Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'γιαννούλης χαλεπάς'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ (1851-1938) Ο Θανάσης Πέτρου και ο Δημήτρης Βανέλλης δημιούργησαν μια εικονογραφημένη μελέτη για τον μύθο της νεοελληνικής γλυπτικής που είναι ένα από τα πιο σημαντικά κόμικς που βγήκαν ποτέ στην Ελλάδα. Εικαστικά είναι άψογο: εξαιρετικό σχέδιο, πίνακες που λειτουργούν ως «ιντρελούδια», κτίρια, πρόσωπα, περιβάλλον, όλα μελετημένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Από την πρώτη στιγμή που το πιάνεις στα χέρια σου, καταλαβαίνεις ότι το εικονογραφημένο μυθιστόρημα των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη με τη ζωή «του μύθου της νεοελληνικής γλυπτικής» Γιαννούλη Χαλεπά είναι ένα από τα πιο σημαντικά κόμικς που έχουν βγει ποτέ στην Ελλάδα. Εικαστικά είναι άψογο: εξαιρετικό σχέδιο, πίνακες που λειτουργούν ως «ιντρελούδια», κτίρια, πρόσωπα, περιβάλλον, όλα μελετημένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, αλλά και εμβόλιμα αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής και επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν τα γεγονότα της ζωής του Χαλεπά που αφηγούνται οι δύο δημιουργοί και το κάνουν ένα έργο ολοκληρωμένο για την πολύ ιδιαίτερη περίπτωση του σπουδαίου Έλληνα γλύπτη, που δύσκολα ξεχωρίζεις πού τελειώνει η ιδιοφυΐα και πού ξεκινάει η παράνοια. Το μικρού μεγέθους (για κόμικ) «Γιαννούλης Χαλεπάς» είναι μία πολυτελής έκδοση 176 σελίδων με σκληρό εξώφυλλο και σκίτσο ασπρόμαυρο του Θανάση Πέτρου με αποχρώσεις του γκρι που παραπέμπει στα χρώματα του σμιλεμένου μάρμαρου, χωρισμένη σε τρία κεφάλαια με τίτλους «Ελπίδες», «Άβυσσος» και «Ανάσταση». Η ιστορία ξεκινάει το καλοκαίρι του 1915, όταν ο ανώνυμος (;) αφηγητής φτάνει για πρώτη φορά στον Πύργο της Τήνου. Αφού κάνει μια μεγάλη βόλτα στα λατομεία μαρμάρου και στα μαρμαράδικα, κάθεται σε ένα καφενείο για να ξεκουραστεί κι εκεί ανακαλύπτει έκπληκτος ότι ο γέρος που στέλνουν να φέρει νερό είναι ο «σαλεμένος» μπάρμπα-Γιαννούλης, «ο κάποτε γνωστός σ' όλη την Αθήνα», ο μεγάλος γλύπτης που είχε εξαφανιστεί πριν από πολλά χρόνια και πίστευε ότι ήταν νεκρός. Το άγαλμα της «Ωραίας Κοιμωμένης», που έγινε το πιο διάσημο έργο του, ήταν η αρχή μιας εκρηκτικής κατάστασης που άρχισε να βιώνει με εκρήξεις οργής, παράνοιας και τρέλας. Όταν επιστρέφει στην Αθήνα ξεκινάει ολόκληρη έρευνα για να βάλει στη σειρά τα κομμάτια της ζωής του Χαλεπά, ψάχνει σε βιβλιοθήκες ξεθάβοντας παλιές εφημερίδες και περιοδικά τέχνης, μιλάει με καθηγητές στη Σχολή Καλών Τεχνών που ήταν κάποτε συμμαθητές του Χαλεπά και ξεκινάει να διηγείται την ιστορία του από την αρχή. Από το 1851, όταν γεννιέται στον Πύργο, ο πιο μεγάλος από έξι παιδιά. «Ο πατέρας του όπως και πρόγονοί του είχε μαρμαράδικο με καλή δουλειά. Να φανταστείτε, είχε υποκαταστήματα στην Τήνο, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά». Σελίδες από το κόμικ. Ο Γιαννούλης ήθελε από μικρός να γίνει γλύπτης, αλλά όταν έγινε 15 ο πατέρας του τον έστειλε με το ζόρι να γίνει έμπορος. Πήγε στην Εμπορική σχολή Ερμούπολης, τα παράτησε, μετά τον έβαλαν να δουλέψει στο κατάστημα του Λάζαρου