Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις οξύ'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Οι εικονογράφοι Γκαετάν και Πολ Μπριζί, με την καθοδήγηση του ποιητή Βιργιλίου, μας ταξιδεύουν στην Κόλαση του μεσαιωνικού έπους του Δάντη «Θεία Κωμωδία». Κόλαση. Ποιος άνθρωπος δεν ριγεί στο άκουσμα αυτής της λέξης; Είτε τη χρησιμοποιούμε με τη θρησκευτική της έννοια, για να περιγράψουμε τον μεταθανάτιο «κολασμό» των ψυχών, είτε με την αλληγορική, για να χαρακτηρίσουμε κάποια αφόρητη επίγεια κατάσταση, οι συνδηλώσεις της είναι οι ίδιες: φόβος, πόνος, αιώνια τιμωρία. Συνδεδεμένη, επί το εγκοσμιώτερον, με τη χρήση της ως φόβητρου εκ μέρους της δυτικής μεσαιωνικής Εκκλησίας προς όσους αρνούνταν την (απόλυτα κοσμική) εξουσία της, η ιδέα της Κόλασης δεν έπαψε ποτέ να γεννάει πλούσιες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Ειδικά η ρωμαιοκαθολική εικονογραφία έχει δώσει τα «ρέστα» της στις απεικονίσεις της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και της Μέλλουσας Κρίσης: καζάνια στη φωτιά και λίμνες από καυτό θειάφι να τσουρουφλίζουν τα κορμιά όσων υπέπεσαν αμετανόητοι στα θανάσιμα αμαρτήματα, ενώ σατανάδες τούς προκαλούν κι από πάνω πλήγματα με τις τρίαινες. Στο διηνεκές. Οι μορφωμένοι θεολόγοι θα καγχάσουν με τέτοιες απλοϊκές και φαντασιόπληκτες απεικονίσεις και θα σου εξηγήσουν ότι τόσο η Κόλαση, όσο και ο Παράδεισος, κατά τη βιβλική θεώρηση δεν είναι κυριολεκτικοί τόποι, αλλά μάλλον τρόποι με τους οποίους εκλαμβάνεται η αγάπη του Θεού: ως το ίδιο άκτιστο πυρ που άλλους τους δροσίζει και άλλους τους καίει, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση η οποία απορρέει από την οικειοθελή αποδοχή ή απόρριψη αυτής της αγάπης. Αυτά τα «ξενέρωτα» θεολογικά όμως δεν εμπνέουν την Τέχνη, είτε μιλάμε για τοιχογραφίες σε ναούς είτε για βιντεοκλίπ black metal συγκροτημάτων. Και βέβαια δεν θα μπορούσαν να εμπνεύσουν το λογοτεχνικό αριστούργημα του ύστερου Μεσαίωνα, γνωστό ως η «Κόλαση» – το πρώτο από τα τρία μέρη του ποιητικού έργου «Θεία Κωμωδία» («La Divina Commedia»), γραμμένου από τον Δάντη Αλιγκιέρι μεταξύ 1303 και 1321. Ο σπουδαίος αυτός Ιταλός ποιητής κατάφερε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να δημιουργήσει ένα έμμετρο έπος που μέχρι σήμερα κατατάσσεται στα μνημεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Δεν ήταν ο πρώτος φυσικά που στοχάστηκε την ιδέα ενός ταξιδιού στον Κάτω Κόσμο, καθώς είχαν προηγηθεί στην αρχαιότητα ο Όμηρος (με τον Οδυσσέα) και ο Βιργίλιος (με τον Αινεία). Η δική του περιπλάνηση όμως αντανακλά το χριστιανικό κοσμοείδωλο. Στη «Θεία Κωμωδία», ο Δάντης αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του στα τρία μεταθανάτια βασίλεια: της Κόλασης (Inferno), του Καθαρτηρίου (Purgatorio) και του Παραδείσου (Paradiso). Το πρώτο μέρος αυτής της αλληγορίας ενέπνευσε τους αδελφούς Γκαετάν και Πολ Μπριζί (σκηνοθέτες ταινιών κινουμένων σχεδίων, ζωγράφους και εικονογράφους) να το μεταφέρουν σε μορφή κόμικς. Τα δίδυμα αδέλφια ανήκουν στους ελάχιστους Γάλλους που στο παρελθόν δούλεψαν για την Disney και διηύθυναν στούντιό της. Είναι γνωστοί, μεταξύ άλλων, για το «Ο Αστερίξ λεγεωνάριος μονομάχος», για τη διεύθυνση σεκάνς της «Παναγίας των Παρισίων» και το «Πουλί της Φωτιάς» από τη «Φαντασία 2000». Η Κατά Μπριζί «Κόλαση του Δάντη» είναι γνήσιο «τέκνο» της πανδημίας του 2020. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, οι δύο καταξιωμένοι καλλιτέχνες έκαναν το απίστευτο: αναμετρήθηκαν με το ογκώδες έργο 33 ωδών, δημιουργώντας μια επιβλητική ασπρόμαυρη εικονογράφηση, εφάμιλλη της δραματικής έντασης του πρωτοτύπου και σεβαστική απέναντι στην ποιητική μεγαλοφυΐα του συγγραφέα. Στα τέλη του 2023 υποδεχτήκαμε με χαρά την ελληνική έκδοση της «Κόλασης» (Οξύ / Brainfood Εκδοτική, μτφρ. Χαράς Σκιαδέλλη). Στις 156 χοντρές σελίδες του ευμεγέθους χαρτόδετου βιβλίου διαστάσεων 24 x 34 εκ., παρακολουθούμε με δέος την προσπάθεια του 33χρονου Δάντη να ξαναβρεί την αγαπημένη του Βεατρίκη στον Παράδεισο. Με την καθοδήγηση του Βιργιλίου, τον βλέπουμε να περνάει μέσα από τους εννέα κύκλους της Κόλασης: των ενάρετων ειδωλολατρών, των φιλήδονων, των λαίμαργων, των άπληστων, των μνησίκακων, των αιρετικών, των βίαιων, των πάσης φύσεως απατεώνων και των προδοτών, αντιμετωπίζοντας αυτοπροσώπως τον ίδιο τον Διάβολο. Δεν μπορείς παρά να θαυμάζεις την υπομονή των αδερφών Μπριζί, οι οποίοι φιλοτέχνησαν αυτό το έπος «κεντώντας» με τα μολύβια τους καρέ το καρέ, σελίδα τη σελίδα, σαλόνι το σαλόνι. Και η τελευταία τους σχεδιαστική «σταυροβελονιά» αποδίδει άψογα και την τελευταία λεπτομέρεια, ενώ η τεχνοτροπία τους συνδυάζει εικονογράφηση 19ου αιώνα με σκηνοθετική ματιά 21ου. Κάθε σελίδα είναι και γκραβούρα, κάθε γύρισμα σελίδας αποκαλύπτει και ένα νέο έργο τέχνης. Η «Κόλαση» του Δάντη αναδεικνύει την πίστη και την ελπίδα ως τις πραγματικές δυνάμεις του χριστιανού απέναντι στις αλλεπάλληλες δοκιμασίες του πόνου, του ζόφου και της ασχήμιας. Όμως το ομώνυμο εικονογραφημένο κομψοτέχνημα των Γκαετάν και Πολ Μπριζί πάει ένα βήμα παραπέρα, αποκαλύπτοντας πόση ομορφιά μπορεί να κρύβει ακόμη και το γκροτέσκο, όταν η Τέχνη αποσκοπεί στην αναζήτηση της Αλήθειας – αν υφίσταται πλέον κάτι τέτοιο στους μεταμοντέρνους, σχετικοποιημένους καιρούς μας. Και το σχετικό link...
  2. Ο Πάολο Μπαρόν, συγγραφέας του graphic novel «Το Χέρι του Θεού – Η ζωή του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα σε κόμικ», το οποίο ήρθε στην Ελλάδα από το Gazzetta και τις εκδόσεις Οξύ, μιλάει για τον άνθρωπο πίσω από τον ήρωα κι εξηγεί γιατί άλλαξε για πάντα τη Νάπολη. Το graphic novel «Το Χέρι του Θεού – Η ζωή του Ντιέγκο Μαραντόνα σε κόμικ» ήρθε στην Ελλάδα από το Gazzetta και τις εκδόσεις Οξύ comics και μπορείς να το αποκτήσεις με ένα click εδώ! Η εκπληκτική ιστορία ζωής του «Ντιεγκίτο» ξετυλίγεται μέσα από τα σχέδια του Ερνέστο Καρμπονέτι και τα κείμενα του Πάολο Μπαρόν, του ανθρώπου που σκάρωσε όλο το story με τη ζωή του Ντιέγκο, έχοντας μεγαλώσει στη Νάπολη τον καιρό που ένα χαμίνι από το Μπουένος Άιρες έκανε τους πάντες να του υποκλιθούν. Ο συγγραφέας του graphic novel, το οποίο πλέον είναι διαθέσιμο σε όλα τα βιβλιοπωλεία αλλά και online, μιλάει στο Gazzetta για τον «δικό» του Ντιέγκο, αφηγείται ξεχωριστές ιστορίες, ταξιδεύει πίσω στον καιρό που η πόλη του βίωσε τη δική της ποδοσφαιρική επανάσταση και στέλνει ένα ξεχωριστό μήνυμα στους Έλληνες θαυμαστές του αιώνιου δεκαριού. Πώς ήταν να μεγαλώνεις στη Νάπολη του Ντιέγκο Μαραντόνα; «Eκείνα τα χρόνια, ήταν χρόνια αλλαγής για την πόλη μου από πολλές απόψεις. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό ήταν μια αίσθηση ενότητας. Ο Ντιέγκο ήταν αυτή η "κόλλα" που ένωσε ενήλικους, παιδιά, πλούσιους, φτωχούς. Παλιούς φιλάθλους, αλλά και νέους. Εννοώ, ακόμα κι εκείνους που δεν ήταν κοντά στο ποδόσφαιρο. Ζούσα σε μία από τις φτωχότερες και πιο σκληρές γειτονιές της πόλης και σύντομα αισθανθήκαμε ότι ο Ντιέγκο ήταν ένας από εμάς». Έχεις κάποια προσωπική εμπειρία με τον Ντιέγκο που θα ήθελες να μοιραστείς; «Δεν έχω ακριβώς προσωπική εμπειρία με τον Ντιέγκο, αλλά μία έμμεση. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 αποβλήθηκα από το σχολείο. Ο πατέρας μου – έφυγε από το σπίτι όταν ήμουν 15 – με έστειλε σε ιδιωτικό σχολείο για έναν χρόνο, απλώς για να με κρατήσει μακριά από τους δρόμους. Στην τάξη μου υπήρχε ένας από τους ποδοσφαιριστές της Νάπολι, που προσπαθούσε να πάρει το απολυτήριο (μην με ρωτήσεις ποιος, σε παρακαλώ). Τότε για πρώτη φορά, έπειτα από το δικό μας πρήξιμο και τις επίμονες ερωτήσεις μας, αναφέρθηκε στην κοκαΐνη. Ο Ντιέγκο ξεκίνησε την κοκαΐνη στην Ισπανία, αλλά όταν έφτασε στη Νάπολη έγινε έκρηξη. Για εμάς που ήμασταν πιτσιρικάδες, έμοιαζε με ένα τεράστιο μυστικό που έπρεπε να κρατήσουμε». Πώς κατέληξες στην ιδέα του graphic novel και δεν αρκέστηκες σε ένα βιβλίο με την ιστορία του; «Ήθελα απλά να πω την ιστορία του Ντιέγκο στους νέους, σ' αυτούς που έχουν απλά ακούσει για εκείνον. Θεώρησα ότι το κόμικ είναι η καταλληλότερη γλώσσα. Κι έπειτα, σ' αυτή την περίοδο της ζωής μου, είναι και η δική μου γλώσσα. Μαζί με τον Ερνέστο Καρμπονέτι δημιουργούμε graphic novels σε όλον τον κόσμο εδώ και δέκα χρόνια. Κυκλοφορήσαμε δύο graphic novels στις ΗΠΑ, τον πιο ενδιαφέροντα προορισμό γι' αυτούς που ασχολούνται με τα κόμικς». Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Ερνέστο Καρμπονέτι και πώς το μοναδικό του στιλ «έδεσε» με την ιστορία σου; «Εγώ και ο Ερνέστο ήμασταν καλοί φίλοι πολύ πριν συνεργαστούμε και είμαι επίσης τεράστιος θαυμαστής του. Έχει ένα πολύ αμερικανικό στιλ, ελεύθερο, καθόλου ακαδημαϊκό. Οι χαρακτήρες του τρέχουν μακριά από τις σελίδες. Νομίζω ότι είμαι κι εγώ πολύ απείθαρχος και στον τρόπο που γράφω. Η αλληλοκατανόηση ήταν τέλεια». Είχες δεύτερες σκέψεις σχετικά με τις σκοτεινές στιγμές του Ντιέγκο Μαραντόνα; «Ο Φερνάντο Σινιορίνι ήταν ο προσωπικός γυμναστής του Μαραντόνα για χρόνια. Ήταν ο άνθρωπος που τον έβγαλε από πολλούς μπελάδες. Είπε λοιπόν, ότι θα μπορούσε να προπονεί τον Μαραντόνα για όλη του τη ζωή, αλλά δεν θα πήγαινε έξω ούτε για ένα βράδυ με τον Ντιέγκο. Ο Ντιέγκο ήταν απλά ένας εύθραυστος άνθρωπος, πριν γίνει ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Δεν αισθάνομαι ότι τον κρίνω, όπως δεν θα το έκανα για έναν φίλο μου». Πώς θυμάσαι το πρώτο πρωτάθλημα της Νάπολι; «Στο ιταλικό πρωτάθλημα τη δεκαετία του '80, μόνο οι "πλούσιες ομάδες" από τον Βορά νικούσαν: Η Μίλαν, η Γιουβέντους, η Ίντερ. Όταν ο Ντιέγκο έφτασε, η Νάπολη προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από τον σεισμό (Νοέμβριος 1980), κάτι που φαινόταν σχεδόν αδύνατο για χιλιάδες νέους. Επομένως, έμοιαζε σαν ψέμα το ότι ένας από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου έπαιζε στην ομάδα μου. Αγώνα με τον αγώνα, αισθανόμασταν ότι η Νάπολι γινόταν το επίκεντρο της προσοχής ολόκληρης της χώρας και βλέπαμε ότι οι πιο σημαντικές ομάδες της Ιταλίας γονάτιζαν μπροστά σ' αυτό το αγόρι από την Αργεντινή που φορούσε τα χρώματά μας. Καταλαβαίνεις πώς αισθάνονται οι οπαδοί. Κι έπειτα, θυμάμαι το μεγαλύτερο πάρτι που έγινε ποτέ. Παντού επικρατούσε τρέλα. Άνθρωποι κάθε ηλικίας είχαν βγει στους δρόμους, τραγουδώντας και χορεύοντας. Σκυλιά και αυτοκίνητα βάφονταν μπλε. Μια υγιής τρέλα, την οποία δεν μπορούσες να βρεις ούτε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας». Έχοντας ζήσει την επιρροή του από μικρή ηλικία, γιατί οι άνθρωποι στη Νάπολη κόλλησαν με τον Ντιέγκο; Νομίζω ότι δεν ήταν μόνο το ποδόσφαιρο... «Ξεκάθαρα! Ο Ντιέγκο ήταν πολιτικός. Ο Ντιέγκο ήταν όπως ο Τζον Λένον, που αμφισβήτησε την πολιτική των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Ο Ντιέγκο ξέσπασε χωρίς κανέναν φόβο απέναντι στους πολιτικούς που ήταν εχθροί του λαού. Εξέφρασε τις σκέψεις του για την εκκλησία που ήταν "υπερβολικά πλούσια και αδιάφορη για τις ανάγκες των φτωχών". Διοργάνωσε φιλανθρωπικό αγώνα για ένα παιδί σε ένα μικρό, λασπωμένο γήπεδο. Πώς θα μπορούσες να μην αισθανθείς ότι βρίσκεσαι κοντά σε έναν άνθρωπο σαν εκείνον;». Τι σημαίνει σήμερα ο Ντιέγκο για τη Νάπολι; «Ο Ντιέγκο ακόμα μιλά από τις τοιχογραφίες στη Νάπολη. Λέει σε όλους να πιστεύουν στο ταλέντο τους, ακόμα κι αν όλα δείχνουν αδύνατα. Ήταν απλά ένα παιδί που μεγάλωσε στη φτώχεια και ξαφνικά έγινε το νούμερο 1 στον κόσμο. Στέλνει μήνυμα αδερφοσύνης και δύναμης. Οι παππούδες και οι γονείς λένε στα παιδιά τους για τον Ντιέγκο και τις περιπέτειες και τις νίκες του, όπως έκαναν οι παλαιότεροι για τους αρχαίους ήρωες». Γιατί θεωρείς ότι η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή; «Γιατί οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ. Γιατί η ζωή του είναι εδώ, εμβληματική, αξέχαστη, καταγεγραμμένη. Και όλοι μπορούν να δουν τι κατάφερε». Υπάρχουν κάποιοι που λένε: «Δεν είναι σωστό πρότυπο για τα παιδιά». Τι τους απαντάς; «Ότι αυτή είναι η μισή αλήθεια. Ο Ντιέγκο, ως αθλητής, έδειξε ότι με το να έχεις ταλέντο μπορείς να φτάσεις ψηλά. Ο Ντιέγκο, ως άνθρωπος, μας μιλάει για την ευθραυστότητα. Υπάρχουν αρκετά "πρότυπα" που θεωρούμε ότι είναι θετικά, γιατί δεν γνωρίζουμε τη σκοτεινή πλευρά τους. Επειδή η ιστορία έχει καταγράψει μόνο το φως. Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, ξέρουμε ότι ο Ντιέγκο έβλαψε μόνο τον εαυτό του και ότι έπαιζε εκπληκτικά. Η κοκαΐνη δεν έφτασε ποτέ στο γήπεδο. Παρακαλώ, πείτε στα παιδιά ότι ο Ντιέγκο ήταν άνθρωπος και οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Αλλά πείτε τους επίσης ότι ο Ντιέγκο πλήρωσε για όλα αυτά τα λάθη, σε σημείο που έμεινε μόνος του μέχρι τη μέρα που πέθανε». Υπάρχει ένα εκπληκτικό σχέδιο στο βιβλίο, με τον Ντιέγκο να παίρνει τη μορφή του Slash των Guns 'N' Roses. Θα μπορούσε να είναι rock star αν δεν ήταν ποδοσφαιριστής; «Το παράδειγμα που σου έδωσα πριν με τον Τζον Λένον δεν ήταν τυχαίο. Ο Ντιέγκο είχε τις επικοινωνιακές ικανότητες και την κριτική ματιά που έχω δει σε πολλούς rock stars ή συγγραφείς. Ο Ντιέγκο – όπως και πολλοί θρύλοι της rock – αγαπούσε την υπερβολή: Στα ναρκωτικά και τις γυναίκες. Θα μπορούσε να είναι μουσικός, αλλά επίσης θα μπορούσε να είναι πολιτικός, συνδικαλιστής, ή "δύσκολος" ηθοποιός σαν τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος είχε στείλει έναν Ινδιάνο να παραλάβει το Όσκαρ του, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις συνθήκες που επικρατούσαν στις ΗΠΑ για τους ανθρώπους αυτούς. Ο Ντιέγκο κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Βατικανό, είπε στον Πάπα να πουλήσει λίγο από τον χρυσό που υπήρχε στον ναό για να βοηθήσει τους φτωχούς». Ποιο είναι το αγαπημένο σου κομμάτι του graphic novel; «Αγαπώ τη ζωή του Ντιέγκο εκτός ποδοσφαίρου. Για παράδειγμα, την παρουσία του στο διεθνές συνέδριο της Μαρ ντελ Πλάτα, στη διαμαρτυρία κατά του Μπους, όπως και την ανεπιθύμητη σύνδεσή του με τον υπόκοσμο της Νάπολης. Ο άνθρωπος πίσω από τον Παγκόσμιο Πρωταθλητή, αυτό είναι το αγαπημένο μου σημείο του βιβλίου». Υπήρχαν άνθρωποι που εκμεταλλεύτηκαν τη λάμψη του για να πλουτίσουν; «Όπου πήγαινε ο Ντιέγκο υπήρχαν άνθρωποι που έγιναν πλούσιοι. Αρκετοί άνθρωποι έβγαλαν χρήματα από τα συμβόλαιά του, το όνομά του, τους αγώνες του, ακόμα και από τους μπελάδες του. Ατζέντηδες, δικηγόροι, τηλεοπτικοί παραγωγοί, δημοσιογράφοι, πόρνες και έμποροι ναρκωτικών. Μαζί με τον Ντιέγκο, μετακινούνταν και τα λεφτά». Είναι αλήθεια ότι αρκετοί Ναπολιτάνοι υποστηρίζουν την Εθνική Αργεντινής και όχι την Ιταλία; «Αυτό δεν συνέβη μόνο όταν η Αργεντινή έπαιξε με την Ιταλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990. Ξέρεις, οι Ναπολιτάνοι είναι γενναιόδωροι και πιστοί άνθρωποι. Ο Ντιέγκο – ως ποδοσφαιριστής – συνέβαλε στην αναγέννηση της πόλης στα '80s μαζί με πολύ δημοφιλείς καλλιτέχνες: μουσικούς, ηθοποιούς, συγγραφείς κ.λ.π. Επομένως, αρκετοί Ναπολιτάνοι απλά δεν μπορούσαν να φωνάξουν υπέρ της Ιταλίας με τον Ντιέγκο στον αγωνιστικό χώρο». Τέλος, θα ήθελα ένα μήνυμα από εσένα προς τους Έλληνες που λατρεύουν τον Μαραντόνα, μετά την ελληνική έκδοση του graphic novel. «Ρίξτε μια ματιά στους αγώνες του και απολαύστε τον σπουδαιότερο παίκτη όλων των εποχών, χωρίς να ξεχνάτε τον εύθραυστο άνθρωπο. Αναλογιστείτε ότι το καλό παιδί-ποδοσφαιριστής δεν είχε καθόλου χρόνο για να μεγαλώσει και να βιώσει την εμπειρία ζωής που μας κάνει ενηλίκους, επειδή κέρδιζε ό,τι τρόπαιο μπορούσε. Και κάτι ακόμα. Έχετε δει την εμβληματική εικόνα του Ντιέγκο να τρέχει και να ουρλιάζει μπροστά στην κάμερα έπειτα από ένα υπέροχο γκολ; Έμοιαζε έτοιμος να κουτουλήσει την κάμερα, όπως και τον κόσμο που τον απέρριπτε για χρόνια. Λοιπόν, αυτό το ματς ήταν απέναντι στην Ελλάδα για το Μουντιάλ 1994. Και κατά τη γνώμη μου, το τελευταίο ματς που έδωσε χαρά στον Ντιέγκο. Αλλά θα σας το εξηγήσω καλύτερα αυτό στο "Χέρι του Θεού – Η ζωή του Ντιέγκο Μαραντόνα σε κόμικ!". Και το σχετικό link...
