Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'μαμούθ κόμικς'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Για περισσότερα από 40 χρόνια ο Πάνος Κουτρουλάρης ήταν ένας από τους αφανείς πρωταγωνιστές της ελληνικής σκηνής των κόμικς. Στις 5 Νοεμβρίου, λίγες ώρες πριν αρχίσει μια πολύ σημαντική ημερίδα για τη σχέση Λογοτεχνίας και Κόμικς στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, πέθανε ο Πάνος Κουτρουλάρης, ένας από τους ανθρώπους που με το εκδοτικό, καλλιτεχνικό και συγγραφικό του έργο συνέβαλε καθοριστικά στο να μην είναι πια «πολυτέλεια» τέτοιες ημερίδες. Για περισσότερα από 40 χρόνια ο Πάνος Κουτρουλάρης ήταν ένας από τους αφανείς πρωταγωνιστές της ελληνικής σκηνής των κόμικς. Το 1980 υπήρξε συνεκδότης στο βραχύβιο αλλά σημαντικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Σκαθάρι» στο οποίο δημοσιεύτηκαν εμβληματικές ιστορίες όπως οι «Eternauta», «Κατάκτηση της Δύσης» κ.ά. Λίγους μήνες αργότερα με συνεργάτη τον Γιώργο Τσίτσοβιτς κυκλοφόρησαν το μηνιαίο περιοδικό «Μαμούθ» που μαζί με την «Κολούμπρα», τη «Βαβέλ» και το «Παρά Πέντε» καθιέρωσαν στην Ελλάδα τα κόμικς για ενήλικο κοινό, ενώ σύντομα έγινε συνεκδότης των ομώνυμων εκδόσεων. Ο Λούκι Λουκ, ο Τεν Τεν, ο Αστερίξ, ο Ιζνογκούντ και πολλοί ακόμα δημοφιλείς χαρακτήρες των ευρωπαϊκών κόμικς κυκλοφόρησαν από τη «Μαμούθ» με συστηματικό τρόπο και γνώρισαν αμέτρητες επανεκδόσεις, ενώ μια σειρά από σημαντικά έργα όπως το «Σιμμιόττο» του Μίλο Μανάρα, το «Φριτς ο Γάτος» του Ρόμπερτ Κραμπ, ο «Ύπνος του Τέρατος» και ο «Εξολοθρευτής 17» του Ενκί Μπιλάλ, το «Διαφθορείο των Μουσών» του Γκράντιμιρ Σμούτζα, η «Δεύτερη Γενιά» του Μισέλ Κίτσκα είδαν το φως μέσω της «Μαμούθ». Από τη «Μαμούθ» εκδόθηκαν επίσης σπουδαία ελληνικά κόμικς όπως οι περιπέτειες του «Φανούρη Άπλα» των Δημήτρη Βανέλλη, Δημήτρη Καλαϊτζή και Σπύρου Δερβενιώτη, αλλά και αμερικάνικα όπως η πολύτομη σειρά «Sin City» και οι «300» του Φρανκ Μίλερ. Ο Πάνος Κουτρουλάρης όμως υπήρξε και γελοιογράφος αλλά και εικονογράφος με πιο γνωστό βιβλίο του το «Στη Γειτονιά του Ήλιου» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου καθώς και συγγραφέας. Το κείμενό του με τίτλο «Ο Κόρτο Μαλτέζε και η Αυλή των Θαυμάτων» συμπεριλαμβάνεται στην πρωτοποριακή έκδοση του Αιγόκερου, «Τα Κόμικς», του 1982. Λάτρευε άλλωστε τον Κόρτο Μαλτέζε και τον δημιουργό του, Ούγκο Πρατ, και είχε φροντίσει να εκδώσει τα περισσότερα βιβλία του στα ελληνικά. Με την απώλεια του Πάνου Κουτρουλάρη ο κόσμος των κόμικς γίνεται φτωχότερος, αλλά η βαθιά παρακαταθήκη του είναι βέβαιο πως θα παραμείνει ζωντανή. Και το σχετικό link...
  2. Ένας σκηνοθέτης παράξενων καλτ ταινιών και συγγραφέας πολυεπίπεδων σεναρίων με μεταφυσικά και θρησκευτικά στοιχεία και ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους δημιουργούς κόμικς συνεργάζονται σε μια ιστορία που ξεκινά με τις διαλέξεις ενός καθηγητή στα αμφιθέατρα της Σορβόνης και καταλήγει στην Κολομβία με τη «γέννηση» του Αγίου Ιωάννη. Οι ταινίες του Χιλιανού σκηνοθέτη Alejandro Jodorowsky (γενν. 1929) όπως το «Santa Sangre», το «El Topo» και το «Ιερό Βουνό» θεωρούνται σήμερα καλτ και προβάλλονται ξανά και ξανά σε εναλλακτικά και underground φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Βουτηγμένες στον σουρεαλισμό και τον μυστικισμό και συχνά ποτισμένες από ωμή βία, έχουν γίνει αντικείμενα λατρείας από μια μερίδα οπαδών του εναλλακτικού κινηματογράφου. Παράλληλα με την καριέρα του στον κινηματογράφο, ο Jodorowsky έχει γράψει τα σενάρια πολλών κόμικς με πιο γνωστό από αυτά το «Ίνκαλ», μια εξαιρετικά πολύπλοκη και πολύτομη σειρά η οποία μετά την τεράστια επιτυχία της γνώρισε ένα σίκουελ («After the Incal»), ένα πρίκουελ («Before the Incal» σε σχέδια του Zoran Janjetov), έναν επίλογο («Final Incal» σε σχέδια του Jose Ladronn) και διάφορα spin-offs μεταξύ των οποίων και το «Έπος των Μεταβαρόνων» σε σχέδια του Juan Gimenez. Το Ίνκαλ αποτέλεσε την πιο μακρόχρονη συνεργασία του Jodorowsky με τον Moebius και γνώρισε πολλά σίκουελ, πρίκουελ και spin-offs με άλλους σχεδιαστές. Στο πρώτο Incal (1980-1988) καθώς και στο After the Incal (2000) ο Jodorowsky συνεργάστηκε με τον μεγάλο Moebius (1938-2012), γνωστό και ως Jean Giraud, έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικς της γαλλοβελγικής σχολής με τεράστια θητεία στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών, με πιο συχνά από αυτά στο έργο του το γουέστερν («Blueberry») και την επιστημονική αλλά και υπερηρωική φαντασία («Arzach, «The Airtight Garage», «Silver Surfer» κ.