Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Εννέα'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Αυτά που προσπαθώ να ολοκληρώσω είναι , μεταξύ άλλων : ΣΚΑΘΑΡΙ τ 1 ΕΝΝΕΑ : 0 430, 431, 433, MOV τα 7-9 ΟΙ ΜΠΛΕ τ -7 ΣΠΙΡΟΥ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΖΙΟ τ 8, 9, 11 ΟΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ : τ 6 ΠΑΠΥΡΟΥΣ τ 8 Gaston Ο ΓΚΑΦΑΣ (ΑΛΘΑΓΙΑ) τα 3 και 6 ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ τα 9 -15 JUDJE DREDD ( εκδ. O2H): Τα 6-7-8 SLAINE τ 4-5-6 ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΕΣ τ 4 ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΤΕΜ : τ 16 ΜΠΛΟΝΤΥ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΚΟΜΙΚΣ : τ 15- 17-18-19-20-21 CAMELOT 3000 τ 5,6 STORM τ 7,8,9,10 ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΜΙΞ : τα 5και 6 Αν έχετε ή βρείτε κάτι από αυτά σε καλή κατάσταση (τα ψάχνω όλα σε καταστάσεις 8+ και άνω) και σε λογική τιμή, θα το αποχωριστείτε μεν, αλλά θα δώσετε χαρά σε κάποιον απελπισμένο επαρχιώτη που τα αναζητεί. Υπάρχουν και τεύχη για ανταλλαγή. Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.
  2. Jack62

    Αναζητήσεις Jack62

    9 Ελευθεροτυπίας / 0, 422, 424, 429, 431, 432, 433, 440, 473, 493, 505, 513(έξτρα) Να δείτε ότι τελικά θα τα βρω όλα
  3. Προτζέκτορας: Μια συζήτηση με τον Αργύρη Μαυρέα για τη γελοιογραφία και τους αντισυμβατικούς ήρωες του. Ο Αργύρης Μαυρέας είναι μια ξεχωριστή περίπτωση γελοιογράφου. Βασικός συνεργάτης της «Ελευθεροτυπίας» στο ένθετο «Εννέα», για 13 χρόνια «περνούσε» μέσα από τα σκίτσα του τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο γύρω του, έναν τρόπο κυνικό μα συνάμα ευαίσθητο. Πράγματι, σε πρώτη ανάγνωση κάποιος θα έλεγε ότι οι γελοιογραφίες του είναι αγρίως κυνικές, όμως μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει βαθιά ενσυναίσθηση που δεν έχει να κάνει με τον επιφανειακό σχολιασμό γεγονότων της στιγμής. Ο Μαυρέας σκαλίζει τις μικρές πληγές μας με το πενάκι του. Καταπιάνεται με τη ζωή, τον θάνατο, τη μοναξιά, τη φιλία, τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι «ήρωες» του, ιδιόρρυθμοι, αντισυμβατικοί, βρομόστομοι, αυτόνομοι και ανατρεπτικοί, μιλούν για θέματα που κρυφά «πονάνε» όλους μας λίγο παραπάνω. Αργύρη, η πρώτη «επαφή» σου με το σκίτσο πότε ήταν; Δεν εννοώ ως δημιουργός. Πολύ νωρίς. Υπήρχαν πάντα ερεθίσματα από την παιδική μου ηλικία όπως ήταν οι πολιτικές γελοιογραφίες από τις εφημερίδες του πατέρα μου, και αργότερα τα περιοδικά «MAD», «Βαβέλ», «Παραπέντε». Περιοδικά ανατρεπτικού χιούμορ και αντισυμβατικά όσον αφορά τις πολιτικοκοινωνικές θέσεις που υπερασπίζονταν. Και με εμβληματικούς σκιτσογράφους! Μιλώντας για σκιτσογράφους, υπήρξαν δημιουργοί που σε επηρέασαν; Σίγουρα οι Έλληνες πολιτικοί γελοιογράφοι και αργότερα δημιουργοί όπως ο Raiser,o Edica, o Wolinski, o Altan και πάντα ο αγαπημένος μου Μordillo. Εκεί πήγαινε και το χαρτζιλίκι μου άλλωστε! Είσαι γελοιογράφος. Σκόπευα να σου ζητήσω να μου μιλήσεις για τις σπουδές σου, αλλά μετά σκέφτηκα ότι η «γελοιογραφία» δεν σπουδάζεται. Ισχύει αυτό. Είναι πολύ δύσκολο να πει κάποιος πως έχει «σπουδάσει» γελοιογράφος. Είναι κάτι έμφυτο που σίγουρα μπορεί να το βοηθήσουν κάποιες σπουδές που έχουν σχέση με το σχέδιο αλλά μέχρι εκεί. Το «κόμικ» πάλι είναι άλλη υπόθεση, μαθαίνεις και διδάσκεσαι τεχνικές. Αυτό που πιστεύω είναι ότι όλα είναι περισσότερο θέμα σκληρής δουλειάς και ταλέντου. Καλώς ή κακώς, όσο ταλέντο και να έχεις δεν κάνεις κάτι χωρίς σκληρή δουλειά, όπως και το αντίθετο. Η γελοιογραφία θα έλεγα ότι είναι θέμα ισορροπίας και συνδυασμός πολλών μορφών τέχνης και τρόπου σκέψης. Ποιες ήταν οι πρώτες δουλειές που εμφάνισες; Ξεκίνησα ερασιτεχνικά στα μέσα του ’90 δημοσιεύοντας σε τοπικά περιοδικά και εφημερίδες στην Καλαμάτα, όπου ζω κι εργάζομαι. Επαγγελματικά ξεκίνησα με τη συνεργασία μου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» για 13 χρόνια, από το 2001 έως το 2014 στο ένθετο «Εννέα». Εκείνη την περίοδο εμφανίστηκε ένας περίεργος τύπος. Ο Mr Brown. Κυνικός, ιδιόρρυθμος, κάποιοι θα μπορούσαν να τον θεωρήσουν έως και ενοχλητικό. Μίλησε μου για αυτόν. Ποιος ήταν ο Mr Brown; Ο Mr Brown ήταν ο βασικός μου ήρωας για το μεγαλύτερο διάστημα που δούλευα στην «Ελευθεροτυπία». Όσον αφορά το όνομά του, δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που τον είπα έτσι, απλά μου άρεσε σαν όνομα. Μου ήρθε απλά ένα βράδυ που σχεδίαζα. Φυσικά o ίδιος προϋπήρχε ως φιγούρα, αλλά χωρίς όνομα. Ήταν ένας τύπος κυνικός, ευαίσθητος, ευφυής αλλά συγχρόνως και αφελής. Αρκετά χρόνια μετά «γεννήθηκε» ο Jack με τα ίδια χαρακτηριστικά. Ίσως λίγο περισσότερο κυνικός. Αυτό το μείγμα κυνισμού και ευαισθησίας, το κοινό πώς το εισπράττει; Ποια είναι η ανταπόκρισή του; Θέλω να πιστεύω ότι ήταν και είναι καλή, δεν υπάρχει περίπτωση να τους ικανοποιήσεις όλους. Άλλωστε δεν είναι κι αυτό το ζητούμενο. Πιστεύεις όμως ότι κατανοούν αυτό που τους δείχνεις; Αυτό που θες να τους πεις; Δεν ξέρω αν ο τρόπος που βλέπει το κοινό τη δουλειά μου ταυτίζεται πάντα με τον τρόπο που τη βλέπω εγώ. Αν και πάντα προσπαθώ να υπάρξει ταύτιση του έργου και του κοινού, δεν είναι εύκολο. Το «χάνεις», το «χάνουν», το «χάνουμε» γενικότερα! Σε ενοχλεί αυτό; Όχι, καθόλου. Πολλές φορές ένα σχέδιο το αντιλαμβάνεται ο καθένας με το δικό του τρόπο και βρίσκει μέσα σε αυτό τα «δικά του πράγματα». Κι αυτό όμορφο είναι. Το θέμα είναι πάντα, έτσι κι αλλιώς, να υπάρχει αλληλεπίδραση έργου και κοινού. Με κάθε τρόπο. Υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τη δουλειά σου; Αν χαρακτηρίζει κάτι τη δουλειά μου είναι σίγουρα ο τρόπος που σχεδιάζω και γράφω, αλλά και η έντονη αλληλεπίδραση ανθρώπων και ζώων. Ειδικά τα σκυλάκια έχουν ιδιαίτερη θέση στα σκίτσα μου. O ήρωας που δουλεύεις αυτή την περίοδο