Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις Ηλίβατον'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Στη «Ζηνοβία» οι Morten Durr και Lars Horneman αφηγούνται την σπαρακτική ιστορία της μικρής Αμίνα από τη Συρία. Αρκετά κόμικς έχουν φιλοτεχνηθεί τα τελευταία χρόνια με πρωταγωνιστές τα παιδιά-πρόσφυγες, τα μεγαλύτερα θύματα των πολέμων, των κρίσεων, των μεγάλων προβλημάτων σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Άλλα αφορούν πραγματικές ιστορίες και άλλα είναι μυθοπλασίες, όλα όμως είναι συγκλονιστικά. Όπως και η σπαρακτική ιστορία της μικρής Αμίνα από τη Συρία που αφηγούνται οι Morten Durr και Lars Horneman στη «Ζηνοβία». Το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ηλίβατον (απόδοση στα ελληνικά: Γεωργία Τσάκωνα) απευθύνεται σε αναγνώστες άνω των 11 ετών και περιγράφει με λίγα λόγια και πολλές εικόνες, εκ των οποίων αρκετές είναι σιωπηλές, ολοσέλιδες, σκληρού περιεχομένου συνθέσεις, την περιπέτεια ενός μικρού κοριτσιού που χάνει τους γονείς του και αναγκάζεται μαζί με τον θείο του να περιπλανηθεί σε μια βομβαρδισμένη χώρα και να μπει σε μια βάρκα διαφυγής για να σωθεί από τον πόλεμο. Η μικρή Αμίνα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αναπολεί τη στοργή και τις αγκαλιές της μητέρας της, τις σπιτικές συνταγές με τα ευωδιαστά αμπελόφυλλα, το κρυφτό και τα άλλα παιχνίδια στις απίθανες κρυψώνες που επινοούσε. Τώρα όμως βρίσκεται σε ένα σαπιοκάικο χωρίς καμιά κρυψώνα και καμιά διέξοδο. Το μόνο που την κρατά αισιόδοξη και ζωντανή είναι η επιθυμία της να μοιάσει στη Ζηνοβία. «Η Ζηνοβία ήταν βασίλισσα της Συρίας στα αρχαία χρόνια. Ήταν η πιο δυνατή και η πιο γενναία γυναίκα του κόσμου. Και η πιο όμορφη. Η Ζηνοβία ήταν πολεμίστρια. Ίδρυσε ένα βασίλειο που απλωνόταν απ’ την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μέχρι τη σημερινή Άγκυρα, στην Τουρκία. Η Ζηνοβία δεν έπαιρνε διαταγές από άνδρες. Δεν φοβόταν κανέναν. Ακόμα και εναντίον του αυτοκράτορα της Ρώμης πολέμησε. Η Ζηνοβία ίππευε σαν άνδρας, πολεμούσε σαν άνδρας και κυβερνούσε σαν άνδρας. Αν η Ζηνοβία κατάφερε όλα αυτά εκείνη την εποχή, τότε κι εσύ μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, μου έλεγε η μαμά», σκέφτεται η Αμίνα την ώρα που η βάρκα, ασφυκτικά γεμάτη με ανθρώπινες ψυχές, αρχίζει να γέρνει επικίνδυνα. Και οι άνθρωποι να βυθίζονται στα αγριεμένα νερά της Μεσογείου. Και το σχετικό link...
