Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις πολύτυπο'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Αν ένα ελληνικό βιβλίο κόμικς έχει γίνει θρύλος στο πέρασμα των περίπου 40 ετών από τότε που ξεκίνησε να δημιουργείται, αυτό είναι η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή. Το πρώτο μέρος της δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1981 στο έβδομο τεύχος ενός επίσης θρυλικού περιοδικού, της «Βαβέλ», που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα αναζητώντας το στυλ της και παρέχοντας τον χώρο της σε Έλληνες καλλιτέχνες, που πειραματίζονταν πάνω στη γλώσσα των κόμικς έχοντας κυρίως επιρροές από Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Μπορεί η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» να μην ολοκληρώθηκε στη «Βαβέλ», κυκλοφόρησε όμως ολόκληρη από τις εκδόσεις Πολύτυπο το 1984 με την ένδειξη «Εικονογράφημα»! Ολόκληρη; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς ο Καλαϊτζής στην τελευταία σελίδα άφηνε να εννοηθεί ότι η αστική περιπέτεια του παράξενου ζεύγους των πρωταγωνιστών θα έχει και συνέχεια. «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα». Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Ο Καλαϊτζής συνέχισε να δημιουργεί μοναδικά κόμικς όπως «Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και το «Ο Τυφών», να γελοιογραφεί, να σκιτσάρει αλλά στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν επέστρεψε ποτέ. Ίσως και να μη χρειαζόταν κάτι τέτοιο καθώς η ιστορία είναι τόσο επιτηδευμένα ανολοκλήρωτη που οποιαδήποτε παρέμβαση θα αλλοίωνε το αρχικό της περιεχόμενο: την απόπειρα καταγραφής ενός 24ώρου του τρόμου για ένα ζευγάρι στα όρθια ερείπια μιας εφιαλτικής και γκροτέσκο Αθήνας που καταρρέει ακροβατώντας ανάμεσα στον υπερφίαλο και κατευθυνόμενο δυτικό της προσανατολισμό και το ανατολικό της παρελθόν. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα μπορούσε να είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την Αθήνα του ’80. Ή ένα ρεπορτάζ με θέμα τη ζωή ενός εργαζόμενου στην πόλη. Ή μια ηθογραφία της εποχής. Μια ερωτική ιστορία ίσως. Ένα πολιτικό σχόλιο για τις αντιφάσεις της Αριστεράς και την αδυναμία συνεννόησης των δυνάμεών της. Μια καταγγελία του κράτους του χωροφύλακα που συντηρούσε η Δεξιά. Μια πινακοθήκη χαρακτηριστικών μορφών και φυσιογνωμιών της πόλης. Μια συλλογή από γκράφιτι, συνθήματα, τίτλους εφημερίδων και επιγραφές. Ένα road κόμικς στους μποτιλιαρισμένους δρόμους ανάμεσα σε τρόλεϊ, αδέσποτα σκυλιά, τσοντάδικα, ματατζήδες, διαδηλωτές, ταξιτζήδες, κλειδαράδες, γαλατάδες, μπανιστιρτζήδες, παλαιοπώλες, καφετζήδες, ψαροπώλες, θυρωρούς, σουβλατζήδες, πλανόδιους μουσικούς και χορευτές, ξενοδόχους, επαίτες και ρεμπέτες. Ένα μητροπολιτικό σάουντρακ με κλαρίνα, κιθάρες, ροκ, ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, μεγάφωνα από Ντάτσουν με καρπούζια και τον Σαββόπουλο να υπενθυμίζει «Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» δίπλα στον Βελουχιώτη. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά. Είναι όλα αυτά μαζί. Μα πάνω απ’ όλα είναι η απελπισμένη απόπειρα απόδρασης ακριβώς από όλα αυτά. Είναι η αγωνία του σκιτσογράφου Κώστα Φαναρτζή, εργαζόμενου στην εφημερίδα «Η Σημαία», και της Έφης που μόλις γνωριστήκανε και για τους οποίους ο αναγνώστης δεν μαθαίνει τίποτα ως προς τον πρότερο βίο τους και φυσικά απολύτως τίποτα για τον μεταγενέστερο (εκτός από το ότι είχαν κανονίσει το επόμενο πρωί να πάνε στο «Πολύτοπο» του Ξενάκη στις Μυκήνες), να βρεθούν λίγο μόνοι. Να κάνουν σεξ. Οπουδήποτε. Με κάθε αντίτιμο και τίμημα. Και να επιστρέψουν σώοι στα σπίτια τους περνώντας από τις συμπληγάδες της απειλητικής Αθήνας. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Στον δρόμο της επιστροφής θα συναντήσουν μια, κατά την Έφη, «Κατίνα» που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Κώστα και πραγματική κυρα-Κατίνα που πηγαίνει στη νυχτερινή δουλειά της στον Άγιο Σώστη. Και η διαδρομή θα ολοκληρωθεί με ραδιοφωνικές ειδήσεις («Ο πρωθυπουργός κύριος Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχωρεί αύριον διά Δυτικήν Γερμανίαν κατόπιν προσκλήσεως του καγκελαρίου κυρίου…»), τραγούδια («Λεε - καλέ - λεεεμοοονάκι μυρωδάτοοο…»), βουκολικό γλέντι («Λέιντις εντ τζέντλεμεν, δε γκρικ φολκ ντάνσες γκρουπ, ριπριζέντ τουνάιτ ντάνσες εντ σονκς οφ Μακεντόνια εντ Θρας, ντάνσες οφ Κρετ…»), λίγα μαχαιρώματα και μια απρόσμενη συνάντηση με τον σουρωμένο Νίκο που φιλοσοφεί λίγο πριν το χάραμα. Το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης ορχήστρας» (εκδ. Πολύτυπο, 1984) Η ημερήσια «εκδρομή» του Κώστα και της Έφης στην εξπρεσιονιστική και κλειστοφοβική Αθήνα που φιλοτεχνεί ο Καλαϊτζής με αποστροφή για την Αθήνα αλλά και συμπάθεια για τους γραφικούς Αθηναίους (δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό για τους Αθηναίους) μπορεί να ιδωθεί και ως μια νουάρ κατάδυση στην Καρδιά του Σκότους. Μια χιουμοριστική «Αποκάλυψη Τώρα» που κάθε βήμα σε στέλνει όλο και πιο βαθιά στην Κόλαση χωρίς καμία διαφυγή. Η Αθήνα αυτή που υπακούει στον Τρόμο του Κενού καθώς ο Καλαϊτζής δεν αφήνει ούτε σπιθαμή χώρου ανεκμετάλλευτη, γεμίζοντας κάθε σημείο της ζωγραφικής του επιφάνειας με πρόσωπα, λόγια, φωνές, κτίρια, οχήματα και αντικείμενα που αποδίδουν πιστά το χάος της πρωτεύουσας στις αρχές του ’80 (με μικρές διαφορές από το σύγχρονο χάος). Ασπρόμαυρη στο κλίμα των κόμικς των Munoz και Sampayo, φλεγματική όπως οι περιπέτειες της «Ada» και του «Colombo» του Altan, σκοτεινή όπως οι αφηγήσεις του Alberto Breccia, η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη μεγάλης έκτασης ιστορία των ελληνικών κόμικς και για όσους τη διάβασαν (διαβάσαμε) τότε, μία από τις καλύτερες γνωριμίες με το είδος. Το διονυσιακό πνεύμα της σε ένα κλίμα ασχημάτιστου και οργιώδους πανηγυριού διατηρήθηκε και στα κόμικς του Καλαϊτζή των επόμενων δεκαετιών ενώ οι επιδράσεις της στους Έλληνες δημιουργούς κόμικς είναι ακόμα ορατές. Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα αποτελεί πάντα μια όχι-και-τόσο παραμορφωμένη αντανάκλαση της Αθήνας και ταυτόχρονα ένα αριστουργηματικό έργο από έναν κορυφαίο δημιουργό. Καρέ από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Και το σχετικό link...
