Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Η Παναγία η Χελιδονού'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Τα τελευταία χρόνια κερδίζουν συνεχώς έδαφος οι προσαρμογές κλασικών ελληνικών λογοτεχνικών έργων σε κόμικς. Οι Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου (σενάριο) και Γιώργος Τσιαμάντας (σχέδια) επέλεξαν όμως να μεταφέρουν ένα σχετικά άγνωστο έργο ερωτικού και ηθογραφικού περιεχομένου με gothic στοιχεία, την «Κερένια Κούκλα» (1908) του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Comicdom. Γιατί επιλέξατε να μεταφέρετε σε κόμικς ένα σχετικά άγνωστο έργο όπως αυτό του Χρηστομάνου; Δεν υπήρχαν τόσα και τόσα άλλα γνωστά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας; Η.Κ.: Την «Κερένια Κούκλα» την ανακάλυψα πριν από 30 χρόνια, σε ηλικία 11 χρόνων, από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. Έσπευσα να αγοράσω το βιβλίο και, καθώς ήμουν ήδη λάτρης της Ένατης Τέχνης, άρχισα να φαντάζομαι την ιστορία να ξετυλίγεται στα καρέ ενός κόμικς. Συνεπώς η πρωτοβουλία της μεταφοράς της είναι αποτέλεσμα της αγάπης μου για το πρωτογενές υλικό, αλλά και η πίστη πως αυτή η συγκλονιστική ιστορία θα λειτουργούσε άψογα σε κόμικς. Όπως λέει και στην εισαγωγή της δικής μας έκδοσης η εκδότρια του μυθιστορήματος, Αγγέλα Καστρινάκη, αναφερόμενη στο πλήθος τηλεοπτικών, κινηματογραφικών και άλλων διασκευών που έχουν προηγηθεί: «Πολύ πάθος εντέλει γύρω από αυτό το μυθιστόρημα!» Γ. Τσ.: Έμαθα για το όνειρο του Ηλία να μεταφερθεί η «Κερένια Κούκλα» σε κόμικς το 2013. Ανακαλύπτοντας το μυθιστόρημα, μαγεύτηκα από τους ήρωες που έπλασε ο Χρηστομάνος, από την πλοκή και από τις σχέσεις μεταξύ τους. Μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως αυτό το κείμενο ήταν γραμμένο πριν από εκατό χρόνια. Ο τρόπος που «αγαπάει» και «δικαιώνει» καθέναν από τους ήρωές του με έκανε να συνειδητοποιήσω πως βρίσκομαι μπροστά σε ένα μοναδικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν απλά αδύνατο να αντισταθώ. Πώς καταλήξατε σε ποιες σκηνές και αποσπάσματα του πρωτοτύπου θα επικεντρωθείτε; Και ποια αφήσατε «απέξω»; Η.Κ.: Επέλεξα τις σκηνές εκείνες που ήταν απαραίτητες για την εξέλιξη της πλοκής και τη δόμηση των χαρακτήρων. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως ήταν ο όγκος της αφήγησης, σε συνδυασμό με τους ελάχιστους διαλόγους. Βρήκα τη λύση στις λανθάνουσες αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία: όπως στα αμερικανικά horror comics των '50s, ο τερατόμορφος αφηγητής αναλάμβανε να ξεναγήσει τον αναγνώστη στην ιστορία, «ανέθεσα» στον Χρηστομάνο αυτόν τον ρόλο. Τελικά, ελάχιστα πράγματα έμειναν εκτός του graphic novel, καθώς οι μακροσκελείς περιγραφές του συγγραφέα υπήρξαν πολύτιμο εργαλείο για τον Γιώργο. Ποια διαδικασία ακολουθήσατε για την τεκμηρίωση; Προσπαθήσατε να είστε ακριβείς σε κάθε λεπτομέρεια; Και