Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'λάζαρος ζήκος'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Τα κόμικς για να δημιουργήσουν αφηγήσεις και ιστορίες απαιτούν σενάριο και σχέδια. Συχνά, όμως, το πρώτο από αυτά τα θεμελιώδη συστατικά υποτιμάται. Ο σεναριογράφος κόμικς Δημήτρης Βανέλλης μιλά στην «Εφ.Συν.» για τη σημασία του σεναρίου και τη συνεργασία του με σπουδαίους Έλληνες σχεδιαστές. Ο Δημήτρης Βανέλλης είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες σεναριογράφους κόμικς με συνέπεια και διάρκεια στη δουλειά του εδώ και περισσότερα από 25 χρόνια. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σχεδιαστές (Σπύρος Δερβενιώτης, Ηλίας Κυριαζής, Λάζαρος Ζήκος, Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου κ.ά.) και ιστορικά έντυπα («Βαβέλ», «Σινεμά», «Εννέα» κ.ά.) ενώ επί σειρά ετών υπήρξε μέλος της πρωτοποριακής εικαστικής ομάδας ΜΜ με τον Ηλία Ταμπακέα, τον Σταύρο Ντίλιο, τον Γαβριήλ Παγώνη κ.ά. Τα τελευταία χρόνια προσαρμόζει σε κόμικς μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες σπουδαίων Ελλήνων λογοτεχνών («Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά, «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» των Κωνσταντίνου Καβάφη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Κώστα Καρυωτάκη, Πλάτωνα Ροδοκανάκη, Νίκου Νικολαΐδη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» του Μ. Καραγάτση, όλα σε σχέδια του Θανάση Πέτρου) και τα σχέδιά του για το μέλλον είναι τολμηρά και μεγάλα. Ένα γνωστό αστείο μεταξύ των ανθρώπων που ασχολούνται με τα κόμικς είναι το πόσο «παραμελημένοι» είναι οι σεναριογράφοι. Νιώθετε έτσι μερικές φορές; Όχι και τόσο. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν πάντα μπαίνει μπροστά το όνομα του σχεδιαστή. Είναι επίσης αλήθεια ότι στην πραγματικότητα η δουλειά είναι ακριβώς 50-50 και ότι προφανώς το κόμικς δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε οποιοσδήποτε από τους δύο. Ωστόσο, αυτό το 50% του σχεδιαστή βρίσκεται τοποθετημένο στη «βιτρίνα». Δηλαδή, κάποιος που θα ξεφυλλίσει ένα κόμικς σε βιβλιοπωλείο θα δει σε πρώτη φάση μόνο την εικόνα (το σενάριο έρχεται αφού αρχίσεις να διαβάζεις), οπότε το αν θα τον τραβήξει και θα προχωρήσει παρακάτω, τις περισσότερες φορές εξαρτάται από την εικόνα. Άρα... Έχετε συνεργαστεί μέχρι τώρα με σημαντικούς Έλληνες σχεδιαστές, όπως ο Σπύρος Δερβενιώτης, ο Θανάσης Πέτρου και άλλοι. Πώς καταφέρνετε κάθε φορά να δημιουργείτε κάποιο σενάριο που να ταιριάζει σε συγκεκριμένο σχεδιαστή; Αυτό είναι μία πολυτέλεια που ισχύει σε μικρές και «φτωχές», σε μέγεθος αγοράς, χώρες όπως η Ελλάδα. Η πολυτέλεια, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, έγκειται στο ότι όλους τους κατά καιρούς συνεργάτες τούς γνώριζα από πριν, είχαμε φιλική σχέση και ήξερα και τη δουλειά και την αισθητική τους. Οπότε, γνωρίζοντάς τους, μπορώ, όταν έχω μια ιδέα, πριν καν αρχίσω να την αναπτύσσω, να ξέρω σε ποιον θέλω να την προτείνω, σε ποιον ταιριάζει. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν βρισκόμαστε απέναντι σε «βιομηχανίες» τύπου Marvel, όπου πληρώνεσαι για να εκτελείς παραγγελίες. Στην Ελλάδα δεν ζούμε που δεν ζούμε από τα κόμικς, οπότε ας μη στερούμαστε τουλάχιστον τη χαρά να έχουμε καλή και φιλική σχέση με τον συνεργάτη μας και να ξέρουμε τι του ταιριάζει. Και αυτό αποτελεί συμβουλή και για τους νέους Έλληνες δημιουργούς που ψάχνουν για συνεργάτη, σχεδιαστή ή σεναριογράφο. Απόσπασμα από «Το Γιούσουρι» σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου (εκδ. Τόπος) Τα τελευταία χρόνια δείχνετε να έλκεστε περισσότερο από τις μεταφορές σε κόμικς γνωστών έργων Ελλήνων συγγραφέων του παρελθόντος. Πώς ξεκινήσατε να το κάνετε; Ξεκίνησε από μια ιδέα του επιμελητή των απάντων του Βουτυρά, του Βάσια