Search the Community
Showing results for tags 'Σπύρος Δερβενιώτης'.
-
Με αφορμή τη συμμετοχή του στην επετειακή έκδοση του Μικρού Ήρωα, μιλήσαμε με τον γνωστό σκιτσογράφο για την ακροδεξιά, τον Αλισάνογλου και τους Ράδιο Αρβύλα αλλά και για τον πατέρα του, τον μεγάλο λαϊκό συνθέτη, Θόδωρο Δερβενιώτη. Μια αφορμή είναι το σκίτσο. Για εμένα για να πιάσω κουβέντα μαζί του και για εκείνον για να πιάσει κουβέντα με τους αναγνώστες του. Θέματα συζήτησης; Τα πάντα. Απ’ την πολιτική και τον κοινωνικό προβληματισμό μέχρι την πλάκα για την πλάκα. Αυτήν τη φορά ο Σπύρος Δερβενιώτης, ένας από τους πλέον καταξιωμένους δημιουργούς κόμικ, έβαλε τον μαρκαδόρο πάνω στο χαρτί κατά παραγγελία (δεν τον πειράζει να το λέμε έτσι, θα το δείτε) και σχεδίασε μία ιστορία με κεντρικό πρόσωπο τον Μικρό Ήρωα. Είναι ένας από τους 18 καλλιτέχνες που παίρνουν μέρος στην επετειακή έκδοση για τα 70 χρόνια απ’ τη μέρα που ο Γιώργος Θαλάσσης συστήθηκε στο ελληνικό κοινό. Νέα σενάρια, νέες ιστορίες με τον Μικρό Ήρωα για να εορταστεί αυτή η καθοριστική στιγμή για την ελληνική ποπ κουλτούρα και με αυτήν την αφορμή είπαμε μερικές κουβέντες στο τηλέφωνο. Θες να μου πεις δυο λόγια γι’ αυτήν την προσπάθεια; Είναι μια επετειακή έκδοση για τα 70 χρόνια από το πρώτο τεύχος του Μικρού Ήρωα, εις διπλούν μάλιστα, καθώς είναι δύο τόμοι. Πλειάδα σύγχρονων σκιτσογράφων δίνουν ο καθένας τη δική του οπτική πάνω στον γνωστό ήρωα. Η ιδέα ήρθε απ’ τον Λεωκράτη Ανεμοδουρά, τον εγγονό του Στέλιου Ανεμοδουρά που έγραφε τον Μικρό Ήρωα, και συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα έναν εκδοτικό με το ίδιο όνομα. Η δική μου προσέγγιση ήταν να τον φέρω στο σήμερα. Τον έχεις φέρει να ζει δέκα χρόνια πριν, στο 2013; Ναι, και από ότι είδα όχι μόνο εγώ αλλά τουλάχιστον άλλοι δύο συνάδελφοι είχαν την ίδια ιδέα. Ήθελα να τον φέρω στο σήμερα, να δέσω την ιστορία και με μια σημερινή συγκυρία, να δημιουργήσω ένα κουβάρι διαχρονίας. Και διότι η αλήθεια είναι ότι μέσα μου οι ιδέες έπεφταν βροχή γύρω απ’ το “αν ήταν σήμερα εδώ, τι θα γινόταν;”. Δηλαδή ένα από τα πράγματα το οποίο ήταν ελάσσονος σημασίας αλλά μείζονος απόδοσης για μένα, ήταν ότι ένας Γιώργος Θαλάσσης που θα ζούσε μέχρι σήμερα θα είχε ακούσει και το τραγούδι που γράφτηκε γι’ αυτόν από τον Κηλαηδόνη. Ήθελα να τον βάλω να αντιδρά σε αυτό. Τον έχεις φτιάξει ηλικιωμένο δηλαδή, 70-80 χρονών; Ναι, ακολούθησα τη χρονολογία, δηλαδή πόσο χρονών θα ήταν σήμερα με δεδομένου του πόσο ήταν όταν διαδραματίζονταν οι περιπέτειες του πρώτη φορά. Κάποιο σπόιλερ; Για παράδειγμα με τι ασχολείται; Ε, στην ηλικία του είναι συνταξιούχος. Ναι, αλλά πώς τον φαντάστηκες να έχει φτάσει μέχρι το σήμερα; Έχει αλλαξοπιστήσει; Ζει από ΕΣΠΑ π.χ.; Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε μια ιστορία δέκα σελίδων θα έπρεπε να είμαι τηλεγραφικός. Όλα αυτά θα είχαν απαντηθεί αν το έκανα σε σαράντα σελίδες. Πάντως, όσον αφορά το θέμα της ιστορίας, από την πρώτη σελίδα κιόλας δείχνει να υπάρχει μια προσέγγιση μεταξύ του Θαλάσση και μιας ακροδεξιάς ομάδας, η οποία όπως όλες βαφτίζεται “πατριωτική”. Από εκεί ξεκινάει το νήμα της αφήγησης. Οπότε θα τεθούν αυτά τα ερωτήματα: τι είναι πατριωτικό, τι πρέπει να είναι πατριωτικό, τι είναι εθνικιστικό και τι πρέπει να λέγεται εθνικιστικό σε αντίθεση με το πατριωτικό. Σύνταξη Εθνικής Αντίστασης θα παίρνει; Ε, προφανώς θα ‘χει πάρει. Επί Παπανδρέου. Πάντως ο Μικρός Ήρωας δεν είχε ιδεολογικό πρόσημο στην εποχή του, το είχε αποφύγει ο συγγραφέας του – ούτε κομμουνιστής ούτε ΕΔΕΣ… Ήταν πατριώτης, ναι. Εσύ του έχεις δώσει κάποιο ιδεολογικό πρόσημο; Όχι, κανένα. Όταν πρωτοείπα την ιδέα στον Λεωκράτη, μου είπε ότι “το μόνο που δεν θέλω είναι να κάνεις κάτι που δεν θα έκανε και ο συγγραφέας”, και τον διαβεβαίωσα ότι δεν ήταν ούτε στους σκοπούς ούτε στην ιστορία κάτι τέτοιο. Όταν ανακοινώθηκε αυτή η ιστορία υπήρξαν αντιδράσεις από ακροδεξιούς που μπήκαν και σχολίαζαν, οι οποίοι δεν είχαν διαβάσει ακόμα την ιστορία, και μου χρέωναν ιδεολογική ατζέντα. Ας το διαβάσει κάποιος και ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Μου κάνει εντύπωση… Δηλαδή υπήρξαν ακροδεξιοί που θεωρούσαν ότι αυτός ο ήρωας π.χ. μπορεί να τους εκφράζει; Να τους ανήκει κιόλας; Γενικά είναι λίγο μπερδεμένο να είσαι ακροδεξιός στην Ελλάδα δεδομένου ότι η μισή σου καρδιά ανήκει στους ναζί κατακτητές. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να θεωρούσαν ότι ο Θαλάσσης είναι δικός τους. Νομίζω ότι η ιστορία που έχω γράψει θα το απαντήσει και αυτό. Τον σημερινό νέο τον αφορά ο Μικρός Ήρωας; Νομίζω ότι δεν τον ξέρει καν τον Μικρό Ήρωα αλλά από εκεί και πέρα, και τον σημερινό νέο όπως και όλους τους νέους, τον νοιάζει το που θεωρεί ότι ανήκει, ποια είναι η συλλογικότητα του και τι είναι αυτό που την απειλεί. Αυτή είναι μια διαχρονική ανησυχία γενικά κάθε κοινότητας. Για παράδειγμα αν σκέφτεται με όρους έθνους και πατρίδας, τον νοιάζει και τι θεωρεί ο ίδιος ως έθνος και πατρίδα, γιατί πατρίδα για αυτόν μπορεί να είναι οι φίλοι, το σπίτι, η διαδικτυακή του ομάδα, δηλαδή το που ορίζει ο καθένας ότι ανήκει. Και μαζί μ’ αυτό, ορίζει και από τι θέλει να την προστατεύσει, ποιον θεωρεί εχθρό του. Απλά αναρωτιέμαι αν ένας 20χρονος θα πάει μέχρι το βιβλιοπωλείο για να αγοράσει κάτι που θα αφορά τον Μικρό Ήρωα. Νομίζω ότι μια επετειακή έκδοση το τελευταίο που έχει ως στόχο είναι τι θα κάνει αυτός που δεν έζησε τη χρυσή εποχή αυτού που περιγράφει. Για παράδειγμα, αν βγει μια έκδοση επετειακή με τα Σπάιντερμαν της δεκαετίας του ‘60 κ.τ.λ., δεν νομίζω ότι θα ρωτήσουμε τι λέει στον σημερινό νέο ο Σπάιντερμαν. Κυρίως πάει σ’ αυτούς που τον έζησαν, συγκινήθηκαν και μεγάλωσαν με τις περιπέτειές του και θέλουν να κρατήσουν αναμμένο το κεράκι της μνήμης του. Όσο σκίτσαρες, το γεγονός ότι έπρεπε να πατήσεις πάνω σε κάτι που ήδη υπήρχε σε περιόρισε κάπως; Βρήκες μήπως τρόπο να το κάνεις λίγο πιο δικό σου ή όποιος το δει θα πει “αυτό είναι ίδιο με τον Θαλάσση του ‘50” π.χ.; Όχι, δεν είναι καθόλου ίδιο με τον Θαλάσση του ‘50 για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί δεν προσπάθησα καν, δηλαδή το να προσπαθήσεις να σχεδιάσεις σαν τον Απτόσογλου είναι προσβολή και για κείνον. Το δεύτερο είναι ότι ο “Μικρός Ήρωας” δεν ήταν κόμικ, ήταν εικονογραφημένες ιστορίες που σημαίνει ότι όντως δεν υπάρχει ένα πιστό template να πρέπει να πατήσεις πάνω του για να φαίνεται true. Αλλά και να υπήρχε, πάλι δεν θα είχε κανένα νόημα να ζωγραφίσω όπως τη δεκαετία του ‘50 ή του ‘60, γιατί είτε ξέρει είτε δεν ξέρει κάποιος τον ήρωα, η ιστορία μου απευθύνεται στα σημερινά μάτια, τα οποία έχουν εκπαιδευθεί σε μια σημερινή ας την πούμε ομοβροντία εικόνων – από την τηλεόραση, από τον κινηματογράφο, από τα κόμιξ κ.τ.λ. Προφανώς λοιπόν δεν μπορείς να τους πλασάρεις κάτι το οποίο φτιάχτηκε για άλλα μάτια μίας άλλης δεκαετίας. Εσύ θυμάσαι την πρώτη φορά που διάβασες τον Μικρό Ήρωα; Λοιπόν, εξομολόγηση: δεν έχω διαβάσει ποτέ Μικρό Ήρωα. Λογικά όμως τώρα θα διάβασες για τις ανάγκες του κόμικ, έτσι; Κοίταξε, και να μην έχεις διαβάσει ποτέ Μικρό Ήρωα, έχοντας ζήσει σ’ αυτή τη χώρα είσαι περιτριγυρισμένος απ’ αυτόν, είναι μέρος της συλλογικής μνήμης. Είναι σαν μην έχεις δει ποτέ Ζορό ή Ταρζάν. Παρόλα αυτά ξέρεις τι είναι. Για τις ανάγκες του σεναρίου κοίταξα τα βασικά εγκυκλοπαιδικά που έπρεπε, δηλαδή πόσο χρονών ήταν, ποιο είναι το πραγματικό όνομα του Σπίθα κ.τ.λ. Τον έχεις τοποθετήσει πάντως στο 2013, στη βαθιά κρίση. Μπορούμε να πούμε τι ρόλο παίζει το πολιτικό γίγνεσθαι στην ιστορία, μέχρι ενός σημείου, να μην κάνουμε σπόιλερ. Π.χ. βλέπω ότι και ο Σπίθας έχει “πεθάνει”. Εστιάζω πολύ στο σκέλος της ανόδου της ακροδεξιάς. Το ‘13 ήταν στο απόγειο της δυναμικής της. Απ’ την άλλη το ότι ο Σπίθας έχει πεθάνει είναι ένα απότοκο της κρίσης – και ας μη λέγεται – γιατί είναι ένας υπέρβαρος άνθρωπος, με βεβαρημένη υγεία και εδώ έβαλα μια προσωπική πινελιά από εκείνα τα χρόνια. Δυστυχώς, εγώ τότε πήγα σε κηδείες πολλών ανθρώπων των οποίων η ζωή άλλαξε άρδην από τη μία μέρα στην άλλη. Και αρκετοί ήταν και δημοσιογράφοι της παλιάς φρουράς της Ελευθεροτυπίας. Όταν η εφημερίδα κύλησε στο λουκέτο, πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν σε μια βαθιά υπαρξιακή κατάθλιψη. Ο υπέρβαρος φίλος μας λύγισε, ας το πούμε κάπως έτσι. Άσχετο αλλά επειδή είδα ένα σχόλιο σου κάπου στο Facebook εναντίον του Ράδιο Αρβύλα για αυτό που έκαναν στο Αλισάνογλου (εγώ είμαι με αυτούς που λένε ότι κακώς πειράχτηκε) θέλω να σε ρωτήσω το εξής: αν στο Ράδιο Αρβύλα πάρουν δύο σελίδες απ’ αυτό που σχεδίασες τώρα και το σατιρίσουν ή κάνουν πλάκα με αυτό στην εκπομπή τους, θα σε ενοχλήσει; Εμένα προσωπικά δεν θα με ενοχλήσει αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι από ποια σκοπιά κάνεις τι. Καταρχάς να βγάλουμε μια τεράστια παρεξήγηση απ’ τη μέση. Δεν απαγόρευσε ποτέ κανένας στο Ράδιο Αρβύλα να κάνει οτιδήποτε. Το γεγονός ότι υπήρξε αντίδραση βαφτίζεται ως “μα γιατί; Υπάρχουν όρια στη σάτιρα;”. Κάτσε ρε φίλε, αν εσύ που κάνεις τη σάτιρα ξεκινάς απ’ το αξίωμα ότι όλα επιδέχονται κριτικής, τότε και εσύ πρέπει να δεχτείς κριτική για τη σάτιρά σου. Οπότε δεν καταλαβαίνω τα μυξοκλάματα. Και πάμε τώρα στην ουσία. Έχει σημασία τι κάνεις και γιατί, από ποια θέση προς ποια θέση, πού βάζεις το κανόνι σου και πού στοχεύεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλω να το τονίσω όσο γίνεται πιο πολύ με κεφαλαία γράμματα, έχουμε ένα ιδιωτικό κανάλι που μπορούμε να πούμε με σχετικά μεγάλη βεβαιότητα ότι έχει ως σκοπό της ζωής του να πολεμήσει κάθε έννοια πνευματικότητας. Αυτό μπορεί να το δει κανείς στο περιεχόμενό του, μπορεί να το δει στις επιλογές του, ποια κουλτούρα προτείνει κ.τ.λ. Και από αυτό το κανάλι εσύ διαλέγεις να βάλεις στο στόχαστρο όχι κάποιον ισχυρό, γιατί δεν σε παίρνει, αλλά έναν άκακο που κατά τη γνώμη σου διαβάζει ποίηση με στόμφο; Ε, συγγνώμη, είσαι φάουλ. Απλά πέρασε προς τα έξω – και απ’ τα status που διάβασα – ότι εκ προοιμίου δεν μπορείς να κάνεις πλάκα με την ποίηση. Εμένα αυτό με βρήκε εντελώς αντίθετο. Αυτό νομίζω είναι υπερβολή, δεν νομίζω ότι οι ίδιοι εννοούσαν αυτό αλλά δεν μπορώ και να μιλήσω εκ μέρους τους. Προφανώς και μπορείς να κάνεις πλάκα και με την ποίηση. Μάλιστα, αναφέρθηκε και η σατιρική σελίδα “Ελύτης, ο ποιητής του Αιγαίου”, αλλά αυτή αφορούσε έναν ποιητή ο οποίος έχει τις δάφνες μίας πολυβραβευμένης πορείας, είναι θεσμικός, και έτσι οριακά μπορείς να πεις κι εδώ ότι έγινε μία σάτιρα προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω. Ωραία, έκαναν αυτήν τη σάτιρα (πετυχημένη/αποτυχημένη, όπως θέλει τη βλέπει ο καθένας, εγώ αποτυχημένη την είδα) αλλά μου φαίνεται ότι έρχεται από τόσο παλιά μέσα στον χρόνο αυτός ο τρόπος που “κορόιδεψαν” την ποίηση, ότι δηλαδή είναι ο κλασικός τρόπος με τον οποίο μια ζωή διακωμωδούν τους ποιητές (από τον Βέγγο στο “Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο” μέχρι σήμερα), που αυτό το γεγονός τον έχει κάνει κάπως αδύναμο αυτόν τον τρόπο. Είναι τόσο κλασικό και τόσο τετριμμένο που δεν ένιωσα ότι έκαναν κάτι κακό σε κάποιον, δηλαδή ήταν ο κλασικός τρόπος με τον οποίο “κοροϊδεύουν” την ποίηση και πια είναι τελείως αποδυναμωμένος αυτός. Υπάρχουν 600 αποχρώσεις, για παράδειγμα η σάτιρα του Βέγγου εντάσσεται σε μια λαϊκή περιρρέουσα πλάκα, κατά την οποία το μη απλό και κατανοητό ήταν εξοβελιστέο. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν και σωστό. Αυτή ήταν η άμυνα του αμόρφωτου (με την καλή έννοια “του αμόρφωτου”, δεν είναι ψόγος γιατί τότε δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα να μορφωθούν), απέναντι σε κάτι που τους ξεπερνούσε. Τώρα έχουμε 2023. Και το ξαναλέω για να είμαι στην ουσία του πράγματος. Δεν ήταν π.