Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Jemma press'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. albert

    STRANNIK

    «Δίπλα στο σχολείο μας ήταν μια φυλακή και από την άλλη πλευρά ένα νεκροταφείο. Ο δάσκαλός μας συνήθιζε να λέει πως αν δεν φερόμασταν σωστά και αν δεν δουλεύαμε σκληρά θα καταλήγαμε σε ένα από αυτά τα δυο μέρη.» Στα ρωσικά, η λέξη "strannik" σημαίνει περιπλανώμενος. Αυτό το μικρό ντοκιμαντέρ-κόμικς αφηγείται την ιστορία ενός άστεγου πυγμάχου που περνάει τη ζωή του στους δρόμους της Μόσχας. Κάποτε, αγαπούσε ένα κορίτσι, κάποτε είχε όνειρα για το μέλλον. Είναι πολύ γέρος για να πυγμαχεί, είναι όμως το μόνο που η ζωή του προσφέρει. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) Ευχαριστούμε τον @nikos99 για τη διάθεση του τεύχους
  2. GreekComicFan

    BELZEBUBS

    Τιμή καταλόγου: 10€ Το Belzebubs είναι ένα ονλάιν κόμικ του Φιλανδού JP Ahonen, το οποίο παρουσιάζει τα έργα και ημέρες μιας οικογένειας μπλακμεταλάδων. Μετά την επιτυχία που έχει γνωρίσει σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, ήρθε και στην χώρα μας από την Jemma Press. Αρκετά καλό στριπ, με εύκολα αναγνωρίσιμες καταστάσεις/συμπεριφορές που παρωδεί - με αγάπη και πόνο - ο δημιουργός, την όλη εικόνα - και σε κάποιες περιπτώσεις - ιδεολογία που πουλάνε τα μπλακ μέταλ συγκροτήματα. Όσοι γνωρίζουν την ιστορία της σκηνής θα καταλάβουν πολλά (αν και δεν υπάρχει εμφανής αναφορά σε κάποιο γνωστό γεγονός) αλλά και οι μη γνώστες θα περάσουν ευχάριστα. Ευτυχώς δεν μένει στην εύκολη ατάκα και πιάνει και τις προσωπικές σχέσεις των μελών της οικογένειας, αλλά και της μπάντας του πατέρ φαμίλια, που είναι σε αδράνεια. Επίσης, ο δημιουργός φροντίζει να έχει το κάθε μέλος ευδιάκριτη προσωπικότητα. Το σχέδιο δε, είναι αξιολάτρευτο και τεχνικά άρτιο αξιοθρήνιτο και δαιμονικά σάπιο. Η σειρά ξεκίνησε το 2016 και ο τόμος της Jemma - άρτιος σε όλα του - περιέχει στριπς από το 2016 μέχρι και σήμερα. Περιέχει επίσης μια από τις πρωτότυπες εισαγωγές που έχω διαβάσει εδώ και καιρό από την Μπέκυ Κλούναν. Σελίδα δείγμα (στα αγγλικά) Πρώτη διανομή στο AthensCon 2018, όπου ήρθε και ο καλλιτέχνης για αυτόγραφα και σκιτσοαφιερώσεις. Στα πλαίσια του συνέδρειου επίσης, η Jemma έδινε με την αγορά του άλμπουμ και μια πάνινη τσάντα δώρο. Trivia. Η φανταστική μπάντα του κόμικ έχει και δικιά της σελίδα, ενώ έχει συμπεριληφθεί και στην Encyclopedia Metallum.
  3. Κι ενώ η κυβέρνηση με τη Γιάννα Αγγελοπούλου στο τιμόνι οδεύει ολοταχώς προς το γνήσιο εθνικιστικό παρελθόν της ελληνικής Ακροδεξιάς, κάποιοι επιμένουν να μελετούν την Ιστορία χωρίς κραυγές και πατριωτικές κορόνες. Ο Θανάσης Καραμπάλιος με την τέταρτη συνέχεια του «1800» πλησιάζει στα χρόνια της Επανάστασης και λέει τα πράγματα λίγο διαφορετικά από το επίσημο εθνικό αφήγημα. Στο γλωσσάρι που συνοδεύει κάθε μέρος του «1800» μέχρι τώρα, ο Ελασσονίτης δημιουργός Θανάσης Καραμπάλιος, που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στα ελληνικά κόμικς τα τελευταία χρόνια όσο λίγοι, περιγράφει τον τίτλο του τέταρτου μέρους της σειράς του ως εξής: «Χάκι (το): η εκδίκηση, συνήθως σε κάποια ατιμωτική πράξη, αλβανική-αρβανίτικη λέξη». Ένα «χάκι» είναι το βασικό θέμα στο βιβλίο του, στην ελληνική επαρχία, λίγα χρόνια πριν από το 1821. Με πρωταγωνιστές τους κλέφτες και αρματολούς, κάποιοι πραγματικά πρόσωπα και κάποιοι προϊόν μυθοπλασίας, μακριά από τις ωραιοποιημένες και εξωραϊσμένες εκδοχές που μαθαίναμε στο σχολείο. Οι χαρακτήρες του Καραμπάλιου, με πρώτο και πιο χαρακτηριστικό (φανταστικό) πρόσωπο τον Καραμάνο με το σκοτεινό παρελθόν αλλά και όσοι αποτελούν πραγματικά πρόσωπα (Κολοκοτρώνης, Τζαβέλας κ.ά.) δεν θυμίζουν σε τίποτα τις μορφές με τις σιδερωμένες φουστανέλες, τα γυαλισμένα γιαταγάνια και τα περιποιημένα μουστάκια από τα σχολικά κάδρα ούτε από τις εθνεγερτηρίους ταινίες που προβάλλονται στις εθνικές εορτές ανελλιπώς εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Οι πρωταγωνιστές του «1800» είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, με πάθη και επιθυμίες, βίαιοι στο πλαίσιο της εποχής τους αλλά και με αισθήματα. Μπορεί η Ιστορία (ποτέ ουδέτερη και ποτέ απαλλαγμένη από προθέσεις) να τους κατέγραψε με έναν συγκεκριμένο τρόπο και να εξακολουθεί να αναπαράγει τις μορφές τους και τις συμπεριφορές τους όπως βολεύει την εθνική μας ανάγκη για ηρωισμούς, ανδραγαθήματα και αυτοθυσία, αλλά ο Καραμπάλιος κοιτάζει πίσω από τη βιτρίνα. Και αντικρίζει μίση και εγωισμούς, φτώχεια και εκδίκηση, αγώνα για εξουσία και επικράτηση, αίμα και πόνο. Ούτε κρυφά σχολειά ούτε αλτρουιστές ιερωμένοι ούτε ανθρωποφάγοι Τούρκοι ούτε Έλληνες με αρχαγγέλους στο πλευρό τους. Οι άνθρωποι του «1800» ζουν ακριβώς εκεί και τότε που γράφεται η Ιστορία. Αλλά αυτοί νοιάζονται περισσότερο να μείνουν ζωντανοί και να προστατέψουν με τα όπλα την οικογένειά τους και το χωριό τους, παρά να ποζάρουν με ένα απαστράπτον καριοφίλι ή να θυσιαστούν για μια μεγάλη ιδέα. Και όσο κι αν ορισμένες πτυχές της Ιστορίας αποσιωπούνται συστηματικά από τα σχολικά βιβλία και άλλες υπερτονίζονται ή διαστρεβλώνονται, ο Καραμπάλιος τις φωτίζει όλες και τις παρουσιάζει όσο κι αν είναι πιθανό να ενοχλήσουν τους θιασώτες της ελληνικής διαχρονικής λεβεντιάς που (υποτίθεται πως) δεν έχει καμιά σκιά. Μια τέτοια πτυχή είναι η δουλεία που βρίσκεται στο επίκεντρο του τέταρτου μέρους: «Στην Τουρκοκρατία η δουλεία δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Δούλος μπορεί να γινόταν κάποιος ως λάφυρο πειρατείας ή επιδρομών. Η πρόοδος στα καράβια (ιστιοπλοΐα) είχε μειώσει τη ζήτηση δούλων (τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως κωπηλάτες στις γαλέρες). Παρ’ όλα αυτά η δουλεία συνέχιζε να υπάρχει με τη μορφή ενός είδους ομηρίας. Υπάρχουν αναφορές σε ένα είδος φόρου-εράνου που μάζευε ο τοπικός θρησκευτικός άρχοντας (δεσπότης ή καδής) για την απελευθέρωση των σκλάβων. Στα ελληνικά λεγόταν "σκλαβιάτικα", στα τουρκικά δεν κατάφερα να βρω πώς λεγόταν. Στον ελλαδικό χώρο το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο βρισκόταν στα Γιάννενα», γράφει ο Θανάσης Καραμπάλιος στον επίλογο του βιβλίου. Αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τον μεγάλο βαθμό τεκμηρίωσης του έργου του αλλά και την ειλικρίνειά του στην προσέγγιση της Ιστορίας. Εδώ και χρόνια ο Καραμπάλιος, χωρίς να είναι ιστορικός ή να έχει κάποια «ακαδημαϊκή» υποχρέωση πιστότητας των λόγων του σε σχέση με την πραγματικότητα, έχει χωθεί σε αμέτρητα αρχεία, σε βιβλία, σε έρευνες. Ταξιδεύει στα μέρη που περιγράφει, συλλέγει στοιχεία, εικόνες, γραπτά. Καταγράφει δεδομένα από τις επίσημες οδούς αλλά και από τις ανεπίσημες. Οι φορεσιές των πρωταγωνιστών του, τα κτίρια, τα καράβια, τα όπλα, η γεωγραφία, τα βουνά, τα δέντρα δεν προκύπτουν από μια επιδεξιότητα στο σχέδιο (που τη διαθέτει και με το παραπάνω) ή από μια καλπάζουσα φαντασία αλλά ύστερα από διεξοδική μελέτη. Τα αποτελέσματα της μελέτης είναι ορατά αλλά και όσα δεν είναι, ο Καραμπάλιος τα εξηγεί και τα μοιράζεται παραθέτοντας τις βιβλιογραφικές του πηγές και το νόημα των λέξεων και των όρων που χρησιμοποιεί. Έτσι, το σαράι, ο τζοχαντάρης, οι σκιπιτάρηδες, ο σπάχης, οι χαΐνηδες, το ασκέρι, ο νταϊφάς, ο μουρτάτης, το κοντράτο, ο μαγιόρος από λέξεις άγνωστες, εξωτικές ή δυσνόητες γίνονται οικείες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οργανικά ενταγμένες στους διαλόγους και τα κείμενα, χωρίς να χρειάζεται να μεταφραστούν σε πιο οικείες της νέας ελληνικής. Κι έτσι προχωρά το αντιηρωικό έπος των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα προς το 1821, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανφάρες αλλά με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια ως προς τα ιστορικά και πραγματολογικά δεδομένα. Μακριά από αποθεώσεις και θριαμβικές ιαχές, μακριά από θρήνους και οδυρμούς. Εν αναμονή όσων μας ετοιμάζουν για τον πανηγυρικό εορτασμό των διακοσίων ετών από το 1821, το «1800» του Θανάση Καραμπάλιου είναι μια ιδανική ιστορική απάντηση μετριοπάθειας, ακρίβειας και ειλικρίνειας. Και το σχετικό link...
  4. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κοντορεβιθούλης, τα Τρία Γουρουνάκια, ο Παπουτσωμένος Γάτος και άλλα φανταστικά πλάσματα των παραδοσιακών παραμυθιών δίνουν στον Πάνο Ζάχαρη την αφορμή για μια μοναδική παρωδιακή προσαρμογή στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα που δεν μοιάζει καθόλου με παραμύθι. Τι θα γινόταν αν ο Αλαντίν από τις «Χίλιες και μία Νύχτες», έμπλεος αγαθών προθέσεων και αφέλειας, ζητούσε από το τζίνι του λυχναριού να πραγματοποιήσει μία και μοναδική ευχή: να επιστρέψει η Ευρώπη στις ιδρυτικές της αξίες; Κατά τον Πάνο Ζάχαρη, ακόμα και το παντοδύναμο τζίνι θα ένιωθε ανίκανο να πραγματοποιήσει την ευχή. Θα έβγαζε απογοητευμένο το γυαλιστερό και κοφτερό σπαθί από το θηκάρι και θα το έμπηγε με δύναμη στα σπλάχνα του, αυτοκτονώντας μπρος στο ανέφικτο της ικανοποίησης της επιθυμίας του αφέντη του. Και πώς θα υποδεχόταν σήμερα η ανθρωποφάγα κακιά μάγισσα από το «Χάνσελ και Γκρέτελ» των Αδερφών Γκριμ τα δύο αθώα και εγκαταλειμμένα παιδάκια; Θα προσπαθούσε να τα προσελκύσει με λιχουδιές και γλυκίσματα; Όχι! Θα είχε βάλει προ καιρού το σπίτι της στο AirBnb! Τα παραμύθια ανανεώνουν την αξία τους και παραμένουν επίκαιρα γιατί δεν είναι στατικές αφηγήσεις, ούτε έχουν προκαθορισμένα, παγιωμένα, σταθερά και άκαμπτα μηνύματα. Προσαρμόζονται έτσι κι αλλιώς στην εκάστοτε εποχή, στον λόγο του αφηγητή τους, στις συνθήκες και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά εντός νέων συμφραζομένων. Δεν είναι ιερά κείμενα ούτε τοτέμ, αλλά δυνητικά ευμετάβλητες ιστορίες που διατηρούν το ενδιαφέρον των αναγνωστών και ακροατών τους από την ποικιλία του εκφερόμενου λόγου και των εύπλαστων νοημάτων. Εντάξει, ο Πάνος Ζάχαρης μπορεί λίγο να το παράκανε, αλλά οι εκδοχές των κλασικών παραμυθιών που φιλοτεχνεί εδώ και χρόνια στην πρώτη σελίδα του Καρέ Καρέ είναι απολαυστικές. Και βαθύτατα πολιτικές καθώς αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος του: να μιλήσει για τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα με χιούμορ. Γι’ αυτό και το παράκανε. Και καλά έκανε! Η επιδίωξη του Πάνου να μιλήσει για τα τρέχοντα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, εντέλει στον κόσμο όλο, επιτυγχάνεται στον υπερθετικό βαθμό με το όχημα της παρωδίας, την οποία και αξιοποιεί με δεξιοτεχνικό τρόπο χωρίς να λοιδορεί ή να χλευάζει τα πρωτότυπα κείμενα. Χλευάζοντας ωστόσο τους «κακούς» των παραμυθιών, που δεν είναι κατ’ ανάγκη οι ίδιοι με τους κακούς των πρωτοτύπων. Αλλά και οι «καλοί» δεν είναι σίγουρα τόσο καλοί όσο τα κείμενα-πηγές τούς παρουσιάζουν. Να, ο Κοντορεβιθούλης για παράδειγμα, ήταν ένας επινοητικός πιτσιρικάς που σκέφτηκε να αφήνει πίσω του ψίχουλα για να βρει μαζί με τα αδέρφια του τον δρόμο της επιστροφής όταν εγκαταλείφθηκαν όλοι μαζί στο άγριο και αφιλόξενο δάσος. Ο άλλος Κοντορεβιθούλης όμως, αυτός του Ζάχαρη, τα θαλάσσωσε. Χάθηκαν στη μέση του πουθενά. Καθώς τα ψίχουλα δεν ήταν αρκετά. Η δικαιολογία είναι αναμενόμενη: «…Τα ψίχουλα δεν ήταν το ιδανικό, αλλά ήταν προτιμότερο από το τίποτα!» τους λέει. Και ολοκληρώνει, φέρνοντας στον νου τις δικαιολογίες αυτών που θα έσκιζαν τα μνημόνια σε μια νύχτα: «Ήταν αυτό που μπόρεσα να κάνω μέσα στο υπάρχον ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο…». Όπως ακριβώς και ο αηδιαστικός βάτραχος με το στέμμα που τον κρατά στα χέρια της η άτυχη πριγκίπισσα. Αυτή πασχίζει να πειστεί ότι πρόκειται για μαγεμένο πρίγκιπα κι αυτός εκμεταλλεύεται την αδυναμία της και τη θέλησή της να πιστέψει. Για να κάμψει τις αντιστάσεις της τής δηλώνει ότι αρκεί ένα φιλί για να μεταμορφωθεί σε πρίγκιπα «με έναν νόμο και ένα άρθρο»! Αυτού του τύπου οι παρωδίες παραμυθιών είναι που κρατούν πάντα αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αν και ξέρει ότι θα εκπλαγεί από τον συνδυασμό φαινομενικά αταίριαστων θεμάτων, δεν μπορεί να φανταστεί ποτέ ποιος θα είναι ο συνδυασμός. Η Κοκκινοσκουφίτσα που συναντά τον μοχθηρό Κακό Λύκο στις πετρελαιοπηγές, λίγο νωρίτερα τον είχε βρει νεκρό, καμένο στο δάσος. Ο Σκορπιός με τη σβάστικα ετοιμάζεται να τσιμπήσει τον αφελή βάτραχο. Ο Πινόκιο καίει τη μύτη του για να ζεσταθεί. Οι αδερφές της Σταχτοπούτας κατακρίνουν τον πρίγκιπα που τη διάλεξε, γιατί επιβράβευσε τη μετριότητα αντί να επιλέξει την αριστεία. Κι ο Αλή Μπαμπά με τους Σαράντα Αντικρατιστές μπροστά στη σπηλιά, αντί για «Άνοιξε Σουσάμι» φωνάζει «Άνοιξε Δημόσιο» για να αρχίσει το πλιάτσικο. Αυτήν την ανοικείωση του θεατή-αναγνώστη ως προς το ουσιαστικό θέμα κάθε μικρής ιστορίας σε σχέση με το περιτύλιγμα εντός του οποίου «σερβίρεται» ξέρει να προκαλεί πολύ καλά ο Πάνος. Κάτι παρόμοιο επιτυγχάνει και στην άλλη του σταθερή σειρά με τον τίτλο «The Working Dead» (λογοπαίγνιο με βάση τη σειρά τρόμου με ζόμπι «The Walking Dead», δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα socomic.gr και έχουν κυκλοφορήσει δύο τόμοι από τις εκδόσεις Τόπος). Εκεί παρακολουθεί την ταξική ανισότητα στα βάθη της ιστορίας και στα πέρατα της Γης, καταγράφοντας τους εργατικούς αγώνες από τη μια και τη σθεναρή αντίσταση των αφεντικών από την άλλη. Όμως, είτε τοποθετεί την ιστορία του στην αρχαία Αίγυπτο είτε στις βαμβακοφυτείες του ρατσιστικού αμερικανικού Νότου είτε στα χρόνια του Κολόμβου είτε στην εποχή των μνημονίων, θέλει να μιλήσει για το σήμερα και να παρακινήσει τους αναγνώστες να ξεσηκωθούν ώστε να πάψουν να αποτελούν υποψήφιους «working dead». Το ίδιο «σήμερα» τον απασχολεί και στο «Scary Tales» από την πρώτη ιστορία του εδώ, στο Καρέ Καρέ, μέχρι τώρα και πιστεύω για πολλά χρόνια ακόμα, καθώς η διαχρονική βαρβαρότητα (και γελοιότητα) της εξουσίας δεν φαίνεται να αλλάζει εύκολα. Τα παραμύθια μπορεί να μην τα αφηγούνται πια οι γιαγιάδες δίπλα στο τζάκι στα τρομαγμένα εγγονάκια τους και οι δράκοι δεν αποτελούν φόβητρο για φτωχούς χωρικούς, ούτε εξολοθρεύονται από αλτρουιστές ιππότες. Οι κακοί των παραμυθιών δεν παραμονεύουν στις σκιές, ούτε μεταμφιέζονται για να κατασπαράξουν τα θύματά τους. Φορούν ακριβά κοστούμια και στήνουν οικονομικές συμφωνίες σε ολόφωτα κτίρια, ερήμην των θυμάτων τους. Αυτό δεν απαλλάσσει, αλίμονο, τα «θύματα» από τις ευθύνες τους. Ο Πάνος έχει έναν λόγο και για αυτά τα θύματα. Και όπως ξεκίνησε αυτή η παρουσίαση με τον Αλαντίν ας κλείσει κιόλας, καθώς τα λόγια που του λέει το τζίνι ακούγονται σαν μια υπόμνηση του Ζάχαρη προς όλους μας. «Θέλω ψωμί, παιδεία και ελευθερία» είναι η καλών προθέσεων και εκ του ασφαλούς ευχή του Αλαντίν. Κι η αυστηρή απάντηση που του δίνει το τζίνι: «Τράβα να αγωνιστείς ρε μαλάκα, γαμώ την ανάθεσή μου μέσα»! Και το σχετικό link...
