Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'θανασης πετρου'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Το Comicdom CON Athens 2022 επιστρέφει για 16η χρονιά και 5 Έλληνες και ξένοι δημιουργοί μάς μιλούν για το ταξίδι τους στον κόσμο των comics και για τη συμμετοχή τους στη φετινή διοργάνωση. Σήμερα ανοίγει τις πόρτες του το 16ο Comicdom CON Athens και ένα τριήμερο γεμάτο comics, events και ξεχωριστά workshops ξεκινά. Μέχρι και την Κυριακή 17 Απριλίου οι επισκέπτες του Φεστιβάλ θα έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν νέα comics, να γνωρίσουν ανερχόμενους καλλιτέχνες και να κάνουν μία αναδρομή στον θρύλο και τη ζωή της φετινής τιμώμενης σουπερ-ηρωίδας του θεσμού, Wonder Woman. Οι επισκέπτες όμως θα έχουν και την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τα workshops του Comicdom CON Athens, με τους φετινούς εισηγητές του Φεστιβάλ που κλήθηκαν να μας «μεταλαμπαδεύσουν» τις γνώσεις τους. Τα highlights του φετινού φεστιβάλ είναι πολλά! Εμείς μιλήσαμε με 5 Έλληνες και ξένους δημιουργούς για το ταξίδι τους στον κόσμο των comics και φυσικά για τη συμμετοχή τους στο φετινό Comicdom CON Athens. Δημήτρης Σακαρίδης: Τα comics είναι τρόπος ζωής Για το πώς ξεκίνησε το δικό του ταξίδι στον κόσμο των comics μας μίλησε ο Δημήτρης Σακαρίδης, συνδημιουργός του Comicdom CON Athens: «Διαβάζω comics από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και η αγάπη μου για αυτά έγινε σύντομα λατρεία και τρόπος ζωής. Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή αποφάσισα να εμπλακώ πιο ενεργά με τα comics ξεκινώντας το 1996 με το ενημερωτικό fanzine Comicdom το οποίο το 2004 μετακόμισε στο διαδίκτυο ως ενημερωτικό site». Η ιδέα του να δημιουργηθεί ένα μικρό Φεστιβάλ αφιερωμένο στα comics έγινε πραγματικότητα το 2006 με τη συνεργασία της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Τότε ξεκίνησε ένα δύσκολο, επίπονο, κουραστικό, κάποιες φορές εξαντλητικό και άκρως απογοητευτικό ταξίδι που είχε παράλληλα άπειρες ευχάριστες στιγμές, άφθονη δημιουργικότητα, ενδιαφέρουσες προκλήσεις, σημαντικές γνωριμίες και επιτυχίες και ατελείωτη ικανοποίηση! Άλλωστε η χαρά και μόνο του να δουλεύεις με ανθρώπους που εκτιμάς και έχετε τα ίδια όνειρα και τους ίδιους στόχους, πολλές φορές είναι αρκετή για να σε κάνει να αγνοήσεις την όποια δυσκολία». Φέτος δεν ξέρει τι να ξεχωρίσει από το «παιδί» του. Και η αλήθεια είναι πως δεν θέλει να ξεχωρίσει κάποιο συγκεκριμένο event, αλλά την πολυσυλλεκτικότητα της εκδήλωσης και την ποικιλία των θεματικών και προσεγγίσεων της. Έτσι, εύχεται στους επισκέπτες του Comicdom CON Athens 2022 να περάσουν κυρίως καλά και να ζήσουν μία αξέχαστη εμπειρία που θα θέλουν να επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο. Όπως μας τονίζει «τα comics είναι, και πρέπει να είναι, για όλους και για αυτό η φετινή διοργάνωση μοιράζεται ανάμεσα στην Ελληνοαμερικανική Ένωση με τις ενδιαφέρουσες εκθέσεις, τα panels και τα workshops, και στην Πλατεία Κλαυθμώνος, που φιλοξενεί το φετινό πολύχρωμο και ελκυστικό bazaar comics». Tânia Cardoso: Τα comics μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό Πρώτη ομιλήτρια του Comicdom CON Athens 2022 είναι η Tânia Cardoso, εικονογράφος και θεωρητικός πόλεων. Στον κόσμο των comics μπήκε το 2010 και από τότε έγινε ζωντανό κομμάτι του. Το ταξίδι της εκεί άρχισε σε ένα πρακτορείο εικονογράφησης στη Λισαβόνα, όπου έκανε comics και ταυτόχρονα μεταπτυχιακό στον Αστικό Σχεδιασμό. Εμπνέεται κυρίως από την καθημερινότητα και όσα την κάνουν ξεχωριστή. Η Tânia παρατηρεί πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία στροφή στα μη φαντασιακά comics, σε αυτά που ισορροπούν σε έναν λεπτό πάγο μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας. Όμως πάνω από όλα πιστεύει πως τα comics μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό. Τα χαρακτηρίζει, παραφράζοντας τον graphic journalist Dan Archer, «παράθυρα σε ένα συγκεκριμένο θέμα, τα οποία αποκαλύπτουν με ένα πιο ευχάριστο τρόπο την δημοσιότητα αλλά και πτυχές της που έχουν επισκιαστεί». Η πόλη ήταν πάντα ένα θέμα που την συνάρπαζε και αποφάσισε ότι τα κόμικς και η πόλη θα ήταν το κύριο θέμα της έρευνάς της. Αυτό της το πάθος θα προσπαθήσει να μας μεταλαμπαδεύσει και στο φετινό Comicdom με ένα workshop, ή μάλλον καλύτερα walkshop, στο οποίο θα μάθουμε να ανακαλύπτουμε ιστορίες στους δρόμους της Αθήνας και να τις μετατρέπουμε σε σκίτσα. Στους επίδοξους δημιουργούς comics προτείνει δύο πράγματα: «Να είναι ανοιχτοί σε νέες και διαφορετικές συνεργασίες αλλά κυρίως να πειραματίζονται, καθώς το να κάνεις συνέχεια το ίδιο πράγμα καταντάει βαρετό». * Το walkshop της Tânia Cardoso με τίτλο «Graphic Wanderings: Ανακαλύπτοντας Ιστορίες Στο Αστικό Τοπίο» θα ξεκινήσει το Σάββατο 16 Απριλίου από το Ολλανδικό Ινστιτούτο (Μακρή 11, Αθήνα) και θα διαρκέσει από τις 11:00 έως τις 13:30. Andrew Farago: Η Wonder Woman έχει σχέση με την ελληνική μυθολογία Ο Andrew Farago είναι επιμελητής του Cartoon Art Museum στο Σαν Φρανσίσκο και έχει γράψει σενάρια για την Marvel Comics, το Comics journal και το Animation World Network, ενώ είναι και συγγραφέας του βιβλίου The Looney Tunes Treasury. Τον εμπνέει όταν οι γύρω του είναι το ίδιο παθιασμένοι με τα comics και τα έργα τέχνης όσο και ο ίδιος και πιστεύει πως τα comics έχουν πλέον μεγάλη δυναμική και εύρος, που καλύπτει κάθε αναγνώστη. Η παρουσίασή του στο Comicdom 2022 είναι αφιερωμένη στην 80η επέτειο της Wonder Woman. Η πρωτότυπή έκθεση που είχε παρουσιαστεί λίγο νωρίτερα στο Cartoon Art Museum του Σαν Φρανσίσκο, ταξίδεψε μαζί του και προσγειώθηκε στο Comicdom και είναι εμπνευσμένη από την ιστορία και την καταγωγή της Wonder Woman, αλλά και τη σχέση της με την ελληνική μυθολογία, συνεπώς δεν θα μπορούσε να λείπει από τη φετινή διοργάνωση. Όσο για τη συμβουλή που θα έδινε στους επίδοξους δημιουργούς comics, μία λέξη έχει κυρίως στο μυαλό του, το διάβασμα. Όχι μόνο των comics φυσικά, κάθε λογοτεχνικού είδους. Για τους εικονογράφους έχει μία άλλη λέξη, τη ζωγραφική, ενώ μοιράζεται ένα ακόμα μυστικό με τους επίδοξους καλλιτέχνες, πως αν μία φορά κεράσουν φαγητό ή καφέ σε έναν δημιουργό comics θα έχουν κερδίσει έναν φίλο για πάντα. Στην ουσία, σύμφωνα με τον Andrew, αν θες να ασχοληθείς με κάτι πρέπει να το παλεύεις συνεχώς, να ασχολείσαι με αυτό, να αποκτήσεις όση περισσότερη εμπειρία μπορείς και να θεωρείς πάντα καλοδεχούμενες τις συμβουλές. * Το event που θα παρουσιάσει ο Andrew Farago ονομάζεται «The Legend Of Wonder Woman» και θα λάβει χώρα το Σάββατο 16 Απριλίου, 12:00 με 13:00, στη γκαλερί Χατζηκυριάκος Γκίκας της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Eva Hilhorst: Η παρατήρηση είναι σημαντική για έναν καλλιτέχνη Η Eva Hilhorst είναι εικονογράφος, ιδρύτρια και αρχισυντάκτης του site Drawing the Times. Όταν το 2007 ο σύζυγός της έπιασε δουλειά ως ανταποκριτής στις Βρυξέλλες μετακόμισε μαζί του στην πρωτεύουσα των comics, όπως την ονομάζει, και έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι της με δύο καλλιτέχνες comics οι οποίοι την μύησαν στον κόσμο τους. Έτσι ειδικεύτηκε στο comics journalism και το ποικιλόμορφο αυτό μέσο την κέρδισε. Σύμφωνα με την ίδια, στα comics η γραφή του καλλιτέχνη κάνει τις ιστορίες προσωπικές και ελκυστικές και για αυτό επηρεάζουν άμεσα τον αναγνώστη. Άρα, εκτός από πληροφορίες μεταφέρουν και συναισθήματα και έτσι μπορούν να ευαισθητοποιήσουν το κοινό για σοβαρά θέματα. Με τη σειρά της λοιπόν η Eva Hilhorst στο φετινό Comicdom θα μας παρουσιάσει ένα workshop αφιερωμένο στο comics journalism, την κλιματική αλλαγή και την κλιματική μετανάστευση. Τελικά πόσοι ξέραμε πως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής φαίνεται ότι θα οδηγήσουν περισσότερα από 143 εκατομμύρια ανθρώπους στην Αφρική, στην Ασία και τη Λατινική Αμερική να γίνουν περιβαλλοντικοί μετανάστες μέχρι το 2050 και τι μπορούμε να κάνουμε για να αποτρέψουμε αυτή την προοπτική; Στους νέους καλλιτέχνες δεν ξεχνάει να τονίζει πως η καθημερινή εξάσκηση, η παρατήρηση και η καθημερινή ανάγνωση comic είναι ζωτικής σημασίας εργαλεία της δουλειάς τους. * Η Eva Hilhorst θα παρουσιάσει το workshop «Window Comics» το Σάββατο 16 Απριλίου από τις 17:00 έως τις 18:00 στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και 4 δίωρα workshop με τον τίτλο «Breathe: Reconnect, Respond And Reclaim – Εργαστήριο Δημοσιογραφίας Με Comics», από την Παρασκευή μέχρι και την Κυριακή. Αναλυτικό πρόγραμμα υπάρχει αναρτημένο στο site του Comicdom. Θανάσης Πέτρου: Το storyboard είναι μία από τις πιο βασικές φάσεις της δημιουργίας ενός comic Ο Θανάσης Πέτρου είναι καταξιωμένος δημιουργός comics, ο οποίος έχει δει δημοσιευμένα 15 βιβλία με τα comics του και ξέρει σίγουρα πώς να οργανώσει την δουλειά του αλλά και πώς να δημιουργήσει ένα comic με ολοκληρωμένο σενάριο. Το ταξίδι του στον κόσμο των comics ξεκίνησε στην ηλικία των 5 ετών όταν διάβασε το πρώτο του comic. Τα πρώτα του σχέδια γεννήθηκαν λίγο αργότερα και η πρώτη του ιστορία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «9» το 2002. Έπειτα ακολούθησαν άλμπουμ, βιβλία και πολλά comics. Η λογοτεχνία και η ιστορία τον εμπνέουν αρκετά, όμως η καθημερινότητα και η φαντασία όχι τόσο. Φέτος στο Comicdom έρχεται με σκοπό να μας εισάγει στην τέχνη του storyboard, που είναι όπως μας λέει μία από τις πιο βασικές φάσεις της δημιουργίας ενός comic, καθώς αν δεν υπάρχει προσεγμένο σενάριο και οργάνωση σε μία δημιουργία, τότε αυτή είναι ετοιμόρροπη. Από τη φετινή διοργάνωση ξεχωρίζει τις δύο εκθέσεις της («Οι Ιστορίες μας, μας έφεραν εδώ» και το “The Window Comics Project”), καθώς τον ενθουσιάζει η θεματική τους και εμείς συμφωνούμε απόλυτα. Σε κάποιον που ξεκινάει τώρα την ενασχόλησή του με τα comics θα έλεγε να οπλιστεί με πολλή υπομονή και να αρχίσει να βλέπει τα πάντα από την πλευρά του δημιουργού και όχι του αναγνώστη. Τέλος, σύμφωνα με τον Θανάση, εμείς οι ίδιοι πρέπει να είμαστε οι πιο αυστηροί κριτές του εαυτούς μας. * Το workshop του Θανάση Πέτρου με τίτλο «Τα Μυστικά Του Storyboard» θα παρουσιαστεί το Σάββατο 16 Απριλίου, από τις 16:00 έως τις 16:50 στο Seminar Room της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Ιωάννης Μάνος: Οι πιο φανταστικές ιστορίες είναι εντέλει αυτές που ζούμε Ο Ιωάννης Μάνος είναι αρχιτέκτονας, όμως η γνωριμία του με τον κόσμο των comics έγινε από νωρίς διαβάζοντας τα comic strips των κυριακάτικων εφημερίδων που αγόραζαν οι γονείς του, και στη συνέχεια με τα περιοδικά comics του εκδοτικού οίκου “Δραγούνη“. Τελικά η ανακάλυψη του περιοδικού ΒΑΒΕΛ αποτέλεσε εφαλτήριο για μια πιο ουσιαστική και αισθαντική ενασχόλησή του με τα comics. Εμπνέεται από την καθημερινότητα και τον τρόπο με τον οποίο μας επηρεάζει ο χώρος, ο χρόνος και οι ανθρώπινες σχέσεις. Το workshop του αφορά στην αλληλεπίδραση ανθρώπου και πόλης. Πώς διαμορφώνουμε και πώς μας διαμορφώνουν τα δομημένα περιβάλλοντα δηλαδή, μία θεματική που θα έπρεπε να έχει μελετήσει και κατανοήσει κάθε σχεδιαστής comics για να μπορέσει να τις μεταφέρει στη δουλειά του. Φέτος από το Comicdom CON Athens ο Ιωάννης ξεχωρίζει το workshop “Graphic Wanderings” της Tânia Cardoso και το panel “War (What Is It Good For?)” – Πόλεμος και Comics”, το οποίο είναι δυστυχώς πολύ επίκαιρο. Σε όσους τώρα κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην «βιομηχανία των comics» υπενθυμίζει να μην σταματήσουν ποτέ να δια-μορφώνονται και να εμπνέονται από τα πάντα γύρω τους, καθώς όπως λέει, οι πιο φανταστικές ιστορίες είναι εν τέλει αυτές που ζούμε. * Ο Ιωάννης Μάνος είναι ο εισηγητής του workshop «Υπάρχει Ο Batman Χωρίς Την Gotham City;», το οποίο θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 17 Απριλίου, από τις 16:00 έως τις 16:50, στο Seminar Room της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Και το σχετικό link...
  2. Μια περιήγηση στη δραστήρια κοινότητα των Ελλήνων κομικάδων που αλλάζει, μεγαλώνει και θέλει να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Ο Θανάσης Πέτρου ανάμεσα στις δημιουργίες του. Θεωρεί ότι η κινητικότητα των τελευταίων ετών βοηθάει στην αναδιαμόρφωση του τοπίου. Χαζεύω τις εκθέσεις στο Ψηφιακό Μουσείο Comics γιατί ναι, έχουμε Ψηφιακό Μουσείο Comics, το ήξερε κανείς; Έχουμε και βιβλιοθήκη κόμικς (Athens Comics Library), βρίσκεται στου Ψυρρή, διαθέτει 2.500 τίτλους και οργανώνει ένα σωρό δράσεις. Υπάρχει και η Ακαδημία που απονέμει κάθε χρόνο τα βραβεία της. Κι ένα φόρουμ (greekcomics.gr) με σχεδόν 10.000 μέλη. Σε λίγες μέρες ξεκινά το φεστιβάλ του Comicdom CON Athens δίνοντας για τρεις μέρες χρώμα στην πόλη. Και πάνω απ’ όλα, έχω δίπλα μου μια στοίβα με ελληνικές εκδόσεις. Ξεφυλλίζω το 21: Η μάχη της πλατείας (εκδ. Ίκαρος) του Soloup, μια συγκλονιστική δουλειά που συνδέει την ιστορία μας με το σήμερα· θα μπορούσε και θα έπρεπε να βρίσκεται σε κάθε βιβλιοθήκη. Παίρνω στα χέρια μου τον sci-fi μύθο Γυμνά οστά (εκδ. Polaris) που υπογράφουν οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Kanellos Cob. Χάνεται το μυαλό και το μάτι. Διαβάζω το πολύ συγκινητικό Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα (εκδ. Πατάκη) του Τάσου Ζαφειράδη και του Θανάση Πέτρου, και το έπος των Ληστών (εκδ. Polaris) του Γιώργου Γούση και του Γιάννη Ράγκου, χαμογελάω με την ευφυΐα των φρέσκων Κουραφέλκυθρων του Αντώνη Βαβαγιάννη, με τα απίθανα σχέδια του Tomek. Η ελληνική σκηνή ανθίζει. Ανθίζει όμως ή απλώς αλλάζει; Ένα μικρό δείγμα από το Κουραφέλκυθρα – Συγγνώμη που γεννήθηκα! του Αντώνη Βαβαγιάννη, που αναμένεται προσεχώς από την Jemma Press. Σίγουρα βρίσκεται σε μια νέα φάση. Συμβαίνουν πράγματα και συμβαίνουν οργανωμένα, οι εκδόσεις είναι πολλές και καλές, υπάρχει ταλέντο, υπάρχει διάθεση. «Είναι πολύ περισσότεροι πλέον οι άνθρωποι που κάνουν κόμικ, όπως και αυτοί που τα εκδίδουν», μου λέει ο Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης της Jemma Press. «Κάποτε υπήρχε η Βαβέλ, το Παρά Πέντε και όλα όσα έβγαιναν στο περίπτερο. Σήμερα το κόμικ είναι περισσότερο είδος βιβλιοπωλείου». Σε αυτό βεβαίως έχει παίξει ρόλο και η εμπλοκή των μεγάλων οίκων, όπως ο Ίκαρος, ο Πατάκης, το Μεταίχμιο κ.ά. που δεν εξειδικεύονταν στο κόμικ, αλλά σήμερα εκδίδουν δουλειές Ελλήνων δημιουργών. «Ένας κομίστας δεν νιώθει σήμερα στο περιθώριο, τουλάχιστον σε σχέση με παλιότερα που το κόμικ ήταν κάτι άγνωστο και παρακμιακό», μου λέει ο Γιώργος Γούσης. «Αρκετοί δημιουργοί είναι πλέον αναγνωρίσιμοι, καλλιτέχνες με προσωπική ταυτότητα. Δεδομένων των συνθηκών, η ελληνική σκηνή βρίσκεται σε καλό σημείο». Οι συνθήκες είναι οι εξής: το κοινό στην Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων μικρό και επίσης, όσο κι αν είναι παρωχημένο να συζητάμε ότι τα κόμικς δεν τελειώνουν στον Μίκι Μάους ή στον Σούπερμαν, στη συνείδηση μιας σημαντικής μερίδας του κοινού εξακολουθεί να είναι ένα είδος για παιδιά, εφήβους ή τέλος πάντων ανθρώπους με ένα ειδικό ενδιαφέρον. Ο Γιώργος Γούσης – στα πόδια του διακρίνεται το εξώφυλλο των Ληστών, μιας έκδοσης που ξεχώρισε τα τελευταία χρόνια. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Για τι πράγμα μιλάμε όμως όταν μιλάμε για την ελληνική σκηνή; Υπάρχει κάτι που συνδέει τις νέες δουλειές εκτός από την καταγωγή και τη γλώσσα των δημιουργών τους; Φαίνεται πως όχι. Κοιτάζω τα «καλύτερα κόμικς» όπως προέκυψαν από τα ελληνικά βραβεία την τελευταία τριετία: μια βυζαντινή περιπέτεια φαντασίας (Ψηφιδωτό, εκδ. Jemma Press, Ζαφειριάδης-Χριστούλιας), ένα δυστοπικό αμερικανικό πολιτικό θρίλερ (Shark Nation, εκδ. Χαραμάδα, Δερβενιώτης), μια ατμοσφαιρική βορειοελλαδίτικη ιστορία (Γρα-Γρου, εκδ. Ίκαρος, Παλαβός-Ζαφειριάδης-Πέτρου). Περισσότερες διαφορές βρίσκει κανείς παρά ομοιότητες. «Είναι τεράστια η ποικιλία» μου λέει ο Τάσος Ζαφειριάδης, από τους παλιούς πλέον στον χώρο με μια σειρά διακρίσεων πρωτίστως για τα κείμενά του. «Υπάρχει ποικιλία σε μορφολογικό και υφολογικό επίπεδο, στο σχέδιο και στο σενάριο, δεν ξέρεις τι να περιμένεις, υπάρχουν επιρροές από παντού, βγαίνουν υπερηρωικά κόμικς, στριπ χιουμοριστικά, ιστορικά, αυτοβιογραφικά, ακόμα και μάνγκα». Μάνγκα, ε; «Αυτά διαβάζει περισσότερο η νέα γενιά», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου, που διδάσκει κόμικς στο σχετικό τμήμα του ΑΚΤΟ και έρχεται σε επαφή με τις προτιμήσεις των νεότερων. «Διαβάζουν μάνγκα, κυρίως online, και τα μέινστριμ τα αμερικάνικα». Θεωρεί πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια «χαρτογράφηση», ότι οι νέες εκδόσεις ξεφεύγουν από το αυστηρό κοινό των κομικάδων. «Ξεκαθαρίζει το τοπίο, ο καθένας χτίζει το κοινό του, ξεχωρίζει ποιος κάνει τι και πού απευθύνεται, εγώ για παράδειγμα δεν θα κάνω ένα κόμικ με υπερήρωες, ούτε αυτός που διαβάζει μάνγκα θα ασχοληθεί με τη δουλειά μου για τον Χαλεπά». Αναφέρεται στη βιογραφία του Γιαννούλη Χαλεπά (εκδ. Πατάκη) που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με τον Δημήτρη Βανέλλη. Τον ρωτάω αν μια τέτοια έκδοση θα έβρισκε κοινό πριν από 10-15 χρόνια. «Όχι μόνο δεν θα έβρισκε», μου λέει, «αλλά δεν θα τυπωνόταν καν, οι εκδότες θα το απέρριπταν, όμως ούτε κι εμείς θα το κάναμε, τέτοιες εκδόσεις δεν θα υπήρχαν πριν από 10-15 χρόνια». Γρα-Γρου / Τ. Ζαφειριάδης, Γ. Παλαβός, Θ. Πέτρου. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Μπορεί να μην υπάρχουν λοιπόν κοινά χαρακτηριστικά ή κάποιο ενιαίο ρεύμα, ωστόσο υπάρχουν τάσεις – μία από τις πιο ξεκάθαρες, σε επίπεδο θεματολογίας, είναι αυτή του ιστορικού graphic novel. Ίσως έχουν παίξει ρόλο και οι επέτειοι που εσχάτως μας έκαναν να κοιτάξουμε στο παρελθόν. «Τα ιστορικά κόμικς είναι πράγματι ένα κομμάτι που έχει εισαχθεί τελευταία, έρχονται καινούργιοι δημιουργοί που εξερευνούν το μέσο, δανείζονται στοιχεία από την ελληνική ιστορία και την παράδοση», μου λέει ο κ. Σταυριανός. Ένας από τους καινούργιους δημιουργούς είναι ο Θανάσης Καραμπάλιος που υπογράφει το 1800 (Jemma Press), ετοιμάζοντας αυτή τη στιγμή το έκτο μέρος της σειράς. Ο ίδιος αγαπάει πολύ την Ιστορία αλλά θεωρεί ότι αυτή η τάση έχει κι άλλη αφετηρία. «Έπαιξε ρόλο η οικονομική-πολιτιστική κρίση των τελευταίων ετών» μου λέει. «Σε τέτοια σταυροδρόμια, κάθε λαός νιώθει χαμένος και ο καθένας προσπαθεί να δει τι φταίει κοιτάζοντας πίσω. Είναι και ζήτημα αναζήτησης ταυτότητας, ειδικά για τη γενιά μου». Είναι 39 ετών. Εργαζόταν για χρόνια στην εστίαση αλλά η επιτυχία του 1800 του άνοιξε κάποιες πόρτες, όπως λέει, και πλέον απασχολείται στον χώρο της εικονογράφησης. Ο Θανάσης Καραμπάλιος δημιουργεί το 1800. Τι σημαίνει όμως «επιτυχία» για ένα ελληνικό κόμικ; «Αν πουλήσει πάνω από 1.000 αντίτυπα σημαίνει ότι έχει πάει καλά», μου λέει ο κ. Σταυριανός. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις. Π.χ. το Logicomix (εκδ. Ίκαρος, Δοξιάδης, Παπαδημητρίου, Παπαδάτος, Di Donna) είναι εκτός συναγωνισμού. Το ίδιο και πολλές δουλειές του Αρκά (εκδ. Πατάκη). Ένα ίσως ανέλπιστο μπεστ σέλερ ήταν ο Ερωτόκριτος (εκδ. Polaris) που έχει πουλήσει πάνω από 13.000 αντίτυπα. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος διασκεύασαν το κλασικό κείμενο του Κορνάρου, το σχέδιο το έκανε ο Γιώργος Γούσης και όπως μου λέει ο εκδότης Γιώργος Ζαρρής, «ήταν μια τεράστια επιτυχία». Μου εξηγεί ότι η προσαρμογή λογοτεχνικών έργων σε graphic novel είναι μια ισχυρή τάση της τελευταίας δεκαετίας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα προηγούμενα χρόνια μεταφέρθηκαν σε κόμικ η Κερένια κούκλα του Χρηστομάνου (εκδ. Comicdom Press), o Μεγάλος περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη (εκδ. Μεταίχμιο), τα Μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (εκδ. Polaris) κ.ά. «Όλα αυτά έχουν πάει καλά γιατί αγγίζουν το κοινό της λογοτεχνίας», λέει ο κ. Ζαρρής. «Κερδήθηκε ένα περιφερειακό κοινό που δεν είχε εξοικείωση με τα κόμικς, ούτε και διάθεση να αποκτήσει. Αλλά αυτά τα αγόρασε». Αρκετοί επίσης αναζήτησαν αυτά τα βιβλία για τα παιδιά τους, με τη λογική ότι «η νέα γενιά δεν διαβάζει», αλλά ίσως γοητευτεί από μια πιο φιλική μορφή. «Οι λογοτεχνικές διασκευές έχουν αλλάξει σιγά σιγά την αντίληψη του κόσμου για τα κόμικς» μου λέει ο Kanellos Cob, που πέρασε πάνω από έναν χρόνο δουλεύοντας με κάθε λεπτομέρεια τον Ζητιάνο (εκδ. Polaris) του Καρκαβίτσα. «Με αυτόν τον τρόπο έχει συστηθεί το μέσο σε ένα κοινό που δεν θα ενδιαφερόταν σε αντίθετη περίπτωση. Αυτό που πρέπει τώρα να κάνει ο καθένας μας είναι να σεβαστεί τη δουλειά του». Σκηνή από τη διασκευή του Ερωτόκριτου σε graphic novel από τις εκδόσεις Polaris, μια σημαντική εμπορική επιτυχία. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ Το φθινόπωρο του 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Μπλε Κομήτης. Είχε καλό χαρτί, πλούσια ύλη, μια όμορφη εικονογράφηση στο εξώφυλλο από τον Παναγιώτη Πανταζή και, όπως διαβάζω σήμερα σε εκείνο το πρώτο editorial, είχε την πρόθεση να συνεχίσει την παράδοση των περιοδικών κόμικ που διαμόρφωσαν την ελληνική σκηνή, από την εποχή του Μικρού Ήρωα μέχρι φυσικά τη Βαβέλ, το Παρά Πέντε, το 9 κ.