Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'αυτοπροσωπογραφία'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Τα στοιχεία που δημιούργησαν τον διάσημο σκιτσογράφο Μίλο Μανάρα. Εικόνα που σχεδίασε ο Μίλο Μανάρα προς τιμήν του νοσηλευτικού προσωπικού την περίοδο της πανδημίας. Γαλλία, 1968. Tα «ενήλικα» κόμικς είναι παντού. Οι λαοφιλείς ήρωες της γαλλοβελγικής σχολής, ο Αστερίξ και ο Τεντέν, βλέπουν μια γερή δόση Αμερικής να έρχεται σαν καταιγίδα από τη Δύση και να κερδίζει μεγάλο κομμάτι του κοινού τους. Το Φεστιβάλ του Μόντερεϊ, την περασμένη χρονιά, έχει δει τον Τζίμι Χέντριξ να βάζει φωτιά στην κιθάρα του επί σκηνής, το Βιετνάμ έχει δεχθεί περισσότερες αμερικανικές βόμβες ακόμη και από όσες είχε δεχθεί η Ευρώπη στον Β΄ Παγκόσμιο, και το νέο όραμα των νέων της Αμερικής για ειρήνη ποτισμένη με άφθονη ψυχεδέλεια έχει φτάσει στους δρόμους του Παρισιού. Μέσα σε αυτό το γόνιμο, εκρηκτικό κλίμα, τα γαλλικά κόμικς βιώνουν μια αναγέννηση και εμφανίζονται περιοδικά ανθολογίας όπως το Metal Hurlant, το L’ echo des Savanes ή το A Suivre, που έμελλε να γίνουν θρυλικά. Είναι η απαρχή της μεγάλης ακμής του ευρωπαϊκού κόμικς (που θα κορυφωθεί τη δεκαετία του ’80) και αντιπροσωπεύεται από Γάλλους δημιουργούς όπως ο Μέμπιους (κατά κόσμο Ζαν Ζιρό) και ο Φιλίπ Ντρουιγιέ, ο δεξιοτέχνης Άγγλος Ντον Λόρενς και ο Ενκι Μπιλάλ, Γιουγκοσλάβος που ζούσε στο Παρίσι. Όλοι τους σκιτσάρουν υποβλητικούς κόσμους επιστημονικής φαντασίας με γενναίες δόσεις σεξ, βίας, και ένα σχέδιο τόσο εικαστικό, τόσο πρωτοποριακό, που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ οι αναγνώστες, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Σύντομα θα εμφανιστούν και άλλα υποείδη, όπως το δράμα εποχής, με τη μεγάλη του έρευνα πάνω στα ιστορικά δεδομένα (μέγας εκπρόσωπός του ο Ούγκο Πρατ και ο παγκοσμίως διάσημος ήρωάς του, ο ναυτικός Κόρτο Μαλτέζε), και το γουέστερν, με δημοφιλείς ήρωες όπως ο καουμπόι «Μπλούμπερι», σχεδιασμένος από τον Ζαν Ζιρό. Και μετά θα έρθουν τα ερωτικά κόμικς, που ονομάστηκαν «Eurotica» και έγιναν γνωστά κυρίως από δύο Ιταλούς, τον Γκουίντο Κρέπαξ και τον Μίλο Μανάρα. Σήμερα θα μιλήσουμε εδώ για τον τελευταίο, και αφορμή στέκεται μια πληθωρική, απολαυστική αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα. Παίρνοντας στα χέρια μας την «Αυτοπροσωπογραφία» του μεγάλου Ιταλού σκιτσογράφου (εκδόσεις ΚΨΜ, 2022), ξέρουμε αμέσως πως μας περιμένει μια αναγνωστική εμπειρία τόσο πλούσια όσο και η ίδια η ζωή που περιγράφει. Η έκδοση είναι γενναιόδωρη, σαν το περιεχόμενό της. Διαθέτει χοντρό ιλουστρασιόν χαρτί στο εξώφυλλο και βαριές σελίδες με χαρτί «γραφής» στο σώμα της, ενώ η εικονογράφηση (που, σε μεγάλο βαθμό, αντλείται από το ιδιωτικό αρχείο του ίδιου του συγγραφέα) είναι παραπάνω από απλόχερα σκορπισμένη σε όλες τις (κάτι παραπάνω από διακόσιες) σελίδες του περιεχομένου. Είναι και η ροή του κειμένου έτσι δομημένη – σε μικρά, ευανάγνωστα, αυτοτελή κεφάλαια – που, σε συνδυασμό με τον πλούτο των εικόνων, κάνουν την έκδοση να διαβάζεται αδιάκοπα και ξεκούραστα. Όσο για τη μετάφραση του Χρήστου Σιάφκα, είναι αόρατη, άρα επιτυχημένη: ξεχνάμε πως διαβάζουμε ένα κείμενο που έχει γραφτεί στα ιταλικά. Ο «τέταρτος τοίχος» ποτέ δεν πέφτει, και μπαίνουμε για τα καλά μέσα στη ζωή του Μίλο Μανάρα. Τη ζούμε δίπλα του, σε μικρά επεισόδια, ιστορίες απίστευτες και συναρπαστικές, ανέκδοτα περιστατικά μιας ζωής που μοιάζει η ίδια να αποτελεί υλικό για μια μεγάλη ιστορία κόμικς. Ο κόσμος ερωτισμού και φαντασίας του Μίλο Μανάρα και του «δασκάλου» Ούγκο Πρατ, σε ένα διόραμα του 2017. Εικονογράφηση για το εξώφυλλο του "Giuseppe Bergman Integrale" (Ολόκληρος ο Τζουζέπε Μπέργκμαν). Καθεδρικοί από βράχους Κάτι που μας γίνεται φανερό από την αρχή της ανάγνωσης είναι η συγγραφική ευκολία του Μανάρα. Στα πρώτα κεφάλαια των απομνημονευμάτων του, μιλώντας για τον τόπο καταγωγής του, τους Δολομίτες, εξαπολύει, περιγράφοντάς τους, ένα φραστικό πυροτέχνημα, σαν επίδειξη δύναμης: «Καθεδρικοί ναοί λαξευμένοι σε φωτεινούς βράχους, που πάνω τους άνθησαν αρχαίοι μύθοι και εποποιίες φανταστικών λαών και πλασμάτων» θα γράψει εντυπωσιακά. Μιλάει, με έντονες μνήμες γεμάτες αγάπη, για δύο πυλώνες της παιδικής του ηλικίας: τα βιβλία και τις γυναίκες. Τα βιβλία που βρίσκονταν σε αφθονία στο σπίτι του (και που μέσα τους θαύμαζε εικονογραφήσεις από μεγάλους τεχνίτες του Μεσοπολέμου όπως ο Ουκρανό-Ιταλός Βσέβολοντ Νικουλίνι) και η γυναικεία παρουσία. «Ήμασταν ισότιμοι και αριθμητικά: τρεις γιοι και τρεις κόρες, ο μπαμπάς και η μαμά. Τέσσερις με τέσσερις», θα πει, προσθέτοντας: «Αλλά πέραν τούτου, η ανδροκρατία ήταν κάτι εντελώς ξένο για εμάς. Εργάζονταν και οι δύο γονείς μου και νομίζω πως η μητέρα μου έβγαζε κάτι παραπάνω από τον πατέρα. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα ήταν μοιρασμένα». Εικόνες και λόγια μέσα σε βιβλία και γυναίκες, ισχυρές γυναίκες: η μαγιά για το δημιουργικό μέλλον του Μίλο Μανάρα – εκεί όπου πρωταγωνιστούν πανίσχυρες ηρωίδες από μελάνι – βρισκόταν όλη εκεί, κάτω από τους Δολομίτες. Εκτός όμως από δεινό λυρισμό η γραφή του χρωματίζεται συχνά και με ένα χιουμοριστικό αυτοσαρκασμό: στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Πώς να μη γίνεις αρχιτέκτονας» (όπου μας διηγείται την απόπειρά του να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη διάσημη Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας), αναφέρει απολαυστικά τα εξής: «Στην αρχή νόμιζα πως όλοι οι αρχιτέκτονες είναι σαν τον Λε Κορμπιζιέ. Ότι εργάζονται για να δημιουργήσουν τις πόλεις του μέλλοντος ή σχεδιάζουν μοναδικά κτίρια. Γρήγορα κατάλαβα πως περνούσαν τις μέρες τους σε συμβούλια με διάφορες οικοδομικές επιτροπές και πως ήταν χωμένοι ως τον λαιμό στη γραφειοκρατία. Σίγουρα, αυτή δεν ήταν δουλειά για μένα». Πράγματι, η ανάγκη του για ελευθερία είναι ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει τις μνήμες του. H ίδια ελευθερία που αναζήτησε μέσα στις ευρωπαϊκές περιηγήσεις του στο αυτοκινούμενο όχημά του (το πρώτο πράγμα που απέκτησε με τις πρώτες του ικανοποιητικές αμοιβές ως σκιτσογράφος) και που τον είχε μάλιστα φτάσει μέχρι και την Ελλάδα, στις ακτές της Χαλκιδικής. Η ελευθερία του να δουλεύει ως αφεντικό του εαυτού του, διαλέγοντας τα ωράριά του, τον χώρο εργασίας του, τις συνεργασίες του, αλλά και η ελευθερία με την οποία μπόλιασε τους δύο κύριους χαρακτήρες του μετέπειτα έργου του – τη Μέλι και τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, δύο χαρακτήρες που μέσα τους είδε τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Μίλο Μανάρα στο στούντιό του το 2021. Γύρω του βιβλία για την τέχνη, μπροστά του ακουαρέλες και ένα από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του εν εξελίξει. Η ελεύθερη Μέλι Γράφοντας για τη Μέλι (την ηρωίδα της ιστορίας του «Άρωμα του Αόρατου» που εξέδωσε στην Ελλάδα η «Βαβέλ» το 1987), αναφέρει χαρακτηριστικά: «H ελευθερία είναι η μεγαλύτερη αρετή της. Είναι ελεύθερη από προκαταλήψεις, δεν έχει αναστολές. Ζει ελεύθερη τη σεξουαλικότητά της. Είναι υποκείμενο, και όχι αντικείμενο» θα μας πει, συνεχίζοντας με δύο φράσεις που ερμηνεύουν οικουμενικά το στοιχείο του ερωτισμού στο έργο του: «Για μένα, ο ερωτισμός πρέπει να αποτελεί ουσιαστικά μια επεξεργασία του σεξ από πολιτισμική σκοπιά, για να αποκτήσει έτσι θετική αξία. Να γίνει συνείδηση». Και όμως, συχνά νιώθουμε πως δεν είναι ο ίδιος, αλλά δύο άλλοι άντρες που διεκδικούν ρόλο πρωταγωνιστή σε αυτήν την αυτοβιογραφία. Δύο κολοσσοί της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής Ιταλίας, που έγιναν γι’ αυτόν μέντορες και φίλοι ζωής: ο Ούγκο Πρατ και ο Φεντερίκο Φελίνι. Οι ιστορίες που διαβάζουμε σε σχέση με τον θρυλικό Βενετσιάνο συγγραφέα και σκιτσογράφο (που τον αποκαλούσε πάντοτε «δάσκαλο») είναι συγκλονιστικές, ενώ η περιγραφή του Φελίνι γίνεται με όρους σχεδόν θρησκευτικούς. Ήταν άλλωστε γι’ αυτόν «μια αφηρημένη οντότητα, σχεδόν σαν μια θεότητα που, πότε πότε από εκεί ψηλά, χάριζε σε εμάς τους κοινούς θνητούς αριστουργήματα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Αλλά οι Ούγκο Πρατ και Φεντερίκο Φελίνι δεν ήταν οι μόνοι σπουδαίοι που βρέθηκαν στο διάβα του. Δούλεψε (μεταξύ άλλων) και με τον Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, τον Αντριάνο Τσελεντάνο, τον Λικ Μπεσόν, τον Νιλ Γκέιμαν, τον Νικόλα Πιοβάνι. Ο Μίλο Μανάρα υπήρξε κάποιος που γνώρισε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους, που κέρδισε διακρίσεις. Κάποιος που, όπως λέμε, «έκανε τα πάντα». Και όμως δεν έδωσε ποτέ δεκάρα για τίποτε από όλα αυτά, γιατί αυτό που τον ένοιαζε στ’ αλήθεια ήταν να ζωγραφίζει και να λέει ιστορίες. Λάβαρο που σχεδίασε ο Μίλο Μανάρα για τους περίφημους ιππικούς αγώνες στη Σιένα, 2019. «Ναι, είδα και γνώρισα τον πλούτο των πραγματικά πλουσίων», θα γράψει στο τελευταίο κεφάλαιο της έκδοσης, συνεχίζοντας: «Δεν μου κάνει πια ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δεν με εντυπωσιάζει, ιδιαίτερα αυτός των νεόπλουτων». Και θα κλείσει ηχηρά, με μία φράση που δεν φιγουράρει τυχαία στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Αν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο μού έλεγε “θα σου προσφέρω όλα τα αγαθά μου με αντάλλαγμα τη δυνατότητά σου να σχεδιάζεις” θα του απαντούσα αρνητικά. Θα του έλεγα “κράτα εσύ τα πλούτη σου, γιατί η ζωή μου είναι το σχέδιο”». Στη φωτογραφία που συνοδεύει το τελευταίο αυτό κεφάλαιο, ο μεγάλος σκιτσογράφος βρίσκεται στο εργαστήριό του λίγο έξω από τη Βερόνα, στο Βένετο της βόρειας Ιταλίας. Γύρω του βρίσκονται βιβλία για την τέχνη, μπροστά του ακουαρέλες και ένα από τα χαρακτηριστικά σκίτσα του εν εξελίξει. Είναι σήμερα 77 ετών και μοιάζει να θέλει να συνεχίσει να σχεδιάζει. «Το μέλλον μου παραμένει ακόμη μια άσπρη σελίδα», θα πει ο ίδιος. Και το σχετικό link...