  2. Μέσα από τα δημοφιλή κόμικς της η Μαργιάν Σατραπί έδωσε ένα από τα πιο αιχμηρά σχόλια για το ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς και τη θέση της γυναίκας σε αυτό. Αυτές τις μέρες που τα βλέμματά μας αιχμαλωτίζονται από τις εξεγερμένες γυναίκες του Ιράν, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμήθηκαν την Μαργιάν Σατραπί, τη δημιουργό του πρώτου κόμικ με ιρανική υπογραφή, του «Περσέπολις». Ενός έργου με λιτά, ασπρόμαυρα σκίτσα που εκδόθηκε σταδιακά στη Γαλλία μεταξύ 2000 και 2003 και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε δύο τόμους σε μετάφραση Γ. Τσάκωνα από τις εκδόσεις Ηλίβατον. Γόνος προοδευτικής αριστοκρατικής οικογένειας, γεννημένη το 1969 και μεγαλωμένη στην Τεχεράνη, η Σατραπί, στο περίφημο αυτό έργο που μετέφερε το 2007 και στον κινηματογράφο, έδωσε ένα από τα πιο αιχμηρά σχόλια για το ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς. Στο «Περσέπολις 1» παρακολουθούμε πώς, μικρό κοριτσάκι, βίωσε με ανακούφιση την πτώση του Σάχη, πόσο απότομα προσγειώθηκε έπειτα στον θρησκευτικό αυταρχισμό των οπαδών του Χομεϊνί, πώς φόρεσε τη μαντίλα με το ζόρι, τι αφουγκράστηκε από τον πόλεμο με το Ιράκ, τι τραγελαφικές καταστάσεις έζησε συντροφιά με την ανασφάλεια, τον φόβο, τον παραλογισμό, μέχρι που, στα δεκατέσσερά της, οι γονείς της την έστειλαν στην Αυστρία. Διατηρώντας αμείωτα το χιούμορ και τη δηκτικότητά της, η Σατραπί συνέχισε την εξιστόρησή της στο «Περσέπολις 2», αναφερόμενη στην πρώτη ευρωπαϊκή της εμπειρία και στον προσωρινό, όπως αποδείχτηκε, επαναπατρισμό της, καθώς το 1994 αναχώρησε οριστικά από το Ιράν για τη Γαλλία. Πώς ζει μόνη μια δεκαπεντάχρονη Ιρανή στην Ευρώπη, σε μια εποχή όπου η χώρα της θεωρείται η επιτομή του Κακού; Πώς αναμετριέται όχι μόνο με τα προβλήματα της εφηβείας αλλά και με τον ανοιχτό ή υφέρποντα ρατσισμό εκείνων που την περιστοιχίζουν; Πώς βιώνει τις ερωτικές της απογοητεύσεις, πώς παλεύει με τον πειρασμό των ναρκωτικών ουσιών, πώς αντέχει τη μοναξιά και τη νοσταλγία για τους γονείς και την πατρίδα της; Κι όταν επιστρέφει, γυναίκα πλέον, στο Ιράν, πώς τα βγάζει πέρα με το όλο και πιο τυραννικό καθεστώς, όταν μάλιστα κουβαλά μέσα της κι ένα αίσθημα προσωπικής αποτυχίας; «Ήμουν Ιρανή στη Δύση, Δυτική στο Ιράν» γράφει σ’ ένα σημείο, συνοψίζοντας την κρίση ταυτότητας που τόσο την ταλάνισε. Η Μαργιάν Σατραπί ζωντάνεψε στο «Περσέπολις» μια διαδρομή γεμάτη τραύματα και παλινωδίες η οποία την οδήγησε σ’ έναν αποτυχημένο γάμο, αλλά ταυτόχρονα την προίκισε μ’ ένα υλικό που κατάφερε να διαπραγματευτεί με αυτοσαρκασμό και ειλικρίνεια. Τις ίδιες αρετές συναντάμε σ’ ένα ακόμη βιβλίο της, στα «Κεντήματα» (επίσης σε μετ. Γ. Τσάκωνα, εκδ. Ηλίβατον, 2008) με το οποίο ολοκλήρωσε τον κύκλο των αυτοβιογραφικών της αφηγήσεων. Βρισκόμαστε στο Ιράν, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Στο καλοβαλμένο σπιτικό της οικογένειας Σατραπί, το μεσημεριανό γεύμα έχει τελειώσει, οι