είναι ένας σκύλος. Ένας όχι τόσο συνηθισμένος σκύλος. Ο Jack. O«συνεχιστής» του Mr Brown; Σίγουρα δεν είναι συνηθισμένος! Είναι ένας μικρός ιδιόρρυθμος σκύλος που πίνει συνέχεια μπίρες σχολιάζοντας τα πάντα, δημιουργώντας συνέχεια προβλήματα. Όμως κάποιες φορές δίνει τις καλύτερες λύσεις! O Jack θα μπορούσε να είναι ο σκύλος του Mr Brown, όπως και ήταν σε κάποια σχέδια χωρίς να λέγεται Jack. Απλά μετά από χρόνια άλλαξαν οι ρόλοι, ο Jack έγινε «πρωταγωνιστής» και ο Mr Brown απλά ακολουθεί και ακούει τον ιδιόρρυθμο σκύλο του. Είναι μια ανταλλαγή ρόλων, έχουν και οι δύο τα ίδια ελαττώματα και την ίδια κοσμοθεωρία. Και βλακεία. Πάντα μέσα στο πλαίσιο που τους επιτρέπει η αξιοπρέπειά τους. Είσαι περήφανος για την εξέλιξη του Jack ως δημιουργός του; Είναι πραγματικά υπέροχη αίσθηση όταν δουλεύεις συνέχεια έναν ήρωα και σιγά σιγά τον βλέπεις να αυτονομείται και να γίνεται μια ξεχωριστή προσωπικότητα που λειτουργεί πέρα από σένα. Σίγουρα υπάρχουν δουλειές σου που ξεχωρίζεις. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες που τις έχεις απορρίψει; Ναι, έχω απορρίψει και εξακολουθώ να απορρίπτω δουλειές. Το να απορρίπτεις κάποιες φορές είναι καλό, γιατί σου δείχνει πως ίσως έχεις φτιάξει κάτι καλύτερο. Κάτι πού θα ήθελες να έχεις κάνει στον χώρο αλλά δεν το τόλμησες; Πάντα υπάρχουν δουλειές που θα ήθελες να κάνεις αλλά δεν είχες το χρόνο ή τη διάθεση ή και φοβήθηκες την ανταπόκριση που θα είχαν, και τελικά δεν τις τόλμησες. Όμως αυτό δεν συμβαίνει και με πολλά άλλα πράγματα στη ζωή μας γενικότερα; Πόσο εύκολο είναι να «επιβιώσει» ένας σκιτσογράφος στον ελληνικό χώρο; Ήταν πάντα δύσκολο, κι έγινε ακόμα δυσκολότερο μετά την κατάρρευση των περιοδικών και των εφημερίδων. Οι πολιτικοί γελοιογράφοι είναι σίγουρα σε καλύτερη μοίρα ακόμα, αλλά γενικά είναι δύσκολο πια να βασίζεσαι σε αυτή τη δουλειά. Υπάρχει πάντα βέβαια το κομμάτι της δημιουργίας και της ηθικής ικανοποίησης, αλλά αν θέλεις πραγματικά να κάνεις αυτό που θέλεις σε αυτόν το χώρο, καλό είναι να ζεις από άλλες πηγές! Αν σου ζητούσε κάποιος που θέλει να ασχοληθεί με τον χώρο τη συμβουλή σου, τι θα του έλεγες; Θα του έλεγα να λύσει πρώτα το θέμα της οικονομικής αυτονομίας του με κάποια άλλη δουλειά και μετά ας κάθεται να σχεδιάζει όση ώρα θέλει, ό,τι θέλει, όπου θέλει και για όποιον θέλει. Σίγουρα ο καθένας έχει βέβαια τη δική του τύχη, τις δικές του ευκαιρίες και το δικό του ταλέντο. Απλά θα ήθελα στο μέλλον ο χώρος αυτός να γίνει καλύτερος για τους νέους δημιουργούς. Κι ευτυχώς έχουμε πολλούς και καλούς! Και το σχετικό link...
  4. Το πρώτο τεύχος με τις "Περιπέτειες του Χάρου και του Λάο-Τσε" κυκλοφόρησε το 2003, στα πλαίσια της σειράς "Το Άλμπουμ του Μήνα" (Νούμερο 10) που εκδίδει η Ελευθεροτυπία. Ο τίτλος του τεύχους αυτού ήταν "Ο Χάρος Βγήκε Παγανιά!" ("Pas de Quartier"). Σενάριο και σχέδιο είναι του François Boucq. Πρόκειται για τις περιπέτειες ενός αφελή και καλαμπουρτζή Χάρου, που δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που είχαμε συνηθίσει. Συντροφιά του κρατάει το γουρούνι του Λάο-Τσε, που πολλές φορές αποδεικνύεται πιο πονηρό κι απ' τον ίδιο. Mεγάλο μέγεθος, 48 ασπρόμαυρες σελίδες. Επίσημη τιμή κυκλοφορίας 5 €. Το άλμπουμ αυτό ουσιαστικά είναι το δεύτερο της σειράς, σύμφωνα με την γαλλική κυκλοφορία του. Στη Γαλλία έχουν κυκλοφορήσει άλλα 2 τεύχη: 1) La rage de vivre (10/1996) 3) www.la-mort.fr (10/2006) 4) L'irrésistible besoin d'exister (11/2009) Bedetheque Ομαδοποίηση για Το Άλμπουμ Του Μήνα
  5. Ο Περικλής Κοροβέσης δεν είναι πια μαζί μας. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την ευγένεια και το χιούμορ του, την πολιτική του σκέψη και δράση, τους ανυποχώρητους αγώνες του, τα βιβλία και τα κείμενά του, την παρέα του. Κι ένας λόγος ακόμα για να τον θυμόμαστε είναι τα κόμικς και οι γελοιογραφίες του Γιάννη Καλαϊτζή. Σε αυτά πρωταγωνίστησε κατ’ επανάληψη ο Περικλής σε αξέχαστους «ρόλους». Ήταν πολύ καλοί φίλοι. Μαζί συζητούσαν για την πολιτική, τη λογοτεχνία, την τέχνη. Μαζί πορεύτηκαν σε πολλούς από τους αγώνες της Αριστεράς. Συνεργάστηκαν στη «Γαλέρα» και αργότερα στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Μα είχαν και κάτι ακόμα που τους ένωνε. Ο Περικλής Κοροβέσης ήταν ένα σταθερό «μοντέλο» στα κόμικς και τις γελοιογραφίες του Γιάννη Καλαϊτζή. Ο αγαπημένος μας Γιάννης συχνά-πυκνά στα έργα του επέλεγε τη μορφή του άλλου αγαπημένου μας, Περικλή. «Τυφών», εκδόσεις Κώμος, Θεσσαλονίκη, 1997 Ο Καλαϊτζής το συνήθιζε αυτό για πολλούς από τους φίλους του. Όπως γνωρίζουν πολλοί από τους σταθερούς αναγνώστες του, υπήρχαν κάποια πρόσωπα που λάτρευε να σχεδιάζει. Πολλά από αυτά τα αποκάλυπτε κατά καιρούς ο ίδιος, αλλά και όταν έστησε το εξαιρετικό site www.gianniskalaitzis.gr: ο Τέλης Σαμαντάς, ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, ο Γιώργος Μασσαβέτας, ο Νίκος Προκόβας και φυσικά ο Περικλής Κοροβέσης δάνεισαν τη μορφή τους σε πρόσωπα των ιστοριών του Καλαϊτζή, σε απρόβλεπτους και παράδοξους ρόλους όπως άλλωστε συνέβη και με άλλους περιστασιακούς πρωταγωνιστές του, πραγματικά ή φανταστικά πρόσωπα (Τάσος Μητρόπουλος, Στέλιος Καζαντζίδης, Καραγκιόζης) ή και πιο μόνιμους που υποδύονταν τον γελοιογραφικό εαυτό τους κατά συγκεκριμένες πολιτικές περιόδους (Cabinet Man, Καρατζαφύρερ, Το Λούκι - Λουκάς Παπαδήμος, Κώστας Καραμανλής στη σειρά Μαρξ και Σπένσερ, Ευάγγελος Βενιζέλος και Γιάννα Αγγελοπούλου πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες κ.