Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'στα μυστικα του βαλτου'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Από την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως και τα μπλε εξώφυλλα που κρέμονταν στα περίπτερα της δεκαετίας του ’60, έως τη σύγχρονη απεικόνιση των ληστών στις αρχές του 20ού αιώνα και από τον Flash ως τον Black Panther. O Βέλγος δημιουργός κόμικς Ζορζ Προσπέρ Ρεμί, γνωστός με το ψευδώνυμο Ερζέ (Hergé). Δημιούργησε τη σειρά κόμικς με ήρωα τον Τεντέν, η πρώτη ιστορία του οποίου δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1929 στο παιδικό έντυπο Le Petit Vingtième. H τέχνη των κόμικς, όπως άλλωστε και όλες οι μορφές τέχνης, έχει μια μακρά και πολύπλοκη σχέση με την ιστορία και τη μελέτη του παρελθόντος· μια σχέση η οποία εκτείνεται από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των κόμικς έως σήμερα. Παρόλο που η αφήγηση με τη χρήση διαδοχικών εικόνων χρονολογείται από πολύ παλαιότερα, τα κόμικς με τη σημερινή τους μορφή εμφανίστηκαν ως αναγνώσματα σε συνέχειες στις εφημερίδες του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού και της συνακόλουθης εμπορευματοποίησης της δημόσιας σφαίρας. Αποτέλεσμα των τεράστιων αλλαγών στη μορφή και στο περιεχόμενο του Τύπου, και ιδίως της ανάδυσης της εντυπωσιοθηρικής δημοσιογραφίας και του ταμπλόιντ, αρχικά χρησίμευσαν ως άλλο ένα μέσο για τη δημιουργία μιας σταθερής σχέσης αναγνώστη και εφημερίδας, αλλά σύντομα αυτονομήθηκαν, αποτελώντας αντικείμενο αυτοτελών εκδόσεων στις αρχές του 20ού αιώνα. Όπως συμβαίνει με κάθε «αναπαράσταση» του παρελθόντος, η σχέση των κόμικς με το παρελθόν είναι πολυεπίπεδη. Από τη μία πλευρά, τα κόμικς συνομιλούν με την ιστορία, αρδεύουν περιεχόμενο και εικόνα από το παρελθόν και τις ιστοριογραφικές του επεξεργασίες, συνομιλούν με την τρέχουσα ιστορική παραγωγή, τις αντιλήψεις για το παρελθόν. Ο Αστερίξ και οι περιπέτειές του βασίστηκαν σε ένα σύνολο ιστορικών γνώσεων – προφανώς με συνεχείς αναγωγές στο σήμερα – γύρω από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τους λαούς της. Από την άλλη πλευρά, τα κόμικς αποτελούν μάρτυρες της εποχής τους, αποτυπώνουν, ακόμη και αν μιλούν για το παρελθόν, το σήμερα των δημιουργών τους, τις σύγχρονές τους αντιλήψεις και πραγματικότητες. Ο Λοχαγός Μαρκ και ο αγώνας του σε συνεργασία με έναν Ινδιάνο για την ανεξαρτησία των ΗΠΑ από τους Άγγλους αποικιοκράτες, ένα κόμικ που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στο κοινό της δεκαετίας του ’60, είναι προϊόν των συζητήσεων και των κινημάτων που γέννησε η συγκεκριμένη εποχή. Εάν από τη μία πλευρά τα κόμικς είναι πλούσιες πηγές για την εποχή που δημιουργούνται αλλά και για την ιστορική αντίληψη των δημιουργών και των συγκαιρινών τους, παράλληλα αποτελούν ένα μοναδικό μέσο διάχυσης αντιλήψεων και εικόνων του παρελθόντος. Προσανατολισμένα παλαιότερα κυρίως σε ένα παιδικό και νεανικό κοινό, αλλά πιο πρόσφατα και σε μεγαλύτερες ηλικίες, αποτελούν ένα από τα πιο ισχυρά μέσα διάχυσης αυτού που θα ονομάζαμε ποπ ιστορική κουλτούρα. Αξίζει να δούμε αυτή την πολύπλοκη σχέση μέσα από δύο παραδείγματα, εκείνα των υπερηρωικών κόμικς και των graphic novels. Εξώφυλλο τεύχους των Κλασσικών Εικονογραφημένων. Το τεύχος έχει τίτλο Η ηρωίδα της Επαναστάσεως και αποτελεί διασκευή του ομότιτλου έργου το οποίο έγραψε ο Στέφανος Ξένος και κυκλοφόρησε το 1852. Τα κόμικς των υπερηρώων Το 1938 γεννήθηκε το πρώτο περιοδικό κόμικς με τη σύγχρονη έννοια, το θρυλικό πρώτο τεύχος του Action Comics (1938) που εισήγαγε τον Superman, έναν εξωγήινο μετανάστη που απηχούσε με τη διπλή του ταυτότητα τους προβληματισμούς των Εβραίων δημιουργών του. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι ανάλογοι χαρακτήρες βασισμένοι στα αρχέτυπα της ποπ κουλτούρας, με πιο γνωστό παράδειγμα τον Batman (1939), μια ενισχυμένη εκδοχή των ντετέκτιβ από την έντυπη, ραδιοφωνική και κινηματογραφική αστυνομική μυθοπλασία της δεκαετίας του 1930. Η εμφάνιση των υπερηρώων στην ποπ κουλτούρα, αν και αρχικά απηχούσε κοινωνικές ανησυχίες της περιόδου του Κραχ του 1929, σύντομα σημαδεύτηκε από τον πατριωτικό πυρετό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διάστημα κατά το οποίο η δημοφιλία του συγκεκριμένου είδους εκτοξεύτηκε. Μετά από μια περίοδο κάμψης, όπου τη θέση των υπερηρώων πήραν άλλα είδη ποπ αφηγήσεων (κόμικς γουέστερν, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας, κ.