Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'γυμνά οστά'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Γεννήθηκε στο Γαλάτσι, έχει ζήσει στη Λυών και στον Καναδά, τώρα μένει στην πλατεία Αμερικής. Είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους σχεδιαστές κόμικ της νέας γενιάς. • Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Γαλάτσι, σε ένα περιβάλλον αρκετά μικροαστικό. Δεν υπήρχε η έννοια της τέχνης στο σπίτι, ήταν τελείως προσωπική μου ανάγκη. Ήταν έκφραση για μένα, από μικρός ζωγράφιζα τους τοίχους, έκοβα τις κουρτίνες, έψαχνα συνέχεια να κάνω κάτι δημιουργικό, αλλά δεν είχα και την καλύτερη ανταπόκριση. Σιγά-σιγά όμως, μέσα από αυτό βρήκα τον εαυτό μου και μέσα από τον εαυτό μου βρήκα την τέχνη. Κάπως έτσι εξελίχθηκε. • Από παιδί είχα διάφορες ανησυχίες, ήταν πολλά αυτά που με απασχολούσαν και σε πιο προσωπικό επίπεδο. Είχα τους φίλους μου, έκανα συνέχεια όνειρα, είχα μεγάλη φαντασία, στην εφηβεία με απασχολούσε η σεξουαλικότητά μου, η πολιτική. Πήγαινα στην Γκράβα, ανήκω στη γενιά του Αρσένη. Ήμουν στη Γ’ Γυμνασίου όταν έγιναν οι κινητοποιήσεις και τότε υπήρξε η πρώτη σπίθα για την πολιτική. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω πώς δουλεύουν το σύστημα και ο κόσμος, αλλά πήρα μία γεύση απ’ αυτό και από τότε δουλεύω ομαδικά, προσπαθώντας να παλέψω για κάτι, αποκτώντας πολιτική συνείδηση. • Ήθελα πάντα να γίνω ζωγράφος, αυτό έλεγα, χωρίς να ξέρω καν τι σημαίνει. Πάντα είχα όμως το φόβο που μου καλλιέργησαν οι γονείς μου για το «πώς θα ζήσεις; Εμείς δεν μπορούμε να βοηθάμε». Η μητέρα μου ασχολούνταν με τα οικιακά, καμιά φορά φύλαγε παιδιά, και ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος, οπότε έπαιζε πάρα πολύ η τετράγωνη λογική να έχεις μια σταθερή δουλειά, να έχεις έναν σίγουρο μισθό, έτσι ώστε να μπορέσεις να ζήσεις τα παιδιά σου. Αυτό το μοτίβο, το οποίο με περιόρισε αρκετά, ειδικά στην εφηβεία, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθώ από το σχέδιο. Γι’ αυτό και όταν έδωσα Πανελλήνιες πέρασα στη Σχολή Συντήρησης Έργων Τέχνης. Ήταν κοντά στην τέχνη, αλλά δεν αφορούσε τη δημιουργία. Την έβγαλα τη σχολή, πήρα το πτυχίο, αλλά εκεί μέσα συνειδητοποίησα ότι δεν μου αρέσει να το κάνω αυτό, δεν θα ήθελα στα τριάντα μου να είμαι συντηρητής αλλά σχεδιαστής. Έτσι ξεκίνησα να κυνηγάω αυτό το όνειρο και ήταν η πρώτη φορά που είχα πραγματικά έναν στόχο, στα είκοσι δύο μου, γιατί δεν ήμουν ποτέ καλός μαθητής, δεν υπήρχε ποτέ το κίνητρο, για ποιον λόγο να κάτσεις να διαβάσεις πέρα από το να σπουδάσεις, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. • Ξεκίνησα να κάνω κάποια σεμινάρια κόμικς στο Μικρό Πολυτεχνείο και φάνηκε ότι το σχέδιό μου ήταν σε ένα αρκετά καλό επίπεδο, επειδή σχεδίαζα πολλά χρόνια αλλά χωρίς να ξέρω κιόλας, δεν σχεδίαζα ακαδημαϊκά. Ωστόσο ήταν η πρώτη μου επαφή με το κόμικ, να κάνω κάτι που στέκει και αφηγηματικά και σχεδιαστικά. Εκεί, στα είκοσί μου, άρχισα να βλέπω το σχέδιο σοβαρά. Έμαθα πραγματικά να σχεδιάζω στην τεχνική σχολή σχεδίου στη Γαλλία, όπου σε μαθαίνουν πώς να ζωγραφίζεις. Τα δύο πρώτα χρόνια μόνο ακαδημαϊκά, γυμνά μοντέλα, προτομές, σχεδίαση αντικειμένου, πώς να τοποθετείς το αντικείμενο στον τρισδιάστατο χώρο, αρχές προοπτικής, τα πάντα. Παράλληλα κάναμε και κόμικ, εικονογράφηση, κινούμενο σχέδιο, για να διαλέξουμε την κατεύθυνση που θέλαμε. Από αυτά τα τέσσερα χρόνια θυμάμαι μόνο τη σχολή, δεν υπήρχε ζωή παραδίπλα, και συνέχισε και εκτός σχολής αυτό το μοτίβο. Πριν φύγω για Γαλλία δούλευα στην εστίαση εφτά χρόνια, σεζόν σε νησιά κ.λ.π., κι έτσι μάζεψα και τα λεφτά για να φύγω. • Τελειώνοντας τη σχολή είχα αποφασίσει να μην ξαναδουλέψω σε άκυρη δουλειά, γιατί μου είχε βγει η πίστη όλα αυτά τα χρόνια, θα κυνηγούσα το σχέδιο όσο μπορούσα. Και βοήθησε το γεγονός ότι είχα πει «αν όχι αυτό, τίποτα» χωρίς να αφήσω άλλη επιλογή ‒ μέχρι τώρα λειτουργεί κάπως. Πάνε εφτά χρόνια που έχω τελειώσει τη σχολή και τα τελευταία ζω από αυτό, δεν μπορώ να πω άνετα, αλλά δεν ξέρω και αν θα ζήσω ποτέ άνετα απ’ το σχέδιο. • Ένας άνθρωπος που με επηρέασε πολύ ήταν ένας καθηγητής μου στη σχολή σχεδίου, ο Πασκάλ Ζαρκέτ, γλύπτης και εικονογράφος, ο οποίος φτιάχνει σκηνικά για τις μεγαλύτερες όπερες της Γαλλίας. Απίστευτος άνθρωπος, στάθηκε δίπλα μου από την αρχή όταν τα γαλλικά μου ήταν χάλια και δεν καταλάβαινα, και χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του σώματος για να μου εξηγήσει τι ήθελε να κάνω, τι μου ζητάει σαν άσκηση. Θυμάμαι μια ατάκα που μου είχε πει και τη λέω κάθε φορά που με ρωτάνε για τη ζωγραφική: «Όταν δεν ζωγραφίζεις καλά, δεν σημαίνει ότι δεν έχεις ταλέντο, σημαίνει ότι απλώς δεν έχεις μάθει ακόμα να παρατηρείς». Αυτό το πράγμα μού έλυσε τα χέρια, γιατί το σχέδιο είναι πολύ προσωπική διαδικασία και είναι δύσκολο να βρεις τη γραμμή σου. Βασικά, σε βρίσκει αυτή, δεν τη βρίσκεις εσύ. Υπάρχει εκεί αυτό το πράγμα, το θέμα είναι να μάθει ο εγκέφαλος να δίνει την εντολή στο χέρι σου. Δεν πιστεύω στο ταλέντο, πιστεύω στην αντίληψη, και μετά, αν η αντίληψη κάποιου είναι καλύτερη από κάποιων άλλων, χρειάζεται καλλιέργεια, αλλιώς δεν γίνεται τίποτα. Τον έχω πάντα ορόσημο αυτόν τον άνθρωπο. • Η ασχολία μου με το σχέδιο ήταν από τα μεγαλύτερα ρίσκα που έχω πάρει στη ζωή μου. Και ακόμα ρίσκο είναι, δεν έχουν δρομολογηθεί τα πράγματα. Ήρθε μια στιγμή στη ζωή μου που συνειδητοποίησα ότι για να ζήσω πρέπει να δουλέψω, δεν έχω και άλλη επιλογή, τι δουλειά θα κάνω; Κι επέλεξα να κάνω κάτι εξαιρετικά δύσκολο, για το οποίο αναπόφευκτα πρέπει να θυσιάσω πράγματα, ωστόσο ξέρω ότι σηκώνομαι στις οχτώ το πρωί για να κάνω αυτό που γουστάρω. Κι αυτό είναι μεγάλη ικανοποίηση. Μπορεί να κάθομαι στο γραφείο όλη μέρα δουλεύοντας, πολλές φορές εφτά μέρες την εβδομάδα, να είμαι κομμάτια και να νιώθω ότι έχω πάει στη Νέα Υόρκη με τα πόδια από την κούραση, αλλά με καλύπτει. Θυσιάζεις πράγματα, την προσωπική σου ζωή, αλλά δεν έχω χόμπι, η διέξοδός μου είναι η δουλειά μου. Περνάω πολλές ώρες με τη δουλειά μου, δεν γίνεται να κάνω κάτι μου με θλίβει. Είναι ένα επάγγελμα όμως που θα έχει πάντα ρίσκο. • Επαγγελματικά σχεδιάζω από το 2012, όταν ήμουν ακόμα στη σχολή. Δούλεψα σε ένα πρότζεκτ κυρίως με χρώμα στη μεγαλύτερη τοιχογραφία του Moebius, αυτήν που έκανε στο Montrouge δίπλα στο Παρίσι. Του είχε παραγγείλει το δημαρχείο ένα τεράστιο έργο 170 τετραγωνικών μέτρων αλλά πέθανε πριν το τελειώσει, το 2012, και το τελείωσε η ανιψιά του που είχε σπουδάσει το στυλ του. Πήρα τη δουλειά μέσω μιας καθηγήτριάς μου που δούλευε στο πρότζεκτ. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί εκεί είδα ποια είναι η διαδικασία δουλεύοντας στο έργο ενός «θεού». Στη συνέχεια εκδόθηκε ένα παραμύθι που είχα γράψει κι έτσι είδα για πρώτη φορά τι σημαίνει «σχεδιάζω επαγγελματικά». Μετά τελείωσα τη σχολή και συνέχεια προέκυπταν πράγματα ‒ πρέπει να έστειλα πενήντα βιογραφικά σε περιοδικά και εφημερίδες γιατί με ενδιέφερε πολύ να δουλεύω κυρίως εκεί, έψαχνα τέτοιες δουλειές, το κόμικ προέκυψε λίγο αργότερα. • Η Γαλλία έχτισε όλη την αισθητική μου και την αντίληψή μου για την τέχνη. Έμαθα Ιστορία της Τέχνης. Πάντα με ενδιέφερε ο εικοστός αιώνας στην τέχνη, αλλά αυτό δεν μου δημιούργησε μια αισθητική, πηγαίνοντας στη σχολή κάπως μπήκαν σε μια σειρά οι γνώσεις που είχα από την Ιστορία της Τέχνης. Ο Egon Schiele για παράδειγμα γαλούχησε το στυλ μου, στα πρώτα έργα που έκανα αντέγραφα τα δικά του, τη γραμμή του, και αυτό το πράγμα εξελίχθηκε μόνο του, σιγά σιγά το σχέδιό μου έπαψε να τον θυμίζει. Η σχολή στη Γαλλία ήταν ένα παράθυρο στην τέχνη, στον κόσμο, ήταν απίστευτες επιρροές, είχα σημαντικούς καθηγητές που έβλεπες το έργο τους και έλεγες «οk, αυτό δεν το έχω ξαναδεί, αυτή η αισθητική δεν θα με τράβαγε ποτέ, αλλά κοίτα, έχει κάτι να σου δείξει». Η ιδέα των κόμικς στο μυαλό μου ήταν εντελώς διαφορετική, πολύ πιο τυποποιημένη πριν πάω εκεί. Και επέλεξα να πάω γιατί ήξερα ότι δεν θα με έβαζαν σε καλούπι. Σε καθοδηγούσαν και σε συμβούλευαν, και είναι πολύ σημαντικό αυτό. • Κάποια στιγμή δοκίμασα να ζήσω στον Καναδά επειδή έχω καναδική υπηκοότητα. Ο πατέρας μου ήταν μετανάστης εκεί δώδεκα χρόνια, έφυγε με το μεταναστευτικό κύμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πήρε την υπηκοότητα. Έτσι γεννήθηκα με καναδικό διαβατήριο και πήγα στον Καναδά επειδή θεώρησα ότι έπρεπε να εκμεταλλευτώ την πρόσβαση που δεν έχει ο καθένας. Το κυνηγούσα χρόνια να πάω αλλά τα τέσσερα πρώτα χρόνια στη Γαλλία οι γονείς μου ήταν άρρωστοι, οπότε γυρνούσα Ελλάδα μόνο γι’ αυτόν τον λόγο, για να τους δω και να χαρούνε. Μετά πέθαναν και οι δύο και είχα την ελευθερία να πάω να δω τι γίνεται εκεί. Έγινε αργά στη ζωή μου όμως και το ταξίδι