άντρες έχουν αποχωρήσει για την καθιερωμένη τους σιέστα κι εννιά γυναίκες – της συγγραφέως συμπεριλαμβανομένης – από τρεις διαφορετικές γενιές ετοιμάζονται να πάρουν το τσάι τους. Η ιεροτελεστία, που τις θέλει μαζεμένες γύρω από το σαμοβάρι, δεν είναι παρά η αφορμή για να πουν με ησυχία τα «δικά» τους μυστικά, κουτσομπολιά και αγωνίες που μόνο μεταξύ τους μπορούν να μοιραστούν. Όπως λέει η μεγαλύτερη ανάμεσά τους, «η συζήτηση είναι ο ανεμιστήρας της ψυχής». Κι όλες τους έχουν πολλά να διηγηθούν για να... δροσιστούν και να ξαλαφρώσουν. Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά απλώνονται τα «Κεντήματα», προσφέροντας μια γλυκόπικρη, αποκαλυπτική εικόνα για τα βιώματα των γυναικών στο Ιράν. Εδώ, η Σατραπί ζωντανεύει την αθυρόστομη, οπιομανή γιαγιά της, με τους τρεις γάμους πίσω της, δίνει τον λόγο στις θείες, τις ξαδέλφες και τη μητέρα της και μας κάνει μάρτυρες μιας συζήτησης που ανατρέπει όλα τα στερεότυπα για τις μαντιλοφόρες φιγούρες που διακρίνονται κατά καιρούς στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Οι ηρωίδες των «Κεντημάτων» είναι σαφές πως προέρχονται από μια εύρωστη κοινωνική τάξη η οποία συνδιαλεγόταν με τη Δύση στην προ-Χομεϊνί εποχή, χωρίς όμως αυτό να τις έχει απαλλάξει από προκαταλήψεις βαθιά ριζωμένες στον ιρανικό τρόπο ζωής. Περνώντας δεξιοτεχνικά από τη μια ιστορία στην άλλη, η Μαργιάν Σατραπί μιλάει για προξενιά ανάμεσα σε άγουρα κορίτσια και ραμολί εκατομμυριούχους, για κοπέλες που έχασαν την παρθενιά τους και μηχανεύονται τρόπους να την... ξαναβρούν, για γυναίκες που τις πρόδωσαν και τις εκμεταλλεύτηκαν αλλά εκείνες πάσχισαν να χειραφετηθούν. Κι όσο οι ηρωίδες της ανοίγουν την ψυχή τους ανακαλώντας και πιπεράτα περιστατικά από τη διαδρομή άλλων φιλενάδων τους, έχει κανείς την αίσθηση πως ακόμα και μια πλαστική επέμβαση στη μύτη ή τους γοφούς μπορεί να πάρει διαστάσεις επαναστατικές! Στα «Κεντήματα» δεν υπάρχει χώρος για χαμηλοβλεπούσες υπάρξεις, αφοσιωμένες στη λατρεία του Αλλάχ. Οι κουβέντες εδώ αφορούν επιτυχημένους ή δυσλειτουργικούς γάμους, το έλλειμμα της αγάπης και τη λαχτάρα για σεξ, τους μηχανισμούς επιβίωσης σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, το όνειρο της φυγής από τη χώρα, τα κυρίαρχα μοντέλα ομορφιάς. Η Σατραπί φέρνει στην επιφάνεια ιστορίες πικρές, σκληρές ή κι απλώς γελοίες, σχολιάζοντας την ασφυξία, το ιδιότυπο αντάρτικο ή και την κενότητα ορισμένων ηρωίδων της. Κι όπως στο «Περσέπολις» έτσι κι εδώ, οι σελίδες της ξεχειλίζουν από χιούμορ και τρυφερότητα. Και το σχετικό link...