χ. ένας youtuber, ένας τράπερ, ένας οτιδήποτε ο οποίος κάνει πλάκα. Ήταν ένα από τα πέντε κανάλια πανελλήνιας εμβέλειας τα οποία καταστρέφουν κάθε έννοια πνευματικότητας, προβάλλουν δηλαδή αξίες, αισθητική και ιδεολογία, η οποία πάει κόντρα σε οτιδήποτε είναι ανθρώπινο. Και απ’ αυτό το κάστρο πολεμάς έναν ποιητή; Είναι τόσο απλό για μένα. Τα υπόλοιπα είναι Facebook σάλτσες. Αν θες να μου πεις κάποια πράγματα για σένα. Πόσα άλμπουμ έχεις βγάλει μέχρι σήμερα; Δεκαπέντε; Ε, κάπου τόσα ναι. Είναι η πρώτη, η δεύτερη φορά που κάνεις κάτι – αν πω κατά παραγγελία, θα σου ακουστεί άσχημο; Όχι καθόλου, το έχω κάνει πολλές φορές. Θες να μου δώσεις παραδείγματα; Καλούμαστε συχνά να συνεισφέρουμε τη ματιά μας σε διάφορους σκοπούς. Και με το περιοδικό Γαλέρα έχουμε κάνει κατά παραγγελία έργα για θεματικές εκθέσεις. Επίσης κατά παραγγελία ήταν και το “Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας”, που ήταν μια πρωτοβουλία χαρτογράφησης των χώρων της Αθήνας όπου είχαν γίνει χτυπήματα της Χρυσής Αυγής. Aυτοί που το έφτιαξαν είχαν παραγγείλει στον καθένα μας να εικονογραφήσει μία απ’ αυτές τις επιθέσεις. Όταν αποδέχομαι μία παραγγελία σημαίνει και ότι συμφωνώ μαζί της. Εσύ είσαι αφοσιωμένος στο πολιτικό σκίτσο, έτσι; Γιατί πιστεύεις σε τράβηξε τόσο πολύ αυτό και όχι κάποιο άλλο είδος; Mε τράβηξε και άλλο είδος. H εργογραφία μου περιλαμβάνει και μη πολιτικά έργα, στα οποία ίσως η πολιτική να μπαίνει από την πίσω πόρτα ή και καθόλου. Απλώς μεγαλώνοντας σε μια περίοδο όπου η πολιτική ήταν πανταχού παρούσα, οι εφημερίδες έμπαιναν στο σπίτι και οι γελοιογράφοι ήταν ο αφρός του αφρού, όλα αυτά δεν μπορούσαν να σε αφήσουν ανεπηρέαστο, ήταν μέρος της καθημερινότητάς σου. Οπότε η δύναμη που μου ασκούσε με έκανε να θέλω να μπορώ και εγώ να ασκήσω αυτήν τη δύναμη. Το έχεις σπουδάσει κάπου; Όχι, τότε δεν υπήρχαν καν σχολές. Και νομίζω κανένας γελοιογράφους από αυτούς που γνωρίζουμε δεν σπούδασε αυτό το αντικείμενο. Άλλοι έχουν σπουδές αρχιτεκτονικής, κάποιοι άλλοι νομικής και έχουμε και τον Πετρουλάκη ο οποίος είναι γιατρός. Γελοιογράφοι έρχονται από κάθε άλλη τέχνη εκτός από τη ζωγραφική. Εσύ πότε κατάλαβες ότι έχεις βρει το δικό σου στιλ και είπες ότι “από αυτήν τη δουλειά και μετά είμαι εγώ, πριν από αυτή τη δουλειά κάπως έψαχνα τον εαυτό μου”. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα δεν είμαι εγώ. Είμαι οι αναφορές μου, είμαι αυτά που αφομοιώνω, και για αυτό σχεδόν καμία δουλειά μου δεν μοιάζει με την άλλη. Ίσως το ενοποιητικό μου στοιχείο – πέρα από το πολιτικό σκίτσο – είναι που έχω βρει μια δική μου γραμμή, στην οποία κατέληξα θέλοντας και μη, χωρίς να πατήσω σε έναν σκιτσογράφο, να πω “θέλω να ζωγραφίσω σαν τον τάδε”. Έπαιρνα την ουσία τους δηλαδή την οπτική τους, το πνεύμα τους, την προσέγγισή τους αλλά όχι τη γραμμή τους. Απλά επειδή οι περισσότεροι σκιτσογράφοι έχουν τον δικό τους τρόπο να ζωγραφίζουν, ο οποίος είναι και άμεσα αναγνωρίσιμος απ’ αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με τα κόμικς. Κοίταξε, εμένα σε κάποιες δουλειές με αναγνωρίζεις από μακριά, σε κάποιες δουλειές όχι γιατί έχω κάνει πολλές τεχνοτροπίες. Ειδικά στα κόμικς αλλάζω τεχνοτροπία ανάλογα τις ανάγκες κάθε δουλειάς, δηλαδή αυτό που έχω κάνει στον Μικρό Ήρωα δεν μοιάζει με κάτι άλλο δικό μου. Και αυτό που έκανα στο “YESTERNOW” και στο “SHARK NATION” επίσης δεν μοιάζει με τίποτα που να είχα ξανακάνει. Άλλες δουλειές μου μοιάζαν λίγο περισσότερο με τις γελοιογραφικές μου οπότε εκεί έβλεπες ότι ο τρόπος που μπορώ να σχεδιάσω γελοιογραφικά μία ανθρώπινη φιγούρα είναι ίδιος. Αλλά στις ιστορίες που έχουν ανάγκη από άλλου είδους ατμόσφαιρα, αλλάζει και η γραμμή μου. Και εκεί ίσως να μην μπορεί κανένας να με αναγνωρίσει. Με τη μουσική είχες σκεφτεί να ασχοληθείς; Ποτέ. Με τον Θόδωρο Δερβενιώτη τι σχέση έχετε, συγγνώμη κιόλας. Ο πατέρας μου. Και πώς και δεν επηρεάστηκες; Ένα καλοκαίρι που ήμουν 15-16 χρονών, κάναμε εκατέρωθεν μια τίμια προσπάθεια να μου μάθει μπουζούκι, αλλά μέσα σε τρεις βδομάδες το παρατήσαμε και οι δυο σιχτιρισμένοι και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για αυτό. Ο πατέρας σου πώς το είδε το γεγονός ότι θα ζήσεις σκιτσάροντας; Αν είναι πολύ προσωπική ερώτηση, ας μην το πούμε, εντάξει. Όχι, δεν πειράζει. Είναι μια προσωπική ερώτηση που θα τη βάλω μάλιστα και σε ένα βιβλίο που θα βγάλω για εκείνον. Το βιβλίο έχει γραφτεί, είναι εν αναμονή εκδόσεως. Ο πατέρας μου είχε τον φόβο, ο οποίος δεν ήταν παράλογος, ότι αυτή η δουλειά δεν έχει σταθερότητα. Και προσπαθούσε να με πείσει να βρω έναν τρόπο να έχω μία ασφάλεια. Από εκεί και πέρα δεν μπορούσε να πει και πολλά, διότι ακολουθούσα το δικό του παράδειγμα χωρίς όμως να ακολουθώ ακριβώς το δικό του παράδειγμα. Είχε κάνει το ίδιο; Και ναι και όχι. Από τη μία ο ίδιος “ευτύχησε” να ενταχθεί σε ένα κραταιό δισκογραφικό σύστημα που μπορούσε να ανταμείψει τους δημιουργούς του – τους συνθέτες, τους τραγουδιστές, τους πάντες. Απ’ την άλλη η σκιτσογραφία εξαρτιόταν απ’ το αν θα είσαι σε μια εφημερίδα γιατί μόνο εκεί υπήρχε ικανή αμοιβή και σταθερότητα. Οι εφημερίδες ήταν λίγες και η προσφορά εργασίας για αυτές μεγάλη, και η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταφέρει ποτέ να ενταχθώ σε μια απ’ αυτές. Οπότε οι υπόλοιπες σκιτσογραφικές δουλειές ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα gig economy. Βρήκες, δεν βρήκες, παραγγελίες, πελάτες, τέτοια. Ήξερε ότι όπως κάθε δουλειά θα ‘χει τα πάνω αλλά θα ‘χει και τα κάτω της και προσπαθούσε απλώς να με προειδοποιήσει για αυτό. Από εκεί και πέρα δεν μπορούσε να κάνει και πολλά γιατί έβλεπε ότι ήμουν όλη μέρα με έναν μαρκαδόρο και ένα χαρτί στο χέρι, δεν μπορούσε να μου το ξεκολλήσει με το ζόρι. Φαντάζομαι ότι θα σε καταλάβαινε και ως έτερος καλλιτέχνης, άσχετα αν ασχοληθήκατε με διαφορετική τέχνη. Μωρέ ήμασταν ξένοι στην ίδια στέγη, ας το πούμε έτσι. Εγώ δεν καταλάβαινα καθόλου τον κόσμο του, ούτε μπορούσα να μεταβολίσω τη μουσική ούτε να καταλάβω τις αναφορές του γιατί ξεριζώθηκε απ’ το χωριό του και ήρθε στη ζούγκλα της Αθήνας. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα, ήξερα μόνο αυτήν τη ζούγκλα, δεν είχα ιδέα απ’ την αγροτική ζωή. Δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε σε τίποτα βασικό. Αλλά κάπου στο βάθος υπήρχε μια αλληλοεκτίμηση. Δεν είχαμε προστριβές. Απλώς ήμασταν άλλοι κόσμοι. Οπότε στο σπίτι σου μεγαλώνοντας έρχονταν καλλιτέχνες όπως ο Καζαντζίδης, ο Κολοκοτρώνης, η Πόλυ Πάνου; Τους έβλεπες αυτούς τους ανθρώπους; Δεν έρχονταν γιατί ο Θόδωρος Δερβενιώτης διαχώριζε με πολύ αυστηρό τρόπο την προσωπική από την επαγγελματική ζωή. Όταν έμπαινε στο σπίτι, έβγαινε το κοστούμι, έμπαινε η φανέλα, και δεν έμπαινε κανείς άλλος. Η σχολή του όμως ήταν πέρασμα. Όταν ήμουν μικρός πήγαινα από εκεί και έβλεπα τους πάντες – από τους αδερφούς Κατσάμπα μέχρι τον Βουτσά. Ο Καζαντζίδης ξημεροβραδιαζόταν εκεί. Τελευταία φορά που τον είδα στο σπίτι μου ήταν στον σεισμό του ‘81, όταν ο πατέρας μου είχε αναγκαστικά μετατρέψει το σπίτι μας σε σχολή και έκανε σε εμάς τα ραντεβού του. Τότε ο Καζαντζίδης ήταν απών απ’ τη δισκογραφία λόγω της διαμάχης του με τον Μάτσα οπότε ερχόταν και συζητούσαν, και μεσολαβούσε ο Δερβενιώτης να βρεθεί μία λύση. Και έτσι απλά έβλεπες τον Καζαντζίδη στο σπίτι σου. Άλλη μια συνηθισμένη ημέρα για σένα. Τώρα πια όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι θρύλοι αλλά τότε καλώς ή κακώς ήταν άνθρωποι με κοντά παντελονάκια και φανέλες, με λάστιχα στο χέρι να ποτίζουν τις αυλές τους κ.τ.λ. Δεν υπήρχε το φωτοστέφανο. Ήταν λαϊκοί – απ’ τον λαό για τον λαό. Όλες οι μεγάλες τραγουδίστριες που σήμερα ξέρουμε (η Πόλυ Πάνου, η Γιώτα Λύδια) ήταν κορδελιάστρες, μοδίστρες, παντρεμένες από μικρές… Ήταν λαϊκές κοπέλες, και που με μια καλή φωνή βγήκαν στη δισκογραφία. Και αυτή δεν είχε τότε την αίγλη που έχει σήμερα ένα σταρ σύστεμ, που έχει παρατρεχάμενους, στυλίστες, “να μιλήσετε με τη γραμματέα μου”… Τότε το σήκωνες εσύ το τηλέφωνο. Έχεις γράψει κάποιο κόμικ σχετικό με το τραγούδι, με τις εικόνες σου; Όχι και ο λόγος που δεν το ‘χω κάνει (ο οποίος όσο τον σκέφτομαι δεν είναι και πολύ σοβαρός), είναι ότι από ένα τέτοιο κόμικ θα λείπει το βασικό: ο ήχος. Θα μου πεις “στο βιβλίο σου δεν θα λείπει ο ήχος”; Ναι, θα λείπει, αλλά εκεί βάζεις μια εγκυκλοπαιδική πληροφορία που δεν θα τη βάλεις στο κόμικ γιατί θα το σκοτώσεις. Το βιβλίο τι είναι; Βιογραφία; Ναι, είναι η βιογραφία του πατέρα μου μέσα απ’ τα μάτια του γιου του. Και το σχετικό link...
-
- 5
-
- σπύρος δερβενιώτης
- μικρός ήρως
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Η Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων φιλοτεχνεί μια «Ωδή στη Γάτα» και μας προσφέρει για το 2023 ένα πρωτότυπο ημερολόγιο με 12 χνουδωτά σκίτσα. Το εξώφυλλο του ημερολογίου με σκίτσο του Σπύρου Δερβενιώτη Οι πρόγονοί τους εμφανίστηκαν στον πλανήτη πριν από περίπου 11 εκατομμύρια χρόνια και άρχισαν να εξαπλώνονται όταν οι άνθρωποι από νομάδες μετατράπηκαν σε καλλιεργητές γης. Οι πρώτοι αγρότες τις κουβαλούσαν μαζί τους όταν μετανάστευαν. Σπύρος Δερβενιώτης Αργότερα, μέσω της ναυσιπλοΐας «κατέκτησαν» κάθε γωνιά του κόσμου. Στην αρχαία Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία λατρεύτηκαν ως ιερές, για τους Ρωμαίους ήταν η ενσάρκωση της ανεξαρτησίας, ενώ για την ιαπωνική κουλτούρα συνιστούν τόσο σύμβολα καλοτυχίας όσο και αναπαραστάσεις δαιμόνων. Κωνσταντίνος Ρουγγέρης Σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, οι γάτες κατάφεραν να συντροφεύσουν τους ανθρώπους, μα και να τους διχάσουν ανάμεσα σε μαγικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες. Ποτέ κανείς όμως δεν φαίνεται να έμεινε αδιάφορος από το πέρασμα της γάτας στον πλανήτη… Σίγουρα όχι οι ζωγράφοι, οι οποίοι στο διάβα των χιλιετιών τής έχουν προσδώσει μια περίοπτη θέση στην ιστορία της τέχνης. Και οπωσδήποτε όχι οι κομιξάδες της σύγχρονης εποχής οι οποίοι, στο πρόσωπο δημοφιλέστατων καρτουνίστικων χαρακτήρων (από την Krazy Kat και τον Φέλιξ μέχρι τον Γκάρφιλντ και τον Μπλάκσαντ) έχουν αποδώσει τις δέουσες τιμές στο αιλουροειδές γένος. Ιάκωβος Βάης Αλήτισσες και αρχόντισσες συνάμα, οι γάτες κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα σκίτσα και τα στριπάκια των ανά την οικουμένη σκιτσογράφων. Για τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων, ένα σκιτσογραφικό αφιέρωμα στα τριχωτά μας φιλαράκια ήταν μονόδρομος: «Δεν ξέρουμε για τον “καλύτερο φίλο του ανθρώπου”, ξέρουμε όμως σίγουρα τον καλύτερο φίλο του γελοιογράφου», διακηρύσσουν. Μαρία Τζαμπούρα «Άνθρωποι που περνάνε πολλές ώρες στο σπίτι κατά μόνας και που έχουν μια εγγενή αλλεργία στις προσταγές, δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν ιδανικότερη χρονιά από μια χρονιά γεμάτη με γάτες! Γάτες καλοκαιρινές, γάτες χειμωνιάτικες. Γάτες σε ραστώνη, σε χειμερία νάρκη και σε οίστρο. Γάτες κουλουριασμένες πάνω μας τα Χριστούγεννα ή στα κεραμίδια την άνοιξη». Πάνος Μαραγκός Έτσι, 12 μέλη της Λέσχης έπιασαν τα πενάκια τους και έφτιαξαν 12 σκίτσα για ισάριθμους μήνες, ώστε να μας συντροφεύουν το 2023 σε ένα πρωτότυπο επιτραπέζιο ημερολόγιο. Περιλαμβάνει σκίτσα των: Κωνσταντίνου Ρουγγέρη, Ιάκωβου Βάη, Τάσου Αναστασίου, Παναγιώτη Μήλα, Πάνου Μαραγκού, Παναγιώτη Μητσομπόνου, Μαρίας Τζαμπούρα, Πάνου Ζάχαρη, Βασίλη Παπαγεωργίου, Πέτρου Ζερβού, Σπύρου Δερβενιώτη, Drani. 📌 Θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία και στο e-shop των σκιτσογράφων: www.cartoonbee.com Κεντρική διάθεση: cartoonbee, Κριεζή 58, Παλλήνη τηλ.: 6944595150 info@cartoonbee.com Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- λέσχη ελλήνων γελοιογράφων
- cartoonbee
- (and 13 more)
-
Από το οπισθόφυλλο: Λος Άντζελες, 2020. Μια φεμινιστική ομάδα απελευθερώνει την Μπίμπι, τη σκλάβα του σεξ που ανήκει στον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο των Η.Π.Α. , ο οποίος είναι μια διχαστική μασκοφορεμένη ιντερνετική περσόνα γνωστή μόνο ως "ο Καρχαρίας". Έναν χρόνο μετά τα γεγονότα του Yesternow , η υπόθεση αυτή φέρνει το δίδυμο Φιλίπο και Γκάφρει σε ολομέτωπη αντιπαράθεση, μπλεγμένους σε ένα περίπλοκο πολιτικό παιχνίδι που στήνεται με αφορμή την αρπαγή της Μπίμπι. -------------------- Ο Σπύρος Δερβενιώτης επιστρέφει στο κόσμο του πολύ καλού κόμικ Yesternow ( παρουσίαση εδώ ) και μας δίνει μια αξιόλογη συνέχεια γεμάτη ίντριγκα και καταπιάνεται με πολλά επίκαιρα θέματα όπως ο φεμινισμός, οι μειονότητες, η εισβολή της τεχνολογίας στην καθημερινότητα μας, ο έλεγχος στο ίντερνετ καθώς και την επίδραση των social media στις αποφάσεις που παίρνουμε (σημαντικές ή ασήμαντες). Πολύ καλό σενάριο και σχέδιο σε μια καλή συνέχεια η οποία καταφέρνει όμως να διαφοροποιηθεί από το πρώτο.
