Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'Θανάσης Πετρόπουλος'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

Found 15 results

  1. Λίγες ώρες πριν την έναρξη του Comicdom CON Athens 2023, μια απολαυστική συνέντευξη με τον δημιουργό του "Μυστήρια Πράγματα" γύρω από την 9η τέχνη, τον Αστερίξ, τον Ισοβίτη του Αρκά, το Βαβέλ, το Netflix, τις ταινίες τρόμου, το θέατρο, το ραδιόφωνο, τη μαγεία του κινηματογράφου και πολλά άλλα. Με τον Θανάση Πετρόπουλο, ηθοποιό, δημιουργό comics και ραδιοφωνικό παραγωγό μεταξύ άλλων, βρεθήκαμε ένα απόγευμα στα Εξάρχεια για να μιλήσουμε για τη νέα του δουλειά «Μυστήρια Πράματα – Σκυλιά Μαύρα», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Jemma Press. Αρκετές μπύρες αργότερα η κουβέντα πήγε στον Αρκά, στον Goscinny, στο Jaws, στον John Carpenter, στην Comicdom, στο Netflix, στη μέθοδο του Stanislavski, στα φοιτητικά χρόνια, στους κινηματογράφους Άστορ και Ιντεάλ, στην ελληνική σκηνή comics και φυσικά στον Simon Pegg. Αρχίζοντας απολύτως αναμενόμενα λοιπόν την κουβέντα μας, πότε ξεκίνησε η σχέση σου με τα comics; Κοίτα, οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με τον χώρο των comics, είτε αυτοί που τα δημιουργούν είτε εκείνοι που τα συλλέγουν, θα πούνε ότι άρχισαν την ενασχόλησή τους αυτή πριν αρχίσουν καν να μάθουν να διαβάζουν – ειδικά αυτοί που σχεδιάζουν. Εγώ νομίζω ότι πρώτα ξεκίνησα να σχεδιάζω και μετά άρχισα να γράφω – θυμάμαι όμως περιπτώσεις μικρότερος όπου μπορεί να έκανα ένα τύπου comic, στο οποίο δεν μπορούσα να γράψω μέσα κάτι, γιατί δεν ήξερα ακόμα να γράφω! Οι βασικές σου επιρροές μεγαλώνοντας; Δεν θα πρωτοτυπήσω εδώ γιατί για εμάς, την γενιά των τωρινών σαραντάρηδων, δεν υπήρχε μέχρι τα 18 εύκολη πρόσβαση σε μεγάλα ξένα περιοδικά του χώρου. Είχες μια επιλογή αρχικά στα κλασσικά «Μίκυ Μάους» και τα συναφή της Disney, με ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο να αποτελεί το περιοδικό «Κόμιξ»: εκεί, οι ιστορίες του Carl Barks και μετά του Don Rosa με ενέπνευσαν και με επηρέασαν πάρα πολύ. Σκέψου ότι όταν διάβαζα το «Κόμιξ» είχα φτιάξει μια ιστορία-αντιγραφή μιας περιπέτειας της οικογένεια των Duck, με τη διαφορά ότι οι δικοί μου ήρωες ήταν απλώς… κουνάβια αντί πάπιες. Δηλαδή υπήρχε ο ζάμπλουτος Σκωτσέζος θείος ή ο οξύθυμος ανιψιός, με τα ίδια ρούχα και αξεσουάρ, απλώς ήταν κουνάβια – δεν ξέρω πως θα πήγαινε αυτό τώρα με τα copyright (γέλια)! Από τη στιγμή βέβαια που καταλάβαινες ότι αυτό το πράγμα σου αρέσει πάρα πολύ, η κατανάλωση των comics γινόταν πάρα πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να μην αναφέρω στη συνέχεια τον Lucky Luke, τον Asterix και γενικότερα τα comics της Μαμούθ κόμιξ. Τελείωνες τα Lucky Luke και πήγαινες γρήγορα στον Αχιλλέα Ταλόν, στον Tin Tin, στον Iznogoud, Blake and Mortimer κ.ο.κ. Είχα μεγάλη αδυναμία από τότε στον Goscinny και παρά το φοβερό πενάκι πχ. του Morris (από τους αγαπημένους μου καλλιτέχνες), η άποψή μου παραμένει μέχρι και σήμερα ότι η ιστορία είναι ένα τσικ παραπάνω σε σημασία από το σχέδιο. Αυτά που έγραψε ο Goscinny για τον Asterix και τον Lucky Luke δεν υπήρχε περίπτωση να μην σε τραβήξουν. Πάρε για παράδειγμα ιστορίες σαν την «Κατοικία των Θεών» και το σχόλιο για την καταστροφή του περιβάλλοντος ή την αστικοποίηση. Αυτά δεν έχουν ηλικία, είναι τόσο αριστουργηματικά γραμμένα που δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Στη συνέχεια δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Αρκά. Ο «Ισοβίτης», το αγαπημένο μου μάλλον έργο του, καταπιάνεται πετυχημένα με ένα σωρό θέματα όπως η ελευθερία, η καταπίεση και η εξουσία, ενώ δεν θεωρώ ότι έχει ξεπεραστεί από καμία άλλη δική του δουλειά. Υπάρχει ένα θέμα στο πως εξελίχθηκε – ή στο πως ίσως δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό που εμείς περιμέναμε από εκείνον – αλλά παραμένει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μας που να ασχολείται με τα comics και να μην έπεσε με τα μούτρα στο έργο του – γιατί το χιούμορ του Αρκά είναι πιο ενήλικο από τα προαναφερθέντα έργα του Carl Barks, τον Lucky Luke, τoν Asterix ή τον Tin Tin. Στην εφηβεία τώρα, αρχίζαμε να κρυφοκοιτάζουμε τα Βαβέλ και Παρά Πέντε. Δεν θα πρωτοτυπήσω πάλι γιατί δεν μπορώ κιόλας, όπως είπαμε και αρχικά η πρόσβασή μας σε ευρύτερο υλικό ήταν κάπως περιορισμένη. Όλα αυτά όμως ήταν μια ωραία μετάβαση που μας άνοιξε και την όρεξη για να πάμε στο επόμενο βήμα – ενδεικτικά αναφέρω και τους Charles Schulz ή τον Bill Waterson, οι οποίοι ήρθαν μετά. Έχεις κάνει άπειρα πράγματα («Ζουλάπια», «Καμένα Βούρλα», «Προτελευταίοι», «Πλασματικά Νούμερα», «Μπαίνει ένας σε ένα Μπαρ», «Μυστήρια Πράγματα») και συνεχίζεις ακάθεκτος. Είναι κάποιο από αυτά που θα το χαρακτήριζες ως πιο προσωπική δουλειά ή που για κάποιο δικό σου λόγο αγαπάς περισσότερο; Θα σου πω εξαρχής ότι εγώ προσωπικά έχω ένα soft spot για τα «Καμένα Βούρλα». Θα πω τα Βούρλα και εγώ, το θεωρώ πάρα πολύ δικό μου – και τα άλλα βέβαια δικά μου είναι (γέλια). Αυτό είναι όμως ένα βιβλίο που στις τελευταίες του σελίδες με πιάσανε τα κλάματα. Δεν είχα αμφιβολία, από την αρχή που ξεκίνησε αυτό το strip, τι θα γίνει στο φινάλε και το έχτιζα έτσι μέχρι αυτό το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, όταν έφτασαν οι μέρες που σχεδίασα τις τελευταίες σελίδες – που δεν είναι και κάτι τρομερό σχεδιαστικά – δεν μπορείς να καταλάβεις… Έχω θέμα με τους αποχωρισμούς και την απώλεια και το comic αυτό μου χτύπησε μια πολύ ευαίσθητη χορδή – και για αυτό το έκανα δηλαδή. Ήταν μετά τα 30 όταν το ξεκίνησα, γιατί με απασχολεί πολύ το κομμάτι του πώς περνά ο χρόνος πάνω από εσένα αλλά και πάνω από τους ανθρώπους που αγαπάς. Και επίσης είχε άλλο ένα στοιχείο το οποίο το βάζω πολύ στα comic μου, εκείνο της φιλίας. Οπότε ναι, θα σου πω αυτό! Αναφορικά τώρα με τα «Μυστήρια Πράγματα», είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο ενσωμάτωσες τις επιρροές σου (Χ-files, Sherlock Holmes, Νικόλαος Πολίτης και Hellboy μεταξύ άλλων) σε ένα πιο προσωπικό αφηγηματικό ύφος, φέρνοντας με τις περιπέτειες των Φιλήμονα Καρτέρη και Σερ Ζάκαρυ Νίκολσον μια φρέσκια πρόταση στο κομμάτι του λαογραφικού comic με στοιχεία τρόμου. Ισχύει το ίδιο και στη νέα σου δουλειά; Πες μας δύο λόγια για αυτήν και πως συνεχίζει την ιστορία των προκατόχων της. Οι επιρροές αυτές υπάρχουν και δεν τις κρύβω κιόλας. Μπορεί να θέλεις να κάνεις κάτι και να μην μοιάζει με οτιδήποτε άλλο – κάτι πάρα πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον – αλλά μπορεί και να μην θέλεις να φαίνεται καμία σου επιρροή. Στο τέλος όμως θεωρώ θα φανεί, γιατί το μέσα σου είναι ένα σύνολο ερεθισμάτων που έχεις πάρει από εδώ και από εκεί. Δεν θα πω το κλασσικό με την παρθενογένεση αλλά είναι αλήθεια. Δεν θα μπορούσα όμως ποτέ να ξεκινήσω αυτό το comic εάν δεν «έφτιαχνα» τους χαρακτήρες. Kαι για εμένα, από τότε που μπήκα στη δραματική σχολή και κάναμε τη μέθοδο του Stanislavski, για να φτάσεις να παίξεις ένα χαρακτήρα πρέπει να φτάσεις να τον ξέρεις μέσα έξω. Να κάνεις τον «φάκελο» του ρόλου. Όταν φτάσεις στο σημείο να ολοκληρώσεις αυτό το κομμάτι και αρχίζεις να παίζεις, αυτό είναι ένας δείκτης για να σε προστατεύει από παντού και να είσαι αληθινός. Αυτό μου έμεινε από το θέατρο και όταν άρχισα να μπαίνω στη διαδικασία να δημιουργώ χαρακτήρες για comics, το είχα πάντα στο μυαλό μου. Aν καταφέρεις λοιπόν να φτιάξεις τους χαρακτήρες σου πριν αρχίσει η ιστορία και να ξέρεις ο κάθε ένας από αυτούς π.χ. πως μεγάλωσε, που πήγε σχολείο, με ποιους έκανε παρέα, πότε και αν ερωτεύτηκε, πως έχει φτάσει στο σημείο που ξεκινά η ιστορία, τους κάνεις δηλαδή τον φάκελο που προ-ανέφερα και τους ολοκληρώνεις στο μυαλό σου, η ιστορία που θα τους πετάξεις μετά μπορεί να είναι απλά ένας σκελετός. Αν έχουν σάρκα και οστά και είναι πλέον πραγματικοί άνθρωποι, θα σε πάρουν από το χέρι, θα σε περπατήσουν αυτοί και θα σου πουν εκείνοι τι θα έκαναν. Είναι λίγο αναρχικός ο τρόπος που κάνω ιστορίες γιατί βρίσκω την ιδέα, έναν βασικό σκελετό και πετάω μέσα τους χαρακτήρες. Αυτούς τους χαρακτήρες όμως, τους ξέρω τόσο καλά, γνωρίζω πως θα αντιδρούσαν ανά πάσα στιγμή και περίπτωση και με πάνε αυτοί. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρω είναι η αρχή η μέση και το τέλος – που και αυτό καμιά φορά το αφήνω φλου, αν και συνήθως ξέρω την κατάληξη. Δεν με ενδιαφέρει τόσο το «τέρας» που θα κυνηγάνε κάθε φορά, με ενδιαφέρουν και αυτοί να μην μείνουν στάσιμοι – με κάθε περιπέτεια να μαθαίνεις σαν αναγνώστης όλο και περισσότερα για αυτούς. Το τρίτο βιβλίο λοιπόν περιλαμβάνει μια περιπέτεια – αν και αρχικά ήθελα να είναι δύο – η οποία έχει κάτι το καινούριο, το οποίο το φοβάμαι: δεν είναι περιπέτεια που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα. Το φοβόμουν από την αρχή γιατί είναι μια σειρά η οποία βασίζεται στην Ελληνική λαογραφία – και αυτή ήταν η αρχική της έμπνευση. Αποφάσισα στη νέα περιπέτεια το βάρος να πέσει στο πως γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο. Η αρχική ιδέα ήταν να εκτυλίσσεται το μισό βιβλίο στο εξωτερικό και μετά να γίνει ένα flash-forward εκεί που τους είχαμε αφήσει στη τελευταία τους περιπέτεια, ξανά εντός του ελληνικού χώρου. Δεν είχα όμως ούτε τον χρόνο ούτε τον χώρο να τα κάνω και τα δύο, οπότε είπα να «θυσιάσω» – όχι απόλυτα – το ελληνικό κομμάτι και να πάω 15 χρόνια πίσω, στο πώς συναντήθηκαν για πρώτη φορά και πώς κατέληξαν να είναι στην Ελλάδα και να κάνουν αυτό που κάνουν. Κρατάω προφανώς πάλι το λαογραφικό στοιχείο τρόμου και αυτή τη φορά έχει να κάνει το Αγγλικό folklore. Ουφ, ευτυχώς δεν είπες Νορβηγία, γιατί αν άκουγα πάλι για Vikings, Thor, Loki και σφυριά θα τρελαινόμουν! (γέλια) Είπα να είναι εκεί γιατί ήθελα να τους βάλω σε ένα ουδέτερο έδαφος: ο ένας είναι Έλληνας, ο άλλος Ιρλανδός και δεν ήθελα κανένας από τους δύο να παίζει στην έδρα του. Ο ένας βέβαια είναι λίγο πιο κοντά και μιλάει τη γλώσσα – όλη η ιστορία εκτυλίσσεται στα Αγγλικά τα οποία έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά για τον αναγνώστη. Η ιστορία λοιπόν αυτή ρίχνει το βάρος στους χαρακτήρες και πως γνωρίστηκαν. Με πρόλαβες πάντως νωρίτερα όσο αφορά τους χαρακτήρες, μιας και πέρα από το στοιχείο του horror, στα «Μυστήρια Πράγματα» αναδεικνύεται το folklore στοιχείο μιας γεωγραφικής περιοχής όπως στα έργα του Carl Barks, του Don Rosa αλλά και του μεγάλου Hugo Pratt, ως μέσο ανάπτυξης κάποιων πτυχών της προσωπικότητας των ηρώων. Όλο αυτό το setting είναι αφορμή για τους χαρακτήρες. Η άποψή μου είναι ότι αν δεν σε ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες – που είναι το Α και το Ω μιας ιστορίας – η ιστορία δεν κινείται με τον ίδιο τρόπο, ούτε σαν αναγνώστης την διαβάζεις με το ίδιο ενδιαφέρον. Πρέπει να σε ενδιαφέρει όχι τι θα γίνει τώρα, αλλά τι θα πει, τι θα κάνει, πως θα αλληλοεπιδράσει με κάτι ο πρωταγωνιστής. Πρέπει να είναι τρισδιάστατοι, με βάθος και σάρκα και οστά. Ένας γνώμονας που έχω στο μυαλό μου πάντα είναι να μην μπορείς να σκεφτείς την ιστορία με άλλους χαρακτήρες. Αν στη θέση π.χ. του Καρτέρη μπορείς να σκεφτείς τον Indiana Jones, κάτι δεν πάει καλά. Το ίδιο και με τις ιστορίες του Hugo Pratt. Δεν μπορείς να δεις κάποιον άλλον σε αυτές πέρα του Corto Maltese. Ειδικά στις τελευταίες του περιπέτειες, όπως π.χ. «Το Χρυσό Σπίτι της Σαμαρκάνδης» που είναι τεράστιο σε όγκο, στο τέλος όταν βρίσκουν τον θησαυρό είναι ελάχιστες σελίδες στην ουσία. Αυτό είναι από εκείνα τα πράγματα που με ιντριγκάρουν πάρα πολύ: σημασία δεν έχει ο «τίτλος», αλλά τι θα γίνει όταν φτάσει εκεί ο χαρακτήρας – και ο Corto είναι τόσο σύνθετος χαρακτήρας που είσαι μαζί του συνεχώς. Έχω παρεμπιπτόντως τόση αγάπη για αυτόν τον χαρακτήρα, που υπάρχουν τόσες επιρροές του στο δικό μου έργο μου τις οποίες ασυνείδητα τοποθετώ και δεν το αντιλαμβάνομαι τη στιγμή που γράφω ή σχεδιάζω (π.