ήταν αποτυχία, αλλά έμαθα πολλά πράγματα για τον εαυτό μου στον Καναδά. Πάντα είχα αυτό το ρομαντικό στο μυαλό μου, ότι μέχρι να πεθάνεις πρέπει να έχεις πάει παντού, και όχι μόνο ως επισκέπτης, πρέπει να έχεις ζήσει για καιρό σε διάφορες χώρες και πόλεις για να δεις τις κουλτούρες. Είχα ξεχάσει όμως τον παράγοντα «άνθρωπος», και φτάνοντας στον Καναδά συνειδητοποίησα ότι μου έλειπαν οι φίλοι μου. Είδα ότι το Αθήνα ‒ Λυών ήταν πιο εύκολο ταξίδι, ενώ το Καναδάς ‒ Αθήνα ή Καναδάς ‒ Λυών έπρεπε να το κανονίσεις πέντε μήνες πριν και να έχεις μαζέψει και λεφτά μόνο για τα εισιτήρια. • Στην κουλτούρα δεν αισθάνθηκα και μεγάλες διαφορές, αλλά πολιτικά ο καπιταλισμός γεννήθηκε εκεί, δεν είχαν ποτέ κάποιο άλλο σύστημα και τον είδα να παρεισφρέει στις ανθρώπινες σχέσεις. Έπαιζε πάρα πολύ πάρε-δώσε, για να σου δώσω πρέπει να μου δώσεις, μέχρι και στα διαπροσωπικά. Φρίκαρα με αυτό πάρα πολύ. Και μετά ήταν το κωλόκρυο. Δεν είμαι του καλοκαιριού, το προτιμώ το κρύο γιατί μπορείς να προφυλαχτείς, αλλά εκεί ήταν ακραία η κατάσταση, περίμενα να τελειώσουν όλες οι προμήθειες που είχα στο σπίτι για να βγω να πάω σούπερ-μάρκετ και ένιωθα ότι αν έβγαινα θα πονούσα. Ήταν πολύ δύσκολο. Ήμουν τριάντα δύο χρονών και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να τα κάνω όλα από την αρχή, π.χ. να κάνω φίλους κι αυτό ήταν πολύ δύσκολο, γιατί σε αυτή την ηλικία ξέρεις πλέον τι ανθρώπους θέλεις να έχεις γύρω σου. Είναι διαφορετικά στα είκοσι πέντε σου που ακόμα μαθαίνεις. Κατάλαβα ότι δεν θέλω να κάνω καινούργιους φίλους, γιατί ήξερα ότι για να γίνεις κολλητός με κάποιον άνθρωπο πρέπει να περάσουν δυο-τρία χρόνια για να έρθεις αβίαστα κοντά του κι εγώ δεν θα ήθελα να σπαταλήσω τόσο χρόνο. Γι’ αυτό γύρισα. Είχα στο μυαλό μου τον Καναδά ως τη γη της επαγγελίας και χάρηκα που πήγα, γιατί αν δεν πήγαινα δεν θα ήξερα ποτέ πώς είναι. Έμαθα κάποια πράγματα για τον εαυτό μου, αναδιοργάνωσα κάποιες εντυπώσεις που είχα για μένα και έμαθα πως δεν είμαι όπως πίστευα, αλλά that ’s fine, δεν υπάρχει πρόβλημα. • Τώρα επιστρέφω στην Αθήνα γιατί ένιωσα ότι έκανε τον κύκλο της η Λυών. Σκεφτόμουν να πάω στο Βερολίνο γιατί έχω φίλους εκεί, αλλά δεν είχα το κουράγιο για άλλο ξεκίνημα. Δεν μιλάω γερμανικά και δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να τα μάθω από την αρχή όπως τα γαλλικά. Εκτός αυτού δεν ερχόμουν καθόλου Ελλάδα, ήρθα το 2018 όταν βγήκε ο Ζητιάνος και για πρώτη φορά μετά από χρόνια έμεινα στην Αθήνα για δύο μήνες. Και συνειδητοποίησα πόσο πιο εύκολη είναι η ανθρώπινη επαφή εδώ, από το να φλερτάρεις στη γλώσσα σου μέχρι να μιλήσεις πολιτικά, είχα ξεχάσει την αμεσότητα και μου έλειπε, γιατί τόσα χρόνια είχα μπει στη γαλλική νόρμα. Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο είναι να επικοινωνείς στη γλώσσα σου. Έτσι μπήκε στο μυαλό μου η επιστροφή. Επίσης για τα επόμενα δύο χρόνια έχω δουλειά, έχω κάποια συμβόλαια για graphic novels, δηλαδή έχω μια στασιμότητα που δεν την είχα ποτέ μου όσον αφορά στο οικονομικό. Επειδή έχω τάσεις φυγής, έχω πει ότι θα μείνω δύο χρόνια στην Αθήνα και μετά θα δούμε, αν φρίξω θα πάω αλλού. Αλλά προς το παρόν ήταν πολύ συνειδητή απόφαση. • Έχω κάνει τρία graphic novels, τον Ζητιάνο του Καρκαβίτσα, τα Γυμνά Οστά με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και το Ceux du Chambon που κυκλοφόρησε μόλις στη Γαλλία, με την αληθινή ιστορία του Étienne Weil, ενός αγοριού που είναι Εβραίος και η ζωή του, όπως και της οικογένειάς του, ανατρέπεται από τον πόλεμο και την κατοχή στη Γαλλία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχω σχεδιάσει το Tout nu et tout bronzé ‒ Généalogie de la piscine du Rhône, ένα δεκασέλιδο ένθετο για την ιστορική πισίνα του ποταμού Rhône στη Λυών και έχω συμμετάσχει και σε διάφορες ομαδικές δουλειές: στο Guide de Paris en bandes dessinées (Éditions Ρetit à Ρetit), δεκαπέντε μικρές αληθινές ιστορίες στις γειτονιές του Παρισιού που έχτισαν την πόλη όπως την ξέρουμε σήμερα και στο Histoires incroyables du timbre en BD (Éditions Ρetit à Ρetit), δεκαπέντε ιστορίες που μιλούν για τα σημαντικότερα γραμματόσημα και για την ιστορική τους αξία. • Έχει ανέβει πολύ το επίπεδο του graphic novel στην Ελλάδα κι αυτό που είδαμε να γίνεται στο Comicdom Con φέτος ήταν μαγικό. Θα έλεγα όμως ότι μου άρεσε ακόμη περισσότερο το comic festival στην πλατεία Κυψέλης γιατί ήταν πολύ πιο «οικογενειακό». Ήταν όλα τα τραπέζια μαζί, απίστευτα πολύς κόσμος, απίστευτη ανταπόκριση. Έφυγα πολύ χαρούμενος από αυτό. Το καλό είναι ότι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα ασχολούνται και φέρνουν περισσότερες ξένες εκδόσεις, όχι μόνο Marvel και αμερικανικό κόμικ αλλά και ευρωπαϊκό από Γαλλία, Ιταλία, και όλο αυτό εισχωρεί στην ελληνική κουλτούρα του κόμικ. • Αυτό που έχει σημασία είναι η κουλτούρα του κόμικ να μη μείνει μόνο στα graphic novels αλλά να διεισδύσει και σε άλλα μέσα, από την εκπαίδευση μέχρι τη διαφήμιση, για να καταλάβει ο κόσμος ότι είναι ένα μέσο επικοινωνίας, όπως είναι ένα βιντεάκι που θα κάνεις για μια διαφήμιση ή ένα μουσικό σποτ. Στη Γαλλία ο κόσμος αγοράζει κόμικ όπως αγοράζει λογοτεχνία και το βλέπεις παντού, στην εκπαίδευση, στα βιβλία, σε κοινωνικές και διαφημιστικές καμπάνιες, χρησιμοποιείται για να εξηγήσει κάτι, που είναι λίγο πιο fun. Εντυπωσιάστηκα που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ανέθεσε στον Γούση, στη Ζάχαρη και στον Pan Pan να φτιάξουν ένα κόμικ για την 60ή επέτειό του. Αυτός είναι ο τρόπος για να περάσει σε όλους και βλέπεις ότι είναι σοβαρή δουλειά, κάτι ξεκάθαρα καλλιτεχνικό, όχι παιδικό. • Τα παιδιά του Comicdom Con δίνουν βραβεία, δεν υπάρχει χρηματικό έπαθλο, έτσι και υπήρχε μια χρηματοδότηση για να δίνει μεγαλύτερο κίνητρο θα άλλαζαν πολλά πράγματα. Στην Angoulême π.χ., που είναι το μεγαλύτερο φεστιβάλ κόμικς της Ευρώπης, δίνουν καμιά δεκαριά βραβεία, χρηματικά έπαθλα, τα οποία σε βοηθούν ουσιαστικά να συνεχίσεις το έργο σου. Το κράτος εκεί δίνει πολλά λεφτά σε όλα τα φεστιβάλ κόμικς που γίνονται στη Γαλλία γιατί είναι μια ευκαιρία να σχετιστεί με τον νεαρόκοσμο. Στη Λυών όπου ζούσα, είδα τι κρεσέντο παίζει από τον κόσμο που ρέει στην οργάνωση τέτοιων φεστιβάλ. Και αν πληρώνεις τον δημιουργό και δίνεις και κίνητρα στους εκδοτικούς να βγάλουν ποιοτικά πράγματα ανεβαίνει το επίπεδο. Ένα βραβείο είναι τιμή έτσι κι αλλιώς, αλλά εδώ δεν σου προσφέρει τίποτα πέρα απ’ αυτό. Είναι μια αναγνώριση ότι αυτό που κάνω κάπως αξίζει, αλλά επί του πρακτέου, το μεγαλύτερο πρόβλημα ειδικά στη δική μας δουλειά είναι το οικονομικό. Και εκεί πρέπει να βοηθηθεί η φάση, να ζήσουμε εμείς και να επιζήσει και αυτή η δουλειά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, that’s life. Σε αυτή την κοινωνία ζούμε, που πρέπει να πληρώσεις για να ζήσεις. • Η αντιμετώπιση της δουλειάς μας ως δουλειάς, ως εργατοώρας, είναι πολύ κακή. Μπορεί όσα σου πω ότι χρεώνω τη σελίδα να σου φανούν πολλά, αλλά για να κάνω αυτήν τη σελίδα έχω κάνει έρευνα, storyboard, έχω χρησιμοποιήσει μελάνια, χρώμα. Εσύ βλέπεις ένα χαρτί. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι αυτή, το ντιλ που θα κάνεις τον X εκδότη, με τον X συντάκτη, διευθυντή. Και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αυτό. Στη Γαλλία το 60% των σχεδιαστών κόμικ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. • Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι μην πάθω Αλτσχάιμερ και να τα ξεχάσω όλα. Από Αλτσχάιμερ έχασα και τον πατέρα μου, οπότε έζησα όλη αυτήν τη διαδικασία της φθοράς της νόησης κι αυτό μου άφησε ένα τραύμα, είναι να μην ξεχάσω όσα έχω ζήσει. Ό,τι κάνεις, το κάνεις για να βιώσεις τη στιγμή και να ’χεις μετά να τη θυμάσαι. Και το Αλτσχάιμερ σου παίρνει τη μισή ζωή, που είναι οι αναμνήσεις σου. • Η ζωή μού έχει μάθει ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Και ότι πρέπει να έχεις λίγο συναίσθηση του τέλους όταν έρχεται, και να το δέχεσαι ή να δίνεις το τέλος όταν πρέπει να το δώσεις. Τα Γυμνά Οστά και ο Ζητιάνος κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Polaris. www.instagram.com/kanelloscob Και το σχετικό link...