- 14 replies
-
- 19
-
Από το οπισθόφυλλο: Λος Άντζελες, 2019. Η Ντετέκτιβ Τζένιφερ Γκάφρεϊ του LAPD ενώνει τις δυνάμεις της με τον ιδιωτικό ντετέκτιβ και φανατικό ταινιών επιστημονικής φαντασίας Ντικ Φιλίπο για να λύσει μια αλυσίδα φόνων. Όλα τα θύματα είναι ηθοποιοί της δεκαετίας του '80. Όλοι δολοφονήθηκαν μόλις ανακοινώθηκε η επιστροφή τους σε σίκουελ των ταινιών που τους έκαναν διάσημους. Όλοι ετοιμάζονταν να δουλέψουν για τον παραγωγό B. B. Eightiz. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν μια "νεκρή" ηθοποιός εμφανίζεται ξαφνικά στο γραφείο του Ντικ ολοζώντανη και σε νεαρή ηλικία και ο B. B. Eightiz ανακοινώνει άλλο ένα σίκουελ, αρχίζοντας την αντίστροφη μέτρηση για την επόμενη δολοφονία. ------------------ Από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού Comicdom! Serial killer δολοφονεί ηθοποιούς των 80ς με την ανακοίνωση της συμμετοχής τους σε σύγχρονα σικουελ, πως να μη με τραβηξει ένα τέτοιο κόμικ; Εδώ που τα λέμε, όλοι εχουμε ψιλοαγανακτήσει με ατελείωτα κακόγουστα remakes & sequels των 80ς. Υπήρξαν και διάφορα πετυχημένα φυσικά, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει κανεις την υπάρχουσα έλλειψη φαντασιάς, την αγοραπωλησία νοσταλγίας και το ξεζούμισμα παλιότερων δεκαετιών απο την κινηματογραφική βιομηχανία. Πίσω στο κόμικ. Με αυτήν την έξυπνη ιδέα ο Δερβενιώτης φτιάχνει ένα πολύ καλό αστυνομικό/scifi κόμικ (και όχι καλό κόμικ για ελληνικό). Είναι ένας φόρος τιμής στα 80ς, με καυστική χιουμοριστική ματιά, με δεκάδες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, easter eggs (μέρες που είναι ), καλή ανάπτυξη χαρακτήρων, αληθοφανείς διαλόγους με πετυχημένες ατακες, σωστή ροή χωρίς κοιλιές, που παρά το μέγεθος του κόμικ δεν κουράζει. Σχεδιάστικά είναι ίσως η πιο ώριμη δουλειά του Δερβενιώτη, με πολύ καλή σκηνοθεσία και σωστή ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι του παει περισσότερο το ασπρόμαυρο τελικά και αναδεικνύει καλύτερα τις δυνατότητές του. Συνολικά, πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο, χορταστικό κόμικ, που μου άρεσε πολύ και νομίζω πως μπορεί να σταθεί άνετα και στο εξωτερικό. Ανυπομονώ και για άλλες αντίστοιχες δουλειές πολύ ενδιαφέρον άρθρο για το κόμικ, με σχόλια του δημιουργού εδώ
- 13 replies
-
- 27
-
- σπύρος δερβενιώτης
- 2017
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Αντιγραφή από το οπισθόφυλλο Είμαι σίγουρος ότι και μόνο στο άκουσμα του τίτλου το μυαλό σας πήγε στο πονηρό. Τουλάχιστον το δικό μου εκεί πήγε. Κι ενώ περίμενα να διαβάσω το όνομα κάποιου άλλου κόμιστρα στο εξώφυλλο (πχ του Κιουτσιούκη) βλέπω να φιγουράρει φαρδύ πλατύ εκείνο του Σπύρου Δερβενιώτη (aka @ derveniotis )! Όπως και να το κάνουμε επήλθε μία αρχική σύγχυση, αλλά τελικά όλα μπήκαν στην σωστή τους θέση. Το παρόν άλμπουμ είναι, λοιπόν, το νέο πόνημα του βετεράνου κι αγαπημένου δημιουργού, ο οποίος επιστρέφει κι επιχειρεί να ρίξει χιουμοριστικό φως σε πολλές πτυχές του πολιτικού σκηνικού που έφερε η έλευση του 20ου αιώνα. Πρωταγωνιστές σε αυτό το ταξίδι είναι τα μέλη μίας οικογένειας, από αυτές που θα τις χαρακτηρίζαμε από τζάκι και πάντα βρισκόταν στα κατάλληλα σημεία του πολιτικού ενδιαφέροντος. Γινόμαστε, λοιπόν, μάρτυρες της πορείας της συγκεκριμένης οικογένειας και την θέση που εκείνη επέχει σε πολλά μεγάλα γεγονότα του αιώνα που μας πέρασε και μέσω αυτής καταλαβαίνουμε τον τρόπο που λειτουργεί η πολιτική στην πιο αηδή της μορφή. Το κόμικ είναι δομημένο με την μορφή μονοσέλιδων ή δισέλιδων στριπ, τα οποία είχαμε γνωρίσει στο περιοδικό "Unfollow" και που τώρα οι καιροί ωρίμασαν, ώστε να έχουμε μία αυτόνομη έκδοση, η οποία περιέχει 90% καινούργιο υλικό, δημοσιευμένο για πρώτη φορά. Όλα ξεκινούν το 2021, όταν ο γιος του Ερμόλαου Κολετζντήρη παρουσιάζει μερικές φωτογραφίες από το οικογενειακό άλμπουμ κι έτσι οι αναπολήσεις ξεκινούν, αρχής γενομένης από το μακρινό 1821. Έπειτα ο αναγνώστης θα ακολουθήσει μία πορεία στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, η οποία δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Το αντίθετο θα έλεγα. Θα δούμε σκηνές από την μικρασιατική καταστροφή, από το Β' Παγκόσμιο, από τον Εμφύλιο, για να συνεχίσουμε με τις δεκαετίες του 1950 και 1960, την χούντα, την έλευση του Καραμανλή, την δημιουργία του ΠΑΣΟΚ, το σκάνδαλο Κοσκωτά, την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, το βαλκανικό ζήτημα, τους ολυμπιακούς αγώνες, τα εγκαίνια του Μετρό, το κλείσιμο της ΕΡΤ και φυσικά δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα μνημόνια, η ομοφοβία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός και το προσφυγικό. Όλα τοποθετημένα σε μια ευθεία χρονική γραμμή. Το χιούμορ του Δερβενιώτη είναι βιτριολικό κι αριστοτεχνικά δίνει μία κωμική και συνάμα ειρωνική υφή, που μας κάνει να χαμογελάμε και να προβληματιζόμαστε. Κι αυτό γιατί μπορεί να είναι μία απλή σάτιρα, αλλά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι από το συγκεκριμένο είδος κόμικ βγαίνουν οι μεγαλύτερες αλήθειες. Κι ο βετεράνος δημιουργός αποτελεί εγγύηση σε αυτό. Μέσα από τις σελίδες του κόμικ, ο παλιός αναγνώστης θα θυμηθεί τις “μεγάλες” στιγμές του έθνους μας, ενώ ο μικρότερος ηλικιακά, θα πάρει τροφή για σκέψη και περαιτέρω έρευνα. Εν κατακλείδι, η παρούσα δουλειά πιστεύω ότι θα αρέσει στους φανατικούς φίλους του δημιουργού, στους λάτρεις της πολιτικής διακωμώδησης και τους…ανοιχτόμυαλους. Αντενδείκνυται στους ομοφοβικούς και τους Χρυσαυγίτες. Ο εικαστικός τομέας είναι άμεσα συνυφασμένος με το κλίμα της σάτιρας του σεναρίου, με αποτέλεσμα να αναδίδει αρώματα καρικατούρας, που συμπληρώνουν εύστοχα το τελικό αποτέλεσμα. Ο χρωματισμός κυμαίνεται στην κλίμακα του μαύρου και του λευκού, στον οποίο επικρατεί ένα σκούρο φόντο, που όμως δεν κουράζει τα μάτια, δεδομένου ότι το μελάνωμα είναι αρκετά ήπιο. Σαν λάτρης του ασπρόμαυρου, μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε η συγκεκριμένη τεχνοτροπία. Η έκδοση είναι τίμια, με διαστάσεις που αναδεικνύουν το σχέδιο, χωρίς ν’ απαιτείται μεγαλύτερο μέγεθος. Το δέσιμο είναι στιβαρό, ενώ το χαρτί είναι πολυτελές και πέραν του δέοντος παχύ. Στον τομέα του έξτρα υλικού, έχουμε έναν πρόλογο, επιμελημένο από τον Αυγουστίνο Ζενάκο, τον πρώην υπεύθυνο σύνταξης του περιοδικού “Unfollow”, ο οποίος μπορεί να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα με δεξιοτεχνία, αλλά προσωπικά αδυνατούσα να τον κατανοήσω σε όλα τα σημεία του. Επίσης, υπάρχει και μία μικρή εισαγωγή από τον ίδιο τον δημιουργό. Και μετά από μία σελίδα που περιγράφει, σχεδιαστικά, τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν, μπαίνουμε κατευθείαν στο κόμικ. Αφιέρωμα στον Σπύρο Δερβενιώτη Κι ένα βίντεο, αλιευμένο από το YouTube που αφορά το κόμικ
- 7 replies
-
- 15
-
- σπύρος δερβενιώτης
- χαραμάδα
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Μια συζήτηση με τον comic artist Σπύρο Δερβενιώτη με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ. Πώς µπορεί να αφηγηθεί κανείς τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας σε µόλις 96 σελίδες; Ο Σπύρος ∆ερβενιώτης έχει την απάντηση στο κόµικς άλµπουµ «Παλιές πουτάνες» που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Χαραµάδα. Συναντηθήκαµε µε τον κοµίστα και γελοιογράφο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει και την ιδιότητα του υπεύθυνου επικοινωνίας του ΜέΡΑ25, προκειµένου να µιλήσουµε για τη νέα του δουλειά. Πώς προέκυψε λοιπόν αυτό το άλµπουµ; «Όλα ξεκίνησαν το 2013-14 εν µέσω κρίσης. Έγινε τότε η προσπάθεια να βγουν κάποια ΜΜΕ που να είναι διαφορετικά από τα συστηµικά · έτσι ξεκίνησε το “Unfollow”» λέει ο δηµιουργός. Από τους (ελ)λαδέµπορους στους ακροκεντρώους Η ιδέα για το κόµικς «Πουτάνες», όπως εξηγεί, ξεκίνησε µε αφορµή την τότε επικαιρότητα, την υπόθεση µε τον Ανδρέα Λοβέρδο και τις οροθετικές. «Επίσης ειδικά µε τον Αυγουστίνο Ζενάκο µοιραζόµασταν µια εµµονή για το gentrification που γινόταν τότε στον Κεραµεικό, το οποίο ήταν ακόµη εν εξελίξει. Οπότε η ιδέα ήταν ως εξής: σε ένα κτίριο στον Κεραµεικό που ήταν γκαλερί-γραφεία κ.λ.π. διαπλέκονται κάποιοι χαρακτήρες αρχετυπικά ακροκεντρώοι και όλο αυτό το βλέπουµε µέσα από τα µάτια δύο σεξεργατριών που κάνουν πιάτσα από κάτω. Και ο τίτλος αναφέρεται σε όλους εκτός από αυτές τις δύο κοπέλες». Κάποια στιγµή αποφασίστηκε να κυκλοφορήσει µια συγκεντρωτική έκδοση που να περιλαµβάνει το κόµικς. «Ακόµη αριθµούσε γύρω στα 30 επεισόδια και ψάχναµε ιδέες πώς να συµπληρώσουµε την έκδοση. Πάνω εκεί µας ήρθε η ιδέα να πιάσουµε την ιστορία του σπιτιού και των προγόνων των πρωταγωνιστών από το ’50 και µετά, λίγο µετά τον πόλεµο δηλαδή που άρχισε να χτίζεται αυτή η φάση». Για διάφορους λόγους η έκδοση έµεινε στη µέση, όπως λέει ο Σπ. ∆ερβενιώτης, ωστόσο η επέτειος του 1821 στάθηκε χρυσή αφορµή για να κυκλοφορήσει, µε την ιστορία πλέον να ξεκινάει από τότε που ο Κεραµεικός ήταν ακόµη χωράφια και ο ιδρυτής της δυναστείας φορούσε γουρνοτσάρουχα και έβοσκε πρόβατα. «Εκεί κλωτσήσαµε στον τίτλο γιατί είναι πια πολύ πιο παρακινδυνευµένο να έχεις τη λέξη “πουτάνες” σε έναν τίτλο και ειδικά σε µια έκδοση που δεν είναι µέσα σε περιοδικό, µακριά από αδιάκριτα µάτια. ∆εν µπορούσαµε να βρούµε όµως άλλον τίτλο από το “Παλιές πουτάνες” – τίτλος που περιγράφει τους χαρακτήρες σε τόσο πολλά επίπεδα». Και ποιοι είναι αυτοί οι χαρακτήρες; «Όσοι ανήκουν στη βαθιά ∆εξιά – από τους λαδέµπορες της Κατοχής µέχρι σήµερα – και σε αυτό που λέµε ακραίο κέντρο, που είναι απόφυση του σηµιτισµού. Πρόκειται για όλους αυτούς τους λίγο κοσµοπολίτες, λίγο τάχαµου, αλλά πάντα δικτυωµένους και πάντα καβαντζωµένους και πάντα σε όλα τα ΕΣΠΑ και σε όλες τις δουλειές του δηµοσίου, αλλά και για το πώς όλοι αυτοί µαγικά αγκαλιάστηκαν ενάντια στον κοινό εχθρό, την αριστερίλα – να το πούµε λαϊκά. Κάθε χαρακτήρας είναι σύµµειξη τουλάχιστον πέντε έξι αναγνωρίσιµων προσώπων». Μήπως ο ίδιος έχει πρόβληµα µε την «αριστεία»; «Ναι, αλλά αυτή το ξεκίνησε πρώτη» απαντά. Περιγράφει µια ολόκληρη εποχή λέγοντας: «Εν καιρώ ειρήνης, το 2009-10, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλώς η θάλασσα µες στην οποία κολυµπούσαµε όλα τα ψάρια. ∆εν υπήρχε κάτι άλλο και δεν χρειαζόταν να υπάρχει κάτι άλλο γιατί λεφτά υπήρχαν, κανείς δεν νοιαζόταν για τα πολιτικά προτάγµατα. Όταν έσφιξαν τα γάλατα και έπρεπε να πάρεις θέση ή µε τους “φέρ’ τα εδώ” ή µε τους “άσ’ τα κάτω”, τότε άρχισαν να φαίνονται οι στρατεύσεις και οι πραγµατικότητες κάτω από το υπόστρωµα της νηφαλιότητας. ∆εν υπήρχαν πιο διχαστικοί, πιο ακραίοι από αυτούς οι οποίοι γράφανε σεντόνια υπέρ της νηφαλιότητας. Και κάπου εκεί χαλάσανε και τα µέχρι τότε χαρούµενα free press, στα οποία παρέµειναν µόνο οι µουτζαχεντίν και τα ροτβάιλερ µιας συγκεκριµένης ιδεολογίας την οποία υποστήριζαν µε µανία». Η Αριστερά και τα καθαρά σεντόνια της Ευρώπης Μιλάµε για το δηµοψήφισµα του 2015 και την Ευρωπαϊκή Ένωση των τελευταίων χρόνων. «∆εν έµεινε η χώρα στην Ευρώπη, έφυγε η Ευρώπη από την Ευρώπη. Αυτό ζούµε τη δεδοµένη στιγµή. Χύθηκαν τόσα κροκοδείλια δάκρυα για το Grexit και τελικά το βρήκαν από το Brexit. Έφυγε η ναυαρχίδα τους, ο πολιτισµένος αγγλοσαξονικός κόσµος τους αποχαιρέτησε: “Μπάι µπάι, ούτε να σας ξέρουµε”. Αυτό που απέµεινε δεν το λες ενωµένη Ευρώπη». Όπως λέει ο δηµιουργός, αυτό φάνηκε ξανά πρόσφατα στο θέµα των εµβολίων κατά του κορονοϊού. «Υπήρχε µια χλιαρή προσπάθεια ενός ευρωπαϊκού εµβολιαστικού προγράµµατος και όποιος ήταν πιο ισχυρός είχε κάνει τις καβάντζες του και είχε αγοράσει διπλές και τριπλές παρτίδες και η πρόβλεψη ήταν οι υπόλοιποι να µοιραστούν τα ψίχουλα. Το βλέπουµε επίσης στο προσφυγικό. Υποτίθεται ότι χύθηκε τόσος ιδεολογικός ιδρώτας για το σύνορο της Ευρώπης. Από την Ελλάδα παρέλασε όλη η Frontex, µε όλους τους πρωτοκλασάτους να υπερασπίζονται τι; Ένα τείχος. ∆ηλαδή οι ίδιοι που χόρευαν στα ερείπια του τείχους µετά έκαναν ένα τείχος µε χαρά και µε µανία. Και όλη η ενιαία στρατηγική απορρόφησης προσφύγων πήγε στον διάολο όταν η βαθιά Ευρώπη αποφάσισε ότι θα βάλει ένα µαχαίρι στα δόντια και θα πει “σφάξτε όλους τους σκουρόχρωµους, δεν θέλουµε κανέναν στα καθαρά µας σπίτια”». Η κουβέντα στρέφεται στην πανδηµία, την έλλειψη νοσοκοµείων και υγειονοµικού προσωπικού, την έξαρση της συνωµοσιολογίας και την έλλειψη εµπιστοσύνης στην κεντρική εξουσία. Η Αριστερά µπορεί να προσφέρει λύση αυτήν τη στιγµή; «Είχε µια ευκαιρία και την έχασε. ∆εν την έχασε, τη δυναµίτισε. ∆εν τη δυναµίτισε, τη σαµποτάρισε. ∆εν τη σαµποτάρισε, την έχωσε βαθιά. ∆εν την έχωσε βαθιά, χόρεψε στον τάφο της». Για ποιο λόγο ο ίδιος πιστεύει ότι συνέβη κάτι τέτοιο; «Θα µάθουµε σε 30 χρόνια που θα βγουν τα memoirs». INFO Το κόμικς άλμπουμ «Παλιές πουτάνες» του Σπύρου Δερβενιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- σπύρος δερβενιώτης
