Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'ANGOULEME'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. ■ Οι “Διαδρομές” και το Φεστιβάλ Chaniartoon βρέθηκαν στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή γιορτή της 9ης Τέχνης Όποιος αγαπάει την τέχνη του κόμικ πρέπει σίγουρα να επισκεφθεί, τουλάχιστον για μια φορά στη ζωή του, το φεστιβάλ της Angouleme. Μια πόλη 400 χιλιόμετρα νότια του Παρισιού, με πληθυσμό λίγο λιγότερο από αυτόν των Χανίων, καταφέρνει να διεξάγει κάθε χρόνο το μεγαλύτερο φεστιβάλ κόμικ της Ευρώπης και ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Η Angouleme γίνεται για λίγες μέρες το επίκεντρο της τέχνης, με 250.000 θεατές, 7000 επαγγελματίες και 800 δημοσιογράφους να κατακλύζουν την πόλη. Η πόλη της Angouleme, γεμάτη από μπάρερ που δείχνουν τους χώρους των δράσεων Μέρος από το κιόσκι με τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους Μέρος από το κιόσκι με τους μικρούς εκδοτικούς οίκους Η ιστορία του φεστιβάλ ξεκινάει το 1974, όταν μια παρέα φίλων αποφάσισε να κάνει μια έκθεση κόμικ, στην πόλη της Angouleme που μέχρι τότε δεν είχε καμία σύνδεση με την 9η τέχνη. Η έκθεση συνεχίστηκε να γίνεται κάθε χρόνο από τότε, παίρνοντας σιγά – σιγά τη μορφή ενός φεστιβάλ. Στη 10η έκδοση της διοργάνωσης την επισκέφθηκε ο Herge και άρχισε έτσι να γίνεται γνωστή. Σταδιακά φτιάχτηκε η βιβλιοθήκη κόμικ, το μουσείο κόμικ, και η σχολή Καλών Τεχνών. Φέτος ιδρύθηκε μια ιδιωτική σχολή αποκλειστικά για Manga, ενώ γίνονται προσπάθειες οι φοιτητές που τελειώνουν τηνσχολή να μην εγκαταλείπουν την πόλη, αλλά να έχουν δημιουργικές αφορμές και projects, έτσι ώστε να μένουν σε αυτήν και να την έχουν πια και σαν επαγγελματική έδρα. Η πόλη άλλωστε αναπτύσσει το πολιτιστικό προϊόν της, καθώς διεξάγει εδώ και αρκετά χρόνια εκτός το φεστιβάλ κόμικ, φεστιβάλ κινηματογράφου, μουσικής, φαγητού, ενώ φιλοξενεί κάθε χρόνο και ένα ράλι παραδοσιακών αυτοκινήτων. Τα νούμερα του φεστιβάλ είναι εντυπωσιακά. Μέσα στις πέντε μέρες της διοργάνωσης πραγματοποιήθηκαν 396 δράσεις (ομιλίες, παρουσιάσεις, εργαστήρια, προβολές ταινιών, δρώμενα) και 15 διαφορετικές θεματικές εκθέσεις. Στήθηκαν 5 τεράστια κιόσκια για να φιλοξενήσουν συνολικά 446 εκδοτικούς ή και οργανισμούς που ασχολούνται με τη συγκεκριμένη τέχνη. Σε αυτούς παραβρέθηκαν εκατοντάδες καλλιτέχνες για να υπογράψουν τα βιβλία τους. Πέρα από τα τεράστια κιόσκια που στήθηκαν αποκλειστικά για τις μέρες του φεστιβάλ, οι εκθέσεις και οι δράσεις του φιλοξενήθηκαν σε συνολικά 27 διαφορετικούς χώρους, όπως στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης, το ωδείο, σε εκθεσιακά/σεμιναριακά κτήρια κ.