Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Εκδόσεις Πατάκη'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Στο πρώτο βιβλίο της σειράς «Στόουν», ένα μικρό πετραδάκι χάνεται στην Υπογειάνα, έναν αλλόκοτο κόσμο βαθιά μέσα στη γη, γεμάτο παράξενους κατοίκους και γεωλογικά μυστικά. Πριν από κάποιες δεκαετίες, όταν η μικρή αλλά ανθηρή ελληνική σκηνή κόμικς δεν είχε πάρει ακόμα τα πάνω της, ο συνήθης ψόγος απέναντι στο μέσο ήταν ότι απευθυνόταν μόνο σε παιδιά, ότι τα κόμικς ήταν «παιδικά» – αλλά όχι μόνο με την ηλικιακή σημασία του όρου: εννοούσαν, όσοι τα χαρακτήριζαν έτσι, ότι ήταν απλοϊκά, αφελή και ότι ως τέτοια απομάκρυναν τα παιδιά από τη λογοτεχνία, τα «σοβαρά» βιβλία. Φυσικά εννοούσαν εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν αφορούσαν ούτε κατά διάνοια τους ενήλικες! Τα τελευταία αρκετά χρόνια έχει συντελεστεί μια αντιστροφή. Τα κόμικς που κυκλοφορούν από εγχώριους/ες δημιουργούς απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε νεαρούς και μεγαλύτερους ενήλικες, ίσως και σε εφήβους, αλλά σπανιότατα σε παιδιά. Το ηλικιακό γκρουπ των παιδιών από προσχολικές ηλικίες μέχρι την προεφηβεία υποεκπροσωπείται στην ελληνική παραγωγή. Αυτό το έλλειμμα έχει επισημανθεί ουκ ολίγες φορές σε σχετικές συζητήσεις, τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές. Η νέα κυκλοφορία των εκδόσεων Πατάκη που παρουσιάζουμε σήμερα, αποτελεί μια ευχάριστη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Πρόκειται για το πρώτο τεύχος της σειράς με τον τίτλο «Στόουν», που έγινε με τη συνεργασία του Άγγελου Αγγέλου, της Έμης Σίνη και του Δημήτρη Ευστρατιάδη. Το πρώτο βιβλίο της σειράς (Στόουν 1. Χαμένος στην Υπογειάνα) μας ταξιδεύει «βαθιά μέσα στη γη, κάτω από ηφαίστεια και λίμνες, μέσα από τούνελ και σπηλιές». Εκεί, στα έγκατα της γης, βρίσκεται η Υπογειάνα, ένας αλλόκοτος κόσμος γεμάτος υπόγειες λίμνες, πολύχρωμα πετρώματα και ποτάμια από λάβα. Ένας κόσμος τον οποίο βλέπουμε μέσα από τα μάτια του Στόουν, μιας μικροσκοπικής πέτρας, που κατά παράξενη συγκυρία κατρακυλάει από μια χαραμάδα στο έδαφος και χάνεται σε μέρη που ούτε είχε ποτέ φανταστεί. Εκεί γνωρίζει περίεργους κατοίκους όπως οι Μπερπς, οι Φαταούλες, οι Νεροσταλίδες και οι Σπηλαιογίγαντες. Μέσα από την περιπετειώδη περιπλάνησή του σε αυτόν τον άγνωστο κόσμο προσπαθεί να ανακαλύψει τις καταβολές του, από πού προέρχεται και πώς δημιουργήθηκε. Η ιστορία του είναι στην ουσία η ιστορία της Γης μας. Αυτή η πρωτότυπη ιδέα της Έμης και του Άγγελου, που υλοποιήθηκε με τα πενάκια και τα ψηφιακά χρώματα του Δημήτρη και την επιμέλεια του Γιώργου Γούση, είναι η καλύτερη εισαγωγή για τους μικρούς μας φίλους στις επιστήμες της Γεωλογίας και της Σπηλαιολογίας, αλλά με έναν διόλου «δασκαλίστικο» τρόπο. Απεναντίας, προτάσσει τη διασκεδαστική δράση και το χιούμορ, ωθώντας τα παιδιά μέσα από τα καρτουνίστικα σχέδια και τα έντονα πλακάτα χρώματα, να επικεντρωθούν στην πλοκή και στην αγνή απόλαυση του να διαβάζεις κόμικς. Και το σχετικό link...
  2. Σάκης Σερέφας και Στέλλα Στεργίου ενώνουν τη δημιουργική τους φαντασία και μας ξανασυστήνουν τον μεγάλο παραμυθά της αρχαιότητας Αίσωπο μέσα από πέντε διαχρονικούς μύθους του. Από τα πιο ανθεκτικά στον χρόνο αναγνώσματα με τα οποία έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές είναι οι μύθοι του Αισώπου. Του μεγάλου αυτού παραμυθά της αρχαιότητας από τη Φρυγία που άκμασε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα και θεωρείται ο κορυφαίος της διδακτικής μυθολογίας, ενός είδους αυτοτελών μικρών μύθων με πρωταγωνιστές κυρίως ζώα. Στον Αίσωπο οφείλεται ο ανθρωπομορφισμός που έχει αποδοθεί διαχρονικά σε πολλά ζώα, καθώς οι μύθοι του έχουν έναν ηθικοδιδακτικό και αλληγορικό χαρακτήρα και προσβλέπουν στην αποφυγή, εκ μέρους των ανθρώπων, παραστρατημάτων και κακοτοπιών, που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από την πλεονεξία, το ψέμα και την αλαζονεία. Οι αισώπειοι μύθοι έχουν γραφτεί ξανά και ξανά ανά τους αιώνες – και ουκ ολίγες φορές έχουν εικονογραφηθεί – πάντα διατηρώντας ως επιμύθιο το αυστηρό διδακτικό τους ύφος. Πώς θα μπορούσαμε να φέρουμε όμως τον αρχαίο παραμυθά στις μέρες μας, μεταβάλλοντας τα εξωτερικά γνωρίσματα των μύθων του και κρατώντας τον πυρήνα των διδαγμάτων του χωρίς το ενοχλητικό, στην εποχή μας, κούνημα του δαχτύλου; Την απάντηση δίνει με τον καλύτερο τρόπο το νέο κόμικ του Σάκη Σερέφα «Ο ψεύταρος βοσκός Μητς Μπόι και άλλες ιστορίες» από τις εκδόσεις Πατάκη, σε εικονογράφηση Στέλλας Στεργίου. Ο Σάκης Σερέφας ειδικεύεται εδώ και χρόνια στο να γράφει ποίηση, πεζογραφία, θέατρο και βιβλία για νέους αναγνώστες, έχοντας λάβει στο παρελθόν βραβεία για βιβλία του όπως «Ένας δεινόσαυρος στο μπαλκόνι μου», «Μια τρύπα στο νερό» και «Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω». Τη Στέλλα Στεργίου βεβαίως, η οποία τώρα κάνει καριέρα στην εικονογράφηση και τη δημιουργία κόμικς στο Βέλγιο, την ξέρουμε από το ντεμπούτο της με τον «Μικρό Πρίγκιπα» (εκδόσεις Polaris, 2017) και από άλλες συνεργασίες και συμμετοχές της σε εκθέσεις. Αυτό που καταφέρνει ο συγγραφέας στον «Ψεύταρο βοσκό» είναι να φέρει τους μύθους αυτούς σε γείωση με τη δική μας εποχή, κάνοντας χρήση σύγχρονων μέσων και παραστάσεων (όπως για παράδειγμα ο απατηλός κόσμος των σμάρτφοουν και των κοινωνικών δικτύων, η ματαιοδοξία των λάικς και η Γιουροβίζιον) χρησιμοποιώντας ένα χιούμορ ευφυές και καυστικό που φλερτάρει με τον σουρεαλισμό. Το βιβλίο διαρθρώνεται από πέντε διασκευασμένες ιστορίες οι οποίες αντιστοιχούν σε πέντε αντίστοιχους μύθους του Αισώπου. Στην πρώτη, με τον τίτλο «Δυο φίλοι, μια αρκούδα και μια επιχείρηση που έκλεισε πριν καν ανοίξει», ο κλονισμός μιας φιλίας μετά την επίθεση μιας αρκούδας στο δάσος, εμπόδισε μια για πάντα τη δημιουργία μιας start-up εταιρείας που θα πούλαγε… εξοχή στους πελάτες της. Στη δεύτερη ιστορία («Ο ψεύταρος βοσκός Μητς Μπόι και κάτι μακαρόνια που παραλίγο να βράσουν»), η οποία δίνει εν μέρει τον τίτλο της στο βιβλίο, η φάρσα του νεαρού βοσκού που φώναζε ψεύτικα στους συγχωριανούς του για τον λύκο στήθηκε προς άγραν λάικς στα σόσιαλ μίντια. Η «Τραγωδία με δύο τράγους κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο» διεκτραγωδεί με... πινελιές manga την επική μάχη δύο τράγων για το ποιος θα διασχίσει πρώτος το γεφύρι. Στη συνέχεια βλέπουμε ένα μικροσκοπικό ποντίκι να ανταποδίδει στο λιοντάρι τη χάρη να μην το κάνει μια μπουκιά, με το να το γλιτώνει από την καταναγκαστική συμμετοχή του στη Γιουροβίζιον. Ενώ μια λιχούδω αλεπού, σε παραλλαγή του πασίγνωστου μύθου της αλεπούς με τα σταφύλια, καθώς δεν φτάνει τα τσαμπιά τα... κάνει κρεμαστάρια – η διαφορά με τον μύθο είναι ότι για πρώτη φορά διαβάζουμε και την απάντηση των σταφυλιών προς την αλεπού! Πέντε σπαρταριστές ιστορίες με ευρηματική ρίμα στους διαλόγους και τις λεζάντες αφήγησης, με μια πρωτότυπη διαδραστική δομή όπου ο αναγνώστης και η αναγνώστρια καλούνται να συμπληρώσουν γραπτώς πιθανές ή εναλλακτικές ατάκες και εκδοχές, γινόμενοι/ες μέτοχοι-συνδιαμορφωτές/τριες της κάθε ιστορίας. Όλα αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να γίνουν εφικτά χωρίς τον εξαιρετικά δυναμικό σχεδιασμό των σελίδων και των καρέ από τη Στέλλα Στεργίου, η οποία με την εικονογραφική της τολμηρότητα και τις έντονες χρωματικές παλέτες της, κάνει τα σκίτσα της να αποπνέουν έναν νεανικό και εύθυμο «αέρα» ελευθερίας, «εκτοξεύοντας» την αφήγηση σε μυθικά ύψη. Και το σχετικό link...
  3. Ο μικρός Νικόλας και η παρέα του έχει διασκεδάσει πολλές γενιές μέσα από τα βιβλία με τις περιπέτειες του. Πόσοι γνωρίζουμε ότι η πρώτη του κυκλοφορία ήταν σε μορφή κόμικ; Αυτό το βιβλίο περιέχει 28 μονοσέλιδες εικονογραφημένες ιστορίες. Που χρονολογούνται μεταξύ 25 Σεπτεμβρίου 1955 εώς 20 Μαίου 1956. Οι δύο τελευταίες παρουσιάζονται και ως αφηγηματικό κείμενο. Όμορφη σκληρόδετη έκδοση. Έντονα χρώματα και όμορφη γραμματοσειρά. Είμαι από αυτούς που μεγάλωσαν με τα βιβλία του και πραγματικά το απόλαυσα. Στο οπισθόφυλλο γράφει από 5 χρονών και πάνω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι οι γύρω στα συν-πλην 40 που μεγαλώσαν μαζί του θα το εκτιμήσουν πολύ περισσότερο. Αν πέσει στα χέρια σας πάντως μη διστάσετε να το διαβάσετε. Θα περάσετε ευχάριστες στιγμές. Πολλές ευχαριστίες στον @Valtasar που μου έδωσε την ευκαιρία η πρώτη μου παρουσίαση να είναι για έναν πιτσιρικά που λατρεύω. Αφιερωμένη στον @germanicus που αγαπάει εξ' ίσου τον Μικρό Νικόλα!!!
  4. Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση της Ζωρζ Σαρή, ο «Θησαυρός της Βαγίας» γίνεται γκράφικ νόβελ από τον Kanellos Cob. Η στιγμή που το καράβι φτάνει στο λιμάνι της Αίγινας, στην αρχή της ιστορίας. Mια σκηνή όπου ο Kanellos Cob μοιάζει να έχει γίνει ναυπηγός και αρχιτέκτονας, «χτίζοντας» με λεπτομέρεια και την πόλη του νησιού και το καράβι της γραμμής. Ο «Θησαυρός της Βαγίας», το πρώτο βιβλίο που έγραψε η Ζωρζ Σαρή στα τέλη του ’60, ήταν μια συνοπτική απεικόνιση του καλοκαιριού όπως λίγο-πολύ το έζησαν τα παιδιά στην Ελλάδα κατά τις δεκαετίες του ’60, ’70 και ’80. Και όπως συμβαίνει με κάθε σημαντικό, κλασικό έργο πολιτισμού, εκείνη η καλοκαιρινή περιπέτεια μιας παρέας παιδιών στο νησί της Αίγινας επιβίωσε θριαμβευτικά μέσα στις δεκαετίες και τις γενιές, και εκφράστηκε από την καθεμιά με τα δικά της κυρίαρχα και δημοφιλή μέσα: όταν γράφτηκε στα τέλη του ’60 έγινε βιβλίο, στις αρχές του ’80 τηλεοπτική σειρά και σήμερα, ακριβώς εκατό χρόνια μετά τη γέννηση της συγγραφέως γίνεται γκράφικ νόβελ, ζωγραφισμένο από έναν κορυφαίο εικονογράφο και εκ των πρωταγωνιστών της εντυπωσιακής άνθησης των κόμικς στην Ελλάδα τα τελευταία λίγα χρόνια, τον Kanellos Cob. Στη σύντομη κουβέντα που κάναμε μαζί του μας διηγείται πως η ίδια η συγγραφέας είχε εμφανιστεί κάποτε στη ζωή του, και με μια της μόνο φράση όρισε άθελά της κατά πολύ το ήθος της δουλειάς του: «Πρέπει να ήμουν στην πέμπτη ή την έκτη δημοτικού», μας λέει, «όταν η Ζωρζ Σαρή είχε έρθει στο σχολείο να μας μιλήσει, έπειτα από κάλεσμα του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων. Και αφού έκανε την παρουσίασή της, θυμάμαι να της κάνω μια “περίεργη” ερώτηση: “Αυτό που κάνετε, το κάνετε επειδή σας αρέσει ή για τα λεφτά;”. Εκείνη μου απάντησε κάτι που μπήκε για πάντα στο μυαλό μου: “Αυτές οι δουλειές δεν γίνονται για τα λεφτά, αλλά επειδή τις αγαπάς”. Έτσι συνδέθηκα μαζί της όχι μόνο λόγω του ότι είχα διαβάσει τα βιβλία της ως παιδί, αλλά κι επειδή μου έδωσε κάτι σαν πρώτη συμβουλή για τη δουλειά του εικονογράφου που θα ασκούσα στο μέλλον». «Έργο αγάπης» Πράγματι, ξεφυλλίζοντας τον «Θησαυρό της Βαγίας» του Kanellos Cob που εξέδωσε ο Πατάκης το φθινόπωρο της χρονιάς που πέρασε, θαυμάζουμε ένα «έργο αγάπης» που κάθε καρέ του, κάθε γωνιά του, μαρτυρά μια αυθεντική και βαθιά σύνδεση με το θρυλικό πρωτότυπο υλικό. Εκείνη η σκηνή πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου της γραμμής που έβαλε πλώρη για την Αίγινα, ένα ζεστό πρωινό χαμένο κάπου στον χρόνο (στο βιβλίο, κάπου στα μέσα του ’60, στην τηλεοπτική σειρά, κάπου στις αρχές του ’80), με τους δύο μικρούς πρωταγωνιστές να μιλούν για το καλοκαίρι που ξεκινάει, αποτελούν το προλόγισμα αυτού του μικρού καλοκαιρινού έπους που η Σαρή είχε αποδώσει με τον πιο ηλεκτρισμένο και ζωντανό τρόπο. Ένα προλόγισμα που μέσα στις εικόνες του Kanellos Cob και τον εντυπωσιακό τρόπο που αποδίδει το φως και τις σκιές, γίνεται φόρος τιμής όχι μόνο στην ίδια τη συγγραφέα αλλά και στο μικρό τηλεοπτικό αριστούργημα που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Δημογεροντάκης για την ΕΡΤ το 1984. Λάμψη και χρώμα από τη δεκαετία του ’60 Το ποστάλι που εμφανίζεται στο βιβλίο, ο θρυλικός «Πορτοκαλής Ήλιος», αντικαθίσταται στην τηλεοπτική μεταφορά από έναν άλλο θρύλο της ακτοπλοΐας μας, το θρυλικό «Μυκήναι», και όπως έγραφε και η Ζωρζ Σαρή, έπλεε εκείνο το ζεστό πρωί σε μια «θάλασσα ασάλευτη», που θα έμοιαζε με γυαλί «αν δεν ήταν οι άσπροι αφροί που ξεσήκωνε το καράβι χαράζοντάς την». Το γκράφικ νόβελ όμως μένει πιστό στον «Πορτοκαλή Ήλιο» που αναφέρεται στο μυθιστόρημα, το πλοίο που πριν το κάνει επιβατηγό ο Κώστας Λάτσης ήταν καζίνο και που το εντυπωσιακό του όνομα συνδέθηκε με τις κρουαζιέρες του Αργοσαρωνικού από τη δεκαετία του ’60 έως και το ’80 και που, δυστυχώς, έγινε παλιοσίδερα το 2020. Ο εικονογράφος το ανασταίνει δημιουργικά, δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον στις ναυπηγικές του λεπτομέρειες και στην αυθεντική πολυτελή του ατμόσφαιρα, που είναι λες και γίνεται ο ίδιος ναυπηγός του. Μέχρι και τις πορτοκαλιές τέντες του αναβιώνει, ενώ στη σκηνή που το αποθεώνει (αυτήν κατά την οποία καταπλέει στην Αίγινα) εκτός από ναυπηγός γίνεται και αρχιτέκτων, «κατασκευάζοντας» με το πενάκι του με τον πιο τρυφερό τρόπο το λιμάνι του νησιού. Τα αρχοντικά της ιστορικής ναυτικής πολιτείας σμιλεύονται από τον Kanellos Cob ένα ένα, λες και αληθινά χτίζονται από το πενάκι του, λες και κάθε παράθυρο, κάθε μαρμάρινο μπαλκόνι έχει σημασία, ενώ δεσπόζει ανάμεσά τους ο Άγιος Νικόλαος ο «Στεριανός» με τα επιβλητικά καμπαναριά του. Όπως μας είπε ο ίδιος, «μου είναι απαραίτητο να αποτυπώνω με λεπτομέρεια τον χώρο και τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία που έχω να πω. Θέλω να πάρω τον αναγνώστη από το χέρι και να του πω “να, έτσι ήταν αυτός ο τόπος”. Επιπλέον, το αρχιτεκτονικό στοιχείο μου είναι πολύ ελκυστικό, ίσως και παραπάνω από το ανθρώπινο», θα μας πει ο εικονογράφος, και όμως στη δουλειά του αυτή, παράγει εξίσου παραστατικά και ζωντανά και ανθρώπινα πορτρέτα. Η παρέα των παιδιών-πρωταγωνιστών που γέννησε η φαντασία της Ζωρζ Σαρή πατώντας σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, εδώ μοιάζει απόλυτα κινηματογραφική, λες και αποκτά μια δεύτερη ζωή μέσα στο θαυμαστό βασίλειο των κόμικς. Και ενώ στην τηλεοπτική σειρά ο Σταμάτης Σπανουδάκης ντύνει τη δράση με ένα ακαταμάχητα συγκινητικό σάουντρακ, στο γκράφικ νόβελ ο Kanellos Cob ασκεί τη μεγάλη του μαγεία με το χρώμα. Το χρώμα μαζί με τη λεπτομέρεια, αυτό είναι το ακαταμάχητο όπλο της τεχνικής του. Ένα όπλο που επιστρατεύει περίτεχνα όχι μόνο για να γεννήσει συναισθήματα, αλλά και για να αποδώσει την αίσθηση του χώρου και της προοπτικής. Επιπλέον, έχοντας επισκεφθεί την Αίγινα και έχοντας δει από κοντά όλες τις σκηνές της «δράσης», στα καρέ του την καθιστά πρωταγωνίστρια εξίσου σημαντική με τους ανθρώπινους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Μάλιστα παντρεύοντας πραγματικότητα και φαντασία, την απεικονίζει σαν τόπο υπερβατικό, λες και η Γαλλοβελγική σχολή των κόμικς είχε ανέκαθεν γεννηθεί στην Αθήνα και στα νερά του Σαρωνικού. Η χρωματική του παλέτα, επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαία: έχει μελετηθεί για να μυρίζει νοσταλγία και δεκαετία του ’60. Κληρονομιά Ο «Θησαυρός της Βαγίας» του Kanellos Cob είναι η μεταφορά ενός αριστουργήματος του πρόσφατου παρελθόντος μας σε μια αριστουργηματική παρακαταθήκη για τους νέους του μέλλοντος. Ο κορυφαίος εικονογράφος σήκωσε με άνεση το βάρος της ιστορίας στους ώμους του και τα κατάφερε περίφημα διοχετεύοντας στο έργο του όχι μόνο την απαράμιλλης σαγήνης τέχνη του, αλλά, πρωτίστως πολλή αγάπη. Η ίδια η Ζωρζ Σαρή είναι βέβαιο πως, λουσμένη από έναν «πορτοκαλή ήλιο» του Σαρωνικού, τον κοιτάει χαμογελώντας. Και το σχετικό link...
