Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'τσιγγάνικη ορχήστρα'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Αν ένα ελληνικό βιβλίο κόμικς έχει γίνει θρύλος στο πέρασμα των περίπου 40 ετών από τότε που ξεκίνησε να δημιουργείται, αυτό είναι η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή. Το πρώτο μέρος της δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1981 στο έβδομο τεύχος ενός επίσης θρυλικού περιοδικού, της «Βαβέλ», που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα αναζητώντας το στυλ της και παρέχοντας τον χώρο της σε Έλληνες καλλιτέχνες, που πειραματίζονταν πάνω στη γλώσσα των κόμικς έχοντας κυρίως επιρροές από Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Μπορεί η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» να μην ολοκληρώθηκε στη «Βαβέλ», κυκλοφόρησε όμως ολόκληρη από τις εκδόσεις Πολύτυπο το 1984 με την ένδειξη «Εικονογράφημα»! Ολόκληρη; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς ο Καλαϊτζής στην τελευταία σελίδα άφηνε να εννοηθεί ότι η αστική περιπέτεια του παράξενου ζεύγους των πρωταγωνιστών θα έχει και συνέχεια. «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα». Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Ο Καλαϊτζής συνέχισε να δημιουργεί μοναδικά κόμικς όπως «Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και το «Ο Τυφών», να γελοιογραφεί, να σκιτσάρει αλλά στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν επέστρεψε ποτέ. Ίσως και να μη χρειαζόταν κάτι τέτοιο καθώς η ιστορία είναι τόσο επιτηδευμένα ανολοκλήρωτη που οποιαδήποτε παρέμβαση θα αλλοίωνε το αρχικό της περιεχόμενο: την απόπειρα καταγραφής ενός 24ώρου του τρόμου για ένα ζευγάρι στα όρθια ερείπια μιας εφιαλτικής και γκροτέσκο Αθήνας που καταρρέει ακροβατώντας ανάμεσα στον υπερφίαλο και κατευθυνόμενο δυτικό της προσανατολισμό και το ανατολικό της παρελθόν. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα μπορούσε να είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την Αθήνα του ’80. Ή ένα ρεπορτάζ με θέμα τη ζωή ενός εργαζόμενου στην πόλη. Ή μια ηθογραφία της εποχής. Μια ερωτική ιστορία ίσως. Ένα πολιτικό σχόλιο για τις αντιφάσεις της Αριστεράς και την αδυναμία συνεννόησης των δυνάμεών της. Μια καταγγελία του κράτους του χωροφύλακα που συντηρούσε η Δεξιά. Μια πινακοθήκη χαρακτηριστικών μορφών και φυσιογνωμιών της πόλης. Μια συλλογή από γκράφιτι, συνθήματα, τίτλους εφημερίδων και επιγραφές. Ένα road κόμικς στους μποτιλιαρισμένους δρόμους ανάμεσα σε τρόλεϊ, αδέσποτα σκυλιά, τσοντάδικα, ματατζήδες, διαδηλωτές, ταξιτζήδες, κλειδαράδες, γαλατάδες, μπανιστιρτζήδες, παλαιοπώλες, καφετζήδες, ψαροπώλες, θυρωρούς, σουβλατζήδες, πλανόδιους μουσικούς και χορευτές, ξενοδόχους, επαίτες και ρεμπέτες. Ένα μητροπολιτικό σάουντρακ με κλαρίνα, κιθάρες, ροκ, ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, μεγάφωνα από Ντάτσουν με καρπούζια και τον Σαββόπουλο να υπενθυμίζει «Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» δίπλα στον Βελουχιώτη. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά. Είναι όλα αυτά μαζί. Μα πάνω απ’ όλα είναι η απελπισμένη απόπειρα απόδρασης ακριβώς από όλα αυτά. Είναι η αγωνία του σκιτσογράφου Κώστα Φαναρτζή, εργαζόμενου στην εφημερίδα «Η Σημαία», και της Έφης που μόλις γνωριστήκανε και για τους οποίους ο αναγνώστης δεν μαθαίνει τίποτα ως προς τον πρότερο βίο τους και φυσικά απολύτως τίποτα για τον μεταγενέστερο (εκτός από το ότι είχαν κανονίσει το επόμενο πρωί να πάνε στο «Πολύτοπο» του Ξενάκη στις Μυκήνες), να βρεθούν λίγο μόνοι. Να κάνουν σεξ. Οπουδήποτε. Με κάθε αντίτιμο και τίμημα. Και να επιστρέψουν σώοι στα σπίτια τους περνώντας από τις συμπληγάδες της απειλητικής Αθήνας. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Στον δρόμο της επιστροφής θα συναντήσουν μια, κατά την Έφη, «Κατίνα» που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Κώστα και πραγματική κυρα-Κατίνα που πηγαίνει στη νυχτερινή δουλειά της στον Άγιο Σώστη. Και η διαδρομή θα ολοκληρωθεί με ραδιοφωνικές ειδήσεις («Ο πρωθυπουργός κύριος Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχωρεί αύριον διά Δυτικήν Γερμανίαν κατόπιν προσκλήσεως του καγκελαρίου κυρίου…»), τραγούδια («Λεε - καλέ - λεεεμοοονάκι μυρωδάτοοο…»), βουκολικό γλέντι («Λέιντις εντ τζέντλεμεν, δε γκρικ φολκ ντάνσες γκρουπ, ριπριζέντ τουνάιτ ντάνσες εντ σονκς οφ Μακεντόνια εντ Θρας, ντάνσες οφ Κρετ…»), λίγα μαχαιρώματα και μια απρόσμενη συνάντηση με τον σουρωμένο Νίκο που φιλοσοφεί λίγο πριν το χάραμα. Το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης ορχήστρας» (εκδ. Πολύτυπο, 1984) Η ημερήσια «εκδρομή» του Κώστα και της Έφης στην εξπρεσιονιστική και κλειστοφοβική Αθήνα που φιλοτεχνεί ο Καλαϊτζής με αποστροφή για την Αθήνα αλλά και συμπάθεια για τους γραφικούς Αθηναίους (δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό για τους Αθηναίους) μπορεί να ιδωθεί και ως μια νουάρ κατάδυση στην Καρδιά του Σκότους. Μια χιουμοριστική «Αποκάλυψη Τώρα» που κάθε βήμα σε στέλνει όλο και πιο βαθιά στην Κόλαση χωρίς καμία διαφυγή. Η Αθήνα αυτή που υπακούει στον Τρόμο του Κενού καθώς ο Καλαϊτζής δεν αφήνει ούτε σπιθαμή χώρου ανεκμετάλλευτη, γεμίζοντας κάθε σημείο της ζωγραφικής του επιφάνειας με πρόσωπα, λόγια, φωνές, κτίρια, οχήματα και αντικείμενα που αποδίδουν πιστά το χάος της πρωτεύουσας στις αρχές του ’80 (με μικρές διαφορές από το σύγχρονο χάος). Ασπρόμαυρη στο κλίμα των κόμικς των Munoz και Sampayo, φλεγματική όπως οι περιπέτειες της «Ada» και του «Colombo» του Altan, σκοτεινή όπως οι αφηγήσεις του Alberto Breccia, η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη μεγάλης έκτασης ιστορία των ελληνικών κόμικς και για όσους τη διάβασαν (διαβάσαμε) τότε, μία από τις καλύτερες γνωριμίες με το είδος. Το διονυσιακό πνεύμα της σε ένα κλίμα ασχημάτιστου και οργιώδους πανηγυριού διατηρήθηκε και στα κόμικς του Καλαϊτζή των επόμενων δεκαετιών ενώ οι επιδράσεις της στους Έλληνες δημιουργούς κόμικς είναι ακόμα ορατές. Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα αποτελεί πάντα μια όχι-και-τόσο παραμορφωμένη αντανάκλαση της Αθήνας και ταυτόχρονα ένα αριστουργηματικό έργο από έναν κορυφαίο δημιουργό. Καρέ από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Και το σχετικό link...