  2. Όνομα-θρύλος στον χώρο των κόμικς ο Μίλο Μανάρα. Ακόμα και για όσους δεν είναι ακραιφνείς οπαδοί αυτής της τέχνης, της επονομαζόμενης και 9ης, το όνομά του είναι πασίγνωστο έστω και μόνο για «Το κουμπί της» (αυθεντικός τίτλος: «Il gioco»), το ερωτικό αριστούργημα που έχει στοιχειώσει τις φαντασιώσεις γενεών – παρ’ όλο που ο ίδιος κάποιες φορές νιώθει απογοήτευση όταν αυτή η πλευρά του έργου του επισκιάζει τις άλλες. Επιστήθιος φίλος και συνεργάτης του Ούγκο Πρατ, δημιουργού του Κόρτο Μαλτέζε, φίλος του Φεντερίκο Φελίνι με τον οποίο συνδημιούργησαν δύο κόμικς, συνεργάτης του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι, ακάματος δημιουργός, ο Μίλο Μανάρα δεν σταματά μέχρι σήμερα να εργάζεται, να κάνει σχέδια, να ονειρεύεται. Με αφορμή την αυτοβιογραφία του με τον εύλογο τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» (Εκδόσεις ΚΨΜ) μας ανοίγει την καρδιά του σε μια συζήτηση σπάνιας ειλικρίνειας. ● Υποθέτω πως γνωρίζετε ότι είστε εξαιρετικά δημοφιλής στην Ελλάδα. Μα κι εγώ αγαπώ την Ελλάδα πάρα πολύ! Ολόκληρη τη δεκαετία του ’70 περνούσα εκεί σχεδόν τέσσερις μήνες κάθε καλοκαίρι. Φόρτωνα γυναίκα και παιδιά σε ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο που είχα τότε και γυρνούσαμε τη χώρα ολόκληρη σταματώντας σε διάφορα σημεία. Εξακολουθώ να έρχομαι τακτικά για διακοπές μέχρι σήμερα. Κι είναι κρίμα που ο φόρτος εργασίας δεν μου επιτρέπει να είμαι εκεί μαζί σας τώρα. ● Στη Χαλκιδική δεν ήσασταν όταν διαπιστώσατε πως έπρεπε να σκιτσάρετε το Hôtel des Invalides, αλλά δεν είχατε ιδέα πώς μοιάζει; Ακριβώς! (γέλια) Δούλευα τότε πάνω στην «Ιστορία της Γαλλίας σε Κόμικς» για τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Λαρούς και η τελευταία εικόνα που έπρεπε να σκιτσάρω ήταν τα Μέγαρο των Απομάχων (Hôtel des Invalides), όπου είναι θαμμένος ο Ναπολέων. Όμως δεν το είχα δει ποτέ, δεν είχα καμία εικόνα και βρισκόμασταν σε μια ερημιά στη Χαλκιδική – ούτε διαδίκτυο τότε, ούτε κινητά όπως καταλαβαίνετε. Ευτυχώς κοντά μας παραθέριζε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Γάλλων που είχε την καλοσύνη μόλις επέστρεψε στο Παρίσι να μου στείλει στο μοναδικό καφενείο της περιοχής μια καρτ ποστάλ με μια υπέροχη φωτογραφία του κτιρίου… ● Αγάπησα πολύ το βιβλίο σας. Αν θα μπορούσα να επιλέξω μια φράση, είναι αυτή που νομίζω πως είναι και το κέντρο όσων έχετε κάνει: «Η δουλειά μου είχε πάντα δύο πρόσωπα. Ένα εξομολογητικό και ένα επαγγελματικό. Εργάστηκα πάντα σε αυτά τα δύο μέτωπα εκ παραλλήλου». Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Υπάρχουν οι ιστορίες που ήταν καθαρά δικές μου, σε δικό μου σενάριο, και ήταν πολύ προσωπικές. Όπως υπήρξαν και αυτές που τις έκανα κατά παραγγελία, ως εκτέλεση μιας επαγγελματικής δέσμευσης, συχνά πάνω σε ιστορίες άλλων. Όχι ότι υποτιμώ τις δεύτερες, πολλές από αυτές είναι σχεδόν εξίσου δικά μου «παιδιά». Πάντα υπάρχει χώρος να μπει η δική σου δημιουργικότητα και η παραγγελία να γίνει δική σου. Άλλωστε, όπως λέω, κι ο Καραβάτζιο έκανε πίνακες κατά παραγγελίαν. ● Έχετε συνεργαστεί με ανθρώπους που για όλους εμάς βρίσκονται στη σφαίρα του μύθου: τον Ούγκο Πρατ, τον Φελίνι, τον Γιοντορόφσκι. Πείτε μας κάτι για τον καθένα τους. Με τον Ούγκο Πρατ υπήρξαμε στενοί φίλοι, αχώριστοι, και τον θεωρώ δάσκαλό μου. Με επηρέασε σε όλα: αισθητικά, τεχνικά, στον τρόπο δουλειάς μου. Ήταν υπέροχα όσα κάναμε μαζί και λυπάμαι τόσο για όσα σχέδια δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε. Κάναμε το «Εl Gaucho», όπου ο Πρατ έγραφε το σενάριο κι εγώ έκανα τα σκίτσα. Ποτέ δεν πραγματοποιήσαμε τον δεύτερο τόμο του, τη συνέχεια της ιστορίας, παρ’ όλο που το θέλαμε πολύ. Σε αυτόν τον δεύτερο τόμο θα εμφανιζόταν και ο κεντρικός ήρωας που, ενώ χάρισε το όνομα στον τόμο, παραμένει απών. Επίσης ποτέ δεν κάναμε τον «Μονομάχο» που συζητούσαμε πολλά πολλά χρόνια πριν από την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ. Θα ήταν η ιστορία δύο αντρών, ενός Άγγλου και ενός Ιρλανδού, που αιχμαλωτίζονται από τους Ρωμαίους και υποχρεώνονται να εκπαιδευτούν ως μονομάχοι και εκεί γεννιέται η φιλία τους. Εικονογράφηση του Μανάρα για την πρώτη δημοσίευση του σεναρίου του Φελίνι από το «Ταξίδι στην Τουλούμ», 1986 ● Ο Ούγκο Πρατ άλλωστε ήταν αυτός που σας συμβούλεψε να αρχίσετε να δουλεύετε πάνω σε δικά σας σενάρια. Ακριβώς. Εκείνος με παρακίνησε να κάνω το έπος του Τζουζέπε Μπέργκμαν επηρεάζοντας δραστικά και το στιλ μου με τις συμβουλές του. Και πίσω από τους ήρωες βρισκόμασταν εμείς οι δύο. Ο Τζουζέπε Μπέργκμαν ήταν το άλτερ έγκο μου και ο HP εκείνου – είναι τα αρχικά του ονόματός του, Hugo Pratt. Ο Φελίνι είναι μια διαφορετική ιστορία. Ενώ τον έζησα, παραμένει θρύλος για μένα, όπως και για σας. Παρ’ όλη τη φιλία μας, πάντα ένιωθα δέος απέναντί του. Δεν μου ήταν εύκολο να σηκώσω το ακουστικό, να σχηματίσω τον αριθμό και να τον πάρω τηλέφωνο. Κάναμε μαζί δύο κόμικς, δύο «ταξίδια» (viaggio= ταξίδι): το «Viaggio a Tulum» και το «Il viaggio di G. Mastorna detto Fernet». Και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για σενάριά του που προορίζονταν να γίνουν ταινίες, αλλά δεν έγιναν ποτέ. Με τον Γιοντορόφσκι συνεργαστήκαμε άψογα, είναι πολύ περισσότερα από ένας άψογος σεναρίστας. Πρόκειται αληθινά για μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Δεν περιορίζεται σε μία τέχνη. Αλλά δεν μπορώ να πω κατηγορηματικά ότι γίναμε