπουδές στις Βρυξέλλες Επέλεξαν το άσπρο-μαύρο επειδή δίνει καλύτερα την ατμόσφαιρα της γειτονιάς, αλλά και την αντίθεση που υπάρχει εκεί. Αποκλειστικός σχεδιαστής είναι ο Δημήτρης, ο οποίος ασχολείται εδώ και καιρό με τα κόμικς. «Γεννήθηκα και σπούδασα στις Βρυξέλλες. Εδώ τα κόμικς είναι παντού. Όσο έζησα στην Αθήνα, αγόραζα μανιωδώς και άρχισα να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες. Κάποια στιγμή, έστειλα ένα κόμικς μου στους Schooligans, ήμουν 15 ετών. Το δημοσίευσαν και έγινα σιγά σιγά ο σκιτσογράφος του περιοδικού», διηγείται ο Δημήτρης. «Τελείωσα το γαλλικό σχολείο στην Αγία Παρασκευή και σπούδασα για έναν χρόνο στη σχολή Ορνεράκη. Έδωσα δύο φορές να μπω στην Καλών Τεχνών αλλά δεν τα κατάφερα, οπότε γύρισα στο Βέλγιο να φοιτήσω σε μια σχολή κόμικς που έχουν εκεί, το Saint Luc». Ο Νικολά δεν είχε καμία σχέση με Ελλάδα, καμία σχέση με τα Εξάρχεια. Όλα τα γνώρισε μαζί με τον Δημήτρη, για τις ανάγκες του σεναρίου που έπρεπε να γράψει. Ήρθαν μαζί στην Αθήνα, έζησαν για αρκετές μέρες στη γειτονιά και «μυρίστηκε» από κοντά το κλίμα. «Το καλύτερο όσο ήμασταν εκεί ήταν ότι μας σταμάτησε η αστυνομία και μας πήγε για εξακρίβωση στο τμήμα. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν, μια ανάλογη εμπειρία, η οποία φυσικά υπάρχει στο βιβλίο», λέει ενθουσιασμένος. Όταν τους ρωτάμε ποιες είναι οι αγαπημένες τους «σκηνές» από το κόμικς, οι απόψεις τους διαφέρουν. Για τον Δημήτρη, το αγαπημένο του καρέ είναι εκείνο που διαδραματίζεται στο καφενείο-παλιό μπαρ του θείου του. «Δίνει την ατμόσφαιρα που θέλω, μου αρέσει πολύ». Για τον Νικολά, αγαπημένο του κομμάτι του βιβλίου είναι όταν το μαύρο δίνει τη σκυτάλη στο κόκκινο, όταν δηλαδή «βλέπουμε» την ιστορία μέσα από τα μάτια του σκύλου των Εξαρχείων. «Όλα γίνονται κόκκινα και ζούμε μια γιορτή στην πλατεία», λέει. Οι δύο φίλοι επέλεξαν το άσπρο-μαύρο επειδή αποδίδει καλύτερα την αντίθεση που υπάρχει στη γειτονιά. Παρεξηγήσεις «Στο βιβλίο μας δεν παίρνουμε θέση. Δεν ήταν πρόθεσή μας να πούμε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Νομίζω το να δείξεις τα Εξάρχεια σαν μια αυτόνομη ουτοπία, μπορεί να προκαλέσεις παρεξήγηση, η οποία οδηγεί στα άκρα. Γι’ αυτό προσπαθήσαμε να περιγράψουμε ουδέτερα την κατάσταση και αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Γιατί μπορεί οι Έλληνες αναγνώστες να μη συμφωνήσουν με την απλοποίηση, τον συμβολισμό ορισμένων γεγονότων, που από την άλλη ήταν απαραίτητος για ένα ξένο κοινό. Κάποιοι μας είπαν ότι παρουσιάζουμε τα πράγματα πολύ μαύρα, μουντά. Αλλά γενικά, έχουμε πάρει καλές κριτικές, γράφτηκαν ωραία άρθρα και λάβαμε μέιλ με σχόλια από Έλληνες του εξωτερικού που μας συγκίνησαν, που μας συγχαίρουν για την ατμόσφαιρα, την απεικόνιση των Εξαρχείων. Αυτό μας δίνει θάρρος για τη μετάφραση. Θέλω να πιστεύω ότι μέσα στον χρόνο θα γίνουν οι επαφές για την ελληνική έκδοση», σχολιάζει ο Δημήτρης. Προς το παρόν, το κόμικς πωλείται στο ξενόγλωσσο βιβλιοπωλείο της Πανεπιστημίου. «Στα Εξάρχεια μου άρεσε ότι μπορείς να βρεις τα πάντα: συζητήσεις, ζυμώσεις, διαφορετικές ιδεολογίες, ποιητές, εκδότες, ακτιβιστές αλλά και τζάνκια...», εξηγεί ο Δημήτρης. «Για μένα το βιβλίο αυτό είναι μια γιορτή, ένας καλοκαιρινός περίπατος, μια μπαλάντα για τα αλμυρά Εξάρχεια, σε όσα στοιχεία της γειτονιάς εξακολουθούν να με τραβάνε. Από την ατμόσφαιρα, τα tags, τα μπαρ, τη συλλογικότητα μέχρι και τα μπάχαλα, το πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος την πίεση του κράτους, τα ναρκωτικά, τη σαπίλα. Το πώς η περιοχή προχωράει πληγωμένη, σέρνοντας το παρελθόν, ψάχνοντας ένα νόημα που πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται σαν αδέσποτο σκυλί. Το βιβλίο, πιστεύω, έχει μια γλυκόπικρη γεύση σαν το νεράντζι. Σαν τη γειτονιά. Σαν ένα βράδυ στα Εξάρχεια χαμένος στα σοκάκια τους», καταλήγει ο Δημήτρης. Και το σχετικό link...