  3. Το εκπληκτικό δυστοπικό έργο του Άλντους Χάξλεϊ «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» μεταφέρεται για πρώτη φορά σε κόμικς από τον Fred Fordham και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ. Ο «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» («Brave New World») του Αλντους Χάξλεϊ συγκαταλέγεται στην τριάδα των κορυφαίων λογοτεχνικών αριστουργημάτων του 20ού αιώνα με δυστοπική μυθοπλασία, μαζί με το «1984» του Τζορτζ Όργουελ και το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Γράφτηκε το 1931, στον απόηχο του Κραχ του 1929, ενώ χρονικά προηγείται των άλλων δύο μυθιστορημάτων, που εκδόθηκαν το 1949 και το 1953 αντίστοιχα. Όπως συμβαίνει με όλα τα λογοτεχνικά έργα που χρονικά τοποθετούνται στο μακρινό μέλλον, έτσι και ο «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος», παρότι διαδραματίζεται το 2540 μ.Χ. (ή το «έτος 632 μετά Φορντ»), αντανακλά την εποχή στην οποία γράφτηκε και για αυτήν την εποχή θέλει να μιλήσει: μια εποχή τεχνολογικής ανάπτυξης και υπέρμετρης αισιοδοξίας, όπως τη βίωνε η Δύση στη δεκαετία του 1920, η οποία όμως έφερε τα σημεία ενός επελαύνοντος ολοκληρωτισμού. Για αυτό και το βαθυστόχαστο αυτό έργο, που τις επόμενες δεκαετίες ενέπνευσε σπουδαία μυθιστορήματα παρόμοιας θεματικής, διαβάζεται μέχρι σήμερα ως μια τρομακτική προειδοποίηση για το μέλλον. Για πρώτη φορά στα ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το προφητικό βιβλίο του Χάξλεϊ μεταφέρεται στη «γλώσσα» των κόμικς. Τη λογοτεχνική διασκευή και την εικονογραφική του απόδοση έφερε σε πέρας ένας από τους καλύτερους συγγραφείς και εικονογράφους της γενιάς του, ο 38χρονος Fred Fordham από το Λονδίνο. Ενώ σπούδαζε Πολιτικές Επιστήμες και Φιλοσοφία, βγάζοντας παράλληλα τα προς το ζην ως πορτρετίστας, ο Fordham ανακάλυψε την 9η τέχνη όταν διάβασε το Persepolis της Μαριάν Σατραπί. Σε αυτόν ανήκει η μετατροπή σε κόμικς τού «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Harper Lee (εκδ. Οξύ, 2018) και το διασκευασμένο σενάριο του «Ο Υπέροχος Γκάτσμπι» (εκδ. Μίνωας, 2022), για τα οποία έχουμε γράψει σε προηγούμενα φύλλα του «Καρέ Καρέ». Ξεφυλλίζοντας την καλαίσθητη ελληνική έκδοση από τη σειρά «ΟΞΥ comics» (μτφρ. Βασίλη Μπαμπούρη), αντιλαμβανόμαστε με μια πρώτη ματιά για ποιον λόγο δεν ευδοκίμησε στο παρελθόν ένα κόμικς για αυτό το έργο, όπως είχε ήδη γίνει με άλλες παραλλαγές για ανάλογα μυθιστορήματα: χρειαζόταν πράγματι μια πολυπρισματική – φιλοσοφική, πολιτική και ψυχολογική – ματιά, συνδυασμένη με το ταλέντο ενός δημιουργού όπως ο Fred Fordham, για να μπορέσει να αναμετρηθεί με ένα έργο σαν αυτό του Χάξλεϊ. Ένα έργο που θίγει θέματα όπως η βιογενετική, η τεχνολογία, ο ηδονισμός, η θρησκεία, ο έλεγχος των μαζών κ.ά. Από την πρώτη σελίδα μέχρι το καταθλιπτικό φινάλε, βυθιζόμαστε στη δυστοπία του Νέου Λονδίνου: των αυστηρά ιεραρχημένων καστών, της βιομηχανικής κλωνοποίησης και του υποχρεωτικού καταναλωτισμού, όπου η τέλεια κοινωνία έχει επιτευχθεί με την απαγόρευση της μονογαμίας, των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων, της ατομικότητας και της ιστορίας. Εδώ η ευτυχία δεν είναι δικαίωμα, αλλά επιβεβλημένο καθήκον. Και αν δεν καταλαβαίνετε γιατί, πάρτε τα χάπια Soma σας και… καλώς ήρθατε στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο»! Και το σχετικό link...
  4. nikolas12

    THE WAR OF THE REALMS

    Σύνοψη από την εκδοτική: Οι Εκδόσεις Οξύ Comics με μεγάλη χαρά παρουσιάζουν μια από τις πλέον επικές ιστορίες της Marvel! Γεμάτο δράση και ορισμένες αξιομνημόνευτες στιγμές για τους χαρακτήρες που κάνουν την εμφάνισή τους, το War of the Realms αποτελεί ήδη σταθμό, ανάμεσα στις κορυφαίες εκδόσεις της Marvel, υπογεγραμμένο από έναν σπουδαίο και πολυβραβευμένο συγγραφέα. Δέκα Βασίλεια έχουν πέσει στον Μάλεκιθ και τον στρατό του εκτός από ένα: Τη Μίντγκαρντ. Σπίτι των αγαπημένων ανθρώπων του Θορ. Σπίτι για ήρωες και θεούς. Τώρα, όμως, η Μίντγκαρντ καίγεται. Ολόκληρη η κόλαση ελευθερώνεται στη Νέα Υόρκη, καθώς ο Μάλεκιθ και οι σύμμαχοί του ξεκινούν την εισβολή τους – και οι μεγαλύτεροί μας ήρωες παρακολουθούν, ενώ η Γη πέφτει! Με τον Θορ παγιδευμένο στη γη των Γιγάντων του Πάγου και τις δυνάμεις της Γης καταβλημένες, τι μπορεί να σταματήσει τον Μάλεκιθ και τον στρατό του; Ο Σπάιντερ-Μαν, ο Ντέρντεβιλ, ο Τιμωρός, ο Γκοστ Ράιντερ, ο Μπλέιντ, ο Μαύρος Πάνθηρας και ακόμη περισσότεροι ήρωες μπαίνουν στη μάχη, καθώς το επικό saga του Jason Aaron για τον Θορ εκρήγνυται σε όλο το σύμπαν της Marvel σε ένα γεγονός που θα σας μείνει αξέχαστο! Η ιστορία: Ρε παιδιά... Ρε παιδιά... Έχω πάρει κάτι μήνες το War of the Realms και είμαι σε μια φάση να το διαβάσω, σίγουρος ότι έχει παρουσιαστεί εδώ μέσα. Κάνω να το ψάξω, ψάχνω από εδώ, ψάχνω από εκεί, πουθενά εξώφυλλα, πουθενά στη βάση ή στο e-shop της Λέσχης. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ; Το παρουσίασε ο @ hudson σε κάποιο άλλο σύμπαν του Multiverse; Ήρθε σε αυθυποβολή στον υπολογιστή μου και έφυγε; Anyway συλλεκτικό αφιέρωμα, έτρεχα δύο το βράδυ να το σκανάρω και να ετοιμάσω παρουσίαση, αλλά κυρίως θα διαβάσει ο @ constantinople review σε τόμο Thor! Έχουμε και λέμε λοιπόν, το War of the Realms είναι ουσιαστικά το κλείσιμο του Jason Aaron στο Thor και δε θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος τρόπος από μια επικών διαστάσεων ιστορία. Ξεκινώντας από τον Απρίλιο και τελειώνοντας τον Ιούλιο του 2019, ο Aaron γράφει μια ιστορία με κεντρικό κακό τον Malekith, ο οποίος έχει καταφέρει και έχει κατακτήσει 9 από τα 10 Βασίλεια (ή Realms) που υπάρχουν στη μυθολογία του Thor, έχοντας καταστρέψει το Bifrost και μάλιστα πολλούς εκ των ηγετών του έχει καταφέρει να τους πάρει με το μέρος του, ενώ το τελευταίο είναι προφανώς η Μίντγκαρντ, δηλαδή ο κόσμος μας. Οι Ασγκαρντιανοί βρίσκονται στη Νέα Υόρκη όπου επιτίθενται οι στρατιές του Malekith και έτσι ξεκινάει μια τεράστια μάχη με τους Avengers και άλλους ήρωες που προσπαθούν να τους σταματήσουν. Ο Thor ωστόσο έχει φυλακιστεί από τον Malekith στην αρχή της ιστορίας και ο Captain America διοργανώνει μια αποστολή διάσωσής του παρέα με άλλους ήρωες, ενώ προσωρινά το Bifrost αναπληρώνεται χάρη στη συμβολή του Daredevil δίπλα στον Heimdall. Παράλληλα έχουμε διάφορες ομάδες των Avengers να πολεμούν χωριστά τον Malekith σε διάφορα όπως του War Avengers της Carol Danvers (με Deadpool, Weapon H, Winter Soldier, Captain Britain, Lady Sif και το συμβιωτικό του Venom), καθώς και τους Fantastic Four και τις συνδυαστικές τεχνολογικές δυνάμεις Iron Man και Shuri. Η ιστορία ωστόσο επικεντρώνεται κυρίως σε χαρακτήρες της μυθολογίας Thor όπως η ηρωική έξοδος του Loki, η συμβολή της Jane Foster που πλέον είναι ταλαιπωρημένη από τον καρκίνο και κυρίως τη διάσωση του Thor, ο οποίος θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται διαφορετικές εκδοχές του εαυτού του για να νικήσει αυτή τη μάχη και έτσι έχουμε πολλές εκδοχές του χαρακτήρα που διαβάσαμε στα κόμικ του Aaron, χαρακτηριστικά αναφέρω τον King Thor. Έχουμε μάχες στη Wakanda, έχουμε μάχες σχετικά με το Bifrost, έχουμε τη μεταμόρφωση του Malekith και των ακολούθων του σε Dark Elves αφού υπάρχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ένωση με το συμβιωτικό του Venom και γενικότερα υπάρχει ένα ενδιαφέρον μακελειό σε ένα κόμικ-ωδή στα χρόνια που πέρασε ο Aaron στον τίτλο και σίγουρα μια ενδιαφέρουσα τελική υπογραφή για ένα πολύ δυνατό πλέον συγγραφικό όνομα της Marvel. Ίσως λίγο άνισο σχέδιο από τον Russell Dauterman Russell Dauterman στο σχέδιο και χωρίς να έχω διαβάσει πολλές δουλειές του, ο σχεδιαστής αποπνέει έναν αέρα indie comics που δεν ξέρω πόσο καλός είναι για κόμικ που έχει τόσους πολλούς ήρωες. Αλλού οι λεπτομέρειες είναι πολύ όμορφες, αλλά κάτι μου λείπει σε τελική ανάλυση προσωπικά, αν και το πρόσημο είναι σίγουρα θετικό, μιλάμε για σύγχρονο Thor, χρωματισμένο και με άπειρους χαρακτήρες. Απλώς δεν ανταποκρίνεται 100% στα προσωπικά μου γούστα. Η έκδοση: Κλασικό μέγεθος, κλασική ποιότητα Οξύ, αν και πρέπει να πω ότι το δικό μου κόμικ είχε κάποια προβλήματα με τη ράχη του και μου έβγαλε θεματάκια στο διάβασμα. Όπως και να 'χει, σίγουρα ακόμα μια καλή επιλογή, ειδικά αν μιλάμε για το Νορβηγό θεό του πολέμου και τις σύγχρονες ιστορίες του και ελπίζω να αρέσει και σε εσάς. Καλό διάβασμα σε όλους
  5. Ιστορικά κόμικς, βιογραφίες, έμπνευση από τη λογοτεχνία, ακόμα και καινούργιος Αστερίξ. Zorμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιότατη, Soloup (εκδ. Διόπτρα): Επειδή η επαναφήγηση του Έλληνα κομίστα αφαιρεί τα στερεότυπα που βαραίνουν την πλάτη του εμβληματικού ήρωα. Κάτω ο Χίτλερ! Ή γιατί ο Καρλ δεν ήθελε να γίνει ποδηλάτης, Γιόκεν Βόιτ (εκδ. Ποταμός): Για την ελπίδα που δίνει μια νεανική ιστορία θάρρους ενάντια στον βάρβαρο κόσμο της ναζιστικής Γερμανίας. Η Κόλαση του Δάντη, Πολ και Γκαετάν Μπριζί (εκδ. Οξύ): Γιατί είναι σημαντικό τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας να παίρνουν νέα πνοή, διατηρώντας την αρχική – μεσαιωνική – τους ατμόσφαιρα. Ο κόσμος της σοφίας, Νικομπί & Βενσάν Ζαμπού (εκδ. Μεταίχμιο-Αλεξάνδρεια): Για να ταξιδέψετε στον κόσμο της φιλοσοφίας, όπως τον αφηγήθηκε ο Γιοστέιν Γκάαρντερ, και τον συστήνουν ξανά με τον δικό τους τρόπο δύο κορυφαίοι δημιουργοί των ευρωπαϊκών κόμικς. Κοντά στις ράγιες, Στέλλα Στεργίου & Γεωργία Ζάχαρη (εκδ. Μεταίχμιο): Επειδή οι δύο ταλαντούχες εικονογράφοι μεταφέρουν με μεράκι και φροντίδα άλλο ένα πολυαγαπημένο μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη. Καπετάν Μιχάλης, Παναγιώτης Πανταζής (εκδ. Διόπτρα): Για να γνωρίσετε το πλέον επικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη μέσα από το συναρπαστικό πενάκι του Pan Pan. Ερντογάν: Η άνοδος ενός σύγχρονου σουλτάνου, Τσαν Ντουντάρ (εκδ. Anubis): Επειδή δεν συναντάμε συχνά μια τόσο πειστική βιογραφία από έναν πολέμιο του βιογραφούμενου προσώπου. Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, Φρεντ Φόρντχαμ (εκδ. Οξύ): Γιατί η προσέγγιση θυμίζει Blade Runner, αναδεικνύοντας τις προφητικές σκέψεις του Άλντους Χάξλεϊ. Αστερίξ: Η λευκή ίριδα, Ντιντιέ Κονράν & Φαμπκαρό (εκδ. Μαμούθ κόμιξ): Επειδή σατιρίζει σύγχρονα φαινόμενα τόσο επιτυχημένα, ώστε οι Γκοσινί και Ουντερζό θα ήταν περήφανοι. Το Ινκάλ, Moebius & Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι (εκδ. Anubis): Για τον απλούστατο λόγο ότι, αν υπάρχει ένα graphic novel εκεί έξω που άλλαξε την ποπ κουλτούρα, τότε είναι αυτό. Και το σχετικό link...
  6. nikolas12

    THE IMMORTAL HULK: Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΟΡΤΑ

    Σύνοψη από την εκδοτική: Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ - ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ. ΚΑΘΩΣ Ο ΜΠΡΟΥΣ ΜΠΑΝΝΕΡ ΠΑΛΕΥΕΙ να ελέγξει το απέθαντο τέρας μέσα του, βρίσκει τον εαυτό του να στοιχειώνεται από παλιούς φίλους και συμμάχους. Μέχρι που θα φτάσουν οι Εκδικητές για να σταματήσουν ένα τέρας που έφτιαξαν οι ίδιοι; Και οι μυστηριώδεις επιστήμονες της Σκιώδους Βάσης έχουν τα δικά τους σχέδια για τον Μπάνερ, αν και μπορεί αντί γι’ αυτά απλά να βρουν τον τρόμο. Υπάρχουν, όμως, πιο μοχθηρές δυνάμεις εν δράσει. Κάτι τρομερό έχει μολύνει τον Μπάνερ. Μια σκοτεινή μόλυνση με ανείπωτα σχέδια για την ανθρωπότητα. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο ο Αθάνατος Χαλκ γνωρίζει γι’ αυτό! Εντωμεταξύ ο Καρλ «Θραύστης» Κριλ απλά προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα, αλλά τώρα για να σώσει ό,τι έφτιαξε για τον εαυτό του, πρέπει να κάνει το αδύνατο - ο Απορροφητικός Άνδρας πρέπει να σκοτώσει τον Αθάνατο Χαλκ! Αλλά ο Χαλκ είναι ο μόνος ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και τους τρόμους που περιμένουν στην άλλη μεριά της Πράσινης Πόρτας. H συνέχεια του Al Ewing στην ιστορία που εμβαθύνει στη μυθολογία του Hulk Πριν δύο εβδομάδες είχαμε την παρουσίαση του πρώτου τόμου με τις ιστορίες του Immortal Hulk από τους Al Ewing και Joe Bennett και σήμερα έχουμε τη συνέχεια της ιστορίας, αφού οι Εκδόσεις Οξύ αποφάσισαν να φέρουν στα ελληνικά όχι μόνο το πρώτο μέρος της σειράς, αλλά και το δεύτερο (δε γνωρίζω αν θα υπάρξει συνέχεια φυσικά). Το The Immortal Hulk: Η Πράσινη Πόρτα εμπεριέχει τα πέντε επόμενα τεύχη της ιστορίας και όπως είναι αναμενόμενο η δράση αρχίζει να κλιμακώνεται και ο Ewing εμβαθύνει πάρα πολύ στη μυθολογία του Hulk ως ήρωα. Στόχος του Ewing δεν είναι να παρουσιάσει έναν νευρικό Hulk, έναν προβληματισμένο Banner ή κάτι τέτοιο, αλλά μία ολότητα και κυρίως έναν Hulk που δε βασίζεται στη ωμή δύναμή του, αλλά που κατανοεί την πηγή της δύναμης του και τις εφαρμόζει σε ακραίο βαθμό. Μέσα σε όλα αυτά λοιπόν οι Avengers παρεμβαίνουν εναντίον του, αλλά ο ήρωας (ή μάλλον αντιήρωας) είναι τόσο δυνατός που μπορεί να δυσκολέψει τον Thor, να καταστρέψει τον Hulkbuster και να προκαλέσει προβλήματα στο βιμπράνιο της στολής του Black Panther. Είναι προφανές ότι μια μυστική δύναμη έχει μολύνει τον Banner και έχει αυξήσει τις δυνατότητες του τόσο οδηγώντας τον Hulk στον ανακαλύπτει συνεχώς τι μπορεί να κάνει είτε μέσω των πειραμάτων που του κάνουν οι επιστήμονες στη Σκιώδη Βάση είτε με το να γυρίζει στον αρχικό τόπο που μεταμορφώθηκε σε Hulk. Παράλληλα έχουμε και μια μάχη με τον Absorbing Man που τον στέλνουν με σκοπό να τον αποδυναμώσουν αλλά ο Hulk εν τέλει πετυχαίνει το στόχο του και φτάνει στην Πράσινη Πόρτα πριν μας αφήσουν με ένα cliffhanger. Είναι ένα καλό κόμικ που ισορροπεί δράση και ιστορία και είναι πολύ ικανοποιητική συνέχεια του πρώτου τόμου. Η σταθερή αξία του Joe Bennett Αν και ο τόμος ξεκινάει με σχέδιο του Lee Garbett, ο Joe Bennett επιστρέφει στη θέση του για τα υπόλοιπα τεύχη και εξελίσσεται σε σταθερή αξία και τολμώ να πω ότι έχει βελτιώσει κάπως τη μορφή του Hulk από το πρώτο trade ενώ και στην απεικόνιση άλλων ηρώων όπως οι Avengers δεν απογοητεύει καθόλου. Λείπουν τα επιβλητικά δισέλιδα, αλλά η δράση είναι πάρα πολύ δυναμική, οι φιγούρες τρομακτικές και ανά σημεία σου δείχνει την έξαρση και τις υπερβολικές δυνάμεις που ο Ewing θέλει τόσο πολύ να περάσει από το σενάριο του. Η έκδοση και σε ποιους προτείνεται Αν σας άρεσε η πρώτη ιστορία να το πάρετε, αποτελεί μια πολύ ικανοποιητική συνέχεια που προφανώς δε στέκεται μόνη της, αλλά θέλει να διαβάσεις και τα προηγούμενα. Πάντως μπράβο στην Οξύ που βγάζει και δεύτερο trade από κάποιες σειρές όπως αυτή ή ο Venom. Η έκδοση είναι στο κλασικό μέγεθος και τα ποιοτικά στάνταρ της εκδοτικής. Καλό διάβασμα σε όλους
  7. Το κόμικς «Bowie – Αστρόσκονη, Ακτινοπίστολα και Ονειροπόληση στην Εποχή του Φεγγαριού» (εκδόσεις Οξύ) αποθεώνει τον David Bowie, ένα από τα πιο σαγηνευτικά είδωλα της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Η ζωή του David Bowie υπήρξε αναμφίβολα η ζωή ενός αστεριού. Σε αντίθεση με πολλούς διάττοντες «αστέρες» της εποχής μας, ο άνθρωπος με τα «χίλια πρόσωπα» και ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ιστορίας μεσουράνησε στο ποπ στερέωμα για πάνω από πέντε δεκαετίες. Έχοντας πουλήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως, ο Bowie συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μουσικούς με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών ενώ από το 2022 είναι ο δημιουργός με τις περισσότερες πωλήσεις βινυλίου του 21ου αιώνα. Όπως όλα τα αστέρια, έτσι και το «αστέρι» του David Bowie κάποια στιγμή «έσβησε». Στις 10 Ιανουαρίου 2016 η είδηση του θανάτου του (λόγω καρκίνου στο ήπαρ) σκόρπισε θλίψη στα εκατομμύρια θαυμαστ(ρι)ών του σε όλον τον κόσμο. Δύο μέρες πριν, στα 69α γενέθλιά του, είχε κυκλοφορήσει το 26ο στούντιο άλμπουμ του με τον τίτλο «Blackstar», το οποίο αποτέλεσε εν γνώσει του το «κύκνειο άσμα» του. Και μπορεί το άστρο του να έσβησε, όπως κάθε τι υλικό σε αυτό το Σύμπαν, όμως η μουσική αστρόσκονη που άφησε πίσω του θα συνεχίσει να μαγεύει και να εμπνέει γενιές και γενιές τωρινών και μελλοντικών φαν του. Κάπως έτσι ενέπνευσε η κληρονομιά του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη τους δημιουργούς της εικονογραφημένης βιογραφίας του με τον τίτλο «Bowie – Stardust, Rayguns and Moonage Daydreams», η οποία κυκλοφόρησε το 2020, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, από τις καλιφορνέζικες εκδόσεις Insight. Για την υλοποίηση αυτής της φιλόδοξης έκδοσης ένωσαν τα δημιουργικά τους ταλέντα βασικά τρεις άνθρωποι: ο Michael Allred (Madman, Silver Surfer, Red Rocket 7, iZombie) σε σενάριο και σχέδιο, o Steve Horton (συγγραφέας, μεταξύ άλλων, της σειράς Satellite Falling των εκδόσεων IDW) σε σενάριο και η βραβευμένη με Eisner κολορίστρια Laura Allred, η οποία με τις εντυπωσιακές ποπ παλέτες της και τη μαεστρία της στα εφέ «εκτόξευσε» στο Διάστημα τα σχέδια του Michael, βασιζόμενη στη χρωματική αισθητική που υιοθέτησε στους δίσκους, στα πόστερ, στις περφόρμανς και στα βιντεοκλίπ του ο βιογραφούμενος μουσικός. Το σημαντικό αυτό κόμικς για τη ζωή του David Bowie κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ με τίτλο «Bowie – Αστρόσκονη, Ακτινοπίστολα και Ονειροπόληση στην Εποχή του Φεγγαριού» (σε μτφρ. Γιάννη Νένε). Στις σελίδες του εξιστορείται η πορεία του καλλιτέχνη από την αφάνεια στη φήμη καθώς και η άνοδος και πτώση του Ziggy Stardust, του αντισυμβατικού alter ego που οδήγησε τον Bowie στην κορυφή της καριέρας του. Φαινομενικά η δομή τού κόμικς παραπέμπει σε ντοκιμαντέρ καθώς ακολουθείται μια γραμμική χρονολογική αφήγηση. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται μάλλον για την αναπαράσταση μιας συναρπαστικής ζωής, διανθισμένης με παραβολές και οπτικούς υπαινιγμούς που «φλερτάρουν» τόσο με την επιστημονική φαντασία όσο και με την ψυχεδέλεια. Η μουσική ξεχειλίζει τόσο πολύ στις απεικονίσεις των ηχογραφήσεων και των συναυλιών, θαρρείς και θέλει να «δραπετεύσει» από τα καρέ και τις σελίδες του βιβλίου, θαρρείς και επιδιώκει να βρει τρόπο να ακουστεί και να πλημμυρίσει το δωμάτιο. Στο «Bowie» βλέπουμε τις επιρροές του καλλιτέχνη που διαμόρφωσαν τη θεατρική και μουσική περσόνα του ως περφόρμερ του θεάματος (π.χ. από τους Konrads, τους King Bees, τους Velvet Underground, τον Jimi Hendrix ή το θέατρο αβαν-γκαρντ ή την ταινία A Clockwork Orange του Στάνλεϊ Κιούμπρικ), καθώς και την εξέλιξη των Spiders from Mars μέχρι τη διάλυση και τη φυγή του Bowie από το Λονδίνο για μια νομαδική ζωή στο εξωτερικό. Βλέπουμε επίσης αναφορές σε στοιχεία της προσωπικής του ζωής: από τον καβγά με τον παιδικό του φίλο Τζορτζ Άντεργουντ, που κατέληξε στη χαρακτηριστική μόνιμα διεσταλμένη κόρη του αριστερού ματιού του, μέχρι τους γάμους του με δύο παγκόσμιας φήμης μοντέλα, την Άντζι Μπαρνέτ (1970-1980) και την Ιμάν (1992-2016). Ένα κόμικς που σου «φωνάζει» ότι δεν διαβάζεται μόνο με εικόνες και λεζάντες, αλλά σε καλεί να απολαύσεις την αναγνωστική εμπειρία με μουσική, βάζοντας σε τέρμα ένταση αλμπουμάρες όπως τα «Hunky Dory», «The Man Who Sold the World», «Space Oddity». Και το σχετικό link...
