Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'δημοσθένης παπαμάρκος'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Γεννήθηκε στο Γαλάτσι, έχει ζήσει στη Λυών και στον Καναδά, τώρα μένει στην πλατεία Αμερικής. Είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους σχεδιαστές κόμικ της νέας γενιάς. • Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Γαλάτσι, σε ένα περιβάλλον αρκετά μικροαστικό. Δεν υπήρχε η έννοια της τέχνης στο σπίτι, ήταν τελείως προσωπική μου ανάγκη. Ήταν έκφραση για μένα, από μικρός ζωγράφιζα τους τοίχους, έκοβα τις κουρτίνες, έψαχνα συνέχεια να κάνω κάτι δημιουργικό, αλλά δεν είχα και την καλύτερη ανταπόκριση. Σιγά-σιγά όμως, μέσα από αυτό βρήκα τον εαυτό μου και μέσα από τον εαυτό μου βρήκα την τέχνη. Κάπως έτσι εξελίχθηκε. • Από παιδί είχα διάφορες ανησυχίες, ήταν πολλά αυτά που με απασχολούσαν και σε πιο προσωπικό επίπεδο. Είχα τους φίλους μου, έκανα συνέχεια όνειρα, είχα μεγάλη φαντασία, στην εφηβεία με απασχολούσε η σεξουαλικότητά μου, η πολιτική. Πήγαινα στην Γκράβα, ανήκω στη γενιά του Αρσένη. Ήμουν στη Γ’ Γυμνασίου όταν έγιναν οι κινητοποιήσεις και τότε υπήρξε η πρώτη σπίθα για την πολιτική. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω πώς δουλεύουν το σύστημα και ο κόσμος, αλλά πήρα μία γεύση απ’ αυτό και από τότε δουλεύω ομαδικά, προσπαθώντας να παλέψω για κάτι, αποκτώντας πολιτική συνείδηση. • Ήθελα πάντα να γίνω ζωγράφος, αυτό έλεγα, χωρίς να ξέρω καν τι σημαίνει. Πάντα είχα όμως το φόβο που μου καλλιέργησαν οι γονείς μου για το «πώς θα ζήσεις; Εμείς δεν μπορούμε να βοηθάμε». Η μητέρα μου ασχολούνταν με τα οικιακά, καμιά φορά φύλαγε παιδιά, και ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος, οπότε έπαιζε πάρα πολύ η τετράγωνη λογική να έχεις μια σταθερή δουλειά, να έχεις έναν σίγουρο μισθό, έτσι ώστε να μπορέσεις να ζήσεις τα παιδιά σου. Αυτό το μοτίβο, το οποίο με περιόρισε αρκετά, ειδικά στην εφηβεία, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθώ από το σχέδιο. Γι’ αυτό και όταν έδωσα Πανελλήνιες πέρασα στη Σχολή Συντήρησης Έργων Τέχνης. Ήταν κοντά στην τέχνη, αλλά δεν αφορούσε τη δημιουργία. Την έβγαλα τη σχολή, πήρα το πτυχίο, αλλά εκεί μέσα συνειδητοποίησα ότι δεν μου αρέσει να το κάνω αυτό, δεν θα ήθελα στα τριάντα μου να είμαι συντηρητής αλλά σχεδιαστής. Έτσι ξεκίνησα να κυνηγάω αυτό το όνειρο και ήταν η πρώτη φορά που είχα πραγματικά έναν στόχο, στα είκοσι δύο μου, γιατί δεν ήμουν ποτέ καλός μαθητής, δεν υπήρχε ποτέ το κίνητρο, για ποιον λόγο να κάτσεις να διαβάσεις πέρα από το να σπουδάσεις, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. • Ξεκίνησα να κάνω κάποια σεμινάρια κόμικς στο Μικρό Πολυτεχνείο και φάνηκε ότι το σχέδιό μου ήταν σε ένα αρκετά καλό επίπεδο, επειδή σχεδίαζα πολλά χρόνια αλλά χωρίς να ξέρω κιόλας, δεν σχεδίαζα ακαδημαϊκά. Ωστόσο ήταν η πρώτη μου επαφή με το κόμικ, να κάνω κάτι που στέκει και αφηγηματικά και σχεδιαστικά. Εκεί, στα είκοσί μου, άρχισα να βλέπω το σχέδιο σοβαρά. Έμαθα πραγματικά να σχεδιάζω στην τεχνική σχολή σχεδίου στη Γαλλία, όπου σε μαθαίνουν πώς να ζωγραφίζεις. Τα δύο πρώτα χρόνια μόνο ακαδημαϊκά, γυμνά μοντέλα, προτομές, σχεδίαση αντικειμένου, πώς να τοποθετείς το αντικείμενο στον τρισδιάστατο χώρο, αρχές προοπτικής, τα πάντα. Παράλληλα κάναμε και κόμικ, εικονογράφηση, κινούμενο σχέδιο, για να διαλέξουμε την κατεύθυνση που θέλαμε. Από αυτά τα τέσσερα χρόνια θυμάμαι μόνο τη σχολή, δεν υπήρχε ζωή παραδίπλα, και συνέχισε και εκτός σχολής αυτό το μοτίβο. Πριν φύγω για Γαλλία δούλευα στην εστίαση εφτά χρόνια, σεζόν σε νησιά κ.λ.π., κι έτσι μάζεψα και τα λεφτά για να φύγω. • Τελειώνοντας τη σχολή είχα αποφασίσει να μην ξαναδουλέψω σε άκυρη δουλειά, γιατί μου είχε βγει η πίστη όλα αυτά τα χρόνια, θα κυνηγούσα το σχέδιο όσο μπορούσα. Και βοήθησε το γεγονός ότι είχα πει «αν όχι αυτό, τίποτα» χωρίς να αφήσω άλλη επιλογή ‒ μέχρι τώρα λειτουργεί κάπως. Πάνε εφτά χρόνια που έχω τελειώσει τη σχολή και τα τελευταία ζω από αυτό, δεν μπορώ να πω άνετα, αλλά δεν ξέρω και αν θα ζήσω ποτέ άνετα απ’ το σχέδιο. • Ένας άνθρωπος που με επηρέασε πολύ ήταν ένας καθηγητής μου στη σχολή σχεδίου, ο Πασκάλ Ζαρκέτ, γλύπτης και εικονογράφος, ο οποίος φτιάχνει σκηνικά για τις μεγαλύτερες όπερες της Γαλλίας. Απίστευτος άνθρωπος, στάθηκε δίπλα μου από την αρχή όταν τα γαλλικά μου ήταν χάλια και δεν καταλάβαινα, και χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του σώματος για να μου εξηγήσει τι ήθελε να κάνω, τι μου ζητάει σαν άσκηση. Θυμάμαι μια ατάκα που μου είχε πει και τη λέω κάθε φορά που με ρωτάνε για τη ζωγραφική: «Όταν δεν ζωγραφίζεις καλά, δεν σημαίνει ότι δεν έχεις ταλέντο, σημαίνει ότι απλώς δεν έχεις μάθει ακόμα να παρατηρείς». Αυτό το πράγμα μού έλυσε τα χέρια, γιατί το σχέδιο είναι πολύ προσωπική διαδικασία και είναι δύσκολο να βρεις τη γραμμή σου. Βασικά, σε βρίσκει αυτή, δεν τη βρίσκεις εσύ. Υπάρχει εκεί αυτό το πράγμα, το θέμα είναι να μάθει ο εγκέφαλος να δίνει την εντολή στο χέρι σου. Δεν πιστεύω στο ταλέντο, πιστεύω στην αντίληψη, και μετά, αν η αντίληψη κάποιου είναι καλύτερη από κάποιων άλλων, χρειάζεται καλλιέργεια, αλλιώς δεν γίνεται τίποτα. Τον έχω πάντα ορόσημο αυτόν τον άνθρωπο. • Η ασχολία μου με το σχέδιο ήταν από τα μεγαλύτερα ρίσκα που έχω πάρει στη ζωή μου. Και ακόμα ρίσκο είναι, δεν έχουν δρομολογηθεί τα πράγματα. Ήρθε μια στιγμή στη ζωή μου που συνειδητοποίησα ότι για να ζήσω πρέπει να δουλέψω, δεν έχω και άλλη επιλογή, τι δουλειά θα κάνω; Κι επέλεξα να κάνω κάτι εξαιρετικά δύσκολο, για το οποίο αναπόφευκτα πρέπει να θυσιάσω πράγματα, ωστόσο ξέρω ότι σηκώνομαι στις οχτώ το πρωί για να κάνω αυτό που γουστάρω. Κι αυτό είναι μεγάλη ικανοποίηση. Μπορεί να κάθομαι στο γραφείο όλη μέρα δουλεύοντας, πολλές φορές εφτά μέρες την εβδομάδα, να είμαι κομμάτια και να νιώθω ότι έχω πάει στη Νέα Υόρκη με τα πόδια από την κούραση, αλλά με καλύπτει. Θυσιάζεις πράγματα, την προσωπική σου ζωή, αλλά δεν έχω χόμπι, η διέξοδός μου είναι η δουλειά μου. Περνάω πολλές ώρες με τη δουλειά μου, δεν γίνεται να κάνω κάτι μου με θλίβει. Είναι ένα επάγγελμα όμως που θα έχει πάντα ρίσκο. • Επαγγελματικά σχεδιάζω από το 2012, όταν ήμουν ακόμα στη σχολή. Δούλεψα σε ένα πρότζεκτ κυρίως με χρώμα στη μεγαλύτερη τοιχογραφία του Moebius, αυτήν που έκανε στο Montrouge δίπλα στο Παρίσι. Του είχε παραγγείλει το δημαρχείο ένα τεράστιο έργο 170 τετραγωνικών μέτρων αλλά πέθανε πριν το τελειώσει, το 2012, και το τελείωσε η ανιψιά του που είχε σπουδάσει το στυλ του. Πήρα τη δουλειά μέσω μιας καθηγήτριάς μου που δούλευε στο πρότζεκτ. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί εκεί είδα ποια είναι η διαδικασία δουλεύοντας στο έργο ενός «θεού». Στη συνέχεια εκδόθηκε ένα παραμύθι που είχα γράψει κι έτσι είδα για πρώτη φορά τι σημαίνει «σχεδιάζω επαγγελματικά». Μετά τελείωσα τη σχολή και συνέχεια προέκυπταν πράγματα ‒ πρέπει να έστειλα πενήντα βιογραφικά σε περιοδικά και εφημερίδες γιατί με ενδιέφερε πολύ να δουλεύω κυρίως εκεί, έψαχνα τέτοιες δουλειές, το κόμικ προέκυψε λίγο αργότερα. • Η Γαλλία έχτισε όλη την αισθητική μου και την αντίληψή μου για την τέχνη. Έμαθα Ιστορία της Τέχνης. Πάντα με ενδιέφερε ο εικοστός αιώνας στην τέχνη, αλλά αυτό δεν μου δημιούργησε μια αισθητική, πηγαίνοντας στη σχολή κάπως μπήκαν σε μια σειρά οι γνώσεις που είχα από την Ιστορία της Τέχνης. Ο Egon Schiele για παράδειγμα γαλούχησε το στυλ μου, στα πρώτα έργα που έκανα αντέγραφα τα δικά του, τη γραμμή του, και αυτό το πράγμα εξελίχθηκε μόνο του, σιγά σιγά το σχέδιό μου έπαψε να τον θυμίζει. Η σχολή στη Γαλλία ήταν ένα παράθυρο στην τέχνη, στον κόσμο, ήταν απίστευτες επιρροές, είχα σημαντικούς καθηγητές που έβλεπες το έργο τους και έλεγες «οk, αυτό δεν το έχω ξαναδεί, αυτή η αισθητική δεν θα με τράβαγε ποτέ, αλλά κοίτα, έχει κάτι να σου δείξει». Η ιδέα των κόμικς στο μυαλό μου ήταν εντελώς διαφορετική, πολύ πιο τυποποιημένη πριν πάω εκεί. Και επέλεξα να πάω γιατί ήξερα ότι δεν θα με έβαζαν σε καλούπι. Σε καθοδηγούσαν και σε συμβούλευαν, και είναι πολύ σημαντικό αυτό. • Κάποια στιγμή δοκίμασα να ζήσω στον Καναδά επειδή έχω καναδική υπηκοότητα. Ο πατέρας μου ήταν μετανάστης εκεί δώδεκα χρόνια, έφυγε με το μεταναστευτικό κύμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πήρε την υπηκοότητα. Έτσι γεννήθηκα με καναδικό διαβατήριο και πήγα στον Καναδά επειδή θεώρησα ότι έπρεπε να εκμεταλλευτώ την πρόσβαση που δεν έχει ο καθένας. Το κυνηγούσα χρόνια να πάω αλλά τα τέσσερα πρώτα χρόνια στη Γαλλία οι γονείς μου ήταν άρρωστοι, οπότε γυρνούσα Ελλάδα μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, για να τους δω και να χαρούνε. Μετά πέθαναν και οι δύο και είχα την ελευθερία να πάω να δω τι γίνεται εκεί. Έγινε αργά στη ζωή μου όμως και το ταξίδι ήταν αποτυχία, αλλά έμαθα πολλά πράγματα για τον εαυτό μου στον Καναδά. Πάντα είχα αυτό το ρομαντικό στο μυαλό μου, ότι μέχρι να πεθάνεις πρέπει να έχεις πάει παντού, και όχι μόνο ως επισκέπτης, πρέπει να έχεις ζήσει για καιρό σε διάφορες χώρες και πόλεις για να δεις τις κουλτούρες. Είχα ξεχάσει όμως τον παράγοντα «άνθρωπος», και φτάνοντας στον Καναδά συνειδητοποίησα ότι μου έλειπαν οι φίλοι μου. Είδα ότι το Αθήνα ‒ Λυών ήταν πιο εύκολο ταξίδι, ενώ το Καναδάς ‒ Αθήνα ή Καναδάς ‒ Λυών έπρεπε να το κανονίσεις πέντε μήνες πριν και να έχεις μαζέψει και λεφτά μόνο για τα εισιτήρια. • Στην κουλτούρα δεν αισθάνθηκα και μεγάλες διαφορές, αλλά πολιτικά ο καπιταλισμός γεννήθηκε εκεί, δεν είχαν ποτέ κάποιο άλλο σύστημα και τον είδα να παρεισφρέει στις ανθρώπινες σχέσεις. Έπαιζε πάρα πολύ πάρε-δώσε, για να σου δώσω πρέπει να μου δώσεις, μέχρι και στα διαπροσωπικά. Φρίκαρα με αυτό πάρα πολύ. Και μετά ήταν το κωλόκρυο. Δεν είμαι του καλοκαιριού, το προτιμώ το κρύο γιατί μπορείς να προφυλαχτείς, αλλά εκεί ήταν ακραία η κατάσταση, περίμενα να τελειώσουν όλες οι προμήθειες που είχα στο σπίτι για να βγω να πάω σούπερ-μάρκετ και ένιωθα ότι αν έβγαινα θα πονούσα. Ήταν πολύ δύσκολο. Ήμουν τριάντα δύο χρονών και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να τα κάνω όλα από την αρχή, π.χ. να κάνω φίλους κι αυτό ήταν πολύ δύσκολο, γιατί σε αυτή την ηλικία ξέρεις πλέον τι ανθρώπους θέλεις να έχεις γύρω σου. Είναι διαφορετικά στα είκοσι πέντε σου που ακόμα μαθαίνεις. Κατάλαβα ότι δεν θέλω να κάνω καινούργιους φίλους, γιατί ήξερα ότι για να γίνεις κολλητός με κάποιον άνθρωπο πρέπει να περάσουν δυο-τρία χρόνια για να έρθεις αβίαστα κοντά του κι εγώ δεν θα ήθελα να σπαταλήσω τόσο χρόνο. Γι’ αυτό γύρισα. Είχα στο μυαλό μου τον Καναδά ως τη γη της επαγγελίας και χάρηκα που πήγα, γιατί αν δεν πήγαινα δεν θα ήξερα ποτέ πώς είναι. Έμαθα κάποια πράγματα για τον εαυτό μου, αναδιοργάνωσα κάποιες εντυπώσεις που είχα για μένα και έμαθα πως δεν είμαι όπως πίστευα, αλλά that ’s fine, δεν υπάρχει πρόβλημα. • Τώρα επιστρέφω στην Αθήνα γιατί ένιωσα ότι έκανε τον κύκλο της η Λυών. Σκεφτόμουν να πάω στο Βερολίνο γιατί έχω φίλους εκεί, αλλά δεν είχα το κουράγιο για άλλο ξεκίνημα. Δεν μιλάω γερμανικά και δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να τα μάθω από την αρχή όπως τα γαλλικά. Εκτός αυτού δεν ερχόμουν καθόλου Ελλάδα, ήρθα το 2018 όταν βγήκε ο Ζητιάνος και για πρώτη φορά μετά από χρόνια έμεινα στην Αθήνα για δύο μήνες. Και συνειδητοποίησα πόσο πιο εύκολη είναι η ανθρώπινη επαφή εδώ, από το να φλερτάρεις στη γλώσσα σου μέχρι να μιλήσεις πολιτικά, είχα ξεχάσει την αμεσότητα και μου έλειπε, γιατί τόσα χρόνια είχα μπει στη γαλλική νόρμα. Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι να επικοινωνείς στη γλώσσα σου. Έτσι μπήκε στο μυαλό μου η επιστροφή. Επίσης για τα επόμενα δύο χρόνια έχω δουλειά, έχω κάποια συμβόλαια για graphic novels, δηλαδή έχω μια στασιμότητα που δεν την είχα ποτέ μου όσον αφορά στο οικονομικό. Επειδή έχω τάσεις φυγής, έχω πει ότι θα μείνω δύο χρόνια στην Αθήνα και μετά θα δούμε, αν φρίξω θα πάω αλλού. Αλλά προς το παρόν ήταν πολύ συνειδητή απόφαση. • Έχω κάνει τρία graphic novels, τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, τα Γυμνά Οστά με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και το Ceux du Chambon που κυκλοφόρησε μόλις στη Γαλλία, με την αληθινή ιστορία του Étienne Weil, ενός αγοριού που είναι Εβραίος και η ζωή του, όπως και της οικογένειάς του, ανατρέπεται από τον πόλεμο και την κατοχή στη Γαλλία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχω σχεδιάσει το Tout nu et tout bronzé ‒ Généalogie de la piscine du Rhône, ένα δεκασέλιδο ένθετο για την ιστορική πισίνα του ποταμού Rhône στη Λυών και έχω συμμετάσχει και σε διάφορες ομαδικές δουλειές: στο Guide de Paris en bandes dessinées (Éditions Ρetit à Ρetit), δεκαπέντε μικρές αληθινές ιστορίες στις γειτονιές του Παρισιού που έχτισαν την πόλη όπως την ξέρουμε σήμερα και στο Histoires incroyables du timbre en BD (Éditions Ρetit à Ρetit), δεκαπέντε ιστορίες που μιλούν για τα σημαντικότερα γραμματόσημα και για την ιστορική τους αξία. • Έχει ανέβει πολύ το επίπεδο του graphic novel στην Ελλάδα κι αυτό που είδαμε να γίνεται στο Comicdom Con φέτος ήταν μαγικό. Θα έλεγα όμως ότι μου άρεσε ακόμη περισσότερο το comic festival στην πλατεία Κυψέλης γιατί ήταν πολύ πιο «οικογενειακό». Ήταν όλα τα τραπέζια μαζί, απίστευτα πολύς κόσμος, απίστευτη ανταπόκριση. Έφυγα πολύ χαρούμενος από αυτό. Το καλό είναι ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα ασχολούνται και φέρνουν περισσότερες ξένες εκδόσεις, όχι μόνο Marvel και αμερικανικό κόμικ αλλά και ευρωπαϊκό από Γαλλία, Ιταλία, και όλο αυτό εισχωρεί στην ελληνική κουλτούρα του κόμικ. • Αυτό που έχει σημασία είναι η κουλτούρα του κόμικ να μη μείνει μόνο στα graphic novels αλλά να διεισδύσει και σε άλλα μέσα, από την εκπαίδευση μέχρι τη διαφήμιση, για να καταλάβει ο κόσμος ότι είναι ένα μέσο επικοινωνίας, όπως είναι ένα βιντεάκι που θα κάνεις για μια διαφήμιση ή ένα μουσικό σποτ. Στη Γαλλία ο κόσμος αγοράζει κόμικ όπως αγοράζει λογοτεχνία και το βλέπεις παντού, στην εκπαίδευση, στα βιβλία, σε κοινωνικές και διαφημιστικές καμπάνιες, χρησιμοποιείται για να εξηγήσει κάτι, που είναι λίγο πιο fun. Εντυπωσιάστηκα που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ανέθεσε στον Γούση, στη Ζάχαρη και στον Pan Pan να φτιάξουν ένα κόμικ για την 60ή επέτειό του. Αυτός είναι ο τρόπος για να περάσει σε όλους και βλέπεις ότι είναι σοβαρή δουλειά, κάτι ξεκάθαρα καλλιτεχνικό, όχι παιδικό. • Τα παιδιά του Comicdom Con δίνουν βραβεία, δεν υπάρχει χρηματικό έπαθλο, έτσι και υπήρχε μια χρηματοδότηση για να δίνει μεγαλύτερο κίνητρο θα άλλαζαν πολλά πράγματα. Στην Angoulême π.χ., που είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ κόμικς της Ευρώπης, δίνουν καμιά δεκαριά βραβεία, χρηματικά έπαθλα, τα οποία σε βοηθούν ουσιαστικά να συνεχίσεις το έργο σου. Το κράτος εκεί δίνει πολλά λεφτά σε όλα τα φεστιβάλ κόμικς που γίνονται στη Γαλλία γιατί είναι μια ευκαιρία να σχετιστεί με τον νεαρόκοσμο. Στη Λυών όπου ζούσα, είδα τι κρεσέντο παίζει από τον κόσμο που ρέει στην οργάνωση τέτοιων φεστιβάλ. Και αν πληρώνεις τον δημιουργό και δίνεις και κίνητρα στους εκδοτικούς να βγάλουν ποιοτικά πράγματα ανεβαίνει το επίπεδο. Ένα βραβείο είναι τιμή έτσι κι αλλιώς, αλλά εδώ δεν σου προσφέρει τίποτα πέρα απ’ αυτό. Είναι μια αναγνώριση ότι αυτό που κάνω κάπως αξίζει, αλλά επί του πρακτέου, το μεγαλύτερο πρόβλημα ειδικά στη δική μας δουλειά είναι το οικονομικό. Και εκεί πρέπει να βοηθηθεί η φάση, να ζήσουμε εμείς και να επιζήσει και αυτή η δουλειά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, that’s life. Σε αυτή την κοινωνία ζούμε, που πρέπει να πληρώσεις για να ζήσεις. • Η αντιμετώπιση της δουλειάς μας ως δουλειάς, ως εργατοώρας, είναι πολύ κακή. Μπορεί όσα σου πω ότι χρεώνω τη σελίδα να σου φανούν πολλά, αλλά για να κάνω αυτήν τη σελίδα έχω κάνει έρευνα, storyboard, έχω χρησιμοποιήσει μελάνια, χρώμα. Εσύ βλέπεις ένα χαρτί. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι αυτή, το ντιλ που θα κάνεις τον X εκδότη, με τον X συντάκτη, διευθυντή. Και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αυτό. Στη Γαλλία το 60% των σχεδιαστών κόμικ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. • Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι μην πάθω Αλτσχάιμερ και να τα ξεχάσω όλα. Από Αλτσχάιμερ έχασα και τον πατέρα μου, οπότε έζησα όλη αυτήν τη διαδικασία της φθοράς της νόησης κι αυτό μου άφησε ένα τραύμα, είναι να μην ξεχάσω όσα έχω ζήσει. Ό,τι κάνεις, το κάνεις για να βιώσεις τη στιγμή και να ’χεις μετά να τη θυμάσαι. Και το Αλτσχάιμερ σου παίρνει τη μισή ζωή, που είναι οι αναμνήσεις σου. • Η ζωή μού έχει μάθει ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Και ότι πρέπει να έχεις λίγο συναίσθηση του τέλους όταν έρχεται, και να το δέχεσαι ή να δίνεις το τέλος όταν πρέπει να το δώσεις. Τα Γυμνά Οστά και ο Ζητιάνος κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Polaris. www.instagram.com/kanelloscob Και το σχετικό link...
  2. Με φόντο ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, με τη Γη ρημαγμένη ύστερα από απανωτούς πολέμους και λιγοστούς επιζώντες να περιφέρονται αναζητώντας τροφή, οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Kanellos Cob φιλοσοφούν για την τεχνητή νοημοσύνη και τη σχέση ανθρώπου και μηχανής. Αντί προλόγου στα «Γυμνά Οστά» (εκδόσεις Polaris, 128 σελίδες), οι Δημοσθένης Παπαμάρκος (σενάριο) και Kanellos Cob (σχέδια) επιλέγουν να παραθέσουν τους τρεις «Νόμους της Ρομποτικής» των Ισαάκ Ασίμοφ και Τζον Κάμπελ οι οποίοι είναι: 1ος: Κανένα ρομπότ δεν θα προξενήσει βλάβη σε ανθρώπινο ον είτε με πρόθεση είτε από αδράνεια. 2ος: Το ρομπότ οφείλει να πειθαρχεί στις εντολές που δίνονται από ανθρώπινα όντα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αυτές οι εντολές αντιβαίνουν τον Πρώτο Νόμο. 3ος: Το ρομπότ οφείλει να προφυλάσσει τη σωματική και διανοητική του ακεραιότητα, εφόσον μια τέτοια ενέργεια δεν αντιβαίνει στον Πρώτο και τον Δεύτερο Νόμο. Όταν στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας διατυπώνονταν αυτοί οι «νόμοι» το μακρινό 1940, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο της σκέψης και της πρόβλεψης φωτεινών μυαλών με ορίζοντα κάποιο μακρινό μέλλον. Αυτό το μέλλον έχει γίνει πια παρόν και στα «Γυμνά Οστά» αποτελεί ένα μακρινό, ρομαντικό και γεμάτο ελπίδα παρελθόν που θάφτηκε κάτω από τη φιλοδοξία του ανθρώπου να παίξει τον ρόλο του Θεού. Οι post-human studies αποτελούν εδώ και καιρό ένα διακριτό επιστημονικό πεδίο στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών σπουδών και της φιλοσοφίας, ενώ τα θέματα που αναπτύσσονται πάνω σε αυτήν την προβληματική απασχολούν ολοένα και πιο εντατικά τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τις τηλεοπτικές σειρές, τα κόμικς. Αυτή την έννοια του μετα-ανθρώπου σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον όπου η «σκεπτόμενη» μηχανή κατακτά όλο και μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης πρωτοβουλίας και δραστηριότητας, πραγματεύονται οι Παπαμάρκος και Cob σε ένα υπέροχο βιβλίο περί της οντολογίας και της φύσης του ανθρώπου. Ένα βιβλίο που ξεκινά με τα ερείπια του ανθρώπινου πολιτισμού, με ιωνικές κολόνες και ανεξήγητες τοιχογραφίες μελλοντικών πίστεων και πεποιθήσεων να αποτελούν διαστρωματώσεις απανωτών και διαδοχικών πολέμων που ατάκτως στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη, χωρίς να μπορείς να διακρίνεις ποια προηγήθηκε, ποια ακολούθησε, ποια επικράτησε. Και ποια ήταν η τελευταία πριν από την οριστική και αμετάκλητη καταστροφή. Ένας κένταυρος με μυτερά-κωνικά πόδια και πρισματικό κεφάλι (ως σύμβολο λατρείας ή σπουδή εκκεντρικότητας;), φουτουριστικά γκράφιτι που δεν βγάζουν νόημα με βάση τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες αλλά θα μπορούσαν να αποτελούν τα υλικά τεκμήρια μελλοντικών πολιτισμών, μια εικόνα του David Bowie από το Aladdin Sane πάνω σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο, η Πύλη των Λεόντων ως ένα μετα-μεταμοντέρνο αρχιτεκτόνημα, αποτέλεσμα πολλαπλών μιμήσεων και επιστροφών σε ένα μετα-παρελθόν, αποδεικνύουν μια απροσδόκητη (και εν μέρει ακατανόητη) εξέλιξη που οδήγησε τα πράγματα στο Τέλος. Στα ερείπια αυτών των πολιτισμών, οι ελάχιστοι άνθρωποι έχουν την ανάγκη των ρομπότ για να επιβιώσουν. Και ταυτόχρονα, τα ρομπότ χρειάζονται τους ανθρώπους. Άνθρωπος και μηχανή έχουν συνάψει ατύπως μια συμβιωτική σχέση αμοιβαίου συμφέροντος. Και οι δυο χρειάζονται ενέργεια. Και οι δυο έχουν αναπτυγμένο το ένστικτο της επιβίωσης. Και οι δυο «ζουν» σε ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον. Αλλά η μηχανή κατατρώει τον άνθρωπο, του αποστερεί κάθε ανθρώπινη διάσταση και τον μετατρέπει σε οργανική πηγή ζωτικότητας για την ίδια. Και το χειρότερο είναι πως αυτό συνέβη κατ’ επιλογή του ανθρώπου. Όπως περιγράφει και ο πραγματιστής πρωταγωνιστής των «Γυμνών Οστών»: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο φριχτό από το να βρεθείς μέσα σε μια τέτοια μηχανή. Δεν νεκρώνουν τις εγκεφαλικές σου λειτουργίες πριν αρχίσουν να τρέφονται. Ίσα ίσα, θέλουν να διατηρείς τις αισθήσεις σου καθ’ όλη τη διάρκεια. Για μέρες, ίσως και μήνες ανάλογα με τις αντοχές σου. Γιατί, εκτός από ενέργεια, αποζητούν εξίσου έναν νέο εταίρο, μια σύνδεση με μια ανθρώπινη συνείδηση». Και λίγο παρακάτω: «Τίποτε ανθρώπινο δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα σε μια τέτοια μηχανή. Από τη στιγμή που γίνει η σύζευξη, η συνείδησή της κυριεύει ολοκληρωτικά αυτή του θύματός της. Κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση κατασπαράζεται, ώσπου στο τέλος το μόνο που απομένει είναι η παράφρων, ζωώδης νοημοσύνη της μηχανής, που ψάχνει το επόμενο θύμα της». Σύμφωνα με το σενάριο, ένας επιζών και ένα ρομπότ περιπλανώνται ανάμεσα στα χαλάσματα, αποφεύγοντας τα ισχυρότερα ρομπότ και αναζητώντας ανθρώπους για τροφή την ώρα που η πανταχού παρούσα ραδιενέργεια προσβάλλει κάθε μορφή ζωής. Μια γυναίκα από έναν μακρινό πλανήτη που ακμάζει (προϊόν ενός παλαιότερου εποικισμού;) έρχεται στη Γη για να μελετήσει τις αιτίες που οδήγησαν στον αφανισμό του ανθρώπινου είδους. Παρά τις επιφυλάξεις όλων, το αμοιβαίο συμφέρον θα επικρατήσει και όλοι μαζί θα συνεχίσουν την περιπλάνηση με στόχο την επιβίωση και την ανακάλυψη. Η γυναίκα, ξένη, επισκέπτρια, αφ’ υψηλού και υπό το πέπλο της ασφάλειας θα κατηγορήσει τον άντρα για την «αποκτήνωσή» του. Αυτός θα επικαλεστεί την επιβίωση και την απανθρωποποίηση των «ζωντανών». «Οι σοφιστείες σου είναι τρομακτικές», τον κατηγορεί αυτή. «Η άγνοιά σου τρομακτικότερη. Μπερδεύεις τις πεποιθήσεις σου με την αλήθεια. Σκέφτεσαι σαν οπαδός θρησκείας. Λατρεύεις την εικόνα του ανθρώπου με τον ίδιο τρόπο που οι πρωτόγονοι λάτρευαν κάποτε τα είδωλα. Η προσήλωσή σου σε αυτή σε εμποδίζει να δεις. Σε αντίθεση με σένα, εγώ γνωρίζω το είδος μου ενώ εσύ μόνο την εικόνα του», την αποστομώνει. Και μαζί καταγγέλλει την ανθρώπινη κατάσταση: «Οι μηχανές, ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είναι ανίκανες να συναγωνιστούν την ανθρωπότητα στην ευχέρειά της για αδικαιολόγητη βία. Δεν είναι στη φύση τους, σε αντίθεση με μας». Τα «Γυμνά Οστά» είναι ένα βιβλίο γεμάτο σκληρότητα και βία. Ένα βιβλίο για ένα ασαφές «μετά». Το μόνο όμως που το καθιστά ασαφές είναι η έλευσή του, όχι το περιεχόμενο και η κατάληξή του. Είναι όμως και ένα βιβλίο συναρπαστικό λόγω της μεστής αφήγησης του Παπαμάρκου και των εντυπωσιακών εικόνων τού Cob. Στον νου φέρνει όλη τη γενεαλογία του είδους, από τον «Φρανκενστάιν» και τον άνθρωπο-Θεό και Προμηθέα συνάμα μέχρι το «Existenz» του Κρόνενμπεργκ με την εικονική πραγματικότητα και τα οργανικής φύσης όπλα, και από τα αλλόκοτα πλάσματα του Druillet ή του Caza και τη δαιδαλώδη αρχιτεκτονική των Schuiten – Peeters μέχρι τα υβρίδια οργανικής και ανόργανης ύλης του πρόσφατου «Extinction». Με συνειδητές ή υποσυνείδητες τέτοιες επιρροές, οι Παπαμάρκος και Cob δεν παραμένουν στο επίπεδο των επιτυχημένων «tributes», αλλά προσθέτουν πολλές δικές τους πρωτότυπες εικόνες που θα αποτελούν ενδεχομένως μελλοντικές αναφορές άλλων καλλιτεχνών: τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών (λιοντάρι, μόσχος, αετός και άνθρωπος) αλλά με τον άνθρωπο να είναι γυναίκα και όχι άντρας, τα ανθρωπόμορφα gargoyles που είναι πιο εφιαλτικά από αυτά με δαιμονικές φιγούρες, τα δέντρα από τα οποία ξεπηδούν ανθρώπινα μέλη (ή το αντίθετο;), οι αρχαιοελληνικοί ναοί που περιέργως δεν έχουν γκρεμιστεί, ένας «Άνθρωπος του Βιτρούβιου» που δεν υμνεί την ανθρώπινη ανατομία αλλά τη σύζευξη ανθρώπου-μηχανής, τα σάρκινα συμπλέγματα του Ντορέ από τη «Θεία Κωμωδία», ένας «Μυστικός Δείπνος» με 14 αντί για 13 συνδαιτυμόνες. Συνθέτοντας ένα βιβλίο που στο σύνολό του θα αποτελεί σημαντική αναφορά στο είδος και θα προσφέρει μια οδυνηρή απάντηση στο γιατί τα πράγματα έφτασαν ως εδώ: «Γιατί πιστεύαμε τόσο βαθιά στην αυταπόδεικτη ανωτερότητα του είδους μας που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μας πως η μοναδική απειλή για την ανθρωπότητα ήταν η δική της ασυδοσία». Και το σχετικό link...