  2. Το περασμένο καλοκαίρι τα Εξάρχεια μετακόμισαν στις προθήκες των βρυξελλιώτικων βιβλιοπωλείων, μέσα από το εικονοποιημένο αφήγημα του Δημήτρη Μαστώρου (εικονογράφηση, σενάριο) και του Nicolas Wouters (σενάριο), που εκδόθηκε από τον ιστορικό γαλλικό οίκο Futuropolis (τμήμα των εκδόσεων Gallimard). Πριν από λίγο καιρό ο εκδοτικός οίκος Χαραμάδα εξασφάλισε τα δικαιώματα, ώστε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι το βιβλίο να κυκλοφορήσει και στην ελληνική αγορά. Η ιστορία τού «Εξάρχεια - L’orange amère» αφορά τον Νίκο, ένα παιδί που ζει στο εξωτερικό και επιστρέφει κάποιο καλοκαίρι στη γειτονιά που μεγάλωσε, τα Εξάρχεια, προτού κατέβει για διακοπές στα νησιά. Μέσα από την ιστορία του Νίκου, που φιλοξενείται από το ζευγάρι των θείων του που έχουν μπαρ στην Καλλιδρομίου, καταγράφεται η καθημερινότητα της περιοχής, οι παρέες, οι μετανάστες, οι δράσεις στην πλατεία Ναυαρίνου αλλά και η διακίνηση της πρέζας και πολλά άλλα πράγματα που «πονάνε». Με αφορμή τα νέα για την κυκλοφορία στην ελληνική αγορά, το Documento μίλησε με τον 27χρονο δημιουργό Δημήτρη Μαστώρο, ο οποίος ζει στις Βρυξέλλες. Ποια είναι η σχέση σου με τα Εξάρχεια; Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Βέλγιο. Η Ελλάδα ήταν πάντα παρούσα, στις διακοπές και σε κάθε αργία. Γύρισα οριστικά στα 12 περίπου, πρώτα επί της Αλεξάνδρας και μετά στη Στουρνάρη. Τότε και για τα επόμενα χρόνια δεν σκεφτόμουν να φύγω. Το να σκας στην Αθήνα στην αρχή της εφηβείας, μετά τη μουντίλα των Βρυξελλών, έδινε την αίσθηση παιδικής χαράς. Μεγάλη πόλη, θόρυβος, ζωντάνια, ελευθερία… Έπειτα από το λύκειο όμως ένιωθα λίγο στάσιμος και ξαναγύρισα στις Βρυξέλλες για να σπουδάσω στην Καλών Τεχνών και ανακάλυψα πόσο φοιτητική πόλη είναι. Γενικά μιλώντας, η Αθήνα είναι ένα μεγάλο πηγαινέλα. Πώς ξεκίνησες στο χώρο των κόμικ; Στα 15 άρχισα να συνεργάζομαι με τους Schooligans, που ήταν τότε στην «Ελευθεροτυπία». Εστειλα ένα μέιλ ότι κάνω κόμικ, τους πήγα μερικά και κολλήσαμε. Ήταν πιο εύκολο να εκδοθεί το «Εξάρχεια - L’orange amère» πρώτα στο εξωτερικό και μετά στην Ελλάδα; Εγώ και ο Nicolas Wouters, με τον οποίο κάναμε μαζί το βιβλίο, είχαμε πάντα κριτές στις πτυχιακές μας στη σχολή εκδότες, δασκάλους, πολίτες και άλλα άτομα του χώρου των κόμικ. Όταν έκανα ένα προσχέδιο για τα «Εξάρχεια» στο τελευταίο έτος της σχολής, κριτής ήταν ένας εκπρόσωπος του Futuropolis και είχε αφήσει να ακουστεί ότι θα τους ενδιέφερε ένα κόμικ με αυτό το θέμα. Έπειτα από ένα χρόνο και πολλά ζόρια φτιάξαμε επιτέλους έναν άξιο φάκελο για να τον δείξουμε στους εκδότες και στείλαμε σε 3-4 που μας άρεσαν. Στην αρχή μας κάλεσαν από τον πιο μικρό, αλλά καλό οίκο Sarbacane, με τους οποίους ο Νicolas είχε ήδη βγάλει βιβλίο. Εγώ όμως περίμενα το Futuropolis, μου άρεσαν τα βιβλία τους, είχαν βγάλει και το «Rebétiko» του David Prudhomme πριν από μερικά χρόνια. Οπότε είπαμε να το σκεφτούμε, περιμένοντας την απάντηση που θέλαμε. Ήταν ρίσκο αλλά μας βγήκε. Τι απαιτήσεις έχει μια ιστορία ώστε να γίνει κατανοητή από κάποιον που προέρχεται από διαφορετική κουλτούρα; Αυτό ήταν που με βασάνιζε σε όλη τη δημιουργία. Πώς να είναι το κόμικ για ένα γαλλικό κοινό που χρειάζεται εξηγήσεις και πληροφορίες, χωρίς να επαναλαμβάνει κοινοτοπίες και υπερβολές για το ελληνικό κοινό. Ένας ξένος πρέπει να καταλάβει το βαρύ παρελθόν της γειτονιάς, την τωρινή ατμόσφαιρα, το τι δυνάμεις συγκρούονται για να είναι έτσι η κατάσταση. Είναι κρίμα να πετάξεις απλώς το ότι γίνονται μπάχαλα ή το ότι υπάρχει πρέζα. Από την άλλη, δεν θέλαμε