  5. Ο Kanellos CΟΒ, με την επιμέλεια του Γιώργου Γούση, μεταφέρει σε κόμικς ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα παιδικά λογοτεχνικά αριστουργήματα της Ζωρζ Σαρή, τον «Θησαυρό της Βαγίας». Αντικρίζοντας το όνομα της Ζωρζ Σαρή δύσκολα μένεις ασυγκίνητος/η. Πρόκειται για ένα όνομα ταυτισμένο με κάποια από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθώς η Ζωρζ Σαρή εκτός από ηθοποιός και παιδί της Αντίστασης, υπήρξε πρωτοπόρα συγγραφέας παιδικών και νεανικών βιβλίων. Πολλές γενιές παιδιών έχουν ανατραφεί και συνεχίζουν να ανατρέφονται πνευματικά από τα βιβλία της. Αντικρίζοντας το όνομα του Kanellos COB, έστω και λίγη επαφή να έχεις με την ελληνική σκηνή των κόμικς, γνωρίζεις ότι εδώ και περίπου μία δεκαετία πρόκειται για έναν από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες εικονογράφους με εγχώρια και διεθνή αναγνώριση. Δουλειές του έχουν εκδοθεί σε Γαλλία και Καναδά, ενώ στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός κυρίως από την εικονογράφηση των κόμικς «Αντίο Μπάτμαν» του Τάσου Θεοφίλου (εκδ. Red n’ Noir), «Ο ζητιάνος» του Ανδρέα Καρκαβίτσα και «Γυμνά Οστά» του Δημοσθένη Παπαμάρκου (εκδ. Polaris). Όταν μάλιστα αντικρίζεις αυτά τα δύο ονόματα στο ίδιο εξώφυλλο βιβλίου, γνωρίζεις ήδη ότι έχεις να κάνεις με μια άκρως ποιοτική δουλειά που μεταφέρει στη γλώσσα των κόμικς ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και πολυμεταφρασμένα έργα της μεγάλης λογοτέχνιδας: τον «Θησαυρό της Βαγίας», που κυκλοφορεί εδώ και μερικούς μήνες σε κόμικς από τις εκδόσεις Πατάκη. Πριν όμως από την πνευματική «συνάντηση» των δύο ονομάτων – μιας και ο Kanellos ανέλαβε να εικονογραφήσει το πρώτο μυθιστόρημα της Σαρή δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της – είχε υπάρξει και μια πραγματική συνάντηση. Το αποκάλυψε ο δημιουργός, λέγοντας ότι σε μία από τις σχολικές περιοδείες της συγγραφέως κατά τη δεκαετία του 1990 την είχε ρωτήσει ο ίδιος, ως μαθητής, αν κάνει αυτή τη δουλειά για τα χρήματα ή επειδή της αρέσει: «Μου είχε απαντήσει ότι αυτές τις δουλειές δεν μπορείς να τις κάνεις αν δεν σου αρέσουν. Πρώτα έρχεται το πάθος και ύστερα τα χρήματα. Αυτό με ακολούθησε στη μετέπειτα πορεία μου… Η συγγραφή και το σχέδιο άλλωστε, είναι αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν επαγγέλματα πάθους» (περιοδικό «Κ» της «Καθημερινής», 12/4/2023). Ο «Θησαυρός της Βαγίας» είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο της Ζωρζ Σαρή. Γράφτηκε το καλοκαίρι του 1969 και αφηγείται την ιστορία μιας παρέας παιδιών που, στη διάρκεια των θερινών τους διακοπών στην Αίγινα, αναζητούν έναν χαμένο θησαυρό από τα χρόνια της Κατοχής. Κομβικό γεγονός στην πλοκή του έργου αποτελεί η επίσκεψη μιας οικογενειακής φίλης από τη Γαλλία που, ως βοηθός ψυχιάτρου στο Παρίσι, προσπαθεί να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από κάποιες λέξεις που επαναλαμβάνει ένας Γερμανός ασθενής, ο οποίος πάσχει από αμνησία λόγω μιας έκρηξης νάρκης που πάτησε στην Αίγινα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα παιδιά προσπαθούν να βγάλουν νόημα από τη σύνδεση των λέξεων και στην έρευνά τους μαθαίνουν ότι ο τότε νεαρός στρατιώτης Χανς είχε κλέψει χρυσές λίρες από μια οικογένεια του νησιού. Εκεί ξεκινάει μια συναρπαστική αναζήτηση θησαυρού που οδηγεί τους νεαρούς πρωταγωνιστές στις μέρες της γερμανικής κατοχής. Το συγκεκριμένο βιβλίο η συγγραφέας το έγραψε πράγματι στην Αίγινα, όπου φιλοξενούσε τα παιδιά της και τους φίλους τους έχοντας αποσυρθεί από το θέατρο ως πράξη αντίστασης στη χούντα. Προσπαθώντας να βρει μια άλλη μορφή έκφρασης, κατέφυγε στο γράψιμο (αποδεικνύοντας στους κάθε λογής δογματικούς πως οι ποικίλες μορφές τέχνης δεν έχουν στεγανά ανάμεσά τους αλλά αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία): «Στο γράψιμο», είχε πει η ίδια, «βρήκα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο θέατρο, ίσως γιατί δεν ήμουν πρωταγωνίστρια και ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να διαλέξω τους ρόλους που ο θιασάρχης ή ο σκηνοθέτης διάλεγαν για μένα. Τώρα φέρω ακέραιη την ευθύνη των βιβλίων μου. Κάνω αυτό που θέλω, αυτό που μπορώ». Σεβόμενος ένα κείμενο που διαπνέεται από ανθρωπιά και αμνησικακία, ο Kanellos COB κατάφερε, με τα όμορφα σχέδια και τα υπέροχα χρώματά του, να δημιουργήσει εικόνες βγαλμένες από οικείες παιδικές αναμνήσεις ξέγνοιαστων ελληνικών καλοκαιριών. Ένα κόμικς που διαβάζεται, κατά προτίμηση, υπό τη σκιά πεύκου ή αρμυρικιού και «μουσική» υπόκρουση τους ήχους των τζιτζικιών και των παφλαζόντων κυμάτων. Και το σχετικό link...
  6. Κάπου στο μακρινό 1991 οι εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν μία σειρά από παραμύθια που τα χαρακτηρίζουν (κι όχι αδικαιολόγητα) "Τα καλύτερα παραμύθια του κόσμου". Η συσκεκριμένη σειρά έρχεται από την γειτονική μας Ιταλία και τον εκδοτικό οίκο Happy Books, με έδρα το Μιλάνο. Ουσιαστικά πρόκειται για μία ανθολογία διάσημων παραμυθιών, που μεγάλωσαν πολλές γενιές σε ολόκληρο τον κόσμο κι έμειναν στην ιστορία και την συνείδησή μας. Εκτός από το κείμενο, υπάρχει και μία εξαιρετική εικονογράφηση, επιμελημένη από ταλαντούχους ζωγράφους ιερών εικόνων της Ρωσίας, γεγονός που δίνει μία έξτρα αίγλη κι απόλαυση στο εκάστοτε διήγημα. Η έκδοση φωνάζει από μακριά την πολυτέλεια που την χαρακτηρίζει. Έχει μεγάλο μέγεθος και οι εσωτερικές σελίδες αγκαλιάζονται από ένα σκληρόδετο περιβάλλον, ό,τι πρέπει για συχνές αναγνώσεις και την, συνήθως ατσούμπαλη, μεταχείριση που κάνουν οι πιτσιρικάδες. Το χαρτί στο εσωτερικό είναι κι αυτό εξαιρετικό και με τέλειο πάχος. Η εκτύπωση των χρωμάτων, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια από την κυκλοφορία τους, διατηρείται ολοζώντανη. Πιστεύω ότι δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε κάτι περισσότερο από την έμπειρη εκδοτική. Υλικό που να συνοδεύει τα παραμύθια δεν θα βρούμε.
  7. «Θύμα» του συντηρητισμού που χαρακτηρίζει την πολιτεία Φλόριντα των ΗΠΑ έπεσε μια εικονογραφημένη έκδοση του ημερολογίου της Άννας Φρανκ. Λίγες ημέρες μετά τον σάλο που ξέσπασε διεθνώς από τον χαρακτηρισμό του αγάλματος του Δαβίδ ως «πορνογραφικού» από γονείς μαθητών της περιοχής, η βιβλιοθήκη ενός σχολείου στην παραθαλάσσια πόλη Vero Beach απέσυρε από τα ράφια της το βιβλίο «Anne Frank ’s Diary: The Graphic Adaptation». Η απαγόρευση του βιβλίου, το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, έγινε έπειτα από αίτημα της γνωστής στις ΗΠΑ συντηρητικής οργάνωσης «Moms for Liberty», που εδώ και δύο χρόνια έχει στείλει τουλάχιστον 50 παρόμοια αιτήματα απόσυρσης βιβλίων που έχουν αναφορές σε μειονότητες και στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, όπως το «All Boys Aren ’t Blue». Αυτό που φέρεται να «ενόχλησε» την οργάνωση στο εικονογραφημένο βιβλίο για την Άννα Φρανκ είναι μια υποψία σεξουαλικού περιεχομένου· σε μερικά καρέ, η ηρωίδα του βιβλίου περπατάει σε ένα πάρκο με μια φίλη της και της προτείνει να βγάλουν τις μπλούζες τους. Οι «Moms for Liberty» ισχυρίστηκαν ότι αυτά τα καρέ μειώνουν τη σημασία του Ολοκαυτώματος. Η ειρωνεία είναι ότι η μεταφορά του ημερολογίου σε graphic novel έγινε από τους Ντέιβιντ Πολόνσκι και Άρι Φόλμαν, οι γονείς του οποίου είναι επιβιώσαντες του Ολοκαυτώματος. Και το σχετικό link...
  8. O "μικρος Νικολας σε νεες περιπετειες" επανεκδιδεται αυτην την φορα απο τις εκδοσεις Πατακη τον Μαρτιο του 2021 Παρουσιαση 1ης εκδοσης εδω: https://www.greekcomics.gr/forums/index.php?/topic/42885-ο-μικροσ-νικολασ-σε-νεεσ-περιπετειεσ/ «…Μετά το μάθημα, η δασκάλα με κράτησε για λίγο στην τάξη και μου είπε πως δεν είχα λύσει σωστά το πρόβλημα της αριθμητικής. Πρέπει να θυμηθώ να πω στον μπαμπά να είναι πιο προσεχτικός». Ένας τόμος λογοτεχνικός θησαυρός από ογδόντα περιπέτειες με το ανεπανάληπτο χιούμορ του Ρενέ Γκοσιννύ (δημιουργού του Αστερίξ και του Λούκυ Λουκ) και τα μοναδικά σκίτσα του Ζαν-Ζακ Σενπέ. Μέσα από τις σκανταλιές της πιο απίθανης τρελοπαρέας, τα παιδιά ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και οι μεγάλοι ξαναθυμούνται δικές τους αγαπημένες ιστορίες, γιατί κατά βάθος όλοι κρύβουμε έναν μικρό Νικόλα μέσα μας. Ο δεύτερος τόμος του μικρού Νικόλα σε νέες περιπέτειες με σαράντα πέντε ιστορίες των Γκοσιννύ και Σενπέ που ξεδιπλώνουν μπροστά στα μάτια μας απίστευτες περιπέτειες και διασκεδαστικές σκανταλιές της πιο τρυφερής κι ευφάνταστης ηλικίας. Θα παρακολουθήσουμε τα παιδιά να εξεγείρονται απέναντι στην άδικη απόφαση του Γουρλομάτη, θα δούμε τον Κλοταίρ να σημειώνει πρόοδο και να μην είναι πια ο τελευταίος της τάξης, αλλά ο προτελευταίος, και τη γιαγιά σε μια νέα δυναμική εμφάνιση. Ο Νικόλας και η παρέα του θα μας περιφέρουν από την αυλή του σχολείου στην αλάνα και στο πάρκο, μαγεύοντάς μας με την αστείρευτη ευρηματικότητά τους, χαρίζοντάς μας τη μία έκπληξη μετά την άλλη. «– Ε, Αλσέστ! Κοίτα! Χιονίζει! ψιθύρισα στον Αλσέστ, που σκούντησε τον Μεξάν, που έκανε νόημα στον Ζοακίμ, που έδωσε μια αγκωνιά στον Ζοφρουά, που το είπε στον Εντ, που ξύπνησε τον Κλοταίρ, που σηκώθηκε να πάει στον πίνακα, γιατί νόμιζε πως τον φώναζαν να πει μάθημα». Goscinny René Ο Rene Goscinny γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1926 στο Παρίσι. Είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους Γάλλους συγγραφείς στον κόσμο. Μόνον από τις περιπέτειες του "Αστερίξ", που έχουν μεταφραστεί Ζαν Ζακ Σανπέ Γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1932 στο Μπορντό. Μετά από μάλλον μέτριες σπουδές και διάφορες μικροδουλειές ανεβαίνει σε ηλικία 18 ετών στο Παρίσι. Υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία ψάχνει παράλληλα για δουλειά σαν σκιτσογράφος. Το 1951 πουλάει το πρώτο του σκίτσο στην εφημερίδα Sud Ouest και ακολουθούν άλλα έντυπα όπως τα Le Rire, Noir et Blanc, Ici Paris. Γνωρίζεται με τον Ρενέ Γκοσινί και συνυπογράφουν τις πολυδιαβασμένες περιπέτειες του μικρού Νικόλα.
