Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'θησαυρός'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 6 results

  1. Το «Καρέ Καρέ» ρίχνει φως στην πρώτη ίσως Ελληνίδα γελοιογράφο, τη «δεσποινίδα Γεωργαντοπούλου», μια γυναίκα που γελοιογράφησε τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στα έντυπα του 1940. Για δεκαετίες η γελοιογραφία ήταν ένας ανδροκρατούμενος χώρος. Ταλαντούχα πενάκια όπως των Κατερίνας Σχοινά, Έφης Ξένου, Μαρίας Τζαμπούρα και Τέτης Σώλου εμφανίζονται μόλις στη Μεταπολίτευση. Παλαιότερα, δεν υπήρχε καμία καταγεγραμμένη γυναίκα γελοιογράφος που να πέρασε από τις σελίδες του Τύπου. 'Η μήπως όχι; Το 1940, όταν η φασιστική ιταλική επίθεση στην Ελλάδα είχε μετατραπεί σε υποχώρηση και ο αμυντικός πόλεμος σε «Έπος», το πανηγυρικό κλίμα στα μετόπισθεν φούντωνε από τις πένες των σατιρικών και των γελοιογράφων. Στις 8 Δεκεμβρίου, στο τεύχος 131 του περιοδικού «Θησαυρός» δημοσιεύονται αντικριστά δύο γελοιογραφίες σε άσπρο, μαύρο, γαλάζιο και κόκκινο: στην 1η, ένας Έλληνας φαντάρος κουρεύει γουλί Ιταλούς αιχμαλώτους με τη λεζάντα να γράφει «Μαλλί… για τη φανέλα του στρατιώτου» και στη 2η ένας Ιταλός φαντάρος τρέχει πανικόβλητος από καταιγίδα γιγάντιων… τσαρουχιών με τη λεζάντα «Υποχώρησις λόγω κακοκαιρίας». Τα δύο σκίτσα φέρουν το ίδιο όνομα δημιουργού κάτω από τη λεζάντα: «της δίδος Γεωργαντοπούλου». Και το μυστήριο αρχίζει: το όνομα αυτής της σκιτσογράφου δεν απαντάται σε καμία άλλη γελοιογραφία και σε κανένα άλλο έντυπο της εποχής! Στο περιοδικό μάλιστα, δεν αναφέρεται ούτε το μικρό της όνομα παρά μόνο το επώνυμο και η «ιδιότητα» της δεσποινίδας. Αυτό υποδηλώνει πως ήταν ανύπαντρη (άρα μάλλον νεαρή σε ηλικία) και πως το αναγεγραμμένο επώνυμο είναι το πατρωνυμικό της. Το μυστήριο εντείνεται, μια και δεν υπάρχει άλλο σκίτσο ή αναφορά της σε κανέναν τόμο ελληνικής γελοιογραφίας πλην ενός («Κορόιδο Μουσολίνι» του Δημήτρη Λαζογιώργου-Ελληνικού) που φέρει τα δύο σκίτσα του «Θησαυρού». Παραδόξως, ενώ δημοσιεύονται με την αναφορά του ονόματός της από το περιοδικό, η εισαγωγή του βιβλίου την αναφέρει «Γεωργαντόπουλο»! Ποιος όμως άνδρας της εποχής θα ήθελε να δημοσιεύσει πανελλήνια με γυναικείο ψευδώνυμο; Συνεπώς, θα πρόκειται για λάθος της έκδοσης. Η υπόθεση μοιάζει να αδικεί μια πραγματικά ικανή γελοιογράφο: τα σκίτσα της φέρουν εξαιρετική σχεδιαστική ικανότητα με μια απλή, διασκεδαστική, εκφραστική γραμμή που μοιάζει να ρέει πάνω στο χαρτί. Στην ανδροκρατούμενη Ελλάδα του 1940, η Γεωργαντοπούλου που δεν φοβήθηκε να δημοσιεύσει τα σκίτσα της επώνυμα, σατίρισε κι εκείνη τον φασίστα εισβολέα χωρίς να έχει τίποτα να ζηλέψει από τους άνδρες συναδέλφους της. Ποια ήταν λοιπόν αυτή η γυναίκα; Τι την ώθησε να δημοσιεύσει και τι να χαθεί; Το «Καρέ Καρέ» υπόσχεται να ερευνήσει περαιτέρω την υπόθεσή της! Και το σχετικό link...