να δώσουμε καμία απάντηση ή να πούμε τη γνώμη μας. Προσπαθήσαμε να βρούμε τη χρυσή τομή. Φυσικά, δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσει το κοινό στην Ελλάδα. Πώς προκύπτει ο υπότιτλος «L’orange am ère» (Το νεράντζι); Τον τελευταίο μήνα του κόμικ τρέχαμε να προλάβουμε τη χρονική προθεσμία και είχαμε καταλήξει ότι θα γράφαμε σε ελληνικά το «Εξάρχεια» και πως χρειαζόταν έναν υπότιτλο. Ο τίτλος πάντα λίγο-πολύ βρίσκεται μέσα στο βιβλίο. Υπήρχε ένα παιχνίδι με τα νεράντζια γενικά μέσα στην ιστορία, η μυρωδιά τους, το ότι γίνονται μπάλες για τα σκυλιά, όπλα όταν παίζεις νεραντζοπόλεμο με τους φίλους σου. Ένας γλυκόπικρος συμβολισμός, όπως η γειτονιά. Τι είναι για σένα τα Εξάρχεια; Θα είναι πάντα σπίτι. Θα είναι αναμνήσεις και μόνιμη βάση. Πάντα θα μιλάω για την εκρηκτικότητά τους, τα γκράφιτι και τα στέκια (μεταναστών και άλλα). Όμως είναι ένας τόπος που άφησα. Και από μακριά πλέον μίλησα γι’ αυτόν. Ένας Ναπολιτάνος συγγραφέας που μ’ αρέσει, ο Erri de Luca, έφυγε από τη συνοικία του στη Νάπολη, το Montedidio και έκανε ένα ομώνυμο βιβλίο γι’ αυτήν. Έλεγε ότι όταν αφήνεις τη γειτονιά σου, την προδίδεις και πλέον είσαι και εσύ ένας επισκέπτης. Και το σχετικό link...
  3. Εξάρχεια: Το Πικρό Νεράτζι- Ένα κόμικ για το άβατο ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αντιφάσεων «Ξέρεις, λένε πως όταν χτιζόταν η Αθήνα, υπήρχε ένα σχέδιο να γεμίσουν τους δρόμους με οπωροφόρα δέντρα. Μηλιές, λεμονιές, φαγητό παντού… αλλά όταν το έμαθαν οι αγρότες έγινε χαμός, στο τέλος δεν μας έμεινε τίποτα άλλο από τα πικρά νεράντζια… και η μυρωδιά» Τα Εξάρχεια έχουν τη δική τους θέση στην επικαιρότητα όχι μόνο της Αθήνας αλλά όλης της Ελλάδας. «Άβατο», «κέντρο παρανομίας», «χώρος αντιεξουσιαστών», είναι μερικές από τις φράσεις που συνοδεύουν τις δημοσιογραφικές αναφορές στην ιστορική γειτονία. Στο τέλος αυτών, πάντα βρίσκεται η καθιερωμένη ερώτηση: «πότε θα κάνει κάτι το κράτος;». Με αυτό τον τρόπο, τα Εξάρχεια πλαισιώνονται πάντα ως πρόβλημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί προκειμένου να επανέλθει η τάξη και να ζήσουν «κανονικά» οι κάτοικοι τους αλλά και εμείς, οι πολίτες των υπόλοιπων περιοχών που απειλούμαστε από αυτή την κατάσταση. Ακόμα και αν δεν είχαν τα Εξάρχεια την αυταξία τους (που την έχουν), τα παραπάνω θα αρκούσαν για να κάνουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την έκδοση στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Χαραμάδα, του κόμικ Εξάρχεια – Το Πικρό Νεράντζι (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χαραμάδα), που κυκλοφόρησε αρχικά στη Γαλλία με τον τίτλο Εξάρχεια – L’ Orange Amere . Πώς προέκυψε ένα γαλλόφωνο κόμικ για τη διάσημη γειτονία; Μέσα από τη συνεργασία του Δημήτρη Μαστώρου, που γεννήθηκε και σπούδασε στις Βρυξέλλες αλλά μεγάλωσε στα Εξάρχεια, με τον Βέλγο συμφοιτητή του, Νικολάς Γουτέρς. Πρόκειται για την πρώτη τους έκδοση βιβλίου κόμικ, σε σχέδιο του Μαστώρου και σενάριο που επεξεργάστηκε ο Γούτερς, αξιοποιώντας τις αναμνήσεις από τα εφηβικά χρόνια που έζησε ο συνδημιουργός του στην περιοχή αλλά και τα πολλά ντοκιμαντέρ που έχουν δημιουργηθεί την τελευταία δεκαετία. Τα Εξάρχεια βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας και δεν αποτελούν απλά ένα πλαίσιο. Ο Νίκος, ο πρωταγωνιστής, φτάνει από το εξωτερικό στην Αθήνα για να περάσει λίγες μέρες προτού μεταβεί στα νησιά για να ζήσει το ελληνικό καλοκαίρι. Θα μείνει μερικές μέρες στα Εξάρχεια στους θείους του που έχουν ένα καφέ στα Εξάρχεια και χρειάζονται βοήθεια, καθώς ο