  2. Ένας συντάκτης του Luben κάνει μια λίστα με τα 10 πιο αγαπημένα του κόμιξ Ζούμε στην εποχή του γρήγορου ίντερνετ και του online comic, όποτε θα πει κάνεις, ρε ψηλέ ποιος ο λόγος να αρχίσω μια συλλογή από κόμιξ, αφού μπορώ να βρω τα περισσότερα online; Οι λόγοι, ειδικότερα όταν μιλάμε για τα ελληνικά κόμιξ, συνοψίζονται στους εξής τρεις : Πρώτον, με το να αγοράζεις ένα κόμικ, στηρίζεις τον δημιουργό του και τον βοηθάς να συνεχίσει αυτό που κάνει και οικονομικά και ψυχολογικά, δεύτερον τα περισσότερα ελληνικά κόμιξ δεν βρίσκονται ούτως η άλλως online και ακολουθούν πιο underground διαδρομές και τρίτο γιατί αλλιώς είναι να πάρεις το κόμιξ σου στα χεριά σου, να νιώσεις τις σελίδες του και να μυρίσεις το άρωμα του, πώς να το κάνουμε; Με αφορμή το επερχόμενο Comicdom Festival που ξεκινάει την Παρασκευή 7/4 ακολουθεί μια λίστα με τα 10 αγαπημένα μου ελληνικά κόμιξ. Σίγουρα έχω ξεχάσει πολλά και εννοείται ότι δεν υπάρχει κάποιο ranking. Γιάννης Καλαϊτζής – Τσιγγάνικη ορχήστρα (1984) Το πρώτο κόμικ του πρόσφατα εκλιπόντα Γιάννη Καλαϊτζή (1945-2016) θεωρείται και όχι άδικα από πολλούς ως το καλύτερο ελληνικό κόμιξ. Στην τσιγγάνικη ορχήστρα βλέπουμε την Αθήνα της δεκαετίας του ’80 μέσα από ένα ψυχεδελικό πρίσμα που ρέπει προς το χάος. Πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Καλαϊτζής που κινείται σε μια φανταστική ασπρόμαυρη πραγματικότητα, μπερδεύοντας την αλήθεια με τον υπερρεαλισμό που αναδίδει η τσιμεντένια τρέλα της πρωτεύουσας. Μια τρέλα που δεν φαίνεται να έχει αλλάξει και τόσο πολύ από τότε. Ένα βαλκανικό πανηγύρι, ένας αστικός διονυσιασμός από αυτούς που τόσο πολύ αγαπούσε ο Καλαϊτζής. Ηλίας Κυριαζής – Μανιφέστο (2005) Ο Ηλίας Κυριαζής αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα τεκνά του γνωρίσαμε από το ένθετο περιοδικό κόμιξ της Ελευθεροτυπίας, το “9”. Εκεί ξεκίνησε την σειρά ημι-αυτοαναφορικών ιστοριών με τίτλο “Μανιφέστο” που κατέληξαν στο ομώνυμο κόμικ. Το “Μανιφέστο” ήταν για την γενιά των εναλλακτικών 20άρηδων της εποχής ένας αντικατοπτρισμός της ζωής τους καθώς μοιράζονταν με τους πρωταγωνιστές του κοινές εμπειρίες, όνειρα και φιλοδοξίες. Αν το διαβάσεις ξανά τώρα, (εκδόθηκε ξανά σε deluxe εκδοσή το 2015) θα σε ταξιδεύει σίγουρα πίσω σε αυτά τα αθώα χρόνια που τα προβλήματα ήταν τελείως άλλης φύσης. Βασίλης Λώλος – Γεννήτρια (2004) Η “Γεννήτρια” είναι το πρώτο ολοκληρωμένο κόμικ του Βασίλη Λώλου, ενός ακόμα παιδιού που μπήκε στην ελληνική κοινότητα των δημιουργών κόμιξ μέσω του “9”. Ένα πολύ πειραματικό, σκοτεινό κόμικ με μάνγκα αισθητική και σενάριο εμπνευσμένο από τους μεγάλους κλασσικούς της χόρορ λογοτεχνίας όπως ο Πόε και ο Λάβκραφτ. Ο ήρωας της ιστορίας είναι ένας στρατιώτης του πρώτου παγκόσμιου πολέμου που έχει χαθεί μέσα σε έναν γοτθικό λαβύρινθο γεμάτο με απόκοσμα πλάσματα, ψάχνοντας να βρει αν ζει σε έναν εφιάλτη του ή αν απλά έχει μεταφερθεί σε κάποια άλλη διάσταση. Πέτρος Χριστούλιας – Γυρνώ σαν νυχτερίδα (2014, σειρά) Πώς θα ήταν ο Μπάτμαν αν ένα τερτίπι της μοίρας τον έκανε να μεγαλώσει αντί για την Γκόθαμ, στον Περαία του 1950; Ο Πέτρος Χριστούλιας το φαντάστηκε και έβαλε τον πάμπλουτο υπερήρωα να περιδιαβαίνει τα στενά της Τρούμπας με το Μπάτμομπιλ του και να πίνει ρετσίνες στα καπηλιά απολαμβάνοντας τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Περιπέτειες, τσαμπουκάδες, έρωτες, μπουζουκοπενιές και αρχοντοζεϊμπεκιές με πρωταγωνιστή έναν μόρτη αντι-ήρωα με φόντο στο λιμάνι του Πειραιά. Αντώνης Βαβαγιάννης – Κουραφέλκυθρα (2014, σειρά) Ο Αντώνης Βαβαγιάννης με το απλό, δωρικό του σχεδιαστικό στυλ σχεδιάζει όμορφες σουρεαλιστικές ιστορίες ακατάπαυστα από το 2008. Μικρές συνεχόμενες ιστορίες όπως ο πολυλογάς θείος Αιμίλιος ή ο μονίμως προβληματισμένος Κύριος Κλιάφας αλλά και αυτοτελή καρέ που πάντα κρύβουν μια καμμένη ανατροπή συνθέτουν τον ανατρεπτικό κόσμο των Κουραφέλκυθρων. Γιώργος Γούσης – Δημοσθένης Παπαμάρκος – Γιάννης Ράγκος – Ερωτόκριτος (2016) Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος σε συνεργασία με τον συγγραφέα Γιάννη Ράγκο διασκευάζουν τον κλασσικό Ερωτόκριτο του Βιντσέντζου Κορνάρου και ο Γιώργος Γούσης αναλαμβάνει να το εικονογραφήσει. Ένα ερωτικό παραμύθι που γράφτηκε τον 17ο αιώνα εξελίσσεται στην αρχαία Αθήνα. Το γλαφυρό σχέδιο του Γούση σε συνδυασμό με το εξαιρετικό λυρικό κείμενό που είναι αυστηρά βασισμένο στο αρχικό συντελούν ένα εξαιρετικό επικό κόμικ που κάθε φορά που το ξαναπιάνεις, ανακαλύπτεις και κάτι καινούργιο. Τασμάρ (Τάσος Μαραγκός) – Κρακ (2007, σειρά) Η ενηλικίωση για έναν μεταλλά στην ελληνική επαρχία των 90ς ήταν σίγουρα δύσκολη άλλα συγχρόνως, όπως βλέπουμε στο “Κρακ“, μπορούσε να είναι και πολύ αστεία. Μέσα από την ιστορία ενηλικίωσης του 17χρονου Μάρκου Δεμάρκου και της παρέας του στην Σύρο, ο Τασμάρ μας εκθέτει τις καταστάσεις που ζούσε πάνω κάτω ο κάθε νεαρός που ζει στην ελληνική επαρχία και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο lifestyle που περιλαμβάνει μακριά μαλλιά, χέβι μέταλ και ναρκωτικά (ελαφρά). Πιτσιρικάδες που παρότι θεωρούνται παρακατιανοί από τους γύρω τους, ερωτεύονται, χαβαλεδιάζουν, την πατάνε και συνεχίζουν μέχρι να ξεφύγουν από τα δεσμά που τους επιβάλει η συντηρητική τους κοινωνία. Στα τελευταία τεύχη της σειράς η φάση ξεφεύγει και η ιστορία γίνεται comic horror εμπνευσμένο από τα βάθη των b' movies των 80ς. Λέανδρος: Παρίας (1999) Σε μια δυστοπική πόλη, που μοιάζει πάρα πολύ με την Αθήνα, ξετυλίγεται μια Sci Fi ιστορία στην οποία το πρώτο ρόλο έχει ο Παρίας, ένας τυπάς ντυμένος σαν μέλος της επαναστατικής ομάδας του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Ο Παρίας εμφανίζεται από το πουθενά για να κόψει τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που λέγεται σύστημα. Μια ιστορία επανάστασης για έναν πόλεμο που δεν τελειώνει ποτέ, ένα μηδενιστικό αφήγημα για μια χαμένη υπόθεση. To αναρχοpunk σχέδιο του Λέανδρου δίνει ζωή σε μια ιστορία με πολύ αίμα και πολλές χριστοπαναγίες που αρμόζουν σε μια κοινωνία που δεν περιμένει καμιά λύτρωση. Παναγιώτης Πανταζής – Common Comics (2007, σειρά) Στα Common Comics o Pan Pan μας εξιστορεί την ιστορία του Οδυσσέα, της Ουλένκα και του Βασίλη, τριών νέων ανθρώπων που ζουν στην αφιλόξενη Αθήνα και προσπαθούν να βρουν το νόημα της ζωής μέσα στην ρουτίνα της μεγαλούπολης. Ποιητικές καθημερινές ιστορίες επιβίωσης με φόντο το αστικό περιβάλλον, ένας αγώνας ενάντια στην μιζέρια του γκρίζου που οι πρωταγωνιστές του κόμικ δεν αφήνουν να τους πνίξει. Τα περισσότερα από αυτά τα κόμιξ θα είναι διαθέσιμα στο Comicdom Athens 2017. Και το σχετικό link... ΥΓ. Δέκα κόμικς αναφέρει ο αρθρογράφος και εννιά αναγράφει...
  3. Από το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας» - Εκδόσεις Πολύτυπο, 1984 Σκάρωνε σκίτσα όπου κι αν βρισκόταν. Οι ταβερνιάρηδες κι οι καφετζήδες τσατίζονταν όταν τον έβλεπαν να «λερώνει» τα τραπέζια τους. Μόλις έβλεπαν με τι τα «λέρωνε», του ζήταγαν πορτρέτο. Δήλωνε απλώς «σκιτσογράφος». Αυτή ήταν η φύση του. Τα κόμικς ήταν το διάλειμμά του, έστω και αν κάθε τέτοιο διάλειμμα του έτρωγε μερικά χρόνια λεπτομερούς έρευνας και χειρουργικής ακρίβειας ως προς την αφηγηματική και εικαστική αρτιότητα. Τα λάτρευε τα κόμικς, όχι μόνο ως δημιουργός αλλά και ως αναγνώστης και ως δάσκαλος. Το μαρτυρούν οι συμβουλές που απλόχερα πρόσφερε σε κάθε νέο δημιουργό, η επιλογή του να αφιερώσει σχεδόν τη μισή «Γαλέρα» που διηύθυνε στα κόμικς, στα φεστιβάλ που ως καπετάνιος της διοργάνωσε. Στο περιοδικό «Τέταρτο» φιλοτεχνούσε μια σελίδα με «Συνειρμικά Ντεκουπάζ», όπως τα αποκαλούσε. Ο Χατζιδάκις ήταν ενθουσιασμένος με αυτά. Στη «Βαβέλ», αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε την «Τσιγγάνικη Ορχήστρα», που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένη το 1984. Ήταν το πρώτο ελληνικό «graphic novel», όπως το χαρακτηρίζουν όσοι αρέσκονται στη νέα -όχι άμοιρη προθέσεων- ορολογία. Στην πρώτη σελίδα της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας», ο δημοσιογράφος Κώστας Φαναρτζής παρουσιάζεται να φορά ένα λευκό πουκάμισο επί οκτώ καρέ. Στο ένατο καρέ, στην ίδια σκηνή, το πουκάμισό του γίνεται μαύρο, «ανακοινώνοντας» στον αναγνώστη ότι αυτό που θα ακολουθήσει δεν υποτάσσεται σε κάποια συμβατική λογική. Η λέξη «Τέλος» φαίνεται να μην του άρεσε και πολύ. Απουσιάζει άλλωστε και από τα τρία μεγάλα βιβλία του. Στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» το τελευταίο καρέ συνοδεύεται από την επισήμανση «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» με σαφή τον υπαινιγμό ότι θα υπάρξει συνέχεια. Δεν υπήρξε. Στα δύο επόμενα, το Μεγάλο μας Τσίρκο, η μεταπολιτευτική Αθήνα του καυσαερίου, των ΜΑΤ και των ξενοδοχείων ημιδιαμονής μεταφέρθηκε λίγους αιώνες πιο πίσω. Το 1990 ξαναχτύπησε με «Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης», ένα διονυσιακό αντάμωμα πειρατών, τυχοδιωκτών, σκλάβων και αρχόντων στη Σαντορίνη, διακόσια χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. Το «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης» έχει ως πρωταγωνιστές τον Αλέκο τον Τράκα, κάλπη άρχοντα, και τον Καράμπαμπα, δούλο κι αφέντη του εαυτού του. Ο πρώτος με «μοντέλο» τον παλιό ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο και ο δεύτερος ως προϊόν «διασταύρωσης» του Στέλιου Καζαντζίδη και του Καραγκιόζη. Οι ομοιότητες, φυσικά, εντοπίζονται μόνο στην εμφάνιση. Ο Διόνυσος σε ένα από τα ταξίδια του δέχτηκε επίθεση από Τυρρηνούς πειρατές. Για να ξεφύγει μεταμόρφωσε τα κατάρτια του πλοίου του σε κληματαριές και τους πειρατές σε δελφίνια. Τη σκηνή απέδωσε σε μελανόμορφη κύλικα ο Εξηκίας (περ. 530 π.Χ.). Στο ίδιο (οινό)πνεύμα και ο Καλαϊτζής στο «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης». «Ο Τυφώνας», το επόμενο βιβλίο του, διαδραματίζεται σε άλλο τόπο του νησιού, την ίδια νύχτα. Γυμνόστηθες καλλονές καβάλα σε γαϊδούρια εφορμούν από το εξώφυλλο του «Τυφώνα» ωσάν αποφασισμένες να αποδράσουν από τη χάρτινη φυλακή. Η ιδέα προέκυψε από ένα πόστερ του Jules Cheret από τα τέλη του 19ου αι. που διαφήμιζε το περιβόητο καμπαρέ «Μουλέν Ρουζ». Ο Περικλής Κοροβέσης είναι το πιο αγαπημένο «μοντέλο» του Καλαϊτζή. Συμμετέχει σε πληθώρα γελοιογραφιών αλλά ο πιο απρόσμενος ρόλος του είναι αυτός του γενίτσαρου Σουλεϊμάν Σαλίκ στον «Τυφώνα». Ως μπράβος σπέρνει τον τρόμο και δολοφονεί τον Κολαούζο λίγο πριν κι αυτός ουσιαστικά αυτοκτονήσει στα κοχλάζοντα νερά από την έκρηξη του ηφαιστείου. Ο Κολαούζος θα επανέλθει στις τελευταίες σελίδες. Ο Σαλίκ, όχι. Το δισέλιδο που κλείνει τον «Τυφώνα» είναι η παρουσίαση των εικονικών επόμενων τευχών. Οι «τίτλοι» που παρουσιάζονται είναι απολαυστικοί: «Ουρμπάν ο Προφήτης», «Άμλετ, ο Μπαρμπέρης της Ελσινόρης», «Το Μονοπάτι της Δύσεως» (με τα κεφάλαια: Γκογκόσης ο Κατακτητής, Γκογκόσης Εναντίον Γκογκόση, Η Επιστροφή του Γκογκόση κ.