  3. Αντισυμβατικός και αντιεμπορικός καλλιτέχνης που ποτέ δεν επιδίωξε να γίνει σούπερ σταρ, τραγουδά για την αγάπη, τον θάνατο, τον οίκτο, το έλεος, τη σωτηρία της ψυχής. Με μεταφυσικές ανησυχίες, σκληρούς ήχους και σπαρακτικές μπαλάντες, ο Νικ Κέιβ βλέπει την απρόβλεπτη ζωή του να γίνεται κόμικς από τον μετρ του είδους Ράινχαρντ Κλάιστ. Οι βιογραφίες δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να καταλήγουν σε ντοκιμαντέρ. Ο δημιουργός τους, αναπόφευκτα, θέλοντας και μη οφείλει να αντιμετωπίσει το βιογραφούμενο πρόσωπο από τη δική του οπτική. Υποκειμενικά και με το θάρρος της γνώμης και της καλλιτεχνικής του σφραγίδας. Ακόμα περισσότερο όταν το πρόσωπο αυτό δεν έχει προλάβει να περάσει στη σφαίρα του μύθου και βρίσκεται εν ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση, μια πλούσια ζωή γεμάτη εμπειρίες και ανατροπές, με μεγάλα διαστήματα παραμονής στην «επικίνδυνη» ζώνη, στη «σκοτεινή» πλευρά. Κάτι που αντανακλάται στη μουσική και τα τραγούδια του Νικ Κέιβ. Αλλά και στο «Nick Cave - Mercy on Me» (συνεργασία των εκδόσεων Οξύ και Ηλίβατον, μετάφραση Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης). Το σπαρακτικό «Mercy Seat» που τραγουδήθηκε υπέροχα και από τον Τζόνι Κας, εικονογραφείται με πρωτότυπο και οδυνηρό τρόπο από τον Κλάιστ Αυτά που γράφει κι ερμηνεύει ο Αυστραλός τραγουδοποιός δεν είναι εύκολα και εύπεπτα. Όπως η πολυτάραχη ζωή του ήταν γεμάτη ταξίδια, πειράματα, δοκιμές, έτσι και η μουσική του είναι ιδιοσυγκρασιακή, αντικατοπτρίζει συγκεκριμένες εποχές και εικόνες, καθρεφτίζει την ψυχική διάθεση και τα βαθύτερα αισθήματα ενός ευαίσθητου ανθρώπου που δεν διστάζει να εκτεθεί. Και να καλέσει για οίκτο, για συγχώρεση, σεβόμενος πάντα τους ακροατές του. Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις αν ο Νικ Κέιβ γράφει αυτοβιογραφικά, αν είναι ο πρωταγωνιστής των στίχων του. Αν όμως είναι, ο Ράινχαρντ Κλάιστ τον έχει αποδώσει ιδανικά στην καλύτερη ώς τώρα βιογραφία που έχει δημιουργήσει. Και έχει δημιουργήσει πολλές: «Cash: I see a Darkness» (για τον θρύλο της ροκ και της κάντρι, Τζόνι Κας – εκδόσεις Οξύ), «Κάστρο» (για τον ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο – εκδόσεις Γνώση), «Ο Μποξέρ» (για τον επιζώντα του Ολοκαυτώματος Χέρτζκο Χαφτ), «An Olympic Dream» (για τη Νιγηριανή αθλήτρια Samia Yusuf Omar και τη μοιραία προσπάθειά της να κυνηγήσει το όνειρό της) κ.ά. Κατ’ αρχάς, η μεγάλη έκταση του νέου βιβλίου του Κλάιστ (περισσότερες από 330 σελίδες μαζί με τις σημειώσεις) του επιτρέπει να επεκταθεί σε πολλές και ενδιαφέρουσες προσωπικές ερμηνείες που καθιστούν το έργο όχι μια απαρίθμηση γεγονότων και μια καταγραφή σημαντικών στιγμών, αλλά στη δική του πρόσληψη του έργου του Κέιβ. Δεν λείπουν φυσικά και τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία, αλλά