Γαΐτη, έφυγε κι από κει και με το πείσμα του κατάφερε να πείσει τους γονείς του ότι θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη. Έτσι, το 1869, όταν ο Γιαννούλης ήταν 18, ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, στην οδό Μαυρομιχάλη. Με την επιμονή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών (που τότε ονομαζόταν Το Σχολείο των Τεχνών) και είχε δασκάλους τον Νικηφόρο Λύτρα και Λωνίδα Δρόση. Τα χρόνια στο Μόναχο δεν ήταν εύκολα, οι συνθήκες που ζούσε ήταν πολύ φτωχικές, αλλά ήρθε πρώτος σε έναν διαγωνισμό με θέμα την «πριγκίπισσα του Ρήνου» και δημιουργικά είναι σε μεγάλη φόρμα. Φιλοτεχνεί έναν «Σάτυρο» και το γλυπτό «Φιλοστοργία» και εκθέτει με επιτυχία σε μεγάλη έκθεση του Μονάχου. Κι ενώ στο Μόναχο διέπρεπε, τον θαύμαζαν και τον βράβευαν, στην Ελλάδα τον απέρριπταν επιδεικτικά. Ο πρώτος «Σάτυρος» και η «Φιλοστοργία» απορρίφθηκαν από την έκθεση των Αθηνών το 1875. Το χειρότερο όμως ήταν ότι του έκοψαν την υποτροφία, δίνοντάς τη σε έναν φοιτητή μηχανικής, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας του Μονάχου, ο Carl von Piloty ζήτησε από τον χορηγό, τον ναό της Ευαγγελιστρίας Τήνου, να μη διακόψει την υποτροφία στον «προικισμένο με εξαιρετικά χαρίσματα Τήνιο σπουδαστή», αλλά δεν εισακούστηκε. Ο Χαλεπάς βρέθηκε για λίγο καιρό στο Βουκουρέστι, βοηθώντας τον πατέρα του στην κατασκευή επιτάφιων αγγέλων και μετά γύρισε στην Τήνο. To εξώφυλλο του κόμικ. Κι ενώ στο Μόναχο διέπρεπε, τον θαύμαζαν και τον βράβευαν, στην Ελλάδα τον απέρριπταν επιδεικτικά. Ο πρώτος «Σάτυρος» και η «Φιλοστοργία» απορρίφθηκαν από την έκθεση των Αθηνών το 1875. Το χειρότερο όμως ήταν ότι του έκοψαν την υποτροφία, δίνοντάς τη σε έναν φοιτητή μηχανικής, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας του Μονάχου, ο Carl von Piloty ζήτησε από τον χορηγό, τον ναό της Ευαγγελιστρίας Τήνου, να μη διακόψει την υποτροφία στον «προικισμένο με εξαιρετικά χαρίσματα Τήνιο σπουδαστή», αλλά δεν εισακούστηκε. Ο Χαλεπάς βρέθηκε για λίγο καιρό στο Βουκουρέστι, βοηθώντας τον πατέρα του στην κατασκευή επιτάφιων αγγέλων και μετά γύρισε στην Τήνο. Σελίδες από το κόμικ. Το 1876 νοίκιασε ένα ατελιέ στην αρχή της οδού Μητροπόλεως και ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά, σύντομα όμως μετακομίζει στο σπίτι που είχε χτίσει πρόσφατα ο πατέρας του στην αρχή της οδού Μαυρομιχάλη. Εκεί τον επισκέφτηκε η κυρία Αφεντάκη για να της παραγγείλει μία προτομή για το μνήμα της κόρης της Σοφίας που είχε πεθάνει πολύ νέα. Ο Χαλεπάς δέχτηκε κι ανέλαβε την παραγγελία αντί 1.000 δραχμών. Το άγαλμα της «Ωραίας Κοιμωμένης», που έγινε το πιο διάσημο έργο του, ήταν η αρχή μιας εκρηκτικής κατάστασης που άρχισε να βιώνει με εκρήξεις οργής, παράνοιας και τρέλας. Όταν η κυρία Αφεντάκη ζήτησε να κάνει μία αλλαγή στο έργο, βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε να το καταστρέφει. «Εγώ είμαι ο καλλιτέχνης», της είπε, «εγώ ξέρω πώς πρέπει να γίνει, αν νομίζετε ότι εσείς ξέρετε καλύτερα από μένα, κάντε το μόνη σας! Η συμφωνία ακυρώνεται!». Η εξοντωτική δουλειά, η φυγή του από το Μόναχο, η ανεκπλήρωτη δίψα για τις εξελίξεις της γλυπτικής, αλλά και ο ατυχής