  5. Indian

    ΜΕΤΑΛΛΑΔΕΣ: ENCORE

    Πρόκειται για την συνέχεια σε έντυπη μορφή του πονήματος του Άρη Λάμπου με στριπάκια, που αντλούν την θεματολογία τους από τον χώρο της μουσικής και πιο συγκεκριμένα από την μέταλ σκηνή. Να θυμίσουμε ότι η σειρά αυτή ξεκίνησε και συνεχίζεται ακόμα και στις ημέρες μας στην διαδικτυακή πλατφόρμα Socomic, ενώ έχει κυκλοφορήσει και σε άλμπουμ το 2017. Προσωπικά διακρίνω μία βελτίωση στην ποιότητα των στριπ σε σχέση με τα πρώτα, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο δημιουργός έχει ωριμάσει στον τομέα της γελοιογραφίας. Αυτό που συνεχίζει να με εντυπωσιάζει είναι οι άριστες γνώσεις του στον τομέα της μέταλ μουσικής. Μέσα από τα στριπάκια ακούγονται πολλές άγνωστες λέξεις, που ακόμα και οι απλοί γνώστες ίσως να μην τις ξέρουν 100%. Μία παράξενη ορολογία. Γίνονται, όμως, και πολλές αναφορές σε μέταλ συγκροτήματα και τραγούδια που άφησαν εποχή. Αν όχι όλα, τουλάχιστον αρκετά από αυτά θα σας ξυπνήσουν αναμνήσεις. Το σχέδιο έχει ιδιαιτερότητες και πρωτοτυπία. Δεν προσπαθεί να αντιγράψει κανένα στυλ και περιγράφει αξιόλογα την κουλτούρα αυτής της μουσικής. Προσωπικά μού αρέσει, αλλά νομίζω ότι το κόμικ θα γίνει περισσότερο γνωστό από το κείμενο. Ο χρωματισμός είναι σκούρος, όποτε χρειάζεται, αλλά είναι ευχάριστος στο μάτι. Η έκδοση της JEMMA δεν έχει κάτι διαφορετικό από την προηγούμενη κυκλοφορία. Η ποιότητα των υλικών είναι καλή και προσεγμένη, δίνοντας έτσι ένα έντυπο ανθεκτικό στις πολλές αναγνώσεις. Την σελιδοποίηση την έχει επιμεληθεί η Ελευθερία Σκλάβου, ενώ το λογότυπο των “Μεταλλάδων” είναι δημιούργημα του Φραγκίσκου Ζουταλούρη. Στο τέλος του άλμπουμ, ο αναγνώστης θα βρει μερικά μονοσέλιδα στριπάκια που έχουν δημιουργήσει οι: Blacksmith, Τάσος Μαραγκός, Νικόλας Στεφαδούρος, Γιώργος Παπαδάκης, JP Ahonen, ενώ το τεύχος θα κλείσει με έναν φόρο τιμής του Άρη Λάμπου, στους Judas Priest και το κομμάτι: The Sentinel, καθώς και με μία σελίδα με ευχαριστίες. Εν κατακλείδι, σίγουρα μιλάμε για μία δουλειά που απευθύνεται πρωτίστως στους μυημένους του χώρου του Μέταλ, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι δεν θα διασκεδάσει και τους υπόλοιπους. Θα πρότεινα, αν το δείτε πουθενά, να μην το προσπεράσετε. Ας παραθέσουμε και μερικές σελίδες από το εσωτερικό, αλιευμένες από το διαδικτυακό σπίτι των Μεταλλάδων.
  6. nquees

    DRACULA

    Από το οπισθόφυλλο "Τον Δράκουλα τον γνωρίζετε όλοι. Αυτό που πιθανόν να μην γνωρίζετε, είναι πως ο σκοτεινός άρχοντας των απέθαντων έχει επισκεφθεί την χώρα μας και μάλιστα έχει εγκατασταθεί εδώ. Στο Dracula M.G.D.(My Greek Drama) η Αλεξία Οθωναίου και η Δήμητρα Αδαμοπούλου περιγράφουν τις περιπέτειες του Δράκουλα στην χώρα μας καθώς ο πρίγκηπας των βρυκολάκων έχει να αντιμετωπίσει τον πιο θανάσιμο εχθρό...την Ελληνική πραγματικότητα! Η συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας περιέχει μια επιλογή από τα καθημερινά στριπ που δημοσιεύτηκαν διαδικτυακά στο socomic.gr καθώς και καινούργιο αδημοσίευτο υλικό που δημιουργήθηκε αποκλειστικά γι'αυτή την έκδοση." Μια σχεδόν ολόκληρη σελίδα για μια γεύση από το χιούμορ και την εικονογράφηση του εν λόγω άλμπουμ Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους Indian & totally_wired.
  7. Πώς είναι η ζωή ενός μεσήλικα πυγμάχου στη σύγχρονη Ρωσία με μόνα του υπάρχοντα μια βαλίτσα ρούχα; Οι Anna Rakhmanko και Mikkel Sommer παρακολουθούν τον περιπλανώμενο και άστεγο Βιατσεσλάβ, τον συστήνουν στους αναγνώστες και του δίνουν τον λόγο για να ακουστεί ηχηρά η εκκωφαντικά ήρεμη και συχνά σιωπηλή κραυγή του. Τι επικό μπορεί να υπάρχει στην καταγραφή λίγων ημερών από τη ζωή ενός μεσήλικα άστεγου και περιπλανώμενου πυγμάχου; Τι άξιο λόγου και ενδιαφέροντος; Τι, έστω και ελάχιστα σημαντικό, που να δικαιολογεί τη μεταφορά αυτής της θραυσματικής ζωής και των αποκομμένων αποσπασμάτων της σε κόμικς; Μα ακριβώς αυτό είναι το επικό στοιχείο της υπόθεσης: η παραδοχή ότι φτάσαμε να θεωρούμε κοινότοπη μια τέτοια καταγραφή. Η ομολογία ότι συμβιβαστήκαμε τόσο πολύ με την ιδέα πως κάτι τέτοιο δεν είναι παράξενο και άξιο λόγου που μας φαίνεται περιττό να το κοιτάμε. Η ήττα των σύγχρονων κοινωνιών που αντί να απαιτήσουν με συλλογικό τρόπο και μαζικές αγωνιστικές διεκδικήσεις, αν όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, έστω για ωφελιμιστικούς – για να μην είμαστε εμείς οι επόμενοι που θα βρεθούν σε αυτή τη θέση –, επιλέγουν να αποστρέψουν το βλέμμα θεωρώντας δεδομένη και αναπόφευκτη την ύπαρξη μιας μερίδας ανθρώπων που αποκλείονται από τα στοιχειώδη δικαιώματα της στέγης, της περίθαλψης, της τροφής, της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Συχνά-πυκνά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με υπόκρουση θλιβερής μουσικής ζουμάρουν στα κλαμένα μάτια ανθρώπων του περιθωρίου και περιγράφουν με δραματικούς τόνους τις περιπέτειες κοινωνικά αποκλεισμένων που εμπλέκονται σε τραγικά γεγονότα, σε εγκλήματα, σε μακάβριους θανάτους ή στους ελάχιστους που καταφέρνουν να αλλάξουν ζωή και να ενταχθούν στην κανονικότητα κ.λ.π. Κι από πίσω περνάνε απαρατήρητοι χιλιάδες, εκατομμύρια άλλοι που δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον, δεν κερδίζουν ούτε το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας που αναλογεί στον καθένα μας, δεν γίνονται γνωστοί για κάτι που θα μετέτρεπε το ιδιωτικό τους σε δημόσιο. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο πρωταγωνιστής στο «Strannik» της Ρωσίδας σεναριογράφου Anna Rakhmanko και του Δανού σχεδιαστή Mikkel Sommer. «Η πρώτη φορά που ακούσαμε για τον Βιατσεσλάβ, περισσότερο γνωστό στα ρινγκ ως Αλή Μπαμπά, ήταν τον χειμώνα του 2014. Μερικές βδομάδες αργότερα, καθόμασταν σε ένα καφέ στη Μόσχα και ακούγαμε όλες τις ιστορίες του σχετικά με το πώς είναι η ζωή όταν όλα σου τα υπάρχοντα χωράνε μέσα σε μια πλαστική τσάντα. Τα κλιμακοστάσια στις πολυκατοικίες των προαστίων, τα θορυβώδη φαστφουντάδικα, οι φθηνοί κινηματογράφοι, το ζεστό μετρό και οι ατέλειωτοι αγώνες είναι το πλαίσιο γύρω από τη ζωή του Βιατσεσλάβ. Περάσαμε μερικές έντονες μέρες μαζί του στη Μόσχα και μετά τον συνοδεύσαμε μέχρι μια στρατιωτική πόλη κλειστού τύπου στη Νότια Ρωσία, όπου ο Αλή Μπαμπά είχε τον επόμενο αγώνα του», περιγράφουν οι δημιουργοί του «Strannik» στον επίλογό τους. Αυτό που σκόπευαν και οι ίδιοι δεν ήταν να δημιουργήσουν κάτι εντυπωσιακό, κάτι κραυγαλέο, κάτι ηχηρό. Περισσότερο, απ’ ότι φαίνεται, ενδιαφέρονταν να καταγράψουν την «κοινοτοπία» της θλίψης και της απελπισίας, τα αδιέξοδα της μοναξιάς χωρίς εφέ, τον εφιάλτη που γίνεται συνήθεια και σταδιακά κανονικοποιείται στα μάτια και στις συνειδήσεις των άλλων. «Τέσσερις μέρες συζητήσεων για τα όνειρά του, τις ιδέες και τις μνήμες του μεταμορφώθηκαν σε αυτό το μικρό ντοκιμαντέρ-κόμικς. Το “Strannik” είναι μια εσωτερική ματιά στην καθημερινότητα ενός σαρανταεξάχρονου, άστεγου πυγμάχου στη Ρωσία – μια χώρα όπου εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στους δρόμους», καταλήγουν οι Rakhmanko και Sommer. Αν και δίνουν τον ρόλο του αφηγητή στον ίδιο τον Strannik, όμως παραμένουν δίπλα του. Δεν απομακρύνονται ούτε παρατηρούν αφ’ υψηλού και αποστασιοποιημένα το «αντικείμενο» της μελέτης τους. Και, πιθανώς, επιλέγουν να διατηρήσουν ατόφιες και ακέραιες τις αφηγήσεις του, με λόγια κοφτά και ξεκάθαρα, ελάχιστα χρωματισμένα με συναίσθημα. Απογοήτευση ναι, οργή όχι. «Πριν από λίγο καιρό, κάποιος επικοινώνησε για να κάνουμε μια βίντεο-συνέντευξη. Ανησύχησα λιγάκι, αλλά δέχτηκα. Ήλπιζα πως θα έκαναν ένα ωραίο φιλμ για έναν σαραντατριάχρονο γερο-πυγμάχο που ταξιδεύει τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη αναζητώντας περιπέτειες. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, κατέληξε να γίνει ένα φιλμάκι για έναν άστεγο που αγωνίζεται για ένα κομμάτι ψωμί στους δρόμους της Μόσχας. Το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσαν να γράψουν πολλά από τα πράγματα που έκανα. Ας πούμε έναν αγώνα που είχε οργανωθεί σε μια φυλακή, με όλους τους κρατούμενους να παρακολουθούν. Δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να μαγνητοσκοπήσουν και ούτε να το προβάλουν. Όταν έμαθα πως θα έκαναν κόμικς για εμένα, φαντάστηκα κάτι διαφορετικό. Φαντάστηκα πως θα ήταν ένα υπερηρωικό κόμικς, σαν κι αυτά που μάζευα όταν ήμουν μικρός. Σε κάθε μια από τις μικρές ιστορίες θα πολεμούσα το έγκλημα και θα έσωζα τον κόσμο. Αυτή όμως είναι ιστορία άλλου είδους», λέει ο Βιατσεσλάβ στους αναγνώστες συστήνοντας τον εαυτό του. Η ιστορία του, όμως, δεν έχει τίποτα το υπερηρωικό, δεν έχει δράση και καταδιώξεις, δεν έχει συναισθηματικές εξάρσεις και εκπλήξεις, δεν έχει ανατροπές και περιπέτειες. Κι αυτός απλώς την αφηγείται, αφήνοντας τον αναγνώστη να την κρίνει. Λακωνικός και λιτός, μιλά για τα παιδικά του χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, για την οικογένειά του, για την παραμόρφωση στα χείλη του και το πρόβλημα ομιλίας του, πιθανώς ως αποτέλεσμα έκθεσης σε ραδιενέργεια, για τα βιβλία που του άρεσε να διαβάζει, για τις χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, για τις δουλειές που έκανε για να ζήσει, για την πυγμαχία, για τη ζωή στον δρόμο. «Δίπλα στο σχολείο μας ήταν μια φυλακή και από την άλλη πλευρά ένα νεκροταφείο. Ο δάσκαλός μας συνήθιζε να λέει πως αν δεν φερόμασταν σωστά και αν δεν δουλεύαμε σκληρά θα καταλήγαμε σε ένα από αυτά τα δύο μέρη», αφηγείται ο Βιατσεσλάβ. Και διαψεύδει τον δάσκαλό του καθώς αν και ο ίδιος έκανε ή τουλάχιστον προσπάθησε να κάνει ότι ακριβώς του είπαν και γλίτωσε από τη φυλακή και το νεκροταφείο, εν τέλει βρέθηκε αναγκασμένος να ζει σε κάτι που ίσως είναι ακόμα χειρότερο. Στη σκοτεινή πλευρά της ανυπαρξίας και της ανωνυμίας για τα μάτια των άλλων. Στη διαρκή περιπλάνηση χωρίς στέγη, χωρίς καμιά πιθανότητα και δυνατότητα διαφυγής. Κάτι τόσο συνηθισμένο σήμερα για τεράστιο αριθμό ανθρώπων που, δυστυχώς, χάνεται κάθε επική διάσταση και κάθε πρωτοτυπία αναφοράς. Η βολική απάθεια και η διαρκής ναρκισσιστική αδιαφορία απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους αποτελούν επικών διαστάσεων ντροπιαστικά εγκλήματα. * Τα έσοδα των δημιουργών του «Strannik» από τις πωλήσεις του βιβλίου θα προσφερθούν στο περιοδικό δρόμου «Σχεδία». Και το σχετικό link...
  8. Στην εποχή τής «κανονικότητας», τα webcomics ήταν για την Αλέξια Οθωναίου μέρος της δουλειάς της. Το Διαδίκτυο εξαπλωνόταν κάνοντας τις εκδόσεις να φαίνονται ακριβότερες και εκείνη, υπεύθυνη για «χάρτινα» άλμπουμ όπως «Τσακισμένη Αυγή» (εκδ. Jemma Press), έβλεπε τα online στριπάκια της ως συμπλήρωμα της δημιουργικότητας και του εισοδήματός της. Κάποια από αυτά, όπως οι «Ιστορίες που κρύβονταν σε προφανή μέρη» ξεκίνησαν να αναρτώνται στην πλατφόρμα socomic.gr με τόση επιτυχία, που έφτασαν και στο τυπογραφείο. Σήμερα, οι συνεργασίες της δεν έχουν μειωθεί. Ειδικά οι ψηφιακές όμως, έχουν αποκτήσει μία ακόμα διάσταση: «Ο κόσμος μένει στο σπίτι, έχοντας ανάγκη και για επικοινωνία, για τέχνη», λέει. «Τα διαδικτυακά κόμικς, με τον αφηγηματικό τους χαρακτήρα, λειτουργούν και ως μια παρηγοριά». Ένα σχέδιο της Αλέξιας Οθωναίου για τον κορωνοϊό, όπως αναρτήθηκε στο socomic.gr Η ιστορία τους ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η σειρά «Witches and Stiches» του Αμερικανού Ερικ Μιλίκιν ήταν ίσως η πρώτη που δημοσιεύθηκε ψηφιακά. Με την έλευση του world wide web αρκετοί άρχισαν να σχεδιάζουν κόμικς αποκλειστικά για τις οθόνες των υπολογιστών, ενώ οι μεγάλοι παίκτες, όπως η Marvel και η DC ενίσχυσαν το ψηφιακό κομμάτι τους από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Στην Ελλάδα η πλατφόρμα socomic.gr διαθέτει ένα αρχείο με στριπάκια που φτάνει ως τον Σεπτέμβριο του 2011. Εδώ μπορεί κανείς να βρει την αφρόκρεμα της ελληνικής σκηνής: ο Μιχάλης Διαλυνάς, ο Ηλίας Κυριαζής, ο Pan Pan, ο Tas Mar, η Δήμητρα Αδαμοπούλου και άλλοι που αδικούμε, έχουν ανεβασμένα αρκετά έργα τους – αρκετά για να διαβαστούν σε δύο πανδημίες. Ένας από αυτούς είναι και ο Αντώνης Βαβαγιάννης, υπεύθυνος για τα περίφημα «Κουραφέλκυθρα»: είναι η δική του σειρά που ξεκίνησε από το socomic.gr, εκδόθηκε σε χαρτί από την Jemma και πλέον δημοσιεύεται από το luben.tv. «Ένας κομίστας είναι συνηθισμένος να δουλεύει από το σπίτι», λέει ο Αντώνης Βαβαγιάννης. «Ίσως τώρα είναι ευκαιρία να σχεδιάσεις περισσότερο, ενώ την ίδια στιγμή δεν μπορείς, σαν δημιουργός, να ζεις σε ένα συννεφάκι. Υπάρχει λοιπόν μια μικρή αλλαγή στη θεματολογία. Ανέβασα ένα στριπάκι που δεν εντάσσεται στα “Κουραφέλκυθρα”, αλλά δεν μπορούσα να μη σχολιάσω όσα συμβαίνουν. Όσοι έχουμε ως μέρος της δουλειάς μας το χιούμορ, το χρησιμοποιούμε για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και τα σχόλια του κόσμου που σε ευχαριστεί γιατί του φτιάχνεις τη διάθεση». Έκτακτο επεισόδιο από τα «Κουραφέλκυθρα» του Αντώνη Βαβαγιάννη, που δημοσιεύθηκε στο luben.tv Ο Σταύρος Κιουτσούκης, γνωστός για τα «Yellow Boy» και «Ο δεξιοτέχνης» (Ένατη Διάσταση), προτιμάει να αναρτά τα «ορφανά» σκίτσα του στα προσωπικά του κοινωνικά δίκτυα. Η θεματολογία του δεν έχει αλλάξει τόσο, όσο έχει βρει ένα «όχημα» στη συνθήκη της απομόνωσης, την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίζει με αισιοδοξία. «Ναι, έχω παρατηρήσει μια μικρή αύξηση της επισκεψιμότητας», λέει, «ενώ αρκετοί αναγνώστες σε απομόνωση εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Οι δημιουργοί βέβαια περιμέναμε την άνοιξη και τα δύο μεγάλα φεστιβάλ του χώρου που αναβλήθηκαν». Το ένα ήταν το Comic Con της Θεσσαλονίκης και το άλλο το Comicdom της Αθήνας. Το δεύτερο ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 4-6 Σεπτεμβρίου. Η ομάδα του, σύμφωνα με τη Λήδα Τσενέ, προσπαθεί να διατηρήσει ενεργό το ενδιαφέρον του κοινού, με πρωτοβουλίες όπως το Digital Artists Alley που καλεί τους δημιουργούς να προβάλουν ηλεκτρονικά τη δουλειά τους, την ενημέρωση για τη δυνατότητα ηλεκτρονικών παραγγελιών που προσφέρουν τα καταστήματα κόμικς ή τις δραστηριότητες για παιδιά μέσω της Athens Comics Library. Ένα καρέ για την ανάγνωση κόμικς σε περίοδο απομόνωσης, από τα social media του Σταύρου Κιουτσούκη «Η ανθρωπογεωγραφία του κοινού των κόμικς αλλάζει», παρατηρεί η Λήδα Τσενέ, «με τον κόσμο που είναι εξοικειωμένος με την ψηφιακή ανάγνωση να αυξάνεται». Η Αλέξια Οθωναίου προσθέτει μια άλλη πτυχή: «Είναι όπως και με την τηλεργασία», λέει. «Σημασία έχει και η κοινότητα, το δίκτυο των ανθρώπων. Όταν ο κόσμος μένει σπίτι μόνος παρακολουθώντας τέχνη, εντείνεται και μια εξατομίκευση που δεν είναι ωφέλιμη. Αγαπώ τα webcomics, αλλά ας μη μείνουμε μόνο σε αυτό». Και το σχετικό link...
