Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις comicdom'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου στο «Σύνδρομο», σε συνεργασία με 5 έμπειρους σχεδιαστές, εξετάζει το αν οι διαφορετικές και ξεχωριστές ικανότητες μιας ομάδας ανθρώπων που πάσχουν από σπάνια σύνδρομα αποτελούν τις αιτίες για τις προσωπικές τους τραγωδίες ή τα εφαλτήρια για τις ηρωικές τους πράξεις. «Δείξτε μου έναν ήρωα και θα σας γράψω μια τραγωδία». Με αυτή τη φράση του Francis Scott Fitzgerald που επανέλαβε ο John Byrne στους Fantastic Four ξεκινά ο Αβραάμ Κάουα τον κατατοπιστικό και επεξηγηματικό πρόλογό του στο «Σύνδρομο» του Ηλία Κατιρτζιγιανόγλου (εκδόσεις: Comicdom Press, συνοδεύεται από ένα pin-up gallery με έργα 17 Ελλήνων δημιουργών κόμικς και εικονογράφων). Μια φράση που ταιριάζει απόλυτα στους πρωταγωνιστές της σειράς, μια ομάδα ετερόκλιτων ανθρώπων που ο καθένας τους αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα ιδιαίτερα χαρίσματά του για να βοηθήσει άλλους ανθρώπους, την ίδια στιγμή που τα χαρίσματα αυτά ως συνέπειες μιας σπάνιας πάθησης τους καθιστούν τραγικούς ήρωες, καταραμένους, απόβλητους, δυστυχισμένους, στόχους μιας κοινωνίας που δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα, επιζητεί θύματα και όχι ήρωες. «Το «Σύνδρομο» μοιάζει πιο πολύ με τον «Άφθαρτο», την ταινία του M. Night Shyamalan, γιατί σαν αυτή είναι μια ιστορία που μιλάει για ήρωες κι όχι μια ηρωική ιστορία. Κι αν προσεγγίζει τα μοτίβα των κόμικς με υπερήρωες, το κάνει εξίσου πλάγια με τον Άφθαρτο, πιο πολύ με τη λογική του δράματος, της τραγωδίας, κι όχι της δράσης και της περιπέτειας, και μόνο όταν η ιστορία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί καταλαβαίνεις τις εκλεκτικές της συγγένειες. Οι ήρωές του είναι πιο κοντά στο «Doom Patrol» από ό,τι στο «X-Men» (πρωταγωνιστές δυσλειτουργικοί και πάσχοντες, όχι υπεράνθρωποι μεταλλαγμένοι), η ατμόσφαιρά του πιο κοντά στο «Oldboy» και στις σειρές της Vertigo και το όποιο φανταστικό στοιχείο υποστηρίζεται από χαρακτήρες που θα μπορούσες να τους ξέρεις με το μικρό τους όνομα» συμπληρώνει ο Αβραάμ Κάουα. Και αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του Συνδρόμου καθώς είναι μεγάλη η ικανότητα του Κατιρτζιγιανόγλου, δημοσιογράφου και σεναριογράφου («Αστικό Κενό», «Μαύρο Φως», «Η Κερένια Κούκλα» κ.α.), με μεγάλη θητεία στα ελληνικά κόμικς και εκ των ιδρυτών του Comicdom, να χτίζει τους χαρακτήρες του χωρίς βιασύνη, ευκολίες, υπερβολές και ακροβασίες. Ο πρώτος από τους χαρακτήρες αυτούς (εικονογράφηση: Χρήστος Μαρτίνης) είναι ο Άρης, που πάσχει από το «σύνδρομο Άντον», μια σπάνια μορφή τύφλωσης που ονομάζεται και φλοιώδης τύφλωση. Όπως οι περισσότεροι πάσχοντες από την ιδιαίτερη αυτή πάθηση, «αναγνωρίζει» τα πράγματα με τον τρόπο που τα αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλός του και συχνά έχει την ικανότητα να «βλέπει» ακόμη περισσότερα. Από το «σύνδρομο Stendahl» πάσχει η ζωγράφος Νικόλ (εικονογράφηση: Γιάννης Ρουμπούλιας), μια ψυχοσωματική ασθένεια που προκαλεί συμπτώματα ζαλάδας, πανικού, παράνοιας και παραισθήσεων στη θέαση συγκεκριμένων έργων τέχνης ή ιστορικών μνημείων. Η Έλλη (εικονογράφηση: Γαβριήλ Τομπαλίδης) πάσχει από το «σύνδρομο Cotard», μια ψυχιατρική διαταραχή που μπορεί να οδηγήσει στην απατηλή αίσθηση ότι ο πάσχων είναι νεκρός ή δεν υπάρχει, έχει σαπίσει, λείπουν τα όργανά του κ.