Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις καστανιώτη'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Ο «Χαΐνης» Δημήτρης Αποστολάκης και ο Νίκος Μπράτος μιλούν στο Καρέ Καρέ για το κόμικς τους «Δρακοδόντι», ένα επικό παραμύθι για το νόημα της ζωής. «Στου πόθου τα σκεπάσματα, νύχτα μ’ αστραποβρόντι έταξα στην αγάπη μου του Δράκοντα τ’ αδόντι». Με αυτούς τους στίχους ξεκινά η επική αναζήτηση ενός άνδρα να βρει το περίφημο αυτό αντικείμενο, καταλήγοντας σε ένα ψυχεδελικό αποκαλυπτικό ταξίδι γνώσης του εαυτού, του κόσμου και της μοιραίας σύνδεσής τους. Το «Δρακοδόντι» δεν είναι μόνο ένα κόμικς. «Το Δρακοδόντι μού δόθηκε, δεν το σκέφτηκα. Το έζησα αλλόκοτα, μεταφυσικά, όπως ακριβώς αναπαρίσταται στο βιβλίο, ένα φθινόπωρο ασκητεύοντας στην κρητική ενδοχώρα», γράφει ο Αποστολάκης, σεναριογράφος του κόμικς, τραγουδοποιός και «μπροστάρης» του συγκροτήματος «Χαΐνηδες». Κυκλοφόρησε πρώτη φορά σε δίσκο το 2005 από τους «Χαΐνηδες» και παρουσιάστηκε ως μουσικοχορευτική παράσταση από την ομάδα «Κι όμΩς κινείται» και το κρητικό συγκρότημα το 2019. Τον περασμένο Νοέμβριο η ιστορία κυκλοφόρησε ως κόμικς από τις εκδόσεις Καστανιώτη, εικονογραφημένο από τα πινέλα του Νίκου Μπράτου, ενός νέου καλλιτέχνη με άλλα τρία κόμικς στο ιστορικό του, μεταφέροντας αξιέπαινα με το στιλ του το «Δρακοδόντι» στην 9η Τέχνη. Στο τέλος της έκδοσης υπάρχουν εκτενή κείμενα για το έργο από τους δύο δημιουργούς που εμπλουτίζουν την αναγνωστική εμπειρία. Στο Καρέ Καρέ όμως, θέλαμε να μάθουμε περισσότερα. ● Το «Δρακοδόντι» κυκλοφόρησε σε δίσκο το 2005. Τι σας έκανε να το επαναδιηγηθείτε 17 χρόνια μετά σε μορφή κόμικς; Δ.Α.: Συμπληρώνω την παρατήρησή σας με την πληροφορία ότι το «Δρακοδόντι» έγινε και παράσταση, 14 χρόνια μετά την κυκλοφορία του δίσκου, σε σκηνοθεσία, χορογραφία και ερμηνεία της ομάδας χορού και ακροβασίας «Κι όμΩς κινείται» σε συνεργασία με τους «Χαΐνηδες». Κάθε αληθινό έργο τέχνης δεν είναι στατικό. Έρχεται αυτόκλητα από το συλλογικό ασυνείδητο και με τον ίδιο τρόπο αυτοκαθορίζει τη μεταβολή του, καλώντας μας να υπηρετήσουμε την έκφρασή της. Κάθε αληθινό δημιούργημα αλλάζει τον παρατηρητή. Αλλά και ο παρατηρητής αλλάζει το δημιούργημα κάθε στιγμή, με την ερμηνεία του. Μην ξεχνάτε την Κβαντομηχανική: «Δεν υπάρχει τρόπος ο παρατηρητής να μην επηρεάσει το παρατηρούμενο». ● Ως νέος δημιουργός που έχει συνηθίσει να δουλεύει μόνος, πώς ήταν η συνεργασία σου με έναν τραγουδοποιό που δεν έχει ξανασχοληθεί με τα κόμικς; Ν.Μ.: Δεν θα πω πως το να δουλεύω μόνος δεν είναι βολικό, αλλά και η συλλογικότητα ενός έργου και η συνεργατικότητα, τσίγκλησαν το ενδιαφέρον μου. Ήταν σίγουρα σπουδαία εμπειρία το να συνδέονται δύο μυαλά κι ας με έβγαλε απ’ τα νερά μου. Ως παιδί μεγαλωμένο σε σπίτι μουσικών έπιασα σχεδόν αμέσως το «όραμα» και τη λογική πίσω απ’ το τραγούδι και τις εικόνες που ήθελε να μεταφέρουμε στο χαρτί. Υπάρχει ρυθμός στη μουσική, υπάρχει ρυθμός και στη ζωγραφική. Με χρωματισμούς, παύσεις, εντάσεις κι επαναλήψεις. Έχουμε τόσα κοινά με τον Δημήτρη που σμίξανε τα μυαλά μας σχεδόν μεταφυσικά. Ο Αποστολάκης με εμπιστεύτηκε στο να αποδώσω το έπος με πληθωρικές και πηχτές εικόνες, όσο πηχτός ήταν κι ο λόγος του. ● Tι προκλήσεις είχε η μεταφορά της μουσικής σε κόμικς, και μάλιστα σε ένα στιλ πιο παραδοσιακό, άπω ανατολίτικο, από το συνηθισμένο σου; Ν.