Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'ηλίας κατιρτζιγιανόγλου'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Ο δημοσιογράφος του Star μιλάει για τη metal και τα κόμικς που σχεδιάζει. Αυτό που κάνει τον Άρη να ξεχωρίζει, εκτός από την εργατικότητα και την αφοσίωση του να φέρνει εις πέρας κάθε δημοσιογραφική αποστολή, είναι η άλλη του πλευρά, η γεμάτη ευαισθησίες, την οποία και θαυμάζω. Και βέβαια οι καλλιτεχνικές του ευαισθησίες είναι αυτές που σφραγίζουν τον χαρακτήρα του. Σχεδιάζει και γράφει σενάρια για κόμικς, τραγουδάει σε μέταλ συγκροτήματα κι όλα αυτά καλύπτοντας ταυτόχρονα την επικαιρότητα πάντα στην πρώτη γραμμή. Πάμε να γνωρίσουμε τον καλλιτέχνη Άρη Λάμπο. – Πότε ξεκίνησες να σχεδιάζεις το πρώτο σου comic; Τι ήταν αυτό που σε κέντρισε; Το πρώτο μου κόμικ το ξεκίνησα το καλοκαίρι της πρώτης γυμνασίου στην κατασκήνωση. Ούτε που θυμάμαι πόσων ετών ήμουν. Μέχρι τότε διάβαζα τα κλασσικά Λούκυ Λουκ, Αστερίξ και Μίκυ Μάους. Όμως τότε ήταν που ήρθα σε επαφή με τους υπερήρωες της Μάρβελ. Σπάιντερμαν κλπ. Οπότε ήθελα να φτιάξω (όπως τα περισσότερα παιδιά υποθέτω) τον δικό μου υπερήρωα. Ήταν κάτι ανάμεσα σε Hulk με Spider Man και τον έλεγαν Chemi Man επειδή έπεσε σε χημικά και απέκτησε δυνάμεις. Τότε μου φαινόταν τρομερή ιδέα. Ευτυχώς μεγάλωσα! Πάντα σχεδίαζα, ωστόσο δεν είχα μπει ποτέ στη διαδικασία να φτιάξω κόμιξ. Αυτό που με κέντρισε ήταν, εκτός από τα κόμιξ της Marvel, ένας heavy metal δίσκος που άκουγα πολύ τότε με το όνομα Chemical Wedding και ήθελα να φτιάξω τη δική μου ιστορία για αυτό που με ενέπνεε. Από τότε φαινόταν ότι τα Comics και το heavy metal θα ήταν για μένα έννοιες αναπόσπαστες... – Πώς προέκυψε η σειρά «Μεταλλάδες»; Αρχικά μου είχε έρθει η ιδέα να φτιάξω μια σειρά κινουμένων σχεδίων με αστείες ιστορίες στις οποίες να πρωταγωνιστούν οι οπαδοί του σκληρού ήχου. Ωστόσο επειδή η παραγωγή ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι υπερβολικά σύνθετη και χρονοβόρα, δύο πολύ καλές μου φίλες με μεγάλη εμπειρία στα ελληνικά comics, η Μυρτώ και η Άννα Τριανταφύλλου, με συμβούλευσαν ότι το να κάνω κόμιξ θα ήταν πολύ πιο εφικτό. Είχα άλλωστε περισσότερη εμπειρία στα strips. Οπότε τις ευχαριστώ που μου άνοιξαν τα μάτια. Εκείνη την εποχή η ION «έτρεχε» το SoComic όπου φιλοξενούσε αρκετούς καλλιτέχνες. Επικοινώνησα τη δουλειά μου στην «ψυχή» του SoComic, τη Ντορίτα Καλούδη, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Κάθε Πέμπτη δημοσίευα τους «Μεταλλάδες» για πάνω από 3 χρόνια με το moto «Πέμπτη η μέρα του Θωρ». Πέμπτη δηλαδή Thursday, που προέρχεται από το Thor 's Day, και ο Θωρ ο θεός του κεραυνού στη σκανδιναβική μυθολογία είναι «σύμβολο» για τους απανταχού μεταλλάδες. Έτσι ξεκίνησε η διαδικτυακή σειρά και στη συνέχεια με πρωτοβουλία του Λευτέρη Σταυριανού, υπεύθυνου των εκδόσεων Jemma Press, είχαμε το πρώτο τεύχος στα χέρια μας. – Διαβάζοντας τους Μεταλλάδες ο αναγνώστης διακρίνει την καυστική και χιουμοριστική σου διάθεση, αλλά φαίνεται και η ανάγκη σου να πεις ότι όσοι ασχολούνται με την metal μουσική έχουν κατά βάθος μια ευαίσθητη καρδιά. Ήταν αυτή η πρόθεση σου από την αρχή; Σε ένα μεγάλο βαθμό οι ιστορίες είναι αυτοσαρκαστικές, αφού στην πλειοψηφία τους βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα και σκηνικά. Η αφοσίωση με την οποία οι μεταλλάδες προσεγγίζουμε τη μουσική μας σίγουρα σηκώνει πολλή πλάκα. Όσο για την ευαίσθητη καρδιά, νομίζω ότι δεν ήταν κάτι εσκεμμένο αλλά αναπόφευκτο. Σκεφτείτε ότι στο κάτω κάτω της γραφής μιλάμε για ανθρώπους που είναι συναισθηματικά δεμένοι μέχρι τέλους με μια τέχνη. Πώς γίνεται να μην είναι ευαίσθητοι; – Μετά τους «Μεταλλάδες» ακολούθησε και δεύτερο τεύχος, «Οι Μεταλλάδες encore». Μίλησε μας για τη νέα αυτή έκδοση. Τα επεισόδια των Μεταλλάδων είναι αυτοτελείς μονοσέλιδες ιστοριούλες, οι οποίες φάνηκε ότι έγιναν αρκετά δημοφιλείς σε μια μερίδα του κοινού των comics. Η σελίδα στο Facebook συγκέντρωσε πάνω από 9.000 ακόλουθους, ενώ το πρώτο τεύχος εξαντλήθηκε και δε μπορεί πια να το βρει κανείς πουθενά. Οπότε ήταν μονόδρομος να βγάλουμε το δεύτερο τεύχος. Το encore στις metal συναυλίες είναι όταν φαινομενικά έχει τελειώσει το live και το κοινό φωνάζει «κι άλλο, κι άλλο». Οπότε από εκεί εμπνευστήκαμε τον τίτλο. – Πόσο χρόνο χρειάζεται για να σκιτσάρεις ένα comic; Μία σελίδα όπως αυτές των «Μεταλλάδων» απαιτεί τουλάχιστον 8 ώρες. Να σκεφτείς την ιδέα, να σκιτσάρεις με μολύβι, να περάσεις μελάνι, να σκανάρεις το χαρτί, να χρωματίσεις το τελικό αρχείο. Καμιά φορά αν δε σου βγαίνει το αστείο μπορεί να πάρει περισσότερο ή αν έχεις κάποιο πάνελ με πολύπλοκα σχέδια όπως π.χ. μια πόλη. Το αστείο είναι ότι δαπανάς ώρες ολόκληρες για να αρπάξεις τον άλλον σε ένα με δύο δευτερόλεπτα που χρειάζονται για να διαβάσει το στριπάκι. Από εκεί και πέρα σκεφτείτε ότι ένα πιο πολυσέλιδο κόμιξ που αφηγείται μια ολοκληρωμένη ιστορία απαιτεί μήνες ολόκληρους, μπορεί και πάνω από ένα χρόνο. – Διάβασα το «Μαύρο Φως», σε σενάριο του Ηλία Κατιρτζιγιανόγλου και εικονογράφηση δική σου. Πόσο δύσκολο είναι να αποδόσεις ένα σενάριο άλλου δημιουργού; Όταν δουλεύεις αμιγώς επαγγελματικά μοιραία θα βρεθείς και μπροστά σε ιστορίες που δε σε εμπνέουν. Αυτό σημαίνει ότι ίσως είναι δύσκολο να καλουπωθείς σε σενάριο άλλου. Στη δική μου περίπτωση αυτό δε συνέβη. Ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου και εγώ έχουμε πολύ παρόμοια αισθητική όσον αφορά τις ιστορίες τρόμου και μοιραζόμαστε τις ίδιες απόψεις ως προς το πως πρέπει να αποτυπώνονται. Οπότε ήταν σαν βρισκόμαστε ο ένας στο κεφάλι του άλλου. Σχεδιάζοντας λοιπόν το «Μαύρο Φως» ένιωσα μια πολύ έντονη καλλιτεχνική ελευθερία και «έπαιξα» με τεχνικές όπως ακριβώς ήθελα. Μετά από τόσα χρόνια είμαι ακόμα πολύ περήφανος για αυτή τη δουλειά, η οποία επίσης εξαντλήθηκε και επανακυκλοφορεί. – Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σου comic με τίτλο «Dread Fools». Είναι αρκετά διαφορετικό από τ' άλλα έργα σου. Τι ήταν αυτό που θέλεις να κρατήσει ο αναγνώστης σου; Θέλω να γελάσει με τα σκοτεινά και μακάβρια αστεία της σειράς. Το Dread Fools ξεκίνησε σαν προσωπική μου αποσυμπίεση. Συνδυάζει τα δύο αγαπημένα μου στοιχεία. Τον γοτθικό τρόμο με το μαύρο χιούμορ. Κάτι που διέπει πιστεύω σχεδόν όλα μου τα σχέδια ανεξαρτήτως του που τοποθετούνται. Ο σκοπός αυτού του βιβλίου ήταν να απολαύσω τη δημιουργική διαδικασία χωρίς πίεση. Και το πέτυχα. Επίσης θέλω να απευθύνεται σε μεγαλύτερο κοινό και για αυτό είναι γραμμένο στα αγγλικά. – Πιστεύεις ότι τα comics απευθύνονται πλέον σε μεγαλύτερη μερίδα κοινού; Το πιστεύω. Κυρίως λόγω των ταινιών και των σειρών που βγαίνουν τελευταία οι οποίες είναι συνήθως βασισμένες σε comic ήρωες. Έτσι το κοινό διευρύνεται. Ωστόσο δε θεωρώ ότι ακόμα η αγορά στην Ελλάδα έχει το μέγεθος που χρειάζεται για να κάνει τη δραστηριότητα βιώσιμη όσον αφορά τους καλλιτέχνες. Αν θες να ζεις από τα κόμιξ πρέπει συνήθως να δουλεύεις για το εξωτερικό ή να είσαι ο Αρκάς. Ελπίζω αυτό να αλλάξει. Και νομίζω ότι κάποιοι καλλιτέχνες το πετυχαίνουν με το να τους χρηματοδοτεί απευθείας το κοινό τους. – Είσαι λάτρης της metal μουσικής. Τραγουδούσες στους Deathcrop Valley και τα τελευταία χρόνια στους Dragon Skull. Πόσο σπουδαία είναι η εμπειρία αυτή στη ζωή σου; Και πιο πριν στους System Decay. Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι μου. Ακόμα και να μην ήμουν σε κανένα συγκρότημα θα έγραφα κομμάτια και στίχους και θα τραγουδούσα ακόμα και αν το έκανα κλεισμένος στο δωμάτιό μου. Σίγουρα η ανάμειξη με συγκροτήματα έχει δώσει πλήθος ιδεών για τα κόμιξ μου αλλά η σημασία της δεν περιορίζεται εκεί. Η ίδια η μουσική έχει φερθεί με περίσσια γενναιοδωρία απέναντί μου κάνοντάς με να νιώσω πολύ έντονα και όμορφα σε αμέτρητες πτυχές της ζωής μου. – Μου αρέσει πολύ το τραγούδι «Sons of the Brave». Μίλησε μας γι' αυτό και με ποιο τρόπο συνδέεσαι με τους στίχους του. Λοιπόν αυτό που λατρεύω στο εν λόγω κομμάτι είναι το ότι γράφτηκε σα να ήταν πάντα εκεί. Δηλαδή κυριολεκτικά μια μέρα πήρα την κιθάρα και άρχισα να παίζω αυτοσχεδιαστικά συνθέτοντάς το σχεδόν μονομιάς. Ήθελα πάντα να γράψω ένα επικό τραγούδι που να είναι σκληρό χωρίς όμως να χρειάζεται παραμορφωμένες κιθάρες και δυνατές φωνές. Το Sons of the brave είναι μια ωδή στη γενναιότητα. Ελπίζω να το πέτυχα. – Διάβασα κάπου ότι οι λάτρεις της metal μουσικής έχουν το ίδιο ψυχολογικό προφίλ με τους οπαδούς της κλασικής μουσικής. Ποια είναι η γνώμη σου; Δεδομένου του ότι υπάρχουν πολλά υποείδη στο Μέταλ που εμποτίζουν το σκληρό ήχο με συμφωνικές ορχήστρες μπορώ να το καταλάβω. Συν τοις άλλοις υπάρχουν genre που έχουν τόσο μαθηματική προσέγγιση στη σύνθεση που μπορώ να καταλάβω τη σύνδεση με την κλασική. Γνωρίζω πολλούς μεταλλάδες που λατρεύουν την κλασική μουσική. Δεν ξέρω αν οπαδοί της κλασικής μουσικής λατρεύουν τη Μέταλ. – Ασχολείσαι επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Πώς τα συνδυάζεις; Με πολύ κόπο!!! Γνωρίζεις πολύ καλά τις απαιτήσεις της δουλειάς μας. Παλιότερα κουβάλαγα όλα τα καρπούζια κάτω από μία μασχάλη. Τώρα κάθομαι και απολαμβάνω το καρπούζι με την ησυχία μου. Έχω αφαιρέσει την επαγγελματική πλευρά του σχεδίου από τη ζωή μου και φροντίζω ό,τι κάνω όσον αφορά τη μουσική και τα κόμιξ να παίρνει από μένα την πλήρη καλλιτεχνική φροντίδα που του αξίζει. Παλιότερα έκανα εκπτώσεις. Τώρα κατάλαβα ότι για να μου προσφέρει πρέπει να του προσφέρω. – Όλη αυτή η καλλιτεχνική σου δραστηριότητα πόσο σε βοηθάει στις καθημερινές επάλξεις της δουλειάς; Θέλω να πιστεύω ότι με βοηθάει στο να καλλιεργώ μια αισθητική την οποία σίγουρα χρειάζεται η τηλεοπτική δημοσιογραφία. Είναι αλληλοτροφοδοτούμενα. Η δουλειά με προσγειώνει και με βοηθάει να καταλαβαίνω πως λειτουργεί ο κόσμος γύρω μου και η τέχνη να τον προσαρμόζω στο πως θα ήθελα να δουλεύει. – Και κάτι πρακτικό για τους αναγνώστες μας. Είναι αλήθεια ότι η ακρόαση heavy metal μπορεί να μειώσει τα επίπεδα θυμού; Σίγουρα! Αφού εκτονώνεσαι. Κάντε ένα πείραμα. Την επόμενη φορά που θα θέλετε να τα σπάσετε όλα βάλτε να ακούσετε Slayer. Δουλεύει. Λίγα λόγια για τον Άρη Λάμπο Ο Άρης Λάμπος αν δεν ήταν άνθρωπος θα προτιμούσε να είναι Gargoyle. Αν δε ζούσε στο σήμερα θα προτιμούσε να ζει στο χθες. Το πολύ χθες. Ή το πολύ αύριο. Αυτοί οι υπαρξιακοί προβληματισμοί αντανακλώνται στα σχέδιά του. Είναι υπεύθυνος για τα comics «Μεταλλάδες» και «Mr. Bleak» ενώ είναι υπαίτιος για την εικονογράφηση του κόμιξ «Μαύρο Φως» και των διηγημάτων «Ο εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ» και «Γεννημένος στο σκοτάδι». Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε τηλεοπτικό σταθμό και ακούει–παίζει–ξυπνάει–κοιμάται με heavy metal. Και το σχετικό link...
  2. GreekComicFan

    ΣΥΝΔΡΟΜΟ OMNIBUS

    Σύνοψη του εκδότη. 10 χρόνια μετά το ξεκίνημα της έκδοση της σειράς σε μορφή τευχών και 6 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της σειράς με ένα σπέσιαλ graphic novel, άλλη μια σειρά συλλέγεται σε ένα trade, που στην χώρα μας βαπτίζεται μάλλον καταχρηστικά ως omnibus (τεχνικά είναι σωστό αλλά απέχει από το που και πως χρησιμοποιείται ο όρος στις εκδόσεις του εξωτερικού) για να δείξει το τετελεσμένο του πράγματος. Με έξτρα επεξεργασία στο υλικό και μια πινακοθήκη, μια πάρα πολύ καλή εκτύπωση, αλλά και με μόλις 15€ για 208 σελίδες, η έκδοση κρίνεται ως καλή αγορά για όσους δεν έχουν ήδη την ιστορία. Και έχει βγει σε μόλις 200 αριθμημένα κομμάτια, οπότε έχει και τη συλλεκτικότητα του.
