Search the Community
Showing results for tags 'γιώργος σιούνας'.
-
Διάβαζα τη «Βαβέλ» από το 1982, ήμουν μόλις 13 χρονών τότε. Όταν είδα το πρώτο μου κείμενο δημοσιευμένο στις σελίδες της το 1994, ένιωσα σαν να το έκαναν εξώφυλλο οι New York Times, τόση ήταν η χαρά μου, περισσότερο γιατί το είχε εγκρίνει ο Γιώργος Σιούνας. Σύντομα έγινα μόνιμος αρθρογράφος στο «Αεροπλανάκι», τη στήλη της «Βαβέλ» με ειδήσεις, νέα, παρουσιάσεις, σχόλια, κριτικές κ.ά., της οποίας βασικός συντελεστής ήταν ο Γιώργος που υπέγραφε κατά κανόνα ως Γιώργος Πιλότος ή Σ. Γεωργίου ή Γ. Σ. ή και με άλλα ψευδώνυμα, και συνέχισα μέχρι το τέλος του περιοδικού το 2008. O Γιώργος στο γραφείο του (φωτογραφία που δημοσιεύτηκε σε τεύχος της «Βαβέλ» το 1994). Όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα πάντα την ασφάλεια ότι ο πρώτος που θα διαβάσει τα κείμενά μου, αφού πρώτα είχαμε συνεννοηθεί τη θεματολογία τους, θα τα κρίνει αυστηρά αλλά δίκαια και θα τα συζητήσει μαζί μου, θα ήταν ο Γιώργος. Αυτός άλλωστε με είχε μυήσει στην κόμικς (και όχι μόνο) δημοσιογραφία. Από τα δικά του κείμενα ξεκινούσα την ανάγνωση της «Βαβέλ» και από αυτά διδάχθηκα. Σελίδα από το «Αεροπλανάκι» του «πιλότου» Γιώργου Σιούνα. Από το 1981 που πρωτοεκδόθηκε η «Βαβέλ» υπό την ευθύνη της Νίκης Τζούδα, του Γιώργου Μπαζίνα και του Σταύρου Τσελεμέγκου, και στη συνέχεια από το 1985 που τις τύχες του περιοδικού ανέλαβαν ο Γιώργος Σιούνας και η Νίκη Τζούδα, ο Γιώργος έγραφε, μετέφραζε, επέλεγε κόμικς και πάνω απ’ όλα, συνέβαλλε καθοριστικά στο στίγμα του περιοδικού με τις πολιτικές του παρεμβάσεις και τα αφιερώματά του σε μεγάλα ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος. Τα κείμενά του ήταν πάντα πολυδιάστατα και «εκτός γραμμής», αφορώντας δύσκολα θέματα της εποχής όπως τη χρήση ευφορικών ουσιών, το AIDS κ.ά. Ήταν επίσης ένα από τα βασικότερα στελέχη του ιστορικού «Φεστιβάλ της Βαβέλ» που ξεκίνησε το 1996 και κάθε χρόνο συγκέντρωνε χιλιάδες επισκέπτες και αμέτρητους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Ο Γιώργος στις 23 Ιουλίου έφυγε από κοντά μας στα 71 του χρόνια. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τα υπέροχα κείμενά του, την ευρυμάθειά του, την αγάπη του για τα κόμικς και φυσικά, το γλυκύτατο χαμόγελο που πρόσφερε πάντα αφειδώς και χωρίς ανταλλάγματα. Και το σχετικό link...
-
- 4
-
- βαβέλ
- γιώργος σιούνας
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Στο πλαίσιο της συνολικότερης αποτίμησης των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης θα πρέπει να ενταχθεί και η διαδρομή της «βαβέλ», του περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο, όπως επέμενε στον υπότιτλό του). Είναι κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε ούτως ή άλλως, πολύ περισσότερο τώρα, με την προχθεσινή ανακοίνωση της απώλειας του Γιώργου Σιούνα, ενός εκ των ιδρυτικών μελών του περιοδικού. Η «βαβέλ» κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της τον Φεβρουάριο του 1981, όταν στη χώρα μας, αλλά και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία, άνοιγε ο δρόμος για κεντροαριστερές κυβερνήσεις (σοσιαλιστικές, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιες). Κατά την πολύχρονη πορεία του περιοδικού, που κράτησε μέχρι το 2008, εκδόθηκαν συνολικά 246 τεύχη, τα οποία πλέον θεωρούνται συλλεκτικά. Ίσως δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η πορεία της «βαβέλ» ξεκίνησε λίγο πριν η χώρα αλλάξει σελίδα, με τις εκλογές του 1981, και ολοκληρώθηκε το 2008, λίγο πριν η χώρα αλλάξει για ακόμα μία φορά σελίδα, εισερχόμενη σε μια δαιδαλώδη περιπέτεια από την οποία δεν έχει εξέλθει ακόμα, ούτε προβλέπεται να εξέλθει τις επόμενες δεκαετίες. Η απώλεια του Γιώργου Σιούνα επαναφέρει στο προσκήνιο τη «βαβέλ» και τον ιστορικό, καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας. Αυτό γιατί η «βαβέλ» δεν περιορίστηκε στη δημοσίευση εξαιρετικών, πρωτοποριακών και επιδραστικών κόμικς τα οποία συνδύαζαν το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα με τον πρωτοποριακό πειραματισμό, το πολυεπίπεδο περιεχόμενο με την προαγωγή ρηξικέλευθων και καινοτόμων προτάσεων. Δεν είναι μόνο ο έντονος πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός που αναδείκνυαν τα δημοσιεύματα του περιοδικού, είναι και ο ευρύς χώρος που παραχωρούσε σε θέματα φεμινισμού, διαφορετικότητας και συμπεριληπτικότητας, προβάλλοντας προδρομικά τους προβληματισμούς των αντίστοιχων κινημάτων που κυριαρχούσαν ή ξεκινούσαν εκείνη την εποχή στο κοινωνικό πεδίο· κινήματα όλα αυτά που εν πολλοίς η δική τους εξέλιξη διαμόρφωσε το σημερινό πεδίο. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΒΑΒΕΛ Η «βαβέλ» μαζί με άλλα περιοδικά της ίδιας περιόδου, όπως «ο πολίτης» και το «αντί» (άραγε, αποτελεί σύμπτωση ότι κανένα από αυτά τα τρία δεν είχε κεφαλαίους χαρακτήρες στον τίτλο του ή ότι και τα τρία κυκλοφόρησαν το τελευταίο τους τεύχος το 2008;), σηματοδότησαν μια ολόκληρη εποχή, αλλά και το τέλος της. Στα χρόνια που ακολούθησαν η έλλειψη περιοδικών του δικούς τους επιπέδου είναι εμφανής και αποτελεί σημείο των καιρών. Η έλλειψη αυτή καθίσταται εντονότερη αν αναλογιστούμε ότι η πλειονότητα των κειμένων που δημοσιεύονται πλέον στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο διακρίνονται από ρηχότητα, είναι υπερφίαλα και εξόφθαλμα στρατευμένα υπέρ της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν απηχούν ούτε προάγουν τις ανάγκες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. * (Ph.D)2, καθηγητής Ιατρικής Φυσικής – Υπολογιστικής Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Και το σχετικό link...