  9. Ο Θανάσης Καραμπάλιος εμφανίστηκε στα κόμικς στα 35 του. Και με την πρώτη του δουλειά, το «1800», μια φιλόδοξη σειρά που διαδραματίζεται στην ελληνική επαρχία λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, κατάφερε να εντυπωσιάσει τόσο για τη μυθοπλαστική ικανότητά του όσο και για την τεκμηρίωση της ιστορίας του. Με αφορμή τη διπλή παρουσίαση της δουλειάς του σε Λάρισα και Ελασσόνα, μιλά στο Καρέ Καρέ για τα κόμικς, την ελληνική Ιστορία και, αναπόφευκτα, για τις πολιτικές του απόψεις. Φαντάζομαι πως συμφωνείτε ότι δεν είναι και τόσο συνηθισμένο ένας δημιουργός στα 35 του να συστήνεται πρώτη φορά στο κοινό με ένα πολύτομο έργο γύρω από την Ελλάδα του 1800. Πώς πήρατε την απόφαση; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου διάβαζα κόμικς. Παράλληλα σκιτσάριζα αυτό που έβλεπα και προσπαθούσα να φτιάξω ιστορίες. Όσον αφορά το πολύτομο έργο, έχει να κάνει με το ότι δεν μπορώ να κάνω μικρές ιστορίες. Πάντοτε, σαν να αποκτούσε δική της ζωή η ιστορία που ήθελα να πω, με οδηγούσε όλο και πιο μακριά. Τις ελλείψεις μου σαν συγγραφέας προσπαθώ να τις καλύψω με το σκίτσο. Το να ασχοληθώ με τα κόμικς ήταν όνειρο ζωής που έγινε πραγματικότητα. Ευχαριστώ όσους πίστεψαν σε μένα και τους αναγνώστες μου. Τι ενδιαφέρον έχει για έναν δημιουργό η ελληνική επαρχία του προπερασμένου αιώνα και πόσο πιστεύετε ότι ενδιαφέρει τους δυνητικούς αναγνώστες σας; Η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος είναι μια πολύ γοητευτική και εξαιρετικά πολύπλοκη και βίαιη εποχή. Σκεφτείτε την επιτυχία που σημείωσε το Game of Τhrones. Ισχυρίζομαι με βεβαιότητα, λοιπόν, ότι η ελληνική ιστορία, προεπαναστατικά και γενικά όλη η περίοδος του 19ου αιώνα, κάνει το Game of Τhrones ιστορία για παιδάκια του νηπιαγωγείου. Το αν θα ενδιέφερε τον κόσμο ήταν ένα στοίχημα που έπαιξα και ποντάρισε πάνω μου ο Λευτέρης Σταυριανός, ο εκδότης της Jemma Press. Φαίνεται προς το παρόν ότι το κερδίζουμε· ο χρόνος θα δείξει. Οι περισσότερες εικόνες που έχουμε από την εποχή αυτή, προέρχονται από τις σχολικές γιορτές με τους δαφνοστεφανωμένους ήρωες και από τα Κλασικά Εικονογραφημένα που ήταν στρατευμένα στην οικοδόμηση του εθνικού μας μύθου. Τι διαφορετικό κομίζει το «1800»; Οι περισσότερες εικόνες που έχουμε είναι οι συγκεκριμένες που θέλησε να μας δείξει το εκπαιδευτικό σύστημα τη συγκεκριμένη στιγμή. Τα Κλασικά Εικονογραφημένα από την άλλη ήταν γέννημα της εποχής τους. Εξυπηρετούσαν έναν εθνικό μύθο που μπορεί να είχε ανάγκη ο λαός, μπορεί και όχι, πάντως η κυρίαρχη τάξη, άρα και ιδεολογία, αυτό θεωρούσε ότι έπρεπε να προβάλει. Εγώ προσπαθώ να δείξω, όσο είναι δυνατό, όλη την εικόνα, όχι μέρος της. Δεν προσπαθώ να δείξω ένα ηρωικό ή εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά να κάνω τον αναγνώστη να πιάσει το πνεύμα της εποχής. Γιατί επικεντρωθήκατε στην εποχή λίγο πριν από το 1821 και όχι ακριβώς σε αυτό ώστε να ανοίξουν και άλλοι δρόμοι στη δημοσιότητα του έργου σας; Όταν ήμουν στο λύκειο, κάθε μέρα περνούσα από την πλατεία της Ελασσόνας και έβλεπα το άγαλμα του Νικοτσάρα. Δεν είχα δώσει σημασία ποτέ· μόνο αργότερα, κοντά στα 30 μου, έμαθα ποιος ήταν και τι ρόλο έπαιξε στην εποχή. Μελετώντας τη ζωή του έπεσα πάνω στον Αλή πασά, μετά στον Κολοκοτρώνη και τον Καποδίστρια. Γενικά, αυτό που είδα ήταν ότι η ελληνική Eπανάσταση δεν ξέσπασε τυχαία, ούτε οι παλινωδίες της – είχαμε δύο εμφυλίους – ήταν ατυχή γεγονότα. Φανταστείτε το σαν ένα ψηφιδωτό που σχηματίζει μια τεράστια και πολύπλοκη εικόνα. Γι’ αυτό ξεκίνησα την ιστορία πριν από το ’21. Αν δεν μιλήσεις για τον Αλή πασά, τις αποτυχημένες επαναστάσεις στη Θεσσαλία, τα μαύρα καράβια, την Εφτάνησο Πολιτεία και ένα σωρό άλλα γεγονότα που συνέβησαν τότε, δεν μπορείς να εξηγήσεις το ’21. Το να ξεκινούσα την ιστορία μέσα στην επανάσταση, θα ήταν εύκολο και «πιασάρικο», αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσε να πει τα πράγματα διαφορετικά. Η εποχή που περιγράφετε δεν φαίνεται τόσο ηρωική και ένδοξη όσο μας μάθαιναν στο σχολείο. Πώς ακριβώς την προσεγγίσατε; Την εποχή τη φτιάχνουν οι άνθρωποι και οι πράξεις τους. Και οι άνθρωποι δεν είναι μόνο ηρωικοί, καλοί ή κακοί. Αυτό το μανιχαϊστικό μοντέλο δεν μπορεί να σταθεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο στον 19ο αιώνα αλλά και στον 21ο. Οι άνθρωποι είναι ικανοί για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Αυτό είναι το λάθος που γίνεται στα σχολεία, εσκεμμένα ή όχι. Δεν γίνεται να μιλήσεις για την Ιστορία ηθικολογώντας. Η Ιστορία δεν έχει ηθική, απλά συμβαίνει. Οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους αλλά και με το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν επιδρά και στον τρόπο που σκέφτονται αλλά και που δρουν. Θα χαρακτηρίζατε την οπτική σας απέναντι στην Ιστορία ως μια αριστερή ματιά στα πράγματα ή μια ματιά βασισμένη στις καθιερωμένες αφηγήσεις; Δεν ξέρω αν θα την χαρακτήριζα αριστερή, πάντως σίγουρα όχι εθνοκεντρική. Το αστείο είναι ότι δεν έχω διαβάσει κάτι διαφορετικό πέρα από την επίσημη Ιστορία, απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21 και φιλελλήνων, όπου έχει πρόσβαση οποιοσδήποτε. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην αριστερή και δεξιά ματιά. Στην ιστορία του ο Κορδάτος, για παράδειγμα, πέφτει σε μεγάλα σφάλματα γιατί προσπαθεί να αναλύσει τα πράγματα μέσα από την ιδεολογία του. Επίσης, δεν είχε όσα στοιχεία έχουμε εμείς τώρα, ούτε την ίδια προσβασιμότητα. Τι θα πούμε δηλαδή, ότι επειδή ο Κορδάτος είναι δικός μας είναι σωστή η οπτική του; Όχι, διαφωνώ σε αυτό κάθετα. Το θέμα είναι να ψάξεις εξαντλητικά όσο περισσότερες πηγές μπορείς και να μην αποκρύψεις τίποτα. Το πώς θα τις ερμηνεύσεις έχει να κάνει με την ιδεολογία σου και την πολιτική σου τοποθέτηση. Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα στην καταγραφή της Ιστορίας. Εγώ προσωπικά παίρνω το μέρος του λαού, του απλού ανθρώπου που δεν άντεχε την καταπίεση, είτε από Τούρκους είτε από κοτσαμπάσηδες ή δεσποτάδες· του ανθρώπου που άρπαζε το γιαταγάνι και έλεγε θα ζήσω όπως θέλω. Στις μέρες μας οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι αγωνιστές του ’21 θα θεωρούνταν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Τελικά, η ελληνική Ιστορία γενικά και της προεπαναστατικής περιόδου ειδικά μπορούν να είναι κτήμα μόνο της Δεξιάς και των συντηρητικών κύκλων με στόχο την εξιδανίκευση του παρελθόντος ή μπορεί να έχει λόγο και η Αριστερά; Η Ιστορία έχει υποφέρει από τη Δεξιά και τους συντηρητικούς. Και το κακό είναι ότι στο πλαίσιο ενός κακώς εννοούμενου διεθνισμού αφήσαμε έννοιες, όπως πατρίδα, λαϊκή κυριαρχία, σημαίες και σύμβολα, στη Δεξιά και κατέληξαν στους φασίστες και τους χρυσαυγίτες. Ξεχνάμε πόσο μεγάλο κατόρθωμα της Αριστεράς (κομμουνιστών και δημοκρατών) ήταν η Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ. Ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Άρης, θεωρούσε ότι η Επανάσταση του ’21 είχε μείνει στη μέση και εν μέρει είχε κάποιο δίκιο, άρα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ έπιαναν το νήμα του ανεκπλήρωτου της επανάστασης και συνέχιζαν παραπέρα. Πώς καταφέραμε αυτές τις παραδόσεις και τα σύμβολα να τα χαρίσουμε στη Δεξιά, είναι μια άλλη συζήτηση. Η Αριστερά δεν μπορεί να έχει απλώς λόγο, επιβάλλεται να έχει. Αν σας καλούσε η επιτροπή της Γιάννας να λάβετε μέρος με έργα σας ή με το «1800» στους εορτασμούς για τα διακόσια χρόνια από το 1821 θα δεχόσασταν; Ή με έργα όπως το «1800» χαλάει η εθνική σούπα; Ας πάρουμε το υποθετικό σενάριο ότι με καλούσε, θα έπαιρνα μέρος μόνο αν είχα πλήρη ελευθερία στην άποψη και την οπτική μου, χωρίς εκπτώσεις. Και γνωρίζω ότι μπορεί η δουλειά μου να αποτελούσε το «αριστερό» άλλοθι της επιτροπής Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη. Το θέμα για μένα είναι να φτάσει η δουλειά μου σε όσο περισσότερο κόσμο, ώστε να υπάρξει και μια απάντηση στην καθιερωμένη άποψη της συστημικής ιστοριογραφίας. Τα διακόσια χρόνια από την επέτειο της ελληνικής επανάστασης αποτελούν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επανακτήσουμε την ιστορική αλήθεια, με τη λέξη «αλήθεια» στην κυριολεκτική της σημασία: α-λήθη – με λίγα λόγια, να πάρουμε πίσω την ιστορική μνήμη και τους αγώνες του λαού μας από αυτούς που τους καπηλεύονται. Πόσες συνέχειες να περιμένουμε; Και ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας; Θα βγουν άλλα τρία βιβλία μέσα στο 2020 και εκεί θα κλείσει ο πρώτος κύκλος του «1800». Το 2021 η οικογένεια του Καραμάνου θα μπει στην επανάσταση. Μελλοντικά υπάρχουν κάποιες δουλειές που τρέχουν. Μια ιστορία σε σενάριο του Λεωνίδα Γουργουρίνη που αφορά τη ζωή ενός πειρατή, του Πέτρου Λάντζα, που έζησε τον 16ο αιώνα, όπου θα κάνω μόνο το σχέδιο. Επίσης, μια συνεργασία με τον No Budget Epics, Κώστα Μπεκιάρη. Ελπίζω να τα προλάβω μέσα στο 2020. Παρουσιάσεις του «1800» Λάρισα Πότε; Σάββατο 1 Φεβρουαρίου στις 19.00 Πού; Χατζηγιάννειο Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Λάρισας (Ρούσβελτ 59). Ομιλητές: Ευτυχία Θάνου, εικαστικός, Γιάννης Κουκουλάς, ιστορικός τέχνης, Θανάσης Πετρόπουλος, ηθοποιός και δημιουργός κόμικς, Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης Jemma Press, και ο δημιουργός του έργου. Ελασσόνα Πότε; Κυριακή 2 Φεβρουαρίου στις 19.00 Πού; Πολιτιστικό Κέντρο Ελασσόνας. Ομιλητές: Πέννυ Αγοράστη Χέβα, φιλόλογος και ιστορικός τέχνης, Γιάννης Κουκουλάς, ιστορικός τέχνης, Θανάσης Πετρόπουλος, ηθοποιός και δημιουργός κόμικς, Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης Jemma Press, και ο δημιουργός του έργου. Είσοδος ελεύθερη O Θανάσης Καραμπάλιος γεννήθηκε το 1983 στο Παλαιόκαστρο Ελασσόνας. Σπούδασε κόμικς στη σχολή Comink στη Θεσσαλονίκη και παρουσίασε τα πρώτα έργα του το 2018 στο φεστιβάλ Comic ’N’ Play. Οι τόμοι «Πατέρας» (σε πρόλογο του Πάνου Ζάχαρη), «Ελένη» και «Αγία Μαύρα» (σε πρόλογο του Γιάννη Αντωνόπουλου) της σειράς 1800 κυκλοφορούν από την Jemma Press. Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το 2019 συμμετείχε στην καμπάνια του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Human Rights 360, «Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας». Το 2019 απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Καλλιτέχνη στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς. Και το σχετικό link...