Τσοκόπουλου, ο οποίος κάποια στιγμή πρότεινε: «Γιατί δεν κάνεις κόμικς το “Παραρλάμα;”» (πρόκειται για το γνωστότερο ίσως διήγημα του συγγραφέα). Η ιστορία δημοσιεύτηκε στο αείμνηστο «9», μετά δημοσιεύτηκε κι άλλη ιστορία του Βουτυρά και μετά ο Θανάσης Πέτρου λέει: «Δεν κάνουμε κι ένα άλμπουμ μόνο με ιστορίες του Βουτυρά;». Κι έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Δεν σας κρύβω ότι στη δημιουργία των δύο άλλων άλμπουμ που ακολούθησαν μας ώθησε η εξαιρετική υποδοχή που γνώρισε το «Παραρλάμα». Πόσο δύσκολο είναι να προσαρμοστούν στην εξ ανάγκης αφαιρετική και γλωσσικά λιτή φόρμα των κόμικς πασίγνωστα λογοτεχνικά έργα; Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και πώς τους ξεπερνάτε; Είναι όντως δύσκολο. Αλλά για να είσαι καλός στη δουλειά σου, πρέπει απαραίτητα να διαθέτεις τη δυνατότητα αυτής ακριβώς της προσαρμογής. Το πρώτο πράγμα στο οποίο πρέπει να τα καταφέρνεις είναι να διακρίνεις τα σημαντικά σημεία της ιστορίας, τα απαραίτητα για τη ροή της αφήγησης και να αναδεικνύεις κυρίως αυτά. Και, φυσικά, σε καθαρά λεκτικό επίπεδο, να μπορείς να προσαρμόσεις με λιγότερα λόγια τα όσα εκτενώς περιγράφει ο συγγραφέας. Επίσης, να ισορροπείς σωστά ανάμεσα στο τι απ’ αυτά που γράφει θα γίνει εικόνα (δίχως να χρειάζεται λόγο) και τι απαιτεί και κείμενο, το οποίο πρέπει βέβαια να είναι λιτότερο, περιληπτικότερο και, όπως σωστά λέτε, αφαιρετικό, διατηρώντας όμως το νόημα και την ουσία τόσο της πλοκής όσο και της σκέψης του συγγραφέα. Αν δεν έχεις αυτές τις ικανότητες, μην κάνεις μεταφορά λογοτεχνικού έργου. Γράψε κάτι δικό σου. Βασικός κίνδυνος είναι το να πλατειάσεις προσπαθώντας να πεις όσα ακριβώς γράφει ο συγγραφέας, με τον τρόπο που τα γράφει, να μην καταφέρεις να βγάλεις την ουσία, να μην κάνεις τον σωστό συνδυασμό εικόνας – κειμένου από κάτι που αρχικά είναι μόνο κείμενο. Τότε υπάρχουν προβλήματα στη ροή ή μπορεί η ιστορία να γίνει βαρετή ή και ακατανόητη. «Φανούρης Άπλας» σε σενάριο Δ. Βανέλλη και Δ. Καλαϊτζή και σχέδια του Σ. Δερβενιώτη (εκδ. Μαμούθ) και «Το Γιούσουρι» σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου (εκδ. Τόπος) Ποιο λογοτεχνικό έργο ξένου συγγραφέα θα θέλατε να προσαρμόσετε σε κόμικς και ποιο πιστεύετε ότι θα ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί; Χμμμ… Πιθανώς κάποια από τα μυθιστορήματα ή διηγήματα συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας που αγαπώ. Κάποια του Μπάλαρντ, του Μπράντμπερι, του Ντικ… Αδύνατη νομίζω ότι ίσως (και δώστε παρακαλώ ιδιαίτερο βάρος σ’ αυτό το «ίσως») είναι η προσαρμογή σχεδόν πειραματικών, σχεδόν μη αφηγηματικών κειμένων, όπως ας πούμε του Τζόις. Ποτέ δεν ξέρει όμως κανείς… Από τους μεγάλους συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας που έχετε προσαρμόσει έργα τους σε κόμικς (Βουτυράς, Καβάφης, Καραγάτσης, Καρκαβίτσας, Ροδοκανάκης, Παπαδιαμάντης κ.ά.) ποιος ήταν ο πιο δύσκολος; Φοβηθήκατε για κάποιον πως δεν θα τα καταφέρετε; Φοβηθήκατε πιθανές αντιδράσεις; Φυσικά ο Παπαδιαμάντης. Και ιερό τέρας είναι, και υπάρχει διάχυτη η άποψη «μην τον αγγίζετε αυτόν», και είναι το θέμα της ιδιαίτερης γλώσσας του, η οποία, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε σύγχρονα ελληνικά στα μπαλονάκια ενός κόμικς, πράγμα μη αποδεκτό από πολλούς… Δεν ξέρω αν τα καταφέραμε. Εσείς θα μας πείτε. Βιβλία των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας προσαρμοσμένα σε κόμικς (εκδ. Τόπος) Εκτός από σεναριογράφος κόμικς είστε και συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στα δύο είδη; Πόσο διαφορετική είναι η μεθοδολογία εργασίας; Τεράστιες διαφορές. Ας πω επιγραμματικά (και κάπως απλοϊκά) ότι ο συγγραφέας «κάνει ό,τι γουστάρει» (ανεξάρτητα από το αν το αποτέλεσμα είναι τελικά καλό ή κακό), ενώ ο σεναριογράφος κόμικς έχει όλους αυτούς τους περιορισμούς λόγω της «αφαιρετικής και λιτής γλώσσας» που προαναφέρατε (επίσης ανεξαρτήτως του καλού ή κακού τελικού αποτελέσματος). Σε πρώτο επίπεδο απλώς και μόνο λόγω έλλειψης χώρου. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ο σεναριογράφος είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται με εικόνες, να περιγράφει την εικόνα που περιέχεται σε κάθε καρέ, είτε αυτό είναι βουβό είτε όχι, ενώ ο συγγραφέας ουδεμία τέτοια υποχρέωση έχει. Μπορεί κάλλιστα να γράψει, ας πούμε, μια εκτενέστατη συζήτηση δύο τύπων που απλώς κάθονται σε ένα καφέ και μιλάνε και αυτό να έχει τεράστιο λογοτεχνικό, ακόμα και φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Άντε να το κάνεις κόμικς αυτό… Θεωρώ ότι ουσιαστικά συγγραφέας και σεναριογράφος αποτελούνται από διαφορετική «καλλιτεχνική στόφα», γι’ αυτό και στατιστικά είναι λίγοι αυτοί που τα κάνουν αμφότερα. Εργάζεστε επίσης ως βιβλιοθηκονόμος στην ΑΣΚΤ. Οι φοιτητές και διδάσκοντες της σχολής, εικαστικοί και θεωρητικοί, σας γνωρίζουν ως τον συμπαθέστατο και παντογνώστη άνθρωπο περί των βιβλίων τέχνης. Πώς κατορθώνετε να συνδυάζετε τόσο διαφορετικές ιδιότητες; Ή δεν είναι εντέλει πολύ διαφορετικές; Ελπίζω να είναι αλήθεια τα καλά σας λόγια. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά απλό. Αρκεί να αγαπάς και να ενδιαφέρεσαι αληθινά για την τέχνη γενικά (εννοώ για αρκετές τέχνες, όχι μόνο μία). Από εκεί και πέρα, το να γνωρίζεις σε βάθος τα πράγματα που τις αφορούν είναι θέμα προσωπικής καλλιέργειας, η οποία –και αυτό είναι το σημαντικότερο– δεν προέρχεται από υποχρέωση, αλλά από προσωπικό ενδιαφέρον ή να είναι κάτι σαν παιχνίδι για σένα. Τότε μπορούν να συνδυαστούν πολλά πράγματα. Όσο για το «δεν είναι εντέλει πολύ διαφορετικές», ε, δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη των κόμικς συνδυάζει εικαστικό και λογοτεχνικό στοιχείο… Απλώς, και θα πρέπει να το τονίσω αυτό, παρά το ότι αυτές είναι οι δύο βασικές τέχνες στις οποίες πατά, ποτέ να μην ξεχνάμε ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και αυτόνομο ως τέχνη, είναι δηλαδή μια άλλη τέχνη και όχι το απλό άθροισμα των δύο. Άλλωστε σε καλλιτεχνικά θέματα, ποτέ ένα κι ένα δεν κάνει δύο. Κάνει κάτι διαφορετικό. Μερικές απλές σκέψεις για την τόσο σύνθετη τέχνη του κινηματογράφου θα σας πείσουν γι' αυτό. Απόσπασμα από το «Παραρλάμα» σε σενάριο του Δ. Βανέλλη και σχέδια του Θ. Πέτρου (εκδ. Τόπος) Και από δω και πέρα τι να περιμένουμε; Μετά από τόσες μεγάλες επιτυχίες ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Τα όνειρά σας; Σχέδια αρκετά. Προχωράμε ήδη δύο κόμικς ταυτόχρονα, για τα οποία θα μου επιτρέψετε να μην πω τίποτα, αφού ακόμα αργεί η έκδοσή τους. Όνειρα; Εκτός από το προφανές, ότι θα επιθυμούσα να είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω, θα κρατήσω τα υπόλοιπα για τυχόν ψυχαναλυτή (αν και, μεταξύ μας, δεν με βλέπω να πηγαίνω ποτέ σε τέτοιον). Και το σχετικό link...
  2. Το πρώτο μέρος του 21σέλιδου αφιερώματος του Γκρέκα για την Ελληνική φανζινική σκηνή, στον απόηχο του CCA '14: >>> Φανζινονέα <<< >>> 2ο μέρος <<<
  3. Μνήμη Λάζαρου Ζήκου του Άρη Μαλανδράκη ~ 15/09/2011 Πώς να διαχειριστείς δημοσιογραφικά την είδηση ενός θανάτου, όταν ο άνθρωπος που «έφυγε» ήταν ένας καλός φίλος; Την ημέρα που μου τηλεφώνησε η Εύη Τζούδα για να μου πει, με λυγμούς, ότι ο Λάζαρος πέθανε, με χτύπησε κεραυνός. Ο Λάζαρος; Πώς, πότε, γιατί; Μόλις πριν λίγο καιρό τα λέγαμε στο τηλέφωνο και του είχα υποσχεθεί ότι θα περάσω από το σπίτι-εργαστήρι του να του αφήσω κάποια κουκλάκια που είχα βρει, για να τα εντάξει όπως μόνο αυτός ήξερε, στα μικρά ονειρικά σύμπαντα που κατασκεύαζε. Ο Λάζαρος Ζήκος. Μια sui generis περίπτωση καλλιτέχνη, που ανακύκλυε το "περιττό" και πρόσφερε στα "άχρηστα" μια δεύτερη