ά.). Εκτός από το Ίνκαλ όμως, που αποτελεί και την πιο γνωστή συνεργασία μεταξύ Alejandro Jodorowsky και Moebius, οι δυο φίλοι συνδημιούργησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ακόμη ένα βιβλίο με θεματολογία που δεν έχει καμιά σχέση με την επιστημονική φαντασία. «Η Τρελή της Σακρέ-Κερ» (εκδόσεις Μαμούθ, 190 σελίδες) είναι μια συλλογή τριών διαφορετικών άλμπουμ («Η Τρελή της Σακρέ-Κερ», «Η Παγίδα του Παραλόγου», «Ο Τρελός της Σορβόνης») που όλα μαζί συνθέτουν μια ιστορία σε αρκετά διαφορετικό ύφος από πρότερες δουλειές του Jodorowsky αλλά διατηρώντας τα στοιχεία του παράλογου, του μυστικιστικού, του θρησκευτικού, του χιουμοριστικού. Δεν υπάρχουν αλλόκοτα πλάσματα από μακρινούς πλανήτες, δεν υπάρχουν εξωγήινοι και πανίσχυρα υπερόπλα, δεν υπάρχουν πόλεμοι και καταστροφές. Η ιστορία ξεκινά από τα αμφιθέατρα του ιστορικού Πανεπιστημίου της Σορβόνης και ένα μεγάλο μέρος της εξελίσσεται στο σύγχρονο Παρίσι με πρωταγωνιστή τον Αλέν Μανζέλ, έναν καθηγητή φιλοσοφίας με πολλά, σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί και έχει αποδεχθεί ο Jodorowsky, αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Ο Μανζέλ είναι ένας πολύ επιτυχημένος πανεπιστημιακός δάσκαλος που κατορθώνει να συγκεντρώνει στα μαθήματά του εκατοντάδες φοιτητές αλλά και πολλούς ακροατές που γεμίζουν ασφυκτικά τις αίθουσες για να τον ακούσουν. Η προσωπολατρία προς τον Μανζέλ είναι τόσο μεγάλη που οι «πιστοί» του έχουν δημιουργήσει μια οιονεί αίρεση: ντύνονται με συγκεκριμένο τρόπο, διαβάζουν ό,τι προτείνει ο καθηγητής, είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις ηθικές «εντολές» του και τις «προσταγές» του χωρίς αμφισβητήσεις. Κι αυτός διογκώνει τη φιλαυτία του προσθέτοντας όλο και περισσότερες διδαχές που αναμιγνύουν στοιχεία φιλοσοφίας και θρησκείας και προτείνοντας την πνευματική προσήλωση και αφοσίωση στα θεία καθώς και την αποστασιοποίηση από την υλική ζωή: «Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος δεν έχει λόγο ν’ ασχολείται με την πολιτική! Πρέπει να νοιάζεται για την ηθική!» αγορεύει σε κατάμεστες αίθουσες. «Πριν με κρίνετε, θα σας πω ένα ρητό, του οποίου την πηγή δεν είστε άξιοι να μάθετε: “Δεν υπάρχει ούτε καλό, ούτε κακό. Υπάρχει μόνο θεία παρουσία που απλώς αλλάζει μορφή”». Με τέτοιες ασυναρτησίες ο Μανζέλ θεωρείται από τους οπαδούς του κάτι σαν μοντέρνος προφήτης, μέχρι που μια οικογενειακή κρίση φουντώνει τις αντιδράσεις εναντίον του, οδηγεί σε αμφισβητήσεις των θεωριών του και το αμφιθέατρο παίρνει κυριολεκτικά φωτιά: «Αρκετά, συνάδελφοι! Σε ανώτατη σχολή είμαστε, όχι σε συναγωγή» φωνάζει ένας από τους φοιτητές του και πρώην γκρούπι του καθηγητή-σταρ. Και συνεχίζει: «Βαρέθηκα τα μυστικιστικά σας αλαμπουρνέζικα κύριε Μανζέλ! Η εμπειρία μου να σας ακούω να παπαγαλίζετε τα λόγια του Εβραίου “φιλοσόφου” Λεβινάς, μαθητή του ναζί Χάιντεγκερ, με οδήγησε στην αγανάκτηση. Μα την πίστη μου, ούτε σε σχολή του Μεσαίωνα να ήμασταν! Παρατήστε τη φιλοσοφία, κύριε Μανζέλ! Πηγαίνετε καλύτερα να παριστάνετε τον προφήτη στα σκαλιά! Αλλά όχι εδώ! Δεν αγγίζετε την πολιτική, που είναι η μόνη και απόλυτη πραγματικότητα! Καλύτερα να δουλέψετε για να ταΐσετε τον κόσμο!». Κάτι προσπαθεί να ψελλίσει ο καθηγητής για να περισώσει την αξιοπρέπεια και τη φήμη του αλλά το κύμα της απόρριψης θα τον καταπιεί: «Αυτό το παραλήρημα δεν έχει καμιά σχέση με διάλεξη από πανεπιστημιακή έδρα! Οι “θεϊκές θεωρίες” αυτού του παλιάτσου για την αγάπη του πλησίον δεν τον έσωσαν από το μίσος της ίδιας του της γυναίκας! Εγώ φεύγω! Όσοι συμφωνούν μαζί μου ας μ’ ακολουθήσουν!» φωνάζει ο εξεγερμένος φοιτητής. Όλοι τον ακολουθούν. Με μοναδική εξαίρεση την Ελιζαμπέτ, μια όμορφη, πιστή και απολύτως παρανοϊκή φοιτήτρια που είναι ερωτευμένη με τον καθηγητή και πιστεύει ότι είναι προορισμένη να γεννήσει τον προφήτη Ιωάννη! «Στο τελευταίο σου μάθημα είδα κάτι σαν όραμα… Εσένα κι εμένα, ως τον Ζαχαρία και την Ελισάβετ της Βίβλου, να γεννάμε ένα παιδί, έναν προφήτη, και να το ονομάζουμε Ιωάννη. Αυτόν που θα δείξει στον κόσμο τον δρόμο που οδηγεί στον νέο Χριστό… Μας περιμένει μια θαυμαστή αποστολή Αλέν! Ένα μέλλον γεμάτο δόξα!». Κι εδώ αρχίζει η κατάδυση του Αλέν στην παραφροσύνη, στις αμφιβολίες, σε έναν κόσμο που ποτέ δεν φανταζόταν ότι υπάρχει. Θα