είναι πάντα φιλτραρισμένα από τη μουσική και τα τραγούδια, δίνονται πάντα σε συνδυασμό με στίχους και εικόνες που πηγάζουν από αυτούς. Συνήθως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: o βιογράφος επιχειρεί να εξηγήσει την τέχνη του πρωταγωνιστή του μέσω της ζωής του. O Κλάιστ επιτυγχάνει κάτι φαινομενικά ανορθόδοξο, να εξηγήσει και να περιγράψει πολαρόιντ ζωής με παραδείγματα από την τέχνη. Τα ασπρόμαυρα σχέδια, υγρά από τις βροχές, τα δάκρυα και τον ιδρώτα του Κέιβ στο Λονδίνο, το Βερολίνο, τη Βραζιλία και τα άλλα μέρη όπου έζησε, χιονισμένα και σκοτεινά όπως τα ρούχα του και το θλιμμένο βλέμμα του ακολουθούν ιδανικά το καθόλου γραμμικό «σενάριο» που αντιμετωπίζει συχνά τον τραγουδιστή ως ένα φανταστικό πρόσωπο, ως μια περσόνα που μεταμορφώνεται για να υποδυθεί τους ρόλους των χαρακτήρων των τραγουδιών του. Ή τους θύτες τους, όπως στο συγκλονιστικό κεφάλαιο με το σπαρακτικό «The Mercy Seat» στο επίκεντρο. Και τον Κέιβ να μονολογεί: «Αν εμφανιστούν τώρα όλοι εκείνοι που έχω στο μυαλό μου, θα γίνει πραγματικό καμίνι…» Και το σχετικό link...
  4. Ελαφρώς ριψοκίνδυνο εγχείρημα οι βιογραφίες μουσικών. Ο γραπτός λόγος μπορεί να αφηγηθεί τη δημιουργική ή περιπετειώδη ζωή τους, όταν πρόκειται όμως για το έργο τους, ενίοτε επανέρχεται εκείνο το αρχαίο ρητό, σύμφωνα με το οποίο «το να γράφεις για μουσική είναι σαν να χορεύεις για την αρχιτεκτονική». Οι ταινίες, τα biopics, πέφτουν συχνά σε μια παγίδα που απελευθερώνει τα θύματά της σαν παρωδίες του εαυτού τους και όλα αυτά επιδεινώνονται αν έχουμε να κάνουμε με τραγουδοποιούς που ζουν και γράφουν όσο πιο αντισυμβατικά μπορούν. Στην περίπτωση του Νικ Κέιβ, οι απόπειρες εξιστόρησης του μύθου του αποδείχθηκαν ευτυχώς τόσο ιδιαίτερες όσο και ο ίδιος: το «20.000 days on Εarth» των Ιεϊν Φόρσαϊθ και Τζέιν Πόλαρντ θόλωνε γλυκά τα όρια μεταξύ ντοκουμέντου και δράματος, ενώ το «One more time with feeling» του Άντριου Ντόμινικ, που παρακολουθούσε τον Κέιβ σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του, έπειτα από τον χαμό του γιου του, αντάμειβε τους υπομονετικούς. Και καλά οι ταινίες και μάλιστα οι δουλεμένες: τι γίνεται όμως με τις στατικές εικόνες, με τα σχέδια ενός κομίστα που επιχειρεί να συνθέσει μια βιογραφία χωρίς τις συμβάσεις του είδους, φέρνοντας τον πρωταγωνιστή του απέναντι από τα δικά του δημιουργήματα; Μπορεί ένα τραγούδι και οι ήρωές του να ζωγραφιστούν; Ο σκιτσογράφος Ο Γερμανός Ράινχαρντ Κλάιστ τις διαθέτει τις περγαμηνές του. Από το 1994, όταν ακόμα ήταν 24 χρονών, έχει εκδώσει κάμποσα graphic novels θεματικού χαρακτήρα: τα αυτεξήγητα ως προς το περιεχόμενο «Lovecraft», «Amerika», «Αβάνα» ή «Κάστρο» (τα