φίλοι. ● Αναπόφευκτη ερώτηση: έχετε κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, άλλα τα γνώριζα κι άλλα τα ανακάλυψα από το βιβλίο. Όμως αν ρωτήσουμε κάποιον στην Ελλάδα – και αλλού φαντάζομαι – ποιος είναι ο Μίλο Μανάρα, θα απαντήσει: ο δημιουργός τού «Το κουμπί της» ή της Μελένιας. Πάντως σίγουρα θα γνωρίζει τα ερωτικά έργα σας. Αυτό σας ενοχλεί; Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές ναι (γέλια). Όταν έχεις κάνει τόσες ιστορίες, έχεις δημιουργήσει τόσους χαρακτήρες και έχεις επενδύσει όλη σου τη φαντασία, μερικές φορές το βρίσκεις άδικο να επικεντρώνονται όλοι στο κομμάτι του ερωτισμού, που δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος του έργου μου. Από την άλλη, αν οι άνθρωποι θέλουν να με θυμούνται για τις γυναικείες μορφές που δημιούργησα, ας το κάνουν! Τουλάχιστον θα με θυμούνται για κάτι! Γιατί όχι, αν αυτές οι γυναίκες έδωσαν χαρά στους αναγνώστες; Σελίδα του «HP e Giuseppe Bergman», 1978 ● Κάτι άλλο που με εντυπωσίασε στο βιβλίο είναι η εμμονή σας στην ακρίβεια. Το κόμικς προφανώς και είναι προϊόν μιας δημιουργικής φαντασίας, όμως τα σχέδια πρέπει να είναι σωστά στην κάθε τους λεπτομέρεια. Αυτό δεν είναι αυτονόητο για όλους. Αυτό ήταν ένα μάθημα που πήρα από αρκετά νωρίς, από όταν έκανα την «Ιστορία της Γαλλίας σε Κόμικς»: όλα, τα ρούχα, τα κτίρια, οι στολές, έπρεπε να είναι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Κι ο Πρατ στο σενάριο του «Εl Gaucho» μου σκιτσάριζε λεπτομέρειες στολών, ακόμα και τις ιδιομορφίες στο κεφάλι ενός είδους αργεντίνικου αλόγου. Όμως η δική μου τάση ως μαθητή της Αναγέννησης, η οποία επηρεάστηκε από τις δικές σας αξίες της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας, είναι να σχεδιάζω τα πράγματα καλύτερα, ομορφότερα από ότι είναι στην πραγματικότητα. ● Γι’ αυτό δίσταζε ο Φελίνι να σας αφήσει να ζωγραφίσετε το πρόσωπό του; Επειδή φοβόταν πως θα τον εμφανίσετε πιο όμορφο από ότι στην πραγματικότητα; Ναι, αλήθεια είναι! (γέλια) Δίσταζε, ανησυχούσε μήπως κυκλοφορήσει η φήμη πως εκείνος προέβαλε την απαίτηση να τον σκιτσάρω έτσι! Τελικώς όμως τον έπεισα και μου επέτρεψε να τον απεικονίσω στο κόμικς. ● Δεν ξέρω αν θα συμφωνούσαν όλοι μαζί μου λόγω του ερωτισμού στο έργο σας, αλλά σας θεωρώ και μοραλιστή. Στο μισό τουλάχιστον του βιβλίου σας μιλάτε για τους φίλους σας και τη σπουδαιότητά τους στη ζωή σας, τους συνεργάτες σας – ονομαστικά και αναλυτικά – και φυσικά τη γυναίκα σας Λουίζα, με την οποία είστε μαζί πάνω από πενήντα χρόνια. Δεν έχετε άδικο, είναι σωστή παρατήρηση. Αλλά δεν θα μπορούσε να έχω γράψει αυτό το βιβλίο διαφορετικά: ξέρω πολύ καλά πως δεν θα είχα φτάσει ποτέ ως εδώ χωρίς τους φίλους μου, ιδιαίτερα χωρίς τον Πρατ. Το ίδιο και οι συνεργάτες: έπαιξαν βασικό ρόλο στην εξέλιξή μου. Κι είναι περιττό να πω πόσο πολύτιμη υπήρξε η γυναίκα μου με την υποστήριξη και την κατανόησή της – και ιδιαίτερα στο ξεκίνημά μου. Όσο για τον ερωτισμό, πιστεύω πως είναι κάτι εντελώς φυσικό που όλοι θα έπρεπε να το χαίρονται ελεύθερα και ακομπλεξάριστα, χωρίς φραγμούς. Η θρησκεία, η εκκλησία είναι που έχει συνδέσει την έννοια του ερωτισμού με αυτήν της αμαρτίας. Κι αυτό δημιουργεί ένα σωρό συμπλέγματα, αυτή η σύνδεση του έρωτα με την αμαρτία. ● Ο Ζορζ Μπατάιγ πάντως έλεγε πως ο ερωτισμός εντοπίζεται στο απαγορευμένο. Εφόσον το λέει ο Μπατάιγ, ο απόλυτος ειδικός στα ζητήματα ερωτισμού, σίγουρα δεν μπορώ να διαφωνήσω. Τον έχω άλλωστε μελετήσει πολύ κι έχω επηρεαστεί από αυτόν. Εικονογράφηση για το εξώφυλλο της «Γκιουλιβεριάνα», 2013 ● Παραμένετε ενεργός και εξακολουθείτε να εργάζεστε. Αυτό που δεν υπάρχει στο βιβλίο είναι το μέλλον. Υπάρχουν σχέδια, ή και όνειρα, για το άμεσο ή το πιο μακρινό μέλλον; Πάντα υπάρχουν! Δεν σταματώ ποτέ να δουλεύω. Και τώρα που μιλάμε με βρίσκετε στο σχεδιαστήριό μου. Θα σας εμπιστευτώ λοιπόν το πρότζεκτ πάνω στο οποίο εργάζομαι αυτή τη στιγμή. Πρόκειται για το έργο ενός πολύ μεγάλου δασκάλου, του Ουμπέρτο Έκο. Είναι «Το Όνομα του Ρόδου» σε κόμικς. Όπως καταλαβαίνετε είναι κάτι τεράστιο που μου απορροφά όλη μου την ενέργεια αλλά και όλο μου τον χρόνο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ φέτος να έρθω στην Ελλάδα, όχι μόνο για διακοπές όπως πολύ θα ήθελα, αλλά ούτε καν για την παρουσίαση του βιβλίου μου. Ελπίζω όμως ότι του χρόνου θα μπορέσω να αναπληρώσω το κενό. Επίσης ακολουθεί μια συνεργασία μου με έναν άλλο πολύ μεγάλο καλλιτέχνη. Όμως αυτή παραμένει σχέδιο – αν και προχωρημένο – και προτιμώ να μη μιλώ για τα σχέδιά μου μέχρι να πάρουν μπρος για τα καλά. Το έχω για κακό, όσες φορές το έκανα τελικώς δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. 📌 Η αυτοβιογραφία του Μίλο Μανάρα με τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Και το σχετικό link...