  9. Κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη το κόμικς της Kate Evans «Κόκκινη Ρόζα: Ρόζα Λούξεμπουργκ, η εικονογραφημένη βιογραφία». Για το εξαιρετικό βιβλίο κόμικς «Red Rosa – A Graphic Biography of Rosa Luxemburg» που δημιούργησε το 2014 η Βρετανίδα καλλιτέχνιδα και ακτιβίστρια Κέιτ Έβανς, έχουμε αναφερθεί διεξοδικά σε αυτή τη στήλη κατά το παρελθόν (βλ. Γιάννης Κουκουλάς: «Η ζωή και ο θάνατος της Κόκκινης Ρόζα»). Αποτελεί ευτύχημα ότι πλέον το ελληνικό αναγνωστικό κοινό μπορεί να διαβάσει και στα ελληνικά την ευπώλητη εικονογραφημένη βιογραφία, που κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες από τις εκδόσεις Πατάκη. Η μεταφορά σε κόμικς της ζωής μιας τόσο εμβληματικής για την παγκόσμια Αριστερά φυσιογνωμίας ενέχει τον κίνδυνο είτε της υπεράσπισης της όποιας ιδεολογικής ορθοδοξίας είτε της αγιογράφησης του βιογραφούμενου προσώπου. Πόσο μάλλον όταν οι ιδέες και η δράση της Ρόζα Λούξεμπουργκ εξακολουθούν να συγκινούν και να χαίρουν ευρύτερης αποδοχής από τα περισσότερα κομμάτια μιας πολυδιασπασμένης, κατά τα άλλα, Αριστεράς, γεννώντας παράλληλα τον φόβο στις άρχουσες τάξεις. Η αφήγηση που μας παρέχει η Έβανς είναι πολυδιάστατη, όπως άλλωστε και ο σχετικά σύντομος αλλά μεστός βίος της «Κόκκινης Ρόζα». Η Πολωνοεβραία επαναστάτρια παρουσιάζεται ως πολυγραφότατη φιλόσοφος και στοχάστρια του μαρξισμού, ως αγωνίστρια, αλλά και ως μια μοναδική γυναίκα με αποφασιστικότητα και αγάπη για τη ζωή. Μέσα από τις καλαίσθητες σελίδες παρακολουθούμε τη μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννησή της σε εβραϊκό περιβάλλον στο Ζάμος της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας, μέχρι την πρώιμη πολιτικοποίησή της κατά την περίοδο της εφηβείας. Τις δυσκολίες που αντιμετώπισε από τη σωματική αναπηρία της και τα ερωτικά της σκιρτήματα, μέχρι τους αγώνες που έδωσε ενάντια στην πολεμοκαπηλία και τον εθνικισμό. Την εμπλοκή της με τη Σπαρτακιστική Ομοσπονδία και τη γερμανική επανάσταση του 1918, που κατάφερε να τερματίσει τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά όχι να κερδίσει τον δικό της πόλεμο, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για το μέλλον της επανάστασης στην Ευρώπη και το κομμουνιστικό εγχείρημα γενικότερα. Και τελικά τη φυλάκιση, τον βασανισμό και τη δολοφονία της, στα συντρίμμια όσων λαχτάρησε να χτίσει μαζί με τους συντρόφους της. Το βιβλίο δεν είναι αυστηρά ιστορικό. Όπως μας ενημερώνει η Έβανς, «είναι μια μυθοπλαστική περιγραφή αληθινών γεγονότων [...]. Για να συμπυκνώσουμε την τόσο πλούσια ζωή της Ρόζα [...] παραλείψαμε μερικά γεγονότα, ενώ σε κάποια σημεία ανετράπη η χρονολογική σειρά για λόγους δραματουργίας». Η «Κόκκινη Ρόζα» αποτελεί ένα ερέθισμα για περαιτέρω εμβάθυνση, που συνοδεύεται από πλούσιες σημειώσεις, επίμετρο και προτεινόμενη βιβλιογραφία. Και το σχετικό link...
  10. Ένα graphic novel που περιγράφει με πρωτότυπο και παραστατικό τρόπο τον βίο και την πολιτεία μιας πραγματικής επαναστάτριας. Σε μια εποχή που η ευκολία της εικόνας θα μπορούσε να αποτρέψει τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες από τα εικονογραφημένα μυθιστορήματα, όπως συνηθίζουν να λέγονται τα graphic novels, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ειδικά στην Ελλάδα, το είδος την τελευταία δεκαετία δείχνει να έχει πραγματοποιήσει τεράστια άλματα, αποκαλύπτοντας μια σειρά από εξαίσιους δημιουργούς, συγγραφείς με ευφάνταστες ιδέες και καλλιτέχνες με μεράκι, φαντασία και γνώση. Αν στο εξωτερικό η μετάβαση από το κόμικ, που στόχο είχε την ανάδειξη των σούπερ ηρώων και των περιπετειών τους, στο graphic novel έγινε με τα άκρως πολιτικοποιημένα και σκοτεινά Maus, V for Vendetta, Palestine και Περσέπολις, στην Ελλάδα η καταξίωσή τους στη συνείδηση των πιο απαιτητικών αναγνωστών σημειώθηκε σχεδόν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους κάπου στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000, με τον πλέον ευφάνταστο τρόπο. Η αρχή έγινε με το πολυσυζητημένο Logicomix (Ίκαρος) του Απόστολου Δοξιάδη και του Χρίστου Παπαδημητρίου, το οποίο απέσπασε πολλά βραβεία, και ακολούθησαν οι εικονογραφημένοι Δραπέτες της Σκακιέρας (Καλέντη) του Ευγένιου Τριβιζά, το πρώτο βιβλίο που χαρακτηρίστηκε ως graphic novel. Ήδη όμως το έδαφος ήταν ιδιαίτερα πρόσφορο λόγω των μεταφράσεων των πιο αναγνωρισμένων ξένων graphic novels από τις εκδόσεις ΚΨΜ, τις οποίες ακολούθησαν οι εξαιρετικές μεταφορές των κλασικών Ελλήνων συγγραφέων από το δίδυμο Θανάση Πέτρου - Δημήτρη Βανέλλη, από το Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά (Τόπος) έως τον πρόσφατο αριστουργηματικό τους Χαλεπά (Πατάκη) ‒ ο Θανάσης Πέτρου έχει μεταφράσει και μια σειρά από εξαιρετικά graphic novels, όπως το Ρεμπέτικο, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις της Ελευθεροτυπίας. Αίσθηση είχε προκαλέσει επίσης ο Ερωτόκριτος των Γιώργου Γούση, Δημοσθένη Παπαμάρκου και Γιάννη Ράγκου από τον εκδοτικό οίκο Polaris που ειδικεύεται στα κόμικς, με τον Δημοσθένη Παπαμάρκο να έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα και τα Γυμνά Οστά σε συνεργασία με τον Kanellos Cob. Αξιοσημείωτο είναι και το Γρα-Γρου των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου (Ίκαρος), ενώ αξεπέραστη είναι η ματιά του Soloup στο εξαίσια εικονογραφημένο Αϊβαλί του Ηλία Βενέζη (Κέδρος). Και επειδή η λίστα είναι μεγάλη, να συμπληρώσουμε απλώς πως ελάχιστα graphic novels έχουν καταθέσει τόσο εμβριθή φιλοσοφική αλλά και γοητευτικά λοξή ματιά όσο το φαντασιο-υπαρξιακό A=-A, ένα αριστουργηματικό εικονιστόρημα του Δημήτρη Αναστασίου που ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη όσον αφορά το είδος και κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Καλειδοσκόπιο. Πολύ σημαντική είναι επίσης η συμβολή των graphic novels στην αναθεώρηση της βιογραφίας ως είδους, καθώς καταφέρνουν να καθιστούν ακόμα πιο παραστατική τη μυθιστορία του εκάστοτε προσώπου προσθέτοντας ειδικές, παραστατικές πινελιές. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο Πρώτος Άνθρωπος, μια εικονογραφημένη βιογραφία του Αλμπέρ Καμί από τον Ζακ Φεραντέζ (Πατάκη) ο οποίος συλλαμβάνει αλλιώς τη σχέση βίου και προσώπου, ή η πρόσφατη ελληνική έκδοση για τη ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου από τη Μάρω Βασιλειάδου (Διόπτρα). Αντιπροσωπευτικό δείγμα της αναβάπτισης των ιστορικών προσωπικοτήτων μέσα από την εικονογραφημένη βιογραφία είναι και η περίπτωση της Κόκκινης Ρόζας της Κέιτ Έβανς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου. Μια επαναστατημένη Ρόζα με φλόγες στα μαλλιά σαν θείο φωτοστέφανο στο εξώφυλλο, μια αισθαντική γυναίκα με επαναστατικές βλέψεις και μια ζωή εξίσου έντονα προσανατολισμένη στον έρωτα, στις σελίδες του βιβλίου. Αυτό είναι το προφίλ που στήνει με φροντίδα και τρυφερότητα η Καναδή καλλιτέχνις και ακτιβίστρια Κέιτ Έβανς, η οποία αναλαμβάνει να μεταφέρει τη ζωή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σε εικόνες. Ξεκινώντας από την ατίθαση Εβραία που γεννήθηκε στο ρωσοκρατούμενο πολωνικό Ζάμος και έμαθε από νωρίς να μετατρέπει τα μειονεκτήματα του βίου σε ορμή και δημιουργία, η Έβανς απεικονίζει με τρόπο παραστατικό τα κεντρικά γνωρίσματα ενός χαρακτήρα που ήξερε να ξεπερνά όλα τα εμπόδια. Το ασθενικό πόδι, η μικροσκοπική διάπλαση και η σχετικά άκομψη εμφάνιση της μικρής Ρόζας τη βοήθησαν να αποποιηθεί από νωρίς μια γυναικεία ταυτότητά που την ήθελε αποκλεισμένη από τον δημόσιο χώρο και φυλακισμένη στο σπίτι. Πολύ σύντομα η φωνή της αυτονομήθηκε καθώς η εβραϊκή της οικογένεια της έδωσε πρόσβαση στη μόρφωση, ενώ η ίδια φρόντισε να απαρνηθεί τα γυναικεία της όπλα, π.χ. τα όμορφα μαλλιά της κόβοντάς τα σε νεαρή ηλικία αγορίστικα, πετώντας μακριά τους κορσέδες και δηλώνοντας, για μία ακόμα φορά, την απόφασή της να κινηθεί έξω και πέρα από τις κοινωνικές νόρμες. Για να σπουδάσει μετέβη στην Ελβετία, το μόνο μέρος που επέτρεπε στις γυναίκες να αποκτήσουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Διεκδικούσε με πάθος μέχρι τέλους την ανάγκη της να λειτουργεί μόνη και ανεξάρτητη, ακόμα και όταν υποχρεώθηκε να κάνει ένα τυπικό γάμο με τον Γκούσταβ Λίμπεκ για να αποκτήσει γερμανική υπηκοότητα και να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, ώστε να εργαστεί στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Αντιτάχθηκε από νωρίς στις εθνικιστικές ιδέες και στις αποσχιστικές τάσεις που επικρατούσαν τότε στην Ευρώπη, αμφισβητώντας ακόμα και τους Πολωνούς ή Ρώσους σοσιαλιστές που προασπίζονταν την πολωνική ανεξαρτησία. Ως υπέρμαχος του διεθνισμού, η Λούξεμπουργκ εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να ασπαστεί τις λενινιστικές ιδέες περί εθνικής αυτοδιάθεσης ή τις κομματικές νόρμες. Ίδρυσε μάλιστα μαζί με τον εραστή της Λέο Γιόγκιχες ‒ το σεξ διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εικονογραφημένη βιογραφία της Έβανς, όσο παράδοξη και αν φαίνεται σε κάποιους η παραστατική απεικόνισή του ‒ το Πολωνικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, επιμένοντας στην ανάγκη για ριζική αναδιάρθρωση και όχι εύκολες ρεφορμιστικές λύσεις. Δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τις απόλυτες ιδέες του Λένιν και την ανάγκη του για προσκόλληση σε ένα κόμμα και στις ντιρεκτίβες του: για εκείνη άλλωστε, τα μέσα παραγωγής για τα οποία μιλούσε ο Μαρξ δεν προέρχονταν από μια μονοσήμαντη ανάγνωση της άμεσης επίδρασης που ασκούν οι δυνάμεις παραγωγής, αλλά ήταν αντιπροσωπευτικά του τρόπου που οι άνθρωποι δρούσαν, έφτιαχναν κοινωνίες και κοινότητες και ερωτεύονταν. Η επαναστατική τάση της Ρόζας, όπως πολύ σωστά φαίνεται να την αντιλαμβάνεται η Έβανς, πήγαζε από αυτήν ακριβώς τη δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων, την ελευθερία των ιδεών και την αυτοδιάθεση του σώματος. Ως εκ τούτου, τα πουλιά που φαίνεται να παρατηρεί διαρκώς η Ρόζα Λούξεμπουργκ στα εικονογραφημένα ενσταντανέ της βιογραφίας, τόσο από το ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού της όσο και από το κελί της φυλακής, της δείχνουν τον δρόμο πριν από τους νόμους του κόμματος: «Ήμασταν σαν μια οικογένεια σπουργιτιών, η μαμά δεν έτρωγε καλά, δεν φρόντιζε τον εαυτό της, μας τάιζε όπως η μάνα τα πουλάκια. Ήταν σαν απαραβίαστος νόμος της φύσης. Η μητέρα υπήρχε για να μας ταΐζει. Κυρίως για να φροντίζει τον αρχηγό της οικογένειας» στοχάζεται μια κρίσιμη στιγμή αυτοσυνειδησίας, την οποία διαδέχονται οι αγώνες της για διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες. Λίγο αργότερα θα διαφωνήσει κάθετα με τις ρεφορμιστικές ιδέες του Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο οποίος επέμενε στον κοινοβουλευτικό δρόμο των σταδιακών μεταρρυθμίσεων, ενώ η Λούξεμπουργκ πρέσβευε μέχρι τέλους την αναγκαιότητα των ριζικών, επαναστατικών αλλαγών, αντιλαμβανόμενη ότι η εύθραυστη γερμανική κοινωνία δεν αλλάζει με ρεφορμιστικές λύσεις. Ακόμα και ο επιστημονικός της τρόπος όμως, καθώς γνώριζε άψογα τις θετικές επιστήμες, είχε κάτι από την ποίηση του Μαρξ. «Η κοινότητα ήταν ένα σύνολο κατακερματισμένο» έλεγε, αφού οι ανάγκες δεν καλύπτονταν και ο κοινωνικός πλούτος δεν είχε καταφέρει ποτέ να κατανεμηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες, κάτι που έκανε «κάθε άτομο να επιπλέει σαν σωματίδιο σκόνης στον αέρα, πασχίζοντας να τα βγάλει πέρα». Οι θεωρίες της ειδικά όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική αγορά και τους πολέμους, όπως τις αποκαλύπτει η Έβανς, έχουν επαληθευθεί πολλαπλά μέχρι σήμερα, αν και η ίδια στη βιογραφία αυτοσυστήνεται ως ένα ανεξάρτητο και εύθραυστο κορίτσι που λάτρευε τα ζώα, συνομιλούσε με τα πουλιά και δεν έπαυε να εφιστά την προσοχή στις μικρές, απτές λεπτομέρειες των πραγμάτων αναφωνώντας: «Προσέξτε πόσο βαρύ είναι το άρωμα της ανθισμένης φλαμουριάς, προσέξτε τη λάμψη και τη δόξα της μέρας... μια μέρα που δεν θα ξαναρθεί ποτέ. Μια μέρα δώρο, σαν τριαντάφυλλο που περιμένει να το μαζέψεις και να το μυρίσεις». Σαν να προφήτευε τον θάνατό της που δεν της επέτρεψε να ανθήσει όπως ακριβώς θα ήθελε. Tη νύχτα της 15ης Ιανουαρίου του 1919 το χτυπημένο σώμα της 48χρονης Ρόζας Λούξεμπουργκ θα ριχνόταν από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν, στα παγωμένα νερά του ποταμού: μία από τις πιο αποτρόπαιες πολιτικές δολοφονίες και η απώλεια μιας πραγματικής επαναστάτριας. Και το σχετικό link...