γιατί είχε σημασία κάτι τέτοιο; Γ. Τσ.: Πριν καν ξεκινήσω τον σχεδιασμό των ηρώων και των σκηνών βούτηξα στο -ευτυχώς πλούσιο- φωτογραφικό υλικό της εποχής. Ήθελα να συλλάβω τις φιγούρες των ανθρώπων, τις κινήσεις, τις εκφράσεις, να προσπαθήσω να νιώσω πώς αισθάνονταν οι άνθρωποι τότε με τα ίδια τους τα κορμιά, με τα ρούχα τους. Έπειτα, έχοντας να κάνω με τον Χρηστομάνο που δεν αφήνει απολύτως τίποτα στην τύχη του, χρειάστηκε να ασχοληθώ με κάθε λεπτομέρεια και περιγραφή που μας δίνει για τα πρόσωπα των ηρώων, για τα σώματά τους, για τα ρούχα τους. Επικεντρώθηκα στους τρεις ήρωες αλλά και στους δευτεραγωνιστές που τους συνοδεύουν. Τα πρόσωπά τους ήταν ο «καμβάς» μου για να προσπαθήσω να μεταφέρω στο χαρτί κάτι από το σύμπαν του Χρηστομάνου. Η ανάγκη να σεβαστώ απολύτως τις επιταγές του σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου Χρηστομάνου με οδήγησε να αφιερώσω μήνες και μήνες για να ανακαλύψω σε τι ακριβώς αναφερόταν κάθε φορά μέσα στο κείμενό του: το καπέλο του Νίκου, τα χτενίσματα των κοριτσιών, κάθε ένας από τους μασκαράδες στη σκηνή του Καρναβαλιού, η κάθε κίνηση στον χορό ήταν μόνο λίγα από τα πράγματα τα οποία έπρεπε να ανακαλύψω και να εντάξω στην εικονογράφηση για να μη χαθούν. Μόνο έτσι πίστευα πως θα μπορούσα να διαχειριστώ αυτή την εικονογράφηση και το πλάσιμο του κόμικς: κάνοντας τις εικόνες του να περιέχουν όση περισσότερη από την πληροφορία και την αίσθηση του αυθεντικού κειμένου. Τελικά το έργο του Χρηστομάνου είναι μια gothic ηθογραφία; Μελόδραμα; Φάρσα; Όλα αυτά μαζί; Η.Κ.: Η «Κερένια Κούκλα» ξεκινάει ως ηθογραφία, με παράλληλο λαογραφικό ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη, και εξελίσσεται σε μια σκοτεινή ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Δεν γνωρίζουμε αν οι αναφορές του Χρηστομάνου στη γοτθική λογοτεχνία ήταν ακούσιες ή εκούσιες, αυτές όμως γίνονται εύκολα αντιληπτές από τον αναγνώστη που έχει ασχοληθεί με το είδος. Γ. Τσ.: Η «Κερένια Κούκλα» είναι ένα σκληρό, αφόρητο κείμενο για όποιον έχει νιώσει μέσα του βαθιά το κάψιμο της φλόγας του έρωτα, την αυταπάρνηση που νιώθει κάποιος όταν αγαπά πραγματικά, το πάγωμα κάθε κύτταρου του κορμιού του όταν το αναπάντεχο και το αμετάκλητο έρχονται. Γιατί καταλήξατε στο ασπρόμαυρο σχέδιο; Μήπως το έγχρωμο θα μπορούσε να αποδώσει πιο αποτελεσματικά την πορεία προς το «λιώσιμο» και τον θάνατο; Η.Κ.: Με τον Γιώργο υπήρξε, εξαρχής, ζηλευτή σύμπνοια ως προς το ύφος και την τεχνική της εικονογράφησης. Θέλαμε κι οι δυο κάτι που θα αποτυπώνει τα αισθητικά πρότυπα της εποχής κι έτσι καταλήξαμε στο ασπρόμαυρο, με μια τεχνική που παραπέμπει σε γκραβούρα ή ξυλογραφία. Με την ίδια λογική επιλέξαμε και υπόλευκο χαρτί, ώστε να ενισχυθεί η παλαιική αίσθηση που αποπνέει το σχέδιο. Γ. Τσ.: Πέρα από την προσωπική μου ανάγκη μετά τον χρωματιστό κόσμο της «Χελιδονούς» να