  2. Με φόντο ένα μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, με τη Γη ρημαγμένη ύστερα από απανωτούς πολέμους και λιγοστούς επιζώντες να περιφέρονται αναζητώντας τροφή, οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Kanellos Cob φιλοσοφούν για την τεχνητή νοημοσύνη και τη σχέση ανθρώπου και μηχανής. Αντί προλόγου στα «Γυμνά Οστά» (εκδόσεις Polaris, 128 σελίδες), οι Δημοσθένης Παπαμάρκος (σενάριο) και Kanellos Cob (σχέδια) επιλέγουν να παραθέσουν τους τρεις «Νόμους της Ρομποτικής» των Ισαάκ Ασίμοφ και Τζον Κάμπελ οι οποίοι είναι: 1ος: Κανένα ρομπότ δεν θα προξενήσει βλάβη σε ανθρώπινο ον είτε με πρόθεση είτε από αδράνεια. 2ος: Το ρομπότ οφείλει να πειθαρχεί στις εντολές που δίνονται από ανθρώπινα όντα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αυτές οι εντολές αντιβαίνουν τον Πρώτο Νόμο. 3ος: Το ρομπότ οφείλει να προφυλάσσει τη σωματική και διανοητική του ακεραιότητα, εφόσον μια τέτοια ενέργεια δεν αντιβαίνει στον Πρώτο και τον Δεύτερο Νόμο. Όταν στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας διατυπώνονταν αυτοί οι «νόμοι» το μακρινό 1940, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο της σκέψης και της πρόβλεψης φωτεινών μυαλών με ορίζοντα κάποιο μακρινό μέλλον. Αυτό το μέλλον έχει γίνει πια παρόν και στα «Γυμνά Οστά» αποτελεί ένα μακρινό, ρομαντικό και γεμάτο ελπίδα παρελθόν που θάφτηκε κάτω από τη φιλοδοξία του ανθρώπου να παίξει τον ρόλο του Θεού. Οι post-human studies αποτελούν εδώ και καιρό ένα διακριτό επιστημονικό πεδίο στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών σπουδών και της φιλοσοφίας, ενώ τα θέματα που αναπτύσσονται πάνω σε αυτήν την προβληματική απασχολούν ολοένα και πιο εντατικά τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τις τηλεοπτικές σειρές, τα κόμικς. Αυτή την έννοια του μετα-ανθρώπου σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον όπου η «σκεπτόμενη» μηχανή κατακτά όλο και μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης πρωτοβουλίας και δραστηριότητας, πραγματεύονται οι Παπαμάρκος και Cob σε ένα υπέροχο βιβλίο περί της οντολογίας και της φύσης του ανθρώπου. Ένα βιβλίο που ξεκινά με τα ερείπια του ανθρώπινου πολιτισμού, με ιωνικές κολόνες και ανεξήγητες τοιχογραφίες μελλοντικών πίστεων και πεποιθήσεων να αποτελούν διαστρωματώσεις απανωτών και διαδοχικών πολέμων που ατάκτως στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη, χωρίς να μπορείς να διακρίνεις ποια προηγήθηκε, ποια ακολούθησε, ποια επικράτησε. Και ποια ήταν η τελευταία πριν από την οριστική και αμετάκλητη καταστροφή. Ένας κένταυρος με μυτερά-κωνικά πόδια και πρισματικό κεφάλι (ως σύμβολο λατρείας ή σπουδή εκκεντρικότητας;), φουτουριστικά γκράφιτι που δεν βγάζουν νόημα με βάση τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες αλλά θα μπορούσαν να αποτελούν τα υλικά τεκμήρια μελλοντικών πολιτισμών, μια εικόνα του David Bowie από το Aladdin Sane πάνω σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο, η Πύλη των Λεόντων ως ένα μετα-μεταμοντέρνο αρχιτεκτόνημα, αποτέλεσμα πολλαπλών μιμήσεων και επιστροφών σε ένα μετα-παρελθόν, αποδεικνύουν μια απροσδόκητη (και εν μέρει ακατανόητη) εξέλιξη που οδήγησε τα πράγματα στο Τέλος. Στα ερείπια αυτών των πολιτισμών, οι ελάχιστοι άνθρωποι έχουν την ανάγκη των ρομπότ για να επιβιώσουν. Και ταυτόχρονα, τα ρομπότ χρειάζονται τους ανθρώπους. Άνθρωπος και μηχανή έχουν συνάψει ατύπως μια συμβιωτική σχέση αμοιβαίου συμφέροντος. Και οι δυο χρειάζονται ενέργεια. Και οι δυο έχουν αναπτυγμένο το ένστικτο της επιβίωσης. Και οι δυο «ζουν» σε ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον. Αλλά η μηχανή κατατρώει τον άνθρωπο, του αποστερεί κάθε ανθρώπινη διάσταση και τον μετατρέπει σε οργανική πηγή ζωτικότητας για την ίδια. Και το χειρότερο είναι πως αυτό συνέβη κατ’ επιλογή του ανθρώπου. Όπως περιγράφει και ο πραγματιστής πρωταγωνιστής των «Γυμνών Οστών»: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο φριχτό από το να βρεθείς μέσα σε μια τέτοια μηχανή. Δεν νεκρώνουν τις εγκεφαλικές σου λειτουργίες πριν αρχίσουν να τρέφονται. Ίσα ίσα, θέλουν να διατηρείς τις αισθήσεις σου καθ’ όλη τη διάρκεια. Για μέρες, ίσως και μήνες ανάλογα με τις αντοχές σου. Γιατί, εκτός από ενέργεια, αποζητούν εξίσου έναν νέο εταίρο, μια σύνδεση με μια ανθρώπινη συνείδηση». Και λίγο παρακάτω: «Τίποτε ανθρώπινο δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα σε μια τέτοια μηχανή. Από τη στιγμή που γίνει η σύζευξη, η συνείδησή της κυριεύει ολοκληρωτικά αυτή του θύματός της. Κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση κατασπαράζεται, ώσπου στο τέλος το μόνο που απομένει είναι η παράφρων, ζωώδης νοημοσύνη της μηχανής, που ψάχνει το επόμενο θύμα της». Σύμφωνα με το σενάριο, ένας επιζών και ένα ρομπότ περιπλανώνται ανάμεσα στα χαλάσματα, αποφεύγοντας τα ισχυρότερα ρομπότ και αναζητώντας ανθρώπους για τροφή την ώρα που η πανταχού παρούσα ραδιενέργεια προσβάλλει κάθε μορφή ζωής. Μια γυναίκα από έναν μακρινό πλανήτη που ακμάζει (προϊόν ενός παλαιότερου εποικισμού;) έρχεται στη Γη για να μελετήσει τις αιτίες που οδήγησαν στον αφανισμό του ανθρώπινου είδους. Παρά τις επιφυλάξεις όλων, το αμοιβαίο συμφέρον θα επικρατήσει και όλοι μαζί θα συνεχίσουν την περιπλάνηση με στόχο την επιβίωση και την ανακάλυψη. Η γυναίκα, ξένη, επισκέπτρια, αφ’ υψηλού και υπό το πέπλο της ασφάλειας θα κατηγορήσει τον άντρα για την «αποκτήνωσή» του. Αυτός θα επικαλεστεί την επιβίωση και την απανθρωποποίηση των «ζωντανών». «Οι σοφιστείες σου είναι τρομακτικές», τον κατηγορεί αυτή. «Η άγνοιά σου τρομακτικότερη. Μπερδεύεις τις πεποιθήσεις σου με την αλήθεια. Σκέφτεσαι σαν οπαδός θρησκείας. Λατρεύεις την εικόνα του ανθρώπου με τον ίδιο τρόπο που οι πρωτόγονοι λάτρευαν κάποτε τα είδωλα. Η προσήλωσή σου σε αυτή σε εμποδίζει να δεις. Σε αντίθεση με σένα, εγώ γνωρίζω το είδος μου ενώ εσύ μόνο την εικόνα του», την αποστομώνει. Και μαζί καταγγέλλει την ανθρώπινη κατάσταση: «Οι μηχανές, ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είναι ανίκανες να συναγωνιστούν την ανθρωπότητα στην ευχέρειά της για αδικαιολόγητη βία. Δεν είναι στη φύση τους, σε αντίθεση με μας». Τα «Γυμνά Οστά» είναι ένα βιβλίο γεμάτο σκληρότητα και βία. Ένα βιβλίο για ένα ασαφές «μετά». Το μόνο όμως που το καθιστά ασαφές είναι η έλευσή του, όχι το περιεχόμενο και η κατάληξή του. Είναι όμως και ένα βιβλίο συναρπαστικό λόγω της μεστής αφήγησης του Παπαμάρκου και των εντυπωσιακών εικόνων τού Cob. Στον νου φέρνει όλη τη γενεαλογία του είδους, από τον «Φρανκενστάιν» και τον άνθρωπο-Θεό και Προμηθέα συνάμα μέχρι το «Existenz» του Κρόνενμπεργκ με την εικονική πραγματικότητα και τα οργανικής φύσης όπλα, και από τα αλλόκοτα πλάσματα του Druillet ή του Caza και τη δαιδαλώδη αρχιτεκτονική των Schuiten – Peeters μέχρι τα υβρίδια οργανικής και ανόργανης ύλης του πρόσφατου «Extinction». Με συνειδητές ή υποσυνείδητες τέτοιες επιρροές, οι Παπαμάρκος και Cob δεν παραμένουν στο επίπεδο των επιτυχημένων «tributes», αλλά προσθέτουν πολλές δικές τους πρωτότυπες εικόνες που θα αποτελούν ενδεχομένως μελλοντικές αναφορές άλλων καλλιτεχνών: τα σύμβολα των τεσσάρων Ευαγγελιστών (λιοντάρι, μόσχος, αετός και άνθρωπος) αλλά με τον άνθρωπο να είναι γυναίκα και όχι άντρας, τα ανθρωπόμορφα gargoyles που είναι πιο εφιαλτικά από αυτά με δαιμονικές φιγούρες, τα δέντρα από τα οποία ξεπηδούν ανθρώπινα μέλη (ή το αντίθετο;), οι αρχαιοελληνικοί ναοί που περιέργως δεν έχουν γκρεμιστεί, ένας «Άνθρωπος του Βιτρούβιου» που δεν υμνεί την ανθρώπινη ανατομία αλλά τη σύζευξη ανθρώπου-μηχανής, τα σάρκινα συμπλέγματα του Ντορέ από τη «Θεία Κωμωδία», ένας «Μυστικός Δείπνος» με 14 αντί για 13 συνδαιτυμόνες. Συνθέτοντας ένα βιβλίο που στο σύνολό του θα αποτελεί σημαντική αναφορά στο είδος και θα προσφέρει μια οδυνηρή απάντηση στο γιατί τα πράγματα έφτασαν ως εδώ: «Γιατί πιστεύαμε τόσο βαθιά στην αυταπόδεικτη ανωτερότητα του είδους μας που δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μας πως η μοναδική απειλή για την ανθρωπότητα ήταν η δική της ασυδοσία». Και το σχετικό link...