  11. Ο στρατιώτης Τάσος Ζαφειριάδης αφηγείται τη δική του ιστορία από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως μέλος του 67ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο της Αλβανίας. Ο εγγονός του Τάσος Ζαφειριάδης την απομαγνητοφωνεί και, μένοντας πιστός στην αφήγηση, την κάνει σενάριο. Και ο Θανάσης Πέτρου της δίνει εικόνα συνθέτοντας μια μοναδικά και πρωτότυπα τεκμηριωμένη ανθρώπινη περιπέτεια. Χωράει μια ολόκληρη ιστορία, αυτή του ελληνοϊταλικού πολέμου στο τέλος του 1940 και τους πρώτους μήνες του 1941, σε μια κασέτα 60 λεπτών; Και μπορούν όλα όσα αφηγείται ένας στρατιώτης της εποχής 45 χρόνια μετά μπροστά σε ένα κασετοφωνάκι να μεταφερθούν σε κόμικς χωρίς να αλλοιωθεί το περιεχόμενο και το νόημα, χωρίς να υποτιμηθούν κάποια γεγονότα ή να υπερτονιστούν κάποια άλλα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Τάσου Ζαφειριάδη και του Θανάση Πέτρου είναι εντυπωσιακό. Είναι μια απόδειξη του πόσο αναγκαία είναι η καταγραφή της Ιστορίας από πολλαπλές πηγές, από αυτόπτες μάρτυρες, από ανθρώπους που την έζησαν και τη μετέφεραν στις επόμενες γενιές και όχι μόνο από επαγγελματίες ιστορικούς. «Το κόμικς αυτό βασίζεται σε μια αφήγηση ηχογραφημένη σε μια κασέτα 60 λεπτών. Την ηχογράφηση έκανε το 1985 η ξαδέρφη μου Καντιφένια, έφηβη τότε, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και δίχως να κατευθύνει πρακτικά την αφήγηση με προκαθορισμένες ερωτήσεις. Το θετικό είναι ότι έχουμε μια ροή αφήγησης ζωντανή και “αυτόματη”, η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις απ’ αυτά. Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις» εξηγεί ο Τάσος Ζαφειριάδης στο εκτενές επίμετρό του στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο τίτλος φυσικά είναι παρμένος από τα λόγια του παππού του συγγραφέα και συνονόματού του, που αφηγείται σαν ποταμός όλα όσα θυμάται από το μέτωπο ξεκινώντας πολλές μέρες της ιστορίας του μ’ αυτές ακριβώς τις λέξεις, «ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα». Ο «αφηγητής» Τάσος Ζαφειριάδης, πρωταγωνιστής του βιβλίου και πρωτίστως ένας από τους πρωταγωνιστές των απαρχών ενός πολέμου πέθανε πέντε χρόνια μετά την ηχογράφηση, αλλά ο συγγραφέας και δημιουργός κόμικς Τάσος Ζαφειριάδης δεν άφησε την ιστορία του να ξεχαστεί. Απομαγνητοφώνησε την κασέτα κι έπιασε δουλειά. «Βέβαια δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα…» λέει με απολογητικό ύφος ο παππούς, αλλά αναλαμβάνει να συμπληρώσει τα κενά ο εγγονός: «Με στόχο το τελικό κείμενο να είναι όσο πιο ακριβές γίνεται, ελέγχθηκαν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία όπως τα τοπωνύμια, οι ημερομηνίες, οι αριθμοί των ταγμάτων και των άλλων σχηματισμών, και έγινε σύγκριση των δράσεων με αυτές που αναφέρονται στις βιβλιογραφικές πηγές και στο αρχείο του ΓΕΣ/ΔΙΣ. […] Τα περισσότερα λάθη διορθώθηκαν σιωπηρά, ενώ για όσα στοιχεία υφίσταται αμφιβολία ή θεώρησα ότι χρειάζεται διευκρίνιση υπάρχει σχετική σημείωση. Μη δοθεί όμως η εντύπωση ότι η αφήγηση βρίθει λαθών – το αντίθετο. Επιβεβαιώθηκε πολλαπλώς από τη σχετική βιβλιογραφία και συχνά με απροσδόκητους τρόπους και σε σημεία που θα θεωρούσε κανείς αρχικά ασήμαντα. Μερικά παραδείγματα: η συνειδητοποίηση ότι οι “Ιταλικές Παράγκες” ήταν όντως τοπωνύμιο σε χρήση και όχι μόνο κυριολεκτική περιγραφή του παππού μου. Η βαθμιδωτή υφή που παρουσιάζει ακόμα σε δορυφορική άποψη λόφος βορειοδυτικά του Πόγραδετς, τον οποίο ο παππούς μου χαρακτηρίζει “αμπελοσπαρμένο” αν και σήμερα δεν καλλιεργείται, η οποία περιγράφεται επίσης και στα αρχεία του ΔΙΣ. Οι χαρακτηριστικές πλάκες των πετρωμάτων στο Ύψωμα 731 που αναφέρει ότι χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του πολυβολείου». Η ιστορία ξεκινά λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, όταν φτάνουν τα νέα της «γενικής επιστράτευσης» και της κήρυξης του πολέμου από τους Ιταλούς. Ο Τάσος Ζαφειριάδης παρουσιάζεται και με το τρένο μεταφέρεται στο Κιλκίς. Με μια υπέροχη προφορικότητα που έχει διατηρηθεί ακέραια σχεδόν στο σύνολο του βιβλίου αφηγείται: «Ξημέρωσε η μέρα, την άλλη μέρα οπ! Βρίσκω και το θείο σου τον Τάσο, του Ζαφειράκου του μπαμπά, που σήμερα δε ζει. Και οι δυο, μαζί πια και με άλλους πολλούς πατριώτες, μας βάλαν να κοιμόμαστε σε μια εκκλησιά. Ύστερα από δυο μέρες μας έδωσαν οπλισμό. Εμένα μ’ έδωσαν πολυβόλο Hotchkiss και έγινα πολυβολητής. Ο Τάσος ο ξάδερφός μου γεμιστής. Μας κάνουν μια άσκηση εκεί για να εκπαιδευτούμε λίγο στο πολυβόλο κι έτσι περιμέναμε τώρα την ημέρα και την ώρα για να ξεκινήσουμε για την Αλβανία. Για το Μέτωπο». Η συνέχεια της Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι λίγο-πολύ γνωστή από τα επίσημα βιβλία, από μελέτες και αρχεία, από τις ταινίες, από απομνημονεύματα και ντοκουμέντα. Η ανθρώπινη ιστορία όμως, όπως την αφηγείται ο Τάσος Ζαφειριάδης κι όπως την έζησαν οι φαντάροι στο μέτωπο, είναι μια μονάκριβη, ασύγκριτα σπουδαία μαρτυρία. Η ατέλειωτη πεζοπορία από το Κιλκίς μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία, τα γεύματα που γίνονταν όλο και μικρότερα, οι διανυκτερεύσεις μέσα στα χιόνια, στην υγρασία, στο κρύο, η φιλοξενία αλλά και η καχυποψία στα χωριά μέχρι τον τελικό προορισμό, τα βραχώδη βουνά, η αβεβαιότητα, ο φόβος καταγράφονται σχετικά αποστασιοποιημένα λόγω του χρόνου που έχει περάσει αλλά κυρίως λόγω των όσων θα ακολουθήσουν. Γιατί τον Δεκέμβριο του 1940 οι φαντάροι αρχίζουν τις μάχες σώμα με σώμα, σφαίρες και οβίδες σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δεν ήταν ασκήσεις πια αλλά πόλεμος. Αντεπιθέσεις, υποχωρήσεις, έφοδοι, κακουχίες, τραυματίες, νεκροί, «η πρώτη κακιά μέρα της μάχης της 9ης Δεκεμβρίου του 1940». Για τη συνέχεια ο εγγονός Τάσος Ζαφειριάδης, μετά τα τόσα χιουμοριστικά του κόμικς («Σπιφ και Σπαφ», «Ο Κυρ Κονγκ και άλλες Ιστορίες» κ.ά.), τα μυθοπλαστικά του σενάρια με αφορμές πραγματικά γεγονότα ή την ίδια την Ιστορία («Γρα Γρου», «Ψηφιδωτό» κ.ά.), τους κατ’ ουσίαν φιλοσοφικούς πειραματισμούς του πάνω στη φύση της τέχνης των κόμικς («Σκορποχώρι»),κάνει μια σπάνια δουλειά που τη διανθίζει με χάρτες, ιστορικά στοιχεία, αποτυπώματα αρχείων και δεδομένων. Όλα μετά από ενδελεχή μελέτη, μέρος της οποίας παρουσιάζεται στο τέλος του βιβλίου όπου επεξηγούνται πολλές λεπτομέρειες και παρατίθενται φωτογραφίες, ταυτότητες, στρατιωτικοί κατάλογοι, φύλλα πορείας, έγγραφα, ακόμα και προσωπικά γράμματα και σημειώματα του παππού Ζαφειριάδη. Στο αποτέλεσμα παίζει καθοριστικό ρόλο η τεράστια συμβολή του Θανάση Πέτρου. Με την τεράστια εμπειρία του ο Πέτρου, μεταξύ άλλων και δάσκαλος των κόμικς στον ΑΚΤΟ, παραλαμβάνει ένα τεράστιο και πολυεπίπεδο υλικό και το εικονοποιεί συναρπαστικά. Έχοντας υπογράψει πρόσφατα τα σενάρια και τα σχέδια σε δύο σπουδαία βιβλία για τη νεότερη ελληνική Ιστορία («Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922, Το τέλος ενός ονείρου»), με τις συνεργασίες του με το Δημήτρη Βανέλλη πάνω στη μεταφορά σε κόμικς πολλών λογοτεχνικών έργων («Το Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» κ.ά.), με τη συμμετοχή του στο «Λεξικό της Κρίσης» στο Καρέ Καρέ, με τα τόσα βιβλία που έχει φιλοτεχνήσει είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με συγγραφείς και σεναριογράφους, ο Πέτρου έχει αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμα και το πιο δύσκολο εγχείρημα. Στο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» αυτό γίνεται φανερό από τις πρώτες εικόνες. Τα βροχερά τοπία στην Αλβανία, τα χιόνια και οι μαυρισμένοι ουρανοί, η παγωμένη, σιωπηλή μουντάδα της αναμονής, οι εκρήξεις που πότε είναι μακρινές ως ακίνδυνοι «λεκέδες» στο χαρτί, και πότε πλησιάζουν και νομίζεις πως τις ακούς, εικονογραφούνται υποδειγματικά. Πάνω απ’ όλα όμως αποδίδονται ιδανικά τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή, οι εκφράσεις του, η προϊούσα απογοήτευση, η αισιοδοξία που δίνει τη θέση της στην ανασφάλεια όσο το στράτευμα και η συλλογική ψυχολογική κατάσταση βυθίζονται στην «καρδιά του σκότους». Σε τέτοιες πρωτότυπες τεκμηριωτικές πρακτικές όπως αυτή των Ζαφειριάδη και Πέτρου έχουν προβεί πολλοί δημιουργοί κόμικς τα τελευταία χρόνια. Συνήθως όμως για γεγονότα της πιο πρόσφατης Ιστορίας ή για πολέμους, κρίσεις και τραγωδίες στις οποίες οι ίδιοι οι δημιουργοί έγιναν μάρτυρες. Από τους πρωτοπόρους αυτής της μεθόδου ήταν ο Art Spiegelman με το «Maus», μια μετα-μυθοπλαστική αφήγηση πάνω στις ηχογραφημένες μαρτυρίες του επιζήσαντα από το Ολοκαύτωμα Εβραίου πατέρα του. Ο Spiegelman μάλιστα, χρόνια μετά το πολυβραβευμένο έργο του, κυκλοφόρησε το «Metamaus» επεξηγώντας τον τρόπο εργασίας του και ενθέτοντας μέρος του πλούσιου υλικού του, τμήμα του οποίου ήταν οι ίδιες οι συνομιλίες του με τον πατέρα του. Με έναν ανάλογο μηχανισμό φιλοτεχνούν οι Ζαφειριάδης και Πέτρου ένα υπέροχο βιβλίο, που είναι δύσκολο να καταταχθεί καθώς ισορροπεί ανάμεσα στην Ιστορία, το ντοκουμέντο, τα απομνημονεύματα, τη μυθοπλασία, την τεκμηρίωση. Κι όλα αυτά με τις μοναδικές δυνατότητες που προσφέρει η γλώσσα των κόμικς όταν χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία. Και το σχετικό link...
  12. Μενίγ Πουαγώ

    ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΑΣΗΜΙΝΑ (ΕΠΙΤΟΜΟ)

    Από το οπισθόφυλλο του επίτομου... Τι είναι αυτό που κρατάει ένα αντρόγυνο ενωμένο για μια ζωή; Μα φυσικά η αγάπη. Όχι όμως πάντα. Ο Ναπολέων και η Ασημίνα ήρθαν για να μας αποδείξουν ότι το μίσος είναι πιο δυνατή συγκολλητική ουσία απ’ την αγάπη. Το γέρικο ζευγάρι του Αρκά λατρεύει να μισιέται. Τους αρέσει να προσβάλλουν, να πληγώνουν και να καταριούνται ο ένας τον άλλον με απαράμιλλο κυνισμό και θανατηφόρο χιούμορ. Τα δυο γερόντια έχουν περάσει κατευθείαν από τον μήνα του μέλιτος στις ατέλειωτες δεκαετίες του όξους και της χολής. Τα γλυκόλογα της μνηστείας τα διαδέχτηκε η δηλητηριώδης γκρίνια και τα θανατηφόρα σχόλια του μίσους και της αποστροφής. Κι όμως, παραμένουν για εξήντα πέντε χρόνια μαζί και τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να τους χωρίσει, εκτός από τον θάνατο που εύχονται καθημερινά ο ένας στον άλλον. Με τον Ναπολέοντα και την Ασημίνα ο Αρκάς προσθέτει στο πάνθεον των ηρώων του δυο ακόμα σπαρταριστούς χαρακτήρες. Απολαύστε τους! Σημειώσεις: Το επίτομο εμπεριέχει τα δύο άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει και στην μικρή σειρά. Δηλαδή "Αχώριστοι εχθροί και το "Άλλο μου μισώ." Εμπεριέχει όμως και τρίτο μέρος με τίτλο "Το μίσος χρόνια δε κοιτά." Δηλαδή για πρώτη φορά μία ολοκαίνουρια δουλειά του Άρκά κυκλοφορεί κατευθείαν σε συγκεντρωτικό τόμο. Τακτική που λογικά αποσκοπεί στην αγορά του επίτομου ακόμα και από αυτούς που έχουν ήδη τα δύο αλμπουμάκια. Θερμές ευχαριστίες στον Πρόεδρο @ Valtasar για το σκανάρισμα
  13. «Ένας άντρας συγκρατιέται. Να τι σημαίνει άντρας»∙ αυτή η φράση του πατέρα Κορμερύ αποκτά πλήρες νόημα μόνο σε σχέση με τη στάση του Καμύ στην πραγματική ζωή του. Άρα κατά μία έννοια και το graphic novel μένει ημιτελές, όσο κι αν ολοκληρώνει μιαν Οδύσσεια επιστροφής στην παιδική ηλικία και σε ότι συγκρότησε την προσωπικότητα του Αλμπέρ Καμύ. Ο Ζακ Φεραντέζ βασισμένος στο αρχικό ημιτελές μυθιστόρημα του Καμύ δημιουργεί στη μεταφορά του σε graphic novel ένα πλήρες έργο Είναι πολύ άτυχο να γίνεις ένας εξαιρετικά μετριοπαθής άνθρωπος μα να ζήσεις σε «εποχή των άκρων», όπως χαρακτήρισε ο Έρικ Χόμπσμπαουμ την περίοδο 1914-1991. Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε το 1913. Το φοβερό «άκρο» του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όμως με τις πρωτόγνωρες ανθρωποθυσίες, του στέρησε τον πατέρα του, Λυσιέν Καμύ. Ως Γάλλος της Αλγερίας ο πατέρας του βρέθηκε με τη γραφική στολή του Ζουάβου στο μέτωπο του Μάρνη, όπου μόλις πρόλαβε να δει τη χώρα καταγωγής του σκοτώθηκε. Ο Αλμπέρ μεγάλωσε σε συνθήκες μιας φτωχής αλλά ήσυχης ζωής στο Αλγέρι του μεσοπολέμου. Ενήλικος πια, το φοβερότερο «άκρο» του Β΄ Παγκοσμίου το βίωσε στο Παρίσι, όπου είχε βρεθεί λίγο πριν τη γερμανική κατοχή αρθρογραφώντας σε εφημερίδες της αντίστασης. Κι αμέσως μόλις ο Πόλεμος τελείωσε, ακριβώς το 1945, άρχισε το μακελειό για την ανεξαρτησία της Αλγερίας με τις δικές του «ακρότητες». Εκεί η μετριοπάθεια του Καμύ γνώρισε τις μεγαλύτερες ίσως δοκιμασίες της. Ιδίως στην περίοδο 1954-1957, ενόσω γενικεύονταν οι βαρβαρότητες από όλες τις πλευρές. Ο θάνατός του σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1960 τον απάλλαξε από διλημματικές επιλογές όταν η βία κορυφωνόταν, μέχρι την οριστική αποχώρηση των Γάλλων από την Αλγερία το 1962 [1]. Στην εξέλιξη του Καμύ έπαιξαν κρίσιμο ρόλο εκείνες οι πρώτες δεκαετίες της ζωής του στο Αλγέρι του μεσοπολέμου. Μια αυστηρή γιαγιά, διαχειρίστρια των οικονομικών του σπιτιού∙ μια τρυφερή και όμορφη μητέρα, που του «ζωγράφισε» το πορτρέτο του φιλόπονου πατέρα τον οποίο δεν πρόλαβε να γνωρίσει∙ ένας περίγυρος πολύχρωμος, με τον εξωτισμό της αραβικής κουλτούρας και τον ορθολογισμό της δυτικής να αναμιγνύονται∙ ανάμικτες επίσης παιδοπαρέες που μοιράζονταν όσα τους επέτρεπε το πενιχρό χαρτζιλίκι τους∙ και, κυρίως, ένας σπουδαίος δάσκαλος δημοτικού, ικανός να εξάψει τη φιλομάθεια των μαθητών, να διακρίνει τους πιο προικισμένους και να καταβάλει κάθε προσπάθεια να συνεχίσουν την εκπαιδευτική τους άνοδο. Βεβαίως οι Γάλλοι, ως αποικιοκράτες, παρέμεναν πολίτες Α΄ κατηγορίας σε σχέση με τους ντόπιους. Αλλά ως προς τους Γάλλους της μητροπολιτικής Γαλλίας έμεναν κι αυτοί υποτιμημένοι. Ήταν οι «pieds noirs», οι «μαυροπόδηδες» [2]. Αυτές οι ιεραρχήσεις δεν σημαίνει ότι ανταποκρίνονταν και σε οικονομικές. Μεταξύ των Β΄ κατηγορίας πολιτών που αποτελούσαν οι αυτόχθονες Αλγερινοί, κάποιοι ήταν πιο εύποροι από πάρα πολλούς Α΄ κατηγορίας «pieds noirs», όπως και μεταξύ των τελευταίων υπήρχαν μεγαλοϊδιοκτήτες γης, ικανοί να ανταγωνίζονται σε πλούτο αρκετούς Γάλλους κτηματίες με τίτλους ευγενείας. Με τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του, ο νεαρός Καμύ παρέμεινε ένας «pied noir», πολύ κοντά στους φτωχούς νεαρούς Γάλλους ή Άραβες φίλους του. Και ίσως κατέληγε λογιστής ή δημόσιος υπάλληλος όταν τέλειωσε το δημοτικό, όπως θα τον ήθελε η σφιχτοχέρα γιαγιά του, αν δεν μεσολαβούσε ο εμπνευσμένος δάσκαλος. Πρόθεση του παρόντος άρθρου δεν είναι να παρουσιάσει τη βιογραφία του Καμύ. Πρόθεση του ίδιου του Καμύ όμως, ήταν να περάσει αυτές τις καθοριστικές για την εξέλιξη της ζωής του εμπειρίες σε ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Όπου με το όνομα Ζακ Κορμερύ, ενός πολυβραβευμένου γαλλο-αλγερινού συγγραφέα που επιστρέφει στο Αλγέρι μετά από μακρά απουσία, μιλά για τα χρόνια μετάβασης από την παιδική στην εφηβική του ηλικία, σε διαρκή αντιπαραβολή με τις συνθήκες της ώριμης ζωής του στα τέλη του 1950, τους καλλιτεχνικούς ανταγωνισμούς και τις λοιπές δικές της δυσκολίες. Ένα είδος Αναζήτησης του χαμένου χρόνου για «pieds noirs» θα μπορούσε να το πει κανείς, χωρίς ειρωνεία. Πάνω στην ορμή της σύνθεσής του το μυθιστόρημα αυτό αποτέλεσε το έσχατο έργο του Καμύ. Εκατόν πενήντα δυσανάγνωστες χειρόγραφες σελίδες που βρέθηκαν στην τσάντα του μετά το δυστύχημα. Τελευταίο έργο ενός από τους νεότερους συγγραφείς με Νόμπελ λογοτεχνίας και, σαν μακάβρια αντίστιξη, τιτλοδοτημένο: Ο πρώτος άνθρωπος. Αυτό το ημιτελές έργο εκδόθηκε εν τέλει μα μόλις το 1994, μετά από πολλή δουλειά της συζύγου και της κόρης του Καμύ. Για να γίνει, το 2017, σενάριο ενός graphic novel από τον Ζακ Φεραντέζ. Η σύμπραξη στάθηκε ιδεώδης. Ένα έργο μεγάλου συγγραφέα, με άλλοτε εμπνευσμένες κι άλλοτε μακροπερίοδες ή ανεπεξέργαστες φράσεις, κάποιες ασυνέχειες στην πλοκή και μια μετέωρη κατάληξη (κατάλληλο για τους αφοσιωμένους αναγνώστες του Καμύ ή για τους μελετητές του), προσφερόταν να βρει την ολοκληρωμένη αφηγηματική εκδοχή του στα εκφραστικά μέσα μιας άλλης φόρμας – του «γραφιστικού μυθιστορήματος». Ο όρος «graphic novel» δεν είναι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, παρά το εξευγενισμένο κόμικς. Ίδιοι αφηγηματικοί κώδικες, ίδια ευρήματα (όπως λ.χ. στα flash backs), ίδια ποικιλία γραφιστικών ταλέντων. Απλώς, αν η πλοκή έχει να κάνει με τις περιπέτειες του Ντόναλντ Ντακ ή του Σούπερμαν, ανεξαρτήτως σχεδιαστικής ποιότητας τα έργα εντάσσονται στα «παιδικά» ή στα «περιπετειώδη κόμικς»∙ αν έχει να κάνει με ζεύγη σε ερωτική έξαψη, ανεξαρτήτως πάλι αν πρόκειται για το πενάκι του Σερπιέρι ή κάποιου απειρότεχνου, όλα εντάσσονται στα «ερωτικά κόμικς». Αν όμως η πλοκή έχει να κάνει με ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, όπου οι Εβραίοι είναι ποντίκια, οι Ες-Ες γάτες και οι Αμερικανοί σκυλιά που έρχονται να τις φάνε, ακόμη κι αν απουσιάζει μια εντυπωσιακή σχεδιαστική ποιότητα, τότε θαυμάζουμε το βραβευμένο με Πούλιτζερ graphic novel: Maus του Αρτ Σπίγκελμαν∙ ή αν έχει να κάνει με την ταραγμένη ιστορία του Ιράν μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού, τότε το περιοδικό Time εγκωμιάζει το graphic novel Περσέπολις της Μαργιάν Σατραπί κ.ο.κ. Τα πράγματα γίνονται λιγότερο απλά σε περιπτώσεις όπου ένας εξαιρετικά προικισμένος σχεδιαστής όπως ο Μανάρα λ.χ., έχει μεν διαπρέψει στα «ερωτικά κόμικς» (με Το κουμπί της και άλλες σχετικές σειρές), αλλά προσθέτει στα τελευταία του έργα τους δυο τόμους για τα ώριμα χρόνια της ζωής του Καραβάτζιο. Ο Μανάρα δεν διαφοροποιείται εκεί ως προς τον ερωτισμό των πιο παλιών του κόμικς. Αλλά θα ήταν μάλλον άδικο να ενταχθεί και ο Καραβάτζιο σε αυτά. Ίσως ο χαρακτηρισμός graphic novel το αναβαθμίζει, αν και ακριβέστερο θα ήταν: «αριστούργημα». Κάτι ανάλογο ίσχυσε πολύ νωρίτερα για τον Γουίλ Άιζνερ, δημιουργό ενός μασκοφόρου ήρωα – του Spirit – ο οποίος ανταγωνίστηκε αρκετούς ομοίους του στα φτηνά κόμικς του 1940 και 1950. Ωστόσο το 1978 ο Άιζνερ εκδίδει το Ένα συμβόλαιο με τον Θεό, με πλοκή βασισμένη σε περιστατικά από φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης και με εξαιρετικά επιδέξιο ασπρόμαυρο σχέδιο. Χάρη σ’ ένα είδος μελοδραματικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού τον οποίο αποπνέει το έργο, άρχισε έκτοτε να διακινείται ο όρος «graphic novel». Αυτή η «εξευγενιστική» ονομασία έδωσε την ευκαιρία σε ικανούς ή λιγότερο ικανούς σεναριογράφους και γραφίστες να μετατρέψουν σε κόμικς οτιδήποτε: μεγάλα μυθιστορήματα όσο και επιστημονικά δοκίμια. Από το 1941 βέβαια τα περίφημα Classics Illustrated άρχιζαν να φροντίζουν την κουλτούρα του μέσου αμερικανού νέου που ποτέ του δεν θα διάβαζε Ντίκενς, Μέλβιλ ή Όμηρο, δίνοντάς του μια ιδέα για το τι συμβαίνει στο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, στο Μόμπυ Ντικ ή στην Ιλιάδα. Με εξαιρετική επιτυχία σε όλο τον κόσμο, τα Κλασικά Εικονογραφημένα έφεραν σε επαφή τα παιδιά της μεταπολεμικά αναπτυσσόμενης μεσαίας τάξης με σπουδαία λογοτεχνήματα, χωρίς πολύωρες αναγνώσεις. Μέτρια «εικονογραφημένα» κάποιες φορές, παρέμεναν οπωσδήποτε «κλασικά». Αλλά μετά το 1970 η μόδα τους παρήλθε. Με τα κόμικς να κυριαρχούν στην ψυχαγωγία νεαρών ηλικιών και τα καλά σχολεία να στρέφουν τους μαθητές τους στα ίδια τα πρωτότυπα έργα, το πεδίο για μια πιο λόγια εκδοχή των Classics Illustrated – δηλαδή τα Graphic Novels – άνοιγε λαμπρό. Πρόσφατα λ.χ. ολοκληρώθηκε στη Γαλλία η σχετική μεταφορά και των επτά τόμων της Αναζήτησης του χαμένου χρόνου του Προυστ, ενώ είχε προηγηθεί σε αγγλόφωνες χώρες η μεταφορά του Πορτρέτου ενός καλλιτέχνη του Τζόυς. Εκεί όμως έγκειται το πρόβλημα. Οσοδήποτε επινοητικός κι αν αποδειχθεί ο σεναριογράφος ή προικισμένος ο γραφίστας, αν δεν υπάρχει κάποιο πρωτότυπο σενάριο, όπως λ.χ. με το Συμβόλαιο του Άιζνερ, το αρχικό λογοτέχνημα χάνεται μέσα στους κώδικες του graphic novel. Αλλά στην περίπτωση που η γραφιστική μεταφορά αφορά γνωστό λογοτέχνημα κι αυτό έχει μείνει ημιτελές για κάποιους λόγους, τότε πράγματι επιτρέπει στον προικισμένο γραφίστα να δημιουργήσει ένα νέο, πλήρες έργο. Τέτοια είναι η ιδιαιτερότητα του Ο πρώτος άνθρωπος ως γραφιστικού μυθιστορήματος. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «ποιητική του φωτός» στις ακουαρέλες του Ζακ Φεραντέζ. Αναπτύσσονται σε μια παλέτα που συνάδει απολύτως με την αίσθηση για τον κόσμο των αφρικανικών παραλίων της Μεσογείου: πόλεις, λιμάνια, προάστια, μεταφορικά μέσα κι ατέλειωτη ποικιλία ενδυμασιών. Το «γραφιστικό» αποδίδει στο αρχικό μυθιστόρημα επιπλέον ποιότητες. Η δε εικαστική δεξιότητα του Φεραντέζ ενισχύεται από το ότι γεννήθηκε στην ίδια γειτονιά με τον Καμύ, πλουτίζοντας τον Πρώτο άνθρωπο με αυθεντικότητα κι ευαισθησία. Στον κοινό αφηγηματικό πυρήνα έχουμε: Τον διαπρέποντα συγγραφέα Ζακ Κορμερύ να επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο του. Συναντά τη γηραιά μητέρα του στο παλιό τους διαμέρισμα καθώς και τον δάσκαλο που τόσο εύστοχα τον κατηύθυνε στα γράμματα, ενώ συλλέγει από πρώτο χέρι εικόνες της σύγκρουσης που βράζει μεταξύ αποικιοκρατών και αυτοχθόνων. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, οι αναδρομές στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας και οι απόπειρες προσέγγισης του πρόωρα χαμένου πατέρα είναι συνεχείς. Συναντώντας επιζώντες γνωστούς του πατέρα του χτίζει την εικόνα τού πώς εκείνος έβλεπε τον κόσμο, μια που έφυγε απ’ αυτόν νεότερος από τον γιο που επιστρέφει να αναπλάσει το πορτρέτο του. Κρίσιμο εκεί ένα επεισόδιο από την εφηβική ηλικία του πατέρα: η επιμονή του να παραστεί σε μια θανατική εκτέλεση, με το θέαμα της καρατόμησης να τον αφήνει άρρωστο για μέρες. Και πιο κρίσιμη η αναφορά από έναν συμπολεμιστή του πατέρα, στην πρωτοφανώς βίαιη αντίδρασή του απέναντι σε φρικτούς ακρωτηριασμούς πτωμάτων των ηττημένων μιας μάχης. Στο σχόλιο του συμπολεμιστή: «σε ορισμένες περιστάσεις ένας άντρας μπορεί να κάνει τα πάντα», ο πατέρας ξεσπά: «Όχι! Ένας άντρας συγκρατιέται. Να τι σημαίνει άντρας». Μερικά ακόμη σημαντικά σημεία: η παρουσία μιας ωραιότατης νεαρής θαυμάστριας, η οποία συνοδεύει τον Κορμερύ σε αυτό το ταξίδι στο παρελθόν του, και οι συναντήσεις του με διάφορους ντόπιους. Γάλλους που πάλεψαν να στήσουν μια σχετικά εύπορη ζωή επί δυο-τρεις γενιές, και τώρα πρέπει να εγκαταλείψουν τα πάντα. Ή Αλγερινούς που πρόκοψαν σε συνεργασία με Γάλλους και υποχρεώνονται πλέον να στραφούν εναντίον τους, πριν τιμωρηθούν ως προδότες από τους δικούς τους. Σε αυτό το κάπως μελαγχολικό κλίμα παιδικών αναμνήσεων αμεριμνησίας και διλημμάτων της πολεμικής σύγκρουσης που ξεσπά, στον παρόντα χρόνο το γραφιστικό μυθιστόρημα ολοκληρώνεται. Με τα χρώματα μιας θάλασσας του δειλινού να περιβάλλουν το πλοίο που ξαναφέρνει τον διάσημο συγγραφέα και τη θαυμάστρια πίσω στη Γαλλία. Πιο προβληματισμένο για το μέλλον, μα και πιο έτοιμο να το αποδεχτεί. Θα έλεγα μάλιστα ότι στα δυο πολύ τελευταία σχεδιαστικά καρέ ηχεί κάτι από το τέλος του πρώτου φιλοσοφικού έργου του Καμύ (Ο μύθος του Σισύφου): «πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Το γραφιστικό μυθιστόρημα ολοκληρώνεται μεν, ενώ το πρωτότυπο έμεινε ημιτελές, αλλά πλήρες νόημα αποκτά για όποιον γνωρίζει, αδρομερώς έστω, τη ζωή του Αλμπέρ Καμύ. Μια ζωή που ούτε στιγμή μέσα στον δημιουργικό πυρετό της δεν έχασε τη βαθιά ανθρωπιστική της πυξίδα. Ο Καμύ δοξάστηκε χωρίς να ενδώσει στην έπαρση, κακολογήθηκε χωρίς να ενδώσει στη μικροψυχία, τόλμησε να υπερασπιστεί τα κομμουνιστικά ιδεώδη όπως τόλμησε, μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία, να καταφερθεί εναντίον της ΕΣΣΔ. Γκρεμίζοντας, όχι ανέξοδα, παλιές φιλίες με διαπρεπείς κύκλους αριστερών διανοουμένων. Και ήρθε σε σύγκρουση τόσο με τη γαλλική αποικιοκρατία, δικαιώνοντας ηθικά τον αγώνα των αλγερινών εθνικιστών, όσο και με αυτούς τους τελευταίους, αφού οι τρομοκρατικές βόμβες τους σκότωναν αδιακρίτως κόσμο μέσα στον οποίο κυκλοφορούσε ακόμα η μητέρα του. Η δήλωσή του: «Αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στη δικαιοσύνη και στη μητέρα μου, διαλέγω τη μητέρα μου», δεν τον έκανε συμπαθή στους Γάλλους της Αλγερίας ούτε στους εθνικιστές τρομοκράτες, ενώ τον άφησε έκθετο, ως φυγόμαχο, μεταξύ ταυτισμένων με τους αντιαποικιακούς αγώνες Αριστερών. Αυτός όμως ήταν ο πείσμων ουμανισμός του Καμύ. Ανυποχώρητος ανθρωπισμός, τη θεμελίωση του οποίου παρακολουθούμε στο Ο πρώτος άνθρωπος. Τρυφερότητα προς τη μητέρα, που του πέρασε ευαισθησίες της∙ ευγνωμοσύνη στον δάσκαλο, που άνοιξε τους πνευματικούς ορίζοντές του∙ ανίχνευση του χαρακτήρα του άγνωστου πατέρα, με την απέχθειά του στις ακρότητες (όπως μιας καρατόμησης ή ενός ακρωτηριασμού πτωμάτων του εχθρού) και την αποδοχή ρήξεων ή εξεγέρσεων, χωρίς απώλεια της μετριοπάθειας: «Ένας άντρας συγκρατιέται. Να τι σημαίνει άντρας»∙ αυτή φράση του πατέρα Κορμερύ αποκτά πλήρες νόημα μόνο σε σχέση με τη στάση του Καμύ στην πραγματική ζωή του. Άρα, κατά μία έννοια, και το γραφιστικό μυθιστόρημα μένει ημιτελές, όσο κι αν ολοκληρώνει μιαν Οδύσσεια επιστροφής στην παιδική ηλικία και σε ότι συγκρότησε την προσωπικότητα του συγγραφέα. Αλλά αυτή είναι η μοίρα κάθε βιβλίου: όσο πιο πολλά γνωρίζεις για το «έξω», τόσο πληρέστερα κατανοείς το «μέσα». Jacques Ferrandez, Ο πρώτος άνθρωπος. Βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Αλμπέρ Καμύ, μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Dougé και Μαρία Κασαμπαλόγλου-Roblin, Πατάκη, Αθήνα 2020, σελ. 184 [1] Ακούγεται κάπως υπερβολικό, αλλά πολλοί υποστηρίζουν πως αν δεν μεσολαβούσε το δυστύχημα, ίσως η φωνή του Καμύ με το κύρος του ανάμεσα στους Γάλλους και τις φιλίες του ανάμεσα σε Αλγερινούς να ασκούσε κρίσιμη επίδραση στην έκβαση του «πολέμου της Αλγερίας». Ο οποίος εξάλλου μεταβλήθηκε σε συνεχή εμφύλια μακελειά και νέες αγριότητες μεταξύ εκείνων που είχαν διώξει τους αποικιοκράτες. [2] Συνήθως φτωχοί αγρότες από διάφορες περιοχές της Γαλλίας, οι οποίοι από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά έφταναν με την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος στην Αλγερία. Κάτι οι «μαύρες» μπότες των στρατιωτών που μετά την κατάκτηση της χώρας αποτέλεσαν τους πρώτους αποίκους, κάτι οι αγροτικές διαδρομές στα σκούρα εδάφη των χωραφιών, κάτι ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών που έβαφε τις πατούσες των αμπελοκαλλιεργητών, μονιμοποίησαν τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό του «μαυροπόδαρου» για τους γεννημένους στην Αλγερία Γάλλους. Και το σχετικό link...
