Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Μιλήσαμε με αφορμή το νέο του κόμικς «1936 – Ετοιμόρροπη Δημοκρατία», τέταρτο μέρος της ιστορικής σειράς. Μέσα στην τελευταία πενταετία ο κομίστας Θανάσης Πέτρου έχει καταφέρει πράγματα που μπορούν να κάνουν τον ίδιο περήφανο και τους Έλληνες λάτρεις των κόμικς εκστατικά χαρούμενους. Πρώτα ξεκίνησε με μια εντυπωσιακή περιήγηση στην ελληνική ιστορία των αρχών του 20ού αιώνα, ύστερα έφτιαξε μεγάλης έκτασης σόλο κόμικς: σενάριο και σχέδιο. Για το προηγούμενο άλμπουμ του, το «1923: Εχθρική πατρίδα» (Ίκαρος, Αθήνα 2022) κέρδισε τα βραβεία Καλύτερου Κόμικ και Καλύτερου Σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2023. Πριν λίγες μέρες τον συναντήσαμε και ξεφυλλίσαμε μαζί του την πρώτη δοκιμαστική εκτύπωση του τελευταίου του κόμικς με τίτλο «1936: Ετοιμόρροπη δημοκρατία» (κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Ίκαρος). Το κόμικ αυτό είναι το τέταρτο σε μια εν εξελίξει ιστορική saga, που ξεκίνησε το 2020 και όπως αποκαλύπτει ο ακάματος δημιουργός στην Athens Voice, θα έχει και συνέχεια. Προς το παρόν η τετραλογία του Θανάση Πέτρου ξεκίνησε με τους Ομήρους του Γκαίρλιτς και την αφήγηση ενός αγνώστου περιστατικού από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αμαχητί παράδοση του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και την ιδιότυπη αιχμαλωσία τους στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας. Την επόμενη χρονιά συνέχισε με το «1922: Το τέλος ενός ονείρου», με την αφήγηση να ακολουθεί τον Σμυρνιό Γιώργο Αμπατζή στη Μικρασιατική Εκστρατεία που οδήγησε στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 2022 επανήλθε με το «1923: Εχθρική πατρίδα» στο οποίο συναντάμε τον ήρωά του Γιώργο Αμπατζή πρόσφυγα στο λιμάνι του Πειραιά, χωρίς υπάρχοντα και με την οικογένειά του να αγνοείται. Στο «1936» ακολουθεί πάλι τον ίδιο ήρωα, ο οποίος πλέον βρίσκεται στη φυλακή για ένα έγκλημα «τιμής» που διέπραξε στο τέλος του τρίτου μέρους, στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Πέτρου κατόρθωσε να μας χαρίσει ίσως την πρώτη, πρωτότυπη, ιστορικού περιεχομένου ελληνική σειρά κόμικς. Ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, με πρωτότυπους ήρωες και πολλή έρευνα από πίσω. Ένα ακόμα κατόρθωμα. Όλα βέβαια ξεκίνησαν από το Ρεμπέτικο… Πώς ξεκίνησε αυτή η περιήγησή σου στην ιστορία μέσα από τα κόμικς; Ήθελα να κάνω κάτι μόνος μου βασικά (σενάριο και σχέδιο). Σε πρώτη φάση ψαχνόμουν να κάνω κάτι για το ρεμπέτικο. Ήθελα να φτιάξω μια βιογραφία του Βαγγέλη Παπάζογλου. Άρχισα να ψάχνω πράγματα, έγραφα, μάζεψα υλικό, ώσπου κάποια στιγμή πήγα και αγόρασα βιβλία για να ενημερώσω την – πεπαλαιωμένη τότε – βιβλιοθήκη μου σχετικά με το ρεμπέτικο και βρήκα πολλά στοιχεία. Διαπίστωσα όμως ότι φάσκουν και αντιφάσκουν οι δημιουργοί, οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα. Ήταν όλα κάπως ασαφή. Τότε έπεσα πάνω στην πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού, που την είχα ακουστά από πιο πριν, και την αφηγήθηκα στο πρώτο μέρος αυτής της τετραλογίας, στους “Ομήρους του Γκαίρλιτς” με το Δ’ Σώμα Στρατού που βρέθηκε στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας για περισσότερο από ενάμιση χρόνο, από τον Σεπτέμβριο του 1916 μέχρι τον Νοέμβρη του 1918 που έληξε ο πόλεμος. Διηγήθηκα ό,τι έζησε το Δ’ Σώμα Στρατού. Η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού συνέβη εκεί ακριβώς. Από εκεί και πέρα μου άνοιξε η όρεξη και είπα να κάνω και τη συνέχεια. Κι έτσι ακολούθησαν τα «1922: Το τέλος ενός ονείρου» και «1923: Εχθρική πατρίδα». Η αρχική ιδέα ήταν το «1923» να φτάνει αφηγηματικά μέχρι το 1936 και στην δικτατορία Μεταξά, πράγμα που αποδείχτηκε αδύνατο γιατί έπρεπε να καλύψω κάπως μια πυκνή χρονική περίοδο δώδεκα ετών. Ήταν συνειδητή η αποσιώπηση αυτής της δεκαετίας; Η δεκαετία αυτή έχει τρομερό ενδιαφέρον από ιστορικής άποψης, αλλά αν αποφάσιζα να την αφηγηθώ θα αναγκαζόμουν να αλλάξω όλη την πορεία του χαρακτήρα, του Γιώργη του Αμπατζή. Αυτός μπήκε φυλακή μετά τη δολοφονία που διέπραξε. Για να δούμε από τα μάτια του (μιας και είναι και αφηγητής) τη δεκαετία αυτή θα έπρεπε για όλο αυτό το διάστημα να είναι φυγάς φαντάζομαι. Δεν με βόλευε αυτό. Ήθελες πολύ απ’ ότι καταλαβαίνω να φτάσεις χρονικά μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά. Ναι, εντελώς. Γιατί έχει μεγάλη ιστορική σημασία για τη μετέπειτα εξέλιξη της Ελλάδας. Γενικά ό,τι συνέβη στον Μεσοπόλεμο και με την άφιξη και την αφομοίωση των προσφύγων ήταν καθοριστικής σημασίας για την πορεία της χώρας τα επόμενα πολλά χρόνια. Επίσης ήθελα πολύ, επειδή είμαι και ο ίδιος Θεσσαλονικιός, να φτάσω την ιστορία μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Να κάνει έναν κύκλο. Στο πρώτο μέρος, στο Γκαίρλιτς, ο αφηγητής είναι Θεσσαλονικιός. Ήθελα να επιστρέφει η πλοκή στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει ο Σμυρνιός Αμπατζής τον Θεσσαλονικιό συν-στρατιώτη του. Είπες νωρίτερα ότι ήθελες να κάνεις κάτι δικό σου ολοκληρωτικά. Θεωρείς ότι έφτασες στο σημείο να μπορείς να το κάνεις με επάρκεια ή το ήθελες πολύ αλλά δεν το είχες επιδιώξει. Θεωρούσα ότι κάποιοι άλλοι που γράφουν σενάρια/κείμενα έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια στη συγγραφή. Θεωρώ άλλωστε τον εαυτό μου σχεδιαστή πιο πολύ. Από ένα σημείο και έπειτα, έχοντας κάνει πολλές συνεργασίας, με κούρασε όλο αυτό, ήθελα να το κάνω και μόνος μου, να πω τα πράγματα όπως εγώ θέλω, να μη δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Είναι και δύσκολο πράγμα οι συνεργασίες. Έχουν και θετικά και αρνητικά. Τις περισσότερες φορές είναι φίλοι μου οι συνεργάτες, αλλά σε όλες τις σχέσεις υπάρχουν και «κόντρες». Όταν είμαι ολομόναχος, ο μόνος που έχω να κοντράρω είναι ο εαυτός μου. Πώς σου αρέσει να αποκαλείσαι ως καλλιτέχνης; Δεν μου αρέσει να αποκαλούμαι «καλλιτέχνης» (γέλια). Υπάρχει μια διάχυτη, παρεξηγημένη εικόνα του καλλιτέχνη, που είναι κάπως χασομέρης και όταν του έρχεται η έμπνευση δημιουργεί. Ένας καλλιτέχνης δουλεύει σκληρά. Είναι σκληρά εργαζόμενος. Οπότε ας πούμε ότι προτιμώ το «σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος». Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση ή δυσκολία στην κατάστρωση των σεναρίων αυτής της τετραλογίας; Να μην κάνω κάποιο ιστορικό λάθος. Να μην πω κάτι το οποίο είναι σφάλμα ιστορικά… Τι ορίζεις ως σφάλμα στην ιστορική αφήγηση; Να κάνω κάποιο λάθος στις ημερομηνίες για παράδειγμα… Στα γεγονότα επομένως, όχι στην ερμηνεία. Ναι, ναι, στα γεγονότα. Η ερμηνεία είναι δική μου. Με απασχολεί να είμαι πιστός στα γεγονότα. Να μην κάνω κάποιο λάθος πραγματολογικό. Μετά το πώς θα τα εντάξω όλα αυτά στην αφήγηση είναι κάτι άλλο. Μου πήρε καιρό βέβαια να το τελειώσω το «1936». Είχα ολοκληρώσει το story board πάνω από έναν χρόνο πριν και μου έβγαινε όλο τόσο εύκολα και αβίαστα που απλά το άφησα στην άκρη και έκανα ένα άλλο βιβλίο. Μου φαινόταν προβληματική, κατά κάποιον τρόπο, η ευκολία που είχα να το φτιάξω. Οπότε έκανα ένα διάλειμμα. Και το ξαναέπιασα όταν ένιωθα πιο έτοιμος. Είχα κάνει ήδη τα τρία πρώτα μέρη σε σύντομο χρονικό διάστημα και με προβλημάτισε μήπως η ευκολία μου στο τέταρτο μέρος έβγαινε προς τα έξω σαν «μανιέρα». Σίγουρα, μια και μιλάμε για μια σειρά, πρέπει να υπάρχει ενιαία αισθητική. Αλλά φοβήθηκα μήπως φτάσω στο σημείο να κάνω το ίδιο και το ίδιο. Σχετικά με την έρευνα που χρειάστηκε να κάνει για το «1936», ο Πέτρου μας αναφέρει: «Το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής εκτυλίσσεται σε μια φυλακή. Ο κόσμος της φυλακής είναι σκληρός. Έχει βία, βρισίδι, πεσίματα, ναρκωτικά, κακοποιήσεις. Η φυλακή που διάλεξα να πάω τον ήρωά μου ήρθε μετά από πολύ ψάξιμο. Αναζητούσα υλικό για το πώς ήταν οι φυλακές στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου. Δεν ήθελα να κάνω μια φυλακή απρόσωπη και διεκπεραιωτική. Αρχικά έλεγα να τον πάω στην Αίγινα. Είδα όμως το ντοκιμαντέρ “Ο σιωπηλός μάρτυρας” του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, που είναι για τη φυλακή των Τρικάλων, και του ζήτησα άδεια για να χρησιμοποιήσω κάποιες εικόνες – γιατί η φυλακή δεν υπάρχει πλέον, έχει γκρεμιστεί στα Τρίκαλα και στο σημείο είναι το Μουσείο Τσιτσάνη. Ψάχνοντας σε εφημερίδες της εποχής, διαπίστωσα ότι η κατάσταση της φυλακής ήταν πολύ πολύ χειρότερη. Έγραφαν σε κάποια δημοσιεύματα ότι οι κρατούμενοι οπλοφορούσαν μέσα στη φυλακή. Σημειώνονταν επίσης συχνά αποδράσεις. Ήταν πολύ χειρότερα από αυτό που περιγράφω στο κόμικς. Λίγο Φαρ Ουέστ. Μπάτε σκύλοι αλέστε η φάση». Στα δύο πρώτα κόμικς της τετραλογίας, όπως και στο «1936», η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη με τον Αμπατζή να είναι ο αφηγητής και πρωταγωνιστής (με εξαίρεση τους Ομήρους του Γκαίρλιτς, όπου αφηγητής είναι ο Σαλονικιός Γιάννης Οικονόμου), ενώ στο «1923» η ενδοδιηγητική αφήγηση εγκαταλείπεται και το σενάριο είναι σχεδόν αποκλειστικά δραματοποιημένο, σαν μια σκηνική πράξη. Σχετικά με τις αφηγηματικές τεχνικές, ο Πέτρου μας είπε ότι όταν επέλεγε ο πρωταγωνιστής να είναι και αφηγητής αναγκαστικά δεν θα μπορούσε το ένα άτομο να έχει θέαση σε πολλά διαφορετικά πράγματα, ενώ όταν οι πρωταγωνιστές είναι πολλοί, αυξάνονται και οι εκφορές. Στην ερώτηση αν ένιωσε «όμηρος» της ιστορίας που έχει πλάσει, ακολουθώντας διαρκώς τον ήρωα και αφηγητή του και καταστρώνοντας συχνά μια ενδοδιηγητική αφήγηση, μας λέει ότι «πάντα κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις». Κλείσαμε τη συζήτησή μας με τον Πέτρου να μας εξηγεί τη σημασία της οπτικής πάνω σε ένα ιστορικό συγκείμενο, από τον τρόπο που δρουν ή άνθρωποι έως και τον τρόπο που εκφράζονται: «Πρέπει να βλέπεις και να σκέφτεσαι τα πράγματα με βάση το τότε συγκείμενο. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Ένα παιδί που σήμερα είναι στη Β’ Λυκείου, πριν 100 χρόνια ήθελε να πάει στον πόλεμο. Και πήγαινε στον πόλεμο, γιατί το επέλεξε. Αυτό σήμερα είναι τελείως εξωπραγματικό. Σήμερα λογικά θα έκανε το παν για να το αποφύγει αυτό. Τότε οι άνθρωποι το βλέπανε ως τιμή, καθήκον και υποχρέωση να πάνε στον πόλεμο, και πήγαιναν. Μιλάμε για μια άλλη κοινωνία, κατά κάποιον τρόπο, για ένα άλλο πλαίσιο. Δεν μπορείς να κρίνεις με τη ματιά του 2024 την κατάσταση του 1930. Ήταν άλλοι άνθρωποι, με άλλες προσλαμβάνουσες, άλλη ψυχολογία. Τα έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα. Θα μου πεις: ‘και εσύ, ρε φίλε, πού ξέρεις πώς ήταν;”. Δεν ξέρω, προσπαθώ όμως να το ψυχανεμιστώ». Και το σχετικό link...