Μ.: Λέμε ότι το κόμικς είναι ένα βήμα πριν από τον κινηματογράφο. Έχει εικόνα και λόγο, αλλά του λείπει ο ήχος. Μπορεί όμως και όχι. Είναι στο χέρι του καθενός το τι βλέπει κι ακούει. Όπως ήχο έχουν οι λέξεις μέσα στο κεφάλι μας όταν διαβάζουμε, έτσι έχουν και τα σπαθιά όταν βγαίνουν απ’ το θηκάρι και οι δράκοι όταν φτύνουν φωτιές και γη σείεται. Μεταφέραμε τη μουσική σε ένα άλλο μέσο αφήγησης πολύ κοντινό σε εκείνη. Απ’ την άλλη, οι πολεμικές τέχνες είναι ένα απ’ τα βασικά μας κοινά. Το Ευρασιατικό ύφος βγήκε πολύ οργανικά. Με την κατάλληλη μελέτη και έρευνα αποφασίστηκε το στιλ αυτό. Έγιναν δοκιμές νέων υλικών (πινέλων, χαρτιών) για να βγει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ένα ρευστό σύνολο γραμμών που συνεχώς αλλάζουν και μετατρέπονται σε κάτι άλλο ή επιστρέφουν στην αρχική τους μορφή. ● Η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στην Άπω Ανατολή (όπως και το σχέδιο προσομοιάζει σε ασιατική ζωγραφική) ενώ η γλώσσα της αφήγησης είναι η κρητική ντοπιολαλιά των ριζίτικων. Τι σημασία έχει αυτό το σμίξιμο Ανατολής και Κρήτης για την ιστορία; Δ.Α.: Η ιστορία δεν διαδραματίζεται στην Άπω Ανατολή. Αν παρατηρήσετε, όλα τα δημιουργήματα των «Χαΐνηδων» δεν έχουν προσδιορισμό τόπου και καιρού. Οι ιστορίες τους είναι άχωρες και άχρονες. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά για το πού και το πότε λαμβάνουν χώρα. Συμφωνώ όμως ότι βασιστήκαμε στην παραδοσιακή ασιατική ζωγραφική και ότι ο λόγος είναι ελληνική γλώσσα με κρητικό ιδίωμα. Ασυνείδητα οδηγηθήκαμε σ’ αυτό το σμίξιμο. Τώρα που το σκέφτομαι, για διάφορους λόγους: α) Στην Ανατολή επιβιώνουν οι τελευταίοι παραμυθάδες όπως και στην Κρήτη των παιδικών μου χρόνων. β) Οι λαϊκοί κατά φύσιν πολιτισμοί των δύο μερών έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και πάρα πολλούς κοινούς μύθους. γ) Μόνο με την όσμωση «δυτικής» λογικής και «ανατολικής» μαγείας μπορεί να βρει αρμονία ο άνθρωπος. δ) Τόσο ο Νίκος Μπράτος όσο κι εγώ λατρεύομε τις ασιατικές πολεμικές τέχνες, στις οποίες ασκούμαστε καθημερινά. Πάντως την ιδέα της ασιατικής απεικόνισης την έριξε πρώτη η Χριστίνα η Σουγιουλτζή και συμφωνήσαμε απολύτως κι εγώ κι ο Νίκος. ● Στον επίλογο του βιβλίου είστε αρκετά περιγραφικός ως προς τη φιλοσοφία σας. Πώς βλέπετε το σήμερα; Μπορεί να σωθεί η ανθρωπότητα αν οι καλλιτέχνες κι οι παραμυθάδες την «ξαναμαγέψουν» με αληθινή Τέχνη; Δ.Α.: Η ανθρωπότητα μπορεί να σωθεί μόνο αν οι σπόροι από τα λουλούδια των παραμυθάδων φυτρώσουν στις καρδιές των ανθρώπων, ώστε καθένας από μας ανά πάσα στιγμή, όποτε το αισθανθεί, να μπορεί να γίνει κέντρο αφηγηματικής βαρύτητας. Γιατί μόνο όποιος μπορεί να αφηγηθεί – καθένας με τον τρόπο του –, μπορεί να λογάται ελεύθερος άνθρωπος. ● Το «Δρακοδόντι» έδειξε μια συνεργασία που λειτούργησε καλά. Υπάρχουν μελλοντικά πρότζεκτ για το δημιουργικό σας δίδυμο; Ν.