δύο τελευταία από τις εκδόσεις Γνώση) τον ανέδειξαν τόσο εντός της χώρας του όσο και εκτός. Ο Κλάιστ όμως είναι και μουσικόφιλος: το 2006 υπόγραψε τη βιογραφία «Johnny Cash, I see a darkness» (εκδόσεις Οξύ), έναν χρόνο αργότερα επανήλθε με το «Elvis» και κάπως έτσι άρχισε να θεωρείται κάτι σαν ειδικός. Η πρόσφατη ενασχόλησή του με τον Νικ Κέιβ εκκινεί από την αγάπη και τις γνώσεις του για τον μουσικό, δεν μπορεί όμως κανείς να αγνοήσει και τα επικείμενα 60ά γενέθλια του τελευταίου ή το ακόμα πιο έντονο εσχάτως (για μουσικούς και όχι μόνο λόγους) ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του. Όπως και να έχει, ο Κλάιστ σε σχετικές δηλώσεις του έλεγε πως κατά τη γνώμη του «μια ιστορία για τον Νικ Κέιβ θα πρέπει να καταλήγει σε Αποκάλυψη». Κατά τα άλλα, αυτό που τον γοητεύει ιδιαιτέρως στον ήρωά του είναι «το κίνητρό του, η εργασιομανία του, η μανία του να εξελίσσεται και να μη σταματά». Το κόμικ «Nick Cave, Mercy on me» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις 15 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ηλίβατον και Οξύ, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Ένα από τα λάιτμοτιφ που το διατρέχουν είναι η αγωνία του πρωταγωνιστή του απέναντι στο ενδεχόμενο της κοινοτοπίας, της μετριότητας: ο φόβος ότι όλα θα μείνουν στάσιμα, ως έχουν. Έτσι, σε περισσότερες από τριακόσιες σελίδες και μέσα από σχέδια ασπρόμαυρα, ευφάνταστα, κάποτε σκληρά και εκρηκτικά και άλλοτε μουντά ή συνεφιασμένα, με γραμμή εμφατική αλλά πεντακάθαρη - σαν ένας Γουίλ Άϊσνερ στο πιο εξπρεσιονιστικό - ο Κλάιστ ξεκινά την αφήγησή του απεικονίζοντας έναν ψιλόλιγνο έφηβο κάπου στην Αυστραλία, που φυσικά και δεν αντέχει άλλο τους γονείς του. Ροκάρει μπροστά στον καθρέφτη, φοράει μπλουζάκι με τη στάμπα «μισώ κάθε μπάτσο σε αυτή την πόλη» και ονειρεύεται εαυτόν ως παράνομο, ως επαναστάτη, ως καπετάνιο κάποιου μαγεμένου πλοίου. Βρισκόμαστε στο πρώτο κεφάλαιο του κόμικ που ονομάζεται «The Hammer Song» και που ακολουθείται από τα «Where the Wild Roses Grow», «And the Ass Saw the Angel», «The Mercy Seat» και «Higgs Boson Blues». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς λάτρης του Κέιβ για να καταλάβει ότι πρόκειται για τίτλους τραγουδιών ή μυθιστορημάτων του. Ούτε βέβαια είναι αυτά τα μόνα που εμφανίζονται στο «Nick Cave, Mercy on me»: στις σελίδες του μπορεί κανείς να «ακούσει» τα «Pleasure is the Boss», «Cabin Fever», «Tupelo», «Red Right Hand» και πόσα ακόμα. Ηρωίνη και μελάνι Το «τίποτα δεν λείπει από εδώ» δεν ισχύει ακριβώς. Ο Κλάιστ επιλέγει να διηγηθεί την ιστορία του ζωντανεύοντας τα τραγούδια του πρωταγωνιστή του, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τους