ά. Ο Μπλε Κομήτης ολοκλήρωσε την πορεία του δύο χρόνια αργότερα. «Ήταν ένα καλό εγχείρημα», μου λέει ο Γιώργος Γούσης που είχε αναλάβει την αρχισυνταξία. «Παρουσιάσαμε τις τάσεις της στιγμής με νέους και καταξιωμένους δημιουργούς, αλλά το περιοδικό δεν είχε τον χρόνο να στιγματίσει πολύ κόσμο». Ήταν η απόδειξη ότι έχουμε περάσει πλέον σε μια άλλη εποχή; Ένας εκ των εκδοτών του, ο Γιώργος Ζαρρής, μου εξηγεί: «Όταν έβγαινε η Βαβέλ για παράδειγμα, δεν ήταν μόνο κόμικ, ήταν ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο αυτόν ένα περιοδικό σήμερα, οι δίαυλοι πλέον υπάρχουν αλλού». Το ζήτημα όμως δεν είναι ότι χάθηκε μια κουλτούρα ή ότι μεταφέρθηκε στο ίντερνετ – το ζήτημα είναι πολύ πιο πρακτικό. Ο Τάσος Ζαφειριάδης θυμάται ότι τα χρόνια του 9 είχε ανθίσει η σκηνή για τον πολύ απλό λόγο ότι το περιοδικό πλήρωνε σταθερά τους δημιουργούς. «Ήταν πόλος έλξης και λόγος να γίνουν παραγωγές», μου λέει. Και είναι λογικό. Όταν έκλεισε το 9, αυτόν τον ρόλο ανέλαβε για πολλά χρόνια το SoComic, ένα σάιτ που λειτουργούσε με τη χορηγία της ΙΟΝ. «Ήταν βέβαια συγκεκριμένο το είδος που φιλοξενούσε, τα στριπ, όμως πολλές εκδόσεις βγήκαν μέσα από εκεί». Η Αλέξια Οθωναίου με τα χαρακτηριστικά της σχέδια. Κάποια από αυτά, μαζί με άλλα αντικείμενα, θα τα βρείτε στο Curious Attic Shop στην πλατφόρμα Etsy. Εδώ και χρόνια τα ελληνικά κόμικς περνούν μέσα από το διαδίκτυο και πολλοί δημιουργοί έχουν γίνει γνωστοί μέσα από την ιντερνετική τους παρουσία. Είναι αυτό ο σωστός δρόμος; Εξαργυρώνεται ο κόπος ενός δημιουργού με κάποια like στα κοινωνικά δίκτυα; «Δεν είναι έτσι», μου λέει η Αλέξια Οθωναίου, «τις Ιστορίες που κρύβονται σε προφανή μέρη μπορούσε ο καθένας να τις διαβάσει ολόκληρες εντελώς δωρεάν στο SoComic, παρ’ όλα αυτά και τα δύο βιβλία μου έχουν πλέον εξαντληθεί. Ο κόσμος εξοικειώνεται μέσα από το ίντερνετ και αν κάτι του αρέσει μετά θέλει να το αγοράσει». Η Αλέξια έχει ένα πολύ ιδιαίτερο σχεδιαστικό ύφος, ποικίλες επιρροές και πολλές ιδέες. Πρόσφατα εικονογράφησε τον δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου Απροστάτευτος, ένα «cd-κόμικ» όπως το χαρακτηρίζει, και ένα νουάρ-πολιτικό αθηναϊκό graphic novel με τίτλο Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα (εκδ. Jemma Press). Είναι ο κόσμος των κόμικς ανδροκρατούμενος; τη ρωτάω. «Πολύ λιγότερο από παλιά», μου λέει, «έχει πλέον εξισορροπηθεί». Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού που βρήκε τη θέση του στη σκηνή μέσα από το διαδίκτυο είναι αυτή του Αντώνη Βαβαγιάννη – τα Κουραφέλκυθρα είναι πιθανόν ό,τι πιο αστείο μπορεί να διαβάσει σήμερα κανείς στο ελληνικό ίντερνετ και το κοινό του είναι, δεδομένης της δυναμικής της χώρας μας, τεράστιο. «Για πολλά χρόνια, πριν από τα σόσιαλ μίντια, απευθυνόμουν σε λίγο κόσμο. Πρέπει να χτίσεις μια σχέση και αυτό θέλει πολλή δουλειά. Το ίντερνετ έχει έναν χαρακτήρα εφήμερο. Επίσης, ένα πιο μεγάλο κόμικ δεν βρίσκει χώρο στο ίντερνετ, τα δικά μου τα διαβάζεις σε μια σελίδα. Ήθελα όμως να χτίσω κάτι πιο μεγάλο, να φτιάξω χαρακτήρες που επαναλαμβάνονται, να έχω μια παρουσία που να ξεπερνάει τα πέντε δευτερόλεπτα, να μπει λίγο παραπάνω στις ζωές των ανθρώπων που εκτιμούν το χιούμορ μου». Τα Κουραφέλκυθρα κυκλοφορούν σε μια σειρά από την Jemma Press. «Το ίντερνετ φέρνει τον κόσμο, αλλά πάντα το έντυπο που είναι όλα μαζεμένα είναι πιο ωραίο». Ο Αντώνης Βαβαγιάννης στον χώρο όπου δημιουργεί. Σχολιάζει τη σημασία του ίντερνετ, αλλά και τη γοητεία του εντύπου. Η «ΤΡΕΛΑ» ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ Κάθε χρόνο στην Ελλάδα κυκλοφορούν 60-70 τίτλοι, μου λέει ο Γιώργος Ζαρρής, και θεωρεί ότι υπάρχει ικανός αριθμός καλών δημιουργών. «Κάποιοι έχουν μεγάλες δυνατότητες», συνεχίζει, «αλλά τους κρατάει πίσω το περιβάλλον». Επισημαίνει ότι στις βραβεύσεις βιβλίων που γίνονται στη χώρα μας, επίσημες και ανεπίσημες, το κόμικ ως είδος αγνοείται. «Η σκηνή παραμένει απομονωμένη» καταλήγει, και μου περιγράφει την προοπτική της αναβάθμισης της υπάρχουσας Ακαδημίας σε έναν φορέα πιο δραστήριο. Υπάρχουν και αυτοί που βρήκαν διέξοδο στο εξωτερικό, μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής όπως ο Βασίλης Λώλος, ο Μιχάλης Διαλυνάς, ο Ηλίας Κυριαζής μεταξύ άλλων. Ο Kanellos Cob εργάστηκε και αυτός στο εξωτερικό μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, μια χώρα όπου το κόμικ όπως λέει «βρίσκεται παντού». Πιστεύει ότι αυτό που χρειάζεται για να εξοικειωθούμε με αυτή την κουλτούρα στην Ελλάδα είναι να παρεισφρήσει το κόμικ σε άλλα μέσα. «Να μπει στην εκπαίδευση για παράδειγμα, να διδαχτεί η νέα γενιά ιστορία ή μαθηματικά μέσα από ένα στριπ». Ο Τάσος Ζαφειριάδης με κάποια από τα βιβλία του στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί το κόμικ να κερδίσει περισσότερους οπαδούς; «Θεωρητικά ναι, μπορεί, αλλά δεν περιμένω καμία έκρηξη», μου λέει ο Τάσος Ζαφειριάδης. «Θα μπορούσαν απλώς να είναι λίγο πιο θαρραλέοι οι εκδότες, πάντως υπάρχουν βιβλία που άξιζαν καλύτερης τύχης και παράπεσαν επειδή δεν είχαν τη διανομή που τους αναλογούσε, ούτε την κάλυψη από τον Τύπο. Το ένα φέρνει το άλλο: αν το κόμικ αποκτήσει ως είδος μεγαλύτερη διείσδυση, τότε θα είναι πιο ασφαλές για τον δημιουργό να συνεχίσει να το κάνει, αλλά και να βρει εκδότη. Έπειτα από τόσα χρόνια στον χώρο, νιώθω ακόμη μερικές φορές ότι σε κάθε βιβλίο πρέπει να περάσω οντισιόν». Βεβαίως η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα. Η ελληνική σκηνή κάνει σταθερά βήματα εδώ και χρόνια αλλά έχει να κάνει μερικά ακόμα. «Επιμονή και όρεξη χρειάζεται από την πλευρά των δημιουργών και εμπιστοσύνη από τους εκδότες που πρέπει να επενδύσουν», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Ο κόπος πρέπει κάπως να αμειφθεί, δεν μπορεί να βασιστεί μια σκηνή απλώς στην τρέλα των δημιουργών». Πιθανόν πάντως καμία άλλη καλλιτεχνική κοινότητα δεν είναι τόσο παθιασμένη και τόσο ενωμένη όσο αυτή. Στις συζητήσεις από τις οποίες προέκυψαν τα παραπάνω, όλοι διαφήμισαν τις δουλειές συναδέλφων τους και τις εκδόσεις άλλων οίκων, με τη σκέψη τους να λειτουργεί κυρίως στο πρώτο πληθυντικό. «Η αγορά του κόμικ δεν είναι μεγάλη», λέει ο Kanellos Cob, «αυτό που θέλουμε όλοι είναι ο χώρος να συνεχίσει να ανεβαίνει». Και το σχετικό link...
  3. Ο στρατιώτης Τάσος Ζαφειριάδης αφηγείται τη δική του ιστορία από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως μέλος του 67ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο της Αλβανίας. Ο εγγονός του Τάσος Ζαφειριάδης την απομαγνητοφωνεί και, μένοντας πιστός στην αφήγηση, την κάνει σενάριο. Και ο Θανάσης Πέτρου της δίνει εικόνα συνθέτοντας μια μοναδικά και πρωτότυπα τεκμηριωμένη ανθρώπινη περιπέτεια. Χωράει μια ολόκληρη ιστορία, αυτή του ελληνοϊταλικού πολέμου στο τέλος του 1940 και τους πρώτους μήνες του 1941, σε μια κασέτα 60 λεπτών; Και μπορούν όλα όσα αφηγείται ένας στρατιώτης της εποχής 45 χρόνια μετά μπροστά σε ένα κασετοφωνάκι να μεταφερθούν σε κόμικς χωρίς να αλλοιωθεί το περιεχόμενο και το νόημα, χωρίς να υποτιμηθούν κάποια γεγονότα ή να υπερτονιστούν κάποια άλλα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Τάσου Ζαφειριάδη και του Θανάση Πέτρου είναι εντυπωσιακό. Είναι μια απόδειξη του πόσο αναγκαία είναι η καταγραφή της Ιστορίας από πολλαπλές πηγές, από αυτόπτες μάρτυρες, από ανθρώπους που την έζησαν και τη μετέφεραν στις επόμενες γενιές και όχι μόνο από επαγγελματίες ιστορικούς. «Το κόμικς αυτό βασίζεται σε μια αφήγηση ηχογραφημένη σε μια κασέτα 60 λεπτών. Την ηχογράφηση έκανε το 1985 η ξαδέρφη μου Καντιφένια, έφηβη τότε, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και δίχως να κατευθύνει πρακτικά την αφήγηση με προκαθορισμένες ερωτήσεις. Το θετικό είναι ότι έχουμε μια ροή αφήγησης ζωντανή και “αυτόματη”, η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις απ’ αυτά. Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις» εξηγεί ο Τάσος Ζαφειριάδης στο εκτενές επίμετρό του στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο τίτλος φυσικά είναι παρμένος από τα λόγια του παππού του συγγραφέα και συνονόματού του, που αφηγείται σαν ποταμός όλα όσα θυμάται από το μέτωπο ξεκινώντας πολλές μέρες της ιστορίας του μ’ αυτές ακριβώς τις λέξεις, «ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα». Ο «αφηγητής» Τάσος Ζαφειριάδης, πρωταγωνιστής του βιβλίου και πρωτίστως ένας από τους πρωταγωνιστές των απαρχών ενός πολέμου πέθανε πέντε χρόνια μετά την ηχογράφηση, αλλά ο συγγραφέας και δημιουργός κόμικς Τάσος Ζαφειριάδης δεν άφησε την ιστορία του να ξεχαστεί. Απομαγνητοφώνησε την κασέτα κι έπιασε δουλειά. «Βέβαια δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα…» λέει με απολογητικό ύφος ο παππούς, αλλά αναλαμβάνει να συμπληρώσει τα κενά ο εγγονός: «Με στόχο το τελικό κείμενο να είναι όσο πιο ακριβές γίνεται, ελέγχθηκαν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία όπως τα τοπωνύμια, οι ημερομηνίες, οι αριθμοί των ταγμάτων και των άλλων σχηματισμών, και έγινε σύγκριση των δράσεων με αυτές που αναφέρονται στις βιβλιογραφικές πηγές και στο αρχείο του ΓΕΣ/ΔΙΣ. […] Τα περισσότερα λάθη διορθώθηκαν σιωπηρά, ενώ για όσα στοιχεία υφίσταται αμφιβολία ή θεώρησα ότι χρειάζεται διευκρίνιση υπάρχει σχετική σημείωση. Μη δοθεί όμως η εντύπωση ότι η αφήγηση βρίθει λαθών – το αντίθετο. Επιβεβαιώθηκε πολλαπλώς από τη σχετική βιβλιογραφία και συχνά με απροσδόκητους τρόπους και σε σημεία που θα θεωρούσε κανείς αρχικά ασήμαντα. Μερικά παραδείγματα: η συνειδητοποίηση ότι οι “Ιταλικές Παράγκες” ήταν όντως τοπωνύμιο σε χρήση και όχι μόνο κυριολεκτική περιγραφή του παππού μου. Η βαθμιδωτή υφή που παρουσιάζει ακόμα σε δορυφορική άποψη λόφος βορειοδυτικά του Πόγραδετς, τον οποίο ο παππούς μου χαρακτηρίζει “αμπελοσπαρμένο” αν και σήμερα δεν καλλιεργείται, η οποία περιγράφεται επίσης και στα αρχεία του ΔΙΣ. Οι χαρακτηριστικές πλάκες των πετρωμάτων στο Ύψωμα 731 που αναφέρει ότι χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του πολυβολείου». Η ιστορία ξεκινά λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, όταν φτάνουν τα νέα της «γενικής επιστράτευσης» και της κήρυξης του πολέμου από τους Ιταλούς. Ο Τάσος Ζαφειριάδης παρουσιάζεται και με το τρένο μεταφέρεται στο Κιλκίς. Με μια υπέροχη προφορικότητα που έχει διατηρηθεί ακέραια σχεδόν στο σύνολο του βιβλίου αφηγείται: «Ξημέρωσε η μέρα, την άλλη μέρα οπ! Βρίσκω και το θείο σου τον Τάσο, του Ζαφειράκου του μπαμπά, που σήμερα δε ζει. Και οι δυο, μαζί πια και με άλλους πολλούς πατριώτες, μας βάλαν να κοιμόμαστε σε μια εκκλησιά. Ύστερα από δυο μέρες μας έδωσαν οπλισμό. Εμένα μ’ έδωσαν πολυβόλο Hotchkiss και έγινα πολυβολητής. Ο Τάσος ο ξάδερφός μου γεμιστής. Μας κάνουν μια άσκηση εκεί για να εκπαιδευτούμε λίγο στο πολυβόλο κι έτσι περιμέναμε τώρα την ημέρα και την ώρα για να ξεκινήσουμε για την Αλβανία. Για το Μέτωπο». Η συνέχεια της Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι λίγο-πολύ γνωστή από τα επίσημα βιβλία, από μελέτες και αρχεία, από τις ταινίες, από απομνημονεύματα και ντοκουμέντα. Η ανθρώπινη ιστορία όμως, όπως την αφηγείται ο Τάσος Ζαφειριάδης κι όπως την έζησαν οι φαντάροι στο μέτωπο, είναι μια μονάκριβη, ασύγκριτα σπουδαία μαρτυρία. Η ατέλειωτη πεζοπορία από το Κιλκίς μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία, τα γεύματα που γίνονταν όλο και μικρότερα, οι διανυκτερεύσεις μέσα στα χιόνια, στην υγρασία, στο κρύο, η φιλοξενία αλλά και η καχυποψία στα χωριά μέχρι τον τελικό προορισμό, τα βραχώδη βουνά, η αβεβαιότητα, ο φόβος καταγράφονται σχετικά αποστασιοποιημένα λόγω του χρόνου που έχει περάσει αλλά κυρίως λόγω των όσων θα ακολουθήσουν. Γιατί τον Δεκέμβριο του 1940 οι φαντάροι αρχίζουν τις μάχες σώμα με σώμα, σφαίρες και οβίδες σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δεν ήταν ασκήσεις πια αλλά πόλεμος. Αντεπιθέσεις, υποχωρήσεις, έφοδοι, κακουχίες, τραυματίες, νεκροί, «η πρώτη κακιά μέρα της μάχης της 9ης Δεκεμβρίου του 1940». Για τη συνέχεια ο εγγονός Τάσος Ζαφειριάδης, μετά τα τόσα χιουμοριστικά του κόμικς («Σπιφ και Σπαφ», «Ο Κυρ Κονγκ και άλλες Ιστορίες» κ.ά.), τα μυθοπλαστικά του σενάρια με αφορμές πραγματικά γεγονότα ή την ίδια την Ιστορία («Γρα Γρου», «Ψηφιδωτό» κ.ά.), τους κατ’ ουσίαν φιλοσοφικούς πειραματισμούς του πάνω στη φύση της τέχνης των κόμικς («Σκορποχώρι»),κάνει μια σπάνια δουλειά που τη διανθίζει με χάρτες, ιστορικά στοιχεία, αποτυπώματα αρχείων και δεδομένων. Όλα μετά από ενδελεχή μελέτη, μέρος της οποίας παρουσιάζεται στο τέλος του βιβλίου όπου επεξηγούνται πολλές λεπτομέρειες και παρατίθενται φωτογραφίες, ταυτότητες, στρατιωτικοί κατάλογοι, φύλλα πορείας, έγγραφα, ακόμα και προσωπικά γράμματα και σημειώματα του παππού Ζαφειριάδη. Στο αποτέλεσμα παίζει καθοριστικό ρόλο η τεράστια συμβολή του Θανάση Πέτρου. Με την τεράστια εμπειρία του ο Πέτρου, μεταξύ άλλων και δάσκαλος των κόμικς στον ΑΚΤΟ, παραλαμβάνει ένα τεράστιο και πολυεπίπεδο υλικό και το εικονοποιεί συναρπαστικά. Έχοντας υπογράψει πρόσφατα τα σενάρια και τα σχέδια σε δύο σπουδαία βιβλία για τη νεότερη ελληνική Ιστορία («Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922, Το τέλος ενός ονείρου»), με τις συνεργασίες του με το Δημήτρη Βανέλλη πάνω στη μεταφορά σε κόμικς πολλών λογοτεχνικών έργων («Το Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» κ.ά.), με τη συμμετοχή του στο «Λεξικό της Κρίσης» στο Καρέ Καρέ, με τα τόσα βιβλία που έχει φιλοτεχνήσει είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με συγγραφείς και σεναριογράφους, ο Πέτρου έχει αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμα και το πιο δύσκολο εγχείρημα. Στο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» αυτό γίνεται φανερό από τις πρώτες εικόνες. Τα βροχερά τοπία στην Αλβανία, τα χιόνια και οι μαυρισμένοι ουρανοί, η παγωμένη, σιωπηλή μουντάδα της αναμονής, οι εκρήξεις που πότε είναι μακρινές ως ακίνδυνοι «λεκέδες» στο χαρτί, και πότε πλησιάζουν και νομίζεις πως τις ακούς, εικονογραφούνται υποδειγματικά. Πάνω απ’ όλα όμως αποδίδονται ιδανικά τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή, οι εκφράσεις του, η προϊούσα απογοήτευση, η αισιοδοξία που δίνει τη θέση της στην ανασφάλεια όσο το στράτευμα και η συλλογική ψυχολογική κατάσταση βυθίζονται στην «καρδιά του σκότους». Σε τέτοιες πρωτότυπες τεκμηριωτικές πρακτικές όπως αυτή των Ζαφειριάδη και Πέτρου έχουν προβεί πολλοί δημιουργοί κόμικς τα τελευταία χρόνια. Συνήθως όμως για γεγονότα της πιο πρόσφατης Ιστορίας ή για πολέμους, κρίσεις και τραγωδίες στις οποίες οι ίδιοι οι δημιουργοί έγιναν μάρτυρες. Από τους πρωτοπόρους αυτής της μεθόδου ήταν ο Art Spiegelman με το «Maus», μια μετα-μυθοπλαστική αφήγηση πάνω στις ηχογραφημένες μαρτυρίες του επιζήσαντα από το Ολοκαύτωμα Εβραίου πατέρα του. Ο Spiegelman μάλιστα, χρόνια μετά το πολυβραβευμένο έργο του, κυκλοφόρησε το «Metamaus» επεξηγώντας τον τρόπο εργασίας του και ενθέτοντας μέρος του πλούσιου υλικού του, τμήμα του οποίου ήταν οι ίδιες οι συνομιλίες του με τον πατέρα του. Με έναν ανάλογο μηχανισμό φιλοτεχνούν οι Ζαφειριάδης και Πέτρου ένα υπέροχο βιβλίο, που είναι δύσκολο να καταταχθεί καθώς ισορροπεί ανάμεσα στην Ιστορία, το ντοκουμέντο, τα απομνημονεύματα, τη μυθοπλασία, την τεκμηρίωση. Κι όλα αυτά με τις μοναδικές δυνατότητες που προσφέρει η γλώσσα των κόμικς όταν χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία. Και το σχετικό link...
  4. germanicus

    ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

    Ανθολογία με έργα 14 δημιουργών για την κατοχή. Τα ολιγοσέλιδα κόμικ είχαν δημιουργηθεί για την ομώνυμη έκθεση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2016 στο πολιτιστικό κέντρο Μελίνα Μερκούρη. Στην ανάρτηση για την εκδήλωση μπορείτε να δείτε τις διαφορετικές τεχνοτροπίες των δημιουργών καθότι το σκανάρισμα σελίδας από το κόμικ είναι δύσκολο. Απ'ότι βλέπω ο μόνος που λείπει από την ανθολογία είναι ο Γεώργιος Τραγάκης. Περιεχόμενα: σ.5 Πρόλογος, Γιάννης Κοκουλάς σ.7 Εισαγωγή, Μενέλαος Χαραλαμπίδης σ.12 Μαύρες Ελιές, Τόμεκ Γιοβάνης σ.17 Ο Τερματοφύλακας μιλάει για τον Μεγάλο Αγώνα, Γιώργος Γούσης σ.22 Σκιές στο Μνημείο, Σπύρος Δερβενιώτης σ.27 Το Φιλί, Πέτρος Ζερβός σ.32 Το Πείραμα, Δημήτρης Καμένος σ.37 Πουθενά, Λέανδρος σ.42 Das Roastbeef, Τάσος Μαραγκός σ.47 Το Ρεβίθι, Θοδωρής Μπαργιώτας σ.52 Η Μπερέτα, Αλέξια Οθωναίου σ.57 Η Καπαρτίνα, Αλέκος Παπαδάτος σ.62 Ξεροκόμματο, Θανάσης Πέτρου σ.67 Σουλτς και Σαχτ, Soloup σ.72 Μέλπω, Γιώργος Φαραζής σ.77 Μαθημένοι, Πέτρος Χριστούλιας Πριν από κάθε ιστορία προηγείται μια σελίδα με φωτογραφία του δημιουργού και ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Το κόμικ πρωτοκυκλοφόρησε 30/8 στο 48ο φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο. Διαφορετικές τεχνοτροπίες, διαφορετικές εμπνεύσεις, διαφορετικές αφηγήσεις. Αλλού είναι καθαρή μυθοπλασία, αλλού είναι ιστορίες της προφορικής παράδοσης, αλλού μεταφορές λογοτεχνικού έργου, αλλού απόδοση ιστορικών γεγονότων. Άνισο, όπως ίσως κάθε ανθολογία, αλλά ενδιαφέρον. Κάποιες ιστορίες μου μίλησαν πολύ. Σχετικά άρθρα 14 δημιουργοί για την απελευθέρωση της Αθήνας [Ιατρού Γιάννης, efsyn.gr, 31/08/2019] Η κατοχική Αθήνα με την πένα των σκιτσογράφων [Τζουμερκιώτη Κατερίνα, Έθνος, 10/10/2016] Ένα γλυκό ξημέρωμα [Αντωνόπουλος Γιάννης, edromos.gr, 11/10/2016]
  5. Με τίτλο «Υπομονή θέλει», οι Θανάσης Πέτρου και Μαρία Παναγιώτου αφηγούνται την οδυνηρή ιστορία μιας νέας γυναίκας που σταδιακά «χάνεται», βυθισμένη στις εσωτερικές της συγκρούσεις, την οικογενειακή πίεση, τις αντιφατικές κοινωνικές νόρμες. «Είναι λογικό να έχεις κατάθλιψη. Ίσως ένας ψυχολόγος να σε βοηθούσε». «Χαζομάρες! Θα πιάσω δουλειά, θα κάνω φίλους, θα μου περάσουν όλα! Υπομονή θέλει». Ο διάλογος στις πρώτες σελίδες τού «Υπομονή θέλει», σε σχέδια του Θανάση Πέτρου και σενάριο του ίδιου σε συνεργασία με τη Μαρία Παναγιώτου (εκδόσεις Μικρός Ήρως, 82 σελίδες), μεταξύ της πρωταγωνίστριας και μιας φίλης της είναι η αρχή της πορείας προς ένα αδιέξοδο. Η αυταπάτη που τροφοδοτείται από μια κοινωνικά «επιβεβλημένη» ελπίδα οδηγεί στην εναπόθεση του μέλλοντος σε εξωγενείς παράγοντες. «Δουλειά, φίλοι, λίγη τύχη και όλα θα πάνε καλά» είναι το μότο μιας κοινωνίας που μιλά και σκέφτεται με ευχές και συνθήματα. Δυστυχώς δεν θα πάνε… Και μια γυναίκα αρχίζει να βουλιάζει στον εαυτό της. Δεν ζητάει βοήθεια – θεωρείται ένδειξη αδυναμίας κάτι τέτοιο. Μάθαμε ότι πρέπει να είμαστε «δυνατοί», «σκληροί», «να αντέχουμε», «να κάνουμε υπομονή». Από την άλλη δεν υπάρχει και κανείς να τη βοηθήσει. «Έγινα 25. Και πάλι τσακώθηκα με τη μαμά… Βαρέθηκα να μου λέει ότι θα μείνω γεροντοκόρη» σκέφτεται η νεαρή γυναίκα. Και στο μυαλό της έρχεται η φωνή της μαμάς: «Αν δεν παντρευτείς και δεν κάνεις παιδιά θα είσαι ένα… τίποτα!» της λέει. Κι έτσι φουντώνουν οι φωνές που «ακούει» η νεαρή κοπέλα. Φωνές που κάτι λένε αλλά συνήθως κρύβονται κάτω από την κατακραυγή και τα φάρμακα. Στο εξαιρετικό, κατατοπιστικό προλογικό του σημείωμα ο ψυχίατρος Λυκούργος Καρατζαφέρης επισημαίνει: «Αν μείνουμε σε μία μόνο θεώρηση, θα χάσουμε πολλά από τον πλούτο που η εμπειρία κουβαλάει. Ο J. Watkins (2010) μας θυμίζει πως “αν και οι άνθρωποι που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ψυχωσικά συμπτώματα (παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, απώλεια επαφής με την πραγματικότητα) ενδέχεται να έχουν πολύ διαφορετικές εσωτερικές εμπειρίες και να παλεύουν με πολύ δύσκολες καταστάσεις, μόλις διαγνωσθούν με “ψυχωσική νόσο” τείνουν να αντιμετωπίζονται με έναν πολύ ομοιόμορφο τρόπο, με τους περισσότερους να λαμβάνουν ψυχοτρόπα φάρμακα τα οποία συστήνεται να παίρνουν για μεγάλες περιόδους, πιθανότατα εφ’ όρου ζωής. Τα φάρμακα είναι πιθανόν να αποτελούν για πολλούς το μόνο σημαντικό στοιχείο μιας συνεχιζόμενης θεραπείας”. Όμως, τόσο οι λεγόμενες παρανοϊκές σκέψεις όσο και οι φωνές που συχνά τις συνοδεύουν μπορεί να αποτελούν έκφραση μιας μεταφοράς για υποβόσκοντα μηνύματα. Ορισμένες φορές, όταν οι άνθρωποι διηγούνται τις ιστορίες τους αυτές ακούγονται παράξενες, αλλά αν μπορέσουμε να τις αποκωδικοποιήσουμε ίσως μπορέσουμε να εξακριβώσουμε τη σημασία τους και τη σύνδεση ανάμεσα στις σκέψεις και τα συναισθήματα». Κι επειδή όλοι λίγο-πολύ έχουμε βρεθεί είτε οι ίδιοι είτε κάποιο κοντινό μας πρόσωπο σε μια κατάσταση που αυτά που λέμε ή αισθανόμαστε απαιτούν αποκωδικοποίηση, ο Λυκούργος Καρατζαφέρης διευκρινίζει ότι «η ικανότητα της αποκωδικοποίησης των φωνών και των παρανοϊκών σκέψεων ως έκφρασης μιας μεταφοράς για υποβόσκουσες σημασίες είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ανάρρωση. Αν αναγνωριστούν οι μεταφορές, τότε οι φωνές και οι παρανοϊκές σκέψεις θα αρχίσουν να βγάζουν νόημα. Η σχέση με τις φωνές θα αλλάξει με θετικό τρόπο». Στο «Υπομονή θέλει» αυτός ο θετικός τρόπος δεν έρχεται ποτέ, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που οι Πέτρου και Παναγιώτου επιλέγουν να δώσουν τέλος και να αφήσουν τη συνέχεια ανοικτή σε κάθε αναγνώστη. Μικρή σημασία θα είχε άλλωστε μια «κάποια λύσις», καθώς το επίκεντρο του βιβλίου δεν είναι η «θεραπεία» αλλά η καταγραφή της πορείας προς το πρόβλημα, ο εντοπισμός των ψηφίδων που ασυνείδητα τοποθετούνται μία μία στο τεράστιο ψηφιδωτό της ψυχικής διαταραχής. Σκόρπιες εικόνες, αποσπασματικές σκηνές, μικρά πολαρόιντ καθημερινότητας μιας νέας κοπέλας προστίθενται το ένα στο άλλο και όταν η «μεγάλη εικόνα» αρχίζει να σχηματίζεται, είναι πια αργά. Με αυτόν τον φαινομενικά αποσπασματικό τρόπο, με εικόνες και σκηνές που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη δημιούργησε και ο Θανάσης Πέτρου την ιστορία. Στον μικρό του πρόλογο περιγράφει συνοπτικά τη διαδικασία και τα συναισθήματα όταν διάβασε πρώτη φορά το σενάριο της Μαρίας Παναγιώτου: «Διαβάζοντάς το, σοκαρίστηκα! Ήταν τόσο αληθινό! Οι εμμονικές επαναλήψεις, η άμεση, κοφτή γραφή ηχούσαν στα αφτιά μου σαν ποίημα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε παραλήρημα […] Έτσι, με τον τρόπο που διαβάζεται το κείμενό της, σαν να βρίσκεσαι σε εμπύρετη κατάσταση, ξεκίνησα να το δουλεύω τον Ιούλιο του 2019. Προσπαθώντας να ξεφύγω από αγκυλώσεις και στεγανά που δημιουργούν σε έναν σχεδιαστή τα λεπτομερή και καλά δομημένα σενάρια, τσαλαβουτώντας σε υλικά και διαφορετικές τεχνικές, ολοκλήρωσα σε έναν μήνα το κόμικς». Οι Θανάσης Πέτρου και Μαρία Παναγιώτου δεν είναι οι πρώτοι ούτε φυσικά οι τελευταίοι δημιουργοί κόμικς που ασχολούνται με το θέμα της ψυχικής υγείας. Από τη δεκαετία του 1970 κιόλας ο Justin Green είχε φιλοτεχνήσει το εν μέρει αυτοβιογραφικό «Binky Brown meets the Holy Virgin Mary» για τα προσωπικά του προβλήματα από την παιδική του ηλικία. Αυτοβιογραφικό ήταν και το «Marbles» της Ellen Forney με υπότιτλο «Mania, Depression, Michelangelo and Me» όπως και τα «Μήπως είσαι μάνα μου;» και «Θανατάδικο» της Άλισον Μπέχτελ, ενώ πιο αυτοσαρκαστικά και χιουμοριστικά περιέγραψε τον ψυχικό του κόσμο ο Ivan Brunetti στο «Schizo». Σε αυτή την αλυσίδα έρχεται να προστεθεί το «Υπομονή θέλει», ένα βιβλίο-σοκ με τα υπέροχα – για μια ακόμη φορά – σχέδια του Θανάση Πέτρου που μπορεί να μην είναι αυτοβιογραφικό αλλά μας αφορά όλους. Ιδιαίτερα στην παρούσα συνθήκη που η ψυχική υγεία δοκιμάζεται καθημερινά. Και το σχετικό link...