  2. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική κατοχή μέσα από τα σκίτσα της εποχής – μια σατιρική Απελευθέρωση που κοιτούσε προς τον ήλιο αγνοώντας τα σύννεφα των Δεκεμβριανών που πλησίαζαν... Στις 12 Οκτωβρίου 1944, ακριβώς πριν από 80 χρόνια, ο γερμανικός στρατός αποχωρεί από την Αθήνα και οι πολίτες ξεχύνονται πανηγυρίζοντας στους δρόμους. Από εκείνη τη μέρα, η Ελλάδα έζησε δύο μήνες ελευθερίας, μεθυστικής χαράς και σιγοβράζουσας έχθρας που κλιμακώθηκε στα αιματηρά Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο… Το διονυσιακό κλίμα αυτών των δύο μηνών αποτυπώθηκε γλαφυρά στις γελοιογραφίες της εποχής, γελοιογραφίες της Απελευθέρωσης, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά μετά από 80 χρόνια στο παρόν άρθρο! Ελεύθεροι! Κατά την Κατοχή, με τον επίσημο Τύπο να ελέγχεται από τις κατοχικές δυνάμεις, οι γελοιογράφοι είχαν σιγήσει. Μόνο ορισμένα ανυπόγραφα σκίτσα τυπώνονταν στις παράνομες αντιστασιακές φυλλάδες ή τοιχοκολλούνταν στις πόλεις. Με την Απελευθέρωση σημαίνει και η απελευθέρωση του Τύπου και της πολιτικής γελοιογραφίας: η καταπιεσμένη έκφραση εκρήγνυται δημιουργικά, ξεσπά πάνω στους πρώην δυνάστες και υμνεί την Αντίσταση και τους Συμμάχους, Δυτικούς και Σοβιετικούς! Ο Στάλιν προς τον Χίτλερ: «Έλα στο θείο, έλα…» («Θησαυρός», 5/11/44, οπισθόφυλλο) Η φρενήρης χαρά της Απελευθέρωσης φαίνεται στο γεγονός πως ακόμα και τα περιοδικά ποικίλης ύλης «Ρομάντσο» και «Θησαυρός», έντυπα κατ’ επίφαση απολιτικά και φιλικά για όλη την οικογένεια που κυκλοφορούσαν κανονικά κατά την Κατοχή, από τον Νοέμβρη του ’44 υμνούν την ελευθερία με γαλανόλευκα εξώφυλλα, πατριωτικά άρθρα, μαρτυρίες και σατιρικά στιχάκια και γελοιογραφίες. Γι’ αυτόν τον λόγο το άρθρο επικεντρώνεται στα σκίτσα εκείνων των περιοδικών. Στο στόχαστρο των γελοιογράφων μπαίνουν πρώτοι οι φασίστες αρχηγοί. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι απεικονίζονται ξανά μετά από τρία χρόνια σε όλο τους το σατιρικό μεγαλείο, με τσαρούχια και βρετανικές μπότες να τους κλοτσούν. Ηρωικός πρωταγωνιστής των γελοιογραφιών γίνεται και ο Ιωσήφ Στάλιν! Ο ανώνυμος γελοιογράφος του «Θησαυρού» (πιθανόν ο Μιχάλης Γάλλιας) τον αποτυπώνει πότε ως τροχονόμο που διατάσσει στον Χίτλερ «βαδίζετε αριστερά» και πότε ως καθιστό ενήλικο που καλεί τον μικρό Αδόλφο να «έρθει στον θείο» για να του τις βρέξει («Θησαυρός», 5/11/44). Ολοσέλιδος «σούπερ ήρωας» φαντάρος με τις σημαίες των Συμμάχων και της Ελλάδας, διά χειρός Κώστα Παπαδόπουλου («Ρομάντσο», 28/11/44, οπισθόφυλλο). Ένα ιστορικό γεγονός της 12ης Οκτωβρίου γελοιογραφείται στο «Ρομάντσο» (τεύχος με ημερομηνία κυκλοφορίας «Νοέμβριος 1944»): με αφορμή την κατάθεση στεφάνου από τους Γερμανούς στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη πριν από την αποχώρησή τους, ο ανώνυμος γελοιογράφος απεικονίζει το μνημείο να ανταποδίδει την «τιμή» στους ναζί με μια μούντζα. Από τη σάτιρα δεν ξεφεύγει ούτε ο (εθνικιστικά πιο μισητός) Βούλγαρος κατακτητής, τον οποίο και καβαλάει ο τσολιάς σε ανυπόγραφη γελοιογραφία με το λογοπαίγνιο «επιτέλους οι Βούλγαροι πήραν την καβάλα» («Θησαυρός», 5/11/44)! Ακόμα, μα πιο συγκρατημένα, γελοιογραφούνται οι μαυραγορίτες. Την επιστροφή του ελαιόλαδου στο τραπέζι δείχνει ανώνυμος γελοιογράφος («Θησαυρός», 10/12/44), ενώ ο μεγάλος Νίκος Καστανάκης καταδικάζει τη «λαδοκρατία» του μαυραγορίτη που κάθεται στην πλάτη του Έλληνα («Ρομάντσο», Νοέμβριος ’44). …δεν χωρίζουν Μαζί με το μένος κατά του Άξονα πήγαινε η αγάπη προς