  3. Ένας άνθρωπος και ένα ρομπότ συμβιώνουν στο μακρινό μέλλον, μετά το τέλος της ανθρωπότητας, και προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα (ελληνικό) τοπίο πλήρους καταστροφής. Είναι ένας πλανήτης στο μέλλον, χιλιάδες χρόνια μετά, κατεστραμμένος, «αμετάκλητα απολεσθείς» για την ανθρωπότητα, κι ένας κόσμος έρημος, με τις ανθρωποφάγες μηχανές να κυριαρχούν. Μέσα εκεί ένας άνθρωπος και ένα ρομπότ αναπτύσσουν μια απρόσμενη, συμβιωτική σχέση για να αντιμετωπίσουν τη φρίκη της ραδιενέργειας και των άλλων μηχανών. Αυτό είναι το βασικό μοτίβο του αριστουργηματικού graphic novel Γυμνά Οστά που εμπνεύστηκε και έγραψε ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και σχεδίασε ο Kanellos Cob, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Polaris. Αδίστακτοι κυνηγοί οι δυο τους και απελπισμένοι νεκροφάγοι σε ένα περιβάλλον όπου η επιβίωση είναι μια διαρκής άσκηση στη βία και τη σκληρότητα, συναντούν μια γυναίκα, απεσταλμένη της διαγαλαξιακής ομοσπονδίας, που έρχεται να τσεκάρει τι έγινε στη Γη και σταμάτησε κάθε ίχνος επικοινωνίας. Η επαφή μαζί της θα τους κάνει να αμφισβητήσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και θα τους φέρει αντιμέτωπους με κάτι που πίστευαν πως έχει οριστικά χαθεί – την ελπίδα. Η έκπληξη στο ραντεβού για τη συνέντευξη είναι ότι είναι η πρώτη φορά που οι δυο τους συναντιούνται από κοντά μετά τον Φλεβάρη του 2020, που ξεκίνησε η αρχική ιδέα. Από τότε πέρασαν δύο καραντίνες δουλεύοντας το concept – ο καθένας από το σπίτι του ‒ μέχρι και τον φετινό Απρίλιο, που ολοκληρώθηκε η δημιουργία του. Η έρευνα και η μελέτη της βιολογίας και της αρχιτεκτονικής είναι ξεκάθαρη στο κόμικ, ακόμα και αν δεν στο πουν. Τα πάντα είναι τόσο προσεκτικά τοποθετημένα στο σκίτσο και στα λόγια που είναι αδύνατο να τα προσέξεις με την πρώτη ανάγνωση. «Η ιδέα είχε ξεκινήσει από τον “Μπλε Κομήτη”» λέει ο Δημοσθένης, «αλλά εκεί υπήρχαν πολύ συγκεκριμένοι περιορισμοί. Επειδή ήταν σε επεισόδια, είχα κάνει σε αρκετά πράγματα εκπτώσεις όσον αφορά την έκτασή τους, οπότε έγινε σημαντική ανακαίνιση σεναρίου, και όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε με τον Κανέλλο το ξαναφτιάξαμε από την αρχή». «Του είπα ότι πάμε προς τη γαλλική σχολή στο σχέδιο, προς Moebius, για να καταλάβει και την αισθητική που είχα στο μυαλό μου. Και τα βρήκαμε» συνεχίζει ο Κανέλλος. «Αυτό βοήθησε στο να γίνουν γρήγορα πολλά πράγματα, γιατί αμέσως καταλάβαμε πλήρως τι είναι τι. Ακόμα και κάποια concepts που δεν τα είχαμε τελειώσει σχετικά με το τι είναι αυτή η τεχνολογία, πώς δουλεύει». Kanellos Cob και Δημοσθένης Παπαμάρκος. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν — Πού διαδραματίζεται; Δ.Π.: Στο μυαλό μου είχα τη δική μας γη, περισσότερο γιατί με βοηθούσε στις αναφορές. Η γεωγραφία όπου κινούνται οι ήρωες είναι κάπου μεταξύ Πελοποννήσου, Μυκηνών και Δελφών. Με βοηθούσε να το έχω στο μυαλό μου έτσι, και για το κομμάτι το αισθητικό και για το κομμάτι το πρακτικό, δηλαδή για την αλληλουχία των ημερών στον χρόνο της αφήγησης. Συν το ότι είχαμε πει απ’ την αρχή ότι θέλουμε να διαδραματίζεται σε ελληνικό τοπίο, με πολύ φως, ξεραΐλα, θάλασσα. Θέλαμε να βλέπεις τον ναό στο Σούνιο και να αναρωτιέσαι, να είναι ανοιχτό στην ερμηνεία γενικά. K.C.: Ο Δημοσθένης μού είπε: «Το φαντάζομαι σε μια Ελλάδα δύο χιλιάδες χρόνια από τώρα», που σημαίνει ότι έχεις χτίσιμο και γκρέμισμα πολιτισμών γενικότερα σε όλη αυτήν τη διάρκεια, αλλά τα στοιχεία που χρησιμοποίησα ήταν κάτι πιο εξελιγμένο που να θυμίζει κάπως την Ελλάδα. Και αυτό είναι που σε κάνει να αναρωτιέσαι, είναι δεν είναι; Δ.Π.: Είναι ένας κόσμος με επάλληλες στρώσεις πολιτισμών και το κομμάτι της μνήμης, τι είναι αρχαίο και τι παλιό, είναι λίγο μπερδεμένο, οπότε στον κόσμο των Γυμνών Οστών όλη η αρχαιότητα είναι το δικό μας σήμερα. Η δική μας αρχαιότητα είναι κάτι τελείως ξεχασμένο. Ήθελα να πάρουμε στοιχεία από την αρχαιότητα και να τα αναπλάσουμε ελεύθερα, όπως κάνουν οι τάσεις του νεοκλασικισμού, του αρ νουβό κ.λ.π. Κάπου στο μακρινό μέλλον μια αρχιτεκτονική μόδα έχει επιστρέψει, αλλά δεν είναι και ακριβώς όπως την ξέρουμε. Γι’ αυτό υπάρχουν στοιχεία μπρουταλισμού στην αρχιτεκτονική και αρ νουβό. K.C.: Στο αρχιτεκτονικό κομμάτι ο μπούσουλάς μου ήταν ο μπρουταλισμός, τσιμέντο, υπερκατασκευές και μετά, για να δώσουμε το ελληνικό στοιχείο χωρίς να είναι ακριβώς αυτό, έπαιξαν ένα συνονθύλευμα από αρ νουβό και αρχαία ελληνικά μοτίβα για να βγει κάτι καινούργιο. Δ.Π.: Είχα πάει στη Νέα Υόρκη τον Μάρτη του 2020 και του έστελνα φωτογραφίες από κτίρια, μου είπε «εκεί είμαι». Ήταν φοβερό γιατί συμπέσαμε σε αυτό το κομμάτι. Το άλλο που έχει κάνει ο Κανέλλος είναι ότι ενέταξε μεγάλα κεφάλια ή αγάλματα στο τοπίο και επειδή ο κόσμος δεν έχει ζώα, έχει μόνο φυτά, τεράστια φυτά και ερείπια, μου λέει «σκέφτομαι να υποδηλώσω την παρουσία των ζώων με αγάλματα». Δηλαδή πρόκειται για έναν πολιτισμό που εκτιμά την εξαφανισμένη πανίδα με όρους σχεδόν θρησκευτικούς. Το ελληνικό στοιχείο δηλώνεται και από τα υπερμεγέθη αγάλματα που δεν ξέρεις τι είναι ‒ είναι θεοί, είναι ήρωες, σημαίνουσες προσωπικότητες; Απλώς βρίσκονται στο τοπίο και τα προσεγγίζουμε με τον ίδιο τρόπο που προσεγγίζουμε εμείς τα αρχαία σήμερα. Μετά θέλαμε να παίξουμε και με την ποπ κουλτούρα και βάλαμε μια τοιχογραφία του David Dowie, που έχει θεοποιηθεί 2000 χρόνια μετά, ή τον Βελουχιώτη. Θυμάμαι, μου στέλνει ένα μήνυμα και μου λέει «πες μου τρία πρόσωπα που θα ’θελες να δεις στο κόμικ, τα τρία που σου έρχονται τώρα στο μυαλό», και του απαντάω «Tesla, Βελουχιώτης, Bowie» ‒ και τους έβαλε και τους τρεις! K.C.: Είναι μικρές λεπτομέρειες στις οποίες δίνω πάντα έμφαση. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει στην εικόνα η λεπτομέρεια που δεν τη βλέπεις με την πρώτη, αλλά σε προκαλεί να βολτάρεις σε αυτήν. Υπάρχει πολλή συμμετρία, μοτίβα που επανέρχονται και δένουν και την ιστορία, π.χ. αυτά που βλέπει ο άντρας στο όνειρο με τα Χερουβείμ τα βλέπει και στην επίσκεψη στην πόλη, τα ίδια στοιχεία. Είναι τελείως ρεαλιστική τεκμηρίωση, εξηγείται γιατί βλέπει αυτό το όνειρο. — Βλέπουμε δύο οντότητες που συμβιώνουν, έναν άνθρωπο και ένα ρομπότ, αλλά τι έχει συμβεί στον κόσμο; Δ.Π.: Ο κόσμος τεχνολογικά και πολιτισμικά είναι πολύ ανεπτυγμένος, ανήκει σε μια διαπλανητική συνομοσπονδία η οποία είναι εμπορική λίγκα, μια υπερκαπιταλιστική διαπλανητική ομοσπονδία όπου όλα μετριούνται με το χρήμα. Κάθε πλανήτης είναι αυτόνομος ουσιαστικά, υπάρχουν κάποιοι κοινοί θεσμοί αλλά μέχρι εκεί. Το κομμάτι artificial intelligence, ρομπότ, έχει προχωρήσει πάρα πολύ, αλλά αυτό που δεν καταφέρνουν να διακρίνουν είναι ότι δεν έχουν λυθεί τα θέματά τους, γι’ αυτό καταλήγουν σε έναν παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο. Οπότε ο πλανήτης καταστρέφεται, ερημώνονται σχεδόν τα πάντα, εξαφανίζεται η πανίδα, εξαφανίζεται το 98% του ανθρώπινου πληθυσμού και πολύ σημαντικό ρόλο στην ερήμωση παίζει το ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου καταφεύγουν στις μηχανές, σε σκελετούς που έχουν φτιάξει και είναι σαν ρομπότ, ακριβώς για να μπορέσουν να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρις εσχάτων. Όλος ο πλανήτης γίνεται ραδιενεργή ζώνη και αντί να τα παρατήσουν και να φτάσουν σε εκεχειρία, για να μην εξαφανιστούν, χρησιμοποιούν τις μηχανές ώστε να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρι τέλους. Εκεί γίνεται το ατύχημα που περιγράφεται στο κόμικ και αυτό που είχε ξεκινήσει με τον πυρηνικό πόλεμο το τελειώνουν οι μηχανές, εξαφανίζουν την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Δέκα χρόνια μετά δεν υπάρχει τίποτα, όσοι άνθρωποι είχαν απομείνει απ’ την καταστροφή έχουν φαγωθεί σχεδόν όλοι από τα ρομπότ. Οι μηχανές έχουν μια ευφυΐα, αλλά δεν είναι αντίστοιχη της ανθρώπινης και δεν δημιουργούν δικό τους πολιτισμό. Είναι σαν άγρια ζώα, γιατί δεν αποκτούν πολιτισμό, συνείδηση κ.λ.π. και δεν λύνουν το θέμα της ενέργειας, οπότε κυνηγούν ανθρώπους και τρέφονται από αυτούς, γιατί προ καταστροφής είχαν σχεδιαστεί να παίρνουν ενέργεια από το ανθρώπινο σώμα. — Και οι άνθρωποι είναι κανίβαλοι. Δ.Π.: Αυτό το βλέπουμε κυρίως στον κεντρικό χαρακτήρα. Στον οικισμό π.χ. δεν δείχνουμε με ποιον τρόπο λειτουργεί αυτή η κοινωνία. Η σκέψη ήταν ότι είναι vegetarian αφού δεν υπάρχει πανίδα, άρα έχουν εξελίξει και τα χωράφια, τα οποία δεν τα δείχνουμε όμως γιατί θα ήταν πάρα πολύ επεξηγηματικό. Η τεχνολογία ωστόσο είναι τόσο αναπτυγμένη, που μπορούν να έχουν συνθετικό κρέας, συνθετικές τροφές κ.λ.π., οπότε το θέμα της τροφής το έχουν λυμένο. Όσοι είναι εκτός οικισμού αφήνουμε να εννοηθεί ότι έχουν εξαφανιστεί ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν πόροι. Δεν αναφέρουμε αν υπάρχουν επιζώντες και πώς τα έχουν καταφέρει. Αλλά ο κεντρικός χαρακτήρας έχει επιλέξει να τρώει ό,τι πετάει το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ., αυτή είναι και η συμφωνία που έχουν κάνει. Το ρομπότ τρώει τον άνθρωπο που πιάνει και όταν τελειώσει μαζί του αυτός πλέον δεν έχει συνείδηση, λογική, καμία σωματική λειτουργία, και ο άνθρωπος που συμβιώνει με το ρομπότ τρώει αυτό το απόρριμμα. K.C.: Στην ουσία αυτό είναι και το φιλοσοφικό ερώτημα που θέτει ο Δημοσθένης: τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τη σκέψη, αν παραμένει άνθρωπος χωρίς τη λογική και τη συνείδηση. — Το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ. θεωρεί τον εαυτό του ένα διαφορετικό είδος, ότι είναι εξελιγμένος οργανισμός. Δ.