λ.π. Τέλος, από το «σύνδρομο XYY», μια σπάνια χρωμοσωμική ανωμαλία που μπορεί να οδηγήσει σε σκελετικές δυσμορφίες, μεγαλακρία, επιθετικές συμπεριφορές κ.α., πάσχει ο Σταύρος (εικονογράφηση: Αλέξια Οθωναίου). Οι τέσσερίς τους θα συναντηθούν και με γνώμονα την ανεξήγητη τάση τους να εκμεταλλευτούν την ιδιαιτερότητά τους προς όφελος των ανθρώπων θα δημιουργήσουν μια άτυπη ομάδα «ηρώων» που αναλαμβάνει δράση, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς επικές μουσικές (αν και κάθε κεφάλαιο συνοδεύεται από μουσικές προτάσεις του συγγραφέα του), χωρίς μεγάλα λόγια. Από τη δράση αυτή θα αναδειχθεί ακόμη πιο έντονα και η τραγικότητα των «ηρωικών» αυτών προσώπων που είναι αναγκασμένα να κινούνται μυστικά, στις σκιές, μακριά από την κοινή θέα και τους ανθρώπους που τους θεωρούν τέρατα. Στο κεφάλαιο «Η Αρχή Είναι το Τέλος», σε εικονογράφηση Χρήστου Μαρτίνη, τα μέλη της ομάδας θα έρθουν ακόμα πιο κοντά αντιμετωπίζοντας την οργανωμένη επίθεση των εκπροσώπων μιας υποτιθέμενης επιστημονικής ορθότητας που τοποθετεί την έρευνα και το χρήμα πάνω από τους ανθρώπους, ενώ ο ανοιχτός επίλογος (εικονογράφηση: Λευτέρης Μαυρογιάννης) αφήνει περιθώρια για τη συνέχιση του «Συνδρόμου», όπως άλλωστε επισημαίνει ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, στο επιμύθιό του: «Όλες οι ιστορίες που έχω γράψει μέχρι σήμερα έχουν κλείσει τον κύκλο τους μέσα στο μυαλό μου. Εκτός από το Σύνδρομο. Με αυτό, πάντοτε το τέλος θα είναι η αρχή». Και το σχετικό link...
  2. Τα τελευταία χρόνια κερδίζουν συνεχώς έδαφος οι προσαρμογές κλασικών ελληνικών λογοτεχνικών έργων σε κόμικς. Οι Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου (σενάριο) και Γιώργος Τσιαμάντας (σχέδια) επέλεξαν όμως να μεταφέρουν ένα σχετικά άγνωστο έργο ερωτικού και ηθογραφικού περιεχομένου με gothic στοιχεία, την «Κερένια Κούκλα» (1908) του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Comicdom. Γιατί επιλέξατε να μεταφέρετε σε κόμικς ένα σχετικά άγνωστο έργο όπως αυτό του Χρηστομάνου; Δεν υπήρχαν τόσα και τόσα άλλα γνωστά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας; Η.Κ.: Την «Κερένια Κούκλα» την ανακάλυψα πριν από 30 χρόνια, σε ηλικία 11 χρόνων, από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. Έσπευσα να αγοράσω το βιβλίο και, καθώς ήμουν ήδη λάτρης της Ένατης Τέχνης, άρχισα να φαντάζομαι την ιστορία να ξετυλίγεται στα καρέ ενός κόμικς. Συνεπώς η πρωτοβουλία της μεταφοράς της είναι αποτέλεσμα της αγάπης μου για το πρωτογενές υλικό, αλλά και η πίστη πως αυτή η συγκλονιστική ιστορία θα λειτουργούσε άψογα σε κόμικς. Όπως λέει και στην εισαγωγή της δικής μας έκδοσης η εκδότρια του μυθιστορήματος, Αγγέλα Καστρινάκη, αναφερόμενη στο πλήθος τηλεοπτικών, κινηματογραφικών και άλλων διασκευών που