ά.). Είχαν προηγηθεί τα «Χαμένα Δάση», εκπαιδευτικό κόμικς για τα δάση της Ευρώπης σε ανάθεση της περιφέρειας της Προβηγκίας, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά, μια και η τότε κυβέρνηση απαίτησε την απόσυρσή του επειδή σε κάποιον χάρτη αναγραφόταν το όνομα «Μακεδονία». Στα «Χαμένα Δάση» οι χαρακτήρες αποτελούν τις χάρτινες μεταφορές τεσσάρων φίλων του Γιάννη Καλαϊτζή: ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης, ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης–Μπαχ Σπυρόπουλος, ο δημοσιογράφος Τέλης Σαμαντάς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Μασσαβέτας δανείζουν τις μορφές τους σε αρχαίους Έλληνες. Στο «Έψιλον» της «Ελευθεροτυπίας» δημιουργούσε αποσπασματικά στριπ ενώ όταν κυκλοφόρησε το «Εννέα» ανέλαβε την τελευταία σελίδα με τα μεθυσμένα ταξίδια στο «Πέλαγος της Μποτίλιας» και στη συνέχεια με τα παραληρηματικά «Έκτακτα Περιστατικά». Ως αρχικωπηλάτης της «Γαλέρας» δημιούργησε ακόμη έναν παιγνιώδη τίτλο: «Μαρξ και Σπένσερ». Mια ιδιαιτερότητα στα έργα του ήταν τα συνεχή λογοπαίγνια, η εσκεμμένη γλωσσική σύγχυση, οι νεολογισμοί και τα αρκτικόλεξα. Από κοντά οι μεταμορφώσεις των χαρακτήρων του, οι αλλαγές στα ονόματα και στην όψη τους. Σε ένα από τα «Έκτακτα Περιστατικά» του, πριν επινοήσει τους «Μαρξ και Σπένσερ», η ιστορία τελειώνει με το μπέρδεμα ανάμεσα στον Γκράουτσο Μαρξ και τον Καρλ Μαρξ. Ο Μαρξ του τελευταίου καρέ δεν μοιάζει λίγο και του Καλαϊτζή; Κόμικς του δημοσιεύτηκαν στο «Ντέφι», στην «Αυγή» και αλλού. Η τελευταία του σειρά δημοσιεύτηκε σε τούτην εδώ την εφημερίδα, στο «Καρέ Καρέ», με τους άστεγους «Μπον και Βιβέρ» να φαντασιώνονται λαβράκι πανέ στην όψη ενός σάπιου κρεμμυδιού. Οι Κοροβέσης και Σπυρόπουλος γίνονται οι «Μπον και Βιβέρ», που αναζητούν σκουπίδια και ονειρεύονται συνταγές με εξωτικά ονόματα και γεύσεις. Αν δεις μαζεμένα όλα αυτά τα κόμικς καταλαβαίνεις πως δεν αποτελούσαν πάρεργο της καλλιτεχνικής του διαδρομής αλλά αναπόσπαστο μέρος της. Κι αν τα δεις εκ του σύνεγγυς, θα ανακαλύψεις τόσες λεπτομέρειες, τόσες ψηφίδες ευφυΐας και χιούμορ που πολλαπλασιάζουν την αξία ενός έργου πάντα ζωντανού, επίκαιρου και προκλητικού στην εξερεύνηση. Ένας αντιεξουσιαστής... ΕΔΑΐτης ➀ Πανσπουδαστική τχ. 45-46, Μάρτιος-Απρίλιος 1963 - ➁ The New Yorker, 13-20.2.2017, εξώφυλλο του John W. Tomac με τίτλο «Liberty’s Flameout» (1-2) Σε ένα από τα πρώτα του σκίτσα στην «Πανσπουδαστική» ο Γιάννης Καλαϊτζής φαντάστηκε το Άγαλμα της Ελευθερίας με τον πυρσό να σβήνει, αφήνοντας να βγαίνει μόνο καπνός (1). Ήταν η περίοδος που ενισχύθηκε η ιμπεριαλιστική εμπλοκή των ΗΠΑ σ' όλο τον κόσμο και οξύνθηκαν οι φυλετικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους. Αλλά ακριβώς την ίδια έμπνευση είχε την περασμένη βδομάδα στο εξώφυλλό του το αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», προκειμένου να εικονογραφήσει τις πρόσφατες αποφάσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ (2). Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τις δημιουργίες του Καλαϊτζή τόσο επίκαιρες; Το δίχως άλλο η ιδιαίτερη σχέση του με την πολιτική. Μπορεί να μην περιορίστηκε στο πολιτικό σκίτσο η πολύχρονη παρουσία του στον ελληνικό Τύπο, αλλά δεν υπάρχει καμιά πτυχή της τόσο πληθωρικής δημιουργίας του που να μην έχει συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική. Από την εμφάνισή του «με κοντά παντελονάκια», όπως θυμάται ο Γιάνης Γιανουλόπουλος στην πρωτοποριακή προδικτατορική «Πανσπουδαστική» των αρχών της δεκαετίας του 1960, έως τα τελευταία του σκίτσα στην «Εφ.Συν.», η πολιτική στράτευση του Καλαϊτζή ξεχειλίζει. Δεν αναφέρομαι στον προφανή πολιτικό χαρακτήρα των σκίτσων και των γελοιογραφιών κάθε εφημερίδας. Η «στράτευση» του Καλαϊτζή υπηρετούσε εξαρχής μια προσωπική τοποθέτηση στον χώρο της Αριστεράς, όπως ο ίδιος την καταλάβαινε, χωρίς τους περιορισμούς της κομματικής ορθοδοξίας και χωρίς τα ταμπού του αριστερού συντηρητισμού. Την περίοδο που οι σκιτσογράφοι των εντύπων της Αριστεράς ήταν εγκλωβισμένοι σε ένα είδος γελοιογραφικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και κομματικής αυτοσυγκράτησης, ο Καλαϊτζής πειραματιζόταν με τα «απαγορευμένα»: τον αντικληρικαλισμό, το γυμνό, τις ερωτικές σχέσεις, την απόρριψη των ταμπού και της ηθικολογίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα σκίτσα του Καλαϊτζή παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα, ακόμα κι εκείνα που είναι ολοφάνερα σημαδεμένα από τη συγκυρία που τα ενέπνευσε. Κάποιες φορές, μάλιστα, ξενίζει η πολιτική γραμμή του σκίτσου του, αν τη συγκρίνει κανείς με τη γενική κατεύθυνση του εντύπου που τον φιλοξενεί, αλλά ακόμα και με την κυρίαρχη άποψη του πολιτικού φορέα που τον εκφράζει τη δεδομένη στιγμή. Από το ξεκίνημά του διαφαίνεται αυτή η ιδιαίτερη προσωπική σκοπιά και το χωρίς όρια χιούμορ του, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό και υπερτοπικό. Περιοδικό «Αντί», τεύχος 155, 4.7.1980 Το διαπιστώνουμε στην προδικτατορική «Αυγή» της ΕΔΑ, στους «Δρόμους της Ειρήνης», και μετά την πτώση της χούντας πάλι στην «Αυγή» του ΚΚΕ Εσωτερικού, στο «Αντί», στην «Ελευθεροτυπία», στον «Σχολιαστή», στο «Ντέφι», στη «Βαβέλ» και άλλα. Σε όλη αυτή την πορεία διακρίνεται μια πρωτοφανής πολιτική συνέπεια. Μπορεί η γραμμή του σκίτσου να εξελίσσεται, αλλά η γραμμή του σκιτσογράφου συνεχίζει να εδράζεται στις ίδιες αρχές. Παραμένει σημαδεμένη από την εποχή των μεγάλων προσδοκιών της δεκαετίας του '60, αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμη να ξεφύγει από κάθε εύκολο καλούπι. Όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε και στο ειδικό αφιέρωμα της «Εφ.