ο.κ.), το είδος επανεμφανίστηκε δυναμικά στη δεκαετία του 1960, πρωτοπορώντας μορφολογικά, αφηγηματικά και ως προς το περιεχόμενο: η ανάδειξη της Marvel – μιας εκ των δύο μεγαλύτερων εταιρειών κόμικς μέχρι σήμερα, μαζί με το αντίπαλο δέος, την DC – στην κορυφή της αγοράς της εποχής εδραζόταν αφενός στις τεχνικές σύνδεσης με το αναγνωστικό κοινό και στη γέννηση νέων δημοφιλών χαρακτήρων και αφετέρου στην είσοδο των ηρώων στη σφαίρα του πραγματικού κόσμου. Τα εργασιακά και συναισθηματικά προβλήματα του νεαρού Spider-Man συνυπήρχαν με την απόπειρα των Fantastic Four να εξισορροπήσουν τη ζωή τους ανάμεσα στην οικογένεια, στην επιστήμη και στις εξωγήινες απειλές· ο αλκοολικός μεγιστάνας Iron Man αποτελούσε την αιχμή του δόρατος των ψυχροπολεμικών ΗΠΑ στη μάχη εναντίον του κομμουνισμού ή μεταφορών γι’ αυτόν, ενώ ο αναγεννημένος Captain America – που στην πρώτη του εμφάνιση το 1941 γρονθοκοπούσε τον Χίτλερ – ενσάρκωνε την αμερικανική ιδεολογία και ταυτόχρονα έψαχνε τη θέση του στον νέο μεταπολεμικό κόσμο· λίγο αργότερα ο Black Panther, ο πρώτος μαύρος υπερήρωας, έγινε ένα ισχυρό σύμβολο του κινήματος των Αφροαμερικανών. Λόγω της αξιοσημείωτης συνέχειάς τους μέσα στον χρόνο, τα υπερηρωικά κόμικς είναι ταυτόχρονα μια πολύτιμη ιστορική πηγή αλλά και ένα βαρόμετρο της ποπ κουλτούρας γενικά, και της ιστορικής κουλτούρας ειδικότερα, των δυτικών παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Εδώ και 15 χρόνια, οι κινηματογραφικές μεταφορές υπερηρωικών κόμικς έχουν καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά προϊόντα στην παγκόσμια αγορά, συνδιαμορφώνοντας τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος για εκατομμύρια ανθρώπους. Από τη δεκαετία του 1940, οι υπερήρωες είχαν εμφανιστεί, με περισσότερη ή (συνήθως) λιγότερη επιτυχία, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ένα από τα διαχρονικά ισχυρότερα στούντιο του Χόλιγουντ, η Warner Bros, εξαγόρασε την DC, ιδίως μετά την επιτυχία του τηλεοπτικού Batman. Από το 2008 μέχρι σήμερα, όμως, και έχοντας αποφύγει οριακά τη χρεοκοπία τη δεκαετία του 1990, η Marvel κατόρθωσε να δημιουργήσει κάτι πρωτόγνωρο: ένα δίκτυο δεκάδων αλληλοσυνδεόμενων ταινιών και σειρών, που η DC προσπαθεί ασθμαίνοντας, και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να ακολουθήσει· ένα δίκτυο με τόσο μεγάλη δυναμική από άποψη κερδών και κυριαρχίας, ώστε το 2009 η Marvel εξαγοράστηκε από την υπερδύναμη της ποπ κουλτούρας Disney. Οι αναπαραστάσεις του ναζισμού και του Ψυχρού Πολέμου στη σειρά ταινιών Captain America, η μείξη στοιχείων της αρχαιότητας με το σκηνικό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην κινηματογραφική Wonder Woman και η απεικόνιση της αποικιοκρατίας στο Black Panther δημιουργούν εικόνες, ήχους, αισθητικά πρότυπα και ερμηνευτικές προτάσεις στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις παγκόσμιες αναπαραστάσεις του αμερικανικού παρελθόντος στα γουέστερν και από τις τεράστιες κινηματογραφικές παραγωγές ιστορικού περιεχομένου του 20ού αιώνα. Η φύση αυτών των ιστορικών ερεθισμάτων είναι, βέβαια, ένα μεγάλο θέμα συζήτησης, όχι επειδή βασίζονται σε χάρτινους υπερήρωες, αλλά επειδή κυριαρχούν σε τόσο μεγάλο βαθμό και τείνουν να απορροφήσουν ή να εκτοπίσουν κάθε διαφορετική αφήγηση. Σελίδα από το graphic novel Ζητιάνος του Canellos Cob, που βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα (Polaris, 2019). Από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα στα graphic novels To 1941 κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τα Classics Illustrated, τα πρώτα περιοδικά κόμικς που είχαν ως σκοπό την παρουσίαση ενός μυθιστορήματος σε ένα τεύχος. Η σύμβαση που χαρακτήρισε τη δημιουργία τους ήταν ο περιορισμός του σεναρίου στην πλοκή και η απόδοση των περιγραφικών μερών μέσω της εικόνας. Στόχευαν κυρίως στο παιδικό και νεανικό κοινό, θέλοντας να του προσφέρουν ψυχαγωγία μαζί με μόρφωση. Η επιτυχία τους οδήγησε στη μεταφορά τους και σε άλλα εθνικά περιβάλλοντα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν το 1951 από τις εκδόσεις Ατλαντίς των αδελφών Πεχλιβανίδη, οι οποίες ειδικεύονταν στο παιδικό και σχολικό βιβλίο. Πέρα από τη διασκευή γνωστών ελληνικών μυθιστορημάτων, λ.χ. Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στέφανου Ξένου, η σειρά βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε διασκευές ιστοριών από την ελληνική εθνική ιστορία, εκκινώντας από την αρχαιότητα. Ιστορίες που αναλάμβαναν να μετατρέψουν σε σενάριο γνωστοί λογοτέχνες της εποχής όπως ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη. Η εκδοτική επιτυχία του εγχειρήματος ήταν τεράστια, όπως και η δημοφιλία της σειράς, μια δημοφιλία που επιβεβαιώθηκε και από την επανέκδοσή της από την Καθημερινή λίγα χρόνια πριν. Αξίζει λίγο να το σκεφτούμε αυτό· η διάχυση και η πρόσληψη μιας σειράς κειμένων και εικόνων, οι οποίες σε μια κρίσιμη περίοδο διχασμού έφτιαχναν ένα κοινό ηρωικό παρελθόν, βασισμένο σε παραδοχές όπως η πίστη στην πατρίδα, η ανδρεία, η μπέσα κ.ά. Οι στερεότυπες εικόνες του παρελθόντος, βασισμένες σε μια μακρά παράδοση αναπαραστάσεων της εθνικής ιστορίας, υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της ιστορικής κουλτούρας των συγκαιρινών τους, ακόμη και αν προέρχονταν από αριστερούς κατά τεκμήριο δημιουργούς. Στη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε διεθνώς ένας νέος όρος, το «graphic novel», για να δώσει κύρος σε μια μορφή τέχνης που είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό τη δύναμή της, είχε δει τα έσοδά της να μειώνονται και είχε κατηγορηθεί συστηματικά για την υποτιθέμενη «διαφθορά της νεολαίας». Αυτή η «σοβαρή» στροφή των κόμικς, αν και τους αφαίρεσε ενίοτε στοιχεία από τη διασκεδαστική τους φύση, παρήγαγε αριστουργήματα της 9ης τέχνης και τους έδωσε την ευκαιρία να μπολιαστούν με νέες προβληματικές. Στην Ελλάδα, όπου η παραγωγή κόμικς ήταν μικρή και περιορισμένη σε συγκεκριμένους κύκλους με ελάχιστες εξαιρέσεις, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια επανεπεξεργασία του εθνικού (πραγματικού ή μυθολογικού) παρελθόντος μέσα από μια πληθώρα κομιξικών ειδών: από την έκδοση graphic novels με διασκευές επιφανών λογοτεχνικών κειμένων (Ερωτόκριτος, Τα μυστικά του βάλτου, Ο ζητιάνος, Παραρλάμα, κ.ά.) μέχρι την πλαισίωση της ελληνικής ιστορίας μέσα από τους κώδικες του ποπ, του νουάρ, του φανταστικού ή του υπερηρωικού (Μυθοναύτες, Ληστές – Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα, Μυστήρια πράματα, πληθώρα κόμικς στο βραχύβιο, δυστυχώς, περιοδικό Μπλε Κομήτης κ.ά.). Ένα ιστορικό παρελθόν που κάποτε προσεγγίζεται από κάποιον επαγγελματία ιστορικό ή ερευνητή, ο οποίος γράφει και το σενάριο, ή πολύ συχνά από τον ίδιο τον δημιουργό των κόμικς, ο οποίος συνθέτει το σύνολο του έργου, συνομιλώντας κάποτε με εντυπωσιακό τρόπο με τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Από το graphic novel των Παναγιώτη Πανταζή – Γιάννη Ράγκου, Στα μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (Polaris, 2018). Από το χάρτινο κόμικ στο διαδίκτυο Εάν όσο περνάει ο καιρός η ισχύς του χάρτινου κόμικ μειώνεται σε έναν ψηφιοποιημένο κόσμο, οι εικόνες που προέρχονται από αυτό γίνονται όλο και πιο ηγεμονικές μέσω της διάχυσής τους από μέσα όπως ο κινηματογράφος ή το διαδίκτυο. Λογοτεχνία, κινηματογράφος, μουσική, κόμικς συγκροτούν από κοινού στέρεες εικόνες για το ιστορικό παρελθόν. Δεν είναι πρωτόγνωρο. Η ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας του 19ου και του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε μέσα από την ώσμωση διαφορετικών ειδών που άρδευαν από το παρελθόν. Λαϊκά μυθιστορήματα, αναγνώσματα στον Τύπο σε συνέχειες, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα ή, για τους νεότερους, ο Αστερίξ ή ο Λοχαγός Μαρκ διαμόρφωσαν εικόνες, συγκρότησαν κοινότητες αναγνωστών. Στη σύγχρονή μας εκδοχή και με τη συνδρομή του ψηφιακού στοιχείου, του διαδικτύου και της ικανότητας των σόσιαλ μίντια να συγκροτούν κοινότητες, υπάρχει μια διαρκής, γόνιμη και δημιουργική αλληλόδραση, όπως αποτυπώνεται και στα σύγχρονα graphic novels, ανάμεσα σε επίπεδα κουλτούρας που παλαιότερα γίνονταν αντιληπτά ως ασύμβατα και σε φόρμες και αφηγηματικές τεχνικές με διαφορετικές προελεύσεις. Για τον ιστορικό του μέλλοντος, τα σύγχρονα graphic novels θα αποτελέσουν έναν πολύτιμο δείκτη για τον τρόπο που διαβάστηκε στη συγχρονία το ιστορικό παρελθόν, είτε με νέες αναγνώσεις είτε με την επανάγνωση κειμένων που συγκρότησαν αυτό που θα ονομάζαμε νεοελληνικό κανόνα στην τέχνη. *Aναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας, ΕΚΠΑ **Διδάσκων Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στην έκδοση της Καθημερινής «Σελίδες Ιστορίας», τεύχος 3 Ιούνιος-Αύγουστος 2023. Και το σχετικό link...