ά. Όλη η πόλη έτσι γίνεται μέρος αυτής της πολύχρωμης γιορτής. Κατά το παρελθόν είχαν γίνει κάποιες κινήσεις να μεταφερθεί το φεστιβάλ σε κάποια μεγαλύτερη πόλη, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα λειτουργούσε θετικά, γιατί θα γινόταν αρκετά πιο απρόσωπο, ενώ θα χανόταν η ζεστασιά και η γενικότερη αίσθηση των πολλών μικρών χώρων που φιλοξενούν τις δράσεις. Τη φετινή πεντηκοστή πρώτη έκδοση του φεστιβάλ είχαμε τη χαρά να την επισκεφθούμε με το Chaniartoon, το διεθνές φεστιβάλ κόμικ και animation που διεξάγεται εδώ και 7 χρόνια στην πόλη των Χανίων. Η πρώτη μέρα είναι κάθε χρόνο αποκλειστικά για τους επαγγελματίες του χώρου. Εκεί είχαμε τον χρόνο να επισκεφθούμε τις περισσότερες από τις εκθέσεις, οι οποίες συνοδεύονταν και από ταυτόχρονη ξενάγηση από τους καλλιτέχνες ή τους επιμελητές. Πραγματοποιήθηκε η έναρξη του φεστιβάλ και άρχισαν οι ομιλίες/παρουσιάσεις στο επαγγελματικό κιόσκι που είχε στηθεί. Εκεί, σε ένα πολύ ζεστό κλίμα, είχαμε τη δυνατότητα να γνωριστούμε και να μιλήσουμε με εκδοτικούς οίκους της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, για πιθανές μελλοντικές συνεργασίες. ΑΝΘΙΖΕΙ ΤΟ ΚΟΜΙΚ Έργα της έκθεσης του Lorenzo Mattotti – Η τέχνη του τρεξίματος Παρακολουθώντας τις επαγγελματικές ομιλίες που έγιναν κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, βλέπουμε ότι η αγορά του κόμικ δεν έχει επηρεαστεί από τη γενικότερη κρίση. Σύμφωνα με τις μελέτες που παρουσιάστηκαν η αγορά του κόμικ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, τα οποία είναι σχεδόν διπλάσια από το 2019. Συγκεκριμένα στη Γαλλία τη μεγαλύτερη μερίδα της “πίτας” με ποσοστό 53% την καταλαμβάνουν τα ιαπωνικά manga, 23% τα κόμικ για νέους, 21% τα γενικά κόμικ και μόλις το 3% τα αμερικανικά σουπερ-ηρωικά κόμικ. Μάλιστα σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, τα κόμικ για νέους έχουν ανέβει σε βάρος των manga που έχουν μια μικρή πτώση. Ανάμεσα στους Ευρωπαίους, Καναδούς και Ιάπωνες επαγγελματίες, συναντήσαμε για πρώτη φορά και περίπτερο από τις Φιλιππίνες, το οποίο μας εντυπωσίασε θετικά για τις ποιοτικές δουλειές των καλλιτεχνών αλλά και την εξωστρέφεια που είχαν για τη μετάδοση της κουλτούρας τους μέσα από την τέχνη του κόμικ. ΤΙΜΩΜΕΝΗ ΧΩΡΑ Ο ΚΑΝΑΔΑΣ Ο Shin-ichi Sakamoto, παρουσιάσει το κόμικ του Δράκουλα Φέτος η τιμώμενη χώρα του φεστιβάλ ήταν ο Καναδάς. Έτσι στην πλατεία που υπάρχει και η προτομή του μεγάλου δημιουργού Herge, είχε στηθεί ένα περίπτερο αφιερωμένο στη χώρα. Μέσα σε αυτό συναντήσαμε εκδοτικούς και καλλιτέχνες του Καναδά που παρουσίαζαν τη δουλειά τους, ενώ έγιναν και πολλά δρώμενα. Ανάμεσα σε αυτά παρακολουθήσαμε live-sketching με Καναδούς καλλιτέχνες να ζωγραφίζουν ζωντανά σκίτσα από τα έργα τους και όχι μόνο. Παράλληλα, λίγα μέτρα πιο μακριά είχε στηθεί μια ανοιχτή έκθεση κόμικ με Καναδούς σχεδιαστές κόμικ. Οι εκθέσεις του φεστιβάλ παραμένει κάθε χρόνο ένας πολύ σημαντικός λόγος για να επισκεφθεί κάποιος την Angouleme. Ατομικές εκθέσεις ή συλλογικές και θεματικές είναι εκεί και μας καλούν να τις εξερευνήσουμε. Φέτος παρουσιάστηκαν 15 διαφορετικές εκθέσεις σε ένα μεγάλο εύρος καλλιτεχνών και θεμάτων. ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ MOTO HAGIO Η Ιαπωνέζα Moto Hagio μετράει περισσότερα από 50 χρόνια καριέρας, και μια έκθεση αφορούσε το συνολικό έργο της και τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία του κόμικ και κυρίως των manga που έχουν σαν κοινό τις γυναίκες από 10 εως 20 περίπου ετών. Η έκθεση διαρθρωνόταν σε 3 περιόδους. Η πρώτη περίοδος αφορούσε το τέλος της αθωότητας, με χαρακτήρες στην αυγή της εφηβείας τους. Η δεύτερη την εποχή των δυνατοτήτων, όπου η δημιουργός χρησιμοποιούσε την επιστημονική φαντασία για να εξερευνήσει τους ρόλους και τις σχέσεις. Τέλος, η τρίτη περίοδος ήταν η ώρα των συνεπειών, με το πλαίσιο των ιστοριών να είναι πλέον κολλημένο με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΤΡΕΞΙΜΑΤΟΣ Στο μουσείο της Ανγκουλέμ είχε στηθεί η έκθεση του Lorenzo Mattotti, με περισσότερα από 100 έργα του καλλιτέχνη, τα οποία συνοδεύονταν από κείμενα μυθοπλασίας της Maria Pourchet. Μέσα από την έκθεση ανακαλύψαμε το τρέξιμο, όχι μόνο σαν άθλημα, αλλά και σαν διαδικασία φυγής. Στις ποικίλες εικαστικές τεχνικές συναντήσαμε το τρέξιμο από την αυγή του χρόνου, από τον άνθρωπο στο δάσος μέχρι το τρέξιμο στην άσφαλτο των μεγαλουπόλεων. Ο συνδυασμός κειμένου και εικόνας, μας έδωσε έννοιες όπως την ταχύτητα, την επανάληψη, την αναπνοή, την ορμή, αλλά ακόμα και των ιδεών που παρεμποδίζονται και τις χειραφετημένες φυλές. Ο ΑΡΑΒΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ Ο Riad Sattouf βραβεύθηκε στο περσινό φεστιβάλ της Angouleme. Επέστρεψε φέτος με μια έκθεση αφιερωμένη στο εξάτομο έργο του. Παρότι ο Sattouf είναι Γάλλος, έχει ζήσει την παιδική του ηλικία στην Συρία και στη Λιβύη. Μέσα από τη μελέτη και το έργο του, μπορούμε να δούμε τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ταυτόχρονα ταξιδεύουμε στις παιδικές του αναμνήσεις, μέσα από τη δημιουργία ενός φανταστικού δωματίου καλυμμένο με τα έργα της εποχής που τον επηρέασαν. Μέσα από κείμενα αλλά και από οπτικοακουστικό υλικό μάθαμε τόσο για το έργο, όσο και για τον ίδιο τον δημιουργό ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο. O ΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟΣ… ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ Το “παρών” στο φεστιβάλ έδωσε ο Ιάπωνας πολυβραβευμένος καλλιτέχνης manga Shin-ichi Sakamoto. Αν και σαν μικρό παιδί δεν διάβαζε manga, σε ηλικία 14-15 ετών θα πέσει στα χέρια του ένα κόμικ το οποίο θα τον οδηγήσει να αγαπήσει το είδος και λίγα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 18 ετών να κερδίσει τον πρώτο του διαγωνισμό. Από το 2012 έχει στραφεί εξ ολοκλήρου στον ψηφιακό σχεδιασμό με ένα εντυπωσιακό σχέδιο. Στο φετινό φεστιβάλ της Angouleme, παρουσίασε την τελευταία του δουλειά, με τίτλο «#DRCL – midnight children», ένα έργο βασισμένο στην κλασική νουβέλα του Δράκουλα, του Abraham Stoker. Αυτή τη στιγμή κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της σειράς, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί σε 4 συνέχειες. Παράλληλα με την παρουσίαση και ομιλία του, στην εκκλησία «Guez de Baltaz», είχε στηθεί ένα απολαυστικό εμβυθιστικό Projection Mapping. Σε όλους τους εσωτερικούς τοίχους της εκκλησίας, προβάλλονταν σκηνές από το κόμικ σε μορφή animation με συνοδεία εμβληματικής μουσικής. ΚΟΜΙΚ ΚΑΙ ΦΑΓΗΤΟ Εντυπωσιακή