δουλέψω με ένα «σκέτο μελάνι», θεώρησα πως θα ήταν ανώφελο να επιχειρήσω να μεταφέρω στο χαρτί την παλέτα του Χρηστομάνου. Όποιος έχει την τύχη να βυθιστεί μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος θα ανακαλύψει, εκτός των άλλων, τις άπειρες περιγραφές των χρωμάτων που αφορούν όχι μόνο τα φυσικά στοιχεία και τα αντικείμενα αλλά και τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων και τις καταστάσεις που διαδραματίζονται. Θα ήταν σχεδόν ύβρις να προσπαθήσω να αποδώσω με τα δικά μου μέσα αυτόν τον πλούτο, για να καταφέρω μόνο να τον φτωχύνω τελικά. Μόνο αφαιρετικά, λοιπόν, θα μπορούσα να προσεγγίσω αυτό τον κόσμο, όπως ίσως θα έκανε ένας σχεδιαστής εκείνης της εποχής προσπαθώντας να χωρέσει τον κόσμο της Κερένιας σε ένα φτηνό λαϊκό έντυπο. Η Κερένια πρωτοκυκλοφόρησε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, έγινε θεατρική παράσταση και η πρώτη ελληνική ταινία και τριάντα χρόνια μετά είχε πάρει τη μορφή αστικού αθηναϊκού παραμυθιού από στόμα σε στόμα. Είναι λοιπόν, πέρα από όλα τα άλλα, και ένα έργο φτιαγμένο για να διαβαστεί απλά και από απλούς ανθρώπους. Προσπάθησα το σχέδιό μου να κουβαλάει την αίσθηση που έδωσε σε εμένα αυτό το κείμενο και να εντάξω μέσα του, με τον τρόπο μου, όλη την αγάπη για τη ζωή αλλά και τη φθορά για την οποία μιλάει. Αν και έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για τη δυνατότητα των κόμικς να προσαρμόζουν στη φόρμα τους γνωστά έργα της λογοτεχνίας, ποια είναι η γνώμη σας; Και πώς αντιμετωπίζετε το θέμα μετά την εμπειρία της «Κερένιας Κούκλας»; Η.Κ.: Υπάρχουν μεταφορές που επιτυγχάνουν τον καλλιτεχνικό ή/και τον εμπορικό τους στόχο και άλλες που αποτυγχάνουν. Η ίδια η μεταφορά είναι πάντοτε ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μια ξεκινάς με το πλεονέκτημα ότι απευθύνεσαι τόσο στο κοινό του βιβλίου όσο και σε εκείνο των κόμικς, από την άλλη έχεις το άγχος να μην αποξενώσεις το κοινό του βιβλίου κάνοντας κακή διαχείριση του πρωτογενούς υλικού, αλλά και να μην προδώσεις εκείνο των κόμικς, μη σεβόμενος την κυρίαρχη οπτική γλώσσα του. Γ. Τσ.: Ο λόγος που δημιουργώ κόμικς που βασίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε λογοτεχνικά έργα είναι ξεκάθαρα για να υπηρετήσουν το κείμενο από το οποίο προέρχονται. Να αποτελέσει αφορμή η δουλειά μου για να συναντηθεί ίσως ένα διαφορετικό κοινό με το αρχικό κείμενο ή τον συγγραφέα. Δεν αισθάνομαι ποτέ πως δημιουργώ κάτι ανταγωνιστικό προς το πρωτογενές υλικό. Θεωρώ πως αν η προσέγγιση γίνεται με σεβασμό, για να «προσθέσει» και όχι για να «εκμεταλλευτεί», τότε όλα πάνε καλά και πλουτίζουμε ως αναγνώστες. Υπάρχει κοινό για τέτοια κόμικς στην Ελλάδα; Τι προσδοκίες είχατε κατά τη δημιουργία του και πώς βλέπετε τη μέχρι τώρα πορεία του; Η.