έρωτάς του για μία κοπέλα τον οδήγησαν σε μία άβυσσο χωρίς επιστροφή. Στο δεύτερο κεφάλαιο τα γεγονότα τα αφηγείται ο αδερφός του Χαλεπά, ο Νικόλας. Η κατάστασή του Γιαννούλη χειροτέρευε συνεχώς, τον χειμώνα του 1877 προς 1878 υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει. Οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στη σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942. Το 1901 πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο, για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που, αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό, εκείνη το κατέστρεφε. Σελίδες από το κόμικ. Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι η ανάσταση του Χαλεπά. Όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά είναι η περίοδος που τον ανακαλύπτουν εκ νέου οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Αθήνας και επανέρχεται πανηγυρικά, ζώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στη δημιουργία και την απόλυτη αναγνώριση. Είχε βρει επιτέλους τη γαλήνη φιλοξενούμενος από την ανιψιά του. Οι συνθήκες της δουλειάς του όμως παρέμεναν κάτι παραπάνω από δύσκολες. Τα προπλάσματα έσπαζαν τα καλοκαίρια από τη ζέστη και τον χειμώνα από το κρύο. Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ήθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, το εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1938. Τον Απρίλιο τον χτύπησε μια ημιπληγία και δεν μπόρεσε να σηκωθεί ξανά από το κρεβάτι. Το graphic novel «Γιαννούλης Χαλεπάς, ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής» των Θ. Πέτρου και Δ. Βανέλλη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. ΠΗΓΗ
  2. Μαρμαρογλύπτης στην Τήνο κι από κει στην Αθήνα και στο Μόναχο, δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες, ο Γιαννούλης Χαλεπάς οδηγήθηκε στην τρέλα, στην απομόνωση, στους εξευτελισμούς για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Οι Δημήτρης Βανέλλης και Θανάσης Πέτρου φιλοτεχνούν μια συναρπαστική βιογραφία του «μύθου της νεοελληνικής γλυπτικής», την κατάδυσή του στην άβυσσο της παραφροσύνης και την αναγέννησή του λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. Η ζωή και το έργο του Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) σκεπάζονται από ένα τεράστιο «αν». Αν είχε γεννηθεί σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα αντί για την επαρχία της Ελλάδας σε μια ταραγμένη περίοδο, αν δεν βασανιζόταν στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του από ψυχολογικά προβλήματα, αν δεν είχε περάσει δεκαετίες έγκλειστος σε ιδρύματα, αν η οικογένειά του μπορούσε να του προσφέρει περισσότερα, αν διέθετε τα μέσα και τα υλικά για να δημιουργήσει απρόσκοπτα όλα όσα σκαρφιζόταν η φαντασία του, όλα όσα οραματιζόταν, αν η πολιτεία και οι συνάδελφοί του είχαν ανακαλύψει νωρίτερα το ταλέντο και το μεγαλείο του; Αν σε μια εποχή που η τέχνη άλλαξε οριστικά και αμετάκλητα κατεύθυνση και οι πρωτοπορίες πειραματίζονταν αδιάκοπα προκαλώντας διαδοχικές καλλιτεχνικές επαναστάσεις στο πλαίσιο μιας τυρβώδους μετάβασης από το κλασικό στο μοντέρνο αυτός δεν ήταν σιδηροδέσμιος σε σκοτεινά, υγρά