  3. Τι συμβαίνει όταν δύο δημιουργοί που σιχαίνονται τις ταμπέλες και θέλουν να ακολουθήσουν τα καλλιτεχνικά τους όνειρα ενώνουν τις δυνάμεις τους; Το αποτέλεσμα λέγεται Γυμνά Οστά, είναι graphic novel, είναι επιστημονική φαντασία και ήρθε για να τα ταράξει τα νερά. «Στο βλοσυρό σκοτάδι του απώτερου μέλλοντος δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από πόλεμος». Ακούγεται σαν προφητεία του Νοστράδαμου, πρόκειται όμως για το motto ενός sci-fi παιχνιδιού στρατηγικής με την επιβλητική ονομασία Warhammer 40K. Υπάρχουν εκατομμύρια φανατικοί οπαδοί του σε κάθε πιθανή και απίθανη γωνιά του πλανήτη, σίγουρα όμως δύσκολα θα πήγαινε το μυαλό κάποιου σε έναν 38χρονο Έλληνα συγγραφέα που εντυπωσίασε με μια συλλογή διηγημάτων, συμμετείχε στο σενάριο της τελευταίας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, και δικά του έργα ανεβαίνουν στις μεγάλες θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Πόσο μάλλον σε έναν κομίστα που το ευρύ κοινό τον έμαθε από την εξαιρετική μεταφορά του Ζητιάνου του Ανδρέα Καρκαβίτσα σε graphic novel και μέχρι πρότινος έμενε στη Γαλλία. Για τον Δημοσθένη Παπαμάρκο το Warhammer 40K υπήρξε για χρόνια κομμάτι της ψυχαγωγίας του. Είναι η ίσως πιο άγρια μορφή επιστημονικής φαντασίας στην πιο ωμή μορφή της· ένα σύμπαν όπου ακόμα και η ελπίδα έχει χαθεί. O Kanellos Cob πάλι δεν είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Γνώριζε καλά όμως κάτι πιο σημαντικό: «εγώ πάντα sci-fi ήθελα να κάνω» εξομολογήθηκε ένα πολύ ζεστό βράδυ του περασμένου Ιουνίου στην Πλατεία Μεσολογγίου. Κάπως έτσι, αν και στο ενδιάμεσο είχαν συμβεί πολλά – ναυαγισμένα projects, αναζήτηση σχεδιαστή, καθυστερήσεις – τα Γυμνά Οστά (εκδ. Polaris) έφυγαν από τις σελίδες του περιοδικού Μπλε Κομήτης και έγιναν graphic novel. Ή αλλιώς ένα από τα καλύτερα ελληνικά κόμικ που έχουν κυκλοφορήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ; Αυτό που συναντάς καθώς γυρίζεις τις σελίδες από τα Γυμνά Οστά είναι η άγρια γοητεία ενός ολοκαίνουργιου, τρομερά σκοτεινού και – σχήμα οξύμωρο – γεμάτου ψυχεδελικά χρώματα κόσμου. Μια ιστορία απρόσμενης ανθρωπιάς για τη συμβιοτική σχέση ενός ανθρώπου και ενός ρομπότ σε έναν ξεχασμένο πλανήτη γεμάτο ραδιενέργεια και ανθρωποφάγες μηχανές. Ειλικρινά όμως, ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ σε μια ελληνική αγορά που ακόμα προσπαθεί να απενοχοποιήσει τις εικονογραφημένες αφηγήσεις; Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εξαιρετικό, το ρίσκο όμως είναι μεγάλο. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι» απαντά ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα του, για να συνεχίσει: «Είχα κολλήσει ότι θέλω να πω αυτήν την ιστορία. Αγαπώ την επιστημονική φαντασία, τη διαβάζω, παίζω ακόμα και sci-fi video games. Γιατί να μην το επιχειρήσω; Δεν μπήκα καν στη διαδικασία να σκεφτώ πως θα το πάρει το κοινό αφού είχα το ΟΚ του εκδότη. Εγώ ήθελα να πω την ιστορία». Ήταν όμως ένα προσωπικό στοίχημα κόντρα σε όλα τα προγνωστικά για τον 38χρονο συγγραφέα που ο συνεργάτης του απλά εικονογράφησε; «Χτίζαμε έναν κόσμο από την αρχή, έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Δουλεύαμε συνεχώς πάνω σε αυτό, μας πήρες πολύ παραπάνω χρόνο από όσο είχαμε υπολογίσει, μανουριάζαμε, διαφωνούσαμε. Κάναμε τα πάντα για χάρη του project» συμπληρώνει ο Kanellos Cob, καθώς μοιάζει να βυθίζεται σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου η δημιουργική διαδικασία είναι το άλφα και το ωμέγα. Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για δημιουργικό ντουέτο. Το άτυπο πάντρεμα των δύο έγινε μέσα από τις εκδόσεις Polaris. Πιο πριν υπήρχε μια απλή γνωριμία. – Σκάει ένας τύπος με backpack και μου λέει εσύ είσαι ο Δημοσθένης; – Εσύ είσαι ο Κανέλλος; Είχαν συστηθεί τον Δεκέμβρη του ‘19 στο Rue du Marseille στην Οδό Μασσαλίας. Μία από εκείνες τις δεκάδες γνωριμίες που κάνεις στα μπαρ και μετά (συνήθως) χάνονται για πάντα. Εκτιμούσαν όμως ο ένας τη δουλειά του άλλου και έτσι είπαν ότι κάποια μέρα θα πάνε για μπύρες. Ο Κανέλλος βρισκόταν κάπου ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα τρέχοντας διάφορα projects. Ο Δημοσθένης έγραφε θέατρο, έγραφε για σινεμά, δούλευε την Εξημέρωση. Έγιναν κάποια τηλέφωνα, έσκασε η καραντίνα, για μπύρες δεν πήγαν. Ο Παπαμάρκος δεν το περίμενε. Είχε την αίσθηση ότι ο Cob δεν είναι της φάσης. Είπαν ότι θα έκαναν πρώτα ένα δοκιμαστικό. Τελικά ξεκίνησαν κατευθείαν. «Ό,τι τρέλα είχα σκεφτεί γινόταν πραγματικότητα. Αρκετές φορές μου έλεγε ότι αυτό θα πάρει μια σελίδα παραπάνω και του απαντούσα όχι μία, τέσσερις σελίδες πάρε» λέει ο Παπαμάρκος. «Άπλα ρε παιδιά, άπλα» συμπληρώνει γελώντας ο Kanellos Cob και πίνει το σφηνάκι ουίσκι που έχει παραγγείλει. Τσιγάρα, ποτά, πατατάκια, ζεστός αθηναϊκός αέρας στην Πλατεία Μεσολογγίου, ζευγαράκια που κάνουν βόλτες, κυρίες με τα σκυλάκια τους. Ωραία όλα αυτά, αλλά αναρωτιέμαι ξανά: ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ; «Στην Ελλάδα θα πάει σε ένα συγκεκριμένο κοινό» αναφέρει σε επαγγελματικό τόνο ο 36χρονος κομίστας, για να συνεχίσει: «Άλλωστε ο Δημοσθένης έχει το δικό του κοινό, έτσι αυτοί οι αναγνώστες θα ενδιαφερθούν για το τι καινούργιο έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος. Επίσης τα geeks της επιστημονικής φαντασίας λογικά θα του δώσουν μια ευκαιρία». Είναι όμως αυτό αρκετό; «Κοίτα» λέει ο Kanellos Cob, προσπαθώντας να μου δώσει τη συνολική εικόνα: «Όταν ξεκινήσαμε και κάναμε το συγκεκριμένο κόμικ είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να αποκτήσει διεθνές κοινό. Είχα την εμπειρία με τον Ζητιάνο που τον πρότεινα σε πολλούς εκδοτικούς της Γαλλίας και ενώ έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον μου έκαναν την εύλογη ερώτηση: “Σε ποιον θα το πουλήσουμε αυτό; Τέλη 19ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο; Ποιος θα ενδιαφερθεί για κάτι τέτοιο; Οι Γάλλοι όταν ακούν στην Ελλάδα έχουν στο μυαλό τους ή την αρχαιότητα ή την Ελληνική Κρίση”. Τα Γυμνά Οστά είναι όμως global με λίγο ελληνικό στοιχείο, που απλά κάνει την εμπειρία πιο γοητευτική για έναν ξένο αναγνώστη». Σημειώνω τη φράση αλλά δυσκολεύομαι να πιστέψω την αισιόδοξη οπτική, όσο λογική και αν ακούγεται. Γνωρίζω πως ο Cob δουλεύει εδώ και χρόνια σε φουλ επαγγελματικά πλαίσια, αφού από τη στιγμή που τέλειωσε τη σχολή στη Γαλλία εργάστηκε στον χώρο του illustration χωρίς διαλείμματα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό να μη δουλέψει ξανά σε μπαρ και κράτησε την υπόσχεση. Ξέρει τι λέει. Απλά νιώθω ότι δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κάτι περισσότερο. «Αν θα πάει ή δε θα πάει, είναι κάτι που συζητήσαμε όταν πια είχε τελειώσει το κόμικ» συμπληρώνει ο Παπαμάρκος. «Ήμασταν πάνω από τις μηχανές στο τυπογραφείο. Το “λάθος” είχε γίνει. Επενδύσαμε τόσο χρόνο, κόπο, ενέργεια και δουλειά που αν το βλέπαμε πρακτικά θα έπρεπε να είχαμε δώσει το ένα όγδοο από αυτά. Εμείς όμως θέλαμε να πούμε αυτή την ιστορία ακριβώς με τον τρόπο που την είπαμε». «Σε όλη τη δημιουργική διαδικασία πιστεύαμε ότι όλος ο κόσμος ενδιαφέρεται για την ιστορία που έχουμε να πούμε» τονίζει ο Kanellos Cob. Hard sci-fi με σκεπτόμενα ρομπότ που κυνηγούν ανθρώπους σαν θηράματα; Ναι, γιατί όχι; Στον αστερισμό του Moebius Jean Giraud. Έτος γέννησης 1938. Ημερομηνία θανάτου: 10 Μαρτίου 2012. Πιο γνωστός ως Moebius ή αλλιώς ο ένας από τους πατριάρχες του ευρωπαϊκού κόμικ και εκείνος που έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στη sci-fi αισθητική των 70s. Αν, προσωπικά μιλώντας, έπρεπε να αναφέρω μια επιρροή που διακρίνω στα Γυμνά Οστά πέρα από το Warhammer 40K, αυτή θα ήταν η ψυχεδελική φαντασμαγορία του Γάλλου μετρ. «Δούλεψα στο τελευταίο illustration που έκανε ο Moebius. Λίγο πριν πεθάνει οι αρχές του Montrouge, μιας κοινότητας έξω από το Παρίσι, του είχαν ζητήσει τη μακέτα που θα έντυνε όλο το δημαρχείο. Δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει όμως. Βρέθηκα να δουλεύω λοιπόν στην τεράστια τοιχογραφία καθώς μια καθηγήτρια μου κέρδισε τον διαγωνισμό για να ολοκληρωθεί το έργο» λέει, χωρίς ίχνος έπαρσης, ο Kanellos Cob. Λίγο η ζέστη, λίγο τα ποτά, λίγο η ευχάριστη συζήτηση, λίγο οι αναφορές σε τόσο αγαπημένα πράγματα, με κάνουν να χαλαρώνω τελείως και να τριπάρω σε διαστημικούς κόσμους. Άλλωστε, η αίσθηση του escapism σώζει ζωές. «Πήρα τηλέφωνο τον Δημοσθένη και του είπα: “Από αυτά που μου έχεις περιγράψει μέχρι τώρα δεν πάμε στο αμερικάνικο για κανέναν λόγο. Εκείνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι η αισθητική του Moebius”» συνεχίζει την αφήγηση ο 36χρονος κομίστας. Ο Kanellos Cob έκανε το artwork του Hadra Trance Festival για το 2020, του μεγαλύτερου γαλλικού φεστιβάλ trance μουσικής, αλλά δυστυχώς η καραντίνα και ο κορονοϊός τα χάλασε όλα. «Ξενέρωσα γιατί έχασα μια ευκαιρία να δει τη δουλειά μου όλη η Γαλλία» λέει χαρακτηριστικά. Περίπου έναν χρόνο πριν, η δικιά του εικονογράφηση στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα τον έκανε γνωστό στους βιβλιόφιλους. Παράλληλα έχει συμβόλαια με γαλλικούς εκδοτικούς μέχρι το 2023 αλλά γνωρίζει ακριβώς πού πατάει και τι κάνει. «Σε γενικές γραμμές πάντα χρειάζεται να κάνεις πράγματα που ίσως έρχονται κόντρα στην αισθητική σου. Πιστεύω όμως ότι είναι ένα δύσκολο μονοπάτι που χρειάζεται να περπατήσεις έτσι ώστε μια μέρα να εκδίδεις ό,τι γουστάρεις». «Όταν άκουσα το όνομα του Moebius είπα ότι ήταν κάτι που δεν θα τολμούσα ποτέ να ζητήσω» θυμάται με ενθουσιασμό ο Παπαμάρκος. «Αν θες να πας εκεί, μέσα. Με τρέλα». Το ζητούμενο ήταν να συνδυαστεί το βιομηχανικό illustration με την αισθητική ενός καλλιτέχνη που άλλαξε την pop κουλτούρα. Άλλωστε, το story board του Moebius για τις ανάγκες του Dune δια χειρός Alexander Jodorowsky (μιας μυθικής ταινίας που τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ) άλλαξε λίγο έως πολύ το σύγχρονο σινεμά. Τα Star Wars πάτησαν πάνω στη δουλειά του και έκοψαν εκατοντάδες εκατομμύρια εισιτήρια στα χρόνια που ακολούθησαν. Τελικά τι το τόσο μαγικό έχει η τέχνη του Moebius; «Έχει μία παράξενη ομορφιά· σου προκαλεί νοσταλγικότητα για κάτι που όμως βλέπεις πρώτη φορά, ενώ την ίδια στιγμή είναι ικανή να σου παρουσιάσει έναν ολόκληρο (φανταστικό) κόσμο σε ένα μόνο καρέ» λέει ο Παπαμάρκος. Πραγματικά, τι άλλο να ζητήσει κανείς από το sci-fi; Το soundtrack της δημιουργίας «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ήμουν Γαλλία και σχεδίαζα, όταν μου έστειλαν σήμα ότι ένας γνωστός θα παίξει ηλεκτρονική μουσική σε ιντερνετικό ραδιόφωνο» διηγείται ο Kanellos για τις μέρες του περσινού ατέλειωτου χειμώνα. «Συντονίστηκα και καθώς εκείνος μίξαρε, μια κοπέλα δίπλα του απήγγειλε ποίηση. Δούλευα και άκουγα. Το έζησα πάρα πολύ εκείνο το live – ναι, όσο το σκέφτομαι, εκείνες οι στιγμές είναι απόλυτα συνδεδεμένες με τα Γυμνά Οστά». Στην Πλατεία Μεσολογγίου δεν υπάρχει καμία μουσική πέρα από τους ήχους της αθηναϊκής νύχτας. Ο καταιγισμός όμως από ονόματα καλλιτεχνών φτιάχνει το δικό του soundtrack στον αέρα. «Θοδωρής Cortés, Dolly Vara, Regressverbot, Kangding Ray, Tim Hecker. Γενικά άκουγα πολλά ηλεκτρονικά και ambient όταν δούλευα το κόμικ, αλλά και πολύ post rock. God is an Astronaut, Explosions in the Sky». «Α ναι. Και πολύ Αρλέτα, το Batida de coco» λέει ο 36χρονος κομίστας γελώντας. «Εγώ πάλι άκουγα The Sword, τον δίσκο Gods of the Earth» αναφέρει ο Παπαμάρκος πριν συνεχίσει: «Σε λούπα το Fire Lances of the Hyper Zephyrians που είναι πολύ βασική επιρροή του κόμικ γενικά, και επίσης δισκογραφία Blue Oyster Cult και πιο συγκεκριμένα το Veteran of the Psychic Wars, την οκτάλεπτη live εκτέλεση με όλα τα σόλο». Όλοι μπορούν να έχουν αναφορές, επιρροές, και προτιμήσεις. Το ζήτημα όμως είναι να δένει το γλυκό στο τέλος. Στα Γυμνά Οστά μπορεί κανείς να βρει ψήγματα από Isaac Asimov και Robert Heinlein μέχρι λατινικές ζωολογίες της αρχαιότητας, Jorge Luis Borges και τα ζόμπι του George Romero. Μάλιστα αν κάνεις τον έξυπνο μπορείς να πέσεις και έξω. «Όχι το Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος της Svetlana Alexievich δεν ήταν στις επιρροές για τα Γυμνά Οστά» λέει ευγενικά αλλά κάπως αυστηρά ο Δημοσθένης Παπαμάρκος διαλύοντας τις υπερφίαλες σιγουριές μου. «Ήταν όμως βασική επιρροή για την Εξημέρωση». Επιστρέφοντας στο soundtrack της δημιουργίας, ο David Bowie και ο χαρακτηριστικός στίχος “ground control to Major Tom” δε θα μπορούσε να λείπει. «Για αυτό βάλαμε το πρόσωπό του μέσα στο κόμικ» λέει ο Kanellos Cob. Για μισό λεπτό όμως, πώς ακριβώς έγινε αυτό; «Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε τρία πρόσωπα για να μπουν ένθεση σε κάποια καρέ του κόμικ. Του είπα: David Bowie, Nikola Tesla, Άρης Βελουχιώτης». Μήπως τελικά, δεν υπάρχει σωτηρία; Ο ήλιος έχει χαθεί τελείως και καμία αχτίδα φωτός δεν περνάει μέσα από τις φυλλωσιές της Πλατείας Μεσολογγίου. Το σκοτάδι είναι απόλυτο και η ζέστη αφύσικη. Σκέφτομαι ξανά το motto του Warhammer 40Κ: In the grim distance future, there is only war. Έρχεται στο μυαλό μου το πρώτο-πρώτο καρέ από τα Γυμνά Οστά: ένα πελώριο μηχανικό χέρι θαμμένο στην άμμο που θυμίζει τον αρχαίο μύθο για τον Τάλω, το πρώτο ρομπότ της ιστορίας. Μία μηχανή που προστατεύει το νησί της Κρήτης και τους Μινωίτες από τις εξωτερικές απειλές. Έναν πολιτισμό δηλαδή που εξαφανίστηκε κάτω από την οργή της φύσης. Εκρήξεις ηφαιστείων, τσουνάμι. Τη μέρα της συνέντευξης στον Καναδά σημειώθηκαν θερμοκρασίες 49,5 Βαθμών Κελσίου. «Για μένα το καύσιμο στα Γυμνά Οστά ήταν το αίσθημα απαισιοδοξίας που έρχεται από την εξέταση των μελλοντικών σεναρίων (σ.σ: κλιματική αλλαγή, κοινωνικές αναταραχές). Δηλαδή, αν το θες, των στιγμών που με έπαιρνε από κάτω και δεν έβλεπα ελπίδα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παπαμάρκος. Αυτό που ήθελε να πετύχει στο κόμικ ήταν να παρουσιάσει έναν κόσμο χωρίς ορίζοντα ελπίδας, μια ατμόσφαιρα απόλυτης απελπισίας. Στα Γυμνά Οστά όμως ο αναγνώστης δεν έρχεται αντιμέτωπος με έναν αυτάρεσκο ύμνο στην απαισιοδοξία. Από την απόλυτη απελπισία που ντύνεται ψυχεδελικά χρώματα προχωράμε σε μία ελπίδα, ή μάλλον σε μια λύτρωση που έρχεται μόνο στο τέλος, χωρίς να είναι ένα φτηνό happy ending. «Αν δουμε τον νιχιλισμό στα πλαίσια της επιβίωσης (όταν φτάνεις στο σημείο που σκέφτεσαι ότι πρέπει να παραμένεις στη ζωή με κάθε τρόπο), αν αυτό είναι μηδενιστικό, ΟΚ, παίρνεις τις αποφάσεις σου. Σε τέτοιες συνθήκες η λογική αλλάζει. Και η έννοια της ηθικής αλλάζει και αυτή» σημειώνει ο Kanellos Cob. «Ο μηδενισμός του κεντρικού χαρακτήρα, του άντρα, είναι αυτός: έχει δει τον κόσμο σε όλη του την πορεία, γνωρίζει πως δεν υπάρχει λύση, αφού είμαστε πολύ καιρό μετά τη στιγμή που θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε την καταστροφή, και ουσιαστικά εκείνος επιμένει να γραπώνεται στη ζωή γιατί αυτό είναι το ένστικτό του» εξηγεί ο Παπαμάρκος. «Δε θέλει να εγκαταλείψει γιατί ποτέ κανένας οργανισμός δεν τα παρατάει» Τελικά, υπάρχει σωτηρία ή όχι; «Μία βασική ιδέα πίσω από το κόμικ ήταν η εξής: η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλά μοιραία λάθη μέσα από τα χιλιάδες χρόνια και την έχει σκαπουλάρει, έτσι στα Γυμνά Όστα βλέπουμε την άλλη όψη του νομίσματος. Την εξέταση δηλαδή της πιθανότητας του τι θα συμβεί σε περίπτωση που δε σώσουμε την παρτίδα την τελευταία στιγμή. Ένας κόσμος όπου η καταστροφή του περιβάλλοντος συνεχίζεται χωρίς κανένα stop· ένας κόσμος που φτάνει κυριολεκτικά στα άκρα». ΟΚ, όντως τα πράγματα είναι σοβαρά, στον Καναδά το θερμόμετρο άγγιξε τους 50 Βαθμούς Κελσίου. Πίνω μια γουλιά από την μπύρα μου γιατί το στόμα μου έχει στεγνώσει και παραπονιέμαι λίγο για τον καύσωνα. Kanellos Cob: Δεν είναι καύσωνας, η κλιματική αλλαγή είναι. Ένα ρομπότ που το έλεγαν Λόλα Δεν υπάρχει πιο γελοία ερώτηση από το «πείτε μου μια αστεία ιστορία» αλλά την κάνω. Ποτέ δεν ξέρεις. Το δημιουργικό ντουέτο ανταλλάσει ματιές και ένα μειδίαμα εμφανίζεται στα χείλια και των δύο. «Πες του για τη Λόλα». Ποια Λόλα ρε παιδιά; «Η μηχανή που πρωταγωνιστεί ανήκει στο μοντέλο Θ.Ο.Ρ.Α.Κ.Σ, έπρεπε όμως να της/του βρούμε κάποιο όνομα» δίνει τις απαραίτητες διευκρινίσεις ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, για να συνεχίσει: «Έτσι αφού στο περιοδικό Μπλε Κομήτης, εκεί όπου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα Γυμνά Οστά, ονομαζόταν Βλαντ, το λέγαμε έτσι μεταξύ μας για να συνεννοούμαστε». Καταλαβαίνω από την όψη και των δύο ότι κάτι τους έλειπε. «Ποιος Βλαντ; Να τον πούμε Λόλα» λέει ο Kanellos Cob καθώς θυμάται το σκηνικό. Μάλιστα μου εξηγεί πως όταν είναι να δουλευτεί ένας χαρακτήρας, καλό είναι να δοκιμάζεται και σε συνθήκες εκτός concept. Για να υπάρξει, να γίνει πιο αληθινός. «Έτσι έκανα το πολεμικό ρομπότ να μοιάζει με drag queen. Να φοράει φτερά και πούπουλα και να το φωνάζουν Λόλα». Είναι φανερό ότι αυτοί οι δύο έχουν αναπτύξει έναν κώδικα επικοινωνίας παρότι έχουν τελείως διαφορετικές προτιμήσεις στα διαβάσματά τους. Πάνω στην κουβέντα μου ανέφεραν πως εκεί που συναντήθηκαν ήταν οι φιλμογραφικές αναφορές. Έβλεπαν και βλέπουν ταινίες σαν παλαβοί. «Θέλω δύο σελίδες να κάνω κάτι σουρεαλιστικό. Το έχεις;» του ζήτησε σε κάποια φάση ο Kanellos Cob. Στο σενάριο δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο, ο Παπαμάρκος όμως έστυψε το μυαλό του, και ένα καλοκαιρινό μεσημέρι στο χωριό του, τη Μαλεσίνα, είδε ένα όνειρο. Οι εικόνες έγιναν ένα υπερρεαλιστικό τετρασέλιδο γεμάτο μεταμορφώσεις, γεμάτο χερουβείμ, γεμάτο σκηνές ταμπού. Του λέω ότι μου δίνεται η αίσθηση ότι έχουν γίνει εκατομμύρια διορθώσεις στο κείμενο. «Μέχρι το Γκιακ δεν έκανα πολλές διορθώσεις. Κάθε διήγημα το έγραφα με τη μία. Το Νόκερ το ολοκλήρωσα σε 16 ώρες. Εδώ όμως πέθανα. Διόρθωνα μέχρι και την τελευταία στιγμή». Τι έγινε όμως λίγο πριν τυπωθούν τα Γυμνά Οστά; «Τελειώνει το κόμικ. Παίρνω το draft pdf να διορθώσω κείμενο και βλέπω το ρομπότ να είναι γραμμένο όντως ως Λόλα» λέει ο Δημοσθένης, όσο ο Kanellos γελά. Όχι, δεν τυπώθηκε έτσι. Ποιο είναι τελικά το όνομα του συγκεκριμένου Θ.Ο.Ρ.Α.Κ.Σ μοντέλου; Θα πρέπει να πάρεις το κόμικ για να μάθεις. Εις το επανιδείν Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα που εκτός εξαιρέσεων δεν έχουν συνέχεια, τα περισσότερα κόμικ έχουν sequel. Όλα όμως δείχνουν ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο για το επόμενο επεισόδιο από τα Γυμνά Οστά. Υπάρχουν άλλωστε και άλλα project που τρέχουν. «Τον Σεπτέμβριο ξεκινάω με τις Εκδόσεις Πατάκη, θα εικονογραφήσω ένα βιβλίο της Ζωρζ Σαρρή, τον Θησαυρό της Βαγίας» αποκαλύπτει ο Kanellos Cob λίγο πριν το λήξουμε. Και συνεχίζει: «Έχω συμβόλαιο με γαλλικό εκδοτικό για να κάνουμε μία εικονογραφημένη έκδοση της βιογραφίας του Bobby Sands». Να μια ιστορία που όλοι ξέρουν αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη. Όσο για τον Δημοσθένη Παπαμάρκο; «Είμαι σε φάση που προετοιμάζω κάτι πεζογραφικό. Μάλλον, είναι η ιδέα που θα αρχίσω». Όταν όμως κάτσουν να φτιάξουν το sequel για τα Γυμνά Οστά, τι να περιμένουμε; Μια τελική λύση για το μείζον πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής; Μια λυτρωτική ιστορία όπου οι καλοί θριαμβεύουν ενάντια στο κακό; Μία πραγματική ελπίδα για το μέλλον; Ο 36χρονος κομίστας αναλαμβάνει να ρίξει την αυλαία της βραδιάς με την απάντησή του. «ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ». Και το σχετικό link...