  10. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου όταν μιλάς για την αρχαία Σπάρτη είναι οι 300 του Λεωνίδα, το θάρρος των Σπαρτιατών, η σκληρή ζωή τους. Στο «Τρεις», οι Kieron Gillen και Ryan Kelly, χωρίς ωραιοποιήσεις, δίνουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε τρεις είλωτες και αποκαλύπτουν πολλά εντέχνως αποσιωπημένα «μυστικά» για τη λακωνική κοινωνία της αρχαιότητας. Ο τρόπος που συνήθως παρουσιάζεται η αρχαία Σπάρτη σε ιστορικά μυθιστορήματα, στον κινηματογράφο, στα κόμικς, χαρακτηρίζεται από μια υπεραπλούστευση ως προς την κοινωνική δομή, τις τάξεις, την ιεραρχία. Από τα σχολικά βιβλία μέχρι τις ανιστόρητες περιγραφές τηλεβιβλιοπωλών, που ενίοτε γίνονται υπουργοί, οι περιγραφές επικεντρώνονται στην ανδρεία, στη ρώμη, στους αυστηρούς αλλά δίκαιους νόμους, στην πολεμική κουλτούρα, στη λιτή ζωή. Λίγα λέγονται και γράφονται για τον αυταρχισμό, το αντιδημοκρατικό καθεστώς, τις κοινωνικές ανισότητες, τη θεσμοθετημένη δουλεία. Ευτυχώς, η ακαδημαϊκή έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες έχει απομακρυνθεί από τον εξωραϊσμό της ελληνικής αρχαιότητας και έχουν υπάρξει πολλές μελέτες που ρίχνουν φως στην αρχαία Σπάρτη, την ακμή της αλλά και την παρακμή της. Το «Τρεις» των Kieron Gillen και Ryan Kelly (εκδόσεις Jemma Press, μετάφραση: Μπέλλα Σπυροπούλου) – αν και δεν πρόκειται για μια ακαδημαϊκή έρευνα αλλά για μια συναρπαστική ιστορία κόμικς – εντάσσεται ακριβώς σε αυτήν την προσπάθεια αναψηλάφησης του ιστορικού παρελθόντος και αναστοχασμού πάνω στις βολικές εθνικές και ιστορικές αφηγήσεις. Και επιπλέον, βασίζεται σε πολυετή και διεξοδική έρευνα των δημιουργών του που σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς συνέλεξαν στοιχεία, απόψεις και τεκμήρια και συνέθεσαν μια ενδιαφέρουσα αν και τραγική ιστορία. Και δεν θα μπορούσε να μην είναι τραγική, καθώς στο επίκεντρό της βρίσκεται η ζωή των ειλώτων, των πολιτών δεύτερης κατηγορίας στους οποίους στηρίχτηκε μεγάλο μέρος της ιστορίας της Σπάρτης χωρίς όμως να τους καταγράψει η Ιστορία, χωρίς να έχουν γίνει γνωστά τα ονόματά τους, χωρίς να μνημονεύεται η ζωή τους και το έργο τους. Η πιο δημοφιλής και πολυδιαφημισμένη μέχρι σήμερα απόπειρα μεταφοράς του κόσμου της αρχαίας Σπάρτης σε κόμικς ανήκει στον σούπερ σταρ Frank Miller και τη Lynn Varley από το 1998 (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη Μαμούθ Κόμιξ). Το «300» των Miller και Varley, ωστόσο, όσο και η κινηματογραφική προσαρμογή του από τον Ζακ Σνάιντερ που σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία είχαν τόση σχέση με την ιστορική ακρίβεια όση και οι τηλεβιβλιοπώλες υπουργοί με την αλήθεια και την τεκμηρίωση. Στους «300» το βάρος δίνεται στις εντυπωσιακές σκηνές μάχης, σε ακόντια, δόρατα, περικεφαλαίες και αίμα, στην εξύμνηση της απαράμιλλης γενναιότητας των Σπαρτιατών ενάντια στους Πέρσες. Σε δεύτερη ανάγνωση, με τους αδίστακτους εισβολείς Πέρσες ως καρικατούρες που διαθέτουν όμως υπεροπλία, ο Miller (λαμβάνοντας υπόψη και τις μεταγενέστερες αντιισλαμικές δηλώσεις του) δημιουργεί μια ιστορία για την (κατά τα πιστεύω του) ανάγκη της Δύσης να υπερασπιστεί την κουλτούρα της απέναντι στους διαφορετικούς «ξένους». Φυσικά, σε ένα τέτοιο θεματικό και σεναριακό περιβάλλον, οι είλωτες δεν έχουν καμιά θέση. Έχουν όμως θέση και μάλιστα πρωταγωνιστική στο «Τρεις». Η ιστορία των Gillen και Kelly διαδραματίζεται το 364 π.Χ. και ξεκινά από την ύπαιθρο της Λακωνίας, κατά τη διάρκεια μιας, πιθανότατα, γιορτής ενηλικίωσης των νέων Σπαρτιατών. Κατά τη γιορτή αυτή, οι νεαροί Σπαρτιάτες είχαν το δικαίωμα να σκοτώσουν με βιαιότητα όποιον είλωτα επιθυμούσαν χωρίς καμιά συνέπεια. Έτσι έμπαιναν στον κόσμο των μεγάλων και από τότε, κατά μια άποψη, μπορούσαν να γίνουν στρατιώτες. Η βάρβαρη αυτή επίθεση με θύματα τυχαίως επιλεγμένα, μόνο και μόνο για να τηρηθεί το απάνθρωπο έθιμο, εισάγει τον αναγνώστη στα ήθη της Σπάρτης. Και η ιστορία συνεχίζεται με την αναίτια επίθεση μιας ομάδας Σπαρτιατών σε μια καλύβα ειλώτων, έτσι για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Οι είλωτες, όμως, θα αμυνθούν και θα κατατροπώσουν τα «αφεντικά» τους. Η εκδίκηση των Σπαρτιατών θα είναι αμείλικτη. Πρώτα όμως θα πρέπει να καταδιώξουν και να συλλάβουν τον Κλάρο, τον Τέρπανδρο και τη Δαμάρτα που προσπαθούν να διαφύγουν για να σώσουν τη ζωή τους και την αξιοπρέπειά τους. Αυτό είναι λίγο-πολύ το βασικό σενάριο που γύρω του, όμως, χτίζεται μεθοδικά και πολύ προσεκτικά ολόκληρη η πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της αρχαίας Σπάρτης έναν σχεδόν αιώνα μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών. Αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τους Gillen και Kelly δεν είναι να γεμίσουν τις σελίδες με μάχες σώμα με σώμα, με κοφτερά μαχαίρια, απαστράπτουσες ασπίδες, εντυπωσιακές χλαμύδες, λαδωμένα κορμιά και λακωνικές ατάκες, αλλά να παρουσιάσουν την πραγματικότητα από την πλευρά των θυμάτων, των κυνηγημένων. Όχι από την πλευρά που εξύμνησε η Ιστορία, παίζοντας συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο, αλλά από την πλευρά που αγνοήθηκε γιατί δεν είχε να παρουσιάσει συμμετοχή σε πολέμους, αιματηρές μάχες, ένδοξες ναυμαχίες, πομπώδεις εκστρατείες. Πόσα όμως είναι γνωστά σήμερα για τους είλωτες; Λίγα στους πολλούς αλλά πολλά στους ιστορικούς και τους επιστήμονες που ασχολούνται διεθνώς με την αρχαία ελληνική ιστορία. Ένας από αυτούς είναι ο Stephen Hodkinson, καθηγητής αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Νότινχαμ που υπήρξε επιστημονικός σύμβουλος στο «Τρεις». Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου φιλοξενείται, μάλιστα, μια πολυσέλιδη συζήτηση ανάμεσα στον σεναριογράφο Kieron Gillen και τον Hodkinson που βοηθά τον αναγνώστη να γνωρίσει περισσότερο τη συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας, να κατανοήσει τις σεναριακές και σχεδιαστικές επιλογές των δημιουργών του και, επιπλέον, να αντιληφθεί τις αιτίες για τις οποίες η Σπάρτη χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο σε ρατσιστικές ιδεολογίες και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλοί πολιτικοί αλλά και φιλόσοφοι και επιστήμονες, ιδιαίτερα του εικοστού αιώνα, γοητεύτηκαν από το στρατοκρατικό καθεστώς της Σπάρτης, «...όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά και άλλοι ναζί πολιτικοί και ιδεολόγοι, και δυστυχώς επίσης, επιφανείς Γερμανοί ακαδημαϊκοί» σύμφωνα με τον Stephen Hodkinson. Που συνεχίζει γράφοντας: «Κυκλοφορεί ένα θαυμάσιο βιβλίο της Helen Roche, το Sparta ’s German Children, τα τελευταία δύο κεφάλαια του οποίου αναλύουν πώς τα ελίτ ναζιστικά σχολεία κατηχούσαν τους μαθητές με τα υποτιθέμενα ιδανικά της αρχαίας Σπάρτης. Η Roche έκανε ένα καταπληκτικό πράγμα: ήρθε σ’ επαφή με πολλούς από τους πρώην μαθητές που σήμερα είναι ηλικιωμένοι άνθρωποι, και έμαθε από πρώτο χέρι πώς διδάχθηκαν την αρχαία Σπάρτη. Αν η Γερμανία είχε νικήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεταπολεμική Ευρώπη θα διοικούνταν από ανθρώπους που είχαν εμποτιστεί με τα “ιδανικά της αρχαίας Σπάρτης” [...] Η ναζιστική προπαγάνδα ισχυριζόταν ότι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες ήταν βιολογικοί πρόγονοι της σύγχρονης γερμανικής νορδικής φυλής, της άριας φυλής. Και οι Ναζί χρησιμοποιούσαν τον κτηνώδη τρόπο που φέρονταν οι Σπαρτιάτες στους είλωτες ως παράδειγμα για το πώς έπρεπε να φέρονται σε μη άριες φυλές. Έχει βρεθεί ένα ανατριχιαστικό ναζιστικό έγγραφο, το “Generalplan Ost”, στο οποίο αναφέρεται ότι η ΕΣΣΔ, μετά την κατάκτηση της, έπρεπε να μετατραπεί σε μια γερμανική ρατσιστική ουτοπία όπου οι Ρώσοι θα ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας όπως οι είλωτες». Μια διαφορετική, πιο ηρωική και λιγότερο ρεαλιστική εκδοχή της αρχαίας Σπάρτης έδωσαν οι Frank Miller και Lynn Varley στο «300». Οι Gillen και Kelly επέλεξαν την τεκμηρίωση και την ακρίβεια. Με ένα τέτοιο σκεπτικό κατάδειξης πολλών κρυμμένων αληθειών για τη Σπάρτη, που θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζουν όσοι ενδιαφέρονται για την Ιστορία, φαίνεται ότι πορεύτηκαν οι Kieron Gillen και Ryan Kelly που φιλοτέχνησαν μια ενδιαφέρουσα από πλευράς πλοκής αφήγηση. Ακόμα περισσότερο, με την ενδελεχή τους έρευνα όχι μόνο ως προς τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία, την αρχιτεκτονική, τις ενδυμασίες, τον οπλισμό, τα τρόφιμα κ.λ.π. και την τεκμηρίωση κάθε λεπτομέρειας, συνθέτουν μια σπουδαία μυθοπλασία με ιστορική ακρίβεια. Οι, επίσης πολυσέλιδες, «Σημειώσεις» του ίδιου του Gillen στο τέλος του βιβλίου επεξηγούν λεπτομερώς την προσέγγισή του απέναντι στη Σπάρτη και, κυρίως, τη μεθοδολογία εργασίας του σε ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ιστορικά θέματα με επιστημονικό τρόπο. Η περίπτωση του «Τρεις» είναι ένα ιδανικό παράδειγμα μιας απόλυτα επαγγελματικής δουλειάς που ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στη φαντασία και τη μυθοπλασία από τη μια και στην ακρίβεια από την άλλη. Γι’ αυτό και το «Τρεις» μπορεί να είναι ελκυστικό σε διαφορετικές αναγνωστικές κοινότητες, τόσο σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται για ιστορικά θέματα όσο και σε αυτούς που αναζητούν μια στιβαρή πλοκή, μια καθηλωτική ιστορία. Αλλά και γενικότερα σε όσους επιθυμούν να διαβάσουν και να δουν κάτι όμορφα φτιαγμένο, τεκμηριωμένο και ακριβές. Και το σχετικό link...
  11. Βασιλεύς των κόμικς

    ΚΟΥΡΑΦΕΛΚΥΘΡΑ: ΠΑΙΧΤΕ ΠΑΝΚ

    Για μία άλλη μια χρονιά ο Αντώνης Βαβαγιάννης έχει σκοπό να μας δώσει μια γερή δόση χιούμορ ετοιμάζοντας ένα ακόμη άλμπουμ από τα ΚΟΥΕ ΛΡ... από τα ΚΟΘΟΥΛ... από ΤΑ ΚΑΡΕΛΟΥΘ.... από αυτά που αναγράφει ο τίτλος επάνω. Πανκιές, Βουγιούκλακη, Ναπολέων, Θείος Αιμίλιος και ότι δεν μπορείς να φανταστείς μπορείς να το βρεις εδώ. Τα μονοσέλιδα κομιξάκια εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο socomic. Σε πέντε σελίδες σχεδιάζει ο Ηλίας Κυριαζής. ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ & ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ
  12. Λογοπαίγνια, λακωνικές ατάκες, ανατροπές στο τελευταίο καρέ, σουρεαλισμός και έξυπνα σκίτσα που συνοδεύουν τις λιτές αφηγήσεις. Η συνταγή του τρίτου μέρους των «Comedics» παραμένει αναλλοίωτη και το χιούμορ προκύπτει, όπως πάντα, αβίαστα. Μια μεγάλη κατηγορία των σύγχρονων εναλλακτικών κόμικς, ιδιαίτερα πολλών διαδικτυακών, βασίζονται στο ανατρεπτικό χιούμορ, στο punch line του τελευταίου καρέ που «γκρεμίζει» όλη την προηγούμενη αφήγηση και κάνει τον αναγνώστη-θεατή να την «ξαναδιαβάζει» υπό νέα οπτική και να αναρωτιέται: «Μα καλά, γιατί δεν μπορούσα να το προβλέψω;». Αυτή η εσκεμμένη πρόκληση αμηχανίας και ανοικείωσης στον δέκτη του χιούμορ είναι ένα από τα βασικά συστατικά της σειράς Comedics (εκδόσεις Jemma Press, πρώτη δημοσίευση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα socomic.gr) που γράφει ο stand-up κωμικός Διονύσης Ατζαράκης και σχεδιάζει ο Νικόλας Στεφαδούρος (τα σχέδια του πρώτου τόμου υπέγραφε ο Δημήτρης Καμένος και του δεύτερου τόμου οι Γιάννης Γιαγιάς, Δημήτρης Καμένος και Κατερίνα Παππού). Και στον τρίτο τόμο («Comedics Reloaded») οι ιστορίες είναι μονοσέλιδες και φαινομενικά ανεξάρτητες η μια από την άλλη, με διαφορετικούς χαρακτήρες και σε εντελώς διαφορετικά χωροχρονικά περιβάλλοντα που λειτουργούν σαν μια αλυσίδα καταιγιστικά εκφερόμενων μεταμοντέρνων ανέκδοτων, όπως ακριβώς πράττει η πλειονότητα των stand-up κωμικών, αλλά με συνδετικό κρίκο το σουρεαλιστικό χιούμορ και την κατάργηση των νοηματικών συμβάσεων και των αναμενόμενων εξελίξεων. Στο πλαίσιο αυτό μια αθυρόστομη και πολιτικοποιημένη ομιλούσα ζυγαριά δεν ζυγίζει τα λόγια της, η καλτ Κατερίνα Γιουλάκη από το «Ρετιρέ» επαναλαμβάνει την αφόρητα εκνευριστική μανιέρα της, ο Σνομπ Σφουγγαράκης αποπαίρνει και σνομπάρει τον φίλο του, Πάτρικ, και μια ηλεκτρική κουζίνα δέχεται την ευχή να είναι «πολύχρωμη και εντοιχισμένη» χωρίς να αντιλαμβάνεται το χιούμορ. Τα πολλά παραμύθια όπως η Κοκκινοσκουφίτσα και η Σταχτοπούτα που ανατρέπονται και αλλάζουν πλήρως νόημα (οι μπάτσοι όμως που συλλαμβάνουν τον Κακό Λύκο δεν μπορεί παρά να είναι γουρούνια), οι διακειμενικές και διαεικονικές παρωδιακές αναφορές σε κινηματογραφικές ταινίες, σε λογοτεχνικά έργα, σε υπερήρωες των κόμικς, τα λογοπαίγνια ως λεκτικοί πειραματισμοί που αποδεικνύουν ότι μικρές αλλαγές στη γλώσσα προκαλούν ανυπολόγιστες συνέπειες στο νόημα, όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα μωσαϊκό αντισυμβατικών πρακτικών και τεχνικών που αντιστέκεται στην παγίωση και την αποδοχή των καθιερωμένων. Με τον συνήθη και ευφυή τρόπο που μετέρχονται η μεταμοντέρνα παρωδία και πολύ συχνά τα σύγχρονα κόμικς, οι Ατζαράκης και Στεφαδούρος ανασημασιοδοτούν γνωστές αφηγήσεις με στόχο το χιούμορ που προκαλείται από την άρνηση, τη διαστρέβλωση, την τροποποίηση, την ειρωνεία. Ακόμα και τον αναστοχασμό γύρω από τα εργαλεία και τις συμβάσεις του ίδιου του μέσου με παράδειγμα το «γκρέμισμα» του «τέταρτου τοίχου» των καρέ των κόμικς ή τη χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων και τις «παρεξηγήσεις» που μπορεί να προκληθούν από την έλλειψη τόνων και την αντικατάστασή τους από ευμεγέθη ψάρια. Όλα αυτά κάνουν ενδιαφέρον το Comedics και οδηγούν σε δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις που μετά το σάστισμα της πρώτης έχουν να πουν ακόμη περισσότερα. Και το σχετικό link...
  13. mr-d

    Νέες κυκλοφορίες από την Jemma Press (2019)

    σπαρταράει το νέο εξώφυλλο φόρος τιμής στο ++++
  14. Καταξιωμένοι σκιτσογράφοι, 14 στον αριθμό, με... όπλο το πενάκι τους, τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, έγραψαν τις δικές τους, σκληρές ιστορίες για την Αθήνα της περιόδου 1941-1944. Πείνα, κακουχίες, δολοφονίες, τρομοκρατία και μια απίστευτη σκληρότητα. Έτσι έζησε τη γερμανική κατοχή η Αθήνα (1941-1944), ενώ είναι ενδεικτικό πως στον λιμό του χειμώνα 1941-1942 πέθαιναν καθημερινά περίπου 700 άτομα. Εικόνες της πρωτοφανούς αγριότητας που στοίχειωσαν την συλλογή μνήμη, αλλά και καθημερινές στιγμές, με τη ζωή να συνεχίζεται σε πολλά σπίτια, καταγράφει μια ειδική έκδοση, που αποτελεί την πρώτη με ιστορίες της Κατοχής σε κόμικ. Δεκατέσσερις καταξιωμένοι comic artists, χρησιμοποιώντας τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, δημιούργησαν τις δικές τους σκληρές ιστορίες, κάποιες από τις οποίες είναι βασισμένες σε ντοκουμέντα, κάποιες άλλες σε προσωπικές μαρτυρίες και κάποιες μυθοπλαστικές, όλες όμως αφορούν την Αθήνα κατά την ταραγμένη περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. "Πουθενά", Λέανδρος «Στόχος μας δεν ήταν να παρουσιάσουμε ένα ηρωικό πρότυπο. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη δεν ήταν μόνο αντάρτες και δοσίλογοι, αντιστασιακοί και μαυραγορίτες, η ζωή δεν ήταν άσπρο-μαύρο. Η κοινωνία έχασε ένα μεγάλο μέρος από τον συνεκτικό της ιστό, αλλά η καθημερινότητα συνεχιζόταν στις γειτονιές και μέσα στα σπίτια. Θέλαμε να κάνουμε ένα πάντρεμα της ιστορίας και της δημόσιας ιστορίας, με εικόνες και λόγια που συγκινούν μέχρι σήμερα», λέει στο «Έθνος της Κυριακής», ο ιστορικός τέχνης και διδάσκων το μάθημα Ιστορία των Κόμικ στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Γιάννης Κουκουλάς, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση μαζί με τον ιστορικό, Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Το βιβλίο έχει τίτλο «Ένα γλυκό ξημέρωμα», δανειζόμενο το αγραμμοφώνητο ρεμπέτικο τραγούδι του ΕΛΑΣίτη λοχαγού, Νίκου Δημόπουλου ή Τούντα, που αφορά το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Τούντας δολοφονήθηκε λίγες μέρες μετά την τραγωδία της Νίκαιας και κανείς δεν γνωρίζει την μουσική που «έντυνε» τους στίχους του. «Ένα πρωί ξημέρωμα, δεκαεφτά Αυγούστου, οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι για χάρη γούστου», ειρωνεύονταν στο «Ένα γλυκό ξημέρωμα». "Σκιές στο μνημείο", Σπύρος Δερβενιώτης Με τον ίδιο τίτλο παρουσιάστηκε και η έκθεση με τις ιστορίες της κατοχικής Αθήνας, οι οποίες εδώ και έναν μήνα κυκλοφορούν σε έντυπη έκδοση από την Jemma Press και θα παρουσιαστούν σε περίπου έναν μήνα στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της 18ης Έκθεσης Κόμικς και Επιτραπέζιων Παιχνιδιών, που θα γίνει στην Αποθήκη Γ΄ στο λιμάνι. Η έκδοση αυτή διατηρεί την μνήμη μέσω της τέχνης των κόμικς απέναντι στο διαχρονικά απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού. Η αποτροπή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον στηρίζεται στη γνώση της ιστορίας και των γεγονότων. «Όλοι οι comic artists έχουν ως σημείο αναφοράς την ίδια χρονική περίοδο, την ίδια πόλη, την ίδια συνθήκη. Αλλά καθένας τους δημιουργεί μια διαφορετική ιστορία, εξίσου συναρπαστική», δηλώνει ο κ. Κουκουλάς, προσθέτοντας ότι οι σκοτσογράφοι παρακολούθησαν σεμινάρια, workshops και είδαν πλούσιο αρχειακό υλικό πριν σχεδιάσουν το κείμενό τους. "Ο τερματοφύλακας", Γιώργος Γούσης Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες είναι αυτή του Σπύρου Δερβενιώτη, που έχει τίτλο «Σκιές στο Μνημείο» και αφορά στην ηρωική πράξη δύο νέων φοιτητών, του Μανόλη Γλέζου και του Απόστολου (Λάκη) Σάντα, που ανέβηκαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και κατέβασαν την σβάστικα από τον Παρθενώνα, την νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, χωρίς να λείπει η αντιπαραβολή με τους σύγχρονους εκφραστές της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα και το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Ο Πέτρος Ζερβός, ένας από τους πολύ γνωστούς σκιτσογράφους της χώρας, γράφει την ιστορία της ανατίναξης των γραφείων της ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, τον Σεπτέμβριο του 1942, στην πλατεία Κάνιγγος. Την ανατίναξη οργάνωσαν και εκτέλεσαν στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ και το εγχείρημά τους είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 30 μέλη της ΕΣΠΟ, ανάμεσά τους και ο αρχηγός της, φιλοναζιστής γιατρός, Σπύρος Στεροδήμος. Οι Γερμανοί κατάφεραν να συλλάβουν τα τέσσερα μέλη της οργάνωσης ΠΕΑΝ που ήταν παρόντα, και ο επικεφαλής τους, αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ενώ η νεαρή δασκάλα Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε, μετά από φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, σε στρατόπεδο της Γερμανίας, όπου αποκεφαλίστηκε. Ο Ζερβός σκιτσάρει όλη την ιστορία έγχρωμη και αφήνει ασπρόμαυρη την τελευταία σκηνή, αυτή του αποκεφαλισμού της Μπίμπα. "Φιλί", Πέτρος Ζερβός Ο πολυβραβευμένος, Τάσος Μαραγκός, μελέτησε μια φωτογραφία εποχής από την οδό Σταδίου, που δείχνει ένα μικρό κορίτσι νεκρό με κομμένο το ένα του πόδι. Υπάρχει ένα προηγούμενο στιγμιότυπο από το σημείο που δείχνει το ίδιο κορίτσι αρτιμελές και ένα τραβηγμένο σενάριο -παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν- θέλει κάποιους να έκοψαν το πόδι του παιδιού για να το… καταναλώσουν. Αυτή η εκδοχή, που ωστόσο είναι ακραία, περνά μέσα από την ιστορία του Τάσου Μαραγκού, στην οποία μια ομάδα αντιστασιακών εισβάλλουν στην κατοικία ενός Έλληνα δοσίλογου που γευματίζει με τον Γερμανό συνεργάτη του και τους δολοφονούν, ενώ διαπιστώνουν ότι το γεύμα τους αποτελείται από… ανθρώπινα μέλη. "Σουλτς και Σαχτ", Soloup Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι άλλες ιστορίες που τις γράφουν οι: Τόμεκ Γιοβάνης, Γιώργος Γούσης, Δημήτρης Καμένος, Λέανδρος, Θόδωρος Μπαργιώτας, Soloup, Αλέξια Οθωναίου, Αλέκος Παπαδάτος, Θανάσης Πέτρου, Γιώργος Φαραζής, Πέτρος Χριστούλιας. «Πρόκειται για ένα σπουδαίο υλικό, μια ανθολογία ιστοριών κόμικ υψηλής ποιότητας και μοναδική περίπτωση τέτοιας θεματικής σε όλο τον κόσμο», σημειώνει ο κ. Κουκουλάς, προσθέτοντας πως ήδη συζητιέται η μετάφραση του βιβλίου και η κυκλοφορία του σε ευρωπαϊκές χώρες - αργότερα και στην Γερμανία. Και το σχετικό link...
