Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Κουκουλάς Γιάννης'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Η πρώτη σελίδα του «America» του Robert Crumb προειδοποιεί τον αναγνώστη για τη σκληρή κριτική που θα ασκήσει ο καλλιτέχνης ενάντια στο «αμερικανικό μοντέλο» Το underground ρεύμα των κόμικς στις ΗΠΑ ήταν θνησιγενές, αλλά οι παρακαταθήκες που άφησε είναι ανυπολόγιστες. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπός του και αναμφίβολα ο πιο παραγωγικός και ο πιο αμφιλεγόμενος είναι ο Robert Crumb, που από τη δεκαετία του 1960 άσκησε ανελέητη κριτική στο «αμερικανικό μοντέλο». Μια συλλογή από παλαιότερα έργα του που κυκλοφόρησε το 1995 με τίτλο «America» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, αλλά απέσπασε και διθυραμβικές κριτικές. Τα underground κόμικς που άνθησαν στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχαν κατά πλειονότητα στο επίκεντρο της θεματολογίας τους τα ανοικτά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Τα πολυποίκιλα και πολύχρωμα κοινωνικά κινήματα διεκδικούσαν μαχητικά τα δικαιώματα των νέων, δηλαδή των εκπροσώπων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν εν εξελίξει, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος εξακολουθούσε να απειλεί όλο τον πλανήτη με ένα πυρηνικό «ατύχημα», σε μια ισορροπία τρόμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις. Ο κοινωνικός συντηρητισμός των περασμένων δεκαετιών και το πολιτικό τέλμα της εναλλαγής στην εξουσία των δυο παραδοσιακών κομμάτων δεν μπορούσαν να εκφράσουν τη νέα γενιά, που άρχισε να συσπειρώνεται σε εναλλακτικές μορφές πολιτικής ομαδοποίησης και να παλεύει για τη χειραφέτηση. Το αντιπολεμικό κίνημα, το κίνημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των μειονοτήτων, το κίνημα για την αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών κ.ά. ασκούσαν έλξη σε όλο και περισσότερους εικοσάρηδες. Επίκεντρο των αγώνων ήταν η Δυτική Ακτή και πιο συγκεκριμένα το Σαν Φρανσίσκο, στο οποίο συνέρρεαν πολιτικοί ακτιβιστές, τραγουδιστές, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ανήσυχοι νέοι από κάθε σημείο της Αμερικής. Ανάμεσά τους και πολλοί δημιουργοί κόμικς. Ένας από αυτούς ήταν και ο εικοσιτετράχρονος Robert Crumb, ο οποίος, έπειτα από κάποιες σύντομες απόπειρες να εργαστεί επαγγελματικά ως δημιουργός κόμικς στο Κλίβελαντ και στη Νέα Υόρκη, το 1967 μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο για να ζήσει από κοντά τις κοσμογονικές εξελίξεις. Εκεί γνώρισε ορισμένους από τους σπουδαιότερους, μεταγενέστερα, δημιουργούς κόμικς όπως τον Art Spiegelman, τον Gilbert Shelton, τον S. Clay Wilson κ.ά., συνεργάστηκε μαζί τους, έγινε εκδότης, σχεδίασε εξώφυλλα δίσκων ακόμα και για την Janis Joplin, έβγαλε ατέλειωτα low budget περιοδικά που μοιράζονταν από χέρι σε χέρι, βυθίστηκε στις ουσίες και ξεκίνησε να δημιουργεί τα δικά του κόμικς με φρενήρεις ρυθμούς επινοώντας διαρκώς νέους χαρακτήρες. Αν και το έργο του χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και οι ιστορίες του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν πάντα ολιγοσέλιδες, η κυκλοφορία του «America» το 1995, αφού εν τω μεταξύ είχε ήδη μετακομίσει στη Γαλλία το 1991 ως αντίδραση στην πολιτική του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, κατέδειξε μια