  3. Τελικά, το πενάκι του αρχιτέκτονα αντί να σχεδιάζει κτίρια, προτίμησε να σχεδιάζει ζωές, ιστορίες σύγχρονες και παλιές, φανταστικές και πραγματικές και μερικές από τις ωραιότερες ερωτικές φαντασιώσεις που πέρασαν στο συλλογικό ασυνείδητο σαν μια σαρκική ποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μνήμες του κυριαρχούν η αστείρευτη ιταλική παράδοση των γραμμάτων και της τέχνης και στην ζωή του ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Παζολίνι και ο επίσης τεράστιος σκιτσογράφος Ούγκο Πρατ! Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ η αυτοβιογραφία του Μίλο Μανάρα, όπου λέξεις και σκίτσα συνθέτουν μια φανταστική ζωή και η τέχνη αποτελεί τον βασικό πυρήνα της ύπαρξης. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι πίσω από την ευθύγραμμη διήγηση της ζωής του, τα παιδικά του χρόνια, την οικογένειά του, το περιβάλλον, τους τόπους που μεγάλωσε, το σχολειό, τους φίλους, τον περίγυρο, τις γνωριμίες και τα ταξίδια, υποφώσκει το όραμα της ζωής αυτής του καλλιτέχνη που του ζεσταίνει τα όνειρα, την τρέλα και φωτίζει σταθερά τη μοίρα του. Μια μοίρα όπου ο κόσμος έπαιρνε το μαγικό σχήμα του μέσα από το πενάκι του Μίλο Μανάρα, έτσι που η ζωή σε κάθε της εκδοχή αποκτούσε ένα σχέδιο διαφυγής και υπέρβασης. Διαβάζοντας κανείς για τις Σουηδέζες τουρίστριες που κατέφθαναν στην τουριστική περιοχή της λίμνης Γκάρνα ενεργοποιώντας τις εκρηκτικές ορμές των νεαρών αγοριών, αυτό το ασυγκράτητο κύμα πάθους που παρέσυρε το κοινωνικό ηθικό τείχος άμυνας, που γούσταρε άμεσα τον έρωτά δίχως καμία συμβατική-ρομαντική διαμεσολάβηση, στην πιο ζωώδη και αθώα ταυτόχρονα εκδοχή του, αντιλαμβάνεται τις γραμμές των γυναικείων κορμιών του που πάλλονται ολοζώντανες ανάμεσα σε έναν φανταστικό και πραγματικό κόσμο. Σε ένα μεταίχμιο ζωής όπου τα σχήματα σαρκώνονται μέσα σε υποσχετικά περιγράμματα! Στο βιβλίο, ο κορυφαίος αυτός σκιτσογράφος αφηγείται τον κόσμο του με τον τρόπο που θα διηγείτο μια ιστορία σε έναν φίλο του σ’ ένα ταξίδι… Η διήγηση είναι συγκλονιστική – κυρίως, καθώς αφορά σε έναν μεγάλο καλλιτέχνη της εποχής μας – όπου ακόμα και το πιο ασήμαντο συμβάν στον ψυχισμό του αποκτά διαστάσεις τέχνης. Έξαλλου, η τέχνη είναι να βλέπεις εκεί που δεν πέφτει το φως. Πίσω από τον άνθρωπο την ψυχή, πίσω από την σάρκα την απόλαυση, πίσω από ένα τοπίο την αρμονία, πίσω από την ζωή την ομορφιά και την ασχήμια. Πρόκειται για μιαν έκδοση που το δίχως άλλο αφορά άμεσα όλους τους κολλημένους με τα κόμικς όσο και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, καθώς ο κόσμος του Μανάρα παραμένει πάντα ζωντανός σε όλους όσους είχαν την τύχη να απολαύσουν έστω και ένα σκίτσο του. Ο Μίλο Μανάρα όπως και να ‘χει, έδωσε χρώμα, φως και πνεύμα στις πιο απόκρυφες ερωτικές μας φαντασιώσεις δίχως περικοπές, χάρισε στον έρωτα την κτηνώδη δύναμη της σαρκικής ομορφιάς, την αδυσώπητη σαγήνη. Έτσι, δικαίως μπορεί να ενταχθεί μέσα σε μια κορυφαία εθνική καλλιτεχνική πινακοθήκη που βρίσκει τις ρίζες της στην οργιαστική ρωμαϊκή παράδοση, στην ιταλική Αναγέννηση που ανανέωσε τα αισθητικά πρότυπα επαναφέροντας στο προσκήνιο την ελληνική αρχαιότητα, ακόμα και στη σκοταδιστική περί σωμάτων εκκλησιαστική αντίληψη, συνεργαζόμενος με τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ιταλικής κουλτούρας, ακολουθώντας ωστόσο πιστά τα βήματα του «δικού» του, Ούγκο Πρατ, του μεγάλου του μέντορα, του ανθρώπου που άσκησε την καλλιτεχνική επιρροή του για να ξεχωρίσει ο νεαρός Μανάρα την επιβίωση από την τέχνη και την σιγουριά από την εμπνευσμένη περιπέτεια! Μίλο Μανάρα Αυτοπροσωπογραφία Μετάφραση: Χρήστος Σιάφκος Εκδόσεις: ΚΨΜ Σελ.: 220 Και το σχετικό link...
  4. Βγαλμένη από άλλη εποχή, η «Αυτοπροσωπογραφία» του Μίλο Μανάρα που μόλις κυκλοφόρησε φέρνει στο φως την Ιταλία του Παζολίνι και του Φελίνι, τους σπουδαίους κομίστες της εποχής και μια ζωή γεμάτη τέχνη και περιπέτεια. Ο αέρας ελευθερίας που διαπνέει τις ιστορίες του Απουλήιου, οι σκαμπρόζικες σκηνές του Δεκαημέρου, τα σκοτάδια του Καραβάτζο, τα αρώματα της Τοσκάνης, τα όνειρα του Φελίνι και το κράνος του Φερνάντο Ρόσι υπάρχουν αυτούσια στην αυτοβιογραφία του Μίλο Μανάρα με τον τίτλο Αυτοπροσωπογραφία που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Χρήστου Σιάφκου από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο στην Ιταλία όλοι ζητούσαν μια συνέντευξη από τον κορυφαίο κομίστα, ο οποίος επέλεξε τη χρονιά της έξαρσης της πανδημίας και του κινήματος του #metoo για να γράψει την αυτοβιογραφία του, ουσιαστικά για να εξηγήσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία που κρύβεται πίσω από το πολύχρωμο σύμπαν των δημιουργών των κόμικς, οι οποίοι, σε αυτόν τον τόμο, παίρνουν δικαιωματικά μια θέση δίπλα στους μεγάλους καλλιτέχνες όχι με έπαρση, αλλά με την ακριβή ευθύτητα ενός δημιουργού που ξέρει πως το έργο του ‒ όχι μόνο το δικό του αλλά και τόσων διάσημων ομοτέχνων του στους οποίους αποτίει φόρο τιμής ‒ δεν εξαντλείται, όπως πολλοί νομίζουν, στην εικονογράφηση ερωτικών ή άλλων ανάλογων περιπετειών για τις οποίες τον έχουν κατηγορήσει, αλλά κρύβουν ένα καλλιτεχνικό όραμα, ακόμα και όταν φαίνεται εσκεμμένα ότι λοξοδρομούν. Εν προκειμένω, πρόκειται για το όραμα ενός ανήσυχου δημιουργού ο οποίος δεν επικαλείται επί ματαίω τη σπουδαία πολιτιστική παράδοση της χώρας του, κάνοντας αναφορές σε ονόματα όπως αυτό του αγαπημένου