Συν.» πριν από έναν χρόνο, η αριστερή ματιά στο σκίτσο του Καλαϊτζή δεν χωρά σε κανένα στερεότυπο. Και φυσικά ο ίδιος ουδέποτε ταυτίστηκε με το έντυπο με το οποίο συνεργαζόταν, όπως συμβαίνει με άλλους ομοτέχνους του, παρά το γεγονός ότι σε όλα υπήρξε κορυφαίος και σημείο αναφοράς των αναγνωστών. Για την ακρίβεια, ταυτίστηκε με δύο απ' αυτά. Μόνο που και τα δύο ήταν και δικά του δημιουργήματα. Πρώτα πρώτα η «Γαλέρα», το περιοδικό που ο ίδιος εμπνεύστηκε και σχεδίασε, και βέβαια η «Εφ.Συν.», η εφημερίδα που δεν θα είχε εκδοθεί χωρίς τη δική του παρότρυνση, επιμονή και συμβολή. Για να αντιληφθεί κανείς τη σχέση των σκίτσων του Γιάννη Καλαϊτζή με την πολιτική είναι χρήσιμη η αναδρομή στην περίοδο που κατέρρεε η «Ελευθεροτυπία» και οι εργαζόμενοι της Χ.Κ. Τεγόπουλος αναζητούσαν τρόπους να αντιδράσουν. Ο Γιάννης, αντίθετα με άλλες γνωστές υπογραφές της εφημερίδας, έδινε εξαρχής το «παρών» στις γενικές συνελεύσεις και υποστήριζε κάθε είδους συλλογική προσπάθεια ανασύνταξης της επιχείρησης, προτείνοντας μορφές αυτοδιαχείρισης. Και όταν φάνηκε ότι το μόνο μέλημα της εργοδοσίας ήταν να «προστατευτεί» από τους εργαζομένους και να εξασφαλίσει τη δική της οικονομική επιβίωση σε βάρος τους, ο Καλαϊτζής έθεσε εξαρχής το σκίτσο του στο πλευρό του αγώνα των εργαζομένων. Δεν ακολούθησε τον δρόμο άλλων επιφανών στελεχών της επιχείρησης (ανάμεσά τους και... αριστεροί σκιτσογράφοι) που προτίμησαν να λουφάξουν ή έσπευδαν να βρουν σωτηρία σε άλλα εκδοτικά συγκροτήματα. Έμεινε μαζί μας και πρωτοστάτησε στις απεργιακές μας κινητοποιήσεις, προσφέροντας ακόμα και το γραφείο του για την έκδοση των δύο ιστορικών απεργιακών φύλλων που κυκλοφόρησαν στις 15 και 22 Φεβρουαρίου 2012. Η αφίσα του για την έκδοση του δεύτερου απεργιακού φύλλου έγινε πρωτοσέλιδο στη γερμανική «Tageszeitung» σε αφιέρωμα για το «Ελληνικό Comeback», δηλαδή τον αγώνα των εργαζομένων για μια συνεταιριστική απάντηση στην κρίση (3). 3. To πρωτοσέλιδο της γερμανικής «Tageszeitung» (15.2.2012) Απολύτως χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη δουλειά του ο Καλαϊτζής είναι το γεγονός ότι στο πολύμηνο διάστημα που μεσολάβησε από το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» μέχρι το άνοιγμα της «Εφ.Συν.» δεν σταμάτησε να σκιτσάρει κάθε μέρα και να αναρτά τη δουλειά του στον ιστότοπό του (gianniskalaitzis.gr). Όσο για την ιδιαιτερότητα της ματιάς του και την ανεξαρτησία της σκέψης του, αρκεί κανείς να φυλλομετρήσει τις εκδόσεις της «Εφ.Συν.» για να διαπιστώσει ότι δεν έπαψε μέχρι το τέλος να υπηρετεί τις ίδιες αρχές. Μόνιμος στόχος του, ο εγχώριος ναζισμός (4) και η (παρα)εξουσία της Εκκλησίας και των δανειστών (5). 4. «Εφ.Συν.», 1.9.2014 5. «Εφ.Συν.», 9.11.2015 Υποστήριζε την κυβέρνηση της Αριστεράς σε σύγκριση με τους προκατόχους της (6), αλλά χωρίς να παύει να σχολιάζει τα δικά της πεπραγμένα (7 και 8). 6. «Εφ.Συν.», 19.1.2016 7. «Εφ.Συν.», 24.10.2015 8. «Εφ.Συν.», 31.10.2015 Μετά το καλοκαίρι του 2015 από το πενάκι του δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που ονόμαζε «πολύ αριστεροί» (9). 9. «Εφ.Συν.», 16.7.2015 Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ποτέ δεν δίστασε να ασχοληθεί και με τα πιο επικίνδυνα θέματα (10), ενώ ακόμα και για το συνεταιριστικό εγχείρημα της «Εφ.Συν.», που υποστήριζε με τόση ζέση, ποτέ δεν έπαψε να μας θυμίζει τις δυσκολίες (11). 10. «Εφ.Συν.», 6.10.2015 11. «Εφ.Συν.», 22.7.2014 Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν την απώλειά του τόσο δυσβάστακτη για όλους μας. Και το σχετικά links εδώ κι εδώ...
  4. Ένα κόμικς για τα Εξάρχεια Καρέ από τα Εξάρχεια, το βιβλίο των Δημήτρη Μαστόρου και Nicolas Wouters. Dimitri Mastoros, Nicolas Wouters, Εξάρχεια. L’Orange amère, Futuropolis, 2016 Tριάντα δύο χρόνια μετά την Τσιγγάνικη Ορχήστρα του Γιάννη Καλαϊτζή, ένα νέο κόμικς κυκλοφορεί (στη γαλλική αγορά!) με θέμα του τα Εξάρχεια - και το μύθο τους. Στις δώδεκα δεκαετίες της ιστορίας τους, τα κόμικς έχουν αναπτύξει μια προνομιακή σχέση με το αστικό τοπίο, μια σχέση που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Ρίτσαρντ Άουτκωλτ επέλεξε μια φτωχογειτονιά στην καρδιά της Νέας Υόρκης ως σκηνικό για τις εικονογραφημένες σελίδες με το Yellow Kid. Στα Εξάρχεια. L’Orange amère, το εικονογραφημένο αφήγημα σε σχέδιο του Δημήτρη Μαστόρου με βάση ένα σενάριο που ἐγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Nicolas Wouters, το ντεκόρ είναι το κέντρο της Αθήνας. Ο εικοσιεπτάχρονος σχεδιαστής, που γεννήθηκε και σπούδασε στις Βρυξέλλες αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, γνωρίζει καλά το τοπίο και τον μικρόκοσμο που απεικονίζει στις σελίδες του. Η υπόθεση της εξαιρετικής πρώτης του δουλειάς είναι σχετικά απλή: ο Νίκος, που έλειπε στο εξωτερικό για σπουδές, επιστρέφει στην Ελλάδα για τις καλοκαιρινές του διακοπές και, πριν πάρει το πλοίο για την Πάρο, πηγαίνει να δει τον θείο του, ο οποίος όμως δεν τον υποδέχεται πίσω από τον πάγκο του καφενείου που διατηρεί στα Εξάρχεια, αλλά σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ο Νίκος αποφασίζει να μείνει για λίγο στην Αθήνα για να δώσει ένα χεράκι στη θεία Ναταλία, όμως τα πράγματα περιπλέκονται επειδή η παλιά πολυκατοικία του θείου έχει καταληφθεί από μετανάστες... Τα