πιθανώς παραγνωρισμένη μέχρι τότε διάσταση της δουλειάς του: την αυστηρή κριτική στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Στο καταπληκτικό ντοκιμαντέρ «Crumb» του 1994, σε σκηνοθεσία του Terry Zwigoff και παραγωγή του David Lynch, είχε την ευκαιρία να αναπτύξει διεξοδικά τις απόψεις του για τον κατήφορο της χώρας. Το «America», όμως, ήταν ένας καταπέλτης. Αποδοχή ή απόρριψη των στερεοτύπων; Στην πρώτη ιστορία της συλλογής με τίτλο «Ας μιλήσουμε λογικά για τούτη 'δώ τη μοντέρνα Αμερική», ο Crumb συνοψίζει από την πρώτη κιόλας σελίδα την κριτική του. Γι’ αυτόν η μοντέρνα Αμερική είναι ένας «άκαρδος νταής» που ξεχειλίζει από γλουτένη και λίπος, μια άσχημη χώρα. Στην ίδια ιστορία περιγράφει όλα αυτά που μισεί στις ΗΠΑ: τους χοντρούς καπιταλιστές και όλες τις μεγάλες εταιρείες, τους ριζοσπάστες που αναμασούν χιλιοειπωμένα σλόγκαν, όσους κυκλοφορούν χαμογελαστοί για να σφίξουν χέρια, την κουλτούρα των νέων και όλους τους εφήβους, τις μοδάτες γυναίκες, τις πλαστικές επιγραφές, τις προσωπικότητες της σόου-μπιζ και τα ΜΜΕ γενικά, τους διανοούμενους των πόλεων, τα υπερηχητικά αεροπλάνα, τις λεωφόρους, τις αερογέφυρες, τους «νέγρους» και την αργκό τους, τους Εβραίους, τους αγενείς Ιταλούς, τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, το real estate κ.ά. Βέβαια, μια τέτοια κριτική θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ρατσιστική και πολλοί έχουν καταλογίσει στον Crumb ρατσιστικά και μισανθρωπικά κίνητρα. Ο ίδιος δεν αρνείται αυτές τις κατηγορίες αλλά ούτε και τις αποδέχεται. Απλώς απαντά με τις ιστορίες του. Γι’ αυτό σε μια άλλη ιστορία από τη συλλογή με πρωταγωνιστή τον Whiteman, έναν μέσο, ηλίθιο, καταπιεσμένο και κρυψίνου Αμερικανό, αντιστρέφει την ενδεχόμενη ρατσιστική κριτική του καθιστώντας θετικούς χαρακτήρες τους μαύρους και αρνητικό τον λευκό, ενώ στην ιστορία «Salty Dog» παρουσιάζει την αστυνομική βία και τον ρατσισμό με θύματα τους μαύρους. Τα «Σκουπίδια» είναι μια ιστορία που περιγράφει την καταναλωτική μανία του σύγχρονου Αμερικανού και τους τόνους από απορρίμματα που αυτός παράγει, με αποτέλεσμα την οικολογική καταστροφή. Στη συνέχεια επιτίθεται με σφοδρότητα στον στρατό των ΗΠΑ και στη νοοτροπία της επίλυσης των διαφορών μέσω των όπλων αλλά και στη γενικευμένη οπλοκατοχή, σκιαγραφεί με τα πιο μελανά χρώματα την υποκρισία και τη φαντεζί βιτρίνα της μίας και μοναδικής τελετής απονομής των Οσκαρ στην οποία παρέστη, σαρκάζει το δικομματικό πολιτικό σύστημα και τους ανεγκέφαλους ψηφοφόρους που τραγουδούν τον αμερικανικό εθνικό ύμνο, μιλά για την ερήμωση της υπαίθρου, την καταλήστευση των φυσικών πόρων και την καταστροφή του περιβάλλοντος και προβάλλει το «οικοτοπικό» του όραμα αντί του άκρατου οικονομικού ανταγωνισμού. Οι πιο αμφιλεγόμενες, όμως, ιστορίες του και σίγουρα οι πιο παρεξηγήσιμες (ίσως όχι άδικα) είναι δυο τρισέλιδα κόμικς, δημοσιευμένα αρχικά το 1993 στο περιοδικό «Weirdo» το οποίο και διηύθυνε μαζί με τη σύζυγό του και επίσης δημιουργό κόμικς Aline Cominsky. Η μια έχει τίτλο «Όταν οι Νέγροι κατακτήσουν την Αμερική» και η άλλη «Όταν οι καταραμένοι Εβραίοι κατακτήσουν την Αμερική». Στην πρώτη παρουσιάζει μια φανταστική εξέγερση του αφροαμερικανικού πληθυσμού που με τα όπλα και ασκώντας ωμή βία επιβάλλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς εκδικητικής