  2. Μια χορταστικότατη συνέντευξη του σεναριογράφου των Ερωτόκριτος, Στα μυστικά του βάλτου και Ληστές στη Lifo ==== Γιάννης Ράγκος: Ο δημοσιογράφος που μελετά τα ελληνικά εγκλήματα των τελευταίων δύο αιώνων «Πάντα με είλκυαν, όχι μόνο στην πραγματική ζωή αλλά και στα διαβάσματά μου, οι ιστορίες ανθρώπων με τραγικό πεπρωμένο». M. HULOT 8.12.2020 Ο Γιάννης Ράγκος είναι βέρος Αθηναίος και κάτοικος του ιστορικού κέντρου εδώ και χρόνια. Είναι δημοσιογράφος από πολύ νεαρή ηλικία – έχει εργαστεί ως έμμισθος ή freelance δημοσιογράφος σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και blog/sites, καλύπτοντας ποικίλα ρεπορτάζ. Έχει συνεργαστεί με μερικές από τις πιο δημοφιλείς σειρές της ελληνικής τηλεόρασης και από το 2000 είναι συγγραφέας λογοτεχνικών βιβλίων, βιβλίων έρευνας, αλλά και ταξιδιωτικών οδηγών. Με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο έκαναν τη σεναριακή διασκευή για το graphic novel «Ερωτόκριτος», σε σχέδια του Γιώργου Γούση, το οποίο απέσπασε πέντε βραβεία (Καλύτερο Κόμικ, Καλύτερο Σχέδιο, Καλύτερη Καλλιτεχνική Επιμέλεια, Καλύτερο Σενάριο και Καλύτερο Εξώφυλλο) στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2017, καθώς και για το κόμικ «Στα μυστικά του βάλτου», σε σχέδια Παναγιώτη Πανταζή. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το «Ληστές – Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα», συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Γιώργο Γούση, και ξαναδουλεμένο το «Μυρίζει Αίμα», το non-fiction crime novel που είχε κυκλοφορήσει το 2008. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αστυνομικών Συγγραφέων (IACW). — Με τον Γιάννη Ράγκο, τον ήρωα της Επανάστασης, έχεις συγγένεια; Είναι μακρινός πρόγονός μου. Μάλιστα, έχω όλο το αρχείο του, που έχει κυκλοφορήσει σε μια έκδοση από το Εθνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, αλλά είναι πολύ μακρινή η καταγωγή. Ήταν από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας, είχε το αρματολίκι εκεί και ήταν αντίπαλος και αντίζηλος του Καραϊσκάκη. Έγινε και στρατηγός μετά. — Γιατί έγινες δημοσιογράφος; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία, αλλά θα σου πω πώς το αποφάσισα. Το 1981, όταν έγιναν οι σεισμοί στις Αλκυονίδες, είχαν οι γονείς μου κάποιους φίλους με εξοχικό έξω απ' την Κόρινθο, στο Βραχάτι. Πήγαμε, λοιπόν, μια βόλτα όλοι μαζί να δουν σε τι κατάσταση ήταν το σπίτι τους, και επειδή η περιοχή είχε πληγεί πάρα πολύ, ό,τι έβλεπα το κατέγραφα. Έκανα ένα είδος ρεπορτάζ. Τότε, στο σχολείο όπου πήγαινα, στο Παλαιό Φάληρο, βγάζαμε ένα μαθητικό περιοδικό και έγραψα εκεί τι είδα στο επιτόπιο ρεπορτάζ που είχα κάνει. Μου άρεσε τόσο πολύ η διαδικασία της καταγραφής και της αποτύπωσης, που στα 15 μου είπα «θέλω να γίνω δημοσιογράφος». Και πράγματι, από τα 19 μου χρόνια, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο –μπήκα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στην Πάντειο σχολή τότε–, ξεκίνησα να δουλεύω στη «Ναυτεμπορική», ως νεαρός ρεπόρτερ. Έκανα πειραϊκό και ναυτιλιακό ρεπορτάζ, ως βοηθός του συντάκτη. Μου άρεσε το στοιχείο της έρευνας, της αποτύπωσης και της καταγραφής το γεγονότος, επειδή μου άρεσαν η γλώσσα και το γράψιμο. — Κι αυτό σε οδήγησε στη συγγραφή; Το πρώτο μου βιβλίο το έβγαλα το 2000, όταν ήμουν πια 34 χρονών. Ήταν μια δημοσιογραφική έρευνα που έκανα για πέντε χρόνια, από το '94 έως το '99, για την περίφημη υπόθεση της νάρκης στον Γοργοπόταμο το '64, όταν γιορτάστηκε για πρώτη φορά η επέτειος του σαμποτάζ του '42. Τότε είχε γίνει επίσημος εορτασμός από την κυβέρνηση Κέντρου, με εκπροσώπους κομμάτων κ.λπ., και με τη λήξη του εορτασμού εξερράγη μια νάρκη στο σημείο. Σκοτώθηκαν 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 100. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι ήταν μια παλιά νάρκη από ένα ναρκοπέδιο κάτω από τη Γέφυρα του Γοργοποτάμου. Έκανα ένα θέμα στο «Ποντίκι», αλλά το υλικό που συγκεντρώθηκε ήταν τόσο πολύ, που σκέφτηκα να το κάνω βιβλίο. Αναδρομικά, μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, μπορώ να πω ότι δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, ήθελα συγγραφέας, και παραστράτησα. Ωστόσο, μου αρέσει η ερευνητική δημοσιογραφία, γι' αυτό κι έχω κάνει διάφορα ρεπορτάζ. Εκτός από πειραϊκό και ναυτιλιακό, έχω κάνει πολύ ελεύθερο, καλλιτεχνικό, πολιτικό, κοινοβουλευτικό... — Το ενδιαφέρον σου για το έγκλημα πώς προέκυψε; Δεν αγαπώ το έγκλημα ως έγκλημα, αυτό το λέω με μεθύστερη γνώση. Αυτό που διαπίστωσα είναι πάντα με είλκυαν, όχι μόνο στην πραγματική ζωή αλλά και στα διαβάσματά μου, οι ιστορίες ανθρώπων με τραγικό πεπρωμένο. Ένα γαλλικό γνωμικό λέει ότι «οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία». Ένας «ευτυχισμένος» άνθρωπος μπορεί να είναι πολύ καλά με τον εαυτό του και μπράβο του, αλλά για μένα, που τον παρατηρώ απέξω, είναι ένας πληκτικός άνθρωπος. Δεν μου λέει τίποτα. Οι άνθρωποι που μας ελκύουν το ενδιαφέρον είναι αυτοί που έχουν τις αντιφάσεις τους, που φτάνουν στα όριά τους και τα υπερβαίνουν, που δοκιμάζουν πράγματα, που έχουν δηλαδή ένα είδος τραγικού πεπρωμένου. Αυτός ήταν ο λόγος, συν η γοητεία που ασκεί η εξιχνίαση ενός μυστηρίου, το ερευνητικό στοιχείο δηλαδή, που με οδήγησε στην αστυνομική λογοτεχνία, πρωτίστως ως αναγνώστη. Η μεθοδολογία της έρευνας που ακολουθείται και στην αστυνομική λογοτεχνία από την πλευρά του ερευνητή με γοήτευε. Όταν ήμουν στην εφηβεία μου, 15-16 χρονών, και διάβαζα Άγκαθα Κρίστι, μου είπε ο πατέρας μου –που διάβαζε και ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος–, «διάβασε Χάμετ, Τσάντλερ, Χάισμιθ και Σιμενόν, κορυφαίους συγγραφείς». Και τους διαβάζω και πέφτω ξερός, μου αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος νέος κόσμος. Στα βιβλία τους υπήρχε και μια βαθιά λογοτεχνικότητα, εκτός των άλλων. Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, το ότι οι άνθρωποι που κάνουν ένα έγκλημα είναι άνθρωποι που οικειοθελώς προσχωρούν στο ταξίδι προς την κόλαση, με ενδιέφερε και άρχισα να ερευνώ υποθέσεις αληθινών εγκλημάτων. Η βασική μου εμπλοκή ξεκίνησε ως εξής. Τέλη του '90 ήμουν ένας πολύ νεαρός δημοσιογράφος – τότε δούλευα ως ξένος ανταποκριτής, ήμουν στο γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών και έκανα καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Μου γίνεται μια πρόταση από τον Πάνο τον Κοκκινόπουλο για μια εκπομπή που ετοίμαζε στον ΑΝΤ1 τότε, την περίφημη «Ανατομία ενός Εγκλήματος». Ήταν ένα concept που είχε φέρει ο Μαστοράκης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος προγράμματος του ΑΝΤ1, το docudrama, μια σειρά βασισμένη σε αληθινές ιστορίες. Ήθελαν έναν δημοσιογράφο και με ρώτησε αν με ενδιέφερε. Ήταν έγκλημα και έρευνα και με ενδιέφερε. Και αληθινές ιστορίες. Ξεκίνησα την έρευνα για να παραδώσω υλικό στους σεναριογράφους και τους σκηνοθέτες, για να μετατραπεί αυτό σε σενάριο, να γίνουν τα γυρίσματα κ.λπ., οπότε, αν και η εκπομπή ξεκίνησε το '91, εγώ δούλεψα στον ΑΝΤ1 από τα τέλη του '90 μέχρι το '95. Η σειρά έκανε πάταγο στην εποχή της, ήταν ένα concept πολύ καινούργιο για την Ελλάδα, με εξαιρετικούς συντελεστές και καστ. Δεν ήταν μόνο ο Πάνος ο Κοκκινόπουλος, ήταν κι άλλοι σκηνοθέτες σημαντικοί, και ο Πέτρος ο Μάρκαρης στο σενάριο... Υπήρχαν περιπτώσεις που χρειάστηκε να κάνω και οκτώ μήνες έρευνα για να μαζέψουμε το υλικό. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, με οδήγησε στη συγκέντρωση ενός υλικού, γύρω στις 90 με 100 υποθέσεις εγκλημάτων που διέτρεχαν όλο τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Το κριτήριό μας στην «Ανατομία ενός Εγκλήματος» ήταν να είναι υποθέσεις που έχουν τελεσιδικήσει από δικαστικής πλευράς, και για λόγους ηθικής τάξης αλλά και για λόγους τυπικής κάλυψης. Πηγαίναμε με την απόφαση του δικαστηρίου. Αν το δικαστήριο είχε καταδικάσει κάποιον, ήταν ένοχος. Το λέω γιατί υπήρχαν περιπτώσεις που οι καταδικασμένοι ένοχοι δεν είχαν αποδεχτεί ακόμα την απόφαση και όταν εμείς παρουσιάζαμε την υπόθεσή τους, μάς έστελναν επιστολές και μας έλεγαν «είμαι αθώος, γιατί με παρουσιάζεις ένοχο;». Πάντα, όμως, είχαμε τη δικαστική απόφαση ως οδηγό. Η συνεργασία με τον Πάνο Κοκκινόπουλο συνεχίστηκε το '96 και το '97 στη «Διπλή Αλήθεια», μια εκπομπή παρόμοιου χαρακτήρα στην ΕΡΤ, και το 2000-2002 στον Alpha κάναμε τον «Κόκκινο Κύκλο». Όλο αυτό το δυσεύρετο υλικό της δικής μου δεκαετούς ερευνητικής δουλειάς, δημοσιογραφικής και όχι επιστημονικής, κατέληξε να είναι 150 υποθέσεις στο αρχείο μου. Επομένως, με αυτή την έννοια ταυτίστηκα με το έγκλημα, χωρίς να έχω κάνει ποτέ μου αστυνομικό