τους Συμμάχους, τη λυκοσυμμαχία που νίκησε τον ναζισμό μα δίχασε εκ νέου την υφήλιο. Έτσι, ίσως η συγκλονιστικότερη γελοιογραφία που αποτυπώνει (άθελά της) την εφήμερη συμφιλίωση της Απελευθέρωσης και τη συμμαχική λυκοφιλία δημοσιεύτηκε στον «απολιτικό» «Θησαυρό», ανώνυμη μα ίσως φιλοτεχνημένη και πάλι από τον τακτικό σκιτσογράφο του περιοδικού Μιχάλη Γάλλια, τον γελοιογράφο της Χοντρής του «Θησαυρού». H Ελλάδα με τους τρεις Συμμάχους αγκαλιά (περιοδικό «Θησαυρός», 5/11/44, οπισθόφυλλο) Σε αυτήν, δημοσιευμένη στο πάνω μέρος του γεμάτο γελοιογραφίες οπισθόφυλλου του τεύχους της 5ης Νοεμβρίου, φιγουράρει η Ελλάδα, μια όμορφη νεαρή γυναίκα με φόρεμά της τη γαλανόλευκη. Δεξιά της πιασμένοι από τους ώμους είναι ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ, αριστερά της ο Στάλιν. Πίσω τους ανατέλλει ο ήλιος και η λεζάντα γράφει «Καρδιές που αγαπιούνται δεν χωρίζουν». Το περιχαρές κουαρτέτο προχωρά προς τον αναγνώστη, πιασμένοι σαν να χορεύουν συρτάκι. Πού να ήξερε ο σκιτσογράφος πως το συρτάκι (εφεύρεση της τουριστικής δεκαετίας του ’60) θα το χόρευε η Ελλάδα μόνο με τους εκ δεξιών της, μιας και ο εξ αριστερών βρέθηκε στην άλλη πλευρά του Μπλοκ και της Ιστορίας. Μετά τα Δεκεμβριανά, οι αριστερές γελοιογραφίες σταδιακά θα λογοκρίνονται και ο ήλιος του σκίτσου αντί να ξημερώσει τη συμφιλίωση ανέτειλε τη νέα, τραγική μέρα διχασμού και αιματοκυλίσματος. Τελικά οι καρδιές χωρίζουν, ειδικά αν δεν αγαπήθηκαν ποτέ... Και το σχετικό link...
  3. Η αποτύπωση της γερμανικής εισβολής του 1941 στις ελληνικές γελοιογραφίες και γιατί ο Μεταξάς είχε απαγορεύσει τη γελοιογράφηση του Χίτλερ. «Οι Δύο Σταυροί», ανώνυμη γελοιογραφία από το εξώφυλλο του «Ελληνικού Μέλλοντος», 7.4.41. Σαν σήμερα, 83 χρόνια πριν, η σβάστικα υψώνεται στην Ακρόπολη. Το σκοτεινό κεφάλαιο της Κατοχής ξεκινά. Είκοσι μέρες πριν, στις 7 Απριλίου όπου είχε μόλις ξεκινήσει η γερμανική εισβολή, το εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» κατακλύζεται από τίτλους όπως «140 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ 8 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΨΥΧΩΝ». Στο εξώφυλλο κυριαρχεί η ανωνύμου δημιουργού γελοιογραφία με τη λεζάντα «Οι Δύο Σταυροί». Στα αριστερά εικονίζεται ο Χίτλερ που κραδαίνει μια αιματοβαμμένη σβάστικα και στα δεξιά, απέναντί του, ο εύζωνας με τουφέκι και στο πλάι του την Παναγία, Υπέρμαχο Στρατηγό με τον Τίμιο Σταυρό. Άλλος τίτλος από πάνω της αναφέρει: «Σύμβολον της Νίκης μας ο Σταυρός και βοηθός μας η Θεομήτωρ!». Από τη μια ο σταυρός της μοντέρνας βαρβαρότητας, από την άλλη ο σταυρός της παράδοσης και της Ορθοδοξίας. Από τη μια ο αιμοδιψής εισβολέας, από την άλλη ο μικρός μα ελέω Θεού δίκαιος υπερασπιστής. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν το αφήγημα εκείνης της μέρας, καθώς τις προηγούμενες ήταν διαφορετικό. Μη γελοιογραφείτε τον φίρερ! «Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον σατιρική προσβολή αρχηγών μεγάλων δυνάμεων» ήταν μία από τις διαταγές που επέβαλε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου στον Τύπο, μία από τις πολλές που έδεναν χειροπόδαρα την ελεύθερη έκφραση των γελοιογράφων. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε όταν στις αρχές Νοεμβρίου του ’40 ο ελληνικός στρατός πήρε το πάνω χέρι στο αλβανικό μέτωπο, οπότε ο Τύπος διατάχθηκε να σατιρίσει δυναμικά τον εχθρό. Οι γελοιογράφοι ξέσπασαν πάνω στον ιταλικό στρατό, στους στρατηγούς του και στον υπερφίαλο ηγέτη του Μπενίτο Μουσολίνι. Κι όμως ενώ οι γελοιογράφοι των Βρετανών συμμάχων κατακεραύνωναν τον ιταλογερμανικό Άξονα, η ελληνική γελοιογραφία εστίασε μονομερώς στον Ιταλό εισβολέα. Γιατί; O Μουσολίνι και ο Τσιάνο προσεύχονται για βοήθεια στον – ανεικονικό – Κύριο των (ναζιστικών) Δυνάμεων, του Σ. Ρωνά από το περιοδικό «Θησαυρός», 23.3.41. Η απάντηση βρίσκεται στη διπλωματία και στην εκτίμηση του Μεταξά προς τον Χίτλερ. Είναι γνωστός ο θαυμασμός που έτρεφε ο αρχηγός του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» προς τον φίρερ του Τρίτου Ράιχ. Γι’ αυτό και ο Μεταξάς ήλπιζε μέχρι το τέλος του μια γερμανική παρέμβαση για ευνοϊκή λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όμως, ο Έλληνας δικτάτορας παρέμεινε αγγλόφιλος και έτσι προσπάθησε να κρατήσει μια ευαίσθητη ισορροπία: από τη μια την απώθηση των Ιταλών με βρετανική βοήθεια, χωρίς από την άλλη να προκαλέσει το ένοπλο ναζιστικό μένος – το οποίο γνώριζε πως ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να αναχαιτίσει –, προσδοκώντας παράλληλα τέλος της ελληνοϊταλικής σύρραξης με σφραγίδα Βερολίνου. Αυτή η διπλωματική στάση αποτυπώθηκε στον κόσμο της γελοιογραφίας με την απαγόρευση απεικόνισης της ναζιστικής Γερμανίας, το λογοκριτικό κόψιμο του Χίτλερ και την, κατά τον ιστορικό Δημήτρη Σαπρανίδη, «μοναξιά της καρικατούρας του Μουσολίνι». Μόνο μετά τον θάνατο του «μπαρμπα-Γιάννη» Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941 η σατιρική έκφραση ανέπνευσε (λίγο) πιο ελεύθερα. Τότε ο Χίτλερ κάνει τη σταδιακή του εμφάνιση στις ελληνικές γελοιογραφίες μα χωρίς γελοιοποίηση του προσώπου του. Η διπλωματική στάση της Ελλάδας παρέμενε η ίδια, κι έτσι παρέμενε «butt of the joke» αποκλειστικά ο Μουσολίνι και η φασιστική Ιταλία. Αυτή η συστολή στην απεικόνιση αποτυπώνεται σε ένα προφητικό σκίτσο του Σωκράτη Ρωνά από το περιοδικό «Θησαυρός» της 23ης Μαρτίου 1941. Σε αυτό, ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο, ντυμένοι καλογερικά, προσεύχονται για βοήθεια σε ένα εικόνισμα. Η εικόνα φέρει πάνω και κάτω τη σβάστικα μα η ίδια είναι κενή! Ένα κενό που μιλά πιο δυνατά από κάθε απεικόνιση. «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!» Η «θεία βοήθεια» που προφήτεψε το σκίτσο ήρθε τελικά στις 6 Απριλίου. Τα προσχήματα είχαν πέσει, τα τεθωρακισμένα της «Επιχείρησης Μαρίτα» στα βόρεια σύνορα έφερναν τη ναζιστική πολεμική μηχανή προ των πυλών. Η σάτιρα κλήθηκε να πολεμήσει και τούτο τον εχθρό. Οι Έλληνες γελοιογράφοι πλέον βάζουν κανονικά στο μενού τους τον Χίτλερ και προβλέπουν πως ο ελληνικός στρατός θα τον περιποιηθεί όπως τον Μουσολίνι. O Ευάγγελος Τερζόπουλος (ΤΕΡΖΟ) αποτυπώνει τον εύζωνα να περιμένει τον Γερμανό δικτάτορα κραδαίνοντας κούτσουρο και τον τραυματισμένο Μουσολίνι να προειδοποιεί: «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!». Μια πιο υποβλητική γελοιογραφία, με τετραχρωμία λευκού-μαύρου-κόκκινου-πορτοκαλί, παραδίδει ο «πατριάρχης» της ελληνικής γελοιογραφίας Φωκίων Δημητριάδης. Στο πρώτο της τμήμα που αναγράφει 1940 ο Μουσολίνι πλησιάζει προς τον θεατή κρατώντας μαχαίρι και ο Χίτλερ στο βάθος τού εύχεται «Καλή Επιτυχία Ντούτσε!». Στο δεύτερο καρέ με χρονολογία 1941 οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και ο Μουσολίνι εύχεται πια «Καλή Επιτυχία Φύρερ!» στον μαχαιροβγάλτη ομοϊδεάτη του. Βόρεια της Μάγχης, η υψηλής ποιότητας βρετανική γελοιογραφία σιγοντάριζε κι εκείνη την ελληνική άμυνα παιανίζοντας τους εύζωνες ως σύγχρονους Λεωνίδες. Δίπτυχη γελοιογραφία του