μανίας απέναντι στους λευκούς, οδηγώντας τους στις βαμβακοφυτείες και μαστιγώνοντάς τους ανελέητα, ενώ στη δεύτερη εμφανίζει τους Εβραίους ως συνωμότες και πάμπλουτους που κινούν τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας και ελέγχουν σαν μαριονέτες τούς πολιτικούς μέχρι να καταστρέψουν όλο τον κόσμο με μια πυρηνική έκρηξη. Οι αντιδράσεις που προκάλεσαν αυτές οι δυο ιστορίες είχαν στο επίκεντρό τους έναν πιθανολογούμενο υφέρποντα ρατσισμό καθώς και τις εξώφθαλμα στερεοτυπικές απεικονίσεις και περιγραφές των Αφροαμερικανών και των Εβραίων. Οι υπερασπιστές, ωστόσο, του Crumb μίλησαν για μια γκροτέσκα απολαυστική υπερβολή που, καλλιτεχνική αδεία, ως στόχο της δεν είχε τους φανταστικούς «κατακτητές» του κόσμου, αλλά το ακριβώς αντίθετο: όσους, δηλαδή, υποκύπτουν με ευκολία στην αποδοχή των στερεοτύπων και τα αναπαράγουν για να σπείρουν φόβο και διχόνοια. Επιπροσθέτως, ειδικότερα για την περίπτωση των Αφροαμερικανών, το συνολικό έργο του Crumb μόνο ρατσιστικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Τουναντίον, η καθ’ υπερβολήν παρουσίαση των θυμάτων μιας κατάστασης ως θυτών μόνο ως τροφή προς σκέψη μπορεί να λειτουργήσει. Σκέψη που οδηγεί στο πιθανό συμπέρασμα ότι αφού η ζωή απέδειξε πώς μεταξύ δυο ενδεχομένων επικράτησε το ένα, ίσως μόνο αυτό μπορούσε να επικρατήσει στο δεδομένο πολιτικοοικονομικό σύστημα. Και το ενδεχόμενο που επικράτησε ήταν η καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς και όχι το αντίθετο. Μετά την κυκλοφορία του «America» ο Robert Crumb εξακολούθησε να ασχολείται με τις ΗΠΑ και τις κοινωνικές παθολογίες τους επιχειρώντας πάντα να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις περί ανωτερότητας, οικονομικής παντοκρατορίας και πλανητικής κυριαρχίας ως αποτέλεσμα ενός, τάχα, κοινωνικού δαρβινισμού. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι με το πέρασμα των χρόνων η καυστική του ματιά και η βιτριολική του προσέγγιση μαλάκωσαν και λειάνθηκαν. Ίσως πάλι να βοήθησε σε αυτό και η μόνιμη μετεγκατάστασή του στην Ευρώπη, μακριά από τη χώρα των αντιφάσεων που αγαπούσε να μισεί. Στα 72 του σήμερα, παραμένει ενεργός και δραστήριος. Και πιθανώς δεν έχει πει την τελευταία του λέξη για τις ΗΠΑ όσο αυτές εξακολουθούν να καταστρέφουν και να αυτοκαταστρέφονται παίζοντας τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα. Και το σχετικό link...
  2. Για να θεωρείται φυσιολογικό σήμερα ότι ένας Αφροαμερικανός κατοικοεδρεύει στον Λευκό Οίκο προηγήθηκαν πολιτικοί αγώνες δεκαετιών. Ακόμα όμως συνεχίζονται οι αναίτιες δολοφονίες μαύρων από λευκούς αστυνομικούς και η γενικότερη κατάσταση των μειονοτήτων στις ΗΠΑ δεν μπορεί να κάνει υπερήφανο κανέναν. Κάτι που καθιστά τον ριζοσπαστισμό των Μαύρων Πανθήρων επίκαιρο όσο ποτέ. Ο πρωταγωνιστής του Motherfucker, Βέρμοντ Ουάσινγκτον, με την κονκάρδα των Μαύρων Πανθήρων «Αν προσπαθήσουμε να αντισταθούμε, δεν θα τη γλιτώσουμε. Καλύτερα να μείνουμε ζωντανοί για να συνεχίσουμε τον αγώνα…» λέει ένα από τα μέλη των Μαύρων Πανθήρων στους συντρόφους του την ώρα που η αστυνομία τούς πολιορκεί και αναζητά μια αφορμή για να τους δολοφονήσει. Το πρόβλημα όμως, είναι πως ενδόμυχα γνωρίζουν πως θα τους δολοφονήσει, ακόμα κι αν απλώς παραδοθούν. Κι εδώ προκύπτει το ερώτημα: Απαντάς με τα ίδια όπλα; Είναι αρκετή η αυτοάμυνα και η καταγγελία