υπόγεια; Τα ατέλειωτα «αν» θα μείνουν για πάντα αναπάντητα. Αυτό που έχει μείνει είναι ένα μοναδικό αλλά μικρό σε όγκο έργο και πολλές εικασίες για τη ζωή του, τη σκέψη του, την προσωπικότητά του που τον κατέστησαν «μύθο της νεοελληνικής γλυπτικής», όπως τον χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του νέου βιβλίου των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Πατάκη). «Γιαν Χαλεπάς» ήταν η υπογραφή του και αυτός είναι και ο τίτλος της ελεύθερης βιογραφίας του που φωτίζει τη σκοτεινή και δύσκολη ζωή του, παρουσιάζει τα σπουδαιότερα έργα του, μα πάνω απ’ όλα αποπειράται να ερμηνεύσει τις πηγές της έμπνευσής του και τις αφορμές πίσω από τα γλυπτά του. Οι Βανέλλης και Πέτρου έχουν συνεργαστεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, προσαρμόζοντας σε κόμικς ορισμένα από τα εμβληματικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Παραρλάμα και Άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και Άλλες Φανταστικές Ιστορίες» με διηγήματα των Καβάφη, Καρκαβίτσα, Καρυωτάκη, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη, Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη», του Καραγάτση), αλλά είναι η πρώτη φορά που φιλοτεχνούν μια βιογραφία και μάλιστα ενός εικαστικού καλλιτέχνη. Προς τούτο, εργάστηκαν επί σειρά ετών μελετώντας έργα με επιτόπια έρευνα και συλλέγοντας αντικειμενικά στοιχεία, έγγραφα, τεκμήρια και επιστολές, επιχειρώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς στις περιγραφές και τις εκτιμήσεις τους. Εκεί, όμως, που τα ίχνη χάνονται, προσθέτουν τη δική τους εκδοχή και, καλλιτεχνική αδεία, ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο τα γεγονότα και τα αποτελέσματά τους στο έργο του Χαλεπά. Εμπλουτίζουν την αφήγησή τους με δημοσιογραφικά άρθρα εφημερίδων, καλλιτεχνικές κριτικές και δημόσια διατυπωμένες απόψεις της εποχής και την ίδια στιγμή «αυθαιρετούν» αναπόφευκτα παρουσιάζοντας τα ξεσπάσματα του γλύπτη, τη μοναξιά του και τη βύθισή του στην παράνοια και την αποξένωση. Κι αυτό είναι που κάνει τη βιογραφία του Χαλεπά ένα νέο, αυτόνομο έργο, με τη δική του αυταξία, ικανό να συγκινήσει ακόμα και τον αναγνώστη που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με τη γλυπτική των αρχών του περασμένου αιώνα αλλά επιθυμεί να γνωρίσει τις συνθήκες της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα του 1900, τις απόψεις για την ψυχική υγεία και τους πάσχοντες, τη βαναυσότητα των «θεραπειών», τη στάση του κράτους και των θεσμών του απέναντι στους καλλιτέχνες κ.λ.π. Γεννημένος στο νησί των γλυπτών, την Τήνο, ο Γιαννούλης Χαλεπάς έμαθε από μικρός να σμιλεύει την πέτρα και όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει στο Σχολείο των Τεχνών. Από εκεί βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου αλλά, όταν ο Ναός της Ευαγγελίστριας Τήνου αποφάσισε να διακόψει την υποτροφία του για να τη δώσει σε έναν φοιτητή μηχανικής, επέστρεψε στην Αθήνα και από κει στη γενέτειρά του. Εργαζόταν οργιωδώς και είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται όταν το 1879 άρχισε η περιπέτεια της ψυχικής υγείας του. Κλείστηκε στο φρενοκομείο της Κέρκυρας όταν