  3. comicos

    Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ

    Τον τελευταίο καιρό συναντάμε όλο και περισσότερες μεταφορές βιβλίων σε κόμικ. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το παρόν graphic novel, το οποίο αποτελεί διασκευή του ομώνυμου κοινωνικού δράματος του θεατρικού συγγραφέα, μυθιστοριογράφου και ποιητή Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Υπεύθυνος για την προσαρμογή είναι ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου (Μαύρο Φως), ενώ το σχέδιο είναι του Γιώργου Τσιαμάντα (Η Παναγία η Χελιδονού). Το όλο πρότζεκτ, σαν ιδέα, δημιουργήθηκε αρκετά χρόνια πριν, όταν πίσω στο μακρινό 1987 προβαλλόταν η τηλεοπτική εκδοχή της Κερένιας Κούκλας. Ο νεαρός τότε Κατιρτζιγιανόγλου, παρακολουθώντας φανατικά την εν λόγω σειρά και διαβάζοντας στη συνέχεια το βιβλίο, ονειρεύτηκε να το δει κάποια στιγμή να παίρνει σάρκα και οστά, με την μορφή κόμικ! Έτσι λοιπόν το 2013, το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα : η συνάντησή του με τον Γιώργο Τσιαμάντα και την φιλόλογο Αγγέλα Καστρινάκη, έβγαλε στην επιφάνεια την κοινή τους αγάπη για το έργο του Χρηστομάνου. Η μια ιδέα έφερε την άλλη, ώσπου σιγά-σιγά η συνεργασία ολοκληρώθηκε, εν έτη 2017! Η ιστορία μας ταξιδεύει στην παλιά Αθήνα του 1910, όπου ο πρωταγωνιστής Νίκος ερωτεύεται και παντρεύεται την όμορφη Βεργινία. Η μοίρα όμως θα τους παίξει άσχημο παιχνίδι, αφού η Βεργινία σύντομα θα αρρωστήσει βαριά και μέρα με τη μέρα θα αρχίσει να χάνει τις δυνάμεις της. Έτσι αναγκάζονται να φέρουν στο σπίτι την μικρή της ξαδέρφη Λιόλια, για να τους βοηθάει. Μεταξύ του Νίκου και της Λιόλιας θα αναπτυχθεί ένα ειδύλλιο, το οποίο θα αποτελέσει ουσιαστικά την αρχή του τέλους για όλους...Η Βεργινία πεθαίνοντας τους στοιχειώνει με την κατάρα της και ο καρπός του έρωτά τους - η κερένια κούκλα - θα κορυφώσει με τον ερχομό της στη ζωή, το δράμα που τους ζώνει! Ένα αστικό κόμικ με γοτθικές αναφορές, όπως διαβάζουμε και στο εξώφυλλο, το οποίο περιέχει και κάποια στοιχεία υπερφυσικού. Το βιβλίο μπορεί να είχε πρωτοκυκλοφορήσει έναν αιώνα πριν (1911), αλλά το θέμα του τότε είχε θεωρηθεί τολμηρό και μπροστά από την εποχή του. Αυτό το κάνει να σταθεί άνετα σήμερα σαν ανάγνωσμα. Η γλώσσα που έχει προσαρμόσει ο Κατιρτζιγιανόγλου είναι η πρωτότυπη - επίσης είχε θεωρηθεί τολμηρή για την εποχή της - και θα την χαρακτήριζα αρκετά στομφώδη. Ταιριάζει αρκετά θα έλεγα, με την ατμόσφαιρα που δημιουργείται ξεφυλλίζοντας το κόμικ (κάτι αντίστοιχο είχαμε δει και στον Ερωτόκριτο). Το σχέδιο είναι εξ ολοκλήρου ασπρόμαυρο και σε ταξιδεύει στον προηγούμενο αιώνα. Ο Τσιαμάντας έχει μελετήσει πολύ τις ενδυμασίες, τα κτίρια και τους περιβάλλοντες χώρους εκείνης της εποχής και όλα αυτά τα έχει αποτυπώσει με σημαντική ακρίβεια στο χαρτί. Αρκετά καρέ, μάλιστα, θυμίζουν έντονα λαογραφικές ζωγραφιές. Η μεγαλύτερη ίσως πρωτοτυπία του κόμικ, είναι η παρουσία του ίδιου του Χρηστομάνου μέσα στις σελίδες του, ως αφηγητή! Και εδώ οι δημιουργοί έχουν κάνει φοβερή δουλειά, τοποθετώντας τον σε αρκετές σκηνές κοντά στους ήρωές του, σαν παρατηρητή, να συμπάσχει μαζί τους. Οι εκφράσεις και οι κινήσεις του, αποτυπώνουν συχνά την απόγνωσή του και τον οίκτο που νιώθει, για τους χαρακτήρες που ο ίδιος έχει γεννήσει με την φαντασία του. Το εισαγωγικό κείμενο της Αγγέλας Καστρινάκη βοηθάει να μπούμε γρήγορα στο κλίμα του κόμικ και μας περιγράφει τα ερεθίσματα που οδήγησαν στη δημιουργία του, ενώ την ύλη του άλμπουμ συμπληρώνουν το βιογραφικό του Χρηστομάνου και δυο λόγια από τους δύο δημιουργούς της διασκευής. Η έκδοση είναι αρκετά καλαίσθητη, με μαλακό ματ εξώφυλλο και χαρτί στο εσωτερικό τύπου "ακουαρέλας". Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι κυκλοφορεί σε δύο εναλλακτικά εξώφυλλα, για να διαλέξει ο καθένας αυτό που προτιμά! Συνεντεύξεις των δημιουργών ΕΔΩ και ΕΔΩ . Παρακάτω μια βιντεο-παρουσίαση του κόμικ : ------------------------------------------ Τον Απρίλιο του 2018, στα πλαίσια του Comicdom Con Athens 2018, το άλμπουμ επανεκδόθηκε σε 200 κομμάτια, με μικρές διαφορές στα εξώφυλλα. Ευχαριστούμε για το εναλλακτικό εξώφυλλο τον albertus magnus και για αυτό της επανέκδοσης τον GreekComicFan.