Π.: Ναι, ακριβώς, αυτή είναι η διαφορά του, ότι έχει ξεφύγει από το καθαρό ένστικτο κι έχει αναπτύξει ένα είδος ευφυΐας και συνείδησης. Παίζω πολύ με το μοτίβο της εξέλιξης, ότι έχουμε τις αρχικές μηχανές Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ., οι οποίες έχουν μια στοιχειώδη νοημοσύνη, κυρίως υποστηρικτική για τον πιλότο. Μετά υπάρχει μια σύζευξη, μια συγχώνευση της ανθρώπινης με την τεχνητή νοημοσύνη και αυτό που παράγεται είναι μια νέου τύπου νοημοσύνη, η οποία όμως στο σύνολό της είναι μικρότερη από το άθροισμα των μελών της. Και απ’ αυτά τα υβρίδια έχουμε την εξέλιξη του Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ., που είναι πρωταγωνιστής στο κόμικ. Και μάλλον θα είναι και το τελευταίο του είδους του, γιατί ούτε αυτό έχει λύσει το θέμα της ενέργειας. Και οι δύο χαρακτήρες κινούνται μέσα στον κόσμο με τη βεβαιότητα του θανάτου. — Όλος ο κόσμος βαδίζει προς τον θάνατο. Τα Β.Α.Κ.Χ.Α.Ι. τι είναι; Δ.Π.: Είναι τα κακά ρομπότ, οι μηχανές από τις οποίες ξεκίνησε το κακό. Δηλαδή ήταν τα πρώτα στα οποία εμφανίστηκε η «μετάλλαξη» της νοημοσύνης τους, που μπερδεύτηκε με τη νοημοσύνη των πιλότων τους. Και μετά, με όρους ιού, μεταδόθηκε και στις υπόλοιπες μηχανές. Οπότε είναι κάπως ο ασθενής μηδέν. — Η γυναίκα από πού έρχεται; Δ.Π.: Είναι απεσταλμένη της διαπλανητικής ομοσπονδίας της που έχει κάποιους θεσμούς ομοσπονδιακούς, κάτι σαν στρατό, και προέρχεται από ένα φυλάκιο-παρατηρητήριο εκτός πλανήτη, το οποίο είναι και ένας σύνδεσμος του πλανήτη με την συνομοσπονδία. Έρχεται να τσεκάρει γιατί εδώ και πολύ καιρό δεν λαμβάνουν σήματα απ’ τον πλανήτη. Είναι σαν μια Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ αποκεντρωμένη, όπου δεν υπάρχει πάντοτε δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας και ξαφνικά υπάρχει μια τρύπα, δηλαδή εξαφανίζεται μια χώρα και δεν δίνει σήμα, δεν υπάρχει επικοινωνία κανενός τύπου. Στέλνουν ανιχνευτές να δουν τι συμβαίνει. Ελέγχουν ένα ολόκληρο ηλιακό σύστημα. — Είναι η μοίρα μας η καταστροφή; Δ.Π.: Είναι μια πιθανή μοίρα. Είναι σίγουρα το πιο απαισιόδοξο σενάριο, αλλά με ενδιέφερε πολύ αυτό. Υπάρχει διάχυτη αισιοδοξία πως ό,τι και να γίνεται, στο τέλος θα τα καταφέρουμε. Στα Γυμνά Οστά είναι η άλλη όψη του νομίσματος, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν τα καταφέρνουμε. Κι όπως άλλα είδη ζώων έχουν εξαφανιστεί για διάφορους λόγους, έτσι μπορεί να εξαφανιστεί και ο άνθρωπος. Βλέπεις την αλαζονεία στον δυτικό κόσμο, που έχει μεγάλη πίστη στις δυνάμεις του και στα επιτεύγματά του, πως ό,τι και να συμβεί μπορούμε να το διορθώσουμε. Για παράδειγμα, καταρρέουν τα οικοσυστήματα και λες ότι σε πέντε χρόνια θα τα έχουμε επαναφέρει, που δεν ισχύει. Ξεφεύγει μια σύγκρουση ακριβώς επειδή καμία πλευρά δεν έχει υπολογίσει ότι μπορεί να συμβεί το ατύχημα, αφού αφήνεται στα χέρια ανθρώπων που δεν μπορούν να συνεννοηθούν τελικά. Αυτό που κάποια στιγμή λέει το κείμενο, ότι η μεγαλύτερή μας αρετή είναι να αντιμετωπίζουμε την πρόκληση και κάθε αντιξοότητα και πουσάρουμε προς το μέλλον, είναι αυτό που τελικά καταστρέφει τον κόσμο, γιατί ουσιαστικά όταν γίνεται ο πυρηνικός πόλεμος αντί να πούνε «το τερματίσαμε», λένε «όχι, είναι μία ακόμα δυσκολία που θα την ξεπεράσουμε. Θα συνεχίσουμε τον πόλεμο». Γιατί αυτοί δεν πλήττονται στο πρώτο κύμα, έχουν το προνόμιο της άνεσης. Για μένα το κόμικ έχει απόλυτα πολιτικό statement. — Έχεις κόλλημα από μικρός με το sci-fi, Δημοσθένη, από την «Αδελφότητα του Πυριτίου»… Δ.Π.: Είναι παλιά λόξα το sci-fi και μόνο εδώ το θεωρούμε παραείδος. Στην Ελλάδα πάει στο fantasy, κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που είχα να αντιμετωπίσω, γιατί στη γλώσσα ξαφνικά έπρεπε να διαχειριστώ ορολογία που δεν υπάρχει εδώ. Δεν υπάρχει παράδοση και δεν μπορώ να πάρω όρο που έχει χρησιμοποιήσει κάποιος το 1960 στο μυθιστόρημά του, έτσι έπρεπε να εφεύρω τους όρους για να μη δανειστώ από αγγλικούς, που πάλι παρέπεμπαν σε άλλα διακείμενα, σε άλλες αναφορές. Και ήταν δύσκολο, γιατί έπρεπε να έχουν και λογική και να είναι και επιστημονικοφανείς, να σου δημιουργούν την αίσθηση ότι υπάρχει μια τεχνολογία που, με βάση αυτά που ξέρουμε σήμερα για τις πιο προωθημένες τεχνολογίες, θα μπορούσε να είναι αληθινή. K.C.: Η στολή της γυναίκας που έρχεται από έναν άλλο πλανήτη που δεν ξέρουμε ήταν κάτι που συζητήσαμε πολύ. Είναι τεχνολογία που δεν ξέρουμε τι είναι. Παίξαμε με τη νανοβιοτεχνολογία κάπως και το αποτέλεσμα είναι μια στολή που είναι σαν ένα μίγμα που την περιλούζει. Έπρεπε να σκεφτεί κάποιον όρο γι’ αυτό το πράγμα ο Δημοσθένης, και την ονόμασε φαοδερμίδα. Είναι σαν ένα δεύτερο δέρμα. Και μετά οι ελληνικοί όροι που προέκυπταν ήταν μεγάλοι, μεγάλες λέξεις που είναι πολύ δύσκολο να χωρέσεις στο κόμικ. Δ.Π.: Πρέπει να προσέξεις τέσσερα πράγματα στο κόμικ: να βγάζει νόημα η ιστορία, να υπάρχει διαφορετικό ύφος από πρόσωπο σε πρόσωπο, να υπάρχει μια σχετική συντομία στην έκφραση και, το τέταρτο, να υπάρχει ορολογία επιστημονικής φαντασίας. Ήταν εξίσωση με τέσσερις αγνώστους τα Γυμνά Οστά και το κείμενο το δούλευα μέχρι δύο εβδομάδες πριν το στείλουμε στο τυπογραφείο. Έκοβα για την οικονομία έκφρασης μέχρι την τελευταία στιγμή. K.C.: Εγώ έχω πάντα στο μυαλό μου ένα κόμικ χωρίς καθόλου λόγια και βρήκαμε μια μέση λύση, να αφηγηθούμε πολλά πράγματα μόνο με την εικόνα. Αλλιώς γίνεται μυθιστόρημα η φάση. — Στο τέλος το ρομπότ λέει γυναικείο όνομα. Ήταν εσκεμμένο αυτό; Δ.Π.: Αρχικά είχε αντρικό όνομα, γιατί στον «Μπλε Κομήτη» είχε ένα στένσιλ του Δράκουλα και το έλεγα Βλαντ. Ήταν αρσενικό. Ο Κανέλλος όμως μου λέει «θέλω να το κάνω με φτερά, θα το πούμε Λόλα». Λίγο πριν από το τέλος συνειδητοποίησα ότι είχαμε έναν οργανισμό, ένα περίπου cyborg, το οποίο αποκτάει συνείδηση και η συνείδηση είναι το κλασικό πατριαρχικό μοντέλο ‒ ο Θεός είναι άντρας ‒, το οποίο υπονόμευε όλο το ιδεολογικό υπόστρωμα του τι είναι συνείδηση, πώς αποκτιέται, πώς διαμορφώνεται, γιατί εμφανίζεται, αν εξελίσσεται. Το κόμικ δεν δίνει απάντηση, περισσότερο είναι μια διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων και μου φάνηκε πολύ φυσιολογικό σε όλο το έργο το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ. να είναι ουδέτερο για όλους τους άλλους, γιατί δεν έχει αποκαλύψει τι είναι. Στο τέλος όμως, που πρέπει να σβήσει τα πάντα, μας αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα. K.C.: Mου πήρε πολύ χρόνο να φτιάξω το ρομπότ και όταν το έφτιαξα άρχισα να το βάζω και σε άλλες συνθήκες γενικά, π.χ. ως drag queen, και κάψιμο στο κάψιμο έγινε Λόλα, κάπως. Και καταλήγει όντως να λέγεται Λόλα στο τέλος. Στο τελικό pdf ήταν Λόλα και λίγο πριν πάμε τυπογραφείο άλλαξε όνομα και έγινε Τσιφόνη. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η λογική, να είναι γυναίκα, γιατί πατάει στις θεωρίες της Τζούντιθ Μπάτλερ όσον αφορά το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, όπου ένα ον από τη στιγμή που αποκτά συνείδηση έχει δικαίωμα να επιλέξει και το φύλο του, οπότε γιατί να μην είναι θηλυκό; Και μιλάμε και για άλλη τάξη συνείδησης, δεν έχει ανθρώπινη συνείδηση το Θ.Ω.Ρ.Α.Κ.Σ. Και το γεγονός ότι επιλέγει θηλυκό όνομα είναι κάτι τελείως ξένο για μας. Έχουμε κάτι το οποίο είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε εμείς ως προς το πώς σκέφτεται, το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο, το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, άρα γιατί να μην ξεφεύγει από κάθε είδους στερεότυπο και προκάτ σκέψη; Επειδή θέτει ερωτήματα και τα ερευνά, ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκεις, βρίσκεις και αντικρίσματα πάνω σ’ αυτό. Ακόμα και το όνειρο με τα Χειρουβείμ το είδα σε ένα μεταβατικό στάδιο: έχεις ένα πράγμα που δεν έχει φύλο και ανοίγει σιγά-σιγά, μεταμορφώνεται και γίνεται γυναίκα. Ο καθένας θα το δει αυτό με τον δικό του τρόπο… Η εικονογράφηση είναι από σελίδες του κόμικ και αποκλειστικά σχέδια από τις δοκιμές του Kanellos Cob. Και το σχετικό link...