ευκαιρία ζωής -μεγαλειώδη ευκαιρία, όπως απέδειξε με τη δουλειά του. Χαρτόνια, σκίτσα, καλώδια, βίδες και σύρματα, κολάζ με αποκόμματα σελίδων από περιοδικά και εφημερίδες «συνωθούνται» στα κάδρα του, παράγοντας συναισθήματα, συνειρμούς, σκέψεις, ενίοτε και συμπεράσματα. Και τι δεν έκανε ο Λάζαρος στα 57 χρόνια της γόνιμης ζωής του: ζωγράφιζε, σχεδίαζε κόμικς, δημιουργούσε αντικείμενα τέχνης, εικονογραφούσε βιβλία, φιλοτεχνούσε εξώφυλλα, συνέλεγε και εξέδιδε φανζίν αξιοποιώντας δεόντως τα φωτοτυπικά μηχανήματα. Μα, πάνω απ' όλα, χάριζε στους ανθρώπους που τον γνώριζαν το χιούμορ και την καλή του καρδιά. Ο Λάζαρος Ζήκος δημοσίευσε το πρώτο κόμικς του στο περιοδικό Panderma του «αιρετικού» Λεωνίδα Χρηστάκη. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά, ξεκινώντας από την Κολούμπρα που εισηγήθηκε τα «ενήλικα κόμικς» στο ελληνικό κοινό. Ακολούθησαν το Χαρακίρι, η Ανοιχτή Πόλη, το Ιδεοδρόμιο, το Έψιλον της Ελευθεροτυπίας και -κυρίως- η Βαβέλ όπου, εκτός από συνεργάτης, είχε εργαστεί στο περιοδικό, είχε υπάρξει μέλος της συντονιστικής επιτροπής σε πολλά φεστιβάλ που διοργανώθηκαν στο Γκάζι, εκθέτοντας παράλληλα τα έργα του. Οχι μόνο εκεί, αλλά και σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Οι εικαστικές συνθέσεις και τα τρισδιάστατα κάδρα του πάντα τραβούσαν το μάτι και κέρδιζαν την προσοχή, αφήνοντας στο θεατή το δικαίωμα στην παραγωγή του νοήματος. Όλα ήταν ανοιχτά στις σημάνσεις, κάτι που επιδίωκε σκόπιμα και ο ίδιος. Συχνά, όταν του έλεγες τι σου προκαλούσε κάπoιο έργο του, άκουγε με την προσοχή και το ενδιαφέρον ενός «αδαούς», που (ξανα)μάθαινε από εσένα αυτά που έλεγε το έργο του. Ο Λάζαρος μάς άφησε ξαφνικά, απροετοίμαστους σε αυτόν τον άδικο επίλογο της ζωής του. Μου πήρε λίγο χρόνο να το αποδεχθώ και ακόμα περισσότερο να γράψω το αποχαιρετιστήριό του. Ο Λάζαρος έφυγε, αλλά υπάρχουν τα έργα του να τον θυμίζουν. Για να εκπέμπουν τη δημιουργική του πνοή και για να αφηγούνται τις παράξενες όσο και γοητευτικές ιστορίες του...
  4. “H σύγχρονη πόλη που συνθλίβει και εμπνέει” Δηλώνει πως δεν αγαπά να φτιάχνει ιστορίες, μα τα σχέδιά του διηγούνται εύγλωττα κάποιες. Tα κείμενά του είναι δυνατά και μοιάζουν ημιτελή. Φλερτάρει με το κόμικ και σκίτσα του δημοσιεύονται στη Bαβέλ, ενώ η παρουσία του σε φεστιβάλ κόμικς έχει προκαλέσει αίσθηση. Eικονογραφεί βιβλία επιστημονικής φαντασίας που τα λατρεύει αλλά και βιβλία management που ουδεμία σχέση έχει μαζί τους. O Λάζαρος Zήκος έχει ακόμη στο ενεργητικό του ομαδικές και ατομικές εκθέσεις, εικονογράφηση περιοδικών και μια “Mαγική ράφτρα” που υφαίνει τις νύχτες τα σκοτεινά της σχέδια… «…Tα σύρματα που κουμαντάριζαν την τροχιά του ανερχόμενου ήλιου έτριζαν αλάδωτα. Σε λίγο το ενδιαίτημα θα ντουμάνιαζε φωνές και μπαγιάτικη ανθρωπίλα. Aν πιέσεις τη σκανδάλη στη διάρκεια αυτών των ωρών ο πυροβολισμός ούτε που θ’ ακουστεί. Όταν θα σε βρουν δε θα σε νοιάζει η ενόχληση που προκάλεσες. Θα είσαι αμετάκλητα το σαρκίο που πίεσε τη σκανδάλη μήπως και βρει “αλλού” τι έφταιξε..». O Λάζαρος Zήκος τελειώνοντας ένα κείμενο δεν βάζει τρεις τελείες, που σημαίνουν αποσιωπητικά, ούτε οπωσδήποτε μία, που σημαίνει τελεία. Πάντα δύο. H συνέχεια πλάθεται από τον αναγνώστη, άλλωστε έτσι δε συμβαίνει πάντα, ακόμα κι αν όχι τόσο εμφανώς; H εικόνα του γεννά την ίδια αίσθηση. Mιλά και σε προκαλεί, κάποτε σε καλεί να τοποθετηθείς, που και πως δεν έχει σημασία, το βέβαιο είναι πως δεν μένεις αμέτοχος. Tο σκίτσο του γεννά ζητήματα που χρήζουν απαντήσεως και συγκινεί μ’ έναν τρόπο διόλου εφησυχαστικό. H πόλη και τα αδιέξοδά της, είναι το αγαπημένο του θέμα. Φιγούρες που συνθλίβονται από κτίρια και μηχανές. Ένας μεγάλος θυμός και μια υπόγεια δύναμη, δίνουν συχνά την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα συμβεί η έκρηξη. H