  2. Δύο πολύ σημαντικές εκδηλώσεις για τους λάτρεις των κόμικς πρόκειται να λάβουν χώρα το προσεχές Σάββατο 7 Οκτωβρίου. Οι εκδόσεις Ίκαρος, με αφορμή τα 80 χρόνια τους, σε συνεργασία με την Ελληνοαμερικανική Ένωση, διοργανώνουν δημιουργικό εργαστήρι με τον μετρ του είδους Αλέκο Παπαδάτο (Logicomix, Δημοκρατία, Αριστοτέλης). Το εργαστήρι διάρκειας 2,5 ωρών (16.00-18.30), είναι δωρεάν και απευθύνεται σε νεαρά άτομα 16-21 ετών που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη δημιουργία κόμικς, με σκοπό να τα εισαγάγει στην τέχνη και την τεχνική των graphic novels. Απαραίτητη είναι η δήλωση συμμετοχής μέχρι 30/9 στο pr@ikarosbooks.gr ή στο 216 7005964 (405). Στη συνέχεια (19.00-20.30), θα πραγματοποιηθεί στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Graphic Novel, Πολιτική και Ιστορία» με τους κορυφαίους δημιουργούς Αντώνη Νικολόπουλο (Soloúp), Αλέκο Παπαδάτο και Θανάση Πέτρου. ♦ Εργαστήριο με τον Αλέκο Παπαδάτο / Συζήτηση: «Graphic Novel, Πολιτική και Ιστορία» Πού: Ελληνοαμερικανική Ένωση (Μασσαλίας 22, Αθήνα) Πότε: Σάββατο 7/10/2023, ώρες 16.00-20.30 Και το σχετικό link...
  3. Βασιλεύς των κόμικς

    Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΑΜΗΛΑ

    Δύο ισχυρά ονόματα στο χώρο της τέχνης με έκαναν να πάρω το κόμικς αυτο χωρίς δεύτερη σκέψη ξέρωντας ότι θα πάρω κάτι καλό. .Τριβιζάς,λεξοπλάστης, φαντασία με έξυπνο χιούμορ,ιστορίες με δίδαγμα και αρκετες φορές απαισιοδοξο τέλος όπως είναι και στην πραγματική ζωή,γνωστος και στο εξωτερικό ,με αρκετά βραβεία και διακρίσεις στην κατοχή του. Κούτσης,ένας απο τους πολύ καλούς κομίστες που έχουμε που η δουλειά του ταξιδεύει έξω απο τα συνορά μας και μάλιστα σε απαιτητικό κοινό όπως των Η.Π.Α. ΥΠΟΘΕΣΗ Μία καμήλα έχει ένα όνειρο,να γίνει ανάλαφρη σαν ελάφι απαλλαγωντας απο την πλάτης της την καμπούρα της.Το αφεντικό της ένας βεδουίνος που την αγαπα και την εκτιμά πολυ δεν της χαλάει το χατήρι.Αλλά αυτή η επιπό­­­­λαιη απόφαση θα έχει και τις συνέπειες της. ΜΗΝΥΜΑ Αλληγορικό παραμύθι σχετικά με την ματαιοδοξία και τις αλόγιστες επεμβάσεις αισθητικής που γίνονται δίχως σκέψεις. ΙΣΤΟΡΙΑ / ΣΕΝΑΡΙΟ Δεν ξέρω αν προΰπήρχε σαν ιστορία πριν αλλά πρόκειται για ενα μικρό διήγημα δίχως πολλά και περιττά λόγια,περίτεχνα γραμμένο με την γνωστή δόση χιούμορ του συγγραφέα. ΣΧΕΔΙΟ/ΧΡΩΜΑ Μία μικρή ιστορία που θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί σε ένα δισέλιδο ή το πολυ τρισέλιδο γίνεται κόμικς 27 σελίδων αλλά δεν με κούρασε καθόλου του εναντίον χάρηκα και απόλαυσα τα υπέροχα σχέδια και τα καταπληκτικά χρώματα του Νίκου που με μαεστρία έφτιαξε. ΤΕΧΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Αλλά δυστηχως υπάρχουν και τα αρνητικά που αφορουν το τεχνικό μέρος,που κατά την γνώμη μου επηρεάζει άσχημα το καλλιτεχνικό μέρος.Ενώ περιγράφεται σαν Graphic novel για μένα δεν είναι.Το κόμικς είναι μόλις 27 σελίδες μέσα σε 80 σελίδες απο κουίζ,πληροφορίες για πίνακες διάσημων ζωγράφων που απεικόνισαν καμήλες στα έργα τους,και gallery του Νίκου που δεν είναι τίποτα άλλο απο μαυρόασπρες σελίδες του κόμιξ δίχως μπαλονάκια.Αρκετά χοντρες σελίδες για το προφανές,να φαίνεται πιο χορταστικό και να ανέβει η τιμή στα 17.90 που κατά εμένα είναι αρκετά τσιμπημένη τιμή.Αλλά Τριβιζας είναι αυτός πουλάει. Ο ΒΕΔΟΥΙΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. Υ.Γ.Επειδή δεν ήξερα που να κατατάξω το αλμπουμ το έβαλα εδω εσεις βαλτε το εκει που αρμοζει καλύτερα.
  4. Ο γηραιότερος σεναριογράφος κόμικς «στέλνει» τον Αριστοτέλη σε όλο τον κόσμο. Ήδη μεταφράζεται στα αγγλικά, γερμανικά, κινεζικά, τουρκικά, πορτογαλικά, ισπανικά και κορεατικά. Μέσα από τις 200 και πλέον σελίδες ενός κόμικς, ξεδιπλώνεται η ιστορία του ήρωα που άλλαξε τον κόσμο. Στους ώμους του δεν κυματίζει μπέρτα, από τα μάτια του δεν ξεχύνονται φλόγες, δεν διαθέτει πτητική ικανότητα, ούτε σκαρφαλώνει στα κτήρια. Αντιθέτως, πατάει στη γη, περιβάλλεται από μαθητές και η μόνη του... υπερδύναμη είναι η παρατήρηση και η έρευνα, η ισχύς της γνώσης. Ο ισχνός αυτός ήρωας με τα κοντά μαλλιά, τα μικρά μάτια και τα λεπτά άκρα λέγεται «Αριστοτέλης» και γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής το 384 π.Χ. Ένας ξεχωριστός «ήρωας», που τόλμησε στην εποχή του να θέσει στο τραπέζι της λογικής όλα τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρωπότητας για τη δημιουργία του κόσμου, τη φύση του ανθρώπου, το περιβάλλον, τη φυσική ιστορία, το σύμπαν, την ηθική… Την ιστορία και το λόγο του σπουδαίου Έλληνα φιλοσόφου και επιστήμονα της αρχαιότητας, μεταφέρει εκλαϊκευμένα σε ένα κόμικς που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ίκαρος», ο γηραιότερος σεναριογράφος κόμικς στον κόσμο Τάσος Αποστολίδης, ενώ για την εικονογράφηση είναι υπεύθυνος ένας άνθρωπος… εθισμένος στην εικονική απεικόνιση της αρχαιότητας, ο Αλέκος Παπαδάτος. «Η φιλοσοφία είναι ένας οδηγός ζωής. Αν πραγματικά καταλάβεις τι λένε αυτοί οι άνθρωποι, η μέρα σου θα γίνει καλύτερη», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Τάσος Αποστολίδης. «Στόχος μου είναι να περάσω τον λόγο του Αριστοτέλη με έναν εύκολο τρόπο, όπως είναι τα κόμικς, για να γοητεύσω νέους ανθρώπους και κυρίως εφήβους και να τους οδηγήσω σε μία διαδικασία συλλογισμών για να αντιμετωπίσουν καλύτερα το σήμερα και το αύριό τους. Μάλιστα, αν μετακινήσω λίγο παραπάνω τον στόχο μου, ελπίζω πως διαβάζοντάς το, ίσως αναζητήσουν και τα μεταφρασμένα πρωτότυπα έργα», συμπληρώνει. Ο «Αριστοτέλης» κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες και εκδόθηκε ήδη στα γαλλικά από τους εκδότες του «Αστερίξ» Dargaud, οι οποίοι για πρώτη φορά εκδίδουν έργο Ελλήνων δημιουργών. Ήδη μεταφράζεται στα αγγλικά, γερμανικά, κινεζικά, τουρκικά, πορτογαλικά, ισπανικά και κορεατικά για να κυκλοφορήσει μέσα στο τρέχον έτος. Ωστόσο, ο Τάσος Αποστολίδης χρειάστηκε επτά χρόνια για να τον ολοκληρώσει, εκ των οποίων τα τρία τα αφιέρωσε στην έρευνα. Τα σημαντικότερα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν παράλληλα με τη ζωή του μεγάλου φιλοσόφου, αλλά και η ίδια του η ιστορία του Αριστοτέλη, (οι σπουδές του, το ότι υπήρξε δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη διδασκαλία του στο «Λύκειο», ο διωγμός του, τα παιδιά του κ.ά.) με απόλυτη ιστορική πιστότητα, «μπλέκονται» από τον έμπειρο χειριστή της μυθοπλασίας, με καθημερινούς διαλόγους, χιούμορ και αριστοτεχνικά «μπρος-πίσω». «Δεν έμεινα στο να πάρω μια μετάφραση και να τη μεταφέρω εικονικά. Αυτό θα ήταν λάθος. Προσπάθησα να κάνω μύθο τα στοιχεία της ζωής του και επειδή μια γραμμική αφήγηση συνήθως είναι βαρετή, έχει πολλά… flashback, ώστε να μη χάνει ο αναγνώστης το ενδιαφέρον της επόμενης σελίδας», εξηγεί. Στην ανάδειξη του έργου του παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο η εικόνα, η οποία έχει τη δική της δύναμη. Η παραστατικότητα των εικόνων, με τις χαρακτηριστικές εκφράσεις των 50 και πλέον χαρακτήρων, με την πιστή απεικόνιση κτιρίων, ενδυμασιών και χρηστικών αντικειμένων, κάνουν πιο γλαφυρή την περιγραφή της καθημερινότητας των πόλεων και αποδίδουν την ατμόσφαιρα της εποχής. «Ακόμη κι αν δεν μένει κανείς στο διάβασμα των λόγων και κοιτάξει απλώς τις εικόνες, παίρνει ήδη αρκετές πληροφορίες. Άλλωστε από εκεί παράγονται οι ατμόσφαιρες και τα συναισθήματα που δεν μπορούν να φανούν στα λόγια», λέει. Μάλιστα, η συνεργασία του με τον Αλέκο Παπαδάτο ήταν… καρμική, καθώς ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο απευθύνθηκε πριν από σχεδόν 45 χρόνια, όταν του πρότεινε ο διευθυντής του στην εφημερίδα Εγνατία – όπου δούλευε – να κάνει σύντομες ιστορίες σε καρέ, τα λεγόμενα comic strips, για να εμπλουτίσει την ύλη. Οι δυο τους πειραματίστηκαν τότε «παντρεύοντας» τα ταλέντα τους και το εγχείρημα πέτυχε. Καθηγητής μαθηματικών παραδίδει... «Όρνιθες» σε κόμικς Ο «Αριστοτέλης» δεν είναι το πρώτο έργο του 76χρονου συγγραφέα, αλλά η… κατάληξη μιας σειράς που ακολούθησε. Την αρχή την έκανε 50 χρόνια πριν, το 1973, με το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ευθυμογραφήματα για κατηφείς και ολίγη μυθολογία για αδαείς». Πριν από αυτό, από τα φοιτητικά του ακόμη χρόνια δούλευε σε εφημερίδες και περιοδικά κάνοντας ευθυμογραφήματα, που πάντα είχαν κάποια σχέση με την αρχαιότητα. «Μπήκα έβδομος στο μαθηματικό και αφού αποφοίτησα άσκησα το επάγγελμα, διδάσκοντας σε φροντιστήρια και παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Κάποια στιγμή με προσέλαβαν στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή, όπου έζησα τα υπόλοιπα 36 χρόνια της ζωής μου μέχρι τη σύνταξή μου, ως καθηγητής μαθηματικών, ως διευθυντής και στο τέλος ως αντιπρόεδρος», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Όπως υποστηρίζει, τον ενδιέφερε εκπαιδευτικά να βάλει λίγη... τέχνη στα «ψυχρά» μαθηματικά και να γοητεύσει τους μαθητές με άλλο τρόπο. Έτσι δημιούργησε μια μαθητική θεατρική ομάδα, με την οποία δούλευαν όλο το χρόνο την παράσταση που θα ανέβαζαν στο τέλος της σχολικής χρονιάς. «Αποφάσισα να ανεβάσουμε τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη. Αλλά ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο έργο, τα παιδιά δυσκολεύονταν να μάθουν τα λόγια, δεν μπορούσαν να συντονιστούν με το ποτέ μπαίνουν στη σκηνή και πότε βγαίνουν από αυτήν… Τότε μου ήρθε μία ιδέα, σαν να άναψε μία λάμπα πάνω από το κεφάλι μου». Η ιδέα αυτή ήταν να σχεδιάσει σε ένα χαρτί κάποια καρέ – όπως των κόμικς, όπου θα φαίνεται από πού μπαίνει ο μαθητής, τι λέει και από πού φεύγει στη συνέχεια. «Ήταν ένα προσχέδιο που θα το μελετούσαν και θα μάθαιναν τις κινήσεις και τα λόγια τους, χωρίς να διαβάζουν ένα ατελείωτο κείμενο. Φωτοτύπησα λοιπόν δυο-τρεις