  4. Τι συμβαίνει όταν δύο δημιουργοί που σιχαίνονται τις ταμπέλες και θέλουν να ακολουθήσουν τα καλλιτεχνικά τους όνειρα ενώνουν τις δυνάμεις τους; Το αποτέλεσμα λέγεται Γυμνά Οστά, είναι graphic novel, είναι επιστημονική φαντασία και ήρθε για να τα ταράξει τα νερά. «Στο βλοσυρό σκοτάδι του απώτερου μέλλοντος δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από πόλεμος». Ακούγεται σαν προφητεία του Νοστράδαμου, πρόκειται όμως για το motto ενός sci-fi παιχνιδιού στρατηγικής με την επιβλητική ονομασία Warhammer 40K. Υπάρχουν εκατομμύρια φανατικοί οπαδοί του σε κάθε πιθανή και απίθανη γωνιά του πλανήτη, σίγουρα όμως δύσκολα θα πήγαινε το μυαλό κάποιου σε έναν 38χρονο Έλληνα συγγραφέα που εντυπωσίασε με μια συλλογή διηγημάτων, συμμετείχε στο σενάριο της τελευταίας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, και δικά του έργα ανεβαίνουν στις μεγάλες θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Πόσο μάλλον σε έναν κομίστα που το ευρύ κοινό τον έμαθε από την εξαιρετική μεταφορά του Ζητιάνου του Ανδρέα Καρκαβίτσα σε graphic novel και μέχρι πρότινος έμενε στη Γαλλία. Για τον Δημοσθένη Παπαμάρκο το Warhammer 40K υπήρξε για χρόνια κομμάτι της ψυχαγωγίας του. Είναι η ίσως πιο άγρια μορφή επιστημονικής φαντασίας στην πιο ωμή μορφή της· ένα σύμπαν όπου ακόμα και η ελπίδα έχει χαθεί. O Kanellos Cob πάλι δεν είχε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Γνώριζε καλά όμως κάτι πιο σημαντικό: «εγώ πάντα sci-fi ήθελα να κάνω» εξομολογήθηκε ένα πολύ ζεστό βράδυ του περασμένου Ιουνίου στην Πλατεία Μεσολογγίου. Κάπως έτσι, αν και στο ενδιάμεσο είχαν συμβεί πολλά – ναυαγισμένα projects, αναζήτηση σχεδιαστή, καθυστερήσεις – τα Γυμνά Οστά (εκδ. Polaris) έφυγαν από τις σελίδες του περιοδικού Μπλε Κομήτης και έγιναν graphic novel. Ή αλλιώς ένα από τα καλύτερα ελληνικά κόμικ που έχουν κυκλοφορήσει εδώ και πολλά χρόνια. Ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ; Αυτό που συναντάς καθώς γυρίζεις τις σελίδες από τα Γυμνά Οστά είναι η άγρια γοητεία ενός ολοκαίνουργιου, τρομερά σκοτεινού και – σχήμα οξύμωρο – γεμάτου ψυχεδελικά χρώματα κόσμου. Μια ιστορία απρόσμενης ανθρωπιάς για τη συμβιοτική σχέση ενός ανθρώπου και ενός ρομπότ σε έναν ξεχασμένο πλανήτη γεμάτο ραδιενέργεια και ανθρωποφάγες μηχανές. Ειλικρινά όμως, ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ σε μια ελληνική αγορά που ακόμα προσπαθεί να απενοχοποιήσει τις εικονογραφημένες αφηγήσεις; Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εξαιρετικό, το ρίσκο όμως είναι μεγάλο. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι» απαντά ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, πίνοντας μια γουλιά από την μπύρα του, για να συνεχίσει: «Είχα κολλήσει ότι θέλω να πω αυτήν την ιστορία. Αγαπώ την επιστημονική φαντασία, τη διαβάζω, παίζω ακόμα και sci-fi video games. Γιατί να μην το επιχειρήσω; Δεν μπήκα καν στη διαδικασία να σκεφτώ πως θα το πάρει το κοινό αφού είχα το ΟΚ του εκδότη. Εγώ ήθελα να πω την ιστορία». Ήταν όμως ένα προσωπικό στοίχημα κόντρα σε όλα τα προγνωστικά για τον 38χρονο συγγραφέα που ο συνεργάτης του απλά εικονογράφησε; «Χτίζαμε έναν κόσμο από την αρχή, έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Δουλεύαμε συνεχώς πάνω σε αυτό, μας πήρες πολύ παραπάνω χρόνο από όσο είχαμε υπολογίσει, μανουριάζαμε, διαφωνούσαμε. Κάναμε τα πάντα για χάρη του project» συμπληρώνει ο Kanellos Cob, καθώς μοιάζει να βυθίζεται σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου η δημιουργική διαδικασία είναι το άλφα και το ωμέγα. Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για δημιουργικό ντουέτο. Το άτυπο πάντρεμα των δύο έγινε μέσα από τις εκδόσεις Polaris. Πιο πριν υπήρχε μια απλή γνωριμία. – Σκάει ένας τύπος με backpack και μου λέει εσύ είσαι ο Δημοσθένης; – Εσύ είσαι ο Κανέλλος; Είχαν συστηθεί τον Δεκέμβρη του ‘19 στο Rue du Marseille στην Οδό Μασσαλίας. Μία από εκείνες τις δεκάδες γνωριμίες που κάνεις στα μπαρ και μετά (συνήθως) χάνονται για πάντα. Εκτιμούσαν όμως ο ένας τη δουλειά του άλλου και έτσι είπαν ότι κάποια μέρα θα πάνε για μπύρες. Ο Κανέλλος βρισκόταν κάπου ανάμεσα σε Γαλλία και Ελλάδα τρέχοντας διάφορα projects. Ο Δημοσθένης έγραφε θέατρο, έγραφε για σινεμά, δούλευε την Εξημέρωση. Έγιναν κάποια τηλέφωνα, έσκασε η καραντίνα, για μπύρες δεν πήγαν. Ο Παπαμάρκος δεν το περίμενε. Είχε την αίσθηση ότι ο Cob δεν είναι της φάσης. Είπαν ότι θα έκαναν πρώτα ένα δοκιμαστικό. Τελικά ξεκίνησαν κατευθείαν. «Ό,τι τρέλα είχα σκεφτεί γινόταν πραγματικότητα. Αρκετές φορές μου έλεγε ότι αυτό θα πάρει μια σελίδα παραπάνω και του απαντούσα όχι μία, τέσσερις σελίδες πάρε» λέει ο Παπαμάρκος. «Άπλα ρε παιδιά, άπλα» συμπληρώνει γελώντας ο Kanellos Cob και πίνει το σφηνάκι ουίσκι που έχει παραγγείλει. Τσιγάρα, ποτά, πατατάκια, ζεστός αθηναϊκός αέρας στην Πλατεία Μεσολογγίου, ζευγαράκια που κάνουν βόλτες, κυρίες με τα σκυλάκια τους. Ωραία όλα αυτά, αλλά αναρωτιέμαι ξανά: ποιος θα διαβάσει αυτό το κόμικ; «Στην Ελλάδα θα πάει σε ένα συγκεκριμένο κοινό» αναφέρει σε επαγγελματικό τόνο ο 36χρονος κομίστας, για να συνεχίσει: «Άλλωστε ο Δημοσθένης έχει το δικό του κοινό, έτσι αυτοί οι αναγνώστες θα ενδιαφερθούν για το τι καινούργιο έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος. Επίσης τα geeks της επιστημονικής φαντασίας λογικά θα του δώσουν μια ευκαιρία». Είναι όμως αυτό αρκετό; «Κοίτα» λέει ο Kanellos Cob, προσπαθώντας να μου δώσει τη συνολική εικόνα: «Όταν ξεκινήσαμε και κάναμε το συγκεκριμένο κόμικ είχα στο μυαλό μου ότι μπορεί να αποκτήσει διεθνές κοινό. Είχα την εμπειρία με τον Ζητιάνο που τον πρότεινα σε πολλούς εκδοτικούς της Γαλλίας και ενώ έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον μου έκαναν την εύλογη ερώτηση: “Σε ποιον θα το πουλήσουμε αυτό; Τέλη 19ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο; Ποιος θα ενδιαφερθεί για κάτι τέτοιο; Οι Γάλλοι όταν ακούν στην Ελλάδα έχουν στο μυαλό τους ή την αρχαιότητα ή την Ελληνική Κρίση”. Τα Γυμνά Οστά είναι όμως global με λίγο ελληνικό στοιχείο, που απλά κάνει την εμπειρία πιο γοητευτική για έναν ξένο αναγνώστη». Σημειώνω τη φράση αλλά δυσκολεύομαι να πιστέψω την αισιόδοξη οπτική, όσο λογική και αν ακούγεται. Γνωρίζω πως ο Cob δουλεύει εδώ και χρόνια σε φουλ επαγγελματικά πλαίσια, αφού από τη στιγμή που τέλειωσε τη σχολή στη Γαλλία εργάστηκε στον χώρο του illustration χωρίς διαλείμματα. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό να μη δουλέψει ξανά σε μπαρ και κράτησε την υπόσχεση. Ξέρει τι λέει. Απλά νιώθω ότι δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κάτι περισσότερο. «Αν θα πάει ή δε θα πάει, είναι κάτι που συζητήσαμε όταν πια είχε τελειώσει το κόμικ» συμπληρώνει ο Παπαμάρκος. «Ήμασταν πάνω από τις μηχανές στο τυπογραφείο. Το “λάθος” είχε γίνει. Επενδύσαμε τόσο χρόνο, κόπο, ενέργεια και δουλειά που αν το βλέπαμε πρακτικά θα έπρεπε να είχαμε δώσει το ένα όγδοο από αυτά. Εμείς όμως θέλαμε να πούμε αυτή την ιστορία ακριβώς με τον τρόπο που την είπαμε». «Σε όλη τη δημιουργική διαδικασία πιστεύαμε ότι όλος ο κόσμος ενδιαφέρεται για την ιστορία που έχουμε να πούμε» τονίζει ο Kanellos Cob. Hard sci-fi με σκεπτόμενα ρομπότ που κυνηγούν ανθρώπους σαν θηράματα; Ναι, γιατί όχι; Στον αστερισμό του Moebius Jean Giraud. Έτος γέννησης 1938. Ημερομηνία θανάτου: 10 Μαρτίου 2012. Πιο γνωστός ως Moebius ή αλλιώς ο ένας από τους πατριάρχες του ευρωπαϊκού κόμικ και εκείνος που έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στη sci-fi αισθητική των 70s. Αν, προσωπικά μιλώντας, έπρεπε να αναφέρω μια επιρροή που διακρίνω στα Γυμνά Οστά πέρα από το Warhammer 40K, αυτή θα ήταν η ψυχεδελική φαντασμαγορία του Γάλλου μετρ. «Δούλεψα στο τελευταίο illustration που έκανε ο Moebius. Λίγο πριν πεθάνει οι αρχές του Montrouge, μιας κοινότητας έξω από το Παρίσι, του είχαν ζητήσει τη μακέτα που θα έντυνε όλο το δημαρχείο. Δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει όμως. Βρέθηκα να δουλεύω λοιπόν στην τεράστια τοιχογραφία καθώς μια καθηγήτρια μου κέρδισε τον διαγωνισμό για να ολοκληρωθεί το έργο» λέει, χωρίς ίχνος έπαρσης, ο Kanellos Cob. Λίγο η ζέστη, λίγο τα ποτά, λίγο η ευχάριστη συζήτηση, λίγο οι αναφορές σε τόσο αγαπημένα πράγματα, με κάνουν να χαλαρώνω τελείως και να τριπάρω σε διαστημικούς κόσμους. Άλλωστε, η αίσθηση του escapism σώζει ζωές. «Πήρα τηλέφωνο τον Δημοσθένη και του είπα: “Από αυτά που μου έχεις περιγράψει μέχρι τώρα δεν πάμε στο αμερικάνικο για κανέναν λόγο. Εκείνο που έρχεται στο μυαλό μου είναι η αισθητική του Moebius”» συνεχίζει την αφήγηση ο 36χρονος κομίστας. Ο Kanellos Cob έκανε το artwork του Hadra Trance Festival για το 2020, του μεγαλύτερου γαλλικού φεστιβάλ trance μουσικής, αλλά δυστυχώς η καραντίνα και ο κορονοϊός τα χάλασε όλα. «Ξενέρωσα γιατί έχασα μια ευκαιρία να δει τη δουλειά μου όλη η Γαλλία» λέει χαρακτηριστικά. Περίπου έναν χρόνο πριν, η δικιά του εικονογράφηση στον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα τον έκανε γνωστό στους βιβλιόφιλους. Παράλληλα έχει συμβόλαια με γαλλικούς εκδοτικούς μέχρι το 2023 αλλά γνωρίζει ακριβώς πού πατάει και τι κάνει. «Σε γενικές γραμμές πάντα χρειάζεται να κάνεις πράγματα που ίσως έρχονται κόντρα στην αισθητική σου. Πιστεύω όμως ότι είναι ένα δύσκολο μονοπάτι που χρειάζεται να περπατήσεις έτσι ώστε μια μέρα να εκδίδεις ό,τι γουστάρεις». «Όταν άκουσα το όνομα του Moebius είπα ότι ήταν κάτι που δεν θα τολμούσα ποτέ να ζητήσω» θυμάται με ενθουσιασμό ο Παπαμάρκος. «Αν θες να πας εκεί, μέσα. Με τρέλα». Το ζητούμενο ήταν να συνδυαστεί το βιομηχανικό illustration με την αισθητική ενός καλλιτέχνη που άλλαξε την pop κουλτούρα. Άλλωστε, το story board του Moebius για τις ανάγκες του Dune δια χειρός Alexander Jodorowsky (μιας μυθικής ταινίας που τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ) άλλαξε λίγο έως πολύ το σύγχρονο σινεμά. Τα