  2. Ο κορυφαίος γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς Γιάννης Ιωάννου πέθανε πριν από λίγες ημέρες σε ηλικία 74 ετών. Το Καρέ Καρέ, περήφανο που περιλαμβάνεται στις σελίδες της ίδιας εφημερίδας όπου τα τελευταία 3,5 χρόνια δημοσίευε τα έργα του ο μεγάλος δημιουργός, θυμάται τα συγκλονιστικά του κόμικς με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και κρατάει στη μνήμη του το μήνυμα ότι ο αγώνας ενάντια στην εξουσία και την εξαπάτηση του λαού είναι πιο αποτελεσματικός όταν έχει για όπλο του το σκληρό, καυστικό, ανελέητο χιούμορ. Η παράξενη δεκαετία του 1980 έφερε στην Ελλάδα τη «σοσιαλιστική» επανάσταση και τον ηγέτη της, Ανδρέα Παπανδρέου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο μύθος ξέφτισε, ο σοσιαλισμός πέρασε και δεν ακούμπησε, οι ελπίδες προδόθηκαν και ξεχάστηκαν και ο Ανδρέας έδωσε τη θέση του στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στην απομυθοποίηση του Ανδρέα, εκτός φυσικά από την πολιτική του και τα στελέχη του, συνέβαλαν σημαντικά οι Έλληνες γελοιογράφοι και δημιουργοί κόμικς. Και περισσότερο απ’ όλους, ο άφθαστος Γιάννης Ιωάννου με τη σειρά κόμικς «Ο Τρίτος Δρόμος». Μια σειρά, ίσως τη μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο, που είχε επί σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία για πρωταγωνιστή της έναν εν ενεργεία πρωθυπουργό. Ο Γιάννης Ιωάννου, καχύποπτος από την αρχή απέναντι στον ενθουσιασμό για την έλευση του «σοσιαλισμού», όλα αυτά τα χρόνια, δεν χαρίστηκε ούτε στιγμή στο ΠΑΣΟΚ και επί των ημερών των κυβερνήσεών του έδωσε ορισμένα από τα καλύτερά του κόμικς, πάντα με στόχο να αντισταθεί στην εξουσία που γινόταν όλο και πιο απάνθρωπη, απομακρυνόμενη ταχύτατα από τις διακηρύξεις της και τις απαιτήσεις του λαού. Στο πρώτο άλμπουμ της σειράς, ο ίδιος έγραφε στον πρόλογό του με τον τίτλο «Αλλαγή»: «Όλα αναποδογύρισαν μέσα σε λίγες ώρες. Η δεξιά στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση κι εμείς στην εξουσία. Μας ήταν δύσκολο να συλλάβουμε όλη αυτήν την κοσμογονία που συντελέστηκε έτσι απλά κι ανέμελα με το να ρίξουμε εκείνο το φακελάκι μέσα από τη χαραμάδα στο μεγάλο ξύλινο κουτί με την κλειδαριά. Ως τότε νομίζαμε ότι ο Σοσιαλισμός θέλει αγώνες, αίμα και δάκρυα για να 'ρθει. Ότι το κατεστημένο δεν θ’ άφηνε έτσι εύκολα την εξουσία από τα χέρια του. Κι όμως. Εκείνη την Κυριακή, στις εννιά τη νύχτα, ο πριν από λίγο πρωθυπουργός και αρχηγός της παντοδύναμης δεξιάς βγήκε στην τηλεόραση και μας παρέδωσε την εξουσία ήρεμα και αναίμακτα. Πραγματικός τζέντλεμαν. Μήπως την είχαμε αδικήσει τη δεξιά; Η αλλαγή που όλοι περιμέναμε μας βρήκε απροετοίμαστους. Ποια ήταν τα καθήκοντά μας τώρα; Τι έπρεπε να κάνουμε;». Ο ίδιος αποφάσισε γρήγορα τι έπρεπε να κάνει. Να περιλάβει τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ και, με αρκετή ανοχή στην αρχή που αναπόφευκτα μειωνόταν με ταχείς ρυθμούς μέχρι που έδωσε τη θέση της στον απόλυτο σαρκασμό και την ειρωνεία, να παρουσιάσει με το μοναδικό χιούμορ του την πολιτική του, τις αποφάσεις του, την αλλαγή στάσης του, τις επικίνδυνες στροφές του, τις αλλόκοτες συμμαχίες και επιλογές του. Κι αν στην πρώτη ιστορία του «Τρίτου Δρόμου», ο Ανδρέας ήταν ένα νεογέννητο μωρό που προκαλούσε ενθουσιασμό αλλά και ερωτήματα, σύντομα μετατράπηκε σε έναν περιπλανώμενο τυχοδιώκτη που κουβαλώντας μια ταμπέλα με την επιγραφή «Σοσιαλισμός», αναζητούσε μάταια τη διαδρομή του ακολουθώντας τα πιο αδιέξοδα μονοπάτια στα πιο απίθανα μέρη. Τα επόμενα χρόνια, ο Ανδρέας –τόσο ο πραγματικός όσο και αυτός του Ιωάννου– έχασε εντελώς τον προσανατολισμό του. Και ο (κάποτε τρίτος) δρόμος του έγινε όλο και πιο σκοτεινός, στρωμένος με όλο και πιο «κακές» προθέσεις. Μέχρι τον γκρεμό. Το τελευταίο μέρος της σειράς είχε τον τίτλο «Τρίτος Δρόμος Ήταν και Πέρασε». Με τον Ανδρέα, γέρο και κουρασμένο αλλά ακόμη εγωιστή και γεμάτο αυταπάτες να μονολογεί: «Θα ασχοληθώ με κάτι άλλο… Θα κάνω μια καινούργια αρχή. Έχω όλην τη ζωή μπροστά μου… Να! Ένας νέος ήλιος ανατέλλει για μένα… Σκατά. Τώρα που δεν έχω κοινό να κοροϊδεύω άρχισα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Αφού ξέρω ότι είναι δύση! Ποτέ δε φαινόταν η ανατολή από δω». Τα βιβλία του Γιάννη Ιωάννου που κυκλοφόρησαν στη σειρά «Τρίτος Δρόμος» (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη εκτός από το πρώτο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πολύτυπο) ήταν τα εξής: ■ «Ο Τρίτος Δρόμος» (1982) ■ «Ο Τρίτος Δρόμος '83» (1983) ■ «Ο Τρίτος Δρόμος… Δεξιά» (1984) ■ «Ποιος Τρίτος Δρόμος;» (1985) ■ «Ο Τρύπιος Δρόμος» (1986) ■ «Ο Τρίτος Δρόμος, Αυστηρώς Ακατάλληλον» (1987) ■ «Ο Τρίτος Μελόδρομος» (1988) ■ «Τρίτος Δρόμος Ηταν και Πέρασε» (1989) Ο Γιάννης Ιωάννου, εκτός από τη σειρά «Τρίτος Δρόμος», δημιουργούσε ακατάπαυστα γελοιογραφίες και κόμικς από το 1974. Τα πρώτα του έργα στα οποία καταγράφεται η πρώιμη Μεταπολίτευση δημοσιεύτηκαν στο «Αντί» και στο «Βήμα» και στη συνέχεια συλλέχθηκαν στο βιβλίο «Η Άλλη Επταετία» (εκδόσεις Πολύτυπο, 1981) με αρνητικούς πρωταγωνιστές τούς υπουργούς και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεώργιου Ράλλη. «Χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ στους πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας. Χωρίς αυτούς δεν θα ήταν δυνατό να γίνει αυτή η έκδοση που στην ουσία της είναι αφιερωμένη στο έργο τους» έγραφε ο ίδιος, προλογίζοντας την έκδοση που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονολόγιο καταγραφής των σημαντικών γεγονότων της «άλλης επταετίας» (1974 – 1981) με νωπές ακόμη τις μνήμες της γνήσιας «επταετίας» της χούντας. Ακολούθησαν παράλληλα με τον Τρίτο Δρόμο αλλά και μετά από αυτόν, πολλά ακόμα βιβλία, κυρίως από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μεταξύ των οποίων «Το Γνήσιο 1984» (εκδ. Σχολιαστής, 1984), «Το Θαύμα» (1985), «ΚάλπηC.O.» (1987), «Αντ’ Αυτού» (με κεντρικό πρόσωπο τον Μένιο Κουτσόγιωργα, 1988), «Τέλος Εποχής» (1989), «Οίκος Ευγηρίας “Οι Νέες Ιδέες”» (1990), «Δε Χάθηκαν Όλα» (1991), «Το Μαύρο Πρόβατο» (που δεν ήταν άλλο από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, 1992), «Δημόσιες Σχέσεις» (εκδ. Λιβάνη, 2008), όλα δημοσιευμένα πρώτη φορά σε περιοδικά και εφημερίδες όπως ο «Ταχυδρόμος», η «Πρώτη», το «Έθνος», η «Θεσσαλονίκη», η «Μακεδονία», το «Ποντίκι», η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», ο «Σχολιαστής». Τα τελευταία χρόνια, οι όλο και πιο απαισιόδοξες, όλο και πιο αφαιρετικά καρναβαλικές πολιτικές γελοιογραφίες του κοσμούσαν με την παρουσία τους την «Εφ. Συν.» και δεν είναι τυχαίο ότι και αυτός, όπως και ο άλλος μεγάλος πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς της μεταπολιτευτικής γενιάς, ο αείμνηστος Γιάννης Καλαϊτζής που είχαν συνεργαστεί και παλαιότερα στο περιοδικό «Γαλέρα», επέλεξαν να είναι συντελεστές σε αυτήν εδώ την εφημερίδα. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.