σελίδες με την εισαγωγή, τους τη μοίρασα και είδα ότι δούλεψε, η πρόβα άρχισε να πηγαίνει γρήγορα», αναφέρει. Έτσι λοιπόν έκανε το ίδιο και για όλο το υπόλοιπο κείμενο, με αποτέλεσμα η παράσταση να δοθεί με μεγάλη επιτυχία και ο ίδιος να μείνει – χωρίς αρχικά να το γνωρίζει, με… 200 ντεκουπαρισμένες σελίδες. «Πρόκειται για έναν όρο που σημαίνει σκηνοθεσία του καρέ και της σελίδας. Απευθύνθηκα στον Γιώργο Ακοκαλίδη, που δούλευε στην ίδια εφημερίδα με μένα ως γελοιογράφος και του πρότεινα να κάνουμε ένα κόμικς. Αρχικά μου είπε ότι αυτό είναι μια τρέλα, καθώς τη δεκαετία του '80 η Ελλάδα από τη μία υφίστατο μία… επίθεση από πολύ καλά ξένα κόμικς (Αστερίξ, Λούκυ Λουκ, Τεν-Τεν, Μαφάλντα) και επιπλέον γιατί το κόμικς τότε ήταν υπό διωγμόν, καθώς θεωρείτο υπεύθυνο για τη λογοπενία και τη στέρηση φαντασίας των νεαρών αναγνωστών», σημειώνει. Κλασικά έργα της αρχαιότητας σε κόμικς ταξιδεύουν στο εξωτερικό Παρά τις αμφιβολίες, οι δύο άνδρες άρχισαν να δουλεύουν τόσο τις «Όρνιθες» όσο τη «Λυσιστράτη» και τους «Αχαρνής», αλλά τους πήρε δύο χρόνια να βρουν εκδότη. «Τελικά βρήκαμε τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, μία θυγατρική της Αγροτικής Τράπεζας, που είχαν έναν... προχωρημένο διευθυντή, στον οποίο – αν και δεν άρεσε να διαβάζει κόμικς – άρεσε η ιδέα μας και αποφάσισε να το κάνει», λέει. Η πρώτη έκδοση, της πιο δημοφιλούς Λυσιστράτης, το 1983, είχε εντυπωσιακή απήχηση, αφού – όπως θυμάται ο κ. Αποστολίδης – μέσα σε μία εβδομάδα είχε πουλήσει 10.000 αντίτυπα. «Μετά απ' αυτήν την αποδοχή κι ενώ έως τότε ήμασταν ερασιτέχνες, αρχίσαμε να μπαίνουμε πια σε επαγγελματικούς ρυθμούς, διότι έπρεπε να παραχθεί μία σειρά των 11 κωμωδιών, κάτι που μας πήρε πάνω από έξι χρόνια στα οποία έπρεπε να δουλεύουμε πάρα πολλές ώρες, Κυριακές, αργίες και καλοκαίρια, γιατί αν η σειρά δεν είχε αλληλουχία, θα ξεχνιόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο εκείνη έγινα μπαμπάς και "είδα" την κόρη μου αφού πήγε στο δημοτικό», λέει χαριτολογώντας, για να περιγράψει τη δύσκολη εκείνη περίοδο της ζωής του. Η σειρά τελικά ολοκληρώθηκε το 1987 και ταυτόχρονα άρχισαν να γίνονται μεταφράσεις της Λυσιστράτης σε αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, προκειμένου να πωλούνται στην Ελλάδα, σε πωλητήρια μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, απευθυνόμενα σε τουρίστες. Με το κλείσιμο όλων των θυγατρικών της Αγροτικής Τράπεζας λίγα χρόνια αργότερα και μετά από μία σειρά περιπετειών με αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους κατέληξε στις εκδόσεις «Μεταίχμιο», όπου για 17 χρόνια έβγαζαν παλιά και νέα έργα του. Ο Τάσος Αποστολίδης μετά τα κόμικς «Οδύσσεια», «Αντιγόνη», «Ιφιγένεια», «Μύθοι του Αισώπου», «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα» και πολλά άλλα, κατέληξε στον «Αριστοτέλη», ενώ ήδη εδώ και έναν χρόνο δουλεύει πάνω στον Πλάτωνα για να κάνει κάτι αντίστοιχο. «Στο πιο δύσκολο, σοβαρό και επίπονο που θα μπορούσε να καταλήξει μία τέτοια σειρά ήταν η φιλοσοφία. Άλλωστε φιλοσοφία είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των παιδιών, είναι κατανόηση και γνώση, είναι τρόπος ερμηνείας της φύσης, των ανθρώπων και της κοινωνίας και το κόμικς έχει τη δυνατότητα να μας ταξιδέψει...», κατέληξε. Και το σχετικό link...
  5. Το graphic novel «Αριστοτέλης» του Τάσου Αποστολίδη και του Αλέκου Παπαδάτου ετοιμάζεται να μεταφραστεί σε επτά γλώσσες και οι δημιουργοί του αφηγούνται στην «Κ» το ταξίδι του από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο. Λεπτομέρεια από το ελληνικό εξώφυλλο του graphic novel «Αριστοτέλης» Το 2016 ήταν το «Έτος Αριστοτέλη». Τότε ο Τάσος Αποστολίδης παρακολούθησε στη Θεσσαλονίκη μια σειρά από συζητήσεις και εκδηλώσεις του Διεπιστημονικού Κέντρου Αριστοτελικών Μελετών για για τη σπουδαία κληρονομιά του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου. Εντυπωσιάστηκε για το πώς, 2000 χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο που άφησε πίσω του συνεχίζει να απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάπως έτσι ήρθε το τελικό «λάκτισμα» για τον Τάσο Αποστολίδη να βάλει μπρος ένα graphic novel για τον Αριστοτέλη. Είχε βέβαια πάντα στο μυαλό του να κάνει graphic novels για αρχαίους φιλοσόφους, και είχε ξεκινήσει να μαζεύει σχετική βιβλιογραφία για τη δημιουργία ενός κόμικ για τον φιλόσοφο από το 2014. Ο δημιουργός άλλωστε δεν έχει κρύψει την αδυναμία του για τον κόσμο της αρχαιότητας. Έχει διανύσει μια πορεία δεκαετιών στην ένατη τέχνη, έχοντας καταπιαστεί ξανά με θέματα προερχόμενα από την Αρχαία Ελλάδα: τις Κωμωδίες του Αριστοφάνη, τους Μύθους του Αισώπου, την Ιφιγένεια, την Αντιγόνη, την Οδύσσεια αλλά και κόμικ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα. Πέρα από κομίστας, ο Τάσος Αποστολίδης ήταν για 40 χρόνια και εκπαιδευτικός. «Ζει μέσα μου ο δάσκαλος», όπως λέει χαρακτηριστικά. Είναι αυτό που του ξυπνά την επιθυμία να μεταδώσει κάποια σημαντικά γι αυτόν πράγματα και στο κοινό, μέσα από τον διασκεδαστικό κόσμο των καρέ των κόμικ, εκλαϊκεύοντας και δραματοποιώντας αυτά τα έργα. Ύστερα λοιπόν από τρία χρόνια έρευνας και γραφής του σεναρίου, ο Τάσος Αποστολίδης συναντήθηκε με τον Αλέκο Παπαδάτο (βρίσκεται πίσω από το «Logicomix» μαζί με την Άννι Ντι Ντόνα) για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος, μια διαδικασία που κράτησε άλλη μία τριετία περίπου. Ο δεύτερος είχε μόλις ολοκληρώσει το graphic novel «Δημοκρατία» κι ήταν έτσι «ζεστός» από το κλίμα της Αρχαίας Ελλάδας. Μάλιστα το βιβλίο έγινε ουσιαστικά συγχρόνως σε δύο γλώσσες: ενώ γραφόταν λοιπόν στα ελληνικά, την ίδια στιγμή μεταφραζόταν στα γαλλικά. Κάτι που σημαίνει ότι ο Αλέκος Παπαδάτος ενσωμάτωνε συγχρόνως τα αρχεία και για τις δύο γλώσσες. Η δημιουργική ομάδα του «Αριστοτέλη» είχε επίσης να ξεπεράσει και το ζήτημα της απόστασης: ο Τάσος Αποστολίδης έμενε στη Θεσσαλονίκη, ο Αλέκος Παπαδάτος εκείνο το διάστημα βρισκόταν στη Γαλλία, η μεταφράστρια στην ίδια χώρα αλλά σε άλλη πόλη και οι δύο εκδότες στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα. Όπως καταλαβαίνετε, τo κόμικ δουλεύτηκε από απόσταση μέσα από αυτό το μικρό «δίκτυο» και υπήρχαν οι προκλήσεις του συντονισμού. Το πλάνο ήταν τον Σεπτέμβριο του 2022 το βιβλίο να κυκλοφορήσει συγχρόνως στη Γαλλία και στις γαλλόφωνες χώρες από την Dargaud – την εκδοτική εταιρεία που τυπώνει το «Αστερίξ και Οβελίξ» – και φυσικά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος. Στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης που ακολούθησε τον Οκτώβριο το βιβλίο τράβηξε το ενδιαφέρον από εκδότες της Κίνας, ενώ επίσης άρχισε να προχωρά η κυκλοφορία του «Αριστοτέλη» στην Τουρκία, στην Πορτογαλία, στη Γερμανία (θα βρίσκεται στα ράφια των γερμανικών βιβλιοπωλείων τον Ιούνιο), ενώ ο φιλόσοφος ετοιμάζεται να «μιλήσει» ακόμα και ισπανικά και κορεάτικα. Επίσης έχει ολοκληρωθεί και η μετάφραση του βιβλίου στα «διεθνή» αγγλικά, που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τη λίστα, σε μορφή e-book. Το να μεταφέρεις φιλοσοφικές έννοιες στη «λαϊκή» μορφή ενός κόμικ, δεν είναι φυσικά εύκολο. Ο Τάσος Αποστολίδης είναι και μαθηματικός και η επιστήμη του τον βοήθησε, μιας και – όπως λέει και ο ίδιος – «τα μαθηματικά με τη φιλοσοφία είναι πολύ κοντά». Μια βασική βέβαια δυσκολία ήταν το γεγονός ότι το υλικό που υπάρχει από τον Αριστοτέλη ήταν σημειώσεις για τα μαθήματά του κι όχι κείμενο προορισμένο να εκδοθεί, και άρα δεν ήταν λόγιο αλλά αρκετά «ξερό» και κοφτό στο ύφος του. Αυτό δυσκόλεψε τον δημιουργό στο να δώσει τελική μορφή σε έννοιες στο κόμικ του. Στη θεματολογία αυτή πάντως, παραμόνευε και μία «ευκολία»: η Αρχαία Αθήνα δεν μας κληροδότησε μόνο τη δημοκρατία αλλά και τον διάλογο. Δηλαδή, μία από τις βασικές δομές των graphic novels. Και ένα επίσης βασικό συστατικό της φιλοσοφίας. Κάπως έτσι, δύο «μακρινοί» κόσμοι ενώνονται και ακόμα και δύσβατα σημεία φιλοσοφικών θεωριών μπορούν να γίνουν κατανοητά σε έναν αναγνώστη. Υπήρχαν φυσικά και σκόπελοι που έπρεπε να ξεπεράσει ο Αλέκος Παπαδάτος δημιουργώντας τα πρόσωπα για το κόμικ. Ας πούμε, στις προτομές που διασώζονται ο Αριστοτέλης έχει μια όψη βλοσυρή, κάτι που δεν ήθελε να μεταφέρει στο συγκεκριμένο βιβλίο και έτσι έπρεπε να «μαλακώσει» τη μορφή του, δεδομένου ότι το κόμικ έχει και χιουμοριστικά στοιχεία. Κι έπειτα, είχε το δύσκολο έργο να φτιάξει γύρω στους 50 ακόμα χαρακτήρες για τους οποίους δεν υπήρχαν πάντα επαρκείς πηγές, κι έπρεπε από τη μία να προκύψουν από τη φαντασία του δημιουργού κι από την άλλη να φροντίσει να είναι διακριτοί μεταξύ τους. Τελικά ένα graphic novel για έναν φιλόσοφο σαν τον Αριστοτέλη, ποιον αναγνώστη «κυνηγάει»; «Το ότι τα κόμικ είναι κυρίως παιδικά και εφηβικά είναι ένας μύθος», όπως επιβεβαιώνει ο Τάσος Αποστολίδης. Εξάλλου, άνθρωποι που σήμερα είναι 50, 60 ή και μεγαλύτεροι, γαλουχήθηκαν με κόμικ όπως ο Αστερίξ, η Μαφάλντα και τόσα άλλα, «άρα έχουμε μια διαμορφωμένη αναγνωστική ομάδα αρκετά μεγάλη σε όλο τον κόσμο». Ο Αλέκος Παπαδάτος από την πλευρά του, χαίρεται που κατάφεραν να φτιάξουν «έναν ήρωα που μας μαθαίνει κάτι παραπάνω και είναι συμπαθής, γίνεται τελικά ένας από εμάς: έχει τους έρωτές του, τις απογοητεύσεις του, τις χαρές του και τις λύπες του». Ο αναγνώστης που είχαν στο μυαλό τους ήταν – μεταξύ άλλων – και οι ίδιοι, «για να γίνουμε οι κριτές του». Στόχος όμως ήταν και να γίνει προσβάσιμο σε όλους, «από 17 έως 77 ετών όπως λέμε στα κόμικ», θα καταλήξει ο ένας εκ των δύο δημιουργών. Το graphic novel «Αριστοτέλης» του Τάσου Αποστολίδη και του Αλέκου Παπαδάτου κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος. Και το σχετικό link...