  8. Ένα καινούργιο graphic novel για τη ζωή του Starman κυκλοφορεί στα ελληνικά. «Αστρόσκονη, ακτινοπίστολα & ονειροπόληση στην Εποχή του Φεγγαριού». Ωραίος τίτλος αν είσαι έτοιμος να αφήσεις τον πλανήτη ή αν περιμένεις κάποιον να προσγειωθεί μέσα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς σου. Στις 7 Νοεμβρίου έρχεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων ένα graphic novel για τα πρώτα χρόνια της διαστημικής/glam περιόδου του David Bowie, με τις ευλογίες (και πρόλογο) του μεγάλου Neil Gaiman και σενάριο/σκηνοθεσία/σχέδιο του «προστατευόμενου» του Mike Allred με τον οποίο, μαζί, είχαν φέρει πίσω τον χαρακτήρα Prez στις σελίδες του «The Sandman: Worlds’ End» και είχαν φτιάξει ένα από τα πιο αγαπημένα κόμικς του Gaiman, την ιστορία του Metamorpho στα Wednesday Comics. Στις αρχές των 1990s τα κόμικς με ροκ-εν-ρολ βιογραφίες ήταν η καινούργια μεγάλη μόδα. Δεν κράτησε για πολύ. Καμία από εκείνες τις βιογραφίες δεν ήταν σαν αυτή. Αυτή είναι πραγματική απόλαυση, ένα βιβλίο που θέλεις να κρατάς στα χέρια σου σαν μαγικό φετίχ, φτιαγμένο από θαυμαστές που είναι παράλληλα και καλλιτέχνες, και για φανς που είναι ονειροπόλοι. Ο Bowie, όσο περνάνε τα χρόνια από την αναχώρησή του στο Απώτερο Διάστημα, μοιάζει να μας απασχολεί όλο και περισσότερο με κρυμμένες μουσικές, ταινίες και ντοκουμέντα, ένα υλικό που παραμένει λαμπερό και ενδιαφέρον. Ακριβώς έτσι είναι και οι σελίδες του, εντελώς κινηματογραφικού graphic novel που, με καθαρές γραμμές, χαρούμενη αισθητική και με εκρήξεις εικόνων, δεν διηγούνται απλά μία ιστορία αλλά απεικονίζουν τους ανθρώπους, τις μόδες, τους ήχους, τις σκηνές της εποχής, σαν σύμβολα «μεγαλύτερα από τη ζωή» όπως ήταν και ο ίδιος ο Ziggy Stardust, ο διαστημάνθρωπος που κατέλαβε τη ζωή κάποιου David Jones, πρώην κατοίκου του Bromley και αρχικά παιδιού του Brixton. * Το «Αστρόσκονη, ακτινοπίστολα & ονειροπόληση στην Εποχή του Φεγγαριού» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ. Και το σχετικό link...
  9. Ποιητικό, ρεαλιστικό και ονειρικό, το Daytripper των Fábio Moon και Gabriel Bá είναι ένα από τα καλύτερα σύγχρονα κόμικς που κυκλοφορεί και στα ελληνικά. Η Νότια Αμερική έχει μακρά παράδοση στην 9η Τέχνη. Μέχρι και σήμερα, τα κόμικς παραμένουν ένα φτηνό και ευχάριστο μέσο ψυχαγωγίας για τους Λατινοαμερικάνους των συνεχών οικονομικών κρίσεων. Ακόμα και Λατινοαμερικάνοι δημιουργοί όπως o Quino, o José Muñoz, ο Alberto Breccia και κόμικς όπως η Μαφάλντα, το Eternauta και ο Alack Sinner έχουν μεγάλη σημασία και επιρροή στα παγκόσμια κόμικς. Δυο άξιοι νέοι συνεχιστές αυτής της παράδοσης είναι και τα δίδυμα αδέλφια Fábio Moon και Gabriel Bá. Οι δυο Βραζιλιάνοι δημιουργοί έχουν δουλέψει για τις αμερικάνικες DC και Image Comics και έχουν συνεργαστεί πολλές φορές σε κοινά πρότζεκτ, με πιο γνωστό και αριστοτεχνικό το κόμικ Daytripper. Κυκλοφόρησε αρχικά στη Βραζιλία σε 10 μηνιαία τεύχη το 2010 και ύστερα σε έναν συλλογικό τόμο στις ΗΠΑ από την Vertigo (πλέον DC Black Label). Αμέσως το βιβλίο κέρδισε την αγάπη του κοινού, διθυραμβικά σχόλια από κριτικούς και δημιουργούς κόμικς αλλά και διακρίσεις, με πιο λαμπρή το βραβείο Eisner καλύτερης σύντομης σειράς το 2011. Από πέρυσι τον Ιούνιο κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΟΞΥ σε μετάφραση του Σάββα Αργυρού. Το Daytripper αρχίζει με μια μέρα στη ζωή του Μπρας ντε Ολιβα Ντομίνγκος, ενός 32χρονου στο Σάο Πάολο που φιλοδοξεί να γίνει μεγάλος συγγραφέας αλλά βιοπορίζεται γράφοντας νεκρολογίες σε εφημερίδα. Ο Μπρας επιθυμεί να γράψει για τη ζωή κι όμως είναι προσκολλημένος στο να γράφει για τον θάνατο. Και το γεγονός πως ο πατέρας του είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή μυθιστοριογράφος της χώρας τον βαραίνει ακόμα περισσότερο, νιώθοντας πως βρίσκεται στη σκιά του. Και για να γίνει ακόμα καλύτερο, στο τέλος του 1ου κεφαλαίου μετά από μια συμπλοκή, ο πρωταγωνιστής καταλήγει νεκρός! Το βιβλίο συνεχίζεται με διαφορετικά κεφάλαια από τη ζωή του Μπρας σε διαφορετικές ηλικίες (πριν αλλά και μετά από τα 32) στο τέλος των οποίων ο Μπρας πάντα βρίσκει απροσδόκητο θάνατο, κλείνοντας με μια νεκρολογία. Εύκολα μπορεί να έρθει στον νου του Έλληνα αναγνώστη το τραγούδι «Εκείνη» του Φοίβου Δεληβοριά – συνειρμό που κατά πάσα πιθανότητα δεν επιδίωκαν οι Βραζιλιάνοι δημιουργοί! Στην πορεία της ανάγνωσης, γίνεται κατανοητό πως το ένα κεφάλαιο επηρεάζει το άλλο, κάνοντας την ιστορία της ζωής του Μπρας συνεκτική και τους διαρκείς του θανάτους μη υπαρκτούς, ένα αφηγηματικό κόλπο των συγγραφέων. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο ήρωας θα αποκτήσει ό,τι επιθυμούσε: λογοτεχνική φήμη, τη γυναίκα της ζωής του, έναν μονάκριβο γιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο 76χρονος πια Μπρας θα αποκτήσει και κάτι τελευταίο: τη συμφιλίωση με τη θνητότητα, ώστε να νιώσει πια απελευθερωμένος και να έχει έναν γαλήνιο θάνατο. Οριστικό πια. Όλο αυτό το ρομαντικό μη γραμμικό ταξίδι αναμετριέται με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα καταλήγοντας στην απόλαυση των μικρών και των μεγάλων στιγμών της ζωής. Δεν γίνεται όμως με τον κλισέ τρόπο του «ζήσε τη στιγμή, ταξίδευε και αγάπα» που προωθείται συχνά σε αντίστοιχα έργα. Όσο μακάβριο κι αν ίσως ακούγεται, οι στιγμές της ζωής στο Daytripper παίρνουν αξία από το συνεχές ενδεχόμενο του θανάτου. Κάθε κεφάλαιο αντιπροσωπεύει και μια σημαντική στιγμή στη ζωή του Μπρας και ο θάνατος του ήρωα στο τέλος κάθε κεφαλαίου δείχνει το πόσο αναπάντεχος και πιθανός είναι. Συνήθως ο Μπρας πεθαίνει σε έντονες συναισθηματικές στιγμές, σε στιγμές που νιώθει πιο πολύ ζωντανός από ποτέ. Έτσι, στο Daytripper η ζωή και ο θάνατος πηγαίνουν χέρι-χέρι και στα λόγια του πατέρα του Μπρας προς τον γιο του: «Μόνο όταν αποδεχθείς ότι μια μέρα θα πεθάνεις, μπορείς να αφεθείς και να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς με τη ζωή σου. Κι αυτό είναι το μεγάλο μυστικό». Σημαντικό θέμα, επίσης, του Daytripper είναι η οικογένεια. Η ζωή του ήρωα είναι συνυφασμένη με την οικογένειά του και, μέσω των σχέσεων του πρωταγωνιστή με τον πατέρα, τη μητέρα, τη γυναίκα και τον γιο του, η ζωή του γεμίζει και παίρνει αξία. Η Βραζιλία επίσης έχει τον δικό της ρόλο στην ιστορία, καθώς αποτελεί το σκηνικό που ξετυλίγεται όλη η ζωή του Μπρας. Από το αστικό Σάο Πάολο έως το γραφικό Σαλβαδόρ με τα ήθη, τα έθιμα, τους ανθρώπους της, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των azulejos (παραδοσιακά διακοσμητικά πλακάκια της χώρας) μέσα στο κόμικ, το Daytripper γίνεται κι ένα έργο-εθνικός πλούτος για τη χώρα του. Και φυσικά όλα αυτά προβάλλονται μέσα από ένα ονειρικό, μαγικό σχέδιο. O Bá και ο Moon (οι οποίοι υπογράφουν από κοινού σενάριο και σχέδιο) και ο Dave Stewart στα χρώματα πλάθουν έναν κόσμο αληθοφανή και πραγματικό, γεμάτο αστικά τοπία, διαμερίσματα και μπόλικα φλιτζάνια καφέ, μα συνάμα μαγικό γεμάτο γαλήνιες χρωματικές παλέτες, ηλιοβασιλέματα και ταξιδιάρικες θάλασσες. «Κάθε αναφορά, κάθε φωτογραφία, κάθε χρώμα και κάθε χαρακτήρας, όλα έγιναν στην προσπάθειά μας να αναπαράγουμε συναισθήματα» γράφει ο Fabio Moon. «Ένα συναίσθημα ότι ήσασταν ζωντανοί, χαρούμενοι, φοβισμένοι, ερωτευμένοι ή όταν νιώθατε μοναξιά». Ο μαγικός ρεαλισμός του κόμικ επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας με μαεστρία το στήσιμο εικόνων και γραμμάτων, κάνοντάς τη μια ιστορία που μόνο ως κόμικ θα μπορούσε να ειπωθεί έτσι. Βέβαια, θα μπορούσε να πει κάποιος πως η ζωή παραείναι μαγική και όμορφη στο Daytripper. Αναμφίβολα, ο Μπρας δεν είναι κανένας κατατρεγμένος της κοινωνίας ή έστω κάποιος που κερδίζει με αγώνα τη ζωή του. Γιος διάσημου συγγραφέα και με ψηλό κοινωνικό στάτους, είναι ένας αρκετά προνομιούχος Βραζιλιάνος (ένας gringo όπως τον αποκαλούν στο 2ο κεφάλαιο, από τον «πλανήτη των λευκών»). Μια ευτυχισμένη ζωή με δεδομένη ευημερία, προνόμια και άνεση που, ακόμα και για τα δεδομένα του 2010 που γράφτηκε, μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Αυτό όμως δεν κάνει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του κόμικ εκτός πραγματικότητας. Οι δημιουργοί εστιάζουν στην ιστορία ενός ρομαντικού συγγραφέα σαν βγαλμένη από μεγάλο λογοτεχνικό έργο, ακριβώς για να εξετάσουν από την πορεία του τα μεγάλα ερωτήματα, χωρίς να λείπει το άγχος, η απώλεια και οι δυσκολίες από τη ζωή του Μπρας. «Daytrippers» στα αγγλικά αποκαλούν τους ημερήσιους ταξιδιώτες, εκείνους που κάνουν μικρές ημερήσιες εξορμήσεις. Ένας daytripper γίνεται και ο αναγνώστης του ομώνυμου κόμικ, διαβάζοντας τις μεγάλες και τις μικρές στιγμές του πρωταγωνιστή, τα όνειρα, τους στόχους του, τις νίκες και τις ήττες, τη ζωή και τον θάνατο του Μπρας ντε Ολιβα Ντομίνγκος. Αναμφίβολα, το Daytripper αποτελεί ένα ιδανικό ανάγνωσμα για το καλοκαίρι και ένα απαραίτητο έργο για τη βιβλιοθήκη κάθε αναγνώστη. Και το σχετικό link...
  10. nikolas12

    BATMAN: Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΙΠΠΟΤΗ

    Σύνοψη από την εκδοτική: TΟ ΞΙΦΟΣ ΤΟΥ ΑΖΡΑΗΛ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ! Η αστική ζούγκλα, το Γκόθαμ Σίτι, κατασπαράζεται από τον πόλεμο ανάμεσα στον Μπάτμαν και τον Τζόκερ — ένας πόλεμος στον οποίο η διαφορά μεταξύ ήρωα και εγκληματία έχει γίνει ανυπόφορα δυσδιάκριτη. Τώρα, με την προσωπικότητα του καλοπροαίρετου Τζακ Νέιπιερ βυθισμένη βαθιά κάτω από έναν κυρίαρχο Κλόουν Πρίγκιπα του Εγκλήματος, ο Τζόκερ ετοιμάζεται να πάει αυτόν τον πόλεμο στο επόμενο επίπεδο — και ο στρατός έχει έναν καινούργιο νεοσύλλεκτο. Κραδαίνοντας ένα φλεγόμενο σπαθί και φέρων το βάρος εκατοντάδων χρόνων ιστορίας στους ώμους του, ο Αζραήλ είναι ο σκοτεινότερος ιππότης που έχει δει ποτέ το Γκόθαμ. Ένας ένας, οι εχθροί του Μπάτμαν θα πέσουν από τη λεπίδα του — και λίγο λίγο, αυτός ο νέος σταυροφόρος θα ξαναφτιάξει το Γκόθαμ Σίτι στη δική του εκδοχή του παραδείσου επί της Γης. Μόνο ο Μπάτμαν και οι αποξενωμένοι του σύμμαχοι μπορούν να τον σταματήσουν — αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους είναι βαθιά. Και όταν ο Τζόκερ και ο Αζραήλ αποκαλύψουν την κρυφή ιστορία της οικογένειας Γουέιν, κάθε πίστη στον Σκοτεινό Ιππότη μπορεί να κλονιστεί για πάντα. Πως προέκυψε το Batman: Curse of the White Knight Το ημερολόγιο λέει Οκτώβριος 2017. Το DC Black Label έχει ξεκινήσει ως imprint, αλλά στα σπάργανα βρίσκεται ένα κόμικ, το οποίο έμελλε να είναι τόσο ρηξικέλευθο, τόσο καινοτόμο που θα ξεκινούσε ένα δικό του καινούριο σύμπαν. Το Batman: White Knight σε σενάριο και σχέδιο Sean Murphy κερδίζει αμέσως κοινό και κριτικούς, καθώς φέρνει μια καινούρια πρόταση. Πως θα ήταν αν ο Joker εγκατέλειπε τη ζωή του εγκληματία και ως πολιτικός πλέον ονόματι Jack Napier προσπαθούσε να πείσει το Gotham ότι ο πραγματικός κακός μεταξύ των δύο είναι ο Batman; Η ιδέα ήταν τόσο καλή και άρεσε αρκετά, ώστε λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση της σειράς, ανακοινώθηκε το sequel Curse of the White Knight. Μικρό spinoff μέσα στην παρουσίαση: Το Curse of the White Knight αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου σύμπαντος Προκειμένου να σας βοηθήσω να κατανοήσετε περισσότερο το κόμικ, θα σας βάλω χρονολογικά που τοποθετείται το Curse of the White Knight. Η συγκεκριμένη σειρά ανήκει σε ένα ενιαίο, καινούριο σύμπαν που δεν έχει καμία σχέση με το DC Black Label που λέγεται Murphyverse με τον Sean Murphy να έχει αναλάβει σενάριο και σχέδιο, αλλά και την επίβλεψη όλων των τίτλων που θα βγουν υπό το δικό του σύμπαν. Το Batman: White Knight είναι ο τίτλος που τα ξεκίνησε όλα και ακολούθησε το Batman: White Knight Presents Von Freeze, ένα one-shot τεύχος που προηγείται του Curse. Μάλιστα η έκδοση της Οξύ συμπεριλαμβάνει το one-shot του Von Freeze στην έκδοση του Curse of the White Knight. Σε λίγες μέρες ολοκληρώνεται η κυκλοφορία του Batman: White Knight Presents: Harley Quinn σε σενάριο Murphy και Katana Collins και σχέδιο Matteo Scalera. Στα τέλη Μαρτίου ξεκινάει στην Αμερική η κυκλοφορία του Batman: Beyond the White Knight που αποτελεί το τρίτο μέρος της ιστορίας του Λευκού Ιππότη με τον Sean Murphy να έχει αναλάβει τα πάντα ξανά, θα τρέξει και αυτό για οχτώ τεύχη και φαντάζομαι θα το δούμε να εκδίδεται μελλοντικά. Εντός του 2022 ετοιμάζεται και το Batman: White Knight: Red Hood, ενώ στο στάδιο της παραγωγής είναι σειρές για την Justice League, τον Nightwing και την Batgirl! Τέλος να σας πω κάτι ενδιαφέρον για τα White Knight. O Murphy έχει θέσει έξι κανόνες σε όλους τους συγγραφείς: 1. Όποιος πεθαίνει, δεν ανασταίνεται. 2. Όχι εσωτερικοί μονόλογοι στο σενάριο. 3. Όχι βιασύνες στην ολοκλήρωση της σειράς. 4. Κύριος στόχος να ικανοποιήσουμε τους αναγνώστες 5. Τουλάχιστον ένα όχημα να εμφανίζεται στη σειρά. 6. Καμία σειρά δεν μπορεί να κάνει crossover με άλλη σειρά του Murphyverse. Η ιστορία του Curse of the White Knight Αφού σας είπα λίγα πράγματα για το σύμπαν που λαμβάνει χώρα η ιστορία, ας πούμε για το Curse of the White Knight. Στην ιστορία μας αυτή, τα πράγματα ξεκινούν στο τέλος της προηγούμενης. Η δεύτερη Harley Quinn ή Neo Joker έχει πλέον ηττηθεί, αλλά ο Napier δεν καταφέρνει να μείνει σώφρων και εν τέλει μετατρέπεται ξανά μόνιμα στον Joker και οδηγείται ξανά στο Arkham. Αποτέλεσμα της ζημιάς που έκανε ο Napier στον Batman είναι ο τελευταίος να πρέπει να ξανακερδίσει την πόλη του, αποκαλύπτοντας αρχικά στον Gordon ότι είναι ο Bruce Wayne. Στο Curse of the White Knight λοιπόν ο Napier έχει αποδεχθεί ότι πλέον θα είναι μόνο ο Joker, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται ένας ολοκαίνουριος αντίπαλος, ο Azrael ο οποίος θέλει να μετατρέψει τη Gotham σε μια δική του πόλη. Ο Jean-Paul Valley ή αλλιώς Azrael παρουσιάζεται συχνά ως αντιήρωας, αλλά σε αυτό το κόμικ θα είναι εχθρός του Batman και μάλιστα ο σκοπός του Murphy είναι διαρκώς να οδηγεί τους δύο ήρωες στα άκρα της αντιπαράθεσης και να τους δώσει μια πάρα πολύ εντυπωσιακή, coming of age τελική μάχη προκειμένου να δούμε ποιος τελικά θα κουβαλήσει την κληρονομιά του Gotham. Μια κληρονομιά που στο Curse of the White Knight συνεχώς δοκιμάζεται χάρη στις ενέργειες του Joker. Μαζί λοιπόν με τον Azrael κάνουν μία ακόμα προσπάθεια να σπιλώσουν την εικόνα του ήρωα και να τον φέρουν ξανά αντιμέτωπο με τη δημόσια κατακραυγή. Αποκαλύπτουν όλη την ιστορία του Gotham από τη μέρα που δημιουργήθηκε μέχρι το σήμερα, αποκαλύπτοντας το βρώμικο ρόλο και τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειας Wayne όλα αυτά τα χρόνια και όλες τις ενέργειες που ζημίωσαν τη Gotham. Αυτή λοιπόν είναι η Κατάρα που αναφέρεται στον τίτλο. Ο Napier και ο Azrael δείχνουν ότι η Κατάρα της Gotham είναι για πάντα να είναι μια πόλη που θα μαστίζεται από την εγκληματικότητα και τους κακοποιούς και θα μαστίζεται ακριβώς επειδή η οικογένεια Wayne έχει βάλει το χέρι της. Θέλουν να δείξουν πως ο Bruce Wayne ή ο Batman είναι όντως ο κακός της ιστορίας, αυτός που το όραμα του δε θα οδηγήσει σε μια καλύτερη εκδοχή της πόλης, αλλά θα συνεχίσει να τη βυθίζει στον όλεθρο. Και αυτό θα κληθεί να κάνει ο Batman σε αυτό το κόμικ. Να πάρει στις πλάτες του τα κακώς κείμενα και την κληρονομιά της οικογένειας του, να συνεργαστεί με τους συμμάχους που δείχνουν ξεκάθαρη δυσπιστία στο πρόσωπο του και να οδηγήσει την πόλη του σε ένα καλύτερο μέλλον. Το αν θα τα καταφέρει; Θα το περιμένω στις δικές σας κριτικές Το χαρακτηριστικό σχέδιο του Sean Murphy Ο Sean Murphy πέραν από αρχιτέκτονας του White Knight σεναριακά (μετά το Curse είπε ότι έχει προγραμματίσει ακόμα δύο συνέχειες, η μία προφανώς είναι το Beyond που αναφέραμε πιο πάνω), είναι και ένας πάρα πολύ καλός σχεδιαστής. Κάνει όμορφα redesigns στους Batman κακούς και το σχέδιο του είναι αρκετά σκοτεινό, με έντονα μελάνια για άλλη μια φορά. Να δείξετε προσοχή και στους χρωματισμούς, στο πρώτο κόμικ δόθηκε έμφαση για προφανείς λόγους στο λευκό και το μαύρο, εδώ ο Azrael φέρνει αρκετές αποχρώσεις κόκκινου και ο Joker λευκού και μπλε. Δεν ξέρω αν είναι για όλους, αλλά δε θα μπορούσα να φανταστώ ποιο ταιριαστό στυλ σχεδίου για τη σειρά. Η έκδοση, τελικός απολογισμός και σε ποιους προτείνεται Για μένα το Murphyverse είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον Batman project που τρέχει εδώ και καιρό στα αμερικάνικα κόμικς. Πιο πάνω και από τη main σειρά το βάζω. Έχει εξαιρετικά βαθύ σενάριο και πολύπλοκους χαρακτήρες. Αν σας άρεσε η ιδιαιτερότητα του πρώτου, τότε να πάρετε κι αυτό ασυζητητί. Η έκδοση της Οξύ είναι στο κλασικό της μέγεθος, με ωραίο χαρτί, όμως το τεράστιο μέγεθος του τόμου, οδηγεί ξανά σε ένα θέμα που έχει αναφερθεί στο παρελθόν. Αρκετά μπαλονάκια που βρίσκονται πιο κεντρικά στις δύο σελίδες, θα σας δυσκολέψουν λίγο στο διάβασμα. Από εκεί και πέρα ανταποκρίνεται στα ποιοτικά στάνταρ της εκδοτικής και μπράβο τους που κάνουν μια προσπάθεια πάρα πολύ καλή με το Murphyverse, μακάρι να τη συνεχίσουν. Η τιμή είναι λίγο αλμυρή, αλλά δυστυχώς όποιος βρίσκεται στην αγορά ξέρει για τις ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και το χαρτί έχει πάει στο Θεό. Δυστυχώς πολλά κόμικς που είχαμε συνηθίσει σε συγκεκριμένο πλαίσιο τιμών, θα ακριβύνουν δυστυχώς. Ελπίζω να σας άρεσε το αφιέρωμα μου, καθώς μου πήρε αρκετή ώρα και έβαλα όσο περισσότερη πληροφορία γίνεται για να σας ξεδιαλύνω απορίες. Καλό διάβασμα σε όλους
  11. tsironick

    DARK NIGHTS: METAL (THE DELUXE EDITION)

    Σύνοψη βιβλίου: Το σκοτεινό πολυσύμπαν έρχεται και τίποτα δεν θα είναι το ίδιο ποτέ ξανά! Πέρα από το σύμπαν μας, υπάρχει το Πολυσύμπαν… και κάτω από το Πολυσύμπαν βρίσκεται ένα εφιαλτικό βασίλειο όπου κάθε φόβος που έχει νιώσει ποτέ κάποιος στη Γη μας γίνεται πραγματικότητα. Τώρα μια διαβολική δύναμη παλιά όσο κι ο χρόνος θέλει να μας τραβήξει στο σκοτάδι, μέσα στο βασίλειο του ατέλειωτου τρόμου. Και όταν η πόρτα μεταξύ των κόσμων ανοίξει, δεν ξεπηδούν από μέσα μόνο οι εφιάλτες, αλλά και οι Σκοτεινοί Ιππότες, ο καθένας από τους οποίους αποτελεί μια διεστραμμένη εκδοχή του Μπάτμαν από έναν κόσμο όπου ο χειρότερος φόβος του βγήκε αληθινός. Με την εισβολή να έχει ξεκινήσει και τον Μπάτμαν παγιδευμένο στο Σκοτεινό Πολυσύμπαν, η Λεγεώνα της Δικαιοσύνης πρέπει να αναλάβει μια αδύνατη αποστολή, για να βρει τα μυστηριώδη μέταλλα που είναι ικανά να απωθήσουν τους Σκοτεινούς Ιππότες και τον αφέντη τους, τον τρομερό Μπάρμπατος. Αν αποτύχουν, όλα όσα γνώριζαν ποτέ θα βυθιστούν στο αιώνιο σκοτάδι. Αλλά ο αληθινός τρόμος είναι… κι αν έχουν ήδη αργήσει πολύ; Ένα από τα μεγαλύτερα events στην ιστορία της DC παρουσιάζεται στο συνταρακτικό, γεμάτο δράση, επικό DARK KNIGHTS: METAL από τους μεγάλους Scott Snyder και Greg Capullo, που ξανασμίγουν μετά την τεράστια επιτυχία τους στη σειρά BATMAN. Σχολιασμός: Πρόκειται για τη συγκεντρωτική έκδοση των τευχών Dark Nights: Metal #1-6 (2017-2018). Μία πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που έβγαλε πριν λίγα χρόνια η DC και βγήκε σχετικά γρήγορα στα ελληνικά από την Οξύ! Για άλλη μια φορά η DC χρησιμοποιεί τα πολυσύμπαντα σε ένα μεγάλο γεγονός, πετυχαίνει όμως αυτή τη φορά να μας εντυπωσιάσει με την πλοκή και να μας κρατάει το ενδιαφέρον. Ένα όμορφο στοιχείο της σειράς, θεωρώ πως είναι η σύνδεση και με τον κόσμο του Sandman. Το σενάριο είναι αρκετά καλό, όπως και το σχέδιο άλλωστε. Στο τέλος της έκδοσης έχει πάρα πολλά εναλλακτικά σχέδια εξωφύλλων, καθώς και σκίτσα και μολύβια του Greg Capullo. Μια όμορφη έκδοση από τις εκδόσεις Οξύ, στα γνωστά ποιοτικά της στάνταρ.