θείος του έχει προβλήματα υγείας. Πολύ γρήγορα θα τον τραβήξει η γειτονία, τα μέρη και οι άνθρωποι, συνήθειες που είχε ξεχάσει και άλλες, νέες. Μέσα από τις βόλτες του Νίκου γνωρίζουμε τα Εξάρχεια και τις ιδιαιτερότητες τους: συγκρούσεις με την αστυνομία Παρασκευή και Σάββατο, άνθρωποι όπως ο αγωνιστής Τζίμπης, ο ενθουσιασμός με τον Αστέρα Εξαρχείων και η φιέστα για τον υποβιβασμό, ένα σκυλί σε αναπηρικό καροτσάκι (εμπνευσμένο από τον Λουκάνικο) οι μετανάστες που εγκλωβίστηκαν στην Αθήνα προσπαθώντας να περάσουν σε άλλες χώρες αλλά και οι ηρωινομανείς και ο δικός τους αγώνας επιβίωσης. Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον γνώριμο για τον αναγνώστη: ο λόφος του Στρέφη, η πλατεία, τα στενάκια και, στο κέντρο όλων, το πάρκο Ναυαρίνου. Το πάρκο θα κεντρίσει την προσοχή του πρωταγωνιστή: ένας χώρος αλληλεγγύης, δημιουργίας αλλά και συγκρούσεων, με κάποιους από τους κατοίκους να στρέφονται επιθετικά ενάντια στους ναρκομανείς. Ο Νίκος θα εμπλακεί στη ζωή του πάρκου που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια της δημιουργίας του και πολύ γρήγορα το εξαρχειώτικο καλοκαίρι θα τον «ρουφήξει», κάνοντας τον να ξεχάσει τα σχέδια για τα νησιά. Ο αναγνώστης που έχει κάνει έστω και ελάχιστες βόλτες στην περιοχή, θα καταλάβει πόσο προσοχή έχει δοθεί στην απεικόνιση του χώρου. Το εκάστοτε καρέ δεν παρουσιάζει έναν οποιονδήποτε δρόμο των Εξαρχείων αλλά κάθε φορά ένα συγκεκριμένο δρόμο, μία συγκεκριμένη πλευρά της πλατείας. Παρόλο που το σχέδιο βασίζεται σε αδρές γραμμές και σε αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου, προσπαθεί να αποδώσει πιστά την περιοχή στις λεπτομέρειες της, που την κάνουν να ξεχωρίζει: γκράφιτι, πανό, αφίσες έχουν την τιμητική τους. Ο πιο φανατικός της περιοχής θα εντοπίσει και κάποιες ταμπέλες που έχουν αποδοθεί με ακρίβεια. Πολύ συχνά, οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στο περιθώριο καθώς παραγκωνίζονται από καρέ των Εξαρχείων υπό διαφορετικές γωνίες ή οι διάλογοι αποκόπτονται από τα πρόσωπα και παρουσιάζονται σαν να πλέουν στη θερινή ραστώνη της περιοχής. Είναι και τα Εξάρχεια, με αυτό τον τρόπο, ένας από τους πρωταγωνιστές και θέλει να πει τη δική του ιστορία. Κορυφαίες στιγμές αυτής της προσπάθειας είναι τα πανοραμικά πλάνα του πάρκου της Ναυαρίνου, ως ένας τόπος γιορτής σε αντίθεση με τη μουντάδα της γύρω πόλης. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν συντείνουν σε μία εξιδανίκευση των Εξαρχείων. Στην περιοχή μένουν πραγματικοί άνθρωποι μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο με τις δικές του αντιθέσεις και προκλήσεις. Δίπλα στο γλέντι στου Στρέφη, εξελίσσεται μία ακόμα ιστορία: μετανάστες έχουν καταλάβει ένα διαμέρισμα που ανήκει στον θείο του πρωταγωνιστή, ο οποίος θέλει να το νοικιάσει. Καθώς ο Νίκος προσφέρεται να βοηθήσει, θα έρθει σε επαφή με τον μικρό Ιμράν που κάνει κουμάντο και θα τον πιέσει να βρεθεί μία λύση. Αρχίζει να καταλαβαίνει τη λογική του νεαρού μετανάστη για το αδιέξοδο στο οποίο έχουν βρεθεί, την ίδια στιγμή που ο θείος του αρχίζει να αναζητά άλλες λύσεις που θα τον φέρουν σε σύγκρουση με τον Νίκο. Αυτή η ρεαλιστική ματιά στα Εξάρχεια και τις αντιφάσεις τους, αποτελεί το καλύτερο αντίβαρο στη δαιμονοποίηση τους. Μακριά από τις δημοσιογραφικές υπερβολές, το σκίτσο του κόμικ μας φέρνει πολύ πιο κοντά στη γειτονιά από ότι η παραμορφωμένη «αλήθεια» της κάμερας και του ρεπορτάζ. Το Πικρό Νεράντζι είναι ένα από τα καλύτερα κόμικ που θα διαβάσουμε φέτος. Δύο δημιουργοί που διατηρούν μία απόσταση από την ιστορική γειτονία της Αθήνας, όπως και ο πρωταγωνιστής του κόμικ, μας οδηγούν στην πιο βαθιά βουτιά στην περιοχή. Μέσα από χαρακτήρες που νιώθουμε ότι τους ξέρουμε ήδη, δρόμους που έχουμε χιλιοπερπατήσει, μας κάνουν να δούμε με άλλο μάτι την καθημερινότητα μας μέσα στην Αθήνα Η γλυκόπικρη αίσθηση κυριαρχεί σε όλο το κόμικ και το καθιστά, ταυτόχρονα, τρομακτικά οικείο αλλά και πρωτόγνωρο. Πηγή