Κ.: Αναμφίβολα υπάρχει κοινό, και σε εθνικό επίπεδο οι εξαιρετικές μεταφορές των Βανέλλη-Πέτρου, η πρόσφατη επιτυχία του «Ερωτόκριτου», αλλά και η μεγάλη ανταπόκριση που είχε η προ τριετίας μεταφορά του Γιώργου, στο διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Η Παναγιά η Χελιδονού», το έχουν αποδείξει. Για την «Κερένια» είχαμε την αγωνία που έχει κάθε δημιουργός και κάθε εκδότης για το αν θα πάει καλά μια νέα έκδοση. Ευτυχώς η ανταπόκριση του κοινού ξεπέρασε τις προσδοκίες μας. Γ. Τσ.: Έχουμε την τύχη να ζούμε σε μια χώρα με πλούσια και σημαντική λογοτεχνική παράδοση, οι αναγνώστες ίσως να μην είναι πολλοί, αλλά όσοι διαβάζουν, διαβάζουν με πάθος. Είναι τόσο μεγάλη η χαρά να συναντάς αυτούς τους ανθρώπους: άλλοι γνωρίζοντας ήδη το αρχικό κείμενο και θέλοντας να ρίξουν μια άλλη ματιά πάνω του και άλλοι με τη διάθεση να το γνωρίσουν μέσα από τη δουλειά σου. Υπάρχει κοινό λοιπόν, και μόνο να αυξηθεί μπορεί. Δουλεύοντας δυόμισι χρόνια για την «Κερένια», η βασική μου προσδοκία ήταν να μπορέσω να παρουσιάσω μια δουλειά που θα ενδιαφέρει όλους αυτούς τους ανθρώπους. Απ' ότι φαίνεται τα καταφέρνει. Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια συνεργασίας σας ή και ξεχωριστής δουλειάς – προσαρμογής άλλων λογοτεχνικών έργων σε κόμικς; Η.Κ.: Η θετική ανταπόκριση κοινού και κριτικών, τόσο για την «Κερένια» όσο και για τη «Χελιδονού» του Γιώργου, έχει δώσει αναμφίβολα «αέρα στα πανιά μας». Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια τα οποία γίνονται μέρα με τη μέρα και πιο συγκεκριμένα, προς το παρόν όμως στόχος μας είναι να ανακαλύψουν – ή να ξανα-ανακαλύψουν στην κομιξική της μορφή – την «Κερένια Κούκλα» όσο το δυνατόν περισσότεροι αναγνώστες. Γ. Τσ.: Είναι πολύ νωρίς για μένα για να σκέφτομαι πάρα πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το μέλλον. Σίγουρα όμως όταν νιώσω ένα κείμενο «να λιώνει την καρδιά μου», θα θελήσω να δουλέψω. Μέχρι τότε είναι πολλά από τον κόσμο της Κερένιας που πρέπει να ανακαλύψετε. Και το σχετικό link...
  2. Όταν η λογοτεχνία γίνεται εικόνα Η λογοτεχνία τροφοδοτεί με σενάρια τα κόμικς. Βλέπουμε όχι μόνο ξένους, αλλά και εγχώριους δημιουργούς να καταπιάνονται με κάποιο αγαπημένο τους ανάγνωσμα, δημοφιλές και πολυδιαβασμένο, ή κάτι πιο προσωπικό, ένα λιγότερο γνωστό μυθιστόρημα ή διήγημα που σημαίνει πολλά γι’ αυτούς, και να το αποδίδουν ως γκράφικ νόβελ. Και τελευταία έχουμε δει αξιόλογες τέτοιες δουλειές. Πέρσι ο Γιώργος Τσιαμάντας διασκεύασε το διήγημα «Η Παναγιά η Χελιδονού» της Γαλλίδας συγγραφέως Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Το εγχείρημα ήταν πετυχημένο, ο δημιουργός με ένα προσωπικό στυλ, που αποτυπώνει το βουκολικό στοιχείο της ελληνικής φύσης, την παγανιστική μυθολογία και τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, επέτρεψε να βγει μια όμορφη κόμικς ιστορία (εκδ. Comicdom Press). Την ίδια χρονιά, ο Soloup εξέπληξε τους πάντες με το «Αϊβαλί» (εκδ. Κέδρος), αυτό