- παλιές πουτάνες
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Το καινούργιο άλμπουμ «Παλιές πουτάνες» του γνωστού κομίστα και σκιτσογράφου είναι ο δικός του τρόπος υποδοχής της 200ής επετείου του 1821, διατρέχοντας όλες τις εποχές από τη... σωστή πλευρά της Ιστορίας. «Παλιές πουτάνες» είναι ο τίτλος του νέου γκράφικ νόβελ ή άλμπουμ κόμικς του Σπύρου Δερβενιώτη από τις εκδόσεις Χαραμάδα: «Αυτό που ήθελα να δείξω είναι ότι όλοι αυτοί οι πολιτικοί από σόι δεν φύτρωσαν σε ιστορικό κενό, ότι η σωστή πλευρά της Ιστορίας έχει συνέχεια» μας λέει ο εξ απαλών ονύχων κομίστας και γελοιογράφος, που διατελεί υπεύθυνος επικοινωνίας του ΜέΡΑ25. Με λίγα λόγια το «καστ» της ιστορίας, που ξεκίνησε ως σειρά στο περιοδικό «Unfollow», ήταν δύο σεξεργάτριες που έκαναν πιάτσα στον Κεραμεικό έξω από ένα κτίριο όπου στεγάζονταν τα γραφεία ενός πολιτικού γόνου της συντηρητικής παράταξης, μιας γκαλερίστα και ενός χίπστερ-γραφίστα. ● Τι ήθελε να πει ο ποιητής; Ήταν ο καιρός του τζεντριφικέσιον ελληνιστί, δηλαδή του εξευγενισμού του Κεραμεικού, και ταυτόχρονα η κρίση. Η σειρά εικονογραφούσε σε πραγματικό χρόνο την κρίση του 2011-12. Ο τίτλος αναφερόταν σε όλους τους χαρακτήρες, εκτός από τις σεξεργάτριες. Αφορούσε αυτούς τους τυχοδιώκτες που ήταν ικανοί για όλα, ήταν μέσα σε όλα τα κόλπα, πουλούσαν ακόμη και τη μάνα τους. Σαν ένα ντοκιμαντέρ... ● Αυτό το σχήμα ήταν το όχημα για να σχολιάσεις την επικαιρότητα; Για να ερμηνεύσουμε την κρίση και αυτούς που βγήκαν αλώβητοι και κερδισμένοι από αυτήν, χρεώνοντας για τις υπηρεσίες τους ανάλογα με τη «στάση». Το άλμπουμ παίρνει τους ίδιους χαρακτήρες από τους προγόνους τους. Από το 1821 μέχρι σήμερα. Από τότε που ο Κεραμεικός ήταν χωράφι, ξεκινώντας από τον πρώτο πρόγονο του πολιτικού «κωλόσογου», διατρέχοντας όλες τις εποχές, Κατοχή, ΕΡΕ, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ξανά ΠΑΣΟΚ και ξανά Ν.Δ. Όλα τα 200 χρόνια μέσα από τα μάτια των καθαρμάτων, από τους προγόνους μέχρι τους απογόνους, όλο το σόι. ● Γιατί το έκανες; Βρήκαμε εξαιρετικά ενδιαφέρον το να πιάσουμε τη ρίζα του προβλήματος και να πούμε «ρε φίλε, αυτοί δεν φύτρωσαν σε ιστορικό κενό» κι ότι η «σωστή πλευρά της Ιστορίας» έχει συνέχεια. Περιγράφει όλη αυτή την πορεία γιατί ξέρεις, υπάρχει αυτή η τάση εξωραϊσμού του παρελθόντος όπου ανάβουν τα λαμπάκια της νοσταλγίας. Μόνο που για πολλές δεκαετίες τον προηγούμενο αιώνα οι μισοί ήταν στις εξορίες και οι άλλοι μισοί άνοιγαν κεφάλια. Λένε «αχ τότε που είχαμε το ένα και το άλλο», δεν λένε όμως «αχ τότε που είχαμε ξερονήσια» και «αχ τότε που δολοφόνησαν τον Λαμπράκη». ● Δεν υπάρχει μια υπερβολή σε όλα αυτά; Καρτουνιστική αδεία; Όχι, είναι μια άγκυρα στην πραγματικότητα. Ακόμη και την ώρα που τα ζούσαμε θεωρούσαμε ότι ήταν υπερβολικά, μα ήταν όλα για όλα αληθινά. Μια τάση που συνεχίζεται αμείωτη και το 2022... ● Το Δόγμα του Σοκ σε συνέχειες; Σε εβδομαδιαίες ημερήσιες δόσεις. ● Έχεις ιστορικές αναφορές; Είναι μόνο ιστορικές αναφορές, αλλά όχι με τον μανδύα του μαθήματος της Ιστορίας. ● Είναι τόσο στραβό το «κλίμα»; Ναι, ξεκάθαρα. Για την ακρίβεια γέρνει και προς τα δεξιά. ● Με αυτά τα δεδομένα και όσα περιγράφεις βλέπεις διέξοδο; Αυτό είναι το αστείο: μέσα σε αυτό το κλίμα πάντα βλέπω διέξοδο, κόντρα σε κάθε απόδειξη για το ενάντιο. ● Πού τη βλέπεις; Δεν ξέρω, παρ’ όλα αυτά επιζούμε σαν τις κατσαρίδες, αντέχουμε. Το κλίμα είναι ωραίο, η χώρα είναι όμορφη και δυστυχώς μας συμβαίνουν και αυτά τα πράγματα. Η διέξοδος θα είναι πάντα οι χαμένοι των εμφυλίων, αλλά νικητές της ιδεολογικής ηγεμονίας. ● Ναι, κάτι τέτοια δεν λέει και η κυβέρνηση και ο Άδωνις, ότι για όλα φταίει η Αριστερά; «Για όλα αυτά φταίει η Αριστερά» και την ταυτίζει περιέργως με τον κομμουνισμό. Οτιδήποτε δεν φουσκώνει τις τσέπες ενός ολιγάρχη θεωρείται κομμουνισμός. Δεδομένου του πόσοι είναι οι ολιγάρχες, είμαστε μια χώρα γεμάτη κομμουνιστές, οπότε δικαίως ο κάθε Άδωνις ιδρώνει... ● Καλά, έχουμε στείλει στη Βουλή και σκοταδοσούρουπους τύπους, για να μην ξεχνιόμαστε... Μια χαρά συνεργοί αυτού του συστήματος ήταν και αυτοί. Αρκεί να θυμηθούμε ποια νομοσχέδια στήριξαν και υπέρ ποιων συγκεκριμένων συμφερόντων ψήφισαν. ● Τελικά είναι η αναμέτρησή σου με την Ιστορία; Τα τελευταία αρκετά χρόνια η παραγωγή κόμικς και γενικότερα κουλτούρας, ακόμη και τηλεοπτικής, δείχνει να σταματά σε θεματολογία που φτάνει το πολύ μέχρι τη δεκαετία του 1930. Έχουμε μια επιστροφή με τα δυο πόδια στο παρελθόν και έναν δισταγμό να αναμετρηθούμε με το παρόν, λες και μας έχει τρομάξει τόσο πολύ που δεν θέλουμε ούτε να ασχοληθούμε. Ελπίζω ότι αυτό το άλμπουμ καταφέρνει να κάνει το παρελθόν πιο κατανοητό, να ενώσει το νήμα με το τότε και να το ξετυλίξει μέχρι σήμερα μπας και βγάλουμε κάποιο νόημα και ξαναπατήσουμε επιτέλους το κουμπί της επανεκκίνησης. ● Υπάρχει τέτοιο κουμπί; Κάθε κουμπί ευχαρίστησης το ψάχνουμε. Και το σχετικό link...
-
- 5
-
- παλιές πουτάνες
- σπύρος δερβενιώτης
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα κάποιοι λίγοι καταφέρνουν να λυμαίνονται τη χώρα, να προσαρμόζονται και να αφήνουν απογόνους. Αυτές οι διαχρονικές «Παλιές Πουτάνες», που διατηρούνται πάντα στον αφρό του συστήματος, βρήκαν στο πρόσωπο του Σπύρου Δερβενιώτη τον βιογράφο τους. Δύο σεξεργάτριες, η Κρίστυ και η Λούλου, ο πολιτικός γόνος Κωνσταντίνος Κολετζντηρής, ο χίπστερ γραφίστας Αντόμπης Γκάραμοντ και η γκαλερίστα Αγρίππη, που είδαν τις ζωές τους να διασταυρώνονται (και τις ζωές όλων των Ελλήνων να επηρεάζονται από αυτή τη διασταύρωση) κάπου στο Μεταξουργείο και στον Κεραμεικό όταν οι «κακόφημες» περιοχές «αναπλάθονταν», δηλαδή περνούσαν στα χέρια νέων επιδρομέων και πλιατσικολόγων, ήταν οι πρωταγωνιστές στις «Πουτάνες» του Σπύρου Δερβενιώτη («Μάνα Ρέιβερ», «Yesternow», «Ουγκ», «Διαρκής Ειρήνη», «Γιατί μας Μισούν» κ.ά.) που δημοσιεύονταν στο περιοδικό Unfollow επί σειρά ετών. Οι «Πουτάνες» μπορεί να πέρασαν στην Ιστορία, αλλά κάποια σκοτεινά σημεία του παρελθόντος των χαρακτήρων δεν φωτίστηκαν ποτέ. Με τις «Παλιές Πουτάνες» (εκδόσεις Χαραμάδα) ο Δερβενιώτης συμπληρώνει όλα τα κενά και πιάνει την ιστορία από το βαθύ παρελθόν της οικογένειας Κολετζντηρή, για να αποδείξει ότι αυτοί που κυβερνούσαν πριν από δύο αιώνες φρόντισαν να διαιωνίσουν το όνομα και την περιουσία τους για να φτάσουν οι απόγονοί τους στο σήμερα αλώβητοι, αλλά και γελοίοι. «Η χαρτογράφηση των τεκτονικών πλακών από επενδυτές, γκαλερίστες, free press, πολιτικούς και χίπστερς που συναποτελούσαν την Πανγαία με το όνομα “Ακραίο Κέντρο” και που συναντήθηκαν σε εκείνο το σημείο της Αθήνας, σε εκείνη την περίοδο της Ιστορίας, ήταν η μαγιά για την κόμικς σειρά που ξεκίνησε εκείνη την περίοδο να δημοσιεύεται στο περιοδικό Unfollow» διευκρινίζει ο Δερβενιώτης στο εισαγωγικό του σημείωμα. Και συνεχίζει εξηγώντας ότι τώρα «ο καμβάς ανοίγει ώστε να μάθουμε το παρελθόν και το μέλλον, την καταγωγή και την κατάληξη αυτών των χαρακτήρων από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα. Λέγεται συχνά ότι “η Ιστορία γράφεται από τους νικητές”. Αν αυτό αληθεύει, δείτε τον τόμο που κρατάτε στα χέρια σας ως το “bonus material”: όλες οι κομμένες σκηνές που θεωρήθηκε σκόπιμο να μείνουν εκτός της κύριας αφήγησης αλλά που εξηγούν ασυνέχειες, λύνουν απορίες και κλείνουν σεναριακές τρύπες». Γυρνώντας λοιπόν πίσω στο παρελθόν, οι αναγνώστες μαθαίνουν το origin των χαρακτήρων σε ένα απολαυστικό πρίκουελ που καταλήγει σίκουελ. Όλα ξεκίνησαν από τον προπάππο Αρείμανθο Κολετζντηρή, βοσκό σε έναν απέραντο γιδότοπο, τον Κεραμεικό επί Τουρκοκρατίας πριν από διακόσια χρόνια. Και συνεχίστηκαν σε κάθε κρίσιμη καμπή της ελληνικής Ιστορίας με την οικογένεια Κολετζντηρή μαζί με άλλες επώνυμες οικογένειες αυτού του τόπου να βγαίνουν αλώβητες από κάθε κρίση ή καλύτερα να αρπάζουν τις ευκαιρίες που φέρνει η κρίση σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο τσιτατολόγιο. Έτσι σε μερικούς απολαυστικούς αναχρονισμούς του Δερβενιώτη στην Επανάσταση του 1821 αυτοί οι «πατριώτες» κατηγορούσαν τον «λαϊκισμό» των εξεγερμένων, απειλούσαν ότι οι Τούρκοι «θα μας πετάξουν έξω από το γρόσι» και διαμαρτύρονταν ότι «για την Τριπολιτσά δεν λέτε κουβέντα», μετά την Καταστροφή της Σμύρνης εκμεταλλεύτηκαν τους πρόσφυγες, το 1941 συνεργάστηκαν με τους ναζί και το 1945 με τους Άγγλους, τη δεκαετία του 1960 αποθέωσαν την ΕΡΕ και τον Καραμανλή, το 1973 είδαν «κάτι αλήτες» να μπαίνουν στο Πολυτεχνείο, το 1981 τρόμαξαν από τα λαϊκά μουστάκια, τα δασύτριχα στέρνα και τα ζιβάγκο του ΠΑΣΟΚ, το 1992 κραύγαζαν «το όνομά μας είναι η ψυχή μας» και πάει λέγοντας. Με το σαρκαστικό του χιούμορ και με μια μοναδική αίσθηση ειρωνείας σε κάθε φράση, ο Δερβενιώτης πλάθει ένα αξεπέραστο χρονολόγιο της μίζας, της αρπαχτής, της διαπλοκής και της υποκρισίας στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν αυτοί που πάντα φρόντιζαν να διαιωνίσουν το είδος τους και, διόλου περίεργο, βρίσκονται ακόμα και σήμερα στην καρδιά κάθε εξουσίας. Το πιο σπουδαίο είναι όμως πως δεν παρουσιάζονται ως ανίκητοι ή πανέξυπνοι. Ως ηλίθιοι, ψεύτες και απατεώνες παρουσιάζονται. Ως ανθρωπάκια δειλά που αναπαράγονται μένοντας γαντζωμένα σε έναν «προαιώνιο» μηχανισμό απομύζησης και αφαίμαξης του Δημοσίου, των κοινών κόπων, των συλλογικών προσπαθειών τις οποίες καταγγέλλουν για να τις εκμεταλλευτούν. Ο μηχανισμός είναι ανίκητος, τα ανθρωπάκια όχι. Κι ο Δερβενιώτης φαίνεται να αναρωτιέται: «Ως πότε;» Κι ακόμα περισσότερο «ως πότε» αυτή η δράκα των απολογητών κάθε ιστορικού εγκλήματος θα το μεταβαπτίζει σε σωτηρία και θα αναθεωρεί το παρελθόν για να αδράξει το μέλλον; Το επισημαίνει υποδειγματικά ο Αυγουστίνος Ζενάκος στην εξαιρετική εισαγωγή του: «[…] Το θέμα ήταν και εξακολουθεί να είναι πως ο μετασχηματισμός της δημόσιας συζήτησης που η ακροκεντρώα τεχνολογία εν πολλοίς πέτυχε όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν μόνο μια προσπάθεια επείγουσας παρέμβασης στο παρόν: πίσω από τις κροκοδείλιες εκκλήσεις για μετριοπάθεια, υπέρβαση του διχασμού και πολιτικό πολιτισμό, διεξαγόταν μια επιχείρηση που αναθεωρούσε αφηγήσεις και παραδοχές που συνιστούσαν – ή έτσι πιστεύαμε – την ίδια τη βάση της πολιτικής συναίνεσης. Ξαφνικά ήταν όχι μόνο θεμιτό αλλά και ζωτικό να συζητηθεί αν τα Τάγματα Ασφαλείας είναι λίγο παρεξηγημένα, καθότι – “ας μη φοβόμαστε πια να το πούμε” – μας σώζανε από το να γίνουμε Αλβανία∙ αν ο Μελιγαλάς ήταν ένα έγκλημα ισάξιο με τις θηριωδίες των Ναζί, όπως στο κάτω κάτω και ο σταλινικός ολοκληρωτισμός που ήταν το πρότυπό του· αν το μετεμφυλιακό κράτος, παρά τις όποιες υπερβολές του, δεν εδραίωσε στην πραγματικότητα τη θέση της χώρας στο δυτικό στρατόπεδο και έθεσε τις βάσεις για την ασφάλεια και την ανάπτυξη∙ αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου πρέπει να συνεχίσει να θεωρείται θετικό γεγονός, πόσο μάλλον να τιμάται, παρότι ανέκοψε τον δρομολογημένο εκδημοκρατισμό της χούντας, συνεισφέροντας κι αυτή στην τραγωδία της Κύπρου…». Στον συμφεροντολογικό αναθεωρητισμό αυτού του είδους αντιστέκεται σθεναρά ο Δερβενιώτης αποκαλύπτοντας, ξεμπροστιάζοντας τους διαχρονικούς εκπροσώπους του και αποδίδοντάς τους στην απόλυτη γύμνια τους από το μακρινό «τότε» μέχρι το συγκεκριμένο «σήμερα». Με στόχο όχι να φύγουν οι «Παλιές Πουτάνες» και να 'ρθουν καλύτερες νέες, αλλά να συντριβεί το κύκλωμα που τις συντηρεί και τις αναπαράγει. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- παλιές πουτάνες