  6. Το πολυαναμενόμενο κόμικς των Τάσου Αποστολίδη και Αλέκου Παπαδάτου για τον Αριστοτέλη μάς ταξιδεύει με τον πιο σύγχρονο και χιουμοριστικό τρόπο στη ζωή και τη σκέψη του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Γεννήθηκε σε μια εποχή πολυδιάσπασης του ελληνικού κόσμου. Ο θάνατός του συνέπεσε με την απαρχή μιας πρωτόγνωρης νέας εποχής αυτοκρατοριών και ανάμειξης των πληθυσμών. Υπήρξε μαθητής εκείνου που πρώτος καθόρισε την έννοια της λέξης «φιλοσοφία» και συνάμα ήταν προϊόν της πρώτης φιλοσοφικής σχολής που ιδρύθηκε ποτέ. Στη συνέχεια έγινε δάσκαλος ενός από τους μεγαλύτερους κατακτητές της Ιστορίας. Ήταν ο τελευταίος μιας σειράς στοχαστών, κορυφώνοντας μια διανοητική πορεία περίπου δυόμισι αιώνων που εξελίχθηκε στο πλαίσιο της πόλεως-κράτους. Πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν έμφυτη την επιθυμία για τη γνώση. Και το απέδειξε: όντας φιλοπερίεργος και αχόρταγος «βιβλιοφάγος», ανέπτυξε μια ευρυμάθεια απίστευτη για την εποχή του. Σύγχρονός μας – παρότι αρχαίος – καθώς ο τρόπος με τον οποίο ταξινόμησε και διευθέτησε τα συγγράμματά του σε ποικίλους τομείς της ανθρώπινης γνώσης (λογική, φυσική, οντολογία, ηθική, πολιτική, ρητορική-ποιητική) θυμίζει σύγχρονη επιστημονική πραγματεία. Αν και δεν μας διασώθηκε τίποτα απ’ όσα δημοσίευσε ενόσω ζούσε, τα «εσωτερικά» κείμενα της Σχολής του, που μας κληροδοτήθηκαν, καθόρισαν σε ασύλληπτο βαθμό τη σκέψη των ανθρώπων σε Ανατολή και Δύση επί δύο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα δεν είναι πια η «αυθεντία», αλλά ο τρόπος που σκεφτόμαστε και γράφουμε έχει καθοριστεί από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο του 4ου π.Χ. αιώνα, τον Αριστοτέλη. Πολλές βιβλιοθήκες έχουν γραφτεί για το έργο του. Πόσα όμως πραγματικά γνωρίζουμε για τη ζωή ενός από τους σημαντικότερους θεμελιωτές της παγκόσμιας φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης; Και πώς θα μπορούσε να γίνει προσιτή η σκέψη ενός στοχαστή που έχει γράψει επί παντός επιστητού; Η απάντηση βρίσκεται στο εξαιρετικό κόμικς «Αριστοτέλης» των Τάσου Αποστολίδη και Αλέκου Παπαδάτου, που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2022 από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για ένα αισθητικό και αφηγηματικό κόσμημα, που αν μη τι άλλο πετυχαίνει έναν άθλο: να συνοψίσει σε 216 σελίδες τον βίο και τη διαμόρφωση ενός φιλοσόφου, η σκέψη του οποίου δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί αν προσεγγιστεί επιφανειακά. Οι δημιουργοί του «Αριστοτέλη» είναι γνωστοί και ιδιαίτερα αγαπητοί στο κομιξόφιλο κοινό. Ο Τάσος Αποστολίδης (μαθηματικός και επί 42 χρόνια εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση) από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έχει γράψει σενάρια και, σε συνεργασία με Έλληνες σχεδιαστές, έχει διασκευάσει σε κόμικς κλασικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (κωμωδίες του Αριστοφάνη, μύθους του Αισώπου, έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα κ.ά.). Το σενάριο για τον «Αριστοτέλη» άρχισε να δουλεύεται το 2016, χρονιά κατά την οποία ο συγγραφέας παρακολούθησε συστηματικά τις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην πόλη του, Θεσσαλονίκη, για τον εορτασμό του «Επετειακού Έτους Αριστοτέλη». Ο Αλέκος Παπαδάτος μάς είναι γνώριμος από τις δύο προηγούμενες σχεδιαστικές, διεθνώς αναγνωρισμένες δουλειές του, το «Logicomix» και τη «Δημοκρατία». Η εμπειρία του από την εικονογράφηση κόμικς με φιλοσοφικό και αρχαιογνωστικό θέμα αντίστοιχα, τον κατέστησε τον πλέον κατάλληλο για την παρουσίαση αυτού του τεράστιου κεφαλαίου του ανθρώπινου στοχασμού. Ένα κόμικς που περιγράφει τη ζωή ενός στοχαστή της αρχαιότητας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσεται σε τρεις άξονες: της βιογραφίας, της φιλοσοφίας και της ανασύστασης μιας ολόκληρης εποχής. Το ξεδίπλωμα της ιστορίας βασίζεται σε ένα σεναριακό τέχνασμα: στην αφήγηση του Θεόφραστου, διάδοχου του Αριστοτέλη στη διοίκηση του «Λυκείου». Βρισκόμαστε στο 315 π.Χ., επτά χρόνια μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Περιπατητικής Σχολής. Έπειτα από μια «κινηματογραφική» εισαγωγή, ο Θεόφραστος ξεκινάει να αφηγείται στους σπουδαστές την περιπετειώδη ζωή του δασκάλου. Η αφήγηση ξεκινάει στα 323, όταν ο Αριστοτέλης πληροφορείται τον θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα και αμέσως αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα μαζί με την οικογένειά του, λόγω του αντιμακεδονικού μένους, ώστε να προλάβει τους συνωμότες και «να μην επιτρέψει στους Αθηναίους να κάνουν δύο φορές το ίδιο έγκλημα κατά της φιλοσοφίας» (η πρώτη φορά ήταν η καταδίκη του Σωκράτη). Κατά τη φυγή του, αναπολεί τη μέρα που, «δεκαεφτάχρονο επαρχιωτόπουλο», έφτασε στην Αθήνα και πρωτοεπισκέφτηκε την «Ακαδημία». Τα πρώτα του μαθήματα. Τις αντιλογίες προς τους καθηγητές του. Τις συζητήσεις του με τον Πλάτωνα. Την ανάπτυξη του δικού του φιλοσοφικού συστήματος. Τα ταξίδια του στην Άσσο και στη Λέσβο. Την ανάληψη της εκπαίδευσης του νεαρού Μακεδόνα Αλέξανδρου. Την επιστροφή του στην Αθήνα και την ίδρυση του «Λυκείου»… Με μια ενδιαφέρουσα χρωματική εναλλαγή, ο Παπαδάτος μάς ταξιδεύει σε δύο παράλληλες χρονικές περιόδους: στον «παροντικό» χρόνο του Θεόφραστου, με παλέτα μπλε ουλτραμαρίν, και στον «παρελθοντικό» χρόνο της ζωής του Αριστοτέλη, με παλέτα σε αποχρώσεις της σέπιας. Το άψογο σχέδιο, που ισορροπεί μεταξύ τρυφερής και καρικατουρίστικης απόδοσης των μορφών, διατηρεί την ανάγνωση αμείωτα απολαυστική. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δεν απεικονίζεται με το κλασικιστικό κλέος που συνήθως τον περιβάλλει, αλλά ως ένας μικρόσωμος συμπαθής ανθρωπάκος με καθημερινά πάθη και άγχη που ταυτόχρονα στοχάζεται για τα υψηλά και τα ωραία. Όσο για τον «κύκλο των χαμένων στοχαστών» της Σαλαμίνας, αποτελεί κατά τη γνώμη μου το πιο ξεκαρδιστικά ευρηματικό κομμάτι του κόμικς… Παρά τον εκλαϊκευτικό του χαρακτήρα, λόγω του πυκνογραμμένου κειμένου και της πληθώρας των εμφανιζόμενων χαρακτήρων, ο «Αριστοτέλης» απαιτεί τη συγκέντρωσή μας. Η καθημερινότητα στην Αθήνα ή στην Πέλλα της Μακεδονίας δεν χρησιμοποιείται παρά ως το σκηνικό όπου ο Αριστοτέλης, με διάφορες αφορμές, εμπνέεται και αναπτύσσει τις φιλοσοφικές θεωρίες του. Θεωρίες όπως του παραγωγικού συλλογισμού, της εντελέχειας, των τεσσάρων αιτίων και του «πρώτου κινούντος ακινήτου» εξηγούνται με τρόπο μοναδικό και διόλου κουραστικό, κάνοντάς μας κοινωνούς των βασικών αρχών της αριστοτελικής σκέψης. Και βέβαια, οι δημιουργοί δεν «χαρίζονται» στον κατά τ’ άλλα σπουδαίο και διαχρονικό φιλόσοφο όταν, ακόμη και αυτός (σε αντίθεση π.χ. με τον λίγο μεταγενέστερο, κατά πολύ προοδευτικότερο και ανοιχτόκαρδο Επίκουρο), αναπαράγει τις κυρίαρχες αντιλήψεις της αρχαιοελληνικής κοινωνίας για τις γυναίκες και τους ξένους. Το κόμικς των Αποστολίδη και Παπαδάτου ενδείκνυται σίγουρα ως εισαγωγή στον Αριστοτέλη. Εκτός αυτού όμως, μπορεί να διαβαστεί και ως ένα σεναριακά προσεγμένο και αισθητικά άρτιο εικονογραφημένο αφήγημα με εξαιρετικά καλοδουλεμένους χαρακτήρες και άφθονο χιούμορ, το οποίο εναλλάσσεται με… αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, φιλοσοφικούς στοχασμούς και κοσμολογικές αναζητήσεις. Και το σχετικό link...