  15. Με αφορμή την ανακοίνωση του Netflix για τη μεταφορά του «Bone» ως σειράς κινουμένων σχεδίων, ανατρέχουμε στην καλλιτεχνική και εκδοτική πορεία ενός εκ των πιο ξεχωριστών έργων στην ιστορία της 9ης Τέχνης. Πριν από 15 χρόνια, τον Ιούνιο του 2004, ολοκληρώθηκε μία από τις πιο εμβληματικές σειρές κόμικς της σύγχρονης εποχής, η οποία προκάλεσε μια μικρή επανάσταση τόσο με το ιδιαίτερο ύφος της και τον συγκερασμό «ετερόκλητων» αφηγηματικών -αλλά κυρίως σχεδιαστικών- μοτίβων, όσο και με την τόλμη του εκδοτικού εγχειρήματος, το οποίο καβάλησε το ρεύμα των αυτοεκδόσεων που άκμαζε στις ΗΠΑ στα τέλη του 20ού αιώνα, οπότε και ξεκίνησε να δημοσιεύεται. Ο λόγος για το «Bone» του Τζεφ Σμιθ, μια ιστορία κόμικς η οποία ξεκίνησε να κυκλοφορεί σε συνέχειες το 1991, για να ολοκληρωθεί 13 χρόνια αργότερα, καθιστάμενη ένα πρωτοφανές καλλιτεχνικό και εκδοτικό φαινόμενο. Σήμερα το Netflix ανακοινώνει πως ο ευσεβής πόθος πολλών για μια σειρά κινουμένων σχεδίων βασισμένη στο βραβευμένο δεκάκις με Eisner κόμικς σύντομα θα γίνει πραγματικότητα! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το πρώτο τεύχος του Bone. Όλη η σειρά κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Jemma Press. Η ιστορία Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι τα τρία ξαδέρφια Μπόουν, τρεις χαρακτήρες με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Φόουν Μπόουν είναι πράος, έξυπνος και μετρημένος, ευγενής και γενναίος – κλασικός πρωταγωνιστής. Η μοναδική του ιδιαιτερότητα είναι η μεγάλη λατρεία για το «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Ο Φόουνι, από την άλλη, είναι ένας πονηρός, άπληστος και φιλάργυρος χαρακτήρας, ο οποίος αντιμετωπίζει κυνικά τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, καταστρώνοντας διαρκώς μηχανορραφίες που συνήθως καταλήγουν σε φιάσκο. Τέλος, ο Σμάιλι είναι ο τρελάρας της παρέας, καλόκαρδος και αφελής, έμπιστος και εύπιστος, που διασκεδάζει να βοηθά τον Φόουνι στις βρομοδουλειές του. Εκδιωγμένοι από τον τόπο τους, την Μπόουνβιλ, μετά από ακόμα ένα φιάσκο των δολοπλοκιών του Φόουνι για περαιτέρω κέρδος και εξουσία, τα τρία ξαδέρφια βρίσκονται στην αρχή της ιστορίας να πλανιούνται άσκοπα σε μια αχαρτογράφητη έρημο. Μια ξαφνική και απρόσμενη επίθεση από... ακρίδες χωρίζει τα τρία ξαδέρφια, τα οποία προσπαθούν εναγωνίως να ξανασμίξουν. Στη διάρκεια της αναζήτησης καταλήγουν σε μια άγνωστη περιοχή που δεν έχουν ξαναντικρίσει, την Κοιλάδα. Εκεί θα συναντήσουν νέους φίλους, που δεν θυμίζουν σε τίποτα τους κατοίκους της Μπόουνβιλ, αλλά και εχθρούς. Ο κοριός Τεντ και ο μεγάλος αδελφός του, η κυρία Πόσουμ και τα μικρά της, ο μεγάλος Κόκκινος Δράκος, είναι μερικές «ζωόμορφες» φιγούρες του νέου κόσμου, στον οποίο όμως υπάρχουν και... άνθρωποι! Η νεαρή Θορν, η Γιαγιά Μπεν και ο ιδιοκτήτης του μπαρ Μπάρελ Χέιβεν, Λούσιους, θα συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ιστορίας τους ήρωές μας στις περιπέτειές τους ενάντια στους αιμοβόρους Αγριοπόντικες, τον διοικητή τους Κίνγκντοκ και τη μυστήρια μορφή «Αυτού με την Κουκούλα». Τα προβλήματα αυτού του νέου τόπου νομοτελειακά γίνονται και δικά τους. Ο μαγικός κόσμος του Τζεφ Σμιθ Ο δημιουργός τού «Bone» ανακάλυψε από πολύ νωρίς την αγάπη του για τον μαγικό κόσμο της 9ης Τέχνης. Ως παιδί «καταβρόχθιζε» πολλά από τα κόμικς της εποχής του, με ιδιαίτερη συμπάθεια στον θείο Σκρουτζ του Καρλ Μπαρκς και το Pogo του Ουόλτ Κέλι, αλλά και τους ήρωες των Looney Tunes, το κόμικς στριπ «Peanuts» και το ιστορικό MAD Magazine που από μικρός έβλεπε τον πατέρα του να διαβάζει. Μεγαλώνοντας, το ενδιαφέρον του στράφηκε στο υπερηρωικό κόμικς, όπου ξεχώρισε τον Neal Adams («Batman», «Green Lantern»), αλλά και στην επική φαντασία της «Νάρνια» και του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», στην επιστημονική φαντασία του «Πόλεμου των Άστρων», φτάνοντας μέχρι και στη σύνθετη γραφή των ομηρικών επών. Τα ετερόκλητα αυτά στοιχεία εντοπίζει κανείς να συνυπάρχουν σε πλήρη αρμονία στις περισσότερες από τις 1.300 σελίδες τού «Bone», μιας ιστορίας που, παρά την έκτασή της και την κυκλοφορία της σε συνέχειες, αποτελεί μια ενιαία καλοσχεδιασμένη περιπέτεια, δομημένη με αρχή, μέση και τέλος. Ο Τζεφ Σμιθ από πολύ μικρή ηλικία πειραματιζόταν στη συγγραφή κόμικς, πλάθοντας ιστοριούλες με τους ίδιους ήρωες των οποίων η ονοματοδοσία επηρεάστηκε από το έργο τού Don Martin για το MAD Magazine, που συνήθιζε να ονομάζει τους χαρακτήρες του «Fonebone». Τα μικρά πόσουμ αποτελούν έναν χαριτωμένο φόρο τιμής στο Pogo, ενώ ο φιλάργυρος Φόουνι Μπόουν έχει σαφείς επιρροές από τον σημαντικότερο χαρακτήρα που εμπνεύστηκε ο Καρλ Μπαρκς, τον τσιγκούνη Σκρουτζ Μακ Ντακ. Η Γιαγιά Μπεν σχεδιαστικά θυμίζει σκόπιμα τον Ποπάι του Σιγκάρ, όντας μάλιστα εξίσου... σκληρό καρύδι. Ακόμα ο Δράκος λειτουργεί διαρκώς στην ιστορία ως «από μηχανής θεός», εντάσσοντας στο παραμύθι του σχήματα εμπνευσμένα από την αρχαία τραγωδία και τα αγαπημένα του ομηρικά έπη, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» – το Bone είναι μια ιστορία «νόστου», αφού από την αρχή μέχρι το τέλος τα τρία ξαδέρφια αγωνίζονται για να επιστρέψουν πίσω στο σπίτι τους. Τα σκαριφήματα του 10χρονου Σμιθ με τα ξαδέρφια Μπόουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο Η ευκολία με την οποία ο Σμιθ συνθέτει όλα αυτά τα συστατικά αναδεικνύει το μέγεθος της συγγραφικής του δεινότητας, αφού όλα δένουν αβίαστα μεταξύ τους, λες και ήταν φτιαγμένα για να συνυπάρχουν αρμονικά. Με το έργο του ανασύστησε στο κοινό το ποτισμένο νοσταλγία κόμικς με ζωόμορφους χαρακτήρες με έναν πρωτόγνωρο ώς τότε τρόπο. Από τη μία έχεις το απλό, καρτουνίστικο σχέδιο και ένα αφηγηματικό μοτίβο το οποίο βασίζεται εν πολλοίς σε ταχύρυθμα gags και αθώο χιούμορ που αποπνέει παιδική αφέλεια, εμποτισμένο, από την άλλη, με την πολυπλοκότητα ενός ρεαλιστικού σχεδίου, σε ένα περιβάλλον γεμάτο μεσαιωνικά στοιχεία βγαλμένα από τις σελίδες βιβλίων επικής φαντασίας, όπως δράκους, ιππότες, σκοτεινούς μάγους. Σε αυτό το περιβάλλον και ανάμεσα στους ενοίκους του, η οικογένεια Μπόουν φαντάζει αρχικά παράταιρη – αυτό όμως που στην αρχή εντοπίζεται ως παραφωνία, σύντομα γίνεται οργανικό και απαραίτητο κομμάτι της ιστορίας. Η ιστορία εξελίσσεται και σταδιακά ωριμάζει κεφάλαιο κεφάλαιο και βιβλίο βιβλίο. Κατά μία ενδιαφέρουσα αλληγορία, όπως στο σύμπαν του Τόλκιν που το Χόμπιτ έχει πολύ πιο έντονο το κωμικό στοιχείο, ενώ στη συνέχεια του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» παρατηρείται μια ξαφνική ωρίμανση, έτσι και στο «Bone» τα πρώτα τεύχη διαπνέονται από αρκετά χαρωπό κλίμα, το οποίο προς το τέλος δίνει τη θέση του σε έντονο δράμα, σκοτεινά μυστήρια και επικές μάχες. Από το 1991 στο 2019 Η βιομηχανία των κόμικς την εποχή που ο Τζεφ Σμιθ έκανε δειλά δειλά τα πρώτα του βήματα σε αυτή χαρακτηριζόταν από μια νέα τάση, η οποία δημιουργήθηκε προς απάντηση στο καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας που είχαν καθιερώσει οι μεγάλες εταιρείες του χώρου, όπως η Marvel και η DC, όπου οι δημιουργοί έχαναν κάθε δικαίωμα στο έργο τους άπαξ και το παρέδιδαν. Το εκδοτικό τοπίο άρχισε να αλλάζει, με όλο και περισσότερους δημιουργούς να στρέφονται στις αυτοεκδόσεις – κάπου εκεί δημιουργείται και η Image. Έτσι λοιπόν ο Σμιθ αποφασίζει να δημιουργήσει τη δική του μικρή εκδοτική, την Cartoon Books, με σκοπό να δημοσιεύσει το «Bone». Αν δεν πήγαινε καλά, σε έξι μήνες θα το σταματούσε. Χάρη στην ποιότητα του έργου και τη στήριξη που του επιφύλασσαν οι αναγνώστες, οι ιδιοκτήτες κομιξάδικων, περιοδικά που εξειδικεύονταν στο αντικείμενο, όπως το Wizard, αλλά και συνάδελφοι, όπως ο Neil Gaiman και ο Frank Miller, το «Bone» όχι απλώς δεν σταμάτησε, αλλά βρισκόταν στα ράφια για 55 τεύχη και 13 ολόκληρα χρόνια! Η ιστορία τού «Bone», εκτός από τεύχη, έχει κυκλοφορήσει σε πολλά διαφορετικά φορμά. Η αρχικά ασπρόμαυρη ιστορία συλλέχθηκε σε τόμους, στους οποίους προστέθηκε χρώμα από τον Steve Hamaker όταν την έκδοση ανέλαβε η Scholastic Inc., ενώ το έργο συλλέγεται και ολόκληρο σε δύο περιποιημένους one-shot τόμους: έναν ασπρόμαυρο και έναν έγχρωμο. Σύντομες ιστορίες στο σύμπαν τού «Bone» δημοσιεύτηκαν σε ορισμένες επετειακές εκδόσεις, όπως το «Bone: Coda» με αφορμή τα 25α γενέθλιά του, ενώ κατά καιρούς κυκλοφορούν διάφορα spin-offs, τόσο σε μορφή κόμικς όσο και στη μορφή μυθιστορημάτων, που έχουν κάποια σχέση με τη σειρά όπως το prequel «Rose». Σήμερα το «Bone» παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά κόμικς στην ιστορία της 9ης Τέχνης, ένα πετυχημένο καλλιτεχνικό και εκδοτικό πείραμα, αφού κατάφερε να ανελιχθεί αβίαστα από την «underground» σκηνή καθιστάμενο... «mainstream». Τόσο mainstream που, αν όλα πάνε καλά, σύντομα θα παρακολουθούμε την τηλεοπτική εκδοχή του στο Netflix ως σειρά κινουμένων σχεδίων, όπως ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Μετά τις αποτυχημένες συζητήσεις με τη Nickelodeon και τη Warner Bros., ας ελπίσουμε αυτή τη φορά να δούμε πράγματι άλλη μια εμβληματική σειρά κόμικς να περνάει στη μικρή οθόνη. Και το σχετικό link...