  12. Ο πέμπτος δίσκος των Doors αποτελεί εμβληματικό έργο στην ιστορία της ροκ. Τα κομμάτια του τραγουδιούνται και χορεύονται ακόμα φέρνοντας πάντα στον νου τον χαρισματικό δημιουργό τους. Η Leah Moore γράφει την ιστορία αυτών των τραγουδιών και 10 σχεδιαστές τα «ντύνουν» με όμορφες εικόνες και ψυχεδελικά χρώματα. Γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος για το «The King» του Rich Koslowski, μια ιστορία πικρού χιούμορ και μυστηρίου με τον «βασιλιά» Έλβις και τη μουσική του στο επίκεντρο έστω κι αν αυτός έχει φύγει πριν από πολλές δεκαετίες χωρίς όμως το έργο του να ξεχαστεί. Ένα ακόμα αξέχαστο έργο είναι αναμφίβολα κι αυτό του Τζιμ Μόρισον και του θρυλικού του συγκροτήματος, The Doors. Μπορεί ο Μόρισον να πέθανε νεότατος, μόλις 27 ετών το 1971 και πάνω στο απόγειο της καριέρας του, αλλά οι παρακαταθήκες που άφησε στη ροκ μουσική συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξή της. Ήταν άλλωστε μια εκρηκτική προσωπικότητα: ποιητής, στιχουργός, συνθέτης, σκηνοθέτης που δεν μάσαγε τα λόγια του ενώ οι ζωντανές εμφανίσεις του ξεσήκωναν τα πλήθη και συχνά ξέφευγαν από κάθε έλεγχο όπως όταν συνελήφθη, κατηγορήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε για «άσεμνες» κινήσεις του επί σκηνής σε μια συναυλία στο Μαϊάμι. Από τη δισκογραφία των Doors, ίσως ο σημαντικότερος και πιο δημοφιλής δίσκος είναι το «Morrison Hotel» που ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 1969 και κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα. Ένας δίσκος του οποίου το όνομα παραπέμπει στο επίθετο του ηγέτη του συγκροτήματος αν και προέκυψε τυχαία μετά από μια βόλτα των μελών του στη Σάντα Μόνικα. Τότε, οι τέσσερις φίλοι έκπληκτοι είδαν ένα ξενοδοχείο με όνομα «Morrison Hotel» και μπήκαν στα κρυφά για να φωτογραφηθούν παρά την άρνηση του ρεσεψιονίστ να τους επιτρέψει την είσοδο. Αυτή είναι και η τελευταία ιστορία του βιβλίου «Morrison Hotel» (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση: Σάββας Αργυρού) σε σχέδια του Tony Parker και σενάριο της Leah Moore, συγγραφέως, ιδρύτριας του project «Electricomics» και κόρης του γκουρού των σύγχρονων κόμικς, Alan Moore. H Moore υπογράφει και όλες τις υπόλοιπες ιστορίες του βιβλίου που καθεμιά φέρει τον τίτλο και ενός από τα τραγούδια του ομώνυμου δίσκου σε σχέδια μιας πλειάδας δημιουργών (John Pearson, Mike Oeming, Marguerite Sauvage, Sebastian Piriz, Guillermo Sanna, Coleen Doran, Ryan Kelly, Armitano, Jill Thompson, John Snyder και ο Βασίλης Λώλος που δίνει εικόνα στο «Queen of the Highway», μια ιστορία στην οποία εκτός από τα μέλη του γκρουπ εμφανίζονται και οι Τζον Λένον, Λιτλ Ρίτσαρντ, Τσακ Μπέρι και άλλα μυθικά ονόματα της ροκ). Το πιο ενδιαφέρον σε όλο το βιβλίο είναι πως η Moore σε συνεργασία με τους σχεδιαστές προσπάθησαν και κατάφεραν να αποφύγουν μια απλή εικονοποίηση των μουσικών κομματιών. Ακόμα κι αυτό βέβαια θα είχε την αξία του, καθώς η σεναριογράφος και οι δημιουργοί θα μπορούσαν να προτείνουν τις δικές τους αναγνώσεις πάνω σε πασίγνωστα τραγούδια που όμως οι στίχοι τους είναι πολυεπίπεδοι και κάποιες φορές αινιγματικοί. Δεν ήταν όμως αυτός ο στόχος του «Morrison Hotel». H Moore επιδίωκε να φιλοτεχνήσει όχι μόνο τη δική της ερμηνεία πάνω στους στίχους του Morrison, αλλά να παρουσιάσει κατά κάποιον τρόπο και την ιστορία των τραγουδιών, τις συνθήκες εντός των οποίων γράφτηκαν, τραγουδήθηκαν και ηχογραφήθηκαν, τις σχέσεις των μελών κατά τη διάρκεια της παραγωγής του δίσκου, την ψυχοσύνθεση και τη διάθεση του Morrison εκείνες τις μέρες, τη συμπεριφορά του κοινού, την αντιμετώπιση από τους κριτικούς και τα ΜΜΕ κ.λ.π. Και ως προς αυτό τα κατάφερε περίφημα καθώς το δικό της «Morrison Hotel» είναι ένα βιβλίο για τα πάντα γύρω από το πρώτο «Morrison Hotel». Ο κιθαρίστας του γκρουπ Robby Krieger, προλογίζοντας το βιβλίο, θυμάται τις δυσκολίες που είχε το συγκρότημα στον προηγούμενο δίσκο του «Soft Parade» και την εντελώς διαφορετική ψυχολογία των μελών του στο «Morrison Hotel»: «Αποφασίσαμε να περάσουμε καλά και να κάνουμε κάτι απλό και γεμάτο μπλουζ... Και εγένετο – “Roadhouse Blues”, “Peace Frog”, “Maggie M’ Gill” και “The Spy”… μερικά από τα αγαπημένα μου. Επίσης περάσαμε πολύ καλά στη φωτογράφιση για το εξώφυλλο του άλμπουμ. Ο Ρέι οδηγούσε στο κέντρο του Λος Άντζελες και ανακάλυψε το Ξενοδοχείο Morrison. Δωμάτια με 2,50 δολάρια τη βραδιά! Έτσι, πήραμε τον φίλο μας Χέντρι Ντιλτζ να έρθει και να μας φωτογραφίσει στο ξενοδοχείο. Έγινε ένα από τα πιο εμβληματικά εξώφυλλα άλμπουμ όλων των εποχών. Ελπίζω το νέο μας graphic novel να αιχμαλωτίσει όλα αυτά τα πράγματα και οι αναγνώστες να είναι εκεί μαζί μας εν τω πνεύματι». Δεν ξέρω αν το βιβλίο της Moore και των συνεργατών της αιχμαλωτίζει «όλα» αυτά τα πράγματα στα οποία αναφέρεται ο Krieger, όλα όσα έζησαν και έκαναν οι Doors στη σύντομη διάρκεια της ζωής του συγκροτήματος. Ήταν όμως μια ξέφρενη ζωή και μια ξέφρενη πορεία προς την κορυφή. Αυτό το κλίμα το αποδίδει ιδανικά η Moore με το έργο της αποφεύγοντας, ευτυχώς, τις νεκρολογίες και τους επικήδειους και επιλέγοντας να εστιάσει στα χρώματα, στα όνειρα, στις παραισθήσεις μιας συγκλονιστικής εποχής για το ροκ και την ανυπότακτη νεολαία. Και το σχετικό link...
  13. Το αχώριστο δίδυμο των Fábio Moon και Gabriel Bá από το Σάο Πάολο μας ανοίγει τα χαρτιά του για το Daytripper, ένα graphic novel που λειτουργεί ως μάθημα ζωής, για το πώς είναι να φτάνεις μια ανάσα από το Όσκαρ των κόμικς, αλλά και για εκείνη τη φορά που οδήγησαν μέχρι το Σαν Ντιέγκο μόνο και μόνο για να δείξουν τη δουλειά τους. Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις αυτό το ντουέτο από τη Βραζιλία, αφού εκτός από δίδυμα αδέρφια έχουν διασχίσει και μια παράλληλη καριέρα στον μόνο για ρομαντικούς κόσμο των graphic novels. Το γεγονός ότι κατάγονται από τη Νότια Αμερική έκανε μάλιστα τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Κάποια, όμως, στιγμή τα κατάφεραν: το 2007 ήταν υποψήφιοι με το De:TALES (βραζιλιάνικες ιστορίες από την άκρη της πόλης) για το βραβείο Will Eisner ή αλλιώς το Όσκαρ των κόμικς. Αργότερα, μάλιστα, θα το κέρδιζαν συμμετέχοντας σε άλλες αμερικανικές εκδόσεις. Τα όνειρα έγιναν πραγματικότητα για τους δύο αντισυμβατικούς καλλιτέχνες από το Σάο Πάολο. Φυσικά ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα για τους Gabriel Ba και Fabio Moon. Απλά ποτέ δεν το έβαλαν κάτω και έχτιζαν σιγά-σιγά τη φήμη τους. Η συμμετοχή σε projects όπως το Umbrella Academy μιλά από μόνη της. Αν υπάρχει, όμως, μια δουλειά που τους έκανε να ξεχωρίσουν αυτή δεν είναι άλλη από το Daytripper. Ένα συγκλονιστικό graphic novel που λειτουργεί ως μάθημα ζωής και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ. Είναι τρομερό το πως ένα έργο γεμάτο επαναλαμβανόμενους – σχεδόν σε λούπα – θανάτους καταφέρνει να μιλήσει τόσο ζωντανά για τη ζωή. Είναι ένα αφηγηματικό κατόρθωμα και μια πραγματικά δυνατή εμπειρία για τον αναγνώστη. Gabriel Ba & Fabio Moon: Οι δίδυμοι πίσω από το συγκλονιστικό Daytripper Μήπως όμως θα ήταν καλύτερο να μιλήσει το ντουέτο αντί για εμάς; Οι Gabriel Ba και Fabio Moon μας άνοιξαν τα χαρτιά τους για το Daytripper, την αγάπη τους στη βραζιλιάνικη κουλτούρα, τις κομίστικες ιστορίες καθημερινής τρέλας που έζησαν μέχρι να φτάσουν στο San Diego Comic Con αλλά και τα πράγματα που εκείνοι θεωρούν πραγματικά σημαντικά στη ζωή. To Daytripper είναι γεμάτο από αναφορές στη βραζιλιάνικη κουλτούρα. Μπορείτε να αναφέρετε μερικές που έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη δημιουργική διαδικασία; Gabriel Bá: Brás λέγεται και ο κεντρικός χαρακτήρας σε ένα μυθιστόρημα του Machado de Assis, ενός από τους κορυφαίους λογοτέχνες που έβγαλε ποτέ η Βραζιλία. Σε αυτό το βιβλίο που τιτλοφορείται στα Αγγλικά The posthumous memories of Brás Cubas, ο πρωταγωνιστής αφηγείται τη ζωή του μετά τον θάνατό του, με συνεπές αποτέλεσμα η ζωή και ο θάνατος να παίζουν βασικό ρόλο σε αυτήν την ιστορία· θέλαμε, λοιπόν, να αποτίνουμε έναν φόρο τιμής στο έργο του συγγραφέα. Έτσι, στο ένατο κεφάλαιο του Daytripper, κατά τη διάρκεια ενός ονείρου, ο δικός μας Brás διαβάζει ένα απόσπασμα από αυτό το κλασικό βραζιλιάνικο μυθιστόρημα στον γιο του, σε μια σκηνή που φέρνει στον νου παιδικές αναμνήσεις. Fábio Moon: Το δεύτερο κεφάλαιο λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την Dia de Lemanja (2 Φεβρουαρίου) προς τιμήν της νοτιοαμερικάνικης θεάς της θάλασσας – μάλιστα, στο Ελ Σαλβαδόρ είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της χώρας. Δημοφιλείς εορτασμοί σαν και αυτόν, ή σαν το βραζιλιάνικο Καρναβάλι, φανερώνουν τη δύναμη του να γιορτάζεις την ίδια τη ζωή, αλλά και να το κάνεις στα πλαίσια της δικής σου κοινότητας. G.Β: Το 2007, όταν δηλαδή ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω στο συγκεκριμένο project, στη Βραζιλία έγινε ένα πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα. Γενικά, αεροπλάνα πάντα έπεφταν και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, απλά το συγκεκριμένο αεροσκάφος έπεσε στην πόλη που μεγαλώσαμε, κάτι που μας έκανε να αντιληφθούμε το πόσο πολύ επηρέασε τους ανθρώπους της περιοχής αλλά και κάθε άνθρωπο που περνούσε μέσα από το συγκεκριμένο αεροδρόμιο. F.M: Παρ’ ότι υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές στη βραζιλιάνικη κουλτούρα, θεωρούμε ότι η ιστορία μας είναι οικουμενική, αφού μπορεί οι τοποθεσίες να βρίσκονται στη χώρα μας, οι θεματικές όμως που μας απασχολούν συναντώνται σε ολόκληρη τον πλανήτη και σε κάθε εποχή. «Κάποιες φορές πρέπει να πεθάνουμε, για να αποδείξουμε πως είμαστε ζωντανοί». Ένα σχόλιο για αυτήν την τόσο χαρακτηριστική ατάκα από το graphic novel; F.M: Όταν κάποιος πεθαίνει, δεν σκέφτεσαι τον τρόπο με τον οποίο έχασε τη ζωή του αλλά, κατευθείαν, ξεκινάς να θυμάσαι όλα εκείνα τα πράγματα που κάνατε μαζί όσο εκείνος ήταν ακόμα ζωντανός. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο θάνατος μας δείχνει το πόσο σημαντική είναι η ζωή. Δυστυχώς, μερικές φορές το αντιλαμβανόμαστε μόνο όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιου είδους χαμό ή θάνατο, ακόμα και έτσι όμως, η ομορφιά της ζωής βρίσκεται πάντα γύρω μας. Η ζωή μοιάζει τρομερά όμορφη σε ένα έργο γεμάτο από (επαναλαμβανόμενους) θανάτους. Ποια είναι τα πιο σημαντικά πράγματα για εσάς εκεί έξω; Οι σχέσεις με τους ανθρώπους που έχουμε επιλέξει να βρίσκονται στη ζωή μας. Οι επιλογές μας γίνονται πάντα με γνώμονα το γεγονός ότι δεν πρέπει να θεωρούμε αυτές τις σχέσεις δεδομένες. Για πόσο καιρό δουλεύατε πάνω σε αυτό το έργο; F.M: Ο αδερφός μου συνέλαβε την αρχική ιδέα στο ντους το 2002. Αρχίσαμε όμως να τη δουλεύουμε μόλις το 2007 όταν και δείξαμε τις ιδέες που είχαμε στον εκδότη μας. Επί της ουσίας, η δημιουργία του graphic novel ξεκίνησε το 2008 και τελείωσε τον Ιούλιο του 2010. Θα θέλατε να το δείτε να μεταφέρεται στον κινηματογράφο; G.B: Είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι για τον τρόπο που λειτουργεί η συγκεκριμένη ιστορία στις τυπωμένες σελίδες. Κάποια πράγματα μπορούν να πραγματωθούν μόνο με τη μορφή κόμικς, και θα χρειαζόταν να αλλάξουμε αρκετά για να λειτουργήσουν σωστά σε ένα άλλο μέσο. Πώς είναι να είσαι υποψήφιος για το βραβείο Will Eisner, το Όσκαρ των κόμικς; F.M: Είναι περίπου σαν να βρίσκεσαι σε ένα όνειρό και όλοι να σου χαμογελούν. Ποιο είναι το πιο τρελό πράγμα που έχετε κάνει για να καταφέρετε να εκδώσετε τη δουλειά σας; G.B: Αναζητήσαμε τη διεύθυνση ενός εκδότη από το section με τα γράμματα των αναγνωστών στο τέλος ενός graphic novel. Στη συνέχεια νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο και οδηγήσαμε από το Λος Άντζελες μέχρι το Σαν Ντιέγκο μόνο και μόνο για να δείξουμε το portofolio μας. Τελικά δεν ήταν κανονική διεύθυνση – αλλά, απλά, ένα γραμματοκιβώτιο. F.M: Έτσι όμως μάθαμε για την ύπαρξη του San Diego Comic Con και περάσαμε τα επόμενα 10 χρόνια της ζωή μας επενδύοντας σε μια ετήσια επίσκεψη στο συγκεκριμένο con, ώστε να δείχνουμε τη δουλειά μας, να μας γνωρίζει η αγορά, να αποκτούμε επαφές με άλλους καλλιτέχνες και εκδότες. Συνεχίσαμε να εκδίδουμε τις ιστορίες μας στη Βραζιλία, και κάθε χρόνο μεταφράζαμε τα τεύχη και τα πηγαίναμε στο Σαν Ντιέγκο. Στο τέλος ένας εκδότης βρήκε ενδιαφέρουσα τη δουλειά μας, μας σύστησε σε έναν άλλο εκδότη, και 10 χρόνια μετά την πρώτη μας επίσκεψη στην Καλιφόρνια βρεθήκαμε να δουλεύουμε πάνω στο Daytripper. Πόσο δύσκολο ήταν να κάνει καριέρα ως κομίστας στα 90s; F.M: Ήμασταν η τελευταία γενιά δημιουργών πριν το ίντερνετ. Το τελευταίο απλοποίησε τα πράγματα, αφού ήταν πολύ πιο εύκολο να παρουσιάσεις τη δουλειά σου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Πριν από αυτό, ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις διασυνδέσεις με άλλους ανθρώπους του χώρου και άλλες αγορές ήταν να ταξιδεύεις και να δείχνεις το πρόσωπό σου. Κάτι δηλαδή καθόλου φτηνό και το οποίο μπορούσε να αποδώσει καρπούς μόνο μετά από αρκετά χρόνια. Σήμερα δεν είναι πιο απλό να δημιουργήσεις κόμικς, είναι όμως πολύ πιο απλό να επικοινωνήσεις με τον εκδότη σου μέσω email. Μάλιστα, οι εκδοτικοί οίκοι κατάλαβαν σε κάποια φάση ότι μπορούν να βρουν ταλέντα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με συνεπές αποτέλεσμα να δίνουν αρκετή προσοχή στις προτάσεις που τους έρχονταν από το εξωτερικό και μέρη όπως η Βραζιλία. Υπάρχουν άλλοι Βραζιλιάνοι κομίστες που αξίζει να τσεκάρουμε; G.B: Ο Marcelo D’Salete έχει ένα εκπληκτικό στυλ στον τρόπο που σχεδιάζει, ενώ τα σενάριά του μιλούν για τη δύσκολη ζωή των μαύρων κοινοτήτων στις πόλεις καθώς και τις ιστορίες από τα χρόνια της σκλαβιάς – κάτι πρωτότυπο για τα βραζιλιάνικα κόμικς αλλά και απολύτως απαραίτητο. Απόλαυσες την εμπειρία του Umbrella Academy όταν δούλευες πάνω στο κόμικ; Περίμενες ποτέ ότι θα το δεις στο Netflix; G.B: Το Umbrella Academy ήταν ένα τρομερό project να το δουλεύεις. Έχει όλα αυτά τα τρελά οπτικά σημεία που αφορούν τις ιστορίες των υπερηρώων, πράγματα δηλαδή με τα οποία είχα μεγαλώσει διαβάζοντας, αλλά την ίδια στιγμή η ιστορία επί της ουσίας έχει να κάνει με τις σχέσεις και τις επιλογές, με τις αφηγήσεις με άλλα λόγια που απολαμβάνω να διηγούμαι στον αδερφό μου. Ήταν υπέροχο να το βλέπω να παίρνει σάρκα και οστά ως σειρά στο Netflix, αλλά όπως είπα πιο πριν, επικεντρώνομαι στο να κάνω όσο καλύτερα κόμικς μπορώ, αφήνοντας παράλληλα όσους ασχολούνται με τις σειρές και το σινεμά να κάνουν τη δουλειά τους. Τι μουσική, τι βιβλία και τι ταινίες προτιμάτε; G.B: Εντάξει, είναι σαφές ότι οι Beatles είναι η αγαπημένη μας μπάντα. F.M: Μας αρέσουν οι ιστορίες που ταρακουνούν το κοινό (σ.σ: όπως το Daytripper των Fabio Moon και Gabriel Ba). Βάλε την ψυχή σου στο τραγούδι ή το βιβλίο ή την ταινία που φτιάχνεις και ο κόσμος θα το λατρέψει. Επόμενα πλάνα; G.B: Δουλεύω σε ένα ακόμη τεύχος του Umbrella Academy, αλλά παράλληλα ετοιμάζουμε και ένα ακόμη βιβλίο με τον Fabio. Δυστυχώς δεν μπορούμε ακόμα να μπούμε σε λεπτομέρειες. Και το σχετικό link...