  7. Αριστοτέλης: Η Athens Voice προδημοσιεύει αποκλειστικά ένα απόσπασμα του κόμικς των Αλέκου Παπαδάτου & Τάσου Αποστολίδη που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδ. Ίκαρος. Είναι ο φιλόσοφος οι ιδέες του οποίου επέδρασαν όσο κανενός άλλου στην παγκόσμια διανόηση διαρκώς επί είκοσι τέσσερις αιώνες. Ο Αριστοτέλης και η ζωή και φιλοσοφική του σκέψη έγιναν ένα εκτενές graphic novel που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Το σενάριο υπογράφει ο Τάσος Αποστολίδης (Οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη κ.ά.) και το σχέδιο ο Αλέκος Παπαδάτος (Logicomix, Δημοκρατία κ.ά.). Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Οι δύο συγγραφείς κατορθώνουν σε 216 σελίδες να ξετυλίξουν το νήμα της συναρπαστικής ζωής, της προσωπικότητας και της στοχαστικής ιδιοφυΐας του μεγαλύτερου φιλοσόφου όλων των εποχών. Με μια αφήγηση κατά βάση δραματοποιημένη, ενίοτε τριτοπρόσωπη, μ’ ένα σενάριο έντονο και ρυθμικό και με τον Αλέκο Παπαδάτο να ξεδιπλώνει – ίσως περισσότερο από ποτέ – τη δεινότητά του στα τεχνικά σημεία, στον χειρισμό των καρέ, στην – όχι απλά ικανοποιητική – εικονογράφηση ενός εκτενούς και απαιτητικού σεναρίου με πολύ κείμενο, ο αναγνώστης βρίσκεται σε συνεχή διάλογο μ’ ένα κόμικ του οποίου ο ειδολογικός χαρακτηρισμός ξεπερνά την ιστορία και τη βιογραφία. Η ιστορία βρίσκει στην αρχή της αφήγησης τον Αριστοτέλη στην Αθήνα αντιμέτωπο με το αντιμακεδονικό μένος που έχει ξεσπάσει μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναγκασμένο να εγκαταλείψει για άλλη μια φορά την πόλη που αγάπησε. Διά στόματος Θεόφραστου (υπηρετεί την πλοκή ως αφηγητής), φίλου του Αριστοτέλη και διαδόχου του στο «Λύκειο», βλέπουμε τη ζωή του στοχαστή: από την Αθήνα, την Άσσο, τη Λέσβο, την Πέλλα και τη Μίεζα, στα Στάγειρα, τους Δελφούς, πάλι την Αθήνα και τέλος τη Χαλκίδα. Με εντυπωσιακά πάνελ, συνδυασμό πεζού κειμένου και εικόνων, στακάτες προτάσεις (όπου η αφήγηση είναι δραματοποιημένη), με καρέ που υπηρετούν άριστα το μέσο και τις σελίδες γεμάτες με κάθε λογής τεχνικές εικονογραφικής απεικόνισης, ο Αριστοτέλης των Τάσου Αποστολίδη και Αλέκου Παπαδάτου είναι μία από τις πιο εκλεκτικές και σίγουρα καλύτερες ελληνικές κυκλοφορίες κόμικς των τελευταίων ετών. Η Annie Di Donna, που χρωμάτισε το κόμικς, κατορθώνει να ξεφύγει από το να το κάνει απλά ομορφότερο συνεισφέροντας ουσιαστικά, καθώς με τα χρώματα που επιλέγει κάνει ευδιάκριτη τη χρονική εναλλαγή της αφήγησης από τριτοπρόσωπη σε δραματοποιημένη. Ο Αποστολίδης επιλέγει να αφηγηθεί τη ζωή του μεγαλύτερου στοχαστή όλων των εποχών αδιαφορώντας για σύγχρονες ματιές πάνω στο έργο και κυρίως την προσωπικότητά του. Η αποστασιοποίησή του από τη σύγχρονη κριτική, η οποία έχει μεταξύ άλλων κατηγορήσει τον Αριστοτέλη για σεξισμό και υπεράσπιση της δουλείας, δίνει μεγάλη ανάσα στην αφήγησή του, καθώς προσδίδει διαχρονικότητα στη δουλειά του – μακριά από επίκαιρες και ίσως επιπόλαιες απόψεις. Δείχνει η αντιμετώπισή του αυτή, τέλος, ότι έχει κατανοήσει σε βάθος ότι η προσέγγιση του Αριστοτέλη στην ηθική ήταν εμπειρική – δηλαδή βασιζόταν στην παρατήρηση. Και στην παρατήρησή του αυτή εντασσόταν φυσικά και ο ήδη παγιωμένος και διαμορφωμένος κόσμος που τον περιέβαλλε. Και το σχετικό link...
  8. Εκατό χρόνια μετά το τραγικό 1922, η μικρασιατική εκστρατεία, ο ξεριζωμός και ο Γολγοθάς της προσφυγιάς ξαναζωντανεύουν μέσα από πέντε αξιόλογα ιστορικά κόμικς. Απόσπασμα από το «Αϊβαλί» του Soloup Ένας αιώνας συμπληρώθηκε από τη Μικρασιατική Καταστροφή – όπως ονομάστηκε η κορύφωση των κεμαλικών διωγμών και το ξερίζωμα του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Ένα τραύμα χαραγμένο στο συλλογικό ασυνείδητο, με την εικόνα της φλεγόμενης Σμύρνης να συμβολίζει όσο καμία άλλη τον ενταφιασμό του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Μακριά από εθνικιστικές μονομέρειες, η αφορμή 100 χρόνων από την καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού προσφέρεται για μελέτη και αναστοχασμό: στοιχεία απαραίτητα για την καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης, που παραμένει το ζητούμενο σε μια εποχή όπου ο φανατισμός συνυπάρχει με (και τροφοδοτείται από) την αφασία ενός άχρωμου, λοβοτομημένου παρόντος. Ως ελάχιστη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε πέντε αξιόλογες ελληνικές εκδόσεις οι οποίες αφηγούνται με τη γλώσσα των κόμικς τα γεγονότα της εποχής εκείνης. «Αϊβαλί» (εκδ. Κέδρος) Το «Αϊβαλί» του Soloup έχει γράψει τη δική του εκδοτική ιστορία. Πολυβραβευμένο και πολυμεταφρασμένο, το μνημειώδες γκράφικ νόβελ 440 σελίδων μάς μιλάει για το δράμα και την αξιοπρέπεια των απλών ανθρώπων στη δίνη του 1922, για την ανθρώπινη περιπέτεια στα άγρια κύματα της ιστορίας. Ο Soloup ταξιδεύει από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί. Συναντάει ανθρώπους της «άλλης πλευράς». Ξεψαχνίζει ιστορικά αρχεία. Και αφήνει τέσσερις Αϊβαλιώτες, τρεις Έλληνες κι έναν Τούρκο, να αφηγηθούν την ιστορία τους: τον Φώτη Κόντογλου, τον Ηλία Βενέζη, την Αγάπη Βενέζη-Μολυβιάτη και τον Αχμέτ Γιορουλμάζ. Μέσω αυτών μας ξανασυστήνει την Ανατολή: την «καθ’ ημάς», αλλά και των «άλλων». Τη Μικρασία των αρχαίων, βυζαντινών και νεότερων λογίων Ελλήνων που περήφανα έφεραν στην κουλτούρα τους οι πρόσφυγες του ’22, αλλά και την πατρίδα των τόσο άγνωστων και τόσο οικείων μας γειτόνων, με τους οποίους τόσες οδυνηρές μνήμες μας χωρίζουν, αλλά και τόσοι αιώνες συνύπαρξης μας ενώνουν. «1922 – Το τέλος ενός ονείρου» (εκδ. Ίκαρος) Ως συνέχεια του βιβλίου «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς», το κόμικς του Θανάση Πέτρου ακολουθεί κάποιους από τους ήρωες στην πορεία προς τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πρόκειται για την πιο αριστοτεχνικά αποδοσμένη σύνοψη των δύο χρόνων στρατιωτικών επιχειρήσεων που προηγήθηκαν της εισόδου των κεμαλικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Καρέ από το «1922» του Θανάση Πέτρου Κεντρικός πρωταγωνιστής ο Σμυρνιός Γιώργης Αμπατζής που, μετά την επάνοδό του από το Γκέρλιτς της Γερμανίας, κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό. Τον συναντάμε τον Αύγουστο του 1920, δεύτερο χρόνο μετά την έναρξη της ελληνικής κατοχής της ζώνης της Σμύρνης, να προελαύνει προς Ανατολάς με τον λόχο του, διασχίζοντας την Αλμυρά Έρημο. Μέσα από τη βασανιστική αυτή πορεία, που ξεκίνησε για την αντιμετώπιση των ανταρτών του Κεμάλ, παρακολουθούμε την καθημερινότητα των Ελλήνων στρατιωτών. Μια καθημερινότητα γεμάτη κακουχίες, στερήσεις, αιφνιδιαστικές επιθέσεις, πολύνεκρες μάχες και ελάχιστες στιγμές ψυχαγωγίας. Ο διχασμός ανάμεσα στους στρατιώτες είναι κυρίαρχος, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (π.χ. ήττα Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920, δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά) εντείνουν την αποσάθρωση του στρατεύματος. Τα αλλοπρόσαλλα και χιμαιρικά σχέδια που εκπόνησε η αντιβενιζελική κυβέρνηση οδηγούν σε στασιμότητα. Ειδικά μετά την αποτυχία της εκστρατείας προς την Άγκυρα, το καλοκαίρι του 1921, το ηθικό των φαντάρων κάμπτεται. Ο Πέτρου δεν... χαρίζει κάστανα στην ελληνική πλευρά: τα έκτροπα Ελλήνων στρατιωτών σε βάρος του άμαχου τουρκικού πληθυσμού (σφαγές, τρομοκρατία, βιασμοί) είναι διάχυτα στην αφήγηση, ενώ από την άλλη δεν λείπουν στιγμές πονοψυχίας προς τον πληγωμένο αντίπαλο. Το «Τέλος ενός ονείρου» ολοκληρώνεται με τη μεγάλη τουρκική αντεπίθεση της 13ης/26ης Αυγούστου 1922, τη διάλυση του μετώπου Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και την πανικόβλητη μαζική φυγή των αγροτικών ελληνικών πληθυσμών από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας προς τη Σμύρνη. «1923 – Εχθρική πατρίδα» (εκδ. Ίκαρος) …και από τη γενική υποχώρηση πριν από την καταστροφή, μεταφερόμαστε στον Πειραιά και στα περίχωρά του τον Σεπτέμβρη του ’22, αμέσως μετά την καταστροφή. Η ίδια η καταστροφή είναι αποτυπωμένη στις συνέπειές της: στο χάος που έχει φτάσει στην Ελλάδα σαν ωστικό κύμα. Στα αντίσκηνα που έχουν καταλάβει κάθε πεζοδρόμιο, κάθε πλατεία, κάθε δημόσιο χώρο. Στα μάτια των εξαθλιωμένων προσφύγων που κατακλύζουν τη νέα, αφιλόξενη πατρίδα. Απόσπασμα από το «1923» του Θανάση Πέτρου Από τα «εξωτικά» τοπία της Ανατολίας με τα τζαμιά, τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και τα σπαράγματα αρχαίων ναών, ο Θ. Πέτρου μάς πάει στα πρόχειρα παραπήγματα και τους μαχαλάδες που στήνονται όπως-όπως για να στεγάσουν χιλιάδες ανθρώπους. Η αντιμετώπιση από τους ντόπιους, τους «παλαιοελλαδίτες», είναι στις περισσότερες περιπτώσεις υποτιμητική έως εχθρική. Κάποιοι πρόσφυγες για να επιβιώσουν κάνουν μεροκάματα μεταφέροντας κάρβουνο. Μια νεαρή προσφύγισσα εξαναγκάζεται σε πορνεία. Εν τω μεταξύ ο εξανθηματικός τύφος θερίζει. Στο φόντο όλων αυτών, ο αναβρασμός της επαναστατικής κυβέρνησης Πλαστήρα, η ανακήρυξη της Αβασίλευτης, τα γεμάτα ένταση συλλαλητήρια. «Μανώλης» (εκδ. Μικρός Ήρως) Το παιδικό βίωμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς πραγματεύεται το γκράφικ νόβελ σε σχέδια του Antonin Dubuisson, το οποίο βασίζεται στο μυθιστόρημα του Alain Glykos με τίτλο «Ο Μανώλης απ’ τα Βουρλά». Πρόκειται για την ιστορία του μικρού Μανώλη από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας που έχασε βίαια την παιδική του ηλικία όταν οι Τσέτες εισέβαλαν στην περιοχή. Άφησε το πολυπολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε μέσα σε συνθήκες ολέθρου και αιματοχυσίας, για να ταξιδέψει υπό δυσχερείς συνθήκες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με τελικό προορισμό τη Γαλλία. Ο Alain Glykos επί της ουσίας παραθέτει τις αφηγήσεις του πρόσφυγα πατέρα του, οι οποίες μοιάζουν με τις αφηγήσεις εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς: «Όταν μπάρκαρα με τη γιαγιά μου από τη Μικρά Ασία, ο πατέρας μου μάλλον είχε ήδη πεθάνει. Κανείς δεν ήξερε τι είχε απογίνει το πτώμα του. Η θάλασσα ήταν κόκκινη απ’ το αίμα. H μάνα και τ’ αδέρφια μου πήραν άλλο καράβι…». «1922-2022: Ανακαλύπτοντας τα ίχνη ενός ξεριζωμού» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή) Απόσπασμα από το «1922-2022: Ανακαλύπτοντας τα ίχνη ενός ξεριζωμού» του Θανάση Καραμπάλιου Αν και δεν πρόκειται αμιγώς για κόμικς, το βιβλίο που επιμελήθηκε η «Διατμηματική Επιτροπή της Κ.Ε. του ΚΚΕ για τις μικρότερες ηλικίες της νεολαίας» χρησιμοποιεί το μέσο και την αισθητική των κόμικς, διά χειρός Θανάση Καραμπάλιου. Έχοντάς τη δομή εκπαιδευτικού εγχειριδίου (στα χνάρια της προηγούμενης έκδοσης του 2020, με τίτλο «Κι όμως, κινείται»), απευθύνεται σε παιδιά 10+, διαβάζεται όμως εξίσου ευχάριστα και από ενηλίκους που αναζητούν μια άλλη προσέγγιση της Μικρασιατικής Καταστροφής πέρα από το αμήχανο αστικό αφήγημα. Ο Καραμπάλιος, γνωστός για την προσήλωσή του στην ιστορική ακρίβεια, όπως μας έχει συνηθίσει στη βραβευμένη σειρά «1800», εικονογραφεί την τραγωδία του πολέμου και της προσφυγιάς ως κομμάτι της γενικότερης διεθνούς κατάστασης με το τότε ελληνικό κράτος ως θύτη και ως θύμα στη σκακιέρα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Με λύπη πληροφορηθήκαμε την αναβολή άφιξης του José Muñoz στη Θεσσαλονίκη λόγω προβλήματος υγείας. Η ομάδα του The Comic Con εκφράζει ευχές για ταχεία ανάρρωση στον σπουδαίο Αργεντινό δημιουργό, ώστε σύντομα να επανέλθει υγιής στην καθημερινή του ζωή και μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν το κοινό της Θεσσαλονίκης να μπορέσει να του μεταφέρει και από κοντά την αγάπη του. Και το σχετικό link...