ρεπορτάζ. Και, βέβαια, σε αυτήν τη διαδικασία συνάντησα συγκλονιστικά γεγονότα, μάλιστα το μυθιστόρημα που γράφω τώρα βασίζεται σε όλο αυτό το υλικό που έχω στο αρχείο μου. Είναι ένα non-fiction novel πάλι, όπως και το «Μυρίζει Αίμα», απλώς διατρέχει πια όλο τον 20ό αιώνα. Πρέπει να σου πω το εξής: το υλικό που έχω, δηλαδή φάκελοι σε ένα μέρος της βιβλιοθήκης στο γραφείο μου, και κάθε φάκελος είναι και μία υπόθεση, περιλαμβάνει δημοσιεύματα εφημερίδων, δικαστικά έγγραφα, προανακριτικό υλικό, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις, οπτικοακουστικό υλικό που έχω πάρει από τα αρχεία των καναλιών στα οποία δούλευα, υλικό που είτε έχει παίξει είτε όχι, αμοντάριστο, που το έχω σε VHS. Αυτό το υλικό, λοιπόν, είναι πραγματολογικού ενδιαφέροντος, αφορά κάποιον που θέλει να κάνει μια μελέτη σε ένα φαινόμενο εγκληματολογικό. Έχουν έρθει πάρα πολλές φορές φοιτητές του Παντείου και της Νομικής Σχολής να πάρουν πρωτογενές υλικό για να δουλέψουν πάνω σ' αυτό. Ένας αστυνομικός συντάκτης πιθανόν να έχει ένα ακόμα μεγαλύτερο αρχείο, με τις υποθέσεις με τις οποίες έχει ασχοληθεί προφανώς, αλλά πιάνουν αυτά τα 20-30χρόνια που έκανε στο αστυνομικό ρεπορτάζ. Το δικό μου αρχείο, επειδή ήταν έτσι η φύση της δουλειάς μου, έχει επεκταθεί σε σχεδόν δύο αιώνες. Ξεκινάω από το 1830 και φτάνω μέχρι το 2005. — Από κει προέκυψαν και τα «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα»; Αυτό το βιβλίο δεν έχει μόνο εγκλήματα, είναι δημοσιογραφικό. Το 2000 κυκλοφόρησα το πρώτο μου βιβλίο και το πρώτο λογοτεχνικό το έβγαλα το 2004, τη «Στάση του Εμβρύου» – ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το 2000 είπα ότι θέλω να γίνω συγγραφέας κι εκείνη την περίοδο, που κράτησε ίσως και έναν χρόνο, έτυχε να λυθούν κάποιες συμβάσεις εργασίας, να σταματήσουν κάποιες συνεργασίες κ.λπ. και τότε έκανα μια επιλογή – γιατί ήταν χρυσή εποχή εκείνη, και είχα φτάσει να έχω δέκα δουλειές ταυτόχρονα ως δημοσιογράφος. Έβγαζα σχεδόν τρεις φορές περισσότερα απ' όσα χρειαζόμουν για να ζω καλά και είπα «όχι, θα περιορίσω τις δημοσιογραφικές μου δουλειές, άρα και το εισόδημά μου, για να ελευθερώσω χρόνο για να γράψω». Είμαι 35 χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος και 20 χρόνια επαγγελματίας συγγραφέας, και παρότι το βασικό μου εισόδημα προέρχεται από τη δημοσιογραφία, αν με ρωτήσεις τι δουλειά κάνω, λέω πρώτα ότι είμαι συγγραφέας και μετά ότι είμαι δημοσιογράφος πια. Επειδή αποφάσισα να μην κάνω πια ρεπορτάζ της τρέχουσας επικαιρότητας, άρχισα να κάνω άλλα θέματα, που ήταν πιο ερευνητικά και δεν απαιτούσαν τόσο πολύ χρόνο και deadlines, οπότε στράφηκα σε δύο πράγματα που μου άρεσαν πολύ και τα έκανα και νωρίτερα, το ταξιδιωτικό και το ιστορικό ρεπορτάζ, μια δημοσιογραφικού τύπου προσέγγιση σε άγνωστες πτυχές της Ιστορίας, που συνίσταται στην ανακάλυψη άγνωστων ντοκουμέντων ή μιας πτυχής ενός ήδη γνωστού γεγονότος που δεν έχει φωτιστεί πολύ, με κάποια νέα στοιχεία. Διεξάγοντας αυτά τα ρεπορτάζ, έκανα πρωτότυπες ιστορικές έρευνες για διάφορα γεγονότα που ήταν άγνωστα. Συνεργάζομαι πολλά χρόνια τώρα, δεκατέσσερα για την ακρίβεια, με την «Ιστορία Εικονογραφημένη» του Πάπυρου, που τώρα, βέβαια, έχει αλλάξει ιδιοκτησία. Είναι το παλιότερο περιοδικό που κυκλοφορεί στην Ελλάδα σήμερα, από το 1968 συγκεκριμένα. Και από αυτό το υλικό, 30 κομμάτια –πολλά θέματα, κυρίως της μικροϊστορίας, τα μικρά γεγονότα, και κάποια εγκλήματα μεταξύ αυτών–, έκανα μια επιλογή και έβγαλα το 2016 τα «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα». Είναι θέματα που στην εποχή τους έκαναν αίσθηση και έγιναν πρωτοσέλιδα, όμως στην πορεία του χρόνου ξεχάστηκαν. Επίσης, οι έρευνες για τα εγκλήματα που έκανα πιο παλιά έχουν και το στοιχείο της ιστορικής έρευνας, διότι ένα έγκλημα, πέρα από το καθαρά αστυνομικό του κομμάτι, πώς έγινε, πώς αποκαλύφθηκε, πώς συνελήφθη ο δράστης, πόσο δικάστηκε, αποκαλύπτει όλη την εποχή του. Είναι ένας καθρέφτης της. Ακόμα και ένα έγκλημα πάθους αποκαλύπτει την εποχή του, αρκεί να θέλεις να το δεις έτσι, να ψάξεις τα στοιχεία που σχετίζονται με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έγινε το έγκλημα και με το οποίο το έγκλημα συνδέεται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Αθανασόπουλου, το 1931. Συμμετέχουν στον φόνο η γυναίκα του, η μάνα της (η πεθερά του), η υπηρέτρια και ένας