του Καραβάτζο ‒ άλλο αποσυνάγωγο πνεύμα κι αυτός! ‒, αλλά μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγεί με ακρίβεια τις επιρροές του κιαροσκούρο στο αεροπλάνο που ζωγράφισε στο κόμικ που εμπνεύστηκε από τα δημιουργικά όνειρα του Φελίνι, και ας μην εκδόθηκε ποτέ, την ακρίβεια του φωτός στα πλάνα που συζητούσαν μαζί επί ώρες ή τη βαθιά συναίσθηση των μεγάλων γεγονότων που είχε όταν έφτιαχνε την εικονογραφημένη Ιστορία της Γαλλίας για τη Larousse. Δεν είναι τυχαίο ότι αποφάσισε να ξαναστήσει ένα κόμικ από την αρχή μόνο και μόνο επειδή έδειχνε εσφαλμένα τον Λουδοβίκο IH να φτάνει στις Τουιλερί το 1814 με την αμαξά κλειστή και όχι ανοιχτή, όπως είχε συμβεί στην πραγματικότητα! Αυτά τον γέμιζαν χαρά και όχι απογοήτευση. Με κύριους συνομιλητές και συνεργάτες τον Ούγκο Πρατ, τον περίφημο δημιουργό του Κόρτο Μαλτέζε, και τον Φελίνι, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε υπάρξει δεινός σκιτσογράφος, ο Μανάρα βρέθηκε να στοχάζεται από νωρίς πάνω στους κεντρικούς άξονες της εικονοποιητικής δημιουργίας και των αρχών που διαμόρφωσαν την παράδοση του κόμικ στο οποίο αφοσιώθηκε αποκλειστικά, αρνούμενος να γίνει αρχιτέκτονας. Επίτηδες δεν χρησιμοποιεί την έκφραση graphic novel σε καμία από τις αφηγήσεις του στο βιβλίο, οι οποίες συνοδεύονται από πλούσια εικονογράφηση ‒ πώς αλλιώς; ‒, και μια φορά που την αναφέρει είναι για κακό, ίσως γιατί με το βιβλίο του επιδιώκει να αποκαταστήσει τη μεγάλη δόξα της παλιάς σχολής που δεν εικονογραφούσε ούτε έφτιαχνε απλώς σενάρια, παρά δημιουργούσε μεγαλόπνοες ιδέες τις οποίες άφηνε ανοιχτές στον αέρα της περιπέτειας. Απόδειξη η ίδια του η ζωή, από τότε που ο Ούγκο Πρατ τον απέτρεψε να δουλεύει με ωράριο σε γραφείο και εκείνος βάλθηκε να γυρίζει όλο τον κόσμο μαζί με τη γυναίκα του και το κάμπερ όχημά του, στο οποίο φόρτωσε τον εξοπλισμό του επισκεπτόμενος ακόμα και την Ελλάδα, όπου βρέθηκε να ζωγραφίζει μερικές από τις πιο γνωστές δημιουργίες του στους αμμόλοφους της Χαλκιδικής. Πέρασε επίσης από τα Μετέωρα για να δει, όπως λέει, τις πόλεις μέσα από τους βράχους και έφτασε μέχρι την Ινδία εμπνευσμένος από το Το άρωμα των Ινδιών του Πιερ-Πάολο Παζολίνι. Η ελευθερία ως η κεντρική αίσθηση που πρέπει να διαπνέει τα σκίτσα κάθε κομίστα, όπως αυτή που φυσούσε τα ατίθασα μαλλιά του Κόρτο Μαλτέζε του Πρατ και της δικής του ηρωίδας, της Μέλι, ήταν θέμα γενικότερης αισθητικής αλλά και προσωπικής και πολιτικής νοοτροπίας. Εξ ού και ότι, κατευθυνόμενος από το ίδιο ριζοσπαστικό κλίμα, δημιούργησε μαζί με τον Ούγκο Πρατ μια σειρά από κόμικς για τα άγνωστα μέρη της άγριας Δύσης, έχοντας ως σημείο αναφοράς τον Τζέιμς Φέμινορ Κούπερ, τον Ζέιν Γκρέι αλλά και τον Ναθάνιελ Χόθορν. Οι κοινές διεργασίες οδήγησαν στη δημιουργία του περίφημου Όλα ξανάρχισαν μ’ ένα ινδιάνικο καλοκαίρι, όπου φυσικά πρωταγωνιστές ήταν οι καλοί Ινδιάνοι και όχι οι «κακοί» καουμπόηδες. Το πρώτο, πανέμορφο και εντυπωσιακό στριπ αυτών των ιστοριών αποκάλυπτε ένα τοπίο άδειο από αμμόλοφους, γλάρους, με μια ήρεμη θάλασσα απ’ όπου ξεπρόβαλαν οι όμορφοι εκπρόσωποι της ινδιάνικης φυλής. Μάλιστα, τα συγκεκριμένα σχέδια έτυχε να τα δείξει ο Μανάρα στον αείμνηστο Πρατ σε μια γόνδολα στη Βενετία με οριστικό κριτή έναν γονδολιέρη(!) φίλο του Πρατ, ο οποίος αποφάνθηκε ότι είναι όμορφα και ότι μπορούν να εκδοθούν. Το κόμικ έγινε τελικά διεθνής επιτυχία και πήρε βραβείο στο Φεστιβάλ της Ανγκουλέμ, το οποίο, όπως λέει ο ίδιος ο Μανάρα, είχε τη γενναιοδωρία να του χαρίσει ο Πρατ. Γενικώς, από την τιμή που αποδίδει στα πρόσωπα που τον βοήθησαν έχει κανείς την αίσθηση ότι ο αυτοβιογραφούμενος κομίστας ήταν και είναι γεμάτος από αγάπη για την τέχνη και τη ζωή. Γι’ αυτό και στην εξιστόρησή του βάζει στο δεύτερο πλάνο τις απογοητεύσεις, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά την ευθύνη των όποιων αστοχιών. Η αλήθεια είναι ότι δεν μετανιώνει ούτε καν για τα πρώτα, παράνομα ερωτικά κόμικς τσέπης, παρά μόνο για το γεγονός ότι δεν ήταν τόσο επαγγελματικά, αναγνωρίζοντας το κλίμα της εποχής που ήθελε τους πρώτους κομίστες να καταφεύγουν σε αυτήν τη λύση αν ήθελαν να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, και μάλιστα σε μια εποχή που ο ερωτισμός ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος εκφραστικής αντίστασης στη γενικότερη συντήρηση που επέβαλαν η Εκκλησία και οι πολιτικοί. Φροντίζει δε να μας θυμίσει ότι όλες αυτές οι κινήσεις ήταν απολύτως πολιτικές, αντίστοιχες με αυτές που επηρέασαν τον Παζολίνι ή που έκαναν τον Μάρκες να εμπνευστεί την Ερεντίνα, ένα κορίτσι από το Μακόντο, και να τη βάλει να το σκάσει με μια ομάδα περαστικών σαλτιμπάγκων, μια ιστορία που ο ίδιος λέει ότι επηρέασε βαθιά. «Το Μακόντο είχε δώσει το όνομά του στο ιστορικό κέντρο του Μιλάνου που από τη δεκαετία του ’70 υπήρξε ένα από τα σημεία αναφοράς της αντικουλτούρας και της αμφισβήτησης», γράφει ο Μανάρα. Στο ίδιο ριζοσπαστικό κλίμα ξεκίνησε να στήνει τις ιστορίες του Τζουζέπε Μπέργκμαν για το ανήσυχο πνευματικά περιοδικό «À Suivre», τις οποίες λέει ότι απαγόρευσαν