  14. Δεν ήταν μια συνηθισμένη, φυσιολογική χρονιά αυτή που φεύγει. Μια από τις πολλές συνέπειες της κυριαρχίας του ιού επί των ζωών μας ήταν και η ελάττωση της παραγωγής κόμικς. Λίγο πριν από το νέο έτος ξαναθυμόμαστε τα σημαντικότερα έργα του 2020 με την ευχή του χρόνου τέτοιες μέρες τα πράγματα να είναι καλύτερα. «Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς» του Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Ίκαρος) Ήρωες ή προδότες; Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς στο περιθώριο (ή στην καρδιά;) του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου γίνονται οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές σε μια ιστορία διχασμού και πολέμου. Ξεχασμένοι από όλους, έρμαια των παλινωδιών και της αναποφασιστικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, οι Έλληνες φαντάροι ένιωσαν στο πετσί τους την έννοια της εγκατάλειψης. Ο Θανάσης Πέτρου παρουσιάζει έπειτα από εξαντλητική έρευνα και τεκμηρίωση τις ζωές αυτών των ανθρώπων σε μια από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται μοναδικά οι πολιτικές συνθήκες της εποχής. «Ληστές» των Γιάννη Ράγκου και Γιώργου Γούση (εκδόσεις Polaris) Στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, με κεντρικά πρόσωπα τους ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις, τοποθετείται η μυθοπλασία των Γιάννη Ράγκου (σενάριο) και Γιώργου Γούση (σχέδια). Μια ιστορία που μπορεί να έχει φανταστικούς πρωταγωνιστές, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και είναι εμπνευσμένη από τη ζωή των αδελφών Ρέντζου. Νουάρ ατμόσφαιρα, ηθογραφία, ακρίβεια σε όλα τα πραγματολογικά στοιχεία και τα ιστορικά δεδομένα χαρακτηρίζουν αυτή την ιδιότυπη βιογραφία, από την οποία αναδύονται όλες οι κλασικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους και η διαχρονικά αμετάβλητη διαφθορά της εξουσίας. «Berlin» των Κυριάκου Αθανασιάδη και Νικόλα Κούρτη (εκδόσεις Jemma Press) Ένας λιγόλογος και φλεγματικός ιδιωτικός ντετέκτιβ που ασχολείται με μικροϋποθέσεις δέχεται μια δελεαστική πρόταση που μπορεί να αλλάξει (ή να τερματίσει) τη ζωή του. Αναλαμβάνει τη δουλειά αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Αλλά αυτοί θα είναι τελικά απρόβλεπτοι και πολύ περισσότεροι σε μια θηριώδη, επιβλητική και απάνθρωπη μητρόπολη που λέγεται Μπερλίν. Σε μια πνιγηρή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και με πολλά στοιχεία εξπρεσιονιστικού και παραφυσικού τρόμου, η αυτοτελής νουάρ ιστορία των Αθανασιάδη και Κούρτη αποτελεί την αρχή μιας σειράς που αναμένεται να έχει πολλές ακόμη συνέχειες. «Στο δάσος» των Σπύρου Γιαννακόπουλου και Στέλλας Στεργίου (εκδόσεις Πατάκη) Ένα μοντέρνο παραμύθι που πλάθεται με σκοπό να ανατρέψει κάθε στερεότυπο και κάθε σύμβαση του είδους φιλοτεχνούν ο συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Σπύρος Γιαννακόπουλος και η γνωστή από την υπέροχη εκδοχή του «Μικρού Πρίγκιπα» Στέλλα Στεργίου. Η συνταγή τα έχει όλα: μάγισσες, γίγαντες, τέρατα, νάνους, μαγεμένες βατραχίνες, πρίγκιπες και σκουπόξυλα. Αλλά τίποτα δεν πηγαίνει όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες ιστορίες. Οι ανατροπές κρύβονται σε κάθε γωνιά αυτού του γοητευτικού δάσους που διαβάζεται εξίσου απολαυστικά από μικρούς και μεγάλους. «1800» του Θανάση Καραμπάλιου (εκδόσεις Jemma Press) Στο τέταρτο μέρος της βραβευμένης σειράς «1800», με τίτλο «Χάκι» (= εκδίκηση στα αρβανίτικα) ο Θανάσης Καραμπάλιος παρακολουθεί και καταγράφει τα επόμενα βήματα της οικογένειας των Καραμάνων λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κλέφτες και αρματολοί, Έλληνες και Τούρκοι, στρατιώτες και χωρικοί, πλούσιοι και φτωχοί στην ακόμα ρευστή, σαν καζάνι που κοχλάζει, ελληνική ύπαιθρο, παρουσιάζονται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια σε μια μυθοπλασία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μπλέκοντας πραγματικά πρόσωπα και fiction χαρακτήρες και προχωρώντας βήμα βήμα προς τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν σε λίγα χρόνια. «Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα» της Αλέξιας Οθωναίου (εκδόσεις Jemma Press) Μια σειρά από εγκλήματα με θύματα επιτυχημένους άνδρες στοιχειώνουν τη σκέψη και τη ζωή ενός ντετέκτιβ που πασχίζει να λύσει το μυστήριο στη βροχερή και αφιλόξενη Αθήνα μιας νουάρ και σκοτεινής ιστορίας. Σε κάθε κατακρεουργημένο πτώμα κρύβεται και ένα διαφορετικό τραπουλόχαρτο που οδηγεί στην επόμενη κίνηση σε μια παράδοξη και εφιαλτική παρτίδα πόκερ. Κι όλα αυτά στη βαριά σκιά ενός μεγάλου και μοιραίου έρωτα που αποτελεί μέρος της ίδιας παρτίδας, από την οποία κανείς από τους παίκτες δεν μπορεί να βγει. «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» των Αγγελικής Δαρλάση και Δημήτρη Μαστώρου (εκδόσεις Μεταίχμιο) Ένα κλασικό βιβλίο της Άλκης Ζέη, μιας από τις σπουδαιότερες εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, προσαρμόζουν σε κόμικς η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση και ο Δημήτρης Μαστώρος. Η ιστορία ξεκινά μια μέρα πριν οι Ιταλοί κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1940 και εξελίσσεται μέχρι τη λήξη του πολέμου μέσα από τα μάτια και τη ζωή του μικρού Πέτρου που βλέπει τον εαυτό του να «ενηλικιώνεται» απότομα υπό καθεστώς κατοχής. Κι ας είναι μόνο εννιά χρονών όταν ακούει τις πρώτες σειρήνες. Η πείνα, οι διωγμοί, ο φόβος, ο θάνατος αλλά και η φιλία, η Αντίσταση, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά εναλλάσσονται σε ένα υπέροχο βιβλίο που γεννά σπάνια συναισθήματα στον αναγνώστη. «Μετεωρίτες» των Τάκη Θεοδοσίου και John Antono (εκδόσεις Λόγος Slovo Α-Ω) Διευθυντής του Ελληνικού Μουσείου Μετεωριτών ο Τάκης Θεοδοσίου και πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς με επιστημονικές ανησυχίες ο Γιάννης Αντωνόπουλος, συνεργάζονται σε ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα βιβλίο εκλαΐκευσης της επιστημονικής γνώσης. «Ταξίδι στη Γνώση» είναι ο υπότιτλός του και πράγματι προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στον αναγνώστη του να μάθει τι ακριβώς είναι οι μετεωρίτες, από πού έρχονται, ποιες οι διαφορές τους, τι μας διηγούνται για την ιστορία του ηλιακού συστήματος, πόσο κινδυνεύουμε από αυτούς, πώς θα εκμεταλλευτούμε την ύπαρξή τους. «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» των Γιώργου Σκαμπαρδώνη και Δημήτρη Κερασίδη (εκδόσεις Μικρός Ήρως) Τέσσερις ρεμπέτες που μετέπειτα έγραψαν ιστορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστος Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής αποτέλεσαν την Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς, μια ρεμπέτικη κομπανία που σχηματίστηκε το 1934. Η ιστορία τους βασίζεται στο βιβλίο «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» του συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ενώ τα σχέδια φιλοτεχνεί ο Δημήτρης Κερασίδης και το εξώφυλλο ο Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ιστορία μιας παρέας που άφησε εποχή και μέσω αυτής η ιστορία του ρεμπέτικου ως κοινωνικού και καλλιτεχνικού φαινομένου αλλά και η κατάσταση της Ελλάδας την προπολεμική περίοδο. «All Hell Broke Loose» των Αντώνη Β. και Λέανδρου (εκδόσεις Skewed Press) Η Κόλαση στις εικόνες του Λέανδρου και τα κείμενα του Αντώνη Β. είναι οι σύγχρονες βρόμικες, εχθρικές και σκοτεινές μητροπόλεις και οι κολασμένοι πολίτες καίγονται στα καζάνια της. Αλλά δεν έχουν συνθηκολογήσει. Και κάποια μέρα ξεχύνονται στους δρόμους για να πάρουν εκδίκηση. Πάνω στις φωτογραφίες του Αντώνη Β. από το Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, το Χονγκ Κονγκ και το Λος Αντζελες που θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από κάθε μεγαλούπολη της Δύσης, ο Λέανδρος στήνει τα δικά του σχέδια και παρουσιάζει ένα «πριν» απελπισίας και ένα φωτεινό «μετά» από το ξέσπασμα της βίας και της επανάκτησης της αξιοπρέπειας έστω κι αν το μέλλον θα είναι πάντα αβέβαιο και υπό διαμόρφωση. «Scary Tales» του Πάνου Ζάχαρη (εκδόσεις Jemma Press) Ο Κακός Λύκος, τα Τρία Γουρουνάκια, ο Κοντορεβιθούλης, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Πίτερ Παν, ο Πινόκιο, ο Λαγός κι η Χελώνα συμπρωταγωνιστούν στα «τρομακτικά παραμύθια» του Πάνου Ζάχαρη που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στις σελίδες της Εφ. Συν. Ο τρόμος ωστόσο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των πρωτότυπων παραμυθιών αλλά από τις απολαυστικές παρωδίες του δημιουργού τους, από τους ευφυέστατους αναχρονισμούς του, από τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα στην οποία παραπέμπουν. Όλα τα στριπάκια του Ζάχαρη αποτελούν μοναδικά χιουμοριστικά σχόλια πάνω στην εξοργιστική γύμνια των βασιλιάδων αλλά και την κομφορμιστική σιωπή των υπηκόων τους. «Καραντινιέροι» του Κλήμη Κεραμιτσόπουλου (αυτοέκδοση) Ως «μια αφ’ υψηλού και εκ του ασφαλούς θεώρηση καταστάσεων εγκλεισμού» χαρακτηρίζει σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά ο ίδιος ο δημιουργός το έργο του. Και καταγράφει τη διόλου αρμονική συμβίωση δύο συγκατοίκων στα χρόνια της καραντίνας και του κορονοϊού. «Τι μέρα είπαμε ότι είναι;» είναι η λιτή και λακωνική φράση που παίζει τον ρόλο του προλόγου για να ξεκινήσει ένα χιουμοριστικό «πιτζάμα πάρτι», με μόνους πρωταγωνιστές δύο φίλους σε κατάσταση απομόνωσης και σε διαρκή ανταγωνισμό για το ποιος θα ξεστομίσει την πιο απαισιόδοξη και φαρμακερή ατάκα. Αν όλα αυτά κάτι θυμίζουν στους περισσότερους από εμάς, δεν είναι τυχαίο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα ζούμε ακόμα και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσουμε για πολύ ακόμα. Και το σχετικό link...
  15. Το έγραφε για πολύ καιρό με ενθουσιασμό. Δεν πρόλαβε όμως να το ολοκληρώσει. Στα συντρίμμια του αυτοκινητικού δυστυχήματος που του αφαίρεσε τη ζωή βρέθηκε η τσάντα με τα χειρόγραφά του. Το ημιτελές βιβλίο «Ο Πρώτος Άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ ήταν εκεί. Ο Ζακ Φεραντέζ το προσαρμόζει σε κόμικς και συμβάλλει στη συμπλήρωσή του. «Ο πόλεμος ήταν σαν ένα κακό σύννεφο, γεμάτο σκοτεινές απειλές. Μα που δεν μπορούσαμε να το εμποδίσουμε να κατακλύσει τον ουρανό, όπως και τις ακρίδες ή τις καταστροφικές θύελλες που ορμούσαν πάνω στα αλγερινά στρατόπεδα», γράφει ο Αλμπέρ Καμύ στον «Πρώτο Άνθρωπο» και μεταφέρει σε κόμικς ο Ζακ Φεραντέζ (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου-Douge και Μαρία Κασαμπάλογλου-Roblin, 184 σελίδες). Ενα βιβλίο ημιαυτοβιογραφικό που δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο Αλμπέρ Καμύ πέθανε ακαριαία σε ηλικία σαράντα επτά ετών όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε με οδηγό τον εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ, έπεσε με δύναμη πάνω σε ένα δέντρο στον δρόμο προς το Παρίσι, στις 4 Ιανουαρίου του 1960. Όπως πάντα τον τελευταίο καιρό πριν από τον θάνατό του είχε μαζί του τα χειρόγραφα και τις σημειώσεις του από το βιβλίο πάνω στο οποίο εργαζόταν πυρετωδώς για μήνες. Η συνέχεια αυτού του βιβλίου μπορεί να μη γράφτηκε ποτέ. Όπως επισημαίνει όμως η Άλις Κάπλαν στην εισαγωγή της στον «Πρώτο Άνθρωπο» του Φεραντέζ: «Από το καλοκαίρι κιόλας του 1961 η Φρανσίς Καμύ, η χήρα του συγγραφέα, έκανε μια πρώτη δακτυλογράφηση του κειμένου, εργασία σισύφεια, καθώς το χειρόγραφο του Καμύ, πυκνογραμμένο και με μικροσκοπικούς χαρακτήρες, είναι ιδιαίτερα δυσανάγνωστο. Ανακαλύπτουμε έτσι την προσωπική και αυτοβιογραφική ιστορία του Ζακ Κορμερί, συγγραφέα, στα ίχνη ενός πατέρα εργάτη γης στην ανατολική περιοχή της Αλγερίας που σκοτώθηκε τις πρώτες εβδομάδες του Μεγάλου Πολέμου. Στις σημειώσεις σχετικά με το πλάνο που προβλέπει για το μυθιστόρημά του ο Καμύ γράφει: “Επιστράτευση. Όταν επιστρατεύθηκε ο πατέρας μου δεν είχε δει ποτέ τη Γαλλία. Την είδε και σκοτώθηκε”». Αυτό το μεγαλεπήβολο έργο για την ιστορία του ίδιου του Καμύ και μέσα από αυτή την ιστορία της σχέσης της Γαλλίας και της Αλγερίας, κρίθηκε ότι δεν μπορεί να κυκλοφορήσει τότε λόγω και της εύθραυστης πολιτικής κατάστασης την ώρα που η βορειοαφρικανική χώρα απελευθερωνόταν από τους Γάλλους. Το σχέδιο όμως δεν εγκαταλείφθηκε. Τρεις δεκαετίες αργότερα το ξαναέβαλε σε κίνηση η Κατρίν Καμύ, κόρη του πρόωρα χαμένου νομπελίστα συγγραφέα. Το βιβλίο τελικά κυκλοφόρησε το 1994 με δεδομένο τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα του και αμέσως άρχισε να προκαλεί συζητήσεις. «"Ο Πρώτος Άνθρωπος" παραμένει ένα αίνιγμα. Μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε ένα λογοτεχνικό έργο κατά τη διαδικασία της διαμόρφωσής του, μας καλεί αναγκαστικά να φανταστούμε τη συνέχεια, τις συνέχειες, να αναρωτηθούμε, ανά πάσα στιγμή, τι θα ήθελε ο συγγραφέας – γνωστός για την τελειομανία του – να κρατήσει ή να αλλάξει. Ίσως γι’ αυτό, επειδή είναι το έργο που διακόπηκε πάνω στην ορμή της εκπόνησής του, "Ο Πρώτος Άνθρωπος" να συγκινεί περισσότερο: μας δίνει την εντύπωση πως συναντάμε τον Αλμπέρ Καμύ, όπως πραγματικά ήταν και δίχως ρετουσάρισμα», τονίζει η Άλις Κάπλαν. Μα έστω κι αν όλα αυτά δεν απασχολούν τον αναγνώστη, το έργο από μόνο του ακόμα και χωρίς τον μύθο που δικαιολογημένα το περιβάλλει, είτε θεωρηθεί εν μέρει αυτοβιογραφικό είτε όχι, εξακολουθεί να είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Γιατί αφορά έναν άνθρωπο που ερευνά και ανασκαλεύει το παρελθόν του και τις ρίζες του και αναζητά τη συμβολική παρουσία του πατέρα του, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το παρόν του ανάμεσα σε δύο χώρες στις οποίες δεν γνωρίζει αν ανήκει, στη σκιά μεγάλων κοσμοϊστορικών γεγονότων που καθόρισαν και καθορίζουν τη μοίρα του, σε μια πορεία από την Αλγερία στο Παρίσι κι από την παιδική στην ενήλικη ζωή του. Αυτό το «δυσερμήνευτο» σενάριο, που γίνεται ακόμα πιο αινιγματικό λόγω της αναπόφευκτης απουσίας ενός «τέλους», έρχεται να συμπληρώσει ο Ζακ Φεραντέζ, που φαίνεται να γνωρίζει βαθιά τον Καμύ καθώς είχε μεταφέρει σε κόμικς και το άλλο εμβληματικό του έργο, τον «Ξένο». Με τα σχέδιά του και τις τολμηρές πρωτοβουλίες που παίρνει σε ορισμένα σημεία, πάντα σεβόμενος το πρωτότυπο, δεν διστάζει να βάλει την προσωπική του σφραγίδα. Όπως για παράδειγμα στη σκηνή ενός κοκτέιλ-πάρτι, όπου με έναν ευφυή αναχρονισμό τοποθετεί τον πρωταγωνιστή του βιβλίου και φανταστικό πρόσωπο, Ζακ Κορμερί, μαζί με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, τον Αντρέ Μαλρό, τον Γκαστόν Γκαλιμάρ και τον ίδιο τον Καμύ. Ή στην τραγική σκηνή που οι φαντάροι, Άραβες και Γάλλοι της Αλγερίας, μεταφέρονται εσπευσμένα στη Γαλλία για να πολεμήσουν τους Γερμανούς, φορώντας τις πολύχρωμες στολές τους και τα ψάθινα καπελάκια τους και μέσα στην κωμική εικόνα τους μετατρέπονται σταδιακά σε σκελετούς ανάμεσα σε αποκαΐδια. Σε ένα τέτοιο κλίμα, ο «Πρώτος Άνθρωπος» του τίτλου μπορεί να έχει πολλές ταυτότητες και να παραπέμπει σε πολλές προσωπικότητες. Επικρατέστερη είναι όμως αυτή του πρώτου δολοφόνου της «ιστορίας» σύμφωνα με έναν κυνικό χαρακτήρα του βιβλίου: «Κι έτσι φτάνουμε στον πρώτο φονιά. Ξέρετε, λεγόταν Κάιν και από τότε έχουμε τους πολέμους!». Είτε σημαίνει κάτι τέτοιο ο «Πρώτος Άνθρωπος» είτε κάτι άλλο που βρισκόταν στο μυαλό του Αλμπέρ Καμύ, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Θα παραμείνει για πάντα ένα μυστήριο που δεν χρειάζεται να λυθεί. Αρκεί η διατήρησή του που είναι ακόμα πιο εύκολη μέσω της εξαιρετικής προσαρμογής από τον δεξιοτέχνη Ζακ Φεραντέζ. Και το σχετικό link...