και απολύτως χορταστική ήταν η έκθεση για το φαγητό στην ένατη τέχνη που άνοιξε τις πόρτες στο φετινό φεστιβάλ. Από τα αγριογόρουνα του Οβελίξ και το σπανάκι του Ποπάυ, μέχρι τις εικονογραφημένες ετικέτες των γαλλικών κρασιών, η έκθεση μας ταξίδεψε σε περισσότερα από εξήντα χρόνια φαγητού μέσα στα καρέ των κόμικ. Πριν την είσοδο, μας περίμενε μια εντυπωσιακή βιτρίνα με φαγητά, που ήταν ένα ζωντανό κουίζ. Κάθε ραφάκι αντιστοιχούσε και σε ένα χαρακτηριστικό φαγητό κάποιου ήρωα κόμικ που ο θεατής καλείται να ανακαλύψει. Η έκθεση άρχιζε με τον κλασικό μπουφέ του Αστερίξ και τη γνωστή ατάκα του Άβερελ «Πότε θα φάμε ρε παιδιά;» και συνέχιζε με περισσότερα από 500 έργα Γάλλων κυρίως δημιουργών. Ανάμεσα στα εκθέματα υπήρχαν πολλές φορές κρυμμένες διαδράσεις που μας καλούσαν να μυρίσουμε, να αγγίξουμε, να δούμε, να βιώσουμε μια γεύση με μια άλλη αίσθηση. Φυσικά από την έκθεση δεν θα μπορούσε να λείπει και το manga και η διατροφική κουλτούρα της Ιαπωνίας. Η έκθεση κατέληγε σε μια συνεργασία σεφ και καλλιτεχνών, οι οποίοι μέσα από 14 διαφορετικές ιστορίες οραματίζονταν το μέλλον μέσα από το πρίσμα πάντα του φαγητού ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ ANIMATION Ανάμεσα σε πολλές προβολές, ξεχωρίσαμε αυτήν την ιαπωνέζικης σειράς «Captain Harlock», η οποία κυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Ιαπωνία και αργότερα και στην Ευρώπη. Στην κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα προβλήθηκαν επιλεγμένα επεισόδια της σειράς. Η προβολή έγινε με τη φυσική παρουσία του 83χρονου πια σκηνοθέτη της σειράς Rintaro, ο οποίος σχολίαζε πριν και μετά από κάθε επεισόδιο, δίνοντας κάποιες λεπτομέρειες από τα γυρίσματα ή και τις σεναριακές αλλαγές που έγιναν κατά τη μεταφορά του από το αντίστοιχο manga. ΣΚΙΤΣΟΜΑΧΙΑ Το φεστιβάλ αφορά κοινό όλων των ηλικιακών ομάδων. Έτσι δεν έλειψαν και οι δράσεις που είναι αφιερωμένες στα παιδιά. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίσαμε μια ιδιαίτερη σκιτσομαχία μεταξύ δύο ζευγαριών. Ο σεναριογράφος και ο σκιτσογράφος της παιδικής σειράς «Anvi» ήρθαν αντιμέτωποι με τους δημιουργούς της σειράς «Chocochat». Οι δοκιμασίες πολλές και ξεκαρδιστικές διαδέχονταν η μία την άλλη, με την παρουσιάστρια (και ταυτόχρονα εκδότρια των συγκεκριμένων κόμικ) να δίνει τον ρυθμό. Τυφλά σκίτσα, τέρατα που ξαφνικά βγάζανε καρδούλες, παιδικές μουτζούρες που μεταμορφώνονταν σε χαρακτήρες, καρικατούρες των αντιπάλων και πολλά ακόμα σε μια δράση που δεν σταματήσαμε να γελάμε. Μια μικρή πόλη που “μαγνητίζει” τον κόσμο Με νέες γνωριμίες και συνεργασίες, αλλά και μια βαλίτσα γεμάτη από κόμικ και ιδέες επιστρέψαμε στα Χανιά. Χαρήκαμε ιδιαίτερα που μια μικρή σχετικά πόλη, που είναι δύσκολα προσβάσιμη, καθώς δεν διαθέτει κοντινό αεροδρόμιο, αλλά και ούτε αρκετές ξενοδοχειακές υποδομές, καταφέρνει να διοργανώνει μια τόσο μεγάλη εκδήλωση. Η κεντρική οργανωτική ομάδα του φεστιβάλ είναι 10 με 15 άτομα. Μάθαμε όμως πως ένας δήμαρχος ήταν που πίστεψε στο όραμά τους και τους στήριξε οικονομικά για πολλές χρονιές. Εκεί μπόρεσαν να ξεφύγουν από τα όρια του τόπου και να μιλάμε πλέον για ένα φεστιβάλ που δεν περιορίζεται στην πόλη της Angouleme ή στη χώρα της Γαλλίας, αλλά κερδίζει τα βλέμματα και τις εντυπώσεις από όλο τον κόσμο, ενώ την επισκέπτονται όχι μόνο από όλη την Ευρώπη αλλά και από την Αμερική και την Ιαπωνία. Πηγή: https://www.haniotika-nea.gr/taxidi-sto-festival-angouleme-i-eyropaiki-proteyoysa-ton-komik/