ανιψιός της πεθεράς, ο Μοσκιός. Και ως ηθικός αυτουργός εμφανίζεται ο Μοσκιός, που καταδικάζεται σε ισόβια επειδή είχε ένα θέμα ψυχολογικό και έπεσε λίγο στα μαλακά. Οι γυναίκες, ενώ η πρόταση ήταν για θανατική ποινή, καταδικάζονται σε ισόβια δεσμά και μάλιστα βγήκαν το '41, με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την έναρξη της Κατοχής, επειδή μέχρι τότε οι γυναίκες θεωρούνταν ότι είχαν μειωμένο καταλογισμό! Άρα, είχαν ένα ελαφρυντικό στοιχείο και μειωνόταν η ποινή τους μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκες. Να μια αντίληψη της κοινωνίας πώς επιδρούσε στην ποινή. Είναι κοινωνικό γεγονός το έγκλημα και εντάσσεται πλήρως στην κοινωνία. Το ιστορικό ρεπορτάζ είναι αυτό που λένε οι Αγγλοσάξονες «historical feature stories». Στη δυτική Ευρώπη και στην Αμερική υπάρχουν δημοσιογράφοι που ειδικεύονται σε αυτά τα θέματα και ψάχνουν ένα θέμα και για έναν χρόνο. Εκεί όμως υπάρχουν τα μέσα που τους διαθέτουν χρόνο και χρήμα για να κάνουν μια έρευνα, γι' αυτό και γίνονται δημοσιογραφικές αποκαλύψεις συγκλονιστικές για γεγονότα που έχουν γίνει πριν από '30 και '40 χρόνια. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένο αυτό, το κάνουν κάποιοι λίγοι δημοσιογράφοι τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είναι είδος που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης. — Πες μου για τη «Στάση του Εμβρύου». Πριν από το 2000 είχα γράψει σενάρια για μικρού μήκους ταινίες που έκαναν φίλοι μου. Γύρω στο 2002 σχεδιάζαμε με έναν φίλο σκηνοθέτη να προτείνουμε μια ιδέα για σειρά σε ένα κανάλι, έπεσε η ιδέα, αλλά δεν έγινε τελικά. Είχα στο μυαλό μου αυτό το σενάριο κι ένα βράδυ που είμαστε καλεσμένοι με τη γυναίκα μου για φαγητό, γύρω στις 5 μου χτυπάει μια φλασιά και μου έρχεται όλη η ιστορία με πυρήνα αυτό που είχαμε σκεφτεί. Και γράφω πυρετωδώς 15 σελίδες. Έγραψα μια σκαλέτα σε ένα βράδυ. Κι αυτός ο σκελετός οδήγησε στο πρώτο μου μυθιστόρημα που λεγόταν «Η στάση του εμβρύου», ένα κλασικό whodunit αστυνομικό μυθιστόρημα. Υπάρχει ένας φόνος στην αρχή, υπάρχει κι ένας ερευνητής, που είναι αστυνομικός, και κάνω κι ένα tribute στον Γιάννη Μαρή, γιατί η δολοφονία γίνεται με τον τρόπο που γίνεται στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι», με ένα αγαλματίδιο με το οποίο σπάνε το κεφάλι κάποιου. Ερευνώντας την υπόθεση, ο αστυνομικός ανακαλύπτει και κομμάτια του δικού του εαυτού. Κάνει κι ένα υπαρξιακό ταξίδι ψυχαναλυτικό, και από κει προκύπτει και η στάση του εμβρύου. Είχε ατέλειες τεχνικές, αλλά είχε καλές κριτικές και το 2016 είχα την τιμή να χαρακτηριστεί ως ένα από 40 αντιπροσωπευτικότερα ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα από το 1953 μέχρι τότε. Τη χρονιά εκείνη, για την Παγκόσμια Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης βγήκε από το ελληνικό περίπτερο ένας τόμος για την ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος και είχε κι ένα αφιέρωμα στα αστυνομικά μυθιστορήματα από το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Μαρή μέχρι το 2016. Είχαν συμπεριλάβει και τη «Στάση του Εμβρύου». Το 2008 έγραψα το δεύτερο βιβλίο, το «Μυρίζει αίμα», το οποίο ξανακυκλοφόρησε τώρα... — Έχεις προσθέσει κάτι στη νέα έκδοση; Ένα 10%. Έχω αλλάξει, έχω προσθέσει κι έχω αφαιρέσει. Όταν κάνω ένα θέμα δεν σημαίνει ότι τελειώνει η προσέγγισή μου σε αυτό. Όταν ανακαλύψω μετά ένα επιπλέον στοιχείο ή πληροφορία γι' αυτό, το κρατάω και σε μια ενδεχομένως επαναδημοσίευση ή επαναπροσέγγιση του θέματος το συμπληρώνω. Η υπόθεση του «Μυρίζει αίμα» είναι βασισμένη σε αληθινό γεγονός, στην ιστορία των δύο Γερμανών, Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, που ήταν οι πρώτοι serial killers επί ελληνικού εδάφους το 1969, οι οποίοι σε διάστημα μερικών ημερών έκαναν έξι φόνους και πέντε ληστείες. Κάνω την έρευνα για την υπόθεση για την «Ανατομία ενός Εγκλήματος», το δίνω για την εκπομπή, γίνεται το επεισόδιο, που λεγόταν «Εν Ψυχρώ» και το είχε σκηνοθετήσει ο Μπάμπης ο Σπανός, γράφω γι' αυτό σε διάφορα sites και κάποια στιγμή, το 2007, λέω ότι αυτό είναι καταπληκτικό υλικό για να γίνει λογοτεχνία. Εκεί, λοιπόν, κάνω επιπλέον έρευνα και ανακαλύπτω λεπτομέρειες που προσθέτουν ακόμα μία απόχρωση στην εικόνα που ήδη υπήρχε, και όλο αυτό το χρησιμοποίησα το 2008 για να βγάλω το «Μυρίζει αίμα». Τώρα, από το '08 μέχρι το '19, προστέθηκε κάποιο