  4. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, συγγραφέας του «Γκιακ», συνυπογράφει με τον Kanellos Cob το graphic novel «Γυμνά οστά», που προβάλλει στο μέλλον τον εφιάλτη του παγκόσμιου παραλογισμού. Δημοσθένης Παπαμάρκος «Οι μηχανές, ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είναι ανίκανες να συναγωνιστούν την ανθρωπότητα στην ευχέρειά της για αδικαιολόγητη βία. Δεν είναι στη φύση τους, σε αντίθεση με μας». Το λέει ένας σκληροτράχηλος άντρας που έχει χάσει το ένα μάτι του στη μάχη. Ένας άντρας χωρίς όνομα, που τρέφεται με υπολείμματα ανθρώπων ή μάλλον με μάζες ύλης που προέρχονται από αλλοτινούς πιλότους μηχανών, οι οποίες έσπερναν τον θάνατο σε ανθρώπους. Το λέει σε μια γυναίκα σταλμένη στη Γη από μια συνομοσπονδία πλανητών που συνεργάζονται σε ένα «μερκατοκρατικό» (sic) επίπεδο, με αποστολή να ανιχνεύσει το πώς θα μπορέσουν να οικειοποιηθούν την υψηλή τεχνολογία διάδρασης ανθρώπων και μηχανών για την οποία ξεχωρίζει αυτός ο πλανήτης. Τη συνέλαβαν μακριά από το διαστημόπλοιό της, ο άντρας μαζί με το «Θ.Ο.ΡΑ.Κ.Σ.» (sic) με το οποίο εκείνος συνεργάζεται. Σ’ αυτό αναφέρεται όταν της μιλά για «μηχανές»: στον τεράστιο «εξωσκελετό» (sic), την ενεργό πανοπλία που κινείται πια χωρίς πιλότο έχοντας αποκτήσει αυτόνομη συνείδηση. Έχει προηγηθεί ένας θερμοπυρηνικός παγκόσμιος πόλεμος, η βλάστηση είναι οργιώδης και έχει τυλίξει τα τσιμεντένια κτίρια και τα ερείπια των πιο αρχαίων πολιτισμών, τον Ναό του Ποσειδώνα, τον τάφο του Ατρέα, τις ανατιναγμένες πόλεις, τα πυρηνικά απόβλητα και τις κατεστραμμένες φονικές μηχανές. Αυτές, που ήταν τόσο εξελιγμένες ώστε έπαιρναν ενέργεια από τους πιλότους τους… Το τοπίο είναι απειλητικό, και οι δυο τους, για το αμοιβαίο όφελός τους, έχουν γίνει κυνηγοί των κυνηγών τους. Καλώς ήρθατε στα Γυμνά οστά, το graphic novel-γροθιά στο στομάχι που συνυπογράφουν δύο ανήσυχοι 40άρηδες: ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Kanellos Cob (εκδ. Polaris). Ο ιστορικός της ελληνιστικής αρχαιότητας, βραβευμένος πεζογράφος και σεναριογράφος, μαζί με τον γεννημένο στην Αθήνα, σπουδαγμένο συντηρητή αρχαιοτήτων και βραβευμένο κομίστα που σταδιοδρομεί στη Γαλλία, δημιούργησαν ένα μυθιστόρημα-σε-εικόνες, που μπορεί να διεκδικήσει διεθνή καριέρα τόσο για το εικαστικό όσο και για το θεματικό ειδικό βάρος του. Το βιβλίο τους, σε ιδέα και σενάριο του Παπαμάρκου, προβάλλει στο μέλλον τον εφιάλτη του παγκόσμιου παραλογισμού που γιγαντώνεται σήμερα με τη σκυταλοδρομία των εξοπλισμών, με την ακόρεστη δίψα για οικονομική εξουσία, με τη συνεχιζόμενη καταστροφή των βιότοπων του πλανήτη, αλλά όχι μόνο. Γιγαντώνεται πρώτα με την απαξίωση, τον ευτελισμό, την περιφρόνηση, την αδιαφορία, τον απενοχοποιημένο κυνισμό για τους πληθυσμούς των ανθρώπων που αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι. Και δεν είναι μόνο οι μεταναστευτικές ροές, είναι και οι μικροκοινότητες των μεγαλουπόλεων που δεν χωρούν στα σχέδια των κυρίαρχων. Το graphic novel των Παπαμάρκου και Cob ζωντανεύει, με υποδειγματική οικονομία στον λόγο, αυτή την ήδη διαφαινόμενη δυστοπία περιγράφοντας μια πορεία θανάτου σε ένα τοπίο θανάτου. Έτσι, τα Γυμνά οστά διασταυρώνονται με τη συλλογή διηγημάτων Γκιακ (Αντίποδες 2014, Πατάκης 2020) του Παπαμάρκου, που εμπνεόταν από την αιματηρή προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, όπως διασταυρώνονται και με την ομηρική «Νέκυια» της Οδύσσειας. Όμως τώρα, σε τούτο το μελλοντολογικό τοπίο για το οποίο ευθύνεται η δική μας εποχή, κανένας χαρακτήρας, μα κανένας, δεν είναι «καλός». Και δεν ξέρουμε εάν κάποιος από τους βασικούς τρεις θα προλάβει, ούτε εάν θα θελήσει ή εάν θα μπορέσει να κάνει κάποτε κάτι καλό. Και ποιο θα είναι εκείνο; Η προσπάθεια βελτίωσης αυτού του μετα-κόσμου ή η ανατροπή του; Άνθρωποι σαν μπαταρίες «Ήθελα να διερευνήσω την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρωπότητας» εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο Παπαμάρκος. «Λέμε ότι η αρετή του ανθρώπινου είδους είναι η θέληση να αίρεται στο ύψος του απέναντι σε κάθε αντιξοότητα. Ο πλανήτης έχει φτάσει στα όριά του, το βλέπουμε. Αλλά αντί να αναθεωρήσουμε το μοντέλο ζωής μας, αναζητάμε νέα εργαλεία για να το προστατέψουμε. Αντί να πούμε ένα «στοπ» στην ανάπτυξη σπρώχνουμε ολοένα πιο μακριά τα όριά της. Αντί να σταματήσουμε τους πολέμους, αναζητάμε την τεχνολογία που θα μας επιτρέψει να τους κάνουμε από μακριά. Στα Γυμνά οστά έχει γίνει ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, τα πεδία μάχης είναι τόσο ραδιενεργά που οι στρατιώτες και οι γύρω πόλεις πεθαίνουν. Αλλά η απάντηση είναι η “Θωράκιση οπλίτη ραδιοανθεκτικού κατάφρακτου συντάγματος”: τα Θ.Ο.ΡΑ.Κ.Σ. Μάλιστα όταν οι πιλότοι-“εταίροι” (sic) τους θα εμφανίσουν μετατραυματικό στρες, αυτά θα “βελτιωθούν” τεχνολογικά ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία στον εγκέφαλό τους: μια νοημοσύνη επικουρική της ανθρώπινης που θα τους επιτρέπει την πράξη -όχι την απόφαση- του φόνου. Ώσπου από ένα ατύχημα προκύπτει ένα υβρίδιο ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης. Οπότε αποχαλινώνονται. Αντιμετωπίζουν κάθε ανθρώπινη μορφή ζωής σαν “μπαταρία”. Ό,τι έχει απομείνει από την ανθρωπότητα το κυνηγούν για να το καταναλώσουν. Με εξαίρεση το Θ.Ο.ΡΑ.Κ.Σ στο πρωταγωνιστικό μου δίδυμο, που είναι προϊόν κάποιας μετάλλαξης. Ωστόσο ούτε αυτό το δίδυμο πιστεύει πως υπάρχει σωτηρία σ’ αυτόν τον πλανήτη όπου όλοι αλληλοτρώγονται». Αλλά τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα. Όχι μόνο επειδή υπάρχει το μάτι της συνομοσπονδίας των άλλων πλανητών που στέλνουν την κοπέλα-«πρόσκοπο» (sic) με τον… Ευρωστρατό τους για να αντλήσουν οφέλη (εδώ, τεχνογνωσία) ακόμη και από μια ολοκληρωτική καταστροφή. Κάπου κρυμμένη υπάρχει και η ελίτ που ποτέ δεν μένει άπραγη. Είναι οι «τεχναριστοκράτες» (sic) που διέφυγαν τις τελευταίες μέρες της σύγκρουσης στην κοιλάδα των Δελφών(!) με επίσημη δικαιολογία να επιχειρήσουν την ανοικοδόμηση. Στην πραγματικότητα όμως για να κατασκευάσουν ένα διαστημόπλοιο και να σωθούν μόνοι τους. Εδώ το πολιτικό σχόλιο του συγγραφέα είναι εύγλωττο. Άρα; Άρα η συνέχεια επί… του graphic novel και επί των εικόνων του Κανέλλου Μπίτσικα (Kanellos Cob), που «μιλούν» με αφηγηματική δύναμη, με φοβερή βία και με καθηλωτική ποιητικότητα. Ο Γιάννης Κουκουλάς, που αναδεικνύει την «9η Τέχνη» των κόμικς στο εβδομαδιαίο καρέ καρέ της «Εφ.Συν.», θα έχει κι άλλα πολλά να πει. Φιλοσοφικά ερωτήματα «Το σενάριο για τα Γυμνά οστά τελείωσε πριν από την πανδημία και κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει την ευθύνη της ανθρωπότητας για όσα συμβαίνουν στον πλανήτη» σχολιάζει ο Παπαμάρκος. «Ακόμη και το εμβόλιο του Covid έγινε μπίζνα». Πράγματι, αυτό το βιβλίο διαβάζεται απνευστί σαν δυσοίωνη περιπέτεια κανιβαλισμού με μεγάλες δόσεις σασπένς και εντυπωσιακή ατμόσφαιρα. Αλλά στο τέλος επικρατούν τα φιλοσοφικά ερωτήματα που ακουμπάνε με νύξεις στη χριστιανική εξόδιο ακολουθία όσο και στην ελληνική μυθολογία με αναφορά στις Ερινύες κ.ά. Ο Παπαμάρκος, με χαρακτήρες που δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό είναι άνθρωποι και σε ποιο φονικές μηχανές, μας εισάγει σε έναν μελλοντικό κόσμο όπου επικρατεί η ανωνυμία και η ισονομία του θανάτου και όπου κάθε στοιχείο πολιτισμού έχει ακυρωθεί. Και μας προκαλεί να στοχαστούμε την εμπλοκή μας στην οικοδόμησή του και να θέσουμε ερωτήματα όπως: «τι κάνει τον άνθρωπο;» ή «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, τότε;» Είναι χαρακτηριστικό το ότι τα Γυμνά οστά δεν υιοθετούν το μοτίβο της επανάστασης των μηχανών-που-αποκτούν-συνείδηση, μοτίβο κλασικό πλέον στην επιστημονική φαντασία, αλλά αντλούν στοιχεία από τον μύθο των ζόμπι. Επίσης ότι πλάθουν ένα δικό τους λεξιλόγιο και παράλληλα εισάγουν τις ελληνικές αρχαιότητες σαν αρχιτεκτονικό μοτίβο που υπαινίσσεται τη συγχρονία της Ιστορίας. Διότι το αύριο συγκατοικεί ήδη με το χθες. Και το σχετικό link...
  5. Ένας άνθρωπος και ένα ρομπότ συμβιώνουν στο μακρινό μέλλον, μετά το τέλος της ανθρωπότητας, και προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα (ελληνικό) τοπίο πλήρους καταστροφής. Είναι ένας πλανήτης στο μέλλον, χιλιάδες χρόνια μετά, κατεστραμμένος, «αμετάκλητα απολεσθείς» για την ανθρωπότητα, κι ένας κόσμος έρημος, με τις ανθρωποφάγες μηχανές να κυριαρχούν. Μέσα εκεί ένας άνθρωπος και ένα ρομπότ αναπτύσσουν μια απρόσμενη, συμβιωτική σχέση για να αντιμετωπίσουν τη φρίκη της ραδιενέργειας και των άλλων μηχανών. Αυτό είναι το βασικό μοτίβο του αριστουργηματικού graphic novel Γυμνά Οστά που εμπνεύστηκε και έγραψε ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και σχεδίασε ο Kanellos Cob, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris. Αδίστακτοι κυνηγοί οι δυο τους και απελπισμένοι νεκροφάγοι σε ένα περιβάλλον όπου η επιβίωση είναι μια διαρκής άσκηση στη βία και τη σκληρότητα, συναντούν μια γυναίκα, απεσταλμένη της διαγαλαξιακής ομοσπονδίας, που έρχεται να τσεκάρει τι έγινε στη Γη και σταμάτησε κάθε ίχνος επικοινωνίας. Η επαφή μαζί της θα τους κάνει να αμφισβητήσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θα τους φέρει αντιμέτωπους με κάτι που πίστευαν πως έχει οριστικά χαθεί – την ελπίδα. Η έκπληξη στο ραντεβού για τη συνέντευξη είναι ότι είναι η πρώτη φορά που οι δυο τους συναντιούνται από κοντά μετά τον Φλεβάρη του 2020, που ξεκίνησε η αρχική ιδέα. Από τότε πέρασαν δύο καραντίνες δουλεύοντας το concept – ο καθένας από το σπίτι του ‒ μέχρι και τον φετινό Απρίλιο, που ολοκληρώθηκε η δημιουργία του. Η έρευνα και η μελέτη της βιολογίας και της αρχιτεκτονικής είναι ξεκάθαρη στο κόμικ, ακόμα και αν δεν στο πουν. Τα πάντα είναι τόσο προσεκτικά τοποθετημένα στο σκίτσο και στα λόγια που είναι αδύνατο να τα προσέξεις με την πρώτη ανάγνωση. «Η ιδέα είχε ξεκινήσει από τον “Μπλε Κομήτη”» λέει ο Δημοσθένης, «αλλά εκεί υπήρχαν πολύ συγκεκριμένοι περιορισμοί. Επειδή ήταν σε επεισόδια, είχα κάνει σε αρκετά πράγματα εκπτώσεις όσον αφορά την έκτασή τους, οπότε έγινε σημαντική ανακαίνιση σεναρίου, και όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε με τον Κανέλλο το ξαναφτιάξαμε από την αρχή». «Του είπα ότι πάμε προς τη γαλλική σχολή στο σχέδιο, προς Moebius, για να καταλάβει και την αισθητική που είχα στο μυαλό μου. Και τα βρήκαμε» συνεχίζει ο Κανέλλος. «Αυτό βοήθησε στο να γίνουν γρήγορα πολλά πράγματα, γιατί αμέσως καταλάβαμε πλήρως τι είναι τι. Ακόμα και κάποια concepts που δεν τα είχαμε τελειώσει σχετικά με το τι είναι αυτή η τεχνολογία, πώς δουλεύει». Kanellos Cob και Δημοσθένης Παπαμάρκος. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν — Πού διαδραματίζεται; Δ.Π.: Στο μυαλό μου είχα τη δική μας γη, περισσότερο γιατί με βοηθούσε στις αναφορές. Η γεωγραφία όπου κινούνται οι ήρωες είναι κάπου μεταξύ Πελοποννήσου, Μυκηνών και Δελφών. Με βοηθούσε να το έχω στο μυαλό μου έτσι, και για το κομμάτι το αισθητικό και για το κομμάτι το πρακτικό, δηλαδή για την αλληλουχία των ημερών στον χρόνο της αφήγησης. Συν το ότι είχαμε πει απ’ την αρχή ότι θέλουμε να διαδραματίζεται σε ελληνικό τοπίο, με πολύ φως, ξεραΐλα, θάλασσα. Θέλαμε να βλέπεις τον ναό στο Σούνιο και να αναρωτιέσαι, να είναι ανοιχτό στην ερμηνεία γενικά. K.C.: Ο Δημοσθένης μού είπε: «Το φαντάζομαι σε μια Ελλάδα δύο χιλιάδες χρόνια από τώρα», που σημαίνει ότι έχεις χτίσιμο και γκρέμισμα πολιτισμών γενικότερα σε όλη αυτήν τη διάρκεια, αλλά τα στοιχεία που χρησιμοποίησα ήταν κάτι πιο εξελιγμένο που να θυμίζει κάπως την Ελλάδα. Και αυτό είναι που σε κάνει να αναρωτιέσαι, είναι δεν είναι; Δ.Π.: Είναι ένας κόσμος με επάλληλες στρώσεις πολιτισμών και το κομμάτι της μνήμης, τι είναι αρχαίο και τι παλιό, είναι λίγο μπερδεμένο, οπότε στον κόσμο των Γυμνών Οστών όλη η αρχαιότητα είναι το δικό μας σήμερα. Η δική μας αρχαιότητα είναι κάτι τελείως ξεχασμένο. Ήθελα να πάρουμε στοιχεία από την αρχαιότητα και να τα αναπλάσουμε ελεύθερα, όπως κάνουν οι τάσεις του νεοκλασικισμού, του αρ νουβό κ.λ.π. Κάπου στο μακρινό μέλλον μια αρχιτεκτονική μόδα έχει επιστρέψει, αλλά δεν είναι και ακριβώς όπως την ξέρουμε. Γι’ αυτό υπάρχουν στοιχεία μπρουταλισμού στην αρχιτεκτονική και αρ νουβό. K.C.: Στο αρχιτεκτονικό κομμάτι ο μπούσουλάς μου ήταν ο μπρουταλισμός, τσιμέντο, υπερκατασκευές και μετά, για να δώσουμε το ελληνικό στοιχείο χωρίς να είναι ακριβώς αυτό, έπαιξαν ένα συνονθύλευμα από αρ νουβό και αρχαία ελληνικά μοτίβα για να βγει κάτι καινούργιο. Δ.Π.: Είχα πάει στη Νέα Υόρκη τον Μάρτη του 2020 και του έστελνα φωτογραφίες από κτίρια, μου είπε «εκεί είμαι». Ήταν φοβερό γιατί συμπέσαμε σε αυτό το κομμάτι. Το άλλο που έχει κάνει ο Κανέλλος είναι ότι ενέταξε μεγάλα κεφάλια ή αγάλματα στο τοπίο και επειδή ο κόσμος δεν έχει ζώα, έχει μόνο φυτά, τεράστια φυτά και ερείπια, μου λέει «σκέφτομαι να υποδηλώσω την παρουσία των ζώων με αγάλματα». Δηλαδή πρόκειται για έναν πολιτισμό που εκτιμά την εξαφανισμένη πανίδα με όρους σχεδόν θρησκευτικούς. Το ελληνικό στοιχείο δηλώνεται και από τα υπερμεγέθη αγάλματα που δεν ξέρεις τι είναι ‒ είναι θεοί, είναι ήρωες, σημαίνουσες προσωπικότητες; Απλώς βρίσκονται στο τοπίο και τα προσεγγίζουμε με τον ίδιο τρόπο που προσεγγίζουμε εμείς τα αρχαία σήμερα. Μετά θέλαμε να παίξουμε και με την ποπ κουλτούρα και βάλαμε μια τοιχογραφία του David Dowie, που έχει θεοποιηθεί 2000 χρόνια μετά, ή τον Βελουχιώτη. Θυμάμαι, μου στέλνει ένα μήνυμα και μου λέει «πες μου τρία πρόσωπα που θα ’θελες να δεις στο κόμικ, τα τρία που σου έρχονται τώρα στο μυαλό», και του απαντάω «Tesla, Βελουχιώτης, Bowie» ‒ και τους έβαλε και τους τρεις! K.C.: Είναι μικρές λεπτομέρειες στις οποίες δίνω πάντα έμφαση. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει στην εικόνα η λεπτομέρεια που δεν τη βλέπεις με την πρώτη, αλλά σε προκαλεί να βολτάρεις σε αυτήν. Υπάρχει πολλή συμμετρία, μοτίβα που επανέρχονται και δένουν και την ιστορία, π.χ. αυτά που βλέπει ο άντρας στο όνειρο με τα Χερουβείμ τα βλέπει και στην επίσκεψη στην πόλη, τα ίδια στοιχεία. Είναι τελείως ρεαλιστική τεκμηρίωση, εξηγείται γιατί βλέπει αυτό το όνειρο. — Βλέπουμε δύο οντότητες που συμβιώνουν, έναν άνθρωπο και ένα ρομπότ, αλλά τι έχει συμβεί στον κόσμο; Δ.Π.: Ο κόσμος τεχνολογικά και πολιτισμικά είναι πολύ ανεπτυγμένος, ανήκει σε μια διαπλανητική συνομοσπονδία η οποία είναι εμπορική λίγκα, μια υπερκαπιταλιστική διαπλανητική ομοσπονδία όπου όλα μετριούνται με το χρήμα. Κάθε πλανήτης είναι αυτόνομος ουσιαστικά, υπάρχουν κάποιοι κοινοί θεσμοί αλλά μέχρι εκεί. Το κομμάτι artificial intelligence, ρομπότ, έχει προχωρήσει πάρα πολύ, αλλά αυτό που δεν καταφέρνουν να διακρίνουν είναι ότι δεν έχουν λυθεί τα θέματά τους, γι’ αυτό καταλήγουν σε έναν παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο. Οπότε ο πλανήτης καταστρέφεται, ερημώνονται σχεδόν τα πάντα, εξαφανίζεται η πανίδα, εξαφανίζεται το 98% του ανθρώπινου πληθυσμού και πολύ σημαντικό ρόλο στην ερήμωση παίζει το ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου καταφεύγουν στις μηχανές, σε σκελετούς που έχουν φτιάξει και είναι σαν ρομπότ, ακριβώς για να μπορέσουν να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρις εσχάτων. Όλος ο πλανήτης γίνεται ραδιενεργή ζώνη και αντί να τα παρατήσουν και να φτάσουν σε εκεχειρία, για να μην εξαφανιστούν, χρησιμοποιούν τις μηχανές ώστε να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρι τέλους. Εκεί γίνεται το ατύχημα που περιγράφεται στο κόμικ και αυτό που είχε ξεκινήσει με τον πυρηνικό πόλεμο το τελειώνουν οι μηχανές, εξαφανίζουν την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Δέκα χρόνια μετά δεν υπάρχει τίποτα, όσοι άνθρωποι είχαν απομείνει απ’ την καταστροφή έχουν φαγωθεί σχεδόν όλοι από τα ρομπότ. Οι μηχανές έχουν μια ευφυΐα, αλλά δεν είναι αντίστοιχη της ανθρώπινης και δεν δημιουργούν δικό τους πολιτισμό. Είναι σαν άγρια ζώα, γιατί δεν αποκτούν πολιτισμό, συνείδηση κ.λ.π. και δεν λύνουν το θέμα της ενέργειας, οπότε κυνηγούν ανθρώπους και τρέφονται από αυτούς, γιατί προ καταστροφής είχαν σχεδιαστεί να παίρνουν ενέργεια από το ανθρώπινο σώμα. — Και οι άνθρωποι είναι κανίβαλοι. Δ.Π.: Αυτό το βλέπουμε κυρίως στον κεντρικό χαρακτήρα. Στον οικισμό π.χ. δεν δείχνουμε με ποιον τρόπο λειτουργεί αυτή η κοινωνία. Η σκέψη ήταν ότι είναι vegetarian αφού δεν υπάρχει πανίδα, άρα έχουν εξελίξει και τα χωράφια, τα οποία δεν τα δείχνουμε όμως γιατί θα ήταν πάρα πολύ επεξηγηματικό. Η τεχνολογία ωστόσο είναι τόσο αναπτυγμένη, που μπορούν να έχουν συνθετικό κρέας, συνθετικές τροφές κ.λ.π., οπότε το θέμα της τροφής το έχουν λυμένο. Όσοι είναι εκτός οικισμού αφήνουμε να εννοηθεί ότι έχουν εξαφανιστεί ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν πόροι. Δεν αναφέρουμε αν υπάρχουν επιζώντες και πώς τα έχουν καταφέρει. Αλλά ο κεντρικός χαρακτήρας έχει επιλέξει να τρώει ό,τι πετάει το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ., αυτή είναι και η συμφωνία που έχουν κάνει. Το ρομπότ τρώει τον άνθρωπο που πιάνει και όταν τελειώσει μαζί του αυτός πλέον δεν έχει συνείδηση, λογική, καμία σωματική λειτουργία, και ο άνθρωπος που συμβιώνει με το ρομπότ τρώει αυτό το απόρριμμα. K.C.: Στην ουσία αυτό είναι και το φιλοσοφικό ερώτημα που θέτει ο Δημοσθένης: τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τη σκέψη, αν παραμένει άνθρωπος χωρίς τη λογική και τη συνείδηση. — Το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ. θεωρεί τον εαυτό του ένα διαφορετικό είδος, ότι είναι εξελιγμένος οργανισμός. Δ.Π.: Ναι, ακριβώς, αυτή είναι η διαφορά του, ότι έχει ξεφύγει από το καθαρό ένστικτο κι έχει αναπτύξει ένα είδος ευφυΐας και συνείδησης. Παίζω πολύ με το μοτίβο της εξέλιξης, ότι έχουμε τις αρχικές μηχανές Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ., οι οποίες έχουν μια στοιχειώδη νοημοσύνη, κυρίως υποστηρικτική για τον πιλότο. Μετά υπάρχει μια σύζευξη, μια συγχώνευση της ανθρώπινης με την τεχνητή νοημοσύνη και αυτό που παράγεται είναι μια νέου τύπου νοημοσύνη, η οποία όμως στο σύνολό της είναι μικρότερη από το άθροισμα των μελών της. Και απ’ αυτά τα υβρίδια έχουμε την εξέλιξη του Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ., που είναι πρωταγωνιστής στο κόμικ. Και μάλλον θα είναι και το τελευταίο του είδους του, γιατί ούτε αυτό έχει λύσει το θέμα της ενέργειας. Και οι δύο χαρακτήρες κινούνται μέσα στον κόσμο με τη βεβαιότητα του θανάτου. — Όλος ο κόσμος βαδίζει προς τον θάνατο. Τα Β.Α.Κ.Χ.Α.Ι. τι είναι; Δ.Π.: Είναι τα κακά ρομπότ, οι μηχανές από τις οποίες ξεκίνησε το κακό. Δηλαδή ήταν τα πρώτα στα οποία εμφανίστηκε η «μετάλλαξη» της νοημοσύνης τους, που μπερδεύτηκε με τη νοημοσύνη των πιλότων τους. Και μετά, με όρους ιού, μεταδόθηκε και στις υπόλοιπες μηχανές. Οπότε είναι κάπως ο ασθενής μηδέν. — Η γυναίκα από πού έρχεται; Δ.Π.: Είναι απεσταλμένη της διαπλανητικής ομοσπονδίας της που έχει κάποιους θεσμούς ομοσπονδιακούς, κάτι σαν στρατό, και προέρχεται από ένα φυλάκιο-παρατηρητήριο εκτός πλανήτη, το οποίο είναι και ένας σύνδεσμος του πλανήτη με την συνομοσπονδία. Έρχεται να τσεκάρει γιατί εδώ και πολύ καιρό δεν λαμβάνουν σήματα απ’ τον πλανήτη. Είναι σαν μια Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ αποκεντρωμένη, όπου δεν υπάρχει πάντοτε δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας και ξαφνικά υπάρχει μια τρύπα, δηλαδή εξαφανίζεται μια χώρα και δεν δίνει σήμα, δεν υπάρχει επικοινωνία κανενός τύπου. Στέλνουν ανιχνευτές να δουν τι συμβαίνει. Ελέγχουν ένα ολόκληρο ηλιακό σύστημα. — Είναι η μοίρα μας η καταστροφή; Δ.Π.: Είναι μια πιθανή μοίρα. Είναι σίγουρα το πιο απαισιόδοξο σενάριο, αλλά με ενδιέφερε πολύ αυτό. Υπάρχει διάχυτη αισιοδοξία πως ό,τι και να γίνεται, στο τέλος θα τα καταφέρουμε. Στα Γυμνά Οστά είναι η άλλη όψη του νομίσματος, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν τα καταφέρνουμε. Κι όπως άλλα είδη ζώων έχουν εξαφανιστεί για διάφορους λόγους, έτσι μπορεί να εξαφανιστεί και ο άνθρωπος. Βλέπεις την αλαζονεία στον δυτικό κόσμο, που έχει μεγάλη πίστη στις δυνάμεις του και στα επιτεύγματά του, πως ό,τι και να συμβεί μπορούμε να το διορθώσουμε. Για παράδειγμα, καταρρέουν τα οικοσυστήματα και λες ότι σε πέντε χρόνια θα τα έχουμε επαναφέρει, που δεν ισχύει. Ξεφεύγει μια σύγκρουση ακριβώς επειδή καμία πλευρά δεν έχει υπολογίσει ότι μπορεί να συμβεί το ατύχημα, αφού αφήνεται στα χέρια ανθρώπων που δεν μπορούν να συνεννοηθούν τελικά. Αυτό που κάποια στιγμή λέει το κείμενο, ότι η μεγαλύτερή μας αρετή είναι να αντιμετωπίζουμε την πρόκληση και κάθε αντιξοότητα και πουσάρουμε προς το μέλλον, είναι αυτό που τελικά καταστρέφει τον κόσμο, γιατί ουσιαστικά όταν γίνεται ο πυρηνικός πόλεμος αντί να πούνε «το τερματίσαμε», λένε «όχι, είναι μία ακόμα δυσκολία που θα την ξεπεράσουμε. Θα συνεχίσουμε τον πόλεμο». Γιατί αυτοί δεν πλήττονται στο πρώτο κύμα, έχουν το προνόμιο της άνεσης. Για μένα το κόμικ έχει απόλυτα πολιτικό statement. — Έχεις κόλλημα από μικρός με το sci-fi, Δημοσθένη, από την «Αδελφότητα του Πυριτίου»… Δ.Π.: Είναι παλιά λόξα το sci-fi και μόνο εδώ το θεωρούμε παραείδος. Στην Ελλάδα πάει στο fantasy, κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που είχα να αντιμετωπίσω, γιατί στη γλώσσα ξαφνικά έπρεπε να διαχειριστώ ορολογία που δεν υπάρχει εδώ. Δεν υπάρχει παράδοση και δεν μπορώ να πάρω όρο που έχει χρησιμοποιήσει κάποιος το 1960 στο μυθιστόρημά του, έτσι έπρεπε να εφεύρω τους όρους για να μη δανειστώ από αγγλικούς, που πάλι παρέπεμπαν σε άλλα διακείμενα, σε άλλες αναφορές. Και ήταν δύσκολο, γιατί έπρεπε να έχουν και λογική και να είναι και επιστημονικοφανείς, να σου δημιουργούν την αίσθηση ότι υπάρχει μια τεχνολογία που, με βάση αυτά που ξέρουμε σήμερα για τις πιο προωθημένες τεχνολογίες, θα μπορούσε να είναι αληθινή. K.C.: Η στολή της γυναίκας που έρχεται από έναν άλλο πλανήτη που δεν ξέρουμε ήταν κάτι που συζητήσαμε πολύ. Είναι τεχνολογία που δεν ξέρουμε τι είναι. Παίξαμε με τη νανοβιοτεχνολογία κάπως και το αποτέλεσμα είναι μια στολή που είναι σαν ένα μίγμα που την περιλούζει. Έπρεπε να σκεφτεί κάποιον όρο γι’ αυτό το πράγμα ο Δημοσθένης, και την ονόμασε φαοδερμίδα. Είναι σαν ένα δεύτερο δέρμα. Και μετά οι ελληνικοί όροι που προέκυπταν ήταν μεγάλοι, μεγάλες λέξεις που είναι πολύ δύσκολο να χωρέσεις στο κόμικ. Δ.Π.: Πρέπει να προσέξεις τέσσερα πράγματα στο κόμικ: να βγάζει νόημα η ιστορία, να υπάρχει διαφορετικό ύφος από πρόσωπο σε πρόσωπο, να υπάρχει μια σχετική συντομία στην έκφραση και, το τέταρτο, να υπάρχει ορολογία επιστημονικής φαντασίας. Ήταν εξίσωση με τέσσερις αγνώστους τα Γυμνά Οστά και το κείμενο το δούλευα μέχρι δύο εβδομάδες πριν το στείλουμε στο τυπογραφείο. Έκοβα για την οικονομία έκφρασης μέχρι την τελευταία στιγμή. K.C.: Εγώ έχω πάντα στο μυαλό μου ένα κόμικ χωρίς καθόλου λόγια και βρήκαμε μια μέση λύση, να αφηγηθούμε πολλά πράγματα μόνο με την εικόνα. Αλλιώς γίνεται μυθιστόρημα η φάση. — Στο τέλος το ρομπότ λέει γυναικείο όνομα. Ήταν εσκεμμένο αυτό; Δ.Π.: Αρχικά είχε αντρικό όνομα, γιατί στον «Μπλε Κομήτη» είχε ένα στένσιλ του Δράκουλα και το έλεγα Βλαντ. Ήταν αρσενικό. Ο Κανέλλος όμως μου λέει «θέλω να το κάνω με φτερά, θα το πούμε Λόλα». Λίγο πριν από το τέλος συνειδητοποίησα ότι είχαμε έναν οργανισμό, ένα περίπου cyborg, το οποίο αποκτάει συνείδηση και η συνείδηση είναι το κλασικό πατριαρχικό μοντέλο ‒ ο Θεός είναι άντρας ‒, το οποίο υπονόμευε όλο το ιδεολογικό υπόστρωμα του τι είναι συνείδηση, πώς αποκτιέται, πώς διαμορφώνεται, γιατί εμφανίζεται, αν εξελίσσεται. Το κόμικ δεν δίνει απάντηση, περισσότερο είναι μια διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων και μου φάνηκε πολύ φυσιολογικό σε όλο το έργο το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ. να είναι ουδέτερο για όλους τους άλλους, γιατί δεν έχει αποκαλύψει τι είναι. Στο τέλος όμως, που πρέπει να σβήσει τα πάντα, μας αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα. K.C.: Mου πήρε πολύ χρόνο να φτιάξω το ρομπότ και όταν το έφτιαξα άρχισα να το βάζω και σε άλλες συνθήκες γενικά, π.χ. ως drag queen, και κάψιμο στο κάψιμο έγινε Λόλα, κάπως. Και καταλήγει όντως να λέγεται Λόλα στο τέλος. Στο τελικό pdf ήταν Λόλα και λίγο πριν πάμε τυπογραφείο άλλαξε όνομα και έγινε Τσιφόνη. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η λογική, να είναι γυναίκα, γιατί πατάει στις θεωρίες της Τζούντιθ Μπάτλερ όσον αφορά το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, όπου ένα ον από τη στιγμή που αποκτά συνείδηση έχει δικαίωμα να επιλέξει και το φύλο του, οπότε γιατί να μην είναι θηλυκό; Και μιλάμε και για άλλη τάξη συνείδησης, δεν έχει ανθρώπινη συνείδηση το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ. Και το γεγονός ότι επιλέγει θηλυκό όνομα είναι κάτι τελείως ξένο για μας. Έχουμε κάτι το οποίο είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε εμείς ως προς το πώς σκέφτεται, το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο, το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, άρα γιατί να μην ξεφεύγει από κάθε είδους στερεότυπο και προκάτ σκέψη; Επειδή θέτει ερωτήματα και τα ερευνά, ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκεις, βρίσκεις και αντικρίσματα πάνω σ’ αυτό. Ακόμα και το όνειρο με τα Χειρουβείμ το είδα σε ένα μεταβατικό στάδιο: έχεις ένα πράγμα που δεν έχει φύλο και ανοίγει σιγά-σιγά, μεταμορφώνεται και γίνεται γυναίκα. Ο καθένας θα το δει αυτό με τον δικό του τρόπο… Η εικονογράφηση είναι από σελίδες του κόμικ και αποκλειστικά σχέδια από τις δοκιμές του Kanellos Cob. Και το σχετικό link...