  2. Πρωτοπόρος ή ίσως και εφευρέτρια των γκράφικ νόβελ, η «Πόσι» ή Rosemary Elizabeth «Posy» Simmonds, που διείσδυσε στο κλειστό ανδροκρατούμενο κλαμπ του σκίτσου τη δεκαετία του ‘70, είναι μια γυναίκα με το μοναδικό ταλέντο να εμπνέεται τις ηρωίδες της από κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Πρόκειται για την 4η γυναίκα που παίρνει το Grand Prix. Εκτεταμένα και θριαμβευτικά (και από τις δύο πλευρές της Μάγχης) δημοσιεύματα ακολούθησαν προχθές την είδηση ότι για πρώτη φορά στα 51 χρόνια της ιστορίας του το περίφημο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ στη Γαλλία (το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη και διάσημο σε όλο τον κόσμο) επέλεξε έναν Βρετανό δημιουργό για το Μεγάλο Βραβείο του. Βρετανό; Για την ακρίβεια Βρετανή και μόλις την 4η γυναίκα που παίρνει το Grand Prix της Ανγκουλέμ για το σύνολο της καριέρας της. Την 78χρονη «Posy» Simmonds, διάσημη σκιτσογράφο και εικονογράφο, συνεργάτιδα της εφημερίδας «Γκάρντιαν» από τη δεκαετία του ‘70 έως και το 2008 και πρωτοπόρο (ίσως και εφευρέτρια κατά κάποιους) των «γκράφικ νόβελ». Η διάκρισή της σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η δουλειά της θα αποτελέσει το αντικείμενο μεγάλης αναδρομικής έκθεσης στην επόμενη διοργάνωση του φεστιβάλ το 2025. Στην πραγματικότητα η Σίμοντς είναι μια «θεότητα» για τους ομοτέχνους της, πολλοί εκ των οποίων επιμένουν ότι ακόμα κι αν δεν ήταν η ίδια που εφηύρε τα «γκράφικ νόβελ», τα δικά της πάντως είναι μοναδικά τόσο λόγω του αισθητικά ιδιαίτερου και όμορφου σκιτσογραφικού της «χεριού», όσο και – όχι πάντα αυτονόητο στην τέχνη της – του λογοτεχνικού ταλέντου και του χιούμορ που διακρίνει τις αφηγήσεις της. Αυτή μάλιστα είναι η ιδιαιτερότητά της: «Οι σατιρικές παρατηρήσεις που κάνει πάνω στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία και η λεπτομερής εικονογράφηση που πετυχαίνει, σε συνδυασμό με τις επιρροές της από κλασικά λογοτεχνικά κείμενα θεωρείται ότι έχουν επαναπροσδιορίσει το είδος του graphic novel» επισήμανε ο «Γκάρντιαν», που έχει διπλό λόγο βέβαια να χαίρεται για τη σημαντική διάκρισή της αφού στις σελίδες του γεννήθηκαν μερικά από τα διασημότερα comic strip τής «πάντα αφοσιωμένα αριστερής» Σίμοντς. «Ανέκαθεν θεωρούσα ότι σε έναν τέλειο κόσμο το φύλο του νικητή ενός βραβείου δεν οφείλει να είναι αξιοσημείωτο. Αλλά αυτός είναι ένας ατελής κόσμος και ο κόσμος τού bande désinée (σ.