καινούργιο υλικό, όπως μια μαρτυρία της Ελληνίδας αρραβωνιαστικιάς του Μπασενάουερ, όταν τον επισκέφτηκε στη φυλακή της Αίγινας, η οποία έγινε μια ολόκληρη νέα σκηνή στο βιβλίο. Ξαναδουλεύτηκε και λογοτεχνικά. Είναι το πρώτο βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας που βασίζεται σε αληθινή ιστορία (δηλωμένα) και είναι και από τα λίγα ελληνικά μυθιστορήματα που ανήκουν σε αυτό που λέμε non-fiction novel. Τώρα δουλεύω το τρίτο μου μυθιστόρημα, που πάλι βασίζεται σε αληθινά εγκλήματα, με τη διαφορά ότι εδώ κάνω ένα βήμα παρακάτω. Η ιστορία εξελίσσεται στο σήμερα, αλλά ψηλαφώ όλη την ελληνική Ιστορία του 20ού αιώνα μέσα από υποθέσεις αληθινών εγκλημάτων. Δεν είναι ντοκουμέντο, μέσα από τη λογοτεχνική φόρμα γίνεται αυτό. Είναι ένας αναστοχασμός του 20ού αιώνα από μια άλλη σκοπιά, όχι από την πλευρά των πολιτικών ή των διπλωματικών γεγονότων αλλά από τη σκοπιά των πραγματικών εγκλημάτων. Εδώ πρωταγωνιστής είμαι κατ' ουσίαν εγώ, πρωταγωνιστής είναι το άλτερ έγκο μου με έναν τρόπο. Ενδιάμεσα, από το 2008 μέχρι σήμερα, έχω γράψει διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους συλλογικούς τόμους. — Το «Balkan Noir» τι είναι; Το 2010 ιδρύθηκε η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) – ήμασταν 25 συγγραφείς, τώρα έχουμε φτάσει τους 45. Ως ΕΛΣΑΛ έχουμε επαφή με τη διεθνή ομοσπονδία αστυνομικών συγγραφέων, την Ιnternational Αssociation of Crime Writers. Κάποια στιγμή είχα πάει μόνος μου στην ετήσια συνάντηση της Διεθνούς Ομοσπονδίας το 2011 στην Ελβετία, στη Ζυρίχη, και στις συζητήσεις εκεί με έναν Ρουμάνο κι έναν Βούλγαρο, συγγραφείς και οι δύο, μεταξύ κρασιού και φαγητού, λέμε «δεν κάνουμε το Balkan Νoir;». Το 2016 αναφέρω αυτήν τη κουβέντα σε έναν φίλο, εξαιρετικό συγγραφέα, το Βασίλη τον Δανέλλη, και του λέω «γιατί δεν το κάνουμε αλήθεια αυτό; Ξέρουμε τι γίνεται στην τελευταία χώρα της Σκανδιναβίας, της Ασίας και της Αμερικής και δεν ξέρουμε τι γίνεται δίπλα μας». Και με αυτούς που ήξερα αρχικά, τον Βούλγαρο και τον Ρουμάνο, κάναμε μια έρευνα δύο ετών και καταλήξαμε να κυκλοφορήσει ένας τόμος το 2018 με τίτλο «Balkan Noir», όπου 3 συγγραφείς από κάθε χώρα, με διηγήματα γραμμένα επί τούτου, πρωτότυπα. Έπρεπε να διαδραματίζονται στη χώρα του καθενός και στη σύγχρονη εποχή, έτσι τρεις Σέρβοι, τρεις Κροάτες, τρεις Βούλγαροι, τρεις Έλληνες (ο Δανέλλης, εγώ και ο Αντρέας ο Αποστολίδης), τρεις Τούρκοι, τρεις Ρουμάνοι και τρεις Σλοβένοι έγραψαν 21 διηγήματα από 7 διαφορετικές χώρες. Επίσης, ένας τέταρτος από κάθε χώρα, πανεπιστημιακός, ιστορικός ή κριτικός, έχει γράψει μια εισαγωγή για την αστυνομική λογοτεχνία στη χώρα του. Το ιστορικό κομμάτι, τι γίνεται σήμερα κ.λπ. Είναι η πρώτη φορά στα διεθνή εκδοτικά χρονικά που υπάρχει ένας τόμος με έργα σύγχρονα. Τώρα γίνονται συζητήσεις να μεταφραστεί στα ρουμανικά και στα αγγλικά και στόχος είναι να βγει σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν. — Τι άλλο κάνεις αυτή την περίοδο; Στο τεύχος της «Ιστορίας» του Νοεμβρίου έχω κάνει ένα θέμα για τον περίφημο Πέτρο Κουλαξίδη, τον οποίον, αν τον τσεκάρεις Google, θα σου βγάλει ότι είναι ο πρώτος Έλληνας serial killer. Είναι ψευδές εν μέρει. Λέει ότι σκότωσε οκτώ γυναίκες τη δεκαετία του '20. Αρχίζω να ψάχνω για τέσσερις μήνες σε εφημερίδες και, πράγματι, υπήρχε ένας Κουλαξίδης που το '20 ομολόγησε ότι σκότωσε την τελευταία του γυναίκα, αλλά δύο πρώην σύζυγοί του και άλλες 6-7 ερωμένες του είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί ή πεθάνει. Αυτός δεν αποδέχτηκε ότι τις σκότωσε, μόνο τη δολοφονία της γυναίκας του ομολόγησε, την οποία διέπραξε για λόγους τιμής, επειδή τον κεράτωνε με τον κουμπάρο. Το δικαστήριο δεν μπόρεσε ποτέ να τεκμηριώσει ότι όλες τις γυναίκες τις είχε σκοτώσει ο ίδιος, αλλά ήταν μυστηριώδεις οι συνθήκες του θανάτου τους και θεωρήθηκε ύποπτος. Ήταν πολλές συμπτώσεις μαζί. Αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το '30. Επειδή ήταν Ρωσοπόντιος, από την τότε Σοβιετική Ένωση, θεωρούνταν και κουμουνιστής, και συνέδεαν τη δράση του ως «βρικόλακα», επειδή ήταν κουμουνιστής. Να, πάλι, το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που λέγαμε. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον όλο αυτό, το ότι έμεινε στην ιστορία ως «ο κόκκινος βρικόλακας». Πηγή: www.lifo.gr ===
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.