έχουν προηγηθεί: «Πολύ πάθος εντέλει γύρω από αυτό το μυθιστόρημα!» Γ. Τσ.: Έμαθα για το όνειρο του Ηλία να μεταφερθεί η «Κερένια Κούκλα» σε κόμικς το 2013. Ανακαλύπτοντας το μυθιστόρημα, μαγεύτηκα από τους ήρωες που έπλασε ο Χρηστομάνος, από την πλοκή και από τις σχέσεις μεταξύ τους. Μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως αυτό το κείμενο ήταν γραμμένο πριν από εκατό χρόνια. Ο τρόπος που «αγαπάει» και «δικαιώνει» καθέναν από τους ήρωές του με έκανε να συνειδητοποιήσω πως βρίσκομαι μπροστά σε ένα μοναδικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν απλά αδύνατο να αντισταθώ. Πώς καταλήξατε σε ποιες σκηνές και αποσπάσματα του πρωτοτύπου θα επικεντρωθείτε; Και ποια αφήσατε «απέξω»; Η.Κ.: Επέλεξα τις σκηνές εκείνες που ήταν απαραίτητες για την εξέλιξη της πλοκής και τη δόμηση των χαρακτήρων. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως ήταν ο όγκος της αφήγησης, σε συνδυασμό με τους ελάχιστους διαλόγους. Βρήκα τη λύση στις λανθάνουσες αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία: όπως στα αμερικανικά horror comics των '50s, ο τερατόμορφος αφηγητής αναλάμβανε να ξεναγήσει τον αναγνώστη στην ιστορία, «ανέθεσα» στον Χρηστομάνο αυτόν τον ρόλο. Τελικά, ελάχιστα πράγματα έμειναν εκτός του graphic novel, καθώς οι μακροσκελείς περιγραφές του συγγραφέα υπήρξαν πολύτιμο εργαλείο για τον Γιώργο. Ποια διαδικασία ακολουθήσατε για την τεκμηρίωση; Προσπαθήσατε να είστε ακριβείς σε κάθε λεπτομέρεια; Και γιατί είχε σημασία κάτι τέτοιο; Γ. Τσ.: Πριν καν ξεκινήσω τον σχεδιασμό των ηρώων και των σκηνών βούτηξα στο -ευτυχώς πλούσιο- φωτογραφικό υλικό της εποχής. Ήθελα να συλλάβω τις φιγούρες των ανθρώπων, τις κινήσεις, τις εκφράσεις, να προσπαθήσω να νιώσω πώς αισθάνονταν οι άνθρωποι τότε με τα ίδια τους τα κορμιά, με τα ρούχα τους. Έπειτα, έχοντας να κάνω με τον Χρηστομάνο που δεν αφήνει απολύτως τίποτα στην τύχη του, χρειάστηκε να ασχοληθώ με κάθε λεπτομέρεια και περιγραφή που μας δίνει για τα πρόσωπα των ηρώων, για τα σώματά τους, για τα ρούχα τους. Επικεντρώθηκα στους τρεις ήρωες αλλά και στους δευτεραγωνιστές που τους συνοδεύουν. Τα πρόσωπά τους ήταν ο «καμβάς» μου για να προσπαθήσω να μεταφέρω στο χαρτί κάτι από το σύμπαν του Χρηστομάνου. Η ανάγκη να σεβαστώ απολύτως τις επιταγές του σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου Χρηστομάνου με οδήγησε να αφιερώσω μήνες και μήνες για να ανακαλύψω σε τι ακριβώς αναφερόταν κάθε φορά μέσα στο κείμενό του: το καπέλο του Νίκου, τα χτενίσματα των κοριτσιών, κάθε ένας από τους μασκαράδες στη σκηνή του Καρναβαλιού, η κάθε κίνηση στον χορό ήταν μόνο λίγα από τα πράγματα τα οποία έπρεπε να ανακαλύψω και να εντάξω στην εικονογράφηση για να μη χαθούν. Μόνο έτσι πίστευα πως θα μπορούσα να διαχειριστώ αυτή την εικονογράφηση και το πλάσιμο του κόμικς: κάνοντας τις εικόνες του να περιέχουν όση περισσότερη από την πληροφορία και την αίσθηση του αυθεντικού κειμένου. Τελικά το έργο του Χρηστομάνου είναι μια gothic ηθογραφία; Μελόδραμα; Φάρσα; Όλα αυτά μαζί; Η.