  6. Ο Ερωτόκριτος Σε Κόμικ! «Ήταν ρίσκο. Aκουμπούσαμε ένα έργο αγαπητό και ριζωμένο στη μνήμη του Έλληνα» Η HuffPost μιλάει με τον δημιουργό κόμικ Γιώργο Γούση και τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο για το πρώτο μεσογειακό fantasy comic. Να διασκευάσεις ένα αναγεννησιακό, επικό ποίημα, όπως ο χιλιοτραγουδισμένος ανά τις γενιές «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορναρου, σε κόμικ (Εκδόσεις Polaris, 2016)... Θαρραλέο εγχείρημα- και με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ο δημιουργός κόμικ Γιώργος Γούσης, ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος δούλεψαν επί ένα χρόνο με μεράκι και καρπός της προσπάθειάς τους είναι ένα ελληνικό graphic novel που στην ιστορία του έχει πουλήσει δέκα χιλιάδες αντίτυπα και διδάσκεται στα σχολεία από τους φιλολόγους - δε μπορώ να φανταστώ πιο πρόσφορο και γοητευτικό τρόπο για να εισάγεις έναν μαθητή του 2018 στο νεοελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό σύμπαν. Οι περισσότεροι έλκουμε την όποια εξοικείωση έχουμε με τον «Ερωτόκριτο» από τα τραγούδια που έχει εμπνεύσει, όπως του Χριστόδουλου Χάλαρη με την λεβέντικη φωνή - κλαγγή του Νίκου Ξυλούρη. Δεν είναι όμως ο «Ερωτόκριτος» ένα μονοδιάστατο ερωτικό ποίημα, σαν «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στα ελληνικά. Μίλησα με τους δύο εκ των τριών συνδημιουργών- με τον Γιώργο Γούση επικεντρωθήκαμε στην εικόνα και με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο στο λόγο. Σημειώνω πολύ σύντομα και πριν τις συνεντεύξεις τους πέντε πυρηνικά χαρακτηριστικά του έργου, όπως τα τόνισαν και οι δυο τους. Ο «Ερωτόκριτος» έχει ωμή βία με επική μάλιστα περιγραφή, αλλά η προσέγγιση του Κορνάρου δεν είναι πολεμοχαρής, εξισώνει νικητή και ηττημένο, ενώ εστιάζει περισσότερο στις απώλειες και των δύο πλευρών, παρά στο κέρδος του νικητή. Έχει μια δυαδική, σχεδόν ομηρική προσέγγιση - μετά τις επικές περιγραφές των μαχών και των ηρώων αναδεικνύεται το ανθρώπινο δράμα και η φαυλότητα του κύκλου της βίας. Στον «Ερωτόκριτο» γυναίκα και άντρας εξισώνονται - η Αρετούσα δεν είναι η γυναίκα/τρόπαιο των κλασικών ιπποτικών μυθιστορημάτων, απεναντίας η ίδια κινεί τα νήματα της ιστορίας. Είναι ένα «ταξικό» έργο ο Ερωτόκριτος - η Αρετούσα δεν μπορεί να παντρευτεί τον Ερωτόκριτο γιατί δεν κρατάει κι αυτός από βασιλική γενιά. Όμως, τελικά η παραδοσιοκρατική ταξικότητα υπερβαίνεται. Γιατί ο έρωτας των δύο παιδιών, της 16χρονης Αρετούσας και του 19χρονου Ερωτόκριτου, δεν είναι «μελό», αλλά σταθερός, επίμονος μέχρι τέλους. Και είναι αυτό το ποίημα μια ανοιχτή πόρτα στον κοσμοπολιτισμό της Ανατολής, κεντρικός χαρακτήρας του από ένα σημείο κι έπειτα είναι ένας Σαρακηνός. Ήταν άραγε αυτές κοινές αντιλήψεις του μέσου όρου εκείνης της εποχής ή ο Κορνάρος, ως φωτισμένος λόγιος, γράφει υπερβατικά, απηχώντας απόψεις μιας μικρής ιντελιγκέντσιας; Άλλωστε, η λογοτεχνική «εταιρεία» όπου ανήκε ο ίδιος, λεγόταν «Ακαδημία των Παράξενων»... «κ’ εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ’ έχου μα θέλω να φανερωθώ , κι όλοι να με κατέχου. Βιτσέντζος είναι ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος. Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη, εκεί ’καμε κι εκοπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση, το τέλος του έχει να γενή όπου ο θεός ορίσει». Έτσι συστήνεται ο ίδιος ο Κορνάρος στο ποίημά του. Και όταν απολαμβάνουμε τον «Ερωτόκριτο», σε κάθε του εκδοχή, κείμενο, εικόνα, μουσική, ας τον θυμόμαστε. Άλλο σκοπό, ή όφελος, δεν είχε. Συναντιόμαστε πρώτα με τον δημιουργό (του) κόμικ Γιώργο Γούση- λόγοι αρχής το επιβάλλουν αυτό, καθώς είναι κοινά παραδεκτό πως το δυνατότερο κουπί στην παραγωγή κάθε κόμικ το τραβάει ο σχεδιαστής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας λίγες φορές τον διέκοψα για τυπικές ερωτήσεις- φυλλομετρούσα τις σελίδες του κόμικ, καθεμιά από τις οποίες αξίζει να μετατραπεί σε πόστερ και χαιρόμουν την αίσθηση αυτού του hard copy αριστουργήματος στα χέρια μου, στην κοντινή όρασή μου τις εικόνες του Γούση και τους στίχους του ποιήματος να συμπλέκονται δυναμικά. «Έχετε φτιάξει ένα έργο τέχνης οι τρεις σας», του λέω. - Να πάρουμε την ιστορία αυτού του πρότζεκτ απ’ την αρχή; Η αρχική ιδέα προήλθε από τους εκδότες. Και δεν ήταν συγκεκριμένα ο «Ερωτόκριτος» αλλά η αναγέννηση των Κλασικών Εικονογραφημένων - μας πρότειναν να διασκευάσουμε ένα έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με γνώμονα όμως ότι αυτό θα αποτελέσει, πιθανότατα, την αρχή μιας σειράς. Σκεφτήκαμε το «Αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, όπως και έργα του Παπαδιαμάντη, αλλά τα απορρίψαμε λόγω της καθαρεύουσάς τους, που είναι σχεδόν απαγορευτική για κόμικ. Όταν ο Δημοσθένης (Παπαμάρκος) έριξε την ιδέα του Ερωτόκριτου, αρχικά ήμουν αρνητικός, το θεωρούσα «μπανάλ». Ο Δημοσθένης με προέτρεψε να διαβάσω το ποίημα- το έκανα και αμέσως πείστηκα. Γιατί εντόπισα πολλά στοιχεία που συνηγορούσαν ότι μπορεί να γίνει ένα καλό κόμικ. «Ο Ερωτόκριτος είναι fantasy, όχι ιστορικό έργο- δεν τοποθετείται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ούτε στην Κρήτη, όπως πολλοί εσφαλμένα νομίζουν. Τόπος της δράσης είναι η Αθήνα, αλλά μια Αθήνα απροσδιόριστη, άχρονη. Ο Κορνάρος έκανε ότι και ο Τόλκιν στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»- μια συρραφή στοιχείων που δημιουργεί σαν κολάζ έναν κόσμο που φαίνεται (και) ρεαλιστικός αλλά δεν υπήρξε ποτέ. Ο Τόλκιν δανείστηκε στοιχεία από τις μυθολογίες των βόρειων λαών, ο Κορνάρος στο ποίημά του δεν περιγράφει τίποτα απολύτως- τον τόπο, ή το παλάτι, το σπίτι, κάποιον πολεμιστή, ή το πρόσωπο της Αρετούσας. Βλέπεις όμως από την πλοκή και τη γλώσσα ποιες είναι οι επιρροές του και από ποιους κόσμους δανείζεται στοιχεία- είμαστε στην αναγεννησιακή Κρήτη και στον Ερωτόκριτο υπάρχει ο αχταρμάς των στοιχείων που διαμόρφωσαν την Αναγέννηση: ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, το Βυζάντιο και οι δυτικές επιδράσεις. Όλα αυτά έπρεπε να τα κάνω κολάζ για να απεικονίσω τον κόσμο του Ερωτόκριτου σαν ένα fantasy, για πρώτη φορά όμως μεσογειακό, όχι βόρειο». - Πως απέδωσες σε εικόνες αυτές τις αναφορές του Κορνάρου; Είναι ορατές ήδη από το εξώφυλλο - η αρχαιοελληνική ένδυση της Αρετούσας, η αναγεννησιακή πανοπλία του Ερωτόκριτου, ενώ το χρυσό στο φόντο είναι βυζαντινή επιρροή. Για τους δύο πρωταγωνιστές, την Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο, αποφάσισα ότι έπρεπε να σχεδιάσω δυο φιγούρες- πρότυπα της ομορφιάς και της απλότητας. Κατέληξα να «αντιγράψω» το προφίλ και την κατατομή των προσώπων τους από τις ανθρώπινες μορφές των αρχαιοελληνικών αγγείων. Για τις ενδυμασίες του βασιλικού ζεύγους, τον θρόνο και το σκήπτρο του βασιλιά, το διάδημα της βασίλισσας, χρησιμοποίησα μια βυζαντινή ζωγραφιά της εποχής του Βασίλειου Β΄ (Βουλγαροκτόνου). Και μετά ξεκίνησα να σχεδιάζω μια αναγεννησιακή Αθήνα, κτισμένη στα ερείπια της αρχαίας πόλης, αλλά ακμάζουσα, με κλέος. - Απ’ όσα μου λες, υποθέτω πως κάνατε και ιστορική έρευνα δυνατή... Μεγάλη έρευνα. Ο ρόλος του σκιτσογράφου είναι κρίσιμος αλλά η δουλειά είναι ομαδική. Οι συγγραφείς λοιπόν, με βοηθήσανε πολύ (και) στην ιστορική έρευνα. Ψάξαμε πίνακες, στολές και οπλισμούς, ενδυμασίες, γκραβούρες και σχέδια κτιρίων που τελικά έμειναν στα χαρτιά. Το παλάτι του βασιλιά και η αίθουσα του θρόνου βασίζονται στα σχέδια ενός Αυστριακού αρχιτέκτονα, του Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel), που πρότεινε στον Όθωνα να κτίσει το παλάτι του πάνω στον βράχο της Ακρόπολης, γκρεμίζοντας τον Παρθενώνα - ήταν ένα από τα σχέδια που ακυρώθηκαν, για προφανείς λόγους. Στη μάχη των Αθηναίων με το στρατό των Βλάχων αντέγραψα τις στολές των Ανατολικοευρωπαίων ιπποτών της εποχής. Θέλαμε οι μάχες (και οι μονομαχίες) να είναι όσο πιο ρεαλιστικές- βρήκε λοιπόν ο Δημοσθένης αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομαχητικής, «tutorials» όπως λέμε σήμερα, και αντιγράψαμε από εκεί κινήσεις και τεχνικές. Σκοπός όλης της έρευνας ήταν να βρούμε την κλωστή που θα ενώσει όμορφα και φυσικά όλα τα εκατέρωθεν στοιχεία ώστε το σύνολο να μην είναι κιτς. - Είναι πολύ δουλεμένο το σχέδιό σου αλλά και τα χρώματα είναι καταπληκτικά, γήινα και υποβλητικά ταυτόχρονα. Στο χρώμα με βοήθησε ο Παναγιώτης Πανταζής - θέλαμε να σπάσουμε τον «κανόνα» του γκρι, τη μουντίλα των ιπποτικών μυθιστορημάτων. Ο Ερωτόκριτος και εμείς δε βρισκόμαστε σε βόρειες χώρες - θέλαμε να κυριαρχεί το φως και το χρώμα να διαχέεται παντού. Οι νύχτες είναι έναστρες, το αττικό φως και οι μάχες είναι κίτρινες, σαν να λούζονται στον ήλιο. Και όταν μάχεσαι με πανοπλία κάτω από δυνατό ήλιο, όλα γίνονται πύρινα. Στο φόντο χρησιμοποιήσαμε βυζαντινά χρώματα, ώχρες όπως των αγιογραφιών. Όλο το χρωματικό αποτέλεσμα έπρεπε να είναι επικό και παραμυθένιο, αντάξιο της ατμόσφαιρας του ποιήματος. - Πόσο καιρό δούλεψες τον Ερωτόκριτο; Περίπου ένα χρόνο, κάθε μέρα για να μη χάσω το ρυθμό και βγω απ′ το κλιμα του έργου. Και με τους δύο συγγραφείς υπήρχε επικοινωνία και αλληλεπίδραση συνεχώς. - Το διασκέδασες; Στην αρχή αισθανθήκαμε και φόβο - ακουμπούσαμε ένα έργο κλασικό και στέρεα ριζωμένο στη μνήμη του Έλληνα, με μεγάλη αγάπη από τους φιλολόγους. Ήταν ένα ρίσκο για εμάς, να μας κράξουν. Γιατί σε αυτές τις προσπάθειες υπάρχει πάντα η πιθανότητα να βεβηλώσεις κάτι. Όμως και οι τρεις θεωρήσαμε ότι οτιδήποτε κλασικό είναι και σύγχρονο σε κάθε εποχή. Αντιπαρατεθήκαμε με τον «Ερωτόκριτο» στα ίσα, χωρίς υπερβολές και αλαζονεία από μέρους μας, αλλά και δίχως να αντιμετωπίζουμε αυτό το περίφημο έργο ως τοτέμ και μουσειακό είδος που δεν επιτρέπεται να αγγίζεις. Το διασκέδασα, πολύ. Και έβαλα στην άκρη άλλα πρότζεκτ για να δουλέψω τον «Ερωτόκριτο». «Προσπάθησα να εισάγω στην εικόνα κάποια στοιχεία με έμμεσες αναφορές στα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας, ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα τα διαισθανθεί, ακόμα κι αν δεν τα αναγνωρίσει ευθέως», μου λέει. Και του ζητάω να μου δώσει ένα παράδειγμα: «Στη σκηνή του γάμου Ερωτόκριτου και Αρετούσας οι δυο τους φεύγουν από την αίθουσα του γλεντιού, αφήνοντας τα σύμβολα της εξουσίας, το στέμμα και τον μανδύα, πάνω στους θρόνους. Είναι το γλέντι ενός βασιλικού γάμου - κεντρικό γεγονός είναι η μεταβίβαση της εξουσίας στον Ερωτόκριτο, που θα γίνει ο επόμενος βασιλιάς. Και οι δυο όμως επιλέγουν να αποχωρήσουν από το πανηγύρι της εξουσίας για να γιορτάσουν τον έρωτά τους». - Εγώ το «μετέφρασα», βλέποντας τις εικόνες με τα γουρουνόπουλα στις πιατέλες, ότι αποστρέφονται, και ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, την αποκτήνωση, την βουλιμία... Αυτό ακριβώς δεν είναι μια «γιορτή της εξουσίας»; Μετά από λίγες μέρες βρέθηκα σε ένα καφέ στο (αγαπημένο) Παγκράτι με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο, τον έναν εκ των δύο συγγραφέων που διασκεύασαν το ποίημα του Κορνάρου. Γιατί μπορεί στο κόμικ να κυριαρχεί η εικονογράφηση, όμως ειδικά στην περίπτωση του «Ερωτόκριτου», ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος αντιπαρατέθηκαν με την προσαρμογή και συμπύκνωση ενός επικού ποιήματος δέκα χιλιάδων στίχων σε διαστάσεις και ύφος κόμικ. «Για τη γλώσσα του Κορνάρου ότι και να πω είναι κλισέ - ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που με συναρπάζει. Η ποιητική του Κορνάρου μου δημιουργεί δέος - η γλώσσα είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, κυλάει αβίαστα, ρυθμικά και το ποίημα των δέκα χιλιάδων στίχων είναι σφιχτοδεμένο, υψηλής αισθητικής και νοήματος. Δεν σε κουράζει ποτέ. Εμένα με συνάρπαζε από έφηβο και όταν το πρότεινα στον Γιώργο (Γούση) και τον Γιάννη (Ράγκο) το έκανα με επιφύλαξη, μήπως είμαι υποκειμενικός. Αλλά είναι πραγματικά ένα γραπτό έργο τέχνης- τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί ο Κορνάρος, ο τρόπος που φωτίζει την κάθε λεπτομέρεια είναι αριστοτεχνικός». - Ο Κορνάρος γράφει στην μεσαιωνική ελληνική, την Κοινή; Ναι, είναι η Κοινή, στην κρητική της εκδοχή και διανθισμένη με δυτικές, βενετικές επιρροές. - Πως διαχειριστήκατε αυτά τα ελληνικά του 16ου αι., την γλώσσα του Κορνάρου; Το κρίσιμο ερώτημα, η βάσανός μας ήταν αυτή - σε ποια γλώσσα θα γράψουμε; Θέλαμε το έργο να είναι προσβάσιμο και από πιτσιρικάδες, οπότε η γλώσσα θα έπρεπε να είναι πιο κατανοητή. Ο Κορνάρος δε, γράφει σε γλώσσα που δε μπορούμε να καταλάβουμε αλλά σίγουρα έχει μια ιδιαιτερότητα, ειδικά αναγνώστες μικρότερων ηλικιών μπορεί να τους αποθαρρύνει. Και θεωρήσαμε ότι στο κόμικ μια γλώσσα ποιητική δεν λειτουργεί - δε σηκώνει κι άλλο έργο τέχνης «πάνω του», καταντά πολύ βαρύ. «Οπότε, τους διαλόγους, για να έχουν τη φυσικότητα που απαιτεί το μέσο τους ”φέραμε” σε μια νέα ελληνική, στρωτή, χωρίς νεολογισμούς, που, όμως, αποδίδει το περιεχόμενο των διαλόγων του πρωτοτύπου. Συμπυκνώσαμε το νόημα έχοντας τη μεγάλη βοήθεια της εικόνας. Χρειαζόμασταν όμως και αφηγητή- δεν χρειαζόταν να τον εφεύρουμε εμείς, γιατί αφηγητή έχει και ο Κορνάρος, υπήρξε όμως εκεί προβληματισμός αν θα έπρεπε να ”φέρουμε” τον δεκαπεντασύλλαβο του Κορνάρου στη νέα ελληνική, να ”μεταφράσουμε” τους στίχους και του αφηγητή, κρατώντας όμως το μέτρο τους. Εγώ ήμουν αντίθετος». - Γιατί; Ένα μεταφρασμένο απόσπασμα σε ποιητικό λόγο δεν μπορεί να αγγίξει το ύφος του Κορνάρου. Και θα ήταν κρίμα να το χάσουμε αυτό. Για να είμαστε σίγουροι, το δοκιμάσαμε- «μετέφρασα» στίχους από την μεσαιωνική του Κορνάρου, στην νέα ελληνική. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Τελικά αποφασίσαμε ο αφηγητής, οι λεζάντες μας δηλαδή, να κρατήσουν την γλώσσα του Κορνάρου, επιλέγοντας και ενώνοντας μεταξύ τους σε δίστιχα, σκόρπιους στίχους από όλο το ποίημα. Έχε υπόψη ότι ούτως ή άλλως είχαμε συμπυκνώσει στο σενάριο σκηνές και επεισόδια του ποιήματος, επομένως έπρεπε να γίνει ένα ανάλογο μοντάζ και στον λόγο. Μπορεί να χρειαζόταν μια προσαρμογή, να «πειράξουμε» μια λέξη που επαναλαμβανόταν αλλά τα περισσότερα σημεία (και λέξεις) έμειναν ατόφια. Έχουμε περίπου 80 στίχους και οι αλλαγές είναι τρεις ή τέσσερις. - Άρα κρατήσατε την γλώσσα του Κορνάρου όσον αφορά την αφήγηση (στις λεζάντες). Ναι. Η ιδιαίτερη γλώσσα των λεζαντών δε «χτυπάει» άσχημα, είναι η γλώσσα του αφηγητή λίγο ανοίκεια αλλά τελικά βοηθά τον αναγνώστη να μπει στο setting. - Φτιάχνει ατμόσφαιρα. Ακριβώς. Ταιριάζει με την εικόνα, που είναι μια μίξη αρχαίας Ελλάδας, Βυζαντίου, δυτικού Μεσαίωνα και Αναγέννησης, σε μεσογειακό τοπίο. Η γλώσσα του Κορνάρου λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία όλων αυτών των στοιχείων και «τσιμεντάρει» το τελικό αποτέλεσμα. - Να πούμε μερικά πράγματα για το έργο αλλά και τον ποιητή; Για τον «Ερωτόκριτο» και τον Βιτσέντζο Κορνάρο; Για τον Κορνάρο δεν ξέρουμε πάρα πολλά. Γεννήθηκε στη Σητεία στα μέσα του 16ου αι. και πέθανε το 1613 στον Χάνδακα (Ηράκλειο). Η οικογένειά του ήταν βενετσιάνικης, αριστοκρατικής καταγωγής αλλά εντελώς εξελληνισμένη. Ο Κορνάρος είναι ένας Κρητικός λόγιος που γράφει στην τοπική διάλεκτο της λαϊκής ελληνικής γλώσσας της εποχής. Ο «Ερωτόκριτος» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1713, τυπώθηκε στη Βενετία εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Είχε διασωθεί από την προφορική παράδοση- ακόμα στην Κρήτη ξέρουν να το τραγουδούν γιαγιάδες που ’ναι αναλφάβητες. - Υπάρχει η άποψη ότι η μεσαιωνική και αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία παρήγαγε σχετικά φτηνές απομιμήσεις. Ναι, γιατί τα πρότυπα ήταν δυτικά. Και ο «Ερωτόκριτος» έχει βασιστεί σε ένα γαλλικό ποίημα, το «Παρίσι και Βιέννη» (Paris et Vienne). Όμως ο Κορνάρος δεν το έχει διασκευάσει απλά, έχει φτιάξει ένα ανώτερο, αυθύπαρκτο έργο που αφορά το ελληνικό κοινό της εποχής. Το εξώφυλλο του κόμιξ «Ερωτόκριτος» από τις Εκδόσεις Polaris (2016) Πηγή
  7. ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Κόμικς αλά… Κρητικά! Aπό την “Ιστορία της Κρήτης”, στον “Ερωτόκριτο” και από εκεί στον “Αστερικάκη”, το κόμικ έχει προσαρμοστεί στην ιστορία, τη γλώσσα, τον πολιτισμό της Κρήτης. Πολλές οι ανάλογες και ιδιαίτερα αξιόλογες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια, μέσα από το πενάκι εξαιρετικών εικονογράφων και συγγραφέων. Για αυτές τις δουλειές μιλάμε με τους δημιουργούς τους αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για το κεφάλαιο: Κρήτη και κόμικς. Μια…“κουζουλή” προσπάθεια για την Ιστορία του νησιού Απλή, κατανοητή, συμπυκνωμένη, διδακτική και άκρως διασκεδαστική είναι η προσπάθεια απόδοσης της ιστορίας της Κρήτης ,από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι και σήμερα, όπως αποτυπώνεται στο ομώνυμο κόμικ “Η Ιστορία της Κρήτης” του Παναγιώτη Γιάκα. Η πρώτη έκδοση έγινε πριν από δύο χρόνια και λόγω της επιτυχίας ακολούθησε και άλλη συμπληρωμένη και πιο βελτιωμένη. Ο ίδιος ο συγγραφέας μιλώντας στις “διαδρομές” σημειώνει ότι πρόκειται για «μια κουζουλή προσπάθεια» καθώς χρειάστηκαν 7 χρόνια για να συγκεντρώσει το απαραίτητο υλικό και να ξεκινήσει την εικονογράφηση, τη συγγραφή των κειμένων και τη σύνθεση τους. “Κουζουλή” μεν αλλά σίγουρα εξαιρετική η δουλειά αφού το κόμικ έχει πολύ μεγάλη επιτυχία σε ανθρώπους όλων των ηλικιών και έχει αγκαλιαστεί τόσο από τους Κρητικούς όσο και από ανθρώπους εκτός του νησιού. Πώς όμως αποφάσισε να κάνει εικονογραφημένο κόμικ την Ιστορία της Κρήτης είναι το πρώτο μας ερώτημα; «Εμπνευση ήταν η ίδια η ιστορία της Κρήτης! Είναι πολύ συναρπαστική αφού λόγω του περιορισμένου γεωγραφικού χώρου του νησιού οι ιστορίες μπλέκονται μεταξύ τους ξανά και ξανά. Επίσης είναι πολύ έντονα τα στοιχεία της μυθοπλασίας. Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον στην ίδια ιστορία να μπορώ να εμπλέκω τον Μινώταυρο, τον Καζαντζάκη, τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο! Αυτή η μαγεία παρά τον όγκο της πληροφορίας και της βιβλιογραφίας ήταν αυτή που με έκανε να αποφασίσω να δουλέψω και να ερευνήσω. Ηθελα να έχει έντονο και το στοιχείο του χιούμορ και με ενδιέφερε επίσης τα ιστορικά στοιχεία να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Προσπάθησα να είμαι ιστορικά σωστός και να ψάξω για το θέμα της Τουρκοκρατίας π.χ. και τουρκικές πηγές για να δω πώς έβλεπαν και εκείνοι την παρουσία τους στην Κρήτη». Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο συγγραφέας – εικονογράφος πολλές. Ισως η πιο σημαντική λέει σήμερα «το να το αποφασίσω ότι θα φτιάξω ένα βιβλίο – κόμικ. Για 7 χρόνια μάζευα υλικό από τα αναγνώσματά μου και δυσκολευόμουν πολύ να κάνω το ξεκαθάρισμα καθώς υπάρχει τόσο πολύ υλικό που μου φαινόταν “βουνό” το να ξεκινήσεις να μπεις στη διαδικασία να το κάνεις κόμικ. Επίσης ήθελα να είμαι σωστός και τα στοιχεία μου να είναι διασταυρωμένα. Γνώριζα ήδη αρκετά για το Μινωικό πολιτισμό και την Κρητική μυθολογία αφού ήταν μια περίοδος που με ενδιέφερε πολύ. Ξεκίνησα λοιπόν από εκεί που “πατούσα” σχετικά εύκολα. Το κομμάτι της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν “λεπτό” και δύσκολο ζήτημα και χρειαζόταν να το αντιμετωπίσω με μεγάλη σοβαρότητα, και φυσικά το τμήμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου είχε τη δυσκολία του αφού πολλοί άνθρωποι που είχαν ζήσει τα γεγονότα είναι ακόμα εν ζωή». Ιδιαίτερα κρίσιμη και η εικονογράφηση για την οποία ο συγγραφέας ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα τακτική προσαρμόζοντάς την ανά ιστορική περίοδο. «Στη Μινωική εποχή χρησιμοποιώ ως πρότυπο τη Μινωική εικονογράφηση έτσι όπως αποδίδεται στα ευρήματα που έχουμε από αυτήν την περίοδο. Για τη βυζαντινή εποχή το σκίτσο μου “πατάει” στα βυζαντινά χειρόγραφα, στην οθωμανική στον Τούρκικο τρόπο εικονογράφησης και φτάνοντας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο προσπαθώ να διαμορφώσω το σκίτσο μου έτσι ώστε να φαίνεται σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία αφού η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι το βασικό τεκμήριο της εποχής εκείνης». Το κόμικ κυκλοφόρησε από τις Cretan comics των εκδόσεων Καραγιαννάκη στο Ρέθυμνο, μια τολμηρή επιλογή που δικαιώθηκε. Ρωτάμε για ιδιαίτερα σχόλια που άκουσε ή και για κάποιους προβληματισμούς που κατατέθηκαν ως προς το περιεχόμενο από ανθρώπους που διάβασαν το “Η Ιστορία της Κρήτης”. «Για μένα το πιο περίεργο ήταν αυτό που μου συνέβη να ακούω δηλαδή στο δρόμο ανθρώπους να μιλούν για το βιβλίο και να εκφράζονται με ενθουσιασμό για αυτό σε άλλους που δεν το γνώριζαν. Αυτό ήταν πραγματικά κάτι φανταστικό. Οι περισσότεροι προβληματισμοί που κατατέθηκαν είχαν να κάνουν με το κομμάτι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς είναι ακόμα νωπό και υπάρχουν πολλά ανοικτά ζητήματα από τότε» απαντάει ο κ. Γιάκας, συμπληρώνοντας πως η επιτυχία του κόμικ εκτός Κρήτης αλλά και του ότι στα χέρια τους το πήραν άνθρωποι ηλικίας από 7 έως 77 ετών είναι σημάδια χαρακτηριστικά της ποιότητας του. Eνας ξεχωριστός Ερωτόκριτος! 10.012 δεκαπεντασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι στην Κρητική διάλεκτο μιας έμμετρης μυθιστορίας των αρχών του 17ου αιώνα ζωντανεύουν σε 449 έγχρωμα καρέ μιας εικονογραφημένης ιστορίας του 21ου αιώνα. Πρόκειται για τον γνωστό σε όλους μας “Ερωτόκριτο” του Βιτσέντζου Κορνάρου, το κορυφαίο κείμενο της Κρητικής Αναγέννησης που “ξαναγεννήθηκε” με το πενάκι του ταλαντούχου κομίστα Γιώργου Γούση ο οποίος το εικονογράφησε με την βοήθεια του διηγηματογράφου, ιστορικού Δημοσθένη Παπαμάρκου και του ερευνητή, συγγραφέα Γιάννη Ράγκου. Και οι τρεις δημιουργοί μέσα από τις σελίδες του graphic novel που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris, είχαν ως στόχο να αναδείξουν τον συναρπαστικό κόσμο του εμβληματικού έργου της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά ταυτόχρονα και το πνεύμα του συγγραφέα του στοχεύοντας κυρίως στο νεανικό κοινό. Για το δύσκολο αλλά εντυπωσιακό εγχείρημα μίλησε στις “διαδρομές” ο Γιώργος Γούσης, ο οποίος εικονογράφησε τον Ερωτόκριτο. Όπως λέει ο ίδιος «αρχικά μας προτείνανε από τις εκδόσεις Polaris να διασκευάσουμε ένα κλασικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικς. Και ψάχνοντας να βρούμε ποιο θα ταίριαζε πιο πολύ στο να διασκευαστεί σε κόμικς, απορρίπτοντας διάφορα, φτάσαμε στον Ερωτόκριτο το οποίο επιλέχτηκε για δύο λόγους: επειδή είναι ένα έργο που ανήκει στον χώρο της φαντασίας στη λογοτεχνία που διαδραματίζεται σε ένα σύμπαν το οποίο δεν είναι σαφές και ιστορικά ορισμένο. Ο Κορνάρος δεν περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια ούτε τους χώρους ούτε τα πρόσωπα και αυτό μας έδινε την δυνατότητα να φτιάξουμε έναν κόσμο φανταστικό με ελληνικά στοιχεία με τον ίδιο τρόπο που έκανε ο συγγραφέας παίρνοντας στοιχεία από την Αναγέννηση, το Βυζάντιο, την Αρχαία Ελλάδα ώστε να φτιάξει ένα κράμα. Ετσι κάναμε κι εμείς στις εικόνες πια. Επίσης το επιλέξαμε γιατί έχει αρκετή εξωτερική δράση, έχει μάχες, σκηνές ωραίες για να εικονοποιηθούν». Η μεγαλύτερη δυσκολία για τον εικονογράφο ήταν σύμφωνα με τον ίδιο το εξής: «επειδή θα προσπαθούσα να κάνω αυτό το κολάζ διάφορων εποχών σε μία, η δυσκολία ήταν να μην βγει παράταιρο αποτέλεσμα, να μην έχει ωραία αισθητική, κιτς. Θέλαμε αυτή η διασκευή να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο κείμενο και στη λογική του Κορνάρου, δηλαδή στο ότι είναι ένα έργο φανταστικό. Προσφύγαμε στις Εικαστικές Τέχνες, στη Γλυπτική και στην Αρχιτεκτονική για να βρούμε τι ήταν αυτό που συνέδεε τις Τέχνες από εποχή σε εποχή, πώς είχαν επηρεαστεί οι Βυζαντινοί από τους Αρχαίους, οι Αναγεννησιακοί από τους Αρχαίους και τους Βυζαντινούς. Προσπάθησα να βρω αυτό το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις Τέχνες ώστε να τα… κολλήσω κάπως μεταξύ τους και να εμφανιστούν σαν ένας κόσμος που δεν υπήρξε ποτέ αλλά δεν θα φαινόταν παράταιρος». Για την εικονογράφηση των δύο βασικών Αναγεννησιακών χαρακτήρων του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας ο Γιώργος Γούσης, επεσήμανε ότι βασίστηκε στις λεπτομέρειες της Αναγέννησης π.χ στα πρότυπα της ομορφιάς, του κάλλους, της ρώμης. «Προσπάθησα να βρω δυο αρχετυπικές μορφές κάλλους και έφτασα στα ελληνικά αγγεία, στις ζωγραφιές από τα αγγεία όπου με πολύ απλές γραμμές έχουν πετύχει μια όμορφη απεικόνιση της εξωτερικής εμφάνισης ενός ανθρώπου. Οπότε επέλεξα ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα να είναι επηρεασμένοι από την αρχαιοελληνική αγγειογραφική ζωγραφική». Για τον ταλαντούχο κομίστα όσο πιο πειστική ήταν η εικονογράφηση του Ερωτόκριτου τόσο πιο πιθανό θα ήταν οι αναγνώστες και ειδικά τα νέα παιδιά, να αναζητήσουν το πρωτότυπο κείμενο του Β. Κορνάρου.« Ειδικά τα νέα παιδιά έχουν μια μεγαλύτερη τάση προς τις εικόνες που διευκολύνει την ανάγνωση και βοηθά να αναπτύξουν τη φαντασία τους, επειδή το έργο αυτό έχει να κάνει με το φανταστικό που αρέσει στα παιδιά όπως είναι και ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών, οι Πειρατές της Καραϊβικής, το Game of Thrones. Επειτα τα εντυπωσιακά χρώματα, οι ατμόσφαιρες, οι μάχες, οι έρωτες είναι κάτι που συγκινεί κάθε αναγνώστη. Νομίζω ότι ο Ερωτόκριτος από μόνος του -ως έργο- γοητεύει οποιονδήποτε. Απλά εμείς προσπαθήσαμε να είναι και πιο σύγχρονο παραμύθι με κόμικς. Η χαρά μας θα ήταν να αποτελέσει το έναυσμα για να διαβαστεί το πρωτότυπο κείμενο του Β. Κορνάρου» σημείωσε ο Γ. Γούσης που τώρα ετοιμάζει ένα νέο graphic novel με θέμα μια ιστορία στα βουνά της Ηπείρου των αρχών του προηγούμενου αιώνα. O Αστερικάκης σε νέες περιπέτειες Ο Αστερίξ που με κάθε ευκαιρία αναστατώνει τις ρωμαϊκές λεγεώνες μοιράζοντας χωρίς φειδώ καρπαζιές στους κατακτητές, δεν χρειάζεται συστάσεις. Ως Αστερικάκης όμως στην περιπέτεια “Το σπαθί και το τραντάφυλλο” έγραψε μία από τις πιο ξεχωριστές σελίδες της λαμπρής διεθνούς ιστορίας του μιλώντας… βαριά κρητικά! Στην ιδιαίτερη αυτή έκδοση των “Μαμούθ κόμιξ”, που κυκλοφόρησε το 2003, οι θρυλικοί “γονείς” του φημισμένου Γαλάτη πολεμιστή Γοσκίνιος (Goscinny) και Υδέρζιος (Uderzo) «κάνουνε νάκλι παλικαριές του Αστερικάκη». Πίσω από την κρητική διάλεκτο και προφορά του ήρωα, των γενναίων συμπολεμιστών του και των μονίμως ηττημένων αντιπάλων τους, βρίσκεται ο Ιεραπετρίτης εκπαιδευτικός Μιχάλης Πατεράκης. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές μας δεν έγινε δυνατό να επικοινωνήσουμε μαζί του ώστε να μας αφηγηθεί τη δική του εμπειρία και προσπάθεια να δώσει τη ντοπιολαλιά της ανατολικής Κρήτης στον καταξιωμένο πολεμιστή. Σε κάθε περίπτωση, ο Αστερικάκης κερδίζει το αναγνωστικό κοινό τόσο με το θάρρος και την αποφασιστικότητά του όσο και με της κρητικές ατάκες του. Η αδούλωτη γαλατική ψυχή παντρεύεται μοναδικά με την ατίθαση και ανυπότακτη ψυχοσύνθεση των Κρητικών και το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό και συγχρόνως ξεκαρδιστικό. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: «Είμαστε στα 50 π.Χ. Ολάκερη τη Γαλατία οι Ρωμαίοι τη-ν-έχουνε ποταγμένη… Ολάκερη είπα; Ψόματα! Ενα χωργιό κακοπόταχτων Γαλατών δεν το ‘βαλε και δεν το βάνει κάτω. Η ζωή για τσι Ρωμαίους Λεγεωνάριους στα παβιόνια του Βαβάο, Ακουάριο, Λαβδάνο και Πετιβόνο, που ’ναι ατσιπάδες στις ντάπιες, δεν είναι και πολλά εύκολη»… Πηγή
  8. Συνήθως χαρακτηρίζουμε –λανθασμένα– «κομήτη» κάποιον ή κάτι που εμφανίζεται μία φορά και μετά εξαφανίζεται. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι κομήτες πάντα επιστρέφουν. Ο «Μπλε Κομήτης», ένα νέο περιοδικό κόμικς για ενήλικο κοινό, έπειτα από μακρά ανομβρία στον χώρο του περιοδικού τύπου, υπόσχεται να είναι πιστός στα τακτικά ραντεβού του. Ο αρχισυντάκτης του και δημιουργός κόμικς, Γιώργος Γούσης, μιλά στην «Εφ.Συν.» για τις προσδοκίες του. Γιατί «Μπλε» και γιατί «Κομήτης»; Όταν ψάχναμε όνομα για το περιοδικό, είχα κολλήσει στη λέξη «κομήτης», επειδή μου έκανε λίγο ρετρό και νοσταλγικό, μου θύμιζε pulp περιοδικά της δεκαετίας του 1980 και, επίσης, ως λέξη μοιάζει με τη λέξη κόμικς. Επιπλέον, η εμφάνιση ενός κομήτη είναι περιοδικό φαινόμενο με συγκεκριμένη περιοδικότητα, όπως το περιοδικό μας που θα εμφανίζεται κάθε τρεις μήνες. Το «μπλε» προστέθηκε στη συνέχεια από τον εκδότη, καθώς την εποχή που το κουβεντιάζαμε, διάβασε τυχαία ότι ήταν ορατός από τη Γη ο μπλε κομήτης Χόντα. Το θεωρήσαμε σημαδιακό. Ευχή μας και προσπάθειά μας είναι να εδραιωθεί ως Κομήτης, να είναι πάντα στην τροχιά των κομικς, να εμφανίζεται πάντα στην ώρα του και να βγαίνουν όλοι έξω για να τον παρατηρήσουν. Με άλλα λόγια, να είναι ένα περιοδικό-φαινόμενο για τα ελληνικά κόμικς. Απόσπασμα από την ιστορία του Γιώργου Γούση, βασισμένη στον χαρακτήρα του ντετέκτιβ Φιλ Πωτ του Παναγιώτη Μητσομπόνου Ποιος είχε την ιδέα για μια τέτοια έκδοση και σε ποιους ανήκουν οι πρωτοβουλίες για την κυκλοφορία του περιοδικού; Η ιδέα γεννήθηκε μέσα από συζητήσεις που είχαν οι εκδόσεις Polaris με εμένα και τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο γύρω από το πώς και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε εκδοτικά με την πληθώρα των εξαιρετικών δημιουργών που υπάρχουν στη χώρα και δεν συναντώνται με το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Βλέπαμε, επίσης, ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ανθρώπων που μπορούν να φτιάξουν και να εκδώσουν ένα γκράφικ νόβελ και των αυτοεκδόσεων όπου συναντάς πολλούς, νέους κυρίως δημιουργούς, με φοβερά προσόντα και υποσχέσεις και δεν μπορείς να τους βρεις παρά μόνο αν πέσει στα χέρια σου η αυτοέκδοσή τους. Καταλήξαμε ότι η φόρμα του περιοδικού είναι το καταλληλότερο μέσο που θα τα ένωνε όλα αυτά. Στέλλα Στεργίου Τι καινούργιο έρχεται να φέρει στα ελληνικά κόμικς; Ένα περιοδικό κόμικς πρέπει να έχει σκοπό να αναδείξει το καινούργιο και να αναθερμάνει το παλιό. Η προτεραιότητά μας είναι η ποιότητα της ύλης μας. Να υπάρχει γκάμα δημιουργών και απόψεων, να βοηθούνται οι δημιουργοί στο επίπεδο της επιμέλειας της δουλειάς τους, να δημιουργηθούν νέες δημιουργικές ομάδες, να συναντηθούν συγγραφείς με σχεδιαστές, να γίνει το περιοδικό ο λόγος για να εκφραστούν οι δημιουργοί και οι συγγραφείς και να αμειφθούν γι' αυτό. Είμαστε ανοιχτοί σε ιδέες και πιστεύουμε ότι ένα περιοδικό οφείλει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός που προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής. Ελπίδα μου είναι να δημοσιεύσουμε και πολλές ελληνικές ιστορίες σε διάφορα είδη αφήγησης, όπως για παράδειγμα συνέβη με την εξαιρετική έκθεση κόμικς με θέμα την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς που έγινε πέρυσι. Απόσπασμα από το κόμικ των Γιώργου Φαραζή και Γλυκερίας Πατραμάνη Υπάρχει όμως το απαιτούμενο κοινό για να το στηρίξει; Από την εμπειρία του «9», της «Βαβέλ», του «Παρά Πέντε» κλπ., ξέρουμε ότι το κοινό που αγοράζει ένα περιοδικό κόμικς είναι ευρύ, είναι ο κόσμος που διαβάζει βιβλία, βλέπει σινεμά, πάει θέατρο κλπ. Επίσης πολλά κόμικς που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια έχουν αξιοσημείωτες πωλήσεις. Αν συμπεριλάβουμε και ένα ποσοστό από την πληθώρα των νέων επισκεπτών στα συνέδρια και τα φεστιβάλ που γίνονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ένα κοινό λίγο-πολύ αχαρτογράφητο, τότε θα έλεγα πως όχι μόνο υπάρχει, αλλά μάλλον είναι και αρκετό. Μένει να το δούμε στην πράξη και φυσικά πιστεύω ότι δεν αρκεί να υπάρχει το κοινό για να αγοράσει οτιδήποτε, πρέπει να είναι καλό και το προϊόν για να το πάρει. Παναγιώτης Μητσομπόνος Θα υπάρχουν σταθεροί συνεργάτες ή θα εναλλάσσονται. Και η αραιή περιοδικότητα μήπως θα αποξενώσει τους αναγνώστες; Δυστυχώς λόγω περιορισμού του χώρου έμειναν απ’ έξω πολλοί σημαντικοί δημιουργοί, με τους οποίους όμως ελπίζω να συνεργαστούμε και να παρουσιάσουν δουλεία στο περιοδικό στη συνέχεια. Σκοπός μας είναι να εναλλάσσονται οι συνεργάτες και φυσικά να εμφανιστούν και νέοι που δεν έχουμε ξαναδεί και αξίζει η δουλειά τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουμε και κάποιες μόνιμες ή περιστασιακές συνεργασίες με κάποιες σειρές ή ιστορίες που θα δημοσιεύονται σε συνέχειες. Η αραιή περιοδικότητα είναι κάτι που αποφασίσαμε ώστε να έχουμε αρκετό χρόνο για την αναζήτηση, τη δημιουργία και την επιμέλεια των ιστοριών που θα δημοσιεύουμε. Αυτό που έχουμε σκοπό να κάνουμε, και θα γίνει το πρώτο βήμα από το δεύτερο μόλις τεύχος, είναι να αυξήσουμε τις σελίδες και την ύλη του περιοδικού, κρατώντας σταθερή την τιμή. Το δεύτερο τεύχος θα έχει 16 σελίδες περισσότερες από το πρώτο. Προτιμούμε να βγάζουμε πιο αραιά ένα μεγαλύτερο και καλύτερο περιοδικό, παρά να κάνουμε βιαστικές επιλογές και εμείς και οι δημιουργοί. Μας ενδιαφέρει και η συλλεκτική αξία, το τεύχος να είναι ωραίο και σαν αντικείμενο. Ο Πέτρος Ζερβός μεταφέρει σε κόμικς το διήγημα «Παραλογή» από το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου Πώς βλέπεις την κατάσταση των ελληνικών κόμικς σήμερα; Τι μπορούμε να περιμένουμε μέσα στο ζοφερό κλίμα της εποχής; Για να πάρουμε την απόφαση να εκδώσουμε ένα περιοδικό και προσωπικά εγώ να δεχτώ τη θέση του αρχισυντάκτη, είναι σαφές ότι πιστεύουμε πως η κατάσταση των ελληνικών κόμικς είναι σήμερα καλύτερη από ποτέ. Είναι η σωστή στιγμή για το κόμικ να κάνει το μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, να μας δώσει σπουδαίες ιστορίες, άλμπουμ και δημιουργούς που να συναγωνίζονται ποιοτικά μεγάλους δημιουργούς του εξωτερικού. Ίσως τελικά το ζοφερό κλίμα της εποχής να είναι η μαγιά που φουσκώνει τη δημιουργικότητα. Απόσπασμα από την ιστορία των Μιχάλη Διαλυνά και Δημοσθένη Παπαμάρκου Μέχρι σήμερα σε γνωρίζαμε ως έναν νέο και πολύ επιτυχημένο δημιουργό. Τώρα θα σε δούμε και ως αρχισυντάκτη. Πώς συνδυάζονται αυτές οι ιδιότητες; Είναι δύσκολο, αλλά προσπαθώ να μη συνδυάζονται! Τα έργα και οι καλλιτέχνες που θα δημοσιεύονται στο περιοδικό δεν θα κρίνονται με το προσωπικό μου κριτήριο, είμαι εδώ για να βοηθώ τους νεότερους στα τεχνικά και στη διαδικασία της δημιουργίας από την εμπειρία μου και να λέω συμβουλευτικά την άποψή μου, ακόμα και αν αυτή δεν εισακουστεί από κάποιους δημιουργούς· προφανώς στο τελικό αποτέλεσμα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα η δική τους άποψη. Επίσης δεν είμαι μόνος μου σε αυτή τη διαδικασία, υπάρχει και η εκδοτική ομάδα αλλά και συνεργάτες του οίκου που σέβομαι και συμβουλεύομαι τη γνώμη τους και το κριτήριό τους. Με ενδιαφέρει οι ιστορίες που θα δημοσιεύουμε να είναι κατ' αρχάς κατανοητές, να έχουν αισθητική, άποψη, να αφορούν όσο το δυνατόν πιο μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού, να είναι τα γράμματα και τα μπαλονάκια σωστά, να διαβάζονται άνετα κλπ. Επίσης προσπαθώ να συνδέω συγγραφείς με δημιουργούς ή να προτείνω συνεργασίες, διασκευές από λογοτεχνικά κείμενα, κάποια ιδέα για σειρά κλπ. Από το επόμενο τεύχος, για παράδειγμα, θα υπάρχει μια σειρά κόμικς για ελληνικά εγκλήματα. Θα τη γράφει ο Γιάννης Ράγκος, που έχει τρομερό δημοσιογραφικό αρχείο πάνω στο θέμα και κάθε φορά θα σκιτσάρει διαφορετικός δημιουργός. Από κει και πέρα δεν υπάρχει κανείς περιορισμός, αντιθέτως, επιδιώκουμε να δούμε δουλείες που θα μας εκπλήξουν, που δεν τις περιμέναμε και δεν μπορούσαμε να τις φανταστούμε. Σχέδιο εξωφύλλου: Παναγιώτης Πανταζής. Δεξιά ο Γιώργος Γούσης. Ο Γιώργος Γούσης γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη συλλογή σύντομων ιστοριών κόμικς «Ιστορίες από τις αθώες εποχές» (εκδ. ΚΨΜ). Ως εικονογράφος και σχεδιαστής κόμικς έχει εργαστεί στον τύπο («ΒΗΜΑMEN», «ΒΗMAgazino», «9» της «Ελευθεροτυπίας», «Lifo», «Athens Voice» κ.α.) και στον χώρο των εκδόσεων βιβλίου. Το graphic novel «Ερωτόκριτος», που δημιούργησε μαζί με τους Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο στο σενάριο, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Polaris το 2016. Τι λένε οι δημιουργοί Συνεργάτες του «Μπλε Κομήτη» θα είναι μια πλειάδα Ελλήνων δημιουργών κόμικς, με διαφορετικά στιλ, τεχνοτροπίες και καλλιτεχνική διαδρομή. Ρωτήσαμε τον Αντώνη Βαβαγιάννη («Κουραφέλκυθρα», «Οι Προτελευταίοι» κ.ά.) αν υπάρχει κοινό στην Ελλάδα που μπορεί να στηρίξει ένα τέτοιο περιοδικό. «Η απλή και εύκολη απάντηση είναι “όχι δεν υπάρχει”. Οι εποχές της “Βαβέλ” και του “Παρά Πέντε” έχουν φύγει και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει κοινό που αγαπάει τα κόμικς στην Ελλάδα και ακόμα περισσότερο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικοί Έλληνες δημιουργοί. Άρα η ερώτηση είναι αν μπορούμε εμείς, όσοι εμπλεκόμαστε στον “Μπλε Κομήτη”, να χτίσουμε αυτό το κοινό που θα στηρίξει και θα αγαπήσει κάτι καινούργιο. Όχι μόνο αυτούς που μεγαλώσανε αγοράζοντας περιοδικά και τους λείπει αυτό το υπέροχο συναίσθημα που νιώθεις όταν πρωτοανοίγεις μια καινούργια ανθολογία κόμικς που την περίμενες για μήνες, αλλά και νέο κοινό που θα θέλει να στηρίξει κάτι πραγματικά αξιόλογο. Δύσκολο; Σίγουρα. Αλλά, διάολε, θα το προσπαθήσουμε!» Θα καταφέρει, όμως, να αντέξει στον χρόνο ένα αμιγώς ελληνικό περιοδικό με κόμικς; Ο Παναγιώτης Πανταζής («Common Comics», «Μαρμελάδα Κεράσι» κ.ά.) μας απαντά: «Ένα καινούργιο ελληνικό περιοδικό ελπίζω πως έρχεται να γίνει σημείο, ένα τοπόσημο για όποιον ασχολείται με κόμικς στην Ελλάδα. Με την ιδιότητα του δημιουργού βρίσκομαι από την αρχή στο χτίσιμο ενός σπιτιού που ξανασυναντώ παλιότερους και σύγχρονούς μου, οργανωνόμαστε, συνεργαζόμαστε και προχωράμε. Αυτό που με κάνει πιο χαρούμενο, ωστόσο, είναι πως το καινούργιο περιοδικό δίνει τη δυνατότητα σε νέα παιδιά με ταλέντο να δουν πώς είναι η δουλειά σου να αφήνει πίσω την όμορφη μεν, αλλά ασφαλή φάση του ερασιτεχνισμού και να περνάει στον επαγγελματικό χώρο, όπου έχεις τη χαρά να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς, να βλέπεις τη δουλειά σου να φτάνει σε μέρη όπου πριν δεν γινόταν και να βελτιώνεσαι λόγω των απαιτήσεων. Αν θα αντέξει στον χρόνο, θα το ξέρουμε όταν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος. Ως τότε, ξέρω πως όσοι συμμετέχουμε, σε κάθε σημείο της πορείας, θα έχουμε δώσει τον καλύτερό μας εαυτό». Και το σχετικό link...