  16. Η σειρά Phat Comicz με το αστείρευτο χιούμορ της τον έκανε γνωστό στον κόσμο των κόμικς. Τα τελευταία χρόνια κάνει πολύ επιτυχημένες παραστάσεις ως stand up κωμικός. Και τώρα διοργανώνει το πρώτο μεγάλο Con των κόμικς στο Ηράκλειο της Κρήτης. Πώς τα καταφέρνει όλα αυτά ταυτόχρονα ο Βαγγέλης Χατζηδάκης; Ας ξεκινήσουμε από το πιο άμεσο. Σήμερα και αύριο θα πραγματοποιηθεί το πρώτο Con στο Ηράκλειο. Τι αναμένεται να παρουσιαστεί; Θα διαφοροποιείται σε κάτι από τα μεγάλα Con της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης; Το κύριο μέλημά μου γι' αυτή τη διοργάνωση είναι όσοι μας τιμήσουν με την παρουσία τους να φύγουν ευχαριστημένοι. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους επισκέπτες, αλλά και στους εκθέτες και καλλιτέχνες που θα συμμετάσχουν. Αυτή η φετινή πρώτη διοργάνωση θα είναι στην ουσία μια γνωριμία του κοινού του Ηρακλείου με μια τέχνη και μια κουλτούρα που ναι μεν όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν ξέρουν πόσο αναπτυγμένη είναι πλέον στον ελλαδικό χώρο. Πιστεύω πως η μεγάλη διαφορά του δικού μας Con σε σχέση με τα μεγάλα Αθήνας και Θεσσαλονίκης θα είναι ο χαρακτήρας του, καθώς θα είναι πιο «οικογενειακό» το κλίμα. Η σειρά Phat Comicz ξεκίνησε να δημοσιεύεται το 2016 στην ηλεκτρονική πλατφόρμα socomic.gr και έχει συγκεντρωθεί ως τώρα σε δύο τόμους από την Jemma Press και έναν από την Phat Entertainment Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής σκηνής των κόμικς, ξέρουν πως αυτό το Con ήταν μια παλιά, μεγάλη σου φιλοδοξία. Τώρα το υλοποίησες. Πώς αποφάσισες να εμπλακείς ως οργανωτής σε μια τέτοια διαδικασία; Τα άτομα της γενιάς μου εδώ στο Ηράκλειο μεγαλώσαμε βλέποντας τα διάφορα φεστιβάλ και διοργανώσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα και πάντα παραπονιόμασταν ότι «δεν γίνονται τέτοια πράγματα εδώ». Τώρα πλέον είμαστε στην ηλικία που, αφού δεν γίνονται, θα τα κάνουμε εμείς! Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου πως θα έκανα κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι τόσο άμεσα. Αλλά από το 2016 που συμμετείχα στο πρώτο Con ως καλλιτέχνης, ήταν πάρα πολλοί αυτοί που με ρωτούσαν πότε θα αναλάβω να κάνω κάτι τέτοιο στην Κρήτη. Και το εντυπωσιακό ήταν πως αντί να με ρωτήσουν μια φορά και να ξεχαστεί, κάθε φορά με ρωτούσαν όλο και περισσότεροι. Έχοντας πλέον πάει σε 10 Con, πιστεύω πως έχω μια εικόνα του τι χρειάζεται για να υλοποιηθεί ένα τέτοιο πρότζεκτ. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η παρουσία της Διονυσίας Δεδούση στο Ηράκλειο, η οποία συμμετέχει σε πάρα πολλά φεστιβάλ εδώ και 10 χρόνια - η βοήθεια και οι γνώσεις της για μια τέτοια οργάνωση είναι υπερπολύτιμες. Πιστεύεις πως η Κρήτη μπορεί να «σηκώσει» ένα τέτοιο γεγονός; Θα ανταποκριθεί το κοινό; Και πόσο πιθανό είναι το παράδειγμα του Ηρακλείου να μιμηθούν και άλλες πόλεις; Η ελληνική πραγματικότητα επιτρέπει να διοργανώνονται μεγάλα φεστιβάλ σε πόλεις μακριά από το κέντρο; Η Κρήτη συγκεκριμένα μπορεί να σηκώσει οποιοδήποτε γεγονός και το λέω έχοντας πλήρη επίγνωση. Έχει αποδειχθεί πολλές φορές άλλωστε πως αν συστήσεις με σωστό τρόπο κάτι νέο, είμαστε πολύ δεκτικοί άνθρωποι. Δυστυχώς, και το λέω με μεγάλη μου λύπη, πολλοί Ελλαδίτες -και δικαιολογημένα ως έναν βαθμό- έχουν μια εσφαλμένη εικόνα για τους Κρητικούς. Και γι' αυτό φταίνε οι πολλές αρνητικές ειδήσεις που βγαίνουν από το νησί. Αλλά δεν είμαστε όλοι εδώ αγράμματοι με μαύρα πουκάμισα και διπλοκάμπινα αγροτικά που κουβαλάμε όπλα και σκοτώνουμε ζώα. Αυτές είναι οι εξαιρέσεις. Είμαι σίγουρος πως το κοινό θα ανταποκριθεί. Ευτυχώς είμαστε πλέον σε μια εποχή που η κουλτούρα των κόμικς έχει «απενοχοποιηθεί» σε βαθμό που είναι πλέον οριακά mainstream, θα έλεγε κανείς, ενώ πριν από λίγα χρόνια, ήταν μάλλον κοινή πεποίθηση ότι τα κόμικς απευθύνονταν σε ελάχιστους, όχι και τόσο νορμάλ τύπους. Έχουν, άλλωστε, ήδη γίνει παρεμφερή φεστιβάλ στη Δράμα και στη Λάρισα, ενώ μόλις τέλειωσε και το Chaniartoon Festival, που έγινε για τρίτη χρονιά εδώ δίπλα, στα Χανιά. Ελπίζω να έχουμε μεγάλη επιτυχία και να γίνουμε οδηγός και για άλλους να πάρουν το ρίσκο και να το επιχειρήσουν και σε άλλα μέρη. Από τις άλλες δύο βασικές σου ιδιότητες ποια προτιμάς; Να το θέσω αλλιώς: πώς συστήνεσαι, ως δημιουργός κόμικς ή ως stand up κωμικός; Εξαρτάται σε ποιον συστήνομαι! Σε κάθε περίπτωση, είμαι απλά ο Βαγγέλης. Αν και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, λόγω και της πολύ ανοδικής τάσης του stand up comedy στην Ελλάδα αυτή την εποχή, προτιμώ να συστήνομαι ως κωμικός. Είναι πολύ πιο εύκολο, γιατί ο συνομιλητής καταλαβαίνει άμεσα τι εννοώ. Αν πω «δημιουργός κόμικς», θα πρέπει για τα επόμενα πέντε λεπτά να εξηγήσω ότι δεν ξέρω τον Σταν Λι προσωπικά, να ακούσω μια ιστορία του συνομιλητή μου ότι παλιά διάβαζε Ποπάυ και, τέλος, να του πω πως όχι, δεν μπορώ να τον ζωγραφίσω. Τι ξεκίνησε πρώτο, τα κόμικς ή οι παραστάσεις; Τα κόμικς, ξεκάθαρα. Απλά αυτά μου έδειξαν πως το χιούμορ μου ίσως να είναι πιο αποδεκτό από το κοινό και δεν απευθύνεται απλά σε δέκα φίλους όπως αρχικά νόμιζα. Συνέπεσε χρονικά και η άνοδος του stand up στην Ελλάδα και αποφάσισα πως οι συγκυρίες ήταν ιδανικές για να δοκιμάσω να εκτεθώ και ως άτομο πάνω στη σκηνή. Τα κόμικς σου είναι κατ’ αποκλειστικότητα χιουμοριστικά και σουρεαλιστικά. Γιατί επιμένεις σε αυτό το είδος; Έχεις ποτέ δοκιμάσει κάτι διαφορετικό ή θα ήθελες στο μέλλον να το δοκιμάσεις; Γι' αυτό λατρεύω τα κόμικς, γιατί μπορείς να δημιουργήσεις κόσμους και καταστάσεις που ποτέ δεν θα υπήρχαν υπό κανονικές συνθήκες. Αν ήθελα να παρουσιάσω κάτι πιο απλό και καθημερινό, κατά πάσα πιθανότητα θα είχα ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία. Επίσης, πιστεύω πως ξέρω τις δυνατότητές μου και τα όριά μου. Αυτό ξέρω να κάνω, εκεί θα εστιάσω. Τα πιο προσγειωμένα και ρεαλιστικά τα αφήνω στους αντίστοιχους συναδέλφους, που είναι εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Κατά καιρούς έχω κάνει κάποιες συνεργασίες με τη Διονυσία Δεδούση, αλλά όσο και αν προσπάθησα, τον σουρεαλισμό δεν τον απέφυγα. Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι. Βασίζεσαι κυρίως σε λογοπαίγνια, παραλλαγμένες φράσεις και παροιμίες, λεκτικές ακροβασίες κ.λ.π. Πιστεύεις πως ο λόγος είναι το βασικό συστατικό των κόμικς; Ξεκάθαρα ναι. Με κάθε σεβασμό σε συναδέλφους, όσο υπέροχα κι αν είναι τα σκίτσα, αν το σενάριο δεν έχει ενδιαφέρον και δεν κερδίσει τον αναγνώστη, είναι απλά ένα μάτσο όμορφες εικόνες χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Τα κόμικς άλλωστε είναι εξιστόρηση, αυτό είναι όλο το νόημα. Ωραίες εικόνες βρίσκει κανείς και σε γκαλερί και μουσεία. Εσύ όπως και άλλοι επιτυχημένοι σύγχρονοι δημιουργοί δέχεστε συχνά την κριτική ότι βάζετε σε δεύτερη μοίρα τη σχεδιαστική διάσταση των ιστοριών σας. Είναι τόσο δυνατό το κείμενο που να αντισταθμίζει αυτή τη φαινομενική «αδυναμία» ή το σχέδιο που συνοδεύει τα κείμενά σας αρκεί για να υπηρετεί τα σενάρια; Ψέματα δεν θα πω, αυτό μπορώ, αυτό κάνω! Άλλωστε, ποτέ δεν θα πω σε κάποιον ότι είμαι «σκιτσογράφος». Αρχικά, εγώ απλά ήθελα να πω κάποια αστεία, να κάνω τον κόσμο να γελάσει. Απλά, αντί να γράψω «κάθονται δυο φίλοι και λέει ο ένας στον άλλον καλημέρα» προτίμησα να ζωγραφίσω δύο κύκλους και να λέει ο ένας «καλημέρα». Τόσο απλά. Είχα βέβαια και τη σιγουριά του «Cyanide and Happiness», από το οποίο εμπνεύστηκα για τα «Phat Comicz». Μια σειρά με οριακά υποφερτό σχέδιο, αλλά με τρομερούς διαλόγους και καταστάσεις που εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια είναι τεράστια επιτυχία παγκοσμίως. Και δεν δέχομαι τον όρο «αδυναμία». Αν ο αναγνώστης διαβάσει το κόμικς σου και δεν έχει καμία ερώτηση, τότε η δουλειά έχει γίνει ακριβώς όπως έπρεπε. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την κωμωδία και να εκθέσεις έτσι τον εαυτό σου στο κοινό; Υπάρχει μια φήμη ότι οι δημιουργοί κόμικς είστε σχετικώς κλειστοί και εσωστρεφείς τύποι… Ακριβώς όπως το είπες, φήμη. Δεν ξέρω από πού πηγάζει αυτό, αλλά τα παραδείγματα που το αναιρούν είναι πολλά. Το «Comedics» και το «Πρωινό Εσπρεζάκι» τα γράφουν ο Διονύσης Ατζαράκης και ο Αριστοτέλης Ρήγας αντίστοιχα, δύο από τους πιο επιτυχημένους κωμικούς της Ελλάδας. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης παίζει μουσική με τους Empty Frame. Ο Θανάσης Πετρόπουλος είναι ηθοποιός. Ο Γιάννης Ρουμπούλιας έκανε παραγωγή και πρωταγωνίστησε σε μια ταινία πολύ μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα. Και αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που μου ήρθαν τώρα. Το στερεότυπο του μοναχικού, παράξενου τύπου που σχεδιάζει σε ένα υπόγειο υπό το φως μια λάμπας που τρεμοπαίζει δεν ισχύει πλέον, αν όντως ίσχυε ποτέ. Πώς συνδυάζεις τις δύο αυτές ιδιότητες; Τι κοινά σημεία παρατηρείς μεταξύ τους; Το μόνο που με νοιάζει είναι να κάνω τον κόσμο να γελάει και δεν με νοιάζει αν αυτό θα γίνει επειδή διάβασε ένα κόμικς μου, είδε μια παράσταση ή απλά κάτσαμε μαζί σε μια παρέα και είπα δυο αστεία. Το παράδοξο είναι ότι τα κόμικς μου με τα κείμενα που παίζω δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Άλλου είδους χιούμορ είναι το καθένα. Δεν μπορείς να «απαγγείλεις» κόμικς, δεν μπορείς να σκιτσάρεις stand up comedy, τουλάχιστον όχι χωρίς τις απαραίτητες αλλαγές. Επίσης, μου αρέσει αυτή η διαφορετικότητα των δύο ιδιοτήτων. Αφ' ενός δουλεύω το καθένα ξεχωριστά και με άλλη όρεξη, αφ' ετέρου το κοινό δεν ξέρει τι να περιμένει σε κάθε περίπτωση. Και η έκπληξη είναι η πεμπτουσία του γέλιου. Και το σχετικό link...
  17. Το πάνω μέρος της τέταρτης σελίδας τού Καρέ Καρέ τού ανήκε από το πρώτο φύλλο μας και για περισσότερα από δύο χρόνια. Εδώ δημοσιεύονταν τα Αδέσποτα Σκίτσα του με τη σκληρή σάτιρα ενάντια στους παπάδες και τα πρόβατα- ακολούθους τους, στους ρατσιστές γείτονες και «καθωσπρέπει» οικογενειάρχες, στις δεξιές πολιτικές απ’ όπου κι αν προέρχονται, στη νεοναζιστική εταιρεία δολοφόνων κ.λ.π. Ο Τάσος Μαραγκός έχει μια θαυμαστή συνέπεια ως προς την πολιτική θεματολογία των κόμικς του εδώ και περίπου δύο δεκαετίες και όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο αιχμηρός, πιο σκληρός απέναντι στη διαχρονική βλακεία της ακροδεξιάς ρητορικής και, δυστυχώς, πρακτικής, λιγότερο ανεκτικός στον φασισμό της διπλανής πόρτας που απειλεί να παραβιάσει και τη δική μας. Όμως τρέφει και μια μεγάλη αγάπη σε μια σειρά κόμικς στην οποία επιστρέφει συνεχώς με διάφορους τρόπους, μη μπορώντας και μη θέλοντας προφανώς να την εγκαταλείψει, καθώς έχει πολλά ακόμα να πει και να ζωγραφίσει για τον βασικό χαρακτήρα της. Αναφέρομαι στη σειρά «Hard Rock», που δημοσιευόταν παλαιότερα σε συνέχειες στο «Krak Komiks» και όλο το υλικό της συλλέχθηκε πρόσφατα σε έναν ογκώδη τόμο 288 σελίδων (εκδόσεις Jemma Press), με τις εφηβικές και μετεφηβικές περιπέτειες του Μάρκου από τη Σύρο, ενός πρωταγωνιστή εγκλωβισμένου στη μοναξιά της ελληνικής επαρχίας που πασχίζει να αποδράσει, να χειραφετηθεί, να ενηλικιωθεί. Οι περιπέτειες του Μάρκου όμως δεν τελειώνουν με την ολοκλήρωση του τόμου αυτού. Στο «Hard Rock Vol. 2», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, ο Μαραγκός συνεχίζει να αφηγείται τη ζωή του Μάρκου, όχι όμως πια ως απαισιόδοξου εφήβου στη Σύρο, αλλά ως εξερευνητή και άγουρου συλλέκτη εμπειριών στην «εξωτική» Αθήνα τού millennium. Ο μικρόκοσμος των ελληνικών κόμικς, η ροκ σκηνή της Αθήνας, τα πρώτα φεστιβάλ της Βαβέλ στο Γκάζι, τα κομιξομάγαζα της πόλης γίνονται το φόντο των ιστοριών ενός πολυδιάστατου χαρακτήρα, που όσο περνά ο καιρός τόσο πιο οικείος γίνεται προς τον αναγνώστη. Ίσως σ’ αυτό να βοηθούν και τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία που ο Μαραγκός ενσωματώνει στον λατρεμένο Μάρκο. Και ίσως έτσι να συνεχίζεται ένα «έπος» που φέρνει στον νου, όπως θυμίζει και το εξώφυλλό του, το εμβληματικό «Love and Rockets» των αδερφών Hernandez. Όπως φαίνεται, οι συνέχειες θα είναι ακόμα πολλές. Για να γνωρίσουν όλοι ακόμη καλύτερα τον Μάρκο και να θυμηθούν-κατανοήσουν, ιδιαίτερα οι σαράντα και κάτι αναγνώστες, ακόμα περισσότερο τους εαυτούς τους. Και το σχετικό link...
  18. Καλλιτέχνες από διαφορετικές γενιές, άλλοι βασισμένοι σε βιωματικές αφηγήσεις και άλλοι σε πραγματικά γεγονότα, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, αναπλάθουν νοερά και αποτυπώνουν στο χαρτί τα χρόνια της Κατοχής. Παίρνοντας μέρος αλλά και θέση σε έναν αγώνα ουσιαστικό και καθολικό, στον αγώνα ενάντια στη λήθη. Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της έκδοσης που υπογράφει ο Λέανδρος Η γερμανική κατοχή στη χώρα μας -όπως ίσως και σε κάθε χώρα από την οποία πέρασαν οι ναζιστικές δυνάμεις- άφησε ένα στίγμα βαθύ και ανεξίτηλο, όχι μόνο σε αυτούς που τη ζήσανε αλλά και στους επιγόνους τους, σαν ένα φάντασμα που πλανιέται στον χώρο, το οποίο το «αισθάνεσαι» αλλά δεν το «βλέπεις». Οι αφηγήσεις, οι ιστορίες των επιζώντων ή των συγγενών των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, τόσο απευθείας από κοντινά πρόσωπα όσο και από καταγεγραμμένες μαρτυρίες και ιστορικά ντοκουμέντα τρίτων, επηρέασαν και συνεχίζουν να επηρεάζουν τις νεότερες γενιές, στην προσπάθειά τους να αφουγκραστούν τις συνθήκες ενός παρελθόντος που μοιάζει τόσο μακρινό και συνάμα τόσο κοντινό. Καρέ από την ιστορία του Πέτρου Χριστούλια Έτσι και οι δεκατέσσερις δημιουργοί κόμικς, οι οποίοι κλήθηκαν το 2016 να συμμετάσχουν στην έκθεση «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα – Ιστορίες Κόμικς για την Αθήνα της Κατοχής», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα Ελεύθερη» για τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας, ανήκουν εν πολλοίς σε μια γενιά κατά την οποία η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος αποτελούσαν ήδη παρελθόν. Πρόκειται για τους Τόμεκ Γιοβάνη, Γιώργο Γούση, Σπύρο Δερβενιώτη, Πέτρο Ζερβό, Δημήτρη Καμένο, Λέανδρο, Τάσο Μαραγκό, Θοδωρή Μπαργιώτα, Αλέξια Οθωναίου, Αλέκο Παπαδάτο, Θανάση Πέτρου, Soloup, Γιώργο Φαραζή και Πέτρο Χριστούλια. Απόσπασμα από την ιστορία του Λέανδρου Η έκθεση στην οποία συμμετείχαν μετουσιώνεται σήμερα στο εξαιρετικό, ομότιτλο άλμπουμ από τις εκδόσεις Jemma Press, με πρώτη κυκλοφορία στο 48ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο. Οι αφηγήσεις τους, όπως επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου ο Γιάννης Κουκουλάς, «δεν αποτελούν ντοκουμέντα, μαρτυρίες, τεκμήρια, αποδείξεις, ιστορικά στοιχεία, ρεαλιστικές αποτυπώσεις. Κάποια εδράζονται σε ιστορικά δεδομένα και κάποια αποτελούν μυθοπλαστικές αφηγήσεις. Όλα ωστόσο αποτελούν προσωπικές ματιές, καλλιτεχνικές εκφράσεις, έντεχνες απόπειρες προσέγγισης, αναψηλάφησης, κατανόησης και απόδοσης του πνεύματος και του κλίματος ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος». Ενός παρελθόντος το οποίο, παρά τη χρονική του απόσταση, δεν πρέπει να λησμονούμε – η ίδια η Ιστορία άλλωστε απέδειξε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, αφού τα διδάγματα και οι αντιθέσεις που γέννησε, παραμένουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ζωντανές μέχρι σήμερα. Κι αν ακόμα δεν ήταν αδύνατον να λησμονηθούν, θα ήταν σίγουρα επικίνδυνο. Απόσπασμα από την ιστορία του Τάσου Μαραγκού Ο καθένας από τη δική του σκοπιά, οι δημιουργοί που συμμετέχουν στην έκθεση και στην ήδη τυπωμένη ανθολογία παρουσιάζουν πτυχές της ελληνικής και ειδικότερα της αθηναϊκής πραγματικότητας υπό τον γερμανικό ζυγό. Οι συνέπειες της ναζιστικής θηριωδίας αποκρυσταλλώνονται γλαφυρά στις δεκατέσσερις αυτές σύντομες ιστορίες, δημιουργώντας μικρές εκρήξεις συναισθημάτων, αξιοποιώντας στο έπακρο τα εργαλεία που παρέχει το συγκεκριμένο μέσο, η 9η Τέχνη. Η αναφορά σε θηριωδία φυσικά δεν εξαντλείται στις δολοφονίες οποιουδήποτε όρθωνε το ανάστημά του απέναντι στον κατακτητή, τους απαγχονισμούς των αντιφρονούντων σε κοινή θέα προς κάμψη κάθε σπίθας αντίστασης και τις μαζικές εκτελέσεις ανταρτών και κομμουνιστών. Στη διάρκεια της Κατοχής ο κοινωνικός ιστός και η συνοχή του υπέστησαν βαθύτατα τραύματα ποικιλοτρόπως. Απόσπασμα από την ιστορία του Τόμεκ Γιοβάνη Γιατί εκτός από εκείνους που αντιστέκονταν, ο καθένας από το δικό του μετερίζι και με διαφορετική ένταση, εκτός από εκείνους που υπέφεραν και διαχειρίζονταν βουβά τη θλιβερή πραγματικότητα με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι, υπήρχαν και εκείνοι οι οποίοι προτίμησαν να συνεργαστούν με τον κατακτητή. Και αν κάποιοι το έκαναν ορμώμενοι από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους συγγενείς τους, υπήρχαν και οι άλλοι των οποίων τα κίνητρα ήταν πιο ευτελή. Βρίσκοντας ευκαιρία να αναρριχηθούν κοινωνικά και οικονομικά, δεν δίστασαν να καταδώσουν γείτονες, συμπολίτες, συνανθρώπους, ξεπουλώντας τη συνείδησή τους στο κτήνος του ναζισμού. Και ας γνώριζαν πολύ καλά ποια θα ήταν η κατάληξή τους. Πράγματι δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έζησαν για λίγο μέσα σε μια ψευδεπίγραφη χλιδή, πατώντας πάνω στη δυστυχία της Κατοχής, για να βρουν άσχημο τέλος στα χέρια των αγωνιστών του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ, αλλά και απλών πολιτών που δεν μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια στη θέα και στις πρακτικές των «μαυραγοριτών», των «γερμανοτσολιάδων» και των «δωσίλογων». Σίγουρα όμως ήταν λιγότεροι από τους αθώους που βρήκαν τέλος υπερασπιζόμενοι ιδανικά ανώτερα, όπως η ελευθερία, περιφρονώντας κατάφωρα την ιδιοτέλεια. Ίσως να ήταν και λιγότεροι απ’ όσους τελικά τη βγάλαν καθαρή. Καρέ από την ιστορία του Δημήτρη Καμένου Οι ιστορίες που διαβάζουμε στο «Γλυκό Ξημέρωμα» δεν είναι απλά μια προσπάθεια καταγραφής και υπενθύμισης γεγονότων που παραμένουν επίκαιρα μέχρι και σήμερα, όπως η ιστορία της υπεξαίρεσης της γερμανικής σημαίας από τους Γλέζο και Σάντα, διά χειρός Σπύρου Δερβενιώτη. Αποτελούν ταυτόχρονα μια προσπάθεια εξερεύνησης της ψυχολογίας των ανθρώπων που υπέφεραν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πριν ή και μετά την απελευθέρωση των Αθηνών. Η ανώνυμη γυναίκα, στην ιστορία του Λέανδρου, κατάφερε να επιζήσει και να θρέψει τον γιο της μέσα στην Κατοχή, έχασε όμως τον άντρα της και την αξιοπρέπειά της. Άλλοι έχασαν τη ζωή τους, όπως οι αντιστασιακοί στην ιστορία «Το Φιλί» του Πέτρου Ζερβού, και άλλοι πέρασαν ξυστά από τον θάνατο, όπως ο κάτοχος της «Καπαρτίνας» του Αλέκου Παπαδάτου. Κάποιοι συμμετείχαν σε δολοφονίες Ελλήνων συνεργατών του Γ’ Ράιχ, όπως η «Μέλπω» του Γιώργου Φαραζή, και κάποιοι σε φόνους αξιωματικών των ναζί υπό τη μουσική υπόκρουση του εμβατηρίου της Βέρμαχτ, Erika, όπως οι αντιστασιακοί στο Das Roastbeef του Tasmar. Ακόμα στο «Σουλτς και Σαχτ» ο Soloup δίνει μια ενδιαφέρουσα τροπή στην αλληλεπίδραση των Ελλήνων και των Γερμανών, κάποιοι εκ των οποίων ακόμα και μέσα σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες ανέπτυσσαν ανθρώπινες σχέσεις. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που όλες οι ιστορίες της ανθολογίας είναι η μία καλύτερη από την άλλη. Ειδικά όταν σηκώνουν αυτό το ιδιαίτερο φορτίο, καταλαβαίνει ο καθένας γιατί εύλογα ο Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης του βιβλίου, μου εκμυστηρεύτηκε πρόσφατα πως αισθάνεται «πολύ περήφανος που βγάζω αυτό το βιβλίο». Και έχει κάθε λόγο να το αισθάνεται. Το εξώφυλλο της έκδοσης υπογράφει ο Λέανδρος Η παρουσίαση 6 Σεπτεμβρίου και ώρα 20.00 στη σκηνή «Γιώργος Σεφέρης» στο Ζάππειο. Θα μιλήσουν οι επιμελητές της έκδοσης Γιάννης Κουκουλάς, ιστορικός τέχνης, Μενέλαος Χαραλαμπίδης, ιστορικός και συγγραφέας, καθώς και όσοι εκ των δημιουργών θα παρευρίσκονται στην παρουσίαση. Έκθεση στη Δράμα Επιπλέον, στα πλαίσια του πρωτοεμφανιζόμενου Φεστιβάλ Κόμικς Δράμας θα φιλοξενηθεί έκθεση των πρωτότυπων έργων από τις 8 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 11 Σεπτεμβρίου στις 20.00 θα πραγματοποιηθεί παρουσίαση του βιβλίου από τον Γιάννη Κουκουλά και την Αλέξια Οθωναίου. Και το σχετικό link...