το αριστούργημα για τη μικρασιατική πόλη του τότε και του σήμερα, το οποίο «πάτησε» σε κείμενα των Αϊβαλιωτών λογοτεχνών, των Ελλήνων Φώτη Κόντογλου, Ηλία Βενέζη, Αγάπης Βενέζη-Μολυβιάτη και του Τούρκου Αχμέτ Γιορουλμάζ. Και, βέβαια, είναι ο σεναριογράφος Δημήτρης Βανέλλης και ο σχεδιαστής Θανάσης Πέτρου που έχουν ξεκινήσει μια σειρά κόμικς βασιζόμενοι στην ελληνική λογοτεχνία, μια πρωτοβουλία που εγκαινιάστηκε από τις εκδόσεις Τόπος. Με την πρώτη τους απόπειρα να κυκλοφορεί το 2011, με τίτλο «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», και τη δεύτερη το 2012, «Το Γιούσουρι και άλλες φανταστικές ιστορίες», βασισμένες σε κείμενα των Καβάφη, Καρυωτάκη, Καρκαβίτσα, Ροδοκανάκη, Νικολαΐδη του Κύπριου και Παπαδιαμάντη, τώρα, στην τρίτη τους προσπάθεια και σίγουρα πιο έμπειροι, δοκιμάζονται στον Μ. Καραγάτση. Ο Πέτρου και ο Βανέλλης μεταφέρουν σε κόμικς το λιγότερο γνωστό διήγημα του Καραγάτση «Η Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» και κάνουν έξοχη δουλειά. Σε άρτια δουλεμένα και στημένα καρέ, και διατηρώντας τον ζωηρό, αληθοφανή λόγο και τον μυθοπλαστικό χαρακτήρα του Ελληνα λογοτέχνη, αφηγούνται τη αλληγορική περιπλάνηση ενός ανθρώπου εξαρτημένου από την ηρωίνη. Το σκηνικό είναι ο Πειραιάς τη δεκαετία του ’30. Ο ναρκομανής Χρήστος Νεζερίτης είναι ένας ανεπιθύμητος από την κοινωνία, ένας παρίας, που έχει τη δική του παράλληλη Εβδομάδα των Παθών. Οταν θα βρεθεί σε έναν καφενέ, για να τον περιγελάσουν, θα τον βάλουν να αφηγηθεί κάτι. Εκείνος θα πει μια παραβολή για έναν πλούσιο που πάντρευε την κόρη του, αλλά η υψηλή κοινωνία αρνείται την πρόσκληση. Και στο τραπέζι του γάμου, σε κάποιον άλλον Μυστικό Δείπνο, «μαζεύτηκαν λέτσοι και πειναλέοι και απένταροι αριστοκράτες». Αφού τελειώσει την αφήγησή του, ο Πρεζάκης διώκεται κλοτσηδόν από τον καφενέ. Τον περιμαζεύει η μητέρα του και του φέρεται στοργικά. Ομως εκείνος θα κυλήσει πάλι στην πρέζα, θα βρεθεί στη φυλακή και θα κατηγορηθεί από την αστυνομία ως κομμουνιστής, λόγω της ιστορίας που είχε πει στον καφενέ. Πεθαίνει στο κρατητήριο από υπερβολική δόση. Και ανασταίνεται. Εχει μια δεύτερη ευκαιρία να δει τη ζωή καθαρός πλέον, εξαγνισμένος. Κοινωνική σάτιρα Η «Μεγάλη Βδομάδα του Πρεζάκη» είναι μια σάτιρα απέναντι στην κοινωνία. Μια κριτική απέναντι στην υποκριτική φιλευσπλαχνία των θρησκόληπτων, στη στάση και τις διδαχές της Εκκλησίας, στον ρόλο της εξουσίας. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν άντεξε τις πληγές που του άφησε μια γυναίκα που ήταν «πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη γι’ αυτόν», και βρήκε τη σκοτεινή λύτρωση στα ναρκωτικά. Και ο τρόπος που αυτό το διήγημα έχει περάσει στο χαρτί ως κόμικς είναι υποδειγματικός. Ο Βανέλλης φτιάχνει ένα ταχύ και συμπαγές σενάριο, με ουσία και αμεσότητα. Και ο Πέτρου, ένας χαρισματικός σχεδιαστής όπου τα καρέ του ξεχωρίζουν