χ. ο τρόπος που καπνίζει το τσιγάρο του ο Νίκολσον). Ο folklore-ικός τρόμος είναι διαχρονικά ένα από τα πιο γοητευτικά sub-genres του horror σε κάθε μέσο. Πρόσφατα δε στον κινηματογράφο με ταινίες σαν τα The Witch ή το Midsommar, ο τρόμος που πηγάζει από τα παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία ενός τόπου δείχνει να έχει επιστρέψει δριμύτερος. Τι είναι εκείνο θεωρείς το οποίο κάνει τις τρομακτικές τοπικές δοξασίες και ιστορίες να ασκούν τέτοια έλξη στο κοινό; Είμαι τρελός θριλεράκιας και θα τις δω όλες αυτές τις ταινίες – αρκετές από αυτές παραπάνω από μία φορά. Το κοινό τους έχει αυξηθεί, αλλά δεν ξέρω αν είναι όντως τόσο μεγάλο ή εμείς είμαστε θριλεράκηδες και το βλέπουμε έτσι. Πλέον όμως γίνεται όντως ένα buzz παραπάνω, ενώ μπαίνουν σε αυτές τις παραγωγές και μεγάλοι ηθοποιοί, όπως στο Lighthouse καλή ώρα, το οποίο ξεχώρισε συν τοις άλλοις και για δύο πολύ σπουδαίες ερμηνείες – τον Dafoe τον ξέραμε, ενώ για τον Pattinson ήταν άλλη μια από τις ταινίες που είπαμε «ώπα, τι γίνεται εδώ». Εννοείται λοιπόν ότι έχει μεγαλώσει το κοινό τους, αλλά δεν νομίζω να φτάσει στον ίδιο βαθμό που είναι το κοινό που περιμένει π.χ. ένα νέο Halloween – και αυτά τα κλασσικά slasher έχουν το βάρος τους. Για το folk horror, το στοιχείο που για εμένα το κάνει τόσο ιδιαίτερο και ξεχωριστό είναι το γεγονός ότι είναι λίγο πιο down to earth, πιο «επίγειο». Έχει να κάνει με δυνάμεις οι οποίες είναι μεν στο σκοτάδι, αλλά δεν είναι τόσο εξωπραγματικές όπως π.χ. ο Freddy Krueger. Έχει μέσα του ένα αρχέγονο πράγμα, ένα σκοτάδι που υπήρχε σε περιόδους της ανθρωπότητας η οποία τότε είχε πολλές προκαταλήψεις – για αυτό και τα «Μυστήρια Πράγματα» εκτυλίσσονται αυτή την περίοδο της ιστορίας. Με ιντριγκάρει πώς έχει παντρευτεί αυτό με το κομμάτι της Ελληνικής Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού. Στα «Μυστήρια Πράγματα» υπάρχει μια κοινή γραμμή που δεν ξέρω πόσο ορατή είναι – συνήθως το τέρας των ιστοριών δεν είναι κάτι πολύ μακριά μας αλλά δίπλα μας. (προσοχή – ακολουθούν spoilers) Στην πρώτη ιστορία είναι ο παππούς μας, στη δεύτερη ο παπάς της ενορίας, στην τρίτη ιστορία είναι αυτοί που έχουν το πανδοχείο στο βουνό (τέλος των spoilers). Δεν έχω κάνει τυχαία το πόσο κοντά μας είναι αυτό το κακό – σε σχέση με το πόσο «κοντά» μας είναι ένας εξωγήινος ή ένα ζόμπι. Μου αρέσει το κομμάτι του πως προσπαθούσαν τότε να καλύψουν κάποια άλλα πράγματα μέσω μιας δοξασίας. Είναι πολύ πιο κοντινά σε εμάς όπως είπα, αλλά έχουν και μια απλότητα. Το «χωριάτικο», το λίγο πιο «χοντροκομμένο» και όχι το τόσο περίπλοκο είναι συνήθως πιο άμεσο. Πολλά ελληνικά comics έχουν άμεσες παραπομπές στην ελληνική πραγματικότητα, με τρόπο όμως που μια πιθανή έκδοση τους στο εξωτερικό ίσως δεν λειτουργήσει απόλυτα υπέρ τους. Από την άλλη, τα «Μυστήρια Πράγματα» είναι νομίζω σε μια θέση που μπορούν να αναδείξουν εξίσου πετυχημένα το υλικό τους και σε μια άλλη γλώσσα. Έχει περάσει από το μυαλό σου η σκέψη του να κάνεις το εκτός έδρας βήμα με την σειρά; Αυτό το έχω σκεφτεί, αλλά έχει να κάνει και με τον εκδότη – το έχει και αυτός κατά νου για δουλειές που θεωρεί ότι μπορούν να διαβαστούν από κάποιον ξένο αναγνώστη. Δεν έχει γίνει κάποια κίνηση, αλλά στο μυαλό υπάρχει. Ειδικά όμως για την Ευρωπαϊκή σκηνή comics και τις μεγάλες αγορές, με μια τεράστια παράδοση στο χώρο – π.χ. Γαλλία, Βέλγιο ή Ιταλία- αν πεις ότι θα βγεις προς τα εκεί, υπάρχει ο φόβος της «σταγόνας στον ωκεανό». Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι απίθανο, αλλά έχω κάποιες επιφυλάξεις του κατά πόσο μπορεί να περπατήσει εκτός, λόγω του μεγέθους των αγορών. Θεωρώ παρ’ όλα αυτά σαν αναγνώστης ότι το Ευρωπαϊκό στυλ – στο σενάριο και στο σκίτσο – είναι πιο κοντά σε εμένα και τη δουλειά μου από π.χ. το Αμερικάνικο. «Μυστήρια Πράγματα» σε τηλεοπτική σειρά; Έχω δει στο όνειρό μου ότι το παίρνει το Netflix και βάζω ρήτρα στο συμβόλαιο μου ότι πρέπει να παίξω έναν από τους δύο χαρακτήρες (γέλια)! Και όλοι ξέρουμε ποιον, ξεκάθαρα Νίκολσον! Ο Νίκολσον όμως είναι γίγαντας και εγώ 1,75 (γέλια)! Πάντως και στα «Μυστήρια Πράγματα» και στα «Καμένα Βούρλα», επειδή μου αρέσει να δουλεύω με δυάδες χαρακτήρων, έχουν στοιχεία του εαυτού μου και οι δύο πρωταγωνιστές. Αν μου δινόταν όμως όντως η ευκαιρία ναι, θα ήθελα να γίνει σειρά και να παίζω τον Νίκολσον εγώ (γέλια)! Πάμε λοιπόν στον «άλλο» Θανάση τώρα, τον ηθοποιό του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια για τις μέχρι τώρα δουλειές σου και πως προέκυψε η ενασχόλησή σου και με αυτό το κομμάτι; Ασχολήθηκα ουσιαστικά με το κομμάτι αυτό στο πανεπιστήμιο. Μπήκα στη σχολή μου, στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Ε.Κ.Π.Α, γιατί με ενδιέφερε η σκηνοθεσία και το σινεμά. Τότε όταν δίναμε εξετάσεις δεν υπήρχε ακόμα το τμήμα Κινηματογράφου του Α.Π.Θ. και οι πιο κοντινές σχολές σε σκηνοθεσία ήταν τα Μ.Μ.Ε. Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Πέρα από τα μαθήματα ταινιών μικρού μήκους που είχαμε – και στα οποία συμμετείχα σαν ηθοποιός – «έμπλεξα» παράλληλα με δύο θεατρικές ομάδες – και από εκεί κόλλησα το «μικρόβιο». Πριν καλά-καλά ορκιστώ, έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού για δραματική σχολή και πήγα με υποτροφία στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου του Γ. Αρμένη. Έφτασα λοιπόν να παίζω στο θέατρο πριν πάρω το πτυχίο. Από εκεί και μετά, από το 2004 μέχρι και 2013-2014 έπαιζα συνεχόμενα στο θέατρο. Μετά ήρθε η κρίση και κάπως όλα αυτά μπήκαν στον «πάγο». Να γίνει μια αναφορά εδώ και στη συμμετοχή σου στο Όντως Φιλιούνται του 2016 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κορρέ, το οποίο ταξίδεψε σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και εσύ απέσπασες το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού στο 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Για την ταινία κάναμε σχεδόν 6 μήνες πρόβες – δεν έκανα κάτι στο θέατρο τότε. Μετά από αυτό υπήρξαν κάποιες συμμετοχές σε ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές, όχι όμως κάτι θεατρικό, κυρίως γιατί απαιτούσε πολύ χρόνο και οι απολαβές ήταν αρκετά χαμηλές. Το Ελληνικό κράτος δείχνει ότι συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες σε μεγάλο βαθμό ως χομπίστες και όχι επαγγελματίες. Πώς βιώνεις γενικότερα εσύ την κατάσταση στο χώρο τα τελευταία χρόνια; Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το κράτος τους καλλιτέχνες φάνηκε ακόμα περισσότερο στα χρόνια της πανδημίας και ιδιαίτερα κάτω από τη τωρινή Κυβέρνηση. Στο χώρο του θεάτρου, επειδή έχω μια απόσταση τα τελευταία χρόνια, δεν βιώνω απόλυτα την τρέχουσα κατάσταση. Βλέπω όμως δυστυχώς από φίλους ότι το επίπεδο δυσκολίας έχει πολλαπλασιαστεί. Παράλληλα βέβαια υπάρχει κοινό που στηρίζει και κόσμος που θέλει να δει παραστάσεις. Στο κομμάτι του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, πάλι βλέπω ότι μετά την πανδημία γίνονται πολλά πράγματα και πάλι ο κόσμος στηρίζει όσο μπορεί! Δεν στηρίζει το κράτος όμως. Δες και για παράδειγμα τι γίνεται όλο αυτό το διάστημα, με την περίπτωση των ιστορικών κινηματογράφων του κέντρου. Δεν στηρίζει αλλά δεν ξέρω και πότε στήριζε. Επειδή ανέφερα πριν τα τελευταία τέσσερα χρόνια και τη συγκεκριμένη Κυβέρνηση, με την αντιμετώπιση που έχει προς τους καλλιτέχνες έχει γίνει τώρα ακόμα πιο εξόφθαλμο το πόσο λίγη αξία δίνουν στους ανθρώπους που αυτή είναι η δουλειά τους, το πόσο λίγο θεωρούν αυτό το πράγμα εργασία και περισσότερο ως ένα χόμπι πλουσίων. Χωρίς να το έχω ψάξει ως προς το διαδικαστικό του κομμάτι, θεωρώ ότι όταν είσαι Κυβέρνηση ή Δημαρχεία Αθηναίων, αν θες να γίνει κάτι το κάνεις. Για τους κινηματογράφους συγκεκριμένα, βγήκαν οι πάντες και λέγαν ότι δεν πρέπει να χαθούν αυτές οι ιστορικές αίθουσες. Ποιος είναι πάνω από αυτούς και δεν μπορούν να λήξουν αυτό το ζήτημα υπέρ των αιθουσών άμεσα; (σημείωση: η συνέντευξη έγινε μερικές ώρες πριν βγει η απόφαση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τους κινηματογράφους Άστορ και Ιντεάλ) Άλλη μια από τις πολλές σου ενασχολήσεις, είναι και εκείνη με το ραδιόφωνο. Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια και για αυτό; Ραδιόφωνο έκανα για αρκετά χρόνια. Στην αρχή είχαμε μια εκπομπή στο CR radio τρία άτομα, το «Προτελευταίοι». Τα δύο σταδιακά αποχώρησαν λόγω δουλειάς και έμεινα μόνος μου για 2-3 χρόνια. Επειδή λοιπόν δεν μου άρεσε να κάνω μόνος εκπομπή, συχνά έφερνα κόσμο. Μερικές φορές είχα φέρει τον Αντώνη τον Βαβαγιάννη – με τον οποίο γνωριζόμασταν από αρχές 2000. Έγινε και σε εκείνον πρόταση για εκπομπή και μιας και ούτε αυτός ήθελε να κάνει μόνος του, είπαμε να κάνουμε παρέα τους «Προτελευταίους». Τελευταία εκπομπή ήταν το 2019, όπου διάφορες επαγγελματικές υποχρεώσεις και η πανδημία της έβαλαν φρένο. Αυτή τη στιγμή το CR radio δεν λειτουργεί, αλλά όλες οι εκπομπές υπάρχουν ανεβασμένες online στο mixcloud ως «Προτελευταίοι». Από αυτή την κοινή μας εμπειρία με τον Αντώνη προέκυψαν και δύο συλλογές comic, οι… «Προτελευταίoι» που βασίζεται σε μικρές καθημερινές ιστορίες από την εκπομπή, από φίλους, δικές μας κτλ, όλες αληθινές. Ξέρω και πολύ κόσμο οι οποίοι μου έστελναν ότι στην πρώτη καραντίνα που ήμασταν όλοι κλεισμένοι περάσανε την περίοδο με ένα επεισόδιο ανά μέρα. Θα ήθελα να ξανακάνω ραδιόφωνο γιατί μου έχει λείψει πολύ, αλλά νομίζω λειτουργώ καλύτερα με παρέα – λίγο βαριέμαι μόνος μου. Ανάμεσα σε όλες σου τις ιδιότητες, τι προτιμάς εν τέλει περισσότερο; Η κάθε μια έχει τη δική της ομορφιά και παίρνω πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν κάνω κάτι από αυτά τα πράγματα, γιατί είναι διαφορετικοί τρόποι επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Επειδή το comic μου πήρε πολύ χρόνο τελευταία, παρότι μου αρέσει, μου είναι και ζόρικο επειδή είναι πολύ μοναχικό. Την ευχαρίστηση δεν την παίρνω τόσο όσο σχεδιάζω, αλλά περισσότερο στη φάση πριν ξεκινήσω – όταν αρχίζει η δημιουργική διαδικασία και το brainstorming με τον εαυτό μου – και όταν μετέπειτα τυπωθεί, το πάρει ο αναγνώστης να το διαβάσει και έρθει να το συζητήσουμε. Εγώ παρότι είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος, κατά κάποιο τρόπο είμαι και πολύ κοινωνικός ταυτόχρονα και όλο αυτό το θεωρώ λίγο «βαρύ». Είναι ένα δύσκολο κομμάτι για εμένα, γιατί είσαι εσύ με τον εαυτό σου και υπάρχει μεγάλη απομόνωση. Εσύ με το χαρτί, για πολύ καιρό και αυτό – άντε και με μια μουσική. Το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση είναι άλλες «πίστες». Έχεις να κάνεις με ανθρώπους και αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι και ο λόγος που ασχολήθηκα εξαρχής με το θέατρο – αλλά και με το ραδιόφωνο στη συνέχεια – ότι έχεις δηλαδή ένα μόνιμο interaction για να πραγματοποιηθούν αυτά. Και στο σινεμά ακόμα περισσότερο. Το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα, αλλά το σινεμά είναι ακόμα περισσότερο γιατί μέσα σε αυτό μπαίνει και το συνεργείο – το οποίο είναι άλλη φάση. Γενικά λατρεύω ούτως ή άλλως το σινεμά αλλά εδώ έχεις ηθοποιούς, ενδυματολόγους, υπεύθυνους για τα σκηνικά, μακιγιέρ, φωτιστές, σκηνοθέτες, κάμεραμεν, ηχολήπτες, φωτογράφους κτλ, μια ορχήστρα που δουλεύουν όλοι για τον ίδιο στόχο. Υπάρχουν άτομα που δεν φαίνονται – με το όνομά τους μόνο στα credits – που χωρίς αυτούς δεν γίνεται η δουλειά. Το σινεμά έχει «πίσω» του περισσότερους ανθρώπους από ότι το θέατρο και μπορώ να πω ότι από τα πιο ωραία και με απίστευτη αίσθηση του χιούμορ άτομα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου είναι άτομα του κινηματογραφικού συνεργείου. Αν βάλεις π.