  19. Μύθοι, θρύλοι και αλήθειες γύρω από το Βυζάντιο μπλέκονται σε μια εξαιρετική ιστορία των Τάσου Ζαφειριάδη και Πέτρου Χριστούλια. Μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί είτε γραμμικά είτε όπως προτείνουν οι δημιουργοί της. Είτε, κι αυτό είναι ίσως ακόμα πιο ενδιαφέρον, όπως επιθυμεί ο αναγνώστης. «Το 1923 οι προπαππούδες μου πέρασαν με την ανταλλαγή πληθυσμών από τη Μεσσήνη (ή Μεσινή) Ανατολικής Θράκης στη νέα τους πατρίδα, την Ελλάδα, κι εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα στα λιγοστά πράγματα που έφεραν μαζί τους ήταν και εννιά ψηφίδες από ένα παλιό ψηφιδωτό. Οι επόμενες γενιές θυμούνται τις παλαιότερες να λένε πως αυτά τα γυαλιστερά πετραδάκια τα κατέβαζε η βροχή από τα ερείπια ενός βυζαντινού φρουρίου σε ένα ύψωμα της περιοχής. Μήπως υπήρχε εκεί κάποια παλιά εκκλησία; Τι εικόνα σχημάτιζαν αυτές οι ψηφίδες; Στα μάτια μου είχε μια μαγική ιδιότητα εκείνο το οικογενειακό κειμήλιο που δυνάμωνε ακόμη περισσότερο χάρη στη μυστηριώδη του προέλευση». Με αυτά τα λόγια ξεκινά ο Τάσος Ζαφειριάδης («Το Σκορποχώρι», «Οι Απίθανες Περιπέτειες του Σπιφ και του Σπαφ», «Ο Κυρ Κονγκ και Άλλες Ιστορίες» κ.ά.) το επιλογικό του σημείωμα στο «Ψηφιδωτό» (εκδόσεις Jemma Press) δίνοντας τις απαντήσεις στον αναγνώστη που έχει μόλις ολοκληρώσει το βιβλίο απολαμβάνοντάς το και ταυτόχρονα συλλέγοντας απορίες. Κι αυτό γιατί οι εννιά ιστορίες που ως ψηφίδες συνθέτουν το «Ψηφιδωτό» τοποθετούνται χωρίς τη χρονολογική σειρά με την οποία έλαβαν χώρα. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός και τα θραύσματα της αφήγησης δίνονται με μια φαινομενικά αυθαίρετη σειρά. Οι δημιουργοί του βιβλίου προτείνουν με την ολοκλήρωσή του μια νέα ανάγνωση που ακολουθεί τον πραγματικό χρόνο, έτσι όπως είχε παρουσιαστεί στην πρώτη του ηλεκτρονική δημοσίευση στην πλατφόρμα socomic.gr. Κάτι τέτοιο είναι συναρπαστικό σε δεύτερο χρόνο αν και όχι απαραίτητο καθώς η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία καλύπτεται από ένα τόσο παχύ πέπλο μυστηρίου και είναι τόσα αυτά που δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να καταλάβουμε γι’ αυτήν που οι έννοιες του γεγονότος, του πραγματικού, του μυθικού, του φανταστικού, του επινοημένου κ.ά. είναι τόσο συγκεχυμένες. Σε μια τέτοια ιστορία, η αφήγηση δύσκολα μπορεί να είναι γραμμική. Μπορεί, μάλιστα, να ξεκινά από την τελευταία πράξη. Και να ξετυλίγεται προς τα πίσω ακολουθώντας τεθλασμένες διαδρομές και κάνοντας χρονικά άλματα στο πριν και στο μετά. Ο Σέργιος, πρωταγωνιστής της ιστορίας και προσωποποίηση της μοναξιάς και της στερημένης ελπίδας μετά την καταστροφή, ταξιδεύει στα πέρατα της αυτοκρατορίας όταν αυτή καταρρέει κουβαλώντας τις ψηφίδες απ’ τον Παντοκράτορα της κατεστραμμένης εκκλησίας του λεηλατημένου από τους Σταυροφόρους χωριού του. Εκτός από τις χρωματιστές πετρούλες, όμως, κουβαλά και την ενοχή για τον θάνατο της γυναίκας του και του μικρού παιδιού του. Όταν οι Σταυροφόροι έσπερναν τον τρόμο, αυτός κρύφτηκε στην κουφάλα ενός γέρικου πλάτανου. Και σώθηκε. Αναγκασμένος να ζει για πάντα στην κόλαση των αιώνιων ενοχών, να βλέπει αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι, να αντικρίζει τα αβάπτιστα παιδιά ως μαυρόφτερα πλάσματα και να σέρνει μαζί του τα σκαφτικά του εργαλεία ως όπλα που σκορπίζουν τον θάνατο μέχρι να επιστρέψει στον γνώριμο πλάτανο όχι πια για να κρυφτεί. Τη σαγηνευτική αφήγηση, εκτός από το πανέξυπνο σενάριο του Ζαφειριάδη, συνθέτουν και τα υπέροχα σχέδια του Χριστούλια («Χαρακώματα» και «Intra Muros» με τον Τάσο Ζαφειριάδη, η τριλογία του «Νυχτερίδα» κ.ά.) που με τα διαφορετικά του χρώματα (καθένα αντιστοιχεί σε καθεμιά από τις εννιά ψηφίδες) και την ικανότητά του να ελίσσεται ιδανικά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, δημιουργεί πολύ δυνατές, ορισμένες σπαρακτικές, εικόνες. Ο ίδιος συμπληρώνει στον επίλογο του βιβλίου: «Όταν σχεδίαζα τον Σέργιο να περιπλανιέται μέσα στον χρόνο, δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι το θέμα της ανθρώπινης ζωής που απλώνεται στην Ιστορία: πέρα από υλικό παραδοσιακού παραμυθιού, δημοτικού τραγουδιού ή απόκρυφου κειμένου, θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως προσωποποίηση της παρακμής του αρχαίου κόσμου, από την απαρχή μέχρι το αναπόφευκτο τέλος του και την αντικατάστασή του από κάτι καινούργιο». Αυτό είναι εντέλει και το θέμα του «Ψηφιδωτού»: το αναπάντητο ερώτημα του πώς μπορεί να αφηγηθεί κάποιος την περιπέτεια της ανθρώπινης ζωής μέσα στον χρόνο όταν αυτή είναι αναπόφευκτα φιλτραρισμένη από μύθους, δοξασίες, πίκρες, απογοητεύσεις, μεταγενέστερες ερμηνείες και απανωτές επανεγγραφές της Ιστορίας από την πλευρά των εκάστοτε νικητών και της ηγεμονεύουσας κατά περιόδους άποψης. Κάποιες πιθανώς αδόκιμες επιλογές λέξεων, όπως οι «πιστοί» και «άπιστοι» από τον Ζαφειριάδη ή οι «βαρβαρικοί λαοί» από τον Χριστούλια στον επίλογο του βιβλίου δεν είναι ικανές να μειώσουν τη μεγάλη του αφηγηματική και σχεδιαστική αξία και την τοποθέτησή του στα σπάνια και διαφορετικά βιβλία της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής. Και το σχετικό link...
  20. Ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, τα κόμικς έχουν ασχοληθεί με τον υπερφυσικό τρόμο μέχρι υπερβολής. Με επίκεντρο την ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα, όμως, όχι. Ο Θανάσης Πετρόπουλος με τα «Μυστήρια Πράματα» καλύπτει το κενό. «Στη Ζώνη του Λυκόφωτος, όπου οι Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη συναντούν τα X-Files, ο Θανάσης Πετρόπουλος παρουσιάζει με τα Μυστήρια Πράματα ένα μαγικό σκηνικό της ελληνικής επαρχίας του 19ου αιώνα. Οπλές τράγου, βουρκόλακες, γέρικες καστανιές και κοπάδια χωρίς τσοπανόσκυλα συνθέτουν μια σκοτεινή ιστορία μυστηρίου που θα σας γητέψει», γράφει ο Τάσος Ζαφειριάδης στο οπισθόφυλλο από το νέο βιβλίο του Θανάση Πετρόπουλου. Και περιγράφει εύστοχα το περιεχόμενο από τα «Μυστήρια Πράματα» (εκδόσεις Jemma Press, πρώτη δημοσίευση στο socomic.gr, συνοδεύεται από εικονογραφήσεις των Αγγελικής Σαλαμαλίκη, Δημήτρη Καμένου, Αλέξιας Οθωναίου, Παναγιώτη Πανταζή, Έφης Θεοδωροπούλου, Γιάννη Ρουμπούλια, Δήμητρας Αδαμοπούλου, Δημήτρη Κάσδαγλη), μια κατάδυση στη σκοτεινή Ελλάδα μιας άλλης εποχής, πιο «μαγικής» και σίγουρα πιο τρομακτικής. Χωρίς όμως να λείπει το χιούμορ. Πρωταγωνιστές του Πετρόπουλου («Πλασματικά Νούμερα», «Καμμένα Βούρλα», «Προτελευταίοι» και «Προτελευταίοι Ξανά» με τον Αντώνη Βαβαγιάννη κ.ά.) είναι δύο ερευνητές παραφυσικών φαινομένων, ο Φιλήμων Καρτέρης, καθηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, και ο συνεργάτης του, Ιρλανδός φιλέλλην περιηγητής, σερ Ζάκαρυ Νίκολσον, που διασχίζουν βουνά και λαγκάδια, ρεματιές και βοσκοτόπια για να λύσουν μυστήρια με φόντο τρομακτικά νεκροταφεία, αφιλόξενες εκκλησίες, σφαλισμένα αγροτόσπιτα και απειλητικά αγριοκάτσικα. Ακούγεται σαν παρωδία τρόμου και μάλλον είναι, καθώς φαίνεται δύσκολο να τρομάξεις με τέτοια θεματολογία. Αλλά τρομάζεις! Και, πού και πού, γελάς. Όπως, για παράδειγμα, στη μεγαλύτερη ιστορία του βιβλίου, με τίτλο «Τράγος», κάπου στην ορεινή Αρκαδία του 1893 με τους δυο φίλους να συζητούν: «Πιστεύω ότι μετά θάνατον συμβαίνουν μυστήρια πράματα, κύριε Καρτέρη… τα οποία όμως δεν θα χαρακτήριζα ως “ζωή”» λέει ο Ιρλανδός. «Άρα πιστεύετε στα πνεύματα;» ερωτά ο καθηγητής. «Λόγω της ιρλανδικής μου καταγωγής είμαι σχεδόν υποχρεωμένος να πιστεύω κατά βάσιν στα οινοπνεύματα…» ξεκαθαρίζει ο Ζάκαρυ Νίκολσον. Και συνεχίζουν τον δρόμο τους, περιμένοντας (ή ελπίζοντας;) να διασταυρωθούν με ξωτικά και καλικάντζαρους, με μάγισσες και νεράιδες, με στοιχειά και δράκους, με τα αλλόκοτα πλάσματα των δοξασιών και των μύθων της ελληνικής επαρχίας ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Με το ερώτημα του εξωφύλλου «Κι αν τα παραμύθια της γιαγιάς δεν ήταν τελικά παραμύθια;» να πλανάται σε όλη τη συλλογή ενός παράδοξου βουκολικού τρόμου. Φυσικά τα παραμύθια της γιαγιάς ήταν πάντα παραμύθια, αλλά σημασία έχει αν οι άνθρωποι που τα άκουγαν τα πίστευαν και τους κυρίευε ο φόβος. Κι εδώ η απάντηση είναι μάλλον καταφατική κάνοντας ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την επιλογή του Πετρόπουλου να ασχοληθεί με αυτήν ακριβώς την εποχή, ίσως την τελευταία που κάτι τέτοιο μπορεί και να αποτελούσε τον κανόνα. Και το σχετικό link...