Κ.: Η «Κερένια Κούκλα» ξεκινάει ως ηθογραφία, με παράλληλο λαογραφικό ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη, και εξελίσσεται σε μια σκοτεινή ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Δεν γνωρίζουμε αν οι αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία ήταν ακούσιες ή εκούσιες, αυτές όμως γίνονται εύκολα αντιληπτές από τον αναγνώστη που έχει ασχοληθεί με το είδος. Γ. Τσ.: Η «Κερένια Κούκλα» είναι ένα σκληρό, αφόρητο κείμενο για όποιον έχει νιώσει μέσα του βαθιά το κάψιμο της φλόγας του έρωτα, την αυταπάρνηση που νιώθει κάποιος όταν αγαπά πραγματικά, το πάγωμα κάθε κύτταρου του κορμιού του όταν το αναπάντεχο και το αμετάκλητο έρχονται. Γιατί καταλήξατε στο ασπρόμαυρο σχέδιο; Μήπως το έγχρωμο θα μπορούσε να αποδώσει πιο αποτελεσματικά την πορεία προς το «λιώσιμο» και τον θάνατο; Η.Κ.: Με τον Γιώργο υπήρξε, εξαρχής, ζηλευτή σύμπνοια ως προς το ύφος και την τεχνική της εικονογράφησης. Θέλαμε κι οι δυο κάτι που θα αποτυπώνει τα αισθητικά πρότυπα της εποχής κι έτσι καταλήξαμε στο ασπρόμαυρο, με μια τεχνική που παραπέμπει σε γκραβούρα ή ξυλογραφία. Με την ίδια λογική επιλέξαμε και υπόλευκο χαρτί, ώστε να ενισχυθεί η παλαιική αίσθηση που αποπνέει το σχέδιο. Γ. Τσ.: Πέρα από την προσωπική μου ανάγκη μετά τον χρωματιστό κόσμο της «Χελιδονούς» να δουλέψω με ένα «σκέτο μελάνι», θεώρησα πως θα ήταν ανώφελο να επιχειρήσω να μεταφέρω στο χαρτί την παλέτα του Χρηστομάνου. Όποιος έχει την τύχη να βυθιστεί μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος θα ανακαλύψει, εκτός των άλλων, τις άπειρες περιγραφές των χρωμάτων που αφορούν όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία και τα αντικείμενα αλλά και τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων και τις καταστάσεις που διαδραματίζονται. Θα ήταν σχεδόν ύβρις να προσπαθήσω να αποδώσω με τα δικά μου μέσα αυτόν τον πλούτο, για να καταφέρω μόνο να τον φτωχύνω τελικά. Μόνο αφαιρετικά, λοιπόν, θα μπορούσα να προσεγγίσω αυτό τον κόσμο, όπως ίσως θα έκανε ένας σχεδιαστής εκείνης της εποχής προσπαθώντας να χωρέσει τον κόσμο της Κερένιας σε ένα φτηνό λαϊκό έντυπο. Η Κερένια πρωτοκυκλοφόρησε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, έγινε θεατρική παράσταση και η πρώτη ελληνική ταινία και τριάντα χρόνια μετά είχε πάρει τη μορφή αστικού αθηναϊκού παραμυθιού από στόμα σε στόμα. Είναι λοιπόν, πέρα από όλα τα άλλα, και ένα έργο φτιαγμένο για να διαβαστεί απλά και από απλούς ανθρώπους. Προσπάθησα το σχέδιό μου να κουβαλάει την αίσθηση που έδωσε σε εμένα αυτό το κείμενο και να εντάξω μέσα του, με τον τρόπο μου, όλη την αγάπη για τη ζωή αλλά και τη φθορά για την οποία μιλάει. Αν και έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για τη δυνατότητα των κόμικς να προσαρμόζουν στη φόρμα τους γνωστά έργα της λογοτεχνίας, ποια είναι η γνώμη σας; Και πώς αντιμετωπίζετε το θέμα μετά την εμπειρία της «Κερένιας Κούκλας»; Η.