Μ.: Πολλά ακούγονται πίσω από κουρτίνες, πανιά και κουρτινόξυλα. Το μόνο σίγουρο είναι πως τώρα ξεκινά αυτή η συνεργασία και σίγουρα ετοιμάζονται φρέσκα πράγματα. Αφού στην τελική, παραμυθάδες είμαστε και οι δύο, μια κοινή γραμμή ακολουθούμε. • Το κόμικς «Δρακοδόντι» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Καστανιώτη. ♦ Βιβλιοπαρουσίαση για το «Δρ. Παπ» Τη Δευτέρα 20/11 στις 19.00 μια ιδιαίτερη βιβλιοπαρουσίαση θα γίνει στην αίθουσα εκδηλώσεων του Public Συντάγματος στην Αθήνα: η παρουσίαση του κόμικς «Δρ. Παπ – Η ζωή του πρωτοπόρου γιατρού Γ. Ν. Παπανικολάου» σε σενάριο και σχέδιο Πέτρου Χριστούλια που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. Θα μιλήσουν ο ίδιος ο δημιουργός, ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, ο δημιουργός κόμικς και εικαστικός Γιώργος Μπότσος και ο δημιουργός κόμικς και εικονογράφος Αλέκος Παπαδάτος. Και το σχετικό link...
  2. Μια αστυνομική δολοφονία νεαρού Ρομ και μια κάθαρση τσιγγάνικης έμπνευσης στο επίκεντρο του εικονογραφημένου διηγήματος «Πάσα θανάτου» (εκδ. Καστανιώτη), σε διασκευή/σενάριο Ιερώνυμου Λύκαρη και σχέδια Παναγιώτη Τσαούση. «Καταραμένος από τον Θεό να μη δει άσπρη μέρα» «Η εκδίκηση είναι ένα είδος πρωτόγονης δικαιοσύνης, προς την οποία έλκεται η ανθρώπινη φύση. Το χρέος του νόμου είναι να προσπαθεί να την ξεριζώσει», έγραφε πριν από περίπου 400 χρόνια ο Άγγλος φιλόσοφος Φράνσις Μπέικον. Τι γίνεται όμως όταν εκείνοι οι οποίοι κρατούν στα χέρια τους την ευθύνη τήρησης και εφαρμογής των νόμων, επιδεικνύουν μια σκανδαλώδη μεροληψία όταν οι νόμοι παραβιάζονται από τα «δικά τους παιδιά», όταν δηλαδή οι θύτες είναι τα εκπαιδευμένα όργανα της τάξης; Είναι ή δεν είναι ηθικός αυτουργός σε πράξεις «λυτρωτικής» αντεκδίκησης μια Δικαιοσύνη, η οποία όχι μόνο δεν είναι τυφλή, αλλά επιλέγει να λοξοκοιτάζει και ενίοτε να… γλυκοκοιτάζει προς την πλευρά των εκάστοτε ένστολων κρατικών δολοφόνων; Τέτοιου είδους ερωτήματα πραγματεύεται η «Πάσα θανάτου», το διήγημα του Ιερώνυμου Λύκαρη που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μορφή κόμικς διά χειρός Παναγιώτη Τσαούση («Απόβαση στη Φλάνδρα», «Λήσταρχοι» κ.ά.). Το εν λόγω διήγημα γράφτηκε το 2007 και δημοσιεύτηκε στον πρώτο τόμο της σειράς αστυνομικών διηγημάτων «Ελληνικά εγκλήματα» των εκδόσεων Καστανιώτη – ενώ διανεμήθηκε πριν από δύο χρόνια από την «Εφ.Συν.». Η αφορμή είχε δοθεί από τη δημοσίευση πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται στην έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ελσίνκι το 2002. Στην έκθεση αυτή, με τον εύγλωττο τίτλο «Ελλάδα: στη σκιά της ατιμωρησίας», τεκμηριώνονταν 66 περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αρκετές από τις οποίες με θανατηφόρα κατάληξη, και με τα περισσότερα θύματα να είναι Ρομά, Αλβανοί – κυρίως – μετανάστες