  4. Ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου στο «Σύνδρομο», σε συνεργασία με 5 έμπειρους σχεδιαστές, εξετάζει το αν οι διαφορετικές και ξεχωριστές ικανότητες μιας ομάδας ανθρώπων που πάσχουν από σπάνια σύνδρομα αποτελούν τις αιτίες για τις προσωπικές τους τραγωδίες ή τα εφαλτήρια για τις ηρωικές τους πράξεις. «Δείξτε μου έναν ήρωα και θα σας γράψω μια τραγωδία». Με αυτή τη φράση του Francis Scott Fitzgerald που επανέλαβε ο John Byrne στους Fantastic Four ξεκινά ο Αβραάμ Κάουα τον κατατοπιστικό και επεξηγηματικό πρόλογό του στο «Σύνδρομο» του Ηλία Κατιρτζιγιανόγλου (εκδόσεις: Comicdom Press, συνοδεύεται από ένα pin-up gallery με έργα 17 Ελλήνων δημιουργών κόμικς και εικονογράφων). Μια φράση που ταιριάζει απόλυτα στους πρωταγωνιστές της σειράς, μια ομάδα ετερόκλιτων ανθρώπων που ο καθένας τους αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα ιδιαίτερα χαρίσματά του για να βοηθήσει άλλους ανθρώπους, την ίδια στιγμή που τα χαρίσματα αυτά ως συνέπειες μιας σπάνιας πάθησης τους καθιστούν τραγικούς ήρωες, καταραμένους, απόβλητους, δυστυχισμένους, στόχους μιας κοινωνίας που δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα, επιζητεί θύματα και όχι ήρωες. «Το «Σύνδρομο» μοιάζει πιο πολύ με τον «Άφθαρτο», την ταινία του M. Night Shyamalan, γιατί σαν αυτή είναι μια ιστορία που μιλάει για ήρωες κι όχι μια ηρωική ιστορία. Κι αν προσεγγίζει τα μοτίβα των κόμικς με υπερήρωες, το κάνει εξίσου πλάγια με τον Άφθαρτο, πιο πολύ με τη λογική του δράματος, της τραγωδίας, κι όχι της δράσης και της περιπέτειας, και μόνο όταν η ιστορία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί καταλαβαίνεις τις εκλεκτικές της συγγένειες. Οι ήρωές του είναι πιο κοντά στο «Doom Patrol» από ό,τι στο «X-Men» (πρωταγωνιστές δυσλειτουργικοί και πάσχοντες, όχι υπεράνθρωποι μεταλλαγμένοι), η ατμόσφαιρά του πιο κοντά στο «Oldboy» και στις σειρές της Vertigo και το όποιο φανταστικό στοιχείο υποστηρίζεται από χαρακτήρες που θα μπορούσες να τους ξέρεις με το μικρό τους όνομα» συμπληρώνει ο Αβραάμ Κάουα. Και αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του Συνδρόμου καθώς είναι μεγάλη η ικανότητα του Κατιρτζιγιανόγλου, δημοσιογράφου και σεναριογράφου («Αστικό Κενό», «Μαύρο Φως», «Η Κερένια Κούκλα» κ.α.), με μεγάλη θητεία στα ελληνικά κόμικς και εκ των ιδρυτών του Comicdom, να χτίζει τους χαρακτήρες του χωρίς βιασύνη, ευκολίες, υπερβολές και ακροβασίες. Ο πρώτος από τους χαρακτήρες αυτούς (εικονογράφηση: Χρήστος Μαρτίνης) είναι ο Άρης, που πάσχει από το «σύνδρομο Άντον», μια σπάνια μορφή τύφλωσης που ονομάζεται και φλοιώδης τύφλωση. Όπως οι περισσότεροι πάσχοντες από την ιδιαίτερη αυτή πάθηση, «αναγνωρίζει» τα πράγματα με τον τρόπο που τα αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλός του και συχνά έχει την ικανότητα να «βλέπει» ακόμη περισσότερα. Από το «σύνδρομο Stendahl» πάσχει η ζωγράφος Νικόλ (εικονογράφηση: Γιάννης Ρουμπούλιας), μια ψυχοσωματική ασθένεια που προκαλεί συμπτώματα ζαλάδας, πανικού, παράνοιας και παραισθήσεων στη θέαση συγκεκριμένων έργων τέχνης ή ιστορικών μνημείων. Η Έλλη (εικονογράφηση: Γαβριήλ Τομπαλίδης) πάσχει από το «σύνδρομο Cotard», μια ψυχιατρική διαταραχή που μπορεί να οδηγήσει στην απατηλή αίσθηση ότι ο πάσχων είναι νεκρός ή δεν υπάρχει, έχει σαπίσει, λείπουν τα όργανά του κ.λ.π. Τέλος, από το «σύνδρομο XYY», μια σπάνια χρωμοσωμική ανωμαλία που μπορεί να οδηγήσει σε σκελετικές δυσμορφίες, μεγαλακρία, επιθετικές συμπεριφορές κ.α., πάσχει ο Σταύρος (εικονογράφηση: Αλέξια Οθωναίου). Οι τέσσερίς τους θα συναντηθούν και με γνώμονα την ανεξήγητη τάση τους να εκμεταλλευτούν την ιδιαιτερότητά τους προς όφελος των ανθρώπων θα δημιουργήσουν μια άτυπη ομάδα «ηρώων» που αναλαμβάνει δράση, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς επικές μουσικές (αν και κάθε κεφάλαιο συνοδεύεται από μουσικές προτάσεις του συγγραφέα του), χωρίς μεγάλα λόγια. Από τη δράση αυτή θα αναδειχθεί ακόμη πιο έντονα και η τραγικότητα των «ηρωικών» αυτών προσώπων που είναι αναγκασμένα να κινούνται μυστικά, στις σκιές, μακριά από την κοινή θέα και τους ανθρώπους που τους θεωρούν τέρατα. Στο κεφάλαιο «Η Αρχή Είναι το Τέλος», σε εικονογράφηση Χρήστου Μαρτίνη, τα μέλη της ομάδας θα έρθουν ακόμα πιο κοντά αντιμετωπίζοντας την οργανωμένη επίθεση των εκπροσώπων μιας υποτιθέμενης επιστημονικής ορθότητας που τοποθετεί την έρευνα και το χρήμα πάνω από τους ανθρώπους, ενώ ο ανοιχτός επίλογος (εικονογράφηση: Λευτέρης Μαυρογιάννης) αφήνει περιθώρια για τη συνέχιση του «Συνδρόμου», όπως άλλωστε επισημαίνει ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, στο επιμύθιό του: «Όλες οι ιστορίες που έχω γράψει μέχρι σήμερα έχουν κλείσει τον κύκλο τους μέσα στο μυαλό μου. Εκτός από το Σύνδρομο. Με αυτό, πάντοτε το τέλος θα είναι η αρχή». Και το σχετικό link...
  5. Τα τελευταία χρόνια κερδίζουν συνεχώς έδαφος οι προσαρμογές κλασικών ελληνικών λογοτεχνικών έργων σε κόμικς. Οι Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου (σενάριο) και Γιώργος Τσιαμάντας (σχέδια) επέλεξαν όμως να μεταφέρουν ένα σχετικά άγνωστο έργο ερωτικού και ηθογραφικού περιεχομένου με gothic στοιχεία, την «Κερένια Κούκλα» (1908) του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Comicdom. Γιατί επιλέξατε να μεταφέρετε σε κόμικς ένα σχετικά άγνωστο έργο όπως αυτό του Χρηστομάνου; Δεν υπήρχαν τόσα και τόσα άλλα γνωστά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας; Η.Κ.: Την «Κερένια Κούκλα» την ανακάλυψα πριν από 30 χρόνια, σε ηλικία 11 χρόνων, από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. Έσπευσα να αγοράσω το βιβλίο και, καθώς ήμουν ήδη λάτρης της Ένατης Τέχνης, άρχισα να φαντάζομαι την ιστορία να ξετυλίγεται στα καρέ ενός κόμικς. Συνεπώς η πρωτοβουλία της μεταφοράς της είναι αποτέλεσμα της αγάπης μου για το πρωτογενές υλικό, αλλά και η πίστη πως αυτή η συγκλονιστική ιστορία θα λειτουργούσε άψογα σε κόμικς. Όπως λέει και στην εισαγωγή της δικής μας έκδοσης η εκδότρια του μυθιστορήματος, Αγγέλα Καστρινάκη, αναφερόμενη στο πλήθος τηλεοπτικών, κινηματογραφικών και άλλων διασκευών που έχουν προηγηθεί: «Πολύ πάθος εντέλει γύρω από αυτό το μυθιστόρημα!» Γ. Τσ.: Έμαθα για το όνειρο του Ηλία να μεταφερθεί η «Κερένια Κούκλα» σε κόμικς το 2013. Ανακαλύπτοντας το μυθιστόρημα, μαγεύτηκα από τους ήρωες που έπλασε ο Χρηστομάνος, από την πλοκή και από τις σχέσεις μεταξύ τους. Μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως αυτό το κείμενο ήταν γραμμένο πριν από εκατό χρόνια. Ο τρόπος που «αγαπάει» και «δικαιώνει» καθέναν από τους ήρωές του με έκανε να συνειδητοποιήσω πως βρίσκομαι μπροστά σε ένα μοναδικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν απλά αδύνατο να αντισταθώ. Πώς καταλήξατε σε ποιες σκηνές και αποσπάσματα του πρωτοτύπου θα επικεντρωθείτε; Και ποια αφήσατε «απέξω»; Η.