χ. μια ταινία μεσαίου budget στο Netflix διάρκειας 1 ώρας και 40 λεπτών, στην 1 ώρα και 30 λεπτά θα έχει τελειώσει και θα μείνουν δέκα λεπτά τίτλοι τέλους. Οι ηθοποιοί σε αυτούς θα είναι στην καλύτερη το πρώτο λεπτό, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα είναι ένα σωρό άνθρωποι που δούλεψαν από πίσω. Για αυτό μου αρέσει το σινεμά, γιατί δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί. Δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης. Είναι ένα αποτέλεσμα ορχήστρας, είναι σαν μουσική – την οποία θεωρώ την υπέρτατη μορφή τέχνης και μακάρι να μπορούσα να παίξω. Ως ηθοποιός τρέφω τεράστιο σεβασμό για αυτούς τους ανθρώπους – γιατί βρίσκονται εκεί, με όλα τα «εργαλεία» για να φανείς εσύ μπροστά όσο το δυνατόν καλύτερος γίνεται. Οπότε θα διαλέξω το σινεμά. Γεφυρώνοντας λοιπόν με έναν απόλυτα κλισέ τρόπο την κουβέντα που ξεκινήσαμε παραπάνω για τα «Μυστήρια Πράγματα» και το σινεμά, 5 αγαπημένες ταινίες τρόμου; Μια από τις αγαπημένες μου ταινίες τρόμου όλων των εποχών – αν και ίσως κάποιοι δεν το κατατάσσουν στην κατηγορία αυτή – είναι το Jaws. Τη θεωρώ μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, την καλύτερη ταινία του Spielberg και γενικότερα μια από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών. Και σχετικά με αυτό που λέγαμε νωρίτερα για τον Hugo Pratt και το «Το Χρυσό Σπίτι της Σαμαρκάνδης», το κάνει και ο Spielberg εδώ και το έχω προσπαθήσει και εγώ στο καινούριο comic: είναι μια ταινία 2 ωρών και το βασικό element της ταινίας, τον καρχαρία δηλαδή, τον βλέπεις δέκα λεπτά στο τέλος. Αυτό το θεωρώ μια από τις επιτομές του thriller, το πως τα έχεις κάνει πάνω σου και το τέρας το βλέπεις για λίγο και προς το φινάλε. Θα πω στη συνέχεια το The Thing του Carpenter, μια ταινία την οποία όποτε βλέπω μου δημιουργεί ένα τέτοιο περίεργο αίσθημα αμφιβολίας και κλειστοφοβίας, ενώ έχει επίσης και κάτι που αναφέραμε νωρίτερα όταν μιλούσαμε για το folklore στοιχείο του horror, ότι δηλαδή το πιο τρομακτικό είναι ότι αυτός που είναι δίπλα σου μπορεί να είναι το «τέρας». Θα πω μετά το Shining του Kubrick γιατί ο Jack Nicolson είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός και αυτό που κάνει εκεί είναι φανταστικό. Και επίσης για ένα περίεργο λόγο, η Λάμψη (όπως βασικά και οι άλλες δύο ταινίες παραπάνω) είναι στην κατηγορία εκείνη των comfort movies μου, παρότι αρκετά disturbing. Το Wicker Man είναι επίσης ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες τρόμου που αγαπώ. Το είχα δει αρκετά μικρός, κάπου στο Λύκειο και μη εξοικειωμένος με τέτοιου είδους θεάματα – αγγλικό θρίλερ στα 70s – με είχε ξενίσει αρκετά, όπως και τους Άγγλους τότε που δεν ήξεραν αρχικά που να την κατατάξουν. Με είχε ξενίσει όλο αυτό το περίεργο, που τα πάντα είναι εξωτερικά φυσιολογικά αλλά γίνεται κάτι σε κάθε σκηνή που λες «εδώ κάτι δεν πάει καλά». Όλη αυτή η αίσθηση του αμήχανου που παράλληλα είναι και πολύ οικείο, με καθημερινούς ανθρώπους που κάνουν φυσιολογικά πράγματα αλλά ξαφνικά αποκτούν αυτήν την αίσθηση του άβολου που σε κάνει να τρομάζεις. Τέλος από τα κλασσικά, πάλι Carpenter και το original Halloween του 1978. Ξαναγυρνώντας στο κομμάτι της 9ης Τέχνης, μιας και νομίζω έχουμε ζήσει με τον ίδιο τρόπο το «ξεπέταγμα» του ελληνικού comic των αρχών του 2000 μέχρι σήμερα, πώς βλέπεις πλέον την εγχώρια σκηνή, τόσο από εμπορικής σκοπιάς όσο και από καλλιτεχνικής; Από την εποχή του «9» της Ελευθεροτυπίας και ειδικά τα δέκα τελευταία χρόνια η Ελληνική σκηνή comics υπάρχει, είναι πάρα πολύ δυνατή και έχει πολλούς ανθρώπους των οποίων οι δημιουργίες θεωρώ, σαν αναγνώστης, ότι θα μπορούσαν άνετα να σταθούν στο εξωτερικό. Το ότι υπάρχει βέβαια σκηνή και μάλιστα ζωντανή και πολύπλοκη το καταλαβαίνεις και από ένα άλλο πράγμα, εκτός από τις πολλές εκδόσεις και το πλήθος των καλλιτεχνών: την ποικιλία στο στυλ και στο περιεχόμενο των ιστοριών των νέων καλλιτεχνών. Όταν μπορείς να διαλέξεις μόνο ανάμεσα σε ελληνικά comics το είδος που σου αρέσει, αυτό κάτι δείχνει και κάτι σημαίνει. Πριν κάμποσα χρόνια δεν υπήρχε αυτό, ενώ πλέον τα άτομα που δημιουργούν comics είναι ένα μεγάλο πολύχρωμο ψηφιδωτό όλων των ηλικιών και υφών. Το θέμα είναι πόσο αυτό μπορεί να απορροφηθεί από τους Έλληνες αναγνώστες. Θεωρώ ότι υπάρχει κοινό, έχει αυξηθεί πολύ, αλλά και πάλι δεν είναι στο επίπεδο που θα βοηθήσει να βιοποριστούν όλοι όσοι αποφασίσουν να ασχοληθούν με το comic στην Ελλάδα. Κλείνοντας σιγά-σιγά, Comicdom CON Athens 2023: Υπάρχουν κάποιοι νέοι καλλιτέχνες, που έχεις ξεχωρίσει προσωπικά και θέλεις να διαβάσεις τις νέες τους δουλειές; Είναι πάρα πολλοί και όσες φορές κάνω βόλτα στις αυτοεκδόσεις βλέπω απίστευτα πράγματα. Είναι π.χ. άτομα είκοσι χρόνια μικρότερα από εμένα στα οποία βλέπω τεράστιο ταλέντο. Όχι ότι δεν το βλέπω αυτό και στους μεγαλύτερους ηλικιακά καλλιτέχνες, αλλά αναφέρω τους πιο μικρούς γιατί αυτοί είναι που έρχονται με φόρα. Δεν μπορώ να αναφέρω ονομαστικά κάποιον, γιατί δεν έχω προλάβει να τελειώσω το διάβασμα πάρα πολλών comic που αγοράζω από κόσμο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον η δουλειά του και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Θα πω μόνο ότι είναι πολλά τα άτομα και έρχονται δυνατά. Πώς ερμηνεύεις αυτό το ολοένα αυξανόμενο καλλιτεχνικό επίπεδο των νέων δημιουργών comics; Εμείς, όπως είπαμε και νωρίτερα, αν κάτσουμε πέντε 40άρηδες θα πούμε κοινά ερεθίσματα. Η νέα γενιά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πλέον έχεις είδη μέσα στα είδη, ελληνικά manga, ελληνικά horror, ελληνικά υπέρ-ηρωικά, comics που έχουν να κάνουν με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, φεμινιστικά, συμπεριληπτικά, πολιτικά κτλ. Αν θες να βρεις κάτι συγκεκριμένο υπάρχουν πολλές επιλογές. Υπάρχει μεγαλύτερη πρόσβαση σε άπειρη πληροφορία για αυτά τα παιδιά – κάτι που εμείς δεν είχαμε επουδενί, ένα Βαβέλ ήθελες μικρός και συνήθως έπρεπε να κάνεις τον ανθρακωρύχο για να το ανακαλύψεις σε κάποιο περίπτερο. Πιο μικροί ειδικά, Βαβέλ και Παρά Πέντε π.χ. έπρεπε να τα κρύψεις κιόλας γιατί μπορεί να νόμιζαν οι γονείς σου ότι είναι και τσόντες (γέλια). Τελευταία ερώτηση και πιο κρίσιμη όλων: αγαπημένη ταινία Simon Pegg; (Σ.σ.: ο Θανάσης εμφανισιακά μοιάζει εντυπωσιακά στον Βρετανό κωμικό.) Μου βάζεις δύσκολα, αλλά δεν θα πω το Shawn of the Dead – η πρώτη που τον θυμάμαι – και θα πω το World ’s End. Ο χαρακτήρας του εκεί νιώθω ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον δικό μου χαρακτήρα και θυμάμαι όταν το είχα πρωτοδεί με φίλους, στα πρώτα 15 λεπτά γυρίζουν και μου λένε «Θανάση, το βλέπεις ότι είσαι αυτός έτσι;» (γέλια). Όταν μαζεύει τους παλιούς του φίλους να κάνουν αυτό το pub crawl ταυτίστηκα, γιατί και εμένα οι περισσότεροι μου φίλοι έχουν μεγαλώσει – λες και εγώ δεν έχω (γέλια) – και έχουν μπει σε μια άλλη φάση, ενώ εγώ νιώθω καμιά φορά ότι έχω πατήσει ένα pause και είμαι σαν αυτόν τον χαρακτήρα στη ταινία. Ενώ τα άλλα δύο είναι πιο fun, αυτό έχει εκείνο το στοιχείο που λέγαμε στην αρχή για τα «Καμένα Βούρλα», μιλάει για το πέρασμα του χρόνου, το πως έχουν μεγαλώσει όλοι πια, έχει περάσει ο χρόνος από πάνω τους και ο ήρωας είναι ο ίδιος σαν να είναι ακόμα στα 20 – και φαίνεται κάτι ξεπερασμένο στα μάτια τους, σε σημείο που κάποιες φορές βγάζει μια θλίψη. Στο Hot Fuzz από την άλλη ενώ μου αρέσει πάρα πολύ, δεν μπορώ να ξεπεράσω το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές είναι μπάτσοι (γέλια). Θανάση σε ευχαριστούμε πολύ, καλή επιτυχία με την νέα σου δουλειά και ραντεβού στο Comicdom CON Athens 2023! Tο Comicdom CON Athens, το μακροβιότερο διεθνές φεστιβάλ της χώρας για την τέχνη των comics, επιστρέφει στις 12, 13, 14 Μαΐου, στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Τα comics του Θανάση Πετρόπουλου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις JEMMA PRESS. Περισσότερα για το Comicdom CON Athens 2023 εδώ. Και το σχετικό link...
  2. Επιλογή από τα στριπάκια Πλασματικά Νούμερα του Θανάση Πετρόπουλου που είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν στο ίντερνετ. Κάποια είχαν δημοσιευθεί στη σελίδα του Comicdom, κάποια υπάρχουν ακόμα στο so-comic.gr . Εάν καταλαβαίνω καλά είναι όλα όσα συσχετίζονταν με μπαρ καθώς και μια επιλογή από τα υπόλοιπα. Κάποια από αυτά είχαν δημοσιευθεί στο Πλασματικά Νούμερα της Comicdom Press το 2013. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω πως εκείνο εκεί είχε υλικό μόνο από αυτά που είχαν δημοσιευθεί στη σελίδα του Comidom ενώ αυτό περιέχει υλικό και από τα 2 σάητ. Φαντάζομαι πως όλα έχουν φτιαχτεί πριν το 2017. Το Πλασματικά Νούμερα ως έκδοση είναι καταχωρημένο στις Γελοιογραφίες. Επειδή όμως εδώ έχει και 1-2 ολοσέλιδες ιστοριούλες ως κόμικ, επέλεξα, καλώς ή κακώς, να το παρουσιάσω στην ενότητα των Κόμικς. Παραθέτω μερικά από τα στριπς για να πάρετε γεύση όπως τα αλίευσα στο σάητ του so-comic. Σε αυτή εδώ την έκδοση παρουσιάζουνται χωρίς το κίτρινο πλαίσιο. για να αντιγράψω από το φβ του, είναι έτσι προσωπικά χαμογέλασα πολλές φορές και σε κανά δυο ψιλογέλασα φωναχτά δεν μετάνοιωσα την αγορά του
  3. Μια σύντομη περιγραφή της σειράς «Μυστήρια πράματα» του Θανάση Πετρόπουλου είναι «βουκολικός τρόμος στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα». Η πραγματικότητα όμως είναι πάντα πιο περίπλοκη. Στον πρώτο τόμο από τα «Μυστήρια πράματα», ο Θανάσης Πετρόπουλος («Πλασματικά νούμερα», «Καμένα Βούρλα», «Προτελευταίοι» σε συνεργασία με τον Αντώνη Βαβαγιάννη) εγκαινίασε ένα πρωτότυπο για τα ελληνικά κόμικς είδος. Τοποθέτησε την ιστορία του στην ανεξερεύνητη ελληνική επαρχία του τέλους του 19ου αιώνα, πρόσθεσε καλικάντζαρους, ξωτικά, νεράιδες, τέρατα, δράκους και άλλα πλάσματα των παραμυθιών, έχρισε πρωταγωνιστές τον «ερευνητή καθηγητή του Πανεπιστημίου των Αθηνών και ιδρυτή της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας» Φιλήμονα Καρτέρη και τον «Ιρλανδό φιλέλληνα, περιηγητή, ιππότη του Τάγματος του Μαύρου Σκύλου» Σερ Ζάκαρυ Νίκολσον και έπλασε τρομακτικές αφηγήσεις με φόντο αφιλόξενα δάση, ομιχλώδεις κάμπους, κρυμμένα χωριά και σκοτεινά αγροτόσπιτα. Στο δεύτερο μέρος με υπότιτλο «Λύκοι της Ζήρειας» (κυκλοφορεί όπως και ο πρώτος τόμος από τις εκδόσεις Jemma Press) κρατά τα βασικά συστατικά απαράλλαχτα και μεταφέρει τη δράση στις στοιχειωμένες πλαγιές της Ορεινής Κορινθίας του 1894. Σκαρώνει μόνο μία ιστορία (48 σελίδες) που οδηγεί τους δυο κυνηγούς μυστήριων και ανεξιχνίαστων γεγονότων στους γκρεμούς και το οροπέδιο της Ζήρειας εις αναζήτηση λύκων. Που δεν είναι όμως συνηθισμένοι και, αλίμονο στους ανθρώπους, δεν είναι τετράποδοι. Στα βασικά συστατικά βέβαια παραμένει και το χιούμορ, ιδιαίτερα στους διαλόγους των δυο φίλων που αλληλοσυμπληρώνονται: ο ένας, μορφωμένος και επιστήμονας που προσπαθεί να ερμηνεύσει λογικά, με τεκμήρια και στοιχεία τα μεταφυσικά φαινόμενα, ο άλλος πιο αποφασιστικός, μπρουτάλ και εμπειριστής που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. «Παρ’ όλους τους αστεϊσμούς… δεν σας λείπει το σμαραγδένιο σας νησί;» ρωτά ο Φιλήμονας Καρτέρης. Και ο Σερ Νίκολσον του απαντά: «Only all the time… Ένα από αυτά που μας αρέσουν να κάμουμε στην Ιρλανδία είναι να διηγούμεθα ιστορίες. Νομίζω πως θα επιστρέψω εκεί όταν θα έχω αρκετές να διηγηθώ και όταν το σώμα μου δεν θα με αφήνει καμιά πια να ζήσω παραπάνω. Unless… Εκτός βεβαίως εάν στο μεταξύ κάποια από αυτές τις ιστορίες με σκοτώσει, κύριε Καρτέρη. Οπότε και θα αναγκαστείτε να την διηγηθείτε εσείς!» Στα «Μυστήρια πράματα», αναβιώνουν μύθοι και θρύλοι της ελληνικής υπαίθρου όπως τους διηγούνταν οι γιαγιάδες και στοίχειωναν τη φαντασία των παιδιών αλλά και όπως μεταφέρονταν μέσω των προφορικών παραδόσεων, συντηρώντας και διαιωνίζοντας το αίσθημα φόβου απέναντι στη φύση και τα φαινόμενά της. Και ακριβώς επειδή αφορούν πολύ κοντινές μας περιοχές και εποχές, μας είναι οικείοι μέσα στην απόλυτη ανοικείωση που δημιουργούν οι φανταστικές ιστορίες. Όπως επισημαίνει και ο Αντώνης Βαβαγιάννης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Τα Μυστήρια Πράματα μου φέρνουν στο μυαλό τα παλιά καλά περιπετειώδη κόμικς περιπτέρου, είναι κάτι σαν μια ανίερη συνεύρεση Τεντέν, Hellboy και Γκόλφως που σε ρουφάει και σε αφήνει να περιμένεις τη συνέχεια. Ε λοιπόν, η συνέχεια είναι επιτέλους εδώ με περισσότερους σκοτεινούς θρύλους και περισσότερα σατανισμένα ζώα. Απολαύστε το όπως θα απολάμβανε ένας βουρβόλακας ένα καλό λασπόλουτρο». Και το σχετικό link...