- σπύρος δερβενιώτης
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Το καινούριο κόμικ του Σπύρου Δερβενιώτη διατρέχει 200 χρόνια ελληνικής ιστορίας με ήρωες κάποιους τύπους που μπορεί να μην ξέρετε αλλά σίγουρα κάτι σας θυμίζουν. Συνέντευξη στον Παναγιώτη Μένεγο. Η ιστορία του κόμικ ξεκινά – τι άλλο; – 200 χρόνια πριν. Τόσο πίσω αναζητά ο δημιουργός τις ρίζες των πρωταγωνιστών του: της οικογένειας Κολετζντήρη που, κάπως τα κουτσοκαταφέρνει, και για τους επόμενους δύο αιώνες «και με χιόνια και με κρύα» επιβιώνει σε μια Ελλάδα που γίνεται διαδοχικά ανεξάρτητο κράτος, βασίλειο με Βαυαρούς επιστάτες, βαλκανική δύναμη με σύνορα ακορντεόν, έδαφος στρατηγικής σημασίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, βασιλευόμενη-κοινοβουλευτική-καταλυμένη δημοκρατία, «σοσιαλιστική», «εκσυγχρονισμένη», Ολυμπιακή, «μνημονιακή», «πρώτη φορά Αριστερή». Με ένα διαχρονικό μαράζι να είναι μια χώρα «κανονική». Οι πρωταγωνιστές του είναι ευέλικτοι, ευπροσάρμοστοι, εύκαμπτοι και ότι άλλο από -ευ χρειάζεται προκειμένου να βρίσκονται πάντα στο κάδρο. Τους παρακολουθούμε σε επιλεγμένα σημεία αυτής της περιόδου (ίσως όχι με τα σημεία αναφοράς που φαντάζεστε – ποιος δεν συνδέει άλλωστε το 1922 με τα «81 χρόνια πριν κυκλοφορήσει η Πολίτικη Κουζίνα;») να συμμετέχουν και να αντανακλούν τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και ψυχοσύνθεσης. Να εξελίσσονται σε αυτό που λέει ο τίτλος του άλμπουμ («Παλιές Πουτάνες»), αλλά να βρίσκουν (;) και τον δάσκαλο τους από την Λούλου και την Κρίστυ, δύο κορίτσια που ασκούν το παλιότερο επάγγελμα του κόσμου. Κι όλο αυτό το ταξίδι συμβαίνει με «εμφυλιοπολεμικό» χιούμορ και μπόλικες ποπ αναφορές (γραμμένες πάντα με ελληνικούς χαρακτήρες) που ξεχειλίζουν από το μόνιμα λυμένο ζωνάρι του Σπύρου Δερβενιώτη που, μετά τα Yesternow και Shark Nation, «μένει Ελλάδα» επιστρέφοντας στο πρόσφατο παρελθόν (του). Η ιδέα του κόμικ από την άλλη ξεκινά στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Δημοσιευόταν με την υπογραφή του Δερβενιώτη κάθε μήνα επί 4 χρόνια στο περιοδικό Unfollow. Με αφετηρία μια περίοδο στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, εκεί που είχε απότομα διακοπεί το «αθηναϊκό όνειρο» ενός εξευγενισμένου Μεταξουργείου, αλλά και παράλληλα το ήθος της εποχής αποτυπωνόταν στην χυδαία ιστορία της διαπόμπευσης των οροθετικών. Από εκεί προκύπτει τόσο ο τίτλος, ο χωροχρόνος που κορυφώνεται η δράση αλλά κι ο κομβικός ρόλος των σεξεργατριών στην πλοκή. Γύρω τους πολιτικοί γόνοι, χίψτερ γραφίστες, γκαλερίστες με σβησμένο παρελθόν και λοιποί παρατρεχάμενοι διαπλέκονται χωρίς αιδώ και (όσο τα πράγματα ζορίζουν) χωρίς προσχήματα… Οι Παλιές Πουτάνες δεν είναι κάτι σαν η ελληνική εκδοχή του Τι Ωραίο Πλιάτσικο!; Δεν ψάχνω να αθωώσω κανέναν, αλλά καπιταλισμός χωρίς παράσιτα μπορεί να υπάρξει; Ναι; Όχι; Ίσως; Δε θα μάθουμε ποτέ, γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε καπιταλισμό. Καπιταλισμός σημαίνει κεφάλαια και συσσώρευση αυτών. Το «δανείζομαι απ’ το κράτος για να αγοράσω μια υποδομή του κοψοχρονιά και να το δέσω με ρήτρα που θα με πληρώνει ακόμα κι όταν έχω χασούρα», που είναι το mondus operandi του εν Ελλάδι «επιχειρείν», από τη Frapport μέχρι τους «εντερπρενέρ της ενέργειας», είναι άλλο σύστημα: αυτό που συνοπτικά αποκαλούμε «σοσιαλισμός των πλουσίων» κι αν θέλουμε πιο επιστημονική ονομασία, την προσφέρει ο τίτλος του άλμπουμ. Οπότε το καίριο ερώτημα δεν είναι αν μπορεί να υπάρχει καπιταλισμός χωρίς παράσιτα, αλλά αν μπορούν να υπάρξουν τα παράσιτα αν ξαφνικά σταματήσει να τους φέρνει το σκουλήκι στο στόμα μια κρατική μαμά χήνα. Νομίζω, ελπίζω, ότι οι 96 σελίδες του άλμπουμ τεκμηριώνουν την απάντηση. Τα 5 απαραίτητα προσόντα για να γίνεις κάποια μέρα «Παλιά Πουτάνα»; Αν αποσυνθέσεις μια Παλιά Πουτάνα, θα μείνει ένα Τζάκι, μια καλά δικτυωμένη χούφτα ευνοημένοι αυλοκόλακες, μια αίσθηση ότι το Σύμπαν σου χρωστάει και λίγο λαδάκι απ΄ τη μαύρη αγορά. Που σημαίνει ότι με άλλα τόσα μπορείς να την ξαναφτιάξεις. Διαβάζοντας τα εισαγωγικά σημειώματα της έκδοσης, το δικό σου και του Αυγουστίνου Ζενάκου, να τι σκέφτηκα: 2022 πιάνουμε, μήπως είναι λίγο πασέ να τα βάζουμε ακόμα με το «ακραίο κέντρο»; Μήπως είναι πια απλά ένας «βολικός εχθρός» προορισμένος να ξοδεύεται στα σόσιαλ μίντια χαρακώματα, ενώ γύρω μας ο κόσμος κυριολεκτικά καίγεται ή χάνεται; Δεν ξέρω τι σημαίνει «2022 πιάνουμε», αν μη τι άλλο είναι 22 χρόνια αργότερα από τη χρονιά που θα είχαμε jetpacks και διαστημικές αποικίες. Αντίθετα, έχουμε σταγονίδια της ΕΠΕΝ σε υπουργικες θέσεις, το μισό cast από το “Magdalene sisters” να χαράσσουν πορεία στην Παιδεία και τον Πολιτισμό, τα ΜΜΕ στα χέρια του Κορλεόνε, του Τατάλια και του Mπαρζίνι κι ένα μανιακό ξαναγράψιμο της Ιστορίας με τους δοσίλογους στο ρόλο του ήρωα και την Αντίσταση στο εδώλιο. Κι όλα αυτά υπό την εποπτεία ενός επικοινωνιακού ολογράμματος που χρειάστηκε σεμινάρια εκατομμυρίων για να μάθει να λέει «συμπολίτες μου». Όλο αυτό το “1950 reboot”, το Ακραίο Κέντρο το αποκαλεί «κανονικότητα» κι «επιτέλους γίναμε κανονικό ευρωπαϊκό κράτος», το οποίο είναι σχετικά ακριβές αν για σένα η Ευρώπη περιορίζεται στην Ορμπανοκρατούμενη «ζώνη Βίσεγκραντ». Δαιμονοποιώντας σταδιακά την τελευταία δεκαετία οτιδήποτε ορθολογικό ως «τεχνοκρατικό», οτιδήποτε μοντέρνο ως «χίψτερ», οτιδήποτε μεταρρυθμιστικό ως «φιλελέ», μήπως η «Αριστερά της προόδου» εκχώρησε ένα κομμάτι αυτού που θα έπρεπε να είναι και συμβιβάστηκε με την κνίτικη πλευρά της; Υπάρχει μια υπέροχη σκηνή στη Λίστα του Σίντλερ όπου ο Όσκαρ Σίντλερ διαβεβαιώνει τον Εβραίο λογιστή του ότι έχει εξασφαλίσει γι αυτόν «ειδική μεταχείριση». Ο λογιστής του υποδεικνύει ότι «οι διαταγές από το Βερολίνο αναφέρουν όλο και συχνότερα τον όρο Ειδική Μεταχείριση, ελπίζω ότι δεν εννοείτε αυτό». Ο Σίντλερ απαντά ελαφρώς ενοχλημένος «Προνομιακή μεταχείριση, οκ; Πρέπει να εφεύρουμε καινούργια γλώσσα;». «Νομίζω πως ναι», έρχεται η απάντηση. Μακριά από μένα η εύκολη αναγωγή στο Ολοκαύτωμα για οτιδήποτε δε μας αρέσει, το τονίζω, αλλά ας κρατήσουμε μια ουσία η οποία επαναλαμβάνεται στο χρόνο και στα καθεστώτα: τη χρήση του Newspeak ώστε οι λέξεις να επανεγγράφονται στις συνειδήσεις ως το αντίθετό τους. Αυτό ήταν κι είναι βασικός εξοπλισμός του οπλοστασίου του Ακραίου Κέντρου. Ελευθεραγορίτες που ζουν αποκλειστικά από Κρατικές Επιδοτήσεις, Φιλελεύθεροι υπέρ Βαριάς Αστυνόμευσης, Τεχνοκράτες που παραγγέλνουν τα Έργα σε ανύπαρκτες εταιρείες που στήθηκαν την προηγούμενη του διαγωνισμού, σκίζουν τα ιμάτιά τους που δεν ανοίγουν τα καταστήματα και τις Κυριακές ώστε να γίνουμε επιτέλους Ευρώπη (όπου τα καταστήματα είναι θεόκλειστα τις Κυριακές). Είναι καθήκον μας να ξεσκεπάζουμε αυτή την απάτη, είναι επιτακτική ανάγκη να απελευθερώσουμε τις λέξεις. Είναι ζωτικής σημασίας να συμφωνήσουμε για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε, ώστε και η διαφωνία μας επ’ αυτού να έχει ένα νόημα, και κάποιο κοινωνικό equilibrium να γίνει κάποια στιγμή εφικτό. Δεν ξέρω αν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας γινόμαστε κνίτες, ξέρω ότι υπάρχει μια μεγάλη σειρά από χειρότερα πράγματα να γίνει κανείς. «Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές», την ιστορία της κρίσης ποιος την έγραψε τελικά; Ή αλλιώς, ποιος νίκησε; Η ιστορία της κρίσης δεν τελείωσε. Το κεφάλαιο της πανδημίας είναι απλά το S02E01. Οι γνώριμοι πρωταγωνιστές επανέρχονται σε καινούργια επεισόδια του saga: η ΕΚΤ, η «ποσοτική χαλάρωση» (το περίφημο «λεφτόδεντρο» που υπάρχει πάντα για τις Τράπεζες αλλά ποτέ για τον Μπάμπη), το Eurogroup, το «ποτέ δεν αφήνουμε μια καλή κρίση να πάει ανεκμετάλλευτη» είναι και πάλι εδώ, για να μας μαγνητίσουν στις οθόνες μας πριν το δραματικό φινάλε (ακολουθούν spoilers). Εικάζω ότι όταν συμπληρωθεί το box set, θα καταγραφεί όπως η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: η αδυναμία συντήρησης ενός Imperium θα αποδοθεί στους «βαρβάρους προ των πυλών». Διαλέγω τρία στιγμιότυπα του άλμπουμ, διάλεξε μια προσωπικότητα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας για να: ξαναδείτε μαζί το Top Gun/ να ακούσετε ξανά την κασέτα της ΝΔ από τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς / να επισκεφθείτε έκθεση με αντικείμενα οstalgia έμπλεα σοβιετικής ειρωνείας; Μπορώ να πάρω ένα plus one μαζί με το plus one μου; Αν ναι, ξεκάθαρα η παρέα μου θα είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Ναι, και οι δύο. Ταυτόχρονα. Μαζί. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση και είχε ολοκληρωθεί το gentrification του Κεραμεικού (στον οποίο κορυφώνεται το δράμα της ιστορίας σου), θα είχαμε γίνει τελικά το νέο Βερολίνο; Ας ρωτήσουμε στου Ψυρρή και στο Γκάζι που ολοκληρώθηκε: πόσο Kρόϊτσμπεργκ νιώθετε; Προς το παρών βιώνω το τεράστιο “joke is on you, pal”, να γράφω αυτές τις γραμμές από τα Αδούλωτα Εξάρχεια, όπου ένα στενό από το σπίτι μου ήταν τα γραφεία της «Γαλέρας», όπου τραβούσαμε χαρούμενο κουπί κατά του gentrification, και τώρα αν πετάξεις τυχαία μια πέτρα δύσκολο να μην πετύχει μια organic, gluten free «ψαγμένη επιχείρηση» που δεν θα ένιωθε πιο στο σπίτι της στο Μίτε. Από αυτά που «κινδυνέψαμε» περισσότερο να γίνουμε, τι θα προτιμούσες να είχαμε γίνει τελικά; Χώρα του Ανατολικού Μπλοκ το 1949, Κούβα της Μεσογείου το 1981 ή Κοπεγχάγη του Νότου το 2009; Ό,τι και να είχαμε γίνει την ίδια δουλειά θα έκανα, είναι η μόνη σοβαρή απάντηση που μπορώ να δώσω. Και στο τυχόν αντεπιχείρημα ότι σε κάποιες απ’ αυτές τις περιπτώσεις θα μου απαγορευόταν να την κάνω, ω, σας έχω νέα από την «επιτέλους μια κανονική χώρα» όπου δε χρειάζεται να απειλήσεις τους ενοχλητικούς όταν μπορείς απλά να αγοράσεις όλα τα ΜΜΕ. Τελευταία ερώτηση: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια παρουσιάστρια που λέει τις ειδήσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί ο σύζυγος της κι έναν κομίστα που σατιρίζει μια περίοδο στην οποία κεντρικός πρωταγωνιστής υπήρξε ο ηγέτης του κόμματος που ο ίδιος είναι υπεύθυνος Επικοινωνίας; Εσύ κι ο Γιάνης Βαρουφάκης δηλαδή… Μερικά μηδενικά στο «Πόθεν Έσχες», και κάποιες μάλλον οφθαλμοφανείς διαφορές και στο «πόθεν» εκτός απ’ το «έσχες», είναι η αυτόματη απάντηση. Θέλοντας να απαντήσω όσο γίνεται ευθύτερα στο ερώτημα, οφείλω να το επαναδιατυπώσω χωρίς το υπονοούμενο: όντας πλέον μέρος του πολιτικού συστήματος που σατιρίζω, έχω κατά κάποιο τρόπο «άλογο στην κούρσα». Ναι, έχω «άλογο στην κούρσα» με την ίδια έννοια που είχε «άλογο στην κούρσα» ένας Χριστιανός στο Κολοσσαίο. Μια ακριβέστερη περιγραφή της σχέσης μου με το κόμμα και τον Γιάνη θα ήταν η εξής: «τύπος που θυσίασε μια θέση στο Τραπέζι για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια με ήσυχη συνείδηση», συνάντησε «τύπο που θυσίασε μια θέση στο Τραπέζι για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια με ήσυχη συνείδηση». Βέβαια μέχρι στιγμής καταφέραμε να μην προλαβαίνουμε ούτε να κοιμηθούμε, αλλά τουλάχιστον «δεν κοιμόμαστε» με ήσυχη συνείδηση. Σε μια συγκυρία που οι περισσότεροι κουμπώνουν μισό «Μπακάκο» χάπια για να αντέξουν την καθημερινή τους εργασία, εγώ κατάφερα να έχω μια καθημερινή δραστηριότητα που με σώζει από να κουμπώνω μισό «Μπακάκο» χάπια. Εύχομαι στην οποιαδήποτε «παρουσιάστρια» και τον οποιοδήποτε «σύζυγό» της να το καταφέρουν κι αυτοί κάποια στιγμή. Και το σχετικό link...