Κ.: Υπάρχουν μεταφορές που επιτυγχάνουν τον καλλιτεχνικό ή/και τον εμπορικό τους στόχο και άλλες που αποτυγχάνουν. Η ίδια η μεταφορά είναι πάντοτε ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια ξεκινάς με το πλεονέκτημα ότι απευθύνεσαι τόσο στο κοινό του βιβλίου όσο και σε εκείνο των κόμικς, από την άλλη έχεις το άγχος να μην αποξενώσεις το κοινό του βιβλίου κάνοντας κακή διαχείριση του πρωτογενούς υλικού, αλλά και να μην προδώσεις εκείνο των κόμικς, μη σεβόμενος την κυρίαρχη οπτική γλώσσα του. Γ. Τσ.: Ο λόγος που δημιουργώ κόμικς που βασίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε λογοτεχνικά έργα είναι ξεκάθαρα για να υπηρετήσουν το κείμενο από το οποίο προέρχονται. Να αποτελέσει αφορμή η δουλειά μου για να συναντηθεί ίσως ένα διαφορετικό κοινό με το αρχικό κείμενο ή τον συγγραφέα. Δεν αισθάνομαι ποτέ πως δημιουργώ κάτι ανταγωνιστικό προς το πρωτογενές υλικό. Θεωρώ πως αν η προσέγγιση γίνεται με σεβασμό, για να «προσθέσει» και όχι για να «εκμεταλλευτεί», τότε όλα πάνε καλά και πλουτίζουμε ως αναγνώστες. Υπάρχει κοινό για τέτοια κόμικς στην Ελλάδα; Τι προσδοκίες είχατε κατά τη δημιουργία του και πώς βλέπετε τη μέχρι τώρα πορεία του; Η.Κ.: Αναμφίβολα υπάρχει κοινό, και σε εθνικό επίπεδο οι εξαιρετικές μεταφορές των Βανέλλη-Πέτρου, η πρόσφατη επιτυχία του «Ερωτόκριτου», αλλά και η μεγάλη ανταπόκριση που είχε η προ τριετίας μεταφορά του Γιώργου, στο διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η Παναγιά η Χελιδονού», το έχουν αποδείξει. Για την «Κερένια» είχαμε την αγωνία που έχει κάθε δημιουργός και κάθε εκδότης για το αν θα πάει καλά μια νέα έκδοση. Ευτυχώς η ανταπόκριση του κοινού ξεπέρασε τις προσδοκίες μας. Γ. Τσ.: Έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια χώρα με πλούσια και σημαντική λογοτεχνική παράδοση, οι αναγνώστες ίσως να μην είναι πολλοί, αλλά όσοι διαβάζουν, διαβάζουν με πάθος. Είναι τόσο μεγάλη η χαρά να συναντάς αυτούς τους ανθρώπους: άλλοι γνωρίζοντας ήδη το αρχικό κείμενο και θέλοντας να ρίξουν μια άλλη ματιά πάνω του και άλλοι με τη διάθεση να το γνωρίσουν μέσα από τη δουλειά σου. Υπάρχει κοινό λοιπόν, και μόνο να αυξηθεί μπορεί. Δουλεύοντας δυόμισι χρόνια για την «Κερένια», η βασική μου προσδοκία ήταν να μπορέσω να παρουσιάσω μια δουλειά που θα ενδιαφέρει όλους αυτούς τους ανθρώπους. Απ' ότι φαίνεται τα καταφέρνει. Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια συνεργασίας σας ή και ξεχωριστής δουλειάς – προσαρμογής άλλων λογοτεχνικών έργων σε κόμικς; Η.Κ.: Η θετική ανταπόκριση κοινού και κριτικών, τόσο για την «Κερένια» όσο και για τη «Χελιδονού» του Γιώργου, έχει δώσει αναμφίβολα «αέρα στα πανιά μας». Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια τα οποία γίνονται μέρα με τη μέρα και πιο συγκεκριμένα, προς το παρόν όμως στόχος μας είναι να ανακαλύψουν – ή να ξανα-ανακαλύψουν στην κομιξική της μορφή – την «Κερένια Κούκλα» όσο το δυνατόν περισσότεροι αναγνώστες. Γ. Τσ.: Είναι πολύ νωρίς για μένα για να σκέφτομαι πάρα πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το μέλλον. Σίγουρα όμως όταν νιώσω ένα κείμενο «να λιώνει την καρδιά μου», θα θελήσω να δουλέψω. Μέχρι τότε είναι πολλά από τον κόσμο της Κερένιας που πρέπει να ανακαλύψετε. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.