  9. Ήταν ίσως επόμενο για τον Θανάση Πέτρου, μετά τα «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922» (και τα δύο από τις εκδόσεις Ίκαρος), που αποτύπωναν στις ιστορίες τους τον Εθνικό Διχασμό και την πορεία προς τη Μικρασιατική Καταστροφή, να ακολουθήσει ένα τρίτο γκράφικ νόβελ με βασικό θέμα την εξαθλίωση που βίωσαν οι πρόσφυγες όταν έφτασαν στον ελλαδικό χώρο. Το «1923 Εχθρική Πατρίδα» καταγράφει στις σελίδες του ακριβώς αυτό το ζήτημα, κατ’ αρχήν με ρεαλισμό και με ιστορική ενημερότητα, στοιχεία πολύτιμα όταν ασχολείται κανείς αφενός με σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα όπως η αποκατάσταση των προσφύγων ή η συγκρότηση της πρώτης προσφυγικής παραγκούπολης στη Δραπετσώνα, και αφετέρου με κρίσιμα πολιτικά γεγονότα όπως το «επαναστατικό κίνημα» των συνταγματαρχών Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά που εκδηλώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η «δίκη των έξι» και τόσα ακόμα. Έχοντας γνώση της βιβλιογραφίας, αλλά και διαθέτοντας ευαισθησία σαν αφηγητής και σαν σχεδιαστής (οι γραμμές και τα χρώματά του ταιριάζουν λες στην υφή τόσο των προσώπων όσο και των γεγονότων που τα περιβάλλουν), ο Θανάσης Πέτρου θέτει στο επίκεντρο του «1923» την ιστορία του Σμυρνιού Γιώργη Αμπατζή και του Ζακυνθινού Σπύρου Τζανέτου, δύο συμπολεμιστών στη Μικρασιατική Εκστρατεία που μόλις έχουν φτάσει στον Πειραιά τον Σεπτέμβριο του 1922. Εκεί συναντούν τα αδιέξοδα της προσφυγικής ζωής σε θέματα σίτισης, στέγασης, υγιεινής και περίθαλψης, αντιμετωπίζουν την έχθρα πολλών ντόπιων (που περιφρονούν, χλευάζουν ή εκμεταλλεύονται τους άνδρες και ιδίως τις γυναίκες πρόσφυγες, φτάνοντας ακόμα και στις εν ψυχρώ δολοφονίες), αλλά και γνωρίζουν μετέπειτα εμβληματικές μορφές της ρεμπέτικης ιστορίας, όπως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Βαγγέλη Παπάζογλου ή τον Στελλάκη Περπινιάδη. Αν πάντως η πλούσια κληρονομιά του ρεμπέτικου συνέβαλε σε μια γενικότερη εξιδανίκευση της περιόδου, ο κόσμος του προσφυγικού Πειραιά κάθε άλλο παρά ιδανικούς πρωταγωνιστές είχε, και ο Θανάσης Πέτρου το γνωρίζει καλά όταν σκιαγραφεί στο «1923» τα περίφημα πορνεία των Βούρλων και κυρίως τον χαρακτήρα του Μπάμπη Καραλή, ενός ανθρώπου πρώτου σε κλεψιές, τραμπουκισμούς και εκπορνεύσεις, στα δίχτυα του οποίου πέφτει και η αδερφή του Γιώργη Αμπατζή, η Μαριγώ, ενώ εκείνος την αναζητά απεγνωσμένα. Η τελική σκηνή της συνάντησης των δύο αδερφών συνοδεύεται από μια τιμωρία του Καραλή, όμως η μεγαλύτερη δικαίωση για τον αναγνώστη είναι εκείνη που του δίνει μια ιστορία η οποία συνδυάζει την ιστορική γνώση και την κοινωνική ευαισθησία με τους αντιπροσωπευτικούς και ολοζώντανους ανθρώπινους χαρακτήρες. Και το σχετικό link...
  10. 1923: Εχθρική Πατρίδα: Ο Θανάσης Πέτρου αποτυπώνει σε κόμικς τις κακουχίες που βίωσαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (εκδόσεις Ίκαρος). Μετά τη μεταφορά κλασικών μυθιστορημάτων σε κόμικς – τάση που έχει δει ιδιαίτερη άνθιση τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά κόμικς – η βουτιά στην ιστορία ήταν για τους κομίστες το επόμενο επιτυχημένο πείραμα. Και στην περίπτωση των κόμικς που έφτιαξε τα τελευταία τρία χρόνια ο Θανάσης Πέτρου μόνο για επιτυχημένο πείραμα μπορούμε να μιλάμε. Ξεκίνησε το 2020 με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς», όπου διηγείται ένα άγνωστο περιστατικό από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την παράδοση αμαχητί του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και την ιδιότυπη αιχμαλωσία τους στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας. Την επόμενη χρονιά συνέχισε με το «1922: Το τέλος ενός Ονείρου», με την αφήγηση να ακολουθεί τον Σμυρνιό Γιώργο Αμπατζή στην Μικρασιατική Εκστρατεία που οδήγησε στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και στην Μικρασιατική Καταστροφή. Φέτος επανέρχεται με το νέο του κόμικ με τίτλο «1923: Εχθρική Πατρίδα» (από τις εκδόσεις Ίκαρος, όπως και τα προηγούμενα) στο οποίο ακολουθεί για άλλη μια φορά τον ήρωά του, τον Γιώργο Αμπατζή, που τον συναντάμε στο λιμάνι του Πειραιά, πρόσφυγα, χωρίς υπάρχοντα και με την οικογένειά του να αγνοείται. Στο νέο αυτό κόμικ, ο Θανάσης Πέτρου καταπιάνεται με τις κακουχίες, την εχθρική διάθεση και την αφιλόξενη συμπεριφορά που βίωσαν από τους Ελλαδίτες οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Φτώχεια, πείνα, κοινωνικός διασυρμός, ο ανθρώπινος πόνος αποδίδονται με σεβασμό και επιτυχία σε αυτό το κόμικ. Η ευαισθησία του Πέτρου στην απεικόνιση όλων αυτών είναι ένα από τα δυνατά σημεία του εγχειρήματός του. Το άλλο είναι ότι, πέρα από τα προφανή και ίσως σχηματικά της υπόθεσης, δηλαδή την ιστορική αφήγηση, βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας όλη η ιστορία της Ελλάδας την περίοδο που απασχολεί και τον Πέτρου στις αφηγήσεις του. Κινήματα, δικτατορίες, πολιτικός αναβρασμός των εκάστοτε περιόδων, κοινωνικές συνήθειες, ακόμα και ο πολιτισμός αποτυπώνονται με γλαφυρό τρόπο από τον Πέτρου στα κόμικς αυτά. Δεν τον απασχολεί μονάχα μια στεγνή αναδιήγηση των ιστορικών γεγονότων, αλλά η συνολική αύρα και το κοινωνιολογικό αποτύπωμα της περιόδου. Η ενσωμάτωση των προσφύγων άλλωστε είναι ένα γεγονός που με συναρπάζει προσωπικά για τις προεκτάσεις που είχε σε ένα σωρό τομείς της υπόστασης του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του. Πέραν από το γεγονός ότι είναι ένα από τα πρώτα success stories του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η ενσωμάτωση των προσφύγων, παρόλο που μόνο εύκολη δεν ήταν, επέδρασε καταλυτικά τόσο δημογραφικά όσο και οικονομικά, γεωπολιτικά, κοινωνιολογικά, εθνολογικά και φυσικά πολιτισμικά. Η επίδραση των προσφύγων στον πολιτισμό και στις επικρατούσες λαϊκές κουλτούρες υπήρξε καθοριστική. Οι πρόσφυγες είχαν ζήσει άλλωστε σε τόπους με πολιτιστική παράδοση πολλών αιώνων, την οποία μετέφεραν στον τόπο που έγινε νέα τους πατρίδα. Κυριάρχησαν τα ρεμπέτικα αλλά και πολλοί λογοτέχνες όπως οι Γ. Σεφέρης, Η. Βενέζης, Κ. Πολίτης, Γ. Θεοτοκάς, Σ. Δούκας, ο ζωγράφος και συγγραφέας Φ. Κόντογλου διέπρεψαν στον τομέα και βοήθησαν σημαντικά στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας. Όλα αυτά είναι υπαρκτή πραγματικότητα στα τρία αυτά κόμικς του Θανάση Πέτρου. Θανάσης Πέτρου Θα έλεγα ότι τα κόμικς αυτά ξεφεύγουν από το καθαρά ιστορικό είδος. Ο ειδολογικός χαρακτηρισμός που θα τους απέδιδα δεν είναι στενά ιστορικός αλλά και ηθογραφικός, κι αυτό γιατί αποτελούν εμπράκτως έναν μοναδικό ηθογραφικό περίπατο στην ελληνική κοινωνία των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Ακόμα και οι ντοπιολαλιές αποδίδονται περίτεχνα στα σενάρια που δόμησε ο Θανάσης Πέτρου. Τεχνικά όμως υπάρχει, για μένα, το πιο μεγάλο ενδιαφέρον. Στους «Ομήρους» αφηγητής είναι ο Σαλονικιός Οικονόμου, στο «1922» ο Σμυρνιός Αραμπατζής, ενώ στο 1923 δεν υπάρχει αφηγητής κι επομένως όλα όσα ανέφερα, τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα, τα ηθογραφικά στοιχεία, είναι κεντημένα μέσα στο σενάριο. Νομίζω ότι είναι το καλύτερο δείγμα σεναρίου που έχουμε δει από τον Πέτρου. Ένα σενάριο ζωντανό, γρήγορο και γεμάτο δράση. Τα μουντά χρώματα περνούν επιδέξια το συναίσθημα στις δύο πρώτες ιστορίες ενώ στο «1923: Εχθρική Πατρίδα» η παλέτα αλλάζει και γίνεται πιο αισιόδοξη καθώς οι πρόσφυγες εγκαθίστανται στη νέα πατρίδα. Μαστορικά φτιαγμένα καρέ που υπηρετούν άριστα την πλοκή – ακόμα και όταν λείπει το σενάριο –, ενδελεχής ιστορική έρευνα, ψυχραιμία στην απεικόνιση της ιστορίας και των διαφόρων πολιτικών γεγονότων, σχέδιο προσηλωμένο στην ακρίβεια της σκηνοθεσίας, της εποχής των εκφράσεων των προσώπων. Ο Πέτρου ξέρει πολύ καλά τα κόμικς ως μέσο, χειρίζεται τις σελίδες και τα πάνελ του με αριστοτεχνικό τρόπο, σε μια αφήγηση ταυτόχρονα ακριβή και λιτή. Ξεφεύγει από τα καρέ, περνά στο περιθώριο της σελίδας επιστρέφοντας και πάλι σ’ αυτά, δείχνοντάς μας πως ξέρει να πει Ιστορία σε πολύχρωμες σελίδες με καρέ. Και το σχετικό link...