και πρόσφυγες αιτούντες άσυλο. Στο εικονογραφημένο διήγημα-πιλότο (καθώς είναι το πρώτο της αναγγελλόμενης σειράς κόμικς «Ελληνικά εγκλήματα εικονογραφημένα»), ένας διεφθαρμένος μπάτσος, διαπλεκόμενος με τον αντιπρόεδρο της Βουλής και το οργανωμένο έγκλημα στα δυτικά προάστια της Αθήνας, δολοφονεί έναν νεαρό Ρομ στο Ζεφύρι. Ο φόνος (τι περίεργο!) πνίγεται στον βούρκο της σιωπής και της συγκάλυψης κράτους, Δικαιοσύνης και ΜΜΕ. Μέχρι που, μια τσιγγάνικης έμπνευσης εκδικητική πράξη «κάθαρσης» αποδίδει τη δική της δικαιοσύνη – εκεί όπου η θεσμική επέλεξε να είναι απούσα – κατά το του Μωυσέως «οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος» («Έξοδος», 21:24). Η «Πάσα θανάτου» διαρθρώνεται σε δώδεκα κεφάλαια και διαδραματίζεται σε γνώριμα αθηναϊκά αστικά τοπία, καθώς και σε περιοχές με τσιγγάνικη ανθρωπογεωγραφία που εκτείνονται στο βορειοδυτικό κυρίως τμήμα του λεκανοπεδίου της Αττικής (Άνω Λιόσια, Ζεφύρι, Μενίδι). Αναμένουμε τη συνέχεια της πολλά υποσχόμενης αυτής σειράς, μιας σειράς που επιδιώκει να μιλήσει για τον δικό μας κόσμο και τη δική μας εποχή: για τη νεοελληνική πραγματικότητα χωρίς φτιασιδώματα και εξωραϊσμούς. Και το σχετικό link...
  3. Η συναρπαστική ιστορία του μεγαλύτερου αθλητή της Τσεχίας και πιο σημαντικού Ολυμπιονίκη όλων των εποχών, Εμίλ Ζάτοπεκ, σε κόμικς. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε ένα graphic novel που θα διαβάσουν, εκτός από τους φαν των κόμικς – αυτού του ξεχωριστού λογοτεχνικού/εικαστικού μέσου – που έτσι κι αλλιώς δεν χάνουν καμία έκδοση στη γλώσσα μας, και πολλοί από αυτούς που αγαπούν με πάθος τον αθλητισμό, και ιδίως τον στίβο. Μάλιστα οι τελευταίοι θα αποζημιωθούν με πολλούς τρόπους. Κυρίως όμως: θα συγκινηθούν. Όλη η ιστορία του Ζάτοπεκ είναι μοναδική και δεν έχει προηγούμενο. Κι αυτό τόσο γιατί ήταν ο αθλητής που ήταν, αλλά και γιατί κυριολεκτικά στη ζωή του υπήρχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες όχι απλώς να αποτύχει, όχι να μη γίνει αυτό που έγινε, αλλά να μην ασχοληθεί καν με τον αθλητισμό. Το ότι εντέλει ασχολήθηκε και μάλιστα υπό συνθήκες απολύτως μη «επαγγελματικές», το ότι άρχισε να τρέχει σε αγώνες, να διακρίνεται, να ξεχωρίζει, να αντιπαλεύει χίλιες δυο αντιξοότητες και να γίνεται ο πρώτος στον κόσμο με χαώδη διαφορά από τον δεύτερο, ανήκει στον χώρο του θρύλου. Και όμως, είναι μαζί και πραγματικότητα. Στο graphic novel των Νόβακ και Γιάρομιρ βλέπουμε λοιπόν ακριβώς αυτά: στιγμιότυπα από τη ζωή του Ζάτοπεκ στην πρώην Τσεχοσλοβακία υπό τη βαριά σκιά του κομουνισμού, μέσα σε ένα περιβάλλον τόσο εχθρικό που θα ισοπέδωνε οποιονδήποτε άλλον θα τύχαινε να βρεθεί στη θέση αυτού του μυθικού υπερπρωταθλητή. Θα τον δούμε να δουλεύει σκληρά σε εργοστάσιο υποδηματοποιίας, να ξεκινά – σχεδόν τυχαία – προπονήσεις με τον ένα και μοναδικό προπονητή που είχε στη ζωή του – κι αυτό μόνο για ένα μικρό διάστημα στην αρχή της σταδιοδρομίας του –, να ξεπερνά τα οικογενειακά και άλλα προβλήματα που ορθώνονταν διαρκώς μπροστά του, και – μ’ αυτό τον παράξενο τρόπο που ήξερε να τρέχει, κουνώντας χαρακτηριστικά το κεφάλι του και μοιάζοντας πάντα εξουθενωμένος και ένα βήμα πριν την εγκατάλειψη – να τα αφήνει όλα πίσω του. Όπως πίσω του άφηνε και όλους τους συναθλητές και ανταγωνιστές του, σπάζοντας το ένα μετά το άλλο όλα τα παγκόσμια ρεκόρ. Φυσικά θα παρακολουθήσουμε από κοντά στην πιο μεγάλη και μάλλον πιο συναρπαστική σεκάνς του βιβλίου, και το μυθικό κατόρθωμα του Ζάτοπεκ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952 όπου κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια: στα 5 χιλιόμετρα, στα 10 χιλιόμετρα και στον μαραθώνιο – κάτι που «δεν μπορεί να γίνει», κάτι εντελώς εξωπραγματικό. Όπως θα δούμε και πόσο δυνατός, φιλότιμος και ακέραιος χαρακτήρας ήταν όταν αντιστάθηκε στο κομουνιστικό καθεστώς της χώρας του για να σταθεί στο πλευρό του συναθλητή του Στάνισλαβ Γιούνγκβιρτ, διακινδυνεύοντας να χάσει τα πάντα. Αλλά και πόσο πραγματικά αγαπούσε την Ντάνα Ίνγκροβα-Ζατόπκοβα, άλλη κορυφαία αθλήτρια και ολυμπιονίκη – τα θρυλικά κατορθώματα της οποίας παρακολουθούμε επίσης –, με την οποία ένωσε τη ζωή του ως το τέλος… Ο συγγραφέας Γιαν Νόβακ είχε πολύ δύσκολη δουλειά να κάνει έχοντας ένα τόσο μεγάλο υλικό στα χέρια του – και στ’ αλήθεια, τόσο «κινηματογραφικό». Το να συνθέσεις τη ζωή ενός τόσο χαρισματικού ανθρώπου που έδρασε υπό αδιανόητες σήμερα συνθήκες θέλει πολλές αντοχές. Αλλά τα καταφέρνει. Ενώ σπουδαία επίσης δουλειά μ’ αυτά τα τρίχρωμα σχέδιά του κάνει ο Jaromír 99, κατά κόσμον Jaromír Švejdík, που αναπαριστούν με έναν δωρικό τρόπο την εποχή, και ιδίως τη γεωμετρική και ταυτόχρονα με έναν τρόπο λαβυρινθώδη αισθητική της καθυποταγμένης στο κόμμα Τσεχοσλοβακίας. Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Εμίλ Ζάτοπεκ που έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2000. Και εδώ θα δώσουμε τον λόγο σε κάποιαν που τον γνώρισε, τη συγγραφέα Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, καθώς έμενε με τον σύζυγό της στη γειτονιά του ζεύγους Εμίλ και Ντάνα στην Πράγα. Την ευχαριστούμε πολύ. Τον είδα να περνάει κοτσονάτος από το απέναντι πεζοδρόμιο κάτω από το καινούργιο μας σπίτι. Σταμάτησε, έριξε το βλέμμα του ψηλά στη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού μας, και μου φάνηκε πως χαιρέτησε σηκώνοντας το κεφάλι μια ιδέα πιο πάνω. Να, έτσι κάνουν οι Τσέχοι, σκέφτηκα · πάντα χαιρετάνε κι ας μη σε ξέρουν. Σήκωσα το χέρι, μα εκείνος είχε ήδη γυρίσει πάλι μπροστά. Έκανε άλλα δυο βήματα και κοντοστάθηκε πάλι. Έστρεψε το κεφάλι πίσω και κοίταξε ανήσυχος. Γύρισε πίσω – αργά, αβέβαια, λες κι είχε χάσει τον προορισμό του – κι έκανε πάλι στροφή. Σαν σκυλάκι που ψάχνει για τα δικά του χνάρια, πήγε μπρος πίσω δυο-τρεις φορές, εκεί, ακριβώς απέναντι από το δικό μας σπίτι. Πρώτη μας βδομάδα στη γειτονιά. Να πω το κρίμα μου… ενοχλήθηκα. Μ’ αυτά τα μπρος-πίσω κάτω από τα παράθυρά μας, ήταν σαν να μας ξόρκιζε. Εμάς · τους ξένους. Σήκωσα το κορμί ψηλά, σούφρωσα τα φρύδια κι έβαλα τα χέρια στη