  4. saveapenguin

    ΕΞΑΡΧΕΙΑ: ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΝΕΡΑΝΤΖΙ

    «Μπαίνουμε μέσα όπως μπαίνουμε σε ένα κάστρο, παρασυρμένοι από τη μυρωδιά του καμένου και του γλεντιού. Η ιστορική γειτονιά των Εξαρχείων πλέει ακυβέρνητη στην τσιμεντένια θάλασσα της Αθήνας. Στους στενούς δρόμους, οι κάτοικοι γελούν και χάνονται, διασχίζοντας επικίνδυνα νερά σαν νυχτερινά ψάρια. Ο Νίκος, έλληνας φοιτητής στο εξωτερικό, επιστρέφει ως επισκέπτης στα Εξάρχεια, τη γειτονιά της παιδικής του ηλικίας. Τα Εξάρχεια του οικογενειακού καφέ-μπαρ, του πάρκου Ναυαρίνου, των γκράφιτι, των καταλήψεων. Της θείας Ναταλίας, του αγωνιστή Τζίμπη, του εξαρτημένου Γιάννη, του μικρού μετανάστη Ιμράν». «Πρόκειται για μια γλυκόπικρη παρουσίαση της πιο αγαπημένης (ή πιο μισητής για άλλους) γειτονιάς της Αθήνας. Χωρίς να ωραιοποιεί, χωρίς να εξιδανικεύει, χωρίς να διστάζει να μιλήσει για τα κακώς κείμενα, χωρίς όμως και να ξεχνά την αίσθηση της αλληλεγγύης και της απλότητας αλλά και την υπέροχη μυρωδιά των νεραντζιών, ο Δημήτρης Μαστώρος και ο Nicolas Wouters μας δίνουν μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο «πικρό νεράντζι» της Αθήνας, τα Εξάρχεια, με ένα ιδιαίτερο σχέδιο που θυμίζει κινηματογραφική ταινία». Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο κόμικ, όπως και η περιοχή όπου διαδραματίζεται. Με αφορμή την επίσκεψη και διαμονή του πρωταγωνιστή στα Εξάρχεια αλλά και τη διαμόρφωση του πάρκου Ναυαρίνου σε κοινωνικό χώρο, προσπαθεί να παρουσιάσει στον αναγνώστη τη γειτονιά των Εξαρχείων και να σχολιάσει κάποια κοινωνικά φαινόμενα, όπως η βία, ο ρατσισμός και η χρήση ναρκωτικών ουσιών, που δεν περιορίζονται στην περιοχή αλλά μας αφορούν γενικότερα ως κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου στο πρώτο κομμάτι τα καταφέρνει πολύ καλά. Σε βάζει μέσα στο κλίμα της περιοχής και των κατοίκων της, μιας πραγματικά ζεστής γειτονιάς για όσους την αγαπούν και την περιδιαβαίνουν ειρηνικά. Τα «μπάχαλα» πέριξ της πλατείας είναι κι αυτά εδώ, αναπόσπαστο κομμάτι δυστυχώς της καθημερινότητας αλλά είναι εδώ και οι πράξεις αλληλεγγύης και συμπαραστάσης. Μάλιστα, έχει γίνει τόσο προσεκτική δουλειά στο εικαστικό κομμάτι που όσοι ξέρουν την περιοχή σίγουρα θα αναγνωρίσουν δρόμους, τοίχους, μαγαζιά και αν τυχόν έχουν αρκετό καιρό να την επισκεφτούν θα νιώσουν μια γλυκιά νοσταλγία. Από την άλλη όμως, βρήκα ότι δεν κατάφερε να μπει στην ουσία των πιο σοβαρών θεμάτων που προσπάθησε να θίξει και τα οποία τελικά τα αντιμετώπισε αρκετά επιφανειακά. Το καλό φυσικά σε αυτό είναι ότι το σενάριο δεν γίνεται σε καμία περίπτωση διδακτικό. Το προτείνω σίγουρα σε όλους όσοι ξέρουν/ζουν/αγαπούν τα Εξάρχεια. Πιστεύω θα σας αρέσει όσο άρεσε και σε μένα: μια ιστορία, ένα κόμικ για την αγαπημένη μου γειτονιά της Αθήνας. Στους υπόλοιπους, ειλικρινά δεν ξέρω. Το κόμικ σε βάζει να περπατήσεις τους δρόμους της περιοχής, οπότε αν θέλετε να κάνετε μια πρώτη βόλτα ίσως πρόκειται για μια καλή ευκαιρία. Για το σχέδιο δεν έχω πολλά να πω, αρχικά μου φάνηκε περίεργο αλλά το συνήθισα πάρα πολύ γρήγορα. Είναι υποκειμενικό όμως, οπότε αφήνω εδώ και κάποια καρέ.