αναμετρηθεί επώδυνα με τον νεότερο εαυτό του, θα κάνει σεξ με την Ελιζαμπέτ μέσα στον ναό της Σακρέ-Κερ, τον δεύτερο μεγαλύτερο ναό του Παρισιού μετά την Παναγία των Παρισίων, θα χρεοκοπήσει, θα πάρει μέρος σε ομαδικά όργια με ουσίες, προσευχές και παράδοξα θρησκευτικά αντικείμενα και σύμβολα, θα γίνει συνεργός σε δολοφονίες, θα ξεχυθεί γυμνός στη φύση σε ασκήσεις αυτογνωσίας, θα καταβυθιστεί στα σκοτεινότερα (ή φωτεινότερα;) μονοπάτια της ύπαρξής του, θα ταξιδέψει άθελά του στην Κολομβία για να αναγεννηθεί απαλλαγμένος από το παρελθόν του και να γίνει πατέρας ενός παιδιού που, ενάντια σε κάθε λογική, μπορεί τελικά να είναι και ο πολυαναμενόμενος Προφήτης. Στο πνεύμα του συνόλου του έργου του Jodorowsky, το απρόσμενο, το αναπάντεχο, το λυτρωτικό και το παράλογο γίνονται πραγματικά και μια μεταμόρφωση, κυριολεκτική ή μεταφορική, οδηγεί στη λύση. Ο αποσβολωμένος αναγνώστης προσπαθεί να καταλάβει τι από όλα αυτά που διαβάζει μπορεί να έχει συμβεί στην πραγματικότητα και τι στη φαντασία και στον διαταραγμένο ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Αλλά στην Τρελή της Σακρέ-Κερ, χαρακτηριστικό δείγμα ενός μαγικού νεο-ρεαλισμού που ακριβώς γι’ αυτό και για να τον τιμήσει ολοκληρώνεται στη Νότια Αμερική, δεν υπάρχουν απαντήσεις. Υπάρχουν μόνο εξουσίες υπό διαρκή αμφισβήτηση, υπάρχουν θέσφατα, δόγματα και αξίες που γκρεμίζονται με πάταγο και με χιούμορ, χωρίς όμως να δίνουν τη θέση τους σε κάποια υποτιθέμενη αντικειμενική και κοινώς παραδεκτή λογική, αλλά σε άλλες αξίες εξίσου αμφισβητούμενες που, όπως σωστά μπορεί να υποθέσει ο αναγνώστης, με τη σειρά τους θα εκπέσουν κι αυτές κ.ο.κ. Υπό την καθοδήγηση ενός θηλυκού Ιησού που αυτοαποκαλείται «Ιησούσα» και παραδόξως έχει πολλούς πιστούς, ο καθηγητής θα αμφισβητήσει πρώτα και πάνω απ’ όλα τον εαυτό του: «Τώρα βλέπω από πού έρχονται η κούραση κι ο φόβος μου… Έχω δηλητηριαστεί! Και μάλιστα από τι; Από το ίδιο μου το εγώ!». Κι έτσι, μια ιστορία που ξεκίνησε από τη Σορβόνη και συνεχίστηκε στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και του μυαλού, τελειώνει και πάλι σχεδόν εκεί απ’ όπου ξεκίνησε χωρίς τίποτα να είναι ίδιο με πριν. Εκτός ίσως από την, εμμονική για τον Jodorowsky, παρουσία τού θείου που ενώ απουσιάζει όταν όλοι το προσμένουν, εμφανίζεται όταν όλοι το έχουν πια απορρίψει. Και το σχετικό link...
  3. Στο τελευταίο Λούκυ Λουκ, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2020 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μαμούθ Κόμιξ με τίτλο «Μπελάδες στις φυτείες», ο Λούκυ Λουκ, ο καουμπόι που «πυροβολεί πιο γρήγορα κι απ’ τη σκιά του», έρχεται αντιμέτωπος με έναν από τους πιο δύσκολους εχθρούς που έχει συναντήσει μέχρι σήμερα: τον φυλετικό ρατσισμό. Θέτοντας στο επίκεντρο ένα δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα, το δημιουργικό δίδυμο των Achde’ (σχέδιο) και Jul (σενάριο) γράφει μία από τις καλύτερες μέχρι σήμερα ιστορίες με τον φτωχό και μόνο καουμπόι, με φόντο την ιδιαίτερη νότια πολιτεία της Λουιζιάνα, με τους βάλτους με πεινασμένους κροκόδειλους, τα μεγαλόπρεπα κυπαρίσσια με τους φαλακρούς αετούς και τα κοκκινόφτερα κοτσύφια, το άρωμα μανόλιας και το κατάλευκο βαμβάκι, το «άσπρο χρυσάφι». Κάνοντας ένα διάλειμμα από την κουραστική ζωή του καουμπόι, ο Λούκυ Λουκ βρίσκεται σε διακοπές στην ήσυχη Νιτσεβονάτντα, «το πιο ήσυχο μέρος σε όλο το Κάνσας». Από την αρχή της ιστορίας, ο έγχρωμος πληθυσμός της Αμερικής του 19ου αιώνα τοποθετείται στο προσκήνιο και ενσαρκώνεται σε μία από τις πιο λαμπρές εκφάνσεις του: οι δημιουργοί επιλέγουν τον Μπας Ριβς, τον πρώτο μαύρο βοηθό μάρσαλ που διορίστηκε δυτικά του Μισισιπή και δεινό σκοπευτή, του οποίου τα κατορθώματα αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τη μυθιστοριογραφία του Φαρ Ουέστ – πάνω του στηρίχτηκε άλλωστε εν πολλοίς και ο κινηματογραφικός Τζάνγκο του Ταραντίνο –, ως το υπαρκτό πρόσωπο που θα συμμετέχει εν είδει συμπρωταγωνιστή στην ιστορία τους. Η θρυλική μορφή του Μπας Ριβς χαίρει της εκτίμησης του εξίσου θρυλικού, πλην όμως φανταστικού πρωταγωνιστή μας, αφού εκμυστηρεύεται πως έχει μάθει πολλά χάρη σε εκείνον. Από την αρχή της ιστορίας, ο σερίφης Μπας έχει συλλάβει τους Ντάλτον στη θέση του Λούκυ Λουκ, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέση των δύο ανδρών ως ίσων. Κάπου εκεί ο Λούκυ Λουκ πληροφορείται πως έχει κληρονομήσει την πλούσια κυρία Πινκγουότερ, την ιδιοκτήτρια της