επεισόδια και τα στιγμιότυπα που συγκροτούν την πλοκή είναι εμπνευσμένα από μια επικαιρότητα που βιώνεται σαν πολλαπλή κρίση, από τις εκδηλώσεις συμπαράστασης σε συλληφθέντες καταληψίες ως το εμπόριο ναρκωτικών, τη σκιά της Χρυσής Αυγής, τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις με την αστυνομία ή τη μετατροπή ενός πάρκινγκ σε παιδική χαρά. Όλα αυτά θα ήταν απλώς κοινότοπα –τουλάχιστον για τον Αθηναίο αναγνώστη–, αν η ελλειπτική αφήγηση, άλλοτε ρεαλιστική κι άλλοτε ονειρική, δεν ήταν ένα πρόσχημα για να παρασυρθεί ο αναγνώστης και ο ήρωας σε μια περιήγηση στην καρδιά μιας μεσογειακής μεγαλούπολης. Ξεφυλλίζοντας τα Εξάρχεια, οι έλληνες φίλοι των κόμικς δεν μπορούν να μη θυμηθούν την Τσιγγάνικη Ορχήστρα του Γιάννη Καλαϊτζή (απ' όπου το επόμενο καρέ): ο θείος Χρήστος και η θεία Ναταλία θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στην ευρύτερη παρέα του Κώστα Φαναρτζή και της Έφης. Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που ο τότε γελοιογράφος της Αυγής άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες την περιπλάνηση του ήρωά του στην Αθήνα της μεταπολίτευσης στις σελίδες της Βαβέλ, πριν κυκλοφορήσει ο πρώτος και μοναδικός τόμος του οριστικά πια ημιτελούς αφηγήματός του από το Πολύτυπο του Χρήστου Παπουτσάκη το 1984. Τα Εξάρχεια κυκλοφόρησαν στη Γαλλία από τον ιστορικό οίκο Futuropolis που αποτελεί πλέον τμήμα των ακόμα πιο ιστορικών εκδόσεων Gallimard. Η απόσταση ανάμεσα στο σκληρό ασπρόμαυρο σχέδιο, χωρίς φωτοσκιάσεις, της Τσιγγάνικης Ορχήστρας και τις εξπρεσιονιστικές σέπια σελίδες των Εξαρχείων είναι εκείνη που χωρίζει την εποχή του (À Suivre) από το σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμικς. Άλλωστε, οι αναφορές των κεντρικών ηρώων, που και στις δύο περιπτώσεις είναι ομότεχνοι των δημιουργών τους, στην τέχνη τους, είναι χαρακτηριστικές: μια ηρωίδα προτείνει στον Νίκο να ζωγραφίσει στην παιδική χαρά της γειτονιάς, «κάτι πολύχρωμο για τα παιδιά... τίποτα ζωάκια... έναν Τοτόρο ή κάτι τέτοιο»· τρεις δεκαετίες νωρίτερα, πίσω από το ταξί που έφερνε τον Κώστα στο Τουρκολίμανο, διακρινόταν ανάμεσα στα κατάρτια των πλοίων ο Κόρτο Μαλτέζε. Πιο σημαντική είναι ίσως η διαφορά στη στάση των ηρώων και των δημιουργών απέναντι στην πόλη και τα όσα διαδραματίζονται στο ντεκόρ των εικονογραφημένων περιπετειών τους. Ο Καλαϊτζής ανήκει σε μια γενιά που δεν δίσταζε να σαρκάσει τον εαυτό της και τις καταβολές της, τους ήρωές της και τις στρατεύσεις της, όπως άλλωστε ο θείος Νίκος που αντιμετωπίζει την αρρώστια και τον θάνατο με στωικό χιούμορ. Ο δημιουργός των Εξαρχείων ανήκει σε μια γενιά με παραπλήσιες ανησυχίες αλλά αισθητά διαφορετική ιδιοσυγκρασία· αντί για τη διφορούμενη αποστασιοποίηση που απορρέει σχεδόν αυτόματα από τα αφηγηματικά ρεφλέξ ενός επαγγελματία χιουμορίστα, φαίνεται να επιλέγει να παρουσιάσει το αστικό τοπίο που απεικονίζει, σαν αυτό που μια σύγχρονη αριστερά αποκαλεί zone à défendre: στην εποχή των Εξαρχείων, το κέντρο της πόλης της Τσιγγάνικης Ορχήστρας είναι μια διατηρητέα εστία αντίστασης... Τρεις δεκαετίες χωρίζουν αυτά τα δύο εντυπωσιακά πρωτόλεια και οι όποιες συγγένειες και διαφορές τους αποτελούν τμήμα της ιστορίας του ιδεολογικού χώρου στον οποίο εγγράφουν οι δημιουργοί τα έργα τους –ο οποίος ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον ιδεολογικό χώρο στον οποίο εγγράφονται τα Εξάρχεια των Εξαρχείων–, της ιστορίας της τέχνης τους και κυρίως της ιστορίας της πόλης που απεικονίζουν, δίνοντάς της μια θέση στον μεγάλο άτλαντα των υπαρκτών και ανύπαρκτων μεγαλουπόλεων που έχουν αποτελέσει το σκηνικό ή την αφετηρία για τις περιπέτειες των ηρώων των κόμικς, από τη Νέα Υόρκη ενός Ουίλ Άισνερ και το Παρίσι ενός Ζακ Ταρντί ως τη Λιμνούπολη του Καρλ Μπαρκς ή τις Σκοτεινές Πόλεις των Πέετερς και Σκόιτεν. Αν η Τσιγγάνικη Ορχήστρα ήταν μια νυχτερινή οδύσσεια χωρίς Ιθάκη στους δρόμους της Αθήνας, τα Εξάρχεια είναι μια ποιητική εξερεύνηση του ερέβους στην καρδιά της. Πηγή (Το άρθρο υποτίθεται ότι περιλαμβάνει και άλλες εικόνες, αλλά δεν φαίνονται στην ιστοσελίδα) Για την έκδοση μπορείτε να δείτε και το bedetheque.
  5. Τα διονυσιακά και πρωτοπόρα κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή Στην Τσιγγάνικη Ορχήστρα, ο σκιτσογράφος – πρωταγωνιστής περιφέρεται στην Αθήνα της μεταπολιτευτικής περιόδου, δίπλα σε Ντάτσουν και μέλη κομματικών οργανώσεων, στη σκιά του Αρη, «ακούγοντας» Διονύση Σαββόπουλο Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Ηταν γνωστός κυρίως ως πολιτικός γελοιογράφος. Τα ρηξικέλευθα σκίτσα του επί σχεδόν πενήντα χρόνια δημοσιεύονταν σε πληθώρα εντύπων της Αριστεράς. Ομως, παράλληλα, ήταν και δημιουργός κόμικς. Και το έργο που αφήνει πίσω του είναι μοναδικό. Οταν πριν από περίπου δύο χρόνια ξεκινούσαμε αυτό το ένθετο τετρασέλιδο για τα κόμικς, ο Γιάννης Καλαϊτζής ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. Η συμβολή του σε ιδέες και προτάσεις ήταν καθοριστική. Οταν είχαμε δυσκολίες τον συμβουλευόμασταν πάντα. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να καταθέσει τις απόψεις του, να επαινέσει όταν τον ικανοποιούσε το αποτέλεσμα αλλά και να ασκήσει καλόπιστη, πολλές φορές σκληρή, κριτική. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα καταφέρουμε να πούμε όλα όσα θα θέλαμε σε τέσσερις μόνο σελίδες. Αλλωστε τις τελευταίες ημέρες, μίλησαν πολλοί και πολλές για κάθε πτυχή του πολύπλευρου έργου του. Το «Καρέ Καρέ» είναι σήμερα εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στα κόμικς του συνάδελφου, συνεργάτη, δάσκαλου, καλλιτέχνη,και μοναδικού δημιουργού, Γιάννη Καλαϊτζή (1945-2016) Αριστερά η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» (Εκδόσεις Πολύτυπο, 1984). Δεξιά, εξώφυλλο του περιοδικού «Eψιλον» με σκίτσο του Καλαϊτζή (1994) Στην πρώτη σελίδα της Τσιγγάνικης Ορχήστρας, στο πρώτο πρώτο καρέ φιγουράρει ένα Ντάτσουν με την επιγραφή «Ιχθυεμπορικόν – έδρα Οινόφυτα» ως σύμβολο των πρώτων ετών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που πάσχιζε να ισορροπήσει ανάμεσα στη φενάκη της εισόδου της στην ΕΟΚ και τη βαλκανική της καταγωγή και μοίρα. Στα επόμενα οκτώ καρέ, ο πρωταγωνιστής Κώστας Φαναρτζής, σκιτσογράφος στη «Σημαία – καθημερινή εφημερίδα του λαού», φορά ένα λευκό πουκάμισο και καπνίζει, περιμένοντας τον καφέ του. Και ξαφνικά στο ένατο καρέ και για όλο το υπόλοιπο βιβλίο, το πουκάμισο χωρίς κανέναν προφανή λόγο μεταμορφώνεται σε μαύρο. Δεν χρειάζεται να επιχειρήσει κάποιος να ερμηνεύσει αυτή την αλλαγή. Ετσι βόλευε τον δημιουργό της, έτσι έκρινε ότι εξυπηρετεί τις αισθητικές του απαιτήσεις, έτσι έπραξε. Και έτσι έπραττε ο Γιάννης Καλαϊτζής σε όλα του τα κόμικς. Εστηνε πανηγύρια με εικόνες και λέξεις που παρέπεμπαν σε διονυσιακά γλέντια. Εκεί που η λογική δίνει, συχνά, τη θέση της στο παραλήρημα, στην πνευματική και σωματική απελευθέρωση από κάθε σύμβαση. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν μελετημένα με αυστηρότητα και μεστά σενάρια. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Αντιθέτως. Στα κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή το ένα συμβαδίζει με το άλλο. Το επιβεβαιώνουν η απολλώνια σοβαρότητα και η προσήλωσή του όταν δημιουργούσε σε συνδυασμό με το γκροτέσκο και καρναβαλικό στοιχείο που αποτύπωνε. Η κυκλοφορία της Τσιγγάνικης Ορχήστρας σε ενιαίο τόμο το 1984 (εκδόσεις Πολύτυπο, μέρη της είχαν δημοσιευτεί νωρίτερα στη «Βαβέλ») δεν ήταν κάτι αναμενόμενο για την κατάσταση των ελληνικών κόμικς. Σε μια εποχή που ο όρος graphic novel ήταν σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα και ίσως στον περισσότερο κόσμο, μια ασπρόμαυρη «περιπέτεια» αστικής επιβίωσης στην γκρίζα μεταπολιτευτική Αθήνα, ένα road movie ανάμεσα σε διαδηλώσεις, ΜΑΤατζήδες, παλαιοπωλεία, σκυλάδικα, ξενοδοχεία ημιδιαμονής, ρυζόγαλα, ταξιτζήδες και βοσκοπούλες, έτυχε απρόσμενα αλλά απολύτως δικαιολογημένα υμνητικής υποδοχής. Με γραμμή που έφερνε στον νου τις πολυπληθείς συνθέσεις των Munoz-Sampayo και με σενάριο βγαλμένο μέσα από τη ζούγκλα της Αθήνας, υπό το βλέμμα του Βελουχιώτη, τους στίχους του Σαββόπουλου και τα συνθήματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, η Τσιγγάνικη Ορχήστρα ήταν η καταγραφή μιας ατελέσφορης απόπειρας ενός ζευγαριού να κάνει σεξ όταν δίπλα σφάζονται κοτόπουλα και, ταυτόχρονα, το ψυχογράφημα μιας πόλης που αργοπέθαινε, πιστεύοντας πως έτσι συντηρεί το φολκλόρ για να έλκει τους τουρίστες. Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης (Εκδόσεις Ars Longa, 1990) και ο Τυφών (Εκδόσεις Κώμος, 1997) Το 1990, κάνει την εμφάνισή του το επόμενο έπος του Καλαϊτζή, το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης (εκδόσεις Ars Longa). Το θέατρο της δράσης μεταφέρεται στη Σαντορίνη, διακόσια τόσα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και πρωταγωνιστές είναι ο Αλέκος ο Τράκας, ένας «κάλπης» άρχοντας, κι ο Καράμπαμπας, δούλος κι αφέντης του εαυτού του σε μάταιη αναζήτηση του made in Greece άγιου δισκοπότηρου. Ο πρώτος σχεδιάζεται με πρότυπο τον, μεσουρανούντα τότε, ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο και ο δεύτερος είναι ένα υβρίδιο του Στέλιου Καζαντζίδη και του Καραγκιόζη. Και γύρω τους αμπέλια και σταφύλια που προσφέρουν την πρώτη ύλη για το «όργιο», παπάδες που αφορίζουν, πόρνες που κολάζουν, δελφίνια που αναδύονται στον αφρό και μια οσμή πανούκλας στην ατμόσφαιρα. Στο ίδιο κλίμα, «την ίδια μέρα, ή μάλλον την ίδια νύχτα σε διαφορετικό τόπο της Σαντορίνης» του 1707, κατά τον Καλαϊτζή, διαδραματίζεται ο Τυφών (εκδόσεις Κώμος, 1997). Οι ημίγυμνες Καλλονές καβάλα στους γαϊδάρους του εξωφύλλου προδιαθέτουν για το περιεχόμενο. Ενα νέο δίδυμο, ο Καπετάν Γκρέκο και ο Γκογκόσης, και δίπλα τους αδίστακτοι κυνηγοί αρχαιοτήτων επιδίδονται «σε μια πλειοδοσία κυνισμού και αρπαγής» με αντίπαλό τους «το φρικτότερο τέρας που γέννησε ποτέ η γη: τον Τυφώνα». Ο Τζελεπή-Γιαννάκης, η μάγισσα Τζατζαμίλια, ο καλόγερος Ταντέους Στάνισλας, ο Κολαούζος και πάνω απ’ όλους, ο γενίτσαρος Σουλεϊμάν Σαλίκ με το πρόσωπο του Περικλή Κοροβέση, αγαπημένου φίλου του Καλαϊτζή, μπλέκονται σε μια περιπέτεια χωρίς τέλος, την ώρα που σκάει το ηφαίστειο «εκεί που σμίγουν τα νερά με τους παλιούς κουρσάρους». Στο Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης, ο Αλέκος Τράκας κι ο Καράμπαμπας αψηφούν την πανούκλα Εκτός από τα μεγάλου μήκους κόμικς όμως, ο Γιάννης Καλαϊτζής φιλοτέχνησε και μια σειρά από μικρότερα, όχι λιγότερο σημαντικά. Το Πέλαγος της Μποτίλιας στο «9» της «Ελευθεροτυπίας», το Μαρξ και Σπένσερ στη «Γαλέρα», τα Συνειρμικά Ντεκουπάζ που λάτρευε ο Μάνος Χατζιδάκις στο «Τέταρτο», τα λογοκριμένα Χαμένα Δάση, τα Εκτακτα Περιστατικά, μικρά ή μονοσέλιδα στην «Αυγή», στο «Ντέφι», στο «Αντί», στο «Ενα», στο «Εψιλον». Και τη σειρά Μπον και Βιβέρ, για την οποία είμαστε τόσο περήφανοι, εδώ στο «Καρέ Καρέ». Επειδή είναι αβάσταχτο και αμήχανα άβολο να σκέφτεσαι ορθολογικά την «τελευταία φράση» που «πρέπει» να χρησιμοποιήσεις εν είδει κατακλείδας σε ένα τέτοιο αφιέρωμα, θα χρησιμοποιήσω την πιο αυθόρμητη σκέψη μου. Γιάννη, σε ευχαριστούμε για το έργο που μας πρόσφερες. Θα είναι για πάντα αξέχαστο. Οπως αξέχαστος θα μας μείνεις κι εσύ. Περισσότερα κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή θα βρείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα: http://gianniskalaitzis.gr/index.php/comics Ο Γκογκόσης του Τυφώνα, μια φαινομενικά λούμπεν φιγούρα, είναι πιο θαρραλέος και ευθύς από τον εσμό που τον περιτριγυρίζει Επιτρέψτε μου και κάτι προσωπικό που άπτεται του δημοσίου, πέρα από τις ατέλειωτες προσωπικές στιγμές που θα κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου με ατέλειωτη αγάπη προς τον άνθρωπο και δέος προς το έργο του. ▪ Οταν χτύπησε το τηλέφωνό μου, στις αρχές του 2005 και άκουσα τον Γιάννη να μου ζητά να συναντηθούμε γιατί σκέφτεται να δημιουργήσει ένα νέο περιοδικό, δεν μπορούσα καν να φανταστώ αυτά που θα ακολουθούσαν. Η «Γαλέρα» υπήρξε ένα μοναδικό κι ανεπανάληπτο, απολύτως ανεξάρτητο από κάθε διαπλοκή, συνεργατικό εγχείρημα. Μια σύμπραξη λόγου και εικόνας, κειμένων και κόμικς, ρεπορτάζ και γελοιογραφιών που άφησε εποχή. Γιάννη, σε ευχαριστώ που με έκανες μέλος αυτής της κωπηλατικής ομάδας προς τις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Μπορεί να μη φτάσαμε μέχρι το τέλος αλλά, όπως πάντα, το ταξίδι ήταν συναρπαστικό. ▪ Τον Νοέμβριο του 2008, κανονίστηκε η ραδιοφωνική εκπομπή Γαλέρα στους Πέρα Κάμπους (καπετάνιος ο Γιάννης Καλαϊτζής και δίπλα του οι Νίκος Κουνενής, Μελίνα Χαριτάτου, Αλέκα Ζουμή, Νέστορας Πουλάκος και ο γράφων) στο «Κόκκινο» (σε έναν αγωνιστικό και αντιπολιτευόμενο τότε, απολύτως διαφορετικό από τον σημερινό κυβερνητικό ραδιοσταθμό). Η έναρξη ορίστηκε για τις 7 Δεκεμβρίου. Σε συνεργασία με τους αείμνηστους Γιώργο Ανανδρανιστάκη και Βαγγέλη Βέκιο, διευθυντικά στελέχη του σταθμού, συμφωνήθηκε οι πρώτες εκπομπές να είναι μαγνητοφωνημένες. Επειτα από ατέλειωτες, εξοντωτικές ηχογραφήσεις και δοκιμές όλα ήταν έτοιμα. Και ξαφνικά, λίγες ώρες πριν από την έναρξη, πέφτει νεκρός ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και ξεκινούν τα εξεγερσιακά σύγχρονα Δεκεμβριανά. Ολες οι ηχογραφήσεις πήγαν στα σκουπίδια και η εκπομπή έγινε live. Δεν ξαναηχογραφήσαμε ποτέ. Πηγή
  6. ALL ABOUT COMICS 8 ελληνικά κόμικς που πρέπει να έχεις στην βιβλιοθήκη σου Από το Manifesto του Ηλία Κυριαζή στο Logicomix και τη Τσιγκάνικη Ορχήστρα «Manifesto»του Ηλία Κυριαζή Ξεκίνησε ως σειρά που κυκλοφορούσε κάθε βδομάδα στο περιοδικό «9» και εκδόθηκε ολόκληρο το 2005 από την «Ελευθεροτυπία». Αφηγείται την ιστορία του Βίκτωρα, ενός νεαρού καλλιτέχνη που ζει και ερωτεύεται στην Αθήνα των ’00s. Ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα ελληνικά κόμικς από τη στιγμή που εμφανίστηκε μέχρι και σήμερα. > Παρουσίαση «Blast Comics» - Ανθολογία Μια ανθολογία κόμικς που κυκλοφόρησε από την Giganto το 2007 με διεθνή χαρακτήρα. Ένας τεράστιος τόμος με συμμετοχές περισσότερων από 20 ανερχόμενων δημιουργών κόμικς από όλο τον κόσμο. Ο καθένας τους έδινε τη δική του εκδοχή του κόσμου των υπερηρώων. > Παρουσίαση / Dark Chris «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή Θεωρείται το πρώτο ελληνικό graphic novel. Κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1984. Ο Καλαϊτζής γράφει πως: «Πρόκειται για μια ιστορία περιπλάνησης στη νυχτερινή Αθήνα της Μεταπολίτευσης, απομίμηση εκείνου του κύματος ταινιών ιδανικής αλητείας τις οποίες ο θυμόσοφος τεχνικός του ελληνικού σινεμά, ο Ανανίδης, χαρακτήριζε ως εξής: “Και περπατάει και περπατάει και περπατάει…”». > Παρουσίαση «Show Business» του Αρκά Ξεκαρδιστικός Αρκάς από το 1985 και τις εκδόσεις Γράμματα. Αφορά τις κωμικοτραγικές περιπέτειες του καλλιτέχνη Χλέμπουρα και της αρκούδας του Βαγγέλη, όταν τα βάζουν με τη Θέκλα, το κορίτσι με τα μούσια, και τους βοηθούς της. Φυσικά, όλα τα πληρώνει ο άμοιρος Γαβρίλης. Φοβερός χαρακτήρας ο Ασώματος. > Παρουσίαση της αρχικής έκδοσης του 1983 από την Ars Longa «Φανούρης Άπλας» των Δερβενιώτη, Βανέλη, Καλαϊτζή Οι περιπέτειες του Φανούρη Άπλα. Άλλοτε ψάχνει το φάρμακο για τη φαλάκρα μέσα στη δίνη της γραφειοκρατίας των δημόσιων υπηρεσιών και άλλοτε περνάει μέρες άγριου κέτερινγκ. Σουρεαλισμός και ειρωνεία για την ελληνική πραγματικότητα των ’90s, τη δεκαετία που εκδόθηκε από τη ΜΑΜΟΥΘ. > Παρουσίαση «Ο Μικρός Κθούλου» του Γιώργου Τσούκη O Κθούλου είναι ένας μαθητής δημοτικού με υπαρξιακά προβλήματα που του αρέσει η μέταλ μουσική. Λόγω της αποκρουστικής μορφής του –είναι ένας τέρας σαν αυτά του H.P. Lovecraft– κανείς δεν φαίνεται να τον καταλαβαίνει και να τον αγαπάει. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1998 στο περιοδικό «Metal Invader». > Παρουσίαση της αρχικής έκδοσης «Η Χωματερή» του Λέανδρου Εκδόθηκε το 2007 από την «Ελευθεροτυπία». Οι πρωταγωνιστές της δεν είναι άνθρωποι αλλά σκουλίκια, έντομα, γλάροι, ποντίκια και καρχαρίες που ζουν σε έναν σκληρό βιομηχανικό πολιτισμό που παράγει μόνο σκουπίδια. Καυστικό χιούμορ και πολιτική αλληγορία που σήμερα φαντάζει προφητική. > Παρουσίαση Logicomix των Δοξιάδη, Παπαδημητρίου, Παπαδάτο, Di Donna Εκδόθηκε στα ελληνικά το 2008 από τον Ίκαρο, αν και γράφτηκε αρχικά στα αγγλικά. Ένα «εικονο-ιστόρημα», όπως το χαρακτηρίζουν, που εξιστορεί τη ζωή του μαθηματικού Μπέρναντ Ράσελ. Γνώρισε απρόσμενη επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έχει κυκλοφορήσει σε 14 χώρες του κόσμου. > Παρουσίαση Το εν λόγω άρθρο αποτελεί μέρος ευρύτερου κομιξικού αφιερώματος της LiF0 εν όψει του Comicdom Con 2014. Τα άλλα άρθρα: ~Η Αθήνα έχει λέσχη φίλων του Κόμικ! ~Κόμικς γένους θηλυκού ~10 Έλληνες δημιουργοί κόμικς που πρέπει να γνωρίζεις ~Τα κομιξάδικα της Αθήνας! ~Comicdom Con 2014: Η μεγάλη γιορτή των Κόμικ
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.