ά.). «Τυφών», εκδόσεις Κώμος, Θεσσαλονίκη, 1997 Όμως ο Περικλής Κοροβέσης ήταν μια σταθερή αξία που πάντα απολάμβανε την ακούσια συμμετοχή του σε κόμικς και γελοιογραφίες του καλού του φίλου. Στον «Τυφώνα» (1997), σε έναν από τους μεγαλύτερους ρόλους του, ο Περικλής ήταν ο Σουλεϊμάν Σαλίκ, «γενίτσαρος και μπράβος των προσκαλεσμένων του Αββά» που σπέρνει τον τρόμο λίγο πριν αυτοκτονήσει, σε ένα διονυσιακό παραλήρημα στη Σαντορίνη του 1707, την ώρα που εκρήγνυται το ηφαίστειο. Νωρίτερα, το 1990, ο Περικλής είχε γίνει αρχαίος Έλληνας για τις ανάγκες του εκπαιδευτικού κόμικς «Αναζητώντας τα Χαμένα Δάση», μια ιστορία σε ανάθεση της περιφέρειας της Προβηγκίας για τα δάση της Νότιας Ευρώπης που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά, καθώς η τότε ελληνική κυβέρνηση απαίτησε την απόσυρσή της επειδή σε κάποιον χάρτη του εσωφύλλου αναφερόταν η απαγορευμένη τότε λέξη «Μακεδονία» για τη γειτονική μας χώρα. «Αναζητώντας τα Χαμένα Δάση», ακυκλοφόρητο, 1990 Ένας από τους μεγαλύτερους ρόλους του σε κόμικς όμως, ήταν και ο τελευταίος του στην επίσης τελευταία σειρά κόμικς του Γιάννη Καλαϊτζή που είχαμε την τιμή να φιλοξενήσουμε στο Καρέ Καρέ. Στη σειρά «Μπον και Βιβέρ» ο Κοροβέσης έγινε ο Βιβέρ, ο ένας από τους δύο πένητες και περιπλανώμενους κλοσάρ που διατηρώντας τον σαρκασμό και το χιούμορ τους, φιλοσοφούν περί συνταγών και μαγειρικής δίπλα σε κάδους σκουπιδιών, αναζητώντας ένα σάπιο καρότο, ένα μισό κρεμμύδι, ένα σπασμένο πασχαλινό αυγό για να χορτάσουν. «Μπον και Βιβέρ», δημοσιευμένο στο «Καρέ Καρέ» της «Εφ.Συν.», 2014 Μια σύντομη εμφάνιση είχε κάνει και στο «Πέλαγος της Μποτίλιας», μια χιουμοριστική και πιο ενήλικη, ντελιριακή εκδοχή του «Little Nemo in Slumberland» του Winsor McCay αλλά με μπόλικο αλκοόλ, ως Βαζιβουζούκος φρουρός στο παλάτι της όμορφης Νουχτένα. «Πέλαγος της Μποτίλιας», δημοσιευμένο στο «Εννέα» της «Ελευθεροτυπίας», 2001 Τέτοιες «cameo» εμφανίσεις έκανε ο Περικλής και σε πολλές γελοιογραφίες του Καλαϊτζή. Σε μια από αυτές περίμενε στωικά στην ουρά, μαζί με άλλους αγωνιστές και διαμαρτυρόμενους, για να μπει στο «Θάλαμο Ελεύθερης Διαδήλωσης», σε μια σάτιρα των κατασταλτικών μηχανισμών που επιχείρησαν να ποινικοποιήσουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις με πρόσχημα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. «Θάλαμος Ελεύθερης Διαδήλωσης», «Ελευθεροτυπία», 2003. Αναδημοσιεύεται στο «2000 στα 4», εκδόσεις Άγρα, 2003. Λίγο νωρίτερα, την περίοδο που μερίδα του ελληνικού Τύπου έπαιρνε γραμμή από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για τα θέματα που αφορούσαν την οργάνωση «17 Νοέμβρη» και οι φυλλάδες (το «Στρατόπεδο Υλάρχου Τραγκαουνάκη» κατά Καλαϊτζή) «έδιναν», σωρηδόν και αναπόδεικτα, ονόματα αριστερών ως «τρομοκρατών», ο Περικλής μετατράπηκε σε «εμπόρευμα» μαζί με τη γραφομηχανή του για την «Ψώρα», την «SSpresso», το «Straffi News» και το «Α2 Τσάνελ», σε μια ακόμα από τις πολλές παρουσίες του στα έργα του μεγάλου γελοιογράφου και δημιουργού κόμικς. «Τι σε νοιάζει κυρά μου;», «Ελευθεροτυπία», 2002. Αναδημοσιεύεται στο «Γιαταλεφτά Νοέμβρη», εκδόσεις Λιβάνη, 2002. Ο Περικλής μπορεί να μας άφησε. Αλλά τα έργα του Γιάννη Καλαϊτζή αποτελούν μια ακόμη αφορμή για να τον θυμόμαστε. Πάντα χιουμορίστα. Πάντα αγωνιστή. Και κάποιες φορές πρωταγωνιστή σε υπέροχα κόμικς και μαχητικές γελοιογραφίες. Ευχαριστούμε θερμά την οικογένεια του Γιάννη Καλαϊτζή για την ευγενική παραχώρηση των δικαιωμάτων χρήσης των εικόνων αυτού του αφιερώματος. Και το σχετικό link...
  6. Ένα μεγάλο αφιέρωμα στο περιοδικό που σημάδεψε την ελληνική αντικουλτούρα για τρείς δεκαετίες Ένα από τα σημαντικά πράγματα που μας έφερε το 1981, δεν ήταν μόνο η πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ, αγαπητοί μας φίλοι, άλλα και η Βαβέλ, ένα περιοδικό κόμιξ (και όχι μόνο), όπως διατείνονταν άλλωστε και το ίδιο για 27 ολόκληρα χρόνια στο εξώφυλλο του. Εξώφυλλο του πρώτου τεύχους της βαβέλ – Φλεβάρης 1981 Το 1981 ο κόσμος στην Ελλάδα ήταν ακόμα αγουροξυπνημένος από την εφταετία της χούντας και η επαφή με DIY τάσεις και πολιτιστικές κινήσεις που διενεργούταν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και την Αμερική ήταν ελάχιστες. Αυτό το κενό ήρθε να γεμίσει το περιοδικό Βαβέλ το οποίο είχε ως πρότυπο το Ιταλικό περιοδικό linus. Το Linus εκδόθηκε το 1965, είχε αριστερό προσανατολισμό (οι εκδότες του άνηκαν στο κομμουνιστικό κόμμα) και ήταν το πρώτο περιοδικό κόμιξ της γείτονος χώρας που στόχευε σε ενήλικο κοινό. Η Bαβέλ, πέρα από την επιρροή της από το Linus, ήταν μάλλον και συνεχιστής ελληνικών underground εντύπων όπως το fanzine Χαρακίρι και του βραχύβιου περιοδικού Κολούμπρα (15 τεύχη). Η Βαβέλ έκανε ντου σε μια απαίδευτη -όσον αφορά στα κόμιξ- κοινωνία και πρότεινε κάτι νέο, αφού μέχρι τότε, ό,τι είχε ζωγραφιές και μπαλονάκι με λόγια ονομαζόταν αυτόματα “μικυμάου” και θεωρείτο ότι απευθυνόταν σε παιδιά. Κάπως έτσι ήρθαμε σε επαφή με τις ερωτικές ιστορίες του Milo Manara (αυστηρά δια ενηλίκους), τα ψυχεδελικά trip στον Sci Fi κόσμο του Moebius, τον κωμικά άναρχο κόσμο του Edika, τον δυστοπικό κόσμο του Billal, τα ρεμάλο-ρέμαλα του Reiser και τον κυνισμό του Altan. Ο τρομερός Altan Εκτός όμως του να φέρει στην Ελλάδα όλους αυτούς τους δημιουργούς (κάποιους μάλιστα στη συνέχεια του έφερε εδώ και κυριολεκτικά) φρόντισε να δώσει βήμα και ουσιαστικά να γεννήσει την ελληνική σκηνή κόμιξ. Εκεί πρωτοεμφανίστηκαν ο Αρκάς με τον Κόκκορα του, ο Γιάννης Καλαϊτζής σαν κομίστας (εκτός από πολιτικός γελοιογράφος) με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα, εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ο χαοτικός Λέανδρος με τον Παρία του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ακόμα και ο Βαγγέλης Περρής πριν τον ρουφήξει ο τηλεοπτικός βόθρος. Από κόμικ του Λέανδρου – 1996 Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον Κωστάκη Ανάν, τον συγγραφέα που μέσα από τις μικρές νεοελληνικές ιστορίες σουρεαλισμού (που άφηνε σύμφωνα με τον μύθο σε φάκελο στα σκαλοπάτια της Βαβέλ), κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο γλαφυρούς και αστείους συγγραφείς της ελληνικής X generation, χωρίς κάνεις να τον έχει δει ή να γνωρίζει το πραγματικό του όνομα. Διήγημα του Κωστάκη Ανάν αυτή η φώτο τυχαία βγήκε με μήκος 666 πίξελς Το «..