  14. nikolas12

    VENOM: Η ΑΒΥΣΣΟΣ

    Σύνοψη από την εκδοτική Όχι πια Βένομ;! Πάνω που πιστέψατε ότι η blockbuster ιστορία του Βένομ δε θα μπορούσε να γίνει πιο έντονη, ο Donny Cates φέρνει ξανά τα πάνω κάτω στη ζωή του Έντι Μπροκ! Αλλά αυτή τη φορά δεν θα είναι δράκοι, θεοί-ξενιστές και δράση χωρίς ανάσα. Αυτή τη φορά ο Έντι περνάει μέσα από ένα συναισθηματικό αναδευτήρα που όμοιό του δεν έχετε ξαναδεί το Marvel Universe! Καθώς ο Έντι βρίσκεται πραγματικά ολομόναχος για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, η σιωπή είναι εκκωφαντική. Επίσης, το Σαν Φρανσίσκο προσφέρει τα πάντα εκτός από ένα ένθερμο καλωσόρισμα χάρη στον πατέρα του Έντι - και τον μικρό αδερφό που δεν ήξερα καν ότι είχε. Θα αποκαλύψει η επιστροφή του Έντι στα παλιά του λημέρια μυστικά που θα ήταν καλύτερα να μείνουν θαμμένα; Η ιστορία (χωρίς spoilers) Στις αρχές της χρονιάς, οι εκδόσεις Οξύ έφεραν στα ελληνικά το Venom: Rex, το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας του Venom με συγγραφέα τον Donny Cates και σχεδιαστή τον Ryan Stegman. O Cates θεωρείται πως σε μεγάλο βαθμό αναγέννησε τον ήρωα δημιουργώντας ένα πάρα πολύ καλό storyline με φρέσκιες ιδέες και για αυτό η εκδοτική μας φέρνει στα ελληνικά τη συνέχεια της ιστορίας με όνομα Η Άβυσσος. Όπως βλέπουμε και στη σύνοψη της εκδοτικής, η Άβυσσος παρ' ότι έχει καταιγιστική πλοκή και δράση, δεν καταπιάνεται με εξίσου μεγαλειώδη και υψηλά concepts όπως θεοί, δράκοι, δαίμονες, αρχαίες ιστορίες, αλλά έχει μια πιο πεζή θεματική. Μετά τα γεγονότα του Rex, o Eddie, νιώθοντας πως πάσχει από κατάθλιψη και με τη μοναξιά του να έχει φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα, επιλέγει να γυρίσει στο San Francisco προκειμένου να προσπαθήσει να φτιάξει ξανά τη σχέση του με τον πατέρα του, Carl Brock. Γρήγορα ανακαλύπτει πως ο πατέρας έχει προχωρήσει τη ζωή του και έχει έναν ακόμα γιο, τον Dylan και ο Eddie βλέπει πως έχει πλέον έναν ετεροθαλή αδερφό εννέα χρονών για τον οποίο δε γνώριζε τίποτα, αλλά ο Dylan αποκαλύπτει στον Eddie πως ο Carl του ασκεί φυσική βία. Ο Eddie υπόσχεται στον μικρό ότι θα τον βοηθήσει, αλλά λίγο αργότερα λιποθυμά έχοντας δει σε ένα όραμα τον Knull (βλέπε Venom: Rex) και τον εξετάζει ο The Maker, γνωστός και ως ο Reed Richards της Ultimate Earth. Μέσα από τις αναλύσεις και τα βιώματα του στο San Francisco, ο Eddie θα έρθει αντιμέτωπος με το ίδιο το συμβιωτικό του Venom, αλήθειες σχετικά με το πως ξεκίνησε η όλη ιστορία με αυτό, αλλά κυρίως θα αποκαλυφθούν πολλά μυστικά που υπάρχουν για την οικογένεια του, τις μεταξύ τους σχέσεις και πως ο Venom τις επηρέασε. Είναι μία πολύ προσωπική ιστορία που μπαίνει βαθιά στην ψυχοσύνθεση του Eddie Brock και μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερες πτυχές του. Δε θα κάνω περαιτέρω spoilers ωστόσο. Κλείνω με ένα fun fact, λέγοντας πως η Άβυσσος ήταν να αποτελέσει την πρώτη ιστορία του Cates για τον Venom ξεκινώντας με την αυτοεξορία του Eddie, τελικά μεταπείστηκε και έκανε τις αλλαγές προκειμένου να βγει πρώτα το Rex. Το σχέδιο Δεν έχουμε 100% Ryan Stegman εδώ. Η ιστορία διαρκεί 6 τεύχη, τα δύο πρώτα είναι σχεδιασμένα από τον Iban Coello, τα επόμενα τρία από τον Stegman και το τελευταίο με ολίγη από το προτελευταίο από τον Joshua Cassara. Υπάρχουν αποκλίσεις στο σχέδιο, αλλά ποιοτικά νομίζω παραμένει εξίσου καλό, προσωπικά και οι τρεις θεωρώ πως έκαναν καλή δουλειά και δεν υπάρχουν αυξομειώσεις στην ποιότητα. Γενικά και λόγω San Francisco, αλλά και της φύσης της ιστορίας, η χρωματική παλέτα είναι λίγο πιο φωτεινή σε σχέση με το Rex που είχε αρκετή μαυρίλα. Νομίζω πως γενικά όλοι οι συντελεστές του σχεδίου έχουν πιάσει στο 100% αυτό που θέλει να περάσει ο Cates με το σενάριο του και για ακόμα μία φορά είναι ακριβώς το κατάλληλο για να τη συνοδεύσει. Η έκδοση Η Άβυσσος κυκλοφορεί επίσημα στις 29 Σεπτεμβρίου, ωστόσο η εκδοτική διαθέτει λίγα κομμάτια στο περίπτερό της στο 49ο Φεστιβάλ Βιβλίου που διοργανώνεται στο Ζάππειο. Το κόμικ έχει το γνωστό μέγεθος των εκδόσεων Οξύ και τα συνήθη ποιοτικά στάνταρ για ένα ωραίο αποτέλεσμα τηρούνται. Λόγω της όλης κατάστασης, καθυστέρησε λίγο σε σχέση με το χρονικό περιθώριο που μας είχαν πει και για την Άβυσσο και για άλλες τους εκδόσεις, οπότε δεν ξέρω αν και πότε θα βγουν συνέχειες της ιστορίας. Πιστεύω ότι το Absolute Carnage και το Venom Island που ακολουθούν, πρέπει να βγουν στα ελληνικά και μακάρι να είναι στο πλάνο τους. Η Άβυσσος είναι ένα σχετικά μεταβατικό κεφάλαιο για να γνωρίσουμε καλύτερα τον Eddie και τον Dylan που θα παίξει ρόλο στα επόμενα τεύχη. Όπως είπαμε είναι πιο εσωτερική ιστορία χωρίς το ευφάνταστο σενάριο και το μεγαλοπρεπές concept του Rex, αλλά όλα τα runs χρειάζονται τέτοιες ιστορίες αν ακολουθείται μακροπρόθεσμο σχέδιο, οπότε το προτείνω. Καλό διάβασμα σε όλους
  15. Daytripper: Τα δίδυμα αδέλφια Fábio Moon και Gabriel Bá, οι Βραζιλιάνοι δημιουργοί του πολυβραβευμένου graphic novel (εκδ. Οξύ), μιλούν στην Athens Voice. Ο Μπρας ντε Όλιβα Ντομίνγκος είναι ένας νεαρός Βραζιλιάνος που εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα. Δουλειά του στην εφημερίδα είναι να γράφει νεκρολογίες και σύντομα κείμενα – «περιλήψεις» της ζωής όσων έχουν πεθάνει. Βγάζει εν ολίγοις τα προς το ζην γράφοντας για τον θάνατο. Γιος πασίγνωστου συγγραφέα, έχει και ο ίδιος όνειρο να γίνει μια μέρα συγγραφέας και να διηγείται ιστορίες για τη ζωή. Όπως του λέει βέβαια ο φίλος του ο Χόρχε, και ο θάνατος μέρος της ζωής είναι. Ο Μπρας είναι ο κεντρικός ήρωας του πολυβραβευμένου graphic novel «Daytripper», δημιούργημα δύο δίδυμων αδελφών από τη Βραζιλία, του Fabio Moon και του Gabriel Ba. Το εν λόγω έργο κυκλοφόρησε ως μηνιαίο κόμικς το 2010 στη Βραζιλία, κατόπιν ως ενιαίο βιβλίο την επόμενη χρονιά στις ΗΠΑ, για να υμνηθεί δεόντως από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό και να αποσπάσει την πιο ζηλευτή διάκριση της βιομηχανίας των κόμικς, το βραβείο Eisner στην κατηγορία «Καλύτερη σύντομη σειρά». Οι δύο συνδημιουργοί και δίδυμα αδέλφια, έχοντας αποσπάσει πληθώρα βραβείων και σημαντικών διακρίσεων και έχοντας καθιερωθεί ως δύο πολύ σημαντικοί κομίστες του 21ου αιώνα, δέχτηκαν να συνομιλήσουν με την Athens Voice επ’ αφορμής της ελληνικής έκδοσης του κόμικς τους, τον περασμένο Ιούνιο, από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση Σάββα Αργυρού. «Επιθυμούσαμε ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας μας να είναι ένας συγγραφέας-δημοσιογράφος, καθώς οι δημοσιογράφοι και γενικότερα οι άνθρωποι της γραφής είναι αυτοί που θέτουν ερωτήματα. Εμείς ξέραμε πως θέλουμε να τίθενται αυτά τα ερωτήματα στον αναγνώστη καθόσον η ιστορία ξετυλίγεται, οπότε δημιουργήσαμε τον Μπρας, ο οποίος θα κυνηγούσε τα θέματα που μας ενδιαφέρουν και θα ρωτούσε τις “μεγάλες” ερωτήσεις. Οι νεκρολογίες με τις οποίες είναι επιφορτισμένος δουλεύοντας στην εφημερίδα, ήταν μια μεταφορά για την ιστορία – μια ιστορία για τη ζωή, όταν την αντικρίζεις μέσω του θανάτου». Το «Daytripper», ένα συναρπαστικό μα συγχρόνως λυρικό και εξόχως εικονογραφημένο κόμικς (μια μίξη ρεαλιστικής και καρτουνίστικης γραμμής της αμερικανικής σχολής), είναι ένα αφήγημα κεντρικό θέμα του οποίου είναι ο θάνατος. Αναφορικά με το από πού αντλούν έμπνευση, οι δύο δημιουργοί επισημαίνουν στην A.V. πως το οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει έμπνευση. Κάτι που βίωσαν οι ίδιοι, κάποιο φιλικό τους πρόσωπο, κάτι που διάβασαν ή άκουσαν. Εν προκειμένω τους ενδιαφέρει να βρουν μια ενδιαφέρουσα ιδέα που να μην έχει αναπτυχθεί σε μορφή κόμικς ξανά, μια ιστορία που να μην έχει ειπωθεί με αυτόν τον τρόπο. Σε ερώτησή μας αναφορικά με τους λόγους που επέλεξαν να αφηγηθούν μια ιστορία για τον θάνατο, απαντούν κυνικά και αφοπλιστικά: «Όλοι πεθαίνουμε». Η αφήγηση του κόμικς εξελίσσεται σπονδυλωτά και χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο αφηγείται μια διαφορετική ηλικία της ζωής του Μπρας, με την εξής πρωτοτυπία (και μικρό σπόιλερ για την πλοκή): στο τέλος κάθε κεφαλαίου ο Μπρας πεθαίνει, στην ηλικία που τον βλέπουμε – πρώτα στα 32, κατόπιν στα 21, στην πορεία στα 11, στα 76 και πάει λέγοντας. Κάθε κεφάλαιο λοιπόν τελειώνει με τη νεκρολογία του Μπρας, αλλά, βάζοντας στη σειρά τα κεφάλαια της ακανόνιστης αφηγηματικά ζωής του, διαπιστώνεις πως όσα αφηγούνται έχουν όντως συμβεί, καθώς χαρακτήρες και γεγονότα συνδέονται μέσα στα διαφορετικά κεφάλαια. «Σε τελική ανάλυση, αν το σκεφτείς, όταν κάποιος πεθαίνει πάντα τείνουμε να σκεφτόμαστε τη ζωή του. Ο θάνατος μας κάνει πάντα να σκεφτόμαστε τη ζωή. Μπορεί στο κόμικς να αφηγούμαστε τη ζωή και τους θανάτους του Μπρας, αλλά ο αναγνώστης μπορεί να δει τον εαυτό του μέσα στις σελίδες αυτές». Στην ουσία του, το «Daytripper» με τους πολλούς και διαφορετικούς θανάτους του ίδιου ανθρώπου είναι μια ωδή στη ζωή και στα πράγματα με τα οποία είναι γεμάτη: ομορφιά, περιπέτεια, μυστήριο, μαγεία. Θαύματα συμβαίνουν καθημερινά, μα η αδυναμία όλων είναι πως ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να στοιχίσει την ύπαρξή μας, κι αυτό είναι που κάνει τόσο σημαντικά όλα τα παραπάνω. «Μια μέρα (πρέπει να ήταν το 2000 ή το 2002) έκανα ντους στο διαμέρισμά μου στο Σάο Πάολο. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο του ντους είδα μια φαβέλα και αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν μια αδέσποτη σφαίρα πέρναγε από το τζάμι του παραθύρου και με σκότωνε στη στιγμή. Τι θα σήμαινε η – ως τότε – ύπαρξή μου; Τι θα σήμαινε ο θάνατός μου; Συνειδητοποίησα – και ήταν μια σοκαριστική συνειδητοποίηση – πως μπορούμε να πεθάνουμε μέσα σε μια στιγμή. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι τη ζωή αυτού του τύπου, του Μπρας, που πεθαίνει ξανά και ξανά» μας λέει ο Fabio, ένας εκ των δημιουργών. Αυτή η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας ήταν κρίσιμη για την έμπνευση και εξέλιξη της ιδέας του «Daytripper». Που, όπως μας λένε οι δύο δημιουργοί, κατέστη ακόμα πιο έντονη με τη συνθήκη της πανδημίας της COVID-19, όταν όλοι συνειδητοποιήσαμε με σκληρό τρόπο τη φθαρτότητά μας και επανιεραρχήσαμε προτεραιότητες και ανάγκες για να δώσουμε, στο τέλος, σημασία στα όντως σημαντικά πράγματα της ζωής. Το κόμικ αυτό, συμπληρώνουν, δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν δίδυμα αδέλφια. Η αρμονία σεναρίου και εικονογράφησης, σε σημείο που είναι αδύνατο στον αναγνώστη να αντιληφθεί ποιος από τους δύο κρύβεται πίσω από ποιο κομμάτι του σεναρίου, από ποια σελίδα και ποιο κεφάλαιο, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν ήταν δίδυμοι. Αναφορικά με τις δυσκολίες του να επεξεργάζονται και να δουλεύουν από κοινού το ίδιο πρότζεκτ δύο αδέλφια, μας λένε περιπαικτικά ότι πιο δύσκολο τους φαίνεται να δουλεύουν σε ξεχωριστά πράγματα. Το αφηγηματικό τρικ του «Daytripper» με τους πολλούς, διαφορετικούς και επαναλαμβανόμενους θανάτους του κεντρικού πρωταγωνιστή, μας θύμισε το αφηγηματικό τρικ του ΜακΓκρέγκορ στο μυθιστόρημα «Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή» (Άγρα 2008, μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου), αλλά από την ανάποδη. Και πραγματικά ως ολότητα το έργο αυτό δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ένα καλό λογοτέχνημα. Αναφορικά με την επιλογή του μέσου των κόμικς για την αφήγηση οι δίδυμοι συνδημιουργοί λένε στην A.V.: «Η ένωση λέξεων και εικόνων που συνεργάζονται για να πουν μια ιστορία κάνει τα κόμικς ένα πολύ ιδιαίτερο μέσο. Μπορείς να κάνεις πράγματα στα κόμικς που δεν μπορείς να κάνεις στις ταινίες και στα βιβλία. Και δεσμεύεσαι μόνο από τη φαντασία σου, ώστε να μπορείς να κάνεις την πιο συναρπαστική ιστορία μόνος σου, στο τραπέζι σχεδίασης ή στον υπολογιστή σου». Κλείνοντας τη συζήτηση, οι πολυβραβευμένοι Βραζιλιάνοι κομίστες μας εκμυστηρεύτηκαν πως ετοιμάζουν ένα νέο κόμικς που γράφουν και σχεδιάζουν από κοινού. Και το σχετικό link...