-
Γιώργος Σιούνας: Ένας αποχαιρετισμός στην ψυχή της «Βαβέλ». Το 1981 το μόνο που εννοούσαμε στην Αθήνα όταν λέγαμε «κόμικς» ήταν το περιοδικό Κολούμπρα, που όμως είχε ήδη σταματήσει να κυκλοφορεί σε μία αγορά που μόλις ετοιμαζόταν να γνωρίσει τη χρυσή εποχή των περιοδικών κόμικς «και όχι μόνο». Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, το πρώτο εξώφυλλο της Βαβέλ, κατακόκκινο και απογειωμένο με το διαστημικό, ρομαντικό σκούτερ του Caza, έβαλε στη ζωή μας ένα περιοδικό κόμικς που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Αγάπη και μόνο». Είχε όμως τελικά το «Και όχι μόνο» κατά το πρότυπο του ιταλικού περιοδικού Linus: Fumetti e non solo. Το «Και όχι μόνο» συμπλήρωνε την πολυγλωσσία που υπονοούσε και το όνομα Βαβέλ, σαν να έδινε κάλεσμα σε κάθε είδος διαλέκτου κόμικς να βρει καταφύγιο εκεί. Και κάπως έτσι έγινε, γιατί η Βαβέλ απογειώθηκε θριαμβευτικά και αγκάλιασε καθετί που συνέβαινε στην εναλλακτική Αθήνα και Ευρώπη: από σχεδιαστές, εικονογράφους, γραφίστες, εκδότες, fanzines, μουσική, κινηματογράφο, αρχιτεκτονική, μέχρι τα θρυλικά φεστιβάλ κόμικς που διοργάνωνε στην Τεχνόπολη (το πρώτο έγινε στη γκαλερί του αρχιτέκτονα Παύλου Κρέμου σε μία πάροδο της Μεσογείων στους Αμπελόκηπους…) για να τα φτάσει σε 14 συνολικά και να ανοίξει τον δρόμο στις μετέπειτα γιορτές κόμικς. Η Βαβέλ, αν και μηνιαίο περιοδικό, στους 324 μήνες κυκλοφορίας του εξέδωσε μόλις 246 τεύχη. Στην αρχή του περιοδικού, οι τρεις άνθρωποι που το έστησαν ήταν ο Σταύρος Τσελεμέγκος, ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη και γνώση για τα κόμικς, η τότε σύζυγός του Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας που αργότερα προχώρησε να εκδίδει το επίσης ιστορικό περιοδικό κόμικς Παρά Πέντε, όταν η αρχική ομάδα διαλύθηκε και ο τίτλος Βαβέλ έμεινε στη Νίκη Τζούδα. Ο Γιώργος Σιούνας μπήκε στη Βαβέλ το 1985 και έδωσε πραγματικά το δικό του στίγμα και ύφος και, νομίζω, έπαιξε ρόλο στην εξωστρέφεια του περιοδικού. Η Νίκη ήταν εκείνη που, λόγω σπουδών και σχέσης με την Ιταλία, γνώριζε όλους τους σπουδαίους σχεδιαστές κόμικς – τον Giuseppe Palumbo, τον Altan, τον Andrea Pazienza, τον Vittorio Giardino κ.α. με τους οποίους ακόμα και σήμερα έχει επικοινωνία. Ο Γιώργος έδινε το νεύρο και την μποέμικη διάθεση, την αίσθηση του «όλα θα γίνουν, αλλά κάτσε να τα πούμε λίγο». Είχα την τύχη και τη χαρά να βρεθώ κι εγώ, στα πρώτα μου βήματα, σε αυτή την παρέα της Βαβέλ που τελικά στέγασε όχι τα δικά μου σκίτσα αλλά τα δικά μου γραπτά και με οδήγησε σε άλλους δρόμους. Στη σημαντικότερη, τότε, περίοδο της ζωής μου, έκανα νέους φίλους-οικογἐνεια, τη Νίκη, τον Γιώργο αλλά και τον Σταύρο Κούλα, τον αστεράτο και ρηξικέλευθο γραφίστα που έδωσε μοναδική ταυτότητα στο περιοδικό και ποτέ δεν συμβιβάστηκε. Ήταν και ο Σταύρος γνήσιο τέκνο του πνεύματος της Βαβέλ, αυτό που χαρακτήριζε τον Γιώργο Σιούνα. Ο Γιώργος ήταν οδοντίατρος στο ΙΚΑ. Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε πια επαφή. Ο ίδιος επέλεξε, λίγο πριν το κλείσιμο της Βαβέλ, να αποχωρήσει όχι μόνο από το περιοδικό αλλά και από όλη την «κοινότητά» του. Πήρε τη δική του πορεία αλλά έμεινε για πάντα ένας ήρωας κόμικς σαν αυτούς που με τόση σπουδή και λεπτομέρεια ανέλυε στα κείμενά του στο περιοδικό. Ο Γιώργος έγραφε αλλά κάθε κείμενο ήταν μία μικρή οδύσσεια όχι τόσο για εκείνον – αφού το απολάμβανε – όσο για τους άλλους που περίμεναν να κλείσει το τεύχος για να πάει για τύπωμα. Και για τον Νίκο Ξυδάκη που είχε την επιμέλεια των γραπτών – εκτός από τη στήλη του Ουκούν. Ευτυχώς, αυτό το casual στιλ ήταν και στο ύφος του περιοδικού και μάλιστα σε μία εποχή που όλα γίνονταν χειροκίνητα. Από την πληκτρολόγηση των κειμένων στη φωτοσύνθεση, μέχρι το lettering στα συννεφάκια των κόμικς με το απίστευτο χέρι της Παυλίνας Καλλίδου. Και όλα αυτά μέσα σε ένα απίστευτο χάος σε δύο δωμάτια του νεοκλασικού που στέγαζε τη Βαβέλ. Στη «φωλιά» πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ανάμεσα σε γάτες (κυριαρχούσε η Τσίντσια), φιλμ για το τυπογραφείο, τεύχη-επιστροφές, χειρόγραφα, ξεσκισμένες φωτοτυπίες γιατί ο Κούλας έκανε Xerox art, τσιγάρα, πολλά τσιγάρα και μία σόμπα που κυριαρχούσε στο κέντρο σαν τις παλιές του γερολαδά, ο Γιώργος περιφερόταν, έκανε κύκλους μιλώντας, αναπτύσσοντας θέματα και θεωρίες και συντάσσοντας έτσι και τα κείμενά του. Με ένα μποέμικο κασκόλ πάντα χαλαρά πεταμένο πάνω από τον ώμο του και ένα τσιγάρο στο χέρι του, στριφτό, τόσο μικρό και πάντα εκεί που αναρωτιόμουν αν του καίει τα δάχτυλα ή είναι απλώς ένα αξεσουάρ της σκέψης του που έκανε στροφές σε κάθε επιστητό. Εκτός από τις αναλύσεις του και την επισκόπηση όλης της διεθνούς σκηνής στα κόμικς, ο Γιώργος κρατούσε με επιτυχία και τη στήλη Αεροπλανάκι την οποία είχε ξεκινήσει στη Βαβέλ ο επίσης Ιταλοτραφής και κομίστας Βαγγέλης Περρής. Άλλωστε οι δυο τους, Βαγγέλης και Γιώργος, έγραφαν και στο περιοδικό του Ολυμπιακού αφού ο Γιώργος Σιούνας ήταν πρώτα Ολυμπιακός (και μετά ΠΠΣΠ, ΚΚΕ Μ-Λ, Μαοϊκός ένθερμος). Μάλιστα η στήλη του ονομαζόταν Vedo Rosso (Βλέπω κόκκινο ή είμαι στα κάγκελα). Τον Γιώργο Σιούνα δεν τον θυμάμαι συχνά «στα κάγκελα». Δηλαδή, ήταν σαν κουτάβι καλός, έπινε μόνο και μανιωδώς κόκα-κόλα, μερικές φορές ήταν αφηρημένος, ήταν ακίνδυνος και φίλος με όλους. Τον θυμάμαι με ένα μόνιμο υπομειδίαμα που άκουγε με τόση χαρά το camp χιούμορ που κάναμε με τον Κούλα, τον θυμάμαι να πηγαίνουμε στο Τζαζ Κλαμπ της Τσακάλωφ όταν τελειώναμε δουλειά στο περιοδικό. Τον θυμάμαι να τον έχουμε σύρει στα μπουζούκια στη Γιώτα Λύδια κάπου στο Γαλάτσι και να είναι ενθουσιασμένος. Το ταξίδι μας στη Μπιενάλε της Μπολόνια όπου παίξαμε αλύπητα μπιρίμπες, το ίδιο και στις διακοπές μας στη Ζάκυνθο. Τέσσερα άτομα δεν θέλαμε με τίποτα να μπούμε στο νερό, παρά μόνο να παίζουμε μπιρίμπες. Ήταν οι διακοπές που γέλασα περισσότερο στη ζωή μου. Γράφω αυτές τις γραμμές χωρίς να ξέρω πώς ακριβώς μπορώ και πρέπει να αποχαιρετίσω τον Γιώργο. Φαντάζομαι ότι είμαι σήμερα, τη μέρα που μάθαμε τον θάνατό του, στα γραφεία και στο βιβλιοπωλείο της Βαβέλ στη Ζωοδόχου Πηγής. Η έτερη Τζούδα, η Εύη, είναι στο ταμείο και κάθε τόσο βλέπουμε από τη σκάλα να ανεβαίνει άλλος ένας φίλος «για ένα γεια» και να πάρει το καινούργιο τεύχος της Βαβέλ. Αμέτρητοι φίλοι, όλη η πόλη. Από τον αξέχαστο Γιώργο Τζιώτζιο που σχεδόν παράλληλα με τη Βαβέλ ίδρυσε τις Νύχτες Πρεμιέρας στην Αθήνα, μέχρι τον uber-γραφίστα Δημήτρη Αρβανίτη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τους Last Drive, τον Διαμαντή Αϊδίνη, τη Μανίνα Ζουμπουλάκη, τον Φώτη Πεχλιβανίδη μας, τη Σταυρούλα και τον Φώτη μας, ραδιοφωνικούς παραγωγούς, εικονογράφους, όλη η Αθήνα, όλοι αυτοί που θα τους ονόμαζα Οικογένεια. Έτσι κάπως αποχαιρετώ τον Γιώργο Σιούνα. Σαν να είναι Σάββατο πρωί στα γραφεία της Βαβέλ. Και το σχετικό link...