και όχι μόνο» που συμπλήρωνε την υποσημείωση του εξώφυλλου “περιοδικό κόμιξ”, ήταν το ζουμί του περιοδικού. Πέρα από την ανάδειξη του κόμικ σαν τέχνης και όχι σαν “καραγκιοζάκια” , σε μια εποχή που οι πληροφορίες από έξω έρχονταν με το σταγονόμετρο, η Βαβέλ με αγνό DIY στυλ, αυτόνομη και χωρίς να έχει στόχο το κέρδος, προσέφερε μια εναλλακτική και ιδιαίτερα πολιτική πρόταση μέσα από τα κόμιξ του την αρθρογραφία του και τις κινηματογραφικές και μουσικές του προτάσεις, που ήταν μακριά από τα βαθιά κομματικοποιημένα στεγανά της μεταπολίτευσης. Από το κόμικ του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο Τρομερός ΜΕΒΕΡ» Πάντα ανατρεπτικό, είτε όταν έβαζε γυμνό και σεξ σε εποχές που ακόμα υπήρχε λογοκρισία, είτε όταν αναφερόταν στα δικαιώματα των κρατούμενων όπως τότε με το ιστορικό εξώφυλλο του τεύχους 35 με τα σκιτσάκια του φυλακισμένου για την πολίτικη του δράση Dario Dalmaviva, είτε όταν προκαλούσε τα χρηστά ήθη της εποχής με κόμιξ που είχαν ομοφυλόφιλους ήρωες, όπως αυτά του Ralf Konig. Η Βαβέλ δεν έχασε ποτέ τον πολίτικο της λόγο, στηλιτεύοντας μέχρι και το τέλος της το 2008, τον άκρατο καταναλωτισμό άλλα και τον κεκαλυμμένο πουριτανισμό της ελληνικής κοινωνίας. Το επόμενο μεγάλο βήμα η Βαβέλ το έκανε όταν διοργάνωσε τα φεστιβάλ κόμιξ στο Γκάζι. Τα φεστιβάλ του περιοδικού περιελάμβαναν εκθέσεις κόμιξ με καλεσμένους διάσημους κομίστες από το εξωτερικό και liveάκια. Η απήχηση του κόσμου αυξάνονταν σταδιακά κάθε χρονιά, μαθαίνοντας τα κόμιξ σε άσχετους που πηγαίναν για το hype, άλλα φέρνοντας και τους “ψαγμένους” σε επαφή με διάσημους σχεδιαστές του εξωτερικού και νέους Έλληνες δημιουργούς και fanzines. Σταδιακά μέσω των φεστιβάλ η Βαβέλ απέκτησε μια τέτοια προβολή, ώστε έπαψε πλέον να ανήκει στο underground και αυτό σίγα-σιγά για διαφόρους λόγους (οικονομικής φύσεως κυρίως) σήμανε και το τέλος του εντύπου, το οποίο μέσα σε 27 χρόνια κατάφερε να εκδώσει 246 τεύχη και σχεδόν 10 χρόνια μετά, βλέπουμε ότι το κενό που άφησε στον χώρο των διαφορετικών, μη mainstream εντύπων δυσαναπλήρωτο. Η επίδραση της Βαβέλ σε μια γενιά νέων δημιουργών κόμιξ (και όχι μόνο) ήταν τεράστια και όχι μόνο ως προς την διαμόρφωση του στυλ του άλλα κυρίως ως προς την γνωριμία τους με έναν διαφορετικό κόσμο έκφρασης. Ρωτήσαμε έξι δημιουργούς να μας μιλήσουν για την σχέση τους με το περιοδικό. Ιφιγένεια Καμπέρη Στις αρχές του 80 στο μικροαστικό σπιτικό μας ένα πράγμα που υπήρχε σε αφθονία ήταν τα περιοδικά και τα κόμιξ. Αντί, Σχολιαστής, Αστερίξ, Ισνογκούντ, Λούκυ-Λουκ, Μαφάλντα, Παραπέντε έφτιαχναν έναν τεράστιο πύργο στο κομοδίνο του μπαμπά μου. Παρόλο που δεν ήξερα να διαβάζω, ξετρελαινόμουν με οποιοδήποτε σχέδιο. Υπήρχε και ο απαγορευμένος καρπός, το κόμικς με τα παράξενα γράμματα που ήξερα ότι λένε “βαβέλ”. Αυτό δεν έπρεπε να το ανοίγω γιατί “ήταν για μεγάλους”. Αν πω ότι δεν διάβαζα που και που στα κρυφά, θα είναι ψέμα. Με εντυπωσίαζε η ένταση του ασπρόμαυρου σχεδίου και με τρόμαζαν οι γκροτέσκες φιγούρες. Ειδικά αυτοί οι αηδιαστικοί εξερευνητές με τις στριφογυριστές μύτες που γύριζαν στη ζούγκλα και παντού υπήρχαν κατσαρίδες! Σκεφτόμουν πως αυτός που τους έφτιαξε μάλλον δεν ήξερε να ζωγραφίζει καλά, αλλιώς για ποιόν λόγο να τους είχε κάνει τόσο άσχημους. Είχε και άλλα όμως, είχε διαστημικά, μαρκησίες, ντετέκτιβ, τέρατα, πανκς και πολλές γυμνές γυναίκες που πάντα φαίνονταν να μην περνάνε και τόσο καλά. Παρόλα αυτά δεν τις λυπόμουν γιατί ίσως τελικά να μην τα πέρναγαν και τόσο άσχημα. Εγώ πάντως θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους. Αυτό εξηγούσε φυσικά το γιατί δεν έπρεπε να διαβάζω αυτόν τον θησαυρό, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι κρατάνε τα καλύτερα μόνο για τον εαυτό τους! Και αν νομίζουν ότι όταν ήμουν 5 δεν ήξερα πάρα πολύ καλά τι έκαναν η Άντα, η Βαλεντίνα, η Ντρούνα, η Ζυστίν, η Λούμπνα είναι πολύ γελασμένοι! Τα χρόνια πέρασαν, έμαθα να διαβάζω και, ακολουθώντας την οικογενειακή μας παράδοση, αγόρασα την πρώτη μου Βαβέλ τον Ιανουάριο του 1993 και συνέχισα να την παίρνω κάθε μήνα μέχρι το τελευταίο τεύχος. Τάσος Μαραγκός (Τασμάρ) Πρέπει να ήταν το 1989 ή 1990, δεν θυμάμαι καλά. Είχα πάρει την μεγάλη απόφαση να πάω στο πρακτορείο τύπου, στην παραλία της Ερμούπολης και να προμηθευτώ το πρώτο μου περιοδικό με γυμνές γυναίκες. Ήμουν πολύ ντροπαλό παιδάκι και σκεφτόμουν τι θα πει ο κύριος του πρακτορείου που μέχρι τότε με είχε συνηθίσει να αγοράζω Λούκυ Λουκ, X-Men και ιστορίες με παπιά. Είχα βαρεθεί όμως τις κυρίες με τα μαγιό από τα εξώφυλλα των σταυρόλεξων του παππού μου και έπρεπε επιτέλους να δω τι κρύβεται πίσω από αυτά τα μαγιό. Οργάνωσα καλά το σχέδιο μου, πως θα πάω, θα το πάρω και θα εξαφανιστώ επιστρέφοντας μετά από χρόνια στο πρακτορείο τύπου. Μπαίνοντας στο πρακτορείο κατευθύνθηκα στο ράφι, στο βάθος, εκεί που ήξερα ότι έχει αυτά τα κολασμένα έντυπα. Άρχισα να βλέπω τα εξώφυλλα και έπρεπε να επιλέξω γρήγορα γιατί ένιωθα το μάτι του κύριου Πρακτορείου να με χτυπάει στην πλάτη. Παντού βυζιά, βυζιά, κώλοι και άλλα ωραία σημεία του γυναικείου σώματος που ήδη με είχαν κάνει να κοκκινίζω και να νιώθω ένα φούσκωμα στο παντελόνι μου. Το μάτι μου όμως καρφώθηκε σε ένα εξώφυλλο που είχε μια πανέμορφη, γυμνή γυναίκα αλλά ήταν σκίτσο και όχι φωτογραφία. Βαβέλ έλεγε. Δεν είχα ιδέα τι ήταν. Το άρπαξα, πλήρωσα και έφυγα για το σπίτι κρύβοντάς το μέσα από το μπουφάν μου. Στο σπίτι, αφού βεβαιώθηκα ότι έλειπαν όλοι, το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω. Αυτό ήταν. Από τότε άλλαξε η ματιά μου για τα κόμικς. Ευχαριστώ Βαβέλ. Τάσος Παπαιωάννου Ξεκίνησα να διαβάζω Βαβέλ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πήγαινα γυμνάσιο και όταν είχε αρχίσει να φθίνει η