ήταν 37 ετών και έμεινε εκεί 14 χρόνια. Όταν επέστρεψε στην Τήνο ως «ακίνδυνος» αλλά και στιγματισμένος με τη στάμπα του «τρελού», έγινε βοσκός και έκανε θελήματα για τους συγχωριανούς του που τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν. Μέχρι που στα τέλη της δεκαετίας του 1910 έρχεται η «ανάσταση». Μετά τον θάνατο της καταπιεστικής μητέρας του, φαίνεται πως ο Γιαννούλης, που πλησιάζει τα εβδομήντα χρόνια του, ξεπερνάει κάποια από τα προβλήματά του και δουλεύει και πάλι συστηματικά. Τον επισκέπτονται καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και κριτικοί. Μετακομίζει στην Αθήνα για τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου τιμάται από διάφορους φορείς, παίρνει επαίνους, βραβεία και μετάλλια για το σύνολο του έργου του, έστω κι αν είχε ζήσει περίπου πέντε δεκαετίες στην αφάνεια. Χτυπημένος από ημιπληγία, πέθανε το 1938, καθηλωμένος στο κρεβάτι του αλλά αναγνωρισμένος από όλους ως ο μεγαλύτερος Έλληνας γλύπτης μετά την αρχαιότητα. Γράφουν οι Βανέλλης και Πέτρου: «Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε από το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ήθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ». Τα σπουδαιότερα γλυπτά του, όπως η «Αναπαυομένη», η «Κοιμωμένη», ο «Μέγας Αλέξανδρος Ζων και Νεκρός» κ.ά., δημιουργημένα με πενιχρά μέσα και με πρωτότυπες μεθόδους, αποτελούν εμβληματικά έργα της νεότερης ελληνικής τέχνης της οποίας υπήρξε χαρακτηριστικός «εκπρόσωπος». Το μοναδικό έργο του και την ταραγμένη ζωή του μάς συστήνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η εξαιρετική δουλειά των Βανέλλη και Πέτρου. Ο Ένδοξος Παράφρων Τα παθήματα του Χαλεπά, του περηφανεστέρου Ελληνος καλλιτέχνου, προεκάλεσαν συγκίνησιν εις τον Καλλιτεχνικόν Κόσμον και εις τον κόσμον των Γραμμάτων. Το τραγικόν καλλιτεχνικόν του τέλος, όπερ περιέγραψα εις δύο μου χρονογραφήματα, προεκάλεσε άρθρα και χρονογραφήματα, έλαβον δε πλήθος επιστολών και ποιήματα ακόμη αφιερωμένα εις τον ταλαίπωρον Χαλεπάν. Όλα αυτά δεικνύουν ότι υπάρχει ενταύθα κάποιος κόσμος ζων και κινούμενος, είναι δε ούτος ο πνευματικός λεγόμενος κόσμος της Ελλάδος. Είνε τόσον μεγάλη η αξίωσις όπως το κράτος, ή ο ναός της Ευαγγελιστρίας, ήτις τόσους και τόσους καλοέθρεψε, να διαθέτη 300 δραχμάς ετησίως προς περίθαλψιν ενός ενδόξου παράφρονος; Διάβολε, εις αυτόν τον τόπον εχύθησαν με το σακκί τα χρήματα προς ανθρώπους οι οποίοι προσέφεραν υπηρεσίας, διά τας οποίας ως αμοιβή μόλις θα ήρκει η αγχόνη και εφειδωλεύθη ένα κομμάτι ξηρό ψωμί εις εκείνον όστις, όταν περάσουν δύο-τρεις γενεαί και θα σβύσει όλη αυτή η λάμψις του θορυβούντος σήμερον όχλου, θα αποτελή την δόξαν της γενεάς καθ’ ην εγεννήθη, η οποία όμως δεν ηδυνήθη ούτε να τον εκτιμήση δημιουργούντα, ούτε να τον περιθάλψη όταν τρελλός και πεινών διέτρεχε τα βουνά της Τήνου βόσκων τα ολίγα γίδια της αδελφής του. Άρθρο του Θεόδωρου Βελλιανίτη, δημοσιευμένο στις 4 Φεβρουαρίου 1915 όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο των Πέτρου και Βανέλλη (με την πρωτότυπη ορθογραφία αλλά σε μονοτονικό σύστημα για πρακτικούς λόγους). Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.