  16. nikolas12

    JUPITER'S LEGACY

    Σύνοψη από την εκδοτική Το θρυλικό και πολυαναμενόμενο υπερηρωικό έπος, κυκλοφορεί στα ελληνικά, μια ανάσα πριν την πρεμιέρα του στο Netflix! Οι Εκδόσεις Οξύ Comics με μεγάλη χαρά παρουσιάζουν το πρώτο βιβλίο του Jupiter’s Legacy, το υπερηρωικό έπος των περιφανών δημιουργών Mark Millar και Frank Quitely, όπου οι μεγαλύτεροι ήρωες του κόσμου έχουν γεράσει και η κληρονομιά τους είναι δηλητηριώδης για τα παιδιά τους, τα οποία ποτέ δε θα καταφέρουν να σταθούν στο ύψος των αξιοθαύμαστων γονιών τους. Ιδεολογικές, κοινωνικές και υπαρξιακές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών γενεών, πρότυπα και στερεότυπα, που καταρρίπτονται και επαναπροσδιορίζονται, αλλά και οι πιο βαθιά συμπλεγματικές σχέσεις, αυτές μεταξύ γονέων και παιδιών, διαπραγματεύονται με φόντο την Αμερική της Μεγάλης Ύφεσης και του Σήμερα, σε ένα graphic novel που θα αποτελέσει το καλύτερο πρόγευμα πριν την επίσημη πρεμιέρα της κινηματογραφικής του μεταφοράς στο Netflix, την 5η Μαίου. Όσο για την κληρονομιά του, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλα τα κόμικς του μέλλοντος! Η ιστορία του Jupiter’s Legacy Κίνηση ματ από τις εκδόσεις Οξύ, καθώς με αφορμή τη σειρά Jupiter’s Legacy που θα βγει στο Netflix τον επόμενο μηνα, φέρνει στα ελληνικά το source material από τους Mark Millar και Frank Quitely. Πρόκειται για μια σειρά 10 τευχών, σπασμένη σε δύο paperbacks των πέντε τευχών έκαστο, η οποία κυκλοφόρησε από την Image. Στα ελληνικά η κυκλοφορία του δεύτερου αναμένεται σύντομα. Επίσης υπάρχει μια spinoff σειρά, το Jupiter’s Circle. Η ιστορία έχει πολλές επιρροές από τα Star Wars, το King Kong, τη Ρωμαϊκή Μυθολογία καθώς και τη Χρυσή Εποχή των Κόμικ με τον Millar να θέλει να εξερευνήσει τη σύνδεση των υπερηρωικών ιδανικών με την Αμερικάνικη Ιδέα. Έτσι η ιστορία φέρνει σε κόντρα δύο διαφορετικές γενιές υπερηρώων, τη Union ή Ένωση και τα παιδιά τους. Η Union αποτελείται από ήρωες με αρχηγό τον Sheldon Sampson (γνωστό και ως Utopian), ο οποίος το 1932 μαζί με τη μέλλουσα γυναίκα του Grace, τον μικρό του αδερφό Walter και άλλους συντρόφους θα καταφέρουν μέσα από τις αναζητήσεις τους να αποκτήσουν υπερδυνάμεις και να αποτελέσουν μια αχτίδα φωτός για την ανθρωπότητα. Οι κόντρες του Sheldon αφορούν δύο διαφορετικά μέτωπα. Το ένα μέτωπο είναι με τον αδερφό του και επίσης υπερήρωα Brainwave ή Walter, ο οποίος δε θέλει πλέον να ζει υπό τη σκιά του ηγέτη αδερφού και γι’ αυτό το λόγο διαφωνεί για τις επιλογές του και θεωρεί πως τα ιδανικά του είναι παλιομοδίτικα. Πιστεύει περισσότερο στον πολιτικό ακτιβισμό των υπερηρώων ζητώντας την κατάργηση των θρησκειών, την εξάλειψη των φόρων και την παρέμβαση για την κλιματική αλλαγή. Στην κόντρα αυτή ο Millar απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε από το 2007 έως το 2009. Το άλλο μέτωπο του Sheldon είναι με τα παιδιά του, την Chloe και τον Brandon. Η Chloe είναι έγκυος, ενώ ο Brandon αδιαφορεί για την κληρονομιά του ονόματός του, αντιμετωπίζοντας την κατάσταση σαν celebrity την ίδια ώρα που ο Sheldon θέλει να τον κάνει να αναλάβει σοβαρότερες ευθύνες. Ο Brandon επίσης επηρεάζεται πολύ από τον θείο του και φαίνεται πως στρέφεται κατά του πατέρα του. Σε αυτό το πρώτο μέρος πέντε τευχών ουσιαστικά έχουμε την εισαγωγή των χαρακτήρων αυτού του σύμπαντος. Ταξιδεύουμε στη δεκαετία του 30 και μαθαίνουμε το πως ο Sheldon, η Grace, ο Walter και η υπόλοιπη Union απέκτησε τις υπερδυνάμεις, καθώς και το πως ξεκινάει η κόντρα με τον Brainwave να επηρεάζει τον Sheldon ώστε να οδηγηθούν στις απολυταρχικές τους απόψεις. Όποιος έχει δει τη σειρά The Boys ή έχει διαβάσει το κόμικ έχει παρατηρήσει το πως προσπαθεί ο Ennis να απεικονίσει τον Homelander ως μια διεστραμμένη εκδοχή του Superman και την Queen Maeve ως άλλη εκδοχή της Wonder Woman, όπως αντίστοιχα ισχύει για τον Deep/Aquaman, A-Train/The Flash και τα λοιπά. Έτσι και εδώ ο Millar χρησιμοποιεί τον Sheldon ή Utopian σαν μια ολοκαίνουρια εκδοχή του Superman που συμβολίζει το Truth, Justice and the American Way πρωτοφανώς επηρεασμένος από τη Χρυσή Εποχή των Κόμικ, ενώ η γυναίκα του Grace αποτελεί αλληγορική εκδοχή της Wonder Woman. Ο Millar κάνει φανταστική δουλειά στην αποτύπωσή τους, αλλά κυρίως προκαλεί ενδιαφέρον το πόσο αριστουργηματικά σετάρει και αναπτύσσει την ιστορία καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μιλήσει για απολυταρχικά καθεστώτα, υπερήρωες, αμερικάνικα ιδανικά (μικρή σημείωση: ο Millar είναι Σκωτσέζος), την οικονομική κρίση του 1929, την οικονομική κρίση του 2008, πολύ κοντά στην εποχή που γραφόταν το κόμικ, το πως επηρεάζονται οι κοινωνίες από τους υπερήρωες και τα λεγόμενα τους και πολλά ακόμα άλλα θέματα, στα οποία ο Σκωτσέζος δίνει ρέστα. Αν σας αρέσουν τα υπερηρωικά με ωραίες ιδέες από πίσω, θα λατρέψετε κι αυτό. Το σχέδιο του Frank Quitely Ο Quitely είναι γνωστός για τις συνεργασίες του με τον Grant Morrison (New X-Men, we3 κτλ) και αυτή είναι η πρώτη του μεγάλη συνεργασία εκτός του έτερου Σκωτσέζου και η πρώτη του με τον Millar μετά το The Authority για τη DC. Αν και δεν είμαι μεγάλος φαν της δουλειάς του, πρέπει ταπεινά να πω πως ο Quitely κάνει εξαιρετική δουλειά στο Jupiter’s Legacy και το θεωρώ εύκολα το κορυφαίο του από όσα έχω διαβάσει. Τα πρόσωπα έχουν πολύ ωραίες εκφράσεις, κάθε ήρωας σου αποπνέει ένα τεράστιο κύρος, κάθε σκηνή έχει εξαιρετικό δυναμισμό, το φόντο κάθε καρέ έχει τεράστια λεπτομέρεια και οι μάχες έχουν εξαιρετική ζωντάνια. Πραγματικά απολαυστική δουλειά. Έκδοση Περισσότερο ενθουσιάστηκα με το timing και την επιλογή της έκδοσης, πράγμα που συνηθίζουν οι ελληνικές εκδοτικές πλέον. Το Jupiter’s Legacy είναι μια εξαιρετική δουλειά που έπρεπε να δούμε στα ελληνικά και μπράβο στις εκδόσεις Οξύ που το έβγαλαν μαζί με την κυκλοφορία της σειράς. Η έκδοση είναι στο κλασικό μέγεθος της εκδοτικής και φυσικά με τις γνωστές προδιαγραφές που μας έχει συνηθίσει η Οξύ. Ανυπομονώ και για το δεύτερο μέρος της ιστορίας, από μένα καλή ανάγνωση σε όλους.
  17. Ο αμερικανικός Νότος του Μεσοπολέμου. Ο φυλετικός και κοινωνικός ρατσισμός. Η αδικία του δικαστικού συστήματος. Οι ταξικές ανισότητες. Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Η πίστη στα ιδανικά με κάθε τίμημα. Η ηθική ακεραιότητα. Όλα αυτά και πολύ περισσότερα βρίσκονται στην καρδιά του αριστουργήματος της Χάρπερ Λι που μεταφέρθηκε σε κόμικς από τον Fred Fordham. Όταν το 1960 κυκλοφόρησε το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της 34χρονης τότε Χάρπερ Λι, το πρώτο βιβλίο μιας παντελώς άγνωστης συγγραφέως, ήταν αδύνατο να φανταστεί κάποιος την τεράστια επιτυχία που θα σημείωνε. Ήταν όμως ένα τόσο δυνατό βιβλίο που πολύ σύντομα έγινε μπεστ σέλερ, απέφερε ένα βραβείο Πούλιτζερ στη Λι το 1961 και μεταφέρθηκε σε ταινία από τον Ρόμπερτ Μάλιγκαν το 1962, με τον Γκρέγκορι Πεκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Άττικους να κερδίζει το μοναδικό Όσκαρ της καριέρας του. Μετά από αυτήν την πρωτόγνωρη επιτυχία, ο λογοτεχνικός κόσμος περίμενε με αγωνία το επόμενο βιβλίο της αινιγματικής συγγραφέως από την Αλαμπάμα και πολύ κοντινής φίλης και συνεργάτριας του Τρούμαν Καπότε. Όμως αυτό δεν ερχόταν. Και η ίδια, παρά τα αμέτρητα βραβεία και τις τιμές που δεχόταν, δεν μιλούσε ποτέ. Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν φωτογραφιζόταν, δεν συμμετείχε σε ομάδες και εκδηλώσεις. Έπρεπε να περάσουν 55 χρόνια για να εκδοθεί το δεύτερο μυθιστόρημά της το 2015, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, χωρίς η ίδια να μιλήσει σχεδόν ποτέ γι’ αυτό ούτε για το προηγούμενο. Κι έτσι η Χάρπερ Λι έγινε ένας μύθος της σύγχρονης αμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όχι άδικα, καθώς το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» είναι ένα σπάνιο έργο ζωής. Με μια απλή υπόθεση, αλλά τόσο φορτισμένο πολιτικά και συναισθηματικά που αγγίζει την ψυχή του αναγνώστη και δεν ξεχνιέται ποτέ. Διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο, σε μια συνηθισμένη μικρή επαρχιακή πόλη της Αλαμπάμα, στα χρόνια του οικονομικού κραχ και της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια του βιβλίου είναι η μικρή Σκάουτ, που περιγράφει με την παιδική αθωότητα τη ζωή στην ύπαιθρο με τον μεγαλύτερο αδελφό της, τον πατέρα της, δικηγόρο σπάνιας ηθικής ακεραιότητας και τιμιότητας, και τη μαύρη οικιακή βοηθό τους. Μέσα από τις εξιστορήσεις της ατίθασης Σκάουτ αναπλάθεται η σκληρή εποχή στον αμερικανικό Νότο με τη φτώχεια να απειλεί όλο και περισσότερες οικογένειες και τον φυλετικό ρατσισμό να διατρέχει κάθε πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Και μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον που αγγίζει όλο και περισσότερο τη φαινομενικά ανέμελη παιδική ζωή, ο μπαμπάς της Σκάουτ, με θάρρος και πιστός στις αξίες που θέλει να μεταδώσει στα παιδιά του, αναλαμβάνει να υπερασπιστεί έναν αθώο μαύρο εργάτη που κατηγορείται για βιασμό. Τότε όλοι στρέφονται εναντίον της οικογένειάς του και οι ισορροπίες είναι πιο εύθραυστες από ποτέ. Αυτή την ιστορία προσαρμόζει σε κόμικς με υποδειγματικό τρόπο ο Fred Fordham (εκδόσεις Οξύ, μτφρ: Τάσος Νικογιάννης, 274 σελ.) καθώς καταφέρνει να αποδώσει ιδανικά το κλίμα της εποχής, να μην κάνει κατάχρηση του κειμένου αλλά να το υποκαταστήσει σε πολλά σημεία με τα όμορφα σχέδιά του που σε αφήνουν να βυθίζεσαι μέσα τους, και να κινείται δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην αγωνία, το χιούμορ και την τρυφερότητα που χαρακτηρίζουν και το πρωτότυπο έργο. Κι ενώ εφαρμόζει στο σύνολο του έργου μια καθαρή σχεδιαστική γραμμή που μπορεί να γίνεται οικεία σε κάθε αναγνώστη, ακόμα και στον πιο αμύητο στη γλώσσα και στις συμβάσεις των κόμικς, διακόπτει την ηρεμία και την ομαλότητα με στιγμές έντασης και εκρήξεων από αφαιρετικές εικόνες φορτισμένες συναισθηματικά, όπως στην πυρκαγιά στο σπίτι της δεσποινίδας Μόντι ή στα γεγονότα με το παρεξηγημένο φόβητρο Μπου Ράντλεϊ ή στη δυνατή σκηνή με το λυσσασμένο σκυλί. Αν και το κεντρικό θέμα στο «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», τόσο στο βιβλίο της Χάρπερ Λι όσο και στην προσαρμογή του σε κόμικς από τον Fred Fordham, φαίνεται να είναι ο ρατσισμός ως μεταδοτική ασθένεια που απλώνεται και μολύνει ανεπανόρθωτα όσους έρθουν σε επαφή μαζί του, στο βάθος της αφήγησης βρίσκεται ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η καλοσύνη και η δικαιοσύνη μπορεί να μη θριαμβεύουν πάντα, αλλά η προσήλωση στις αξίες και η επιμονή στην υπεράσπισή τους μπορούν να υποκαταστήσουν και με το παραπάνω το συλλογικό φαντασιακό που προσφέρουν οι θρησκείες ή οι μισαλλόδοξες αντιλήψεις. Με την επιμονή του μπαμπά της Σκάουτ, ανεξαρτήτως τιμήματος και συνεπειών, που αναμφίβολα περνά στα παιδιά του έστω και υποσυνείδητα, αυτός ο κόσμος μπορεί να γίνει λίγο καλύτερος. Και με τον αριστοτεχνικό τρόπο που οι ζωές όλων των κατοίκων του Μέικομπ στην Αλαμπάμα παρουσιάζονται αξεδιάλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, ο σεβασμός και η ενσυναίσθηση του Άττικους περνά σε όλους και όλοι μπορούν να γίνουν λίγο καλύτεροι. Και το σχετικό link...
  18. Τι ψυχικό σθένος χρειάζεται για να τρέχει κάποιος μόνος του δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο κρύο ή τη ζέστη; Τι σκέφτεται αυτές τις ατέλειωτες ώρες; Τι ζωή πρέπει να κάνει για να αντεπεξέλθει; Πώς τον αντιμετωπίζουν φίλοι και γνωστοί; Και τι πιστεύει αυτός για τον εαυτό του; Ο Matthew Inman (The Oatmeal), με το γνωστό του χιούμορ, δίνει τις απαντήσεις. «Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για το τρέξιμο. Είναι ένα βιβλίο για τη ματαιοδοξία, τη λαιμαργία, τη δρομική ευφορία, τις ηλεκτρικές καταιγίδες και τον Γκοτζίλα! Είναι ένα βιβλίο για όλους τους τρομακτικούς μα και υπέροχους λόγους που μας κάνουν να ξυπνάμε κάθε πρωί και να βγαίνουμε για τρέξιμο στη βροχή, στη λιακάδα, στο χιόνι, ακόμα κι αν νιώθουμε ότι είμαστε στην κόλαση!». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο τριανταεξάχρονος Αμερικανός δημιουργός Matthew Inman, γνωστότερος ως «The Oatmeal» και βραβευμένος με Eisner το 2014 για το καλύτερο διαδικτυακό κόμικς, το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Τρέξιμο, Το Μαρτύριο και η Ηδονή» (εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση του Βασίλη Μπαμπούρη που είναι και ο ίδιος δρομέας μεγάλων αποστάσεων και σίγουρα μεταφράζοντας ένα τέτοιο έργο θα αναγνώριζε κάποιες και από τις δικές του σκέψεις κατά τη διάρκεια της «τρεχάλας»). Το «Τρέξιμο» είναι μια απολαυστική και άκρως αυτοσαρκαστική καταγραφή της ζωής ενός δρομέα μεγάλων αποστάσεων που δεν στοχεύει σε τίτλους, δόξα και χρήματα παρά μόνο στην (μαζοχιστική;) ηδονή του ξεπεράσματος των δυνατοτήτων του εαυτού. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο, απαιτούνται θυσίες και οδυνηρές αποφάσεις. Τι συμβαίνει όταν κάποιος θέλει να τις πάρει, αλλά δυσκολεύεται να τις τηρήσει; Και πόσα «μαρτύρια» πρέπει να υποστεί για να εγκαταλείψει την προσπάθεια; «Έκανε ζέστη, 40° C με φουλ υγρασία. Ανέβαινα τρέχοντας ένα βουνό που ορθωνόταν δίπλα σε μια μεγάλη πόλη και, λόγω της έντονης ζέστης, δεν υπήρχαν άλλοι πεζοπόροι. Ήμουν ολομόναχος. Έτρεχα για ώρες και το GPS στο ρολόι μου έλεγε ότι είχα ήδη γράψει 27 χιλιόμετρα. Δεν είχα πάρει μαζί μου αρκετό νερό – ζεσταινόμουν και ήμουν κουρασμένος και αφυδατωμένος. Πονούσα παντού. Οι μύες μου ούρλιαζαν. Το δέρμα μου είχε τσουρουφλιστεί. Πονούσαν ακόμα και τα κόκαλά μου» αφηγείται ο Inman. Και αφού ολοκληρώσει την περιγραφή της περιπέτειάς του συμπληρώνει: «Αλλά έτσι είμαστε εμείς οι δρομείς: μέσα από τον πόνο βρίσκουμε τη γαλήνη. Όσο μεγαλύτερο το μαρτύριο, τόσο μεγαλύτερη η λύτρωσή μας». Προτιμά να χαρακτηρίζει τη συνήθεια του τρεξίματος «εφαρμοσμένο στωικισμό», καθώς «όσο τρέχεις, εκπαιδεύεις τον εγκέφαλο και το σώμα σου να λειτουργούν επαρκώς σε κατάσταση απόγνωσης». Αλλά, σύμφωνα με τα λεγόμενά του και τα σχέδιά του, όλα αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στη χαρά της ολοκλήρωσης μιας μεγάλης απόστασης και, ακόμη περισσότερο, ενός αγώνα. Τότε που το συναίσθημα του θριάμβου απέναντι στο τέρας της απόστασης συναντιέται με τις υπαρξιακές αναζητήσεις: «Όταν τελείωσα τον πρώτο μου μαραθώνιο ένιωσα να με κατακλύζει απίστευτη περηφάνια. Ένιωσα ότι είχα πετύχει το αδύνατο. Είχα εξαλείψει την πείνα στον κόσμο. Είχα βρει ζωή στον Άρη. Είχα νικήσει το Κράκεν. Αλλά στην πραγματικότητα τι ακριβώς είχα πετύχει;». Αυτή η υπαρξιακή αγωνία του δρομέα είναι που περιγράφεται ιδανικά από τον Inman και καθιστά το «Τρέξιμο» ένα πολύ αστείο και συγκινητικό συνάμα βιβλίο. Και το σχετικό link...
  19. Όταν 100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ένας δημιουργός διακωμωδεί τον θάνατο του Στάλιν, δεν το λες και αδιάφορο. Ο Φαμπιάν Νιρί, αν και έχει πολλές επιτυχίες στο βιογραφικό του, στην Ελλάδα έγινε γνωστός μέσα από το γκράφικ νόβελ «Ο θάνατος του Στάλιν», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Οξύ, σε εικονογράφηση Τιερί Ρομπέν και μετάφραση Κατερίνας Φράγκου. Στα 42 του χρόνια είναι ήδη πολυμεταφρασμένος και βραβευμένος συγγραφέας κόμικς, φέροντας την ιδιαιτερότητα πως πάντα καταπιάνεται με κάπως σκοτεινά θέματα που προκαλούν. «Ο θάνατος του Στάλιν» μεταφέρθηκε πρόσφατα στον κινηματογράφο (έχει ήδη παιχτεί στην Ελλάδα), σε σκηνοθεσία Αρμάντο Ιανούτσι. Πραγματεύεται τις ώρες λίγο μετά τον θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη και είναι δεόντως ιντριγκαδόρικο, ίσως ακριβώς γιατί βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Πολιτική, επιθανάτια και μεταθανάτια σάτιρα. Δεν είναι κάπως μακάβριο όλο αυτό; Ή όχι; Ακριβώς αυτό είναι και ακριβώς αυτό ήθελα να είναι. Ενώ ερευνούσα το θέμα, υπήρξαν πολλές στιγμές που έπιασα τον εαυτό μου να γελάω δυνατά με κάποια από τα γεγονότα που ανακάλυπτα πως είχαν συμβεί λίγο μετά τον θάνατο του Στάλιν. Αμέσως αισθανόμουν τύψεις, καθώς δεν ήταν για γέλια, αφού μιλάμε για μια σειρά από βίαιους θανάτους και εγκλήματα. Ωστόσο, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου. Ίσως γιατί ήταν τόσο απίστευτα τραγελαφικά όλα. Οπότε, αποφάσισα να μεταφέρω στο σκίτσο και στην ιστορία αυτό ακριβώς το περίεργο, ευχάριστο και δυσάρεστο ταυτόχρονα συναίσθημα. Αυτή η ιστορία είναι φριχτή, τρομακτική και αστεία. Γιατί ακριβώς είναι, πάνω απ' όλα, εντελώς παράλογη! Πόσο κοντά είναι στην ιστορική αλήθεια η ιστορία που αφηγείστε; Είναι πολύ κοντά. Μελέτησα, κάνοντας έρευνα για περίπου έξι μήνες, και δόμησα την ιστορία σύμφωνα με την ιστορική αλήθεια και τα γεγονότα όπως ακριβώς αυτά συνέβησαν. Πρόκειται φυσικά για μυθοπλασία, αλλά πραγματικά δεν απέχει παρά ελάχιστα από την αλήθεια. Ίσα ίσα που αναγκάστηκα να παραλείψω κάποιες λεπτομέρειες και κάποιους χαρακτήρες, ώστε να βοηθηθεί η δραματοποίηση και να απλοποιηθεί κάπως η ιστορία. Για παράδειγμα, το έργο ξεκινάει με ένα μουσικό κοντσέρτο, το οποίο για να ηχογραφηθεί χρειάστηκε οι Ρώσοι να έχουν τρεις μαέστρους, καθώς ο δεύτερος ήταν πολύ μεθυσμένος. Και αναγκάστηκαν να ανοίξουν πάλι ένα ολόκληρο εργοστάσιο για να βγάλουν έναν και μόνο δίσκο. Για τέτοιες λεπτομέρειες μιλάω. Υπήρχαν ιδιαίτερες δυσκολίες ή δεύτερες σκέψεις κατά τη διάρκεια δημιουργίας του γκράφικ νόβελ; Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν πως αρχικά αναζητούσα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, μια σκοτεινή κατασκοπική ιστορία, ένα πολιτικό θρίλερ και όχι μία μαύρη κωμωδία - όπως έγινε τελικά. Ενώ έψαχνα για κάτι σαν τις ιστορίες του Τζον Λε Καρέ, ανακάλυψα μία σοβιετική βερσιόν του «Dr. Strangelove» [«S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα»]: μία υψηλού επιπέδου πολιτική κρίση, καθοδηγούμενη από μέθυσους, τρελούς και δολοφόνους κατ' εξακολούθηση. Μου πήρε χρόνο να προσαρμοστώ σε αυτή την ανακάλυψη, αλλά απ' όταν το έκανα, η συνέχεια στη γραφή ήρθε πιο εύκολα. Προσπάθησα να μείνω πιστός στα πραγματικά γεγονότα (ή, αν το θέλετε, σε αυτά που θεώρησα εγώ αληθινά), διατηρώντας έναν έντονο ρυθμό. Σαν μια χιονοστιβάδα που γίνεται όλο και μεγαλύτερη καθώς αναπτύσσει ταχύτητα. Δεχτήκατε σχόλια με αναφορές σε «αντικομμουνιστική προπαγάνδα»; Κανένα. Μέχρι που πριν από λίγο καιρό ενημερώθηκα πως το ρωσικό υπουργείο απαγόρευσε την προβολή της ταινίας στη χώρα. Δεν πιστεύω πως η απόφαση αυτή της κυβέρνησης εκφράζει τη θέληση των πολιτών. Ωστόσο, με εκπλήσσει το γεγονός πως υπάρχουν άνθρωποι που ταυτίζουν τον Στάλιν με τον κομμουνισμό ή ακόμα με την ίδια τη Ρωσία. Ποτέ δεν πίστεψα, ούτε τώρα το πιστεύω, πως διακωμωδώντας τον Στάλιν, τον Μπέρια και τους μπράβους τους, αυτό θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη διακωμώδηση του ίδιου του κομμουνισμού. Εσείς προσωπικά τι πιστεύετε/νιώθετε για τον Στάλιν; Ηταν ένας αδίστακτος και βάναυσος δικτάτορας. Ίσως το τρομακτικότερο όσων ανακάλυψα μέσα από την ιστορική μου έρευνα είναι πως ήταν πολύ αγαπητός. Και, κατά κάποιον τρόπο, ακόμα είναι. Σε όλο τον κόσμο οι τύραννοι φαίνεται να είναι αγαπητοί σε όσους διαφεντεύουν. Και οι τύραννοι απεχθάνονται τη σάτιρα. Την τρέμουν, όπως τρέμουν το να φανούν ως γκροτέσκες, σκοτεινές φιγούρες που είναι στ' αλήθεια. Γι' αυτό και είναι τόσο σημαντικό να τους διακωμωδήσει κάποιος. Ακόμα έως σήμερα στην Ευρώπη ο κομμουνισμός είναι «κόκκινο πανί», καθώς πολλοί τον ταυτίζουν με τον φασισμό, μέσω της θεωρίας των δύο άκρων, χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα τους Στάλιν και Χίτλερ. Για μένα προσωπικά, ο κομμουνισμός είναι μια ιδέα, ένα ιδεώδες, που μπορεί να χαρακτηριστεί θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με το πώς θα εκληφθεί, θα κατανοηθεί και θα θεμελιωθεί πρακτικά. Φυσικά, η ιστορία έδειξε πως από τη στιγμή που μετατράπηκε σε τυραννικό καθεστώς, είχε δραματικές συνέπειες. Ωστόσο, ο ναζισμός είναι μια εντελώς και απολύτως κακόβουλη και απάνθρωπη παραφροσύνη. Δεν μπορώ καν να συγκρίνω τις δύο ιδεολογίες. Δεν συγκρίνονται σε καμία περίπτωση, ό,τι κι αν έκανε ο Στάλιν. Ειδικά στη Γαλλία, όπου ζείτε, η Μαρίν Λεπέν λίγο έλειψε να εκλεγεί πρόεδρος. Είναι τρομακτικό ότι το τέρας του ναζισμού ξαναζωντάνεψε. Το είχαμε για νεκρό, ενώ αυτό απλώς κοιμόταν. Παρατηρώ αυτούς τους παλικαράδες, τους εθνικιστές, με τον ψευτοπατριωτισμό τους, που βασίζεται μόνο στο μίσος για κάθε «άλλον» ή «διαφορετικό», και φοβάμαι για τα παιδιά μου. Αναρωτιέμαι, πόσο πια έχουμε χάσει τη μνήμη μας και είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τα ίδια ολέθρια λάθη ξανά και ξανά; Πώς σας φάνηκε η ταινία; Πάντα πίστευα πως το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει μία καλή ταινία. Κάτι σαν μαύρη βρετανική κωμωδία. Έτσι το οραματίστηκα και αυτό είπα και στους παραγωγούς της ταινίας. Μαζί καταλήξαμε να το προτείνουμε στον σκηνοθέτη, καθώς θεωρήσαμε πως ο Αρμάντο Ιανούτσι θα ήταν ο πλέον κατάλληλος να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Και ο ίδιος είπε «ναι» - μου φάνηκε σαν θαύμα! Από εκείνη τη στιγμή, η δική μου δουλειά είχε τελειώσει. Ηξερα ότι θα τα κατάφερνε περίφημα και δεν ήθελα να εμπλακώ περαιτέρω. Πράγματι, είμαι εξαιρετικά χαρούμενος με το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Και το σχετικό link...