  21. Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα των ελληνικών κόμικς πριν από είκοσι χρόνια και ένας επιτυχημένος και πολυβραβευμένος δημιουργός στις ΗΠΑ σήμερα, ο Βασίλης Λώλος, επιστρέφει στην «Αθήνα» που τον έχει σημαδέψει για να μοιραστεί εμπειρίες, πάθη και λάθη. Το εξώφυλλο από την Αθήνα ως φόρος τιμής στο «Akira» Από πολύ μικρός, είχε καταφέρει να φτιάξει ένα σπουδαίο όνομα στα ελληνικά κόμικς στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Με το σπαρακτικό άλμπουμ του «Η Γεννήτρια - Victor Van Dread», τα κόμικς του στο «9» της «Ελευθεροτυπίας», τη συμμετοχή του στην καλλιτεχνική ομάδα του «SUBart», το «Omikron Rom-Zine», το «JIN 474» και πολλά ακόμη έργα του, ο Βασίλης Λώλος κατάφερε να εξασφαλίσει γρήγορα συνεργασίες με ορισμένους από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους στις ΗΠΑ. Το 2005 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και το 2006 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεγάλη επιτυχία, το «The Pirates of Coney Island» σε συνεργασία με τον Rick Spears, από την Image Comics. Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το «The Last Call» από την Oni Press, μια εντελώς δική του σειρά που προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ, ενώ ο Steven Spielberg εξεδήλωσε ενδιαφέρον να τη σκηνοθετήσει για τη Universal Pictures. Για το «The Last Call», μάλιστα, ο Λώλος απέσπασε το 2008 το βραβείο Harvey στην κατηγορία του «καλύτερου νέου ταλέντου». Το «5», μια πρωτοποριακή αυτοέκδοση, ήταν μια ακόμη επιτυχημένη απόπειρα σε συνεργασία με τους Rafael Grampá, Gabriel Bá, Becky Cloonan και Fábio Moon, για την οποία η δημιουργική ομάδα βραβεύτηκε το 2008 με το βραβείο Eisner της «καλύτερης ανθολογίας». Ακολούθησαν πολλές ακόμη συνεργασίες και πολλά ακόμη σπουδαία κόμικς στις ΗΠΑ αλλά, απ’ ότι φαίνεται, ο Λώλος είχε έναν ανοιχτό λογαριασμό με την Αθήνα που επιχείρησε να «κλείσει» με την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ του, «Αθήνα», από τις εκδόσεις Jemma Press. Το «The Pirates of Coney Island» σε εξώφυλλο της Becky Cloonan (δεξιά) και το πρώτο trade του «The Last Call» (αριστερά) Στην «Αθήνα», ο Λώλος πιάνει την προσωπική του ιστορία από το ξεκίνημα των γυμνασιακών του χρόνων στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στη Νέα Σμύρνη και με μικρές αφηγήσεις μοιράζεται με τους αναγνώστες περιστατικά των nineties με έναν απολαυστικό, αυτοσαρκαστικό τρόπο. Άλλες από τις ιστορίες του είναι χιουμοριστικές, άλλες έχουν δραματική κατάληξη, όλες, όμως, κατά τον ίδιο, είναι «αληθινές» και παρουσιάζουν την ταραγμένη εφηβεία ενός παιδιού που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις μεταφυσικές του ανησυχίες και το Nintendo, στις ημιπαραβατικές συμπεριφορές και τους πρώιμους έρωτες: «Όταν βγήκε το Γκέιμ Μπόι στην αγορά το '90-'91 χώρισε όλα τα παιδάκια σε δύο κατηγορίες. Τους “έχων Γκέιμ Μπόι” και τους “μη έχων Γκέιμ Μπόι”. Πολύ μαλακισμένη κίνηση από την Κυρά-Νιτέντο αν θες τη γνώμη μου γιατί, ναι, σίγουρα υπήρχαν παιχνίδια ακριβά και φτηνά και πριν το Γκέιμ Μπόι. Αλλά όλα τα παιδάκια φάγανε ένα σκληρό κοινωνικό σοκ και αν ήσουν εκεί η εποχή είχε λίγο κάτι από “Λορντ οφ δε φλάις”, λίγο από το “Ντας Εξπέριμεντ” και τη “Φάρμα των Ζώων”. Καλά, για λίγο, μετά από μερικά χρόνια έπεσε η τιμή και κούλαραν τα πράγματα αλλά και πάλι. Α, ρε πουτάνα Νιτέντο, με τα ωραία σου». Με τέτοιες προσωπικές εξομολογήσεις, μακριά από νοσταλγικές αναπολήσεις και γλυκερές μνήμες, ο Λώλος καταγράφει μια σκληρή αλλά όχι-και-τόσο-μακρινή-εποχή στην Αθήνα που παρουσιάζεται σκοτεινή και μαύρη, βρόμικη και αφιλόξενη όχι μόνο για τα παιδιά αλλά για όλους. Δεν παραμένει, όμως, μόνο στα παιδικά του χρόνια και τα ταξικά «παιχνίδια», αλλά με συνεχείς μικρές, συνήθως μονοσέλιδες, εξιστορήσεις από φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά-θραύσματα, πάντα στην Αθήνα, εκθέτει με ειλικρίνεια, συχνά με ωμότητα, τη γνώμη του για την πόλη, την πολιτική, την τέχνη, τα ελληνικά κόμικς. Εμβόλιμα ανασύρονται και περνούν από τις σελίδες, για να εξαφανιστούν αμέσως μετά, οι βόλτες του με σκέιτμπορντ, οι εφηβικοί καβγάδες, μολότοφ που σκίζουν τον αέρα, ματατζήδες που καταδιώκουν περαστικούς, φαντάσματα φίλων από το παρελθόν. Κι όλα αυτά με τη μοναδική σχεδιαστική δεξιοτεχνία του Λώλου που καταφέρνει να αποδώσει τον εαυτό του με αμέτρητους τρόπους ανάλογα με το ύφος κάθε ιστορίας και με την ψυχολογική του κατάσταση. Δεν πρόκειται άλλωστε ούτε για απομνημονεύματα ούτε για αυτοβιογραφία. Η «Αθήνα» του Λώλου είναι μια συλλογή από ιστορίες που δεν έχει καμιά σημασία αν συνέβησαν ή αν είναι προϊόντα φαντασίας. Όλες μαζί συνθέτουν ένα παζλ από εσκεμμένα μπερδεμένα μικρά πολαρόιντ της νεανικής αλλά ποτέ ανέφελης ζωής της σημερινής γενιάς των σαραντάρηδων με τα οδυνηρά ματαιωμένα όνειρα. Οι ανομοιόμορφες σελίδες του Λώλου, τα ανισομεγέθη καρέ, οι ευφυώς τοποθετημένες Ben-Day dots, τα σχέδια που πότε προσεγγίζουν ρεαλιστικές απεικονίσεις και πότε γίνονται σουρεαλιστικές καρικατούρες, οι έξυπνες ονοματοποιίες, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που προσθέτει αμεσότητα, οι «δηλωμένες» πηγές (το εξώφυλλο ως φόρος τιμής στο κινηματογραφικό και εμβληματικό «Akira», οι ιστορίες του Andrea Pazienza κ.ά.), όλα μαζί δημιουργούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ασυνήθιστο άλμπουμ με πρωταγωνιστή τον «ίδιο» και την «Αθήνα» ή καλύτερα τον ίδιο στην Αθήνα, μια και η ζωή του φαίνεται εν πολλοίς να έχει καθοριστεί από την πόλη. Μια πόλη διόλου ελκυστική, σχεδόν εχθρική και απωθητική. Μια πόλη, όμως, ικανή να αποτελεί την πρώτη ύλη και το επίκεντρο ενός ολόκληρου βιβλίου για την οποία ο Λώλος μονολογεί: «Τι μέρος ε; Ο χρόνος θα δείξει. Μερικές φορές η Αθήνα είναι σαν το Τρίγωνο των Βερμούδων. Ποντικοπαγίδα… Κολοσσαίο. Λαβύρινθος με διάφανους τοίχους. Τσιμεντο-νεκροταφείο». Και το σχετικό link...
  22. “Καλωσορίσατε στην Οδό Γάγγραινας, ένα γραφικό χαράκωμα του Δυτικού Μετώπου με μαγευτική θέα στο Ύψωμα 35, ένα τυπικό μέρος για να περάσει κανείς τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι «κάτοικοι» της Οδού Γάγγραινας βρίσκονται συνεχώς σε αναβρασμό. Ασκήσεις, επιθέσεις, αναφορές, αγγαρείες… Σύντομα αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν χειρότερα πράγματα στα χαρακώματα από τους εχθρούς: η λάσπη, τα ποντίκια, οι λοχίες και η… ποίηση. Όταν έρχεται η ώρα, η επίθεση για 8η φορά στο Ύψωμα 35 είναι σχεδόν ανακουφιστική”! Μια συλλογή που έχοντας διαβάσει το μεγαλύτερο μέρος της ψηφιακά, ανυπομονούσα να δω και σε έντυπη μορφή. Σαν έκδοση είναι υπέροχη. Ενώ ψηφιακά τα Χαρακώματα δημοσιεύθηκαν ασπρόμαυρα με τόνους του γκρι, στην έντυπη έκδοση επιστρατεύτηκε η Σοφία Σπυρλιάδου (των Frogs & Dogs) και ανέλαβε να περάσει μπλε τόνους στις στολές των στρατιωτών. Εκείνο που ουσιαστικά κάνει την διαφορά είναι το ότι εκτός από τις ιστορίες των Χαρακωμάτων, περιλαμβάνονται και 22 σελίδες με σημειώσεις και σχόλια για τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε (σχεδόν) η κάθε ιστορία. Ευχαριστούμε για τα εξώφυλλα της επανέκδοσης τον germanicus.
  23. Indian

    ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΙΟ

    Στα πλαίσια του ComicDom Con Athens 2019, η Αυγή Κανάκη, που την μάθαμε από την καλλιτεχνική της επιμέλεια στο κόμικ "Το γριμόριο της Γκρέτα", επανέρχεται με ένα άλμπουμ που περισσότερο μοιάζει με ένα sketchbook που εκτός από σκίτσα περιέχει και διάφορες σημειώσεις. Η θεματολογία του άλμπουμ αυτού έχει να κάνει με τα απανταχού θρυλικά τέρατα που γέννησε το μυαλό των ανθρώπων, τόσο στις μυθολογίες των χωρών όσο και στις διάφορες λαϊκές δοξασίες. Ο σχεδιασμός της δημιουργού είναι πολύ ρεαλιστικός, ενώ κι από τις πληροφορίες που η ίδια παραθέτει, μαθαίνουμε αρκετά. Η έκδοση της JEMMA μοιάζει με τσέπης, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί την ποιότητα που μας χαρίζει όλα αυτά τα χρόνια. Το εξώφυλλο είναι ανθεκτικό, το ίδιο και η κόλληση, ενώ και το χαρτί στις εσωτερικές σελίδες είναι μεν ματ αλλά αρκετά προσεγμένο. Μέσα ο αναγνώστης δεν θα βρει εξτραδάκια, ενώ την σελιδοποίηση την επιμελήθηκε η Ελευθερία Σκλάβου. Προσωπικά μου άρεσε αυτό το άλμπουμ. Εκτός από ένας καλαίσθητος κατάλογος που απαριθμεί διάφορα φανταστικά τέρατα, είναι κι ένα εγχειρίδιο από το οποίο αντλούμε πληροφορίες γι'αυτά. Το μόνο μου παράπονο είναι ίσως η τιμή, την οποία την βρήκα λίγο "αλμυρή" για ένα τέτοιου είδους άλμπουμ. Ας βάλουμε και δύο σελίδες από το εσωτερικό. Ένα σύντομο βιογραφικό της δημιουργού
  24. Θυμάστε τις "Ιστορίες που κρύβονταν σε προφανή μέρη"? Ε, λοιπόν η ταλαντούχα δημιουργός Αλέξια Οθωναίου επανέρχεται με ακόμα ένα, παρεμφερούς θεματολογίας, άλμπουμ, το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στα πλαίσια του ComicDom Con Athens 2019, σε συνεργασία με την JEMMA. Το άλμπουμ περιέχει μονοσέλιδες ιστορίες που περιγράφουν μικρές στιγμές τις καθημερινότητας, που κάποιες τουλάχιστον τις έχουμε ζήσει κι εμείς. Προσωπικά, όπως και το πρώτο άλμπουμ, έτσι κι αυτό μου άρεσε. Αρκετές από τις καταστάσεις που περιγράφονται βγάζουν χιούμορ, ενώ ελάχιστες είναι εκείνες που δεν με ικανοποίησαν. Το παράπονό μου είναι ότι η δημιουργός χρησιμοποιεί πέραν του δέοντος την Αμερικάνικη αργκό και σε μερικά σημεία έχανα το νόημα. Οι συγκεκριμένες ιστορίες κυκλοφόρησαν πρώτη φορά σε ηλεκτρονική μορφή, μέσα από το γνωστό και μη εξαιρετέο socomic. Συνεπώς σε όσους άρεσε το πρώτο άλμπουμ, πιστεύω ότι θα σας αρέσει κι αυτό. Στους μη μυημένους προτείνω να δοκιμάσουν. Η έκδοση κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με την πρώτη. Έχει στενόμακρο φορμά και την κλασική "βρώμικη" υφή του χαρτιού. Η κόλληση στην ράχη είναι ανθεκτική και το εξώφυλλο τόσο παχύ όσο χρειάζεται για να μην τσαλακώνεται εύκολα. Στα έξτρα υπάρχει μόνο μία σελίδα, η οποία αποτελεί ένα σύντομο βιογραφικό της δημιουργού. Την σελιδοποίηση την επιμελήθηκε η Ελευθερία Σκλάβου. Και μία σελίδα από το εσωτερικό. Αφιέρωμα στην Αλέξια Οθωναίου
  25. Εδώ και χρόνια, με συνέπεια, χτίζει έναν κόσμο με τους πιο αλλοπρόσαλλους χαρακτήρες. Που είναι συνεπείς κι αυτοί στον παραλογισμό και τη ματαιότητα των πράξεών τους. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης με το «Κουραφέλκυθρα Omnibus II» παρουσιάζει τον μοναδικό αυτό κόσμο που δεν είναι και πολύ διαφορετικός από τον δικό μας. Τα «Κουραφέλκυθρα» δεν είναι καν λέξη (όπως είναι το σλόγκαν της σειράς). Και το «Κουραφέλκυθρα Omnibus II» δεν είναι καν Omnibus* (όπως είναι ο υπότιτλός του). Αλλά σε έναν κατασκευασμένο, χάρτινο κόσμο, στον οποίο οι πρωταγωνιστές δεν είναι ούτε καν ήρωες, αντίθετα κάνουν ότι μπορούν για να αποτινάξουν από πάνω τους αυτή τη ρετσινιά και να εκπλήξουν τον αναγνώστη με το απρόβλεπτο και αυτοκαταστροφικό των πράξεών τους, τέτοιες αρνήσεις δεν είναι ούτε καν πρόβλημα. Ο κόσμος τους, ο κόσμος που δημιούργησε γι’ αυτούς ο Αντώνης Βαβαγιάννης πριν από πολλά χρόνια, δεν υπακούει στους νόμους και τους κανόνες των προβλέψιμων και συμβατικών κόσμων αλλά διαιωνίζεται πάνω σε μια διαρκή άρνηση: την άρνηση να διορθώσει τον εαυτό του, να αντιληφθεί την αναπόφευκτη πορεία του προς την αυτοκαταστροφή, να γίνει ένας πραγματικός κόσμος. Ο κόσμος των «Κουραφέλκυθρων» δεν είναι ούτε καν κόσμος. Και πώς θα μπορούσε να είναι όταν στη μια σελίδα τον ρόλο του ναυαγοσώστη παίζει μια ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης που τη στιγμή που επιχειρεί να σώσει τον πνιγμένο, ξεκινά το καλλιτεχνικό πρόγραμμά της, στην επόμενη ένας πολεμιστής, ανάμεσα σε κομμένα κεφάλια και ακρωτηριασμένα μέλη την ώρα της μάχης φωνάζει «Όπα! όπα! Παιδιά! Ο φακός μου!» και στη μεθεπόμενη ο Λιονέλ Μέσι βάζει γκολ με καραβολίδα στο 26ο λεπτό αλλά ο αγώνας διακόπτεται γιατί ο Νάβας τσατίζεται. Και παίρνει την μπάλα του και φεύγει. (Ο Βαβαγιάννης, όμως, καθησυχάζει τους αναγνώστες διευκρινίζοντας: «Σε περίπτωση που ανησυχείτε, το ματς συνεχίστηκε με πατημένο κουτάκι κοκακόλας»). Και παρά τον απόλυτο παραλογισμό, τις σουρεαλιστικές καταστάσεις, το ανοίκειο των συνευρέσεων, ο κόσμος αυτός καταφέρνει να επιβιώνει και να προχωρά σε ένα διαρκές παρόν που το πριν, το τώρα και το μετά γίνονται ένα, οι σκέψεις και οι πράξεις επαναλαμβάνονται με βασανιστική συνέπεια, τα λάθη συνεχίζονται με μαθηματική ακρίβεια και οι χαρακτήρες επιδεικνύουν μια αβάσταχτη ελαφρότητα σκέψης και πράξης. Προλογίζοντας την έκδοση με ένα συναισθηματικό και προσωπικό σημείωμά του, όπως τα τραγούδια του, ο Φοίβος Δεληβοριάς γράφει: «Μου ζήτησε ο Αντώνης κάτι σαν πρόλογο σ’ αυτό το δεύτερο όμνιμπους του κόσμου του, και του είπα “ναι” αμέσως, αν και ξέρω πόσο άκυρο είναι να γράφεις έναν πρόλογο για έναν κόσμο που ακυρώνει τον ίδιο του τον εαυτό χαρούμενα κάθε στιγμή. Με πρόσχημα όμως αυτόν τον πρόλογο –που υποτίθεται πως τώρα ολοκληρώνω– θα βρεθεί κι η δικιά μου φατσούλα, το δικό μου περίγραμμα δίπλα στους ήρωες αυτών των στριπ. Κι αν είμαι τυχερός, θα κυλήσω και θα βρεθώ μέσα σ’ αυτά, θα ζήσω μια ζωή σε μια πόλη που θα μου αρέσει να ανήκω, γιατί κανείς δεν ανήκει πουθενά, όλοι είναι απολύτως αβέβαιοι και χαρούμενοι γι’ αυτό». Ο ίδιος ο Βαβαγιάννης δεν είναι καν επαγγελματίας δημιουργός κόμικς. Μεταξύ άλλων είναι τραγουδιστής στο συγκρότημα Empty Frame, κάνει τη ραδιοφωνική εκπομπή «Οι Προτελευταίοι» μαζί με τον Θανάση Πετρόπουλο και το πρωί είναι δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο («Σε ποιους εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας»… σχολίαζε χιουμοριστικά πριν χρόνια ο αείμνηστος Γιάννης Καλαϊτζής). Δεν είναι καν ο Αρκάς (πρόσφατα χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ο νέος Αρκάς ενώ κάποιοι είπαν ότι ο Βαβαγιάννης είναι ο Αρκάς). Ο Βαβαγιάννης, όμως, είναι μια κατηγορία μόνος του. Δεν σχεδιάζει σαν τον Bilal ή τον Moebius αλλά αυτό δεν είναι ούτε καν ελάττωμα, καθώς τα σχέδια του υπηρετούν ιδανικά τις ιστορίες του ανεξάρτητα με το αν έχουν σωστές αναλογίες και τέλεια προοπτική. Τα κόμικς, άλλωστε, δεν είναι φωτορεαλισμός. Ευτυχώς. Στον κόσμο του, έναν κόσμο εμμονικής αβεβαιότητας και διαρκούς επιστροφής στα ίδια παθήματα που ποτέ δεν γίνονται μαθήματα, διάφοροι χαρακτήρες δίνουν τον χειρότερό τους εαυτό χωρίς να το καταλαβαίνουν: η παρορμητική Ζοζεφίνα, ο εφιάλτης κάθε δασκάλου, που πετιέται στην τάξη για να ρωτήσει ότι πιο άκυρο μπορεί και αναρωτιέται κάθε φορά τι πάει στραβά και οι βαθμοί της είναι πάντα κακοί· ο Θείος Αιμίλιος, το πιο δημοφιλές talking head των ιστοριών, προσκολλημένος σε ένα παρελθόν που ποτέ δεν υπήρξε, νοσταλγός εποχών όπου οι λέξεις «νοματαίοι», «σακαφιόρα», «χοροεσπερίδα», «παρφουμαρισμένη», «αλαμπρατσέτα», «σουσουράδες» κ.ά. δεν προκαλούσαν γέλιο· ο Πελάτης που βρίσκει κάθε φορά μέσα στη σούπα του τα πιο αλλόκοτα αντικείμενα και πλάσματα αλλά επιμένει να τρώει κάθε μέρα στο ίδιο εστιατόριο (και πάντα σούπα!)· ο μπαμπάς της οικογένειας Δαπόντε που βρίσκει συμπαθέστατο κάθε υποψήφιο γαμπρό της κόρης του· ο δύστυχος κύριος Κλιάφας που πάντα έχει προβλήματα και πάντα τα εκμυστηρεύεται, ματαίως, στον μπάρμαν με το όνομα Λούθερ. Αυτός ο κόσμος που επαναλαμβάνεται πεισματικά (τελικά πόσο λίγο διαφέρει από τον δικό μας…) και κανείς δεν ανήκει πουθενά παρά μόνο στο αυτόκλειστο των δικών του προβλημάτων, είναι απολαυστικός για τους αναγνώστες του γιατί, κατ’ αρχάς, είναι πολύ αστείος. Το χιούμορ του Βαβαγιάννη είναι πάντα πηγαίο, πρωτότυπο και ευφυές. Κυρίως, όμως, είναι ένας κόσμος που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε με περισσότερη επιείκεια τον δικό μας και να αυτοβαυκαλιζόμαστε ότι όλα βαίνουν καλώς, αφού “εκεί έξω”, στα Κουραφέλκυθρα λόγου χάριν, τα πράγματα είναι χειρότερα. Εμ, δεν είναι. Ο τόμος «Κουραφέλκυθρα Omnibus II» (εκδόσεις Jemma Press) περιλαμβάνει όλο το υλικό που δημοσιεύτηκε στο socomic.gr από το 2014 έως το 2018, σχολιασμένο από τον δημιουργό του και συνοδευμένο από ένα φλιπ κόμικς με τη συμμετοχή των Παναγιώτη Πανταζή, Πάνου Ζάχαρη, Γιάννη Ρουμπούλια, Δήμητρας Αδαμοπούλου, Γιώργου Γούση, Αγγελικής Σαλαμαλίκη, Αλέξιας Οθωναίου, Πέτρου Χριστούλια, Τάσου Ζαφειριάδη, Έφης Θεοδωροπούλου, Θανάση Πετρόπουλου και Τάσου Μαραγκού. *Omnibus: Έκδοση που περιλαμβάνει υλικό από πολλούς τόμους που εκδόθηκαν ξεχωριστά. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.