μέση. Τέλος Αυγούστου. Φορούσε χακί βερμούδα κι ένα άσπρο φανελάκι. Προστάτευε το κεφάλι του μ’ ένα πράσινο κασκέτο κι από κάτω ξεχώριζαν δυο μάγουλα, κόκκινα σαν μήλα. «Χέι, Έμιλ!» του φώναξε από κάτω η σπιτονοικοκυρά μας, κι εκείνος σήκωσε το χέρι. Είπε μια φράση γρήγορη σ’ αυτή τη γλώσσα με τα μασημένα φωνήεντα και τη συμπλήρωσε με το κελαριστό του γέλιο. Έριξε ένα ακόμα βλέμμα πίσω και γύρισε να προχωρήσει κάνοντας λίγα ακόμα βήματα μπροστά, μέχρι το επόμενο άδειο οικόπεδο. Είχε περάσει πια τα εβδομήντα χρόνια, κι όμως οι γάμπες του ξεχώριζαν κάτω από τη βερμούδα μυώδεις, δυνατές, στηρίζοντας το εύρωστο κορμί του. Νάτον όμως πάλι που σταμάτησε. Αυτή τη φορά έβαλε εκείνος τα χέρια στη μέση και κοίταξε πάλι πίσω. Κι έλαμψε ολόκληρος! Τότε είδα κι εγώ τη λεπτή της φιγούρα να τον πλησιάζει με σταθερό βηματισμό. Κι εκείνος σίγουρος πια, έχοντας δίπλα του τον άνθρωπο που του χρωμάτιζε τη ζωή, σήκωσε και ξανάβαλε το κασκέτο στο κεφάλι δίνοντας το σύνθημα για μια νέα εκκίνηση, για μια νέα διαδρομή. Εύκολη πια. Όλες τις δύσκολες τις είχε δοκιμάσει – κι είχε βγει νικητής. Στηνόμουν καθημερινά από τότε, απογευματάκι, να τους δω να ξεμακραίνουν κατευθυνόμενοι στο μεγάλο πάρκο της Στρόμοφκα, σκορπώντας απλόχερα καλησπέρες. Ο Έμιλ και η Ντάνα Ζάτοπεκ · γείτονες · δυο σπίτια μόλις πιο πέρα, στη γειτονιά της Τρόιας στην Πράγα. Υπέροχη γειτονιά · όλοι το λέγανε. Λίγοι όμως ξέρανε το μυστικό της · πως έπαιρνε φως από το χαμόγελο δύο υπέροχων ανθρώπων, κατοίκων της οδού Τρόισκα. Το χαμόγελό τους και τα λαμπερά Ολυμπιακά τους μετάλλια, έδιναν χρυσή αξία στην όμορφη γειτονιά. Και το σχετικό link...
  4. Ο κορυφαίος γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς Γιάννης Ιωάννου πέθανε πριν από λίγες ημέρες σε ηλικία 74 ετών. Το Καρέ Καρέ, περήφανο που περιλαμβάνεται στις σελίδες της ίδιας εφημερίδας όπου τα τελευταία 3,5 χρόνια δημοσίευε τα έργα του ο μεγάλος δημιουργός, θυμάται τα συγκλονιστικά του κόμικς με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και κρατάει στη μνήμη του το μήνυμα ότι ο αγώνας ενάντια στην εξουσία και την εξαπάτηση του λαού είναι πιο αποτελεσματικός όταν έχει για όπλο του το σκληρό, καυστικό, ανελέητο χιούμορ. Η παράξενη δεκαετία του 1980 έφερε στην Ελλάδα τη «σοσιαλιστική» επανάσταση και τον ηγέτη της, Ανδρέα Παπανδρέου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο μύθος ξέφτισε, ο σοσιαλισμός πέρασε και δεν ακούμπησε, οι ελπίδες προδόθηκαν και ξεχάστηκαν και ο Ανδρέας έδωσε τη θέση του στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στην απομυθοποίηση του Ανδρέα, εκτός φυσικά από την πολιτική του και τα στελέχη του, συνέβαλαν σημαντικά οι Έλληνες γελοιογράφοι και δημιουργοί κόμικς. Και περισσότερο απ’ όλους, ο άφθαστος Γιάννης Ιωάννου με τη σειρά κόμικς «Ο Τρίτος Δρόμος». Μια σειρά, ίσως τη μοναδική σε ολόκληρο τον κόσμο, που είχε επί σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία για πρωταγωνιστή της έναν εν ενεργεία πρωθυπουργό. Ο Γιάννης Ιωάννου, καχύποπτος