σ. τα κόμικς στα γαλλικά) ήταν εξ αρχής ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, κάπως σαν λέσχη μόνο για αγόρια. Αλλά λίγο λίγο, ειδικά την τελευταία δεκαετία, οι γυναίκες έχουν διεισδύσει σε αυτή τη “λέσχη” κι εγώ είμαι ευτυχής φυσικά που είμαι μία από αυτές» δήλωσε παραλαμβάνοντας το βραβείο της. Λίγο πριν είχε εξομολογηθεί πώς αντέδρασε όταν έμαθε ότι είχε επιλεγεί για το Μεγάλο Βραβείο της Ανγκουλέμ: «Έμεινα έκπληκτη, συνεπαρμένη – époustouflée όπως λέτε στα γαλλικά… Όταν γράφεις ή ζωγραφίζεις, δουλεύεις μόνος σου σε ένα δωμάτιο και μένεις άφωνος όταν μαθαίνεις ότι το βιβλίο σου ή το εικαστικό σου έργο ή εσύ ο ίδιος τυγχάνεις μιας τέτοιας προβολής και μιας τόσο μεγάλης διάκρισης». Γεννημένη το 1945, η «Πόσι», που το πραγματικό της όνομα είναι Ρόζμαρι, μεγάλωσε μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της σε μια φάρμα στο Μπέρκσαϊρ. Αδελφός της είναι κι ο Ρίτσαρντ Σίμοντς, πολιτικός, πρώην βουλευτής των Συντηρητικών (ιδεολογικά καμία σχέση με την αδελφή του). Η Γαλλία είχε πάντα ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της, όχι μόνο διότι η οικογένεια της μητέρας της είχε καταγωγή από τους Ουγενότους, αλλά κυρίως γιατί η ίδια σπούδασε στη Σορβόνη από το 1962. «Έτσι ανακάλυψε το Παρίσι των υπαρξιστών και του Σαρτρ» κι αυτό επηρέασε τα διαβάσματα, την ιδεολογία, «ακόμα και τον τρόπο που ντυνόταν στα μαύρα από την κορυφή μέχρι τα νύχια», όπως επισημαίνει το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπζερβατέρ». Στη συνέχεια σπούδασε στο Τμήμα Γραφιστικής του Central School of Arts & Design στο Λονδίνο, όπου μεταξύ άλλων διδάχτηκε τυπογραφία και καλλιγραφία. Συνεργάστηκε πρώτα με την εφημερίδα «Sun» δημοσιεύοντας καθημερινά της περιπέτειες ενός καρτούν αρκούδου («Bear») κι αργότερα με τους «Times». Το 1972 άρχισε να συνεργάζεται με τον «Guardian» σχεδιάζοντας μια σειρά από βινιέτες. Η πραγματική ευκαιρία ήρθε όμως για εκείνη πέντε χρόνια αργότερα, όταν της προτάθηκε ν’ αντικαταστήσει τον σκιτσογράφο Τζον Κεντ όσο εκείνος θα έλειπε σε διακοπές. Έτσι σκίτσα της κατέλαβαν μισή σελίδα στην ενότητα «Γυναίκες» της καθημερινής έκδοσης της εφημερίδας. Κι εκείνη έδραξε την ευκαιρία να αναδείξει γυναικεία θέματα και πρώτα πρώτα το πρόβλημα του σεξισμού. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο σκίτσο της το ‘80 παρουσίαζε π.χ. διαβάτες να κοιτούν από επικριτικά έως επιθετικά μια μητέρα που θηλάζει, αλλά να θαυμάζουν την ίδια ως πορτρέτο σε μουσείο. Η ενασχόλησή της Σίμοντς την οδήγησε και στην ανακάλυψη της «γλώσσας» των γκράφικ νόβελ, αφού ιστορίες της που ξεκίνησαν ως σειρές κόμικς στον «Γκάρντιαν» απαίτησαν περισσότερο χώρο για να ξεδιπλώσουν την αφήγηση. Το κείμενο δεν εμφανιζόταν πια σε συννεφάκια ομιλίας, αλλά ανάμεσα στα σχέδια καταλήγοντας σε αυτό το υβρίδιο αφηγηματικού σκίτσου. Τρία δικά της γκράφικ νόβελ τής χάρισαν μεγάλη διασημότητα και τα τρία με γυναίκες ηρωίδες εμπνευσμένες από κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα: η «Gemma Bovery» (1999), σέξι νεαρή Βρετανή που εγκαθίσταται στην ύπαιθρο της Νορμανδίας και γρήγορα απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των γειτόνων της, είναι μια απόπειρα της Σίμοντς να κάνει σατιρικές και οξείες παρατηρήσεις για τη