Φ. Δημητριάδη από τον Απρίλιο του ’41 για την οποία κλήθηκε να απολογηθεί στις κατοχικές δυνάμεις ασφαλείας. Όμως το καλαμπούρι εις βάρος του Αδόλφου δεν κράτησε πολύ. Στις 20 Απριλίου ο Τσολάκογλου παραδίνεται και ο γερμανικός στρατός προελαύνει θριαμβευτής στο ελληνικό έδαφος. Το μέλλον ήταν αβέβαιο για όποιον είχε σατιρίσει τον Άξονα. Ο γελοιογράφος Μιχάλης Παπαγεωργίου, όπως εξομολογήθηκε στον Σαπρανίδη, είχε φιλοτεχνήσει μαζί με τον Κώστα Μπέζο μια σειρά γελοιογραφικών καρτ ποστάλ για τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου. Σε μία από αυτές εικονιζόταν ο Χίτλερ να διαπραγματεύεται την παράδοση της Ελλάδας με… το φάντασμα του Μεταξά. Όμως με την κάθοδο των Γερμανών, ο Δημητράκος έκαψε μεγάλο μέρος των καρτ ποστάλ, ενώ όσες διεσώθησαν λεηλατήθηκαν από τους Άγγλους στον Εμφύλιο. Οι γελοιογραφίες αυτές θεωρούνται πλέον χαμένες. «Η σειρά σου τώρα, Αδόλφε!», λέει ο δαρμένος Μουσολίνι στον προελαύνοντα Χίτλερ, του Ε. Τερζόπουλου (ΤΕΡΖΟ). Ο φόβος του Δημητράκου αποδείχθηκε βάσιμος: Ο Φωκίων Δημητριάδης, σύμφωνα με τον Γ. Παναγιώτου, βρέθηκε να απολογείται στην κατοχική Ασφάλεια για την προαναφερόμενη δίπτυχη γελοιογραφία του η οποία είχε, μάλιστα, τοιχοκολληθεί στην Αθήνα σε μορφή αφίσας. Τέτοιου είδους ανακρίσεις δεν αποκλείεται να συνέβησαν και σε άλλους σκιτσογράφους της εποχής. 4 χρόνια αναμονή Στις 27 Απριλίου 1941 η πολιτική γελοιογραφία σίγησε. Οι γελοιογράφοι είχαν συνηθίσει στη σιγή από τη δικτατορία Μεταξά, όμως αυτή ήταν πιο απεχθής, μια και την επέβαλε μια τριπλή ξένη κατοχή. Ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και η παρέα τους αντάμωσαν ξανά με τους γελοιογράφους τον Οκτώβριο του ‘44 και δεν ξαναχωρίστηκαν ποτέ, όπου και γελοιοποιήθηκαν από γενιές και γενιές σκιτσογράφων. Γελοιογραφία ανώνυμου που δημοσιεύτηκε μέσα στην Κατοχή στην παράνομη εφημερίδα «Ελληνικός Αγών». Το ’44 κυκλοφόρησε ευρέως ως αφίσα. Έκαναν όμως μερικές εμφανίσεις στην Κατοχή, κρυφά και ανώνυμα, όπως σε ένα δωρικό σκίτσο από την παράνομη εφημερίδα «Ελληνικός Αγών». Ένα ρολόι με σπαθί για λεπτοδείκτη, το κεφάλι του Χίτλερ στην κόψη του και οι ώρες μετρούσαν αντίστροφα για τον μανιακό που αιματοκύλησε τον κόσμο… Και το σχετικό link...
  4. Στη μνήμη του γελοιογράφου Αρχέλαου Αντώναρου, τρεις προσωπικότητες που τον γνώρισαν από κοντά γράφουν γι’ αυτόν. Ο Αρχέλαος Αντώναρος στο γραφείο του Ο Αρχέλαος Αντώναρος, γνωστός και ως Αρχέλαος, ήταν ταλαντούχος σκιτσογράφος που με τη ζωντανή καρτουνίστικη γραμμή του και το κοινωνικοπολιτικό χιούμορ του ξεχώρισε στη μεταπολεμική ελληνική γελοιογραφία. Από τον Απρίλιο του 1998 που μας άφησε πέρασαν 25 χρόνια. Ένα παιδί που γεννήθηκε τότε είναι πλέον 25 χρόνων νέος, ακόμα ένας πιθανόν άνεργος και αγχωμένος πτυχιούχος μέσα στην αβεβαιότητα του σήμερα. Στις επόμενες σειρές γράφουν για αυτόν τρεις προσωπικότητες που γνώρισαν το έργο του και τον ίδιο: ο γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος), ο εικαστικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας της «Ιστορίας της Ελληνικής Γελοιογραφίας» Δημήτρης Σαπρανίδης, και ο πολιτικός, δημοσιογράφος και γιος τού Αρχέλαου, Ευάγγελος Αντώναρος. Soloup «Τον ένιωθα κάτι σαν τον… γελοιογραφικό μου παππού» Ήταν μια ξεχωριστή φιγούρα στον χώρο της γελοιογραφίας ο Αρχέλαος. Με παχιά, αστεριξίστικα μουστάκια, εκτός από τα χαμόγελα και τα γέλια των αναγνωστών, προκαλούσε και την αγάπη, τον θαυμασμό τον ίδιων των συναδέλφων του. Φαρδιά μουστάκια που όμως δεν κατάφερναν να