-
- 2
-
- παλιές πουτάνες
- σπύρος δερβενιώτης
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ανθολογία με έργα 14 δημιουργών για την κατοχή. Τα ολιγοσέλιδα κόμικ είχαν δημιουργηθεί για την ομώνυμη έκθεση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2016 στο πολιτιστικό κέντρο Μελίνα Μερκούρη. Στην ανάρτηση για την εκδήλωση μπορείτε να δείτε τις διαφορετικές τεχνοτροπίες των δημιουργών καθότι το σκανάρισμα σελίδας από το κόμικ είναι δύσκολο. Απ'ότι βλέπω ο μόνος που λείπει από την ανθολογία είναι ο Γεώργιος Τραγάκης. Περιεχόμενα: σ.5 Πρόλογος, Γιάννης Κοκουλάς σ.7 Εισαγωγή, Μενέλαος Χαραλαμπίδης σ.12 Μαύρες Ελιές, Τόμεκ Γιοβάνης σ.17 Ο Τερματοφύλακας μιλάει για τον Μεγάλο Αγώνα, Γιώργος Γούσης σ.22 Σκιές στο Μνημείο, Σπύρος Δερβενιώτης σ.27 Το Φιλί, Πέτρος Ζερβός σ.32 Το Πείραμα, Δημήτρης Καμένος σ.37 Πουθενά, Λέανδρος σ.42 Das Roastbeef, Τάσος Μαραγκός σ.47 Το Ρεβίθι, Θοδωρής Μπαργιώτας σ.52 Η Μπερέτα, Αλέξια Οθωναίου σ.57 Η Καπαρτίνα, Αλέκος Παπαδάτος σ.62 Ξεροκόμματο, Θανάσης Πέτρου σ.67 Σουλτς και Σαχτ, Soloup σ.72 Μέλπω, Γιώργος Φαραζής σ.77 Μαθημένοι, Πέτρος Χριστούλιας Πριν από κάθε ιστορία προηγείται μια σελίδα με φωτογραφία του δημιουργού και ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Το κόμικ πρωτοκυκλοφόρησε 30/8 στο 48ο φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο. Διαφορετικές τεχνοτροπίες, διαφορετικές εμπνεύσεις, διαφορετικές αφηγήσεις. Αλλού είναι καθαρή μυθοπλασία, αλλού είναι ιστορίες της προφορικής παράδοσης, αλλού μεταφορές λογοτεχνικού έργου, αλλού απόδοση ιστορικών γεγονότων. Άνισο, όπως ίσως κάθε ανθολογία, αλλά ενδιαφέρον. Κάποιες ιστορίες μου μίλησαν πολύ. Σχετικά άρθρα 14 δημιουργοί για την απελευθέρωση της Αθήνας [Ιατρού Γιάννης, efsyn.gr, 31/08/2019] Η κατοχική Αθήνα με την πένα των σκιτσογράφων [Τζουμερκιώτη Κατερίνα, Έθνος, 10/10/2016] Ένα γλυκό ξημέρωμα [Αντωνόπουλος Γιάννης, edromos.gr, 11/10/2016]
- 3 replies
-
- 17
-
- jemma press
- ένα γλυκό ξημέρωμα
- (and 9 more)
-
Το Comic Cultura, ένα δωρεάν ψηφιακό περιοδικό κόμικς που γεννήθηκε μέσα από τη συνεργασία διαφόρων sites, blogs και άλλων ανθρώπων που αγαπούν την 9η τέχνη. Το Comic Cultura επιδιώκει από τα πρώτα του βήματα να μιλήσει για τα κόμικς αλλά και να δώσει πάτημα σε καλλιτέχνες να εκθέσουν τα έργα τους στις σελίδες του. Στις σελίδες του περιοδικού υπάρχουν κριτικές σε κόμικς, παρουσιάσεις, συνεντεύξεις, άρθρα και αφιερώματα, αλλά και εικονογραφήσεις και κόμικς από νεότερους αλλά και από καταξιωμένους δημιουργούς που με θέρμη αγκάλιασαν απ’ την πρώτη στιγμή την προσπάθεια του Comic Cultura. Μετά από 6 τεύχη ψηφιακής κυκλοφορίας, το 7ο τεύχος έρχεται για πρώτη φορά έντυπο! Τυπωμένο σε περιορισμένα αντίτυπα θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο βιβλιοπωλείο Red n’ Noir, σε μια παρουσίαση του περιοδικού όσο και του κεντρικού του θέματος, τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις του Τρόμου στα κόμικς. Το horror είναι από τα δημοφιλέστερα είδη κόμικς τις τελευταίες δεκαετίες. Στην Αμερική η ανάπτυξη του είδους έρχεται μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι να αντιμετωπίσουν ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών και τη σκληρή λογοκρισία του Κώδικα Δεοντολογίας των Κόμικς (Comics Code Authority), και να περάσουν στην underground κουλτούρα. Τα horror κόμικς επίσης αναπαριστούσαν τις κοινωνικές αντιλήψεις μιας εποχής. Ειδικά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μιας υπαρκτής απειλής. Οι γυναίκες είχαν βγει από τα σπίτια τους, στην αγορά εργασίας, είχαν γίνει πιο δυναμικές και αποτελούσαν «κίνδυνο» για μεγάλο κομμάτι του αντρικού πληθυσμού, που μόλις είχε επιστρέψει από τον πόλεμο. Δεν ήταν σε θέση να αφομοιώσουν τη νέα συνθήκη, η αβεβαιότητα ήταν έκδηλη, ζητούσαν την επιστροφή των γυναικών στην πρότερη «ασφαλή» κατάσταση. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα θα μας μιλήσουν ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Ίωνας Αγγελής, η συντάκτρια του περιοδικού και ιδρυτικό μέλος του φόρουμ Comicstreet Λένα Τζιογκίδου και ο δημιουργός κόμικς Σπύρος Δερβενιώτης, στο #rednnoir_bookstore_cafe_bar (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη) το Σάββατο, 21 Μαρτίου στις 20:00 Σας περιμένουμε! ==== EDIT!!! Η εκδήλωση αναβάλλεται μέχρι νεοτέρας εξαιτίας της ραγδαίας έξαρσης του κορωνοϊού... Λυπούμαστε πολύ και ελπίζουμε να επανέθουμε σύντομα με νέα ημερομηνία για αρχές Απριλίου...
- 7 replies
-
- 11
-
- λένα τζιογκίδου
- ίωνας αγγελής
- (and 4 more)
-
-
Καταξιωμένοι σκιτσογράφοι, 14 στον αριθμό, με... όπλο το πενάκι τους, τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, έγραψαν τις δικές τους, σκληρές ιστορίες για την Αθήνα της περιόδου 1941-1944. Πείνα, κακουχίες, δολοφονίες, τρομοκρατία και μια απίστευτη σκληρότητα. Έτσι έζησε τη γερμανική κατοχή η Αθήνα (1941-1944), ενώ είναι ενδεικτικό πως στον λιμό του χειμώνα 1941-1942 πέθαιναν καθημερινά περίπου 700 άτομα. Εικόνες της πρωτοφανούς αγριότητας που στοίχειωσαν την συλλογή μνήμη, αλλά και καθημερινές στιγμές, με τη ζωή να συνεχίζεται σε πολλά σπίτια, καταγράφει μια ειδική έκδοση, που αποτελεί την πρώτη με ιστορίες της Κατοχής σε κόμικ. Δεκατέσσερις καταξιωμένοι comic artists, χρησιμοποιώντας τεκμήρια και ιστορικά δεδομένα, δημιούργησαν τις δικές τους σκληρές ιστορίες, κάποιες από τις οποίες είναι βασισμένες σε ντοκουμέντα, κάποιες άλλες σε προσωπικές μαρτυρίες και κάποιες μυθοπλαστικές, όλες όμως αφορούν την Αθήνα κατά την ταραγμένη περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. "Πουθενά", Λέανδρος «Στόχος μας δεν ήταν να παρουσιάσουμε ένα ηρωικό πρότυπο. Η Αθήνα την περίοδο εκείνη δεν ήταν μόνο αντάρτες και δοσίλογοι, αντιστασιακοί και μαυραγορίτες, η ζωή δεν ήταν άσπρο-μαύρο. Η κοινωνία έχασε ένα μεγάλο μέρος από τον συνεκτικό της ιστό, αλλά η καθημερινότητα συνεχιζόταν στις γειτονιές και μέσα στα σπίτια. Θέλαμε να κάνουμε ένα πάντρεμα της ιστορίας και της δημόσιας ιστορίας, με εικόνες και λόγια που συγκινούν μέχρι σήμερα», λέει στο «Έθνος της Κυριακής», ο ιστορικός τέχνης και διδάσκων το μάθημα Ιστορία των Κόμικ στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Γιάννης Κουκουλάς, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση μαζί με τον ιστορικό, Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Το βιβλίο έχει τίτλο «Ένα γλυκό ξημέρωμα», δανειζόμενο το αγραμμοφώνητο ρεμπέτικο τραγούδι του ΕΛΑΣίτη λοχαγού, Νίκου Δημόπουλου ή Τούντα, που αφορά το μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Τούντας δολοφονήθηκε λίγες μέρες μετά την τραγωδία της Νίκαιας και κανείς δεν γνωρίζει την μουσική που «έντυνε» τους στίχους του. «Ένα πρωί ξημέρωμα, δεκαεφτά Αυγούστου, οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι για χάρη γούστου», ειρωνεύονταν στο «Ένα γλυκό ξημέρωμα». "Σκιές στο μνημείο", Σπύρος Δερβενιώτης Με τον ίδιο τίτλο παρουσιάστηκε και η έκθεση με τις ιστορίες της κατοχικής Αθήνας, οι οποίες εδώ και έναν μήνα κυκλοφορούν σε έντυπη έκδοση από την Jemma Press και θα παρουσιαστούν σε περίπου έναν μήνα στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της 18ης Έκθεσης Κόμικς και Επιτραπέζιων Παιχνιδιών, που θα γίνει στην Αποθήκη Γ΄ στο λιμάνι. Η έκδοση αυτή διατηρεί την μνήμη μέσω της τέχνης των κόμικς απέναντι στο διαχρονικά απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού. Η αποτροπή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον στηρίζεται στη γνώση της ιστορίας και των γεγονότων. «Όλοι οι comic artists έχουν ως σημείο αναφοράς την ίδια χρονική περίοδο, την ίδια πόλη, την ίδια συνθήκη. Αλλά καθένας τους δημιουργεί μια διαφορετική ιστορία, εξίσου συναρπαστική», δηλώνει ο κ. Κουκουλάς, προσθέτοντας ότι οι σκοτσογράφοι παρακολούθησαν σεμινάρια, workshops και είδαν πλούσιο αρχειακό υλικό πριν σχεδιάσουν το κείμενό τους. "Ο τερματοφύλακας", Γιώργος Γούσης Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες είναι αυτή του Σπύρου Δερβενιώτη, που έχει τίτλο «Σκιές στο Μνημείο» και αφορά στην ηρωική πράξη δύο νέων φοιτητών, του Μανόλη Γλέζου και του Απόστολου (Λάκη) Σάντα, που ανέβηκαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και κατέβασαν την σβάστικα από τον Παρθενώνα, την νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου 1941, χωρίς να λείπει η αντιπαραβολή με τους σύγχρονους εκφραστές της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα και το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Ο Πέτρος Ζερβός, ένας από τους πολύ γνωστούς σκιτσογράφους της χώρας, γράφει την ιστορία της ανατίναξης των γραφείων της ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, τον Σεπτέμβριο του 1942, στην πλατεία Κάνιγγος. Την ανατίναξη οργάνωσαν και εκτέλεσαν στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ και το εγχείρημά τους είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 30 μέλη της ΕΣΠΟ, ανάμεσά τους και ο αρχηγός της, φιλοναζιστής γιατρός, Σπύρος Στεροδήμος. Οι Γερμανοί κατάφεραν να συλλάβουν τα τέσσερα μέλη της οργάνωσης ΠΕΑΝ που ήταν παρόντα, και ο επικεφαλής τους, αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ενώ η νεαρή δασκάλα Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε, μετά από φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, σε στρατόπεδο της Γερμανίας, όπου αποκεφαλίστηκε. Ο Ζερβός σκιτσάρει όλη την ιστορία έγχρωμη και αφήνει ασπρόμαυρη την τελευταία σκηνή, αυτή του αποκεφαλισμού της Μπίμπα. "Φιλί", Πέτρος Ζερβός Ο πολυβραβευμένος, Τάσος Μαραγκός, μελέτησε μια φωτογραφία εποχής από την οδό Σταδίου, που δείχνει ένα μικρό κορίτσι νεκρό με κομμένο το ένα του πόδι. Υπάρχει ένα προηγούμενο στιγμιότυπο από το σημείο που δείχνει το ίδιο κορίτσι αρτιμελές και ένα τραβηγμένο σενάριο -παρότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν- θέλει κάποιους να έκοψαν το πόδι του παιδιού για να το… καταναλώσουν. Αυτή η εκδοχή, που ωστόσο είναι ακραία, περνά μέσα από την ιστορία του Τάσου Μαραγκού, στην οποία μια ομάδα αντιστασιακών εισβάλλουν στην κατοικία ενός Έλληνα δοσίλογου που γευματίζει με τον Γερμανό συνεργάτη του και τους δολοφονούν, ενώ διαπιστώνουν ότι το γεύμα τους αποτελείται από… ανθρώπινα μέλη. "Σουλτς και Σαχτ", Soloup Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι άλλες ιστορίες που τις γράφουν οι: Τόμεκ Γιοβάνης, Γιώργος Γούσης, Δημήτρης Καμένος, Λέανδρος, Θόδωρος Μπαργιώτας, Soloup, Αλέξια Οθωναίου, Αλέκος Παπαδάτος, Θανάσης Πέτρου, Γιώργος Φαραζής, Πέτρος Χριστούλιας. «Πρόκειται για ένα σπουδαίο υλικό, μια ανθολογία ιστοριών κόμικ υψηλής ποιότητας και μοναδική περίπτωση τέτοιας θεματικής σε όλο τον κόσμο», σημειώνει ο κ. Κουκουλάς, προσθέτοντας πως ήδη συζητιέται η μετάφραση του βιβλίου και η κυκλοφορία του σε ευρωπαϊκές χώρες - αργότερα και στην Γερμανία. Και το σχετικό link...