  20. Μπορεί ο Στάλιν να μην υπήρξε ο ιδανικός ηγέτης σε μια χώρα που πάλευε για την εδραίωση του σοσιαλισμού. Ο θάνατός του ήταν, ωστόσο, ένα ισχυρό σοκ για τους γραφειοκράτες που ήταν απροετοίμαστοι για κάτι τέτοιο. «Ο Θάνατος του Στάλιν» σε κόμικς γίνεται η αφορμή για μια κριτική της σοβιετικής πραγματικότητας, αλλά με μια υπερβολή που γίνεται αυτοσκοπός προσβάλλοντας την ιστορική αλήθεια. Είναι πολύ της μόδας εδώ και πολλές δεκαετίες κάθε κριτική στο κομμουνιστικό μοντέλο να ξεκινά (και πολλές φορές να εξαντλείται) στη σταλινική περίοδο. Ατέλειωτες απόπειρες μιας ηλίθιας και αποϊστορικοποιημένης εξομοίωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό, αυτών που ξεκίνησαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με αυτούς που πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος τον τελείωσαν, έχουν αποδώσει καρπούς και η προσπάθεια συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς από σκοτεινούς και απρόσωπους οργανισμούς που παραχαράσσουν μεθοδικά και με πρόγραμμα την Ιστορία. Κοινός και εύκολος στόχος και βασική αναφορά τους, ο Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν. Το πριν και το μετά της σταλινικής περιόδου αποσιωπώνται ωσάν η ΕΣΣΔ να υπήρξε μόνο επί Στάλιν. Γι’ αυτό και κάθε νέα απόπειρα να ανασκαλευτεί το παρελθόν και να χυθεί φως στην περίοδο που ο Στάλιν βρισκόταν στη θέση του γενικού γραμματέα πρέπει να αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με επιφυλάξεις. Η κατανόηση και ακόμη περισσότερο η ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας εκείνης της περιόδου από έναν καλοπροαίρετο, ανήσυχο «ερευνητή» του 21ου αιώνα δεν μπορούν να εδράζονται σε κλισέ, υπερβολές, εντυπωσιασμούς και συγκινησιακού τύπου ευκολίες. Ένα έργο τέχνης μπορεί να τα αποφύγει όλα αυτά ενδεδυμένο όμως τον μανδύα της καλλιτεχνικής ελευθερίας και να μιλήσει με τη γλώσσα της προσωπικής οπτικής απέναντι στα γεγονότα. Αρκεί να το δηλώνει! Οι Φαμπιάν Νιρί και Τιερί Ρομπέν το δηλώνουν στον «Θάνατο του Στάλιν» (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Κατερίνα Φράγκου), γεγονός που δεν τους απαλλάσσει από τις ιστορικές ανακρίβειες, αλλά τουλάχιστον ενημερώνει τους αναγνώστες για την αληθοτιμή του έργου: «Μολονότι η ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, δεν παύει να είναι δημιούργημα φαντασίας: η δημιουργική έμπνευση των συγγραφέων κατασκεύασε μια ιστορία βασισμένη σε ιστορικά τεκμήρια ελλιπή, κάποιες φορές μεροληπτικά, και συχνά αντιφατικά. Πάντως οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι η φαντασία τους δεν χρειάστηκε να μοχθήσει πολύ, καθώς δύσκολα θα ξεπερνούσε την πραγματική τρέλα που διαπότιζε τον κύκλο του Στάλιν και τα γεγονότα γύρω από τον θάνατό του» αναφέρει η προμετωπίδα του βιβλίου με την επισήμανση «Προειδοποίηση». Κάτι που έρχεται όμως σε πλήρη αντίθεση με την ψευδεπίγραφη λεζάντα του εξωφύλλου «Μια αληθινή σοβιετική ιστορία»! Τελικά τι είναι «Ο Θάνατος του Στάλιν»; Το βιβλίο ξεκινά το 1953 με τον Στάλιν να βρίσκεται λίγο πριν το τέλος του, αναίσθητος από ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και τα ανώτατα κομματικά στελέχη να τελούν σε πλήρη σύγχυση ως προς το τι πρέπει να κάνουν. Αυτό που ακολουθεί είναι μια αλυσίδα κωμικοτραγικών καταστάσεων με φόντο τους προσωπικούς ανταγωνισμούς και την ανελέητη γραφειοκρατία στα σκοτεινά γραφεία αλλά και στα χιονισμένα, μουντά τοπία της ρωσικής υπαίθρου. Ως προς τις απεικονίσεις των χώρων και τις γκροτέσκες φιγούρες των Σοβιετικών αξιωματούχων, ο Ρομπέν κάνει εξαιρετική δουλειά. Ως προς την αλήθεια; «Οι συγγραφείς μπορούν να παραλλάξουν ένα αιματηρό γεγονός με ένα άλλο: έτσι ο Χρουστσόφ δεν τουφέκισε τους πολίτες που επιθυμούσαν να παρευρεθούν στην κηδεία του Στάλιν, αλλά η ολιγωρία του προκάλεσε ένα τεράστιο χάος, όπου εκατοντάδες γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων και εφήβων βρήκαν τον θάνατο αφού ποδοπατήθηκαν από ένα ανεξέλεγκτο πλήθος που κανείς δεν μπορούσε να συγκρατήσει. Οι συγγραφείς μεταλλάσσουν αυτή τη γραφειοκρατική αμέλεια σε μια οργανωμένη σφαγή» επισημαίνει στο επίμετρό του ο ιστορικός και σοβιετολόγος Ζαν-Ζακ Μαρί. Ειλικρινές σχόλιο αλλά αρκετό για να πείσει ακόμα και τον πιο δεκτικό αναγνώστη ότι αυτό που διαβάζει αποτελεί την καλλιτεχνική προσαρμογή μιας προσωπικής ερμηνείας (όχι άμοιρης ούτε απαλλαγμένης πολιτικών απόψεων και προθέσεων) του κλίματος μιας εποχής. Δεν είναι λίγο αυτό αλλά δεν είναι και τίποτε περισσότερο. Και το σχετικό link...
  21. Οι αναγνώστες των κόμικ δεν είναι πια "nerds", υπογραμμίζει στο News 24/7 ο υπεύθυνος του τμήματος Κόμικς των Εκδόσεων "Οξύ", και μιλά για τις νέες μεταφρασμένες στα ελληνικά εκδόσεις της εταιρείας που στοχεύουν να συστήσουν εκ νέου τους πιο διάσημους ήρωες-σύμβολα της ποπ κουλτούρας στην αγορά της χώρας. Τα κόμικς, η ένατη και πιο "ανήσυχη" των καλών τεχνών, έχει προσφέρει στη σύγχρονη μαζική κουλτούρα κάποιες από τις πιο εντυπωσιακές εικόνες και μορφές. Πρόκειται για μια "ποπ" εικαστική μορφή, γέννημα-θρέμμα του 20ου αιώνα, που ήρθε να ανατρέψει το κλασικό παραμύθι μέσα από πολύμορφα καρέ, ευφάνταστα "συννεφάκια" και πανίσχυρους αλλά εύθραυστους χαρακτήρες. Στην απαρχή τους, τα κόμικ απευθύνονταν κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους. Με τα χρόνια ωστόσο απέκτησαν φανατικούς ενήλικες αναγνώστες. Αν και στην αρχή η τέχνη τους κατηγορήθηκε και διώχθηκε (με κατηγορίες όπως αυτή της προπαγάνδας ή του "ακατάλληλου" περιεχομένου) εντούτοις κατάφερε να πατήσει στα "πόδια" της και να μεγαλουργήσει. Κάποτε οι φίλοι της ενάτης τέχνης θεωρούνταν ανώριμοι ή και "σπασίκλες" (nerds). Σήμερα, η εξέλιξη του μέσου έχει εξελίξει και τους κομικόφιλους σε "ψαγμένους" και ενημερωμένους αναγνώστες. Τη σκυτάλη για την περαιτέρω διάδοση των κόμικ στο ελληνικό κοινό σήμερα, το οποίο έχει διευρυνθεί σημαντικά μετά τις πρώτες -συλλεκτικές πλέον- απόπειρες εκδοτικών οίκων τις δεκαετίες του 70' και του '80 (μεταξύ τους οι εκδόσεις "Ψαρόπουλος" με τον Superman, οι εκδόσεις "Καμπανάς" με τον Spider-man και οι Μαμούθ με τους X-men για να μη μιλήσουμε για τον "Μίκυ Μάους" και τα "Κόμιξ" της Νέας Ακτίνας) αναλαμβάνουν σήμερα οι εκδόσεις "Οξύ" που στοχεύουν να φέρουν μια σύγχρονη αντίληψη, νέα εικαστική προσέγγιση και ακριβή απόδοση στις πιο σημαντικές ιστορίες αγαπημένων ηρώων. Το News 24/7 συνάντησε τον υπεύθυνο του τμήματος Κόμικς των Εκδόσεων "Οξύ" κ. Σάββα Αργυρού, ο οποίος μίλησε για την εξέλιξη των κόμικ μέσα από τις ανάγκες των εποχών και του αναγνωστικού κοινού, την κινηματογραφική και τηλεοπτική τους μεταφορά που έχουν αποκτήσει σήμερα φαινομενικές διαστάσεις καθώς και τα εκδοτικά σχέδια και στόχους της "Οξύ". "Οι υπερήρωες έγιναν mainstream, τα κόμικ έγιναν mainstream, άρα και οι αναγνώστες κόμικς έγιναν mainstream" τονίζει ο Σάββας Αργυρού Έχετε επιλέξει να εκδώσετε κάποια εμβληματικές ιστορίες, από τον Daredevil του Miller μέχρι το Planet Hulk. Ποια ήταν τα κριτήρια να επιλέξετε τους συγκεκριμένους τίτλους; «Προσπαθούμε να κάνουμε μια μίξη από κλασικές και σύγχρονες ιστορίες, με έμφαση στην ποιότητα της πλοκής της ιστορίας. Σημαντικό για εμάς είναι οι ιστορίες να είναι ει δυνατόν αυτοτελείς και να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη αφήγηση στον αναγνώστη. Όσον αφορά στους τίτλους αυτούς καθ’ εαυτούς, είναι εκείνοι οι οποίοι καθόρισαν τους χαρακτήρες αυτούς, είχαν εξαιρετική εμπορική και καλλιτεχνική πορεία και αναγνωσιμότητα στο εξωτερικό. Αφορούσαν επίσης ήρωες με μεγάλη βάση φίλων στην Ελλάδα.» Λίγες ελληνικές εταιρείες έχουν καταφέρει να πάρουν τα δικαιώματα για έκδοση υπερηρωικών τίτλων της Marvel. Πώς είναι η συνεργασία με τον κολοσσό των κόμικ; «Σαν μία εκ των δύο μεγαλύτερων εταιρειών στον κόσμο στον χώρο των κόμικς, η προσέγγιση με την Marvel απαιτεί πρωτίστως την εμπειρία να κάνεις τη σωστή τοποθέτηση των τίτλων στην αγορά, να μπορέσεις να διαλέξεις τις ιστορίες εκείνες που είναι πιο κατάλληλες και έχουν μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό της χώρας σου, να έχεις τη σωστή στρατηγική marketing και να έχεις επαφή με τον αναγνώστη του συγκεκριμένου είδους. Η Marvel μας εμπιστεύεται σε όλα αυτά γιατί στις Εκδόσεις "Οξύ" έχουμε μακροχρόνια επαφή με το συγκεκριμένο είδος αναγνωστικού κοινού που είναι ιδιαίτερο και απαιτητικό. Πέραν αυτού, οι άνθρωποι με τους οποίους μιλώ είναι μάλλον ιδιαίτερα προσεγγίσιμοι και δεκτικοί, έντονα πρόθυμοι να δώσουν συμβουλές σχετικά με τίτλους ή χαρακτήρες.» Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στην έκδοση ξενόγλωσσων κόμικ; «Η επιλογή του τίτλου, ποια ιστορία θα διαλέξεις για για ποιον χαρακτήρα. Πρέπει να αφορά έναν ήρωα που θα έχει απήχηση στο εγχώριο κοινό και η συνολική έκδοση να αποτελείται από λογικό αριθμό τευχών που θα ολοκληρώνουν, ιδανικά, την ιστορία (Είμαι ενάντιος στο να προσφέρεις ημιτελείς ή ανολοκλήρωτες ιστορίες στους αναγνώστες). Στην πρόκληση της επιλογής τίτλων συνίσταται καιι το ότι πρέπει να είσαι ενήμερος για έναν ουσιαστικά άπειρο αριθμό ιστοριών για έναν άπειρο αριθμό χαρακτήρων – σκεφτείτε πόσοι χαρακτήρες υπάρχουν στο σύμπαν της Marvel, πολλαπλασιάστε το αυτό με τον αριθμό των ιστοριών για τον κάθε χαρακτήρα, και μετά πολλαπλασιάστε το πάλι, με τον αριθμό των, ας πούμε, 20 μεγαλύτερων εκδοτικών εταιρειών κόμικς στο κόσμο – και αυτό είναι από μόνο του μια πρόκληση». Οι Εκδόσεις Οξύ εκδίδουν επίσης σειρές όπως το "Hellboy" ή το "Dracula". Ποιες άλλες σειρές θα σας ενδιέφεραν και πού στοχεύετε; «Εμπράκτως εξετάζουμε σχεδόν κάθε σειρά που μπορεί να έχει ενδιαφέρον για το ελληνικό κοινό. Κύριο κριτήριο -εκτός από την αυτοτέλεια και την ποιότητα της ιστορίας- είναι και η αναγνωρισιμότητα των χαρακτήρων αλλά και η επιτυχία που έχει διαγράψει η σειρά στο εξωτερικό. Το Hellboy and the B.P.R.D. 1952, π.χ. αφορά έναν εξαιρετικό τίτλο ενός τεράστιου franchise, το οποίο αναμένεται να αποκτήσει ανανεωμένο ενδιαφέρον παγκόσμια μετά και την επερχόμενη νέα ταινία με τον ομώνυμο ήρωα. Όσον αφορά σειρές και κόμικ που μας ενδιαφέρουν, εκτός από το υπερηρωικό είδος στο οποίο θα δείτε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα από τη Marvel, μέσα στα σχέδιά μας για το 2018 είναι η έκδοση του πρώτου τόμου του "Saga", των Brian K. Vaughan και Fiona Staples, μιας σειράς που έχει κερδίσει όποιο σημαντικό βραβείο κόμικ υπάρχει. Επίσης θα κυκλοφορήσουμε τα "Patience" του Daniel Clowes και το "The Terrible and Wonderful Reasons Why I Run Long Distances" του Μatthew Inman. Γενικά, το κοινό μπορεί να αναμένει αρκετή ποικιλία από τις εκδόσεις μας στο (εγγύς) μέλλον, πέρα από το αμιγώς υπερηρωικό κόμικ. Ήδη κυκλοφόρησαν άλλωστε ο "Θάνατος του Στάλιν" και το "Nick Cave - Mercy on Me", τα οποία αγκαλιάστηκαν από το ελληνικό κοινό». Ένα σχόλιό σας για το πώς έχει εξελιχθεί το αναγνωστικό κοινό των κόμικ; Κάποτε χαρακτηρίζαμε τους κομικόφιλους ως "nerds"... «Νομίζω ότι η λέξη που εξηγεί αυτό που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια είναι το "mainstream": Οι υπερήρωες έγιναν mainstream, τα κόμικ έγιναν mainstream, άρα και οι αναγνώστες κόμικς έγιναν mainstream. Σε αυτό, φυσικά, τεράστιο ρόλο έπαιξαν οι κινηματογραφικές μεταφορές υπερηρώων στον κινηματογράφο, οι οποίες γνώρισαν τους ήρωες σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό και τους έβαλαν, όχι από το παράθυρο, αλλά κανονικά από την πόρτα, στην καθημερινότητα όλων μας. Σημαντική θεωρώ επίσης την εξέλιξη των ιστοριών των υπερηρωικών, κυρίως, κόμικ, όσον αφορά στο ύφος, στο σχέδιο, και στην πλοκή των ιστοριών. Διαχρονικά, τα κόμικ εξελίσσονται και ενηλικιώνονται, αλλά αυτό έγινε ιδιαίτερα έκδηλο από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, όταν έγινε μια σαφής και άμεσα αντιληπτή στροφή σε πιο ρεαλιστικό σχέδιο. Επιπλέον, η ολοένα αυξανόμενη χρήση των κόμικ ως ένα μέσο για να εξιστορηθούν καινούργιες ιστορίες ή για να γίνουν μεταφορές, συνισέφερε αισθητά στην μετάδοσή τους. Παραδείγματος χάριν, όταν ο Chuck Palahniuk αποφάσισε να γράψει την συνέχεια του Fight Club, δεν έβγαλε ένα δεύτερο βιβλίο αλλά το κυκλοφόρησε κατευθείαν σε κόμικ. Είναι ένα μέσο με μεγάλες δυνατότητες οι οποίες τώρα εξερευνώνται για πρώτη φορά, ουσιαστικά, και αυτό επίσης συμβάλει στη ραγδαία αύξηση της απήχησής του. Δεν είναι τυχαίο το ότι η πιο πιστή μεταφορά του "A Song of Ice and Fire" δεν είναι το τηλεοπτικό Game of Thrones, αλλά τα αντίστοιχα κόμικ της Dynamite». Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό των κόμικ από την εμπειρία σας έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια; Και πώς συμπεριφέρεται, κυνηγάει τις κλασικές ιστορίες ή θέλει τις πιο σύγχρονες των ηρώων; «Έχει διευρυνθεί εμφατικά. Πάντα με αιχμή του δόρατος ιστορίες που συνδέονται με κάποιο τρόπο με ταινίες ή σειρές, που δίνουν μεγαλύτερη απήχηση σε χαρακτήρες. Νομίζω ότι υπάρχει κοινό και για τα δύο, και για τις κλασικές αλλά και τις πιο σύγχρονες ιστορίες. Από την εμπειρία μου διαπιστώνω ότι υπάρχει μια έντονη ροπή από το ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια προς τις πιο σύγχρονες ιστορίες, με δυναμικό σκοτεινό σχέδιο». Παρακολουθείτε τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές των κόμικ και αν ναι πώς σας φαίνονται ως προς την απόδοση των ηρώων; «Φυσικά και τις παρακολουθούμε, και σαν Εκδόσεις Οξύ, αλλά και σαν φαν. Θεωρώ τις σειρές του Netflix εξαιρετικές ως προς την απόδοση των χαρακτήρων – οι πέντε ήρωες με τους οποίους έχουν διαλέξει να ασχοληθούν μέχρι στιγμής (Daredevil, Punisher, Jessica Jones, Luke Cage, Iron Fist) ταιριάζουν γάντι στην τηλεόραση και σε μεταφορά σε σειρά. Ίσως οι μεταφορές αυτές να είναι πιο πετυχημένες από τις αντίστοιχες κινηματογραφικές όσον αφορά στην ουσία των χαρακτήρων από τα κόμικ. Το Κινηματογραφικό Σύμπαν της Marvel (MCU) ήταν ένα τεράστιο, πρωτόγνωρο εγχείρημα, το οποίο νομίζω έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Έχει γίνει αρκετά έως πολύ καλή δουλειά στην απόδοση των χαρακτήρων. Προσωπικά ξεχωρίζω το πρώτο "Avengers", το "Captain America: Civil War" και το"Thor: Ragnarok". Αναμένω δε με ανυπομονησία το επερχόμενο "Infinity War", το οποίο πιστεύω ότι θα είναι η καλύτερη ταινία της Marvel… μέχρι την επόμενη». Η σχέση των εκδόσεων Οξύ με τους Έλληνες κομίστες; Σας ενδιαφέρει μια συνεργασία με νέα εγχώρια ταλέντα; «Επί της αρχής μας ενδιαφέρει, όμως υπάρχουν αρκετές προκλήσεις: Η αγορά είναι πολύ μικρή και έτσι η δημιουργία ενός έργου από το μηδέν μπορεί να είναι δυσλειτουργική. Θα πρέπει είτε να αδικηθεί ο δημιουργός αφού τα μελλοντικά δικαιώματα που θα εισπράξει (ή ακόμη και προεισπράξει) θα είναι πολύ λίγα σε σχέση με τον χρόνο και την δουλειά του, είτε ο εκδότης να αδικήσει τον εαυτό του και τους αναγνώστες του με την εξαιρετικά υψηλή λιανική τιμή που θα πρέπει να ορίσει στην έκδοση αυτή. Γι’ αυτό τον λόγο προτιμάμε την ξένη παραγωγή όπου εκεί η απόσβεση της αμοιβής του δημιουργού έχει ήδη γίνει, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχουμε και τις κεραίες μας ανοιχτές, και για κάτι πραγματικά πολύ αξιόλογο από την εγχώρια παραγωγή». Η προσωπική σας σχέση σας με τα κόμικ; «Η σχέση μου με τα κόμικ ξεκινά σε πολύ μικρή ηλικία, με τις κλασικές ιστορίες του Disney (είμαι φαν του Θείου Σκρούτζ, και του Ντον Ρόσα), και μετά προχωρώντας σε Αστερίξ και Λούκι Λουκ. Ακολούθησε ο Κόναν, οι X-Men των εκδόσεων Μαμούθ. Το πρώτο υπερηρωικό κόμικ που είχα διαβάσει ήταν το "X-Men: The Dark Phoenix Saga", και από τότε "κόλλησα" με το είδος. Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω τίτλος θα κυκλοφορήσει και από τις εκδόσεις μας, στους προσεχείς μήνες. Αγοράζω πολλά κόμικ, κυρίως σε σκληρόδετη μορφή με ένα ευρύ φάσμα σε εταιρείες, και ιστορίες. Πιο πολύτιμο απόκτημά μου είναι οι δύο τόμοι του Βίου και της Πολιτείας του Σκρουτζ Μακ Ντακ, τα οποία μου υπέγραψε ο ίδιος ο Ντον Ρόσα». Ο αγαπημένος σας ήρωας; Και το αγαπημένο σας storyline. «Ο Thor είναι διαχρονικά ο αγαπημένος μου ήρωας. Είναι σπάνιοι οι χαρακτήρες που σου επιτρέπουν να τους αναλύσεις τόσο βαθιά (θεός-άνθρωπος, θνητότητα, κληρονομιά και τι εν τέλει σημαίνει να είσαι άνθρωπος), και ταυτόχρονα παραμένουν συναρπαστικοί και "bad-ass"! Αγαπημένα μου storyline είναι σίγουρα όλο το run του Straczynski στον Thor, το πρόσφατο "Thor: God of Thunder" των Aaron και Ribic και το τρίτο τεύχος του "Thor: Heaven and Earth"». Και το σχετικό link...