κρύψουν το πλατύ του χαμόγελο. Αντίθετα το τόνιζαν, το μεγάλωναν. Είχα τη μεγάλη χαρά στα σκιτσογραφικά μου ξεκινήματα να γνωρίσω τον «διάσημο γελοιογράφο» Αρχέλαο αλλά και να νιώσω τη ζεστασιά που μετέδιδε ως άνθρωπος. Τον ένιωθα κάτι σαν τον… γελοιογραφικό μου παππού. Εκείνος με σύστησε στους άλλους μεγάλους σκιτσογράφους της γενιάς του που θαύμαζα. Τον Μπόστ, τον Μητρόπουλο, τον Κυρ… Με καλούσε ως νεαρό σκιτσακούδι στις εκθέσεις, στις μαζώξεις της Λέσχης Γελοιογράφων που ήταν και πρόεδρος, μα και στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Εκεί με τράταρε με καρτούλες και σκιτσάκια αλλά και με κάποια από τα όμορφα ζωγραφιστά του βότσαλα που είχε τοποθετημένα σ’ ένα καλάθι πάνω στο γραφείο του. Από τότε, σαν ευχή, σαν «γούρι», ως δείγμα ήθους και ύφους, το έχω πάντα κοντά στο δικό μου σχεδιαστήριο. Καθημερινή παρουσία στα πενήντα εκατοστά απ’ την καρέκλα μου. Βότσαλο ζωγραφισμένο από τον Αρχέλαο, δώρο στον Soloup (από τη συλλογή του Soloup) Ήταν κορυφαίος, μαζί με τον Χριστοδούλου, εκείνης της θεματικής φόρμας που θα την περιγράφαμε ως «κοινωνική» γελοιογραφία. Είχε τον δικό του, καλόκαρδα σαρκαστικό τρόπο να αναδείξει το αστείο στην καθημερινότητα των Ελλήνων στον «Θησαυρό», στο «Ρομάντζο» ή και σε άλλα έντυπα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Υπήρξε όμως το ίδιο πολιτικοποιημένος και ευαίσθητος, όχι μόνο ως ΤΟΤ στον «Ριζοσπάστη», αλλά ως το τέλος του στην «Αθηναϊκή» και παραδόξως στη «Βαβέλ». Εξώφυλλο του άλμπουμ του Αρχέλαου «Βαρελόφρονες», των εκδόσεων Βαβέλ Ναι, τον θαύμαζα ως σκιτσογράφο. Ένιωθα δέος με όλους αυτούς τους μεγάλους της γενιάς του. Όμως αυτό που μου έμεινε ήταν και το ανθρώπινο της επαφής του. Η ζεστασιά, η φροντίδα, το χιούμορ στις συναναστροφές του. Και πώς αλλιώς, αφού, εκτός των άλλων είχα και μια εμπειρία ζωής από τον Αρχέλαο. Όταν βρισκόμουν «αβυσματίας» δυσμενώς στον στρατό, μακριά από τους δικούς μου και έχοντας φύγει με μετάθεση από την αγαπημένη μου Λέσβο, έμαθε ο Αρχέλαος από τη μητέρα μου τις μαύρες μου πλερέζες. Ανέλαβε λοιπόν αμέσως δράση χωρίς να του ζητήσει κανείς κάτι τέτοιο. Έβαλε σ’ έναν φάκελο το βιβλιαράκι του «Γέλα καρδιά μου γέλα» που μόλις είχε κυκλοφορήσει, φυσικά με ιδιαίτερη αφιέρωση για να μου… ακμαιώσει το ηθικό. Όμως το έκανε με τον δικό του τρόπο, υπογράφοντας τον φάκελο ως «Αρχέλαος Γελοιογράφος» (για να το «δουν») και με ξεχωριστό γράμμα για τον διοικητή του τάγματος! Απ’ ό,τι μου είπε αργότερα, για να μάθουν οι αξιωματικοί πως έχω τη γνωριμία του και πως είμαι κι εγώ «σπουδαίος» σκιτσογράφος, να με προσέχουν και να μη με βασανίζουν. Τέτοια μεγάλη καρδιά, ο Αρχέλαος. Πιο μεγάλη απ’ τη χαμογελάρα που δεν κατάφερναν να κρύψουν τα μουστάκια του. Δημήτρης Σαπρανίδης «Είχε δικό του γελοιογραφικό χαρακτήρα στο σκίτσο» Τον Αρχέλαο τον κατατάσσω με τους πρώτους μεταπολεμικούς γελοιογράφους της Ελλάδας. Ήταν ο μεγαλύτερος και ο πρώτος που δούλεψε στον «Ριζοσπάστη» ως γελοιογράφος. Ο «Ριζοσπάστης» την εποχή του Εμφυλίου ήταν φυτώριο, δεν ήταν απλώς μια εφημερίδα. Μέσα εκεί μεγάλωσαν γελοιογράφοι, λογοτέχνες, ήταν λαμπρή εποχή του πνεύματος. Ο Κώστας Μητρόπουλος μου είχε πει πως γνώρισε τον Αρχέλαο στον «Ριζοσπάστη», όπου εκεί έδωσε τα πρώτα του σκίτσα και τον εγκρίναν, καθώς αυτός που ιδιαίτερα ξεχώρισε το ταλέντο του ήταν ο Αρχέλαος. Μετά τον Εμφύλιο οι γελοιογράφοι πέρασαν στον αστικό Τύπο όπου «τους άλλαξαν» τα γούστα και, επί εποχής Παπάγου και Τσαλδάρη, η πολιτική γελοιογραφία τους άρχισε να γίνεται τυπική, μια μεταπολεμική γελοιογραφία που δεν έγινε καθαρά πολιτική. Ο Αρχέλαος, μαζί με τον (Βασίλη) Χριστοδούλου, δημιούργησαν έναν τύπο που ήταν πολύ επίκαιρος, τον μεθύστακα και τους «Βαρελόφρονες». Ήταν ως άνθρωπος χιουμορίστας. Όλοι αυτοί οι γελοιογράφοι ήταν χιουμορίστες ως άνθρωποι. Έλεγαν αστεία στην καθημερινότητά τους, άλλα κρύα και άλλα ζεστά, και έπιναν πολύ κρασί. Οι τύποι που χρησιμοποιούσαν στις γελοιογραφίες τους, οι «Βαρελόφρονες», ήταν από προσωπικά τους βιώματα. Γενικά ο Αρχέλαος είχε ένα χιουμοριστικό σκίτσο το οποίο είχε μια εξέλιξη. Ήταν αυτόνομος και δεν έγινε ούτε κέντρο μίμησης από άλλους γιατί είχε δικό του γελοιογραφικό χαρακτήρα στο σκίτσο. Ευάγγελος Αντώναρος «Έβλεπε τη ζωή από την ευχάριστη πλευρά κι ας είχε κάτι το αδιόρατα μελαγχολικό» Είναι δύσκολο να γράψεις για κάποιο γνωστό πρόσωπο που ήταν πατέρας σου. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να γράψεις όταν αυτό το πρόσωπο ήταν, αποδεδειγμένα, ευρύτατα αγαπητός. Μιλάω για τον Αρχέλαο που μεσουράνησε ως σκιτσογράφος από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τη δεκαετία του ‘90 κι έφυγε από τη ζωή πρόωρα πριν από 25 χρόνια τον Απρίλη του 1998, τέτοιες μέρες. «Μεγάλο παιδί» τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του. Άκακος ήταν. Αλλά όχι ανυποψίαστος. Ήταν πολιτικοποιημένος από τα φοιτητικά του χρόνια. Αμετακίνητος δημοκράτης με προοδευτικές για τα χρόνια του αντιλήψεις. Έβλεπε τη ζωή από την ευχάριστη πλευρά κι ας είχε κάτι το αδιόρατα μελαγχολικό στα γκριζογάλανα μάτια του. Ας είχε περάσει όχι και τόσο εύκολα παιδικά χρόνια στην αγαπημένη του Σαλονίκη. Οι συνάδελφοί του εκτιμούσαν όχι μόνο την ανυστερόβουλη συμπεριφορά του, αλλά και την ενθάρρυνση που έδινε σε πραγματικά ταλαντούχους νέους οι οποίοι ονειρεύονταν να μπουν σε αυτόν τον δύσκολο και πολύ ανταγωνιστικό χώρο. Ίσως γι’ αυτό τον είχαν εκλέξει επανειλημμένα «Πρόεδρο» στη Λέσχη τους. Γελοιογραφικό αυτοπορτρέτο του Αρχέλαου Κάποιοι νομίζουν πως οι σκιτσογράφοι είναι πάντα μέσα στην καλή χαρά γιατί με τις δημιουργίες τους κάνουν τους αναγνώστες να γελούν. Μεγάλο λάθος. Συνήθως κουβαλάνε μέσα τους μια μελαγχολία, έναν σκεπτικισμό κι έχουν ένα ιδιότυπο κοφτό χιούμορ. Βλέπουν πράγματα, χαρακτηριστικά και ιδιότητες στους άλλους και την κοινωνία που ο μέσος άνθρωπος δεν διακρίνει ή, πολύ συχνά, προσπερνά. Έτσι ήταν κι ο Αρχέλαος. Άνθρωπος της παρέας μεν, αλλά και με δόσεις εσωστρέφειας. Δεν του άρεσαν οι λεκτικές περιπλοκάδες. Ζωγράφιζε με το θείο δώρο που είχε «όπως έβλεπε». Κι όταν μια ηθοποιός, νούμερο ένα της εποχής της, του παραπονέθηκε πως σ’ ένα σκίτσο της είχε αποδώσει ένα χαρακτηριστικό του προσώπου της που εκείνη θαρρούσε πως την αδικούσε, της απάντησε: «Μα αυτό είναι το σήμα κατατεθέν σου που σε κάνει αγαπητή στον κόσμο». Και δεν την ξαναζωγράφισε. Όχι γιατί θύμωσε. Σπάνια άλλωστε τον είχα δει θυμωμένο – μερικές φορές με μένα (κι είχε δίκιο!). Όπως έλεγε η σύζυγός του και μητέρα μας Γεωργία: «Όταν κατεβάζει τα μουστάκια του, φεύγουμε από το δωμάτιο». Εκείνος δούλευε συνήθως στο γραφειάκι της μονοκατοικίας στην οδό Φορνέζη στην Καλλιθέα, όπου έζησε. Κάθε φορά που πάω να δω την 98χρονη μάνα μου, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Είναι σαν να τον βλέπω ακόμη καθισμένο εκεί, έχοντας μπροστά τα πινέλα του. Τον χώρο τον έχουμε διατηρήσει όπως ήταν τη μέρα που μας είπε αντίο. Με τους τοίχους βαμμένους σε αιγαιοπελαγίτικο μπλε που εκείνος είχε διαλέξει. Και το σχετικό link...