-
- 6
-
- ένα γλυκό ξημέρωμα
- πέτρος ζερβός
- (and 6 more)
-
Soloúp και Δερβενιώτης μιλούν στα “Χ.ν.” για την τέχνη του κόμικ Για την τέχνη του κόμικ σήμερα, την γελοιογραφία, τη σάτιρα αλλά και την κριτική που κατά καιρούς ασκείται δικαίως – αδίκως στους δημιουργούς, μίλησαν στα “Χανιώτικα νέα” δύο από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς. Ο Soloúp (Αντώνης Νικολόπουλος) και ο Σπύρος Δερβενιώτης, βρέθηκαν στα Χανιά με αφορμή το 3ο Chaniartoon που ολοκληρώθηκε χθες στα Χανιά. Soloup: «Η γελοιογραφία πάντα έπαιζε στην κόψη του ξυραφιού» Ο Soloúp (Αντώνης Νικολόπουλος), βρέθηκε στα Χανιά, την περασμένη Παρασκευή όπου στα πλαίσια του 3ου Chaniartoon παρουσίασε την νέα δουλειά του, το graphic novel “Ο Συλλέκτης: Εξι διηγήματα για έναν κακό λύκο”. •“Ο Συλλέκτης: Εξι διηγήματα για έναν κακό λύκο” είναι ένα graphic novel το οποίο αφηγείται το πως η σχέση πατέρα και παιδιού, διαταράσσετε μετά από ένα διαζύγιο μέσα από μία σύγχρονη ιστορία. Ποιο ήταν το έναυσμα να ασχοληθείτε με ένα δύσκολο θέμα όπως το διαζύγιο και οι σχέσεις παιδιών – γονέων; Οι εμπνεύσεις συνήθως έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, είναι πολλά πράγματα που βλέπει ο καθένας μας στο δικό του περιβάλλον. Δυστυχώς όλοι μας έχουμε μία τέτοια εμπειρία στο περιβάλλον μας. Κάτι αντίστοιχο υπήρξε και στον δικό μου κύκλο, που μου έδωσε το ερώτημα τι γίνεται με αυτές τις περιπτώσεις. Απ’ ότι αποδείχτηκε πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Γιατί στο Μουσείο Μπενάκη, που είχαμε περίπου δύο μήνες τον Χειμώνα την έκθεση του “Συλλέκτη” κάναμε στις παράλληλες εκδηλώσεις και μία διεθνή ημερίδα για την γονική αποξένωση. Ηρθαν επιστήμονες από την Ελλάδα, από όλη την Ευρώπη και την Αμερική για αυτό το πολύπλευρο και πολυσύνθετο πρόβλημα. Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο γιατί ο νόμος είναι απαρχαιωμένος ως προς το πως κατανέμονται τα παιδιά στην οικογένεια μετά από ένα διαζύγιο. Συνήθως είναι εναντίον των πατεράδων το πλαίσιο. •Στην Ελλάδα επιλέγουμε τα graphic novel; Εγω κάνω κόμικς γύρω στα 30 χρόνια. Εχω κάνει όλα τα είδη. Αυτό που παρατηρώ από μέσα ως δημιουργός είναι ότι τα graphic novels αποκτούν ένα κοινό που δεν διάβαζα κόμικς αλλά έρχονται κοντά σε αυτή την μορφή οπτικής αφήγησης. •Εχει κάθε είδος το δικό του χώρο ακόμα και σήμερα; Γενικά το κόμικ είναι όπως οποιαδήποτε τέχνη. Δεν είναι ένα πράγμα ενιαίο. Υπάρχουν πολλοί τύποι κόμικς. Εγώ έχω ασχοληθεί με τα περισσότερα από αυτά τα είδη, αλλά τα graphic novels νομίζω ότι έχουν περισσότεροι αφήγηση στο ευρύτερο κοινό. Το καθένα είδος έχει την δική του χάρη και αναφέρεσαι σε διαφορετικά πράγματα, εκφράζεσαι διαφορετικά. •Οι γελοιογράφοι, ειδικότερα στα χρόνια της κρίσης, δέχθηκαν πολλή κριτική. Πιστεύετε ότι υπάρχει όριο στη σάτιρα; Η γελοιογραφία πάντα έπαιζε στο όριο, στην κόψη του ξυραφιού. Ένας τρόπος λειτουργίας της γελοιογραφίας είναι να κάνει τον “τρελό” του βασιλιά. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί τρελοί “έκοψαν” το κεφάλι τους. Οι γελοιογράφοι από την εποχή του 18ου -19ου αιώνα είχαν την δυσμένεια της εξουσίας στην Αγγλία, στην Γαλλία. Δεν είναι κάτι καινούργιο να δέχονται κριτική. Στις μέρες μας, στην Ελλάδα ίσως είναι πιο έντονο γιατί υπάρχει πιο έντονος φανατισμός, πόλωση στα χρόνια της κρίσης και αυτό έχει διαμορφώσει ένα κλίμα ότι αυτός ο γελοιογράφος είναι καλός γιατί είναι κοντά στην ιδεολογία μας και αυτός είναι κακός. •Εχει αντίκτυπο αυτό στην γελοιογραφία; Η γελοιογραφία πρέπει να είναι κάπως ακριβοδίκαιη αλλά το τι είναι ακριβοδίκαιο είναι μεγάλη κουβέντα. Ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε γελοιογράφος σκέφτεται σύμφωνα με τον τρόπο που φαντάζεται τον κόσμο και την ιδεολογία του. Οταν η γελοιογραφία γίνεται εμπαθής τότε γίνεται κακή. Αυτό ισχύει για όλες τις μορφές τέχνης. •Γίνεται αντιληπτή η εμπάθεια μέσα από την γελοιογραφία; Γιατί δεν την αντιλαμβάνονται την γελοιογραφία όλοι με τον ίδιο τρόπο… Είναι το όριο. Θα μπορούσε ο δημιουργός να κάνει κάτι ουδέτερο αλλά κάποιος επειδή είναι ιδεολογικά από την άλλη πλευρά, να το δει ως εμπάθεια. Δυστυχώς πολλές φορές και οι γελοιογράφοι, μπορεί να παρασυρθούμε από μία προσωπική κρίση και να υπερβούμε το όριο στην αυστηρότητά μας, απέναντι στον κρινόμενο. •Έχει αρχίσει να αλλάζει η νοοτροπία ότι το κόμικ είναι για παιδιά; Τα κόμικς τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα έχουν μεγαλύτερη διάδοση, ακόμα όμως το κοινό είναι κάπως περιορισμένο. Παρ’ όλα αυτά το βλέπουμε ότι ο κόσμος αρχίζει να τα πλησιάζει πιο εύκολα και να βγάλει την “ρετσινιά” του παιδικού αναγνώσματος. Σπύρος Δερβενιώτης: «Τα όρια τα θέτει ο δημιουργός» Ο Σπύρος Δερβενιώτης αν και έχει συμμετέχει και στα τρία Chaniartoon, βρέθηκε για δεύτερη φορά στα Χανιά στο πλαίσιο του φεστιβάλ για το οποίο ανέφερε ότι κάθε χρονιά υπάρχει μία εμφανής βελτίωση σε όλα τα επίπεδα της διοργάνωσης. •Έχει αρχίσει να φεύγει η νοοτροπία ότι το κόμικ είναι για παιδιά; Εχει πάρα πολύ η αντίληψη ότι τα κόμικ είναι για παιδιά και έχει αλλάξει μπορώ να πω δεκαετίες τώρα, όχι τα τελευταία χρόνια μόνο. Από τα μέσα τις δεκαετίας του 1980 έως σήμερα νομίζω ελάχιστοι άνθρωποι και πάρα πολλοί αδαής ας το πούμε έτσι, εξακουλοθούν να πιστεύουν ότι τα κόμικ είναι ένα παιδικό αντικείμενο. Από εμβληματικά έργα όπως το Persepolis που είχε γίνει και ταινία, το Maus που ασχολούνταν με το Ολοκαύτωμα και άλλα. Υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες και στην Ελλάδα ένα πάρα πολύ ενήλικο υλικό που έφτασε το κόμικ σχεδόν στο άλλο άκρο, να μην είναι υλικό για παιδιά. Για παράδειγμα εγώ εδώ (στην έκθεση) δεν έχω κάτι που μπορεί να πάρει ένα παιδάκι. Οι μαμάδες πιστεύουν ότι το κόμικ θα είναι για παιδάκια αλλά διαπιστώνουν ότι αυτή η τέχνη έχει φτάσει σε όλο το εύρος που έχει φτάσει π.χ. ο κινηματογράφος. Είναι για όλα τα θέματα, για όλες τις προσλήψεις, φτάνοντας τα πράγματα στα όριά τους. Οπότε θα πρέπει να γίνει και μία προσιμφιλίωση ότι θα δουν κάτι που δεν θα είναι μόνο για παιδάκια. •Οι αναγνώστες επιλέγουν εύκολα τα κόμικ ή είναι επιφυλακτικοί; Ο κόσμος δεν είναι επιφυλακτικός είναι απροετοίμαστος. Γιατί το άλλο πράγμα που έχει γίνει παγκοσμίως, όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι ότι εκεί που τα κόμικς τα έβρισκες παντού, να κρέμονται στα περίπτερα, να είναι στα ψιλικατζίδικα κτλ, εδώ και κάποιες δεκαετίες έχουν συρρικνωθεί στα βιβλιοπωλεία με ό,τι αυτό συνεπάγεται, καθώς πόσος κόσμος πηγαίνει στα βιβλιοπωλεία. Ακριβως επειδή στην Ελλάδα τουλάχιστον έχουμε την ευτυχία να έχουμε διοργανώσεις που είναι μόνο για τα κόμικ που έρχεται ο κόσμος και μαθαίνει το εύρος αυτής της τέχνης και μετά μπορεί να ακολουθήσει και στα βιβλιοπωλεία. •Εχετε ασχοληθεί με την γελοιογραφία. Οι γελοιογραφίες και οι γελοιογράφοι τα τελευταία χρόνια έχουν δεχθεί μεγάλη κριτική δικαίως ή αδίκως πιστεύετε; Και δικαίως και αδίκως έχει γίνει αυτή η κριτική. Οι γελοιογράφοι όπως είναι πάρα πολύ φυσικό ακολουθούν την ρότα της δημοσιογραφίας. Όλη η δημοσιογραφία συνολικά έχει δεχθεί κριτική τα τελευταία χρόνια και αυτό είναι καταγεγραμμένο και όλες τις έρευνες που δείχνουν που είναι το επίπεδο της εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ. Επίσης για κάποιους από τους παλαιότερους αυτό είναι εμφανές και στις αναγνωστικές συνήθειες. •Σε μία γελοιογραφία μπορεί να είναι όλη η ουσία ενός εντύπου. Πόσο εύκολο είναι αυτό για τον δημιουργό; Για τον δημιουργό είναι πάρα πολύ εύκολο, ενώ στον εξωτερικό παρατηρητή μπορεί να φαίνεται πολύ δύσκολο. Η γελοιογραφία έχει τραβήξει το είδος των δημιουργών που ούτως ή άλλως αυτό τους είναι “ψωμοτύρι”. Που θα το έκαναν αυτό έτσι κι αλλιώς, ας πούμε που δεν μπορούν παρά να το κάνουν. Από κει και πέρα εναπόκειται στο ταλέντο τους και στο πόσο συντηρούν μία επικοινωνία πραγματικά με τον κόσμο και όχι με έναν αρχισυντάκτη ή με ένα μεμονωμένο γραφείο όπου του λένε μπράβο οι συνάδελφοι του. Η θα σκέφτεσαι με όρους πώς θα διατηρήσω τη θέση μου, κάτι που δεν είναι εύκολη απόφαση σήμερα με την συρρίκνωση των θέσεων εργασίας, ή πώς θα κάνω την διαφορά. •Εχει όρια η σάτιρα; Όλα έχουν όρια. Τα όρια όμως τα θέτει ο δημιουργός. Αυτός αποφασίζει, και πρέπει να αποφασίζει και την γενναιοδωρία ως προς τα όρια του μέχρι που θα πρέπει να δώσεις στον αναγνώστη αυτό που χρειάζεται ο αναγνώστης και όχι αυτό που επιθυμεί και θα τον κάνει να αισθάνεται βολικά. Αυτό που πραγματικά θα του ανοίξει το μυαλό. •Πόσο έχει επηρεάσει η τεχνολογία το δικό σας μετερίζι; Τους σκιτσογράφους όπως και τους δημοσιογράφους, τους έχει επηρεάσει το γεγονός ότι πλέον είναι ορατός μπροστά μας ο αντίκτυπος του έργου μας. Δεν είναι όπως πριν που το βάζουμε σε μία εφημερίδα, θεσμοποιούνταν μόνο και μόνο από την υπαρξή του και άντε ένας στους εκατό να έγραφε ένα γράμμα στην εφημερίδα που να μας αναφέρει. Τώρα κατευθείαν στα σχόλια στα social media, στις αναπαραγωγές κτλ ο αντίλογος ψεύτικος, παραπλανητικός ή υπαρκτός είναι κατευθείαν μπροστά μας. Αρκετοί από εμάς, τους γελοιογράφους, τους σκιτσογράφους ακόμα και τους αναγνώστες δεν είναι έτοιμοι για αυτό. Πηγή
-
Έξι Έλληνες σκιτσογράφοι αποχαιρετούν το δάσκαλό τους Η πολιτική γελοιογραφία, για να είναι πραγματικά αιχμηρή και εύστοχη, απαιτεί πολλά χαρίσματα. Χιούμορ, ταλέντο, οξύνοια, αντικειμενικότητα, γνώση των ορίων, ήθος. Ο Γιάννης Ιωάννου, συνδύαζε όλα τα παραπάνω και πολλά χαρίσματα ακόμη, γεγονός που τον έκανε τον κατά γενική ομολογία κορυφαίο Έλληνα πολιτικό γελοιογράφο της μεταπολίτευσης. Μέσα από το 'Αντί', τον θρυλικό 'Τρίτο Δρόμο' και πληθώρα μέσων, από εφημερίδες μέχρι και το δικό του μπλογκ, η σατιρική ματιά του Γιάννη Ιωάννου υπήρξε πάντοτε εύστοχη και επίκαιρη. Μα κυρίως, ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, ενέπνευσε πολλούς ακόμη σκιτσογράφους να ακολουθήσουν το δρόμο του και να μάθουν δίπλα του. Σήμερα, μέσα από το Oneman, ήρθε η ώρα κάποιοι από τους μαθητές αυτούς να αποχαιρετήσουν με τα δικά τους λόγια -ή και σκίτσα- τον Δάσκαλο, ο οποίος στις 9 του περασμένου Μαΐου έφυγε από κοντά μας σε ηλικία 75 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα έργο διαχρονικό και παιδευτικό, το οποίο θα αποτελεί για πάντα σημείο αναφοράς. 'Η αρχεία Ελλάδα', το τελευταίο σκίτσο του Γιάννη Ιωάννου στο μπλογκ του, το οποίο δημοσιεύθηκε και στην Εφημερίδα των Συντακτών Σπύρος Δερβενιώτης Προσπαθώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τη σάτιρα του Γιάννη Ιωάννου, και το μυαλό μου είναι κενό. Θυμάμαι πολύ καθαρά (παρ’ ότι παιδί) την πρώτη εντύπωση που μου έκανε η λιτή απέριττη γραμμή και η ιδιόλεκτος του ΚΥΡ. Θυμάμαι πολύ καθαρά (καθ’ ότι έφηβος) την πρώτη φορά που είδα σε δράση τον οδοστρωτήρα που ήταν ο Αρκάς, στον ‘Κόκκορα’. Αλλά δε θυμάμαι την πρώτη φορά που εκτέθηκα στη νευρώδη και διαβρωτική ματιά του Γιάννη, που επηρέασε τη δική μου προσέγγιση όσο όλοι οι υπόλοιποι Δάσκαλοι συνδυαστικά, και ίσως και λίγο παραπάνω. Προσπαθώντας να σκεφτώ γιατί συμβαίνει αυτό, κατέληξα σ’ ένα συμπέρασμα που θέλω να πιστεύω ότι βγάζει νόημα: Ο εγκέφαλός μου κατέγραψε το Γιάννη σα να ήταν Πάντα εκεί. Σαν η οξυδερκής ματιά του, η βίαιη εισβολή του στα άδυτα των μυαλών των Στιβαρών Ηγετών μας στην ησυχία του σπιτιού τους, αυτό το εμμονικά τεκμηριωμένο ξεγύμνωμα των πιο ιδιοτελών κινήτρων κάθε εξουσίας, αυτός ο διαρκής υποτιτλισμός της ζωής που ζήσαμε, να ήταν πάντα εκεί. Σαν, παρ΄ όλο που το έργο του συνιστούσε μια τομή στην ελληνική γελοιογραφία, ταυτόχρονα να έγινε το σημείο μηδέν, ένα event horizon που καμπύλωσε το σατιρικό χωροχρόνο, ενώνοντας το Πριν (την εποχή μιας γλυκιάς. ασφαλούς γελοιογραφίας) με το Μετά (τη Γιακωβίνικη αναίδεια που μας μεταλαμπάδευσαν από το Γαλλικό Μάη οι καλύτεροι εκπρόσωποι της Μεταπολιτευτικής γελοιογραφίας) σε ένα σώμα: την Ευγενή Αναίδεια που τόσους σύγχρονους και κατοπινούς συναδέλφους του καθόρισε. Είναι ένα συμπέρασμα που γλυκαίνει κάπως τη βαθιά θλίψη για την απώλεια ενός βαθιά ευγενικού ανθρώπου που ευτύχησα να γνωρίσω από κοντά. Γιατί σημαίνει ότι, όπως πάντα ήταν, έτσι πάντα και θα είναι εδώ. Μιχάλης Κουντούρης Ήταν λίγο μετά την Άλλη Επταετία όταν συστηθήκαμε με τον Κοσμά τον Ευρωπαίο και το Μεγάλο Αφεντικό. Τους ακολουθήσαμε με την Πρώτη στον Τρίτο Δρόμο, ένα δρόμο που μας οδήγησε στο πιο σημαντικό σταυροδρόμι της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας μετά τη μεταπολίτευση. Πολιτικού σκίτσου και κόμικς γωνία. Εκεί γνωρίσαμε, θαυμάσαμε, εμπνευστήκαμε, επηρεαστήκαμε και αγαπήσαμε τον Γιάννη Ιωάννου. Εκεί, σ ’εκείνη τη γωνία, θέλω να αφήσω αυτό το σκίτσο στη μνήμη του. Να το αφήσω με μια βαθιά υπόκλιση, Όσο βαθύς είναι ο σεβασμός που αισθάνομαι, Όσο βαθιά είναι η θλίψη για το χαμό του. Μια υπόκλιση τόσο βαθιά που δεν θα αφήσει να φανεί το δάκρυ για το δάσκαλο που έφυγε, για το συνάδελφο που χάσαμε για το φίλο που θα μας λείψει. Ο τρίτος δρόμος ορφάνεψε… Πέτρος Ζερβός Τον Γιάννη Ιωάννου τον πρωτοείδα στα γραφεία του Σχολιαστή, μέσα δεκαετίας ’80. Ήταν ήδη γνωστός γελοιογράφος, εγώ στα πρώτα μου βήματα. Όμως δεν ανταλλάξαμε ποτέ κουβέντα! Εγώ πολύ ντροπαλός, αυτός από τη φύση του απόμακρος δούλευε απομονωμένος στο βάθος, σε κάποιο τραπέζι… Τον ξανασυνάντησα το 2006, στα πλαίσια των εκδηλώσεων Πάτρα, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, όπου φιλοξενηθήκαμε Έλληνες και Ευρωπαίοι γελοιογράφοι για να φτιάξουμε επί τόπου έργα με θέμα το Καρναβάλι. Γνώρισα έναν διαφορετικό άνθρωπο! Ήταν κοινωνικός, φιλικός, εξωστρεφής και ένα βράδυ σε τραπέζι, όσοι ξέραμε τον κλειστό του χαρακτήρα, με έκπληξη τον είδαμε να χορεύει! Μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τον άνθρωπο Ιωάννου, όταν στήναμε τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων στη σημερινή της μορφή. Εξαιρετικά ευφυής, με χιούμορ, ολιγόλογος, κάθε του κουβέντα μεστή και καθαρή. Κρεμόμασταν από το στόμα του γιατί πάντα είχε κάτι ουσιαστικό να πει και πάντα έδινε διέξοδο σε πολλές δυσκολίες που προέκυπταν. Ήταν ακέραιος άνθρωπος, με ήθος και πεντακάθαρο βλέμμα. Θυμάμαι, σε κάποιο βραδινό τραπέζι, με έκπληξη να απαξιώνει μπροστά σε άλλους συναδέλφους σκίτσα μου που με τα δικά του κριτήρια έβρισκε «χυδαία»! Αυτό δεν επηρέασε την εκτίμησή μου γι’ αυτόν, αντίθετα μ’ έκανε να σκεφτώ πάνω στη δουλειά μου και να μην κάνω το λάθος να μπερδεύω το χιούμορ με την εμπάθεια!... Ο Γιάννης Ιωάννου ήταν ανοιχτός σε νέους γελοιογράφους που εντάσσονταν στη Λέσχη αλλά και απρόθυμος να δεχτεί όσους δεν θεωρούσε άξιους! Δεν θα μιλήσω για το έργο του. Κατ’ εμέ είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας γελοιογράφος μεταπολεμικά! Η δουλειά του είναι μια τοιχογραφία των τελευταίων δεκαετιών της χώρας. Ένας ιστορικός δεν θα κατανοήσει π.χ. την δεκαετία του ’80, που ήταν καθοριστική ακόμα και για το σήμερα, αν δεν μελετήσει τα αντίστοιχα βιβλία του Ιωάννου! Τα τελευταία χρόνια μια μικρή παρέα γελοιογράφων συναντιόμασταν και εκτός Λέσχης, συχνά με τον Γιάννη. Πάντα ένιωθα δέος και σεβασμό δίπλα του! Ο Γιάννης εξακολουθούσε να είναι για μένα απόμακρος, όχι πια από παραξενιά του χαρακτήρα του αλλά γιατί καταλάβαινα την βαθιά αξία του ως δημιουργού και ως ανθρώπου... Παναγιώτης Μητσομπόνος Αντί κειμένου, ο Παναγιώτης Μητσομπόνος προτίμησε να αποχαιρετίσει τον Γιάννη Ιωάννου με μια διαφορετική μεταξύ τους 'συνομιλία', η οποία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συντακτών το 2017 Πάνος Ζάχαρης Όταν καλείσαι να μιλήσεις για έναν Μεγάλο που έφυγε, φλερτάρεις μοιραία με την αυτοαναφορικότητα. Τον ήξερες; Σε ήξερε; Τι του είχες πει και τι σου απάντησε… Πόσο μάλλον όταν αυτός που έφυγε καθόρισε όχι απλώς τον τρόπο με τον οποίο δουλεύεις αλλά και την ίδια την επιλογή της δουλειάς σου, την επιλογή του –τρίτου;- δρόμου που επέλεξες να τραβήξεις στη ζωή σου. Το αποτύπωμα του Γιάννη Ιωάννου στην Ελληνική Γελοιογραφία, είναι γιγαντιαίο και βαθύ. Τόσο μεγάλο που όσο κι αν το θες είναι δύσκολο να βαδίσεις παράλληλα με αυτό γιατί νιώθεις πως καταλαμβάνει όλο το μονοπάτι που ο ίδιος άνοιξε λίγο πριν το ’80. Έτσι, προχωράς προσεκτικά, βρίσκοντας τα δικά σου μονοπατάκια, τις γελοιογραφικές παρακάμψεις που όμως συχνά, ενίοτε ασυναίσθητα καταλήγουν ξανά στα χνάρια του. Το παρήγορο είναι ότι σε αυτόν τον δρόμο έχεις καλή παρέα. Συναντάς πολλούς, όλους σχεδόν τους φίλους και τους συναδέλφους σου. Άλλους τους βλέπεις μπροστά να προπορεύονται σημαντικά, άλλους στο πλάι, άλλους να ξεκινούν τώρα να τον βαδίζουν. Χάσαμε τον Γιάννη Ιωάννου, αλλά δεν πρόκειται να χαθούμε στον δρόμο του που κάναμε δικό μας. Το σκίτσο της κεντρικής φωτογραφίας μάς το παραχώρησε ευγενικά ο κύριος Πάνος Μαραγκός, ο οποίος προτίμησε να αποχαιρετήσει τον φίλο του με ένα σχέδιο, το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Εφημερίδα 'Έθνος'. Και το σχετικό link...