της κρατικής βίας ή επιβάλλεται η επίθεση; Ποια πρέπει να είναι η μαζικότητα του κινήματος για να έχουν αποτέλεσμα οι ακτιβιστικές πράξεις του; Και ποιος είναι ο απώτερος στόχος; Αυτά είναι τα αμείλικτα ερωτήματα που ταλάνισαν το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων (όπως και τόσα αριστερά κινήματα, οργανώσεις και κόμματα, σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα) από την ίδρυσή του το 1966 μέχρι την αυτοδιάλυσή του τη δεκαετία του 1980. Και αυτά τα ερωτήματα, μαζί με πολλά άλλα θέτει το Motherfucker των Sylvain Ricard (σενάριο) και Guillaume Martinez (σχέδιο) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ (μετάφραση: Κατερίνα Γεωργοπούλου, απόδοση στα ελληνικά: Μυρτώ Ράις). Η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των Μαύρων Πανθήρων και η σταδιακή μετατροπή ενός αντιρατσιστικού κινήματος σε πολιτικό κόμμα με σαφείς αριστερές κατευθύνσεις αποτέλεσαν τη βασική αιτία προσέλκυσης φίλων και μελών, όχι μόνο από την αφροαμερικανική κοινότητα Οι απαντήσεις, φυσικά, δεν μπορεί να είναι εύκολες. Η αλήθεια είναι ότι το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων επιχείρησε, και εν πολλοίς πέτυχε, την πλήρη πολιτικοποίησή του και τη μετατροπή του σε κόμμα, που δεν αρκέστηκε μόνο στην προστασία της αφροαμερικανικής κοινότητας από την αστυνομική βαρβαρότητα. Εξελίχθηκε σε επαναστατική οργάνωση με μαρξιστικές αναφορές και μαοϊκές επιρροές, δεν περιορίστηκε σε μια μετωπική σύγκρουση με επίκεντρο τις φυλετικές διακρίσεις αλλά διατύπωσε συνολικές απόψεις και συμμάχησε σε αρκετές περιπτώσεις με άλλες οργανώσεις, όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ, το Κόμμα Ειρήνης και Ελευθερίας, σωματεία, αντιρατσιστικές κινήσεις κ.ά. Οι εποχές ήταν, άλλωστε, ιδιαίτερα δύσκολες. Το 1965 είχε δολοφονηθεί ο Malcolm X και τρία χρόνια αργότερα θα έπεφτε νεκρός από σφαίρες ο Martin Luther King. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και το αντιπολεμικό κίνημα αντιδρούσε όλο και πιο δυναμικά. Από την άλλη, κράτος και παρακράτος χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα για να καταστείλουν τις φωνές αμφισβήτησης που διαρκώς δυνάμωναν. Στην περίπτωση των Μαύρων Πανθήρων, ιδιαίτερα από τη στιγμή που επέλεξαν την ένοπλη αυτοάμυνα, η βία και η κρατική επιθετικότητα είχαν αποτέλεσμα χιλιάδες συλλήψεις, φυλακίσεις και 34 νεκρούς. Αυτό που ενοχλούσε περισσότερο ήταν ο ξεκάθαρα αντικαπιταλιστικός λόγος των Μαύρων Πανθήρων, η κοινωνική πολιτική που άσκησαν προς όσους είχαν ανάγκη και οι άοκνες προσπάθειές τους να προσφέρουν στα παιδιά της μειονότητας μια εναλλακτική εκπαίδευση. Οι αγώνες των Μαύρων Πανθήρων δεν έμειναν μόνο στο φυλετικό πρόβλημα, αλλά διευρύνθηκαν προς κάθε πιθανή λαϊκή διεκδίκηση Το κόμμα, με τα πενιχρά μέσα του και τις εθελοντικές συνεισφορές των μελών του, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οργάνωσε συσσίτια για τους φτωχούς και τους άπορους, λειτουργούσε σχολεία, παρείχε δωρεάν μαθήματα οικονομίας και πολιτικής, πρόσφερε ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης, καθιέρωσε μέχρι και προγράμματα επανένταξης σε αλκοολικούς και τοξικοεξαρτημένους. Ίσως αυτή να ήταν και η πραγματική αιτία που οδήγησε τον αρχηγό του FBI, τον περιβόητο Εντγκαρ Χούβερ, να δηλώσει ότι οι Μαύροι Πάνθηρες αποτελούν «τη μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας». Πάνω απ’ όλα ωστόσο, οι Μαύροι Πάνθηρες ήταν άνθρωποι που προέρχονταν από τα γκέτο και τις φτωχογειτονιές, δεν επιδίωκαν πολιτικές καριέρες και οικονομικά ανταλλάγματα και αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Σε μια τέτοια οικογένεια εστιάζει το Motherfucker και μέσω αυτής αφηγείται μια ανθρώπινη ιστορία από το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων που παρόμοιες πρέπει να υπήρξαν αμέτρητες. Πρωταγωνιστής είναι ο Βέρμοντ Ουάσινγκτον (φανταστικό πρόσωπο με το όνομά του να παραπέμπει στην πρώτη Πολιτεία που εντάχθηκε στις ΗΠΑ κατά την ίδρυσή τους και το επίθετό του να είναι ίδιο με αυτό του πρώτου προέδρου της χώρας), μέλος του κινήματος και ενεργός ακτιβιστής, που πάνω από το κρεβάτι του έχει το πορτρέτο του Καρλ Μαρξ. Η Κου Κλουξ Κλαν με τη ρατσιστική βία της συσπείρωσε πολλούς Αφροαμερικανούς στους Μαύρους Πάνθηρες Ο Βέρμοντ είναι παντρεμένος και έχει μια μικρή κόρη, ενώ η οικογένειά του φιλοξενείται στο πατρικό του σπίτι, καθώς ο ίδιος είναι άνεργος και η γυναίκα του δουλεύει ως καθαρίστρια με μηδαμινές απολαβές. Αυτή η άθλια οικονομική κατάσταση έχει επιπτώσεις στην οικογενειακή ζωή των Ουάσινγκτον, που επιτείνονται από την πλήρη άρνηση του πατέρα του να αποδεχτεί τις αρχές και την τακτική των Μαύρων Πανθήρων κατηγορώντας διαρκώς τον γιο του ως ανεύθυνο κομμουνιστή, για να δεχτεί με τη σειρά του τις κατηγορίες του εθελόδουλου, του υποταγμένου, του υπηρέτη των λευκών. Η ιστορία των Ricard – Martinez χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια που το καθένα ξεκινά με ένα από τα δέκα σημεία της Διακήρυξης των Μαύρων Πανθήρων και η πλοκή του, πάντα με την οικογένεια Ουάσινγκτον σε πρώτο πλάνο, ακολουθεί τα γεγονότα που ώθησαν τους Μαύρους Πάνθηρες στη διατύπωση αυτής της διακήρυξης. Όσο κι αν φαίνεται όμως ότι ο Βέρμοντ Ουάσινγκτον είναι ο πρωταγωνιστής και ο αταλάντευτος ιδεολόγος του κινήματος που θα πληρώσει την προσήλωση στις αξίες του με φυλάκιση, τόσο η νεαρή σύζυγός του σιγά σιγά τον επισκιάζει με την πολιτική της ωρίμανση, την προϊούσα οργή της και τη δικαιολογημένη εκδίκησή της, που θα οδηγήσει σε μια οικογενειακή τραγωδία όπως τόσες και τόσες στο κίνημα των Μαύρων Πανθήρων. Γιατί η (φανταστική) οικογένεια Ουάσινγκτον έζησε το δράμα χιλιάδων άλλων πραγματικών οικογενειών. Το Motherfucker των Sylvain Ricard – Guillaume Martinez (εκδ. ΚΨΜ) Ίσως γι' αυτό, για να συνδέσουν δηλαδή τη μυθοπλασία με το ντοκουμέντο και την τεκμηρίωση, οι δημιουργοί του Motherfucker χρησιμοποιούν και παραθέτουν γεγονότα και πρόσωπα που υπήρξαν στην πραγματικότητα, όπως ο Μπόμπι Χάμπτον (ταμίας του κόμματος, νεκρός στα 18 του με δώδεκα σφαίρες, άοπλος) και ο Φρεντ Χάμπτον (ηγετική προσωπικότητα, εκτελέστηκε στον ύπνο του, μόλις 21 ετών). Αυτό το υβρίδιο πολιτικού θρίλερ, μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας που πλέκουν οι Ricard – Martinez καθιστά το Motherfucker ένα εξαιρετικό έργο για μια εισαγωγή στη σύγχρονη πολιτική Ιστορία των ΗΠΑ, ειδικότερα μετά τις απανωτές δολοφονίες μαύρων και τον πρόσφατο λαϊκό ξεσηκωμό με το σύνθημα «I Can’t Breathe». Μια Ιστορία που, παρά τις νεοφιλελεύθερες επικλήσεις περί του τέλους της, ξαναρχίζει δυναμικά. Και αναμένεται συγκλονιστική. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.