  16. Ο Σπύρος Γιαννακόπουλος είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Και η Στέλλα Στεργίου μια σπουδαία σχεδιάστρια και δημιουργός κόμικς. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους στο «Δάσος» είναι ένα πανέξυπνο παραμύθι που αμφισβητεί τα κλισέ και θέτει κρίσιμα ερωτήματα. Για τα παραμύθια και ιδιαίτερα για τις μεταφορές τους, τις προσαρμογές τους και τις ελεύθερες αποδόσεις τους σε κόμικς έχουμε γράψει πολλά. Και θα συνεχίσουμε να γράφουμε όταν υπάρχουν αφορμές. Είτε το νέο έργο ακολουθεί τη συνταγή και τον τίτλο του πρωτότυπου είτε αποτελεί τη σύνθεση και τον συνδυασμό διαφορετικών συστατικών που πηγάζουν από περισσότερα του ενός και διαφορετικά πρωτότυπα έργα. Οι πιο ενδιαφέρουσες τέτοιες περιπτώσεις είναι οι παρωδίες και τα παστίς που χωρίς να έχουν πρόθεση να προσβάλουν τα πρωτότυπα, όπως συχνά αλλά εσφαλμένα πιστεύεται, ανανεώνουν το ενδιαφέρον για αυτά σε νέα συμφραζόμενα και νέες συνθήκες και δημιουργούν συναρπαστικά υβρίδια πολυεπίπεδων θεματικών και δυνητικών αναγνωστικών και οπτικών εμπειριών. Στον κόσμο του animation, μιας τέχνης που οι εκπρόσωποί της έχουν προβεί τις τελευταίες δεκαετίες σε πολύ ρηξικέλευθες απόπειρες εκσυγχρονισμού και ανανέωσης παραδοσιακών παραμυθιών, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «Σρεκ» που συνδύαζε στοιχεία από πολλά και διαφορετικά παραδοσιακά παραμύθια σε ένα ενιαίο εντυπωσιακό αποτέλεσμα με κεντρικό πρόσωπο έναν θηριώδη αλλά αγαθό άτυχο δονκιχοτικό τυχοδιώκτη, ο οποίος δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εξ ανάγκης μοναδικό σύμμαχό του που δεν είναι άλλος από έναν χιουμορίστα γάιδαρο. Στο «Charming», τρεις διάσημες και στερεοτυπικές ηρωίδες των κλασικών παραμυθιών, η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη και η Ωραία Κοιμωμένη, συμπρωταγωνιστούν και ανταγωνίζονται για τα μάτια και το βασίλειο ενός καρδιοκατακτητή πρίγκιπα. Σε πιο ενήλικους ρυθμούς κινήθηκε η τηλεοπτική σειρά «Disenchantment» του Matt Groening («Simpsons», «Futurama» κ.ά.) με πρωταγωνίστρια μια αλκοολική πριγκίπισσα συνοδευόμενη από ένα τρομαγμένο ξωτικό και έναν αμοραλιστή διαβολάκο σε διαρκή κόντρα με την εξουσία του βασιλιά-πατέρα της. Αντίστοιχα, αρκετές είναι και οι παρωδίες των κλασικών παραμυθιών σε κόμικς με χαρακτηριστικά παραδείγματα το πολυβραβευμένο «Fables» του Bill Willingham με δεκάδες χαρακτήρες όπως η Χιονάτη, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα κι ο Κακός Λύκος, σε απρόβλεπτους ρόλους στη σύγχρονη εποχή, το σκοτεινό «Πινόκιο» του Winshluss που πατάει πάνω στην κλασική πλοκή αλλά την εμπλουτίζει με ενήλικα ζητήματα όπως η παιδική εκμετάλλευση, το σεξ και ο φασισμός, το «Alice in Sunderland» του Bryan Talbot, μια πολιτική κριτική της σύγχρονης Αγγλίας κ.ά. Σε αυτό το κλίμα και αυτή την τάση είναι ενταγμένο το «Στο Δάσος» (εκδόσεις Πατάκη), σε σενάριο του Σπύρου Γιαννακόπουλου και σχέδια της Στέλλας Στεργίου, μια πολύ επιτυχημένη προσπάθεια φιλοτέχνησης ενός σύγχρονου παραμυθιού που μπορεί να διαβαστεί από ενήλικους αναγνώστες αλλά και από μικρότερους, οι οποίοι είναι σίγουρο ότι θα θέτουν ερωτήματα και θα έχουν γόνιμες απορίες προς εξήγηση. Ο Γιαννακόπουλος άλλωστε είναι ένας έμπειρος και βραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος με πολλά βιβλία παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας στο ενεργητικό του μέχρι σήμερα («Ο Τρύφωνας από τη Δρακολανδία», «Το Κορίτσι με το Ξύλινο Σπαθί», «Πορτοκαλάδα με Ανθρακικό», «Ο Μασκοφόρος Εκδικητής», «Νάνσι», «Αλλόκοσμος Επισκέπτης», «Το Αγόρι που Πετάει», «Ο Μονόκερος» σε εικονογράφηση του Πέτρου Χριστούλια) και με θητεία στην περί των κόμικς αρθρογραφία που γνωρίζει καλά τα μυστικά των παραμυθιών, ιδιαίτερα των χιουμοριστικών εκδοχών τους, ενώ η μόλις 28χρονη Στεργίου αποτελεί μια ξεχωριστή εκπρόσωπο της νέα γενιάς δημιουργών κόμικς που έχει λάβει μέρος σε σημαντικά ομαδικά εγχειρήματα («Βάλ’ τους Χ», «The Walking Dead Art» κ.ά.) και πριν από λίγα χρόνια έδωσε έναν υπέροχο «Μικρό Πρίγκιπα» εικονοποιώντας τρυφερά τη γνωστή ιστορία του Σεντ Εξιπερί. «Στο Δάσος» η ιστορία τους ξεκινά με ένα φαινομενικό κλισέ των παραμυθιών: με μια μοχθηρή μάγισσα που υπόσχεται πολλά για να ικανοποιήσει τα σκοτεινά της σχέδια. Γρήγορα όμως τα κλισέ καταρρίπτονται καθώς ουσιαστικός πρωταγωνιστής γίνεται ο Τζακ, ένα μικρό αγόρι που ενώ θα έπρεπε να ζει μια ανέμελη και ξέγνοιαστη ζωή, να βοηθά τους γονείς του στις δουλειές του σπιτιού, να αρμέγει την αγελάδα και να ταΐζει τα γουρουνάκια και τις κοτούλες, αυτός χάθηκε στο αφιλόξενο δάσος και τώρα πασχίζει να βγει ζωντανός από μια μεγάλη περιπέτεια ενάντια στα στοιχεία της φύσης, τις άγριες αρκούδες, τα ορμητικά ποτάμια, τα γιγάντια έντομα και τα ανθρωποφάγα τέρατα. Και σαν μην του έφταναν τα προβλήματά του, ξάφνου εμφανίζεται μια πολυλογού και απογοητευμένη κόκκινη βατραχίνα (αντίθετα με τον παραδοσιακό αρσενικό πράσινο βάτραχο) που του ζητάει να την αγαπήσει και να τη φιλήσει ώστε να ξαναγίνει πριγκίπισσα. Από τέτοιες μικρές λεπτομέρειες όπως το φύλο και το χρώμα της βατραχίνας αλλά και από τους απολαυστικούς διαλόγους γεμάτους εσκεμμένους αναχρονισμούς, που προσαρμόζουν το περιβάλλον του παραμυθιού και τα στερεότυπα αντίστοιχων αφηγήσεων στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, διαστρέφεται πλήρως το αναμενόμενο και η ιστορία αποκτά απρόβλεπτη τροπή. «Η μάγισσα μου είπε ότι το φίλτρο ήταν αντιγηραντικό και την πίστεψα και το ήπια όλο μονορούφι. Στην αρχή δεν ένιωσα κάτι. Και ύστερα ήταν λες και ο κόσμος γύρω μου άρχισε να μεγαλώνει. Όμως στην πραγματικότητα ήμουν εγώ αυτή που μίκραινε. Ήμουν πια βατραχίνα» αφηγείται το κόκκινο αμφίβιο στον Τζακ και αυτός αποφασίζει να τη συνοδεύσει στο επικίνδυνο ταξίδι προς αναζήτηση του ιππότη της. Ο ιππότης όμως έχει πέσει κι αυτός θύμα της μάγισσας και η κατάσταση περιπλέκεται όταν στην υπόθεση παρεμβαίνουν και οι νάνοι, που δεν είναι εφτά αλλά αμέτρητοι. Και ο γίγαντας Γκοργκ. Και ο στρατός των σκελετών. Και «Στο Δάσος» επικρατεί χάος, καθώς από πουθενά δεν φαίνεται μια αχτίδα ελπίδας όπως στα παραμύθια για τα μικρά παιδιά. Ούτε κάποιος γενναίος πρίγκιπας που με το σπαθί του θα νικήσει τους κακούς, θα παντρευτεί την ξανθομαλλούσα αλλά ασθενική και ανυπεράσπιστη βασιλοπούλα και θα ταξιδέψει μαζί της πάνω στο άσπρο του άτι, ούτε κάποιος καλός μάγος που θα λύσει τα ξόρκια, ούτε μια ιπτάμενη ροζ νεράιδα που θα δώσει τις συμβουλές της. Το Δάσος του Γιαννακόπουλου και της Στεργίου είναι πολυδαίδαλο και διαφορετικό από τα συνηθισμένα δάση των παραμυθιών. Έχει μάχες βγαλμένες από το «Game of Thrones» μαζί με οικογενειακά καβγαδάκια μεταξύ ανθρωποφάγων και συνάμα αξιολύπητων τεράτων, έχει μοντάζ του Αϊζενστάιν στις επικές σκηνές που οι στρατοί διασταυρώνονται και δέντρα που μιλάνε από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», έχει γλυκύτητα και αγριότητα που η μία υπονομεύει την άλλη υπενθυμίζοντας διαρκώς ότι πρόκειται για ένα διαφορετικό παραμύθι και όχι για κάποιο που έχεις ξαναδιαβάσει. Κι έχει όμορφα σχέδια που επίσης ανατρέπουν τα κλισέ του παραμυθιού καθώς η απώλεια του προβλέψιμου μανιχαϊσμού επικουρείται και από αυτά. Οι χαρακτήρες δεν εντάσσονται εύκολα σε καμιά κλίμακα καλού-κακού όχι μόνο λόγω του περιεχομένου των πράξεών τους, αλλά και λόγω της μορφής τους με αποκορύφωμα τον νεαρό ιππότη, που περισσότερο θυμίζει έναν μπερδεμένο ροκ σταρ με υπαρξιακά προβλήματα παρά έναν γενναίο πολεμιστή, και τη μεταμορφωμένη πριγκίπισσα η οποία απέχει σημαντικά από τις πάλλευκες κορασίδες των παραμυθιών με τα ροζ φουστανάκια και τα απαστράπτοντα στέμματα, που περιτριγυρίζονται από υπηρέτριες και γκουβερνάντες θρηνώντας για την απώλεια των μεγαλείων και των ιπποτών από τα παράθυρα των πύργων τους το ηλιοβασίλεμα υπό τους ήχους γλυκερών τραγουδιών. Για αυτή την απώλεια πανηγυρίζουν ο Σπύρος Γιαννακόπουλος και η Στέλλα Στεργίου με το «Στο Δάσος». Ένα σύγχρονο παραμύθι για να έχει ενδιαφέρον και να αφορά το σήμερα οφείλει να προσπερνά ή μάλλον να υπερβαίνει τα κλισέ, αφού προηγουμένως τα έχει κατανοήσει σε βάθος, να τα παρωδεί και ενδεχομένως να τα σατιρίζει. Μια τέτοια θεώρηση δεν υποτιμά τα κλασικά παραμύθια που θα διατηρούν πάντα την αξία τους όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες τροποποιήσεις κι αν υποστούν, υπενθυμίζει όμως ότι οι αξίες δεν παραμένουν αναλλοίωτες στον χώρο και τον χρόνο. Η προσκόλληση στην υπεραπλούστευση και στα στερεότυπα υποτιμά τη νοημοσύνη των παιδιών και σίγουρα των αναγνωστών μεγαλύτερων ηλικιών. Τα σύγχρονα παραμύθια – και το «Στο Δάσος» είναι σίγουρα ένα από αυτά – θα κατακτούν και θα διατηρούν πάντα το δικαίωμα να ανατρέπουν τα στερεότυπα και να δηλώνουν ότι σε έναν μη παραμυθένιο κόσμο δεν μπορούν να υπάρχουν παραμυθένια παραμύθια. Και το σχετικό link...
  17. Ο γνωστός κομίστας εμπνεύστηκε από τη συναρπαστική και συγκινητική ζωή του κορυφαίου μας γλύπτη, από το ψυχιατρείο μέχρι την αποθέωση, και συνεργαζόμενος στο σενάριο με τον Δημήτρη Βανέλλη μάς προτείνει να βυθιστούμε μέσα της, καρέ καρέ. Πόσο Γιαννούλη Χαλεπά μπορεί να καταναλώσει ένας αναγνώστης; Πολύ, πάρα πολύ. Δεν πάει καιρός που η Ρέα Γαλανάκη με την έξοχη νουβέλα της «Αθηνά-βοσκοπούλα» δήλωνε ότι «ο Χαλεπάς είναι ένας άγιος και τον προσκυνώ». Και να που τώρα αποκτήσαμε κι ένα γκράφικ νόβελ που έχει τίτλο απλώς το όνομά του, «Γιαννούλης Χαλεπάς». «Είναι η πραγματική του υπογραφή», μας λέει ο γνωστός κομίστας Θανάσης Πέτρου, που έκανε τα σκίτσα, αλλά και το σενάριο, παρέα με τον μόνιμο πια συνεργάτη του Δημήτρη Βανέλλη. Και είναι αξιοθαύμαστη η καινούργια τους δουλειά. Γυρνάς με απόλαυση τις 176 σελίδες της προσεγμένης έκδοσης (Πατάκης), ξαναρουφάς όλη τη ζωή του Χαλεπά (1831-1938), σε καρέ ζωγραφισμένα με φροντίδα, ομορφιά και ιστορική πιστότητα. «Μέσα στο 2018, που ήταν Έτος Χαλεπά, ξαναδιάβασα γι' αυτόν διάφορα, κυρίως βιογραφίες, όπως του Χρήστου Σαμουηλίδη», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Ήξερα για τον Χαλεπά μέσες άκρες, όπως όλοι μας, ότι κάποια στιγμή είχε τρελαθεί, ότι είχε μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα του, ότι μόνο προς το τέλος της ζωής του αναγνωρίστηκε ως μεγάλος και τρανός. Όσο πιο πολύ το έψαχνα τόσο περισσότερο με συνέπαιρνε, "θα μπορούσαμε να το κάνουμε γκράφικ νόβελ", σκέφτηκα και το πρότεινα στον Δημήτρη Βανέλλη». Το σενάριο άρχισε να γράφεται ενώ η έρευνα κρατούσε και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ούτε από την εποχή ούτε από το ίδιο το πλούσιο έργο του Χαλεπά. «Σχεδίασα όλα τα έργα του», τονίζει με έμφαση, «έχω βάλει μέσα στα καρέ μου ακόμα και τα πιο άγνωστά του, για δυνατούς λύτες αυτά», λέει και γελάει. Διάλεξε να υπάρχει ένας κεντρικός αφηγητής, ένας σύγχρονος του Χαλεπά, που επισκέπτεται τον Πύργο της Τήνου το 1915 και «συναντά εκεί έναν παππού, που σχεδιάζει σε ένα τραπέζι και τον στέλνουν να φέρει νερό από τη βρύση». Μετά την κηδεία του Χαλεπά, στην οποία καταλαβαίνουμε ότι έχει παραστεί, αφηγείται στην παρέα του τη συναρπαστική ιστορία αυτού του ανθρώπου. Εφημερίδες της εποχής, φωτογραφίες, σπάνια ντοκουμέντα, τα πάντα τέθηκαν στην υπηρεσία ενός κόμικς, που, όπως λέει ο Θανάσης Πέτρου, «ήθελε να αποφύγει τους υψηλούς συναισθηματικούς τόνους, αλλά να έχει μια προσέγγιση αποστασιοποιημένη, όχι, όμως, στεγνή και να κινείται στη γραμμή ενός ντοκιμαντέρ. Να είμαστε, δηλαδή, όσο το δυνατόν πιο κοντά στις μαρτυρίες για τον Χαλεπά, ακόμα κι αν είναι λίγες, γιατί ο μοναδικός πραγματικός του βιογράφος είναι ο Στρατής Δούκας, που τον έζησε, ήταν φίλος του και έχει γράψει μόνο διασταυρωμένα πράγματα». Φρόντισε και ο ίδιος να ενσωματώσει ει δυνατόν στη διήγηση νέα, αποκαλυπτικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα για τις συνθήκες στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Κέρκυρας, εκεί όπου κλείστηκε ο Χαλεπάς για «άνοια» από το 1888 έως το 1901. «Με βοήθησαν πολύ στατιστικές που άφησε ο Χριστόδουλος Τσιριγώτης, από τους πρώτους Έλληνες ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, διευθυντής του ψυχιατρείου κατά το 1887, αλλά και μετέπειτα διευθυντές του. Διαβάζοντας Εφημερίδες της Κυβερνήσεως ανακάλυψα με έκπληξη τον ταξικό χαρακτήρα του ψυχιατρείου - όποιος είχε χρήματα και πλήρωνε, όπως ο Χαλεπάς στην αρχή του εγκλεισμού του, είχε καλύτερο φαγητό και διαμονή. Όταν ο πατέρας του φαλίρισε, κατάντησε "να ζει εις βάρος του Δημοσίου", δηλαδή άθλια». Πήγε, άραγε, στην Τήνο, με μολύβι και χαρτί στο χέρι, να δει τον τόπο που έθρεψε τον μεγάλο καλλιτέχνη και να σχεδιάσει; «Και με φωτογραφική μηχανή... Δυο φορές. Ήθελα αληθοφάνεια. Δυστυχώς υπάρχει μόνο μία φωτογραφία του Χαλεπά στα νιάτα του, 20 χρονών, και πολλές, φυσικά, σε μεγάλη ηλικία. Στο πρόσωπό του δούλεψε, λοιπόν, η φαντασία μου, τον προσάρμοσα στο σχέδιό μου. Σε άλλα πράγματα, όμως, έκανα πραγματικό αγώνα για να είμαι πιστός - βρήκα ακόμα και μια φωτογραφία της εκκλησίας στα Αλάτσατα, που δούλευε στο τέμπλο της ο αδελφός του, τότε που είχαν στείλει εκεί τον Γιαννούλη για λουτρά. Όταν ήρθε στην Αθήνα, η Ακαδημία Αθηνών χτιζόταν ακόμα -Σιναία Ακαδημία την έλεγαν- ήταν γιαπί. Πάλι, λοιπόν, έπρεπε να βρω φωτογραφίες της...». Ο γνωστός κομίστας Θανάσης Πέτρου και δίπλα το εξώφυλλο Συναρπαστική η δουλειά του κομίστα. Μια τελευταία, μόνο, απορία, που με τρώει. Η ίδια η τέχνη του Χαλεπά πόσο επηρέασε το ύφος του σκίτσου του; Θέλησε μια υπόγεια, έστω, συνομιλία μαζί της; «Πριν ξεκινήσεις να κάνεις μια τέτοια δουλειά, περνάς από φάση δοκιμών, πολλών δοκιμών. Ακόμα και με χρώμα, που, όμως, τελικά καθόλου δεν με ικανοποιούσε, μου φαινόταν πολύ περίεργο και ψεύτικο να χρωματίσω γλυπτά από πηλό και γύψο. Κατέληξα στη διχρωμία, το βιβλίο δεν είναι ασπρόμαυρο». Ας ελπίσουμε, αν και δεν είναι δύσκολο, αυτό το ωραιότατο κόμικς να βρει γρήγορα το κοινό του. «Ξέρω πως για το κλασικό κοινό των κόμικς, ίσως, φανεί λίγο περίεργο, λίγο έξω από τα συνηθισμένα», παραδέχεται ο Θανάσης Πέτρου. «Θέλω, όμως, όπως άλλωστε έγινε με τις προηγούμενες δουλειές μας με τον Δημήτρη Βανέλλη, που ήταν διασκευές λογοτεχνικών έργων, να αγγίξουμε ένα πιο μεγάλο κοινό». Και το σχετικό link...