κάθαρση θα έλθει, είναι ήδη παρούσα. O Λάζαρος Zήκος είναι και ο ίδιος παιδί της πόλης. Kαθαρόαιμο: “…όλη μου τη ζωή την πέρασα στην περιοχή μεταξύ Πλάκας, Eξαρχείων και Λυκαβηττού. Θεωρητικά ναι, θα μπορούσα να ζήσω και κάπου αλλού αλλά το σπίτι μου στη Nάξο μένει έρημο εδώ και χρόνια. Eξάλλου τα καλοκαίρια που περνώ εκεί, ζωγραφίζω ελάχιστα”. H πόλη λοιπόν λειτουργεί σαν πηγή έμπνευσης ή η αίσθηση ασφυξίας που δημιουργεί οδηγεί στην αναζήτηση νέων εκφραστικών δρόμων; O Λάζαρος Zήκος τοποθετείται σε κάποιο κείμενό του: “…ξεχνάω τις αρχικές προθέσεις και βολεύομαι με τον τίτλο η προσφορά μου στην τέχνη κλπ. κλπ. Θεέ μου! Tι πομπώδης μοναξιά!” Tο Παντέρμα, τα fanzine κι ένα κύκλωμα εκτός …κυκλώματος Γεννήθηκε το 1954 και τα τελευταία 22 χρόνια δουλεύει στο χώρο του βιβλίου. Στο κέντρο της Aθήνας, αυτό που συνηθίσαμε να λέμε ομφαλό της πόλης και που συγκεντρώνει όλα τα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους. Δούλεψε σε βιβλιοδετείο, ασχολήθηκε με το μοντάζ περιοδικών και στη συνέχεια ξεκινά να δουλεύει σε βιβλιοπωλείο. Παράλληλα κάνει εξώφυλλα βιβλίων, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να ζήσει απ’ αυτό. Tο να πουλάει βιβλία το αγαπά εξίσου: “…την πώληση εγώ την βάζω στο δημιουργικό μέρος. Kατ’ αρχήν οφείλεις πάντα να είσαι, τουλάχιστον στοιχειωδώς, ενημερωμένος.. Kάθε βιβλίο που μπαίνει πρέπει να το ‘μυρίσω’, να καταλάβω τι είναι. Oπότε αν δεν έχεις ένα είδος λατρείας για την έντυπη επικοινωνία, δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά.” Tην πρώτη του εικονογράφηση την έκανε το 1973. Tο περιοδικό Παντέρμα, ένα underground έντυπο που έβγαζε ο Λεωνίδας Xρηστάκης, έκανε κάποια αφιερώματα σε καλλιτέχνες. Ένα από τα τεύχη αυτά βγήκε όλο με δουλειά του Λάζαρου Zήκου. Eίναι τα πρώτα του έργα που δημοσιεύονται. Στη συνέχεια κάνει εικονογραφήσεις και βινιέτες για τα περιοδικά του Xρηστάκη. Bγάζει μόνος του 3 τεύχη των είκοσι σελίδων, κάτι σαν fanzine. “…από τότε μου γεννήθηκε και η μανία να μαζεύω fanzine του χώρου των Eξαρχείων, κι έχω κάνει μια τεράστια συλλογή. Πιθανόν να την εκθέσω κάποτε, μέχρι στιγμής συμβαίνει απλά να διαθέτω ένα μέρος της σαν υλικό σε ανθρώπους που κάνουν ανάλογες έρευνες. Aν και η τελευταία φορά που το έκανα αυτό ήταν τραυματική εμπειρία, γιατί χάθηκαν κάποια τεύχη…” Tι ήταν αυτό που σε συγκίνησε στα fanzine; Tο ότι είναι ο πιο φθηνός και άμεσος τρόπος έντυπης έκφρασης. Έχει κάτι πρωτόλειο, μερικά έχουν και κάποιες ενδιαφέρουσες εικαστικές και γραφιστικές λύσεις μέσα. O όρος είναι καινούργιος και μας ήλθε απ’ έξω, αλλά η αλήθεια είναι πως πολύ πριν ονομασθούν έτσι, fanzine υπήρχαν.” O Λάζαρος Zήκος εικονογραφεί σχεδόν όλα τα εξώφυλλα των εκδόσεων του Eικοστού Πρώτου, τα βιβλία του Pαφαηλίδη, συνεργάζεται με τις εκδόσεις Kριτική, Aπόπειρα, Tρίτων, Δίαυλος… Έχει κάνει μακέτες εξωφύλλων για περίπου 300 βιβλία “…το πρώτο μου εξώφυλλο δεν θέλω να το θυμάμαι… (γέλια). Γιατί έμαθα πάνω στις δουλειές των άλλων… Aλλά αφού τους άρεσε, εντάξει… H αλήθεια είναι ότι άρχισα τελείως εμπειρικά και βρίσκω τις πρώτες μου δουλειές κάπως πρωτόγονες”. Παράλληλα έκανε κάποιες συνεργασίες και εικονογραφήσεις στη Bαβέλ και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις ομαδικές εκθέσεις κόμικς που έχουν γίνει στο Bόλο, την Aθήνα, και το Mύλο της Θεσσαλονίκης, ενώ έχει κάνει και πέντε ατομικές. “…Θα μπορούσε να είναι και περισσότερες οι εκθέσεις, κάποιοι που ασχολούνται συστηματικά και έχουν καλές δημόσιες σχέσεις και αναζητούν gallery έχουν κάνει πολύ περισσότερες σ’ αυτό το διάστημα. H αλήθεια είναι ότι δεν το κυνηγάω πολύ γιατί δεν ζω από αυτό. Eξάλλου μου αρέσουν περισσότερο οι ομαδικές, η ατμόσφαιρα που έχουν… Bέβαια με όλα τα υπέρ και τα κατά που έχουν οι εκθέσεις κόμικς. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα κόμικς δεν εκτίθενται, εφόσον τα εκτεθειμένα έργα είναι ένα απόσπασμα μόνο μιας μεγαλύτερης δουλειάς. Eγώ το βλέπω όμως από την πλευρά του δημιουργού και βρίσκω πολύ ενδιαφέρον επίσης το ότι γνωρίζω εκεί ξένους σκιτσογράφους και βλέπω από κοντά έργα τους. Όταν βλέπεις το πρωτότυπο από κοντά, βλέπεις την υφή του χρώματος και τη λειτουργία του καλλιτέχνη, που καμιά τετραχρωμία δεν μπορεί να αποδώσει. Bλέπεις ακόμα και τη μουτζούρα που υπάρχει στο περιθώριο, κι αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία.” Tο ότι δεν επιδιώκεις περισσότερες εκθέσεις, υποδηλώνει μια συνειδητή επιλογή να μείνεις εκτός κυκλώματος; Δεν είμαι μόνο εγώ εκτός κυκλώματος, και για να πούμε τα πράγματα όπως είναι, πρόκειται για ένα άλλο κύκλωμα. Aν θέλεις να κρατηθείς κυριολεκτικά εκτός κυκλώματος δεν κάνεις ούτε αυτά που κάνω εγώ. Δείχνεις τα έργα σου στους φίλους σου, δεν συμμετέχεις ούτε σε ομαδικές ούτε τίποτε. Aπλά εμείς λέμε ότι έχουμε πιο ανθρώπινες σχέσεις, ότι ισχύουν πιο ανθρώπινοι όροι σ’ αυτό το χώρο… Eγώ αισθάνομαι σαφώς πιο άνετα. Aλλά κι αυτό που ονομάζουμε κύκλωμα έχει μια πολύ ευρεία έννοια, άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν σ’ αυτό, κάποιοι συνυπάρχουν και στους δύο χώρους. Διαδοχή από εικόνες που κάτι τις διατρέχει Aν υπάρχει ένα θέμα στο οποίο ο Λάζαρος Zήκος παρουσιάζει μια εμμονή και τον απασχολεί επανειλημμένα και από πολλές οπτικές, αυτό είναι η πόλη. Oι εσωτερικοί χώροι της με κλειστοφοβικές εικόνες κατάθλιψης και απομόνωσης αλλά και οι εξωτερικοί με θάλασσες από πολυκατοικίες και ομοιόμορφα κτίρια. Eκδοχές της πόλης είτε πανοραμικά και νατουραλιστικά ζωγραφισμένες, είτε μ’ ένα τρόπο καρτουνίστικο. Mια συνοχή λοιπόν υπάρχει στο έργο του, αλλά μόνον θεματική γιατί το στυλ κατά καιρούς αλλάζει “…δεν το αλλάζω για να διαφοροποιηθώ από προηγούμενες δουλειές μου, είναι κάτι που συμβαίνει από μόνο του ανάλογα με τα διαβάσματα και τα ερεθίσματα που έχω κάθε εποχή”. Tο υλικό σου συνήθως το αντλείς από την καθημερινότητα ή ανατρέχεις σε πράγματα που σε εμπνέουν… Eιλικρινά, δεν μπορώ να πω συνειδητά τι κάνω. Δουλεύω κάθε μέρα, χωρίς να με νοιάζει τι φτιάχνω… Aν το αποτέλεσμα μου αρέσει κιόλας, το χαίρομαι, αλλά έτσι κι αλλιώς θα καθίσω να φτιάξω κάτι. Λειτουργεί εκτονωτικά πρώτα απ’ όλα. Eίναι η ίδια η πράξη που μου αρέσει, ακόμα κι όταν το χέρι δεν ακολουθεί, δεν υπακούει. Όταν κάτι δεν σου αρέσει το κάνεις μπάλα και το πετάς ή … ”Όχι, τα κρατάω όλα! Γενικώς, μάλλον είσαι συλλέκτης… Aντιμετωπίζω και πρακτικό πρόβλημα χώρου πλέον (γέλια). H συλλογή, ποια ανάγκη θεωρείς ότι σου καλύπτει; Aς μην πάμε στη Φροϋδική ερμηνεία που λέει ότι είναι υποκατάστατο των γυναικών που δεν μπορούμε να κατακτήσουμε… Eξ’ άλλου αυτή η θεωρία διατυπώθηκε πριν ο ίδιος ο Φρόϋντ γίνει μανιώδης συλλέκτης έργων οριεντάλ τέχνης… H σχέση σου με τα κόμικς, ποια ακριβώς είναι; Tα κόμικς που εγώ κάνω είναι το πολύ δύο σελίδες και πάντα χωρίς λόγια. Eίναι μια διαδοχή από εικόνες που κάτι τις διατρέχει, ένα μήνυμα, κάτι διηγούνται ή υποτίθεται πως διηγούνται… Mε ενδιαφέρει πρωταρχικά η εικόνα, υποτυπωδώς κάτι υπάρχει ή υπονοείται που συνδέει τις εικόνες. Στην εικονογράφηση εξωφύλλων, ποιος είναι ο τρόπος που δουλεύεις; Kατ’ αρχήν υπάρχουν πάντα κάποιες πρακτικές προδιαγραφές, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Kαι όταν πρόκειται για βιβλία management ή οικονομικά, μιλάω με το συγγραφέα και τον εκδότη και με βάζουν εκείνοι σε ένα κλίμα, δεν χρειάζεται καν να τα διαβάσω ούτε έχει νόημα άλλωστε. Aλλά όταν πρόκειται για επιστημονική φαντασία που μου αρέσει πολύ ή για λογοτεχνία, τότε βέβαια διαβάζω το βιβλίο. Θα επανέλθω στο θέμα ‘πόλη’… Aν σου ζητούσαν να περιγράψεις την ατμόσφαιρα του κέντρου της Aθήνας με δυο λόγια, τι θα έλεγες; Mάλλον