-
- 3
-
- σπύρος δερβενιώτης
- μιχάλης κουντούρης
- (and 10 more)
-
Στο Comicdom Con 2019 έκανε την εμφάνισή του ένα μικρό κομιξάκι του Σπύρου Δερβενιώτη, που εντάσσεται στο ίδιο σύμπαν με τα Yesternow και Shark Nation. Τοποθετείται χρονικά μετά από αυτά τα δύο, πολύ σύντομα μετά τα γεγονότα του Shark Nation. Δε θα ήθελα να αναφερθώ στην κεντρική ιδέα, καθώς αποτελεί μεγάλο spoiler και για τους δύο τόμους. Ας πούμε, όμως, ότι ο Δερβενιώτης γράφει για το σχέδιο δολοφονίας ενός κορυφαίου πολιτικού προσώπου, ενώ παράλληλα παίζει με το concept του Terminator. Για όσους έχουν διαβάσει τα προηγούμενα, αρκεί να θυμηθούν ένα συγκεκριμένο καρέ (το πιο αστείο κατ' εμέ) του Yesternow και να κάνουν τη σύνδεση με το εξώφυλλο... Περίμενα κάτι τελείως χιουμοριστικό, αλλά ο δημιουργός δεν ξεφεύγει από το κλίμα του Derveniverse. Έχουμε λοιπόν, ένα πολύ έξυπνο κόμικ, στο οποίο θίγονται ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως οι ιντερνετικές κλικοθηρικές σελίδες ενημέρωσης και η υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Αν σας άρεσαν Yesternow και Shark Nation, διαβάστε το. Αν και πιθανώς το έχετε κάνει ήδη...
- 3 replies
-
- 16
-
- σπύρος δερβενιώτης
- 2019
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
-
- 5
-
- σπύρος δερβενιώτης
- shark nation
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Τα κόμικς για να δημιουργήσουν αφηγήσεις και ιστορίες απαιτούν σενάριο και σχέδια. Συχνά, όμως, το πρώτο από αυτά τα θεμελιώδη συστατικά υποτιμάται. Ο σεναριογράφος κόμικς Δημήτρης Βανέλλης μιλά στην «Εφ.Συν.» για τη σημασία του σεναρίου και τη συνεργασία του με σπουδαίους Έλληνες σχεδιαστές. Ο Δημήτρης Βανέλλης είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες σεναριογράφους κόμικς με συνέπεια και διάρκεια στη δουλειά του εδώ και περισσότερα από 25 χρόνια. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς σχεδιαστές (Σπύρος Δερβενιώτης, Ηλίας Κυριαζής, Λάζαρος Ζήκος, Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου κ.ά.) και ιστορικά έντυπα («Βαβέλ», «Σινεμά», «Εννέα» κ.ά.) ενώ επί σειρά ετών υπήρξε μέλος της πρωτοποριακής εικαστικής ομάδας ΜΜ με τον Ηλία Ταμπακέα, τον Σταύρο Ντίλιο, τον Γαβριήλ Παγώνη κ.ά. Τα τελευταία χρόνια προσαρμόζει σε κόμικς μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες σπουδαίων Ελλήνων λογοτεχνών («Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά, «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» των Κωνσταντίνου Καβάφη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Κώστα Καρυωτάκη, Πλάτωνα Ροδοκανάκη, Νίκου Νικολαΐδη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» του Μ. Καραγάτση, όλα σε σχέδια του Θανάση Πέτρου) και τα σχέδιά του για το μέλλον είναι τολμηρά και μεγάλα. Ένα γνωστό αστείο μεταξύ των ανθρώπων που ασχολούνται με τα κόμικς είναι το πόσο «παραμελημένοι» είναι οι σεναριογράφοι. Νιώθετε έτσι μερικές φορές; Όχι και τόσο. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν πάντα μπαίνει μπροστά το όνομα του σχεδιαστή. Είναι επίσης αλήθεια ότι στην πραγματικότητα η δουλειά είναι ακριβώς 50-50 και ότι προφανώς το κόμικς δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε οποιοσδήποτε από τους δύο. Ωστόσο, αυτό το 50% του σχεδιαστή βρίσκεται τοποθετημένο στη «βιτρίνα». Δηλαδή, κάποιος που θα ξεφυλλίσει ένα κόμικς σε βιβλιοπωλείο θα δει σε πρώτη φάση μόνο την εικόνα (το σενάριο έρχεται αφού αρχίσεις να διαβάζεις), οπότε το αν θα τον τραβήξει και θα προχωρήσει παρακάτω, τις περισσότερες φορές εξαρτάται από την εικόνα. Άρα... Έχετε συνεργαστεί μέχρι τώρα με σημαντικούς Έλληνες σχεδιαστές, όπως ο Σπύρος Δερβενιώτης, ο Θανάσης Πέτρου και άλλοι. Πώς καταφέρνετε κάθε φορά να δημιουργείτε κάποιο σενάριο που να ταιριάζει σε συγκεκριμένο σχεδιαστή; Αυτό είναι μία πολυτέλεια που ισχύει σε μικρές και «φτωχές», σε μέγεθος αγοράς, χώρες όπως η Ελλάδα. Η πολυτέλεια, τουλάχιστον όσον αφορά εμένα, έγκειται στο ότι όλους τους κατά καιρούς συνεργάτες τούς γνώριζα από πριν, είχαμε φιλική σχέση και ήξερα και τη δουλειά και την αισθητική τους. Οπότε, γνωρίζοντάς τους, μπορώ, όταν έχω μια ιδέα, πριν καν αρχίσω να την αναπτύσσω, να ξέρω σε ποιον θέλω να την προτείνω, σε ποιον ταιριάζει. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν βρισκόμαστε απέναντι σε «βιομηχανίες» τύπου Marvel, όπου πληρώνεσαι για να εκτελείς παραγγελίες. Στην Ελλάδα δεν ζούμε που δεν ζούμε από τα κόμικς, οπότε ας μη στερούμαστε τουλάχιστον τη χαρά να έχουμε καλή και φιλική σχέση με τον συνεργάτη μας και να ξέρουμε τι του ταιριάζει. Και αυτό αποτελεί συμβουλή και για τους νέους Έλληνες δημιουργούς που ψάχνουν για συνεργάτη, σχεδιαστή ή σεναριογράφο. Απόσπασμα από «Το Γιούσουρι» σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου (εκδ. Τόπος) Τα τελευταία χρόνια δείχνετε να έλκεστε περισσότερο από τις μεταφορές σε κόμικς γνωστών έργων Ελλήνων συγγραφέων του παρελθόντος. Πώς ξεκινήσατε να το κάνετε; Ξεκίνησε από μια ιδέα του επιμελητή των απάντων του Βουτυρά, του Βάσια Τσοκόπουλου, ο οποίος κάποια στιγμή πρότεινε: «Γιατί δεν κάνεις κόμικς το “Παραρλάμα;”» (πρόκειται για το γνωστότερο ίσως διήγημα του συγγραφέα). Η ιστορία δημοσιεύτηκε στο αείμνηστο «9», μετά δημοσιεύτηκε κι άλλη ιστορία του Βουτυρά και μετά ο Θανάσης Πέτρου λέει: «Δεν κάνουμε κι ένα άλμπουμ μόνο με ιστορίες του Βουτυρά;». Κι έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Δεν σας κρύβω ότι στη δημιουργία των δύο άλλων άλμπουμ που ακολούθησαν μας ώθησε η εξαιρετική υποδοχή που γνώρισε το «Παραρλάμα». Πόσο δύσκολο είναι να προσαρμοστούν στην εξ ανάγκης αφαιρετική και γλωσσικά λιτή φόρμα των κόμικς πασίγνωστα λογοτεχνικά έργα; Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και πώς τους ξεπερνάτε; Είναι όντως δύσκολο. Αλλά για να είσαι καλός στη δουλειά σου, πρέπει απαραίτητα να διαθέτεις τη δυνατότητα αυτής ακριβώς της προσαρμογής. Το πρώτο πράγμα στο οποίο πρέπει να τα καταφέρνεις είναι να διακρίνεις τα σημαντικά σημεία της ιστορίας, τα απαραίτητα για τη ροή της αφήγησης και να αναδεικνύεις κυρίως αυτά. Και, φυσικά, σε καθαρά λεκτικό επίπεδο, να μπορείς να προσαρμόσεις με λιγότερα λόγια τα όσα εκτενώς περιγράφει ο συγγραφέας. Επίσης, να ισορροπείς σωστά ανάμεσα στο τι απ’ αυτά που γράφει θα γίνει εικόνα (δίχως να χρειάζεται λόγο) και τι απαιτεί και κείμενο, το οποίο πρέπει βέβαια να είναι λιτότερο, περιληπτικότερο και, όπως σωστά λέτε, αφαιρετικό, διατηρώντας όμως το νόημα και την ουσία τόσο της πλοκής όσο και της σκέψης του συγγραφέα. Αν δεν έχεις αυτές τις ικανότητες, μην κάνεις μεταφορά λογοτεχνικού έργου. Γράψε κάτι δικό σου. Βασικός κίνδυνος είναι το να πλατειάσεις προσπαθώντας να πεις όσα ακριβώς γράφει ο συγγραφέας, με τον τρόπο που τα γράφει, να μην καταφέρεις να βγάλεις την ουσία, να μην κάνεις τον σωστό συνδυασμό εικόνας – κειμένου από κάτι που αρχικά είναι μόνο κείμενο. Τότε υπάρχουν προβλήματα στη ροή ή μπορεί η ιστορία να γίνει βαρετή ή και ακατανόητη. «Φανούρης Άπλας» σε σενάριο Δ. Βανέλλη και Δ. Καλαϊτζή και σχέδια του Σ. Δερβενιώτη (εκδ. Μαμούθ) και «Το Γιούσουρι» σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη και σχέδια του Θανάση Πέτρου (εκδ. Τόπος) Ποιο λογοτεχνικό έργο ξένου συγγραφέα θα θέλατε να προσαρμόσετε σε κόμικς και ποιο πιστεύετε ότι θα ήταν αδύνατο να προσαρμοστεί; Χμμμ… Πιθανώς κάποια από τα μυθιστορήματα ή διηγήματα συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας που αγαπώ. Κάποια του Μπάλαρντ, του Μπράντμπερι, του Ντικ… Αδύνατη νομίζω ότι ίσως (και δώστε παρακαλώ ιδιαίτερο βάρος σ’ αυτό το «ίσως») είναι η προσαρμογή σχεδόν πειραματικών, σχεδόν μη αφηγηματικών κειμένων, όπως ας πούμε του Τζόις. Ποτέ δεν ξέρει όμως κανείς… Από τους μεγάλους συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας που έχετε προσαρμόσει έργα τους σε κόμικς (Βουτυράς, Καβάφης, Καραγάτσης, Καρκαβίτσας, Ροδοκανάκης, Παπαδιαμάντης κ.ά.) ποιος ήταν ο πιο δύσκολος; Φοβηθήκατε για κάποιον πως δεν θα τα καταφέρετε; Φοβηθήκατε πιθανές αντιδράσεις; Φυσικά ο Παπαδιαμάντης. Και ιερό τέρας είναι, και υπάρχει διάχυτη η άποψη «μην τον αγγίζετε αυτόν», και είναι το θέμα της ιδιαίτερης γλώσσας του, η οποία, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε σύγχρονα ελληνικά στα μπαλονάκια ενός κόμικς, πράγμα μη αποδεκτό από πολλούς… Δεν ξέρω αν τα καταφέραμε. Εσείς θα μας πείτε. Βιβλία των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας προσαρμοσμένα σε κόμικς (εκδ. Τόπος) Εκτός από σεναριογράφος κόμικς είστε και συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στα δύο είδη; Πόσο διαφορετική είναι η μεθοδολογία εργασίας; Τεράστιες διαφορές. Ας πω επιγραμματικά (και κάπως απλοϊκά) ότι ο συγγραφέας «κάνει ό,τι γουστάρει» (ανεξάρτητα από το αν το αποτέλεσμα είναι τελικά καλό ή κακό), ενώ ο σεναριογράφος κόμικς έχει όλους αυτούς τους περιορισμούς λόγω της «αφαιρετικής και λιτής γλώσσας» που προαναφέρατε (επίσης ανεξαρτήτως του καλού ή κακού τελικού αποτελέσματος). Σε πρώτο επίπεδο απλώς και μόνο λόγω έλλειψης χώρου. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ο σεναριογράφος είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται με εικόνες, να περιγράφει την εικόνα που περιέχεται σε κάθε καρέ, είτε αυτό είναι βουβό είτε όχι, ενώ ο συγγραφέας ουδεμία τέτοια υποχρέωση έχει. Μπορεί κάλλιστα να γράψει, ας πούμε, μια εκτενέστατη συζήτηση δύο τύπων που απλώς κάθονται σε ένα καφέ και μιλάνε και αυτό να έχει τεράστιο λογοτεχνικό, ακόμα και φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Άντε να το κάνεις κόμικς αυτό… Θεωρώ ότι ουσιαστικά συγγραφέας και σεναριογράφος αποτελούνται από διαφορετική «καλλιτεχνική στόφα», γι’ αυτό και στατιστικά είναι λίγοι αυτοί που τα κάνουν αμφότερα. Εργάζεστε επίσης ως βιβλιοθηκονόμος στην ΑΣΚΤ. Οι φοιτητές και διδάσκοντες της σχολής, εικαστικοί και θεωρητικοί, σας γνωρίζουν ως τον συμπαθέστατο και παντογνώστη άνθρωπο περί των βιβλίων τέχνης. Πώς κατορθώνετε να συνδυάζετε τόσο διαφορετικές ιδιότητες; Ή δεν είναι εντέλει πολύ διαφορετικές; Ελπίζω να είναι αλήθεια τα καλά σας λόγια. Στην πραγματικότητα είναι αρκετά απλό. Αρκεί να αγαπάς και να ενδιαφέρεσαι αληθινά για την τέχνη γενικά (εννοώ για αρκετές τέχνες, όχι μόνο μία). Από εκεί και πέρα, το να γνωρίζεις σε βάθος τα πράγματα που τις αφορούν είναι θέμα προσωπικής καλλιέργειας, η οποία –και αυτό είναι το σημαντικότερο– δεν προέρχεται από υποχρέωση, αλλά από προσωπικό ενδιαφέρον ή να είναι κάτι σαν παιχνίδι για σένα. Τότε μπορούν να συνδυαστούν πολλά πράγματα. Όσο για το «δεν είναι εντέλει πολύ διαφορετικές», ε, δεν είναι τυχαίο ότι η τέχνη των κόμικς συνδυάζει εικαστικό και λογοτεχνικό στοιχείο… Απλώς, και θα πρέπει να το τονίσω αυτό, παρά το ότι αυτές είναι οι δύο βασικές τέχνες στις οποίες πατά, ποτέ να μην ξεχνάμε ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και αυτόνομο ως τέχνη, είναι δηλαδή μια άλλη τέχνη και όχι το απλό άθροισμα των δύο. Άλλωστε σε καλλιτεχνικά θέματα, ποτέ ένα κι ένα δεν κάνει δύο. Κάνει κάτι διαφορετικό. Μερικές απλές σκέψεις για την τόσο σύνθετη τέχνη του κινηματογράφου θα σας πείσουν γι' αυτό. Απόσπασμα από το «Παραρλάμα» σε σενάριο του Δ. Βανέλλη και σχέδια του Θ. Πέτρου (εκδ. Τόπος) Και από δω και πέρα τι να περιμένουμε; Μετά από τόσες μεγάλες επιτυχίες ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Τα όνειρά σας; Σχέδια αρκετά. Προχωράμε ήδη δύο κόμικς ταυτόχρονα, για τα οποία θα μου επιτρέψετε να μην πω τίποτα, αφού ακόμα αργεί η έκδοσή τους. Όνειρα; Εκτός από το προφανές, ότι θα επιθυμούσα να είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω, θα κρατήσω τα υπόλοιπα για τυχόν ψυχαναλυτή (αν και, μεταξύ μας, δεν με βλέπω να πηγαίνω ποτέ σε τέτοιον). Και το σχετικό link...
-
- 7
-
- δημήτρης βανέλλης
- σπύρος δερβενιώτης
- (and 7 more)