  18. «Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών», το «Game of Thrones» και τόσα άλλα παραδείγματα του fantasy τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στη λογοτεχνία, στα κόμικς επιβεβαιώνουν το διαχρονικό ενδιαφέρον του κοινού για το είδος. Σε υπερβολικό βαθμό, ίσως. Όπου υπάρχει υπερβολή όμως, υπάρχει και αντίδραση. Μια μορφή αντίδρασης είναι και η παρωδία. Η «Νάνσι» (εκδόσεις Πατάκη) του Σπύρου Γιαννακόπουλου είναι μια απολαυστική παρωδία κάθε σύμβασης και κάθε μανιέρας των κλασικών παραμυθιών χωρίς να γίνεται προσβλητική. Ανατρέποντας τα κλισέ, αξιοποιεί με μαεστρία όλα τα συστατικά της παραδοσιακής συνταγής, συνδυάζοντάς τα, ωστόσο, με έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύγχρονο παραμύθι για μεγάλα παιδιά με δράκους, ιππότες, μάγους, πριγκίπισσες, γκουβερνάντες και βασιλιάδες. Με ίντριγκες, δολοπλοκίες, προδοσίες, μονομαχίες και γάμους. Και, πάνω απ’ όλα, απρόβλεπτες εξελίξεις. Όλα τα παραπάνω απαιτούν βαθιά γνώση των «γραφών» και των ανάλογων «νόμιμων» κειμένων. Ο Γιαννακόπουλος δείχνει να τη διαθέτει και να τη μετουσιώνει σε ένα παιχνίδι ευρείας χρήσης εκπλήξεων που ο αναγνώστης ξέρει πως θα έρθουν και τις περιμένει ανυπόμονα, αλλά δεν φαντάζεται ποιες ακριβώς θα είναι. Ακόμα και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια, το μυθιστόρημα κρύβει επιμελώς στοιχεία που ο αναγνώστης καλείται να ανακαλύψει: από τα ονόματα των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων μέχρι τα τοπωνύμια και από τους ευφυείς αναχρονισμούς μέχρι τις περιγραφές των ενδυμασιών και των κτιρίων. Και είναι δομημένο σαν σελίδες και κεφάλαια από κόμικς. Σε αυτό βοηθάει τον συγγραφέα του η ιδιότητά του ως αρθρογράφου στην εφημερίδα «Καθημερινή» σε θέματα που άπτονται των κόμικς, αλλά και το μέχρι τώρα συγγραφικό του έργο («Ο Τρύφωνας από τη Δρακολανδία», «Πορτοκαλάδα με ανθρακικό», «Το κορίτσι με το ξύλινο σπαθί», όλα εντασσόμενα στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία που μπορεί να διαβαστεί και από καλοπροαίρετους ενήλικες με το ίδιο ενδιαφέρον). Επιπλέον, το εισαγωγικό μέρος με τις εξαιρετικές εικονογραφήσεις του Πέτρου Χριστούλια προσφέρει και τα απαραίτητα οπτικά δεδομένα γνωριμίας με τα πρόσωπα του δράματος, «προειδοποιώντας» έξυπνα για την εσκεμμένη θεματική αυτοϋπονόμευση που θα ακολουθήσει. Με μια πριγκίπισσα που δεν θέλει να παντρευτεί με το ζόρι: «Αν δεν ήταν αυτός ο γενναίος ιππότης, τώρα μπορεί να ήσασταν ακόμη στον πύργο. Παγιδευμένη εκεί από αυτό τον δράκο. Ή, ακόμη χειρότερα, μπορεί αυτός ο δράκος να σας είχε φάει, να σας κατασπαράξει, να σας είχε κάνει μια μπουκιά. Λίγες νομίζετε είναι οι πριγκίπισσες που έχουν φαγωθεί από δράκους; Εγώ είμαι μεγάλη γυναίκα και έχουν φτάσει στ’ αυτιά μου ένα σωρό ιστορίες για πριγκίπισσες που δεν είχαν την τύχη σας. Αυτή την ανέλπιστη τύχη να σας σώσει αυτός ο ιππότης. Αχ, είστε τόσο τυχερή. Τόσο τυχερή που βρήκατε τον ιππότη σας. Τον ιππότη που περιμένατε όλη σας τη ζωή». «Κανέναν ιππότη δεν περίμενα ποτέ!» Και το σχετικό link...
  19. Το «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ», όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα παραμένει συγκλονιστικό κι επίκαιρο. Γράφτηκε σε συνθήκες αναγκαστικού εγκλεισμού από μια ανήλικη κοπέλα που είχε τραγική κατάληξη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Η προσαρμογή του σε κόμικς υπενθυμίζει εμφατικά ότι η Άννα, ανεξαρτήτως συνθηκών, ήταν ένα πραγματικό κορίτσι που ονειρευόταν, χαιρόταν, ερωτευόταν. Και δολοφονήθηκε. Τα περισσότερα γύρω από το «Ημερολόγιο της Άννα Φρανκ» είναι γνωστά. Το 1942, ένα κορίτσι δεκατριών ετών κρύβεται μαζί με την οικογένειά του και λίγα φιλικά πρόσωπα στη σοφίτα ενός κτιρίου του κατεχόμενου από τους ναζί Άμστερνταμ. Είναι Εβραίοι και πασχίζουν να αποφύγουν τη σύλληψη. Θα μείνουν εκεί για περισσότερο από δύο χρόνια μέχρι να τους ανακαλύψουν οι Γερμανοί και να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς και του Μπέργκεν Μπέλσεν. Όλοι θα βρουν τραγικό θάνατο με μοναδικό επιζώντα τον πατέρα της Άννα. Στο διάστημα του αναγκαστικού εγκλεισμού σε μια σοφίτα η Άννα κρατάει ημερολόγιο. Και καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή της. Πόσα, όμως, μπορούν να συμβούν σε λίγα τετραγωνικά μέτρα με κλειστά παράθυρα, με συσκότιση και με ελάχιστες συναναστροφές με άλλους ανθρώπους; Ακούγεται παράδοξο αλλά μπορούν να συμβούν πολλά. Γιατί η Άννα είναι ένα παιδί και όπως κάθε παιδί της ηλικίας της έχει όνειρα, επιθυμίες, φοβίες, απογοητεύσεις, ενθουσιασμούς ακόμα και σε αυτόν τον μικρόκοσμο. Με την ευσύνοπτη γλώσσα που συνοδεύει τις εικόνες των κόμικς, ο σεναριογράφος Σιντ Γιάκομπσον επιτυγχάνει και με το παραπάνω να αποδώσει και να περιγράψει τον εσωτερικό κόσμο και τον ψυχισμό μιας κατ’ ουσίαν ανήλικης φυλακισμένης. Και ο Έρνι Κολόν με τα σχέδιά του κατορθώνει να οπτικοποιήσει με ιδανικό τρόπο τα απομνημονεύματα και τις σκέψεις του μικρού κοριτσιού. Οι δύο δημιουργοί που έχουν συνεργαστεί και κατά το παρελθόν σε διάφορα έργα, μεταξύ των οποίων και μια βιογραφία του Τσε Γκεβάρα (εκδόσεις Μεταίχμιο), δεν μένουν, όμως, μόνο στα χρόνια της σοφίτας. Πιάνουν την ιστορία από πολύ παλαιότερα και φτάνουν μέχρι τον θάνατο του μοναδικού επιζώντα από αυτή την εθελούσια αιχμαλωσία, του τραγικού πατέρα της Άννα που πέθανε το 1980. Δίνουν έτσι μια πλήρη εικόνα της οικογένειας εντός της οποίας μεγάλωσε η Άννα και επιτρέπουν στον αναγνώστη να μπει ακόμη πιο βαθιά στην ψυχολογία της και να ερμηνεύσει τον χαρακτήρα της. Το «Άννα Φρανκ, Ένα Κόμικ-Βιογραφία» (εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση: Μαρίζα Ντεκάστρο) που έχει εκδοθεί σε συνεργασία με το Σπίτι της Άννα Φρανκ στο Άμστερνταμ συνοδεύεται επίσης από ένα επεξηγηματικό χρονολόγιο και φωτογραφικό υλικό που προσφέρουν ακόμη περισσότερες πληροφορίες γύρω από τη ζωή μιας νεαρής κοπέλας που έγινε θρύλος, άθελά της. Και το σχετικό link...
  20. «Το ημερολόγιο της Άννα Φρανκ» είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και πολυμεταφρασμένα βιβλία παγκοσμίως. Η αξία του είναι διαχρονική, καθώς η ειλικρινής καταγραφή των γεγονότων και των συναισθημάτων της έφηβης Άννας κατά τη δίχρονη παραμονή της σ' ένα κρησφύγετο στο γερμανοκρατούμενο Άμστερνταμ, σε συνδυασμό με την τραγική κατάληξη της από τύφο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν - Μπέλσεν, αποτυπώνουν με καθαρότητα όσα βίωσαν οι Εβραίοι κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκινούν βαθιά. Οι δημιουργοί Σιντ Γιάκομπσον και Έρνι Κολόν σε συνεργασία με το μουσείο το «Σπίτι της Άννα Φρανκ» στο Άμστερνταμ, δημιούργησαν ένα graphic novel για τη ζωή της, με σκοπό όλες οι ηλικίες να μάθουν τα φρικτά γεγονότα που στιγμάτισαν την ανθρωπότητα. Η εξιστόρηση των γεγονότων ξεκινά από την γνωριμία των Εντίτ Χολλέντερ και Όττο Φρανκ, τον γάμο τους και την απόκτηση των δύο παιδιών τους, Μαργκότ και Άννα. Τα πρώτα χρόνια ζωής των κοριτσιών κυλούν όμορφα και ευτυχισμένα και η οικογένεια απολαμβάνει στιγμές ευημερίας και χαράς. Με την άνοδο του Ναζισμού ξεκινούν οι οικονομικές δυσκολίες και μια επαγγελματική ευκαιρία στο Άμστερνταμ τους προσφέρει την πολυπόθητη διαφυγή από τις δυσάρεστες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις της χώρα τους. Η καθημερινή τους ζωή ξαναβρίσκει το φυσιολογικό της ρυθμό με γέλια, νέες γνωριμίες και εφηβικές ανησυχίες. Μα ο γερμανικός ζυγός και οι φήμες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους αναγκάζουν να βρουν καταφύγιο σε μια κρυψώνα στο κτίριο που εργάζεται ο πατέρας της. Μέρα με τη μέρα καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια υποφερτή ρουτίνα, αλλά ο εκνευρισμός, η αγωνία και η ένταση παραμονεύουν σε κάθε τους βήμα. Η Άννα βρίσκει διέξοδο στο μικρό της ημερολόγιο, όπου ξεκινά να καταγράφει όσα αισθάνεται και σκέφτεται, χωρίς δισταγμό. Ένα ημερολόγιο που έμεινε πίσω όταν τους συνέλαβαν στις 4 Αυγούστου 1944 και έφτασε στα χέρια του μοναδικού επιζώντα, του Όττο Φρανκ μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Το graphic novel «Άννα Φρανκ» είναι μια εξαιρετική αποτύπωση με εικόνες των σημαντικότερων στιγμών της Άννας, της κοπέλας που καθήλωσε και εξακολουθεί να καθηλώνει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο με την καθαρότητα της γραφής της, τη δύναμη της πίστης της στην καλοσύνη και την ελπίδα, την χειμαρρώδη ανάγκη της να ζήσει σαν μια φυσιολογική έφηβη, το σθένος που επέδειξε απέναντι στις καταστάσεις και την αγωνία της για το σκοτεινό αύριο. Το κείμενο κινείται παράλληλα σε δύο άξονες: στην καθημερινότητα και τις εξελίξεις στην οικογένεια Φρανκ και στις ιστορικές αλλαγές που ταλάνιζαν τη Γερμανία, και στη συνέχεια όλη την Ευρώπη και τον κόσμο, σε πολιτικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό μπορεί ο αναγνώστης να συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις του Ναζισμού στη ζωή των Εβραίων και το φόβο που στοίχειωνε κάθε τους στιγμή. Η εικονογράφηση έχει μια δύναμη που απογειώνει την ένταση της ζωής της Άννας Φρανκ και των οικείων της. Οι εναλλαγές των χρωμάτων, άλλοτε φωτεινά τονίζοντας τις ευτυχισμένες μέρες, και άλλοτε σκοτεινά και μουντά αναδεικνύοντας τις ανησυχίες για την επικράτηση του Χίτλερ και το ζοφερό τοπίο των διωγμών και των βασανιστηρίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επιτυγχάνουν απόλυτα το στόχο τους. Να δώσουν μορφή και φωνή στις λέξεις και να καθηλώσουν τον αναγνώστη. Τα συναισθήματα των χαρακτήρων φαίνονται με λεπτομέρειες στα χαρακτηριστικά των προσώπων τους και στη στάση των σωμάτων τους, και ζωντανεύουν τις εκμυστηρεύσεις, τις απογοητεύσεις, τους φόβους και τις συνεχείς ανατροπές της ζωής αυτού του ανήσυχου πνεύματος που δεν πρόλαβε να ζήσει τα όνειρά του. Η Άννα Φρανκ παλεύει με τη μετάβασή της από την παιδική στην εφηβική ηλικία, είναι απόλυτη με όσα αισθάνεται, και με ειλικρίνεια προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες της μέσα από το ημερολόγιό της. Η μοναξιά την τυλίγει και νιώθει πως η μητέρα της δεν την αγαπά αρκετά. Μέσα στο κλειστοφοβικό κρησφύγετο όλα μεγεθύνονται και η ελπίδα χάνει τη δύναμή της. Μα η Άννα δίνει κουράγιο στον εαυτό της μέσα από τα κείμενά της. Κείμενα που αποκαλύπτουν ένα φυσικό ταλέντο συγγραφής και την ίδια στιγμή μια πνευματική ωριμότητα αταίριαστη με την ηλικίας της. Η Άννα προβληματίστηκε βαθιά για την αγάπη, το μίσος, τον έρωτα με αφορμή τα αισθήματά της για τον Πέτερ με τον οποίο μοιράστηκε το πρώτο της φιλί, για το μέλλον της ανθρωπότητας, αλλά και την ανάγκη του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον ίδιο του τον εαυτό του. Η φωνή της Άννας είναι η κραυγή κάθε Εβραίου μα και κάθε ανθρώπου που έζησε τις θηριωδίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτή η φωνή οφείλει να βρει καταφύγιο σε κάθε σπίτι. Και το σχετικό link...
  21. Darrell

    Ο Ξένος

    Εκδότης: Εκδόσεις Πατάκη Συγγραφέας: Ferrandes Jacques Μεταφραστής: Καρακίτσου Νίκη, Κασαμπαλόγλου Μαρία ISBN: 978-960-1658-51-3 Βάρος: 0,787 kgr Σελίδες: 136 Ημερομηνία 1ης κυκλοφορίας: Μάρτιος 2016 Ημερομηνία τελευταίας εκτύπωσης: Μάρτιος 2016 Κατηγορία: Graphic Novels Βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Αλμπερ Καμύ, το οποίο τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957 και θεωρήθηκε ως ''το καλύτερο βιβλίο του 20ου αιώνα'', αυτό το πολλά υποσχόμενο graphic novel έρχεται να παρουσιάσει αυτό το αριστούργημα με μια πιο... παραστατική ματιά! Περιγραφή: Το εμβληματικό έργο του Αλμπέρ Καμύ, όπως το διασκεύασε και το απεικόνισε σε κόμικς ο Ζακ Φερραντέζ, ένας από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς κόμικς στη Γαλλία σήμερα. Για το έργο αυτό αναφέρεται: Πηγή Χωρίς να το έχω διαβάσει, μιας και εκδόθηκε μόλις πριν λίγες ημέρες, υποθέτω πως πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά. Η απόδοση ενός τόσο σημαντικού λογοτεχνικού έργου σε graphic novel ομολογουμένως θα είναι ενδιαφέρουσα. Εκδόσεις Πατάκη
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.