-
Σε μια προφορική ιστορία, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της εμβληματικής Βαβέλ, συνεργάτες του περιοδικού θυμούνται τι ήταν αυτό που την έκανε μοναδικό φαινόμενο. Τον Φεβρουάριο του 1981 η Βαβέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα. Εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο με το σχέδιο του Moebius. «Το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος» που μας λέει κι ο Γιάννης Νένες. «γιατί η βαβελ;» ξεκινάει το πρώτο editorial κείμενο του πρώτου εκείνου τεύχους, συστήνοντας στο κοινό αυτή τη νέα εκδοτική προσπάθεια. «γιατί εμείς πιστέψαμε πως υπάρχει λόγος να βγει και σεις επιβεβαιώσατε πως υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτή τη στιγμή το περιοδικό μας στα χέρια σας» είναι οι πρώτες φράσεις της Βαβέλ προς το κοινό της, σε ένα κείμενο που από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίζει πως το περιοδικό θα είναι ανοιχτό, θα είναι μια παρέα, και θα έχει διάθεση παρέμβασης σε ό,τι γίνεται γύρω μας. «Γιατί το περιοδικό κόμικς δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα κάλων κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματιά στο χώρο γύρω μας», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. Το λες και mission statement, μια υπογράμμιση του θρυλικού πλέον μότο ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) που συνόδευε κάθε ένα από τα 246 τεύχη που κυκλοφόρησαν από τον Φλεβάρη του ‘81 ως τον Ιούνιο του 2008. Βαβέλ #1, Φεβρουάριος 1981. Από αριστερά: Το κλασικό κόκκινο εξώφυλλο, η σελίδα των περιεχομένων με το editorial «γιατί η βαβελ», και το κείμενο για κόμικς και πολιτική σάτιρα. Ένα «και όχι μόνο» που κατάφερε και τα ίδια τα κόμικς να ανυψώσει ως (παρεξηγημένη) τέχνη στα μάτια ενός έκθαμβου κοινού, αλλά και ως όχημα να τα χρησιμοποιήσει για να τοποθετηθεί ουσιαστικά – και ακόμα και να παρέμβει – πάνω στην πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε Caza, διαβάζουμε Wolinski και Reiser, διαβάζουμε Quino, αλλά διαβάζουμε και πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει στο εύκολο γέλιο, στο γέλιο με παλιάτσους που μας κάνουν γκριμάτσες, με πράγματα που δεν μας δίνουν καμία ανησυχία για τον κόσμο που ζούμε και την πραγματικότητα γύρω μας. Στην ουσία οι σοβαρές αξίες είναι συνήθως ταμπού». Στην πορεία της Βαβέλ δεν υπήρξε ταμπού που να έμεινε ακατάρριπτο ή που να μην προκλήθηκε. Μια εκδοτική ομάδα που έτρεχε το περιοδικό τα πρώτα του χρόνια (Νίκη και Εύη Τζούδα και Γιώργος Σιούνας) ως κολεκτίβα, ως παρέα με ανάγκη να εκφραστεί. Που το γέμιζε με κόμικς αληθινά χαρακτηριστικής δημιουργικής υπογραφής, συχνά στα όρια του ανίερου, συνοδεύοντάς τα με ισχυρό πολιτικό κείμενο και βλέμμα προς κάθε λογής πολιτιστική έκφραση. Η Βαβέλ σύντομα καθιερώθηκε ως φωνή ενός νέου, εναλλακτικού κοινού που ως τότε δεν συναντούσε τη φωνή του σε κανένα άλλο σημείο του mainstream τύπου. «Η αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, το AIDS, η πορνεία, τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και πολλά άλλα καλύφθηκαν από τη Βαβέλ με έναν μαχητικό τρόπο που γινόταν συχνά ενοχλητικός σε όσους πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική», γράφει ο Γιάννης Κουκουλάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, συνοψίζοντας μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις του περιοδικού. Το οποίο στην πορεία γέννησε και το ομώνυμο εμβληματικό Φεστιβάλ, μια διοργάνωση σημείο αναφοράς, όπου κάθε ανησυχία του εντύπου ζωντάνευε μέσα από εκθέσεις, συναυλίες, προβολές, σπουδαίους προσκεκλημένους. Γέννησε (ή ανέθρεψε), θα έλεγε τελικά κανείς, μια ολόκληρη εναλλακτική κουλτούρα. Τιμώντας τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση αυτού του αληθινά σημαντικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ζητήσαμε από μερικούς από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού, να μας καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι στην ιστορία του εντύπου, μέσα από τις δικές τους προσωπικές διαδρομές. Από το πρώτο εκείνο τεύχος πίσω στο ‘81, μέχρι όλα όσα η Βαβέλ σήμαινε και σημαίνει – ακόμα και σήμερα. Συζητιούνται μεταξύ άλλων: * Το πώς το κλίμα παρέας της Βαβέλ ανέθρεψε δημιουργικότητα και συλλογικότητα * Πώς κάθε συντάκτης βρήκε στη Βαβέλ την εκφραστική διέξοδο που αναζητούσε * Η γέννηση του περιοδικού από το εκδοτικό τιμ * Τα αγαπημένα άρθρα και οι αγαπημένες στήλες των συνεργατών * Η ιδέα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μέσα από ένα περιοδικό (κόμικς! και όχι μόνο!) Τεύχος #118, Φεβρουάριος 1991 (Δέκα Χρόνια Βαβέλ) / Τεύχος #213, Μάιος 2003 (War on Terror) Ι. Η ΒΑΒΕΛ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ Στο αφιέρωμα συμμετείχαν ο Γιάννης Νένες (δημοσιογράφος – ραδιοφωνικός παραγωγός), Χρήστος Ξανθάκης (δημοσιογράφος), Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης, Ευτυχία), Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός Τέχνης, διδάκτωρ ΑΣΚΤ, συνεπιμελητής του Καρέ Καρέ στην Εφημερίδα των Συντακτών). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά, μέσω μέιλ και τηλεφώνου και έχουν γίνει edited για λόγους συνέχειας. Ως αναγνώστης τι είχες θαυμάσει και αγαπήσει περισσότερο στο περιοδικό; Γιάννης Κουκουλάς: Τα πάντα. Την τέχνη της αυθάδειας. Τον Καλαϊτζή και τον Bilal. Τον Manara και τον Copi. Τον Quino και τον Altan. Μα πάνω απ´ όλα το «και όχι μόνο». Το ότι η Βαβέλ δεν ενδιαφερόταν μόνο για τα καλά κόμικς – που τα δημοσίευε έτσι κι αλλιώς – αλλά για τις μικρές παρεμβάσεις στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Χρήστος Ξανθάκης: Ως αναγνώστης κόμικς στην Ελλάδα ανήκα και ανήκω σε μια αισχρή μειοψηφία, μιας και η ένατη τέχνη στη χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε ευρύ κοινό. Για την ακρίβεια, τα ενήλικα κόμικς (όχι οι τσόντες πουλάκι μου!) δεν είχαν καν κοινό στην αρχή, εξ ου και πήγαν κατά διαόλου οι προσπάθειες της Κολούμπρας και του Μαμούθ. Χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες εκ μέρους της Βαβέλ και της ομάδας της για να πάει μπροστά το πράγμα. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση, εγώ κόμικς ήθελα να διαβάζω, η τρέλα μου ήταν. Όλα μου άρεσαν λοιπόν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα. Γιάννης Νένες: Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα κατακόκκινο εξώφυλλο κρεμασμένο στο περίπτερο με το σχέδιο του Moebius, το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος. Ήμουν φανατικός των κόμικς από μικρός, έπαιρνα ανελλιπώς τα τεύχη της Κολούμπρας, τα διάφορα φανζίνς, αλλά το πρώτο της Βαβέλ με εντυπωσίασε από μακριά για τη διαφορετική του προσέγγιση στο εξώφυλλο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα σταματήσει να είμαι γραφίστας και τις μετρούσα πολύ κάτι τέτοιες γραφιστικές εκπλήξεις. Σαν αναγνώστης, για μένα ήταν τρομερό δέλεαρ οι πλούσιες, πολυσέλιδες ιστορίες που μπορούσες να τις απολαύσεις εξονυχιστικά, με τις ώρες, καρέ-καρέ, να τις επενδύσεις με ό,τι μουσικές ήθελες και να φτιάξεις σάουντρακ. Ήταν ένα περιοδικό που δεν τελείωνε ποτέ. Κι ανάμεσα στις ιστορίες, κάτι ακαριαίες στιγμές τύπου Wolinski, Altan, Reiser, κανονικά ξεσπάσματα. Και κάτι άλλο: τα κείμενα είχαν από την πρώτη στιγμή μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω μιλάμε την ίδια γλώσσα. Άγγελος Φραντζής: Πρώτο τεύχος που έπεσε στα χέρια μου ήταν κάπου γύρω στο #14; #17; Είχε ένα εξώφυλλο του Caza. Πρέπει να ήμουν 12. Το είδα κι έπαθα πλάκα. Τότε ήθελα να γίνω γελοιογράφος. Διάβαζα πολλά κόμικς, Αστερίξ και τα άλλα κόμικς της εποχής. Αυτό ήταν το πρώτο όπου είδα ενήλικο κόμικ άλλου τύπου. Ήταν αδιανόητο το τοπίο που άνοιγε μπροστά μου με αυτό το πράγμα που έπαθα με τη Βαβέλ. Ορισμένοι μόνο από τους σπουδαίους ξένους δημιουργούς των οποίων έργα έχουν φιλοξενηθεί στις σελίδες της Βαβέλ κατά τη διάρκεια των χρόνων. Από πάνω αριστερά: Hugo Pratt, Adrian Tomine, Ralf Konig, David Mazzucchelli, Altan, Jules Feiffer, Daniel Clowes, Andrea Pazienza, Reiser. Ποιο ήταν το πρώτο σου τεύχος στη Βαβέλ; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία; Ξανθάκης: Αν θυμόμουν πράγματα από τη δεκαετία του ογδόντα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ουδεμία ανάμνηση από την πρώτη εμφάνισή μου στη Βαβέλ! Όσο για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία, νομίζω ότι ήρθε μετά από επίμονες προσπάθειες δικές μου όπου έπεισα εν τέλει τη Τζούδα πως δεν είμαι κάνα μαλακισμένο που προσπαθεί να τους καθίσει στο σβέρκο. Χρειάστηκε αγώνας μιας και η Νίκη είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό άτομο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να συμπεραίνουν ότι είναι ψυχρή και παγερή. Αλλά who gives a fuck; Φραντζής: Ξεκίνησα να επισκέπτομαι το βιβλιοπωλείο, έκανα κόμικς και άρχισα να τα πηγαίνω με τρομερή ντροπή, φόβο και αμηχανία να τα δείξω. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αποκτούμε μια σχέση, και έγραψα το πρώτο μου κείμενο – για κόμικ και κινηματογράφο – στα 16 μου, κάπου στο ‘85-’86. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα και δημοσίευσα στη Βαβέλ. Πέταξα από χαρά μου, ήταν η Βαβέλ ένας μύθος. Όταν αρχίσαμε να αποκτάμε σχέση πήγαινα συχνά στα γραφεία. Τον Γιώργο τον Σιούνα τον έλεγα πατέρα και τη Νίκη μητέρα! Μετά έφυγα για σπουδές, για σινεμά, και όταν γύρισα ουσιαστικά τότε άρχισα να γράφω μόνιμα για σινεμά, με τη στήλη Τα Μάτια Ανοιχτά. Τότε δεν είχαν σινεμά, παλιά έγραφε ο Τζιώτζιος. Ξεκίνησα κάπου το ‘92-’93 και έγραφα συστηματικά για καμιά δεκαετία σίγουρα. Νένες: Δεν θυμάμαι σε ποιο τεύχος ξεκίνησα να γράφω. Η Βαβέλ και η φιλία μου με τα παιδιά ήταν μέρος της ζωής μου, οπότε δεν έχω συγκρατήσει αυστηρά ημερομηνίες. Ήμουν εκεί, αράζαμε κάπως, λέγαμε βλακείες και γελούσαμε και κάπως έτσι έδωσα ένα κείμενο – τι να πω. Νομίζω πρέπει να ξεκίνησα με συνεντεύξεις των σχεδιαστών που είχαν έρθει στην Αθήνα για το πρώτο φεστιβάλ της Βαβέλ στον εκθεσιακό χώρο Εύμαρος, σε ένα παλιό σχολείο στους Αμπελόκηπους. Κουκουλάς: Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1992, κάναμε στο Ράδιο Ουτοπία, έναν κινηματικό εναλλακτικό ραδιοσταθμό στη Θεσσαλονίκη, μια εκπομπή για τα Κόμικς, την Επιστημονική Φαντασία και την Αστυνομική Λογοτεχνία μαζί με δυο φίλους, τον Φιλήμονα Καραμήτσο και τον Στάθη Κουρνιώτη. Στείλαμε στη Βαβέλ υλικό από την εκπομπή για μια γνώμη και μας παρουσίασαν στις σελίδες του. Ήταν τέτοια η χαρά να δω το όνομα μου στο περιοδικό που σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράφω σε αυτό. Λίγο αργότερα προτείναμε και κάναμε σε συνεργασία με τον Αβραάμ Κάουα ένα θέμα για το Γυμνό Γεύμα του Burroughs και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τακτικά με πρώτο κείμενο ένα αφιέρωμα στην Αρρώστια στα Κόμικς το 1994 που ιδιαίτερα σήμερα είναι ακόμα επίκαιρο. Συμμετείχα σταθερά στη στήλη Αεροπλανάκι που διατηρούσε ο δάσκαλος Γιώργος Σιούνας τον οποίο ευγνωμονώ για όσα μου έμαθε και όσα έγραφε. Και κάποια στιγμή εγκαινίασα τη στήλη Make Comics, Not War. Η εμβληματική στήλη «Αεροπλανάκι» της Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων, από πάνω αριστερά: 1986, 1987, 1993, 1995, 2001, 2002. Στις σελίδες της στήλης διαβάζαμε άρθρα γνώμης, ειδήσεις, σχέδια, συνεντεύξεις, πολιτικό σχολιασμό και πολλά άλλα. Κάποιο αγαπημένο τεύχος; Αγαπημένη στήλη ή κείμενο; Νένες: Τα τεύχη όλα ήταν σαν σεξ, κάπως. Τα είχες προετοιμάσει, είχες γελάσει φτιάχνοντάς τα και μετά ερχόταν η κορύφωση, το τυπωμένο και βυθιζόσουν να το διαβάζεις. Όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη στήλη Εν Εξάρσει, δεν τα θυμάμαι και καλά. Πάντως αυτή η στήλη γραφόταν πάντα βράδυ, μεταμεσονύκτιες ώρες, και έχει διατρέξει πολλά χιλιόμετρα σε αυλάκια βινυλίου. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα. Για χάρη της νυχτερινής εργασίας, επειδή έκανε πολύ θόρυβο η παλιά γραφομηχανή και ξύπναγε η από κάτω, είχα αγοράσει ηλεκτρική – αθόρυβη. Θυμάμαι να γράφω για την κασέτα των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί τους. Θυμάμαι μία αισθησιακή φωτογραφία της Madonna που έβαλα στη στήλη, να λέει μέσα σε μπαλούν «Μμμ, κάποιος τηγανίζει κεφτέδες». Γενικά δεν έκανα τίποτα σοβαρά, ήταν απλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλή μουσική. Κουκουλάς: Αγαπημένο τεύχος το #18, θρυλικό και εξαντλημένο από πολύ νωρίς, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στους Reiser και Wolinski. Αγαπημένο εξώφυλλο το παραπλανητικό #131 με έναν πιτσιρικά του Reiser και λεζάντα: «Έρευνα Σοκ! Ο Αυνανισμός είναι Κληρονομικός;». Φυσικά δεν υπήρχε τέτοια έρευνα. Ξανθάκης: Μου άρεσαν πάρα πολύ τα τεύχη που ήταν αφιερωμένα στον αντιαπαγορευτικό αγώνα. Γιατί ήταν χίλια χρόνια μπροστά απ’ την εποχή τους, γιατί απέδειξαν ότι ένα περιοδικό κόμικς μπορούσε να καταπιάνεται με πολύ σοβαρά ζητήματα, γιατί δικαιώθηκαν εκατό τοις εκατό. Όσο για κείμενο δικό μου, και μόνο τη συνέντευξη με τον Καλαϊτζή να είχα κάνει, πάλι μια χαρά θα αισθανόμουν. Φραντζής: Για μένα το κάθε τεύχος που επρόκειτο να βγει ήταν μια τρομερή ιστορία. Πήγαινα στα περίπτερα κάθε τρεις και λίγο, το τεύχος δεν έβγαινε ποτέ στην ώρα του, ρώταγα Βγήκε η Βαβέλ, δεν βγήκε η Βαβέλ, Α, μας είπαν θα μας τη φέρουν την Πέμπτη. [γελάμε] Είχε μια τέτοια προσμονή, του φανατικού. Μετά κατάλαβα: Ήταν ένα περιοδικό τόσο οικογενειακό σαν κατάσταση, έπαιζε και ένα χύμα πράγμα, αλλά και πολύ οργανωμένο όταν χρειαζόταν. Η οργάνωση των παιδιών στα πρώτα Φεστιβάλ στο Γκάζι, άλλο πράγμα. Κείμενο, το θέμα για το Mulholland Drive. Είχα τόσο πωρωθεί που βγήκε ένα κείμενο τεράστιο, 10 σελίδες περιοδικού. Κι αυτό ήταν το τρελό με τη Βαβέλ, ότι δεν υπήρχε αυτό που συναντούσες σε όλα τα περιοδικά. Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα άρχισα να κάνω συνεντεύξεις, αλλά όχι απαραίτητα για τις ταινίες των σκηνοθετών. Έκανα με τον Πάνο Κούτρα για τα μελοδράματα και τον Douglas Sirk, με τον Παναγιωτόπουλο για την Περιφρόνηση, με σκηνοθέτες για άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε σαν διαδικασία πάρα πολύ. Στήλες για σινεμά και μουσική, σχολιασμός, άποψη, πρόσωπα και συνεντεύξεις με μοναδικό τρόπο από μοναδικές υπογραφές. Η Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων υποστήριξε και με το παραπάνω το εμβληματικό «και όχι μόνο» του μότο της. Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης στη συγγραφή της στήλης; Ζητούσαν από το περιοδικό κάτι συγκεκριμένο; Φραντζής: Είναι το τι θα μπορούσε να με παθιάσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Για μένα η κριτική δεν είχε κάτι το επαγγελματικό με την έννοια ότι πρέπει να γράψεις για τις ταινίες της εβδομάδας, είχε την έννοια της προέκτασης, της απόλαυσης της θέασης ενός πράγματος. Άλλες φορές ήταν επειδή κάτι με θύμωνε, το Natural Born Killers ήταν ένα τέτοιο κείμενο, κάτι με είχε θυμώσει και ήθελα να γράψω με έναν τρόπο διαφορετικό. Άλλες φορές ήταν επειδή ήθελα να στηρίξω κάτι, είχα γράψει κείμενο για την πρώτη ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ή το Ακρόπολις της Εύας Στεφανή. Ή για διάφορα πράγματα τα οποία ένιωθα ότι βάλλονται και ήθελα να τα στηρίξω γιατί μου άρεσαν κι ένιωθα ότι εδώ γεννιέται κάτι. Ξανθάκης: Και μου ζητούσαν και τους έστελνα και τα βρίσκαμε και τα χάναμε και μπορεί να εξαφανιζόμουν για τρεις μήνες και να ξαναγύρναγα και να μην έτρεχε τίποτα. Μοιάζει παράξενο σήμερα με τα κομπιούτερ και τα μέηλ και τα μέσεντζερ, αλλά μερικές φορές η χειροτεχνία είναι το άπαν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγάλεις από μέσα κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά. Αλλά υπαρκτό… Κουκουλάς: Κάθε φορά συζητούσαμε με το Γιώργο Σιούνα και καταλήγαμε σε θέματα. Βασικός άξονας ήταν σχεδόν πάντα να πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα βρισκόταν εύκολα σε άλλα περιοδικά. Καθώς ο Σιούνας είχε τη δική του ατζέντα και έγραφε τα δικά του σπουδαία κείμενα, συνήθως του πρότεινα θέματα και μετά από συζήτηση τα υλοποιούσα. Νένες: Το σημείο εκκίνησης ήταν μία συγκεκριμένη αίσθηση που είχα τη στιγμή που καθόμουν να γράψω. Από εκεί άρχιζε να ξετυλίγεται το νήμα. Σε κάθε επόμενη παράγραφο με οδηγούσαν οι δίσκοι – που τους χρησιμοποιούσα σαν αφορμή για να λέω ότι κατέβαινε στο κεφάλι μου. Έκανα κι ένα «παιχνίδι» αρκετές φορές: μου άρεσε το τέλος της προηγούμενης παραγράφου να μοιάζει κάπως με την αρχή της επόμενης. Τέτοιες χαζομαρούλες. Όχι, ποτέ δεν μου είχε ζητήσει κανείς να γράψω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να καλύπτω όσο το δυνατό περισσότερο τις δισκογραφικές κυκλοφορίες, κυρίως της ανεξάρτητης σκηνής αλλά και εμπορικές γιατί ήταν ακόμα η εποχή που διψούσαμε για μουσικές, οι κυκλοφορίες ήταν μικρά «γεγονότα» για εμάς που ακούγαμε μουσική με αγάπη. Και πολιτικά και καλλιτεχνικά το περιοδικό μίλησε σε κόσμο που ένιωθε πως δεν είχε άλλη εκπροσώπηση στο εκδοτικό και μιντιακό mainstream της εποχής. Ήταν αυτό κάτι που σκεφτόσουν ποτέ κατά την περίοδο της συνεργασίας σας, υπήρχε κάπως συνειδητά; Ξανθάκης: Μπα, καθόλου. Την πλάκα μας κάναμε όλοι και γι’ αυτό βγήκε αυτό το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που βγήκε. Τον αναγνώστη πάντοτε τον αγαπάς, αλλά αν αρχίσεις να σκέφτεσαι με βάση το πώς θα αγκαλιάσεις ένα ευρύτερο κοινό χάνεται όλη η γκάβλα. Και η Βαβέλ πάνω απ’ όλα αυτό ήταν. Ένα γούστο, ένα καπρίτσιο, μια γκάβλα. Νένες: Δεν νιώθαμε ότι είμαστε ενάντια σε κανένα κατεστημένο, ούτε υπήρχε ακόμα η έννοια των media όπως είναι σήμερα. Ήταν όμως η χρυσή εποχή των περιοδικών. Βγάζαμε ένα περιοδικό με ύλη που δεν βρίσκαμε πουθενά αλλού – αυτό ήταν όλο. Δεν είχες το ίντερνετ και έτρεχες στα ταξίδια στο εξωτερικό να αγοράζεις περιοδικά που τα φύλαγες στη βιβλιοθήκη σου. Ή πηγαίναμε στα μεγάλα περίπτερα στο κέντρο για να αγοράζουμε ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Ήταν καθαρός φετιχισμός. Υπήρχε η αίσθηση της συσπείρωσης όμως. Ήμασταν στον κόσμο μας με τους ομοίους μας. Αν σημαίνει κάτι αυτό. Φραντζής: Μιλάμε για μια άλλη εποχή, την εποχή των περιοδικών που είναι από μόνο του κάτι άλλο. Η Βαβέλ ήταν πάντα ένα περιοδικό που ξεχώριζε επειδή μπορούσε να καλύψει ένα φάσμα πραγμάτων που τα πρωτοδιαβάζαμε σε έντυπα, από πράγματα που αφορούσαν το AIDS μέχρι πολιτική, μέχρι κομμάτια καλλιτεχνικά, πράγματα που δεν τα διάβαζες αλλού. Αν σκεφτείς πόσοι έχουν περάσει από τη Βαβέλ σε όλα τα επίπεδα, γράφοντας για μουσικές ή τέχνη ή κόμικς, άνθρωποι λίγο πολύ που καθόρισαν μια εποχή. Εγώ έγινα μέλος της παρέας 10 χρόνια αφού ξεκίνησε, οπότε για μένα υπήρχε πάντα αυτή τη διάσταση, ότι αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που συμβαίνει. Όταν μετά έγινε σπίτι μου, ήταν κυρίως ένας τόπος συνάντησης. Πέρναγες να πεις ένα γεια ή να αφήσεις το κείμενο και έμενες 5 ώρες να κουβεντιάζεις, έρχονταν άλλοι κ.λ.π. Αυτό το πράγμα είχε τρομερή ζωντάνια. Ήταν παρέα με κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους οπότε αυτό γεννούσε και δημιουργούσε πράγματα. Κουκουλάς: Φυσικά. Ήταν τιμή να γράφεις στη Βαβέλ όταν η κυρίαρχη τάση ήταν από τη μια ο αυριανισμός στον ημερήσιο τύπο και από την άλλη το lifestyle του ΚΛΙΚ στον περιοδικό. Το περιοδικό πάντα ξεχώριζε για τα αφιερώματά του, παρεμβατικά, επίκαιρα, ακόμα και μπροστά από την εποχή τους. Σου ανέφερε κόσμος ή γνωστοί σου τα κείμενά σου ή το περιοδικό γενικότερα; Ξανθάκης: Ναι, αλλά δεν το έψαχνα και πολύ. Για αναγνώριση είχα τη δημοσιογραφική μου εργασία σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά lifestyle. Η Βαβέλ ήταν ο έρωτάς μου και γι’ αυτό έγραφα ό,τι μου κατέβαινε. Ενίοτε και εκπληκτικά άστοχα κείμενα, για τα οποία πάντως δεν μετανιώνω. Κουκουλάς: Στον κύκλο μου, χωρίς αυτός να είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής, η Βαβέλ ήταν θρύλος. Οπότε ναι, τα κείμενα που έμπαιναν στη Βαβέλ είχαν μεγάλη επίδραση. Ιδιαίτερα τα μαχητικά θέματα που συχνά δεν αφορούσαν τα κόμικς ή δεν αφορούσαν μόνο τα κόμικς. Νένες: Δεν μπορώ να πω ότι μου ανέφεραν τη στήλη οι γνωστοί. Μόνο κάποιοι κοντινοί φίλοι που γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Επισήμως, θυμάμαι, πρώτη φορά είχε αναφερθεί στη στήλη ο Τσαγκαρουσιάνος, στη δική του στήλη στην Ελευθεροτυπία – είχε κράξει τον Σταύρο Κούλα κι εμένα ότι ξεφωνίζουμε το