μεγαλύτερης φυτείας βαμβακιού στη Λουιζιάνα. Η πραγματικότητα έρχεται να αναιρέσει τη μόνιμη επωδό του «φτωχού και μόνου καουμπόι» με την οποία συνηθίζεται να κλείνει κάθε τεύχος της σειράς, όντας πλέον «ο πιο πλούσιος άνθρωπος της Λουιζιάνα»! Μεταφερόμαστε έτσι στον αμερικανικό Νότο σε μια εποχή λίγο μετά τον εμφύλιο και τη νομοθετική κατάργηση της δουλείας, ένα πρώτο βήμα προς την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων μεταξύ μαύρων και λευκών. Όμως δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Οι μαύροι, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια μεταφέρονταν από την Αφρική ως σκλάβοι για να εργάζονται στα καπνά, το ζαχαροκάλαμο και το βαμβάκι, συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται από την αριστοκρατική ελίτ των λευκών γαιοκτημόνων ως «κατώτερη φυλή». Ένα τέτοιο καθεστώς δεν αλλάζει έτσι εύκολα. Σε όλες τις σκηνές χλιδής των μεγάλων σαλονιών υπάρχει ένας έγχρωμος υπάλληλος – εργάτης, σερβιτόρος, υπηρέτης, σομελιέ. Στην καθημερινότητα, οι μαύροι αλληλεπιδρούν φοβικά με τους λευκούς πολίτες, ακόμα και μετά την ψήφιση της 13ης Τροπολογίας. Έτσι, όταν ο Λούκυ Λουκ έρχεται σε επαφή με τους μαύρους εργάτες της νεοαποκτηθείσας βαμβακοφυτείας του, ταράζει τα νερά της λουιζιάνικης «κανονικότητας». Όταν ο καουμπόι προσφέρει μια απλόχερη χειραψία στον μαύρο επιστάτη που τον υποδέχεται, γινόμαστε μάρτυρες ενός πολιτισμικού σοκ που συνοψίζεται στη φράση του: «Πρώτη φορά μου σφίγγει το χέρι λευκός». Όταν μια μαύρη εργάτρια εξανίσταται εξ ονόματος όλων για την εξαθλίωση, όλοι περιμένουν ως λογική εξέλιξη ότι θα ξυλοφορτωθεί ή θα εκτελεστεί, έχοντας συμφιλιωθεί με την τραγική μοίρα που τους επιφυλάσσει ο «πολιτισμός» των λευκών. Ο σκοπός του Λούκυ Λουκ είναι να παραλάβει την κληρονομιά και να μοιράσει τη γη στους εργάτες της, κάτι που αντιμετωπίζεται με εύλογη επιφύλαξη από τους έγχρωμους εργάτες και αναστάτωση για το status quo από την «άρχουσα τάξη» της περιοχής. Χαρακτηριστικότερη αποτύπωσή της είναι ο φανατισμένος ρατσιστής Κούκου, ο οποίος συνηθίζει να χαράζει τα αρχικά του στο πετσί όλων των σκλάβων με πυρωμένο σίδερο. Όταν πλησιάζει όλοι τρέχουν πανικόβλητοι. Αποτελεί την πρώτη επαφή με την αφρόκρεμα της λουιζιάνικης ελίτ, των ξιπασμένων λευκών αστών οι οποίοι περιφρονούν τους μαύρους θεωρώντας τους υπανθρώπους, ενώ αναφέρονται σε ξυλοδαρμούς, λιντσαρίσματα και απαγχονισμούς σαν να είναι φυσιολογικά! Ο ήρωάς μας γίνεται μάρτυρας των βαθιά ρατσιστικών αντιλήψεων που φωλιάζουν στα προβληματικά, μισάνθρωπα μυαλά όσων επιλέγουν να υποβιβάζουν την ανθρώπινη αξία και υπόσταση μιας μερίδας του πληθυσμού με γνώμονα... το χρώμα του δέρματός τους! Δεν σιωπά, αλλά επιλέγει να αντιδράσει: «Εγώ, ξέρετε, ποτέ δεν ξεχώριζα χρώματα...». Μια φράση που για τους παρευρισκόμενους και τη ρατσιστική κανονικότητά τους δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι... υποφέρει από δυσχρωματοψία! Η άρνησή του να δεχτεί αυτόν τον παραλογισμό και η πρόθεσή του να αναδιανείμει την περιουσία του στους μαύρους εργάτες της φυτείας, δεν αργούν να τον θέσουν στο στόχαστρο της νεοσύστατης τότε Κου Κλουξ Κλαν. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Λούκυ Λουκ τάσσεται υπέρ των αδύναμων. Από την εποχή του Μορίς και του Γκοσινί, στην «Κληρονομιά του Ραντανπλάν» παίρνει το μέρος των Κινέζων της Βιρτζίνια Σίτι, ενώ στην ιστορία «Σύρματα στα Λιβάδια» συνδράμει τους φτωχούς αγρότες έναντι των πλούσιων κτηνοτρόφων. Είναι ωστόσο η πρώτη φορά που οι δημιουργοί του επιλέγουν να θέσουν με τέτοια ένταση ένα κοινωνικοπολιτικό ζήτημα, όπως αυτό του ρατσισμού, στον πυρήνα της ιστορίας και να πάρουν τόσο ξεκάθαρη θέση. Η επιλογή τους αυτή όχι μόνο δεν λειτουργεί εις βάρος της ιστορίας αλλά εξηγείται απόλυτα αν λάβει κανείς υπόψη του πως, αιώνες μετά, δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει τόσα πολλά. Οι μαύροι εξακολουθούν να βιώνουν διακρίσεις και η ρατσιστική ρητορική συνεχίζει να βρίσκει όλο και περισσότερα ευήκοα ώτα, διοχετευόμενη από την κλιμακούμενη άνοδο της Ακροδεξιάς ή της εκμοντερνισμένης εκδοχής της alt-right. Ακόμα σε πολλές περιπτώσεις, όπως συνέβη πρόσφατα στην Αμερική, να αντικατοπτρίζεται στην αντιμετώπιση των έγχρωμων πολιτών όπως ο Τζορτζ Φλόιντ από τις αστυνομικές αρχές. Στον απόηχο του κινήματος «Black Lives Matter» και της έντονης ανησυχίας του δημοκρατικού κόσμου για την επιμονή αντίστοιχων φαινομένων, το νέο άλμπουμ του Λούκυ Λουκ, που βρίθει ιστορικών και λογοτεχνικών αναφορών όπως ο Τομ Σόγιερ και ο Χάκλμπερι Φιν, και αναχρονισμών όπως για παράδειγμα η αναφορά στον Μπαράκ Ομπάμα και την Όπρα, τοποθετείται με σαφήνεια στη σωστή μεριά της Ιστορίας και αποδεικνύει τον διδακτικό ρόλο που συνεχίζει – και οφείλει – να παίζει η 9η Τέχνη στις σύγχρονες κοινωνίες. Και το σχετικό link...