  5. Στα εξωτικά Εξάρχεια δεν φυτρώνουν μόνο νεράντζια Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Τα Εξάρχεια για τους αμύητους φαντάζουν τόπος εξωτικός και μαγεμένος. Μύθοι και θρύλοι αλλά και τερατολογίες τα συνοδεύουν στις αφηγήσεις και τα παραμύθια. Μέχρι να τα επισκεφτείς. Και να νιώσεις ζεστά και οικεία, αν το θες. Αντικρίζοντας ενδιαφέροντες ανθρώπους και μέρη ποτισμένα από μια άγραφη εναλλακτική Ιστορία. Και από δακρυγόνα Ο λόφος του Στρέφη, η πλατεία, η Τσαμαδού, η Μεθώνης, η Βαλτετσίου, η Αραχώβης, τα κατειλημμένα κτίρια, το Βοξ, το Πάρκο Ναυαρίνου, το Πολυτεχνείο, ο Λυκαβηττός στο βάθος να ρίχνει τη σκιά του, η λαϊκή αγορά και το Αστυνομικό Τμήμα στην Καλλιδρομίου, ο Αστέρας Εξαρχείων, τα σουβλατζίδικα και τα καφέ, τα βιβλιοπωλεία και τα τυπογραφεία. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, οι πολιτικοί ακτιβιστές, οι παλαιοπώλες, οι τοξικοεξαρτημένοι. Ο μικρόκοσμος της ιστορικής περιοχής της Αθήνας αποτελεί το επίκεντρο στα «Εξάρχεια – Το Πικρό Νεράντζι» των Δημήτρη Μαστώρου και Nicolas Wouters (εκδόσεις Χαραμάδα, μετάφραση Μαρία Χρίστου). Με την, κατά πώς φαίνεται, απολύτως εσκεμμένη επιλογή των δημιουργών να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους, και συνεκδοχικά να στρέψουν την προσοχή των αναγνωστών, στα πρόσωπα και όχι στον τόπο ή στα γεγονότα. Ωστόσο, στην πιο παρεξηγημένη γειτονιά της Αθήνας, οι πιο απλές και καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες επηρεάζονται καθοριστικά από τον τόπο εντός του οποίου εκτυλίσσονται. Τα γκράφιτι στους τοίχους, οι διαδηλώσεις, οι γείτονες, τα κτίρια, τα αδέσποτα σκυλιά, οι μουσικές και τα τραγούδια, οι συνελεύσεις και οι επιτροπές των κατοίκων, οι εντάσεις και οι καβγάδες, οι πολιτικές συζητήσεις και δράσεις, τα πάντα δείχνουν να καλύπτονται από την αύρα που αναδίδει ένα παρελθόν (και παρόν) πλημμυρισμένο από πολιτική και πολιτισμό. Και με την ευωδιά των πανταχού παρόντων νεραντζιών που αν τολμήσεις να τα δοκιμάσεις, γεύεσαι μια μοναδική πίκρα. Αυτήν την όψη των Εξαρχείων παρουσιάζει με απόλυτη επιτυχία το βιβλίο των Μαστώρου και Wouters. Εχοντας όμως για πρωταγωνιστή έναν νέο που επιστρέφει στην περιοχή μετά από μακρόχρονη απουσία στο εξωτερικό και προσπαθεί να προσαρμοστεί, να θυμηθεί, να ταιριάξει, να κατανοήσει τις αλλαγές και, αν τα καταφέρει, να ξαναδεθεί με πρόσωπα και πράγματα. Αυτό είναι και το δυνατό σημείο της αφήγησης στα «Εξάρχεια», η εμπλοκή του κεντρικού χαρακτήρα, δηλαδή, με την πραγματικότητα ως ενεργού μέρους της και όχι ως παντεπόπτη και κριτή ή αποστασιοποιημένου και τουρίστα. Δεν κάνουν ντοκιμαντέρ ούτε δημοσιογραφική έρευνα οι δημιουργοί των «Εξαρχείων». Αφηγούνται μια ιστορία και όχι την Ιστορία. Τα σχέδια του Μαστώρου είναι συναρπαστικά, εξπρεσιονιστικά και γκροτέσκα κάποιες στιγμές, «φωτογραφικά» κάποιες άλλες, με γωνίες λήψης που καταγράφουν τα Εξάρχεια από κάθε πιθανή θέση, από μπαλκόνια και πεζοδρόμια, από ταράτσες, από εδάφους και αέρος. Επηρεασμένα πιθανώς από το καρναβαλικό στοιχείο δημιουργών όπως ο Γιάννης Καλαϊτζής στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» ή οι Munoz και Sampayo στις σκηνές μητροπολιτικής, αστικής παράνοιας των κόμικς τους, τα ασπρόμαυρα σκίτσα των προσώπων που παραμορφώνονται, ιδρώνουν, ξεφυσούν, κραυγάζουν, αγκομαχούν, γίνονται τόσο εκφραστικά που θαρρείς πως νιώθεις την ανάσα τους και ακούς τις φωνές τους. Με αποκορύφωμα το συγκλονιστικό εξασέλιδο, χρωματισμένο με το κόκκινο της φωτιάς, που εικονογραφείται από την οπτική γωνία του ανάπηρου σκύλου, μια τεχνική που είχε χρησιμοποιήσει παλαιότερα και ο Matt Fraction στο «Hawkeye» αφιερώνοντας ένα ολόκληρο τεύχος στα μάτια και στα αυτιά του σκύλου–πρωταγωνιστή και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Πρόσφατα, στο «Εδώ Ελεύθερα Εξάρχεια» (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2015), οι Νίκος Κουφόπουλος και Νικόλας Αγάθος φιλοτέχνησαν σε κόμικς μια