στη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ τη δεκαετία του ’80. Στο ίδιο περιοδικό, στο τεύχος το αφιερωμένο στον Λένον λίγο μετά τον θάνατό του, φαντάστηκε τον τραγουδιστή των Beatles να συναντά τους εκπροσώπους διαφορετικών θρησκειών, όπως ο Ιησούς Χριστός, ο Βούδας και ο Μωάμεθ, «που τον παρουσίασα όπως έχει αποτυπωθεί στην ισλαμική εικονογραφία, δηλαδή μ’ ένα πέπλο μπροστά στο πρόσωπο. Το έκανα με ακρίβεια και με σεβασμό. Δεν πρόσβαλα τις ευαισθησίες κανενός», γράφει χαρακτηριστικά. Είναι η ίδια η εποχή που γνωρίζει τον Μοέμπιους (Ζαν Ζιρό), τον Αντρέα Πατσιέντσα ή τον Ζορζ Βολανσκί που ξέρουμε ότι δολοφονήθηκε στο «Charlie Hebdo». Ήταν τότε που συναντιούνταν όλοι μαζί και κουβέντιαζαν περί δημιουργίας μαζί με τον Ζακ Μπρελ, τον Πάολο Κόντε, τον Ντέιβιντ Ριοντίνο και τον Φραντσέσκο Γκουτσίνι. Αυτή η λίστα δεν έχει τέλος, αν αναλογιστεί κανείς με ποιους έχει συνευρεθεί αλλά και συνεργαστεί ο Μανάρα σε αυτήν τη ζωή: από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ και τον Ρόμπερτ Όλτμαν μέχρι τον Λικ Μπεσόν και τον Ρομάν Πολάνσκι (για μια ταινία που δεν έγινε τελικά). Στις αυτοβιογραφικές αυτές εξιστορήσεις του ο Μανάρα θα «ζωγραφίσει» το φόντο της αφήγησης με πλάνα από τα ατελείωτα ταξίδια σε διαφορετικές πόλεις του ορίζοντα, με σχέδια που έπλεκε μαζί με τον μόνιμο συνταξιδιώτη του Ούγκο Πρατ, όπως εκείνα για τον Μπόρχες, όταν φαντάζονταν από κοινού τις πόλεις-βιβλιοθήκες, αλλά και με εξαίσια, γαργαντουικά δείπνα με αμέτρητα πιάτα και άφθονο κρασί που συνήθιζε να του παραθέτει ο πάντοτε γενναιόδωρος Φελίνι. Τίποτα λιγότερο δηλαδή από ένα συγκλονιστικό ταξίδι χωρίς τέλος ‒ μια λέξη που πάντοτε μισούσε ο Φελίνι ‒ με πρωταγωνιστές αληθινά πρόσωπα αλλά και τους δυο κεντρικούς ήρωες του, τους χαρακτήρες που ο ίδιος δημιούργησε, δηλαδή το θηλυκό alter ego του, τη Μέλι, και το αρσενικό, τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, ως κεντρικούς εκφραστές της ελευθερίας και του ερωτισμού. Άλλωστε, το μυθιστορηματικό από το πραγματικό σε αυτήν τη βιογραφία με δυσκολία διαχωρίζονται και έχουν ως κοινό άξονα τον κόσμο του κόμικ. Μίλο Μανάρα, Αυτοπροσωπογραφία, Μτφρ.: Χρήστος Σιάφκος, Εκδόσεις ΚΨΜ, Σελ.: 224 Και το σχετικό link...
  5. Προδημοσίευση από την «Αυτοπροσωπογραφία» του ζωντανού θρύλου των κόμικς που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Έχει συνεργαστεί με τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Ούγκο Πρατ, με τους οποίους τον συνέδεε βαθιά φιλία. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Έχει κινηθεί με επιδεξιότητα μεταξύ των πολιτικών κόμικς, της επιστημονικής φαντασίας, του μαγικού ρεαλισμού, της ιστορικής αφήγησης και του ερωτισμού με μια ιδιαίτερη προτίμηση στον τελευταίο. Ο Μίλο Μανάρα (γεν. 1945) είναι ένας ζωντανός θρύλος των ευρωπαϊκών κόμικς που πλησιάζει τα ογδόντα, παραμένοντας ακμαίος και δημιουργικός. Στην πολύ πλούσια αυτοβιογραφία του που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις ΚΨΜ με τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία» (μετάφραση: Χρήστος Σιάφκος, 224 σελίδες) αφηγείται τις σημαντικότερες στιγμές μιας ονειρικής διαδρομής που από την ορεινή Βόρειο Ιταλία τον οδήγησε στην παγκόσμια καταξίωση, σε δεκάδες βραβεία και διακρίσεις και σε εμβληματικά έργα (στην Ελλάδα κυκλοφορούν πολλά από αυτά με σημαντικότερα ίσως το «Ινδιάνικο Καλοκαίρι», το «Ταξίδι στην Τουλούμ», τη σειρά με πρωταγωνιστή τον Τζουζέπε Μπέργκμαν, το «Σιμμιόττο» κ.ά.). Με αφορμή την «Αυτοπροσωπογραφία» και με ευχαριστίες στις εκδόσεις ΚΨΜ για την παραχώρηση της άδειας προδημοσίευσης, επιλέγουμε ορισμένα από τα σημεία αυτής της μοναδικής πορείας. Για την αρχή Όλα άρχισαν στα τοιχώματα μιας σπηλιάς. Το πρώτο επάγγελμα στον κόσμο για το οποίο διατηρούμε κάποια βεβαιότητα είναι του σκιτσογράφου, του σχεδιαστή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η φυλή μας ξεκίνησε τις δραστηριότητές της σχεδιάζοντας, με τον ίδιο τρόπο που τα μικρά παιδιά σχεδιάζουν για να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Μετά, τα πιο πολλά τα παρατάνε. Κάποια ωστόσο συνεχίζουν, και για καλή μου τύχη είμαι κι εγώ ένα απ’ αυτά. Τα πρώτα διαβάσματα Οι μνήμες των καλοκαιριών εκείνης της εποχής συνδέονται με τα λιμανάκια και τους καλαμιώνες. Ο χειμώνας αντιθέτως είναι συνυφασμένος με το διάβασμα. Ήταν η κύρια απασχόλησή μου και το μεγάλο μου πάθος. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία. Έλειπαν όμως, και μου έλειπαν κι εμένα, τα κόμικς για παιδιά. Όπως όλες οι δασκάλες του καιρού εκείνου, η μητέρα μου τα απαγόρευε αφού θεωρούνταν αντιπαιδαγωγικά. Αντ’ αυτών ήμουν περικυκλωμένος από μυθιστορήματα, πολλά και κάθε είδους. Ο έρωτάς μου για την περιπέτεια ξεκίνησε μέσα από τα βιβλία (σίγουρα και μέσα από τα γρανάζια του ρολογιού). Πρώτα απ’ όλα υπήρχαν τα μυθιστορήματα του Σαλγκάρι. Και τα κλασικά του Ντίκενς και του Κίπλινγκ. Και βέβαια, εκτός από τη λογοτεχνία, είχαμε και την Enciclopedia dei ragazzi (Εγκυκλοπαίδεια των παιδιών) των εκδόσεων Mondadori. Ακόμα την έχω. Απαίτησα να δοθεί σ’ εμένα όταν με τ’ αδέλφια μου μοιραστήκαμε την κληρονομιά των γονιών μας. Εικονογράφηση για το φεστιβάλ «Collisioni» του Μπαρόλο, 2014 Και τα πρώτα κόμικς Τα πρώτα τεύχη κόμικς που έπεσαν στα χέρια μου, όταν ήμουν ήδη δέκα χρονών, αποτελούνταν από συρραμμένες σελίδες, περιλήψεις ουσιαστικά πολυδιαβασμένων μυθιστορημάτων, που δίνονταν δώρο με το γάλα μαγνησίας San Pellegrino. Θυμάμαι το «Il Capitan Fracassa» (Καπετάν Φρακάς), από το κλασικό έργο του Τεοφίλο Γκοτιέ (τότε μετέφεραν στα ιταλικά όλα τα ξένα ονόματα, π.