περιοδικό, κάτι τέτοιο. Δεν μάς ήθελε καθόλου. Φραντζής: Εκ των υστέρων. Πολύς κόσμος άρχισε να μου λέει πω πω εκείνο το κείμενό σου, κι έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε όντως κόσμος που διάβαζε και σχολίαζε. Ήταν αφορμή για συναντήσεις. Ας πούμε με τον Αλέξη Αλεξίου, που κι εκείνος ήταν αναγνώστης της Βαβέλ, είχαμε οργανώσει στο Φεστιβάλ ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Χονγκ Κονγκ, γιατί τότε είχαμε κι οι δύο ανακαλύψει αυτό το σινεμά που τότε ήταν πολύ στην αρχή εδώ. Τότε δεν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα. Όταν ήμουν στο Παρίσι είχα έναν κολλητό σε μια ομάδα που έκανε αφιέρωμα στις ταινίες του Χονγκ Κονγκ και μέσω αυτών ανακάλυψα εκείνη την κινηματογραφία, κι αποφασίσαμε αργότερα να κάνουμε εδώ αυτό το αφιέρωμα. Δεν υπήρχε πρόσβαση – οπότε γινόταν δίαυλος το περιοδικό προς πράγματα που δεν ήταν ακόμα γνωστά. Τι σου λείπει περισσότερο από την εποχή της Βαβέλ; Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά της; Κουκουλάς: Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της. Η κληρονομιά της είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία της συζητούμε για αυτήν. Γιατί σύστησε σε πολλούς ανθρώπους των eighties και των nineties την τέχνη των κόμικς. Και την ανατρεπτική ματιά του χιούμορ Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών. Ξανθάκης: Μου λείπει ότι κάνουμε κάτι γιατί έτσι μας γουστάρει, χωρίς να ψαχνόμαστε πώς θα κονομήσουμε ή πώς θα κερδίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Έτσι για το γαμώτι δηλαδή που λένε και στην επαρχία. Νένες: Δεν ξέρω για κληρονομιά, είναι πολύ βαριές λέξεις αυτά – κατεστημένο, κληρονομιά… Η Βαβέλ άφησε πίσω της ρημάδια. Η εποχή θα έλεγα. Είμαστε όλοι μισότρελοι, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που συνέβαινε τότε και πώς να το ισορροπήσουμε με το τώρα. Γελάμε αρκετά με αυτά που θυμόμαστε, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω τίποτα από τα παλιά μου κείμενα, ανατριχιάζω, ντρέπομαι. Αυτό που μου λείπει από εκείνη την εποχή είναι η ορμή να γράφω. Φραντζής: Το δέσιμο μιας παρέας ανθρώπων που επέμενε πάρα πολύ να κάνει πράγματα επειδή τα πίστευε, και για το κέφι τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και άρα να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυτόνομο, ελευθερίας. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει προτάσεις να αγοραστεί η Βαβέλ, και ποτέ δε μπήκανε σε αυτό το τριπ τα παιδιά, για να μπορέσουν να κρατήσουν την αυτονομία ενός πράγματος που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν, όπως θέλουν. Ήταν κάτι που το κάναμε όλοι επειδή γουστάραμε να το κάνουμε, ούτε χρήματα υπήρχαν… Όποτε το βλέπεις αυτό να συμβαίνει, όποτε έχουν δημιουργηθεί τέτοιοι πυρήνες βλέπεις ότι αφήνουν πίσω κάτι, γεννιέται κάτι. Αυτό είναι μια κληρονομιά. Τι σου έδωσε η Βαβέλ και κράτησες έκτοτε για πάντα στην πορεία σου; Νένες: Να πιάνω την πρώτη μου σκέψη και να ακολουθώ το νήμα. Ήταν ένα είδος μπλόγκινγκ που το ακολούθησα αργότερα και στο Πανικοβάλ των 500, της Athens Voice. Φραντζής: Το πάθος για τα πράγματα. Όλοι είχαν πάθος για τα πράγματα που κάναν στη Βαβέλ. Και πάθος και ανάγκη να τα υπερασπιστούν. Κανείς δεν έκανε αυτό που έκανε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το κάνανε όλοι με ένα τρελό πάθος. Κουκουλάς: Πρώτα απ’ όλα καλούς φίλους. Σπουδαία τέχνη. Ανατρεπτικό, ανυπότακτο πνεύμα. Επιμονή παρά τις αντιξοότητες. Και εμπλοκή του πολιτικού ζητήματος σε κάθε θέμα. Ελπίζω να έχω κρατήσει κάτι απ’ όλα αυτά. Ή τουλάχιστον να μπορώ να τα εκτιμώ σε όσους και όσες τα διαθέτουν. Ξανθάκης: Ζούρλια μου έδωσε, ανάσα μου έδωσε και ολίγη μαγκιά. Αυτά μου φτάνουν. Το αφιέρωμα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΒΕΛ από το τεύχος #118 της Βαβέλ ΙΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΕΛ Τον Σεπτέμβριο του ‘18 για λογαριασμό του περιοδικού Μπλε Κομήτης (Εκδόσεις Polaris: Ερωτόκριτος, Ληστές, Τα Μυστικά του Βάλτου) είχα μιλήσει με τις Νίκη και Εύη Τζούδα και τον Σταύρο Κούλα, που σχεδίαζε το περιοδικό από το ‘85. Ακολουθεί η αναπαραγωγή αποσπασμάτων της συζήτησης, με την άδεια των εκδόσεων Polaris. Νίκη Τζούδα: Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών. Ως κέφι περισσότερο, από μια διάθεση. Οι περισσότεροι είχαμε τελειώσει πανεπιστήμιο στην Ιταλία, γνωριζόμασταν από τότε, η Παυλίνα [Καλλίδου] που ήταν πριν στην Κολούμπρα με τον Τουφεξή. Σκέψου ήταν μια εποχή που έβραζαν τα πάντα κοινωνικά, οπότε τα περιοδικά αυτού του είδους ανθούσαν. Κι έτσι για την Ελλάδα υπήρχε ένας πλούτος απίστευτος από κόμικ που μπορούσαμε να δημοσιεύσουμε από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε κανέναν, ότι είχαμε τελειώσει τις σχολές μας. Σιγά-σιγά με το περιοδικό άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι. Ο Αρκάς είχε μάθει ότι θα βγει το περιοδικό κι έναν χρόνο πριν κάναμε σχέδια. Είχαμε βρει Ιωάννου, Καλαϊτζή. Ο Καλαϊτζής έκανε βινιέτες στο Αντί, όπως κι ο Ιωάννου. Κόμικ πρώτη φορά με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα. Ελληνική σκηνή τότε υπήρχε; Σταύρος Κούλας: Ουσιαστικά η Βαβέλ έκανε τη σκηνή. Και στην Κολούμπρα έκαναν πράγματα αλλά πιο χύμα κατάσταση, άλλο πράγμα. Με τη Βαβέλ γίναν πιο συγκεκριμένα και ιδεολογικά πιο φορμαρισμένα. Και το πολιτικό στίγμα του περιοδικού ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ έντονο. Ν. Τζούδα: Γιατί είμαστε έτσι εμείς. Πέρα από τον πλούτο των κόμικ εκείνης της εποχής που δεν ήξερες τι να διαλέξεις, υπήρχαν κι ένα σωρό κίνητρα τότε να έχεις κι άλλα κείμενα. Στο κάτω-κάτω δε μας ενδιέφερε ποτέ ένα περιοδικό αμιγώς κόμικ. Κούλας: Κάναμε ολόκληρη ιστορία μια παρέα λίγων ανθρώπων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ήξερε τη Βαβέλ. Μπορεί να μην τη διάβαζε, αλλά την ήξερε. Δουλειές Ελλήνων καλλιτεχνών έκαναν συχνά την εμφάνισή τους στη Βαβέλ, από τον Γιάννη Καλαϊτζή μέχρι τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στις εικόνες από αριστερά προς τα δεξιά, βλέπουμε αποσπάσματα κόμικς των Γιώργου Μπότσου, Διαμαντή Αϊδίνη, Λέανδρου, Πέτρου Ζερβού, Sotos Anagnos. Ν. Τζούδα: Το ένα έφερνε το άλλο. Ο Σταύρος πέρασε να μας γνωρίσει. Έκανε ένα κόμικ, κάτι κουνημένες φωτοτυπίες. Είχαμε διαρκώς ερεθίσματα. Ερχόταν κάποιος κι έλεγε μια ιδέα, μας επηρέαζε, άρχιζε να γράφει. Ο Τζιώτζιος για παράδειγμα, που μετά ίδρυσε το Σινεμά και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Ήταν ένα εκπληκτικό, λαμπερό άτομο. Θέλω να σου πω, είναι και λίγο τυχαία αυτά τα πράγματα. Περνούσαν άνθρωποι, ταιριάζανε. Υπήρχε με αυτόν τον τρόπο και μια πολυφωνία για τα πάντα. Ο Ζερβός ήταν τότε ένας φοιτητής της αρχιτεκτονικής. Κούλας: Ο Παπαϊωάννου έφερνε τα κόμικ του. Ν. Τζούδα: Και μάλιστα με μια συστατική επιστολή από τον Τσαρούχη! Κούλας: Όταν ξεκίνησε το περιοδικό, άρχισαν να έρχονται φάκελοι σωρηδόν. Ανακαλύψατε πολλούς έτσι; Ν. Τζούδα: Βέβαια, πολλούς! Εύη Τζούδα: Μπότσος, Σολούπ, Λέανδρος. Κούλας: Διαμαντής Αϊδίνης. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίναγαν να γράφουν και ήθελα να γράφουν σε εμάς. Νένες, Γεωργελές, Λάλας. Ο Τζιώτζιος που έκανε κριτική. Κι ερχόταν κόσμος, άφηνε κείμενα, αν μας άρεσε το βάζαμε. Ήταν μια πολύ παρεΐστικη κατάσταση. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με ένα corporate περιοδικό με διευθυντή, αρχισυντάκτη, ήμασταν όλοι μαζί. Ν. Τζούδα: Λειτουργούσαμε σαν κολεκτίβα. Χωρίς επεμβάσεις. Πες εσύ, ήρθες το ‘85 στο περιοδικό, δε θυμάμαι να σου είπαμε ποτέ μην το κάνεις έτσι ή πώς είναι έτσι το εξώφυλλο. Κούλας: Ποτέ. Ενώ σε άλλα περιοδικά που δούλευα είχα παρεμβάσεις. Η Βαβέλ ήταν το μοναδικό περιοδικό που ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στην κούτρα μου, μερικές φορές τα οποία δε βλεπόντουσαν κιόλας, είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα. Από τη Βαβέλ έμαθα να είμαι γραφίστας. Αυτό ίσχυε και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δούλευαν εκεί μέσα. Κούλας: Εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα περιοδικό την εποχή του ίντερνετ. Κάποια κείμενα που τα βάζαν απέξω τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα βρεις ας πούμε, τώρα με το ίντερνετ τα βρίσκεις όλα. Ε. Τζούδα: Στο ίντερνετ από τη μία βρίσκεις τα πάντα, από την άλλη χάνεσαι, δε βρίσκεις τίποτα. Ενώ όταν κάποιος σου δίνει μια συλλογή που σε βρίσκει σύμφωνο αισθητικά και από άποψη, το έχεις συγκεντρωμένο. Για μένα ένα περιοδικό λειτουργεί έτσι, συγκεντρώνει απόψεις, δίνει βήμα. Γιατί τώρα πια οι αυτοεκδόσεις είναι μεν πιο εύκολες, όμως ένα περιοδικό βοηθάει έναν δημιουργό να αναδειχθεί και να δείξει καλύτερα τη δουλειά του. Κούλας: Τυπωμένο είναι και πιο ωραίο από το να το βλέπεις στο ίντερνετ. Μπορεί να είναι και φετιχιστικό αυτό, αλλά προτιμώ να το έχω τυπωμένο, όπως και μια φωτογραφία, παρά να βλέπω 15.000 φωτογραφίες. Όπως είναι και με τη μουσική, έπαιρνες έναν δίσκο και τον ξέσκιζες, τώρα ακούς 35.000 δίσκους και δε θυμάσαι κανέναν. Εγώ πιστεύω πρέπει να υπάρχουν περιοδικά μιας τέτοιας φόρμας και ιδεολογίας. Γιατί εκεί μέσα [σ.σ. στο ίντερνετ] χάνεσαι, εκεί δεν υπάρχεις πια από ένα σημείο και μετά. Αλλά ήταν κι η εποχή, σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ν. Τζούδα: Ή μπορεί να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα και σήμερα το μυστικό είναι η συλλογική δουλειά. Μερικές μόνο από τις υπογραφές που πέρασαν από τη Βαβέλ: Νίκος Ξυδάκης, Περικλής Κοροβέσης, Θανάσης Λάλας, Βαγγέλης Περρής, Φώτης Γεωργελές, Μάκης Μηλάτος, Κωστάκης Ανάν. Κούλας: Ξέρεις πόσες φορές βρίσκω ανθρώπους που δεν τους ξέρω και μου λένε για τη Βαβέλ «έχω όλα τα τεύχη»; Από ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι αυτοί θα είχαν όλα τα τεύχη. Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπαγκράουντ κουλτούρας ζωής. Και γι’ αυτόν που τα δίνει και αυτή την κατάσταση τη μεταφέρει σε κάποιον άλλον, σε αυτόν που του τα χαρίζει. Δε σου αφήνει κάποιος απλώς δέκα τεύχη. Δεν αφήνει κανείς δέκα τεύχη του Ταχυδρόμου. Αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή. Ε. Τζούδα: Ο κόσμος έψαχνε για κάτι και ψαχνόταν σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, άμα είσαι τυχερός και πέσεις στην κατάλληλη εποχή και βγάλεις εσύ κάτι, μαζεύεις τον κόσμο δίπλα σου. Κούλας: Η Βαβέλ είχε άρθρα για το AIDS. Ν. Τζούδα: Μια εποχή που κανείς δεν ασχολείτο με το AIDS. Ή με την αποποινικοποίηση της κάνναβης! Ο Γιώργος [Σιούνας] είχε κάνει εξαιρετική δουλειά με εκείνα τα αφιερώματα. Κούλας: Το τι δημιούργησε αυτό το περιοδικό! Τα παιδιά που ανακάλυψε, το τι είδαν αυτά τα παιδιά εδώ, πράγματα που δεν είχαν δει. Τα νούμερα δεν υπήρχαν, αλλά είχαμε μια επιρροή μεγαλύτερη από τα νούμερά μας. Και το σχετικό link...
- 3 replies
-
- 9
-
- βαβέλ
- νίκη τζούδα
- (and 7 more)
-
Ήταν check point το βιβλιοπωλείο της «Βαβέλ». Ειδικά τα Σάββατα. Όλοι έκαναν τη βόλτα τους για να αγοράσουν βιβλία, να συναντήσουν γνωστούς. Ήταν σαν πάρτι. Ο Μελέτης Μοίρας, σκηνοθέτης της ταινίας «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη» που θα δούμε στις Νύχτες Πρεμιέρας συζητά με τον Γ. Νένε για το ιστορικό περιοδικό. Η «Βαβέλ» ήταν το περιοδικό κόμικς που έσκασε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του ’81 και έφερε μια νέα εποχή, δημιούργησε ένα νέο κοινό, άλλαξε τη γλώσσα και το χιούμορ μας, έστησε φεστιβάλ, ανέδειξε Έλληνες δημιουργούς, μας γνώρισε βιβλία, ταινίες, δίσκους, πρόσωπα, σχεδιαστές, εικαστικούς, λογοτέχνες, νέα ρεύματα. Μια παρέα, ένα μικρό γραφείο στη Ζωοδόχου Πηγής, μερικά γατιά, πολλά βιβλία, νέα άλμπουμ, ιδέες, πλάκα. Το περιοδικό έγραψε την ιστορία του και η ταινία «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη» του Μελέτη Μοίρα, καταγράφει τον τρόπο που ξεκίνησε αυτό και πώς επηρέασε επί 2,5 δεκαετίες τον πολιτιστικό ιστό της χώρας. Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί μαζί με ένα ειδικό αφιέρωμα από τους συνεργάτες της «Βαβέλ» στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας και με αυτή την αφορμή, έγινε μία συζήτηση ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον Γιάννη Νένε, έναν από τους συνεργάτες της «Βαβέλ». Μ.Μ. Η «Βαβέλ» με είχε επηρεάσει τόσο πολύ που ήταν αυτόματα το επόμενο πράγμα στο μυαλό μου, μετά το ντοκιμαντέρ «Διαμάντια στον νυχτερινό ουρανό» που είχα γυρίσει για τον Jazz FM και το οποίο μπορεί να δει κανείς στην πλατφόρμα του Cinobo. Ήθελα λοιπόν να κάνω ένα φιλμ για το περιοδικό αυτό. Εγώ ξεκίνησα να κάνω κινηματογράφο 20 χρόνια μετά, αφού τελείωσα τη σχολή μου. Τώρα, μέσα σε τρία χρόνια, έχω κάνει δύο ταινίες μικρού μήκους, το «Never again» και το «Silence» (που θα κάνει κι αυτό πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας) και δύο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Γιατί είμαι πια σίγουρος για τις επιλογές μου. Σαν να συγκέντρωνα άγραφο υλικό όλα αυτά τα χρόνια. Μπαίνω στο μοντάζ και ξέρω τι θέλω. Και η «Βαβέλ» ήταν στο μυαλό σου όλο αυτό τον καιρό; Μ.Μ. Ναι. Με τον Jazz FM ήταν αλλιώς γιατί ήξερα τους ανθρώπους, συμμετείχα κι εγώ στο σταθμό, ένιωθα πιο οικεία, έλεγα: και να κάνω καμιά βλακεία, εντάξει μωρέ θα με συγχωρέσουν, όλοι φίλοι μου είναι. Αλλά με τη «Βαβέλ» ήταν ανάγκη μου. Ήθελα να γυρίσω πίσω αυτά που πήρα από τη «Βαβέλ», να αποτίσω φόρο τιμής. Με διαμόρφωσε η «Βαβέλ». Όλα αυτά που διάβαζα, που άκουγα, που έβλεπα, αυτά που μου πρότεινε το περιοδικό με διαμόρφωσαν. Είχε δύναμη το περιοδικό. Γι’ αυτό και προσπάθησαν κάποιοι μεγάλοι εκδότες να το αγοράσουν. Ήταν και η εποχή που δεν είχε internet. Ο κόσμος είχε ανάγκη τέτοιες εκδόσεις. Μ.