Κ.: Επέλεξα τις σκηνές εκείνες που ήταν απαραίτητες για την εξέλιξη της πλοκής και τη δόμηση των χαρακτήρων. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως ήταν ο όγκος της αφήγησης, σε συνδυασμό με τους ελάχιστους διαλόγους. Βρήκα τη λύση στις λανθάνουσες αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία: όπως στα αμερικανικά horror comics των '50s, ο τερατόμορφος αφηγητής αναλάμβανε να ξεναγήσει τον αναγνώστη στην ιστορία, «ανέθεσα» στον Χρηστομάνο αυτόν τον ρόλο. Τελικά, ελάχιστα πράγματα έμειναν εκτός του graphic novel, καθώς οι μακροσκελείς περιγραφές του συγγραφέα υπήρξαν πολύτιμο εργαλείο για τον Γιώργο. Ποια διαδικασία ακολουθήσατε για την τεκμηρίωση; Προσπαθήσατε να είστε ακριβείς σε κάθε λεπτομέρεια; Και γιατί είχε σημασία κάτι τέτοιο; Γ. Τσ.: Πριν καν ξεκινήσω τον σχεδιασμό των ηρώων και των σκηνών βούτηξα στο -ευτυχώς πλούσιο- φωτογραφικό υλικό της εποχής. Ήθελα να συλλάβω τις φιγούρες των ανθρώπων, τις κινήσεις, τις εκφράσεις, να προσπαθήσω να νιώσω πώς αισθάνονταν οι άνθρωποι τότε με τα ίδια τους τα κορμιά, με τα ρούχα τους. Έπειτα, έχοντας να κάνω με τον Χρηστομάνο που δεν αφήνει απολύτως τίποτα στην τύχη του, χρειάστηκε να ασχοληθώ με κάθε λεπτομέρεια και περιγραφή που μας δίνει για τα πρόσωπα των ηρώων, για τα σώματά τους, για τα ρούχα τους. Επικεντρώθηκα στους τρεις ήρωες αλλά και στους δευτεραγωνιστές που τους συνοδεύουν. Τα πρόσωπά τους ήταν ο «καμβάς» μου για να προσπαθήσω να μεταφέρω στο χαρτί κάτι από το σύμπαν του Χρηστομάνου. Η ανάγκη να σεβαστώ απολύτως τις επιταγές του σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου Χρηστομάνου με οδήγησε να αφιερώσω μήνες και μήνες για να ανακαλύψω σε τι ακριβώς αναφερόταν κάθε φορά μέσα στο κείμενό του: το καπέλο του Νίκου, τα χτενίσματα των κοριτσιών, κάθε ένας από τους μασκαράδες στη σκηνή του Καρναβαλιού, η κάθε κίνηση στον χορό ήταν μόνο λίγα από τα πράγματα τα οποία έπρεπε να ανακαλύψω και να εντάξω στην εικονογράφηση για να μη χαθούν. Μόνο έτσι πίστευα πως θα μπορούσα να διαχειριστώ αυτή την εικονογράφηση και το πλάσιμο του κόμικς: κάνοντας τις εικόνες του να περιέχουν όση περισσότερη από την πληροφορία και την αίσθηση του αυθεντικού κειμένου. Τελικά το έργο του Χρηστομάνου είναι μια gothic ηθογραφία; Μελόδραμα; Φάρσα; Όλα αυτά μαζί; Η.Κ.: Η «Κερένια Κούκλα» ξεκινάει ως ηθογραφία, με παράλληλο λαογραφικό ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη, και εξελίσσεται σε μια σκοτεινή ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Δεν γνωρίζουμε αν οι αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία ήταν ακούσιες ή εκούσιες, αυτές όμως γίνονται εύκολα αντιληπτές από τον αναγνώστη που έχει ασχοληθεί με το είδος. Γ. Τσ.: Η «Κερένια Κούκλα» είναι ένα σκληρό, αφόρητο κείμενο για όποιον έχει νιώσει μέσα του βαθιά το κάψιμο της φλόγας του έρωτα, την αυταπάρνηση που νιώθει κάποιος όταν αγαπά πραγματικά, το πάγωμα κάθε κύτταρου του κορμιού του όταν το αναπάντεχο και το αμετάκλητο έρχονται. Γιατί καταλήξατε στο ασπρόμαυρο σχέδιο; Μήπως το έγχρωμο θα μπορούσε να αποδώσει πιο αποτελεσματικά την πορεία προς το «λιώσιμο» και τον θάνατο; Η.Κ.: Με τον Γιώργο υπήρξε, εξαρχής, ζηλευτή σύμπνοια ως προς το ύφος και την τεχνική της εικονογράφησης. Θέλαμε κι οι δυο κάτι που θα αποτυπώνει τα αισθητικά πρότυπα της εποχής κι έτσι καταλήξαμε στο ασπρόμαυρο, με μια τεχνική που παραπέμπει σε γκραβούρα ή ξυλογραφία. Με την ίδια λογική επιλέξαμε και υπόλευκο χαρτί, ώστε να ενισχυθεί η παλαιική αίσθηση που αποπνέει το σχέδιο. Γ. Τσ.: Πέρα από την προσωπική μου ανάγκη μετά τον χρωματιστό κόσμο της «Χελιδονούς» να δουλέψω με ένα «σκέτο μελάνι», θεώρησα πως θα ήταν ανώφελο να επιχειρήσω να μεταφέρω στο χαρτί την παλέτα του Χρηστομάνου. Όποιος έχει την τύχη να βυθιστεί μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος θα ανακαλύψει, εκτός των άλλων, τις άπειρες περιγραφές των χρωμάτων που αφορούν όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία και τα αντικείμενα αλλά και τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων και τις καταστάσεις που διαδραματίζονται. Θα ήταν σχεδόν ύβρις να προσπαθήσω να αποδώσω με τα δικά μου μέσα αυτόν τον πλούτο, για να καταφέρω μόνο να τον φτωχύνω τελικά. Μόνο αφαιρετικά, λοιπόν, θα μπορούσα να προσεγγίσω αυτό τον κόσμο, όπως ίσως θα έκανε ένας σχεδιαστής εκείνης της εποχής προσπαθώντας να χωρέσει τον κόσμο της Κερένιας σε ένα φτηνό λαϊκό έντυπο. Η Κερένια πρωτοκυκλοφόρησε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, έγινε θεατρική παράσταση και η πρώτη ελληνική ταινία και τριάντα χρόνια μετά είχε πάρει τη μορφή αστικού αθηναϊκού παραμυθιού από στόμα σε στόμα. Είναι λοιπόν, πέρα από όλα τα άλλα, και ένα έργο φτιαγμένο για να διαβαστεί απλά και από απλούς ανθρώπους. Προσπάθησα το σχέδιό μου να κουβαλάει την αίσθηση που έδωσε σε εμένα αυτό το κείμενο και να εντάξω μέσα του, με τον τρόπο μου, όλη την αγάπη για τη ζωή αλλά και τη φθορά για την οποία μιλάει. Αν και έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για τη δυνατότητα των κόμικς να προσαρμόζουν στη φόρμα τους γνωστά έργα της λογοτεχνίας, ποια είναι η γνώμη σας; Και πώς αντιμετωπίζετε το θέμα μετά την εμπειρία της «Κερένιας Κούκλας»; Η.