  6. Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία, Κοινωνιογλωσσολογία και Δημιουργία κόμικς. Από το 2005 έως το 2011 εργάστηκε στο «9» της Ελευθεροτυπίας. Από το 2012 διδάσκει στον ΑΚΤΟ. Έργα του: Ο τυμπανιστής και οι φίλοι του (Βιβλιοπέλαγος, 2008), Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Τόπος, 2011), Το πτώμα, σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού (Jemma Press – Καλύτερο εξώφυλλο 2011 στα Comicdom Awards και Έπαινος στην κατηγορία Εικονογράφηση εξωφύλλου στα βραβεία ΕΒΓΕ), Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Καλύτερο κόμικς 2012 στα βραβεία Comicdom Awards. Actors – Έπαινος στην κατηγορία Εικονογράφηση βιβλίου και εξωφύλλου στα βραβεία ΕΒΓΕ), Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη, σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη (Τόπος, 2015), βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα του Μ. Καραγάτση, Στη μάχη του Μαραθώνα (Εκδόσεις Πατάκη, 2015, Κρατικό βραβείο βιβλίου γνώσεων 2016) και Στη μάχη των Θερμοπυλών (Εκδόσεις Πατάκη, 2016), κόμικς σε σενάρια της Κατερίνας Σέρβη, Αμανίτα μουσκάρια, σε σενάριο του Παύλου Μεθενίτη (Γνώση, 2016), Στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, κόμικς σε σενάριο της Κατερίνας Σέρβη (Εκδόσεις Πατάκη, 2017), Γρα-Γρου, κόμικς σε σενάριο των Τάσου Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβού (Ίκαρος, 2017, Βραβείο καλύτερου κόμικς και καλύτερου σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2018), Γιαννούλης Χαλεπάς, ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής, σε σενάριο Δημήτρη Βανέλλη (Εκδόσεις Πατάκη, 2019). Το τελευταίο του βιβλίο, Οι όμηροι του Γκαίρλιτς (Ίκαρος, 2020), όπου πρώτη φορά υπογράφει ο ίδιος και τα κείμενα, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη. Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο για τους ομήρους του Γκαίρλιτς; Κατά βάση ήταν η πολυεπίπεδη, σε ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο, πραγματικότητα μέσα στην οποία έλαβαν χώρα τα γεγονότα, ξεκινώντας από την Ελλάδα και καταλήγοντας στη Γερμανία, που με συνάρπασε και έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με την ιστορία των Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς. Επιπλέον, πρόκειται για μια περίπτωση «μικροϊστορίας» που έχει περάσει στα ψιλά γράμματα, γιατί για την ιστοριογραφία αποτέλεσε ένα παράδειγμα ατιμωτικής και προδοτικής συμπεριφοράς. Στο βιβλίο αυτό υπογράφετε τα σχέδια, αλλά και τα κείμενα. Πώς τα συνδυάσατε αυτά τα δυο; Αν και Οι όμηροι του Γκαίρλιτς είναι το δωδέκατο βιβλίο μου, είναι η πρώτη φορά που βρέθηκα στη θέση του σχεδιαστή αλλά και του σεναριογράφου. Μάλλον ήθελα να δοκιμάσω την ικανότητά μου και στη συγγραφή του σεναρίου, αλλά ενδόμυχα ίσως ήταν και μία επιθυμία να έχω εξ ολοκλήρου την ευθύνη της δημιουργίας. Ενώ μέχρι τώρα αφιέρωνα πολύ χρόνο στην έρευνα σε ό,τι αφορά το σχεδιαστικό κομμάτι ενός βιβλίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανα πρώτα τη συγκέντρωση του βιβλιογραφικού υλικού, ώστε να γράψω το σενάριο, και από τη στιγμή που το είχα ολοκληρώσει, ξεκίνησα τη διαδικασία της εικονογραφικής μεταφοράς του στο χαρτί. Ποιες δυσκολίες συναντήσατε τόσο στο συγγραφικό, όσο και στο σχεδιαστικό κομμάτι; Πολλές. Το να συγκεντρώσω το βιβλιογραφικό υλικό ήταν σχετικά εύκολο, ωστόσο ήθελα να διαβάσω όλα τα φύλλα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στο Γκαίρλιτς, ώστε να βρω ποιες ήταν οι πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά των πρωταγωνιστών. Για παράδειγμα, τι μάθαιναν από τις εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα, από την κατάσταση στην Ελλάδα, την επανάσταση στη Ρωσία; Φυσικά,ό,τι δημοσιευόταν στις δύο ελληνόφωνες εφημερίδες του Γκαίρλιτς ήταν φιλτραρισμένο μέσα από τη σχετική λογοκρισία που σίγουρα υπήρχε. Επιπλέον, επειδή έχουμε να κάνουμε με πραγματικές τοποθεσίες και ιστορικά γεγονότα, χρειαζόμουν πολύ φωτογραφικό υλικό ως υλικό αναφοράς, ώστε στο σχέδιο να υπάρχει η αίσθηση της αληθοφάνειας. Τι είναι αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη όταν ανοίγει ένα βιβλίο με κόμικς; Όταν κάποιος ξεφυλλίζει ένα κόμικς, αυτό που αρχικά θα τον κερδίσει ή δεν θα τον κερδίσει είναι το σχέδιο. Δύσκολα θα διαβάσει ένας αναγνώστης κάτι που αισθητικά δεν του αρέσει. Τώρα βέβαια τι είναι αυτό που αρέσει στον καθένα και για ποιους λόγους είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη, συζήτηση. Η ιστορία του κόμικς προφανώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, παρά μόνον όταν θα έχει ολοκληρώσει την ανάγνωση. Επομένως, σε μια πρώτη φάση αυτό που θα έλξει τον αναγνώστη είναι το αισθητικό-εικαστικό κομμάτι του κόμικς. Η αφήγηση της ζωής των ομήρων του Γκαίρλιτς γίνεται με μια ελεύθερη μεταφορά μιας συναρπαστικής και περίπλοκης καθημερινότητας, γεμάτης από σκοτάδια και ανασφάλεια, κι όλα αυτά με διαρκή αναφορά στην Ιστορία. Δεν είναι δύσκολο να ισορροπείς μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας; Δουλεύοντας το συγκεκριμένο κόμικς, ο φόβος μου ήταν κυρίως να μην προκύψει ένα απρόσωπο ιστορικό «ντοκιμαντέρ», αλλά να υπάρχουν πρωταγωνιστές οι οποίοι έζησαν τα συγκεκριμένα γεγονότα και αυτά είχαν συνέπειες στην προσωπικότητα και στον χαρακτήρα τους, χωρίς ωστόσο να παραμορφώσω ή να διαστρεβλώσω, τουλάχιστον εν γνώσει μου, την Ιστορία. Βέβαια, σαφώς το τι διάλεξα να δείξω ή τι πρόσθετα στοιχεία έβαλα, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το έκανα, έχει μια προσωπική φόρτιση μέσα από τη δική μου ιδεολογία, ηθική και αντίληψη. Από τα γραφόμενά σας καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι οι στρατιώτες ήταν τελείως άβουλοι και γι’ αυτούς αποφάσισε ο ανώτατος αξιωματικός. Μήπως όμως συμβαίνει κάτι ανάλογο και στην πολιτική; Οι απανταχού στρατιώτες πρέπει να υπακούουν στις διαταγές των διοικητών τους – αν δείξουν ανυπακοή, θα υποστούν τις συνέπειες. Όταν το 1916 οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία, το Δ’ Σώμα Στρατού επισήμως δεν μπορούσε να αντισταθεί, γιατί η Ελλάδα κρατούσε ουδέτερη στάση στον πόλεμο. Oπότε καταλήφθηκαν το οχυρό του Ρούπελ και όλη η Ανατολική Μακεδονία. Υπήρξαν, όμως, μεμονωμένες περιπτώσεις μικρών μονάδων του ελληνικού στρατού που αντιστάθηκαν στους Βούλγαρους. Αντίστοιχα υπήρξαν ομάδες βενιζελικών στρατιωτών και αξιωματικών οι οποίοι λιποτάκτησαν από το Δ’ Σώμα Στρατού, ώστε να ενωθούν με την επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιποι στρατιώτες είτε θα ακολουθούσαν πειθήνια το σύνολο του Σώματος στο ταξίδι προς το άγνωστο είτε, αν έμεναν στην περιοχή της Καβάλας και της Δράμας, θα σφαγιάζονταν από τους Βούλγαρους. Οπότε προτίμησαν να ταξιδέψουν μην ξέροντας για πού, από το να χάσουν τη ζωή τους. Σε μία παρόμοια δυσχερέστατη θέση βρέθηκε και ο συνταγματάρχης Ι. Χατζόπουλος, ο εκτελών χρέη διοικητή, μια και ο στρατηγός διοικητής του Σώματος, την περίοδο που έγινε η εισβολή των Βουλγάρων, βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα. Η απόφαση του φιλοβασιλικού συνταγματάρχη Χατζόπουλου ήταν κατά βάση μία πολιτική και όχι μια στρατιωτική απόφαση. Έπρεπε είτε να προδώσει τον βασιλιά είτε να προδώσει τα όπλα του και να παραδώσει ελληνικά εδάφη στους εισβολείς. Προτίμησε το δεύτερο. Αντίστοιχα, είναι μάλλον σίγουρο ότι πολιτικά πρόσωπα βρέθηκαν, βρίσκονται ή μπορεί να βρεθούν σε μία τόσο δεινή θέση ώστε να πρέπει να πάρουν πολύ δυσάρεστες αποφάσεις. Δύσκολα θα διαβάσει ένας αναγνώστης κάτι που αισθητικά δεν του αρέσει. Είναι πολύ ουσιαστικές και οι αναφορές που κάνετε στον Εθνικό Διχασμό. Γιατί οι συνέπειές του εξακολουθούν να μας ακολουθούν ως κατάλοιπο της ιστορικής κληρονομιάς; Γιατί πολύ απλά οι συνέπειες του Εθνικού Διχασμού ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα και τελικά καθόρισαν καταλυτικά την Ιστορία της για πάνω από μισόν αιώνα. Πρώτα απ’ όλα έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ήρθαν στην Ελλάδα κοντά στο 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, ακολούθησε η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και τελικά, μόλις έληξε η εμπόλεμη κατάσταση, πολλοί στρατιωτικοί έβγαλαν τη στολή και τα παράσημά τους, έβαλαν κοστούμι και γραβάτα και έγιναν πολιτικοί, πρωθυπουργοί, δικτάτορες – βλέπε Πάγκαλος, Πλαστήρας, Μεταξάς. Η τελευταία στρατιωτική δικτατορία έληξε το 1974, τότε καταργήθηκε και η μοναρχία και εξέπεσε του αξιώματός του ο Κωνσταντίνος Β’, μόλις τότε επισημοποιήθηκε το πολίτευμα της Ελλάδος, η αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι σημερινές διενέξεις στα ελληνοτουρκικά θέματα που αφορούν τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου περιστρέφονται γύρω από το τι προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης. Άρα οι συνέπειες του Εθνικού Διχασμού δεν έχουν πάψει να επηρεάζουν την Ελλάδα ακόμα και το 2020. Είναι αλήθεια ότι καταγράφηκαν τα τραγούδια και οι ελληνικοί χοροί των ομήρων του Γκαίρλιτς από τους Γερμανούς; Σώζεται σήμερα αυτό το σημαντικό υλικό; Ναι, πράγματι. Η παρουσία ενός τόσο μεγάλου αριθμού Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς αποτέλεσε πόλο έλξης Γερμανών πανεπιστημιακών και ερευνητών, όπως φιλολόγων, λαογράφων, γλωσσολόγων. Αυτοί, θέλοντας κατά βάση να μελετήσουν τις ελληνικές διαλέκτους, αλλά και να συγκεντρώσουν λαογραφικά στοιχεία, ηχογράφησαν ποικίλο υλικό: αφηγήσεις παραμυθιών, τραγούδια, μουσικούς σκοπούς, ψαλμούς, αμανέδες. Το υλικό, που ξεπερνάει τους 100 δίσκους γραμμοφώνου, σώζεται μέχρι σήμερα, όπως και τα συνοδευτικά έγγραφα της κάθε ηχογράφησης. Διαβάζοντας το βιβλίο σας, σημείωσα κάποιες φράσεις και σταμάτησα να πάρω ανάσες για να το απολαύσω. Υπάρχουν τεχνικές και μυστικά στα βιβλία για να γοητεύονται οι αναγνώστες; Δεν μπορώ να μιλήσω ως συγγραφέας λογοτεχνίας, γιατί δεν είμαι. Το κόμικς είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία συνδυάζονται εικόνες και κείμενο ακολουθώντας μία σκηνοθεσία. Αφηγηματικές και σκηνοθετικές τεχνικές φυσικά και υπάρχουν στα κόμικς, ώστε να δώσεις γρήγορο ή αργό ρυθμό ανάλογα με τον αριθμό και το μέγεθος των καρέ, διαλέγεις μεγάλα καρέ για να δώσεις μεγαλύτερη έμφαση σε κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, επιλέγεις πλάνα, γωνίες ή αποστάσεις στο καδράρισμα που θα δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση, σιωπηλά πλάνα, ελλειπτικά πλάνα, το χρώμα με το οποίο προσπαθείς να δημιουργήσεις μια ατμόσφαιρα. Δεν πρόκειται για κάποια επτασφράγιστα μυστικά, αλλά για στοιχεία που χρησιμοποιείς για να κάνεις, όσο μπορείς, πιο ελκυστική και αποτελεσματική την οπτική σου αφήγηση. Η οπτική αφήγηση μοιάζει με την κινηματογραφική απεικόνιση. Η ζωή όμως δεν είναι γεμάτη από άπειρες εικόνες; Ναι, μάλλον στη ζωή του ένας άνθρωπος βλέπει άπειρες εικόνες, όταν όμως δημιουργείς μια οπτική αφήγηση, ως δημιουργός πρέπει να κάνεις συνειδητές επιλογές. Για ποιους λόγους θα επιλέξεις να απεικονίσεις το τάδε ή το δείνα στοιχείο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, γιατί θέλεις να δείξεις το συγκεκριμένο πλάνο τη συγκεκριμένη στιγμή; Όλα νομίζω πως είναι θέμα των επιλογών που κάνεις, φυσικά σε συνδυασμό με τις ικανότητες που διαθέτεις. Για να επιστρέψουμε στους Ομήρους του Γκαίρλιτς, κατά πόσο έχουν σχέση με την πραγματικότητα ή τη φαντασία οι πραγματικοί χαρακτήρες του βιβλίου; Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν εδώ είναι φανταστικοί, αλλά αντιπροσωπεύουν τρία στοιχεία του ελληνισμού ως γεωγραφική καταγωγή και συνοδεύονται από στοιχεία που συνδέονται με αυτή την καταγωγή. Ο ένας πρωταγωνιστής είναι Παλαιοελλαδίτης, από τη Μάνη, συντηρητικός και φιλοβασιλικός. Ο δεύτερος είναι Σμυρνιός και έχει έναν κοσμοπολίτικο αέρα που, άλλωστε, διέκρινε τη Σμύρνη, και ο τρίτος προέρχεται από τις Νέες Χώρες, όπως ονομάζονταν οι περιοχές που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, και συγκεκριμένα από τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο τελευταίοι είναι οπαδοί του Βενιζέλου. Από εκεί και πέρα στον λόγο, τη στάση και τη συμπεριφορά τους προσθέτω στοιχεία που φυσικά έχουν σχέση με τη δική μου προσωπικότητα, αντίληψη και ψυχολογία. Υπάρχει η πιθανότητα στο μέλλον να γράψετε πάλι ένα βιβλίο κόμικς εμπνευσμένο από την ελληνική Ιστορία; Είμαι στη φάση δημιουργίας μιας, κατά κάποιον τρόπο, συνέχειας. Ο Σμυρνιός πρωταγωνιστής από τους Όμηρους του Γκαίρλιτς συνεχίζει τη στρατιωτική θητεία του στο μικρασιατικό μέτωπο, οπότε μέσα από τα μάτια του θα δούμε ολόκληρη τη μικρασιατική εκστρατεία μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπορεί ένα graphic novel να επηρεάσει θετικά τους εφήβους και τους ενήλικες, ώστε να γίνουν καλοί αναγνώστες; Το διάβασμα είναι μια διαδικασία που πρέπει να τη μάθεις και να την αγαπήσεις, δε θα σου συμβεί μια ωραία πρωία ουρανοκατέβατη. Αν δεν έχεις τη διάθεση να αφιερωθείς στην ανάγνωση ενός βιβλίου ή ενός κόμικς, δεν υπάρχει κάτι ή κάποιος που θα σου την επιβάλλει. Ο καθένας μόνος του θα βρει αυτό που του ταιριάζει και τον συναρπάζει. Κάποιου του αρέσει γενικά η λογοτεχνία, κάποιου άλλου του αρέσει μόνον η αστυνομική λογοτεχνία ή η επιστημονική φαντασία. Στα κόμικς υπάρχει τόσο μεγάλη θεματική και υφολογική ποικιλία, που ο καθένας μπορεί να βρει κάτι που θα τον έλξει. Εφόσον με τον όρο «καλός αναγνώστης» εννοείτε τον τακτικό αναγνώστη, τότε είναι σίγουρο πως κυκλοφορούν έργα στον χώρο των κόμικς και του graphic novel που θα τέρψουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας; Ακούω τα δευτερόλεπτα να περνούν με τα δάχτυλά μου ακίνητα επάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, οπότε μάλλον δεν έχω κάποια συγκεκριμένη απάντηση αυτή τη στιγμή.