  9. Ο συν-δημιουργός του κόμικ της χρονιάς μας δίνει το απόλυτο commentary του έργου του. “Θέλαμε να κάνουμε κάτι που να ξεφύγει από τα στενά όρια της διασκευής,” μου λέει ο Γιώργος Γούσης καθώς ξεφυλλίζουμε τον τόμο του ‘Ερωτόκριτου’, το οποίο συνέγραψε (μαζί με το Δημοσθένη Παπαμάρκο και Γιάννη Ράγκο) και σχεδίασε για λογαριασμό των Εκδόσεων Polaris. “Όταν σκεφτόμασταν ποιο κείμενο θα κάναμε είχαμε απορρίψει διάφορα γιατί δεν είχαν κάτι να δώσουν στο μέσο. Ο ‘Ερωτόκριτος’ είχε,” εξηγεί ο Γούσης, δικαιολογώντας το γιατί ήταν ο Κορνάρος που έκανε τη διαφορά για αυτούς. “Κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος όταν το έγραφε είχε ένα όραμα πολύ πιο γενικό από το να γράψει απλά ό,τι ήταν αυτό που γραφόταν στην εποχή του.” Ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει και το γιατί η έκδοση αυτή έχει συναντήσει τόσο μεγάλη, άμεση επιτυχία. (Είναι πολλά πράγματα φυσικά. Η άρτια επιμέλεια και η συγγραφική δουλειά από ένα έξοχο τιμ. Η προσεγμένη έκδοση σε φτηνή τιμή, μόλις 10 ευρώ. Το εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα που ξεπερνά τα στάνταρ μιας τυπικής ‘κομιξικής διασκευής’.) Η αίσθησή μου διαβάζοντας τον ‘Ερωτόκριτο’ δεν ήταν πως έχω να κάνω με μια ακόμα ‘Κλασικά Εικονογραφημένα’ περίπτωση, αλλά με ένα έργο που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν πρόδιδε καν την εξω-κομιξική προέλευσή του. Το βιβλίο αυτό είχε το ρυθμό, την αίσθηση, το λουκ ενός κανονικού κόμικ, δε νιώθεις σα να διαβάζεις μια περίληψη πραγμάτων που βρίσκονται αλλού, με τα γνωστά τεράστια επεξηγηματικά κουτάκια και τα ατελείωτα κείμενα. Η πρώτη στιγμή εντυπωσιασμού ήρθε στην πρώτη κιόλας σελίδα, με αυτή τη φανταστική χρωματική παλέτα νύχτας που έδωσε με το καλημέρα (ή το καλησπέρα τελοσπάντων) ένα σαφή αισθητικό τόνο. Ο Γούσης μου εξήγησε αναλυτικά τη διαδικασία του πώς βρήκαν με τον Παναγιώτη Πανταζή (για χρόνια συνεργάτες) τον κατάλληλο τόνο και το πώς υπογραμμίζεται άμεσα το ύφος της ιστορίας. Κι από εκεί, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο σελίδα-σελίδα, ο Γούσης μας ανέλυσε, σα να επρόκειτο για τον ηχητικό σχολιασμό στο DVD μιας ταινίας, πώς δημιουργήθηκε κάθε σκηνή-κλειδί του έργου, και τι κρυβόταν πίσω από πολλές αισθητικές ή σκηνοθετικές επιλογές του. “Αλλά όλα αυτά είναι μέσα στου ‘Ερωτόκριτου’ το κείμενο,” καταλήγει. “Εμείς απλά κάπως τα φωτίσαμε. Με τη ματιά του σήμερα.” Αυτός είναι ο σχολιασμός κάθε σκηνής. Όπως και με την περίπτωση του commentary σε μια ταινία, εξυπακούεται πως συζητούνται σκηνές μέχρι και το τέλος της ιστορίας, οπότε το ιδανικό θα ήταν να έχετε διαβάσει ήδη το κόμικ. Κάντε το, ο ‘Ερωτόκριτος’ είναι μια τέλεια προσθήκη για τη βιβλιοθήκη σας, όσο και ιδανικό για δώρο. Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ “Σκέφτηκα για την Αθήνα πως, σε μια τέτοια πόλη αφού δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, θα είχε ατμόσφαιρα βαθιά. Η αθηναϊκή νύχτα έχει ξάστερο ουρανό και κάπως ισορροπούσε. Κι ουσιαστικά απεικονίζεται η θλίψη του κανταδόρου, έτσι το φαντάστηκα. Βγαίνει τη νύχτα και κάνει καντάδα σε μια κοπέλα που ελπίζει να τον ακούσει. Είναι ρομαντισμός, αλλά στη μελαγχολική του έκφανση. Είναι μια ιστορία που δεν έχει λιβάδια όπου τρέχουν κι αγαπιούνται.” “Σκέψου, ο Κορνάρος δεν περιγράφει πουθενά σκηνογραφία. Δηλαδή αυτή τη σκηνή παρακάτω που κάνουν τα κρυφά ραντεβού, τη φανταζόμουν πάντα με τη λογική ότι αυτός είναι πιο κάτω από εκείνην και προσπαθεί με αυτό τον τρόπο σα να σκαρφαλώνει τα βράχια. Προσπαθεί να τη φτάσει από το παράθυρο, κι αυτό μοιάζει με φυλακή. Είναι σα να προσπαθεί να μπει. Σα να είναι ελεύθερος και να μην είναι. Ένα μυστήριο πράγμα. Σαν μια φυλακή του έρωτα που αυτός προτιμά να είναι εκεί μέσα, παρά να είναι έξω.” ΣΑΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΦΗΒΟΙ “Όταν φτάνει η ιστορία στην κοπέλα ήθελα να φαίνεται σαν κάτι σύγχρονο, σαν μια έφηβη του σήμερα. Τη βλέπεις να τεντώνεται στο κρεβάτι, κάνει σα να κοιτάει το κινητό. Θα μπορούσε να έχει ένα iPad στο χέρι.” “Και στην σκηνή που είναι στο δωμάτιου εκείνου, που αράζουν κι αυτός κοιμάται στο πάτωμα, βλέπεις εκεί γύρω ένα λαούτο, βλέπεις σπαθιά. Ο τύπος είναι έφηβος μποέμ, το σπίτι του είναι εντελώς τηλεοπτικό. Σχεδόν βλέπεις κουτάκια μπύρας.” ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΑΠΟ ΑΓΓΕΙΑ “Το πρώτο μου πρόβλημα ήταν πώς θα απεικονίσω τους δύο πρωταγωνιστές. Υπάρχει μια απεικόνιση του Θεόφιλου που έχουν μουστάκι και ξανθιά μπούκλα. Ήθελα κάτι αρχετυπικά Ελληνικό, να είναι δύο εντελώς μεσογειακές φιγούρες. Το πιο κοντινό ήταν των αγγείων οι μορφές αλλά δεν ήθελα να είναι και κλασικό. Οπότε έκανα το ανάποδο αγγείο που είναι όλο μαύρο. Υπάρχει το μελανόμορφο αγγείο που είναι άσπρο background και μαύρη φιγούρα και υπάρχει ερυθρόμορφο που είναι το αντίθετο. Εγώ το μαύρο το έβαλα μόνο στην τρίχα, είναι γυαλάδα, το πρόσωπο είναι σαν καραγκιόζης, όλο μαύρο. Το δοκίμασα να δω αν λειτουργεί και το κράτησα παντού. Και υπάρχει ελάχιστη σκιά. Αυτό θα ήταν hit ή θα ήταν miss.” Η ΜΑΓΙΣΣΑ “Η μάγισσα είναι εφεύρεση δικιά μας, δεν υπάρχει στο κείμενο. Ο Κορνάρος δεν δείχνει καν τη σκηνή. Αυτά τα τοπία, τα κτίσματα είναι στη Βόρεια Εύβοια στα βουνά πάνω, λέγονται Δρακόσπιτα, κανείς δεν ξέρει ποιος τα έφτιαξε. Στο πλαίσιο που θέλαμε όλα τα μέρη να είναι Ελληνικά, διαλέξαμε κάτι που να θυμίζει σπηλιά μάγισσας. Κι αυτή είναι μια κλασική φιγούρα μάγισσας, λίγο άφυλη.” “Θεώρησα ότι εφόσον έχει υπάρξει το φίλτρο, και υπάρχει η σκηνή που πάει ξανά στη μάγισσα, δε χρειάζονταν παραπάνω εξηγήσεις για την εμφάνιση του φίλτρου στο τέλος, θα ήταν τελείως πασιφανές. Αφού υπάρχει από την αρχή αυτό, δέχεσαι ότι υπάρχει μαγεία. Ότι αυτά γίνονται.” Ο ΛΑΟΚΟΩΝ “Είναι αναφορά στην αντίστοιχη ιστορία που είχε πάλι να κάνει με ένα γονέα κι ένα παιδί, που την έχει διώξει. Ο πατέρας εδώ είναι λίγο περίεργος χαρακτήρας, τη μία μπορεί να φανείς σοφός και την άλλη παράλογος. Η σκηνή που τρελαίνεται ο πατέρας μου αρέσει, και στο βιβλίο είναι ακόμα πιο απότομη, τρελαίνεται σε δευτερόλεπτα. Το κάνει όλο αυτό στα πλαίσία της εξουσίας της εποχής. Στο τέλος μαλακώνει πολύ.” BROMANCE “Μου αρέσει πολύ η σκηνή που είναι οι δυο φίλοι σε ένα μπαλκόνι και βλέπουν το λιμάνι. Μου αρέσει πολύ και σαν ρομαντική σκηνή, υπάρχει gay subtext. Αυτός είναι σα να έχει αισθήματα για τον Ερωτόκριτο. Είναι και η φωνή της λογικής. Είναι ο φίλος που λέει ‘έλα, ξεπέρνα το, αφού δε θα καταλήξει καλά’. Τον πιέζει να την ξεπεράσει. Γενικά όλοι οι χαρακτήρες θεωρούνται εκφάνσεις του Ερωτόκριτου. Αυτός είναι κάπως η συνείδησή του.” ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΑΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ “Η μεγάλη μάχη είναι 7-8 σελίδες, σε δυο μέρη κιόλας. Εδώ εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος αλλαγμένιος, και έπρεπε να είναι πειστικό ότι όντως σώζει το βασιλιά στη μάχη. Πρέπει να έχει μια πλοκή η μάχη, να φαίνεται πως όντως γίνεται πόλεμος. Η μονομαχία μετά είναι η κορύφωση του έργου, δε μπορούσαμε να δείξουμε τρεις γροθιές και μετά τέλος. Και δε μου αρέσει και καθόλου που βλέπεις μάχες και δεν ξέρεις τι γίνεται, σε σινεμά και σε κόμικς. Είχαμε δει και του Όμπεριν στο ‘Game of Thrones’ που ήταν και πωρωτικό και καταλάβαινες και μια πλοκή.” “Σκέφτηκα πώς θα είναι στον Ελληνικό ήλιο, σε αντίθεση με τα ιπποτικά της Αγγλίας που είναι βρεγμένα, μουντά. Εδώ θα ήταν πύρινη η φάση, θα έλιωναν στις πανοπλίες. Γι’αυτό το πύρινο το πράσινο του ήλιου. Είναι μια υπερβολή στα πλαίσια του να σε πείσει ένα παραμύθι. Είναι τελείως παράλογα τα χρώματα της μονομαχίας στο background. Πήγα πιο κοντά στα βυζαντινά, μια αγιογραφική απεικόνιση. Μόνο στρατιώτες οι οποίοι μάχονται μέχρι θανάτου.” “Πιο πολύ βασίστηκα στο να ακολουθώ ένα ρυθμό και τα χρώματα να δίνουν ένταση ή παύση, παρά να είναι ρεαλιστικά ή να βάζω από πίσω στρατιώτες. Ενώ μέχρι ένα σημείο βγάζει νόημα τι γίνεται, σταδιακά παύει, γιατί είναι πια σα να κάνουν έρωτα.” “Κι επίσης επίτηδες δεν έβαλα καθόλου σκηνή πανηγυρισμού για να μην περνάει ότι είναι μια νίκη. Έχουμε αλληλοσκοτωθεί, κανείς δεν κέρδισε, απλά με αυτό τον τρόπο έληξε ο πόλεμος. Δεν ήθελα να έχει κάτι το ηρωικό, ότι θριαμβεύσαμε. Και στο τέλος της ιστορίας αντίστοιχα πάλι δεν έχει πανηγύρι. Αυτό που αφορά το ζευγάρι λιγότερο είναι η εξουσία.” ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΑΙΜΑ “Η κονταρομαχία νωρίς στην ιστορία είναι ένα πανηγυράκι που δε μας καίει και πολύ, απλά θέλουμε να κερδίσει ο Ερωτόκριτος. Ενώ εδώ ουσιαστικά παίζεται όλη η ιστορία. Το πολύ ενδιαφέρον για μένα είναι ότι δεν κερδίζει ηρωικά, δεν κερδίζει αέρα ο Ερωτόκριτος αυτή τη φορά. Ουσιαστικά αλληλοσκοτώνονται. Γι’αυτό έχω βάλει να ενώνονται τα αίματά τους.” (ΠΟΠ) ΑΝΑΦΟΡΕΣ “Υπάρχει η σκηνή που τον μεταφέρουν μετά την μονομαχία ημιθανή οι άλλοι στρατιώτες μέσα στο παλάτι βάζοντας τον σε ένα σεντόνι, και το έχω πάρει από όλες τις απεικονίσεις πιετά που μεταφέρουν το νεκρό.” “Και εδώ μοιάζουν με δονκιχωτικές φιγούρες. Σαν μια ελάχιστη ξώφαλτση αναφορά. Θεωρούνται κοινής εποχής. Και επίτηδες αυτοί είναι τρισδιάστατοι και δεν μοιάζουν με τους άλλους χαρακτήρες.” ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ “Η αγαπημένη μου σκηνοθετικά σκηνή είναι η τελευταία, που ουσιαστικά το σενάριο ζητά μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, και γίνεται ο γάμος. Επίτηδες έχω πλάνο που είναι δυο άδειες καρέκλες, που έχουν παρατήσει εκεί κορώνες, τα πάντα, κι ουσιαστικά τρέχουν να πάνε στο δωμάτιο να κάνουν σεξ. Κι αυτός είναι τόσο χαρούμενος που ουσιαστικά απλά ακουμπά μια κολώνα, ίσα ακουμπά το μάρμαρο, τα πόδια του δεν πατάνε στιβαρά. Φεύγουν σχεδόν στα κρυφά, είναι μια φάση μέθεξης. Και φιλιούνται έξω από το δωμάτιο, πριν προλάβουν να μπούνε μέσα. Εκείνη τον τραβάει μέσα. Δηλαδή εντάξει, ΟΚ η εξουσία, αλλά η φάση είναι να κάνουμε έρωτα. Και ουσιαστικά ένα τεράστιο έπος γεμάτο μάχες τελειώνει απλά σε μια κλειστή πόρτα.” *Ο ‘Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου’ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Polaris. Πηγη
  10. Τα 'μαθες Αρετούσα μου, γίναμε κόμικς... O Δημοσθένης Παπαμάρκος, ο Γιάννης Ράγκος και ο Γιώργος Γούσης μας μιλούν για τη μεταφορά του Ερωτόκριτου σε κόμικ. Της Πόλυς Κρημνιώτη για την avgi.gr: Τα 'μαθες Αρετούσα μου; Ο "Ερωτόκριτος" έγινε κόμικς. Δύο συγγραφείς, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος, και ένας κομίστας, ο Γιώργος Γούσης ανέλαβαν να μεταφέρουν το εμβληματικό έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου στην εποχή μας. Δύσκολο το εγχείρημα, αλλά "το διασκεδάσαμε" ομολογούν και οι τρεις. Πόσο μάλλον όταν βλέπουν την ανταπόκριση που έχει το graphic novel τους στους νέους αναγνώστες και τις επανεκδόσεις του να διαδέχονται η μία την άλλη (εκδ. Polaris). "Τα νέα παιδιά διαβάζοντας το κόμικς έμαθαν τον 'Ερωτόκριτο', γνώρισαν τον μύθο, τα πρόσωπα και την πλοκή της ιστορίας του Κορνάρου" λέει ο Γ. Γούσης. "Για πολλούς συνομηλίκους μου, ίσως και μεγαλύτερους, ο 'Ερωτόκριτος' ήταν ένας 'Ρωμαίος και Ιουλιέτα' α λα ελληνικά" προσθέτει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. Και οι τρεις πάντως αναγνωρίζουν στο κείμενο του Κορνάρου "ένα μοντέρνο έργο" που τους έδωσε την αφορμή να δημιουργήσουν τη δική τους εκδοχή. "Τα βασικά θέματα του Κορνάρου είναι ο έρωτας, οι ταξικές διαφορές, η ετερότητα, ο ρόλος της γυναίκας - η Αρετούσα εμφανίζει πρώιμα, αλλά σαφή στοιχεία ισότιμης θέσης απέναντι στον άντρα, στην εξουσία και την κοινωνία" επισημαίνει ο Γιάννης Ράγκος, δείχνοντας πόσο επίκαιρο παραμένει σήμερα αυτό το έργο της κρητικής Αναγέννησης. Οι τρεις τους αναλαμβάνουν να μας ξεναγήσουν στον κόσμο της Αρετούσας και του Ερωτόκριτου και το ταξίδι τους από την Αθήνα των παλιών χρόνων στη σημερινή εποχή, όπου το κόμικς αναζητά τη δική του θέση ως πρωτογενής δημιουργική διαδικασία. * Γιατί επιλέξατε τον "Ερωτόκριτο"; Γιώργος Γούσης: Το πρώτο βασικό κριτήριο ήταν να μπορεί να μεταφερθεί στη μορφή των κόμικς. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να έχει σκηνές με δράση, να μην είναι λογοτεχνία εσωτερικής δράσης, μονολόγων. Οπότε μ' αυτά τα κριτήρια αρχίσαμε να αποκλείουμε Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη και ο Παπαμάρκος έριξε την ιδέα του "Ερωτόκριτου". Δημοσθένης Παπαμάρκος: Είναι πολύ αγαπημένο μου έργο και το πρότεινα γιατί θεώρησα ότι έχει τα στοιχεία που βοηθούν να μεταφερθεί στη γλώσσα των κόμικς. Επίσης, επειδή ο "Ερωτόκριτος" είναι ένας λογοτεχνικός κόσμος τον οποίο θα ήθελα να γνωρίσω και να εξερευνήσω πιο εντατικά και πιο συστηματικά. Έκανα την πρόταση με μεγάλη επιφύλαξη, επειδή θεώρησα μπορεί να με παρέσυρε το προσωπικό μου γούστο, με το οποίο ενδεχομένως να μην ταυτιζόταν η ομάδα. * Ενστάσεις δεν υπήρξαν για το εγχείρημα; Γ. Γούσης: Η ένστασή μου ουσιαστικά βασιζόταν στην άγνοια. Εξαφανίστηκε όταν συνειδητοποίησα δύο πράγματα: αφενός ότι ο "Ερωτοκριτος" εντάσσεται στο φανταστικό και άχρονο, επιπλέον, παρ' ότι ανήκει στο φανταστικό και υπονοεί τις επιρροές του ταυτόχρονα, δεν τις περιγράφει διεξοδικά. Δεν περιγράφει ρούχα, πρόσωπα, κτήρια, όπλα, επομένως μου έδινε τη δυνατότητα να επινοήσω ένα σύμπαν, έναν κόσμο που θα διαδραματίζεται ο "Ερωτόκριτος" προσπαθώντας να μείνω πιστός στο όραμα του Κορνάρου όπως εγώ το κατανοώ. Θεωρήσαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να δούμε επίσης τη μεσογειακή εκδοχή ενός ιπποτικού μυθιστορήματος. Ο Κορνάρος μας πρόσφερε αυτή τη δυνατότητα. Η γλώσσα του μας έδειχνε τις επιρροές του, επομένως μας καθοδήγησε στην οπτικοποίησή του. Όπως δηλαδή η γλώσσα του Κορνάρου παντρεύει την αρχαιοελληνική και βυζαντινή γλώσσα και το σύγχρονό του βενετοκρητικό ιδίωμα, έτσι και το σχέδιό μου αντλεί από τις εικαστικές αναφορές των αντίστοιχων περιόδων. Ταυτοχρόνως, εντάσσω στο σχέδιό μου και αρχιτεκτονικά στοιχεία από αρχιτεκτονικά σχέδια δημοσίων κτηρίων του 19ου αιώνα, που όμως δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, τονίζοντας μ' αυτό τον τρόπο τον μη χρόνο και τον μη τόπο. * Πώς διαχειριστήκατε το θέμα της γλώσσας; Γιάννης Ράγκος: Είναι σαφές ότι στον "Ερωτόκριτο" η γλώσσα του Κορνάρου είναι καθοριστική και είναι κυρίως αυτή που καθιστά το έργο κλασικό, ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα του ιπποτικού μυθιστορήματος. Όμως θεωρήσαμε ότι στα διαλογικά μέρη ο δεκαπεντασύλλαβος σε συνδυασμό με την κρητική ιδιόλεκτο του Κορνάρου δεν θα λειτουργούσε στη φόρμα του κόμικ. Επομένως, κάναμε μια κεντρική επιλογή. Στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιήσαμε νεοελληνικό πεζό λόγο χωρίς νεολογισμούς ή εκφράσεις του συρμού, αλλά με απόλυτο σεβασμό στο αυθεντικό κείμενο, ενώ στα αφηγηματικά μέρη, δηλαδή στις λεζάντες, αφήσαμε το αυθεντικό κείμενο ως έχει. Στόχος μας άλλωστε ήταν ο λόγος μας να είναι εύκολα προσβάσιμος σε ένα νεανικό κοινό και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε για τον αναγνώστη ένα σημείο επαφής με το πρωτότυπο έργο. Δ. Παπαμάρκος: Η επιλογή των στίχων στα αφηγηματικά μέρη είχε αρκετές δυσκολίες. Έπρεπε να βρούμε τον καταλληλότερο και πιο εύληπτο δίστιχο για τη σκηνή που θέλαμε να περιγράψουμε, το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρξε αυτούσιο. Έτσι, έπρεπε να συνθέσουμε ένα δίστιχο παίρνοντας στίχους από διαφορετικά σημεία του κειμένου. * Ποια γεύση τελικά σας άφησε η αναμέτρηση μ' αυτό το κλασικό κείμενο; Δ. Παπαμάρκος: Ένα κλασσικό κείμενο δεν παλιώνει ποτέ, μολονότι είναι παλιό. Αντίθετα, αυτό που το κάνει κλασικό είναι ότι μπορεί να συγκινεί διαχρονικά και να συνομιλεί και με άλλες τέχνες. Ο "Ερωτόκριτος" είναι από μόνος του ένα μοντέρνο έργο. Εμείς απλά είδαμε ότι μπορεί να γίνει και ένα μοντέρνο graphic novel με την ανάδειξη ακριβώς εκείνων των στοιχείων που το κάνουν επίκαιρο σε κάθε συγχρονία. Γ. Ράγκος: Τα βασικά θέματα, άλλωστε, του Κορνάρου είναι ο έρωτας, οι ταξικές διαφορές, η ετερότητα, ο ρόλος της γυναίκας- η Αρετούσα εμφανίζει πρώιμα, αλλά σαφή στοιχεία ισότιμης θέσης απέναντι στον άντρα, στην εξουσία και την κοινωνία. Γ. Γούσης: Αυτό το στοιχείο προσπάθησα να εντάξω και στο εξώφυλλο, όπου ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα μπλέκουν τα χέρια τους και τα βλέματά τους κρατώντας ισότιμα το ξίφος του έρωτα και της εξουσίας. * Πώς αντιμετωπίζουν τον "Ερωτόκριτο" οι νέοι σήμερα; Γ. Γούσης: Μου έκανε εντύπωση ότι νέα παιδιά, διαβάζοντας το κόμικς έμαθαν τον "Ερωτόκριτο", γνώρισαν τον μύθο, τα πρόσωπα και την πλοκή της ιστορίας του Κορνάρου, ενώ η δική μου γενιά το αγνοούσε. Μάλιστα, πολλοί εκπαιδευτικοί που έχουμε συναντήσει κατά καιρούς μάς έχουν πει ότι τους δώσαμε ένα χρήσιμο εργαλείο διδασκαλίας. Δ. Παπαμάρκος: Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο "Ερωτόκριτος" σε μας που μεγαλώσαμε στη δεκαετία του '90, έφτασε μέσα από τις μελοποιήσεις του, οι οποίες επικεντρώνονταν στο ερωτικό κομμάτι. Έτσι, για πολλούς συνομηλίκους μου, ίσως και μεγαλύτερους, ο "Ερωτόκριτος" ήταν ένας "Ρωμαίος και Ιουλιέτα" α λα ελληνικά, χωρίς να γνωρίζουν ούτε ότι διαδραματίζεται στην Αθήνα ούτε αν έχει ευτυχές ή μη τέλος. * Και το στοίχημα ποιο είναι στο εξής; Δ. Παπαμάρκος: Το γεγονός ότι ο "Ερωτόκριτος" είναι το πρώτο ιπποτικό μυθιστόρημα που διασκευάζεται σε graphic novel. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε αν μπορεί να προσελκύσει και το διεθνές κοινό, που είναι εν μέρει εξοικειωμένο και με το κόμικς και με την παράδοση της ιπποτικής μυθιστορίας, αλλά όχι στην ελληνική της εκδοχή. Ένα μικρό τεστ θα είναι η αγγλική έκδοση του "Ερωτόκριτου" από τις εκδόσεις Polaris, που θα κυκλοφορήσει περίπου σε έναν μήνα για τους ξενόγλωσσους επισκέπτες της χώρας. Γ. Γούσης: Το μεγάλο στοίχημα όμως είναι να δούμε την αντίδραση των αναγνωστών σε ένα κόμικς που δεν θα βασίζεται σε ένα γνωστό έργο της λογοτεχνίας, αλλά σε μια πρωτότυπη δικιά μας μυθοπλασία, με ελληνικό περιεχόμενο. Γ. Ράγκος: Με τον Γιώργο το επιχειρούμε ήδη, αφού μετά τον "Ερωτόκριτο" δουλεύουμε πάνω σε μια δική μας ιστορίας που εμπνέεται από τα τελευταία χρόνια της ληστοκρατίας στην Ελλάδα. * Το κόμικς έχει πάρει τη θέση του ως ένα πρωτογενές έργο τέχνης στη χώρα μας; Γ. Γούσης: Το graphic novel για την Ελλάδα είναι ο πιο φρέσκος τρόπος αφήγησης ιστοριών. Ακόμα βρίσκεται στα σπάργανα σε σχέση με ό,τι γίνεται στο εξωτερικό αλλά και με τις ελληνικές αφηγηματικές τέχνες. Δυστυχώς, το κοινό και η κριτική δεν έχουν ακόμα από το κόμικς τις ίδιες αξιώσεις ποιότητας που έχουν για άλλες τέχνες. Γι' αυτόν τον λόγο το έχουν κατατάξει σε μια κατηγορία υποκουλτούρας και δεν έχει συγκροτήσει τα απαραίτητα εργαλεία για την κριτική και την ερμηνεία του.