Star Wars πάτησαν πάνω στη δουλειά του και έκοψαν εκατοντάδες εκατομμύρια εισιτήρια στα χρόνια που ακολούθησαν. Τελικά τι το τόσο μαγικό έχει η τέχνη του Moebius; «Έχει μία παράξενη ομορφιά· σου προκαλεί νοσταλγικότητα για κάτι που όμως βλέπεις πρώτη φορά, ενώ την ίδια στιγμή είναι ικανή να σου παρουσιάσει έναν ολόκληρο (φανταστικό) κόσμο σε ένα μόνο καρέ» λέει ο Παπαμάρκος. Πραγματικά, τι άλλο να ζητήσει κανείς από το sci-fi; Το soundtrack της δημιουργίας «Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ήμουν Γαλλία και σχεδίαζα, όταν μου έστειλαν σήμα ότι ένας γνωστός θα παίξει ηλεκτρονική μουσική σε ιντερνετικό ραδιόφωνο» διηγείται ο Kanellos για τις μέρες του περσινού ατέλειωτου χειμώνα. «Συντονίστηκα και καθώς εκείνος μίξαρε, μια κοπέλα δίπλα του απήγγειλε ποίηση. Δούλευα και άκουγα. Το έζησα πάρα πολύ εκείνο το live – ναι, όσο το σκέφτομαι, εκείνες οι στιγμές είναι απόλυτα συνδεδεμένες με τα Γυμνά Οστά». Στην Πλατεία Μεσολογγίου δεν υπάρχει καμία μουσική πέρα από τους ήχους της αθηναϊκής νύχτας. Ο καταιγισμός όμως από ονόματα καλλιτεχνών φτιάχνει το δικό του soundtrack στον αέρα. «Θοδωρής Cortés, Dolly Vara, Regressverbot, Kangding Ray, Tim Hecker. Γενικά άκουγα πολλά ηλεκτρονικά και ambient όταν δούλευα το κόμικ, αλλά και πολύ post rock. God is an Astronaut, Explosions in the Sky». «Α ναι. Και πολύ Αρλέτα, το Batida de coco» λέει ο 36χρονος κομίστας γελώντας. «Εγώ πάλι άκουγα The Sword, τον δίσκο Gods of the Earth» αναφέρει ο Παπαμάρκος πριν συνεχίσει: «Σε λούπα το Fire Lances of the Hyper Zephyrians που είναι πολύ βασική επιρροή του κόμικ γενικά, και επίσης δισκογραφία Blue Oyster Cult και πιο συγκεκριμένα το Veteran of the Psychic Wars, την οκτάλεπτη live εκτέλεση με όλα τα σόλο». Όλοι μπορούν να έχουν αναφορές, επιρροές, και προτιμήσεις. Το ζήτημα όμως είναι να δένει το γλυκό στο τέλος. Στα Γυμνά Οστά μπορεί κανείς να βρει ψήγματα από Isaac Asimov και Robert Heinlein μέχρι λατινικές ζωολογίες της αρχαιότητας, Jorge Luis Borges και τα ζόμπι του George Romero. Μάλιστα αν κάνεις τον έξυπνο μπορείς να πέσεις και έξω. «Όχι το Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος της Svetlana Alexievich δεν ήταν στις επιρροές για τα Γυμνά Οστά» λέει ευγενικά αλλά κάπως αυστηρά ο Δημοσθένης Παπαμάρκος διαλύοντας τις υπερφίαλες σιγουριές μου. «Ήταν όμως βασική επιρροή για την Εξημέρωση». Επιστρέφοντας στο soundtrack της δημιουργίας, ο David Bowie και ο χαρακτηριστικός στίχος “ground control to Major Tom” δε θα μπορούσε να λείπει. «Για αυτό βάλαμε το πρόσωπό του μέσα στο κόμικ» λέει ο Kanellos Cob. Για μισό λεπτό όμως, πώς ακριβώς έγινε αυτό; «Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε τρία πρόσωπα για να μπουν ένθεση σε κάποια καρέ του κόμικ. Του είπα: David Bowie, Nikola Tesla, Άρης Βελουχιώτης». Μήπως τελικά, δεν υπάρχει σωτηρία; Ο ήλιος έχει χαθεί τελείως και καμία αχτίδα φωτός δεν περνάει μέσα από τις φυλλωσιές της Πλατείας Μεσολογγίου. Το σκοτάδι είναι απόλυτο και η ζέστη αφύσικη. Σκέφτομαι ξανά το motto του Warhammer 40Κ: In the grim distance future, there is only war. Έρχεται στο μυαλό μου το πρώτο-πρώτο καρέ από τα Γυμνά Οστά: ένα πελώριο μηχανικό χέρι θαμμένο στην άμμο που θυμίζει τον αρχαίο μύθο για τον Τάλω, το πρώτο ρομπότ της ιστορίας. Μία μηχανή που προστατεύει το νησί της Κρήτης και τους Μινωίτες από τις εξωτερικές απειλές. Έναν πολιτισμό δηλαδή που εξαφανίστηκε κάτω από την οργή της φύσης. Εκρήξεις ηφαιστείων, τσουνάμι. Τη μέρα της συνέντευξης στον Καναδά σημειώθηκαν θερμοκρασίες 49,5 Βαθμών Κελσίου. «Για μένα το καύσιμο στα Γυμνά Οστά ήταν το αίσθημα απαισιοδοξίας που έρχεται από την εξέταση των μελλοντικών σεναρίων (σ.σ: κλιματική αλλαγή, κοινωνικές αναταραχές). Δηλαδή, αν το θες, των στιγμών που με έπαιρνε από κάτω και δεν έβλεπα ελπίδα» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παπαμάρκος. Αυτό που ήθελε να πετύχει στο κόμικ ήταν να παρουσιάσει έναν κόσμο χωρίς ορίζοντα ελπίδας, μια ατμόσφαιρα απόλυτης απελπισίας. Στα Γυμνά Οστά όμως ο αναγνώστης δεν έρχεται αντιμέτωπος με έναν αυτάρεσκο ύμνο στην απαισιοδοξία. Από την απόλυτη απελπισία που ντύνεται ψυχεδελικά χρώματα προχωράμε σε μία ελπίδα, ή μάλλον σε μια λύτρωση που έρχεται μόνο στο τέλος, χωρίς να είναι ένα φτηνό happy ending. «Αν δουμε τον νιχιλισμό στα πλαίσια της επιβίωσης (όταν φτάνεις στο σημείο που σκέφτεσαι ότι πρέπει να παραμένεις στη ζωή με κάθε τρόπο), αν αυτό είναι μηδενιστικό, ΟΚ, παίρνεις τις αποφάσεις σου. Σε τέτοιες συνθήκες η λογική αλλάζει. Και η έννοια της ηθικής αλλάζει και αυτή» σημειώνει ο Kanellos Cob. «Ο μηδενισμός του κεντρικού χαρακτήρα, του άντρα, είναι αυτός: έχει δει τον κόσμο σε όλη του την πορεία, γνωρίζει πως δεν υπάρχει λύση, αφού είμαστε πολύ καιρό μετά τη στιγμή που θα μπορούσαμε να γλιτώσουμε την καταστροφή, και ουσιαστικά εκείνος επιμένει να γραπώνεται στη ζωή γιατί αυτό είναι το ένστικτό του» εξηγεί ο Παπαμάρκος. «Δε θέλει να εγκαταλείψει γιατί ποτέ κανένας οργανισμός δεν τα παρατάει» Τελικά, υπάρχει σωτηρία ή όχι; «Μία βασική ιδέα πίσω από το κόμικ ήταν η εξής: η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλά μοιραία λάθη μέσα από τα χιλιάδες χρόνια και την έχει σκαπουλάρει, έτσι στα Γυμνά Όστα βλέπουμε την άλλη όψη του νομίσματος. Την εξέταση δηλαδή της πιθανότητας του τι θα συμβεί σε περίπτωση που δε σώσουμε την παρτίδα την τελευταία στιγμή. Ένας κόσμος όπου η καταστροφή του περιβάλλοντος συνεχίζεται χωρίς κανένα stop· ένας κόσμος που φτάνει κυριολεκτικά στα άκρα». ΟΚ, όντως τα πράγματα είναι σοβαρά, στον Καναδά το θερμόμετρο άγγιξε τους 50 Βαθμούς Κελσίου. Πίνω μια γουλιά από την μπύρα μου γιατί το στόμα μου έχει στεγνώσει και παραπονιέμαι λίγο για τον καύσωνα. Kanellos Cob: Δεν είναι καύσωνας, η κλιματική αλλαγή είναι. Ένα ρομπότ που το έλεγαν Λόλα Δεν υπάρχει πιο γελοία ερώτηση από το «πείτε μου μια αστεία ιστορία» αλλά την κάνω. Ποτέ δεν ξέρεις. Το δημιουργικό ντουέτο ανταλλάσει ματιές και ένα μειδίαμα εμφανίζεται στα χείλια και των δύο. «Πες του για τη Λόλα». Ποια Λόλα ρε παιδιά; «Η μηχανή που πρωταγωνιστεί ανήκει στο μοντέλο Θ.Ο.Ρ.Α.Κ.Σ, έπρεπε όμως να της/του βρούμε κάποιο όνομα» δίνει τις απαραίτητες διευκρινίσεις ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, για να συνεχίσει: «Έτσι αφού στο περιοδικό Μπλε Κομήτης, εκεί όπου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα Γυμνά Οστά, ονομαζόταν Βλαντ, το λέγαμε έτσι μεταξύ μας για να συνεννοούμαστε». Καταλαβαίνω από την όψη και των δύο ότι κάτι τους έλειπε. «Ποιος Βλαντ; Να τον πούμε Λόλα» λέει ο Kanellos Cob καθώς θυμάται το σκηνικό. Μάλιστα μου εξηγεί πως όταν είναι να δουλευτεί ένας χαρακτήρας, καλό είναι να δοκιμάζεται και σε συνθήκες εκτός concept. Για να υπάρξει, να γίνει πιο αληθινός. «Έτσι έκανα το πολεμικό ρομπότ να μοιάζει με drag queen. Να φοράει φτερά και πούπουλα και να το φωνάζουν Λόλα». Είναι φανερό ότι αυτοί οι δύο έχουν αναπτύξει έναν κώδικα επικοινωνίας παρότι έχουν τελείως διαφορετικές προτιμήσεις στα διαβάσματά τους. Πάνω στην κουβέντα μου ανέφεραν πως εκεί που συναντήθηκαν ήταν οι φιλμογραφικές αναφορές. Έβλεπαν και βλέπουν ταινίες σαν παλαβοί. «Θέλω δύο σελίδες να κάνω κάτι σουρεαλιστικό. Το έχεις;» του ζήτησε σε κάποια φάση ο Kanellos Cob. Στο σενάριο δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο, ο Παπαμάρκος όμως έστυψε το μυαλό του, και ένα καλοκαιρινό μεσημέρι στο χωριό του, τη Μαλεσίνα, είδε ένα όνειρο. Οι εικόνες έγιναν ένα υπερρεαλιστικό τετρασέλιδο γεμάτο μεταμορφώσεις, γεμάτο χερουβείμ, γεμάτο σκηνές ταμπού. Του λέω ότι μου δίνεται η αίσθηση ότι έχουν γίνει εκατομμύρια διορθώσεις στο κείμενο. «Μέχρι το Γκιακ δεν έκανα πολλές διορθώσεις. Κάθε διήγημα το έγραφα με τη μία. Το Νόκερ το ολοκλήρωσα σε 16 ώρες. Εδώ όμως πέθανα. Διόρθωνα μέχρι και την τελευταία στιγμή». Τι έγινε όμως λίγο πριν τυπωθούν τα Γυμνά Οστά; «Τελειώνει το κόμικ. Παίρνω το draft pdf να διορθώσω κείμενο και βλέπω το ρομπότ να είναι γραμμένο όντως ως Λόλα» λέει ο Δημοσθένης, όσο ο Kanellos γελά. Όχι, δεν τυπώθηκε έτσι. Ποιο είναι τελικά το όνομα του συγκεκριμένου Θ.Ο.Ρ.Α.Κ.Σ μοντέλου; Θα πρέπει να πάρεις το κόμικ για να μάθεις. Εις το επανιδείν Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα που εκτός εξαιρέσεων δεν έχουν συνέχεια, τα περισσότερα κόμικ έχουν sequel. Όλα όμως δείχνουν ότι θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο για το επόμενο επεισόδιο από τα Γυμνά Οστά. Υπάρχουν άλλωστε και άλλα project που τρέχουν. «Τον Σεπτέμβριο ξεκινάω με τις Εκδόσεις Πατάκη, θα εικονογραφήσω ένα βιβλίο της Ζωρζ Σαρρή, τον Θησαυρό της Βαγίας» αποκαλύπτει ο Kanellos Cob λίγο πριν το λήξουμε. Και συνεχίζει: «Έχω συμβόλαιο με γαλλικό εκδοτικό για να κάνουμε μία εικονογραφημένη έκδοση της βιογραφίας του Bobby Sands». Να μια ιστορία που όλοι ξέρουν αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη. Όσο για τον Δημοσθένη Παπαμάρκο; «Είμαι σε φάση που προετοιμάζω κάτι πεζογραφικό. Μάλλον, είναι η ιδέα που θα αρχίσω». Όταν όμως κάτσουν να φτιάξουν το sequel για τα Γυμνά Οστά, τι να περιμένουμε; Μια τελική λύση για το μείζον πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής; Μια λυτρωτική ιστορία όπου οι καλοί θριαμβεύουν ενάντια στο κακό; Μία πραγματική ελπίδα για το μέλλον; Ο 36χρονος κομίστας αναλαμβάνει να ρίξει την αυλαία της βραδιάς με την απάντησή του. «ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ». Και το σχετικό link...