χ. Τζούλιο Βερν, Ρομπέρτο Λουίτζι Στίβενσον, Μικέλε ντα Θερβάντες…). Εκείνο το τομίδιο ήταν σχεδιασμένο υπέροχα, ένας Θεός ξέρει από ποιον. Ίσως από τον Ρίνο Αλμπερταρέλι. Μάταια το έψαξα στην πορεία των χρόνων. Σιγά μην ανέφεραν εκείνους τους καιρούς τα ονόματα των σχεδιαστών κόμικς. Και αυτό το λέω για να γίνει αντιληπτό ότι δεν τους έδιναν την παραμικρή σημασία. Όπως κατάλαβα κι εγώ ο ίδιος χρόνια μετά, επρόκειτο για ένα επάγγελμα για το οποίο δεν μπορούσες να είσαι υπερήφανος. Η «αποτυχία» Έχω ζήσει ξανά και ξανά τη σκηνή στο μυαλό μου. Έμπαινες σ’ εκείνες τις γιγαντιαίες αίθουσες της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Επρόκειτο για ένα μεγαλειώδες μέγαρο του 16ου αιώνα, με πανύψηλα ταβάνια και εντυπωσιακούς χώρους. Στις αίθουσες υπήρχαν τα τεράστια μαύρα θρανία που χρησιμοποιούσαν τότε. Τόσο μαύρα που έμοιαζαν με γόνδολες. Πάνω σε κάθε θρανίο ήταν τοποθετημένο ένα πλαστικό βαζάκι μ’ ένα επίσης πλαστικό κυκλάμινο. Ένα πράγμα μίζερο και θλιβερό. Η εξέταση συνίστατο στο να σχεδιάσουμε αυτό το ταλαίπωρο πλαστικό κυκλάμινο. Εικόνα για τον κατάλογο Fellini Roma (Φελίνι Ρώμη), 2004 Πιστεύω ότι πρέπει να έφτιαξα κάτι α λα Πικάσο, για να το πούμε έτσι. Διότι εγώ ήμουν ο ψαγμένος, που ήξερε τι του γινόταν. Όλοι οι άλλοι ήσαν παιδάκια δεκατριών χρόνων κι εγώ δεκαοχτάρης. Είχα ήδη τελειώσει το Καλλιτεχνικό Λύκειο. Τι θα έπρεπε να αποδείξω! Θεωρούσα προσβλητικό να σχεδιάσω ένα πλαστικό κυκλάμινο. Κι έτσι απέδωσα εκείνο το πράγμα με μια τεχνοτροπία μεταξύ κυβισμού και άμορφης τέχνης. Το αποτέλεσμα: με έκοψαν. Με έκοψαν! Αδυνατώ να το πιστέψω ακόμα και τώρα. Για τον Μπεροκάλ και την έμπνευση Πέθανε στις αρχές του 2000. Το 1972 ωστόσο, αποφάσισαν στη Μάλαγα, τη γενέθλια πόλη του Πάμπλο Πικάσο, να αφιερώσουν στον ζωγράφο ένα μνημείο, και γι’ αυτό κάλεσαν τον Μπεροκάλ. Εκείνος, όντας αντιφασίστας, ζούσε και δούλευε αυτοεξόριστος μακριά από την Ισπανία. Όταν τον γνώρισα, έμενε σε μια μεγάλη βίλα του 16ου αιώνα στο χωριό μου, το Νεγκράρ, όπου είχε και το στούντιό του. Το πάρκο γύρω απ’ αυτήν ήταν τεράστιο κι οι επισκέπτες του σημαντικοί. Εκεί συνάντησα την Παλόμα Πικάσο, τον Ρομπέρτο Σεμπαστιάν Μάτα… και μια φορά, από μακριά, είδα στα μονοπάτια του πάρκου τον Σαλβαδόρ Νταλί. Το εσωτερικό της βίλας ήταν γεμάτο από έργα τέχνης, στους τοίχους οι πίνακες ήσαν πολλοί, ανάμεσά τους και κάποιες μεταξοτυπίες του Ούγκο Πρατ. Εικονογράφηση για το εξώφυλλο του «Giuseppe Bergman Integrale» (Ολόκληρος ο Τζουζέπε Μπέργκμαν), 2017. Αριστερά, ο Ούγκο Πρατ. Αναπαριστούσαν Άγγλους στρατιώτες που φορούσαν κόκκινες στολές και μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων. Ε, σ’ εκείνη τη βίλα συναντήθηκα με το μεγάλο Κόμικ. Η σύζυγος του Μιγκέλ Μπεροκάλ ήταν Γαλλίδα, και από το Παρίσι της έστελναν όλα τα νέα βιβλία, περιλαμβανομένων και κόμικς. Έτσι έπεσαν στα χέρια μου οι ιστορίες της Μπαρμπαρέλας, της ηρωίδας που δημιούργησε ο Ζαν Κλοντ Φορέστ, με πρότυπο την Μπριζίτ Μπαρντό. Κεραυνοβολήθηκα όπως ο Απόστολος Παύλος στην οδό προς τη Δαμασκό. Μέσα σε μια στιγμή κατάλαβα. Κατάλαβα τι ήταν εκείνο – ακριβώς εκείνο – που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Που έπρεπε να κάνω στη ζωή μου. Έτσι, εγκατέλειψα τα πάντα: την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική… όλα. Κι άρχισα να σχεδιάζω σαν μανιακός. Να σχεδιάζω κόμικς. Για τον Ούγκο Πρατ Τώρα που το σκέφτομαι, εξακολουθώ και σήμερα να μην τον αποκαλώ «Ούγκο». Όπως όταν ζούσε… Ενώ κάναμε παρέα, κουβεντιάζαμε και πίναμε, δουλεύαμε και ταξιδεύαμε μαζί, δεν τον αποκάλεσα ποτέ με το μικρό του όνομα. Τον προσφωνούσα πάντα «Δάσκαλο». Για τον Φελίνι Με τον Φελίνι στη Βερόνα, 1990 Η αγάπη του Φελίνι για τα κόμικς ήταν τεράστια και ειλικρινής, χωρίς ίχνος υπεροψίας. Για αυτόν ήταν τιμή να γνωρίζει τους δημιουργούς μιας τέχνης που θεωρούσε πραγματική. Μεταξύ άλλων είχε συναντήσει τον Γουόλτ Ντίσνεϊ και τον Τσαρλς Σουλτς, δύο κολοσσούς. Εγώ τον σύστησα στον Μέμπιους και στον Ούγκο Πρατ. […] Ο Φεντερίκο Φελίνι είχε έντονα, βαθιά αισθήματα για μένα. Ήταν λες και προσωποποιούσα την αγάπη και τη συμπάθεια που είχε από πάντα για τους κομίστες. Λες και οι δυο μας ήμασταν από πάντα μαζί, από τα παιδικά μας χρόνια. Για τα πλούτη Αν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο μού έλεγε «θα σου προσφέρω όλα τα αγαθά μου με αντάλλαγμα τη δυνατότητά σου να σχεδιάζεις», θα του απαντούσα αρνητικά. Θα του έλεγα: «Κράτα εσύ τα πλούτη σου, γιατί η ζωή μου είναι το σχέδιο. Δίχως αυτό δεν έχω ζωή». Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.