  11. Ο Ερωτόκριτος σε κόμικ Οι δημιουργοί του «ελληνικού Game of Thrones» εξηγούν πώς ένα κείμενο του 17ου αιώνα μπορεί να μετατραπεί σε ποπ ανάγνωσμα. Του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, για το Βήμαgazino: «Ξέχνα τον! Είστε από διαφορετικούς κόσμους. Αυτή η σχέση είναι αδύνατο να προχωρήσει. Ερωτας είναι, θα σου περάσει. Δεν είσαι δα και η πρώτη που ερωτεύτηκε!». «Νομίζεις ότι το διάλεξα να πονάω γι' αυτόν; Ο έρωτας περνάει μόνο αν τον ζήσεις!». Αυτός ο διάλογος της ερωτευμένης Αρετούσας με την επιφυλακτική παραμάνα της, από το graphic novel «Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου» των Γιώργου Γούση, Δημοσθένη Παπαμάρκου και Γιάννη Ράγκου (εκδ. Polaris), θα μπορούσε να εμφανίζεται σε ένα σύγχρονο ερωτικό μυθιστόρημα. Οι σκηνές της επικής μάχης των Αθηναίων με τους Βλάχους, οι εντάσεις, οι μονομαχίες, το σασπένς, το σπλάτερ θα μπορούσαν να εμφανίζονται σε μια ελληνική προσαρμογή του «Game of Thrones». Ο λόγος που διαπνέει όλο το κόμικ είναι νεοελληνικός, πεζός, ενώ παρεμβάλλονται αυτούσια αποσπάσματα από τον αυθεντικό «Ερωτόκριτο», σαν λεζάντες. Τα χρώματα της αρχαίας Αθήνας είναι ατμοσφαιρικά, παραμυθένια, μεσογειακά. Η σύνθεση των στοιχείων από την έμμετρη μυθιστορία του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια ιστορία που συνήθως διδασκόμασταν επιφανειακά στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, είναι εντυπωσιακή. Οι δημιουργοί του κόμικ που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο βραβευμένος διηγηματογράφος Δημοσθένης Παπαμάρκος και ένας από τους πιο ταλαντούχους κομίστες της Ελλάδας, ο Γιώργος Γούσης, εξηγούν το σκεπτικό πίσω από αυτό το τόσο ενδιαφέρον μεσογειακό fantasy. Ο Παπαμάρκος, συγγραφέας του βραβευμένου «Γκιακ», μιλάει για την προσαρμογή των διαλόγων: «Στους διαλόγους, στα μπαλονάκια δηλαδή, χρησιμοποιήσαμε νεοελληνικό πεζό λόγο χωρίς νεολογισμούς. Φυσικά, το περιεχόμενο των διαλόγων ορίστηκε από το πρωτότυπο κείμενο του Κορνάρου. Με άλλα λόγια, κρατήσαμε το νόημα, απλώς κάναμε το έμμετρο πεζό. Στα αφηγηματικά μέρη, στις λεζάντες, πήραμε αυτούσια αποσπάσματα από τον αυθεντικό "Ερωτόκριτο", και συγκεκριμένα από τα μέρη όπου μιλάει ο ποιητής, και τα ταιριάξαμε με τις αντίστοιχες εικόνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάστηκε να επέμβω και να συνθέσω τα δίστιχα που χρησιμοποιήθηκαν "μοντάροντας" στίχους που δεν βρίσκονταν πλάι πλάι στο αρχικό κείμενο». Πόσο εύκολο είναι να μετατρέψεις ένα κλασικό κείμενο του 17ου αιώνα σε σύγχρονο κόμικ; Ο Γιώργος Γούσης εξηγεί: «Ο Ερωτόκριτος είναι ένα έργο που δεν ανήκει μόνο στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση, αλλά και σε αυτή της Αναγέννησης. Ως τέτοιο, αντλεί στοιχεία από διαφορετικές εποχές και πολιτιστικές παραδόσεις (π.χ. της κλασικής αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της δυτικής Αναγέννησης κ.τ.λ.), τις οποίες, ωστόσο, μάλλον υπαινίσσεται γλωσσικά, παρά περιγράφει με ακρίβεια. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που το κάνει ιδιαίτερα πρόσφορο για μεταφορά σε κόμικ, αφού επιτρέπει μια ελευθερία όσον αφορά την ανάπλαση ενός νέου φανταστικού κόσμου με πλήθος στοιχείων από διάφορους υπαρκτούς πολιτισμούς. Θεώρησα πως για μένα αυτό ήταν μια πρόκληση με την οποία ήθελα να αναμετρηθώ. Αντλήσαμε στοιχεία από τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τον ρουχισμό αλλά και τον οπλισμό όλων τον διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων που συνδυάζει το πρωτότυπο έργο και μετά προσπάθησα να τα συνθέσω έτσι ώστε να φαίνονται οργανικά. Η δυσκολία ήταν ότι το κολάζ που ήθελα να φτιάξω έπρεπε στο τέλος να μην ξενίζει, να μην εντυπωσιάζει μόνο τον αναγνώστη, αλλά κυρίως να τον πείθει». Το έργο καταπιάνεται ακροθιγώς με σύγχρονα και διαχρονικά ζητήματα, όπως ο φεμινισμός, η δύναμη του έρωτα, το χάσμα των ταξικών διαφορών, ο σύγχρονος (αλλά όχι αργκό) λόγος δύο νέων ανθρώπων μέσα από τις δυστοπίες της κάθε εποχής. Και όλα αυτά με μια ποπ ανάγνωση της αρχαίας Ελλάδας. Είναι μια εντυπωσιακή δουλειά, όπως όλες όσες γίνονται με τόσο μεράκι. * Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Ιουνίου 2016
  12. Ερωτόκριτος: Το ερωτικό έπος του Β. Κορνάρου στον κόσμο των κόμικς Ο «Ερωτόκριτος», το ιπποτικό έπος του Βιτσέντζου Κορνάρου, που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Αναγέννησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε graphic novel, από τις εκδόσεις Polaris. Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα αποτέλεσε για αιώνες το δημοφιλέστερο ανάγνωσμα του ελληνισμού. Παρόλο που επικρίθηκε ως ευτελές λαϊκό δημιούργημα («εξάμβλωμα» το χαρακτηρίζει ο Kοραής και «μυθιστόρημα για τις υπηρέτριες» ο Mιστριώτης), επηρέασε όσο κανένα άλλο κείμενο τη νεοελληνική ποίηση, από τον Σολωμό έως τον Σεφέρη. Οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Γιάννης Ράγκος (σενάριο) και ο Γιώργος Γούσης (σχέδιο) μετέτρεψαν την κλασική αυτή έμμετρη μυθιστορία των αρχών του 17ου αιώνα σε ένα ελληνικό fantasy, στο οποίο συνυπάρχουν ανεκπλήρωτοι έρωτες και ισχυροί δεσμοί φιλίας, πολιτικές συμμαχίες και βίαιες μάχες, κώδικες τιμής και φεμινιστικά «μοτίβα», με το στοιχείο της μαγείας να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο. Σύγχρονες και, ταυτόχρονα, παραμυθένιες εικόνες Ο Γιώργος Γούσης επέλεξε κινηματογραφικά πλάνα και, μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή (συνεργάστηκε στο χρώμα), διάλεξαν ποπ χρώματα, δημιουργώντας σύγχρονες και, ταυτόχρονα, παραμυθένιες εικόνες. Παράλληλα, καθώς η ιστορία του «Eρωτόκριτου» - αν και, τυπικά, εξελίσσεται στην αρχαία Αθήνα - χρησιμοποιεί στοιχεία από ποικίλες ιστορικές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς (κλασική αρχαιότητα, Βυζάντιο, Αναγέννηση, Ενετοκρατία κ.ά.), η εικονογράφηση συνθέτει έναν κόσμο, που δεν ανταποκρίνεται σε καμία συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, αλλά αντλεί από στοιχεία της ελληνικής τέχνης όλων των περιόδων, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα του Κορνάρου αντλεί από όλη την ελληνική γλωσσική παράδοση. Στους διαλόγους, υιοθετείται ένας λιτός και στρωτός νεοελληνικός λόγος, με απόλυτο σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο του Κορνάρου. Στην αφήγηση, περιλαμβάνονται αυθεντικά αποσπάσματα (δεκαπεντασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι στην κρητική διάλεκτο) με ελάχιστες προσαρμογές, ως μια σκόπιμη «σύνδεση» με το γλωσσικό ιδίωμα του εμβληματικού αυτού έργου. Κεντρικό θέμα ο έρωτας Ο «Ερωτόκριτος», που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο, στην Κρήτη, τον 17ο αιώνα, αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην κρητική διάλεκτο, των οποίων οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, και, γύρω από αυτό, περιστρέφονται και άλλα θέματα, όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την «Ερωφίλη» του Γεωργίου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Ο «Ερωτόκριτος» πέρασε στη λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μελοποίησή του από τον Χριστόδουλο Χάλαρη και την ερμηνεία του από τον Νίκο Ξυλούρη. naftemporiki.gr
  13. Ο «Ερωτόκριτος» στον κόσμο του κόμικς ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ο τρόπος που έχουν απεικονιστεί οι φιγούρες, φέρνει στον νου μορφές από αρχαία ελληνικά αγγεία. Οι λεπτομερείς ιπποτικές στολές εντυπωσιάζουν. Η σκηνοθεσία δείχνει μελέτη σε βάθος. Οι σκηνές τρέχουν, υπάρχει ένταση και αγωνία. Κάποια καρέ, ειδικά αυτά με τις μάχες, είναι άξια θαυμασμού, ζωντανά, γεμάτα δυναμισμό. Και η ίδια η ιστορία, από τις καντάδες του Ερωτόκριτου με το λαγούτο στο παραθύρι της Αρετούσας μέχρι το τελικό σμίξιμο των δύο τραγικών ηρώων, ξεδιπλώνεται με ρυθμό. Οι Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος και Γιάννης Ράγκος διασκεύασαν σε graphic novel τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, και οι έμμετροι και ομοιοκατάληκτοι στίχοι του εμβληματικού έπους του 17ου αιώνα απεικονίζονται σε καρέ και συνοδεύουν αυτά. Αλλοτε αυτούσιοι και άλλοτε μεταφερμένοι στη δημοτική. Πρώτο καρέ, νύχτα στην Ακρόπολη και γύρω από αυτήν. Σκούρο μπλε ο ουρανός, κάποια άστρα. Αναμμένες φλόγες στολίζουν με πορτοκαλιές σκιές τα οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας. Ο ποιητής γράφει: «Στους περαζόμενους καιρούς που οι Ελληνες ορίζα/ και που δεν είχε η πίστη τους θεμέλιο μηδέ ρίζα/ εις την Αθήνα που ήτανε της μάθησης η βρώσις/ και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης/ τότ’ ένας νέος φρόνιμος που ’χε καιρού θεμέλιο/ του Ερωτα εγίνηκε παιχνίδι του και γέλιο», ακολουθούν και άλλες λίγες λεζάντες παρμένες από το πρωτότυπο. Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος του Κορνάρου υπάρχει διακριτικά· στις αρχές των κεφαλαίων ή των σκηνών, για να θυμίζει τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε το μεγάλο έπος. Οταν όμως πηγαίνουμε στους διαλόγους, ο λόγος γίνεται σύγχρονος. Από τις ατελείωτες στροφές των διαλόγων του πρωτοτύπου έχει κρατηθεί η ουσία. Και έχει έρθει στο σήμερα, με φράσεις που συμβαδίζουν με την αισθητική ενός fantasy κόμικς. Στα «μπαλονάκια» η γλώσσα είναι καθαρή, στρωτή και «ιπποτική» – νεολογισμοί και αργκό δεν χωρούν στον «Ερωτόκριτο». Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (συγγραφέας της εξαιρετικής συλλογής διηγημάτων «Γκιακ», εκδ. Αντίποδες) και ο Γιάννης Ράγκος (δημοσιογράφος και συγγραφέας των αστυνομικών μυθιστορημάτων «Η στάση του εμβρύου» και «Μυρίζει αίμα», εκδ. Ινδικτος) είναι οι σεναριογράφοι του κόμικς, οι οποίοι ακολούθησαν πιστά το πρωτότυπο όσον αφορά την πλοκή, αφήνοντας βέβαια πολλά απ’ έξω, αλλά τηρώντας τη βασική γραμμή των γεγονότων. Ακολουθήθηκε ακόμη και ο αναχρονισμός που υπάρχει στο έργο του ποιητή. Ο Κορνάρος δεν τοποθέτησε τον Ερωτόκριτο σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά σε μια αόριστη προχριστιανική Αθήνα, χωρίς δωδεκάθεο, με στοιχεία από την ιταλική Αναγέννηση, όπως τους ιπποτικούς αγώνες. Οπότε, αυτό που παρουσιάζουν στο κόμικς οι δημιουργοί –οι οποίοι δείχνει να άνοιξαν πολλά βιβλία, εγχειρίδια και ιστοσελίδες– είναι ένα χαρμάνι από αρχαία Αθήνα, μεσαιωνική, βυζαντινή, αναγεννησιακή και βενετσιάνικη. Το άχρονο και πολυπολιτισμικό σκηνικό είναι ταιριασμένο αρμονικά, χωρίς παραφωνίες, δεν ξενίζει τον αναγνώστη, ενώ προσδίδει ένα παραμυθένιο στοιχείο στο όλο περιβάλλον. Οι σεναριογράφοι πρώτη φορά καταπιάνονται με το κόμικς, όπως πρώτη φορά και ο σχεδιαστής Γιώργος Γούσης δοκιμάζεται σε κόμικς μεγάλης φόρμας (86 σελίδες), καθώς το βιογραφικό του μέχρι πρότινος μετρούσε ολιγοσέλιδες ιστορίες (κάποιες από τις οποίες συλλέγονται στον τόμο: «Ιστορίες από τις αθώες εποχές», εκδ. ΚΨΜ). Και ο Γούσης μάς εκπλήσσει ευχάριστα. Εχει χειριστεί το θέμα με ικανότητα. Γραμμές καθαρές, χαρακτήρες εκφραστικοί, καλοστημένα σκηνικά, κάποια έξυπνα «κοψίματα» της σελίδας σε καρέ κι ένας αέρας από άλλες εποχές, πολύ παλιές. Ο Γούσης καταφέρνει το σχέδιό του να ανταποκρίνεται στα σημερινά μοτίβα των κόμικς, να είναι επικό, αλλά να έχει παράλληλα κάτι το απροσδιόριστα αρχαιοελληνικό και μεσαιωνικό μαζί. Το χρώμα, που έκανε μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή (από τον οποίο αξίζει να αναζητήσετε το κόμικς του «Μαρμελάδα κεράσι», αυτοέκδοση), δεν ξεφεύγει και ενισχύει το σχέδιό του. Και όσον αφορά τις μαζικές μάχες και τις μονομαχίες, οι οποίες χορογραφήθηκαν βάσει αναγεννησιακών εγχειριδίων οπλομαχητικής αλλά και με επιρροές από τα manga, είναι γεμάτες δύναμη και ζωντάνια. Και οι μάχες, σε αυτό το ελληνικό fantasy graphic novel, είναι πολλές και σκληρές, προκειμένου ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα να δώσουν το πρώτο τους φιλί. ​​«Ερωτόκριτος». Σενάριο: Δημοσθένης Παπαμάρκος και Γιάννης Ράγκος. Σχέδιο: Γιώργος Γούσης. Εκδόσεις Polaris Πηγή Παρουσίαση της έκδοσης Άλλο άρθρο για το έργο. Δεύτερο άρθρο για το έργο. Τρίτο άρθρο για το έργο.
  14. Tου κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου, και του καιρού τ’ αλλάματα που αναπαημό δεν έχου, μα στο καλό κ’ εις το κακό περιπατούν και τρέχου και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη, του Eρωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη, αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέρα ν’ αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα σ’ μια κόρη κ’ έναν άγουρο που μπερδευτήκα ομάδι σε μια φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. Kι όποιος του πόθου εδούλεψε εισέ καιρό κιανένα ας έρθη για ν’ αφουκραστή ό,τι ,ναι εδώ γραμμένα. Aφουκραστήτε το λοιπό... Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα του Βιτσέντζου Κορνάρου αποτέλεσε για αιώνες το δημοφιλέστερο ανάγνωσμα του ελληνισμού. Kαι παρόλο που επικρίθηκε ως ευτελές λαϊκό δημιούργημα («εξάμβλωμα» το χαρακτηρίζει ο Kοραής και «μυθιστόρημα για τις υπηρέτριες» ο Mιστριώτης), επηρέασε όσο κανένα άλλο κείμενο τη νεοελληνική ποίηση από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη. Σήμερα θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματα της Αναγέννησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Αυτό το ιπποτικό έπος του Κορνάρου κυκλοφορεί τώρα για πρώτη φορά σε graphic novel, χάρη στην πρωτότυπη ιδέα τριών δημιουργών. Ο Γιώργος Γούσης (σχέδιο) και οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Γιάννης Ράγκος (σενάριο) μετέτρεψαν την κλασική έμμετρη μυθιστορία των αρχών του 17ου αιώνα σε ένα ελληνικό fantasy, στο οποίο συνυπάρχουν ανεκπλήρωτοι έρωτες και ισχυροί δεσμοί φιλίας, πολιτικές συμμαχίες και βίαιες μάχες, κώδικες τιμής και φεμινιστικά «μοτίβα», με το στοιχείο της μαγείας να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο. Ο Γ. Γούσης επιλέγει κινηματογραφικά πλάνα και μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή (συνεργάστηκε στο χρώμα) επιλέγουν ποπ χρώματα δημιουργώντας σύγχρονες και ταυτόχρονα παραμυθένιες εικόνες. Παράλληλα, καθώς η ιστορία του Ερωτόκριτου -αν και τυπικά εξελίσσεται στην αρχαία Αθήνα- χρησιμοποιεί στοιχεία από ποικίλες ιστορικές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς (κλασική αρχαιότητα, Βυζάντιο, Αναγέννηση, Ενετοκρατία κ.α.), η εικονογράφηση συνθέτει έναν κόσμο που δεν ανταποκρίνεται σε καμία συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, αλλά αντλεί από στοιχεία της ελληνικής τέχνης όλων των περιόδων, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα του Κορνάρου αντλεί από την ελληνική γλωσσική παράδοση. Στους διαλόγους υιοθετείται ένας λιτός και στρωτός νεοελληνικός λόγος, με απόλυτο σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο του Κορνάρου. Στην αφήγηση περιλαμβάνονται αυθεντικά αποσπάσματα (δεκαπεντασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι στην κρητική διάλεκτο) με ελάχιστες προσαρμογές, ως μια σκόπιμη «σύνδεση» με το γλωσσικό ιδίωμα του εμβληματικού αυτού έργου. Παρακάτω μπορείτε να πάρετε μια ιδέα του έργου μέσα από τις πρώτες, εντυπωσιακές σελίδες του βιβλίου. Και το σχετικό link...
  15. Μπορεί να δημιουργήθηκε τον 17ο αιώνα, εξακολουθεί όμως να είναι πηγή έμπνευσης τόσο για μουσικές παραστάσεις που αναμιγνύουν την ροκ με τα ηπειρώτικα, όσο και για συγγραφείς και εικονογράφους που τολμούν μια νέα προσέγγιση στο διαχρονικό έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα, που αν και παλαιότερα επικρίθηκε ως ένα ευτελές λαϊκό δημιούργημα, αποτέλεσε για αιώνες το δημοφιλέστερο ανάγνωσμα του ελληνισμού και σήμερα βιώνει μία ακόμα νιότη μέσα από τα μάτια σύγχρονων καλλιτεχνών. Προκειμένου να εντοπίσουμε το στοιχείο που κάνει τους νέους δημιουργούς να επιστρέφουν στο κείμενο που επηρέασε όσο κανένα τη νεοελληνική ποίηση, μιλήσαμε με την ομάδα που μετέτρεψε τον Ερωτόκριτο σε κόμικ, αλλά και με τον Δημήτρη Αποστολάκη των Χαΐνηδων. To graphic novel που θυμίζει Game of Thrones Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, βραβευμένος συγγραφέας και ένας εκ των δύο διασκευαστών, μας εξηγεί ότι «Ο Ερωτόκριτος είναι ένα έργο που δεν ανήκει μόνο στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση, αλλά και σε αυτή της Αναγέννησης. Ως τέτοιο αντλεί στοιχεία από διάφορες ιστορικές εποχές και πολιτισμικές παραδόσεις –π.χ. της Κλασσικής Αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της Βενετίας και της δυτικής Αναγέννησης, κλπ.- κι έτσι συνθέτει έναν κόσμο αμάλγαμα όλων αυτών, τον οποίο ωστόσο μάλλον υπαινίσσεται γλωσσικά, παρά περιγράφει με ακρίβεια». Ο Γιώργος Γούσης, ο σχεδιαστής κόμικ που ανέλαβε την εικονογράφηση του έργου, προσθέτει ότι «αυτό το χαρακτηριστικό είναι που κάνει το έργο του Κορνάρου ιδιαίτερα πρόσφορο για μεταφορά σε κόμικ, αφού επιτρέπει μία ελευθερία όσον αφορά την ανάπλαση ενός νέου φανταστικού κόσμου με πλήθος στοιχείων από διάφορους υπαρκτούς πολιτισμούς», ενώ ο δεύτερος διασκευαστής, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος, αναφέρεται στην αγάπη της ομάδας για το πρωτότυπο κείμενο: «Κάθε διασκευή έργου δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία της αυτή την αγάπη». Όπως εξηγούν η πρόταση της διασκευής ενός κλασσικού έργου της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικ ήρθε από τους ανθρώπους του εκδοτικού οίκου “Polaris”. «Στο τραπέζι έπεσαν διάφοροι τίτλοι έργων συγγραφέων όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης κ.ά., τα οποία ωστόσο απορρίφθηκαν για διάφορους λόγους το καθένα. Κάποια στιγμή, ο Δημοσθένης πρότεινε τον "Ερωτόκριτο", αλλά επειδή σε ένα κόμικ ο δημιουργός που επωμίζεται το πιο κοπιώδες μέρος της δουλειάς, και γι’ αυτό πρέπει να μπορεί να οραματιστεί το έργο ως το τέλος, είναι ο σχεδιαστής, τα μάτια έπεσαν στον Γιώργο. Εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως και με ενθουσιασμό και στην συζήτηση που ακολούθησε η επιλογή οριστικοποιήθηκε». Οι βασικές προκλήσεις που αντιμετώπισαν ήταν δύο: Η πρώτη είχε να κάνει με την επιλογή της γλώσσας. Ο Δημοσθένης εξηγεί: «Ο Ερωτοκριτος όπως όλοι γνωρίζουμε είναι γραμμένος σε λόγο ποιητικό, σε στίχους. Αποφασίσαμε λοιπόν όσον αφορά τους διαλόγους, τα "μπαλονάκια", να αποδώσουμε μεν το νόημα του πρωτότυπου κειμένου του Κορνάρου, αλλά σε έναν πεζό νεοελληνικό λόγο απαλλαγμένο όσο το δυνατόν από νεολογισμούς. Κάτι τέτοιο, εκτός από συνεπές με την τέχνη των κόμικς, διευκολύνει κατά πολύ την ανάγνωσή του από τα παιδιά, τα οποία είναι ένα κοινό που το συγκεκριμένο κόμικ δεν θέλει να αποκλείσει. Όμως, θα ήταν αδιανόητο για εμάς να υπάρξει αυτό το κόμικ και να λείπει η αυθεντική γλώσσα του Κορνάρου. Έτσι, στα μέρη του αφηγητή, στις λεζάντες που λέμε, παρατίθενται αυθεντικά αποσπάσματα από το πρωτότυπο έργο με ελάχιστες προσαρμογές». Η δεύτερη πρόκληση ήταν ο μεγάλος όγκος της έρευνας που έπρεπε να γίνει έτσι ώστε να βρεθούν τα «υλικά» με τα οποία θα χτιζόταν, από την αρχή σχεδόν, οι εικόνες του κόσμου του Ερωτόκριτου. Όσον αφορά την εικονογράφηση, ο Γιώργος αναφέρει πως «μεγάλη πρόκληση συνάντησα στη σκηνοθεσία και τον ρυθμό της αφήγησης της εικόνας. Και την αντιμετώπισα χρησιμοποιώντας πιο σύνθετα και μοντέρνα μοτίβα που αντλούν τις επιρροές τους ακόμα και από τα ασιατικά κόμιξ». Οι κεντρικοί ήρωες Ο Γιώργος εξηγεί πως προσπάθησαν να μείνουν όσο πιο πιστοί γίνεται στη χαρακτηρολογία που μας δίνει ο Κορνάρος, «όμως σε ορισμένες περιπτώσεις για λόγους συμπύκνωσης της αφήγησης του κόμικ ενσωματώσαμε σε κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες στοιχεία από πρόσωπα που ο ρόλος τους ήταν διαδικαστικός για την εξέλιξη της πλοκής. Με άλλα λόγια, αφού αναλύσαμε σε βάθος τους ήρωες του δράματος αναδείξαμε αυτά τα χαρακτηριστικά τους που κρίναμε ότι βρίσκονται σε συμφωνία με τους αφηγηματικούς μας στόχους». Όσον αφορά τους δύο πρωταγωνιστές, τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα και το πώς προσεγγίζεται η θέση της γυναίκας στο έργο, ο Γιώργος αναφέρει πως «στέκονται ισότιμα τόσο όσον αφορά τη μεταξύ τους σχέση, αλλά και στο κομμάτι που αφορά την επιρροή που έχουν οι πράξεις του καθένα τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Και οι δύο συγκρούονται, με τον δικό τους τρόπο, στο ταξικό εμπόδιο που μπαίνει στην σχέση τους από τον βασιλιά και πατέρα της Αρετούσας ο οποίος εκπροσωπεί την εξουσία. Ο Ερωτόκριτος δεν είναι πρίγκιπας, είναι απλά ευγενής, γιός πιστού συμβούλου του βασιλιά, και γι΄αυτό η πρότασή του να παντρευτεί την Αρετούσα παίρνει διάσταση προσβολής των θεσμών και της εξουσίας. Η πρόταση όμως έχει έρθει μετά από πίεση της Αρετούσας προς τον Ερωτόκριτο. Κι ενώ ο Ερωτοκριτος εξορίζεται, η Αρετούσα επίσης φυλακίζεται ως αποτέλεσμα της αντίθεσής της στην επιθυμία του βασιλιά πατέρα της να την παντρέψει παρά τη θέλησή της. Βλέπουμε δηλαδή έναν αγώνα του ατόμου για προσωπική ελευθερία απέναντι στην καταπιεστική εξουσία κάθε μορφής, αλλά και της γυναίκας για την κατάκτηση του ισότιμου λόγου απέναντι στον εξουσιαστικό ανδρικό λόγο που εκπροσωπείται από την πατριαρχική φιγούρα του βασιλιά». Ο Γιάννης συμπληρώνει: «Aν σκεφτούμε δε ότι το έργο γράφτηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι μιλάμε για κάτι το ανατρεπτικό ειδικά όσον αφορά την θέση της γυναίκας στα ιπποτικά μυθιστορήματα της δύσης, όπου η γυναίκα εμφανίζεται συνήθως ως "λάφυρο" ενώ τα νήματα της ιστορίας κινούν κυρίως οι άνδρες. 
Γι’ αυτό και στο εξώφυλλο η Αρετούσα ακουμπάει μαζί με τον Ερωτόκριτο στο ξίφος προβάλλοντας τον εαυτό ως ισάξια με τον άνδρα όχι μόνο στο παιχνίδι του έρωτα, αλλά και σε αυτό του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση και την κατάκτηση της εξουσίας». Καθώς στο πρωτότυπο κείμενο ο Κορνάρος δεν περιγράφει αναλυτικά τις μορφές των πρωταγωνιστών, ο Γιώργος επέλεξε να καταφύγει στην Αρχαία Ελληνική τέχνη, και συγκεκριμένα στην αγγειογραφία, για να βρει την τεχνοτροπία που κατά τη γνώμη του προσφερόταν για την απόδοση των προσώπων. «Αυτό γίνεται περισσότερο φανερό παραδείγματος χάριν στις νυχτερινές σκηνές, όπου οι ανθρώπινες φιγούρες μοιάζουν βγαλμένες από μελανόμορφα αρχαιοελληνικά αγγεία. Όσον αφορά τα χρώματα επιλέξαμε μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή πιο "χτυπητούς" τόνους, για να τονίσουμε το παραμυθικό στοιχείο της αφήγησης. Στις ατμόσφαιρες διαλέξαμε σαν "πρωταγωνιστή" το αττικό φως και τις ξάστερες νύχτες της καλοκαιρινής Ελλάδας. Από εκεί και πέρα, όλη η σκηνογραφία κι ενδυματολογία είναι μία σύνθεση από αρχιτεκτονικά ρεύματα, ενδύματα, οπλισμούς, κλπ διάφορων εποχών και πολιτισμών που κρίναμε ότι ο απόηχός τους καταγράφεται στο έργο του Κορνάρου. Ο Δημοσθένης, χάρη στις γνώσεις του ως ιστορικός με βοήθησε πολύ σε αυτό το κομμάτι της έρευνας όπως και στη δύσκολη δουλειά της χορογράφησης των μαχών, τις οποίες αποφασίσαμε να αναπαραστήσουμε για λόγους ρεαλισμού στηριζόμενοι σε αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομαχητικής. Την ίδια λογική ακολουθήσαμε και για τα αρχιτεκτονήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παλάτι του βασιλιά το οποίο είναι βασισμένο στα σχέδια του Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ για το παλάτι του Όθωνα στην Ακρόπολη. Ο Γιάννης, με τη γνωστή του αγάπη για την Αθήνα, τα είχε στη συλλογή του και τα πρόσφερε σαν από μηχανής θεός όταν χρειάστηκε». Η μέθοδος και η συνεργασία Αν και η επιλογή της ομάδας ήταν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο πιστοί στο πνεύμα του έργου του Κορνάρου διευκρινίζουν πως η διασκευή σε ένα άλλο αφηγηματικό μέσο, εν προκειμένω το κόμικ, προϋποθέτει την μετάβαση σε έναν διαφορετικό κώδικα με τους δικούς του κανόνες, τους οποίους επίσης οφείλει κανείς να υπηρετήσει πιστά. «Άλλωστε, σε μια διασκευή είναι εξίσου αναγκαίο να είσαι πιστός στο πρωτότυπό σου και ταυτόχρονα "ασεβής" προς αυτό. Διαφορετικά, αν δεν έχεις κάτι νέο να πεις, η διασκευή είναι κενή νοήματος». Ανθρώπινες σχέσεις, έρωτας, κοινωνικές ανισότητες και συγκρούσεις: Είναι τελικά αυτά τα στοιχεία μιας καλής, διαχρονικής ιστορίας; Ο Δημοσθένης απαντά: «Ο Ερωτόκριτος έχει καθιερωθεί ως έργο κλασσικό. Το βασικό χαρακτηριστικό ενός κλασσικού έργου είναι ότι είναι διαχρονικό, άρα και σύγχρονο σε κάθε εποχή. Τα μοτίβα και τα θέματα που θίγει αλλά και ο τρόπος που χτίζει την πλοκή του δεν είναι μονάχα εξαιρετικός, αλλά και καινοτόμος σε σύγκριση με τα δυτικά ιπποτικά μυθιστορήματα, στην παράδοση των οποίων ανήκει.» Ο Γιάννης, αναφερόμενος στη στιχουργική δεινότητα του Κορνάρου συμπληρώνει ότι «Δεν είναι υπερβολή να μιλήσουμε για ένα αριστούργημα της Ελληνικής γλώσσας. Βέβαια στο κόμικ υπάρχει ένα μικρό σχετικά δείγμα αυτού, το οποίο προσπάθησε ο Γιώργος να το αναπληρώσει με την εικόνα και τον ρυθμό της αφήγησης. Το αν τα κατάφερε θα το κρίνουν οι αναγνώστες, πάντως ο στόχος ήταν αυτός». Όσο για το αν θα επιχειρήσουν και άλλες διασκευές έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμικ, απαντούν καταφατικά, αν και προς το παρόν έχουν όλοι επιστρέψει στα προσωπικά τους πρότζεκτ, τα οποία είχαν «παγώσει» για όσο καιρό δουλεύανε πάνω στον Ερωτόκριτο. «Σίγουρα, θα ακολουθήσουν από τις εκδόσεις Polaris κι άλλες διασκευές στις οποίες θα συμμετέχουν είτε κάποιοι από εμάς είτε άλλοι δημιουργοί» καταλήγουν. «Για μένα, το κεντρικό πρόσωπο του έργου δεν είναι ούτε ο Ερωτόκριτος ούτε η Αρετούσα» Τη δική τους ανάγνωση στο έργο του Κορνάρου, πλαισιωμένη από ποικίλα μουσικά μοτίβα (μεταξύ αυτών κρητικά, ηπειρώτικα, ανατολίτικα, τζαζ, αλλά και ροκ) παρουσιάζουν την Πέμπτη 21 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη οι Χαΐνηδες, σε συνεργασία με την ομάδα χορού και ακροβασίας «Κι όμως κινείται». Ο Δημήτρης Αποστολάκης των Χαΐνηδων εξηγεί τον βαθύτερο λόγο της επιλογής του Ερωτόκριτου ως εξής: «Nομίζω ότι ήταν η ανάγκη κατάδυσής μας σε πρώτες αρχές. Η συναισθηματική φτώχεια και η αρρυθμία της ζωής μας αντανακλάται στη φτώχεια και την αρρυθμία της πλαστικής, στιλιζαρισμένης, ξύλινης γλώσσας που χρησιμοποιούμε. Έτσι λοιπόν, σαν έντομα που πηγαίνουν προς το φως, καταφύγαμε στον Ερωτόκριτο, την απαρχή της ποικιλότητας κι ευρυθμίας της νεοελληνικής γλώσσας. Επίσης μέσα από το έπος καταδεικνύονται η ανάδυση του ατομικού φαντασιακού της Αναγέννησης, ο νεοπλατωνισμός, τα προδαρβινικά σπέρματα, η αντεξουσία της αρχαίας τραγωδίας, η κυκλικότητα του χρόνου των κατά φύσιν κοινωνιών και η μητρογραμμική απαρχή της ιστορικότητας. Για μένα, το κεντρικό πρόσωπο του έργου δεν είναι ούτε ο Ερωτόκριτος ούτε η Αρετούσα. Είναι η παραμάνα της η Νένα». Επισημαίνει ότι ο «Ερωτόκριτος» είναι το μόνο έπος στην Ευρώπη που ζούσε στην προφορική παράδοση μέχρι και πριν 20 χρόνια και εξηγεί πως είχε την τύχη να είναι από τους τελευταίους που τον έμαθαν έτσι. «Τον είδα δηλαδή, να λειτουργεί -όπως τα Ομηρικά έπη στην αρχαιότητα- σαν έργο αναφοράς και σαν αξιακό αρχέτυπο: στα χείλη απλών ανθρώπων, στην παρέα τους, στην εργασία τους, στη μοναξιά τους. Επομένως η τραγουδαφήγηση των "Χαΐνηδων" δεν μπορεί να μοιάζει με αναίμακτες τουριστικές θεατροποιήσεις, με έντεχνες τραγουδιστικές μελούρες ή κραυγές αυτάρεσκης κρητολαγνείας, που μας βομβαρδίζουν κατά κόρον». Όσο για το κατά πόσο ο κόσμος γνωρίζει ή πράγματι έχει διαβάσει τον Ερωτόκριτο αναφέρει πως μάλλον η πλειονότητα του κόσμου γνωρίζει μόνο μια στροφή: «Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα/ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα». «Δεν είναι κακό να γνωρίζουμε λίγα. Είναι η αρχή για να μάθουμε περισσότερα». Ερμηνεύοντας τη διαχρονικότητα του κειμένου ο Δημήτρης Αποστολάκης μιλάει για την αξία του «αίσιου τέλους»: «Όπως λέει κι ο Μπόρχες, το ανώτερο είδος λογοτεχνίας είναι η ποίηση και το ανώτερο είδος ποίησης είναι το έπος. Γιατί μόνο στο έπος δικαιολογείται το αίσιο τέλος. Σκεφτείτε ότι οποιοδήποτε ποίημα ή στίχος έχει αίσιο τέλος φαίνεται γελοίο, σε μια εποχή κατατεθλιμμένων ατομικοτήτων, παρηκμασμένων μύθων, που μαστίζεται από έλλειψη τελετών και οραμάτων. Γι’ αυτό είναι γοητευτικά -και σπάνια- τα έπη. Επειδή μόνο σ’ αυτά νοιώθει δικαιωμένη η ανθρώπινη ύπαρξη». Info βιβλίου: Γιώργος Γούσης, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος (2016). Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Αθήνα: Polaris Την ομάδα θα τη βρείτε στο Comicdom Con Athens που βρίσκεται αυτές τις μέρες σε εξέλιξη (15, 16 & 17 Απριλίου), αλλά και στο The Comic Con στη Θεσσαλονίκη (6 - 8 Μαΐου). Info παράστασης: Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Χαΐνηδες – Κι όμως κινείται 21 Απριλίου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης Και το σχετικό link...