  7. Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί που μεταφέρθηκαν στο γερμανικό Γκαίρλιτς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μπαίνουν στο καλλιτεχνικό μικροσκόπιο του Θανάση Πέτρου στο νέο του βιβλίο. Ξέρω τον Θανάση Πέτρου κάτι περισσότερο από 30 χρόνια και έχω παρακολουθήσει την καλλιτεχνική του διαδρομή από κοντά, οπότε είναι δύσκολο να παραμείνω αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος. Ο Θανάσης, με την ευρυμάθειά του, την πολυσχιδή παρουσία του στα κόμικς και την εικονογράφηση, με τη μουσική και τα ρεμπέτικά του, με την πολυετή θητεία του στον χώρο της εκπαίδευσης γύρω από τα κόμικς, αποτελεί μια σπάνια περίπτωση δημιουργού. Τα μοναδικά σχέδιά του στις προσαρμογές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας (Βουτυράς, Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Καβάφης, Καρυωτάκης κ.ά.) αλλά και η εμπεριστατωμένη και άψογα τεκμηριωμένη βιογραφία του «Γιαννούλη Χαλεπά», σε σενάρια του Δημήτρη Βανέλη, το «Πτώμα» που φιλοτέχνησε σε σενάριο του Γιάννη Παλαβού και του Τάσου Ζαφειριάδη, το «Αμανίτα Μουσκάρια» του συγγραφέα Παύλου Μεθενίτη και τόσες ακόμα δουλειές του, μεταξύ άλλων και η μηνιαία παρουσία του στο «Λεξικό της Κρίσης» σε αυτές εδώ τις σελίδες, είναι αποδείξεις της σπάνιας καλλιτεχνικής του συνέπειας και ακρίβειας. Με το νέο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος με τίτλο «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς», ρίχνει φως σε μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της ελληνικής ιστορίας. Οι «όμηροι», φαντάροι και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού που, λόγω μιας σειράς δυσμενών συγκυριών, ανάμεσα σε Βούλγαρους και Αγγλογάλλους και λόγω των ελληνικών παλινωδιών, αφέθηκαν στη μοίρα τους το 1916 και κατέληξαν στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Ο Θανάσης Πέτρου εξηγεί στο «Καρέ Καρέ» τις λεπτομέρειες αυτού του συγκλονιστικού και τραγικού οδοιπορικού των άτυχων φαντάρων. Μετά από περίπου 30 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά κόμικς και πολλές συνεργασίες με σεναριογράφους και συγγραφείς, αποφάσισες πρώτη φορά να αναλάβεις ο ίδιος το σενάριο του έργου σου. Τι άλλαξε; Ακούγεται σαν να είμαι ο… Μαθουσάλας των κόμικς στην Ελλάδα. Όντως το πρώτο μου κόμικς το έκανα κάπου το 1991, αλλά η πρώτη μου δημοσίευση έγινε το 2002 στο «9» της Ελευθεροτυπίας, ενώ σε άλμπουμ οι δουλειές μου άρχισαν να εκδίδονται από το 2008. Η επιλογή του θέματος ήταν αρκετά ιδιαίτερη και, πολύ απλά, ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στο κομμάτι του σεναρίου. Έχεις ασχοληθεί με πολέμους στην αρχαιότητα στη σειρά σου από τις εκδόσεις Πατάκη, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο «Αμανίτα Μουσκάρια» και τη συμμετοχή σου στο «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα» και τώρα έρχεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πώς είναι να κάνεις κόμικς για πολέμους; Ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση σε μαζική κλίμακα και είναι κυριολεκτικά συνυφασμένος με τη ζωή και την ύπαρξη του ανθρώπου στον πλανήτη. Επομένως, το να ασχολείσαι με ένα «πολεμικό» θέμα σημαίνει ουσιαστικά ότι ψάχνεις τις προεκτάσεις μιας ιστορίας σε πολλά επίπεδα: κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, προσωπικό. Τι ήταν αυτό που σου κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον στην ιστορία του Γκαίρλιτς; Μια ομολογουμένως γενικά άγνωστη ιστορία… Αφενός ότι πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται οι πολιτικές συνθήκες της εποχής, και αφετέρου το ότι τα ίδια τα γεγονότα είχαν συναρπαστικό ενδιαφέρον. Χαρακτηρίζεις την ιστορία ως μια περίπτωση «διχασμού και πολέμου». Είναι τελικά η ελληνική ιστορία γεμάτη διχασμούς; Φταίει η μαύρη μας η μοίρα, η βαλκανική μας παράδοση, η διαρκής εξάρτησή μας; Είτε αναφερθούμε σε αυτοκρατορίες και φεουδαρχικά καθεστώτα, είτε σε εθνικά κράτη, η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από διχασμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, ανίερες συμμαχίες, προδοσίες, δολοπλοκίες και παρόμοια μπλεξίματα, οπότε δεν νομίζω πως είμαστε σε χειρότερη μοίρα από άλλες περιοχές όπου εμφανίστηκαν παρόμοιες καταστάσεις. Τελικά η Ιστορία γράφεται από τα μεγάλα γεγονότα, από τις μάζες και τους λαούς ή από μικρές ιστορίες που πρέπει να συναρμολογήσουμε για να την κατανοήσουμε; Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω για την ιστοριογραφία και τις ιστορικές σχολές, πάντως οι ιστορικοί που συνδέθηκαν ή επηρεάστηκαν από το περιοδικό Annales πρότειναν μια ιστορία η οποία προκύπτει από τη σύνθεση πολλών στοιχείων από ευρύτερους χώρους και δεν περιορίζεται στην καταγραφή μεγάλων γεγονότων. Φημίζεσαι για την τεκμηρίωση στα έργα σου, για την ακρίβεια και την επιμονή στην πιστότητα. Μετά τον Χαλεπά και την εξαντλητική έρευνα που κάνατε με τον σεναριογράφο Δημήτρη Βανέλη, πώς εργάστηκες στο Γκαίρλιτς; Η βιβλιογραφία για την ιστορία του Γκαίρλιτς είναι αρκετά μικρή σε αριθμό έργων, ωστόσο άντλησα πολύ βοηθητικό υλικό από τις δύο ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Γκαίρλιτς και γενικά στη Γερμανία, τα «Νέα του Görlitz» και τα «Ελληνικά Φύλλα» (είναι διαθέσιμες από το αρχείο της Βουλής), όπως και από τον ελλαδικό ημερήσιο Τύπο. Όσον αφορά το φωτογραφικό υλικό, βρήκα πολλές πηγές σε γερμανικές και πολωνικές ιστοσελίδες. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί της ιστορίας σου ήταν προδότες ή ήρωες; Όπως λέει και ένας από τους χαρακτήρες σου ήταν «τυχεροί ή άτυχοι»; Ή η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με μανιχαϊστικά δίπολα; Για μένα προσωπικά δεν ήταν ούτε ήρωες ούτε προδότες. Βρέθηκαν σε πρωτόγνωρες συνθήκες και προσπάθησαν να προσαρμοστούν σ’ αυτές και να επιβιώσουν. Υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες, ενώ αρκετοί μάλιστα ρίζωσαν στο Γκαίρλιτς και έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους εκεί. Βεβαίως, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα και ξαναβρέθηκαν σε συνθήκες έντονης πολιτικής πόλωσης, οπότε θεωρήθηκαν συλλήβδην προδότες και ριψάσπιδες. Ο δημοσιογράφος Στέφανος Κρατερός κυκλοφόρησε το 1918 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Γκαίρλιτς», όπου χαρακτηρίζει, με λάβρο ύφος, το Γκαίρλιτς ως «εφιάλτη» και «φυτώριο προδοτών» και λέει ότι η ιστορία του θα είναι «μια μουντζούρα άσβεστη στους χρόνους τους κατοπινούς». Ωστόσο, πιο νηφάλια, το 1931, ο Γεώργιος Βεντήρης στο βιβλίο του «Η Ελλάς του 1910-1920» έγραφε: «Η ατίμωσις και η συμφορά της Καβάλας δεν έχουν ούτε θα έχουν συγχώρησιν ή δικαιολογίαν. Έχουν εξήγηση. Την τύφλωσιν εκ του εμφυλίου πολέμου». Έχεις μια πλούσια καριέρα στα κόμικς. Ταυτόχρονα είσαι καθηγητής στον ΑΚΤΟ, ενώ έχεις σπουδές στη γλωσσολογία και έχεις ασχοληθεί με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Στο βιβλίο σου αυτό αισθάνθηκα ότι συνδυάζεις όλες αυτές τις ιδιότητες. Ισχύει κάτι τέτοιο; Εφόσον ήμουν και στη θέση του σεναριογράφου, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαρακτήρα μου και έχουν σχέση με τις καταβολές, τις εμπειρίες και τις προτιμήσεις μου πέρασαν στο αφηγηματικό κομμάτι του κόμικς πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες δουλειές που είχαν γίνει συνεργατικά. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες δημιουργοί στρέφονται στην ελληνική ιστορία, σύγχρονη ή παλαιότερη, για να φιλοτεχνήσουν τα έργα τους. Πού το αποδίδεις αυτό; Και πώς βλέπεις να εξελίσσεται η προσπάθεια για τον εορτασμό των 200 ετών από το 1821, σε καλλιτεχνικό επίπεδο εννοώ. Σκέφτεσαι να δημιουργήσεις κάτι για την επέτειο αυτή; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Υποθετικά μιλώντας, ενδεχομένως να αλλάζουν τα γούστα και οι προτιμήσεις τους και αντίστοιχα τα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ίσως να υπάρχουν τέτοιες προτάσεις από εκδότες προς δημιουργούς. Όσο για τον εορτασμό των 200 ετών, ελπίζω να μην εξελιχθεί σε μια πατριωτική θριαμβολογία που ακολουθεί τα στεγανά των σχολικών εθνικών αφηγήσεων. Θα έχω μια μικρή συμμετοχή σε μια συλλογική έκδοση που ετοιμάζεται και νομίζω πως θα είναι λίγο πιο νηφάλια. Στον επίλογο του βιβλίου σου αναφέρεσαι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν, μεταφορικά μιλώντας, η τραγική κατάληξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Πράγματι, όπως αναφέρεις, σκέφτεσαι σε μια μελλοντική σου δουλειά να ασχοληθείς με αυτή την περίοδο της Ιστορίας; Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν μια τραγική κατάληξη γενικά για τον ελληνισμό, αλλά ταυτόχρονα, για τον ελλαδικό χώρο σήμανε την αρχή μιας νέας εποχής. Αυτό που αναφέρω ως μελλοντική δουλειά έχει πάρει πλέον μια σαφή μορφή και είναι στο στάδιο της δημιουργίας - ελπίζω να την έχω ολοκληρώσει στον επόμενο χρόνο. Ποια είναι τα επόμενα σχέδια; Συνεργασία με κάποιον σεναριογράφο; Μια νέα προσωπική σου δουλειά; Δουλεύεις ήδη πάνω σε κάτι καινούργιο; Όπως προανέφερα ήδη δουλεύω τη «συνέχεια» του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε, προσπαθώντας να παρουσιάσω τα ιστορικά γεγονότα μέχρι το 1922. Παράλληλα συζητάμε για μια μελλοντική συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, αλλά γι' αυτήν είναι πολύ νωρίς για να αναφέρω λεπτομέρειες. Και το σχετικό link...
  8. Ενα ρεμπέτικο τραγούδι, μία από τις πρώτες ηχογραφήσεις μπουζουκιού στην ελληνική μουσική Ιστορία, έδωσε την ώθηση για αυτό το βιβλίο. Το τραγούδι λέγεται «Χήρα ν’ αλλάξεις το όνομα», μπουζούκι παίζει ο Κώστας Καλαμάρας από τη Σύρο, και τραγουδά ο Απόστολος Παπαδιαμάντης από στη Σκιάθο. Η ηχογράφηση έγινε στην πόλη Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, στη Γερμανία, τον Ιούλιο του 1917 από τη Βασιλική Πρωσική Φωνογραφική Επιτροπή. To πολυσέλιδο graphic novel «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς. Μια απίστευτη, αληθινή ιστορία διχασμού και πολέμου» σε σενάριο και σχέδιο του Θανάση Πέτρου που μόλις κυκλοφόρησε, αποδεικνύει ότι τόσο ο εκδοτικός οίκος «Ικαρος» όσο και ο συγγραφέας έχουν τόλμη αλλά και άποψη στις επιλογές τους. ΄Η όπως μας λέει ο δημιουργός του κόμικ –από τους γνωστότερους Ελληνες σχεδιαστές– όταν τον ρωτάμε πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα: «Ευτυχώς η δική μου τρέλα βρήκε ανταπόκριση στον “Ικαρο”». Χάρη στη συνεργασία τους λοιπόν, φωτίζεται ένα πολύ ιδιαίτερο και άγνωστο κομμάτι της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας. Το 1916, στη διάρκεια του τρίτου χρόνου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα προσπαθούσε να διατηρήσει στάση ουδετερότητας. Οταν ο βουλγαρικός στρατός με συμμάχους τους Γερμανούς εισέβαλε στην Ανατολική Μακεδονία στις 18 Αυγούστου του 1916, το Δ΄ Σώμα Στρατού, που είχε εκεί την έδρα του, βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Οι Ελληνες στρατιώτες ήταν αποκλεισμένοι, αλλά δεν είχαν δικαίωμα να αντισταθούν στους Βουλγάρους, καθώς οι Γερμανοί έδωσαν εγγυήσεις στον βασιλιά Κωνσταντίνο ότι δεν κινδύνευε από αυτούς η ακεραιότητα της χώρας. Στο μεταξύ, η διαμάχη του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Βενιζέλο για τη στάση που θα κρατούσε η Ελλάδα απέναντι στα στρατόπεδα των αντιμαχόμενων δυνάμεων του Μεγάλου Πολέμου είχε κορυφωθεί, και η χώρα ζούσε χωρισμένη στα δύο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μία από τις πιο τραγικές συνέπειες του Εθνικού Διχασμού ήταν η παράδοση αμαχητί και με πλήρη οπλισμό του Δ΄ Σώματος στρατού στους Γερμανούς. Συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου 1916, όταν περίπου 6.000 στρατιώτες, περίπου 400 αξιωματικοί, δυνάμεις της ελληνικής χωροφυλακής, στρατιωτικοί υπάλληλοι και αρκετές γυναίκες και παιδιά αξιωματικών εγκατέλειψαν με τρένο τη Δράμα με κατεύθυνση το Γκαίρλιτς, όπου έζησαν για τα επόμενα δυο χρόνια σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας. Μπορεί ένα κόμικ να αφηγηθεί μια τέτοια σύνθετη πολιτική και στρατιωτική ιστορία; Προφανώς, αφού πλέον το είδος έχει εξελιχθεί και δεν απευθύνεται μόνον σε παιδιά, αλλά και σε απαιτητικούς ενήλικες. Ο Θανάσης Πέτρου, που με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς» δημιουργεί για πρώτη φορά σενάριο και σχέδια, εργάστηκε ως ερευνητής, συγκέντρωσε υλικό και πληροφορίες από αρχεία και παραθέτει στο τέλος του βιβλίου πλήρη βιβλιογραφία και έναν επίλογο για τις ιστορικές εξελίξεις μετά το τέλος της αιχμαλωσίας. «Ομως δεν υπογράφω ένα ντοκιμαντέρ», διευκρινίζει. Μολονότι μένει πιστός στα ιστορικά γεγονότα, η αφήγηση είναι δραματοποιημένη και μυθοπλαστική. «Το ζήτημα ήταν να βρω ένα αφηγηματικό όχημα για να πω την ιστορία μου. Εφτιαξα λοιπόν τρεις ήρωες που πρωταγωνιστούν –τρεις φαντάρους–, και ένας από αυτούς γίνεται αφηγητής. Ο πρώτος είναι σαν και μένα Θεσσαλονικιός. Ο δεύτερος είναι Σμυρνιός και ο τρίτος Μανιάτης. Ο Θεσσαλονικιός και ο Σμυρνιός είναι βενιζελικοί, ο Μανιάτης φανατικά βασιλικός. Ετσι συμπληρώνεται το μωσαϊκό που αντικατοπτρίζει το πολιτικό κλίμα της εποχής, ενώ μέσα από τα μάτια τους παρακολουθούμε την Ιστορία». Πηγή
  9. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο σημαντικότερος νεοέλληνας γλύπτης, ο πιο εμβληματικός νεοέλληνας εικαστικός καλλιτέχνης - Φειδίας και Θεόφιλος μαζί. «Είναι ανόητοι», έλεγε για τους αρχαίους αλλά και τους σύγχρονους Έλληνες «που παριστάνουν την Αθηνά με περικεφαλαία. Εγώ τη φαντάζομαι, θεά της σοφίας και βοσκοπούλα, με ένα αρνάκι στον ώμο της». Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, που γεννήθηκε στα μισά του 19ου αιώνα στην Τήνο, αυτό το νησάκι-μήτρα των θεμελιωτών της νεοελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής. Ποιος άλλος τόπος μπορεί να καμαρώσει για έναν Λύτρα, έναν Γύζη, τον Φιλιππότη, τους Σώχους; Το γονίδιο αυτών των νησιωτών πρέπει να περιέχει δροσοσταλίδες από χρώμα και ψήγματα από μάρμαρο. Ο νεαρός Γιαννούλης, με τα σπινθηροβόλα δάχτυλα, που εκκινώντας από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και το αθηναϊκό εργαστήρι του, όρμηξε να φουντάρει στο κενό από ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου στη Σμύρνη, που έζησε δεκατέσσερα χρόνια τρόφιμος στο Φρενοκομείο Κερκύρας. Η δύσκολη ζωή πολλών ‘καταραμένων ποιητών’ αυτού του κόσμου, ωχριά μπροστά στη σιγανή του, κρυμμένη περιπέτεια. Ο μπαρμπά-Γιαννούλης Χαλεπάς, που σώρευε πηλό απ’ τα βουνά και τον εσμίλευε με τη γωνιώδη του ψυχή. Και έβοσκε τα πρόβατά του και (ίσως) ρωτούσε τους σπάνιους διαβάτες των ραχών, όταν θα έχανε κανένα κατσικάκι απ’ το πεδίο της όρασής του, «ε, εσύ, αιώρακα τας αίγας μου;». Για σαράντα χρόνια οι καλλιτέχνες ή φιλότεχνοι, μποέμ νεοέλληνες της εποχής τον είχαν χαμένο, οι περισσότεροι τον νόμιζαν νεκρό. Και όταν τον ανακάλυψαν εκ νέου, στα γεροντάματά του πια, πάμπτωχο να κάνει θελήματα στο χωριό του και να ζωγραφίζει τους τοίχους του πατρικού του σπιτιού, γιατί που να βρει ένα λευκό χαρτί... Ο μπαρμπά-Γιαννούλης δεν κράτησε κακία σε κανέναν. «Ελάτε στη Θεσσαλονίκη», τον προσκάλεσε κάποτε ο μουσικοσυνθέτης Αιμίλιος Ριάδης. «Ελάτε, να δείτε και τον Όλυμπο». «Έχω δει στη ζωή μου ψηλότερα βουνά», απάντησε ο πρωτομάστορας, «τον Γολγοθά». Πριν από λίγους μήνες η ζωή του έγινε κόμιξ-βιβλίο: «Γιαν. Χαλεπάς: Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής» τιτλοφορείται και ήδη κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοσή του. Με σεβασμό και αγάπη στον μπaρμπά-Γιαννούλη, στο έργο και τη μνήμη του, με εμμονή στην ιστορική ακρίβεια των καρέ της ζωής του, ο Θανάσης Πέτρου σχεδίασε και ο Δημήτρης Βανέλλης έγραψε το σενάριο. Και έφτιαξαν μαζί μια ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία στο χαρτί. Νομίζω πως πολύ θα το χαιρόταν αυτό το βιβλίο ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γιατί μας μεταφέρει τον βίο του ολιγόλογα, όπως κι αυτός συνήθιζε να εκφράζεται, με σχέδια και ζωγραφιές από καρδιάς. Όμως, ακόμα και ο Θανάσης Πέτρου, που εντρύφησε στον βίο του Χαλεπά, παραδέχτηκε το προφανές για τέτοιες σκοτεινές ιδιοφυίες: «Πως να μπει κανείς στην ψυχοσύνθεση του Χαλεπά, πως να καταλάβεις τι έχει αλήθεια βιώσει; Μόνο η καρδούλα του το ήξερε». - Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε για τον ίδιο τον Χαλεπά, να πούμε δυο λόγια για το πως εσείς ξετυλίγετε σε αυτό το κόμιξ την ιστορία του; Ο Βανέλλης, ως συγγραφέας, έκανε ένα τέχνασμα: εφηύρε έναν αφηγητή, που είναι επισκεπτης στον Πύργο της Τήνου το 1915. Αυτός βρίσκει τον Χαλεπά, γέροντα πλέον, να κάνει θελήματα στο χωριό και να ζωγραφίζει σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, χαράζοντάς το. Ρωτάει ποιος είναι - τον είχε ακουστά ως γλύπτη - και αναρωτιέται: «Είναι ζωντανός ο Χαλεπάς; Δεν έχει πεθάνει;». Ο αφηγητής ξεκινά να ψάχνει τη ζωή του Χαλεπά, αναζητά αρχεία, μιλάει με ανθρώπους και έτσι, σιγά σιγά, κτίζουμε μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, όπου μέσα από τη δράση του αφηγητή, ανακαλύπτουμε γραμμικά την ιστορία του Χαλεπά. - Πάμε στην ίδια την ιστορία του μπαρμπά- Γιαννούλη; Μεταξύ των μεγάλων μαστόρων της τέχνης στη χώρα μας, αυτός περπάτησε μια από τις πιο σκοτεινές διαδρομές. Ο Χαλεπάς γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου και από μικρός έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη. Ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει έμπορο - έφηβο ακόμα, τον έστειλε σε Εμπορική Σχολή στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά ο Χαλεπάς δεν ήθελε να ακολουθήσει τέτοιο μέλλον και έπεισε την οικογένειά του να σπουδάσει Καλές Τέχνες. - Η οικογένειά του είχε καλλιτεχνική φλέβα πάντως... Ναι, βέβαια. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος μαρμαροτεχνίτης. - Και το χωριό τους ολόκληρο είχε μεγάλη παράδοση σε αυτή την τέχνη. Όλα τα λατομεία μαρμάρου της Τήνου, γύρω από τον Πύργο βρίσκονται. Ο πατέρας του Χαλεπά μάλιστα έφτασε να έχει τρία υποκαταστήματα: στην Αθήνα, στο Βουκουρέστι και στα Αλάτσαρνα της Σμύρνης. Στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας (που δημιούργησε το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς) στον Πύργο της Τήνου εκτίθεται ένα καταπληκτικό σχέδιο με μολύβι, ενός τέμπλου που είχε φτιάξει ο πατέρας του Χαλεπά. «Το 1870 σύσσωμη η οικογένεια Χαλεπά μετακομίζει στην Αθήνα- και εγκαθίστανται στην περιοχή γύρω από τις οδούς Μαυρομιχάλη και Ασκληπιού. Δούλευαν οι Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες στην Ακαδημία που χτιζόταν τότε και έμεναν όλοι τους εκεί κοντά. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς εγγράφεται στο Σχολείο των Τεχνών, όπως λεγόταν τότε η ΑΣΚΤ. Τελειώνει τις σπουδές του γρηγορότερα από το κανονικό και φεύγει στο Μοναχο με υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου. Η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου ήταν τότε το πανευρωπαϊκό κέντρο των σπουδών ζωγραφικής και γλυπτικής. Ο Χαλεπάς διαπρέπει και στο Μόναχο - όντας πρωτοετής σπουδαστής - το γλυπτό του ‘Φιλοστοργία’ κερδίζει το πρώτο Βραβείο σε διαγωνισμό. Φτιάχνει τον ‘Σάτυρο’ και κερδίζει ξανά. Στην Ελλάδα, όμως, τα έργα του απορρίπτονται - δεν τα δέχονται σε εκθέσεις. Ο ίδιος απογοητεύεται και, περίπου ταυτόχρονα, για άγνωστους λόγους (ή μάλλον λόγω έλλειψης βύσματος) η υποτροφία του διακόπτεται. Όπως είπε πολλά χρόνια αργότερα ένας συμφοιτητής του στο Μόναχο, η ίδια υποτροφία δόθηκε αντί του Χαλεπά σε έναν άλλο Τήνιο φοιτητή Μηχανικής ή Θεολογίας που άφησε πρόωρα την τελευταία του πνοή, ψάχνοντας να βρει τον πάτο στο βαρέλι της μπύρας». «Χάνοντας την υποτροφία, ο Χαλεπάς δεν μπορεί πλέον να τα βγάλει πέρα στο Μόναχο, οπότε εγκαταλείπει τις σπουδές του, πηγαίνει στο Βουκουρέστι, όπου εργάζεται για λίγο στο εργαστήρι του πατέρα του, και επιστρέφοντας στην Αθήνα ανοίγει το πρώτο δικό του εργαστήρι γλυπτικής στην οδό Μητροπόλεως, πολύ κοντά στην πλατεία Συντάγματος. (Αν κατάφερα να υπολογίσω σωστά, ακριβώς δίπλα από το κτίριο που τώρα βρίσκονται τα KFC). Και όταν οι δικοί του φτιάχνουν καινούργιο σπίτι στη Μαυρομιχάλη, τους ακολουθεί και ξεκινάει νέο εργαστήριο εκεί. Στη Μαυρομιχάλη τον επισκέπτεται η μητέρα της (αποθανούσας) Σοφίας Αφεντάκη και του δίνει παραγγελία να φτιάξει την ‘Κοιμωμένη’. Εκεί συνέβη ένα περιστατικό (δεν είναι εντελώς επιβεβαιωμένο αλλά έτσι μαρτυρείται), ότι όταν ο Χαλεπάς ολοκλήρωσε το πήλινο πρόπλασμα σε φυσικό μέγεθος, η μητέρα της Αφεντάκη του έκανε κάποιες παρατηρήσεις. Αυτός τσαντίστηκε και το έσπασε. Μετά το κόλλησε ξανά, αλλά, πλέον, είχε πάρει την κατιούσα συναισθηματικά και ψυχολογικά - άρχισε να έχει κρίσεις. Νεαρός ήταν τότε, 27 χρονών, ερωτεύτηκε και μια συγχωριανή του, ανιψιά ενός βουλευτή από την Τήνο, αλλά δεν του τη δίνανε, γιατί ως καλλιτέχνη, τον θεωρούσαν παρακατιανό. Αυτή ήταν μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση για τον Γιαννούλη - δούλευε την ίδια περίοδο ατελείωτες ώρες, 20ωρα κάθε μέρα». - Έπαθε burn out; Ναι, ήταν τελειομανής και «κάηκε». Έπαθε υπερκόπωση, άρχισαν οι κρίσεις μανιοκατάθλιψης. - Θυμάμαι κάτι που έχει γράψει ο Γ. Σκαμπαρδώνης, ότι πολλούς ανθρώπους τους τσακίζει το βάρος μιας μεγάλης ιδέας... Τέτοια περίπτωση ήταν και ο Χαλεπάς: εργασιομανής, τελειομανής, μοναχικός χαρακτήρας. Τελικά, καταλήγει από το 1880 να ζει ξανά στην Τήνο, όπου δεν κάνει απολύτως τίποτα. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες του μεγαλύτερου αδερφού του, του Νικόλα που μας αναφέρει ο συγγραφέας (και βιογράφος του Χαλεπά) Στρατής Δούκας - είχε κρίσεις, μονολογούσε ή τσίριζε, φώναζε, ήταν κυκλοθυμικός έως επιθετικός καμιά φορά. «Ο Χαλεπάς ζούσε τότε στο πατρικό τους σπίτι, με τη μάνα του και τις δυο αδελφές του - και η μάνα του είχε ανέκαθεν αντιρρήσεις στην ενασχόληση του Γιαννούλη με την γλυπτική, θεωρούσε πως του έκανε κακό. Ούτε υπήρχαν τότε ψυχίατροι ή κάτι σχετικό - για τους ψυχικά ασθενείς η πιο διαδεδομένη ‘θεραπεία’ ήταν να τους πηγαίνουν σε μοναστήρια και να τους ‘διαβάζουν’ οι καλόγεροι... Τελικά του πρότειναν ψυχρολουσίες και θερμά λουτρά. Και πηγαίνει ο Χαλεπάς στα Αλάτσαρνα της Σμύρνης, όπου εκείνη την εποχή εργαζόταν ο αδελφός του, ‘κράταγε’ το εργαστήρι του πατέρα τους. Και κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας εκεί». - Ξέρουμε πώς; Προσπάθησε να πηδήξει από ένα παράθυρο, από τον δεύτερο όροφο - τον έπιασε και τον έσωσε ο αδερφός του. Τραυματίστηκε μόνο από τα σπασμένα γυαλιά. «Και μετά οι γιατροί του συνιστούν να ταξιδέψει. Επί ένα μήνα περιδιαβαίνει την Ιταλία: Ρώμη, Φλωρεντία, Πομπηία. Και εκεί, όπως λέει ο αδελφός του, βλέποντας τα έργα τέχνης, είχε αναλαμπές, έκανε σχόλια για τα αρχαία αγάλματα με καθαρό μυαλό. Το 1888, στα 37 του πλέον, είναι σε τραγική κατάσταση. Οι δικοί του δεν ξέρανε πως να τον βοηθήσουν - είχε δοκιμάσει όλες τις ιατρικές ‘θεραπείες’ της εποχής χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά, με βαριά καρδιά αποφάσισαν να τον στείλουνε στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, συνοδεία ενός ξαδέρφου του. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνάς μας: η αυθεντική, μη λογοκριμένη διάγνωση με την οποία ο Χαλεπάς εισήχθη στο Φρενοκομείο. Η διάγνωση έχει γίνει από έναν γιατρό της Τήνου, είναι υπογεγραμμένη από την αστυνομία και αναφέρει ότι ο Χαλεπάς έπασχε από άνοια, νυχτερινούς αυνανισμούς και ονειρώξεις». «Μετά βρήκαμε μια στατιστική του 1877 από τον διευθυντή του Φρενοκομείου - Χριστόφορος Τσιριγώτης λεγόταν και θεωρείται ο πρώτος Έλληνας ψυχίατρος του 19ου αι. Σπουδαγμένος στην Ιταλία, αυτός έφερε στην Ελλάδα τις πιο καινοτόμες και επιστημονικές, με τα τότε δεδομένα, ιδέες και θεραπείες για τις ψυχικές νόσους. Γράφει λοιπόν ο Τσιριγώτης, διαφωνώντας προφανώς, ότι το ”Φρενοκομείο Κερκύρας” λειτουργούσε για πολλά χρόνια ως ψυχιατρείο και φυλακή μαζί. Οι ψυχικά ασθενείς συμβίωναν με βαρυποινίτες και εγκληματίες. Ανακαλύψαμε επίσης τα ΦΕΚ εκείνων των εποχών, τα οποία και όριζαν τον κανονισμό λειτουργίας του Φρενοκομείου: ποιοι γίνονταν δεκτοί, υπό ποιες προϋποθέσεις, πως διαβιούσαν εκεί. Και διαπιστώσαμε ότι το Φρενοκομείο λειτουργούσε ταξικά - όσοι τρόφιμοι συνεισέφεραν οικονομικά ανήκαν στην ”Α΄τάξη”, μπορούσαν να έχουν κάποια αντικείμενα ως προσωπικά είδη και καλύτερο σιτηρέσιο. Αυτοί που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, ζούσαν διαφορετικά: δούλευαν περισσότερο και ξυπνούσαν νωρίτερα. Τι σημασία είχε αυτό στη δική μας αφήγηση; Ο Χαλεπάς αρχικά βρισκόταν στην ‘Α΄ τάξη’, όμως κάποια στιγμή ο πατέρας του πτώχευσε... Τότε υποβιβάστηκε, με τις ανάλογες συνέπειες στην καθημερινότητά του στο Φρενοκομείο». - Πιστεύεις ότι το εννοεί πρακτικά και όχι ψυχολογικά; Μάλλον ναι. Δεν ξέρανε τι να τους κάνουνε τους ψυχικά ασθενείς τότε. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Φρενοκομείου έπρεπε να εργάζονται «κατά την ειδικότητα και την ικανότητά τους». Τρέχα γύρευε... Στην πραγματικότητα τους ανέθεταν (υποτίθεται) αγροτικές εργασίες και τους έβαζαν να κουβαλάνε νερό με κόσκινα. Άντε να ποτίσεις τους μπαχτσέδες με κόσκινο... - Το γόπινγκ μου θυμίζει... Ναι, αγγαρείες για να περνάνε την ώρα τους. Ο Χαλεπάς πρέπει όμως να έφτιαχνε κάποια πράγματα ακόμα και εκείνη την περίοδο. Αυτό είναι επιβεβαιωμένο από ένα αγαλματίδιο εννιά εκατοστών που βρέθηκε πολύ αργότερα, τη δεκαετία του ’40 - το είχε κρατήσει ένας φύλακας. Ίσως του τα χαλούσαν, πιθανότατα δεν του επέτρεπαν να ασχολείται με την τέχνη του, αλλά με λάσπη, με πηλό, με ότι έβρισκε, αυτός έφτιαχνε πράγματα. Πάντως ελάχιστα στοιχεία έχουμε για εκείνα τα χρόνια. Αναφέρει ο ίδιος ο Χαλεπάς σε κατοπινή συνέντευξή του ότι η ζωή του στο Φρενοκομείο ήταν ‘έξι μέρες Μεγάλη Βδομάδα και μια μέρα Πάσχα’, ίσως εννοώντας ότι έξι μέρες μένανε σχεδόν νηστικοί και μια μόνο μέρα τρώγανε κανονικά». «Το 1902 ο Χαλεπάς βρίσκεται στο Φρενοκομείο δώδεκα χρόνια. Εκείνη τη χρονιά πεθαίνει ο πατέρας του. Περνάνε άλλα δύο χρόνια και απο-ασυλοποιείται, τον παραλαμβάνει η μητέρα του. Η γνωμάτευση από τον τότε διευθυντή του Φρενοκομείου σημειώνει ότι δεν είναι ανήσυχος πλέον, ότι εξακολουθεί να πάσχει από άνοια αλλά είναι ήρεμος πια. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο σημαντικότερος Έλληνας γλύπτης έμεινε στο ‘Φρενοκομείο Κερκύρας’ 13 χρόνια, 10 μήνες και κάποιες μέρες. Και όλα αυτά τα χρόνια δεν τον επισκέφθηκε κανείς - απαγορευόντουσαν οι επισκέψεις γιατί θεωρούνταν επιζήμιες για τους τρόφιμους, ότι τους αναστάτωναν και δεν τους έκανε καλό να βλέπουν οικεία πρόσωπα». «Ο Χαλεπάς έμεινε για λίγες μέρες στην Αθήνα, πάντα μαζί με τη μάνα του. Και γρήγορα έφυγαν για να εγκατασταθούν εκ νέου μόνιμα στην Τήνο, στο χωριό τους. Αργότερα είπε ο Χαλεπάς ότι την τελευταία νύχτα του στο Φρενοκομείο είδε ένα περίεργο όνειρο - ότι τον μετέφερε στην ράχη του ένα θαλάσσιο κήτος και τον απόθεσε στην Παναγία της Τήνου. Στην Τήνο ξεκίνησε καινούργιος Γολγοθάς για τον Χαλεπά - από το 1904 έως το 1916, οπότε πεθαίνει η μάνα του, βόσκει πρόβατα και ότι έργο τέχνης φτιάχνει, το καταστρέφει η μάνα του γιατί θεωρεί ότι η τέχνη του τον τρέλανε. Αυτός σχεδιάζει και αυτή του τα σκίζει, αυτός μαζεύει πηλό από τα βουνά, φτιάχνει προπλάσματα και αυτή τα σπάει. Ζει ο Χαλεπάς μέσα σε μια καθημερινή, συνεχή καταπίεση». - Η σχέση του Χαλεπά με τη μάνα του χρήζει ιδιαίτερης μνείας. Ήταν ένα οιδιπόδειο, καταπιεστικό σύμπλεγμα. Μια αμόρφωτη γυναίκα βλέπει το παιδί της να τρελαίνεται και επειδή αυτός ασχολείται με πάθος με την τέχνη, αυτή, απλοϊκά θεωρεί πως η τέχνη ευθύνεται για το κακό που τον βρήκε. Δεν έχει άλλο τρόπο να ερμηνεύεσει την αποκλίνουσα συμπεριφορά του και προσπαθεί να τον αποτρέπει όπως μπορεί. «Είναι πάμφτωχοι πλέον - και η μια αδερφή του, η Κατερίνα, αυτοκτονεί. Και ένας αδελφός του, ταλαντούχος κιθαρίστας, πέφτει από τη γέφυρα της Χαλκίδας, αυτόχειρας κι αυτός. Η οικογένεια είχε, μάλλον, ένα περίεργο γονίδιο, σκοτεινό. Μέχρι όμως να πεθάνει η μάνα του, κάποιοι ομότεχνοί του στην Αθήνα τον ανακαλύπτουνε - ο γλύπτης Σώχος τον επισκέπτεται. Στις αθηναϊκές εφημερίδες γράφονται άρθρα για αυτόν και γίνεται ευρέως γνωστό ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι ζωντανός». - Η «Κοιμωμένη» του ήταν ήδη αναγνωρισμένο έργο τέχνης. Ναι, η «Κοιμωμένη» ήταν ήδη περίφημη, ο Χαλεπάς ακόμα και εν τη απουσία του ήταν ‘όνομα’ στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Αλλά ο ίδιος είχε χαθεί, οι περισσότεροι τον θεωρούσαν απλώς νεκρό. Σήμερα γνωρίζουμε την πραγματική ιστορία, αλλά όταν οι άνθρωποι αυτοί τότε ανακάλυπταν εκ νέου τον Χαλεπά, έμοιαζε με αστυνομικό ρεπορτάζ. Σαν να έλεγαν «Ποιος στο διάολο είναι λοιπόν αυτός ο Χαλεπάς; Ναι, τον ξέραμε το 1876, αλλά τι απέγινε μετά; Σαράντα χρόνια τι έκανε, που βρισκόταν;. Όταν αντιλήφθηκαν ότι είναι ζωντανός, άρχισαν να τον επισκέπτονται στην Τήνο - ο Αλαβάνος, που ήταν Τηνιακός και αντιπρόεδρος της Βουλής, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, δημοσιογράφοι και φιλότεχνοι, μποέμ τύποι της εποχής, όπως ο Νίκος Βέλμος, που ανέπτυξε μια πραγματικά φιλική σχέση μαζί του. Κάποιοι του στέλνουν χρήματα, ή προσπαθούν να λάβει επιχορηγήσεις». «Και με τον θάνατο της μητέρας του, ο ίδιος ο Χαλεπάς ξεκίνησε πάλι να δουλεύει. Ζει στο πατρικό του σπίτι, μόνος πλέον, βόσκει τα πρόβατά του και μετά ζωγραφίζει - ακόμα και δίχως τα απαιτούμενα υλικά, γιατί ούτε χαρτιά δεν έχει. Και επειδή δεν έχει υλικά, όλο το σπίτι είναι ζωγραφισμένο, οι τοίχοι, τα πάντα. (Το σπίτι του ανακαινίστηκε τη δεκαετία του ’70 και καλύφθηκαν όλα αυτά τα σχέδια. Φέτος ξεκίνησε μια προσπάθεια να βγει το χρώμα και να αποκαλυφθούν τα σχέδιά του, που είναι όλα καμωμένα με κάρβουνο). Κάποια στιγμή δεν έχει άλλο χώρο να ζωγραφίσει και βρίσκει τα κιτάπια του πατέρα του, τα βιβλία της επιχείρησής του. Και αρχίζει να σχεδιάζει σ’ αυτά. Έχουν βρεθεί περισσότερα από είκοσι τέτοια εμπορικά κατάστιχα, όλα τους σχεδιασμένα από τον Γιαννούλη». - Τι σχεδιάζει εκείνη την περίοδο; Μη έχοντας καμία επαφή με τα τεκταινόμενα στον χώρο της Τέχνης για σαράντα χρόνια, σχεδιάζει με έναν απροσδόκητο, πολύ εξπρεσιονιστικό τρόπο, σα να ανακάλυψε μόνος του τη μοντέρνα τέχνη. Συνδυάζει ο Χαλεπάς τότε στοιχεία κλασικά, που τα έχει σπουδάσει, με έναν έντονα ιδιοσυγκρασιακό, σύγχρονο τρόπο. Φτιάχνει διπρόσωπα αγάλματα - στη μια τους όψη απεικονίζει τον Δία και στην άλλη τον Άγιο Γεώργιο. Αποπειράται τέτοιες, παράξενες εκ πρώτης μίξεις, μάλλον θεωρώντας την τέχνη ενιαία, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα. Και θέλει με το έργο του να δείξει αυτή τη συνέχεια. Στο έργο του έχει φοβερές εμμονές: φτιάχνει εννέα διαφορετικές εκδοχές του Σάτυρου, δεκατρείς εκδοχές της Μήδειας, όπου προφανώς εξωτερικεύει το ακανθώδες ζήτημα της σχέσης με τη μητέρα του. «Το 1930 τον επισκέπτεται στον Πύργο η γυναίκα του αδερφού του και τον βρίσκει σε τρισάθλια κατάσταση. Δεν έχει εισοδήματα, το σπίτι του είναι υποθηκευμένο, τη νύχτα σκεπάζεται με μια παμπάλαια χλαίνη και φοράει κουρέλια. Αποφασίζουν να τον φέρουνε στο σπίτι τους στην Αθήνα. Και τον Αύγουστο του 1930 ο Χαλεπάς έρχεται στην Αθήνα για να ζήσει μέχρι και τον θάνατό του σε ένα σπίτι που ακόμη υπάρχει, στην οδό Δαφνομήλη, στα ριζά του Λυκαβηττού. Βρίσκει εκεί ένα οικογενειακό περιβάλλον - τον αγαπάνε, τον φροντίζουν και ο ίδιος εργάζεται ακατάπαυστα στο υπόγειο του σπιτιού, σε κακές όμως συνθήκες. Το καλοκαίρι με πολλή ζέστη, αλλά και τον χειμώνα με το κρύο, τα προπλάσματά του σπάνε, καταστρέφονται. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Χαλεπάς είχε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να δουλεύει - δεν έβαζε ‘αρματούρα’, δηλαδή σιδερένιο σκελετό για να σταθεροποιεί το άγαλμα. Δούλευε κατευθείαν με πηλό, γιατί είχε τόση μανία να παράγει έργο που ήθελε τον πιο γρήγορο τρόπο δουλειάς». - Και γιατί ήταν ένας εντελώς γήινος δημιουργός. Όντως. Ο Χαλεπάς δεν χρησιμοποιούσε καν εργαλεία - μόνο τα χέρια του. Όλα τα έκανε με τα δάχτυλά του, άντε και καμιά σπάτουλα. «Το 1934, στα 83α γενέθλιά του, βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Έστω και στα γεροντάματά του, έζησε την αναγνώριση του έργου του. Διανοούμενοι της εποχής και δημοσιογράφοι τον επισκέπτονταν, ήθελαν να τον γνωρίσουν, να μιλήσουν μαζί του. Ενας από αυτούς, ο Θωμόπουλος, τον είχε χαρακτηρίσει «άξεστο, πρωτόγονο πετροκόπο» εξαιτίας του τρόπου δουλειάς και του χαρακτήρα του. Ήταν εντυπωσιακός, η μανία και η όρεξη που είχε μάγευε τους πάντες». - Ήταν αυθόρμητος, ζωώδης. Ισχύει. Όχι ότι δεν έκανε σχέδια - πρώτα σχεδίαζε τα πάντα σε χαρτί. Αλλά δούλευε πάντα από καρδιάς. «Τον Απρίλιο του 1938, 87 χρονών πλέον, παθαίνει εγκεφαλικό. Για κάποιους μήνες μένει κατάκοιτος, με το δεξί του χέρι παράλυτο. Δεν μπορεί πια να δουλέψει και τον Σεπτέμβριο του ΄38, καταλήγει. Το βιβλίο μας σταματάει εκεί, στον θάνατό του. Η ιστορία του Χαλεπά δεν τελειώνει τότε βέβαια - τα χρόνια που ακολούθησαν το έργο του ταξίδεψε σε εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, σχέδιά του εκτέθηκαν στο Παρίσι. Ο Μαρίνος Καλλιγάς συγκέντρωσε μεγάλο μέρος του έργου του, έγιναν εκθέσεις και εκδόσεις αφιερωματικές». - Η τελευταία, σκάρτη κιόλας, δεκαετία της ζωής του Χαλεπά, ήταν μάλλον και η ευτυχέστερη, η πιο κανονική... Στη ζωή του Χαλεπά μάλλον τίποτα δεν ήταν κανονικό. Πάντως και εμείς χωρίζουμε το βιβλίο σε τρία μέρη - και το τελευταίο το ονομάσαμε «Αναγέννηση»: δεν περιέχει μόνο την τελευταία του δεκαετία, αλλά την περίοδο της ζωής του από το 1916 και μετά. Οι ιστορικοί τέχνης έχουν χαρακτηρίσει αυτή την περίοδο της τέχνης του Χαλεπά ως ‘μετά-λογική’, επειδή τότε το έργο του παίρνει μια διαφορετική τροπή. - Υπήρξε ένας «άγιος» της τέχνης; Σίγουρα - και η μορφή του, τόσο ασκητική, σε αυτό προσιδίαζε. Ένας ξερακιανός, λιγομίλητος γέρος, ανεπιτήδευτος εντελώς. Σε ένα από τα δημοσιεύματα για αυτόν, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τον περιγράφει ως έναν άνθρωπο που έχει απωλέσει τις κοινωνικές του δεξιότητες και αναρωτιέται αν είχε τέτοιες δεξιότητες ποτέ... Για αυτό και στο κόμιξ μας ο Χαλεπάς, παρότι πρωταγωνιστής, ελάχιστα μιλάει. Λέει μετρημένες φράσεις, όπως διασώζονται σε δημοσιεύματα της εποχής. - Ο ίδιος ο Χαλεπάς είχε μιλήσει για τη ζωή του; Είχε δώσει κάποιες συνεντεύξεις, που τις έχουμε εντάξει στο κόμιξ ως πρωτότυπο υλικό. Και αντλήσαμε πολλά στοιχεία από τον μοναδικό επί της ουσίας βιογράφο του Χαλεπά, τον Στρατή Δούκα. Οι δυο τους είχαν συνδεθεί και με ειλικρινή φιλία. Βάσει αυτού του υλικού προσπαθήσαμε να κάνουμε μια μη μυθιστορηματική αφήγηση, να σταθούμε στα επιβεβαιωμένα γεγονότα και να μην πλάσουμε δικές μας ιστορίες μέσα στην αυθεντική ιστορία του Χαλεπά. - Νομίζω δεν είναι πολλά τα ολοκληρωμένα έργα του Χαλεπά. Καταρχήν, για πολλά χρόνια έργα του Χαλεπά όπως η «Φιλοστοργία» ή ο «Σάτυρος» θεωρούνταν χαμένα. Τα ανακάλυψε ένας δημοσιογράφος - ο πατέρας του Χαλεπά τα είχε δώσει σε έναν συγχωριανό τους, που τα φυλούσε στο σπίτι του στον Πύργο. Σήμερα ο «Σάτυρος» εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ η «Φιλοστοργία», μαζί με άλλα πρωτότυπα έργα του Χαλεπά, βρίσκονται στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού στη Χώρα της Τήνου. Ο Χαλεπάς επίσης, στην πραγματικότητα δεν έκανε σχεδόν τίποτα σε μάρμαρο. - Η «Κοιμωμένη»; Η «Κοιμωμένη» είναι σε μάρμαρο αλλά δεν τη σμίλευσε ο Χαλεπάς. Δυο Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες της εποχής αντέγραψαν σε μάρμαρο («ξεχόντρισαν» όπως είχε πει ο Χαλεπάς) το πρόπλασμα που αυτός είχε ετοιμάσει. Ο ίδιος ο Χαλεπάς έχει κάνει έναν άγγελο σε ένα ταφικό μνημείο στο Βουκουρέστι και ελάχιστες προτομές. Πηλό δούλευε κυρίως και λίγα ακόμη έργα του είναι σε γύψο. Έχει κάνει βέβαια εκατοντάδες σχέδια - κάποια ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη και κάποια σε απογόνους της οικογένειας Χαλεπά. - Πως αποφάσισες να καταπιαστείς με την περίπτωση Χαλεπά; Τι σε συγκίνησε, περισσότερο, σε αυτόν; Το έργο του είναι σαφώς καταπληκτικό - είναι το έργο μιας ιδιοφυίας. Αλλά αν δεις πέρα από αυτό, αν αρχίσεις και ψάχνεις τη ζωή του, θα εκτιμήσεις νομίζω, ότι μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα που έζησε, δεν έχασε ποτέ το πάθος του. - Ο πυρήνας του παρέμεινε ίδιος. Ναι, υπήρχε μια βαθιά, ιδιοσυγκρασιακή αλλά ακλόνητη δομή στο μυαλό, στην καρδιά και στην ψυχή του που διψούσε για τέχνη, για καθαρή, αγνή τέχνη. Όσα βάσανα κι αν πέρασε, όση καταπίεση κι αν υπέστη - από τη μητέρα του, τον κοινωνικό του περίγυρο, τις συμβάσεις της εποχής, τη μοναξιά του και τις υλικές στερήσεις - αυτή η δίψα συνέχισε να υπάρχει και να κυριαρχεί μέσα του, άσβεστη και ασίγαστη. - Ήταν δύσκολο να τον σκιτσάρεις; Έκανα κάποιες έγχρωμες απόπειρες. Κατέληξα σε μια διχρωμία - το σχέδιο είναι ασπρόμαυρο με γκρίζες αποχρώσεις για να μοιάζει με τα υλικά που μεταχειριζόταν ο Χαλεπάς και με το έργο του. Μου φάνηκε παράταιρο να βάλω χρώματα σε ένα άγαλμα που το πρωτότυπο είναι σε μάρμαρο ή σε πηλό. Αυτή η έλλειψη του χρώματος ταίριαζε κιόλας περισσότερο να εικονογραφήσει την ιστορία του Χαλεπά, που ήταν ένα με την τέχνη του - που τέχνη και ζωή του ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν. Και το σχετικό link...
  10. Μαρμαρογλύπτης στην Τήνο κι από κει στην Αθήνα και στο Μόναχο, δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες, ο Γιαννούλης Χαλεπάς οδηγήθηκε στην τρέλα, στην απομόνωση, στους εξευτελισμούς για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι Δημήτρης Βανέλλης και Θανάσης Πέτρου φιλοτεχνούν μια συναρπαστική βιογραφία του «μύθου της νεοελληνικής γλυπτικής», την κατάδυσή του στην άβυσσο της παραφροσύνης και την αναγέννησή του λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. Η ζωή και το έργο του Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) σκεπάζονται από ένα τεράστιο «αν». Αν είχε γεννηθεί σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα αντί για την επαρχία της Ελλάδας σε μια ταραγμένη περίοδο, αν δεν βασανιζόταν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του από ψυχολογικά προβλήματα, αν δεν είχε περάσει δεκαετίες έγκλειστος σε ιδρύματα, αν η οικογένειά του μπορούσε να του προσφέρει περισσότερα, αν διέθετε τα μέσα και τα υλικά για να δημιουργήσει απρόσκοπτα όλα όσα σκαρφιζόταν η φαντασία του, όλα όσα οραματιζόταν, αν η πολιτεία και οι συνάδελφοί του είχαν ανακαλύψει νωρίτερα το ταλέντο και το μεγαλείο του; Αν σε μια εποχή που η τέχνη άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα κατεύθυνση και οι πρωτοπορίες πειραματίζονταν αδιάκοπα προκαλώντας διαδοχικές καλλιτεχνικές επαναστάσεις στο πλαίσιο μιας τυρβώδους μετάβασης από το κλασικό στο μοντέρνο αυτός δεν ήταν σιδηροδέσμιος σε σκοτεινά, υγρά υπόγεια; Τα ατέλειωτα «αν» θα μείνουν για πάντα αναπάντητα. Αυτό που έχει μείνει είναι ένα μοναδικό αλλά μικρό σε όγκο έργο και πολλές εικασίες για τη ζωή του, τη σκέψη του, την προσωπικότητά του που τον κατέστησαν «μύθο της νεοελληνικής γλυπτικής», όπως τον χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του νέου βιβλίου των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Πατάκη). «Γιαν Χαλεπάς» ήταν η υπογραφή του και αυτός είναι και ο τίτλος της ελεύθερης βιογραφίας του που φωτίζει τη σκοτεινή και δύσκολη ζωή του, παρουσιάζει τα σπουδαιότερα έργα του, μα πάνω απ’ όλα αποπειράται να ερμηνεύσει τις πηγές της έμπνευσής του και τις αφορμές πίσω από τα γλυπτά του. Οι Βανέλλης και Πέτρου έχουν συνεργαστεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, προσαρμόζοντας σε κόμικς ορισμένα από τα εμβληματικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Παραρλάμα και Άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και Άλλες Φανταστικές Ιστορίες» με διηγήματα των Καβάφη, Καρκαβίτσα, Καρυωτάκη, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», του Καραγάτση), αλλά είναι η πρώτη φορά που φιλοτεχνούν μια βιογραφία και μάλιστα ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Προς τούτο, εργάστηκαν επί σειρά ετών μελετώντας έργα με επιτόπια έρευνα και συλλέγοντας αντικειμενικά στοιχεία, έγγραφα, τεκμήρια και επιστολές, επιχειρώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς στις περιγραφές και τις εκτιμήσεις τους. Εκεί, όμως, που τα ίχνη χάνονται, προσθέτουν τη δική τους εκδοχή και, καλλιτεχνική αδεία, ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα και τα αποτελέσματά τους στο έργο του Χαλεπά. Εμπλουτίζουν την αφήγησή τους με δημοσιογραφικά άρθρα εφημερίδων, καλλιτεχνικές κριτικές και δημόσια διατυπωμένες απόψεις της εποχής και την ίδια στιγμή «αυθαιρετούν» αναπόφευκτα παρουσιάζοντας τα ξεσπάσματα του γλύπτη, τη μοναξιά του και τη βύθισή του στην παράνοια και την αποξένωση. Κι αυτό είναι που κάνει τη βιογραφία του Χαλεπά ένα νέο, αυτόνομο έργο, με τη δική του αυταξία, ικανό να συγκινήσει ακόμα και τον αναγνώστη που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με τη γλυπτική των αρχών του περασμένου αιώνα αλλά επιθυμεί να γνωρίσει τις συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα του 1900, τις απόψεις για την ψυχική υγεία και τους πάσχοντες, τη βαναυσότητα των «θεραπειών», τη στάση του κράτους και των θεσμών του απέναντι στους καλλιτέχνες κ.λ.π. Γεννημένος στο νησί των γλυπτών, την Τήνο, ο Γιαννούλης Χαλεπάς έμαθε από μικρός να σμιλεύει την πέτρα και όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών. Από εκεί βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου αλλά, όταν ο Ναός της Ευαγγελίστριας Τήνου αποφάσισε να διακόψει την υποτροφία του για να τη δώσει σε έναν φοιτητή μηχανικής, επέστρεψε στην Αθήνα και από κει στη γενέτειρά του. Εργαζόταν οργιωδώς και είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται όταν το 1879 άρχισε η περιπέτεια της ψυχικής υγείας του. Κλείστηκε στο φρενοκομείο της Κέρκυρας όταν ήταν 37 ετών και έμεινε εκεί 14 χρόνια. Όταν επέστρεψε στην Τήνο ως «ακίνδυνος» αλλά και στιγματισμένος με τη στάμπα του «τρελού», έγινε βοσκός και έκανε θελήματα για τους συγχωριανούς του που τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του 1910 έρχεται η «ανάσταση». Μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, φαίνεται πως ο Γιαννούλης, που πλησιάζει τα εβδομήντα χρόνια του, ξεπερνάει κάποια από τα προβλήματά του και δουλεύει και πάλι συστηματικά. Τον επισκέπτονται καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και κριτικοί. Μετακομίζει στην Αθήνα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου τιμάται από διάφορους φορείς, παίρνει επαίνους, βραβεία και μετάλλια για το σύνολο του έργου του, έστω κι αν είχε ζήσει περίπου πέντε δεκαετίες στην αφάνεια. Χτυπημένος από ημιπληγία, πέθανε το 1938, καθηλωμένος στο κρεβάτι του αλλά αναγνωρισμένος από όλους ως ο μεγαλύτερος Έλληνας γλύπτης μετά την αρχαιότητα. Γράφουν οι Βανέλλης και Πέτρου: «Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε από το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ήθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ». Τα σπουδαιότερα γλυπτά του, όπως η «Αναπαυομένη», η «Κοιμωμένη», ο «Μέγας Αλέξανδρος Ζων και Νεκρός» κ.ά., δημιουργημένα με πενιχρά μέσα και με πρωτότυπες μεθόδους, αποτελούν εμβληματικά έργα της νεότερης ελληνικής τέχνης της οποίας υπήρξε χαρακτηριστικός «εκπρόσωπος». Το μοναδικό έργο του και την ταραγμένη ζωή του μάς συστήνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η εξαιρετική δουλειά των Βανέλλη και Πέτρου. Ο Ένδοξος Παράφρων Τα παθήματα του Χαλεπά, του περηφανεστέρου Ελληνος καλλιτέχνου, προεκάλεσαν συγκίνησιν εις τον Καλλιτεχνικόν Κόσμον και εις τον κόσμον των Γραμμάτων. Το τραγικόν καλλιτεχνικόν του τέλος, όπερ περιέγραψα εις δύο μου χρονογραφήματα, προεκάλεσε άρθρα και χρονογραφήματα, έλαβον δε πλήθος επιστολών και ποιήματα ακόμη αφιερωμένα εις τον ταλαίπωρον Χαλεπάν. Όλα αυτά δεικνύουν ότι υπάρχει ενταύθα κάποιος κόσμος ζων και κινούμενος, είναι δε ούτος ο πνευματικός λεγόμενος κόσμος της Ελλάδος. Είνε τόσον μεγάλη η αξίωσις όπως το κράτος, ή ο ναός της Ευαγγελιστρίας, ήτις τόσους και τόσους καλοέθρεψε, να διαθέτη 300 δραχμάς ετησίως προς περίθαλψιν ενός ενδόξου παράφρονος; Διάβολε, εις αυτόν τον τόπον εχύθησαν με το σακκί τα χρήματα προς ανθρώπους οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίας, διά τας οποίας ως αμοιβή μόλις θα ήρκει η αγχόνη και εφειδωλεύθη ένα κομμάτι ξηρό ψωμί εις εκείνον όστις, όταν περάσουν δύο-τρεις γενεαί και θα σβύσει όλη αυτή η λάμψις του θορυβούντος σήμερον όχλου, θα αποτελή την δόξαν της γενεάς καθ’ ην εγεννήθη, η οποία όμως δεν ηδυνήθη ούτε να τον εκτιμήση δημιουργούντα, ούτε να τον περιθάλψη όταν τρελλός και πεινών διέτρεχε τα βουνά της Τήνου βόσκων τα ολίγα γίδια της αδελφής του. Άρθρο του Θεόδωρου Βελλιανίτη, δημοσιευμένο στις 4 Φεβρουαρίου 1915 όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Πέτρου και Βανέλλη (με την πρωτότυπη ορθογραφία αλλά σε μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους). Και το σχετικό link...