από την αρχή απέναντι στον ενθουσιασμό για την έλευση του «σοσιαλισμού», όλα αυτά τα χρόνια, δεν χαρίστηκε ούτε στιγμή στο ΠΑΣΟΚ και επί των ημερών των κυβερνήσεών του έδωσε ορισμένα από τα καλύτερά του κόμικς, πάντα με στόχο να αντισταθεί στην εξουσία που γινόταν όλο και πιο απάνθρωπη, απομακρυνόμενη ταχύτατα από τις διακηρύξεις της και τις απαιτήσεις του λαού. Στο πρώτο άλμπουμ της σειράς, ο ίδιος έγραφε στον πρόλογό του με τον τίτλο «Αλλαγή»: «Όλα αναποδογύρισαν μέσα σε λίγες ώρες. Η δεξιά στην αντιπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση κι εμείς στην εξουσία. Μας ήταν δύσκολο να συλλάβουμε όλη αυτήν την κοσμογονία που συντελέστηκε έτσι απλά κι ανέμελα με το να ρίξουμε εκείνο το φακελάκι μέσα από τη χαραμάδα στο μεγάλο ξύλινο κουτί με την κλειδαριά. Ως τότε νομίζαμε ότι ο Σοσιαλισμός θέλει αγώνες, αίμα και δάκρυα για να 'ρθει. Ότι το κατεστημένο δεν θ’ άφηνε έτσι εύκολα την εξουσία από τα χέρια του. Κι όμως. Εκείνη την Κυριακή, στις εννιά τη νύχτα, ο πριν από λίγο πρωθυπουργός και αρχηγός της παντοδύναμης δεξιάς βγήκε στην τηλεόραση και μας παρέδωσε την εξουσία ήρεμα και αναίμακτα. Πραγματικός τζέντλεμαν. Μήπως την είχαμε αδικήσει τη δεξιά; Η αλλαγή που όλοι περιμέναμε μας βρήκε απροετοίμαστους. Ποια ήταν τα καθήκοντά μας τώρα; Τι έπρεπε να κάνουμε;». Ο ίδιος αποφάσισε γρήγορα τι έπρεπε να κάνει. Να περιλάβει τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ και, με αρκετή ανοχή στην αρχή που αναπόφευκτα μειωνόταν με ταχείς ρυθμούς μέχρι που έδωσε τη θέση της στον απόλυτο σαρκασμό και την ειρωνεία, να παρουσιάσει με το μοναδικό χιούμορ του την πολιτική του, τις αποφάσεις του, την αλλαγή στάσης του, τις επικίνδυνες στροφές του, τις αλλόκοτες συμμαχίες και επιλογές του. Κι αν στην πρώτη ιστορία του «Τρίτου Δρόμου», ο Ανδρέας ήταν ένα νεογέννητο μωρό που προκαλούσε ενθουσιασμό αλλά και ερωτήματα, σύντομα μετατράπηκε σε έναν περιπλανώμενο τυχοδιώκτη που κουβαλώντας μια ταμπέλα με την επιγραφή «Σοσιαλισμός», αναζητούσε μάταια τη διαδρομή του ακολουθώντας τα πιο αδιέξοδα μονοπάτια στα πιο απίθανα μέρη. Τα επόμενα χρόνια, ο Ανδρέας –τόσο ο πραγματικός όσο και αυτός του Ιωάννου– έχασε εντελώς τον προσανατολισμό του. Και ο (κάποτε τρίτος) δρόμος του έγινε όλο και πιο σκοτεινός, στρωμένος με όλο και πιο «κακές» προθέσεις. Μέχρι τον γκρεμό. Το τελευταίο μέρος της σειράς είχε τον τίτλο «Τρίτος Δρόμος Ήταν και Πέρασε». Με τον Ανδρέα, γέρο και κουρασμένο αλλά ακόμη εγωιστή και γεμάτο αυταπάτες να μονολογεί: «Θα ασχοληθώ με κάτι άλλο… Θα κάνω μια καινούργια αρχή. Έχω όλην τη ζωή μπροστά μου… Να! Ένας νέος ήλιος ανατέλλει για μένα… Σκατά. Τώρα που δεν έχω κοινό να κοροϊδεύω άρχισα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Αφού ξέρω ότι είναι δύση! Ποτέ δε φαινόταν η ανατολή από δω». Τα βιβλία του Γιάννη Ιωάννου που κυκλοφόρησαν στη σειρά «Τρίτος Δρόμος» (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη εκτός από το πρώτο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πολύτυπο) ήταν