τόσο για τη λεπτομέρεια και τους χρωματισμούς όσο και για την εκφραστικότητα των πρόσωπων (ο οποίος πρόσφατα είδε το «Πτώμα» που είχε συνδημιουργήσει με τους Τάσο Ζαφειριάδη και Γιάννη Παλαβό να μεταφράζεται στα γαλλικά), υφαίνει εικόνες γεμάτες ζωντάνια. Είτε πρόκειται για ρεαλιστικές σκηνές όπου πετυχαίνει το πνεύμα της εποχής, είτε για τη διάσταση του ονειρικού κατά το καταραμένο γαλήνεμα του ήρωα από την πρέζα. Πηγή
  3. Τα παλιότερα χρόνια πίστευαν ότι το ρέμα της Χελιδονούς, στον δρόμο που οδηγεί από το Μενίδι στην Κηφισιά, είχε ξωτικά και νεράιδες. Ο θρύλος λέει ότι κάποιος μοναχός που έμενε σε μια καλύβα στον Κηφισό, κυνήγησε με ξόρκια τις νεράιδες και τις έκλεισε σε μια σπηλιά όπου κινδύνευαν να πεθάνουν από πείνα και δίψα. Τότε, εμφανίστηκε μια μαυροφόρα γυναίκα, τις έκλεισε μέσα στο πέπλο της και όταν τις ελευθέρωσε έγιναν χελιδόνια που πέταξαν στον ουρανό. Εκεί αποδίδεται, πιθανόν, η ονομασία Παναγία η Χελιδονού. Για αυτόν ακριβώς τον θρύλο μιλά η Μαργκερίτ Γουρσενάρ, στο βιβλίο της «Διηγήματα της Ανατολής» (εκδ. Χατζηνικολή). «Η Παναγία η Χελιδονού», ένα από τα 10 διηγήματα που συνθέτουν το βιβλίο της σπουδαίας γαλλίδας συγγραφέως, ετοιμάζεται τώρα να συναντήσει την τέχνη των κόμικς. Η όσμωση επιχειρείται σε ένα graphic novel που υπογράφουν ο εικονογράφος Γιώργος Τσιαμάντας με τον σεναριογράφο – φιλόλογο Βαγγέλη Ψαριανό και πρόκειται να κυκλοφορήσει από την Comicdom Press. Πριν ξεκινήσουν το εγχείρημα, οι δύο δημιουργοί έκαναν την απαραίτητη έρευνα ώστε η αναπαράσταση του τόπου και της εποχής να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής. Το στοίχημα ήταν πώς, μέσα από ένα μέσο σύγχρονο όπως τα κόμικς, μπορεί να διασώσει κανείς έννοιες, εικόνες, πληροφορίες, και να τις φέρει στο σήμερα. Σε ανθρώπους που αλλιώς -πιθανόν- δεν θα έρχονταν σε επαφή μαζί τους. «Με αφορμή τη “Χελιδονού”», επισημαίνει ο Γιώργος Τσιαμάντας, «βρήκα την ευκαιρία να δείξω μέσα από τις εικόνες πράγματα, όπως αρχαίες γιορτές, συνήθειες και παραδόσεις που συνεχίζονται ως σήμερα -οι Απόκριες, οι χοροί, τα τραγούδια, τα παιχνίδια, οι δοξασίες…- και να φανεί πόσο απτή είναι αυτή η ιστορική συνέχεια». Προκειμένου να καλυφθούν οι δημιουργικές και εκτυπωτικές ανάγκες του graphic novel, οι συντελεστές στράφηκαν στη βοήθεια του πιο σύγχρονου και ταχύτερα διαδιδόμενου τρόπου χρηματοδότησης, του crowdfunding. Για τον σκοπό αυτό έχει ανοιχτεί μια καμπάνια στην πλατφόρμα Indiegogo που θα διαρκέσει μέχρι τις 12 Μαρτίου. Σε αυτήν, ο χρήστης μπορεί να προσφέρει το ποσόν που επιθυμεί για τη χρηματοδότηση του project, λαμβάνοντας μια σειρά από ανταλλάγματα του ενδιαφέροντός του. «Και χωρίς να ρισκάρει στο ελάχιστο τα χρήματά του», συμπληρώνουν οι αρμόδιοι. Περισσότερα για το graphic novel «Η Παναγία η Χελιδονού» μπορείτε να δείτε εδώ. Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.