  11. Θανάσης Πέτρου - Δημήτρης Βανέλλης Γιαννούλης Χαλεπάς Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής Εκδόσεις: Πατάκη Σελ.: 176 Το graphic novel που κυκλοφόρησε πρόσφατα με την υπογραφή των δύο σημαντικότερων εκπροσώπων του στη χώρα μας, του Θανάση Πέτρου στο σχέδιο και του Δημήτρη Βανέλλη στο σενάριο, αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, του κορυφαίου Έλληνα γλύπτη, μιας συναρπαστικής προσωπικότητας, του οποίου το θηριώδες ταλέντο δεν άντεξε ούτε η ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά φευ ούτε και η χώρα του. Έζησε μέσα στη δίνη της υπαρξιακής του αγωνίας, τραγικά μόνος και απελπιστικά αβοήθητος, μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό απέναντι στη μεγαλοφυΐα του. Ο Σολωμός και ο Χαλεπάς υπήρξαν οι δύο πρώτες προσωπικότητες του Ελληνισμού που με το έργο τους έθεσαν τα θεμέλια της αδιαμόρφωτης ακόμα φυσιογνωμίας του νεοσύστατου κρατιδίου. Και οι δύο κατάφεραν να συνδέσουν αριστοτεχνικά τη χώρα με το ένδοξο παρελθόν της, πράγμα που υπήρξε πρωταρχική εθνική μέριμνα. Με την πένα του ο Σολωμός και με τη σμίλη του ο Χαλεπάς κατάφεραν να σηματοδοτήσουν μια νέα αρχή για τη συγκρότηση μιας νεοελληνικής ταυτότητας. Το μέγεθος του καλλιτέχνη Χαλεπά, τον οποίο έτσι κι αλλιώς βάραινε μια κακιά διά βίου μοίρα, δεν μπόρεσε να βολευτεί στα στενά πνευματικά πλαίσια της εποχής του. Όχι ότι δεν υπήρξαν σύγχρονοί του – ως μονάδες και με θεσμικό ρόλο – που μερίμνησαν για τον άνθρωπο και το έργο, ωστόσο οι πραγματικές δυνατότητες της χώρας μάλλον αδίκησαν αυτόν τον μοναδικό γλύπτη της νεότερης ιστορίας μας. Πριν από όλα, ο Χαλεπάς είχε να παλέψει με την προσωπική του μοίρα υπό το βάρος της ασυμμάζευτης καλλιτεχνικής του μεγαλοφυΐας, αυτός μόνος του, δίχως κανένα στήριγμα. Οι πραγματικές συνθήκες του βίου του αποδείχτηκαν ιδιαίτερα εχθρικές και ακατάλληλες προκειμένου να καταφέρει ο καλλιτέχνης να αφοσιωθεί απρόσκοπτα στο έργο του. Και αυτή η συνθήκη αποτυπώνεται εύστοχα στο graphic novel. Η μυθιστορηματική ζωή του Ο γλύπτης γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, σε ένα χωριό με μεγάλη παράδοση στην τέχνη του μαρμάρου. Έτσι, η κλίση του καλλιτέχνη βρήκε την πρώτη της ύλη με έτοιμο το σφυρί και το καλέμι που υπήρχαν στο σπίτι του πάτερα του, Ιωάννη Χαλεπά, σημαντικού μαρμαροτεχνίτη, ο οποίος συντηρούσε ομόρρυθμη εταιρεία με συγγενείς γλύπτες από τη μεριά της γυναίκας του Ειρήνης, της μοιραίας για τον Χαλεπά γυναίκας, της γυναίκας που προσπάθησε να προστατεύσει το παιδί της από την ίδια του τη μεγαλοφυΐα! Από τη μία, έχουμε ένα ιδανικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα άρχιζε απρόσκοπτα να ξεδιπλώνεται το αστείρευτο ταλέντο του Γιαννούλη, κι από την άλλη, ένα περιβάλλον οικογενειακό και κοινωνικό που αδυνατούσε εξ αντικειμένου να παρακολουθήσει, να κατανοήσει, να συνδράμει και πολύ περισσότερο να αναδείξει αυτή την καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα που τον καθιστούσε ουσιαστικά απόκληρο και τραγικά μόνο! Μετά το δημοτικό, οι γονείς του τον στέλνουν στη γειτονική Σύρο, η οποία ήταν τότε το πιο σημαντικό πνευματικό κέντρο στην Ελλάδα. Εκεί, ο νεαρός Χαλεπάς ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του, έχοντας πάντα στο μυαλό του τη γλυπτική. Το 1869 βρίσκεται στην Αθήνα να σπουδάζει γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Στη διάρκεια των σπουδών του αρχίζει να γίνεται φανερή η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα. Τα έργα του, που ξεχωρίζουν ήδη, χτίζουν την καλλιτεχνική του φήμη. Κορυφαίο έργο της εποχής εκείνης είναι ένας «Σάτυρος», τον όποιο αγόρασε η Τράπεζα της Ελλάδος αρκετά χρόνια αργότερα, το 1937. Στη συνέχεια, ο Χαλεπάς ετοιμάζει τις βαλίτσες του για το Μόναχο, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου. Η φοίτησή του στην Ακαδημία του Μονάχου δίνει στον νεαρό Χαλεπά τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης και να βρεθεί σε ένα απαιτητικότερο καλλιτεχνικό περιβάλλον, απόλυτα αντάξιό του. Ήδη, πρωτοετής φοιτητής παίρνει την τολμηρή απόφαση να αναμετρηθεί σε έναν διαγωνισμό με ελληνικό θέμα λαμβάνοντας το πρώτο βραβείο μαζί με τρεις χιλιάδες μάρκα. Η συνέχεια των σπουδών του είναι εντυπωσιακή και οι αλλεπάλληλες βραβεύσεις του (το 1874 παίρνει το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας για το έργο του «Παραμύθι της Πεντάμορφης») επιβεβαιώνουν την ξεχωριστή του κλίση. Μετά την αιφνίδια διακοπή της υποτροφίας του, ο Χαλεπάς επιστρέφει στην Αθήνα, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Εκεί, αποκτά δικό του πλέον εργαστήριο και αρχίζει να εργάζεται ως γλύπτης. Περί το 1878, εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα τρέλας, τα οποία εντείνονται με την πάροδο των χρόνων, με αποτέλεσμα το 1888 να μεταφερθεί στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, στο οποίο μένει ως το 1902, οπότε τον παίρνει η μητέρα του στην Τήνο. Έχοντας σχηματίσει την πεποίθηση ότι η αιτία της τρέλας του ήταν το πάθος του για τη γλυπτική, η μητέρα του αποφασίζει να… του απαγορεύσει την ενασχόληση με την τέχνη του! Ως τον θάνατό της το 1916, ότι πρόπλασμα φτιάχνει ο Γιαννούλης το σπάει η μητέρα του… Μετά τον θάνατό της, ο καλλιτέχνης έμεινε μόνος, ελεύθερος να ασχοληθεί εκ νέου με τη μεγάλη του αγάπη, αυτήν τη φορά, ωστόσο, μέσα στην απόλυτη ένδεια και με το στίγμα του τρελού… Όταν το 1925 οργανώθηκε μια έκθεση με τα νέα του έργα στην Αθήνα, ο ξεχασμένος Χαλεπάς ήρθε εκ νέου στην επικαιρότητα. Το 1930, έπειτα από την ευγενική πρωτοβουλία της ανιψιάς του, μετακομίζει στην Αθήνα και ζει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια του βίου του, εργαζόμενος αδιάκοπα – ως την τελευταία του πνοή, το 1938. Ο Θανάσης Πέτρου και ο Δημήτρης Βανέλλης καταφέρνουν να συμπυκνώσουν όλη την πολυκύμαντη ζωή του καλλιτέχνη με αξιοθαύμαστη αίσθηση του μέτρου και της οικονομίας, δίχως να αφήνουν αφηγηματικά κενά και παρά την τεράστια δυσκολία να αναδειχθεί η ταραγμένη εσωτερικότητα του καλλιτέχνη. Το έργο του Το έργο του Χαλεπά χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη καλλιτεχνική περίοδος χρονολογείται από το 1870 έως το 1878 και περιλαμβάνει τα νεανικά έργα του Χαλεπά. Η εποχή αυτή ολοκληρώνεται με τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στην περίοδο αυτήν περιλαμβάνεται το διασημότερο γλυπτό της ιστορίας της νεοελληνικής Τέχνης, η περίφημη «Κοιμωμένη», που βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Στα έργα αυτής της περιόδου ξεχωρίζει η άψογη τεχνική, η ακαδημαϊκή αντίληψη, όπως εκφράζεται από τη ρεαλιστική απεικόνιση των έργων μέσα από την ιδανική εκδοχή του κλασικισμού που διαπνέει τον 19ο αιώνα. Η δεύτερη και μεγαλύτερη χρονικά περίοδος του έργου του ξεκινά το 1902, μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο και την εγκατάστασή του στην Τήνο, όπου έζησε και εργάστηκε υπό αντίξοες συνθήκες ως το 1930. Τα υπόλοιπα οχτώ χρόνια της ζωής του, ως το 1938 που αφήνει την τελευταία του πνοή, συγκροτούν την τρίτη καλλιτεχνική περίοδο, αυτήν των Αθηνών. Κοινή συνισταμένη των δυο τελευταίων καλλιτεχνικών περιόδων του καλλιτέχνη είναι το γεγονός ότι κανένα έργο του δεν ολοκληρώνεται στο μάρμαρο. Ότι σώζεται, είναι σε προπλάσματα σε πηλό, τα οποία μεταφέρθηκαν σε γύψο. Βασική πηγή από όπου αντλεί την έμπνευσή του είναι η αρχαία μυθολογία – όπως ακριβώς και των αρχαίων ομοτέχνων του! Η περιπέτειά του με την τρέλα δεν αφήνει ανεπηρέαστο το έργο του. Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου, ο καλλιτέχνης απομακρύνεται από τη ρεαλιστική αποτύπωση και στρέφεται στη σκοτεινή εσωτερικότητα – η μορφή παραδίδει τη σκυτάλη στο νόημα. Βασικό του μέλημα ως το τέλος του βίου του είναι η σύνθεση των θεματικών του αναζητήσεων μέσα από την εκφραστική λιτότητα. «Το αστήρικτον άγαλμα στηρίζεται επί της γενικής ύλης του πηλού, διότι καταστρέφεται με την ανατομικήν οστεολογίαν» επισημαίνει σε ένα ιδιόχειρο σημείωμά του. Οι σχέσεις των όγκων και οι ιδανικές ισορροπίες γίνονται οι έμμονες ιδέες των αναζητήσεών του. Από αυτές τις δυο περιόδους του Χαλεπά έχει επίσης σωθεί μια σειρά σχεδίων που ιχνογραφούν ιδέες και εμπειρίες. Όσα μάλιστα ανήκουν στην τρίτη περίοδο μοιάζουν με σπαράγματα των θεμάτων εκείνων που κέντριζαν τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει στο μάρμαρο. Στα ιχνογραφήματα αυτής της περιόδου βλέπουμε την τάση του γηραιού πλέον Χαλεπά να επιστρέφει στις θεματολογικές εμμονές των νεανικών του χρόνων. Ο μεγάλος τραγικός Ο τραγικός μυθιστορηματικός βίος του Χαλεπά επιβεβαιώνει τη μοίρα της μεγαλοφυΐας, αυτήν που θέλει τον ξεχωριστό άνθρωπο να βασανίζεται από την ίδια του την ύπαρξη. Η τέχνη του Χαλεπά από τα πρώτα της βήματα, τότε που με απαράμιλλη δεξιοτεχνική πιστότητα αναπαριστούσε τον κόσμο του ωραίου, έως τα έσχατα εκείνα όταν αναζητούσε με επιμονή την τελείωση μέσα από τις καλλιτεχνικές ανατροπές που εισήγαγαν τη νεωτερικότητα στην τέχνη του, τοποθετεί τον μεγάλο καλλιτέχνη – και την Ελλάδα μαζί – στην καλλιτεχνική πρωτοπορία της ευρωπαϊκής γλυπτικής! Πρόκειται για μια έκδοση σημαντική, που την καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα το γεγονός ότι τα graphic novels απευθύνονται κυρίως στον νεαρόκοσμο, φέρνοντάς τον σε επαφή με μια από τις συναρπαστικότερες προσωπικότητες του νεότερου ελληνισμού. Και το σχετικό link...
  12. Ο γνωστός κομίστας εμπνεύστηκε από τη συναρπαστική και συγκινητική ζωή του κορυφαίου μας γλύπτη, από το ψυχιατρείο μέχρι την αποθέωση, και συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Δημήτρη Βανέλλη μάς προτείνει να βυθιστούμε μέσα της, καρέ καρέ. Πόσο Γιαννούλη Χαλεπά μπορεί να καταναλώσει ένας αναγνώστης; Πολύ, πάρα πολύ. Δεν πάει καιρός που η Ρέα Γαλανάκη με την έξοχη νουβέλα της «Αθηνά-βοσκοπούλα» δήλωνε ότι «ο Χαλεπάς είναι ένας άγιος και τον προσκυνώ». Και να που τώρα αποκτήσαμε κι ένα γκράφικ νόβελ που έχει τίτλο απλώς το όνομά του, «Γιαννούλης Χαλεπάς». «Είναι η πραγματική του υπογραφή», μας λέει ο γνωστός κομίστας Θανάσης Πέτρου, που έκανε τα σκίτσα, αλλά και το σενάριο, παρέα με τον μόνιμο πια συνεργάτη του Δημήτρη Βανέλλη. Και είναι αξιοθαύμαστη η καινούργια τους δουλειά. Γυρνάς με απόλαυση τις 176 σελίδες της προσεγμένης έκδοσης (Πατάκης), ξαναρουφάς όλη τη ζωή του Χαλεπά (1831-1938), σε καρέ ζωγραφισμένα με φροντίδα, ομορφιά και ιστορική πιστότητα. «Μέσα στο 2018, που ήταν Έτος Χαλεπά, ξαναδιάβασα γι' αυτόν διάφορα, κυρίως βιογραφίες, όπως του Χρήστου Σαμουηλίδη», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Ήξερα για τον Χαλεπά μέσες άκρες, όπως όλοι μας, ότι κάποια στιγμή είχε τρελαθεί, ότι είχε μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα του, ότι μόνο προς το τέλος της ζωής του αναγνωρίστηκε ως μεγάλος και τρανός. Όσο πιο πολύ το έψαχνα τόσο περισσότερο με συνέπαιρνε, "θα μπορούσαμε να το κάνουμε γκράφικ νόβελ", σκέφτηκα και το πρότεινα στον Δημήτρη Βανέλλη». Το σενάριο άρχισε να γράφεται ενώ η έρευνα κρατούσε και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ούτε από την εποχή ούτε από το ίδιο το πλούσιο έργο του Χαλεπά. «Σχεδίασα όλα τα έργα του», τονίζει με έμφαση, «έχω βάλει μέσα στα καρέ μου ακόμα και τα πιο άγνωστά του, για δυνατούς λύτες αυτά», λέει και γελάει. Διάλεξε να υπάρχει ένας κεντρικός αφηγητής, ένας σύγχρονος του Χαλεπά, που επισκέπτεται τον Πύργο της Τήνου το 1915 και «συναντά εκεί έναν παππού, που σχεδιάζει σε ένα τραπέζι και τον στέλνουν να φέρει νερό από τη βρύση». Μετά την κηδεία του Χαλεπά, στην οποία καταλαβαίνουμε ότι έχει παραστεί, αφηγείται στην παρέα του τη συναρπαστική ιστορία αυτού του ανθρώπου. Εφημερίδες της εποχής, φωτογραφίες, σπάνια ντοκουμέντα, τα πάντα τέθηκαν στην υπηρεσία ενός κόμικς, που, όπως λέει ο Θανάσης Πέτρου, «ήθελε να αποφύγει τους υψηλούς συναισθηματικούς τόνους, αλλά να έχει μια προσέγγιση αποστασιοποιημένη, όχι, όμως, στεγνή και να κινείται στη γραμμή ενός ντοκιμαντέρ. Να είμαστε, δηλαδή, όσο το δυνατόν πιο κοντά στις μαρτυρίες για τον Χαλεπά, ακόμα κι αν είναι λίγες, γιατί ο μοναδικός πραγματικός του βιογράφος είναι ο Στρατής Δούκας, που τον έζησε, ήταν φίλος του και έχει γράψει μόνο διασταυρωμένα πράγματα». Φρόντισε και ο ίδιος να ενσωματώσει ει δυνατόν στη διήγηση νέα, αποκαλυπτικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα για τις συνθήκες στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Κέρκυρας, εκεί όπου κλείστηκε ο Χαλεπάς για «άνοια» από το 1888 έως το 1901. «Με βοήθησαν πολύ στατιστικές που άφησε ο Χριστόδουλος Τσιριγώτης, από τους πρώτους Έλληνες ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, διευθυντής του ψυχιατρείου κατά το 1887, αλλά και μετέπειτα διευθυντές του. Διαβάζοντας Εφημερίδες της Κυβερνήσεως ανακάλυψα με έκπληξη τον ταξικό χαρακτήρα του ψυχιατρείου - όποιος είχε χρήματα και πλήρωνε, όπως ο Χαλεπάς στην αρχή του εγκλεισμού του, είχε καλύτερο φαγητό και διαμονή. Όταν ο πατέρας του φαλίρισε, κατάντησε "να ζει εις βάρος του Δημοσίου", δηλαδή άθλια». Πήγε, άραγε, στην Τήνο, με μολύβι και χαρτί στο χέρι, να δει τον τόπο που έθρεψε τον μεγάλο καλλιτέχνη και να σχεδιάσει; «Και με φωτογραφική μηχανή... Δυο φορές. Ήθελα αληθοφάνεια. Δυστυχώς υπάρχει μόνο μία φωτογραφία του Χαλεπά στα νιάτα του, 20 χρονών, και πολλές, φυσικά, σε μεγάλη ηλικία. Στο πρόσωπό του δούλεψε, λοιπόν, η φαντασία μου, τον προσάρμοσα στο σχέδιό μου. Σε άλλα πράγματα, όμως, έκανα πραγματικό αγώνα για να είμαι πιστός - βρήκα ακόμα και μια φωτογραφία της εκκλησίας στα Αλάτσατα, που δούλευε στο τέμπλο της ο αδελφός του, τότε που είχαν στείλει εκεί τον Γιαννούλη για λουτρά. Όταν ήρθε στην Αθήνα, η Ακαδημία Αθηνών χτιζόταν ακόμα -Σιναία Ακαδημία την έλεγαν- ήταν γιαπί. Πάλι, λοιπόν, έπρεπε να βρω φωτογραφίες της...». Ο γνωστός κομίστας Θανάσης Πέτρου και δίπλα το εξώφυλλο Συναρπαστική η δουλειά του κομίστα. Μια τελευταία, μόνο, απορία, που με τρώει. Η ίδια η τέχνη του Χαλεπά πόσο επηρέασε το ύφος του σκίτσου του; Θέλησε μια υπόγεια, έστω, συνομιλία μαζί της; «Πριν ξεκινήσεις να κάνεις μια τέτοια δουλειά, περνάς από φάση δοκιμών, πολλών δοκιμών. Ακόμα και με χρώμα, που, όμως, τελικά καθόλου δεν με ικανοποιούσε, μου φαινόταν πολύ περίεργο και ψεύτικο να χρωματίσω γλυπτά από πηλό και γύψο. Κατέληξα στη διχρωμία, το βιβλίο δεν είναι ασπρόμαυρο». Ας ελπίσουμε, αν και δεν είναι δύσκολο, αυτό το ωραιότατο κόμικς να βρει γρήγορα το κοινό του. «Ξέρω πως για το κλασικό κοινό των κόμικς, ίσως, φανεί λίγο περίεργο, λίγο έξω από τα συνηθισμένα», παραδέχεται ο Θανάσης Πέτρου. «Θέλω, όμως, όπως άλλωστε έγινε με τις προηγούμενες δουλειές μας με τον Δημήτρη Βανέλλη, που ήταν διασκευές λογοτεχνικών έργων, να αγγίξουμε ένα πιο μεγάλο κοινό». Και το σχετικό link...
  13. Το Λεξικοπωλείο και οι Εκδόσεις Πατάκη σας προσκαλούν την Τετάρτη 29 Μαΐου 2019 στις 19:30 στην παρουσίαση του graphic novel των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη «Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης Γιώργος Μπότσος, δημιουργός κόμικς, εικαστικός και οι δημιουργοί του βιβλίου Θανάσης Πέτρου & Δημήτρης Βανέλλης «Λένε ότι η ιδιοφυΐα βρίσκεται πολύ κοντά στην παράνοια. Πράγματι, αρκετοί μεγάλοι καλλιτέχνες κατέληξαν σε ιδρύματα με αμφίβολη θεραπευτική αξία. Στη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά όμως, του σημαντικότερου ίσως Νεοέλληνα γλύπτη, δεν υπάρχουν μόνο μια ελπιδοφόρα άνοιξη και μια κατάβαση στην κόλαση. Υπάρχει και μια αναπάντεχη ανάσταση, μια απρόσμενη επανεμφάνιση της ιδιοφυΐας, η οποία μάλιστα μας έδωσε έργα πολύ πιο προσωπικά από τα παλιά. Η βασανισμένη του ζωή, ακόμα και μετά την αναζωπύρωση της δημιουργικότητας, είναι που μας συγκίνησε τόσο πολύ, γι’ αυτό και προσπαθήσαμε να τη μεταφέρουμε σε εικόνες. Μερικοί πιστεύουν ότι ο Χαλεπάς είναι κάτι σαν άγιος. Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του δεν μοιάζει με καμιά άλλη».
  14. μέχρι
    Το Λεξικοπωλείο και οι Εκδόσεις Πατάκη σας προσκαλούν την Τετάρτη 29 Μαΐου 2019 στις 19:30 στην παρουσίαση του graphic novel των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη «Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής». Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης Γιώργος Μπότσος, δημιουργός κόμικς, εικαστικός και οι δημιουργοί του βιβλίου Θανάσης Πέτρου & Δημήτρης Βανέλλης «Λένε ότι η ιδιοφυΐα βρίσκεται πολύ κοντά στην παράνοια. Πράγματι, αρκετοί μεγάλοι καλλιτέχνες κατέληξαν σε ιδρύματα με αμφίβολη θεραπευτική αξία. Στη ζωή του Γιαννούλη Χαλεπά όμως, του σημαντικότερου ίσως Νεοέλληνα γλύπτη, δεν υπάρχουν μόνο μια ελπιδοφόρα άνοιξη και μια κατάβαση στην κόλαση. Υπάρχει και μια αναπάντεχη ανάσταση, μια απρόσμενη επανεμφάνιση της ιδιοφυΐας, η οποία μάλιστα μας έδωσε έργα πολύ πιο προσωπικά από τα παλιά. Η βασανισμένη του ζωή, ακόμα και μετά την αναζωπύρωση της δημιουργικότητας, είναι που μας συγκίνησε τόσο πολύ, γι’ αυτό και προσπαθήσαμε να τη μεταφέρουμε σε εικόνες. Μερικοί πιστεύουν ότι ο Χαλεπάς είναι κάτι σαν άγιος. Ποιος ξέρει; Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του δεν μοιάζει με καμιά άλλη».
  15. Dr Paingiver

    Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΗ

    Μετά το Παραρλάμα και το Γιούσουρι, οι εκδόσεις Τόπος, κάνουν ένα ακόμα μεγάλο βήμα. Προχωράνε στην έκδοση της Μεγάλης Βδομάδας του Πρεζάκη, την απόδοση δηλαδή σε κόμικ ενός μυθιστορήματος το Μ. Καραγάτση. Με τους ίδιους συντελεστές, τον Θανάση Πέτρου στο σχέδιο και τον Δημήτρη Βανέλλη στο σενάριο που προεξοφλούν την άριστη ποιότητα της μεταφοράς. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπου το συνάντησα, χαρακτηρίζεται σαν σατιρικό. Κατά την δική μου άποψη είναι μιά ακόμα Ελληνική τραγωδία. Διηγείται με γλαφυρό τρόπο την κοινωνική (και όχι μόνο) απομόνωση ενός εξαρτημένου από τα ναρκωτικά ανθρώπου. Περισσότερο ακόμα και από εγκληματίες, πολιτικούς καταζητούμενους, διεφθαρμένους επιχειρηματίες κλπ, κλπ. Τόσο η απόδοση, όσο και η έκδοση στέκονται στα ψηλά στάνταρτς των δύο προηγούμενων έργων. Θεωρώ ότι αυτή η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί. Η Ελληνική λογοτεχνία έχει πολλά διαμάντια να μας δώσει και ο Τόπος μας τα δίνει με ένα υπέροχο τρόπο.
  16. GreekComicFan

    ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΑΙΕΣ

    Τιμή καταλόγου: 9,90€ 472 π.Χ και οι Αθηναίοι παρακολουθούν μια παράσταση του Αισχύλου για τον αποκαλούμενο ως μεγάλο πόλεμο, τον πόλεμο ενάντια στους Πέρσες, την οποία χορηγεί ο Περικλής στην πρώτη του δημόσια ενέργεια. Το ανέβασμα ενός έργου βασισμένο σε πρόσφατα πραγματικά γεγονότα παραξενεύει τους πολίτες αλλά στο τέλος το επευφημούν, δίνοντας αφορμή να θυμηθούν την δική τους συμβολή στον πόλεμο, αναλύοντας γεγονότα που αναγκαστικά η παράσταση δεν μπορούσε να καλύψει, δίνοντας έτσι τα γεγονότα υπό την ματιά των απλών ανθρώπων. Συνέχεια τις σειράς που καλύπτει τα γεγονότα των Περσικών Πολέμων από την Κατερίνα Σέρβη και τον Θανάση Πέτρου. Το ίδιο αξιόλογη με το Στη μάχη του Μαραθώνα και το Στη μάχη των Θερμοπυλών. Ίδιο μεγάλο μέγεθος επίσης ενώ ακόμα για μια φορά έχει παράρτημα με επεξηγήσεις. Αυτό που δεν είχε αναφερθεί είναι πως τα συγκεκριμένα άλμπουμ εντάσσονται σε μια υπερσειρά με τίτλο Ιστορικά Εικονογραφημένα του Πατάκη. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ήδη άλλα άλμπουμ υπό αυτή την ομπρέλα ή αν υπάρχει πλάνο και για άλλα άλμπουμ σε αυτή την σειρά. Το άλμπουμ υπάρχει και στην βιβλιοθήκη της ΛΕΦΙΚ.