  22. To graphic novel 'Ο Θάνατος του Στάλιν' στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι παράλογα αληθινό. Το ‘Ο Θάνατος του Στάλιν’ μας έκανε να γυρίσουμε το βλέμμα από την πρώτη στιγμή που πετύχαμε το τρέιλερ. Αυτό που ξέρουν πολλοί είναι ότι η ταινία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στο φόντο του θανάτου του πατερούλη. Αυτό που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι βασίζεται επίσης στο ομώνυμο graphic novel του Fabien Nury. Με το νέο έτος έχουμε λοιπόν διπλό σοβιετικό χτύπημα. Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες στις 25 Ιανουαρίου -με τη Ρωσία να εξετάζει την απαγόρευσή της- ενώ στις 10 Ιανουαρίου κυκλοφορεί το κόμικ στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Οξύ και σε μετάφραση της Κατερίνας Φράγκου. O πατερούλης των λαών δεν σταμάτησε πουθενά μπροστά στο να κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα ολοκληρωτικό κράτος στο οποίο ακόμα και οι πιο κοντινοί του άνθρωποι τον έτρεμαν. Την 1η Μαρτίου του 1953 ο Ιωσήφ Στάλιν παθαίνει ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα προβλήματα ανέκυψαν από την αρχή. Από το πιο απλό όπως ποιον γιατρό να καλέσουν -σημειωτέον πριν πεθάνει ο Στάλιν είχε διατάξει την εκτέλεση όλων των μεγαλογιατρών της Σοβιετικής Ένωσης- μέχρι το πώς θα γίνει η κηδεία και μέχρι φυσικά τη μάχη της διαδοχής. Το κόμικ χρησιμοποιεί το παράλογο ως μέσο εξιστόρησης μιας από τις πιο παράλογες ιστορίες της ανθρωπότητας. Την ιστορία συνθέτουν σημαντικά πολιτικά πρόσωπα που ανέλαβαν να διαχειριστούν το θάνατό του και το μέλλον του Κόμματος. Ο Νικίτα Χρουστσόφ, έμπιστος σύμβουλος του Στάλιν και μετέπειτα ηγέτης της ΕΣΣΔ. Ο Λαβρέντι Μπέρια, επικεφαλής του σοβιετικού μηχανισμού ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών, ισχυρίστηκε αργότερα ότι είχε αποπειραθεί να δηλητηριάσει τον Στάλιν. Το έκανε δεν το έκανε, σίγουρα το ήθελε. O Νικολάι Μπουλκάνιν ήταν υπουργός άμυνας επί Στάλιν και Πρωθυπουργός επί Χρουστσόφ. Ο Γκεόργκι Μάλενκοφ αργότερα ανέβηκε επίσης για ένα σύντομο διάστημα στην ηγεσία του Κόμματος και της ΕΣΣΔ. Ο Λάζαρ Καγκανόβιτς, ένας πολιτικός και στενός συνεργάτης του Στάλιν, που ο χαρακτήρας του υπάκουει στην παροιμία “δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι”. Ο Αναστάς Μικογιάν ο μόνος που παρέμεινε ως τη σύνταξή του ατάραχος στη θέση του παρόλους τους ηγέτες που άλλαζαν. Ο ιστορικός με ειδίκευση στη Σοβιετική ιστορία Ζαν-Ζακ Μαρί και έχει εκδώσει ανάμεσα σε άλλα τις βιογραφίες των Λένιν, Τρότσκι, Στάλιν, Χρουστσόφ και Μπέρια, έχει πει για το graphic novel. "Η ανά χείρας εικονογράφηση βασίζεται λοιπόν στην απόσταση που παίρνει από την Ιστορία. Την ανασυνθέτει για να αποκαλύψει την θεμελιώδη ουσία της. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ δεν είναι η ακρίβεια των γεγονότων, αλλά η αυθεντικότητα της οπτικής γωνίας. Το έργο των Νουρί και Ρομπέν αναπλάθει με εντυπωσιακό τρόπο τη φρικώδη και ζοφερή ατμόσφαιρα των κυκλωμάτων που κυβερνούσαν το Κρεμλίνο στο τέλος του αιματηρού καθεστώτος του Στάλιν. Ο Χρουστσόφ θυμάται: «Εμείς, όσοι βρισκόμασταν γύρω από τον Στάλιν, ήμασταν θανατοποινίτες με αναστολή». Ο φόβος καραδοκούσε παντού, και όλοι επιδείκνυαν μια αηδιαστική δουλοπρέπεια. Οι δυο συγγραφείς αναπλάθουν αυτήν την ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας πολλαπλές μεθόδους υπερβολής: φτάνουν στα άκρα κι υπογραμμίζουν το παράλογο, παντρεύοντας το επιβεβαιωμένο γεγονός με το αληθοφανές, το φανταστικό με το συμβολικό· μετατοπίζουν κάποια γεγονότα και τα στάδια διεξαγωγής τους μέσα στο χρόνο, συμπυκνώνουν το χρόνο ή παραλλάσσουν ένα γεγονός, ώστε να αποδώσουν τελικά μια εικόνα συχνά πιο αληθινή από την αλήθεια των ίδιων των γεγονότων". * O 'Θάνατος του Στάλιν' κάνει πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες στις 25 Ιανουαρίου. Και το σχετικό link...
  23. Αντισυμβατικός και αντιεμπορικός καλλιτέχνης που ποτέ δεν επιδίωξε να γίνει σούπερ σταρ, τραγουδά για την αγάπη, τον θάνατο, τον οίκτο, το έλεος, τη σωτηρία της ψυχής. Με μεταφυσικές ανησυχίες, σκληρούς ήχους και σπαρακτικές μπαλάντες, ο Νικ Κέιβ βλέπει την απρόβλεπτη ζωή του να γίνεται κόμικς από τον μετρ του είδους Ράινχαρντ Κλάιστ. Οι βιογραφίες δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να καταλήγουν σε ντοκιμαντέρ. Ο δημιουργός τους, αναπόφευκτα, θέλοντας και μη οφείλει να αντιμετωπίσει το βιογραφούμενο πρόσωπο από τη δική του οπτική. Υποκειμενικά και με το θάρρος της γνώμης και της καλλιτεχνικής του σφραγίδας. Ακόμα περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό δεν έχει προλάβει να περάσει στη σφαίρα του μύθου και βρίσκεται εν ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση, μια πλούσια ζωή γεμάτη εμπειρίες και ανατροπές, με μεγάλα διαστήματα παραμονής στην «επικίνδυνη» ζώνη, στη «σκοτεινή» πλευρά. Κάτι που αντανακλάται στη μουσική και τα τραγούδια του Νικ Κέιβ. Αλλά και στο «Nick Cave - Mercy on Me» (συνεργασία των εκδόσεων Οξύ και Ηλίβατον, μετάφραση Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης). Το σπαρακτικό «Mercy Seat» που τραγουδήθηκε υπέροχα και από τον Τζόνι Κας, εικονογραφείται με πρωτότυπο και οδυνηρό τρόπο από τον Κλάιστ Αυτά που γράφει κι ερμηνεύει ο Αυστραλός τραγουδοποιός δεν είναι εύκολα και εύπεπτα. Όπως η πολυτάραχη ζωή του ήταν γεμάτη ταξίδια, πειράματα, δοκιμές, έτσι και η μουσική του είναι ιδιοσυγκρασιακή, αντικατοπτρίζει συγκεκριμένες εποχές και εικόνες, καθρεφτίζει την ψυχική διάθεση και τα βαθύτερα αισθήματα ενός ευαίσθητου ανθρώπου που δεν διστάζει να εκτεθεί. Και να καλέσει για οίκτο, για συγχώρεση, σεβόμενος πάντα τους ακροατές του. Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις αν ο Νικ Κέιβ γράφει αυτοβιογραφικά, αν είναι ο πρωταγωνιστής των στίχων του. Αν όμως είναι, ο Ράινχαρντ Κλάιστ τον έχει αποδώσει ιδανικά στην καλύτερη ώς τώρα βιογραφία που έχει δημιουργήσει. Και έχει δημιουργήσει πολλές: «Cash: I see a Darkness» (για τον θρύλο της ροκ και της κάντρι, Τζόνι Κας – εκδόσεις Οξύ), «Κάστρο» (για τον ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο – εκδόσεις Γνώση), «Ο Μποξέρ» (για τον επιζώντα του Ολοκαυτώματος Χέρτζκο Χαφτ), «An Olympic Dream» (για τη Νιγηριανή αθλήτρια Samia Yusuf Omar και τη μοιραία προσπάθειά της να κυνηγήσει το όνειρό της) κ.ά. Κατ’ αρχάς, η μεγάλη έκταση του νέου βιβλίου του Κλάιστ (περισσότερες από 330 σελίδες μαζί με τις σημειώσεις) του επιτρέπει να επεκταθεί σε πολλές και ενδιαφέρουσες προσωπικές ερμηνείες που καθιστούν το έργο όχι μια απαρίθμηση γεγονότων και μια καταγραφή σημαντικών στιγμών, αλλά στη δική του πρόσληψη του έργου του Κέιβ. Δεν λείπουν φυσικά και τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία, αλλά είναι πάντα φιλτραρισμένα από τη μουσική και τα τραγούδια, δίνονται πάντα σε συνδυασμό με στίχους και εικόνες που πηγάζουν από αυτούς. Συνήθως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: o βιογράφος επιχειρεί να εξηγήσει την τέχνη του πρωταγωνιστή του μέσω της ζωής του. O Κλάιστ επιτυγχάνει κάτι φαινομενικά ανορθόδοξο, να εξηγήσει και να περιγράψει πολαρόιντ ζωής με παραδείγματα από την τέχνη. Τα ασπρόμαυρα σχέδια, υγρά από τις βροχές, τα δάκρυα και τον ιδρώτα του Κέιβ στο Λονδίνο, το Βερολίνο, τη Βραζιλία και τα άλλα μέρη όπου έζησε, χιονισμένα και σκοτεινά όπως τα ρούχα του και το θλιμμένο βλέμμα του ακολουθούν ιδανικά το καθόλου γραμμικό «σενάριο» που αντιμετωπίζει συχνά τον τραγουδιστή ως ένα φανταστικό πρόσωπο, ως μια περσόνα που μεταμορφώνεται για να υποδυθεί τους ρόλους των χαρακτήρων των τραγουδιών του. Ή τους θύτες τους, όπως στο συγκλονιστικό κεφάλαιο με το σπαρακτικό «The Mercy Seat» στο επίκεντρο. Και τον Κέιβ να μονολογεί: «Αν εμφανιστούν τώρα όλοι εκείνοι που έχω στο μυαλό μου, θα γίνει πραγματικό καμίνι…» Και το σχετικό link...
  24. Ελαφρώς ριψοκίνδυνο εγχείρημα οι βιογραφίες μουσικών. Ο γραπτός λόγος μπορεί να αφηγηθεί τη δημιουργική ή περιπετειώδη ζωή τους, όταν πρόκειται όμως για το έργο τους, ενίοτε επανέρχεται εκείνο το αρχαίο ρητό, σύμφωνα με το οποίο «το να γράφεις για μουσική είναι σαν να χορεύεις για την αρχιτεκτονική». Οι ταινίες, τα biopics, πέφτουν συχνά σε μια παγίδα που απελευθερώνει τα θύματά της σαν παρωδίες του εαυτού τους και όλα αυτά επιδεινώνονται αν έχουμε να κάνουμε με τραγουδοποιούς που ζουν και γράφουν όσο πιο αντισυμβατικά μπορούν. Στην περίπτωση του Νικ Κέιβ, οι απόπειρες εξιστόρησης του μύθου του αποδείχθηκαν ευτυχώς τόσο ιδιαίτερες όσο και ο ίδιος: το «20.000 days on Εarth» των Ιεϊν Φόρσαϊθ και Τζέιν Πόλαρντ θόλωνε γλυκά τα όρια μεταξύ ντοκουμέντου και δράματος, ενώ το «One more time with feeling» του Άντριου Ντόμινικ, που παρακολουθούσε τον Κέιβ σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του, έπειτα από τον χαμό του γιου του, αντάμειβε τους υπομονετικούς. Και καλά οι ταινίες και μάλιστα οι δουλεμένες: τι γίνεται όμως με τις στατικές εικόνες, με τα σχέδια ενός κομίστα που επιχειρεί να συνθέσει μια βιογραφία χωρίς τις συμβάσεις του είδους, φέρνοντας τον πρωταγωνιστή του απέναντι από τα δικά του δημιουργήματα; Μπορεί ένα τραγούδι και οι ήρωές του να ζωγραφιστούν; Ο σκιτσογράφος Ο Γερμανός Ράινχαρντ Κλάιστ τις διαθέτει τις περγαμηνές του. Από το 1994, όταν ακόμα ήταν 24 χρονών, έχει εκδώσει κάμποσα graphic novels θεματικού χαρακτήρα: τα αυτεξήγητα ως προς το περιεχόμενο «Lovecraft», «Amerika», «Αβάνα» ή «Κάστρο» (τα δύο τελευταία από τις εκδόσεις Γνώση) τον ανέδειξαν τόσο εντός της χώρας του όσο και εκτός. Ο Κλάιστ όμως είναι και μουσικόφιλος: το 2006 υπόγραψε τη βιογραφία «Johnny Cash, I see a darkness» (εκδόσεις Οξύ), έναν χρόνο αργότερα επανήλθε με το «Elvis» και κάπως έτσι άρχισε να θεωρείται κάτι σαν ειδικός. Η πρόσφατη ενασχόλησή του με τον Νικ Κέιβ εκκινεί από την αγάπη και τις γνώσεις του για τον μουσικό, δεν μπορεί όμως κανείς να αγνοήσει και τα επικείμενα 60ά γενέθλια του τελευταίου ή το ακόμα πιο έντονο εσχάτως (για μουσικούς και όχι μόνο λόγους) ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του. Όπως και να έχει, ο Κλάιστ σε σχετικές δηλώσεις του έλεγε πως κατά τη γνώμη του «μια ιστορία για τον Νικ Κέιβ θα πρέπει να καταλήγει σε Αποκάλυψη». Κατά τα άλλα, αυτό που τον γοητεύει ιδιαιτέρως στον ήρωά του είναι «το κίνητρό του, η εργασιομανία του, η μανία του να εξελίσσεται και να μη σταματά». Το κόμικ «Nick Cave, Mercy on me» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ηλίβατον και Οξύ, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Ένα από τα λάιτμοτιφ που το διατρέχουν είναι η αγωνία του πρωταγωνιστή του απέναντι στο ενδεχόμενο της κοινοτοπίας, της μετριότητας: ο φόβος ότι όλα θα μείνουν στάσιμα, ως έχουν. Έτσι, σε περισσότερες από τριακόσιες σελίδες και μέσα από σχέδια ασπρόμαυρα, ευφάνταστα, κάποτε σκληρά και εκρηκτικά και άλλοτε μουντά ή συνεφιασμένα, με γραμμή εμφατική αλλά πεντακάθαρη - σαν ένας Γουίλ Άϊσνερ στο πιο εξπρεσιονιστικό - ο Κλάιστ ξεκινά την αφήγησή του απεικονίζοντας έναν ψιλόλιγνο έφηβο κάπου στην Αυστραλία, που φυσικά και δεν αντέχει άλλο τους γονείς του. Ροκάρει μπροστά στον καθρέφτη, φοράει μπλουζάκι με τη στάμπα «μισώ κάθε μπάτσο σε αυτή την πόλη» και ονειρεύεται εαυτόν ως παράνομο, ως επαναστάτη, ως καπετάνιο κάποιου μαγεμένου πλοίου. Βρισκόμαστε στο πρώτο κεφάλαιο του κόμικ που ονομάζεται «The Hammer Song» και που ακολουθείται από τα «Where the Wild Roses Grow», «And the Ass Saw the Angel», «The Mercy Seat» και «Higgs Boson Blues». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς λάτρης του Κέιβ για να καταλάβει ότι πρόκειται για τίτλους τραγουδιών ή μυθιστορημάτων του. Ούτε βέβαια είναι αυτά τα μόνα που εμφανίζονται στο «Nick Cave, Mercy on me»: στις σελίδες του μπορεί κανείς να «ακούσει» τα «Pleasure is the Boss», «Cabin Fever», «Tupelo», «Red Right Hand» και πόσα ακόμα. Ηρωίνη και μελάνι Το «τίποτα δεν λείπει από εδώ» δεν ισχύει ακριβώς. Ο Κλάιστ επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία του ζωντανεύοντας τα τραγούδια του πρωταγωνιστή του, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τους δικούς του πρωταγωνιστές. Πραγματικότητα και μυθοπλασία (δημιουργημένη είτε από τον Κλάιστ είτε από τον Κέιβ) ενοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, που εδώ, ναι, απαιτείται να είναι κανείς γνώστης της ζωής και του έργου του ανδρός για να κατανοήσει πλήρως όσα εκρήγνυνται μπροστά του. Βλέπει κανείς τα πρώτα μουσικά βήματα του Κέιβ με τους Boys Next Door στη Μελβούρνη, αλλά και τις καλλιτεχνικές περιπέτειες των απογόνων τους, των Birthday Party, στο Λονδίνο. Συστήνεται με τη Lydia Lunch, τον Blixa Bargeld, τον μακαρίτη Ρόουλαντ Χάουαρντ ή την Ανίτα Λέιν, αλλά και με την Ελίζα Ντέι, τη δολοφονημένη ομορφονιά ενός μεσαιωνικού μύθου που πρωταγωνίστησε στο «Where the wild roses grow». Βαδίζει στο χιόνι του Κρόιτσμπεργκ, στο Βερολίνο, αγγίζει φλέβες ποτισμένες από ηρωίνη αλλά και μελάνι, ενώ ακούει και τον ασταμάτητο ήχο της γραφομηχανής από τα χρόνια που το μυθιστόρημα «Η δε όνος είδεν άγγελον» (εκδ. Τυφλόμυγα, 2010) πάσχιζε να πάρει εικόνα και μορφή. Σε μια σελίδα, οι στίχοι ενός τραγουδιού αποκτούν υλική υπόσταση και εκτοξεύονται από τη μουσική σκηνή, διαπερνώντας τα κορμιά του κοινού σαν μαχαίρια. «Ποιος είσαι, τέλος πάντων, άνθρωπέ μου;» ρωτάει προς το φινάλε τον πρωταγωνιστή μας ο μπλουζίστας Ρόμπερτ Τζόνσον, που έχει ήδη κάνει τη μαγική εμφάνισή του. «Σ' αυτή την ιστορία, είμαι κι εγώ ένας ήρωας που έπλασα ο ίδιος» αποκρίνεται ο Νικ Κέιβ. Το νόημα των λόγων του το εξηγούσε ο Ράινχαρντ Κλάιστ σε εκείνες τις δηλώσεις περί της αίσθησης της Αποκάλυψης που θα πρέπει να έχει η ιστορία του: «Την εννοώ με τη μεταφορική έννοια κι έχει να κάνει με το να δημιουργείς κόσμους και να ζεις μέσα από τους ήρωές τους» έλεγε. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πρωταγωνιστής του, που στο κόμικ από ένα σημείο και μετά εμφανίζεται σαν περιπλανώμενος ιεροκήρυκας, δεν είχε πρόβλημα με μια τέτοια προσέγγιση. Συνεργάστηκε με τον Κλάιστ για τη δημιουργία του «Mercy on me», του έδωσε βιογραφικές πληροφορίες και δημιουργικές συμβουλές και στο τέλος, βλέποντας το αποτέλεσμα, έκανε ένα σχόλιο απολύτως επιβεβαιωτικό της αξίας που έχουν όσα έργα συγχωνεύουν επιτυχώς πραγματικότητα και φαντασία. «Ο Ράινχαρντ Κλάιστ», έλεγε ο Κέιβ, «σπουδαίος κομίστας και μυθοπλάστης, κατέρριψε για άλλη μια φορά τις συμβάσεις του graphic novel, πλάθοντας έναν τρομερό συγκερασμό από τραγούδια, μισές αλήθειες και πλήρη επινοήματα, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο, ανατριχιαστικό και εντελώς αλλόκοτο ταξίδι. Σίγουρα είναι πιο κοντά στην αλήθεια από οτιδήποτε άλλο. Για την ιστορία, όμως, ποτέ δεν σκότωσα την Ελίζα Ντέι». Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.