Κ.: Υπάρχουν μεταφορές που επιτυγχάνουν τον καλλιτεχνικό ή/και τον εμπορικό τους στόχο και άλλες που αποτυγχάνουν. Η ίδια η μεταφορά είναι πάντοτε ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια ξεκινάς με το πλεονέκτημα ότι απευθύνεσαι τόσο στο κοινό του βιβλίου όσο και σε εκείνο των κόμικς, από την άλλη έχεις το άγχος να μην αποξενώσεις το κοινό του βιβλίου κάνοντας κακή διαχείριση του πρωτογενούς υλικού, αλλά και να μην προδώσεις εκείνο των κόμικς, μη σεβόμενος την κυρίαρχη οπτική γλώσσα του. Γ. Τσ.: Ο λόγος που δημιουργώ κόμικς που βασίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε λογοτεχνικά έργα είναι ξεκάθαρα για να υπηρετήσουν το κείμενο από το οποίο προέρχονται. Να αποτελέσει αφορμή η δουλειά μου για να συναντηθεί ίσως ένα διαφορετικό κοινό με το αρχικό κείμενο ή τον συγγραφέα. Δεν αισθάνομαι ποτέ πως δημιουργώ κάτι ανταγωνιστικό προς το πρωτογενές υλικό. Θεωρώ πως αν η προσέγγιση γίνεται με σεβασμό, για να «προσθέσει» και όχι για να «εκμεταλλευτεί», τότε όλα πάνε καλά και πλουτίζουμε ως αναγνώστες. Υπάρχει κοινό για τέτοια κόμικς στην Ελλάδα; Τι προσδοκίες είχατε κατά τη δημιουργία του και πώς βλέπετε τη μέχρι τώρα πορεία του; Η.Κ.: Αναμφίβολα υπάρχει κοινό, και σε εθνικό επίπεδο οι εξαιρετικές μεταφορές των Βανέλλη-Πέτρου, η πρόσφατη επιτυχία του «Ερωτόκριτου», αλλά και η μεγάλη ανταπόκριση που είχε η προ τριετίας μεταφορά του Γιώργου, στο διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η Παναγιά η Χελιδονού», το έχουν αποδείξει. Για την «Κερένια» είχαμε την αγωνία που έχει κάθε δημιουργός και κάθε εκδότης για το αν θα πάει καλά μια νέα έκδοση. Ευτυχώς η ανταπόκριση του κοινού ξεπέρασε τις προσδοκίες μας. Γ. Τσ.: Έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια χώρα με πλούσια και σημαντική λογοτεχνική παράδοση, οι αναγνώστες ίσως να μην είναι πολλοί, αλλά όσοι διαβάζουν, διαβάζουν με πάθος. Είναι τόσο μεγάλη η χαρά να συναντάς αυτούς τους ανθρώπους: άλλοι γνωρίζοντας ήδη το αρχικό κείμενο και θέλοντας να ρίξουν μια άλλη ματιά πάνω του και άλλοι με τη διάθεση να το γνωρίσουν μέσα από τη δουλειά σου. Υπάρχει κοινό λοιπόν, και μόνο να αυξηθεί μπορεί. Δουλεύοντας δυόμισι χρόνια για την «Κερένια», η βασική μου προσδοκία ήταν να μπορέσω να παρουσιάσω μια δουλειά που θα ενδιαφέρει όλους αυτούς τους ανθρώπους. Απ' ότι φαίνεται τα καταφέρνει. Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια συνεργασίας σας ή και ξεχωριστής δουλειάς – προσαρμογής άλλων λογοτεχνικών έργων σε κόμικς; Η.Κ.: Η θετική ανταπόκριση κοινού και κριτικών, τόσο για την «Κερένια» όσο και για τη «Χελιδονού» του Γιώργου, έχει δώσει αναμφίβολα «αέρα στα πανιά μας». Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια τα οποία γίνονται μέρα με τη μέρα και πιο συγκεκριμένα, προς το παρόν όμως στόχος μας είναι να ανακαλύψουν – ή να ξανα-ανακαλύψουν στην κομιξική της μορφή – την «Κερένια Κούκλα» όσο το δυνατόν περισσότεροι αναγνώστες. Γ. Τσ.: Είναι πολύ νωρίς για μένα για να σκέφτομαι πάρα πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το μέλλον. Σίγουρα όμως όταν νιώσω ένα κείμενο «να λιώνει την καρδιά μου», θα θελήσω να δουλέψω. Μέχρι τότε είναι πολλά από τον κόσμο της Κερένιας που πρέπει να ανακαλύψετε. Και το σχετικό link...
  6. Πώς η Κερένια Κούκλα του Κ. Χρηστομάνου έγινε graphic novel Το αστικό, γοτθικών αναφορών μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, Η Κερένια Κούκλα, μεταφέρεται σε graphic novel. Έχει περάσει ένας αιώνας από την πρώτη κυκλοφορία του και η ιστορία της Βεργινίας, του Νίκου και της Λιόλιας εξακολουθεί να συναρπάζει. Ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου (Σύνδρομο, Μαύρο Φως) ανέλαβε την προσαρμογή του βιβλίου, ενώ ο Γιώργος Τσιαμάντας (Η Παναγία η Χελιδονού) ανέλαβε την εικονογράφηση. Το αποτέλεσμα είναι ένα άκρως γοητευτικό δημιούργημα που δίνει έμφαση στη σκηνοθετική ματιά του Χρηστομάνου και στα λαογραφικά στοιχεία του μυθιστορήματος, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις γοτθικές αναφορές της «Κερένιας Κούκλας». Ο Ηλ.Κατιρτζιγιανόγλου και ο Γ.Τσιαμάντας εξηγούν στο in.gr πώς έγινε πραγματικότητα το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό εγχείρημα. Πότε ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με την «Κερένια Κούκλα» και τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στην ιστορία; Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου: Ήταν Μάρτης του 1987, όταν βρέθηκα καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση να παρακολουθώ μια ελληνική σειρά που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί, καθώς επρόκειτο για μια ιστορία που ξεκινούσε σαν ρομάντζο και κατέληγε σε μια ιστορία τρόμου. Κι όλα αυτά στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα. Εκείνο όμως που με μάγεψε περισσότερο, ήταν η λεπτή ακροβασία ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Το ερώτημα του αν όλα όσα συνέβαιναν ήταν αποτέλεσμα μιας κατάρας ή ένα σύνολο ασύλληπτων συμπτώσεων. Γιώργος Τσιαμάντας: Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με την Κερένια Κούκλα ήταν ουσιαστικά το 2013, όταν ο Ηλίας μου μίλησε για το όνειρό του να την δει μεταφερμένη σε κόμικ. Περπατάγαμε στους ίδιους δρόμους που μετά από λίγο θα συνειδητοποιούσα πως περπατούσαν οι ήρωες του Χρηστομάνου. Σχεδόν αμέσως αναζήτησα το κείμενο, το «άκουσα» και το «είδα» μαγεμένος. Αυτό που πραγματικά με γοήτευσε ήταν η ψυχή του Χρηστομάνου που κρύβεται κάτω από κάθε φράση, κάτω από κάθε σκηνή, κάτω από κάθε σχέση. Ο μεγαλειώδης τρόπος με τον οποίο έχει δομήσει αυτό το μυθιστόρημα. Οι ολοζώντανοι χαρακτήρες, οι στιχομυθίες που μοιάζουν να έχουν γραφτεί σήμερα και όχι εκατό-τόσα χρόνια πριν. Το πικρό χιούμορ του. Η λατρεία του για τα πλάσματα που έπλασε. Η υποταγή στο αναπόφευκτο. Η τραγική του ιστορία. Πότε σκεφτήκατε ότι η ιστορία θα ταίριαζε ιδανικά σε ένα graphic novel και πότε αποφασίστηκε η μεταφορά του βιβλίου του Χρηστομάνου; Η.Κ.: Αμέσως μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του ομώνυμου βιβλίου του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου στο οποίο και είχε βασιστεί η σειρά. Όντας λάτρης της 9ης Τέχνης ήδη, άρχισα να φαντάζομαι αυτή την ιστορία να ξετυλίγεται στα καρέ ενός comic. Όταν –ενήλικας πια– ξεκίνησα να γράφω comics, εκείνη η εφηβική επιθυμία να δω εικονογραφημένη τη συγκεκριμένη ιστορία, επανήλθε, «διεκδικώντας» την υλοποίησή της. Γ.Τ.: Ήταν «όνειρο ζωής» του Ηλία όπως συνηθίζει να λέει, κάποιες καλές συγκυρίες βοήθησαν να είμαι εγώ αυτός στον οποίο εμπιστεύτηκε τελικά την υλοποίηση του. Λίγο καιρό πριν είχα παρουσιάσει την «Χελιδονού». Ήθελα πολύ να εμβαθύνω σε αυτόν το καινούριο -για μένα- κόσμο των κόμικς. Η Κερένια Κούκλα ήταν ένα εγχείρημα στο οποίο απλά δεν μπορούσα να αντισταθώ. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας και πώς δουλέψατε πάνω στη μεταφορά του έργου του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου; Ηλ.Κ.: Με τον Γιώργο είχαμε συνεργαστεί το 2014, όταν τρέξαμε μαζί μία επιτυχημένη καμπάνια συμμετοχικής χρηματοδότησης (crowdfunding) για την υλοποίηση της μεταφοράς του στο διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η Παναγιά η Χελιδονού». Έχοντας δει από κοντά την απίστευτα ενδελεχή έρευνά του, ήξερα ότι ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να σχεδιάσει την Κερένια. Κάνοντας την προσαρμογή του έργου, ο όγκος της αφήγησης σε συνδυασμό με τους ελάχιστους διαλόγους, με αποθάρρυνε. Φοβήθηκα ότι ίσως η μεταφορά να μην ήταν εφικτή. Τελικά, η λύση κρυβόταν στις λανθάνουσες αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία. Όπως στα αμερικανικά horror comics των 50s, ο τερατόμορφος αφηγητής αναλάμβανε να εισαγάγει τον αναγνώστη στην ιστορία –κάποιες φορές και να τον συνοδεύσει κατά την εξέλιξή της– έτσι κι εδώ, ο Χρηστομάνος θα διαδραμάτιζε αυτόν τον ρόλο. Αφού ολοκλήρωσα το σενάριο, έδωσα στον Γιώργο απόλυτη ελευθερία στην απεικόνιση των χαρακτήρων και των χώρων, έχοντάς του απόλυτη εμπιστοσύνη. Γ.Τ.: Με τον Ηλία συνεργαστήκαμε για την έκδοση της πρώτης μου δουλειάς (Η Παναγιά η Χελιδονού) και για την επιτυχημένη καμπάνια crowdfunding που προηγήθηκε. Όταν ήρθε η πρόταση από μέρους του να αναλάβω την εικονογράφηση της Κερένιας Κούκλας ένοιωσα πραγματικά να με τιμά με την επιλογή του και την εμπιστοσύνη του. Ο τρόπος που συνεργαστήκαμε θα έλεγα πως ήταν αρκετά απλός: Εξ’ αρχής ο Ηλίας ασχολήθηκε με ό,τι είχε να κάνει με το κείμενο (επιλογή των κομβικών σημείων της ιστορίας και δημιουργία του σεναρίου) και εγώ ασχολήθηκα αποκλειστικά με την δημιουργία των εικόνων (σχεδιασμός των χαρακτήρων και στήσιμο των σκηνών) ακολουθώντας το σενάριο του Ηλία έχοντας όμως και μια πάρα πολύ στενή σχέση με το ίδιο το μυθιστόρημα. Ήταν πραγματικά μεγάλη χαρά να βλέπω τον Ηλία να παρακολουθεί τη γέννηση του κόμικ: φιγούρα προς φιγούρα, πάνελ το πάνελ, σελίδα με σελίδα. Γιώργο, με εντυπωσίασε η σκηνοθετική σου ματιά. Ποιο είναι το αγαπημένο σου καρέ από την «Κερένια Κούκλα»; Γ.Τ.: Χαίρομαι που το ακούω. Μεταξύ μας, αυτό νομίζω είναι που κάνει τον κάθε δημιουργό κόμικ διαφορετικό: η «σκηνοθετική ματιά». Εγώ όμως δεν δούλεψα μόνος μου εδώ. Ο Χρηστομάνος είναι ο σκηνοθέτης της Κερένιας Κούκλας. Πεζογράφος, ποιητής, ιδρυτής της Νέας Σκηνής, συγγραφέας θεατρικών έργων, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και τόσα άλλα έχει πλάσει ένα σύμπαν εικόνων, αισθήσεων, συναισθημάτων στο οποίο απλά κάποιος πρέπει να παραδοθεί και να βυθιστεί σε αυτό. Δεν με ενδιέφερε σε καμία περίπτωση να τον προσπεράσω και «να κάνω του κεφαλιού μου». Η επιθυμία μου ήταν να τον σεβαστώ όσο μπορούσα. Όσο για το αγαπημένο μου καρέ, αν έπρεπε να διαλέξω ένα από τα πολλά που αγαπάω, είναι ίσως εκείνη η «περίτρομη» Λιόλια με την Βεργινία-Φεγγάρι στον ουρανό, που «την έβλεπε με φοβερά μάτια ως μέσα στα σπλάχνα της». Για μένα συμπυκνώνει όλη την αίσθηση της ιστορίας (την σχέση αυτών των δύο τραγικών γυναικών) έτσι όπως την ένοιωσα τελικά εγώ αυτά τα δυόμισι χρόνια που πέρασα φτιάχνοντας την Κερένια Κούκλα και τον τρόπο που μπόρεσα να πω αυτή την ιστορία με τις εικόνες μου. Και ποιο είναι το δικό σου αγαπημένο καρέ, Ηλία; Ηλ.Κ.: Δίχως δεύτερη σκέψη, το «βύθισμα» της Βεργινίας. Μία ολοσέλιδη εικονογράφηση απαράμιλλης τεχνικής. Γιώργο έχεις, επίσης, μεταφέρει σε graphic novel την Παναγιά τη Χελιδονού, το διήγημα της Μαργκερίτ Γουρσενάρ. Τι σε γοητεύει στη μεταφορά σημαντικών λογοτεχνικών έργων; Τι θεωρείτε ότι γοητεύει το κοινό, καθώς υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες μεταφορές λογοτεχνικών έργων. Γ.Τ.: Είναι πολλά που με γοητεύουν σε αυτή την διαδικασία. Πρωτ’ απ’ όλα ένα είδος προσωπικού χρέους: Η λογοτεχνία μου έσωσε πολλές φορές την ζωή. Νοιώθω πως οφείλω με τον τρόπο μου να ξεπληρώσω αυτό το χρέος μεταφέροντας λογοτεχνικά έργα σε ανθρώπους που ίσως δεν θα ερχόταν σε επαφή μαζί τους με τον παραδοσιακό τρόπο. Δίνοντας την ευκαιρία να γνωρίσουν σπουδαίους συγγραφείς, την καλλιτεχνική τους αξία και τον βίο τους. Σώζοντας μικρά κομμάτια Ιστορίας με τον τρόπο που μπορώ να το κάνω εγώ. Από την άλλη μεριά, η εξοικείωση ενός άλλου κοινού με την ανάγνωση και την «απενοχοποίηση» των κόμικς είναι επίσης ένα ενδιαφέρον εγχείρημα. Σε κάθε περίπτωση είναι ένας κόσμος ανεξάντλητης έμπνευσης και δημιουργικότητας. Ηλ.Κ.: Όπως στον κινηματογράφο, έτσι και στα comics, το κοινό είναι πιο δεκτικό σε μία ιστορία που γνωρίζει ήδη. Γι’ αυτό και υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες εκδοτικοί οίκοι αναγνωρίζουν αυτή τη δυναμική και αναθέτουν σε συνεργαζόμενους δημιουργούς τη μεταφορά ενός έργου. Στην περίπτωση της Κερένιας, αλλά και σε άλλες που γνωρίζω, η μεταφορά είναι αποτέλεσμα της αγάπης των δημιουργών για το πρωτογενές υλικό, αλλά και η πίστη πως αυτή η συγκλονιστική ιστορία λειτουργεί άψογα σε comic. Ηλία, με το Μαύρο Φως, αλλά και την Κερένια Κούκλα δείχνεις ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόμο –στην πρώτη περίπτωση ψυχολογικό, στη δεύτερη γοτθικό με ελληνικά στοιχεία. Ποιες ταινίες ή graphic novels θα έλεγες ότι είναι οι πηγές έμπνευσής σου στο είδος αυτό; Ηλ.Κ.: Πηγές έμπνευσης στα comics είναι οι ιστορικές ανθολογίες Creepy και Eerie, των οποίων αρκετές ιστορίες εκτυλίσσονταν σε αστικά περιβάλλοντα. Στον κινηματογράφο επανέρχομαι συχνά για έμπνευση σε αγαπημένες ταινίες όπως «Η Λάμψη», το «Jacob's Ladder», και το «Στο Στόμα της Τρέλας». Οι Έλληνες δημιουργοί κάνουν κόμικ κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πώς βλέπεις την κατάσταση του ελληνικού κόμικ και τι σε κάνει προσωπικά να επιμένεις στη δημιουργία κόμικ; Γ.