Μ. Εγώ ανακάλυψα τη «Βαβέλ» στα μέσα της εφηβείας μου και όλο αυτό το πράγμα μού ήρθε κατακούτελα. Φαπ, τι είπες τώρα ρε! Και ξέρεις, δεν ήταν κάτι που το μοιραζόμουν με τους φίλους μου. Πιο πολύ μόνος μου την απολάμβανα. Πώς την απολάμβανες; Μ.Μ. Εδώ ταυτίζομαι πολύ με τον Άγγελο Φραντζή που έχει μία ατάκα μέσα στην ταινία που λέει, παίρναμε τη «Βαβέλ» και δεν τη διαβάζαμε όλη. Τη διαβάζαμε κομμάτι-κομμάτι. Έτσι κι εγώ, ήθελα να το ευχαριστηθώ. Έμενα με την ώρα σε κάθε σελίδα, χάζευα, έλεγα θα κάνει καιρό να ξαναβγεί, άσε και λίγο για μετά. Ένα-ένα τα άρθρα. Όσοι αγαπούν τα κόμικς έτσι τα διαβάζουν. Μπορεί να κάθονται και να παρατηρούν ώρα, έστω και ένα καρέ. Ήθελε μελέτη η «Βαβέλ». Γι’ αυτό και ήταν έντυπο «βιβλιοθήκης». Τη φύλαγες προσεκτικά. Ποιοι σχεδιαστές σου άρεσαν Μελέτη; Μ.Μ. Εγώ ήμουν πολύ της γαλλικής σχολής. Edika, Reiser, Vuillemin. Και τα σκοτεινά, τα πιο βρώμικα, μου άρεσαν βέβαια. Του Bilal. Αλλά και ο Manara. Έκαναν απίστευτα πράγματα. Αλλά και τους Έλληνες αγαπούσα, θέλαμε να τους υποστηρίξουμε άλλωστε. Το σημαντικό ήταν ότι η «Βαβέλ», αυτό το εναλλακτικό προφίλ της και το ότι στηρίζει τους νέους σχεδιαστές, το διατήρησε μέχρι τέλους. Ακόμα και όταν έγινε «μεγάλο» περιοδικό. Μ.Μ. Δεν έχασε ποτέ την εφηβεία της. Εσύ σχεδίαζες ποτέ; Μ.Μ. Μπα, όχι. Αλλά πάντα ήθελα να βρω έναν φίλο, να σχεδιάζει και να κάνω εγώ το σενάριο. Ακόμα και τώρα, όταν σκέφτομαι, στο μυαλό μου είναι σαν να βλέπω κόμικς. Είχες γνωρίσει κανέναν από εμάς, στην ομάδα; Στο περιβόητο βιβλιοπωλείο, στα γραφεία της Ζωοδόχου Πηγής ερχόσουν ποτέ; Μ.Μ. Δεν είχα γνωρίσει κανέναν, όχι. Αλλά ναι, στο βιβλιοπωλείο ερχόμουν. Σας έβλεπα να κάνετε κάνετε πέρα δώθε, χαχαχα. Ήταν check point το βιβλιοπωλείο της «Βαβέλ». Ειδικά τα Σάββατα. Όλοι έκαναν τη βόλτα τους και περνούσαν για να αγοράσουν βιβλία και άλμπουμ από τη «Βαβέλ» και να συναντήσουν γνωστούς. Ήταν σαν πάρτι. Κι ανάμεσα να κυκλοφορούν και οι γάτες. Θυμάμαι την αγαπημένη της Νίκης Τζούδα, την Τσίντσια. Ήταν η αρχόντισσα των γραφείων. Πώς ήταν αλήθεια η πρώτη σου επαφή με τη «Βαβέλ» για το ντοκιμαντέρ; Μ.Μ. Πριν ξεκινήσω ζήτησα να συναντηθώ με τη Νίκη. Έτσι έπρεπε. Ήθελα να μου δώσει την ευχή της βρε παιδί μου. Βρήκες τη «Βαβέλ» με την ομάδα να έχει διαλυθεί πλέον, σε μία ιδιαίτερη κατάσταση που ήθελε και διακριτικότητα. Μ.Μ. Δεν με ήξερε η Νίκη. Απλώς κάτι της είχε πει ο Ιλάν από τον παλιό Τζαζ FM, ότι «καλό παιδί, δικός μας» κλπ. Στην πορεία με εμπιστεύτηκε η Νίκη. Στην αρχή δεν ήθελε να μιλήσει. Μετά από 6-7 μήνες το πήρε απόφαση. Και με τον Γιώργο τον Σιούνα προσπάθησα να επικοινωνήσω πολλές φορές αλλά δεν ήθελε να μιλήσει. Σεβαστό. Εμένα άλλωστε να σου πω την αλήθεια, με ενδιέφερε η ομάδα και το περιοδικό και το πώς επηρέασε όλους μας. Άλλαξε τίποτα στο μυαλό σου για τη Βαβέλ στη διαδικασία του φιλμ, γνωρίζοντας τους ανθρώπους της; Μ.Μ. Ναι, βέβαια! Κατάλαβα γιατί ακριβώς έγινε όλο αυτό. Όταν ξεκίνησα, η Νίκη και ο Κούλας δεν ήθελαν να μιλήσουν, αλλά τελικά όλα καλά. Το είχαμε συζητήσει και μαζί. Υπήρχε μία διστακτικότητα. Αναρωτιόμασταν: έπρεπε να γίνει ένα ντοκιμαντέρ για τη «Βαβέλ»; Τελικά, φαίνεται ναι. Θα γινόταν αργά ή γρήγορα. Πάντα έπαιζε στο «περιθώριο» αλλά ήταν μεγάλο θέμα. Ειδικά τα φεστιβάλ της «Βαβέλ» ήταν πολιτιστικό γεγονός, έρχονταν οι πάντες. Με διεθνή εμβέλεια. Φιλοξενούσε μεγάλα ονόματα σχεδιαστών, δημιουργών. Έτσι γνώρισα κι εγώ και έκανα συνεντεύξεις με σπουδαίους κομίστες που αγαπούσα – εγώ είμαι οπαδός της ιταλικής σχολής. Μ.Μ. Πάντως τις απορίες που είχα τις έλυσα. Εγώ ήθελα να κάνω την ταινία σαν το περιοδικό. Σαν κόμικς. Να τελειώνει το ένα θέμα και να μπαίνω στο επόμενο. Και μετά να έχει ένα κοινωνικό βλέμμα, μια ιστορία. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι η Αγάπη το είχε φτιάξει όλο αυτό. Ήταν μια ιστορία Αγάπης. Το ήξερα, αλλά με την ταινία το είδα να φανερώνεται μπροστά μου. Κι εσύ, Γιάννη, πρέπει να είσαι από τους συνεργάτες με τη μεγαλύτερη διάρκεια εκεί, ε; Ναι, μπορεί. Πρέπει να ήμουν 8 με 10 χρόνια εκεί. Έχασα τον λογαριασμό γιατί με τα παιδιά είχαμε και έχουμε φιλική σχέση, δεν ένιωσα ότι σταμάτησα ποτέ. Το θέμα είναι ότι όταν τα κάναμε όλα αυτά, δεν είχαμε ιδέα πού θα πάει. Μπορεί και να γελούσαμε με αυτή τη σκέψη. Μ.Μ. Και δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο τώρα πια. Ούτε σαν κίνηση, ούτε σαν ομάδα. Με τη μορφή που ήταν η «Βαβέλ», όχι, δεν υπάρχει. Τότε, προ internet, το «μεγάλο» αντικείμενό μας ήταν το περιοδικό, το έντυπο. Που έχει μία ολόκληρη φιλοσοφία από πίσω του. Τώρα η πληροφορία έχει διασπαστεί και διογκωθεί. Μέσα σε ένα διαδικτυακό χάος πρέπει να αναζητήσεις τους όμοιούς σου και τους καλλιτέχνες που σε ενδιαφέρουν. Έχει αλλάξει το είδος της σχέσης που έχεις μαζί τους. Το internet δεν δημιουργεί παρέες. Τότε μαθαίναμε τι τρέχει και το μεταφέραμε με το περιοδικό στους αναγνώστες. Γι’ αυτό και τα γραφεία της «Βαβέλ» είχαν γίνει σαν πυρήνας και δημιουργούσαν και ανθρώπινες σχέσεις αναμεταξύ μας. Και χαιρόμασταν που το όπλο μας σε όλο αυτό ήταν το χιούμορ. Αργότερα το καταλάβαμε. Στις εκθέσεις, εκεί πια που βλέπαμε όλο τον κόσμο μαζί. Και εκεί φαινόταν και όλη η σκληρή δουλειά του Γιώργου Σιούνα, της Νίκης, της Εύης, της Παυλίνας. Των ανθρώπων που πραγματικά έστηναν το περιοδικό. Γιατί εγώ τι, απλώς έδινα τα κείμενά μου. Μ.Μ. Θα ξαναγίνει άραγε κάτι τέτοιο; Μέσα μου πιστεύω ότι πρέπει να ξαναγίνει. Όχι τόσο το φεστιβάλ, όσο το έντυπο. Πρέπει να υπάρξει ξανά. Όποτε το λέω βέβαια η Νίκη μού κόβει τη διάθεση. Αλλά βλέπεις στην ταινία σου πώς είναι όλοι οι συνεργάτες που μιλάνε. Έτοιμοι να το ξανακάνουνε. Συντονισμένοι στο ίδιο μήκος κύματος. Μ.Μ. Κι εγώ πήρα απίστευτο feedback για την ταινία και τη «Βαβέλ» και από φίλους, γνωστούς αλλά και από νεότερους που δεν την ήξεραν. Χαίρομαι πολύ που και οι Νύχτες Πρεμιέρας, με τη σειρά τους, θέλησαν να τιμήσουν τη «Βαβέλ» με αυτό το carte blanche αφιέρωμα που κάνουν. Όπως λέγανε στη συνέντευξη τύπου, και αυτοί στα νιάτα τους, όταν έστηναν τις Νύχτες Πρεμιέρας, την κοπανούσαν για να έρθουν στο φεστιβάλ που γινόταν την ίδια περίοδο. Ας μην ξεχνάμε και ότι ο αξέχαστος Γιώργος Τζιώτζιος, ο άνθρωπος που ξεκίνησε τις Νύχτες Πρεμιέρας, ήταν ο κινηματογραφικός συντάκτης της «Βαβέλ», με το ψευδώνυμο Γιώργος Μπάριος. Μ.Μ. Η «Βαβέλ» επηρεάζει ακόμα. Όλοι όσοι ήταν το κοινό της τότε, τώρα είναι στην ακμή της δημιουργικότητάς τους και δεν ξεχνούν το αγαπημένο τους περιοδικό. * Η ταινία «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη» θα προβληθεί την Παρασκευή 25/9 στις 19.30 στο σινέ Άνεσις. Και το σχετικό link...
-
- 5
-
- μελέτης μοίρας
- γιάννης νένες
- (and 3 more)