  17. ΓΡΑ – ΓΡΟΥ, τα πολλαπλά περάσματα (της Κατερίνας Προκοπίου) της Κατερίνας Προκοπίου Έχω στα χέρια μου το graphic novel ΓΡΑ – ΓΡΟΥ των Τ. Ζαφειριάδη, Γ. Παλαβού και Θ. Πέτρου από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πέρα από τη λατρεία μου για τα graphic novels με ιντρίγκαρε να το διαβάσω και το ότι έχω αναμνήσεις από το εστιατόριο ΓΡΑ – ΓΡΟΥ, έξω από το χωριό Καστανιά του Βερμίου, που ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία, όταν μικρή πηγαίνοντας για τα Κοίλα ή το Καλονέρι Κοζάνης, χωριά όπου είχαν τοποθετήσει αρχικά τους Ίωνες πρόσφυγες παππούδες μου, απαραιτήτως σταματούσαμε να ξεδιψάσουμε κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Χριστόφορου, του σκυλομούρη, ή να φάμε σογλάκια, όπως τά ‘λεγε η Σουλτάνα του Ηράκλη, θεια του πατέρα μου, που μ’ άρεσε να κάθομαι απέναντί της και να χαρτογραφώ τις πολυάριθμες ελιές του προσώπου της. Θυμάμαι στο τελευταίο ταξίδι να περπατάμε με τον παππού – είχα πάψει από καιρό να λέω «πάω πίσω παππού μου», τώρα πια ήμουν συνοδοιπόρος και συνομιλήτρια – πίσω από το ΓΡΑ – ΓΡΟΥ σε ένα ύψωμα με έναν τεράστιο σταυρό και να μου διηγείται ιστορίες «να εδώ μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί, οι αντάρτες πιάσαν έναν δοσίλογο, έναν ΠΑΟτζή, τον σκοτώσαν και τον πετάξαν στον γκρεμό εκεί…» Αφού τρώγαμε τα σογλάκια, συνεχίζαμε τον φιδόδρομο και συναντούσαμε έξω από το χωρίο Καστανία στα δεξιά τα ερείπια από ένα χάνι, όπου διανυχτέρευσαν ένα βράδυ ο παππούς με τον μπαμπά μου πιτσιρικά, όταν φύγαν οι Γερμανοί και ο παππούς πήγε αμέσως με τα άλογα να τον φέρει πίσω, που είχε εγκλωβιστεί για όλη τη διάρκεια της Κατοχής στα Κοίλα. Στην επιστροφή βρήκαν τη γέφυρα του Αξιού ανατιναγμένη από τους Γερμανούς και βάλαν ξύλα να ενώσουν την όχθη με τη γκρεμισμένη γέφυρα, για να περάσουν τα άλογα. Τα περάσματα, λοιπόν! Πόσα περάσματα μέσα σε ένα graphic novel! Κατ’ αρχήν ο χώρος, το ΓΡΑ – ΓΡΟΥ ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία, στη συνέχεια το δικό μου πέρασμα, αυτό του αναγνώστη τη στιγμή της ανάγνωσης, στη χώρα των αναμνήσεων, όπου εγκιβωτίζονται τα περάσματα των προσφύγων από την Ιωνία στις νέες τους πατρίδες, με το πέρασμα από την Κατοχή στην προεμφυλιοπολεμική Ελλάδα μέσα από το πέρασμα της ιωνικής προφορικής αφήγησης στις επόμενες γενιές. Στην ατμοσφαιρική ιστορία του graphic novel η ένθετη ιστορία – αναδρομή στο παρελθόν, που αποδίδεται οπτικά με διαφορετικά χρώματα από το αφηγηματικό παρόν, αποτελεί πέρασμα από το παρελθόν στο παρόν καθώς το παραδοσιακό χτίσιμο του γεφυριού και το στοίχειωμα του πρωτομάστορα συνομιλεί με το χτίσιμο της Εγνατίας, το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία, που ποιος γνωρίζει πόσα στοιχειώματα απαίτησε. Η αναφορά στον αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν (1489 – 1588), που βίωσε το πέρασμα από την ορθόδοξη κοινότητα στην οθωμανική, καθώς ήταν ελληνικής καταγωγής Καππαδόκας και με το παιδομάζωμα ανατράφηκε ως γενίτσαρος στην Κωνσταντινούπολη. Η γλώσσα των μαστόρων της πέτρας, τα κουδαρίτικα, γλώσσα διαβατήριο για το πέρασμα, την ένταξη στην συντεχνία. Το πέρασμα από τη ρεαλιστική αφήγηση στο φανταστικό, το πέρασμα μέσω του γεφυριού από τη μία κατάσταση στην άλλη, στην ‘απέναντι’. Ο Άγιος Χριστόφορος ο περαματάρης, περνούσε τους οδοιπόρους από έναν χείμαρρο, που δεν είχε γέφυρα, από όπου πέρασε στις πλάτες του και τον ίδιο τον Χριστό, εξ ου και το όνομα Χριστόφορος,αλλά και για έναν ανεξήγητο λόγο κυνοκέφαλος κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου, ένα άλλου είδους μυστηριώδες πέρασμα αυτό. Πρωτίστως όμως το graphic novel ως είδος αποτελεί ένα πέρασμα από το κόμικς στη λογοτεχνία, ένα υβρίδιο μεταξύ μυθιστορήματος και κόμικς. Έχουμε ειδολογική διαμεσικότητα καθώς είναι ένα υβριδικό μέσο, που συνδυάζει την εικόνα με το κείμενο και εκμεταλλεύεται τα εκφραστικά μέσα άλλων τεχνών, όπως της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και των εικαστικών τεχνών, θέτοντας, σύμφωνα με τον Umberto Eco σε λειτουργία μια επιδέξια τεχνική δανεισμού τρόπων και αναφορών σε αξίες από την τέχνη, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα με τις δικές του συμβάσεις και τις άλλες μορφές τέχνης. Στα graphic novels έχουμε διαμεσική αφήγηση, καθώς ως μέσον έχουν τις δικές τους συμβάσεις και ταυτόχρονα ακολουθούν και τις συμβάσεις της λογοτεχνίας. Αλλά και ως έκδοση το συγκεκριμένο graphic novel αποτελεί πέρασμα προς διαφορετικού τύπου εκδόσεις καθώς συνοδεύεται από το εικονιστικό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη, ΓΡΑ – ΓΡΟΥ. (*) Η Κατερίνα Προκοπίου είναι φιλόλογος Πηγή
  18. Το 2015 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του «Athens: The Comic Book», με 16 ιστορίες ισάριθμων δημιουργών κόμικς για την Αθήνα. Στον δεύτερο τόμο, που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες, ακόμη 13 καλλιτέχνες τοποθετούν την πόλη στο επίκεντρο και καταγράφουν εμπειρίες, φόβους, δυσάρεστες στιγμές, αλλά και ανάσες ελπίδας. Σε μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη όπως η Αθήνα, με τις αντιφάσεις της, το βαρύ της παρελθόν και το δυσοίωνο αύριο, τις απάνθρωπες πτυχές της αλλά και τις νησίδες ελευθερίας της, η εμπειρία της καθημερινής ζωής συμβαδίζει με την αμφιθυμία. Μέσα από την απόγνωση και τη μοναξιά μπορεί να αναδυθεί η ελπίδα και την ίδια στιγμή, κάπου αλλού ή και ακριβώς δίπλα, η απόλυτη χαρά μπορεί σε μια στιγμή να μετατραπεί σε απελπισία. Αυτή την αμφιθυμία και το διαρκές ευμετάβλητο της αίσθησης καταγράφουν 13 δημιουργοί κόμικς στο «Athens: The Comic Book #2» (έκδοση της ATAthens, εξώφυλλο: Daniel Egneus), τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου. Όπως επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Εύη Σαμπανίκου, στην εισαγωγή της: «Ο τρόπος που βιώνεται η πόλη πάντοτε απασχολούσε (και ακόμη απασχολεί) τους καλλιτέχνες (και πολλούς ακόμη). Όλες οι μορφές τέχνης και δημιουργικής έκφρασης, από τη λογοτεχνία, την ποίηση, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία μέχρι το θέατρο, τον κινηματογράφο και τα κόμικς, αντλούν από την πόλη και τον τρόπο με τον οποίο η ζωή υφαίνεται στο πλέγμα του αστικού ιστού αναρίθμητες ιστορίες». Κι αυτές οι ιστορίες μπορούν να αφορούν μια αθώα εξαπάτηση των θαμώνων μιας ταβέρνας με σκοπό να μοιραστούν γεύματα σε φτωχούς και μετανάστες, όπως στη γλυκύτατη ιστορία της Τέτης Σώλου, μέχρι τον ξυλοδαρμό ενός άστεγου από χρυσαυγίτες και την ελπίδα που του προσφέρει το δώρο ενός μικρού κοριτσιού στη σκληρή ιστορία του Malk ή τη δυστοπία μιας πόλης κατεστραμμένης από έναν τεχνο-ιό που αντιστέκεται στη σκιά του τελευταίου δέντρου στην ιστορία του Νίκου Παπαμιχαήλ ή το όνειρο ενός απολυμένου εργαζόμενου που τελειώνει σε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο με ένα ζεστό φλιτζάνι «αλληλέγγυου» καφέ στην ιστορία της Αλεξίας Λουγιάκη. Στο βάθος όλων των ιστοριών, φυσικά, βρίσκεται πάντα η πολιτική. Γιατί, όπως τονίζει η Εύη Σαμπανίκου, οι ιστορίες είναι «κάποιες φορές ρεαλιστικές, κάποτε φουτουριστικές – σουρεαλιστικές, αλλά εξ ορισμού πάντα πολιτικές, καθώς η καθεμιά αναπαριστά το ιδεολογικό στίγμα και την οπτική γωνία του δημιουργού της. Επιπλέον, υπάρχει πάντα το ιδεολογικό στίγμα της εποχής, το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου υλοποιείται κάθε έργο που οδηγεί κάποιες φορές σε αφηρημένες ουτοπίες ή, πιο συχνά, σε δυστοπικές αφηγήσεις, όπως συμβαίνει συνήθως στα κόμικς και τα γκράφικ νόβελς». Μια τέτοια συγκλονιστική δυστοπική αφήγηση είναι η σπαρακτική και παράλληλα αλληγορική ιστορία του Θανάση Πέτρου για τους κατοίκους μιας πόλης (που όταν σχεδιάζεται από ψηλά, ναι, δυστυχώς, είναι η Αθήνα) που μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούν ότι ο πόλεμος όχι απλά έφτασε στη χώρα αλλά και οι ίδιοι είναι πια αναγκασμένοι να ζουν κρυμμένοι στα άδεια σπίτια τους και να καίνε έπιπλα για να ζεσταθούν. Απόσπασμα από την ιστορία του Ν. Παπαμιχαήλ Με τον τρόπο τους, άλλοτε σε δραματικό ύφος και άλλοτε με χιουμοριστικούς τόνους, οι δημιουργοί που μιλούν για την Αθήνα και σχεδιάζουν τις λεπτομέρειές της δίνουν ο καθένας και η καθεμιά μια διαφορετική διάσταση. Η Κατερίνα Σταμάτη ασχολείται με τις μικρές αλλά όχι ασήμαντες λεπτομέρειες και πληροφορίες που κάνουν τη ζωή στην Αθήνα πιο όμορφη και ενδιαφέρουσα, οι Έφη Θεοδωροπούλου και Θεώνη Δρακοπούλου περιγράφουν μια νύχτα με σούσι «σαν να μην υπάρχει αύριο» τη στιγμή της συνειδητοποίησης μιας άνεργης κοπέλας ότι πράγματι δεν υπάρχει αύριο, η Kristel Pent παρατηρεί τη «ζωή» ενός κάδου απορριμμάτων και, μέσω αυτής, τη ζωή των περιοίκων, μια και -όπως λένε- «δείξε μου τα σκουπίδια σου να σου πω ποιος είσαι», ο Wild Drawing εικονογραφεί στιγμές εθνικής «υπερηφάνειας» στα χρόνια του τέταρτου μνημονίου, ο Ευάγγελος Ανδρουτσόπουλος περιπλανάται στους δρόμους και παρατηρεί τα άδεια κτίρια που θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να στεγάζουν ανθρώπους, ενώ ο Γιώργος Τσαρδανίδης παρατηρεί τους ανθρώπους που πέφτουν θύματα κακοποίησης στη δουλειά, στον δρόμο, στη διασκέδαση, αλλά επιβιώνουν και μπορούν να δημιουργούν παρέες και συλλογικότητες για να ξεπερνούν τα προβλήματα. Απόσπασμα από την ιστορία του Malk Και όλες αυτές οι ιστορίες συνδέονται με την εικαστική ματιά του Manolo, που κάνει τα περάσματα στις -κατά κάποιον τρόπο- θεματικές ενότητες του τόμου. Ενός τόμου που, απ’ ότι φαίνεται, θα έχει και συνέχεια, καθώς το θέμα είναι ανεξάντλητο και οι σύγχρονοι δημιουργοί κόμικς μπορούν και θέλουν να ασχοληθούν με την Αθήνα. Μια Αθήνα που συνήθως αποδίδεται στα κόμικς να προκαλεί αποστροφή και να απωθεί τους κατοίκους της μέχρι τη στιγμή που ένα ανθρώπινο χέρι, μια πράξη αλληλεγγύης, μια εκδήλωση αντίστασης και ανυποταξίας κάνουν τη ζωή καλύτερη προσφέροντας ελπίδα. Και το σχετικό link...
  19. «Το Γρα-Γρου ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ», λένε οι δημιουργοί του. Γρα-Γρου. Γρα-Γρου. Περίεργο όνομα – μόνο αν το επαναλάβεις μερικές φορές, ίσως με λίγο γρέζι στη φωνή σου, μπορεί και να υποψιαστείς από που προέρχεται. Ατμοσφαιρικό εξώφυλλο, ποτισμένο ένα βαθύ μπλε που το φως του λυχναριού του δίνει χροιά ηλεκτρική – δυο άνθρωποι βαδίζουνε μια ανηφόρα που το τέλος της δε φαίνεται. Θέλω να το μεγεθύνω σε διαστάσεις πόστερ. Κόμιξ είναι το Γρα-Γρου. Το καλύτερο ελληνικό κόμιξ για το 2017 σύμφωνα με το ComicDom, όπου απέσπασε και το βραβείο καλύτερου σεναρίου. Συνάντησα στο Παγκράτι τους δυο από τους τρεις συνδημιουργούς του: τον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό (που μαζί με τον Τάσο Ζαφειριάδη υπογράφουν το σενάριο) και τον σχεδιαστή Θανάση Πέτρου που σκηνοθέτησε τις λέξεις σε εικόνες. Αντί συστάσεων να αναφέρω μόνο πως ο Γ. Παλαβός με τη συλλογή διηγημάτων του «Αστείο» τιμήθηκε το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ενώ ο Θανάσης Πέτρου έχει σχεδιάσει σε κόμιξ άλλα τρία λογοτεχνικά έργα. «Ήταν ένα στοίχημα αν θα αρέσει. Γιατί είναι ένα πολύ παράξενο, ιδιαίτερο κόμιξ. Άρεσε – και το χαρήκαμε πολύ», λέει ο Γ. Παλαβός. Αν αρχίσεις και μόνο να το φυλλομετράς, θα διαπιστώσεις αμέσως πόσο ανεπιτήδευτο, λιγόλογο και «μετρημένο» είναι – «θέλαμε το κείμενο να λειτουργεί ως συμπλήρωμα στη σιωπή. Το κόμιξ έχει πολύ “άδειο”, είναι βασισμένο στην ατμόσφαιρα και το σχέδιο», μου λένε οι δημιουργοί του. Ζαφειριάδης, Παλαβός και Πέτρου έχουν συνεργαστεί ξανά στο «Πτώμα», ένα κόμιξ που κατάφερε να μεταφραστεί και στα γαλλικά. Το Γρα-Γρου είναι ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε ως ιδέα το 2012, μέστωσε, δουλεύτηκε ξανά και ξανά, μέχρι το φθινόπωρο του 2017, οπότε κυκλοφόρησε – ως απτό έργο τέχνης. Εικόνες, λέξεις, μουσική (από το ιδιοσυγκρασιακό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη) – σαν κινηματογραφική ταινία που αποδόθηκε με ειλικρίνεια και δεξιοτεχνία στο χαρτί. To Γρα-Γρου θα παρουσιαστεί το Σάββατο 5 Μαΐου στις 21:00 στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (αίθουσα «Ματαρόα», Περίπτερο 13). Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Ηλίας Παπαμόσχος και Νώντας Τσίγκας, καθώς και οι δημιουργοί του κόμιξ. - Τι ήταν το Γρα-Γρου; (Γ. Παλαβός): Το Γρα-Γρου ήταν ένα εστιατόριο στα σύνορα των νομών Κοζάνης και Ημαθίας, σε μια άκρη της παλιάς εθνικής οδού που ένωνε τη Δυτική με την Κεντρική Μακεδονία. Ήταν ένα χαμηλό κτήριο που έχτισαν πρόσφυγες από τη Σάντα του Πόντου σ’ έναν ορεινό τόπο, στα 1000 μ. υψόμετρο, με πολύ ομίχλη, δριμύ κρύο το χειμώνα και χιόνι, δυο μέτρα συχνά. Ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Ήταν ένα μέρος με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, περιτριγυρισμένο από δάσος με καστανιές. Καστανιά ονομάζεται και το ποντιακό χωριό πάνω από το Γρα-Γρου, και λίγο ψηλότερα στο βουνό είναι η Παναγία Σουμελά. Πολλοί ταξιδιώτες σταματούσαν στο Γρα-Γρου. Κι όταν έριχνε πολύ χιόνι, εγκλωβιζόταν κόσμος εκεί – κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα στο εστιατόριο και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ. Το Γρα-Γρου ήταν σαν φάρος στην ομίχλη, ένα καταφύγιο μέσα στην αγριάδα του τοπίου. - Το ήξερες σαν μέρος; (Γ. Παλαβός): Ήταν διάσημο και πολύ αγαπητό στους Βορειοελλαδίτες. Εμείς από το χωριό μου, το Βελβεντό της Κοζάνης, σταματούσαμε εκεί όταν πηγαίναμε στη Βέροια ή στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, ο πατέρας μου ήταν φορτηγατζής, σταματούσε πάντα στο Γρα-Γρου κι έχω ακούσει κι απ’ αυτόν πολλές ιστορίες. Αλλά και ο Τάσος Ζαφειριάδης, που γράψαμε μαζί το σενάριο, είχε περάσει πολλές φορές παλιότερα από κει στον δρόμο για Θεσσαλονίκη κατά τις οικογενειακές εξορμήσεις προς τα δυτικά. (Θ. Πέτρου): Θεσσαλονικιός όντας, έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές αυτόν τον δρόμο, το ήξερα ως μαγαζί και ως ιδιαίτερο σημείο, αλλά δεν είχα σταματήσει ποτέ. - Το Γρα-Γρου δούλευε, λοιπόν, με τους διερχόμενους οδηγούς και τα ΚΤΕΛ; (Γ. Παλαβός): Υπήρχε κι ένα άλλο μέρος, η Ζωοδόχος Πηγή, λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, με αρκετά σουβλατζίδικα και τουριστικά καταστήματα που πουλούσαν σουβενίρ, γκλίτσες κλπ. Τα λεωφορεία έκαναν στάση εκεί. Το Γρα-Γρου είχε λιγότερο κόσμο, τρόπον τινά «ρέκτες» – σταματούσαν εκεί όσοι ήθελαν να φάνε συγκεκριμένα και καλομαγειρεμένα φαγητά. Φημιζόταν για τη φασολάδα του, το χοιρινό με λάχανο, τα μανιτάρια από το βουνό, ενώ ξακουστό ήταν το ρυζόγαλό του. Οι διερχόμενοι αποτελούσαν τον κύριο όγκο της πελατείας του, αλλά πήγαιναν εκεί, για το ποιοτικό φαγητό του, και άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη ή τη Βέροια. Είχε έναν διαφορετικό χαρακτήρα το Γρα-Γρου, ήταν σύμβολο και τοπόσημο, και σίγουρα όχι τουριστικό. - Πότε άρχισε να λειτουργεί; (Γ. Παλαβός): Ως εστιατόριο τη δεκαετία του ’60, και μέχρι να κλείσει το δούλεψαν τρεις οικογένειες, όλες από το χωριό Καστανιά. Πρώτα η οικογένεια Χειμωνίδη, έπειτα γύρω στο ’70 η οικογένεια Λιανίδη και τέλος ορισμένοι συγγενείς τους. - Και πότε έκλεισε; (Γ. Παλαβός): Μόλις ξεκίνησε να λειτουργεί η Εγνατία. Την επόμενη μέρα δεν πέρασε κανένας. Γιατί να κάνεις μια ώρα δρόμο, μπορεί και τρεις αν έβρισκες μπροστά σου κάμποσα πούλμαν και φορτηγά, όταν μέσω της Εγνατίας η απόσταση Βέροιας-Κοζάνης είναι είκοσι λεπτά, μια συνεχόμενη ευθεία με σήραγγες και γέφυρες; Έκλεισε την επομένη. (Θ. Πέτρου): Ο δρόμος ήταν «Κατάρα» νούμερο δύο... Μετά την Εγνατία αχρηστεύτηκε. Και δεν μπορούσε να «ζήσει» το μαγαζί με τους δέκα θαμώνες που θα έρθουν από τη Θεσσαλονίκη το Σάββατο, ούτε με δυο παππούδες που θα κατέβουν απ’ το χωριό για να πιουν καφέ. Μετά από λίγους μήνες γκρεμίστηκε και, πλέον, δεν μπορεί να ξαναχτιστεί στο ίδιο σημείο. Ο νόμος απαγορεύει πλέον να χτίσεις οτιδήποτε σε απόσταση μικρότερη των έξι μέτρων από τον δρόμο – και δεν υπάρχουν έξι μέτρα εκεί, είναι γκρεμός. - Δεν έχουμε πει ακόμα πώς πήρε αυτό το τόσο χαρακτηριστικό όνομά του. (Γ. Παλαβός): Από τον ήχο των μηχανών καθώς ανέβαιναν τη δύσκολη ανηφόρα. Υπήρχε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα στο Γρα-Γρου κι αυτός που έμενε εκεί δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το «γρα-γρου» των αυτοκινήτων που άλλαζαν ταχύτητα για να βγάλουν την ανηφόρα. - Και πώς το εστιατόριο «Γρα-Γρου» έγινε κόμιξ; (Γ. Παλαβός): Η ιδέα ήταν του Τάσου Ζαφειριάδη. Ξεκίνησε με την εικόνα μιας γέφυρας που χάνεται στην ομίχλη. Φαντάσου ένα γεφύρι και να βλέπεις μόνο μέχρι τη μέση του, να μην ξέρεις τι βρίσκεται απέναντι. Στο σημείο δεν υπήρχε γεφύρι, συνδυάστηκε όμως στο μυαλό του Τάσου η εικόνα μιας τέτοιας, επινοημένης γέφυρας, με το Γρα-Γρου, κάπως σαν «φυλάκιο» δίπλα της. Ήταν, λοιπόν, μια ιδέα του Τάσου, αλλά κι εγώ, γνωρίζοντας το μέρος, μπορούσα να την καταλάβω: στο σημείο όπου ήταν χτισμένο το πραγματικό Γρα-Γρου, ένιωθες την ένταση του περάσματος. Όταν μου πρότεινε ο Τάσος να δουλέψουμε μαζί ένα σενάριο πάνω σ’ αυτή την πρώτη εικόνα και αίσθηση, δέχτηκα αμέσως. - Πώς καταλήξατε στην ιστορία και τους χαρακτήρες; Η πρώτη ιδέα είναι αρκετά αφαιρετική. (Γ. Παλαβός): Το καλοκαίρι του 2012 ήρθε ο Τάσος στο Βελβεντό και δυο μέρες συζητούσαμε – αποκρυσταλλώσαμε τον βασικό κορμό της πλοκής και τους χαρακτήρες. Υπάρχει ένα πέρασμα, μια γέφυρα που δεν ξέρουμε πού οδηγεί, υπάρχει ο ιδιοκτήτης του Γρα-Γρου, ο οποίος λειτουργεί σαν φύλακας του περάσματος, και μια κοπέλα που θέλει να περάσει απέναντι αλλά δειλιάζει. Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι αυτοί οι δυο, αλλά, όπως σ’ έναν τροχό, υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες που εξακτινώνονται γύρω τους. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που θέλουν να περάσουν, αλλά δειλιάζουν. Ανέλαβα να γράψω το κομμάτι της ιστορίας που εκτυλίσσεται στο σήμερα και ο Τάσος το άλλο μισό, που εκτυλίσσεται στον 16ο αιώνα. - Υπάρχει κι ένα χωροχρονικό παιχνίδι, δηλαδή; (Γ. Παλαβός): Ναι, η ιστορία διαθέτει ένα μεταφυσικό στοιχείο, καθώς δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στην άλλη μεριά της γέφυρας. Για να χτιστεί, όμως, μια γέφυρα, ξεκινάς ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές, ώστε να ενωθούν τα δυο κομμάτια στο μέσον της. Έπρεπε να εξηγήσουμε πώς χτίστηκε αυτή η γέφυρα, που η μια της πλευρά είναι άγνωστη. Έγραψε, λοιπόν, ο Τάσος μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην οθωμανική περίοδο, όπου ένας αρχιτέκτονας αναλαμβάνει κατά παραγγελία του Σουλτάνου να φτιάξει μια τέτοια γέφυρα. Ο χαρακτήρας του αρχιτέκτονα βασίζεται στον περίφημο Μιμάρ Σινάν, τον αρχιτέκτονα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. (Θ. Πέτρου): Στη Βέροια, στην Μπαρμπούτα – όπως λέγεται η εβραϊκή συνοικία της πόλης –, υπάρχει μια γέφυρα που ο θρύλος λέει ότι την έφτιαξε ο Σινάν, για αυτό και λέγεται «Γέφυρα του Σινάν». Καμία σχέση, όμως, δεν είχε ο κατασκευαστής της με τον ξακουστό αρχιτέκτονα, απλώς ήταν αφιερωμένη σε κάποιον Σινάν, μπέη της περιοχής. Αν περάσεις τώρα απ’ τη Βέροια, υπάρχει ακόμα η γέφυρα, αλλά σχεδόν δεν φαίνεται, την έχουν τσιμεντώσει. «Η ιστορία τού σήμερα εκτυλίσσεται τρεις μήνες προτού ανοίξει η Εγνατία και τρεις μήνες μετά, οπότε το σημείο έχει πια ερημώσει. Δεν θα πω περισσότερα, γιατί θα κάνουμε spoiler», μου λέει ο Γιάννης Παλαβός όταν τον ρωτάω για το πώς συνδέονται οι δυο ιστορίες. «Η ιστορία του 16ου αιώνα δείχνει πώς δείλιασε ο αρχιτέκτονας να δώσει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του στο εγχείρημα της κατασκευής της γέφυρας. Σύμφωνα με την παράδοση, για να φτιάξουμε ένα γεφύρι, κάποιος ή κάτι θυσιάζεται. Ο αρχιτέκτονας δεν τολμά να θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του, ενώ κάποιοι χαρακτήρες της ιστορίας τού σήμερα τολμούν – ίσως φτιάχνουν οι ίδιοι μια νοητή γέφυρα, πάντως δίνουν κάτι απ’ τον εαυτό τους και τη διασχίζουν. Κάνουν το βήμα. Αυτό είναι το θέμα των δυο ιστοριών: τι θυσιάζεις προκειμένου να κάνεις ένα τέτοιο βήμα». «Ένα βήμα που, ίσως, οδηγεί σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας», λέει ο Θανάσης Πέτρου. (Γ. Παλαβός): Οι δυο ιστορίες τέμνονται και με άλλους τρόπους, όπως ο Άγιος Χριστόφορος, που είναι ο προστάτης των οδοιπόρων και των ταξιδιωτών. Το Γρα-Γρου γκρεμίστηκε, αλλά το εκκλησάκι του Αγίου Χριστοφόρου, ακριβώς απέναντί του, υπάρχει ακόμα. Στο κόμιξ, και στις δυο ιστορίες του, υπάρχει ένα σκυλί που λειτουργεί ως ψυχοπομπός, συνοδεύοντας μέχρι ένα νοητό όριο όσους θέλουν να περάσουν απέναντι. Λέγεται Φόρης και είναι ενσάρκωση του Αγίου Χριστοφόρου. (Θανάσης Πέτρου): Ο Άγιος Χριστόφορος απεικονίζεται με δύο τρόπους, ως μια τεράστια μορφή που κρατάει στα χέρια έναν μικρό Ιησού ή ως κυνόμορφος. Αυτή είναι η παραδοσιακή απεικόνιση του αγίου, με κεφάλι και όψη σκύλου. Ο σκύλος, ο Φόρης, είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής του κόμιξ και, κατά κάποιον τρόπο, συνδέει τις δυο ιστορίες. - Θανάση, να μιλήσουμε για το πώς σχεδίασες; (Θ. Πέτρου): Όταν τα παιδιά μου έστειλαν το σενάριο, αρχίσαμε να κάνουμε μικροδιορθώσεις στους διαλόγους. Όταν καταλήξαμε, ξεκίνησα το ντεκουπάζ, να χωρίζω δηλαδή το κείμενο σε σελίδες – από 35 σελίδες κείμενο, βγήκαν 90 σελίδες κόμιξ. Το κείμενο είναι πολύ περιορισμένο, ήταν εξαρχής λακωνικό, με ελλειπτικούς διαλόγους, αλλά και όσο δουλεύαμε