Τ.: Είναι πολύ λίγα τα χρόνια που εγώ ασχολούμαι με την δημιουργία των κόμικς, και καθώς πέρασα το μεγαλύτερο διάστημα αυτών των χρόνων δουλεύοντας για αυτές τις δυο δουλειές που έχω παρουσιάσει, δεν μπορώ να πω πως έχω μια πλήρη εικόνα των πραγμάτων. Έχω δει, όμως, το πάθος των Ελλήνων δημιουργών, την αυθεντικότητα της δουλειάς τους, τον βαθύ σεβασμό που δείχνουν ο ένας στον μόχθο του άλλου, την αγωνία και την αφοσίωσή τους και το πόσο καλά περνάνε με αυτό που κάνουν. Είναι όλα αυτά, λοιπόν, που με τροφοδοτούν συνεχώς με έμπνευση και όρεξη για να δουλέψω, το να φέρνω στο μυαλό μου όλους αυτούς τους δημιουργούς με κάνει να χαμογελάω και να συνεχίζω. Όσο για το πιο προσωπικό κίνητρο; Είναι απλό: Να μεταφέρω και γω, με τον τρόπο που μπορώ, στους ανθρώπους γύρω μου, ιστορίες που αξίζει να γνωρίζουν. Και κάπου εκεί που εγώ τις παρουσιάζω, κάπου εκεί που αυτοί πλησιάζουν για να τις διαβάσουν, να συναντιόμαστε. Ηλ.Κ.: Από καλλιτεχνικής άποψης υπάρχει άνθηση, και βλέπω με χαρά νέους, αλλά και καταξιωμένους δημιουργούς, να ξεπερνούν αγκυλώσεις του παρελθόντος και να εξερευνούν θεματικές που μέχρι πρότινος έβλεπαν με επιφύλαξη. Το μεγάλο πρόβλημα είναι αναμφίβολα το ότι η αγορά είναι μικρή και ένας δημιουργός δεν μπορεί να ζήσει μόνο από τα comics, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που εργάζονται για εταιρείες του εξωτερικού. Ηλία, είσαι ένας εκ των ιδρυτών του πολύ επιτυχημένου Comicdom Con Athens. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας και πώς θέλετε να κινηθεί η διοργάνωση στο μέλλον; Ηλ.Κ.: Η επέκταση του Φεστιβάλ και σε άλλους χώρους βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας, καθώς έχουμε πλέον περισσότερους από 13.000 επισκέπτες. Παράλληλα είναι υψίστης σημασίας να διατηρήσουμε την ελεύθερη είσοδο, ειδικά στην παρούσα οικονομική συγκυρία, και τέλος να παραμείνουμε προσηλωμένοι στα comics και την κουλτούρα τους, ανανεώνοντας διαρκώς το πρόγραμμά μας. Ποια είναι τα μελλοντικά προσωπικά σας σχέδια; Ηλ.Κ.: Υπάρχουν ιστορίες, θα μου επιτρέψετε όμως να μην τις αποκαλύψω ακόμη. Αυτόν τον καιρό η ανάγκη μου είναι να παραγάγω, ξανά, πρωτογενές υλικό, και ήδη κάνω επαφές με σχεδιαστές προς αυτή την κατεύθυνση. Γ.Τ.: Σας προκαλώ να ανακαλύψετε στην σελίδα μου στο facebook (fb page: Γιώργος Τσιαμάντας Works) ποια ήταν η απάντηση του Χρηστομάνου σε μια αντίστοιχη ερώτηση που του έγινε το 1911. Ίσως χαμογελάσετε και σεις μαζί του. Επιστρέφοντας στο δικό μας παρόν, το 2017, η αλήθεια είναι πως οι ιδέες δεν σταματάνε ποτέ να έρχονται, ειδικά όταν δεν πρέπει. Όμως το σχέδιο για την ώρα είναι ένα: «Ξεκούραση-Ξεκούραση- Ξεκούραση!» https://youtu.be/xaSZ6uSCvy8 Η «Κερένια Κούκλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Comicdom Press. Διαβάστε περισσότερα εδώ. Πηγή
  7. saveapenguin

    ΜΑΥΡΟ ΦΩΣ

    Μετά την περσινή Αγρυπνία, η συνεργασία των Ηλία Κατιρτζιγιανόγλου και Άρη Λάμπου μας φέρνει φέτος το Μαύρο Φως, μια συλλογή που περιλαμβάνει άλλες τέσσερις εξίσου σκοτεινές ιστορίες: Αφύσικοι Καρποί, Λούπα, Στράγγισμα, Μαύρο Φως. Κατά τη γνώμη μου οι ιστορίες είναι αρκετά άνισες μεταξύ τους, ενώ την Αγρυπνία, το Στράγγισμα και το Μαύρο Φως τα βρήκα καταπληκτικά, οι άλλες δύο ιστορίες μου φάνηκαν μάλλον αδιάφορες. Σχεδιαστικά, δηλώνω οπαδός του Λάμπου και νομίζω ότι αποδίδει τέλεια την ατμόσφαιρα των ιστοριών. Το μόνο κακό που βρήκα στην έκδοση είναι η εισαγωγή του Γιώργου Μπελαούρη που προσπάθησε να φτιάξει ένα κείμενο που θα "παίζει" με τους τίτλους των ιστοριών αλλά το αποτέλεσμα, προσωπικά μου φάνηκε αστείο: "Το Μαύρο Φως αποσκοπεί στο στράγγισμα της ψυχής σας, μα αφύσικοι καρποί σίγουρα θα αρχίσουν να βλασταίνουν στην σκέψη και τα συναισθήματά σας. Η αγρύπνια που θα ακολουθήσει, θα με επιβεβαιώσει, να είστε σίγουροι. Και μέσα στο σκοτάδι, θα ξεφυλλίζετε και θα ξαναδιαβάζετε αυτές τις ιστορίες, ψάχνοντας ο καθένας σας κάτι διαφορετικό, ίσως κάποιου είδους λύτρωση, ξέφρενη και μέσα σε μια εφιαλτική λούπα!" Κυκλοφόρησε πρώτη φορά στο Comicdom Con 2016 σε δύο παραλλαγές, την απλή με μαύρο εξώφυλλο και τη συλλεκτική, αριθμημένη και εννοείται ακριβότερη έκδοση με λευκό εξώφυλλο. Οπότε αν τυχόν αγόρασε κάποιος τη δεύτερη, ας ανεβάσει το εξώφυλλο.
  8. The_Sandman

    ΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ

    Aστικό Κενό: Τοπίο που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της μετα-βιομηχανικής πόλης. Ανεπιθύμητη αστική περιοχή που έχει ανάγκη επανασχεδιασμού, “αντι-χώρος” με αρνητική συμβολή στο περιβάλλον ή τους χρήστες του. ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ Ο φωταγωγός μιας πολυκατοικίας μεταφέρει φωνές, και μας θυμίζει πόσο δύσκολο είναι τελικά να συνυπάρξουμε… ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ (ΕΞΑΛΛΟΥ) Ο Αντώνης δεν μπορεί πλέον να συντηρηθεί στην Αθήνα, οι φίλοι του, όμως, δυσκολεύονται να το δεχτούν, παρά τις καλές τους προθέσεις… ΜΑΖΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ Σε μια εποχή που όλοι ψαχνόμαστε με το τι είναι διάκριση και τι όχι, ένας στρυφνός γέρος έχει τις δικές του απαντήσεις… Ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου (ΣΥΝΔΡΟΜΟ, ΑΓΡΥΠΝΙΑ) και ο πρωτοεμφανιζόμενος Aldo Shabani, ζουν στην Αθήνα. Οι τρεις ιστορίες που αποτελούν το άλμπουμ, ΑΣΤΙΚΟ ΚΕΝΟ, είναι η ματιά τους για τη ζωή στην πόλη. Η χειροποίητη αίσθηση που αποπνέει συνολικά η έκδοση δημιουργεί μια αντίθεση, σε σχέση με τη σύγχρονη θεματική των ιστοριών, που σίγουρα θα σας εκπλήξει. -- Αν και ήμουν πολύ επιφυλακτικός όταν διάβασα για αυτή την κυκλοφορία, όταν έπιασα το άλμπουμ στα χέρια μου για ένα γρήγορο ξεφύλλισμα, το αγόρασα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο βασικός λόγος ήταν το σχέδιο. Μου θύμιζε μια πιο ποπ εκδοχή του Munoz. Ή ίσως λίγο πιο στιλιζαρισμένο Tardi. Όπως και να 'χε μου 'κανε. Αυτό που με προβλημάτιζε όμως ήταν η θεματολογία. Τα κόμικς με κοινωνική θεματολογία, δεν είναι και τα πιο αγαπημένα μου. Δεν ζω κλεισμένος σε γυάλα, ξέρω τι γίνεται γύρω μου δεν χρειάζεται να μου πετάς στην μούρη μια χοντροκομμένη εκδοχή όσο πιο εύπεπτη γίνεται να την καταλαβαίνουν όλοι. Ευτυχώς, στο Αστικό Κενό, δεν έγινε κάτι τέτοιο. Οι τρεις ιστορίες που αποτελούν αυτό το άλμπουμ είναι δοσμένες με έξυπνο τρόπο, χωρίς ίχνος διδακτισμού. Είναι στιγμιότυπα της σύγχρονης ελληνικής καθημερινότητας. Όπως οι ιστορίες του Μπουκόφσκι, χωρίς αρχή και τέλος. Μόνο το ενδιάμεσο. Μου άρεσε.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.