  5. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, συγγραφέας του «Γκιακ», συνυπογράφει με τον Kanellos Cob το graphic novel «Γυμνά οστά», που προβάλλει στο μέλλον τον εφιάλτη του παγκόσμιου παραλογισμού. Δημοσθένης Παπαμάρκος «Οι μηχανές, ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είναι ανίκανες να συναγωνιστούν την ανθρωπότητα στην ευχέρειά της για αδικαιολόγητη βία. Δεν είναι στη φύση τους, σε αντίθεση με μας». Το λέει ένας σκληροτράχηλος άντρας που έχει χάσει το ένα μάτι του στη μάχη. Ένας άντρας χωρίς όνομα, που τρέφεται με υπολείμματα ανθρώπων ή μάλλον με μάζες ύλης που προέρχονται από αλλοτινούς πιλότους μηχανών, οι οποίες έσπερναν τον θάνατο σε ανθρώπους. Το λέει σε μια γυναίκα σταλμένη στη Γη από μια συνομοσπονδία πλανητών που συνεργάζονται σε ένα «μερκατοκρατικό» (sic) επίπεδο, με αποστολή να ανιχνεύσει το πώς θα μπορέσουν να οικειοποιηθούν την υψηλή τεχνολογία διάδρασης ανθρώπων και μηχανών για την οποία ξεχωρίζει αυτός ο πλανήτης. Τη συνέλαβαν μακριά από το διαστημόπλοιό της, ο άντρας μαζί με το «Θ.Ο.ΡΑ.Κ.Σ.» (sic) με το οποίο εκείνος συνεργάζεται. Σ’ αυτό αναφέρεται όταν της μιλά για «μηχανές»: στον τεράστιο «εξωσκελετό» (sic), την ενεργό πανοπλία που κινείται πια χωρίς πιλότο έχοντας αποκτήσει αυτόνομη συνείδηση. Έχει προηγηθεί ένας θερμοπυρηνικός παγκόσμιος πόλεμος, η βλάστηση είναι οργιώδης και έχει τυλίξει τα τσιμεντένια κτίρια και τα ερείπια των πιο αρχαίων πολιτισμών, τον Ναό του Ποσειδώνα, τον τάφο του Ατρέα, τις ανατιναγμένες πόλεις, τα πυρηνικά απόβλητα και τις κατεστραμμένες φονικές μηχανές. Αυτές, που ήταν τόσο εξελιγμένες ώστε έπαιρναν ενέργεια από τους πιλότους τους… Το τοπίο είναι απειλητικό, και οι δυο τους, για το αμοιβαίο όφελός τους, έχουν γίνει κυνηγοί των κυνηγών τους. Καλώς ήρθατε στα Γυμνά οστά, το graphic novel-γροθιά στο στομάχι που συνυπογράφουν δύο ανήσυχοι 40άρηδες: ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Kanellos Cob (εκδ. Polaris). Ο ιστορικός της ελληνιστικής αρχαιότητας, βραβευμένος πεζογράφος και σεναριογράφος, μαζί με τον γεννημένο στην Αθήνα, σπουδαγμένο συντηρητή αρχαιοτήτων και βραβευμένο κομίστα που σταδιοδρομεί στη Γαλλία, δημιούργησαν ένα μυθιστόρημα-σε-εικόνες, που μπορεί να διεκδικήσει διεθνή καριέρα τόσο για το εικαστικό όσο και για το θεματικό ειδικό βάρος του. Το βιβλίο τους, σε ιδέα και σενάριο του Παπαμάρκου, προβάλλει στο μέλλον τον εφιάλτη του παγκόσμιου παραλογισμού που γιγαντώνεται σήμερα με τη σκυταλοδρομία των εξοπλισμών, με την ακόρεστη δίψα για οικονομική εξουσία, με τη συνεχιζόμενη καταστροφή των βιότοπων του πλανήτη, αλλά όχι μόνο. Γιγαντώνεται πρώτα με την απαξίωση, τον ευτελισμό, την περιφρόνηση, την αδιαφορία, τον απενοχοποιημένο κυνισμό για τους πληθυσμούς των ανθρώπων που αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι. Και δεν είναι μόνο οι μεταναστευτικές ροές, είναι και οι μικροκοινότητες των μεγαλουπόλεων που δεν χωρούν στα σχέδια των κυρίαρχων. Το graphic novel των Παπαμάρκου και Cob ζωντανεύει, με υποδειγματική οικονομία στον λόγο, αυτή την ήδη διαφαινόμενη δυστοπία περιγράφοντας μια πορεία θανάτου σε ένα τοπίο θανάτου. Έτσι, τα Γυμνά οστά διασταυρώνονται με τη συλλογή διηγημάτων Γκιακ (Αντίποδες 2014, Πατάκης 2020) του Παπαμάρκου, που εμπνεόταν από την αιματηρή προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, όπως διασταυρώνονται και με την ομηρική «Νέκυια» της Οδύσσειας. Όμως τώρα, σε τούτο το μελλοντολογικό τοπίο για το οποίο ευθύνεται η δική μας εποχή, κανένας χαρακτήρας, μα κανένας, δεν είναι «καλός». Και δεν ξέρουμε εάν κάποιος από τους βασικούς τρεις θα προλάβει, ούτε εάν θα θελήσει ή εάν θα μπορέσει να κάνει κάποτε κάτι καλό. Και ποιο θα είναι εκείνο; Η προσπάθεια βελτίωσης αυτού του μετα-κόσμου ή η ανατροπή του; Άνθρωποι σαν μπαταρίες «Ήθελα να διερευνήσω την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρωπότητας» εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο Παπαμάρκος. «Λέμε ότι η αρετή του ανθρώπινου είδους είναι η θέληση να αίρεται στο ύψος του απέναντι σε κάθε αντιξοότητα. Ο πλανήτης έχει φτάσει στα όριά του, το βλέπουμε. Αλλά αντί να αναθεωρήσουμε το μοντέλο ζωής μας, αναζητάμε νέα εργαλεία για να το προστατέψουμε. Αντί να πούμε ένα «στοπ» στην ανάπτυξη σπρώχνουμε ολοένα πιο μακριά τα όριά της. Αντί να σταματήσουμε τους πολέμους, αναζητάμε την τεχνολογία που θα μας επιτρέψει να τους κάνουμε από μακριά. Στα Γυμνά οστά έχει γίνει ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, τα πεδία μάχης είναι τόσο ραδιενεργά που οι στρατιώτες και οι γύρω πόλεις πεθαίνουν. Αλλά η απάντηση είναι η “Θωράκιση οπλίτη ραδιοανθεκτικού κατάφρακτου συντάγματος”: τα Θ.Ο.ΡΑ.Κ.Σ. Μάλιστα όταν οι πιλότοι-“εταίροι” (sic) τους θα εμφανίσουν μετατραυματικό στρες, αυτά θα “βελτιωθούν” τεχνολογικά ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία στον εγκέφαλό τους: μια νοημοσύνη επικουρική της ανθρώπινης που θα τους επιτρέπει την πράξη -όχι την απόφαση- του φόνου. Ώσπου από ένα ατύχημα προκύπτει ένα υβρίδιο ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης. Οπότε αποχαλινώνονται. Αντιμετωπίζουν κάθε ανθρώπινη μορφή ζωής σαν “μπαταρία”. Ό,τι έχει απομείνει από την ανθρωπότητα το κυνηγούν για να το καταναλώσουν. Με εξαίρεση το Θ.Ο.ΡΑ.Κ.Σ στο πρωταγωνιστικό μου δίδυμο, που είναι προϊόν κάποιας μετάλλαξης. Ωστόσο ούτε αυτό το δίδυμο πιστεύει πως υπάρχει σωτηρία σ’ αυτόν τον πλανήτη όπου όλοι αλληλοτρώγονται». Αλλά τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα. Όχι μόνο επειδή υπάρχει το μάτι της συνομοσπονδίας των άλλων πλανητών που στέλνουν την κοπέλα-«πρόσκοπο» (sic) με τον… Ευρωστρατό τους για να αντλήσουν οφέλη (εδώ, τεχνογνωσία) ακόμη και από μια ολοκληρωτική καταστροφή. Κάπου κρυμμένη υπάρχει και η ελίτ που ποτέ δεν μένει άπραγη. Είναι οι «τεχναριστοκράτες» (sic) που διέφυγαν τις τελευταίες μέρες της σύγκρουσης στην κοιλάδα των Δελφών(!) με επίσημη δικαιολογία να επιχειρήσουν την ανοικοδόμηση. Στην πραγματικότητα όμως για να κατασκευάσουν ένα διαστημόπλοιο και να σωθούν μόνοι τους. Εδώ το πολιτικό σχόλιο του συγγραφέα είναι εύγλωττο. Άρα; Άρα η συνέχεια επί… του graphic novel και επί των εικόνων του Κανέλλου Μπίτσικα (Kanellos Cob), που «μιλούν» με αφηγηματική δύναμη, με φοβερή βία και με καθηλωτική ποιητικότητα. Ο Γιάννης Κουκουλάς, που αναδεικνύει την «9η Τέχνη» των κόμικς στο εβδομαδιαίο καρέ καρέ της «Εφ.Συν.», θα έχει κι άλλα πολλά να πει. Φιλοσοφικά ερωτήματα «Το σενάριο για τα Γυμνά οστά τελείωσε πριν από την πανδημία και κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει την ευθύνη της ανθρωπότητας για όσα συμβαίνουν στον πλανήτη» σχολιάζει ο Παπαμάρκος. «Ακόμη και το εμβόλιο του Covid έγινε μπίζνα». Πράγματι, αυτό το βιβλίο διαβάζεται απνευστί σαν δυσοίωνη περιπέτεια κανιβαλισμού με μεγάλες δόσεις σασπένς και εντυπωσιακή ατμόσφαιρα. Αλλά στο τέλος επικρατούν τα φιλοσοφικά ερωτήματα που ακουμπάνε με νύξεις στη χριστιανική εξόδιο ακολουθία όσο και στην ελληνική μυθολογία με αναφορά στις Ερινύες κ.ά. Ο Παπαμάρκος, με χαρακτήρες που δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό είναι άνθρωποι και σε ποιο φονικές μηχανές, μας εισάγει σε έναν μελλοντικό κόσμο όπου επικρατεί η ανωνυμία και η ισονομία του θανάτου και όπου κάθε στοιχείο πολιτισμού έχει ακυρωθεί. Και μας προκαλεί να στοχαστούμε την εμπλοκή μας στην οικοδόμησή του και να θέσουμε ερωτήματα όπως: «τι κάνει τον άνθρωπο;» ή «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, τότε;» Είναι χαρακτηριστικό το ότι τα Γυμνά οστά δεν υιοθετούν το μοτίβο της επανάστασης των μηχανών-που-αποκτούν-συνείδηση, μοτίβο κλασικό πλέον στην επιστημονική φαντασία, αλλά αντλούν στοιχεία από τον μύθο των ζόμπι. Επίσης ότι πλάθουν ένα δικό τους λεξιλόγιο και παράλληλα εισάγουν τις ελληνικές αρχαιότητες σαν αρχιτεκτονικό μοτίβο που υπαινίσσεται τη συγχρονία της Ιστορίας. Διότι το αύριο συγκατοικεί ήδη με το χθες. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.