το κόμιξ, συνεχώς κόβαμε. Και μετά ξεκίνησα να ετοιμάζω προσχέδια για κάθε σελίδα. Έκανα διάφορες δοκιμές, χρωματικές και σχεδιαστικές, συζητούσαμε με τα παιδιά, διορθώναμε και πάλι διορθώναμε... Κάποια στιγμή κατασταλάξαμε πώς θέλουμε να είναι. - Πόσον χρόνο σου πήρε; (Θ. Πέτρου): Την τελική κόπια τη σχεδίασα και τη χρωμάτισα σε έξι μήνες, 15 σελίδες ανά μήνα. Δούλευα «πλακωμένος»... Αλλά ήταν τόσο καλή η προετοιμασία, που μετά έβγαιναν γρήγορα οι σελίδες. - Είναι αλήθεια ότι κάποιοι χαρακτήρες του κόμιξ μοιάζουν με υπαρκτά πρόσωπα; (Θ. Πέτρου): Ο Τάσος και ο Γιάννης κάνουν εμφάνιση στο κόμιξ... (γελάει). Οι χαρακτήρες σε κάθε κόμιξ θέλουν κι αυτοί ψάξιμο όσον αφορά την εμφάνισή τους. Μου αρέσει να μεταφέρω στα κόμιξ μου φάτσες που ξέρω ή που βλέπω τυχαία. Όταν ξεκίνησα να σχεδιάζω τον βασικό ήρωα, τον κυρ Κώστα, είχα σκεφτεί να μοιάζει με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Μετά είπαμε να τον κάνω σαν τον Αργύρη Μπακιρτζή. (Γ. Παλαβός): Ο οποίος ενθουσιάστηκε, του άρεσε πολύ. Παρουσιάσαμε το Γρα-Γρου στην Κοζάνη και ο Μπακιρτζής οδήγησε 270 χιλιόμετρα από την Καβάλα για να έρθει, μίλησε κιόλας, ήταν πολύ θερμός κι ήταν μεγάλη χαρά για μας. - Το είχατε πει στον Μπακιρτζή ότι θα τον μεταφέρετε σε κόμιξ; (Θ. Πέτρου): Ναι, αν και κάποια στιγμή μπορεί και να το είχε ξεχάσει... (γελάει). Και ο Μιχάλης Σιγανίδης που έχει γράψει τη μουσική μοιάζει με τον παπά της ιστορίας, ενώ ο πρωτομάστορας της ιστορίας του 16ου αιώνα μοιάζει μ’ έναν πρωτομάστορα του 18ου αιώνα που κάπου είδα μια απεικόνισή του. - Όσον αφορά την ατμόσφαιρα στο σχέδιο και, κυρίως, στο χρώμα; (Θ. Πέτρου): Θα μπορούσα να το έχω κάνει πιο κρύο, πιο παγερό. Εκτός από τα νυχτερινά, που είναι σκοτεινά, στις υπόλοιπες σελίδες δεν είναι τόσο «βόρεια» τα χρώματα. Ειδικά το φλας μπακ είναι σε θερμά χρώματα, ώχρες, πορτοκαλί. Στις υπόλοιπες σκηνές έπρεπε να δείξω το κρύο, αλλά αν το έκανα πιο έντονο, θα έβγαινε μουντό και άτονο, «ξεπλυμένο» κάπως. Δεν είχα ξανασχεδιάσει χιόνια σε τόσο μεγάλη έκταση και ήταν πρόκληση για μένα να φτιάξω την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Δοκίμασα, διόρθωσα, παράτησα – αλλά κάποια στιγμή καταλήγεις, δεν μπορεί να είναι αέναη αυτή η αναζήτηση. Όσον καιρό το φτιάχναμε, δεν είχαμε αναζητήσει εκδότη, οπότε ήμασταν από την αρχή ως το τέλος και οι επιμελητές της δουλειάς μας. - Χρειάστηκε έρευνα από μέρους σας; (Γ. Παλαβός): Ναι, πήγαμε στο σημείο, είδαμε τα ερείπια, βγάλαμε φωτογραφίες. Επίσης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη με φιλοξένησε στο σπίτι της στην Καστανιά τρεις μέρες, με σύστησε σε ντόπιους, μίλησα με παλιούς θαμώνες, κατέγραψα εμπειρίες. Κι ακόμα, ένα κομμάτι της ιστορίας του 16ου αιώνα είναι γραμμένο στα «κουδαρίτικα», τη συνθηματική γλώσσα των «πετράδων» που έχτιζαν τα γεφύρια. Κι εδώ χρειάστηκε έρευνα. - Είναι βλάχικα ή αρβανίτικα; (Γ. Παλαβός): Είναι μια κατασκευασμένη από τους μαστόρους γλώσσα για να μην τους καταλαβαίνουν τ’ αφεντικά και να μην αποκαλύπτονται στους ξένους τα μυστικά της τέχνης τους. (Θ. Πέτρου): «Κούδα» σε αυτή τη συνθηματική γλώσσα είναι η πέτρα, εξού και «κουδαρίτικα». (Γ. Παλαβός): Ο Τάσος έκανε έρευνα, βρήκε λεξικά. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου έχουμε κι ένα γλωσσάρι, που όποιος θέλει μπορεί να το συμβουλευτεί. - Με τις οικογένειες που δούλεψαν το Γρα-Γρου μιλήσατε; (Γ. Παλαβός): Δεν τους συνάντησα στο χωριό, μένουν μόνιμα στη Βέροια. Αλλά μίλησα μαζί τους τηλεφωνικά, με τον κ. Χειμωνίδη και τον κ. Λιανίδη. Μάλιστα ο κ. Λιανίδης, με τη μητέρα του, την κυρία Κλειώ που μαγείρευε είκοσι χρόνια στο Γρα-Γρου, ήρθαν και στην παρουσίαση του βιβλίου στη Βέροια, πήραν τον λόγο και ήταν πολύ συγκινητικό. «Πάντως δεν κάναμε κόμιξ την ιστορία του μαγαζιού (Γρα-Γρου), ούτε του χωριού (Καστανιά). Το κόμιξ Γρα-Γρου είναι μια δική μας ιστορία μυθοπλασίας. Έτσι, το πραγματικό Γρα-Γρου, ένα μέρος θρυλικό, απαθανατίστηκε σ’ ένα έργο τέχνης». - Το soundtrack του Γρα-Γρου; Προσωπικά με εντυπωσίασε ως προσθήκη στη δουλειά σας. (Θ. Πέτρου): Ο Μιχάλης Σιγανίδης δεν έχει φτιάξει ένα «μουσικό χαλί», δεν είναι το κλασικό soundtrack που θα βάλεις να παίζει ενώ διαβάζεις το βιβλίο. Ο Σιγανίδης έγραψε ένα δεύτερο Γρα-Γρου, έκανε μια δική του, προσωπική ανάγνωση της ιστορίας και έδωσε μια δική του ερμηνεία, μουσική και ηχητική. Στο soundtrack παίζουν εξαιρετικοί μουσικοί και, νομίζω, πρέπει ο αναγνώστης να δώσει προσοχή στις μουσικές συνάψεις που έχει φτιάξει ο Σιγανίδης – αξίζει να διαβάσεις το βιβλίο και να ακούσεις μετά τη μουσική του, ξεχωριστά. - Όμως η μουσική ακολουθεί τη ροή της ιστορίας; (Θ. Πέτρου): Είναι χωρισμένη σε κομμάτια αντίστοιχα με τις σκηνές του βιβλίου. - Και πώς ακούς τη μουσική; Το κόμιξ δεν συνοδεύεται από CD. (Θ. Πέτρου): Αν έχεις στο τηλέφωνό σου ένα QR Reader, απλώς θα κάνεις ανάγνωση του QR code που υπάρχει στο βιβλίο. Μπορείς όμως να χρησιμοποιήσεις και το σχετικό λινκ, που επίσης υπάρχει στο βιβλίο, και να ακούσεις το soundtrack σε live streaming. Μέσα σε έξι μήνες το Γρα-Γρου έχει πουλήσει περίπου 3.000 αντίτυπα. «Μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που οι πωλήσεις των κόμιξ σε όλον τον κόσμο βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, και ειδικά για ένα κόμιξ που δεν είναι σαν αυτό που περιμένεις να διαβάσεις», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Δεν απευθυνόμαστε στον δεκαοκτάχρονο που διαβάζει Σούπερμαν και Μπάτμαν». - Χωρίς να τον αποκλείετε, φαντάζομαι. (Θ. Πέτρου): Δεν τον αποκλείουμε, καθόλου. Απλώς δεν είναι όλα για όλους. Ούτε υπάρχει ιδεατός αναγνώστης, κατ’ εμέ. Όμως αυτός που διαβάζει Σούπερμαν δεν θα διαβάσει το Γρα-Γρου ούτε τα Μυστικά του Βάλτου. Μακάρι να το κάνει, αλλά δεν θα τα ξεφυλλίσει καν. Είναι εντελώς διαφορετική η αισθητική. - Σε ποιους απευθύνεστε, λοιπόν; Αν μπορούσαμε να ορίσουμε target group σ’ ένα βιβλίο που δεν έχει γίνει μ’ αυτόν τον σκοπό. (Γ. Παλαβός): Σ’ ένα κοινό καλλιεργημένων, ανοιχτόμυαλων ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία και δεν σνομπάρουν τα κόμιξ, αλλά αναγνωρίζουν ότι είναι μια σοβαρή, ώριμη μορφή τέχνης. Σε σοβαρούς αναγνώστες που, όπως θα διαβάσουν ένα καλό μυθιστόρημα ή θα παρακολουθήσουν μια καλή ταινία, ανάλογα θα εκτιμήσουν ένα καλό κόμιξ. - Εμπεριέχει ένα καλτ στοιχείο το Γρα-Γρου; Και δεν χρησιμοποιώ αρνητικά τον όρο «καλτ». (Γ. Παλαβός): Το καλτ έχει, ίσως, ένα στοιχείο ειρωνικό ή μπορεί να αποπνέει μια νοσταλγία για την «παλιά Ελλάδα» και όλα τα σχετικά... Εμένα δεν με αφορά αυτό. Το Γρα-Γρου ήταν για μένα κάτι ζωντανό, σύμβολο των παιδικών μου χρόνων και μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. «Κάποτε ο Σπύρος Δερβενιώτης είχε πει “κάνω κόμιξ αυτά που θα ήθελα να διαβάσω”. Τα δικά μου κόμιξ δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αυτά που θα ήθελα να διαβάσω, είναι πάντως αυτά που θέλω να κάνω εγώ, που “είμαι εγώ”», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Θα συνεργαστείτε ξανά οι τρεις σας;» τον ρωτάω. «Κάτι θα κάνουμε. Για να τριτώσει το κακό», μου απαντάει γελώντας. Και το σχετικό link...
  20. Γρα-Γρου- Ένα ταξίδι στην μυσταγωγία της ελληνικής παράδοσης Η ελληνική παράδοση, πρόσφατη και παλαιότερη, αποτέλεσε συχνά έμπνευση για τους Έλληνες συγγραφείς, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Έχει κάτι το μαγευτικά ανανεωτικό το να γυρίζεις στον τόπο σου, ή καλύτερα, να τον (ξανά) βλέπεις μέσα από μάτια αλλαγμένα από τον καιρό, τις διαφορετικές (και όχι πάντα ευχάριστες) εμπειρίες. Όπως άλλωστε έχει ειπωθεί πολλάκις, ότι είναι βαθιά εθνικό είναι συγχρόνως και βαθιά διεθνές, και σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αυτή η μαγεία της γλυκόπικρης νοσταλγίας έχει κάτι το λυτρωτικό. Το Γρα-Γρου (εκδόσεις Ικαρος), το νέο κόμικ των Γιάννη Παλαβού και Τάσου Ζαφειριάδη, σε σχέδιο του πάντα εξαιρετικού Θανάση Πέτρου, ακουμπά βαθιά τόσο στην εθνική, όσο και στην προσωπική παράδοση των κατοίκων της βόρείας Ελλάδας, αφηγούμενο με έναν ιδιαίτερο τρόπο την ιστορία του ομώνυμου εστιατορίου στο χωριό Καστανιά. Το κτίσμα αυτό σημάδεψε την ευρύτερη περιοχή τόσο χωρογραφικά, αφού αποτελούσε το πέρασμα παλιά εθνική οδό Βέροιας-Κοζάνης, όσο και πολιτισμικά, αφού προσέφερε, σε δύσκολους καιρούς, ένα φιλόξενο σπίτι (ίσως το Τελευταίο Φιλόξενο σπίτι…) στους οδοιπόρους. Το άνοιγμα της Εγνατίας οδού, το 2004, έριξε το κτίριο σε αχρηστία, προσφέροντας μεν ταχύτητα, στερόντας όμως από το ταξίδι αυτή την έννοια της περιπέτειας που είχε παλαιότερα. Η ιστορία του κόμικ δεν μένει μόνο στην απλή περιγραφή του εστιατορίου Γρα-Γρου. Με αφορμή την ονομασία του, από τον ήχο των απομακρυσμένων, ταξιδιάρικων μηχανών, ξεκινά μια πορεία αφηγηματικής και οπτικοποιητικής αναπαράστασης του πικρού αισθήματος της μυσταγωγίας και της νοσταλγίας για το αναπάντεχο που συνόδευει τους οδοιπόρους στα κρύα βουνά της Κεντρικής Μακεδονίας. Πλάθοντας ουσιαστικά μια ιστορία φανταστικού μυστηρίου, το Γραγ-Γρου (ξανά)ορθώνεται μπροστά μας όπως ήταν στο μυαλό των δημιουργών: ένα πέρασμα από το άγνωστο της φαντασίας στο πραγματικό του δρόμου, ένα προσωπικό ταξίδι για το άγνωστο χ της επιθυμίας, όποια μορφή και αν παίρνει αυτό. Η ατμόσφαιρα του κόμικ είναι βαριά. Μέσα από τα ακανόνιστα καρέ, το δωρικό, με έμφαση στην σωματικότητα μοντάζ του, σε συνδυασμό με τις κοφτές, τελεσίδικες ατάκες των χαρακτήρων του καταφέρνουν και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την τραχύτητα των βουνών του Βερμίου, που κρύβει ένα κρύο βαθύτερο και πιο παγωμένο από αυτό του χειμώνα. Κύρια πηγή των φαντασιακών στοιχείων της ιστορίας είναι μια γέφυρα, η άλλη άκρη της οποίας χάνεται στην ομίχλη. Τι κρύβεται πέρα από αυτή κανείς δεν ξέρει. Με όχημα την ιστορία της γέφυρας, αλλά και τις γλωσσικές υπερβάσεις, με τα μυστικά κουραδίτικα, την γλώσσα που μιλούσαν οι τεχνίτες την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι δημιουργοί μας μεταφέρουν στο παρελθόν του τόπου αλλά και στην βαθύτερη έννοια ίδιου του ταξιδιού, δίνοντας σε ανθρώπους που ίσως έχουν βολευτεί με αυτοκίνητα και αεροπλάνα να καταλάβουν πως το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλον έχει μια ομορφιά που ξεπερνά την απλή μεταφορά. Είναι μια εμπειρία που σε σημαδεύει, που σε αφήνει να περιηγηθείς στα σύννεφα, ενώ τα πόδια σου είναι γερά ριζωμένα στην γη. Ταυτόχρονα, η έμφαση που δίνει η ιστορία στην παράδοση τόσο των εννοιών όσο και του τόπου, αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο και οπτικά από τον Θανάση Πέτρου. Το σχέδιο του, βαθιά επηρεασμένο από μεγάλους Έλληνες ζωγράφους , με βασικότερο ίσως ανάμεσα τους τον Τσαρούχη βασισμένο σε ευδιάκριτες, λιτές μορφές και ρεαλιστικά χρώματα που αναπλάθουν το φως, καταφέρνει και μας μεταφέρει την αίσθηση του μακρινού, χρονικά και χωρικά Γρα-Γρου, ενώ ταυτόχρονα μας μεταδίδει λίγη από την νοσταλγία των δημιουργών για το μέρος αυτό. Σε αυτή την μαγεία συμβάλει και τα μέγιστα η πρωτότυπη μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη, η οποία συμπληρώνει τις εικόνες του κόμικ και το μεταπλάθει σε μια πλήρη οπτικοακουστική πρόταση. Εν κατακλείδι, το Γρα-Γρου αποτελεί ένα σοβαρό βήμα για την στροφή των ελληνικών κόμικ στην εγκόλπωση και θεμάτων αμιγώς ελληνικών, τόσο σε επίπεδο αφήγησης όσο και ιστορίας, χωρίς ωστόσο να χάνουν την επαφή τους με τις εξελίξεις της 9ης Τέχνης, μια ισορροπία πολύ δύσκολη. Έχουμε όμως δημιουργούς ικανούς να την επιτελέσουν και δούμε τρομερά πράγματα στο μέλλον. Μάλιστα, πολλά τα βλέπουμε ήδη! Πηγή
  21. leonidio

    ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

    Ονομαστική Τιμή: 9,90 ευρώ Ευχάριστη έκπληξη για μένα το συγκεκριμένο κόμικ και σαφώς καλύτερο από ό,τι περίμενα. Η σύγκρουση Ελλήνων (Αθηναίων κατά βάση) και Περσών στο Μαραθώνα περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο, χωρίς μανιχαϊσμό, χωρίς κορώνες, αλλά απλά και κατανοητά και μέσα από τα μάτια τριών νεαρών Αθηναίων. Αρκετά ενδιαφέρον ως αφήγηση, κινηματογραφική ροή και διαβάζεται με μεγάλη ευχαρίστηση. Ο Πέτρου τα καταφέρνει για μια ακόμα φορά πολύ καλά στο σχέδιο και συλλαμβάνει με επιτυχία όλες τις σημαντικές στιγμές, τόσο τις ιστορικές, όσο και τις προσωπικές. Στο τέλος του έργου, έχουμε και δύο παραρτήματα, ένα σχετικά με τις αλήθειες και τους μύθους γύρω από τη Μάχη του Μαραθώνα, αλλά και την Περσική Αυτοκρατορία και ένα με γλωσσάρι αρχαίων ελληνικών ονομάτων και φράσεων. Είναι σαφές, ότι το κόμικ έχει σαφώς εκπαιδευτικό χαρακτήρα, αλλά διαβάζεται άνετα και από μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό. Για περαιτέρω απόψεις, σας παραπέμπω στα σχόλια των germanicus και ConB εδώ, με τα οποία συμφωνώ απόλυτα. ΥΓ 1 Όπως αναφέρει και ο ConB, το άλμπουμ είναι σε μεγαλύτερο μέγεθος για να χωρέσει σε σκάνερ Α4. Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά αν κάποιος έχει πρόσβαση σε μεγαλύτερο σκάνερ, ας προσπαθήσει κι εκείνος. ΥΓ 2 Η τιμή είναι πολύ λογική, αλλά μπορείτε, αν ψάξετε καλά, να το βρείτε ακόμα φτηνότερα, και μάλιστα με σημαντικότατη έκπτωση.
  22. Γέφυρα μεταξύ παράδοσης και φαντασίας Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Ενα τοξωτό γεφύρι της Μακεδονίας και ένα εστιατόριο με το παράξενο όνομα «Γρα-Γρου» (εκδόσεις Ικαρος) γίνονται τόποι συνάντησης των ετερόκλητων περαστικών που μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί, σε μια ατμοσφαιρική ιστορία των Τάσου Ζαφειριάδη – Γιάννη Παλαβού (σενάριο) και Θανάση Πέτρου (σχέδια), που συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό σάουντρακ του Μιχάλη Σιγανίδη Ο ηλικιωμένος εστιάτορας, ιδιοκτήτης του «Γρα-Γρου», παραμένει ένας τυπικός επαγγελματίας ακόμα και τη στιγμή που βρίσκεται μια ανάσα από την οικονομική καταστροφή. Ο νέος δρόμος που εγκαινιάζεται θα παρακάμψει το χωριό του και οι πελάτες θα μειωθούν δραματικά. Αυτός, όμως, δεν πτοείται. Γιατί βρίσκεται εκεί για άλλον λόγο. Ως φύλακας-κλειδοκράτορας ενός βυθισμένου στην ομίχλη παράξενου γεφυριού που συνδέει την Κεντρική με τη Δυτική Μακεδονία, καλωσορίζει τους επισκέπτες που έχουν φτάσει εκεί από μια ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια σκοτεινή επιθυμία, μια τάση φυγής από κάτι που τους στοιχειώνει, ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό. Αναχωρητές όλοι από τον κόσμο «εκεί έξω» και μετοικούντες σε ένα ατέρμονο, άχρονο και επαναλαμβανόμενο «τώρα» πασχίζουν να κρυφτούν στην ομίχλη που σκεπάζει το χιονισμένο Βέρμιο για να κρύψουν το παρελθόν τους και να ξεφύγουν από τους προσωπικούς τους δαίμονες. Το γεφύρι στέκεται δίπλα τους αγέρωχο για να χωρίζει το «εδώ» από το «εκεί», περισσότερο για να αποτρέπει τη διέλευση παρά για να γεφυρώνει το χάσμα. Χαμένο κι αυτό σε μια ομίχλη από μύθους, θρύλους και δοξασίες του παρελθόντος. Ποιος το έχτισε και πότε; Και πάνω απ’ όλα γιατί; Ποιοι θυσιάστηκαν για να στεριώσει (θαυμάσιες, τόσο σεναριακά όσο και σχεδιαστικά οι σελίδες του παρελθόντος που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία); Ποιο ρόλο εξυπηρετεί σήμερα; Πώς αντέχει τόσα χρόνια; Γιατί το βλέπουν μόνο όσοι είναι προορισμένοι να το δουν; Είναι μονόδρομος για όσους επιχειρήσουν το απονενοημένο και τολμήσουν να το διασχίσουν ή επιτρέπει και την αντίθετη διαδρομή; Τα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια ατμοσφαιρική αφήγηση που εξελίσσεται εσκεμμένα υποτονικά για να συμβαδίζει με τη σιωπή των χιονισμένων βουνών και τους κοφτούς, λιτούς, χαμηλόφωνους διαλόγους των θαμώνων του «Γρα-Γρου». Η ένταση και η αγωνία βρίσκονται μέσα τους και εντείνονται καρέ με το καρέ, σελίδα με τη σελίδα. Το τοπίο παραμένει ανεπηρέαστο από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων και κάποιοι από αυτούς χρίζονται φύλακες και προστάτες του για να διασκεδάσουν τη μικρότητά τους μπρος στο Υψηλό που τους περικυκλώνει και την ανεξήγητη δύναμη της αυτοσυντηρούμενης φύσης. Και οι μέρες περνούν ώσπου η Σοφία, η νεαρή καθηγήτρια-πρωταγωνίστρια να πάρει μια απόφαση, συντροφιά με τον αδέσποτο σκυλάκο, τον Φόρη. Οι αποφάσεις σε τέτοια μέρη, όμως, δεν παίρνονται εύκολα. Η ιστορία του «Γρα-Γρου» μπορεί να είναι φανταστική αλλά βασίζεται σε κάποια πραγματικά στοιχεία. Το ομώνυμο εστιατόριο, παλαιότερα χάνι, λειτουργούσε έξω από την Καστανιά Ημαθίας μέχρι το 2004 όταν και άνοιξε η Εγνατία Οδός. «Σήμερα ελάχιστοι περνούν από κει, ωστόσο οι Βορειοελλαδίτες θυμούνται την ατέλειωτη διαδρομή με τις φιδωτές στροφές. Βυθισμένο στην ομίχλη επί μήνες κάθε χρόνο, το τοπίο μεταδίδει μια ασυνήθιστη ένταση, που επιτείνεται από την αίσθηση ότι το σημείο είναι ουσιαστικά μια διάβαση, ένα σύνορο, κι ότι το «Γρα-Γρου» ήταν το φυλάκιο. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι το εκκλησάκι που χτίστηκε απέναντι από το εστιατόριο αφιερώθηκε στον προστάτη των ταξιδιωτών, τον Αγιο Χριστόφορο, που ενίοτε απεικονίζεται ως κυνόμορφος», επισημαίνουν οι Τάσος Ζαφειριάδης και Γιάννης Παλαβός στο επιλογικό τους σημείωμα. Οι δυο σεναριογράφοι είχαν και κατά το παρελθόν συνεργαστεί με τον Θανάση Πέτρου στο «Πτώμα» (εκδόσεις Jemma Press, 2011), μια σαρκαστικά μακάβρια ιστορία που έχει μεταφραστεί ήδη και στα γαλλικά. Στο «Γρα-Γρου» όμως, στρέφουν το επίκεντρό τους στη σκοτεινή και αχαρτογράφητη ελληνική επαρχία, συνδυάζοντας την παράδοση, την τοπικότητα, τη γοητεία της μικροκλίμακας με τη φαντασία, το ιδιοσυγκρασιακό και το μεταφυσικό στοιχείο, παρεμβάλλοντας παράλληλα εγκιβωτισμένες αφηγήσεις για το παρελθόν που ερμηνεύουν το παρόν και μπολιάζοντάς τες με γλώσσες και ντοπιολαλιές που αντί να ξενίζουν τον αναγνώστη τον προκαλούν να τις «μεταφράσει». Αναρωτώμενοι ουσιαστικά για τη σχέση της Ιστορίας με τις μικρές ανθρώπινες, προσωπικές ιστορίες. Οπως τονίζουν και οι ίδιοι: «Αυτή η ένταση που σηματοδοτεί το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλο, από τη μια κατάσταση στην άλλη, ήταν η αφετηρία για το κόμικς. Για τις ανάγκες της ιστορίας μας, επινοήσαμε ένα γεφύρι, μονίμως μισοχαμένο στην ομίχλη, όπως είναι συχνά το καθετί στην περιοχή. Εμπνευση για την ιστορία της γέφυρας ήταν η βεροιώτικη γέφυρα Καραχμέτ, που αποδίδεται λανθασμένα στον Μιμάρ Σινάν, τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της εποχής του Σουλεϊμάν Α'. Στα παράλληλα επεισόδια που αφηγούνται την περιπλάνηση του αρχιτέκτονα και το χτίσιμο της γέφυρας, οι μάστορες μιλούν τα λεγόμενα “κουδαρίτικα”, τη συνθηματική γλώσσα των τεχνιτών της πέτρας». Το πολυεπίπεδο «Γρα-Γρου», όμως, δεν εξαντλείται στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. Γίνεται ακόμη πιο απολαυστικό συνοδεία του «εικονικού σάουντρακ» που συνέθεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης και μπορεί να απολαύσει ο αναγνώστης σκανάροντας το QR code του εσωφύλλου ή επισκεπτόμενος τη σελίδα των εκδόσεων Ικαρος. Αποκομίζοντας εντέλει μια μοναδικά πλούσια εμπειρία και απολαμβάνοντας μια εξαιρετική και πρωτότυπη δουλειά. Οι στίχοι Η γέφυρα του «Γρα-Γρου» παίζει τον ρόλο, μεταξύ άλλων, κι ενός διαχρονικού σημείου αποχωρισμού, φορτισμένου με μνήμες και ποτισμένου με δάκρυα. «Κλαψόδεντρε, Κλαψόδεντρε, πάνω στην κλαψοράχη, Γιατ’ είν’ στυφά τα μήλα σου, Τ’ άνθη σου μαραμένα; Στις ρίζες μου αγκαλιάζουνε τους γιους τους οι μανάδες, που παίρνουνε τη δημοσιά στα μακρινά να πάνε. Μαστόρ’ είναι οι άντρες τους κι εδώ αποχαιρετιούνται. Πέρα μακριά στην ξενιτιά Την πέτρα πελεκούνε. Στη σκιά μου αποχωρίζονται οι ξενοπαντρεμένες, στερνή φορά που βλέπουνε το πατρικό οι κόρες. Στις ρίζες πέφτουν δάκρυα, νοτίζουν τα κλαδιά μου. Γι’ αυτό είν’ στυφά τα μήλα μου τ’ άνθη μου μαραμένα». Οπως επισημαίνει ο Τάσος Ζαφειριάδης στο επίμετρο της έκδοσης, οι στίχοι του αυτοί είναι «εμπνευσμένοι από μια συνήθεια που επιβίωσε στα μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας έως τα μέσα του εικοστού αιώνα: όταν οι χτίστες έφευγαν για να δουλέψουν σε άλλες περιοχές, οι συγγενείς και οι φίλοι τούς συνόδευαν μέχρι ένα ορισμένο σημείο στην άκρη του χωριού, όπου γινόταν ο αποχωρισμός. Το σημείο ονομαζόταν «Κλαψόδεντρος», «Κλαψογκορτσιά», «Κλαψοράχη», «Πικροκέρασος» κ.λπ. Εκεί οι οικείοι αποχαιρετούσαν και όσους επρόκειτο να ξενιτευτούν». Παρουσίαση Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του «Γρα-Γρου» θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19.00, στο MatchPoint café (Αινιάνος 1, πλατεία Βικτωρίας). Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του «Γρα-Γρου». Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ώς τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. Πηγή
  23. Π Α Ρ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η Β Ι Β Λ Ι Ο Υ ΓΡΑ-ΓΡΟΥ Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19:00 MATCHPOINT CAFÉ Τ. ΖΑΦΕΙΡΙΑΔΗΣ, Γ. ΠΑΛΑΒΟΣ, Θ. ΠΕΤΡΟΥ Οι εκδόσεις Ίκαρος και το MatchPoint café σάς προσκαλούν στην παρουσίαση του graphic novel Γρα-Γρου των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου, σε μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη. Θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του Γρα-Γρου. Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ως τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. MatchPoint café Αινιάνος 1, Αθήνα 104 34 - σταθμός Βικτώρια, Τ. 210 8250898
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.