  4. Ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, τα κόμικς έχουν ασχοληθεί με τον υπερφυσικό τρόμο μέχρι υπερβολής. Με επίκεντρο την ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα, όμως, όχι. Ο Θανάσης Πετρόπουλος με τα «Μυστήρια Πράματα» καλύπτει το κενό. «Στη Ζώνη του Λυκόφωτος, όπου οι Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη συναντούν τα X-Files, ο Θανάσης Πετρόπουλος παρουσιάζει με τα Μυστήρια Πράματα ένα μαγικό σκηνικό της ελληνικής επαρχίας του 19ου αιώνα. Οπλές τράγου, βουρκόλακες, γέρικες καστανιές και κοπάδια χωρίς τσοπανόσκυλα συνθέτουν μια σκοτεινή ιστορία μυστηρίου που θα σας γητέψει», γράφει ο Τάσος Ζαφειριάδης στο οπισθόφυλλο από το νέο βιβλίο του Θανάση Πετρόπουλου. Και περιγράφει εύστοχα το περιεχόμενο από τα «Μυστήρια Πράματα» (εκδόσεις Jemma Press, πρώτη δημοσίευση στο socomic.gr, συνοδεύεται από εικονογραφήσεις των Αγγελικής Σαλαμαλίκη, Δημήτρη Καμένου, Αλέξιας Οθωναίου, Παναγιώτη Πανταζή, Έφης Θεοδωροπούλου, Γιάννη Ρουμπούλια, Δήμητρας Αδαμοπούλου, Δημήτρη Κάσδαγλη), μια κατάδυση στη σκοτεινή Ελλάδα μιας άλλης εποχής, πιο «μαγικής» και σίγουρα πιο τρομακτικής. Χωρίς όμως να λείπει το χιούμορ. Πρωταγωνιστές του Πετρόπουλου («Πλασματικά Νούμερα», «Καμμένα Βούρλα», «Προτελευταίοι» και «Προτελευταίοι Ξανά» με τον Αντώνη Βαβαγιάννη κ.ά.) είναι δύο ερευνητές παραφυσικών φαινομένων, ο Φιλήμων Καρτέρης, καθηγητής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, και ο συνεργάτης του, Ιρλανδός φιλέλλην περιηγητής, σερ Ζάκαρυ Νίκολσον, που διασχίζουν βουνά και λαγκάδια, ρεματιές και βοσκοτόπια για να λύσουν μυστήρια με φόντο τρομακτικά νεκροταφεία, αφιλόξενες εκκλησίες, σφαλισμένα αγροτόσπιτα και απειλητικά αγριοκάτσικα. Ακούγεται σαν παρωδία τρόμου και μάλλον είναι, καθώς φαίνεται δύσκολο να τρομάξεις με τέτοια θεματολογία. Αλλά τρομάζεις! Και, πού και πού, γελάς. Όπως, για παράδειγμα, στη μεγαλύτερη ιστορία του βιβλίου, με τίτλο «Τράγος», κάπου στην ορεινή Αρκαδία του 1893 με τους δυο φίλους να συζητούν: «Πιστεύω ότι μετά θάνατον συμβαίνουν μυστήρια πράματα, κύριε Καρτέρη… τα οποία όμως δεν θα χαρακτήριζα ως “ζωή”» λέει ο Ιρλανδός. «Άρα πιστεύετε στα πνεύματα;» ερωτά ο καθηγητής. «Λόγω της ιρλανδικής μου καταγωγής είμαι σχεδόν υποχρεωμένος να πιστεύω κατά βάσιν στα οινοπνεύματα…» ξεκαθαρίζει ο Ζάκαρυ Νίκολσον. Και συνεχίζουν τον δρόμο τους, περιμένοντας (ή ελπίζοντας;) να διασταυρωθούν με ξωτικά και καλικάντζαρους, με μάγισσες και νεράιδες, με στοιχειά και δράκους, με τα αλλόκοτα πλάσματα των δοξασιών και των μύθων της ελληνικής επαρχίας ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Με το ερώτημα του εξωφύλλου «Κι αν τα παραμύθια της γιαγιάς δεν ήταν τελικά παραμύθια;» να πλανάται σε όλη τη συλλογή ενός παράδοξου βουκολικού τρόμου. Φυσικά τα παραμύθια της γιαγιάς ήταν πάντα παραμύθια, αλλά σημασία έχει αν οι άνθρωποι που τα άκουγαν τα πίστευαν και τους κυρίευε ο φόβος. Κι εδώ η απάντηση είναι μάλλον καταφατική κάνοντας ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την επιλογή του Πετρόπουλου να ασχοληθεί με αυτήν ακριβώς την εποχή, ίσως την τελευταία που κάτι τέτοιο μπορεί και να αποτελούσε τον κανόνα. Και το σχετικό link...
  5. Τα Μυστήρια Πράματα του Θανάση Πετρόπουλου ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2018, στο socomic.gr, και ολοκληρώθηκε τον Απρίλη του επόμενου χρόνου. Το κόμικ ανήκει στο είδος του υπερφυσικού τρόμου. Πρωταγωνιστές είναι ο Φιλήμων Καρτέρης και ο Σερ Ζάκαρυ Νίκολσον -Έλληνας ακαδημαϊκός και Ιρλανδός περιηγητής αντίστοιχα-, οι οποίοι σαν άλλοι πράκτορες του BPRD, τα βάζουν με καταχθόνια πλάσματα στην ελληνική ύπαιθρο του 19ου αιώνα. Η φυσική μορφή του κόμικ, από τις εκδόσεις Jemma Press, περιλαμβάνει δύο ιστορίες από τις τρεις που έχουν δημοσιευτεί στην πλατφόρμα. Για εμένα προσωπικά ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι ο Πετρόπουλος έκανε κάτι τελείως έξω από αυτά που τον έχουμε συνηθίσει. Μπορεί το σχέδιό του να μην προϊδεάζει για horror, αλλά το έχει τροποποιήσει αρκετά ώστε -τουλάχιστον για εμένα- να εξυπηρετεί το σενάριο, ακόμη και στις πιο gory στιγμές του. Το δυνατό σημείο βεβαια είναι σενάριο. Εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το ελληνικό φολκλόρ είναι πλούσιο και ανεκμετάλλευτο και ο Πετρόπουλος το διαχειρίζεται πολύ καλά. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι συμπαθέστατοι και έχουν χημεία, αν μπορεί να ειπωθεί αυτό για ένα κόμικ. Και μέσα σ' όλα δε λείπει το χιούμορ, προερχόμενο κυρίως από την φλεγματική ιδιοσυγκρασία του Νίκολσον. Η έκδοση είναι απλή αλλά καλαίσθητη και περιέχει επίσης pin-ups από τους Αγγελική Σαλαμαλίκη, Δημήτρη Καμένο, Αλέξια Οθωναίου, PanPan, Έφη Θεοδωροπούλου, Γιάννη Ρουμπούλια, Δήμητρα Αδαμοπούλου και Δημήτρη Κάσδαγλη. Συνολικά, θα έλεγα ότι είναι ένα απρόσμενα διασκεδαστικό τομάκι. Ίσως «λίγο», αλλά που αξίζει να διαβάσουν όσοι αρέσκονται σε τέτοιες θεματολογίες. +.||.+ Παρουσίαση του webcomic Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα τους germanicus & albertus magnus.
  6. Ναι, ο θάνατος του Stan Lee στις 12 Νοεμβρίου 2018, πριν από λίγες μέρες δηλαδή, είναι μεγάλη υπόθεση. Κι αυτό γιατί η ζωή του ήταν μεγάλη υπόθεση, η δουλειά του ήταν μεγάλη υπόθεση, η κληρονομιά του θα συνεχίσει να είναι μεγάλη υπόθεση. Θα χρειαζόταν να πάμε πολλές δεκαετίες πίσω, από την αρχή της Golden Age των κόμιξ στα τέλη των 30s όταν ο Lee πρωτοέπιασε αυτήν την δουλειά μέχρι το τέλος της Silver Age τις αρχές των 70s που τρόπον τινά σηματοδοτείται (και) από την απόσυρσή του απ’ το γράψιμο μηνιαίων τίτλων το 1972. Σ’ αυτό το διάστημα, όμως, ο Lee δημιούργησε από κοινού με τους συναδέλφους του Jack Kirby και Steve Ditko μια σειρά χαρακτήρων που άλλαξαν το πρόσωπο της λαϊκής κουλτούρας: Spider-Man, X-Men, Iron Man, Thor, Hulk, Fantastic Four. Φυσικά, το ζήτημα είναι πρωτίστως το τι έκανε μ’ αυτούς τους χαρακτήρες ο Lee, πώς τους χειρίστηκε και πώς τους συνέδεσε με το κοινωνικό και ιστορικό τους περιβάλλον. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Το Lee έφερε το γράψιμο των υπερηρώων κοντά στην άμεση εμπειρία, τους έκανε fun και relatable, έσκυψε το αυτί του στο έδαφος και άκουσε αυτά που είχαν να πουν οι αμερικάνικοι κοινωνικοί αγώνες των 60s και 70s, ξεπέρασε τα όρια της επιβεβλημένης λογοκρισίας της εποχής του. Ο Stan Lee δεν δημιούργησε απλώς ένα μάτσο διάσημους χαρακτήρες της pop κουλτούρες. Δημιούργησε εν μέρει ο ίδιος αυτό που γνωρίζουμε σήμερα σαν pop κουλτούρα. Αυτή είναι μια κληρονομιά που σ’ έναν βαθμό ξεπεράστηκε ιστορικά, βέβαια. Η Marvel των επόμενων δεκαετιών δεν είναι η Marvel του Stan Lee των 60s. Οι δημιουργοί που ήρθαν με φόρα έξω από τα όρια των Big Two έφεραν έναν αέρα αποδόμησης και ανανέωσης που ήταν απολύτως αναγκαίος. Εξάλλου, μην ξεχνάμε πως πρόκειται για βιομηχανία, κι η δημόσια εικόνα του Lee είναι επίσης μια από της πηγές αυτής της pop βιομηχανίας. Ήταν ο superstar των κόμιξ, κι αυτό για τους αδικημένους του κλάδου (σαν τον Kirby, αλλά και αμέτρητους οριακά ανώνυμους δημιουργούς), τον έφερνε ενίοτε και στη θέση του supervillain. Το ότι διαμόρφωσε την pop κουλτούρα, δηλαδή, δεν είναι ούτε αυτό μια απλή υπόθεση – κάθε άλλο. Όλα αυτά, μαζί, σχηματίζουν την εικόνα όχι ενός μύθου αλλά ενός σημαντικού ανθρώπου – σημαντικού αδιαμφισβήτητα, αλλά ανθρώπου. Μπορεί να είμαστε υπερβολικά μικροί σε ηλικία και να μην έχει γνωρίσει κανείς μας σε πραγματικό χρόνο κι από πρώτο χέρι τις ιστορίες του Stan Lee στα κόμιξ των 60s, αλλά γνωρίζουμε καλά ότι το καλλιτεχνικό το dna ακόμα κυκλοφορεί μέσα στις ιστορίες που μας διασκεδάζουν και μας συγκινούν. Αυτές τις μέρες, λοιπόν, απευθυνθήκαμε σε 4 δημιουργούς κόμιξ (την Ευγενία Κουμάκη, τον Θανάση Πετρόπουλο, την Δήμητρα Αδαμοπούλου, τον Ηλία Κυριαζή) κι 1 κωμικό που ξέρουμε ότι τον αγαπούσε πολύ (τον Διονύση Ατζαράκη) και τους ζητήσαμε να μας πουν δυο λόγια για τον Stan Lee. Το έκαναν – και τους ευχαριστούμε. Ευγενία Κουμάκη «Ο Stan Lee για μένα ήταν περισσότερο μια ιδέα, ένα σύμβολο. Δεν μεγάλωσα διαβάζοντας υπερηρωικά κόμικ, αλλά μεγαλώνοντας μελέτησα την ιστορία των αμερικάνικων κόμικ και των κόμικ γενικότερα, και έφτασα να καταλάβω πόσο μεγάλη ήταν η συνεισφορά του μέσω της συνεργασίας του με δημιουργούς όπως ο Kirby και ο Ditko. Έβαλε ανθρώπινες πτυχές σε υπερηρωικά κόμικ, οδηγώντας την βιομηχανία προς μια πιο πολύπλοκη απόδοση των χαρακτήρων, απομακρυνόμενος από την απλουστευμένη ηθική απόδοση των υπερηρώων των κόμικ της άμεσης μεταπολεμικής εποχής των κόμικ. Παρά την προβληματικότητα σε κάποιες πτυχές της καριέρας του, αυτή η κληρονομιά παραμένει μέχρι σήμερα, με δημιουργούς που συνεχίζουν να εξερευνούν την ανθρωπότητα μέσω της υπερανθρωπότητας, αντιμετωπίζοντας όλο και πιο πολύπλοκα θέματα, συναισθηματικά, κοινωνικά και ακόμα και πολιτικά. Σ’ ευχαριστώ Stan Lee, για την αρχή σε μία τάση που ελπίζω να μην έχει τέλος». [Facebook | Website] Θανάσης Πετρόπουλος «Αυτές οι γραμμές είναι από κάποιον που δεν του άρεσαν ποτέ ιδιαίτερα οι υπερήρωες, παρότι πάντα λάτρευε τα κόμικς. Που προτιμούσε πάντα τους ”ανθρώπινους” χαρακτήρες με τα ελαττώματα, τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες τους. Αλλά ακριβώς γι’αυτό οφείλω, σαν χρόνιος αναγνώστης πρώτα απ’όλα, να παραδεχτώ τη γιγαντιαία και ανεκτίμητη συμβολή αυτού του τεράστιου δημιουργού στο να συνδυάσει ακριβώς αυτά τα δύο. Το ελάχιστο, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε έναν από τους ανθρώπους που, όπως τους χαρακτήρες του, από ”περιθωριακούς” μας έκανε να νιώσουμε ”υπερήρωες”». [Facebook] Δήμητρα Αδαμοπούλου «Θα το πω: έμαθα σε μεγάλη ηλικία ποιος είναι ο Stan Lee. Από μικρή διάβαζα κυρίως ευρωπαϊκά κόμικς και μεγαλώνοντας πιο νταρκ ή πιο εναλλακτικά, οπότε με υπερήρωες δεν είχα και πολλή σχέση. Μου άρεσε όμως από παιδί ο Spiderman, αφενός γιατί ήταν μικρός σε ηλικία και αφετέρου γιατί μου άρεσε το σώμα του (wink wink). Δεν ήταν τόσο μάτσο και φουσκωτός όσο οι υπόλοιποι γνωστοί του συναφιού και αυτό για μένα ήταν ένα συν. Αργότερα έμαθα όχι μόνο το ποιος ήταν ο Stan αλλά και το ότι δημιούργησε τους X-Μen εμπνευσμένος από τα αποτρόπαια ρατσιστικά γεγονότα που συνέβαιναν τη δεκαετία του ’60 στην Αμερική. Οι μεταλλαγμένοι που τους κατατρέχουν λόγω της διαφορετικότητας τους ήταν ένας συμβολισμός για τους αφροαμερικανούς. Οι επιθέσεις και οι πορείες διαμαρτυρίας και τα εγκλήματα κατά των μεταλλαγμένων πολύ συχνά ήταν κοπιαρισμένα από πραγματικά γεγονότα της εποχής. Ο καθηγητής Xavier που ήταν κατά της βίας ήταν ο αντίστοιχος Martin Luther King και