  4. «Κι οι δικηγόροι, υποθέτω, ήταν κάποτε παιδιά». To kill a mockingbird, Harper Lee ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Κοιτιέσαι στον καθρέφτη και βλέπεις τα μαλλιά σου να “χουν γκρίζα μπαλώματα. Το πρόσωπο σου χρειάζεται ξύρισμα ή κρέμα ματιών. Οι ρυτίδες όλο και πληθαίνουν, οι μαύροι κύκλοι όλο και βαθαίνουν, ενώ το δέρμα σου μοιάζει να “χει λεπτύνει. Σε αντίθεση με το σώμα σου. Κοιτιέσαι και βλέπεις ένα γνώριμο πρόσωπο. Πού τον ξέρεις αυτόν τον κύριο που σε κοιτάζει απ” την άλλη μεριά του καθρέφτη; ~~ Μην εστιάζεις στις ρυτίδες ούτε στα μάγουλα που δεν είναι ροδαλά πια. Κοίτα τα μάτια σου. Λένε πως τα μάτια του ανθρώπου δεν αλλάζουν μέγεθος. Μένουν πάντα ίδια, σαν την ψυχή, και γύρω τους μεγαλώνει, βαραίνει, γερνάει το σώμα. Τα μάτια δεν αλλάζουν χρώμα. Απ” τη στιγμή που αφήνεις το βυζί της μάνας σου, μέχρι να στα σφαλίσει το παιδί σου, τα μάτια μένουν ίδια. ~~{}~~ Ήμασταν κι εμείς κάποτε παιδιά, το θυμάστε; Εμείς, που ψάχνουμε το νόημα της ζωής ή ψάχνουμε λίγα λεφτά να πληρώσουμε το νοίκι, εμείς που οδηγάμε αυτοκίνητο αληθινό -και πληρώνουμε τα αληθινά τέλη κυκλοφορίας. Εμείς που κάνουμε έρωτα, τέχνη και μεροκάματα, εμείς που γίναμε ένα ογδόντα πέντε και μας πονάει η μέση, ήμασταν κι εμείς κάποτε, τόσο παλιά και τόσο πρόσφατα, παιδιά. Μετράγαμε τα παγωτά που τρώγαμε το καλοκαίρι και νομίζαμε ότι τα λεφτά φυτρώνουν στο συρτάρι, δίπλα στο κρεβάτι των γονιών μας. Παίρναμε δυο κατοστάρικα, χωρίς να μας απασχολεί η υποτίμηση της δραχμής, χωρίς να ξέρουμε πόσες δραχμές έμπαιναν στο συρτάρι κάθε μήνα και τρέχαμε στο περίπτερο ή στο μαγαζί ν” αγοράσουμε το καινούριο τεύχος του Αστερίξ. ~~ Ήταν αρχές της δεκαετίας του ογδόντα κι ο πατέρας έβριζε έναν γέρο με ζιβάγκο, που έβγαινε στις πλατείες και μιλούσε για Αλλαγή. Η τηλεόραση είχε δύο κανάλια όλα κι όλα. Έπαιζε παιδικά για δυο ώρες. Ο Μπόλεκ κι ο Λόλεκ. Το μυστήριο του χρυσού πιθήκου. Σαν τέλειωναν έπιανες να διαβάσεις ξανά τον Λούκι Λούκ, τους X-MEN. Υπήρχε κι ο Ιούλιος Βερν, ο Ροβινσώνας Κρούσος, αλλά στα βιβλία δεν άκουγες τη γροθιά να κάνει !ΜΠΟΥΦ! ούτε κάποιον να κλαίει !ΣΝΙΦ! Όσοι ήταν παιδιά στη δεκαετία του ογδόντα χρωστάνε ένα μέρος της παιδικότητας τους στη Μαμούθ Κόμιξ. (Μαμούθ Κόμιξ: Τα κόμιξ που μας μεγάλωσαν) ~~{}~~ Τα χρόνια πέρασαν. Ο γέρος με το ζιβάγκο παντρεύτηκε μια αεροσυνοδό για αλλαγή, η τηλεόραση έγινε ιδιωτική, τα παιδιά μπήκαν στην εφηβεία, διάβασαν Κάφκα και Καβάφη, άκουσαν για πρώτη φορά τη φωνή του Curt Cobain, έκαναν σεξ και ήπιαν όσο άντεχαν, πήγαν πανεπιστήμιο, πήγαν στρατό, έπιασαν δουλειά, ταξίδεψαν, παντρεύτηκαν, γέννησαν κι ο χρόνος συνέχισε ν” απλώνεται, γραμμικά κι αναπόφευκτα. Το ισόγειο μαγαζί κάτω απ” τη Μαμούθ Κόμιξ, στη Σόλωνος 128, στην άκρη των Εξαρχείων έκλεισε. Οι ιδρυτές έψαχναν κάποιον να το ξανανοίξει, για να συνεχίσει να πουλάει κόμιξ. Βρήκαν τον Μάριο. «Είστε τρελοί!» τους είπε ο Μάριος. «Αγαπάω τα κόμιξ, αλλά δεν τα πάω καλά με τις επιχειρήσεις.» Περπατούσε στο σκονισμένο μαγαζί κι ένιωθε σαν χαμένος. Να μπλέξει, στα καλά καθούμενα, με ΤΕΒΕ; Πήγε προς την πόρτα, λες κι ήθελε να το σκάσει πριν τον πείσουν. Ένα παιδί είχε ακουμπήσει τα χέρια του και τη μύτη του στο τζάμι. Ο Μάριος άνοιξε απότομα. «Τι θες, μικρέ;» Ο πιτσιρικάς δεν τρόμαξε. Ρώτησε με λαχτάρα: «Θ” ανοίξετε; Ξανά;» Ο Μάριος είχε περάσει τα σαράντα, είχε περάσει από Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, είχε μουστάκι μακρύ και κέλτικο, αλλά τα μάτια του δεν είχαν αλλάξει. Κοίταξε το παιδί που μετρούσε τα κόμιξ. Πώς μπορείς ν” αρνηθείς σ” ένα παιδί; «Ναι», είπε κουνώντας το κεφάλι. «Θ” ανοίξουμε μικρέ». Το πιτσιρίκι έφυγε χαρούμενο. Δίπλα του χοροπηδούσαν ο Οβελίξ με τον Τεν – Τεν. ~~{}~~ Τα χρόνια συνέχισαν να φεύγουν. Απρόοπτα, έφυγε κι ο Μάριος. Κάποιοι λένε ότι τα κόμιξ δάκρυσαν εκείνη τη μέρα, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο. Όμως, αυτό το ξέρω με σιγουριά, ένα παιδί ακούμπησε τη μύτη του και τα χέρια του στο τζάμι. «Θα συνεχίσετε;» ρώτησε το παιδί. «Θα συνεχίσουμε», είπε ο Αστερίξ. Κι ένα δάκρυ !ΣΝΙΦ! κύλησε στο κέλτικο μουστάκι του. ~~~~~~~~~~~~~~~~~ ~~~~~~~~~~~~~~~~~ Γελωτοποιός