φάση της (οι ειδικοί έχουν να λένε για την Βαβέλ της δεκαετίας των 80s). Ένας γενναίος, σκατολογικός, λάγνος, βέβηλος κόσμος απλωνόταν μπροστά μου. Λίγο καιρό μετά, ο Λέανδρος έκανε την παρουσία του στις σελίδες της και ήταν λες και έτρωγα καρμικό χαστούκι από το πουθενά. Μετά ήρθε και το φεστιβάλ βαβέλ και άλλαξε το τοπίο, έγινε πιο γιορτή. Χαίρομαι που έζησα την φάση αυτή και έχω κάτι καλό να θυμάμαι. Στα ‘00s η φάση Βαβέλ είχε φτάσει ήδη στην παρακμή της και φυσικά μετά ήρθε και το επεισοδιακό της τέλος. RIP Βαβέλ. Αντώνης Βαβαγιάννης Η πρώτη επαφή με τη «Βαβέλ» ήταν στην παιδική μου ηλικία. Πάντα σε κάποιο σπίτι «ψαγμένων» φίλων των γονιών μου θα έπαιζε ένα ράφι, κάτω από τα Αστερίξ και τις Μαφάλντες, που θα υπήρχαν αυτά τα ακατανόητα κόμιξ. Το πρώτο ξεφύλλισμα γινόταν απλά για να βρεθεί κάποιο «ακατάλληλο» στιγμιότυπο, που για την ηλικία και την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί «τσόντα»! Μετά μεγαλώνοντας κι αποκτώντας μια σφαιρικότερη σχέση με τα κόμιξ από το Λούκι Λουκ και το Αλμανάκο, μέσα σε μια κούτα του ξάδερφού μου γεμάτη με Βαβέλ γνώρισα μια από τις μεγαλύτερες κομιξικές μου αγάπες, τον Edika. Αλλά όχι μόνο. Τόσα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κόμικ. Αστεία και σοβαρά. «Βρόμικα» και «μεγαλίστικα» και τόσο μπροστά για την εποχή τους. Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη επιρροή για τη δικιά μου γενιά σκιτσογράφων από τη Βαβέλ και νομίζω ότι είμαστε πολύ τυχεροί που μεγαλώσαμε σε μια εποχή που κυκλοφορούσε. Γιώργος Γούσης Σαν παιδί, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός αναγνώστης κόμικ. Είχαμε μια αδιάφορη σχέση. Διάβαζα μόνο τα καλοκαίρια στις διακοπές και μονάχα ότι έβρισκα στο περίπτερο. Δηλαδή Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ. Μεγαλώνοντας κιόλας, στην εφηβεία, τα έκοψα τελείως. Είναι εντελώς περίεργοι οι λόγοι που αργότερα, όταν κόντευα τα είκοσι, με έσπρωξαν στο να δοκιμάσω να δημιουργήσω μια σύντομη ιστορία κόμικ για να πάρω μέρος στον διαγωνισμό του ένθετου περιοδικού για κόμικς <<9>> της Ελευθεροτυπίας. Μέσω αυτού ήταν και η πρώτη μου επαφή με τα Ελληνικά κόμικ. Όταν όμως σύντομα κατάλαβα πως αυτή η τέχνη θα ήταν η βασική μου ασχολία από εκεί και πέρα, άρχισα να ψάχνω που θα μπορούσα να βρω κόμικ που να ταιριάζουν στο γούστο μου και στο αισθητικό μου κριτήριο για να τα περιεργαστώ και να τα μελετήσω. Το περιοδικό της Βαβέλ ήταν για εμένα λίγο πολύ μονόδρομος. Εκεί υπήρχαν δημοσιευμένα κόμικ ξένων δημιουργών που θα μου έκαναν εντύπωση και θα προσπαθούσα να αντιγράψω και να επηρεαστώ σαν νέος δημιουργός. Αν δεν υπήρχε η Βαβέλ θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η απόσταση και ο χρόνος που θα έπρεπε να σπαταλήσω για να βρω τις δουλειές όλων αυτών των δημιουργών έναν έναν από μόνος μου. Δεν ήταν όμως μόνο το περιοδικό. Η Βαβέλ είχε δύο ακόμη σημαντικούς πομπούς γνώσης. Το βιβλιοπωλείο για κόμικ που είχε στο κέντρο της Αθήνας και μπορούσες να βρεις πληθώρα άλμπουμς χωρίς να πρέπει να σκάψεις πρώτα ανάμεσα σε χιλιάδες τευχάκια με σουπερηρωικά κόμικ που ήταν το κυρίαρχο προϊόν των υπόλοιπων κομιξάδικων. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, το φεστιβάλ της Βαβέλ. Πρόλαβα και πήρα μέρος στα τρία τέσσερα τελευταία φεστιβάλ της σαν νέος δημιουργός και ήταν για μένα στιγμές που θα μου μείνουν αξέχαστες, κυρίως επειδή το κλίμα των ανθρώπων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με έκαναν να αισθάνομαι χαρά που ήμουν μέρος αυτού του συνόλου. Από την άλλη, ενώ η Βαβέλ ήταν πρωτοπόρος στα κόμικ και αισθητικά μου ταίριαζε περισσότερο, σαν δημιουργός δεν δημοσίευσα ποτέ στο περιοδικό της γιατί δεν έδιναν αμοιβές κι έτσι, εφόσον στο <<9>> πληρωνόμασταν, προτιμούσαν όλοι να δημοσιεύουν εκεί. Αυτός πιστεύω είναι και ο βασικός λόγος που η Βαβέλ ανέδειξε ελάχιστους Έλληνες δημιουργούς σε σχέση με το <<9>> που παρήγαγε μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών και άνοιξε τον δρόμο σε πολλούς από εμάς για να δουν την τέχνη τους και επαγγελματικά. Μπαίνοντας στην διαδικασία να γράψω όλα αυτά, το μόνο που μου μένει σαν επίγευση είναι το πόσο λείπει ένα τέτοιο περιοδικό για κόμικ στις μέρες μας που να μπορεί να αμοίβει και τους δημιουργούς, τώρα που το επίπεδο των κόμικ που παράγονται από Έλληνες ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο και το κοινό αρχίζει δειλά δειλά να τα νιώθει σαν μέρος της ψυχαγωγίας του. Τηλέμαχος Σταυρόπουλος (Helm) Στις παλιές Βαβέλ του πατέρα μου είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου απεικονίσεις του έρωτος και ακόμα μέχρι σήμερα όταν κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι το σεξ δεν βλέπω χρώματα και απτή σάρκα αλλά μαύρες αδρές γραμμές σαν του Crepax ή ίσως του Baldazzini να αιωρούνται και να σμίγουν πάνω σε ένα λευκό -σαν κέλυφος αυγού- Πλατωνικό κενό. Αυτό το αντίκρισμα της λίμπιντο ήταν απαραίτητο για να μου συμπληρώσει φαντασιακά όρια από τα υπερωικά αμερικάνικα κόμιξ και τα μικιμάου που επίσης διάβαζα μικρός. Έτσι έμαθα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Έμαθα επίσης ότι η υπομονή έχει όρια, ο Pazienza όχι. Από τη Βαβέλ επίσης έμαθα και ίσως αμφίβολης αξίας μαθήματα, όπως το ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα, ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Όπως και να’χει, όταν σκέφτομαι ‘Βαβέλ’, καυλώνω λίγο και θέλω να φτιάξω κόμιξ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ευχαριστώ από αυτό. Ακολουθούν κάποια από τα αγαπημένα μας εξώφυλλα: 20 χρόνια πριν η “φάση” φαινόταν ότι θα στραβώσει Ένα από τα πολλά εξώφυλλα που διακόσμησε ο Moebius Pop αιματοχυσίες Όταν ξεκινούσε ο Αρκάς Ο πάντα πικρόχολος Altan Αγνός μηδενισμός 2001: Ένα εξώφυλλο τιμιότατης σάτιρας στον “νεόπλουτο τύπο” της εποχής, δυστυχώς επτωχεύσαμεν Και το σχετικό link...