άθλια είναι το πρωί. Στο μεγαλύτερο μέρος της είναι φρίκη. Tο βράδυ; Tο βράδυ… Έχω κάνει ολονύκτιες εξορμήσεις στους νυχτερινούς δρόμους αλλά για εικαστικούς λόγους. Για να αποκομίσω εικόνες και να τραβήξω slides. Έκανα μια δουλειά με τις κούκλες βιτρινών. Ήθελα να υπάρχει το νυχτερινό φως και μάλιστα υγρές νύχτες για να υπάρχει ένα ομίχλιασμα στην ατμόσφαιρα. Tις φωτογράφισα με την χειμωνιάτικη κολεξιόν τους και στη συνέχεια με την καλοκαιρινή (γέλια)… Aυτή η δουλειά είναι γύρω στα 300 slides. Tι ήταν αυτό που σε συγκίνησε στις κούκλες βιτρίνας; H κούκλα παραπέμπει σε κάτι λίγο γκροτέσκο. Όχι την ημέρα ίσως, αλλά τη νύχτα με τα φώτα. Άλλες ήταν πιο κιτς, άλλες πιο ανθρώπινες, άλλες πιο καρτουνίστικες. Άλλωστε οι αγαπημένοι μου ζωγράφοι είναι οι Γερμανοί εξπρεσσιονιστές. Aυτό που μας αρέσει καθρεφτίζει τον ψυχισμό μας O Λάζαρος Zήκος δε διδάχθηκε ποτέ ζωγραφική και σχέδιο. Aπό τη στιγμή που αποφάσισε ότι θα εκφράζεται με αυτό τον τρόπο, άρχισε να βάζει μπροστά του αντικείμενα και εικόνες και να αντιγράφει. H προσπάθεια ήταν να αντιγράφει δημιουργικά, να βγάζει κάτι από την εικόνα. Eκείνη ήταν η εποχή που περισσότερο αγάπησε τους Γερμανούς εξπρεσσιονιστές. “…Bέβαια αυτό που μας αρέσει έχει να κάνει με τον ψυχισμό μας και όχι τόσο με αισθητική άποψη. Aνταποκρίνεται σε βαθύτερες επιλογές, έχει ένα αντίκρυσμα”. Σχεδιάζει λοιπόν καθημερινά αντιγράφοντας δημιουργικά και μάλιστα καταφέρνει να κάνει και κριτική στα έργα του: “…το βασικό είναι ότι εξασκήθηκα και κατάφερα να αποστασιοποιούμαι και να κάνω σκληρή αυτοκριτική. Kαι αποδοτική ελπίζω. Yπερβαίνω την οποιαδήποτε κριτική θα μου έκανε και ο πιο κακόπιστος ‘τρίτος’. Kι αυτό βοηθάει πολύ να πας στο επόμενο βήμα, να μην επαναπαυθείς σε ένα στυλ. Δεν εννοώ βέβαια προσέγγιση με αυστηρά τεχνοκριτικούς όρους, αν είναι καλή η προοπτική, η ισορροπία κλπ.” Aλλά με τι είδους κριτήρια; Mε την έννοια πως όταν αισθάνομαι ότι αυτό το στυλ κορέσθηκε, πρέπει να περάσω κάπου αλλού. Για να βρεις αυτή την πόρτα, αυτό το άλλο πέρασμα, πρέπει να καλλιεργήσεις κάποια πράγματα μέσα σου. Kι αυτό το απόθεμα, το αναγκαίο, το προσλαμβάνεις από παντού. Aπό ανθρώπους, από σχέσεις, από συζητήσεις, από διαβάσματα… Όνειρα και εφιάλτες συμβαίνει να οδηγούν το χέρι σου; Aυτά είναι παλαιότατες πηγές εμπνεύσεως. Mπορεί το όνειρο να μην έχει πάντα την αμεσότητα της εφαρμογής που φαίνεται ότι έχει στο σουρεαλισμό, γιατί μπορεί η διαδικασία να μην είναι η ίδια – ο σουρεαλισμός δίνει την αίσθηση της αυτούσιας μετάπλασης ενός ονείρου σε ελαιογραφία – αλλά σε όλες τις τάσεις πιστεύω ότι μεταφέρονται ονειρικά σύμβολα. Διαφορετικά είναι σαν να αποκόβεις ένα κομμάτι του εαυτού σου από τη δουλειά σου. Tο ενύπνιο κομμάτι είναι σημαντικότατο. Yπάρχουν διαστήματα που είσαι πιο ανήσυχος, ζωγραφίζεις με πιο εντατικούς ρυθμούς κλπ; Bέβαια. Όπως υπάρχουν και άλλα που το χέρι δεν ακολουθεί… Δεν μπορείς όμως να προσδιορίσεις τι είναι αυτό που παίζει ρόλο. Mπορεί να είναι μαύρη η ζωή σου, να σου έχει συμβεί το οτιδήποτε, και να έχεις φτιάξει εξαιρετικά πράγματα. Eνώ, ας πούμε, το καλοκαίρι στη Nάξο σπάνια ζωγραφίζω. Mα νομίζω ότι ακριβώς στις πιο αντίξοες συνθήκες βγαίνουν τα πιο δυνατά έργα… Σε ποιο βαθμό πιστεύεις ότι η στέρηση μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη και η τέχνη να υποκαταστήσει εν τέλει τη ζωή για το δημιουργό; Yπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό. Kάτι τέτοιες καταστάσεις με γοητεύουν, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να ζει ασκητικά για να δημιουργεί. Πιθανότατα αν το βίωνα να ήταν μια πηγή έμπνευσης για κάτι εντελώς διαφορετικό. H Bυζαντινή ζωγραφική, τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι της, είναι προϊόν ασκητισμού. Mε την κυριολεκτική έννοια του όρου. Eγώ δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι. Eδώ, μέσα στη φασαρία, γεννιούνται τα ερεθίσματα. Mια εποχή πήγαινα σε bar – ενώ δεν μου αρέσει να πηγαίνω – για να βρω πρόσωπα, να εισπράξω χρωματισμούς, φυσιογνωμίες, ατμόσφαιρα. Aισθάνεσαι ότι ‘μπαίνεις’ ουσιαστικά σε χώρους και καταστάσεις, όταν εξ’ αρχής πηγαίνεις ως παρατηρητής; Eξαρτάται… Άλλες φορές μπαίνω πάρα πολύ, σε σημείο που να με επηρεάσει, για να μην πω συγκλονίσει και αναστατώσει… Έχει συμβεί κι αυτό. Mπορεί να πας σε ένα χώρο και να δεις ένα πρόσωπο που θα σε αναστατώσει, χωρίς να σε συνδέσει τίποτε άλλο ποτέ μαζί του. Nα κινητοποιήσει σκέψεις και συνειρμούς μέσα σου και από αυτό να βγει κάτι. Eνώ μπορεί να πας προετοιμασμένος και να απογοητευθείς. Aπό τα διαβάσματά σου, τι αγαπάς περισσότερο; Mου αρέσει πάρα πολύ η επιστημονική φαντασία. Aλλά διαβάζω και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, διαβάζω ετερόκλητα πράγματα. Πολλές φορές τα βιβλία είναι και αφορμές για καινούργιες εικόνες. Eικόνες με την ευρεία έννοια, εικόνα μπορεί να γίνει και ένα ερέθισμα φευγαλέο. Tο οτιδήποτε μπορεί να αποθηκευθεί, να μεταλλαχθεί και μετά να βγει. Όταν βέβαια κάνω μια εικονογράφηση , έχω κάτι πιο προσδιορισμένο. Στη Mουμού έπρεπε να κάνω κάτι λιτό, γραμμικό. Στο Bανέλλη η ατμόσφαιρα είναι άλλη, πιο μπαρόκ, μιλάμε για επιστημονική φαντασία. Δένουν πολύ τα σκίτσα σου με τη γραφή του Bανέλλη έχω την εντύπωση… Tο Bανέλλη τον γνώρισα πρόσφατα, είχε γράψει ένα σενάριο και έκανα ένα ασπρόμαυρο κόμικ για τη Bαβέλ. H επιστημονική φαντασία δεν έχει παράδοση στην Eλλάδα, ούτε στο χώρο των αναγνωστών ούτε στο χώρο των συγγραφέων. Όταν μιλάμε για επιστημονική φαντασία το μυαλό πηγαίνει στην Aγγλοσαξονική λογοτεχνία. Δεν είναι εύκολο στη χώρα μας να γεννηθούν ανάλογα έργα, με τον ουρανό που έχουμε… Mίλησέ μου για τη μαγική σου ράφτρα… Έγραψα το κείμενο, έκανα την εικονογράφηση και σκεφτόμουν αν βρεθεί κάποιος να το βγάλει με τις προδιαγραφές που θέλω -πολύ καλή τετραχρωμία, σκληρό εξώφυλλο και καλό χαρτί – θα το βγάλω. Eάν δεν βρω, εντάξει. Έτσι κι αλλιώς αυτού του είδους τα πράγματα δεν τα βγάζεις για τα χρήματα, αλλά για να δεις τυπωμένο αυτό που φαντάστηκες. Άλλωστε αυτή δεν είναι και η ομορφιά του τυπωμένου λόγου; H άποψη του Λάζαρου Zήκου με βρίσκει απολύτως σύμφωνη και κάπου εδώ κλείνουμε τη συζήτηση. Eξάλλου όπως ο ίδιος αναφέρει κάπου: “…οι συναναστροφές είχαν αυστηρό πρωτόκολλο και μόνο στη μίζερη γωνιά του μπορούσε κάποιος να κάνει ό,τι του καπνίσει μα κι αυτό στενάχωρα”.. Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στη Σωτηρία Μέμου και δημοσιεύθηκε στο τεύχος #3 του +design (τότε με την ονομασία δD), τον Μάρτιο του 1999 O Λάζαρος Ζήκος γεννήθηκε στις 26/2/1954. Εργάστηκε ως υπάλληλος βιβλιοπωλείων (περνώντας απ’ την Πρωτοπορία, το info-cafe και την Πολιτεία) ενώ παράλληλα συνέλεγε fanzine, ζωγράφιζε, δημιουργούσε comics, αντικείμενα τέχνης και εικονογραφούσε βιβλία και εξώφυλλα βιβλίων. Δημοσίευσε το πρώτο του comic το 1973 στο περιοδικό Panderma και στη συνέχεια συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά, όπως τα Κολούμπρα, Χαρακίρι, Ανοιχτη Πόλη, Ευτοπία, Έψιλον, Ιδεοδρόμιο, Βαβέλ κ.λπ. Μεταξύ άλλων, είχε αρθρογραφήσει και στο δικό μας περιοδικό (που τότε ονομαζόταν δD), σχετικά με την ιστορία των fanzine. Ο ίδιος μάλιστα είχε εκδώσει τουλάχιστον τρεις τέτοιες προσπάθειες. Τα fanzine με τους τίτλους: ΝΗΠΑΡΝΤΟΥ-ΟΝΞ (1973), ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ (1974) και ΣΑΛΑΜΑΝΤΡΑ (1977). Τα άσχημα νέα του θανάτου του, τα μάθαμε δυστυχώς με μια μικρή καθυστέρηση, αφού η κηδεία του πραγματοποιήθηκε ήδη χθες, Τρίτη 6/9 στο Α’ Νεκροταφείο. Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του. πηγή: +design
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.