δικούς του πρωταγωνιστές. Πραγματικότητα και μυθοπλασία (δημιουργημένη είτε από τον Κλάιστ είτε από τον Κέιβ) ενοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, που εδώ, ναι, απαιτείται να είναι κανείς γνώστης της ζωής και του έργου του ανδρός για να κατανοήσει πλήρως όσα εκρήγνυνται μπροστά του. Βλέπει κανείς τα πρώτα μουσικά βήματα του Κέιβ με τους Boys Next Door στη Μελβούρνη, αλλά και τις καλλιτεχνικές περιπέτειες των απογόνων τους, των Birthday Party, στο Λονδίνο. Συστήνεται με τη Lydia Lunch, τον Blixa Bargeld, τον μακαρίτη Ρόουλαντ Χάουαρντ ή την Ανίτα Λέιν, αλλά και με την Ελίζα Ντέι, τη δολοφονημένη ομορφονιά ενός μεσαιωνικού μύθου που πρωταγωνίστησε στο «Where the wild roses grow». Βαδίζει στο χιόνι του Κρόιτσμπεργκ, στο Βερολίνο, αγγίζει φλέβες ποτισμένες από ηρωίνη αλλά και μελάνι, ενώ ακούει και τον ασταμάτητο ήχο της γραφομηχανής από τα χρόνια που το μυθιστόρημα «Η δε όνος είδεν άγγελον» (εκδ. Τυφλόμυγα, 2010) πάσχιζε να πάρει εικόνα και μορφή. Σε μια σελίδα, οι στίχοι ενός τραγουδιού αποκτούν υλική υπόσταση και εκτοξεύονται από τη μουσική σκηνή, διαπερνώντας τα κορμιά του κοινού σαν μαχαίρια. «Ποιος είσαι, τέλος πάντων, άνθρωπέ μου;» ρωτάει προς το φινάλε τον πρωταγωνιστή μας ο μπλουζίστας Ρόμπερτ Τζόνσον, που έχει ήδη κάνει τη μαγική εμφάνισή του. «Σ' αυτή την ιστορία, είμαι κι εγώ ένας ήρωας που έπλασα ο ίδιος» αποκρίνεται ο Νικ Κέιβ. Το νόημα των λόγων του το εξηγούσε ο Ράινχαρντ Κλάιστ σε εκείνες τις δηλώσεις περί της αίσθησης της Αποκάλυψης που θα πρέπει να έχει η ιστορία του: «Την εννοώ με τη μεταφορική έννοια κι έχει να κάνει με το να δημιουργείς κόσμους και να ζεις μέσα από τους ήρωές τους» έλεγε. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πρωταγωνιστής του, που στο κόμικ από ένα σημείο και μετά εμφανίζεται σαν περιπλανώμενος ιεροκήρυκας, δεν είχε πρόβλημα με μια τέτοια προσέγγιση. Συνεργάστηκε με τον Κλάιστ για τη δημιουργία του «Mercy on me», του έδωσε βιογραφικές πληροφορίες και δημιουργικές συμβουλές και στο τέλος, βλέποντας το αποτέλεσμα, έκανε ένα σχόλιο απολύτως επιβεβαιωτικό της αξίας που έχουν όσα έργα συγχωνεύουν επιτυχώς πραγματικότητα και φαντασία. «Ο Ράινχαρντ Κλάιστ», έλεγε ο Κέιβ, «σπουδαίος κομίστας και μυθοπλάστης, κατέρριψε για άλλη μια φορά τις συμβάσεις του graphic novel, πλάθοντας έναν τρομερό συγκερασμό από τραγούδια, μισές αλήθειες και πλήρη επινοήματα, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο, ανατριχιαστικό και εντελώς αλλόκοτο ταξίδι. Σίγουρα είναι πιο κοντά στην αλήθεια από οτιδήποτε άλλο. Για την ιστορία, όμως, ποτέ δεν σκότωσα την Ελίζα Ντέι». Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.