  7. Από το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας» - Εκδόσεις Πολύτυπο, 1984 Σκάρωνε σκίτσα όπου κι αν βρισκόταν. Οι ταβερνιάρηδες κι οι καφετζήδες τσατίζονταν όταν τον έβλεπαν να «λερώνει» τα τραπέζια τους. Μόλις έβλεπαν με τι τα «λέρωνε», του ζήταγαν πορτρέτο. Δήλωνε απλώς «σκιτσογράφος». Αυτή ήταν η φύση του. Τα κόμικς ήταν το διάλειμμά του, έστω και αν κάθε τέτοιο διάλειμμα του έτρωγε μερικά χρόνια λεπτομερούς έρευνας και χειρουργικής ακρίβειας ως προς την αφηγηματική και εικαστική αρτιότητα. Τα λάτρευε τα κόμικς, όχι μόνο ως δημιουργός αλλά και ως αναγνώστης και ως δάσκαλος. Το μαρτυρούν οι συμβουλές που απλόχερα πρόσφερε σε κάθε νέο δημιουργό, η επιλογή του να αφιερώσει σχεδόν τη μισή «Γαλέρα» που διηύθυνε στα κόμικς, στα φεστιβάλ που ως καπετάνιος της διοργάνωσε. Στο περιοδικό «Τέταρτο» φιλοτεχνούσε μια σελίδα με «Συνειρμικά Ντεκουπάζ», όπως τα αποκαλούσε. Ο Χατζιδάκις ήταν ενθουσιασμένος με αυτά. Στη «Βαβέλ», αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε την «Τσιγγάνικη Ορχήστρα», που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένη το 1984. Ήταν το πρώτο ελληνικό «graphic novel», όπως το χαρακτηρίζουν όσοι αρέσκονται στη νέα -όχι άμοιρη προθέσεων- ορολογία. Στην πρώτη σελίδα της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας», ο δημοσιογράφος Κώστας Φαναρτζής παρουσιάζεται να φορά ένα λευκό πουκάμισο επί οκτώ καρέ. Στο ένατο καρέ, στην ίδια σκηνή, το πουκάμισό του γίνεται μαύρο, «ανακοινώνοντας» στον αναγνώστη ότι αυτό που θα ακολουθήσει δεν υποτάσσεται σε κάποια συμβατική λογική. Η λέξη «Τέλος» φαίνεται να μην του άρεσε και πολύ. Απουσιάζει άλλωστε και από τα τρία μεγάλα βιβλία του. Στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» το τελευταίο καρέ συνοδεύεται από την επισήμανση «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» με σαφή τον υπαινιγμό ότι θα υπάρξει συνέχεια. Δεν υπήρξε. Στα δύο επόμενα, το Μεγάλο μας Τσίρκο, η μεταπολιτευτική Αθήνα του καυσαερίου, των ΜΑΤ και των ξενοδοχείων ημιδιαμονής μεταφέρθηκε λίγους αιώνες πιο πίσω. Το 1990 ξαναχτύπησε με «Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης», ένα διονυσιακό αντάμωμα πειρατών, τυχοδιωκτών, σκλάβων και αρχόντων στη Σαντορίνη, διακόσια χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. Το «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης» έχει ως πρωταγωνιστές τον Αλέκο τον Τράκα, κάλπη άρχοντα, και τον Καράμπαμπα, δούλο κι αφέντη του εαυτού του. Ο πρώτος με «μοντέλο» τον παλιό ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο και ο δεύτερος ως προϊόν «διασταύρωσης» του Στέλιου Καζαντζίδη και του Καραγκιόζη. Οι ομοιότητες, φυσικά, εντοπίζονται μόνο στην εμφάνιση. Ο Διόνυσος σε ένα από τα ταξίδια του δέχτηκε επίθεση από Τυρρηνούς πειρατές. Για να ξεφύγει μεταμόρφωσε τα κατάρτια του πλοίου του σε κληματαριές και τους πειρατές σε δελφίνια. Τη σκηνή απέδωσε σε μελανόμορφη κύλικα ο Εξηκίας (περ. 530 π.Χ.). Στο ίδιο (οινό)πνεύμα και ο Καλαϊτζής στο «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης». «Ο Τυφώνας», το επόμενο βιβλίο του, διαδραματίζεται σε άλλο τόπο του νησιού, την ίδια νύχτα. Γυμνόστηθες καλλονές καβάλα σε γαϊδούρια εφορμούν από το εξώφυλλο του «Τυφώνα» ωσάν αποφασισμένες να αποδράσουν από τη χάρτινη φυλακή. Η ιδέα προέκυψε από ένα πόστερ του Jules Cheret από τα τέλη του 19ου αι. που διαφήμιζε το περιβόητο καμπαρέ «Μουλέν Ρουζ». Ο Περικλής Κοροβέσης είναι το πιο αγαπημένο «μοντέλο» του Καλαϊτζή. Συμμετέχει σε πληθώρα γελοιογραφιών αλλά ο πιο απρόσμενος ρόλος του είναι αυτός του γενίτσαρου Σουλεϊμάν Σαλίκ στον «Τυφώνα». Ως μπράβος σπέρνει τον τρόμο και δολοφονεί τον Κολαούζο λίγο πριν κι αυτός ουσιαστικά αυτοκτονήσει στα κοχλάζοντα νερά από την έκρηξη του ηφαιστείου. Ο Κολαούζος θα επανέλθει στις τελευταίες σελίδες. Ο Σαλίκ, όχι. Το δισέλιδο που κλείνει τον «Τυφώνα» είναι η παρουσίαση των εικονικών επόμενων τευχών. Οι «τίτλοι» που παρουσιάζονται είναι απολαυστικοί: «Ουρμπάν ο Προφήτης», «Άμλετ, ο Μπαρμπέρης της Ελσινόρης», «Το Μονοπάτι της Δύσεως» (με τα κεφάλαια: Γκογκόσης ο Κατακτητής, Γκογκόσης Εναντίον Γκογκόση, Η Επιστροφή του Γκογκόση κ.ά.). Είχαν προηγηθεί τα «Χαμένα Δάση», εκπαιδευτικό κόμικς για τα δάση της Ευρώπης σε ανάθεση της περιφέρειας της Προβηγκίας, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά, μια και η τότε κυβέρνηση απαίτησε την απόσυρσή του επειδή σε κάποιον χάρτη αναγραφόταν το όνομα «Μακεδονία». Στα «Χαμένα Δάση» οι χαρακτήρες αποτελούν τις χάρτινες μεταφορές τεσσάρων φίλων του Γιάννη Καλαϊτζή: ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης, ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης–Μπαχ Σπυρόπουλος, ο δημοσιογράφος Τέλης Σαμαντάς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Μασσαβέτας δανείζουν τις μορφές τους σε αρχαίους Έλληνες. Στο «Έψιλον» της «Ελευθεροτυπίας» δημιουργούσε αποσπασματικά στριπ ενώ όταν κυκλοφόρησε το «Εννέα» ανέλαβε την τελευταία σελίδα με τα μεθυσμένα ταξίδια στο «Πέλαγος της Μποτίλιας» και στη συνέχεια με τα παραληρηματικά «Έκτακτα Περιστατικά». Ως αρχικωπηλάτης της «Γαλέρας» δημιούργησε ακόμη έναν παιγνιώδη τίτλο: «Μαρξ και Σπένσερ». Mια ιδιαιτερότητα στα έργα του ήταν τα συνεχή λογοπαίγνια, η εσκεμμένη γλωσσική σύγχυση, οι νεολογισμοί και τα αρκτικόλεξα. Από κοντά οι μεταμορφώσεις των χαρακτήρων του, οι αλλαγές στα ονόματα και στην όψη τους. Σε ένα από τα «Έκτακτα Περιστατικά» του, πριν επινοήσει τους «Μαρξ και Σπένσερ», η ιστορία τελειώνει με το μπέρδεμα ανάμεσα στον Γκράουτσο Μαρξ και τον Καρλ Μαρξ. Ο Μαρξ του τελευταίου καρέ δεν μοιάζει λίγο και του Καλαϊτζή; Κόμικς του δημοσιεύτηκαν στο «Ντέφι», στην «Αυγή» και αλλού. Η τελευταία του σειρά δημοσιεύτηκε σε τούτην εδώ την εφημερίδα, στο «Καρέ Καρέ», με τους άστεγους «Μπον και Βιβέρ» να φαντασιώνονται λαβράκι πανέ στην όψη ενός σάπιου κρεμμυδιού. Οι Κοροβέσης και Σπυρόπουλος γίνονται οι «Μπον και Βιβέρ», που αναζητούν σκουπίδια και ονειρεύονται συνταγές με εξωτικά ονόματα και γεύσεις. Αν δεις μαζεμένα όλα αυτά τα κόμικς καταλαβαίνεις πως δεν αποτελούσαν πάρεργο της καλλιτεχνικής του διαδρομής αλλά αναπόσπαστο μέρος της. Κι αν τα δεις εκ του σύνεγγυς, θα ανακαλύψεις τόσες λεπτομέρειες, τόσες ψηφίδες ευφυΐας και χιούμορ που πολλαπλασιάζουν την αξία ενός έργου πάντα ζωντανού, επίκαιρου και προκλητικού στην εξερεύνηση. Ένας αντιεξουσιαστής... ΕΔΑΐτης ➀ Πανσπουδαστική τχ. 45-46, Μάρτιος-Απρίλιος 1963 - ➁ The New Yorker, 13-20.2.2017, εξώφυλλο του John W. Tomac με τίτλο «Liberty’s Flameout» (1-2) Σε ένα από τα πρώτα του σκίτσα στην «Πανσπουδαστική» ο Γιάννης Καλαϊτζής φαντάστηκε το Άγαλμα της Ελευθερίας με τον πυρσό να σβήνει, αφήνοντας να βγαίνει μόνο καπνός (1). Ήταν η περίοδος που ενισχύθηκε η ιμπεριαλιστική εμπλοκή των ΗΠΑ σ' όλο τον κόσμο και οξύνθηκαν οι φυλετικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους. Αλλά ακριβώς την ίδια έμπνευση είχε την περασμένη βδομάδα στο εξώφυλλό του το αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», προκειμένου να εικονογραφήσει τις πρόσφατες αποφάσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ (2). Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τις δημιουργίες του Καλαϊτζή τόσο επίκαιρες; Το δίχως άλλο η ιδιαίτερη σχέση του με την πολιτική. Μπορεί να μην περιορίστηκε στο πολιτικό σκίτσο η πολύχρονη παρουσία του στον ελληνικό Τύπο, αλλά δεν υπάρχει καμιά πτυχή της τόσο πληθωρικής δημιουργίας του που να μην έχει συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική. Από την εμφάνισή του «με κοντά παντελονάκια», όπως θυμάται ο Γιάνης Γιανουλόπουλος στην πρωτοποριακή προδικτατορική «Πανσπουδαστική» των αρχών της δεκαετίας του 1960, έως τα τελευταία του σκίτσα στην «Εφ.Συν.», η πολιτική στράτευση του Καλαϊτζή ξεχειλίζει. Δεν αναφέρομαι στον προφανή πολιτικό χαρακτήρα των σκίτσων και των γελοιογραφιών κάθε εφημερίδας. Η «στράτευση» του Καλαϊτζή υπηρετούσε εξαρχής μια προσωπική τοποθέτηση στον χώρο της Αριστεράς, όπως ο ίδιος την καταλάβαινε, χωρίς τους περιορισμούς της κομματικής ορθοδοξίας και χωρίς τα ταμπού του αριστερού συντηρητισμού. Την περίοδο που οι σκιτσογράφοι των εντύπων της Αριστεράς ήταν εγκλωβισμένοι σε ένα είδος γελοιογραφικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και κομματικής αυτοσυγκράτησης, ο Καλαϊτζής πειραματιζόταν με τα «απαγορευμένα»: τον αντικληρικαλισμό, το γυμνό, τις ερωτικές σχέσεις, την απόρριψη των ταμπού και της ηθικολογίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα σκίτσα του Καλαϊτζή παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα, ακόμα κι εκείνα που είναι ολοφάνερα σημαδεμένα από τη συγκυρία που τα ενέπνευσε. Κάποιες φορές, μάλιστα, ξενίζει η πολιτική γραμμή του σκίτσου του, αν τη συγκρίνει κανείς με τη γενική κατεύθυνση του εντύπου που τον φιλοξενεί, αλλά ακόμα και με την κυρίαρχη άποψη του πολιτικού φορέα που τον εκφράζει τη δεδομένη στιγμή. Από το ξεκίνημά του διαφαίνεται αυτή η ιδιαίτερη προσωπική σκοπιά και το χωρίς όρια χιούμορ του, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό και υπερτοπικό. Περιοδικό «Αντί», τεύχος 155, 4.7.1980 Το διαπιστώνουμε στην προδικτατορική «Αυγή» της ΕΔΑ, στους «Δρόμους της Ειρήνης», και μετά την πτώση της χούντας πάλι στην «Αυγή» του ΚΚΕ Εσωτερικού, στο «Αντί», στην «Ελευθεροτυπία», στον «Σχολιαστή», στο «Ντέφι», στη «Βαβέλ» και άλλα. Σε όλη αυτή την πορεία διακρίνεται μια πρωτοφανής πολιτική συνέπεια. Μπορεί η γραμμή του σκίτσου να εξελίσσεται, αλλά η γραμμή του σκιτσογράφου συνεχίζει να εδράζεται στις ίδιες αρχές. Παραμένει σημαδεμένη από την εποχή των μεγάλων προσδοκιών της δεκαετίας του '60, αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμη να ξεφύγει από κάθε εύκολο καλούπι. Όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε και στο ειδικό αφιέρωμα της «Εφ.Συν.» πριν από έναν χρόνο, η αριστερή ματιά στο σκίτσο του Καλαϊτζή δεν χωρά σε κανένα στερεότυπο. Και φυσικά ο ίδιος ουδέποτε ταυτίστηκε με το έντυπο με το οποίο συνεργαζόταν, όπως συμβαίνει με άλλους ομοτέχνους του, παρά το γεγονός ότι σε όλα υπήρξε κορυφαίος και σημείο αναφοράς των αναγνωστών. Για την ακρίβεια, ταυτίστηκε με δύο απ' αυτά. Μόνο που και τα δύο ήταν και δικά του δημιουργήματα. Πρώτα πρώτα η «Γαλέρα», το περιοδικό που ο ίδιος εμπνεύστηκε και σχεδίασε, και βέβαια η «Εφ.Συν.», η εφημερίδα που δεν θα είχε εκδοθεί χωρίς τη δική του παρότρυνση, επιμονή και συμβολή. Για να αντιληφθεί κανείς τη σχέση των σκίτσων του Γιάννη Καλαϊτζή με την πολιτική είναι χρήσιμη η αναδρομή στην περίοδο που κατέρρεε η «Ελευθεροτυπία» και οι εργαζόμενοι της Χ.Κ. Τεγόπουλος αναζητούσαν τρόπους να αντιδράσουν. Ο Γιάννης, αντίθετα με άλλες γνωστές υπογραφές της εφημερίδας, έδινε εξαρχής το «παρών» στις γενικές συνελεύσεις και υποστήριζε κάθε είδους συλλογική προσπάθεια ανασύνταξης της επιχείρησης, προτείνοντας μορφές αυτοδιαχείρισης. Και όταν φάνηκε ότι το μόνο μέλημα της εργοδοσίας ήταν να «προστατευτεί» από τους εργαζομένους και να εξασφαλίσει τη δική της οικονομική επιβίωση σε βάρος τους, ο Καλαϊτζής έθεσε εξαρχής το σκίτσο του στο πλευρό του αγώνα των εργαζομένων. Δεν ακολούθησε τον δρόμο άλλων επιφανών στελεχών της επιχείρησης (ανάμεσά τους και... αριστεροί σκιτσογράφοι) που προτίμησαν να λουφάξουν ή έσπευδαν να βρουν σωτηρία σε άλλα εκδοτικά συγκροτήματα. Έμεινε μαζί μας και πρωτοστάτησε στις απεργιακές μας κινητοποιήσεις, προσφέροντας ακόμα και το γραφείο του για την έκδοση των δύο ιστορικών απεργιακών φύλλων που κυκλοφόρησαν στις 15 και 22 Φεβρουαρίου 2012. Η αφίσα του για την έκδοση του δεύτερου απεργιακού φύλλου έγινε πρωτοσέλιδο στη γερμανική «Tageszeitung» σε αφιέρωμα για το «Ελληνικό Comeback», δηλαδή τον αγώνα των εργαζομένων για μια συνεταιριστική απάντηση στην κρίση (3). 3. To πρωτοσέλιδο της γερμανικής «Tageszeitung» (15.2.2012) Απολύτως χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη δουλειά του ο Καλαϊτζής είναι το γεγονός ότι στο πολύμηνο διάστημα που μεσολάβησε από το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» μέχρι το άνοιγμα της «Εφ.Συν.» δεν σταμάτησε να σκιτσάρει κάθε μέρα και να αναρτά τη δουλειά του στον ιστότοπό του (gianniskalaitzis.gr). Όσο για την ιδιαιτερότητα της ματιάς του και την ανεξαρτησία της σκέψης του, αρκεί κανείς να φυλλομετρήσει τις εκδόσεις της «Εφ.Συν.» για να διαπιστώσει ότι δεν έπαψε μέχρι το τέλος να υπηρετεί τις ίδιες αρχές. Μόνιμος στόχος του, ο εγχώριος ναζισμός (4) και η (παρα)εξουσία της Εκκλησίας και των δανειστών (5). 4. «Εφ.Συν.», 1.9.2014 5. «Εφ.Συν.», 9.11.2015 Υποστήριζε την κυβέρνηση της Αριστεράς σε σύγκριση με τους προκατόχους της (6), αλλά χωρίς να παύει να σχολιάζει τα δικά της πεπραγμένα (7 και 8). 6. «Εφ.Συν.», 19.1.2016 7. «Εφ.Συν.», 24.10.2015 8. «Εφ.Συν.», 31.10.2015 Μετά το καλοκαίρι του 2015 από το πενάκι του δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που ονόμαζε «πολύ αριστεροί» (9). 9. «Εφ.Συν.», 16.7.2015 Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ποτέ δεν δίστασε να ασχοληθεί και με τα πιο επικίνδυνα θέματα (10), ενώ ακόμα και για το συνεταιριστικό εγχείρημα της «Εφ.Συν.», που υποστήριζε με τόση ζέση, ποτέ δεν έπαψε να μας θυμίζει τις δυσκολίες (11). 10. «Εφ.Συν.», 6.10.2015 11. «Εφ.Συν.», 22.7.2014 Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν την απώλειά του τόσο δυσβάστακτη για όλους μας. Και το σχετικά links εδώ κι εδώ...