  5. Ενδιαφέρουσα παρουσίαση των 8 πρώτων (!) σελίδων του κόμικ "300". Αναρτήθηκε στο blog της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας (Φ. ΛΕ.ΦΑ. ΛΟ) μάλλον το Δεκέμβριο του 2010, αν κρίνω από τα σχόλια που ακολουθούνε το άρθρο και τα οποία μπορείτε να τα διαβάσετε, όπως και όλο το άρθρο εδώ. Ήταν το έτος 1998, όταν στην αγγλοσαξονική αγορά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Dark Horse η εικονογραφημένη νουβέλα του Frank Miller, που έφερε τον τίτλο «300» και είχε ως θέμα τη μάχη των Θερμοπυλών. Ο Miller ήταν γνωστός ως ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς εικονογραφημένων ιστοριών και η είδηση ότι το εν λόγω έργο αφορούσε ένα σημαντικό γεγονός της ελληνικής ιστορίας είχε δημιουργήσει κλίμα ενθουσιασμού στη μικρή ελληνική κοινότητα του φανταστικού. Η προσδοκία ότι οι «300» θα ικανοποιούσαν το αναγνωστικό κοινό επιβεβαιώθηκε αρχικά από τους τυχερούς που πρόλαβαν να διαβάσουν την αρχική τους έκδοση (στην αγγλική γλώσσα). Όταν, εν τέλει, μεταφράστηκαν από την Αγαθή Πεπεράκη και κυκλοφόρησαν στα ελληνικά τον Απρίλιο του 1999 από τις εκδόσεις Μαμούθ Comics, ήμουν από αυτούς που έσπευσαν άμεσα να αποκτήσουν τα πέντε μηνιαία τεύχη τους. Όπως αποδείχτηκε, έκανα μια από τις πλέον επιτυχημένες επιλογές μου. Τί να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτή την ανεπανάληπτη εικονογραφημένη ιστορία; Μέσα σε πέντε τεύχη (που αργότερα κυκλοφόρησαν και σε ενιαία βελτιωμένη έκδοση) ο Frank Miller, που είχε αναλάβει τα κείμενα και τα σχέδια, καθώς και η Lynn Varley, που είχε προσθέσει τα χρώματα, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ανεπανάληπτο λογοτεχνικό και εικαστικό δημιούργημα, το οποίο ο αναγνώστης δεν κουράζεται να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει. Υπάρχει μια παλιά παροιμία που λέει ότι η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. Είμαι της γνώμης ότι οι «300» τη δικαίωσαν με τον πλέον σαφή τρόπο! Η επαφή με τις οκτώ πρώτες εισαγωγικές σελίδες τους είναι αρκετή για να υποβάλλει στον αναγνώστη μια αίσθηση βουβού και μεγαλόπρεπου δέους, το οποίο προαναγγέλλει ενστικτικά το δράμα που πρόκειται να επακολουθήσει. Είναι επίσης αρκετή για να ωθήσει το φαντασιακό δυναμικό στη διασάλευση της αίσθησης των ορίων του υλικού του περιβάλλοντος. Ο αναγνώστης, ερχόμενος σε επαφή με τις σελίδες του περιοδικού, βρίσκεται πλέον μέσα στον κόσμο της εικονογράφησης και παρακολουθεί από ένα απόμακρο ύψωμα τους τριακοσίους να προχωρούν. Πώς, όμως, το καταφέρνουν αυτό οι συντελεστές του έργου; Θα δοκιμάσουμε να απαντήσουμε ακολουθώντας το Λεωνίδα και τους άντρες τους στις οκτώ αυτές σελίδες. Στην πίσω κιόλας πλευρά του εξωφύλλου, στο σημείο δηλαδή όπου αναγράφονται τα ονόματα των συντελεστών και ο τίτλος του πρώτου τεύχους, ο αναγνώστης βλέπει τα κύματα μιας θάλασσας αίματος να σκάνε με μανία σε μια βραχώδη ακτή, πάνω από την οποία (και κάτω από έναν νεφελώδη ουρανό) υψώνονται δυο τεράστιοι γήινοι όγκοι που στο ενδιάμεσό τους υπάρχει ένα μικρό πέρασμα. Πρόκειται για τις Θερμοπύλες. Ο συνδυασμός των χρωμάτων της εικόνας, τα περιγράμματα των σχημάτων που είναι συγκεκριμένα και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους που σβήνονται μέσα στους χρωματικούς συνδυασμούς, δημιουργούν μια σκυθρωπή ατμόσφαιρα ρομαντικής αισθητικής, στην οποία νιώθει κανείς να αιωρείται μια αδιόρατη απειλή. Ακολουθούν δυο σελίδες στις οποίες απλώνεται το πρώτο σκίτσο της πλοκής. Αυτό απεικονίζει μια ομάδα πολεμιστών, τα ολογράμματα των οποίων είναι ζωγραφισμένα με λιτό ύφος, ενώ τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους αχνοφαίνονται και κρύβονται στο ημίφως και κάτω από τους τυλιγμένους μανδύες τους. Ο ουρανός παρουσιάζεται μέσα από μια ανάμιξη μελανών και γκριζοκίτρινων χρωματισμών, γεννώντας την αίσθηση ότι ο αναγνώστης παρατηρεί ένα ωχροκίτρινο ηλιοβασίλεμα που έχει ήδη αρχίσει να παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι της νύχτας. Η αίσθηση της προοπτικής, που απλώνει τη θέα ως τα πέρατα του ορίζοντα, είναι καταπληκτική. Εκείνο ωστόσο που κάνει εντύπωση μετά από μια δεύτερη ματιά είναι ο συγχρονισμένος βηματισμός των στρατιωτών που κρατούν στρογγυλές ασπίδες, επάνω στις οποίες είναι χαραγμένο το γράμμα Λ. Σε ένα πολύ μικρό ορθογώνιο πλαίσιο, υπάρχει η μοναδική λέξη που συνοδεύει την εικόνα: ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ. Στις δυο σελίδες που ακολουθούν παρουσιάζεται το επόμενο σκίτσο. Τα ίδια χαρακτηριστικά, οι ίδιοι πολεμιστές. Μόνο που αυτή τη φορά, ο αναγνώστης τους βλέπει από το πλάι να κινούνται ανηφορικά σε ένα ύψωμα. Ο βηματισμός εξακολουθεί να είναι συγχρονισμένος. Όπως και στο προηγούμενο σκίτσο, το δεξί πόδι όλων των πολεμιστών πατάει μπροστά. Ωστόσο, τόσο στην προηγούμενη όσο και σ’ αυτή την εικόνα, ο συγχρονισμένος βηματισμός δεν είναι το άμεσο θέαμα που παρατηρεί κανείς. Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρίσκεται στο νοηματικό υπόβαθρο του σκίτσου και συμβάλει τα μέγιστα στην ανάδειξη της δραματουργικής έντασης που αποπνέει η επιφάνεια της εικόνας. Τα μικρά πλαίσια/κουτάκια με τα κείμενα, αυτή τη φορά είναι τρία και εμφανίζονται κλιμακωτά προς τα κάτω, γράφοντας: «ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΉ ΛΑΚΩΝΙΑ», «…ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΗ ΣΠΑΡΤΗ…», «ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ». Το επόμενο σκίτσο που καλύπτει επίσης δυο σελίδες, φέρνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί τους πολεμιστές από ψηλά, βλέποντας αυτή τη φορά ξεκάθαρα τα σκυθρωπά και αποφασιστικά τους πρόσωπα να διατηρούν μια σιδερένια νηφαλιότητα, η οποία όμως μόλις και μετά βίας συγκρατεί την εκτίναξη των εσωτερικών ορμών τους, όπως αποκαλύπτει η αγριωπή ματιά ενός εκ των πολεμιστών που στρέφεται προς τα πάνω, σα να έχει συλλάβει κάτι ανεπαίσθητο που οι υπόλοιποι δεν έχουν αντιληφθεί. Τα τρία πλαίσια των κειμένων κατεβαίνουν και πάλι κλιμακωτά συνοδεύοντας την εικόνα με τις εξής φράσεις: «ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ», «ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ», «ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ». Το τελευταίο σκίτσο με το οποίο θα καταπιαστούμε στο άρθρο αυτό, ολοκληρώνει την εισαγωγή της εικονογραφημένης ιστορίας, παρουσιάζοντας από μπροστινή και ελαφρώς πλάγια θέση, ολόκληρη την ομάδα των πολεμιστών να περνά έναν βραχώδη και χορταριασμένο λόφο. Ο βηματισμός εξακολουθεί να είναι συγχρονισμένος, τα περιγράμματα των πολεμιστών συγκεκριμένα, αλλά τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους δυσδιάκριτα μέσα από τις περικεφαλαίες και τον υπόλοιπο εξοπλισμό. Οδηγός είναι ένας πολεμιστής που με τον αυλό του κρατά το ρυθμό του βαδίσματος, ενώ μπροστά από την ομάδα των πολεμιστών προπορεύεται η μορφή ενός ασκεπή άντρα που βαδίζει με τον ίδιο βηματισμό και τον ίδιο τρόπο με τους υπολοίπους, αλλά που κάτι στο κόψιμο της κορμοστασιάς του και στην αρχοντική αποφασιστικότητα που αποπνέει η εικόνα του, μαρτυρά σιωπηρά ότι αποτελεί τον αρχηγό της ομάδας. Δηλαδή, το βασιλιά Λεωνίδα. Το σκίτσο συμπληρώνει η απλή αναγραφή μιας ημερομηνίας. 480 π.Χ. Οι Ήρωες Νομίζω ότι θα πρέπει να σταθούμε σε αυτή την εισαγωγή, γιατί αποτελεί ένα μνημειώδες προοίμιο για το έργο. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα σχήματα και τα χρώματα είναι κυριολεκτικά καταπληκτική και δίνει την αίσθηση ότι μόλις ο αναγνώστης ανοίξει το comic, ένα χέρι εξέρχεται μέσα από αυτό και τον τραβά στο εσωτερικό του, κάνοντάς τον να νιώσει ότι βρίσκεται κι αυτός κάπου μέσα στο χώρο, πίσω από τους ογκώδεις βράχους και τους χορταριασμένους λόφους της αρχαίας Ελλάδος. Τα κλασικιστικά στοιχεία των σχεδίων με τις λιτές γραμμές, συμπλέκονται με τη βαριά και σκοτεινή ατμόσφαιρα των χρωμάτων που διαχέονται ελαφρώς το ένα μέσα στο άλλο για να δημιουργήσουν το υπόβαθρο του χώρου. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η συγκρότηση μιας άκρως επιτυχημένης ρομαντικής εικαστικής ολότητας. Η ποιότητα του εικαστικού υπόβαθρου δεν αποτελεί όμως το βασικό στοιχείο της εν λόγω εισαγωγής. Γιατί εκείνο που κυριολεκτικά συνεπαίρνει τον αναγνώστη/παρατηρητή, είναι η όλη κίνηση των πρωταγωνιστών. Με την απεικόνιση της κίνησης αυτής, ο Miller καταφέρνει μέσα από τέσσερα μόλις σκίτσα, να ζωντανέψει την οργανικότητα της στρατιωτικής και αριστοκρατικής κοινωνίας των αρχαίων Σπαρτιατών. Φυσιογνωμίες σκυθρωπές, σημαδεμένες από τις μάχες, σοβαρές και αποφασιστικές, βαδίζουν. Βαδίζουν συγχρονισμένα σα να αποτελούν ένα σώμα, ακόμη και την ώρα που σκαρφαλώνουν σε ανηφοριές. Κοιτάζουν μπροστά έχοντας απόλυτη επίγνωση του σκοπού τους. Δεν συνομιλούν. Κατευθύνονται διαπνεόμενοι από ένα εσωτερικό ρεύμα ενστικτώδους επικοινωνίας. Είναι κυριολεκτικά ένας οργανισμός. Η επιλογή του ωχροκίτρινου ηλιοβασιλέματος και του σούρουπου δεν φαίνεται να είναι τυχαία. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται έχει κάτι το μελαγχολικό, το αρρωστημένο και το αδιόρατα απειλητικό. Η χρήση των συγκεκριμένων χρωμάτων μπορεί να ζωντανεύει το περιβάλλον, αλλά δημιουργεί παράλληλα και μια πυρετώδη ασφυξία στον αναγνώστη. Όμως οι Σπαρτιάτες δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ή να επηρεάζονται καθόλου από τις δυσοίωνες αυτές υποψίες. Απλώς συνεχίζουν να βαδίζουν, αφήνοντας τις όποιες υποβλητικές φοβίες και απειλές εκτός του οπτικού τους πεδίου. Ακολουθούν τον τραγικό δρόμο της ζωής τους ακλόνητοι και ατρόμητοι. Είναι προφανές ότι ο Miller με την εισαγωγή αυτή δεν προετοιμάζει απλά τον αναγνώστη για το τι έπεται στο έργο, αλλά παράλληλα δημιουργεί και έναν έντονο συμβολισμό. Οι πολεμιστές που παρουσιάζει είναι σίγουρα οι 300 του Λεωνίδα που πορεύονται προς τις Θερμοπύλες για να υπερασπιστούν την πατρίδα, ωστόσο δεν είναι μόνο εκείνοι. Κι αυτό γιατί αποτελούν έναν συμβολισμό του διαχρονικού ηρωικού προτύπου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση μορφοποιείται με έναν ενδεικτικό τρόπο (δηλαδή τους Σπαρτιάτες). Οι πολεμιστές που βαδίζουν αποτελούν μια συμβολική αναπαράσταση των απανταχού ηρώων της ιστορίας. Εκείνών δηλαδή, που ξεχωρίζοντας από τους πληθυσμούς των απλών ανθρώπων, κατευθύνουν αυτοβούλως την ιστορία. Εκείνων που αυθόρμητα αποφασίζουν να σηκώσουν το βάρος των ευθυνών τους, αλλά και των ευθυνών ολόκληρης της ανθρωπότητας, στους ώμους τους και να πράξουν αυτό που ενδογενώς γνωρίζουν πως πρέπει να πράξουν, χωρίς να το συζητήσουν, χωρίς να το υπολογίσουν και χωρίς να το διαπραγματευθούν. Οι «300» του Miller είναι οι 300 της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, είναι οι συναγωνιστές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην προδιαγεγραμμένη ματαιότητα της υπεράσπισης της Κωνσταντινούπολης, είναι ο Ιππότης που απεικονίζει ο πίνακας του Άλμπρεχτ Ντύρερ να αγνοεί τον διάβολο και τον θάνατο που επιτηρούν την πορεία του και να προχωρά αγέρωχα προς τα μπρος, είναι η φωνή του Φρειδερίκου Χέλντερλιν που μας υπενθυμίζει ότι «όλες ακόμα ζουν, οι των ηρώων μητέρες», είναι οι Ήρωες του Τόμας Καρλάιλ και του Ιωάννη Συκουτρή. Οι ήρωες.. αυτοί που οδηγούν την ιστορία. Αυτοί που αψηφώντας το Χάος που τους περιβάλλει προχωρούν εμπρός, δημιουργώντας σχήματα πολιτισμού και γεμίζοντας με νόημα την ανθρώπινη ζωή. Οι Σπαρτιάτες δεν πήγαν να πολεμήσουν για να στεφθούν με επιτυχία. Οι ήρωες δεν επιζητούν την επιτυχία, όπως υποστηρίζει σοφά ο Ιωάννης Συκουτρής στο έργο του «Η φιλοσοφία της ζωής». Η επιτυχία συνδέεται με την εργαλειακή φρόνηση και σημαίνει την προσαρμογή της ψυχής προς τα πράγματα. Επιτυχία σημαίνει πραγματοποίηση ενός σκοπού που βρίσκεται έξω από το Εγώ του ήρωα. Πρόκειται για μια προσαρμογή του Εγώ προς την καθημερινότητα του περιβάλλοντος που συγκροτεί το παρόν. Ωστόσο, ο σκοπός και το νόημα της ύπαρξης των ηρώων βρίσκεται εντός του δικού τους Εγώ. Η αποστολή τους είναι να πολεμήσουν το παρόν, να αναβιβάσουν τα πράγματα προς την ψυχή τους, να τα γεμίσουν με νόημα και να τα κάνουν αντάξιά τους. Οι ήρωες δεν επιτυγχάνουν. Οι ήρωες νικούν. Οι μάχη των Θερμοπυλών για τους 300 ήταν ανεπιτυχής και ταυτοχρόνως νικηφόρα, αφού δεν πέτυχαν τελικά να αποκρούσουν τους Πέρσες αλλά κατάφεραν να νικήσουν, προβάλλοντας ένα διαχρονικό πρότυπο συμπεριφοράς για την ανθρωπότητα, το οποίο συμπυκνώνει το νόημά του γύρω από τις έννοιες της τιμής, της ευθύνης, του πατριωτισμού και της αδιαφορίας μπροστά στο θάνατο προκειμένου να υπερασπιστούν οι υπέρτατες αξίες που παράγουν πολιτισμό και νοηματοδοτούν την ανθρώπινη ζωή. Ο Miller είναι προφανές ότι κατανοεί σε βάθος ετούτο το συλλογισμό, γι’ αυτό και δημιουργεί τον εν λόγω συμβολισμό. Έναν συμβολισμό, που υπενθυμίζει στον αναγνώστη τον προαιώνιο ρόλο του ήρωα στην ανθρώπινη ιστορία και την αναγκαιότητα της εκδίπλωσης του σε κάθε εποχή. Οι «300» του, βαδίζουν μέσα στην αρρωστημένη και απειλητική ατμόσφαιρα, που έχουν δημιουργήσει τα χρώματα της Lynn Varley, προς τη νίκη. Οι ήρωες του παρόντος και του μέλλοντος, οφείλουν να κάνουν το ίδιο στο αρρωστημένο Χάος της Νεωτερικότητας. Σταμάτης Μαμούτος, πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.