  5. Ξεκαθαρίζω. Δεν είναι κόμικ Είναι σειρά γελοιογραφιών. Πλην όμως είναι μια από τις πιο διάσημες, μακρόβιες, ιστορικές σειρές γελοιογραφιών, αν και ίσως το 99% όσων την ξέρουν είναι ή στον τάφο ή με το ένα πόδι σε αυτόν Οι γελοιογραφίες αφορούν ένα αντρόγυνο. Τον Ζαχαρία και την πληθωρική, από κάθε άποψη, γυναίκα του. Σε διάφορα κείμενα βρίσκω να μνημονεύεται η γυναίκα ως "Αντζουλίνα". Πιθανολογώ πως είναι λάθος και αμφιβάλλω εάν υπήρχε κάποια γελοιογραφία που να την ονομάτιζε. Αντζουλίνα έλεγαν την ηρωίδα μιας αντίστοιχης σειράς προπολεμικών γελοιογραφιών στην Τουρκία, η οποία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Μιχάλη Γάλλια που πρωτοσχεδίασε αυτές τις γελοιογραφίες για το περιοδικό Θησαυρός. Όνομα δεν είχε, το κυριότερο χαρακτηριστικό της ήταν τα πάχη της, στον Θησαυρό δημοσιεύονταν, αμφιβάλλω άμα δημοσιεύτηκε ποτέ στο περιοδικό με κάποιο τίτλο, αλλά στη συλλογική συνείδηση έμεινε ως η Χοντρή του Θησαυρού Σύμφωνα όμως με τον Δ.Σαπρανίδη στην Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας, αρχικός εμπνευστής ενός αταίριαστου δίδυμου πληθωρικής συζύγου, μικρόσωμου άνδρα ήταν ο Γελοιογράφος Γ.Αναστασιάδης που γελοιογραφούσε στο Τούρκικο Καρικατούρ με το ψευδώνυμο "Τιγράν Ορχάν". Αρχική έμπνευση του δίδυμου ήταν ο εκδότης της Πολίτικης εφημερίδας Πρόοδος, Κώστας Παναγιωτάκης και η σύζυγός του, Σοφία Σπανούδη. Την ιδέα την πήρε ο Μαγγανάρης του Θησαυρού και την μετέφερε στον Γάλλια. (σελ 321) Σε διάφορα κείμενα μνημονεύεται ότι γελοιογραφίες με το δίδυμο έκαναν και οι Αρχέλαος και Βασίλης Χριστοδούλου μεταξύ άλλων. Αυτό μάλλον είναι παραπλανητικό. Σύμφωνα με συνέντευξη του Χριστοδούλου στον Solup, ο εκδότης του Θησαυρού ζήταγε την ιδέα/σενάριο από τους διάφορους, νεοανερχόμενους τότε, σκιτσογράφους για να τα μετουσιώσει σε σκίτσο ο Γάλλιας. Οι συγκεκριμένες γελοιογραφίες δημοσιεύονταν αρχικά στο οπισθόφυλλο του περιοδικού, αλλά σταδιακά μεταφέρθηκαν στην σελίδα 3 για την αποφυγή των λαθραναγνωστών Το 1962 είχε γυριστεί η ταινία Η χοντρή και ο Ζαχαρίας σε σκηνοθεσία Ηλία Μαχαίρα, σενάριο Δημήτρη Παπανδρέου, με τους Κώστα Κακκαβά και Μάρλεν Παπούλια, σύζυγο του σκηνοθέτη. Η ταινία, δυστυχώς, δεν σώζεται και θεωρείται ως μια από τις χαμένες του Ελληνικού κινηματογράφου. To 1967, όταν έκλεισε ο Θησαυρός, η γελοιογραφία μεταφέρθηκε στον Οικογενειακό Θησαυρό, όπου ο Γάλλιας ήταν εκ των μετόχων. Πηγές wiki "Ελληνικές ταινίες που αγνοείται η τύχη τους και μάλλον δε θα δούμε ποτέ!" @koitamagazine.gr Η Χοντρή και ο Ζαχαρίας @retrodb.gr Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας, Δημήτρης Σαπρανίδης, 1ος τόμος Η χοντρή του Θησαυρού, η ιστορία της και σπάνιες γελοιογραφίες. @pasatempo.wordpress.com Η τελευταία συνέντευξη του Βασίλη Χριστοδούλου στο Ως3 (Solup)
  6. Εβδομαδιαία εικονογραφημένη έκδοση ποικίλης ύλης, που κυκλοφορούσε παράλληλα με τον Οικογενειακό Θησαυρό! Ιδρυτής ο Ι. Γ. Παπαγεωργίου και εκδότης η Έκδοσις Περιοδικών ΕΠΕ. Το περιοδικό παραδόξως κυκλοφόρησε πάρα πολλά τεύχη και είχε διάφορα γνωστά θέματα ποικίλης ύλης, τηλεόραση, κόμικς κλπ. Το τεύχος με την Αννούλα Βασιλείου κυκλοφόρησε στις 12/10/1978, είχε 84 σελίδες και τιμή 17 δρχ..
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.