ο Magneto ήταν ένας συμβολικός Malcom X. Γνωρίζοντας πλέον αυτό, και βλέποντας πλέον ως δασκάλα το πόσα παιδιά αγαπούν τους ήρωες αυτούς, βλέπω το πόσο σημαντικό ήταν τελικά όλο αυτό το σύμπαν που δημιούργησε. Ακόμα κι αν πλέον έχουν αλλάξει οι συμβολισμοί, η μάχη είναι η ίδια: κάθε παιδί (και κάθε άνθρωπος βασικά) μάχεται για να το αποδεχτούν, για να ταιριάξει, για να αντιμετωπίσει bullies, για να αντέξει μια σκληρή πραγματικότητα στο σπίτι, στον κόσμο ή στο σχολείο. Οπότε οι ήρωες αυτοί μιλάνε κατ’ ευθείαν στην καρδιά του. Και ναι, θα μου πεις, αλλά υπάρχει ένα μανιχαϊστικό πρότυπο καλού-κακού που δε βοηθάει. Όχι ακόμα κι αυτό έχει εξελιχθεί. Οι υπερήρωες πλέον γερνάνε, έχουν ελαττώματα και αμφισβητούν τον εαυτό τους. Αλλά ακόμα και να μην ήταν έτσι, οι X-Men, οι Avengers, ο Hulk, ο Spiderman δώσανε ένα καταφύγιο, μια παρηγοριά αλλά και εμπνεύσανε εσωτερική δύναμη σε πολλούς ανθρώπους όλων των ηλικιών, γιατί καμιά φορά απλώς you need a hero. Και γι αυτό το λόγο δεν έχω παρά να σεβαστώ τον μουστάκια παππού με το πονηρό βλέμμα και να πω κι εγώ R.I.P. Stan, σε ευχαριστούμε». [Website | Instagram] Ηλίας Κυριαζής «‘Nuff said.» [Website | Instagram] Διονύσης Ατζαράκης «Αν θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής, θα πω ότι για καιρό έβλεπα τον Stan Lee με σχετική επιφύλαξη. Είχε την τάση να εμφανίζεται παντού, σχεδόν με το ζόρι, σε ταινίες, comics, animation, για χρόνια έπαιρνε αποκλειστικό credit για χαρακτήρες που συν-δημιούργησε, και γενικότερα υπήρχε πάντα η συζήτηση για το μέγεθος της συνεισφοράς του, συγκριτικά με ανθρώπους όπως ο Jack Kirby και ο Steve Ditko, που δεν είχαν ποτέ αντίστοιχη mainstream αναγνώριση. Επίσης, αντί να διασκεδάζω με τα cameo του στις ταινίες, περισσότερο αγχωνόμουν υποσυνείδητα για το αν θα τα βγάλει και θα πει σωστά τα λόγια του. Με εξαίρεση το cameo στο Amazing Spider-Man που ήταν ότι καλύτερο. Η αλήθεια είναι όμως πως ήταν ένας απίστευτα δημιουργικός άνθρωπος. Και ήταν 100% iconic. Από την εμφάνιση, μέχρι το ντύσιμο και τα catchphrases. Η συναναστροφή του και η επικοινωνία με τους fans όλα αυτά τα χρόνια -έγραφε ο ίδιος το editorial στα comics για δεκαετίες, και το γεγονός ότι ήθελε να συμμετέχει και να εμπλέκεται ενεργά σε οτιδήποτε αφορούσε τη Marvel, ήταν μόνο κάποιοι από τους λόγους που ο Stan κέρδισε αυτό το legendary στάτους του. Δε μπορείς παρά να σεβαστείς απεριόριστα το πάθος για δουλειά και τον παιδικό ενθουσιασμό που ωθούν έναν άνθρωπο 95 χρονών να τρέχει στα set για να του γυρίσουν σκηνές και να ζητάει έξτρα πλάνα και έξτρα ατάκες κάθε φορά (λέει, αγαπημένο του cameo ήταν στο Age of Ultron, γιατί είχε δύο σκηνές αντί για μία. Σνιφ!). Και φυσικά, ότι και να λέμε, διαμόρφωσε τα comics όπως είναι σήμερα. Χωρίς αυτόν δεν θα είχαμε χαρακτήρες όπως ο Hulk, ο Doctor Strange, o Thor και ο Spider-Man αλλά ούτε και το τέλειο meme που κυκλοφορεί τελευταία, με την κοπέλα που πόσταρε φωτογραφία Stan Lee με λεζάντα RIP, και τον τύπο που έγραψε σε comment: «συλλυπητήρια κούκλα, παππούς;». Για όλα αυτά και πολλά ακόμα, σε ευχαριστούμε Stan! Είσαι ο καλύτερος Stan που ξέρω. Με διαφορά». [Facebook | YouTube] Και το σχετικό link...
  7. ”Κάποτε, όταν ο κόσμος και τα πράματα ήσαν απλά, η Ελλάδα ήταν ένας στοιχειωμένος τόπος. Ήταν γεμάτη ξωτικά, νεραίδες, καλικατζάρους, τέρατα, δράκους των θησαυρών, στοιχειά των νερών, του βουνού και του κάμπου, γριές μάγισσες, εκδικητικούς αγίους και βρικόλακες που τριγυρνούσαν στο φως του ήλιου.. Αυτό είναι ένα κόμικ για τα μυστήρια πράματα, γι’αυτούς που τα είδαν με τα μάτια τους και γι’ αυτούς που τα ‘βαλαν μαζί τους...” Αυτή είναι η περιγραφή του νέου προσωπικού εγχειρήματος του Θανάση Πετρόπουλου για την πλατφόρμα του socomic. Τα Μυστήρια Πράματα τρέχουν από την 1η Αυγούστου και νέα επεισόδια ανεβαίνουν κάθε Τετάρτη. Καθώς δεν είναι χιουμοριστικό, πρόκειται για κάτι διαφορετικό από αυτά που μας έχει συνηθίσει ο Πετρόπουλος. Γενικά, τον τελευταίο καιρό παρατηρώ μια ανανέωση ενδιαφέροντος (όχι μόνο στον χώρο των κόμικς) για το ελληνικό φολκλόρ, που προσωπικά μου είναι άγνωστο αλλά θεωρώ ότι έχει πολύ ζουμί. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα το δούμε και τυπωμένο.
  8. Χιουμοριστική σειρά του Θανάση Πετρόπουλου που έκανε το ντεμπούτο της στην σελίδα του Comicdom. Κύριο συστατικό της οι διαφορές που προκύπτουν όταν γνωστοί χαρακτήρες της ποπ κουλτούρας και των μύθων αλλάζουν περιβάλλον καθώς και τα λογοπαίγνια και λεξιπλασίες που επίσης αλλάζουν την σύσταση αυτών που ξέρουμε. Η σειρά έκανε και ένα δεύτερο κύκλο στο socomic το 2015-2016. Το παρόν άλμπουμ βέβαια συλλέγει κάποια από τα στριπς του πρώτου κύκλου. Δύο δείγματα (παρμένα από το comicdom) Το άλμπουμ υπάρχει και στη βιβλιοθήκη της ΛΕΦΙΚ, με αφιέρωση από τον δημιουργό.
  9. Μιλήσαμε με Κάποιους Από τους Καλύτερους Κομιξάδες της Ελλάδας Το ελληνικό κόμικ είναι πιο δυνατό από ποτέ. Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός Θυμάμαι πως, όταν ήμουν μικρός, είχα περάσει μια αρκετά μεγάλη περίοδο που ήθελα να γίνω κομιξάς. Όπως πολλά πιτσιρίκια, έτσι κι εγώ, είχα πωρωθεί με το αγαπημένο μου κόμικ, τον Garfield, και είχα αρχίσει να φτιάχνω τους δικούς μου χαρακτήρες. Βέβαια, υπήρχε ένα πρόβλημα και αυτό δεν ήταν άλλο από το γεγονός πως, ακόμη και σήμερα, δεν είμαι ικανός να ζωγραφίσω ούτε ένα σπιτάκι. Τα βιβλία που είχα παραγγείλει από κάτι διαφημίσεις τύπου telemarketing δεν βοήθησαν την κατάσταση και έτσι η καριέρα μου τελείωσε πριν καν αρχίσει. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη μεγάλη μου επιτυχία, τον Κόμη Φράγκουλα, τον οποίο είχα τη φαϊνή ιδέα να ζωγραφίσω με ανεξίτηλο μαρκαδόρο σε μία από τις ντουλάπες του δωματίου μου -το αποτελέσμα ήταν τραγικό- φρικάροντας τη μάνα μου. Μεγάλο ρόλο στην αγάπη μου για τα κόμικς έπαιξε και το περιοδικό «9» που είχε ξεκινήσει να κυκλοφορεί εκείνη την εποχή. Μέσα από τις σελίδες του παρέλασαν και αναδείχτηκαν πολλά γνωστά ονόματα του χώρου και δικαίως αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού κόμικ. Μάλιστα, είχα λάβει μέρος -με τον Φράγκουλα, αν θυμάμαι καλά- σε έναν από τους διαγωνισμούς του περιοδικού και ακόμη και σήμερα ειλικρινά ντρέπομαι που έστειλα αυτά τα εκτρώματα στους ανθρώπους. Τέλος πάντων. Τα χρόνια πέρασαν και η εγχώρια σκηνή έχει εξελιχθεί τρομερά. Πλέον, υπάρχουν Έλληνες δημιουργοί που συνεργάζονται με τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους του κόσμου και που καταφέρνουν, σε πείσμα των καιρών, να επιβιώνουν κάνοντας αυτό που αγαπούν. Συναντήσαμε κάποιους από τους πιο γνωστούς και ενδιαφέροντες κομιξάδες εκεί έξω και τους επισκεφτήκαμε στον χώρο τους, για να τους φωτογραφίσουμε και να κουβεντιάσουμε μαζί τους. Ένα σημαντικό στατιστικό που προέκυψε είναι πως οι περισσότεροι δείχνουν μια προτίμηση στις γάτες. Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα μάθετε διαβάζοντας όσα είπαμε μαζί τους. Μιχάλης Διαλυνάς VICE: Έχεις καταφέρει να συνεργαστείς με τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους στον κόσμο, όπως η Marvel και η DC Comics. Η ερώτηση είναι απλή: πώς στο καλό τα κατάφερες; Μπορώ για αρχή να σου πω ότι έγινε με πολλά χρόνια εξάσκησης, αλλά η αλήθεια είναι πως μετά από αυτό, τους έστειλα mail και τους έδειξα τη δουλειά μου. Στη Marvel, με την οποία συνεργάστηκα το 2013, τους είχα στείλει δυο-τρεις φορές και έκανα για δείγματα σελίδες, όπως κάνουν όλοι. Μου είπαν, «Ωραία, καλά πας, στείλε μας ξανά, όταν έχεις κάτι να μας δείξεις». Αφού τελείωσα το πρώτο μου κόμικ στην Dark Horse, το Amala's Blade, τους το έστειλα. Τους άρεσε και μου εμπιστεύτηκαν τον σχεδιασμό ενός τεύχους Superior Spider-Μan. Με την DC ήταν διαφορετικά, δεν τους είχα στείλει δουλειά μου, αλλά ήρθαν εκείνοι σε επαφή μαζί μου, επειδή είχα συνεργαστεί με την editor που δούλευε σε μια άλλη εταιρεία, προτού πάει εκεί. Ήξερε τη δουλειά μου και θεώρησες πως θα ταίριαζα στο Gotham Academy. Από τότε, έχω σχεδιάσει σε δύο τεύχη τους και ελπίζω να σχεδιάσω ξανά στο μέλλον. Μόλις, δηλαδή, τελειώσω με το The Woods. Πώς μπήκες στη φάση των κόμικς; Όπως όλοι οι δημιουργοί κόμικς. Διάβαζα μικρός, έπαιρνα από τα περίπτερα και τα πρακτορεία ξένου Τύπου στην Κρήτη και μου έστελνε η θεία μου από την Αγγλία διάφορα τεύχη Spawn, Batman, TMNT, ακόμη και Power Rangers. Κάποια στιγμή, ξεκίνησα να σχεδιάζω και όταν ήμουν στο Λύκειο κυκλοφόρησε το 9 στην Ελευθεροτυπία. Από εκείνη τη στιγμή, είδα ότι ίσως να υπάρχει ένα μέλλον και ένα πάτημα, ώστε να φτιάξω και εγώ κόμικς στην Ελλάδα και ίσως και στο εξωτερικό. Ευτυχώς, τα πράγματα πήγαν καλά, είμαι εδώ ακόμη και σχεδιάζω. Να υποθέσω πως ζεις από αυτό, σωστά; Ναι, πλέον είναι full-time δουλειά. Όπως όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, έτσι και εγώ, πρέπει να κυνηγάω τη δουλειά και να κλείνω project. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα και έτρωγα μόνο ρύζι και μακαρόνια, για να μπορέσει να αφήσω το στίγμα μου με ένα καλό κόμικ. Τα τελευταία χρόνια σχεδιάζω τη σειρά The Woods με τον συγγραφέα James Tynion IV και την εκδοτική Boom! Με αυτούς ήμουν τυχερός και κατάφερα να εξασφαλίσω πως θα σχεδίαζα 36 τεύχη. Τώρα είμαι στο τεύχος 31, οπότε, όταν τελειώσω -τον Σεπτέμβριο- θα είμαι πάλι στο κυνήγι της επόμενης συνεργασίας. Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις αυτήν τη δουλειά μένοντας στην Ελλάδα; Βασικά, είναι ευχή και κατάρα. Έχουμε επτά με δέκα ώρες διαφορά με τις ΗΠΑ, οπότε έχουμε ένα προβάδισμα στα deadlines, αλλά από την άλλη είναι κακό, επειδή όταν σκάνε τα mail, είναι μετά τις 10 το βράδυ και μερικές φορές μιλάς μαζί τους για αλλαγές μέχρι τα ξημερώματα. Το κόστος ζωής στην Αμερική είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με εδώ, οπότε είναι καλό να μένεις Ελλάδα, αλλά για να μπορώ να συναναστραφώ με τους εργοδότες και τους συνεργάτες μου από εκεί, θα πρέπει να περιμένω πότε θα μπορέσουμε να βρεθούμε σε κάποιο συνέδριο. Για παράδειγμα, με τον συγγραφέα του Woods έχω βρεθεί τρεις φορές και με τους editors μου, δύο. Προς το παρόν, νιώθω καλά που είμαι εδώ και πηγαίνω μια φορά τον χρόνο στο New York Comic Con και βλέπω κόσμο. Θέλω να μου μιλήσεις για το κεφάλαιο Χελωνονιντζάκια . Ξέρω πως τα λατρεύεις, αλλά και πως δουλεύεις με αυτά. Είχα πάθει πατατράκ τις πρώτες μέρες, λες και είχα ξεχάσει πως να σχεδιάζω, έπρεπε να θυμίσω στον εαυτό μου ότι τώρα έχω την ευκαιρία να αφήσω ένα κομμάτι μου στην ιστορία τους, αλλά ταυτόχρονα να περάσω καλά και να μην αγχώνομαι. Δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο αυτό. Τα Χελωνονιντζάκια είναι η παιδική μου αγάπη. Όταν βγήκε η πρώτη ταινία το 1990, ήμουν έξι χρονών και βαθιά χωμένος στη «Χελωνομανία». Φιγούρες, παιδικά μπλουζάκια, τα πάντα. Αλλά και τώρα, είναι λες και δεν άλλαξε τίποτα, παρακολουθώ τη νέα σειρά στο Nickelodeon, διαβάζω τα κόμικς και αγοράζω τις φιγούρες. Απλώς τώρα τα σχεδιάζω κιόλας, όποτε έχω χρόνο. Τον Δεκέμβριο βγήκε το τελευταίο τεύχος που σχεδίασα και πρόκειται να δουλέψω πάνω σε άλλες περιπέτειές τους πολύ σύντομα. Η συνεργασία μου με την IDW -την εκδοτική που τα βγάζει- είναι πολύ διασκεδαστική και χαίρομαι όποτε μου στέλνουν, για να με ρωτήσουν, αν έχω λίγο χρόνο να επισκεφτώ ξανά τους πράσινους φίλους μου. Τι θα δούμε από εσένα μέσα στο 2017; Φέτος θα είναι το φινάλε της σειράς The Woods στο τεύχος 36, το οποίο θα βγει τον Οκτώβριο. Είμαι πολύ χαρούμενος γι' αυτό. Θα κυκλοφορήσουν τρεις τόμοι από αυτό μέχρι το τέλος της χρονιάς, Όπου να' ναι, θα βγει και ο πρώτος τόμος Teenage Mutant Ninja Turtles Universe και σύντομα θα σχεδιάσω ξανά ένα νέο τεύχος, το οποίο δεν γνωρίζω πότε θα κυκλοφορήσει. Επίσης, μέσα στη χρονιά θα έχουμε και κάποια άλλα νέα, σχετικά με την τηλεοπτική μεταφορά του The Woods από το SyFy Channel. Ηλίας Κυριαζής Θυμάσαι την πρώτη ιστορία που σχεδίασες; Πρέπει να ήταν στην Γ΄ή Δ΄ Δημοτικού και είχε γίνει ολόκληρο θέμα. Είχε γυμνούς ανθρώπους, τέρατα και ξεκοιλιάσματα και την είχαν δει στο σχολείο, είχαν καλέσει τους γονείς μου, χαμός. Fun times. Η κυκλοφορία του Manifesto σε έκανε ευρύτερα γνωστό ακόμα και σε κόσμο που δεν ασχολούνταν μέχρι τότε με Έλληνες σχεδιαστές. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή; Αυτοί που ασχολούνταν με τους Έλληνες σχεδιαστές τότε, ήταν κυρίως οι Έλληνες σχεδιαστές. Αυτό άλλαξε σιγά-σιγά με το 9. Τo περιοδικό έκανε αδιαμφισβήτητα μεγάλο καλό στα ελληνικά κόμικς και εγώ σίγουρα δε θα είχα καριέρα χωρίς αυτό. Τότε βέβαια, το βλέπαμε κάπως αλλιώς, υπήρχε το κλίμα ότι κάτι ξεκινάει, κάτι πάει να γίνει, αλλά -ίσως λόγω οικονομικής κρίσης- το πράγμα ξεκίνησε να φρενάρει προτού προφτάσει να καταφέρει όλα όσα ήλπιζα ότι θα μπορούσε. Το γεγονός ότι μια ολόκληρη γενιά δημιουργών μπόρεσε να κάνει το ξεκίνημα της μέσω του 9 δεν είναι καθόλου αμελητέο, αλλά μου είναι πολύ δύσκολο να μην έχω γλυκόπικρα συναισθήματα για το περιοδικό. Γενικότερα για την εποχή κάπως πιο γλυκά, επειδή ήμουν και στα early 20s μου και το ζούσα. Αλλά και τα κόμικς ήταν πολύ καλά μαζί μου: μου έδωσαν φίλους, αυτοπεποίθηση, αναγνωρισιμότητα, χαρτζιλίκι και κάπου να ανήκω. Τώρα, μετά το τέλος του πάρτι, έχουν μείνει στον χώρο οι δημιουργοί που το εννοούσαν και οι πιο πιστοί αναγνώστες, αλλά έχει χαθεί το casual αναγνωστικό κοινό, που κάνει τη μεγάλη διαφορά. Πώς προέκυψαν οι συνεργασίες σου με αμερικανικούς εκδοτικούς οίκους, όπως οι IDW και DC Comics; Είχα δει πως η φάση στην Ελλάδα με τα κόμικς βάλτωνε και ψαχνόμουν για έξω. Είχα ξεκινήσει τα ταξίδια στο San Diego Comic Con και να στέλνω email. Για την DC κέρδισα έναν διαγωνισμό ταλέντων που έκανε για το έντυπο Zuda και το ίδιο συνέβη και με την Dark Horse Comics. Στην ΙDW με έφερε ο Scott Lobdell, τον οποίο πλησίασα, επειδή γούσταρα τα X-Men που έγραφε στα 90s, του άρεσε και εκείνου η δουλειά μου και ξεκινήσαμε μια συνεργασία που μας έδωσε τα κόμικς Ghostbusters, Galaxy Quest και έχουμε ακόμη μέλλον. Πόσο εύκολο είναι το να είσαι επαγγελματίας κομίστας στην Ελλάδα; Είμαι επαγγελματίας κομίστας, όμως απλώς κατοικώ στη χώρα. Δεν εργάζομαι εδώ. Ας απαντήσει κάποιος ή κάποια που βιοπορίζεται μόνο από την Ελλάδα, για να μας πει πώς τα καταφέρνει. Πώς βλέπεις την ελληνική σκηνή κόμικς και όλες τις προσπάθειες που γίνονται για την προώθησή της; Είναι μια ειρωνεία που πονάει λίγο, το πόσο ανεβασμένο είναι το επίπεδο καλλιτεχνικά -και στους παλιότερους και στους νεότερους- σχετικά με τα «χρόνια της άνθησης» των 00s. Το διεθνές κοινό αγκαλιάζει τα ταλέντα που προέρχονται από τη χώρα μας, οπότε φιλοδοξούμε σύντομα να συμβεί το ίδιο και με το ελληνικό. Τα conventions, η διαδικτυακή παρουσία, οτιδήποτε φέρνει κόσμο στα κόμικς γενικότερα βοηθά και τους Έλληνες δημιουργούς και βέβαια, μην ξεχνάμε πως έχει ανοίξει πια και ο δρόμος για τη διεθνή αγορά. Όσο δύσκολα και να είναι τα πράγματα εδώ, υπάρχει ο δρόμος για να κάνει καριέρα ένας δημιουργός. Πάνω σε τι δουλεύεις αυτήν την εποχή; Σχεδιάζω τη σειρά Dirk Gently's Holistic Detective Agency, που είναι βασισμένη στα ομώνυμα βιβλία του Douglas Adams και στην τηλεοπτική σειρά του Max Landis, του BBC America και της IDW. Γιάννης Ρουμπούλιας Πότε έπιασες πρώτη φορά πενάκι αποφασισμένος να φτιάξεις μια ιστορία και πώς κατάλαβες ότι πάει κάπου όλο αυτό; Στην ηλικία που ξεκίνησα, δεν ήξερα καν τι σημαίνει «πενάκι». Ανέκαθεν με γοήτευε το μέσο των κόμικς και θεωρούσα πολύ συναρπαστικό το να μπορείς να αφηγηθείς μέσω σχεδίων μια δική σου ιστορία. Έτσι, δεν ήταν δύσκολο να αποφασίσω πως ήθελα να ασχοληθώ περισσότερο με αυτό από πολύ μικρή ηλικία. Η πρώτη φορά που έφτιαξα μια ολοκληρωμένη ιστορία, ήταν νομίζω το καλοκαίρι μεταξύ ΣΤ΄ Δημοτικού και Α΄ Γυμνασίου, σε σχολικό τετράδιο που πλέον θα ήταν άχρηστο, καθώς το σχολείο είχε τελειώσει. Ήταν μια ιστορία του Κόναν του Βάρβαρου. Νομίζω ότι κάπου υπάρχει ακόμη, θαμμένη σε μια κούτα μαζί με άλλα σχέδια εκείνων των αρχαίων εποχών. Έχεις προλάβει τον χώρο των κόμικς πριν από την εισβολή των social media στην καθημερινότητά μας. Πόσο διαφορετικός είναι ο τρόπος προσέγγισης του κόσμου, αλλά και των καλλιτεχνών σήμερα σε σχέση με πριν από 10-12 χρόνια; Τα πράγματα είναι σαφέστατα καλύτερα ως επί το πλείστον. Πλέον, μπορούμε να δείξουμε τη δουλειά μας στα πέρατα του κόσμου με πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια απ' ό,τι στο παρελθόν. Η αγορά, όσον αφορά τη δουλειά μας, δεν περιορίζεται από τα σύνορα. Μπορεί κάποιος να δουλεύει από την Ελλάδα και να γίνει εύκολα γνωστός σε ολόκληρο τον πλανήτη μέσω του Ίντερνετ. Μια τέτοια ευκολία ωθεί όλο και περισσότερους νέους καλλιτέχνες να δείχνουν τη δουλειά τους. Όλο και περισσότερος κόσμος γνωρίζει και αγαπάει πια το μέσο και την ποπ κουλτούρα ευρύτερα. Ωστόσο, πάντα πρέπει να εκθέτουμε τη δουλειά μας με προσοχή, διότι πολλοί αετονύχηδες μπορεί να σφετεριστούν τη δουλειά κάποιου, αλλά τα καλά που προσφέρει το Ίντερνετ είναι σίγουρα πολύ περισσότερα από αυτόν τον μικρό κίνδυνο. Είσαι από τους λίγους Έλληνες καλλιτέχνες που είχαν τη χαρά να δουν ένα έργο τους να γίνεται ταινία, Tα Χρονικά του Δρακοφοίνικα: Αδάμαστος , έστω και αν ήταν δική σου προσπάθεια. Πόσο διαφορετική ήταν η προσέγγιση και πως ένιωσες, όταν την είδες για πρώτη φορά ολοκληρωμένη; Γενικά, θεωρώ πως ο κινηματογράφος και τα κόμικς ως τέχνες είναι ξαδέρφια. Πάντα ήταν οι μεγάλες μου αγάπες και τις έχω μελετήσει και τις δύο. Η τέχνη της αφήγησης μέσω της εικόνας και το χτίσιμο ενδιαφερόντων χαρακτήρων είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία, για να δημιουργήσει κάποιος μια καλή ιστορία. Κάθε φορά που ένας δημιουργός ολοκληρώνει ένα έργο, το συναίσθημα δε μπορεί να συγκριθεί. Οφείλω εδώ να σημειώσω πως χρωστάω πολλά σε όλους τους συνεργάτες μου, για οτιδήποτε έχω καταφέρει έως τώρα. Πιστεύω πάρα πολύ στην ομαδική δουλειά και πάντα την επιδιώκω, επειδή η πείρα μου μού έχει δείξει πως οι μονάδες και οι εγωισμοί παράγουν μόνο ελλειπή και άνευρα έργα. Ήταν και η πρώτη ελληνική ταινία επικής φαντασίας, σωστά; Δεν θα έπρεπε, ειδικά εμείς με τη μυθολογία που έχουμε, να είμαστε από τους πρώτους στην Ευρώπη που κάνουν τέτοιες ταινίες; Δυστυχώς, ως χώρα και νοοτροπία είμαστε λίγο πίσω στον χώρο του θεάματος. Το κοινό μας έχει μια τάση να σνομπάρει αντίστοιχες ελληνικές προσπάθειες, θεωρώντας τις –λανθασμένα- υποδεέστερες των εισαγόμενων. Κατά τη γνώμη μου, στο μόνο πράγμα που υστερούν, είναι η έλλειψη αξιόλογου budget και οι ευκαιρίες να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους οι πραγματικά δημιουργικοί άνθρωποι του χώρου. Αυτό όμως είναι κάτι που σιγά-σιγά ως δημιουργοί το διορθώνουμε, εκπαιδεύοντας κατάλληλα το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε. Έχουμε υπέροχες τοποθεσίες που θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε, τεράστια ιστορία και μύθους από τους οποίους μπορούμε να αντλήσουμε αμέτρητα σενάρια και σίγουρα, πολύ ταλέντο και δημιουργικότητα. Δυστυχώς, η αδράνεια, η ευθυνοφοβία και η ημιμάθεια κάποιων ανθρώπων σε κρατικές θέσεις-κλειδιά έχουν μπλοκάρει κατά καιρούς πολλά project που θα μπορούσαν να φέρουν παγκόσμια αναγνώριση και έσοδα στη χώρα μας. Έχεις καταφέρει να ζεις από την τέχνη σου, αλλά και ως illustrator. Πόσο δύσκολο είναι αυτό στην Ελλάδα της κρίσης; Στην Ελλάδα, είναι γενικά δύσκολο να ζεις πλέον κάνοντας οτιδήποτε ως ελεύθερος επαγγελματίας, δυστυχώς. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι, παρόλο που πολλοί συνάδελφοι θα μπορούσαν να δουλεύουν από εδώ και η δουλειά τους να εκδίδεται στο εξωτερικό, σιγά-σιγά μετακομίζουν σε άλλες χώρες. Εκεί χρίζουν καλύτερης φορολογικής μεταχείρισης και δεν αντιμετωπίζονται από τις κρατικές υπηρεσίες ως απατεώνες. Ελπίζω αυτό να αλλάξει σύντομα, για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε, στο μέρος που μεγαλώσαμε και ζούμε. Τι ετοιμάζεις αυτό τον καιρό; Πολλά και διάφορα. Συνεχίζουμε το έγχρωμο webcomic Χρονικά του Δρακοφοίνικα: Ημίθεος κάθε Σάββατο στο socomic.gr, ετοιμάζω το νέο άλμπουμ του Χρονικά του Δρακοφοίνικα: Αδάμαστος με τη Jemma Press, το νέο τεύχος των Μυθοναυτών από την Addart σε σχέδιο και σενάριο δικό μου, αλλά και μια νέα εκπομπή που έχει να κάνει με την ποπ κουλτούρα, στο YouTube. Υγεία να έχουμε και ελπίζω ότι όλα θα υλοποιηθούν. Λουκία Τζωρτζοπούλου Πόσο καιρό ασχολείσαι με τα κόμιξ σε δημιουργικό επίπεδο; Επισήμως, ασχολούμαι από το 2012 περίπου. Τι θα πρότεινες να διαβάσει πρώτα κάποιος που θέλει να ξεκινήσει να παρακολουθεί τη δουλειά σου; Έχω συγκριτικά μικρή σε ποσότητα και μάλλον ετερόκλητη δημοσιευμένη δουλειά. Σε γενικές γραμμές, ό,τι δημιουργώ έχει σχέση με το σινεμά (κυρίως το ασιατικό), το Japanese horror, τους Τρεις Σωματοφύλακες, το vaporwave, τα σουρεάλ κολάζ και τα χειροποίητα GIFs. Πολλά GIFs. Στο blog μου ανεβάζω τακτικά ό,τι καινούριο φτιάχνω, καθώς και δείγματα από παλιότερα και μελλοντικά κόμικς μου. Οπότε, το blog είναι ο εύκολος τρόπος να πάρει κανείς μια γεύση από τη δουλειά μου. Ακόμη, τρέχω κι ένα side-blog όπου κατά καιρούς ανεβάζω «χειροποίητα», καρτουνίστικα GIFs που εμπνέονται από διάφορες ελληνικές ταινίες. Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια και για τον Θρόνο του Πόρθου , ένα φανζίν που κυκλοφόρησες πριν από λίγα χρόνια και πήγε πολύ καλά. Ο Θρόνος του Πόρθου ήταν ένα mini-comic βασισμένο στα κλασικό μυθιστόρημα Οι Τρεις Σωματοφύλακες του Αλέξανδρου Δουμά. Ήταν μια μάλλον γλυκόπικρη και οριακά σκατολογική ιστορία που παρουσίαζε τον διάλογο του Πόρθου με τον υπηρέτη του κατά τη διάρκεια της πρωινής του τουαλέτας. Παρ' όλες τις ατέλειές του, είμαι χαρούμενη που βγήκε σαν ολοκληρωμένο κόμικ, επειδή αποτέλεσε το πρώτο βήμα ενός μεγαλύτερου project με τους -τρεις συν έναν- Σωματοφύλακες που θέλω να δημιουργήσω σύντομα. Ο Θρόνος του Πόρθου βρίσκεται πλέον online στα αγγλικά. Ποιοι δημιουργοί μπορείς να πεις ότι επηρέασαν το στιλ σου; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Κατά βάση, έχω επηρεαστεί από τα late 80s και 90s anime που έβλεπα μικρή, κυρίως των Kunihiko Ikuhara και Osamu Dezaki και τις κλασικές ταινίες της Disney, αναπόφευκτα. Επίσης, είμαι fan της δουλειάς του Winshluss, επειδή κατά τη γνώμη μου συνδυάζει άψογα την ενήλικη, σκοτεινή, κάφρικη θεματολογία με το χαριτωμένο, παιδικό σχεδιαστικό στιλ. Έχεις συμμετάσχει ως ηθοποιός και σε ταινίες - μάλιστα, έχεις παίξει και στην πρώτη ελληνική ταινία πολεμικών τεχνών, το F.L.S. Πώς προέκυψε αυτό; Γνωριζόμασταν με τον Θάνο, τον σκηνοθέτη της ταινίας, βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον για τα κινηματογραφικά μας project από διάφορα πόστα - για παράδειγμα, ο Θάνος είχε κάνει τη διεύθυνση φωτογραφίας για τη δική μου μικρού μήκους animated ταινία. Έτσι, μου πρότεινε τον ρόλο της Μizuno για το F.L.S., την πτυχιακή του ταινία. Ήταν μια φιλική διανομή ρόλου, όπως και η συμμετοχή μου στο Goldfish, δυο χρόνια αργότερα. Επίσης, είχα σχεδιάσει μια από τις ιστορίες για την ανθολογία κόμικς που ήταν βασισμένη στο F.L.S., καθώς και μια από τις αφίσες για το Goldfish. Τι ετοιμάζεις αυτήν την εποχή; Αυτόν τον καιρό προετοιμάζομαι για το Comicdom που θα γίνει τον Απρίλη. Θα έχω δυο νέα κόμικς. Το ένα θα παρουσιάζει την ιστορία ενός luchador (σ.σ. αθλητής μεξικάνικης πάλης) ντετέκτιβ και το άλλο θα αφορά έναν ακόμη Σωματοφύλακα: Θα είναι μια ιστορία για τον Άραμη και, ουσιαστικά, θα είναι το δεύτερο μέρος της νοητής τετραλογίας των Σωματοφυλάκων που θα ήθελα να ολοκληρώσω μελλοντικά. Αντώνης Βαβαγιάννης Πώς μπήκες στο τριπάκι να γίνεις κομίστας; Δεν ήταν ιδιαίτερα συνειδητοποιημένη απόφαση. Απλά το να φτιάχνω κόμικς είναι ένα από τα πράγματα που μου αρέσει να κάνω. Όταν ξεκίνησα τα Κουραφέλκυθρα, δεν υπήρχε ενδιαφέρον από κανένα έντυπο να τα δημοσιεύσει, οπότε ξεκίνησα να τα ανεβάζω αρχικά στη σελίδα μου. Έχω την εντύπωση, ότι είναι ένα από τα πρώτα ελληνικά διαδικτυακά κόμικ. Σιγά-σιγά, αυτό που έκανα είχε ανταπόκριση από τον κόσμο για κάποιον περίεργο λόγο. Βέβαια, αυτό πήρε χρόνια. Πριν από τα Κουραφέλκυθρα είχα γράψει το σενάριο για τρία κόμικς. Τον Φωτογράφο 1+2, σε σκίτσα Σπύρου Δερβενιώτη και το AVPD, σε σκίτσα Κώστα Φουτσίδη. Τι είναι τα Κουραφέλκυθρα ; Δεν είναι καν λέξη! Η ονομασία μου φανερώθηκε σε ένα όραμα ή απλά το διάβασα σε ένα βιβλίο με «μαργαριτάρια», ως τίτλο μιας έκθεσης. Δεν θα μάθεις ποτέ ποιο από τα δύο είναι η αλήθεια. Ποιοι Έλληνες ή ξένοι κομίστες σε έχουν εμπνεύσει; Από Έλληνες, ο Αρκάς και ο Γιάννης Καλαϊτζής και από ξένους ο Gary Larson, η Kate Beaton, ο Nicholas Gurewitz, ο Εdika και βέβαια ο Gosciny. Πέραν των κόμικς, είσαι και μέλος του συγκροτήματος Empty Frame, με τους οποίους μόλις κυκλοφορήσατε το τέταρτο σας άλμπουμ. Πες μου δυο λόγια για αυτό. Οι Empty Frame ξεκίνησαν περίπου ίδια εποχή με τα Κουραφέλκυθρα. Είμαι πολύ περήφανος που είμαι μέλος αυτής της μπάντας. Θεωρώ ότι έχουμε γράψει πολύ ωραία μουσική μαζί και ελπίζω κάποτε να ακουστεί περισσότερο. Έχουμε βγάλει δύο άλμπουμ και δύο soundtracks. Η τελευταία κυκλοφορία μας είναι το soundtrack μιας χορευτικής παράστασης με τίτλο Hands και περιέχει instrumental ατμοσφαιρικά κομμάτια, τα οποία παίζαμε live στη σκηνή κατά τη διάρκεια της παράστασης. Έχεις γράψει ιστορία και ως «Γκάλης Κούπερ». Θέλεις να μας πεις περισσότερα για εκείνη τη βραδιά; Ίσως είναι ό,τι πιο δημοφιλές έχω κάνει - τζάμπα τα χρόνια που τρώω παίζοντας μουσική και κάνοντας κόμικς. Το πάρτι εκείνο ήταν υπέροχο και δεν ήταν η μόνη αστεία στολή πρέπει να σου πω. Θυμάμαι την εξαιρετική στολή «Καραμολέγκολας», καθώς και τους τρεις φίλους που είχαν ντυθεί «Reunion των Hanson». Είναι η σκιτσογραφία το βασικό σου επάγγελμα; Ωραίο αστείο. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια, από τότε που τα Κουραφέλκυθρα πήγαν στο Socomic.gr, είναι πια μια πηγή συμπληρωματικών εσόδων. Πριν από αυτό, δεν έβγαζα σχεδόν τίποτα από τα κόμικς - για τη μουσική δεν το συζητάμε καν. Η πρωινή δουλειά μου είναι μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και πιο ωραίες που υπάρχουν. Είμαι δάσκαλος σε Δημοτικό σχολείο. Τέλος, θα ήθελα να μου πεις τι ετοιμάζεις αυτήν την εποχή. Ετοιμάζεται το τευχάκι Κουραφέλκυθρα - Εμένα Μου Φαίνονται Συμπαθέστατα, που θα κυκλοφορήσει από την Jemma Press τον Απρίλη, στο Comicdom Con 2017 και περιλαμβάνει μια επιλογή από Κουραφέλκυθρα που δημοσιεύτηκαν στο Socomic την περασμένη χρονιά. Κυκλοφορεί ήδη το δεύτερο τεύχος των Προτελευταίων που κάνουμε μαζί με τον Θανάση Πετρόπουλο και με τους Εmpty Frame θα παίξουμε την Κυριακή 19 Μαρτίου στο Vinyl Is Back. DaNi Πώς ξεκίνησες την ενασχόλησή σου με τα κόμικς; Διάβαζα από μικρή κόμικς και παράλληλα σχεδίαζα, οπότε το να φτιάχνω και τις δικές μου ιστορίες ήρθε φυσικά. Ουσιαστικά, συνδύασα τα δύο αγαπημένα μου πράγματα και μέχρι στιγμής χαίρομαι πολύ γι' αυτό. Είναι κάτι που κάνεις επαγγελματικά; Τον τελευταίο χρόνο, τα κόμικς είναι η δουλειά από την οποία ζω κάθε μήνα και με αυτό ασχολούμαι κάθε μέρα. Από εκεί και πέρα, μπορεί να τύχει να αναλλάβω και κάποιο έξτρα project, ανάλογα με τον χρόνο που θα έχω. Συνήθως, είναι συνεργασίες με μπάντες για σχέδια σε κάποιο δίσκο ή για αφίσες, άλλες φορές για κάποιο logo και πάει λέγοντας. Σε βοήθησαν οι σπουδές στην Καλών Τεχνών όσον αφορά την τέχνη σου; Συγκεκριμένα στα κόμικς, δεν νομίζω πως με έχει βοηθήσει η Καλών Τεχνών ιδιαίτερα, καθώς έκανα τελείως διαφορετικά πράγματα στη σχολή - σπούδαζα στον τομέα της γλυπτικής. Συνολικά, σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο σίγουρα με έχει βοηθήσει και με έχει εξελίξει, όσον αφορά τις θεωρητικές γνώσεις αλλά και τεχνικές. Όμως τα κόμικς τα έχω δουλέψει μόνη μου, είτε διαβάζοντας και αναλύοντας ιστορίες που μου άρεσαν είτε παρατηρώντας τους αγαπημένους μου σχεδιαστές. Ποιοι καλλιτέχνες έχουν επηρεάσει το στιλ σου; Η πρώτη μου αγάπη ήταν ο Mike Mignola. Στη συνέχεια, ανακάλυψα και άλλους, όπως ο Eduardo Risso. Γενικά, μου αρέσουν καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν έντονα μαύρα στο σχέδιό τους και δυναμικά στησίματα στις σελίδες τους. Η αυτοέκδοση σου Tales from the Strips κέρδισε το Βραβείο Κοινού στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς του 2015. Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια γι' αυτό; Ήταν μια πολύ όμορφη στιγμή, επειδή δεν το περίμενα καθόλου. Δεν είχα δηλώσει ποτέ ξανά συμμετοχή στα βραβεία και το βράδυ που γίνονταν το είχα ξεχάσει τελείως. Να σκεφτείς, δεν είχα κατέβει καν να τα παρακολουθήσω, ήμουν ακόμη στο τραπέζι μου στις αυτοεκδόσεις και με πήραν τηλέφωνο, για να μου πουν ότι κέρδισα. Είναι πάντα ωραίο να βλέπεις ότι υπάρχει κόσμος που, όχι μόνο παρακολουθεί τη δουλειά σου, αλλά του αρέσει και τόσο, ώστε να την ψηφίσει κιόλας. Ποια θεωρείς πώς ήταν η πιο σημαντική στιγμή της πορείας σου; Μέχρι στιγμής, μπορώ να ξεχωρίσω δύο. Την πρώτη φορά που είχα πάει να δουλέψω στο London Super Comic Con και ήρθα σε επαφή με την 2000 AD, με τους οποίους συνεργάζομαι από τότε σε διάφορες ιστορίες. Ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Η άλλη, είναι η πρώτη φορά που πήγα ως επισκέπτρια στο New York Comic Con και είδα τους περισσότερους από τους αγαπημένους μου σχεδιαστές και τη δουλειά τους από κοντά. Είχα χαζέψει. Ποια είναι τα σχέδιά σου για το προσεχές μέλλον; Να συνεχίσω να δουλεύω κανονικά στα κόμικς και να έχω τον χρόνο να φτιάχνω παράλληλα τις δικές μου ιστορίες. Αλεξία Οθωναίου Με τι ασχολείσαι αυτήν την εποχή, όσον αφορά τα κόμικς; Αυτό τον καιρό δημοσιεύω το διαδικτυακό κόμικ Ιστορίες που Κρύβονταν σε Προφανή Μέρη στο socomic.gr, το κόμικ στριπ Μαντάμ Ξυδέα Πομπιντού στην Εφημερίδα των Συντακτών και το κόμικ Ψ στο περιοδικό Unfollow. Κάνεις μαθήματα κόμικς σε ανήλικα προσφυγόπουλα, θέλεις να μου μιλήσεις λίγο γι' αυτήν την εμπειρία; Πράγματι, κάνω μαθήματα κόμικ σε ασυνόδευτους ανήλικες πρόσφυγες, κυρίως έφηβους. Λόγω της γλώσσας και του διαφορετικού πολιτισμικού background η επικοινωνία είναι πολύ δύσκολη, αλλά, όταν το χάσμα γεφυρώνεται, είναι πολύ συγκινητικό. Μετά τα πρώτα μαθήματα, αναρωτήθηκα σοβαρά, αν είχα να προσφέρω κάτι σε αυτά τα παιδιά, δηλαδή, αν θα τους ωφελούσε σε κάτι να μάθουν να φτιάχνουν κόμικ ή αν θα κατάφερνα να τους μάθω πώς να εκφραστούν μέσα από αυτό το μέσο στο σύντομο διάστημα που θα βρίσκονται στην Ελλάδα. Κατόπιν σκέψης κατέληξα πως τα κόμικς είναι πάνω απ' όλα ιστορίες και πως όλοι χρειαζόμαστε τις ιστορίες, για να επιβιώσουμε - αυτά τα παιδιά ίσως περισσότερο από όλους. Έτσι, αποφάσισα να συνεχίσω. Η επαφή μου με αυτά τα παιδιά μου μαθαίνει πολλά και ελπίζω και αυτά να μάθουν κάτι χρήσιμο από εμένα. Ο κόσμος δείχνει να αγαπά τις ιστορίες του Δράκουλα που ζει ένα ελληνικό δράμα, τις οποίες φτιάχνεις σε συνεργασία με τη Δήμητρα Αδαμοπούλου. Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη ιδέα και συνεργασία; Η σειρά Dracula ολοκληρώθηκε φέτος με την έκδοση του τρίτου και τελευταίου βιβλίου της σειράς. Εμένα μου άρεσε η ιδέα μιας σειράς όπου ο Δράκουλας, μια αρχέτυπη, παραδοσιακή μορφή κακού, έρχεται σε αντιδιαστολή με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα – το συγκαλυμμένο κακό. Η Δήμητρα είχε εξαρχής μια συμπάθεια προς τον Δράκουλα και όλη αυτή τη μυθολογία του απέθαντου. Το να βάλουμε τον Δράκουλα να ζει στην Ελλάδα του σήμερα, γεννούσε από μόνο του μια σειρά από αστείες και παράδοξες εικόνες, που μας έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουμε για την καθημερινότητα στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία με έναν χιουμοριστικό και σχετικά ανάλαφρο τρόπο. Τι περιμένουμε από εσένα μέσα στο επόμενο διάστημα; Ετοιμάζω την έκδοση του νέου μου κόμικ άλμπουμ, Ιστορίες που Κρύβονταν σε Προφανή Μέρη, τον Απρίλιο και σκοπεύω να συνεχίσω τις τρέχουσες συνεργασίες μου. Από 'κει και πέρα θα ήθελα να ασχοληθώ ξανά με μια μεγαλύτερη αφήγηση όπως της Τσακισμένης Αυγής - το προηγούμενο graphic novel μου. Έχω κάτι στο μυαλό μου, αλλά για την ώρα είναι σκόρπιες σημειώσεις και σκέψεις. Θανάσης Πετρόπουλος Είναι αλήθεια πως για μεγάλο διάστημα έκανες κόμικς, χωρίς να τα κυκλοφορείς; Αλήθεια είναι, εάν σκεφτείς πώς σχεδιάζω κόμικς από πιτσιρίκι και το πρώτο μου προσωπικό κόμικ άλμπουμ κυκλοφόρησε πριν από τέσσερα. Τότε, μάλλον ναι, ήταν μεγάλο το διάστημα, αν και ο χρόνος είναι πάντα σχετικός. Ας πούμε ότι πήρα τον χρόνο μου. Απ' ό,τι έχω δει, ασχολείσαι με το θέατρο και το ραδιόφωνο πέραν των κόμικς. Μέσα σου ποια θεωρείς πως είναι η βασική σου ιδιότητα; Θα πω απλώς πως μέσα μου είμαι ένας άνθρωπος που τον τρώει ένα σαράκι να επικοινωνήσει μέσα από την Τέχνη, θέλω να είμαι δημιουργικός με παραπάνω από έναν τρόπους. Ασχολούμαι επαγγελματικά με την υποκριτική γύρω στα 12 χρόνια, με τα κόμικς έξι και με το ραδιόφωνο άλλα τόσα, αν και το τελευταίο είναι περισσότερο ένα χόμπι, καθώς δεν πληρώνομαι γι' αυτό. Αυτό το σκόρπισμα όμως έχει επιπτώσεις, πιστεύω πως τίποτα από αυτά που κάνω δεν τα κάνω τόσο καλά όσο θα μπορούσα. Όταν ασχολείσαι με πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, είναι μοιραίο να μην αποδίδεις τα μέγιστα σε κανένα από όλα αυτά. Ιδιαίτερα η υποκριτική, θέλει αφοσίωση. Είμαι ένας μπάσταρδος ηθοποιός/κομιξάς/ραδιοφωνικός παραγωγός. Από ποια κυκλοφορία σου θα πρέπει να ξεκινήσει κάποιος που θέλει να γνωρίσει τη δουλειά σου; Όλες οι δουλειές που έχω κυκλοφορήσει, είτε μόνος μου - Πλασματικά Νούμερα, Καμμένα Βούρλα- είτε με τον φίλο μου τον Αντώνη Βαβαγιάννη - Προτελευταίοι, Προτελευταίοι Ξανά- είναι κομμάτια του ίδιου παζλ. Δηλαδή του εαυτού μου και με αντιπροσωπεύουν πλήρως. Αξίζει να σημειωθεί πως τα Πλασματικά Νούμερα ανέβαιναν στο site Comicdom Press και τα Καμμένα Βούρλα, Πλασματικά Νούμερα -το Δυο- και Πρότελευταιοι στο SoComic.gr. Αν πρέπει όμως να διαλέξω μια, την πιο αντιπροσωπευτική, αυτή είναι τα Καμμένα Βούρλα από την Jemma Press. Βγάζεις αρκετά χρήματα, για να ζήσεις από τα κόμικς; Ούτε κατά διάνοια. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν αποκλειστικά από τα κόμικς σε αυτήν τη χώρα και είναι αυτοί που ασχολούνται με αυτά όλη μέρα. Κάποιοι σχεδιάζουν και για εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού -και πάλι παίζεται, αν ζουν από αυτά- και οι περισσότεροι συνήθως συμπληρώνουν το εισόδημα με εικονογραφήσεις και σχέδια παντός τύπου. Εγώ απλώς βγάζω ένα μικρό χαρτζιλίκι Τι είναι η ομάδα CReatures; Η ομάδα αυτή ξεκίνησε το 2010 από παλιούς συμφοιτητές, παλιούς συμμαθητές και γενικά φίλους από διαφορετικούς χώρους -δημοσιογράφους, σκηνοθέτες, σχεδιαστές, ηθοποιούς και άλλους- και γέννησε πολύ ωραία πράγματα. Ένα από τα οποία είναι ο ιντερνετικός ραδιοφωνικός σταθμός CR Radio που φιλοξενεί εδώ και πέντε με έξι χρόνια την εβδομαδιαία εκπομπή Προτελευταίοι, που εκπέμπει μέχρι και σήμερα και στην οποία έχει βασιστεί το ομώνυμο κόμικ στριπ. Τα CReatures εξελίχτηκαν σε μια πολύ δυναμική εταιρεία παραγωγής βίντεο και graphic / web design, στην οποία συμμετέχω, όποτε μπορώ, με την ιδιότητα του ηθοποιού. Τι ετοιμάζεις για το προσεχές μέλλον; Ένα πειραγμένο, παραφυσικό, ελληνικό γκόθικ κόμικ με μια δόση χιούμορ - ό,τι να 'ναι, δηλαδή. Πηγή Σημείωση δική μου: αν ακολουθήσετε το σύνδεσμο για την πηγή, θα δείτε μετά τις συνεντεύξεις και σχέδια των καλλιτεχνών. Ζητώ συγγνώμη, αλλά η συγκεκριμένη ιστοσελίδα είναι πολύ βαριά, μου πήρε πάνω από μία ώρα να ανεβάσω το άρθρο και δεν έχω ούτε το χρόνο, ούτε την υπομονή να ανεβάσω και τα σκίτσα. Ευελπιστώ στην κατανόησή σας.
  10. Οι συνήθεις ύποπτοι,Αντώνης Βαβαγιάννης και Θανάσης Πετρόπουλος,ξαναχτύπησαν και εφέτος με ένα καινούργιο τευχάκι των Προτελευταίων,με τίτλο "Προτελευταίοι Ξανα"...!Το κόμικ κυκλοφόρησε στο 2ο Athenscon...! Και πάλι τα στριπς είναι παρμένα από την εκπομπή που έχουν οι δημιουργοί στο crradio.gr...!Αυτή την φορά δεν υπάρχει εισαγωγή κι έτσι μπαίνουμε κατευθείαν στο "ψητό"...! Την σελιδοποίηση του τεύχους επιμελήθηκε η Ελευθερία Σκλάβου,ενώ την φωτογραφία στο οπισθόφυλλο,ο Νίκος Κατσαρός...! Ιδιαίτερες ευχαριστίες δίνονται από τους δημιουργούς στους εξής καλλιτέχνες : Τάσο Μαραγκό Γιάννη Ρουμπούλια Αγγελική Σαλαμαλίκη Βαγγέλη Χατζηδάκη Έκτορα Οι οποίοι προσέφεραν guest strips,στο τέλος του κόμικ...!
  11. Πρόκειται για την μεταφορά στο χαρτί των στριπ που κυκλοφόρησαν στο socomic από τους Αντώνη Βαβαγιάννη (Κουραφέλκυθρα,AVPD) και Θανάση Πετρόπουλο (Καμμένα Βούρλα)...!Τα στριπάκια αυτά είναι εμπνευσμένα από τις εκπομπές που είχαν οι δημιουργοί στο crradio.gr,το αρχείο των οποίων μπορείτε να το ακούσετε στο mixcloud.com...! Η εισαγωγή του κόμικ έγινε από τον Τάσο Ζαφειριάδη και το σχέδιο στο εξώφυλλο είναι παρμένο από την φωτογραφία των δύο δημιουργών που υπάρχει στο οπισθόφυλλο...! Την σελιδοποίηση την έκανε η Ελευθερία Σκλάβου και την φωτογραφία του οπισθόφυλλου την επιμελήθηκε ο Νίκος Κατσαρός...! Προς το τέλος του κόμικ υπάρχουν μερικά guest strips από αρκετούς συναδέλφους των δημιουργών,τους οποίους κι ευχαριστούν...! Αυτοί είναι οι εξής : Δήμητρα Αδαμοπούλου Σπύρος Δερβενιώτης Μιχάλης Διαλυνάς Τάσος Ζαφειριάδης Ηλίας Κυριαζής Αλεξία Οθωναίου Παναγιώτης Πανταζής Tomek Και δύο σελίδες από το εσωτερικό...!
  12. Συνέντευξη του δημιουργού του κόμικ "Καμμένα Βούρλα" στον Άρη Μαλανδράκη για το protagon.gr «Καμμένα Βούρλα» Δύο υπερήλικες (και χούφταλα να τους πεις, μέσα είσαι) συζητούν για το μέλλον τους. Ο ψηλός, Αρίστος στο όνομα, που είναι πιο πραγματιστής. λέει ότι τα φάγανε τα ψωμιά τους. Το έτερον ήμισυ (ήμισυ κυριολεκτικό, αφού είναι κοντός) που λέγεται Διαμαντής, αθεράπευτα αισιόδοξος και πάσχοντας από… παλιμπαιδισμό, έχει αντίθετη άποψη: «Δεν ξέρω τι έφαγες εσύ, μπορεί να τρως γρήγορα. Εγώ έχω όλη τη ζωή μπροστά μου!». Για να εισπράξει την πληρωμένη απάντηση του φίλου του: «Για να έχεις εσύ όλη τη ζωή μπροστά σου πρέπει να κάνεις μεταβολή!». Καλώς ήλθατε στα ΚΑΠΗ των κόμικς, ή μάλλον στα «Καμμένα Βούρλα». Ένα άλμπουμ που κυκλοφορεί από την Jemma Press με την υποστήριξη της So Comic. Το υπογράφει ο Θανάσης Πετρόπουλος, που επιχειρεί με το κόμικς αυτό να πιάσει το νήμα –και το νόημα- της ζωής από το τέλος. Οι γηραλέοι πρωταγωνιστές του αποτελούν δύο απολαυστικούς πρεσβευτές της τρίτης ηλικίας, αποδεικνύοντας πως η ζωή δεν αρχίζει, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, από τα σαράντα, αλλά από τα προ πολλού περασμένα –ήντα. Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο που το αφιερώνεις, όπως γράφεις, «στον παππού και τη γιαγιά που όλοι κρύβουμε μέσα μας»; «Τα “Καμμένα Βούρλα”' είναι ένα βιβλίο που προέκυψε κυρίως από την επιθυμία μου να μιλήσω για θέματα με τα οποία έχω εμμονή σε όλη μου τη ζωή -τη φιλία, τα αιώνια παιδιά, τον χρόνο και το πέρασμά του, τη νεότητα, τη φθορά, τα γηρατειά και τον θάνατο, την εναλλαγή ευτυχίας και δυστυχίας, το πόσο κοντά είναι το γέλιο και το δάκρυ. Πάντα είχα μια εμμονή και αδυναμία για το παρελθόν, τα παλαιά αντικείμενα, τους ηλικιωμένους ανθρώπους και το πώς τους έχει φερθεί ο χρόνος. Οι φίλοι μου με φωνάζουν “παππού” από τότε που τελειώσαμε το σχολείο μέχρι και σήμερα - κάτι θα ξέρουν. Τα “Καμμένα Βούρλα” είναι μια ιστορία για τη φιλία μέσα στον χρόνο και για το τι αποφασίζουμε να κάνουμε με αυτό το λίγο χρόνο που μας έχει δοθεί». Σε πολλά από τα μονοσέλιδα επεισόδια του βιβλίου παρουσιάζεις τους δύο πρωταγωνιστές να συνομιλούν, ή να σωπαίνουν, έχοντας στραμμένη την πλάτη στον αναγνώστη. Σηματοδοτεί κάτι αυτή η επιλογή; «Το βιβλίο αυτό είναι οι εμμονές μου φιλτραρισμένες μέσα από την αγάπη μου για τα κόμικς και το σινεμά -την ιστορία αυτή την αντιμετώπισα περισσότερο σαν μια ταινία, σαν ένα στόριμπορντ. Έχω λοιπόν μια αδυναμία γι’ αυτά τα καρέ όπου οι πρωταγωνιστές παρουσιάζονται “πλάτη” στον αναγνώστη, γιατί έχουν μια δύναμη κινηματογραφική. Οι εκφράσεις των προσώπων είναι “κρυμμένες” και αυτό, πιστεύω, φορτίζει συναισθηματικά,. Επικεντρώνει την προσοχή σε αυτά που λέγονται, ή στη σιωπή και σε όσα δε λέγονται. Επίσης η οπτική αυτή δίνει την αίσθηση του “μπροστά”, του ορίζοντα που σχετίζεται με την “αναχώρηση” για κάτι καλό ή για κάτι κακό. Σίγουρα για κάτι καινούριο». Τελικά, θα μπορούσαν τα «Καμμένα Βούρλα» να αποτελούν ένα χιουμοριστικό… φροντιστήριο για τα -αναπόδραστα- επερχόμενα στη ζωή του καθενός μας; «Το ελάχιστο που ελπίζω είναι να μπορούν να αποτελέσουν μια πηγή χαμόγελου -πικρού ή γλυκού- για τον οποιονδήποτε αναγνώστη. Σίγουρα αποτελούν ένα τέτοιο φροντιστήριο για μένα τον ίδιο. Γράφοντας και σχεδιάζοντας τα “Καμμένα Βούρλα” έκανα έναν χρόνο ψυχοθεραπείας για τα χρόνια που -αν είμαι τυχερός- θα έρθουν και για μένα. Ελπίζω να έχω την τύχη να αξιοποιήσω τον χρόνο που μου δόθηκε και να βρίσκονται δίπλα μου τόσο καλοί φίλοι ως το τέλος». Πηγή
  13. Πρόκειται για άλλη μία δουλειά που δημοσιεύτηκε στο socomic.gr και εκδόθηκε από την Jemma στο Comicdom Con Athens 2015...!Το κόμικ ασχολείται με δύο υπερήλικες "τέντυμπόιδες" που κάνουν διάφορα ευτράπελα σε διάφορα μικρά στριπάκια...!Το τέλος όμως είναι αρκετά συγκινητικό...! Στην αρχή του κόμικ υπαρχει ένας πρόλογος από τον Tomek και στο τέλος μία φωτογραφία του Θανάση Πετρόπουλου στο Γκραν Κάνυον...! Ευχαριστούμε για το εξώφυλλο της παρουσίασης τον Ion.
  14. Γεννημένος στις 29 Νοέμβρη του 1981, ο Θανάσης Πετρόπουλος είναι ηθοποιός και σκιτσογράφος. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ έχει ολοκληρώσει και σπουδές στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου του Γ. Αρμένη. Έχει συμμετάσχει σε πολλές και διαφορετικές θεατρικές παραστάσεις, παίζοντας από Αριστοφάνη μέχρι Σοφοκλή και Lorca. Δραστηριοποιείται επίσης στο χώρο του σινεμά, έχοντας ρόλους σε αρκετές ταινίες μικρού μήκους, ενώ έχει βραβευτεί για την ερμηνεία του στο Όντως Φιλιούνται;. Το 2011 ξεκίνησε το χιουμοριστικό webstrip Πλασματικά Νούμερα, το οποίο βγήκε αρχικά στο σάιτ της Comicdom. Το κόμικ αυτό εκδόθηκε το 2013 και ο Πετρόπουλος ήταν υποψήφιος στην κατηγορία Καλύτερος Σεναριογράφος στα Comicdom Awards 2014. Έχει επίσης δημιουργήσει τα webcomics Καμμένα Βούρλα και Μυστήρια Πράματα για την πλατφόρμα του socomic. Και τα δύο έχουν κυκλοφορήσει έντυπα από τις εκδόσεις Jemma Press. Το 2015 ξεκίνησε με τον Αντώνη Βαβαγιάννη τη σειρά Οι Προτελευταίοι, όπου μεταφέρουν στο χαρτί προσωπικές τους εμπειρίες και ιστορίες που λένε στην ομώνυμη webradio εκπομπή.
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.