σπουδαία ιστορική καταγραφή και διαδρομή της περιοχής, με πολλές και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες και δεκάδες αναφορές σε ονόματα και γεγονότα που τη στιγμάτισαν. Παλαιότερα, στο αφιέρωμα για τα Εξάρχεια του περιοδικού «Γαλέρα» (2008), δημοσιογράφοι, δημιουργοί κόμικς, γελοιογράφοι, αρθρογράφοι και εικαστικοί είχαν σχηματίσει ένα μοναδικό κολάζ γνώσεων και εμπειριών για την περιοχή. Τα Εξάρχεια, όμως, των Μαστώρου και Wouters είναι πιο προσωπικά, δεν επιδιώκουν την ακρίβεια της επιστημονικής έρευνας ούτε την επαλήθευση των τεκμηρίων και των αποδείξεων, δεν αξιώνουν να κριθούν στο επίπεδο της πληρότητας ή της ολότητας του θέματος. Το έργο τους είναι μια fiction ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή. Κι αυτό είναι που δίνει και τα «ελαφρυντικά» στους δημιουργούς του για τον «εξωτισμό» και τον «οριενταλισμό» με τον οποίο πιθανώς αντιμετωπίζουν σε ορισμένα σημεία της ιστορίας το θέμα τους. Χωρίς να έχουν κακές προθέσεις, δεν αποφεύγουν σε κάποιες περιπτώσεις άθελά τους να αναπαράξουν τα κακώς καθιερωμένα στερεότυπα, που με τη σειρά τους ανακυκλώνουν προκαταλήψεις και δημιουργούν τεχνητές αφηγήσεις θεωρώντας τα Εξάρχεια μια συνάθροιση μελών τριών – τεσσάρων υποτιθέμενων αρχετυπικών «φυλών» που συμβιώνουν σε μια εύθραυστη ισορροπία με φόντο πολεμικές σκηνές από αμάξια που καίγονται, από επεισόδια κ.λπ. Τέτοιου τύπου απλοποιημένες περιγραφές διαιωνίζουν τον φόβο και την επιθετικότητα των «νοικοκυραίων», των κυρ Παντελήδων και των Κορκονέων ενάντια στην πιο ζωντανή περιοχή της Αθήνας. Αλλωστε, τα Εξάρχεια δεν είναι τα ίδια για όλους. Παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα, υπάρχουν «Ενα, δύο, τρία, πολλά Εξάρχεια». Τα Εξάρχεια των Μαστώρου και Wouters είναι μία από τις εκδοχές που μπορούν να υπάρξουν για την εμβληματική γειτονιά. Αυτή η εκδοχή είναι θαυμάσια αποδοσμένη στο εικαστικό επίπεδο και άρτια αφηγημένη. Δεν είναι, όμως, η μοναδική. Πηγή
  6. Ένα κόμικς για τα Εξάρχεια Καρέ από τα Εξάρχεια, το βιβλίο των Δημήτρη Μαστόρου και Nicolas Wouters. Dimitri Mastoros, Nicolas Wouters, Εξάρχεια. L’Orange amère, Futuropolis, 2016 Tριάντα δύο χρόνια μετά την Τσιγγάνικη Ορχήστρα του Γιάννη Καλαϊτζή, ένα νέο κόμικς κυκλοφορεί (στη γαλλική αγορά!) με θέμα του τα Εξάρχεια - και το μύθο τους. Στις δώδεκα δεκαετίες της ιστορίας τους, τα κόμικς έχουν αναπτύξει μια προνομιακή σχέση με το αστικό τοπίο, μια σχέση που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Ρίτσαρντ Άουτκωλτ επέλεξε μια φτωχογειτονιά στην καρδιά της Νέας Υόρκης ως σκηνικό για τις εικονογραφημένες σελίδες με το Yellow Kid. Στα Εξάρχεια. L’Orange amère, το εικονογραφημένο αφήγημα σε σχέδιο του Δημήτρη Μαστόρου με βάση ένα σενάριο που ἐγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Nicolas Wouters, το ντεκόρ είναι το κέντρο της Αθήνας. Ο εικοσιεπτάχρονος σχεδιαστής, που γεννήθηκε και σπούδασε στις Βρυξέλλες αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, γνωρίζει καλά το τοπίο και τον μικρόκοσμο που απεικονίζει στις σελίδες του. Η υπόθεση της εξαιρετικής πρώτης του δουλειάς είναι σχετικά απλή: ο Νίκος, που έλειπε στο εξωτερικό για σπουδές, επιστρέφει στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές του διακοπές και, πριν πάρει το πλοίο για την Πάρο, πηγαίνει να δει τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον υποδέχεται πίσω από τον πάγκο του καφενείου που διατηρεί στα Εξάρχεια, αλλά σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ο Νίκος αποφασίζει να μείνει για λίγο στην Αθήνα για να δώσει ένα χεράκι στη θεία Ναταλία, όμως τα πράγματα περιπλέκονται επειδή η παλιά πολυκατοικία του θείου έχει καταληφθεί από μετανάστες... Τα επεισόδια και τα στιγμιότυπα που συγκροτούν την πλοκή είναι εμπνευσμένα από μια επικαιρότητα που βιώνεται σαν πολλαπλή κρίση, από τις εκδηλώσεις συμπαράστασης σε συλληφθέντες καταληψίες ως το εμπόριο ναρκωτικών, τη σκιά της Χρυσής