σύγχρονη βρετανική κοινωνία, εμπνευσμένη όμως από την περίφημη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ. Ακολουθεί η «Tamara Drewe» (2007) που με αναφορές στον Τόμας Χάρντι και το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» έχει ηρωίδα μια νεαρή γυναίκα, η οποία επιστρέφει για να ζήσει στο χωριό της και ό,τι ακολουθεί δίνει στη δαιμόνια σκιτσογράφο ευκαιρία να ασκήσει και πάλι κριτική στη βρετανική κοινωνία. Και τα δύο αυτά έργα της γυρίζονται σε ταινίες: το 2010 η Τζέμα Άρτερτον ενσαρκώνει την «Tamara Drewe» στην ταινία «Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» του Στίβεν Φρίαρς, στενού φίλου τής «Πόσι». Η ίδια ηθοποιός το 2014 δανείζει τη γοητεία της στην Τζέμα Μπόβερι στην κινηματογραφική μεταφορά τής Αν Φοντέν. Το 2018 ακολουθεί το – εμπνευσμένο από τον χαρακτήρα του Σκρουτζ στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς – γκράφικ νόβελ «Cassandra Darke», με αντιηρωίδα μια «ξινή» και κακιασμένη έμπορο έργων τέχνης που ζει σε ένα αρχοντικό στο Τσέλσι, χωρίς να ενοχλείται από τις απόψεις των άλλων για εκείνη. Οι τρεις ηρωίδες της αλλά και όσα άλλα έχει κάνει της χάρισαν τώρα το Grand Prix της Ανγκουλέμ, ενώ την ίδια στιγμή το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι διοργανώνει μια σημαντική αναδρομική έκθεση στο έργο της συμπεριλαμβάνοντας αδημοσίευτα σχέδια, σκίτσα και εικονογραφήσεις βιβλίων. Η ίδια, που ζει μόνιμα στο Λονδίνο, εργάζεται ήδη σ’ ένα νέο γκράφικ νόβελ με τον τρόπο που το κάνει πάντα: σκιτσάροντας ή σημειώνοντας μικρές σκηνές καθώς μαγειρεύει. Και το σχετικό link...
  3. germanicus

    THE ARRIVAL (LA OU VONT NOS PERES) [ SHAUN TAN ]

    Το The Arrival είναι ένα κόμικ από το 2006 του Αυστραλού Shaun Tan (γεν. 1974) συγγραφέα και σχεδιαστή βραβευμένων παιδικών βιβλίων. Το συγκεκριμένο κόμικ μου τράβηξε το ενδιαφέρον διότι κέρδισε φέτος το βραβείο για καλύτερο άλμπουμ στην Ανγκουλέμ... Επιπρόσθετα ψιλιάστηκα ότι ήταν βουβό, άρα θα το καταλάβαινα (και όντως είναι). Ο πρώτος μου φόβος βλέποντας το "σκίτσο" ήταν πως θα ήταν βαρύ και κουλτουριάρικο. Μερικοί ίσως να το βρούνε έτσι. Προσωπικά το βρήκα εξαιρετικό. Ένας συνδυασμός φωτορεαλισμού με Woodring... (arie τρέχα!) Αφηγείται χωρίς λόγια, καθαρά με σύμβολα, εικάζω αναγνωρίσιμα από όλους, την ιστορία ενός μετανάστη, που αφήνει την οικογένεια του και πάει σε ένα ξένο τόπο, γεμάτο μυστήρια δυσνόητα απίθανα και ίσως ακαταλαβίστικα πράγματα... Φαντάζομαι κάπως έτσι πρέπει να ένοιωθε ο οποιοσδήποτε Έλληνας που είχε μεταναστεύσει λχ σε μια Αμερικη ή σε μια Γερμανία. Πολύ λογική και η βράβευση του αλλά και η πρόταση για Hugo (το ένα από τα δύο σημαντικότερα βραβεία επιστημονικής φαντασίας) για "καλύτερη παρεμφερή δουλειά" και "καλύτερο καλλιτέχνη". λινκς wiki Shaun Tan Επίσημο site του Shaun Tan ΥΓ "La ou vont nos peres" = εκεί που πάνε οι πατέρες μας (ο γαλλικός τίτλος του κόμικ. δεν ξέρω αν κυκλοφορεί σκανάρισμα και του αγγλόφωνου, προσωπικά ως γαλλόφωνο της Dargaud το είδα)
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.