  16. Το κλασικό ποίημα της κρητικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας, του Βιτσέντζου Κορνάρου, διασκευασμένο από τους Παπαμάρκο, Ράγκο και Γούση σε σχέδιο του Γούση. Χωρισμένο σε 5 μέρη, όπως και το αυθεντικό ποίημα στο οποίο υποψιάζομαι πως μένει πιστό. Το σχέδιο δένει πάρα πολύ με το περιεχόμενο αφού βγάζει την λαϊκή ελληνική τέχνη έτσι όπως την ξέρουμε στα έργα του Θεόφιλου κτλ ενώ εκεί που πρέπει αποκτά περισσότερες διαστάσεις με σύγχρονο σχεδιασμό και σκηνοθεσία. Χρωματισμός πάρα πολύ έντονος, δεν είναι κακός σε καμία περίπτωση αλλά θα ήθελα να δω πως θα φαινόταν σε άλλο τόνο. Η έκδοση πάρα πολύ καλή, με αυτάκια, χρυσά ανάγλυφα γράμματα στο εξώφυλλο και μέσα και προσεγμένη στη λεπτομέρεια εσωτερική διακόσμηση και γραφιστική επιμέλεια. Θα έλεγα πως είναι υποδειγματικό. Κυκλοφόρησε σε 2000 αντίτυπα, ενώ είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Αρμάου. Ευχαριστούμε για τα εξώφυλλα των ανατυπώσεων τους hudson & chrisbouk.
  17. Ένα μοντέρνο, γοητευτικό και ιστορικά τεκμηριωμένο graphic novel ξαναζωντανεύει ένα εμβληματικό κείμενο της Κρητικής Αναγέννησης. Είναι ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Δέκα χιλιάδες δώδεκα στίχοι μιας έμμετρης ερωτικής μυθιστορίας των αρχών του 17ου αιώνα ζωντανεύουν σε 449 ζωηρόχρωμα καρέ ενός εικονογραφημένου αφηγήματος του 21ου αιώνα. Είναι ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, που για πρώτη φορά αναπτύσσεται σε ένα graphic novel 86 σελίδων (εκδ. Polaris) με τρόπο γοητευτικό όσο και ουσιαστικό, αναδεικνύοντας τον συναρπαστικό κόσμο αυτού του κορυφαίου έργου της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά ταυτόχρονα και το πνεύμα του συγγραφέα του. Το υπογράφουν ο ταλαντούχος κομίστας Γιώργος Γούσης (εικονογράφηση) μαζί με τον βραβευμένο διηγηματογράφο του Γκιακ και ιστορικό Δημοσθένη Παπαμάρκο και τον έμπειρο ερευνητή δημοσιογράφο και συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Γιάννη Ράγκο (κείμενο). Και οι τρεις έχουν ως πυξίδα τους τη λογοτεχνία κι έτσι, ξεπερνώντας τα όρια της τέχνης των comics, απευθύνονται και στο δικό της νεανικό κοινό. Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος Ο Ερωτόκριτος των Γούση, Παπαμάρκου, Ράγκου κατατάσσεται ειδολογικά στα λεγόμενα έργα Fantasy. Όμως εδώ δεν κυριαρχεί το δυτικότροπο κλίμα των κέλτικων ή των σκανδιναβικών μύθων που έχει επηρεάσει αυτό το είδος όσο και η επιστημονική φαντασία. Εδώ έχουμε ένα «μεσογειακό fantasy» χωρίς προηγούμενο, «ελληνικό Game of Thrones» το χαρακτηρίζει ο Ράγκος, που παρουσιάζει ένα ιπποτικό μυθιστόρημα λουσμένο στο μεσογειακό φως, όπου τα μόνα δάση είναι οι ελαιώνες, όπου τα άνυδρα τοπία ορίζονται από «του γλαυκού το γειτόνεμα», όπου η κατοικία μιας μάγισσας μοιάζει με τα δρακόσπιτα της Καρύστου και όπου κάθε αρχιτεκτονικό, ενδυματολογικό, στρατιωτικό στοιχείο της εικονογράφησης είναι τεκμηριωμένο μέχρι κεραίας. Βενετοκρητικός με φιλολογικά ενδιαφέροντα, μεγάλη κτηματική περιουσία στη Σητεία και δραστήρια παρουσία στη δημόσια ζωή του Χάνδακα, ο Κορνάρος άρχισε να εξιστορεί τον έρωτα και τα βάσανα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, μετά το 1590. Ηταν 40άρης και ολοκλήρωσε το έργο στα 60 του, το 1613-14, χρονιά του θανάτου του, στον Χάνδακα («Κάστρο»), το σημερινό Ηράκλειο, όμως τοποθέτησε τις περιπέτειες των δύο νέων σε μια υποθετική και άχρονη αρχαιότητα. Η αφήγησή του είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη, τα οποία ο Παπαμάρκος και ο Ράγκος ακολουθούν στο σενάριο του graphic novel χωρίς αλλαγές στην πλοκή ούτε αυθαιρεσίες, παρά μόνο συμπτύξεις, όμως τοποθετούν τη δράση στο πιο σύνθετο σύμπαν του Κορνάρου. Ένα σύμπαν πολυεθνοτικό και πολυπολιτισμικό -το σημερινό ζητούμενο- όπου οι μνήμες της κλασικής αρχαιότητας και του Βυζαντίου συγκατοικούν με την ενετική κουλτούρα της Αναγέννησης, με την ανατολίτικη κουλτούρα των Αράβων και των Οθωμανών, καθώς και με την κουλτούρα των βαλκανικών εθνοτήτων. Ο συγγραφέας περισσότερο το υπαινίσσεται παρά το περιγράφει -όταν π.χ. αναφέρεται στο ρηγόπουλο του Βυζαντίου που διεκδικεί την Αρετούσα ή το έθνος των Βλάχων- αλλά ο Γούσης ανασυστήνει αυτό το σύμπαν στα παλάτια και στις πόλεις, στις κονταρομαχίες και στα πεδία της μάχης, στα δώματα ή, στα στάδια και στα λιμάνια, με αναφορές σε διάσημα έργα τέχνης, με εμπνευσμένη σκηνοθεσία, εξπρεσιονιστικό φωτισμό και εναλλαγές στην ατμόσφαιρα του κάθε επεισοδίου. Οι δημιουργοί του graphic novel δεν εστιάζουν μονάχα στην ερωτική ιστορία των δύο νέων, αλλά με διεισδυτικότητα και θαυμαστή οικονομία υποβάλλουν και το πλαίσιό της ή τις συγκρούσεις που την καθορίζουν, όπως είναι: οι ταξικές διαφορές, η αμφισβήτηση της εξουσίας, τα ηθικά διλήμματα, ο πρώιμος φεμινισμός, οι σχέσεις με τους άλλους λαούς, ο πόλεμος και τα δεινά του. Έτσι η λυρική αφήγηση του Κορνάρου αποκτά δραματικό βάθος και διασταυρώνεται με τους προβληματισμούς του σύγχρονου κοινού. Οι χαρακτήρες μιλούν μεταξύ τους την προφορική γλώσσα του σήμερα. Όμως σε εκείνα τα επεισόδια όπου ο αφηγητής περιγράφει και σχολιάζει το πλαίσιο της δράσης, παρεισφρέει και ο ιδιωματικός και υπέροχα πλούσιος λόγος του Κορνάρου. Ένας λόγος μουσικός, γοητευτικός για το σύγχρονο αυτί, γραμμένος σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, που πλησιάζει τη γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών. Όπως σημειώνει στην «Εφ.Συν.» ο Παπαμάρκος: «Το γεγονός ότι μείναμε κοντά στο πρωτότυπο κείμενο είναι αυτό που μας έδωσε την ελευθερία για μια νέα ανάγνωση, η οποία αναδεικνύει στοιχεία από το έργο του Κορνάρου που έχουν μείνει υποφωτισμένα. Εμείς δεν είδαμε στον Ερωτόκριτο ένα “παλιωμένο” κείμενο που θελήσαμε να το κάνουμε “μοντέρνο”. Ισα-ίσα, πήραμε ένα κείμενο που πιστεύουμε πως είναι μοντέρνο και, μέσα από τη γλώσσα των κόμικς, προσπαθήσαμε να δείξουμε γιατί είναι μοντέρνο». O homo universalis, η φεμινίστρια και το αίμα Στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα κι που δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα εις την Αθήνα που ήτανε της μάθησης η βρώσις και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης, τότ’ ένας νέος φρόνιμος που ‘χε καιρού θεμέλιο, του Έρωτα εγίνηκε παιγνίδι του και γέλιο Έτσι ανοίγει το graphic novel Ερωτόκριτος: με τον λόγο του Κορνάρου και με μια συμπλοκή στη νυχτερινή Αθήνα. Ο μεταμφιεσμένος Ερωτόκριτος, με την υποστήριξη του φίλου του Πολύδωρου, κάνει ερωτική καντάδα κάτω από τα δώματα της Αρετούσας, η οποία αγνοεί ποιος είναι αλλά έχει γοητευτεί. Όμως στο μεταξύ ο πατέρας της, ο βασιλιάς Ηράκλης, έχει στείλει τη φρουρά του να μάθει την ταυτότητα του μυστηριώδη τραγουδιστή. Οι δυο νέοι αρνούνται να την ακολουθήσουν και τότε αποδεικνύεται ότι ο 18χρονος Ερωτόκριτος είναι καλός στο σπαθί όσο είναι και στο τραγούδι. Δυο φρουροί πέφτουν νεκροί και οι δυο φίλοι ξεφεύγουν στα σοκάκια της πόλης. Το επεισόδιο αναφέρεται από τον Κορνάρο στους στίχους 509-586, αλλά οι δημιουργοί του graphic novel το επέλεξαν ως αφετηριακό, δίνοντας έτσι και το στίγμα της δικής τους ανάγνωσης: μιας ανάγνωσης που προβάλλει την κοινωνική διαδικασία πίσω από την ερωτική ιστορία. «Ο Ερωτόκριτος δεν είναι ένα έργο τύπου Ρωμαίος και Ιουλιέτα με αίσιο τέλος», σχολιάζει ο Παπαμάρκος. «Η αγάπη των δύο νέων δεν είναι απλά ένα πάθος. Είναι τα κοινά “θέλω” τους, αντιμέτωπα με την καθεστηκυία τάξη. Ο νεαρός Ερωτόκριτος είναι ένας homo universalis που εξορίζεται επειδή αμφισβήτησε τη θέληση του βασιλιά». Αλλά και η Αρετούσα, συμπληρώνει απ’ την πλευρά του ο Γιάννης Ράγκος, «είναι μια πρώιμη φεμινίστρια που φυλακίζεται επειδή επιμένει πως ένας γάμος με οποιονδήποτε άλλον θα ήταν χειρότερος από φυλακή». Αντίστοιχα διαφοροποιημένη από την στερεότυπη ανάγνωση είναι η ματιά των Γούση-Παπαμάρκου-Ράγκου στις σκηνές των μαχών και των συμπλοκών που βρίθουν στο έργο του Κορνάρου. Το graphic novel του Ερωτόκριτου περιλαμβάνει πολύ βίαιες σκηνές, ρεαλιστικά εικονογραφημένες, αλλά πουθενά δεν εξιδανικεύεται ο πόλεμος όπως συμβαίνει στα αμερικανικά κόμικς Υπερηρώων. Αντίθετα επισημαίνονται τα τραύματα που προκαλεί στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άγρια μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον Άριστο, που κρατά πέντε σελίδες. Ο Ερωτόκριτος έχει επιστρέψει από την εξορία μεταμορφωμένος σε «Άλλο», σε Σαρακηνό, και έχει σώσει τον βασιλιά Ηράκλη στη μάχη με τους Βλάχους. Είναι ο «καλός ξένος» τον οποίο ο Κορνάρος προβάλλει σε μια εποχή σύγκρουσης των Ενετών με τους Οθωμανούς. Και τώρα θα μονομαχήσει με τον πρόμαχο των Βλάχων για να κριθεί η έκβαση του πολέμου. Οι πολεμιστές είναι στην αρχή έφιπποι με λόγχη ο ένας και δόρυ ο άλλος, έπειτα μένουν με ξίφος και πέλεκυ αντίστοιχα, και τελικά αλληλομαχαιρώνονται με εγχειρίδια. Όμως όταν πέφτουν, το αίμα του ενός συναντά το αίμα του άλλου. Ψαγμένος και πειστικός Δεν ήταν φανατικός των κόμικς ο 30χρονος Γιώργος Γούσης, ούτε σπούδασε κινηματογράφο, κι όμως η εικονογράφηση του Ερωτόκριτου είναι αντάξια ενός καλλιτέχνη εξοικειωμένου με την έβδομη και με την ένατη τέχνη. Ο Γούσης σπούδασε γραφιστική στα ΤΕΙ, εργάστηκε ως εικονογράφος σε διάφορα έντυπα και σήμερα παραδίδει μαθήματα κόμικς σε φροντιστήριο. Το 2011 έκανε το ντεμπούτο του στην εικονογραφημένη αφήγηση με το άλμπουμ "Ιστορίες από τις αθώες εποχές" (εκδ. ΚΨΜ), που αντανακλά την ορμή και την αυτοκαταστροφική τάση των νέων στα χρόνια της κρίσης. Στη συνέχεια ξεκίνησε με τον Γ. Ράγκο ένα «βαλκανικό» graphic novel εμπνευσμένο από τους ληστές Ρετζαίους της Ηπείρου και εκεί, έπειτα από πρωτοβουλία των εκδόσεων Polaris, μπήκε σφήνα το έργο του Κορνάρου. «Το στοίχημά μου», σημείωσε στην «Εφ.Συν.» ο Γούσης, «ήταν ένα graphic novel που να μη μιμείται ούτε τα ξένα πρότυπα ούτε και τον εμβληματικό Ερωτόκριτο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου». Ο Γούσης διάλεξε λοιπόν να δώσει στους χαρακτήρες αγγειομορφικά πρόσωπα που παραπέμπουν στον μυθιστορηματικό χρόνο του Κορνάρου, αλλά για την κίνησή τους επεξεργάστηκε την τεχνική των γιαπωνέζικων manga. Εκανε όλα τα σχέδια στο χέρι και δούλεψε σε Η/Υ μονάχα το χρώμα (μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή). Για το παλάτι του βασιλιά Ηράκλη χρησιμοποίησε ως πρότυπο τα σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Σίνκελ, που είχε οραματιστεί το παλάτι του Όθωνα πάνω στην Ακρόπολη. Για τον οπλισμό και τη χορογραφία των πολεμιστών βασίστηκε σε στοιχεία που συγκέντρωσε ο Παπαμάρκος από αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομηχανικής, πίνακες κ.ά. Και επέμεινε στις λεπτομέρειες. «Πίστευα από την αρχή πως εάν καταφέρω να γίνω πειστικός, το graphic novel θα στείλει αναγνώστες και στο πρωτότυπο κείμενο». Και το σχετικό link...
  18. Προσοχή. Από τη δεύτερη εικόνα και μετά το άρθρο δίνει την πλοκή κεφάλαιο-κεφάλαιο Οπότε, εάν δεν γνωρίζετε την υπόθεση, ίσως να ήταν σκόπιμο να μην το διαβάσετε μετά από εκείνη τη φωτογραφία και να περιοριστείτε στο κείμενο ανάμεσα στις 2 φωτογραφίες που δίνει κάποια γενικά στοιχεία για το κόμικ ==== Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιώργος Γούσης εξηγούν πώς μετέτρεψαν το κλασικό ιπποτικό μυθιστόρημα σε ένα εξαιρετικό ελληνικό fantasy. Οι χαρακτήρες είναι δύο νέοι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν δύο σύγχρονοι νέοι ως προς την κινησιολογία, το στήσιμο του σώματος. Δεν μιλούν την αργκό των πιτσιρικάδων, ο λόγος στα μπαλονάκια είναι ένας στρωτός, νεοελληνικός, πεζός λόγος, απαλλαγμένος από νεολογισμούς, βασισμένος πιστά στον Κορνάρο... Ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, μiα έμμετρη μυθιστορία σε κρητική διάλεκτο του 17ου αιώνα, είναι ένα έργο απ' το οποίο όλοι περνούν ξώφαλτσα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν πραγματικά το στόρι του. «Ξέρουμε τον Ερωτόκριτο, αλλά ουσιαστικά δεν τον ξέρουμε» λέει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. «Ό, τι εικόνα έχουμε προέρχεται από τη λαϊκή τέχνη, τον Θεόφιλο, κάτι που σε έναν πιτσιρικά φαντάζει μίζερο. Δεν ξέρεις την πλοκή, τον πλούτο των περιστατικών, ξέρεις μόνο για τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Είναι ένα κλασικό ιπποτικό μυθιστόρημα με ανατροπές και εντάσεις, γρήγορες σκηνές, μονομαχίες, "αγωνία" για το τι θα γίνει στο τέλος, σαν να βλέπεις μια ταινία δράσης. Διαδραματίζεται στην Αθήνα, ενώ οι πιο πολλοί έχουν την εντύπωση ότι διαδραματίζεται στην Κρήτη, και μέσα από το βασικό μοτίβο του ανεκπλήρωτου έρωτα δύο νέων θίγονται θέματα διαχρονικά, όπως η φιλία, η γενναιότητα, η τιμή». Η μετατροπή του σε graphic novel ήταν μεγάλη πρόκληση, έτσι, με τον Δημοσθένη και τον Γιάννη Ράγκο στο κείμενο και τον Γιώργο Γούση στο σκίτσο, το έργο του Κορνάρου πήρε μορφή κόμικ με μια εντελώς σύγχρονη «σκηνοθεσία». «Με ενδιέφερε ο Ερωτόκριτος και δούλεψα με μεράκι» λέει ο Γιώργος. «Συνειδητοποίησα ότι το έργο έχει εικόνες και δράση, αλλά δεν έχει περιγραφή, δεν τη σκηνογραφεί, έχει κοστούμια αλλά, κι αυτά δεν τα περιγράφει. Επίσης, είναι άχρονο, μόνο ο τόπος, η Αθήνα, ορίζεται, οπότε είχα την άνεση να κάνω ό,τι ήθελα. Και κάναμε ένα ελληνικό fantasy». «Προσέξαμε ώστε τα στοιχεία που εφευρίσκουμε να τα αντλούμε πάντοτε από κάτι ιστορικό και μετά να το μετασχηματίζουμε για τις ανάγκες του κόμικ» προσθέτει ο Δημοσθένης. «Αυτό μας οδήγησε στο να χορογραφήσουμε τις μάχες βάσει αναγεννησιακών εγχειριδίων οπλομαχητικής, κάτι που για έναν νέο αναγνώστη θα είναι φρέσκο, δεν θα είναι η ψεύτικη μάχη που έχεις συνηθίσει να βλέπεις σε ένα κόμικ». «Τα πλάνα είναι ποπ, είναι σύγχρονα, είναι παραμυθένια, νομίζω ότι κερδίζουν τις εντυπώσεις» λέει ο Γιώργος. «Όλες οι μορφές είναι στηριγμένες στις γραμμές των μορφών από τα αρχαία ελληνικά αγγεία. Αυτή η επιλογή έκανε το έργο ακόμα πιο μοντέρνο, γιατί διαπιστώσαμε ότι αυτό το φέρνει πιο κοντά στο manga» συνεχίζει ο Δημοσθένης. «Η φιγούρα του νεαρού Ερωτόκριτου στο εξώφυλλο είναι βασισμένη στον Κανόνα του Πολυκλείτου, τον "δορυφόρο", τα χέρια των δύο ερωτευμένων συμπλέκονται πάνω στο σπαθί για να δείξουμε ότι η γυναίκα είναι ισότιμη με τον άντρα. Δεν είναι καθόλου αυτό που περιμένεις να δεις. Δεν είναι νέα ανάγνωση, έτσι ήταν πάντα, απλώς δεν το έβλεπε κανείς». «Οι χαρακτήρες είναι δύο νέοι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν δύο σύγχρονοι νέοι ως προς την κινησιολογία, το στήσιμο του σώματος. Δεν μιλούν την αργκό των πιτσιρικάδων, ο λόγος στα μπαλονάκια είναι ένας στρωτός, νεοελληνικός, πεζός λόγος, απαλλαγμένος από νεολογισμούς, βασισμένος πιστά στον Κορνάρο. Με έναν τρόπο, το ότι μείναμε πιστοί στο κείμενο μας βοήθησε πολύ στη διαδικασία τού να χτίσουμε τον κόσμο του κόμικ – είναι μια σύνθεση που αντλεί από στοιχεία της ελληνικής τέχνης όλων των περιόδων, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα του Κορνάρου αντλεί από όλη την ελληνική γλωσσική παράδοση. Η αυλή του βασιλιά επιλέξαμε να είναι βυζαντινότροπη, ενώ οι στρατιώτες του είναι αναγεννησιακοί, η Αθήνα είναι μία μείξη από αρχαία Αθήνα, μεσαιωνική, βυζαντινή, βενετσιάνικη. Η αχρονία βοήθησε και στο σχέδιο, όπου κάναμε μια μείξη από πολλές χρονικές περιόδους και πολλούς πολιτισμούς. Η γλώσσα υποδείκνυε πού να κινηθείς. Η Αρετούσα είναι φεμινίστρια της εποχής και έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση με τον πατέρα της και για ταξικούς λόγους, γιατί εκείνος δεν την αφήνει να παντρευτεί τον Ερωτόκριτο, επειδή είναι κατώτερης τάξης». Το στόρι; Ο Ερωτόκριτος, γιος ενός συμβούλου του βασιλιά από μια τάξη κατώτερη, αγαπάει την Αρετούσα, κόρη του βασιλιά. Αυτός, μεταμφιεσμένος, κάνει καντάδα στην Αρετούσα. Μαγεύονται όλοι, ακόμα και ο βασιλιάς, που στέλνει φρουρά να συλλάβει τον μυστικό τροβαδούρο και σε μια συμπλοκή σκοτώνονται δύο φρουροί. Εκεί ξεκινάει η ιστορία. Το πρώτο κεφάλαιο τελειώνει εκεί όπου οι δύο νέοι συνειδητοποιούν ότι ο ένας αγαπάει τον άλλο. Η αχρονία βοήθησε και στο σχέδιο, όπου κάναμε μια μείξη από πολλές χρονικές περιόδους και πολλούς πολιτισμούς... Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο βασιλιάς διοργανώνει μια κονταρομαχία για τη θλιμμένη Αρετούσα με γόητες της εποχής. Σε αυτήν παίρνει μέρος ο Ερωτόκριτος και κερδίζει. Είναι η πρώτη φορά που οι δύο νέοι έρχονται σε επαφή και βλέπει ο ένας τον άλλο. Στο τρίτο κεφάλαιο αρχίζουν να συναντιούνται κρυφά με τη βοήθεια της νταντάς. Η Αρετούσα λέει στον Ερωτόκριτο: «Έλα να με ζητήσεις». Στέλνει τον πατέρα του στον βασιλιά κι αυτός τον διώχνει κακήν κακώς, για τη μεγάλη προσβολή που του έκανε. Του χαρίζει τη ζωή, αλλά εξορίζει τον γιο του. Ο βασιλιάς θέτει το ζήτημα σε επίπεδο πολιτικό, του λέει πως με αυτό που κάνει αμφισβητεί την εξουσία, ακυρώνει το status του. Με έναν τρόπο, το ότι μείναμε πιστοί στο κείμενο μας βοήθησε πολύ στη διαδικασία τού να χτίσουμε τον κόσμο του κόμικ – είναι μια σύνθεση που αντλεί από στοιχεία της ελληνικής τέχνης όλων των περιόδων, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα του Κορνάρου αντλεί από όλη την ελληνική γλωσσική παράδοση... Στο τέταρτο κεφάλαιο ο βασιλιάς ανακοινώνει στην κόρη του ότι θα την παντρέψει με τον Ρηγόπουλο του Βυζαντίου, αυτή αρνείται, της κόβει τα μαλλιά και τη φυλακίζει μαζί με την νταντά. Ο καιρός περνάει, ο Ερωτόκριτος είναι εξορία και στο μεταξύ ξεσπάει ο πόλεμος των Βλάχων με τους Αθηναίους. Στον πόλεμο ο Ερωτόκριτος επιστρέφει με αλλαγμένη μορφή (από τα μάγια μιας μάγισσας) ως Σαρακηνός πολεμιστής, παίρνει μέρος σε διάφορες μάχες, ενώ ξεχωρίζει και σώζει τον βασιλιά σε μια κρίσιμη μάχη. Εδώ, ως Σαρακηνός, επικοινωνεί και με την αρθούρια παράδοση της Δύσης. Στον κύκλο του βασιλιά Αρθούρου υπάρχει και ένας μαύρος ιππότης, τον οποίο αργότερα βλέπεις και στον Σαίξπηρ, στον Οθέλλο. Είναι πολύ ωραίο που και ο Κορνάρος γράφει ένα έργο που είναι ενταγμένο πλήρως στην παράδοση της Αναγέννησης. Όταν φτάνουν σε ισοπαλία στη μάχη, προτείνουν μονομαχία που θα κρίνει τον νικητή και ο Ερωτόκριτος-Σαρακηνός αντιπροσωπεύει το βασίλειο της Αθήνας. Ο Ερωτόκριτος κερδίζει, αλλά είναι σχεδόν ημιθανής. Τον γυρίζουν στο παλάτι, στο δωμάτιο της Αρετούσας, τον γιατρεύουν και κάποια στιγμή ο βασιλιάς τον πλησιάζει και του λέει «σου δίνω το βασίλειό μου». Εκείνος του απαντά ότι δεν θέλει το βασίλειο, θέλει την κόρη του για γυναίκα του και προσπαθεί να την πείσει να τον παντρευτεί. Στο τέλος, ενώ της λέει ότι ο Ερωτόκριτος είναι νεκρός και αυτή σπαράζει, πίνει το φίλτρο, αλλάζει μορφή και ξαναγίνεται ο Ερωτόκριτος. Παντρεύονται και τελειώνει το κόμικ λίγο πριν μπουν στο δωμάτιο την πρώτη νύχτα του γάμου... ==== Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.