Αυγής, τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις με την αστυνομία ή τη μετατροπή ενός πάρκινγκ σε παιδική χαρά. Όλα αυτά θα ήταν απλώς κοινότοπα –τουλάχιστον για τον Αθηναίο αναγνώστη–, αν η ελλειπτική αφήγηση, άλλοτε ρεαλιστική κι άλλοτε ονειρική, δεν ήταν ένα πρόσχημα για να παρασυρθεί ο αναγνώστης και ο ήρωας σε μια περιήγηση στην καρδιά μιας μεσογειακής μεγαλούπολης. Ξεφυλλίζοντας τα Εξάρχεια, οι έλληνες φίλοι των κόμικς δεν μπορούν να μη θυμηθούν την Τσιγγάνικη Ορχήστρα του Γιάννη Καλαϊτζή (απ' όπου το επόμενο καρέ): ο θείος Χρήστος και η θεία Ναταλία θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στην ευρύτερη παρέα του Κώστα Φαναρτζή και της Έφης. Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που ο τότε γελοιογράφος της Αυγής άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες την περιπλάνηση του ήρωά του στην Αθήνα της μεταπολίτευσης στις σελίδες της Βαβέλ, πριν κυκλοφορήσει ο πρώτος και μοναδικός τόμος του οριστικά πια ημιτελούς αφηγήματός του από το Πολύτυπο του Χρήστου Παπουτσάκη το 1984. Τα Εξάρχεια κυκλοφόρησαν στη Γαλλία από τον ιστορικό οίκο Futuropolis που αποτελεί πλέον τμήμα των ακόμα πιο ιστορικών εκδόσεων Gallimard. Η απόσταση ανάμεσα στο σκληρό ασπρόμαυρο σχέδιο, χωρίς φωτοσκιάσεις, της Τσιγγάνικης Ορχήστρας και τις εξπρεσιονιστικές σέπια σελίδες των Εξαρχείων είναι εκείνη που χωρίζει την εποχή του (À Suivre) από το σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμικς. Άλλωστε, οι αναφορές των κεντρικών ηρώων, που και στις δύο περιπτώσεις είναι ομότεχνοι των δημιουργών τους, στην τέχνη τους, είναι χαρακτηριστικές: μια ηρωίδα προτείνει στον Νίκο να ζωγραφίσει στην παιδική χαρά της γειτονιάς, «κάτι πολύχρωμο για τα παιδιά... τίποτα ζωάκια... έναν Τοτόρο ή κάτι τέτοιο»· τρεις δεκαετίες νωρίτερα, πίσω από το ταξί που έφερνε τον Κώστα στο Τουρκολίμανο, διακρινόταν ανάμεσα στα κατάρτια των πλοίων ο Κόρτο Μαλτέζε. Πιο σημαντική είναι ίσως η διαφορά στη στάση των ηρώων και των δημιουργών απέναντι στην πόλη και τα όσα διαδραματίζονται στο ντεκόρ των εικονογραφημένων περιπετειών τους. Ο Καλαϊτζής ανήκει σε μια γενιά που δεν δίσταζε να σαρκάσει τον εαυτό της και τις καταβολές της, τους ήρωές της και τις στρατεύσεις της, όπως άλλωστε ο θείος Νίκος που αντιμετωπίζει την αρρώστια και τον θάνατο με στωικό χιούμορ. Ο δημιουργός των Εξαρχείων ανήκει σε μια γενιά με παραπλήσιες ανησυχίες αλλά αισθητά διαφορετική ιδιοσυγκρασία· αντί για τη διφορούμενη αποστασιοποίηση που απορρέει σχεδόν αυτόματα από τα αφηγηματικά ρεφλέξ ενός επαγγελματία χιουμορίστα, φαίνεται να επιλέγει να παρουσιάσει το αστικό τοπίο που απεικονίζει, σαν αυτό που μια σύγχρονη αριστερά αποκαλεί zone à défendre: στην εποχή των Εξαρχείων, το κέντρο της πόλης της Τσιγγάνικης Ορχήστρας είναι μια διατηρητέα εστία αντίστασης... Τρεις δεκαετίες χωρίζουν αυτά τα δύο εντυπωσιακά πρωτόλεια και οι όποιες συγγένειες και διαφορές τους αποτελούν τμήμα της ιστορίας του ιδεολογικού χώρου στον οποίο εγγράφουν οι δημιουργοί τα έργα τους –ο οποίος ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον ιδεολογικό χώρο στον οποίο εγγράφονται τα Εξάρχεια των Εξαρχείων–, της ιστορίας της τέχνης τους και κυρίως της ιστορίας της πόλης που απεικονίζουν, δίνοντάς της μια θέση στον μεγάλο άτλαντα των υπαρκτών και ανύπαρκτων μεγαλουπόλεων που έχουν αποτελέσει το σκηνικό ή την αφετηρία για τις περιπέτειες των ηρώων των κόμικς, από τη Νέα Υόρκη ενός Ουίλ Άισνερ και το Παρίσι ενός Ζακ Ταρντί ως τη Λιμνούπολη του Καρλ Μπαρκς ή τις Σκοτεινές Πόλεις των Πέετερς και Σκόιτεν. Αν η Τσιγγάνικη Ορχήστρα ήταν μια νυχτερινή οδύσσεια χωρίς Ιθάκη στους δρόμους της Αθήνας, τα Εξάρχεια είναι μια ποιητική εξερεύνηση του ερέβους στην καρδιά της. Πηγή (Το άρθρο υποτίθεται ότι περιλαμβάνει και άλλες εικόνες, αλλά δεν φαίνονται στην ιστοσελίδα) Για την έκδοση μπορείτε να δείτε και το bedetheque.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.