  8. Θεωρήθηκε, απολύτως δίκαια, ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στον χώρο των κόμικς. Δημιούργησε ορισμένες από τις πιο εμβληματικές σειρές όπως η «Χωματερή» και η «Μητρόπολη». Και κάποια στιγμή, αθόρυβα αποσύρθηκε. Το όνομά του δεν ξεχάστηκε ποτέ. Σήμερα, μετά από πολυετή απουσία, ο Λέανδρος επιστρέφει. Στους παροικούντες την ελληνική σκηνή των κόμικς, το όνομα του Λέανδρου είναι συνώνυμο ενός θρύλου. Κι αυτό γιατί κατόρθωσε στα λίγα χρόνια της δημιουργίας του να φιλοτεχνήσει ορισμένα συγκλονιστικά έργα με μοναδική μαεστρία. Λέγεται πως όταν ο μεγάλος Moebius αντίκρισε για πρώτη φορά τα κόμικς του Λέανδρου, καλεσμένος στο Φεστιβάλ της Βαβέλ, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που ζήτησε να τον γνωρίσει και δήλωσε αστειευόμενος: «Αυτόν ή θα τον κάνω φίλο μου ή θα τον σκοτώσω». «Ο Παρίας» (Βαβέλ, 1999) και «Με Μεγάλωσαν Σκυλιά» (Babelart, 2009) Ξεκίνησε την καριέρα του από τη «Βαβέλ» το 1996, όπου δημιούργησε μικρές ιστορίες με τη μητρόπολη και την αστική βία στο επίκεντρο. Πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριές του ήταν συνήθως πρόσωπα του κοινωνικού και οικονομικού περιθωρίου, «αταίριαστες» φιγούρες σε έναν κόσμο που επιζητεί την κομφορμιστική ομοιομορφία, μορφές που κινούνται στα όρια της παραβατικότητας, έξω από κάθε συμβατικότητα, στις παρυφές της «σκοτεινής πλευράς» της πόλης ή εντελώς βουτηγμένες μέσα της. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της συλλογής πολλών εξ αυτών των ιστοριών σε ενιαίο τόμο από τη «Βαβέλ»: «Με Μεγάλωσαν Σκυλιά» (εκδ. Babelart, 2009). Τέτοια πρόσωπα πρωταγωνιστούν και στον «Παρία» (εκδ. Βαβέλ, 1999), ένα μίνι graphic novel-ύμνος στην εξεγερσιακή βία και εύγλωττο οπισθόφυλλο: «Δεν έχω πατρίδα, δεν έχω πίστη, δεν έχω λαό, δεν έχω σπίτι, δεν έχω μέλλον. Είμαι αθώος […] Ο Παρίας γεννήθηκε για να ξαναπεθάνει. Ο Παρίας δεν είναι άτομο, είναι φαινόμενο. Είναι άκληρος, μόνος, άσχημος, τρελός, παιδί, ηλίθιος, αδερφή, γυναίκα, πρεζάκιας, ζητιάνος, σκυλί αδέσποτο, ο τελευταίος των τελευταίων, ο πιο κάτω κι απ’ τους κάτω…». Απόσπασμα από τον «Παρία» Το 2000 ξεκινά τη συνεργασία του με το περιοδικό «9» της «Ελευθεροτυπίας» όπου δημιουργεί τη σειρά «Μητρόπολη» με μικρές αυτοτελείς ιστορίες, ποτισμένες από πικρό χιούμορ και τίτλους όπως «Ο Μικρός Σατανάς», «Πανικός στα Σχολεία», «Η Επίθεση του 10μετρου Ποντικού», «Ζούνε Ανάμεσά μας», «Ο Τιμωρός» κ.ά. Λίγους μήνες αργότερα εγκαινιάζει έναν νέο τίτλο με ιστορίες που λαμβάνουν χώρα σε μια «Χωματερή» (σε ενιαίο τόμο κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις της «Ελευθεροτυπίας», 2007) και πρωταγωνιστές τους θαμώνες της. Κατσαρίδες, μυρμήγκια, αρουραίοι, σκουλήκια, σκουπιδοφάγοι γλάροι κι ένα ανθρώπινο κρανίο, ως γκροτέσκες αντανακλάσεις όλων όσα συμβαίνουν στον «καθωσπρέπει» κόσμο του φωτός, διαγκωνίζονται για ένα κομμάτι μουχλιασμένο ψωμί και διαγωνίζονται για την πιο φαρμακερή ατάκα, ανάμεσα στα απόβλητα, τα απορρίμματα, όλα όσα περίσσεψαν κι όσα δεν χώρεσαν στην πλαστή ευδαιμονία «εκεί έξω». Εξώφυλλα του Λέανδρου από τη «Βαβέλ» (2006) και από το περιοδικό «9» (2000) Με τη λήξη της «Χωματερής», ο Λέανδρος αναλαμβάνει το σενάριο της σειράς «Σε Βλέπω», σε σχέδια του Ηλία Κυριαζή, μια καυστική παρωδία του αλήστου μνήμης Big Brother και πρωταγωνιστές τους εθελουσίως εγκλείστους σε ένα σπίτι υπό διαρκή τηλεοπτική παρακολούθηση. Το 2007, διαδεχόμενος τον Κυρ στις σελίδες της «Ελευθεροτυπίας», δημιουργεί για λίγους μήνες τη σειρά «Η Ζωή στην Αστική Δημοκρατία», ίσως την πιο άμεσα πολιτική και αιχμηρά χιουμοριστική απόπειρά του, στα χρόνια της δεύτερης θητείας του Κώστα Καραμανλή, με πρωταγωνιστές τον ίδιο τον πρωθυπουργό, τον Γιώργο Παπανδρέου και trash φιγούρες όπως τον Θέμο Αναστασιάδη και τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Μετά την «Ελευθεροτυπία» θα ακολουθήσουν κάποιες σποραδικές εμφανίσεις έργων του στην αντιεξουσιαστική εφημερίδα «Βαβυλωνία» και μια μεγάλη έκθεση στο 13ο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Αθήνας. Κάπου τότε το κοινό των κόμικς άρχισε να χάνει τα ίχνη του και να τον αναζητά όλο και περισσότερο. «Μα πού χάθηκε αυτός ο Λέανδρος;», και κυρίως «γιατί εξαφανίστηκε;» είναι μερικές κατ’ επανάληψη διατυπωμένες ερωτήσεις απ’ όσους αναγνώριζαν το μοναδικό του ταλέντο, την ικανότητά του να αποδίδει ιδανικά την αστική καταχνιά και την απαισιοδοξία όπως το πέτυχαν εμβληματικές μορφές των ευρωπαϊκών κόμικς, ο Pazienza, ο Liberatore, ο Moebius, να αφηγείται με μελανά χρώματα, άλλοτε με αγανακτισμένο χιούμορ, άλλοτε με ασυγκράτητη οργή τη βία της εξουσίας απέναντι στη ζωή και να υπερασπίζεται όσους τους μεγάλωσαν σκυλιά, τους Παρίες αυτού του κόσμου κι όσους συνωστίζονται στις Χωματερές. Για τους τελευταίους, έχει να πει πολλά ακόμη… Απόσπασμα από την πρώτη «Χωματερή» (περιοδικό «9» της «Ελευθεροτυπίας», 2001) Και το σχετικό link...
  9. totally_wired

    Εννέα της Ελευθεροτυπίας

    Κατά προτίμηση: Ανταλλαγή (1 με 1) με Εννέα που δεν έχω (είναι αρκετά, όχι μόνο αυτά που έχω στις αναζητήσεις) σε πμ Ανταλλαγή (1 με 1) με το Komics της καθημερινής (έχω ελάχιστα) Πώληση σε πακέτο 12 ευρώ όλα (σύνολο 74 τεύχη (~16 cent/τεύχος)) Πώληση σε πακέτο των 10 στα 2 ευρώ (20 cent/τεύχος) Χάρισμα σε όσους θέλουν 2-3 πριν πάμε σε πώληση σε πακέτα των 10 ή σε χάρισμα, θα περιμένουμε μερικές μέρες. Γενικά προτιμώ από Αθήνα και συναλλαγή μέσω λέσχης ή συνάντηση αλλά εάν κάποιος θέλει ΕΛΤΑ υπενθυμίζω πως πρέπει να καλύψει και το κόστος της συσκευασίας. 103, 151, 152, 153, 155, 157, 165. 167, 169, 170, 173, 176, 179, 180, 181, 183, 184, 185, 186, 188. 190, 191, 193, 195, 196, 198, 199 200, 201, 202, 203, 218, 220, 222, 270, 282, 291, 292, 295, 296, 297, 298, 299 300, 301, 303, 304, 308, 309, 310, 311. 312, 313, 314, 322, 325, 326, 327, 330, 332, 350, 360, 361, 362, 363, 364, 365, 367, 368, 369, 370, 374, 379 405 εκτός πακέτου χάρισμα σε μέτρια/κακή κατάσταση 338, 453, 485
  10. Χάρος: Ερωτευμένες μοϊκάνες του François Boucq 9 τ.438 (7/1/2009)
  11. Χάρος: Η τελευταία επιθυμία του François Boucq 9 τ.433 (3/12/2008)
  12. Χάρος: Πρωινή γυμναστική του François Boucq 9 τ.431 (19/11/2008)
  13. Χάρος: Ο θάνατος έχασε το ραντεβού του François Boucq 9 τ.429 (5/11/2008)
  14. The_Sandman

    Χάρος: Το προάγγελμα - F. Boucq (9 τ.409)

    Χάρος: Το προάγγελμα του François Boucq 9 τ.409 (11/6/2008)
  15. Χάρος: Το χάσμα των γενεών του François Boucq 9 τ.397 (19/3/2008)
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.