τα εξής: ■ «Ο Τρίτος Δρόμος» (1982) ■ «Ο Τρίτος Δρόμος '83» (1983) ■ «Ο Τρίτος Δρόμος… Δεξιά» (1984) ■ «Ποιος Τρίτος Δρόμος;» (1985) ■ «Ο Τρύπιος Δρόμος» (1986) ■ «Ο Τρίτος Δρόμος, Αυστηρώς Ακατάλληλον» (1987) ■ «Ο Τρίτος Μελόδρομος» (1988) ■ «Τρίτος Δρόμος Ηταν και Πέρασε» (1989) Ο Γιάννης Ιωάννου, εκτός από τη σειρά «Τρίτος Δρόμος», δημιουργούσε ακατάπαυστα γελοιογραφίες και κόμικς από το 1974. Τα πρώτα του έργα στα οποία καταγράφεται η πρώιμη Μεταπολίτευση δημοσιεύτηκαν στο «Αντί» και στο «Βήμα» και στη συνέχεια συλλέχθηκαν στο βιβλίο «Η Άλλη Επταετία» (εκδόσεις Πολύτυπο, 1981) με αρνητικούς πρωταγωνιστές τούς υπουργούς και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεώργιου Ράλλη. «Χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ στους πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας. Χωρίς αυτούς δεν θα ήταν δυνατό να γίνει αυτή η έκδοση που στην ουσία της είναι αφιερωμένη στο έργο τους» έγραφε ο ίδιος, προλογίζοντας την έκδοση που συνοδεύεται από αναλυτικό χρονολόγιο καταγραφής των σημαντικών γεγονότων της «άλλης επταετίας» (1974 – 1981) με νωπές ακόμη τις μνήμες της γνήσιας «επταετίας» της χούντας. Ακολούθησαν παράλληλα με τον Τρίτο Δρόμο αλλά και μετά από αυτόν, πολλά ακόμα βιβλία, κυρίως από τις εκδόσεις Καστανιώτη, μεταξύ των οποίων «Το Γνήσιο 1984» (εκδ. Σχολιαστής, 1984), «Το Θαύμα» (1985), «ΚάλπηC.O.» (1987), «Αντ’ Αυτού» (με κεντρικό πρόσωπο τον Μένιο Κουτσόγιωργα, 1988), «Τέλος Εποχής» (1989), «Οίκος Ευγηρίας “Οι Νέες Ιδέες”» (1990), «Δε Χάθηκαν Όλα» (1991), «Το Μαύρο Πρόβατο» (που δεν ήταν άλλο από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, 1992), «Δημόσιες Σχέσεις» (εκδ. Λιβάνη, 2008), όλα δημοσιευμένα πρώτη φορά σε περιοδικά και εφημερίδες όπως ο «Ταχυδρόμος», η «Πρώτη», το «Έθνος», η «Θεσσαλονίκη», η «Μακεδονία», το «Ποντίκι», η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», ο «Σχολιαστής». Τα τελευταία χρόνια, οι όλο και πιο απαισιόδοξες, όλο και πιο αφαιρετικά καρναβαλικές πολιτικές γελοιογραφίες του κοσμούσαν με την παρουσία τους την «Εφ. Συν.» και δεν είναι τυχαίο ότι και αυτός, όπως και ο άλλος μεγάλος πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς της μεταπολιτευτικής γενιάς, ο αείμνηστος Γιάννης Καλαϊτζής που είχαν συνεργαστεί και παλαιότερα στο περιοδικό «Γαλέρα», επέλεξαν να είναι συντελεστές σε αυτήν εδώ την εφημερίδα. Και το σχετικό link...
  5. Το 1984 οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν το εν λόγο άλμπουμ, το οποίο περιελάμβανε αποσπάσματα από τα χρονογραφήματα και τα άρθρα του Χάρρυ, στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ". Αν και ετεροχρονισμένο, τα άρθρα του Κλυνν σε κάνουν να γελάς, αφοί με το γνωστό του καυστικό/σατυρικό του χιούμορ, σατυρίζει την τότε κοινωνική και πολίτικη ζωή του τόπου. Στο ίδιο ύφος κυμαίνονται και τα σκιτσάκια του Μητρόπούλου. Ενδεικτικές εσωτερικές σελίδες για να πάρετε μια γεύση του περί τίνος πρόκειται.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.