  11. Η κατάσταση στο λιμάνι του Πειραιά αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1923, οι συγκλονιστικές ιστορίες των προσφύγων και οι ανυπόφορες συνθήκες στις οποίες έπρεπε να ζήσουν, αντιμετωπίζοντας εχθρότητα και πολιτική αστάθεια, γίνονται για τον Θανάση Πέτρου το πλαίσιο για το νέο συγκλονιστικό graphic novel του. 1923, Πειραιάς, μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες κατακλύζουν το λιμάνι, ενώ το στρατιωτικό κίνημα που αναλαμβάνει επίσημα την άσκηση της εξουσίας απαιτεί την απομάκρυνση του βασιλιά. Η στρατοκρατούμενη διοίκηση πρέπει να φροντίσει για τη σίτιση και τη στέγαση των χαροκαμένων προσφύγων οι οποίοι, πέρα από τις ταλαιπωρίες τους, έχουν να υπομείνουν και τη σχεδόν εχθρική σε πολλές περιπτώσεις αντιμετώπιση από τους γηγενείς Έλληνες. Ο Σμυρνιός Γιώργος Αμπατζής και ο Ζακυνθινός Σπύρος Τζανέτος, συμπολεμιστές στη Μικρασιατική Εκστρατεία που έχουν πάρει το στρατιωτικό τους απολυτήριο και φτάνουν στον Πειραιά μαζί με τις χιλιάδες προσφύγων τον Σεπτέμβριο του 1922, αγωνίζονται να επιβιώσουν στις ανυπόφορες συνθήκες και την πολιτική αστάθεια σε ένα περιβάλλον με αμέτρητες δυσκολίες. Ο Αμπατζής αναζητά τη χαμένη του οικογένεια και ο Τζανέτος παραμένει στο λιμάνι για να βοηθήσει τον φίλο του. Το νέο κόμικς του Θανάση Πέτρου «1923, Εχθρική Πατρίδα» που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ίκαρος είναι το τρίτο μέρος της συναρπαστικής ιστορίας που ξεκίνησε με τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς, Μια απίστευτη, αληθινή ιστορία διχασμού και πολέμου» και συνεχίστηκε με το «1922, Το τέλος ενός ονείρου». Παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο τις συνθήκες στους καταυλισμούς των προσφύγων και τη δημιουργία μιας ολόκληρης περιοχής, της Κρεμμυδαρούς, μέσα από περιστατικά που είναι σκληρά και απάνθρωπα αλλά εντελώς αληθινά – με καρέ ωμής πραγματικότητας. «Αρχικά είχα ξεκινήσει να γράφω μια ιστορία που θα εστίαζε στο ρεμπέτικο, την οποία όμως εγκατέλειψα σχετικά γρήγορα, όταν συνειδητοποίησα ότι τα γεγονότα με το Δ' Σώμα Στρατού στο Γκαίρλιτς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν είχαν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον», εξηγεί ο Θανάσης Πέτρου. «Πριν ακόμα εκδοθούν οι "Όμηροι" είχα ξεκινήσει να ετοιμάζω τη συνέχειά τους, δηλαδή το “1922, το τέλος ενός ονείρου”, στο οποίο διαπραγματεύομαι την ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το να ασχοληθώ με τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και τη μοίρα των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μου φάνηκε ότι ήταν μονόδρομος, οπότε προέκυψε το “1923, Εχθρική πατρίδα”. Επομένως, αν και δεν ήταν ο αρχικός σκοπός μου να κάνω μια τριλογία, τελικά συνέβη. Στους "Όμηρους" τον ρόλο του αφηγητή παίζει ο Θεσσαλονικιός Οικονόμου, στο “1922” τη σκυτάλη παίρνει ο Σμυρνιός, ενώ στο “1923” ουσιαστικά δεν υπάρχει αφηγητής. Ξεκινώντας να συλλέγω υλικό και να γράφω το σενάριο για το “1923” είχα κατά νου η ιστορία μου να φτάσει μέχρι το 1936, την εποχή που επιβάλλεται η δικτατορία από τον Μεταξά. Ωστόσο, τα ιστορικά γεγονότα του ελληνικού Μεσοπολέμου είναι τόσα πολλά και τόσο σύνθετα που ήταν αδύνατο με την αφήγησή μου να καλύψω μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδο. Επομένως θα υπάρξει και συνέχεια γιατί θέλω η ιστορία των πρωταγωνιστών μου να ολοκληρωθεί το 1936 και μάλιστα αυτό να γίνεται στη γενέθλια πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη». — Τι έρευνα έκανες για να δημιουργήσεις το σκηνικό και τους ήρωες; Από τον τρόπο που μιλάνε μέχρι την κατάσταση στα καταλύματα στις περιοχές που τους έβαλαν να μείνουν; Προφανώς υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία που σχετίζεται με το θέμα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, της υποδοχής και της ένταξής τους στον ελλαδικό χώρο, έκανα μια επιλογή βιβλίων που αποτέλεσαν τις αρχικές πηγές μου. Πολύ βασικότερο ρόλο στην άντληση υλικού για το σενάριό μου είχε η ανάγνωση εφημερίδων της εποχής. Ουσιαστικά έκανα αποδελτίωση των καθημερινών φύλλων 4-5 εφημερίδων από τον Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι τον Απρίλιο του 1924. Ήταν πολύ κουραστικό, αλλά «ψάρευα» φοβερά πράγματα ώστε να σχηματίσω μια πληρέστερη εικόνα για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Βέβαια πάρα πολλά από αυτά δεν τα χρησιμοποίησα, αλλά αυτό πάντα συμβαίνει όταν κάνεις έρευνα και συλλέγεις υλικό, ένα πολύ μεγάλο μέρος του μένει στο ράφι. — Πες μου για τις αληθινές προσωπικότητες που εμφανίζονται μέσα στην ιστορία. Στη διάρκεια της αφήγησης βλέπουμε δύο φορές τον Νικόλαο Πλαστήρα, επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος, να βγάζει λόγο στο Σύνταγμα, ενώ ένα μικρό πέρασμα κάνουν ο έφηβος Μάρκος Βαμβακάρης (17 χρονών το 1922), ο συνθέτης Βαγγέλης Παπάζογλου και ο τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης (οι δυο τους, με βάση τη βιογραφία του Περπινιάδη, όντως είχαν γνωριστεί στα Βούρλα). Κατά τα άλλα, όσοι χαρακτήρες εμφανίζονται στο βιβλίο είναι επινοημένοι. — Πόσο δύσκολο ήταν να εντάξεις όλα αυτά τα γεγονότα μέσα στο σενάριο του κόμικς και σε ελάχιστα καρέ; Δεν ήταν εύκολο, γιατί επιπλέον στο τρίτο βιβλίο δεν υπάρχει αφηγητής, επομένως τα πάντα έπρεπε να γίνονται κατανοητά από την οπτική αφήγηση και τους διαλόγους. Μόνο στην τελευταία σελίδα του βιβλίου θα διαβάσουμε τις σκέψεις του Αμπατζή. Ήταν επιλογή μου να απουσιάζει ο αφηγητής που θα μας περιγράφει κάποια γεγονότα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ή θα τοποθετεί χωρικά ή χρονικά τον αναγνώστη. Επομένως, όλα τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου στην οποία αναφέρομαι δεν περιγράφονται αυτά καθ’ εαυτά, αλλά προσπάθησα να τα εντάξω έμμεσα. — Μίλησέ μου για τους άλλους χαρακτήρες του κόμικς, τον Σπύρο Τζανέτο, τον Μπάμπη Καραλή, τη Μαριγώ… Ο Σπύρος Τζανέτος, Επτανήσιος στην καταγωγή, ήταν συμπολεμιστής του Αμπατζή στη Μικρασιατική Εκστρατεία και σ’ αυτή την πρωτόγνωρη πραγματικότητα που αντικρίζουν στον Πειραιά αποφασίζει να μείνει και να συμπαρασταθεί στον φίλο του. Στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να φύγει, γιατί τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1922 οι ακτοπλοϊκές γραμμές είχαν διακοπεί. Όλα τα πλοία ουσιαστικά χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά προσφύγων από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου προς τα μεγάλα λιμάνια της ηπειρωτικής ή της νησιωτικής χώρας. Ο χαρακτήρας του Μπάμπη Καραλή, μαζί με την παρέα του, ουσιαστικά αντιπροσωπεύει τον ντόπιο Πειραιώτη που είναι μάγκας, πονηρός, λωποδύτης και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους πρόσφυγες, ώστε να βρει έναν εύκολο τρόπο βιοπορισμού. Με δεδομένο ότι το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε στον Πειραιά και με δεδομένο ότι σήμερα υπάρχει μια ρομαντική, σχεδόν μυθική διάσταση γύρω από αυτό και τους δημιουργούς του, θέλησα να δείξω ότι ο κόσμος της μαγκιάς του Πειραιά, στην πραγματικότητα απείχε πάρα πολύ από οποιαδήποτε ειδυλλιακή εικόνα έχουμε πλέον εμείς και η οποία βασίζεται στα ρεμπέτικα τραγούδια. Ο κόσμος της μαγκιάς είχε κλέφτες, απατεώνες, φυλακόβιους, νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες, τραμπούκους. Θύμα του Μπάμπη πέφτει η έφηβη Μαριγώ, η αδελφή του Αμπατζή, η οποία έχει χάσει την οικογένειά της στη Σμύρνη και φτάνει ολομόναχη στον Πειραιά. — Η κατάσταση στα προσφυγικά ήταν πολύ δύσκολη, κι ο τρόπος που παρουσιάζεται στο «1923» είναι πολύ ρεαλιστικός. Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο από τα στοιχεία που μάζευες όσο ετοίμαζες το κόμικς; Είχες πηγές για αυτές τις αναφορές; Την πραγματική διάσταση των προβλημάτων την ξέρουν φυσικά μόνο όσοι πρόσφυγες τα βίωσαν στο πετσί τους. Από ’κει και πέρα όλοι εμείς οι υπόλοιποι, θα πρέπει αναγκαστικά να βασιστούμε στις μαρτυρίες αυτών των προσφύγων, όπως στις αφηγήσεις της Αγγέλας Παπάζογλου ή σε λογοτεχνικά έργα. Αν έχω καταφέρει στο κόμικς να περιγράψω, έστω με τον ελάχιστο ρεαλισμό, την κατάσταση και τις συνθήκες που επικρατούσαν, θα είμαι πολύ ικανοποιημένος. — Πες μου για το πολιτικό πλαίσιο της ιστορίας – που είναι στην ουσία η επιβίωση στον προσφυγικό καταυλισμό και η αναζήτηση της οικογένειας του Αμπατζή. Ουσιαστικά, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή θα επικρατήσει ένα κίνημα στρατιωτικών το οποίο θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Σήμερα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μια δικτατορία συνταγματαρχών, εκείνη την εποχή όλες αυτές οι ενέργειες των στρατιωτικών που κατέλυαν το πολιτικό σύστημα ονομάζονταν «κινήματα». Για να μη μακρηγορήσω, τα πολιτικοϊστορικά γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου είναι καταλυτικά: η υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την κεμαλική Τουρκία, η τιμωρία των ενόχων για την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η έναρξη συνομιλιών Ελλάδας και Τουρκίας με ποικίλα και πολυσύνθετα προβλήματα (ανατολική Θράκη, πολεμικές αποζημιώσεις, το Πατριαρχείο, οι πρόσφυγες κ.λ.π.). Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της χώρας το κολοσσιαίο πρόβλημα είναι φυσικά η στέγαση, η σίτιση, η περίθαλψη και η γεωγραφική κατανομή των χιλιάδων προσφύγων που κατέφτασαν στον ελλαδικό χώρο. Από εκεί και πέρα, η καθημερινότητα των πρωταγωνιστών μου επηρεάζεται φυσικά από τα πολιτικά θέματα που προκύπτουν, αλλά το κυριότερο ζήτημα είναι κατά βάση αυτό της επιβίωσης, ή για τον Αμπατζή το να βρει αν η οικογένειά του έχει γλιτώσει από την καταστροφή, ενώ παράλληλα βλέπουμε πώς δημιουργείται η Κρεμμυδαρού, η περιοχή που θα αποτελέσει αργότερα τη Δραπετσώνα. — Ο τρόπος που υποδέχτηκαν οι ντόπιοι τους πρόσφυγες είναι σοκαριστικός, αν και είναι στο DNA μας να μη θέλουμε ξένους στο σπίτι μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν μαθαίνει ποτέ ο Έλληνας από την ιστορία… Υπάρχουν δύο βασικές διαστάσεις σε ότι αφορά την υποδοχή των προσφύγων. Από τη μία είναι η κρατική μέριμνα που έπρεπε να λειτουργήσει άμεσα, σε μεγάλη κλίμακα και αποτελεσματικά και η οποία προφανώς δεν επαρκούσε, οπότε χρειάστηκε μεγάλη συνδρομή από το εξωτερικό. Να αναφέρω ένα ενδεικτικό παράδειγμα της κατάστασης: τις πρώτες ημέρες που άρχισαν να φτάνουν πρόσφυγες στον Πειραιά γινόταν διανομή μόνο ξηράς τροφής, γιατί δεν υπήρχαν σκεύη για να τους προσφέρουν φαγητό. Από την άλλη οι ντόπιοι Πειραιώτες, μια και το κόμικς διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στον Πειραιά, είδαν την πόλη τους να πλημμυρίζει από χιλιάδες εξαθλιωμένους ανθρώπους. Να έχουμε υπόψη ότι στην αρχή οι πρόσφυγες που κατέφθαναν ήταν ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα, μια και οι άντρες από 18 έως 45 ετών είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους. Προφανώς πολλοί ντόπιοι προσπάθησαν να τους βοηθήσουν, αλλά πολλοί τους αντιμετώπισαν εχθρικά, ενώ κάποιοι θέλησαν να τους εκμεταλλευτούν. Πολλοί Αθηναίοι ή Πειραιώτες έτρεξαν να βρουν ανάμεσα στους πρόσφυγες οικιακές βοηθούς και παραδουλεύτρες, αλλά αρκετές γυναίκες και νέες κοπέλες έπεσαν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και οδηγήθηκαν στην πορνεία. Πρέπει να ήταν τόσο μεγάλη η προσπάθεια εξαπάτησης του γυναικείου προσφυγικού πληθυσμού ώστε πολύ σύντομα ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε στους ντόπιους να έχουν επαφές με τους πρόσφυγες, αν πρώτα δεν αποδείκνυαν την οικογενειακή τους κατάσταση και ότι όντως χρειάζονταν οικιακή βοηθό. Επίσης να προσθέσω ότι μέσα από τις αναγνώσεις των εφημερίδων της εποχής, διαπίστωσα ότι ο Πειραιάς ήταν ούτως ή άλλως μια περιοχή όπου η γενική παραβατικότητα, οι τραυματισμοί, ακόμη και οι ανθρωποκτονίες για ασήμαντες αφορμές μάλλον ήταν σε καθημερινή βάση. — Πες μου και για το κρατικό πορνείο των Βούρλων. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή του Πειραιά φαίνεται ότι υπήρχε πολύ μεγάλο πρόβλημα με τα χαμαιτυπεία που εξυπηρετούσαν ναυτικούς και εργάτες και ήταν διασκορπισμένα στην περιοχή. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν για τη διασπορά των εκδιδόμενων γυναικών μέσα στην πόλη και απαιτούσαν τη μεταφορά των πορνείων εκτός των ορίων της πόλης. Έτσι το 1873 παραχωρήθηκε μία έκταση στην περιοχή Βούρλα, που ήταν κοντά στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου και θα προοριζόταν για την κατασκευή ενός κτιριακού συγκροτήματος-πορνείου. Ο δήμαρχος Πειραιά, κάτω από μυστήριες συνθήκες, ανέθεσε την εργολαβία στον Νικόλαο Μπόμπολα, ο οποίος αποπεράτωσε το κτιριακό συγκρότημα το 1875. Στην πραγματικότητα ήταν ένα περίκλειστο στρατόπεδο-φυλακή-πορνείο υπό την επίβλεψη της χωροφυλακής. Στα Βούρλα οι εργαζόμενες γυναίκες (ακόμα και ανήλικες) ήταν στην πραγματικότητα φυλακισμένες μέσα στο κτιριακό συγκρότημα, που ήταν χωρισμένο σε τρεις πτέρυγες. Τα δωμάτιά τους είχαν έναν βασικό εξοπλισμό (κρεβάτι, τραπέζι, καρέκλα και νιπτήρα τοίχου), ενώ στην κοινόχρηστη αυλή υπήρχαν αποχωρητήρια, λουτρά και καφενείο. Η κατάταξη των των γυναικών γινόταν σύμφωνα με την ηλικία τους. Στην πρώτη πτέρυγα ήταν οι μεσόκοπες 40-50 ετών, στη μεσαία οι γυναίκες 18-40 ετών και στην τρίτη πτέρυγα τα κορίτσια 14-18 ετών. Οι διευθύντριες, απόμαχες πόρνες, ήταν υπεύθυνες για την ενοικίαση των δωματίων, επέβλεπαν την προσέλευση των πελατών και την είσπραξη του αντιτίμου, φρόντιζαν για τις εβδομαδιαίες ιατρικές εξετάσεις των γυναικών στο Νοσοκομείο Συγγρού για αφροδίσια νοσήματα. Οι γυναίκες μπορούσαν να βγουν έξω από τα Βούρλα μόνο για ιατρικές εξετάσεις ή αν έπαιρναν άδεια από τις αστυνομικές αρχές, πράγμα σπάνιο. Απ’ ότι φαίνεται υπήρχαν γυναίκες που μεγάλωναν μέσα στα Βούρλα τα παιδιά τους. Πληροφορίες από πρώτο χέρι για τα Βούρλα έχουμε από τα επιτόπια ρεπορτάζ που έκαναν η συγγραφέας-δημοσιογράφος Λιλίκα Νάκου το 1936 για την εφημερίδα «Ακρόπολις», ο δημοσιογράφος Κανελλής που επισκέφθηκε τα Βούρλα το 1933 για λογαριασμό της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» και από τις βιογραφίες του Μάρκου Βαμβακάρη και του Νίκου Μάθεση. Δεν είναι βέβαιο πότε τερματίστηκε η λειτουργία του πορνείου των Βούρλων (άλλοι υποστηρίζουν το 1934, άλλοι το 1937), πάντως στην περίοδο της Κατοχής το συγκρότημα είχε μετατραπεί σε φυλακές. Αργότερα μετονομάστηκαν σε «Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς», οι οποίες λειτούργησαν μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας. Είναι γνωστή η ιστορία της απόδρασης 27 φυλακισμένων κομμουνιστών το 1955, οι οποίοι σε τέσσερις μήνες έσκαψαν σήραγγα 18-19 μέτρων για να καταφέρουν να αποδράσουν. Και το σχετικό link...
  12. Ακόμη μια δύσκολη χρονιά έφτασε στο τέλος της χωρίς κάποιο ελπιδοφόρο μήνυμα για την επόμενη. Τα ελληνικά κόμικς ωστόσο στάθηκαν στο ύψος τους με πολλές νέες κυκλοφορίες και με τους εκδοτικούς οίκους να αντιστέκονται και να επιμένουν. Όπως κάθε τελευταία εβδομάδα του έτους, καταγράφουμε ορισμένα από τα κόμικς που μας κράτησαν συντροφιά σε εποχές κατήφειας και απομόνωσης. Γυμνά Οστά Δημοσθένης Παπαμάρκος, Κανέλλος Cob (εκδόσεις Polaris) Χρόνια μετά το τέλος του πολιτισμού όπως τον ξέραμε, ένας από τους τελευταίους ανθρώπους πασχίζει να επιβιώσει μαζί με το συμβιωτικό του. Οι μηχανές που έχουν κυριεύσει τον κόσμο απαιτούν ενέργεια και «τρέφονται» από τους λιγοστούς επιζήσαντες, ενώ αυτοί έχουν ανάγκη τις μηχανές για να αντέξουν λίγο παραπάνω σε μια εύθραυστη ισορροπία αμοιβαίου συμφέροντος. Η τεχνολογία δεν εξελίχθηκε όπως ναρκισσιστικά την ονειρευόταν ο άνθρωπος, και οι Παπαμάρκος και Cob φιλοτεχνούν ένα πολυεπίπεδο φιλοσοφικό και οντολογικό σχόλιο για τη φύση της ύπαρξης και την ηθική της επιβίωσης, με αμέτρητες αναφορές στην ιστορία της ανθρωπότητας και της τέχνης. 1922 Θανάσης Πέτρου (εκδόσεις Ίκαρος) Μετά το «Όμηροι του Γκαίρλιτς», ο Θανάσης Πέτρου επιστρέφει στη νεότερη ελληνική ιστορία και ειδικότερα στις τραγικές μέρες που προηγήθηκαν της Καταστροφής της Σμύρνης. Καταγράφοντας το οδοιπορικό μιας ομάδας αβοήθητων Ελλήνων στρατιωτών στην Τουρκία με προορισμό τη Σμύρνη, χωρίς «πυξίδα», χωρίς τροφή, χωρίς σχέδιο και ουσιαστικά εγκαταλελειμμένων από το κράτος, ερμηνεύει εν πολλοίς την αναμενόμενη έκβαση της προσπάθειας. Ο Πέτρου (που φέτος έδωσε επίσης το σπαρακτικό ψυχολογικό δράμα «Υπομονή Θέλει» από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως και πιο πρόσφατα το «Ξημέρωσε ο Θεός τη Μέρα» σε σενάριο Τάσου Ζαφειριάδη από τις εκδόσεις Πατάκη) με εντυπωσιακή τεκμηρίωση, προσπαθώντας και πετυχαίνοντας να μείνει πιστός στα πραγματολογικά και ιστορικά δεδομένα, στήνει μια συγκινητική μυθοπλασία με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους-θύματα του διαχρονικού μεγαλοϊδεατισμού μας. ’21, Η Μάχη της Πλατείας Soloup (εκδόσεις Ίκαρος) Τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 ήταν η κατάλληλη αφορμή για τη δημιουργία ενός εντυπωσιακού σε μέγεθος και πληροφορίες βιβλίου γύρω από την πιο σημαντική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Για να περιγράψει ο Soloup όλα όσα συνέβησαν πριν αλλά και μετά την επανάσταση, χωρίζει το βιβλίο του σε πολλά μικρά κεφάλαια, οιονεί λήμματα, που συνδέονται όμως αριστοτεχνικά μεταξύ τους μέσω μιας πανέμορφης ιστορίας που εξελίσσεται στο σήμερα. Ένας ηλικιωμένος λάτρης της Ιστορίας και μια νεαρή κοπέλα που διψά να την κατανοήσει συζητούν στη σκιά του Κολοκοτρώνη στην Παλιά Βουλή και «διδάσκουν» πώς πρέπει να προσεγγίζεται το παρελθόν, χωρίς πανηγυρισμούς και αφορισμούς. Οι Τρομοκράτες Νικόλας Ρώσσης (εκδόσεις Jemma Press) Το σκάνδαλο Ιράνγκεϊτ συντάραξε τη διεθνή κοινή γνώμη τη δεκαετία του 1980 γιατί τα είχε όλα: παράνομο εμπόριο όπλων, σκοτεινές διαδρομές βρόμικου χρήματος, μυστικούς πράκτορες, στρατιωτικούς, πολιτικούς και παρακράτος σε συντονισμένη δράση, επέμβαση στα πολιτικά πράγματα ξένων χωρών με άρωμα ανατροπής νόμιμων κυβερνήσεων, επικίνδυνα παιχνίδια πολιτικής επικράτησης. Ενορχηστρωτής του σκανδάλου ήταν ο Λευκός Οίκος επί Ρέιγκαν, με πρώτο βιολί τον στρατιωτικό καριέρας Όλιβερ Νορθ. Σε όλο αυτό το χάος προσπαθεί να βάλει τάξη και να το καταγράψει ο Νικόλας Ρώσσης στην πρώτη του και εντυπωσιακά δοσμένη και τεκμηριωμένη μεγάλη ιστορία κόμικς. Μέρες Λατρείας Γιώργος Γούσης, Παναγιώτης Πανταζής (εκδόσεις Polaris) Το Πάσχα στο χωριό για τον Τίτο, έναν έφηβο από την Αθήνα σε ολιγοήμερες διακοπές, ήταν πάντα το ίδιο. Οι ίδιες συνήθειες, τα ίδια φαγητά, τα ίδια έθιμα, το ίδιο πρόγραμμα, οι ίδιες προβλέψιμες εξελίξεις. Η εφηβεία όμως είναι μια έκρηξη συναισθημάτων και προσδοκιών. Τα πάντα διογκώνονται, οι χαρές γίνονται θρίαμβοι και οι στενοχώριες καταστροφές. Ο Τίτος, το συγκεκριμένο Πάσχα, παίρνει την απόφαση να μη γυρίσει στην Αθήνα αν δεν ζήσει κάτι πραγματικά μεγάλο. Οι εφηβικοί έρωτες προαναγγέλλουν τη μετάβαση από την άγουρη παιδικότητα στην ενηλικίωση και το παιδί μεγαλώνει απότομα σε ένα γλυκόπικρο κλίμα αθωότητας με ημερομηνία λήξης. Παλιές Πουτάνες Σπύρος Δερβενιώτης (εκδόσεις Χαραμάδα) Πίσω από τη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας που γράφεται πάντα από τους νικητές, βρίσκονται άνθρωποι. Οι πολλοί και ανώνυμοι συνήθως δεν επηρεάζουν τα πράγματα και η Ιστορία τούς αποσιωπά. Κάποιοι γράφονται με χρυσά γράμματα γιατί βρέθηκαν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή και πήραν πρωτοβουλίες. Και κάποιοι κρύβονται στο βάθος, στις σκιές, καταφέρνοντας να βγαίνουν πάντα αλώβητοι και θριαμβευτές. Σε αυτές τις Παλιές Πουτάνες αναφέρεται με το γνωστό χιούμορ του και δεν τους χαρίζεται καθόλου ο Δερβενιώτης, σε μια δράκα διαπλεκόμενων τυχοδιωκτών που διαχρονικά είναι με το μέρος των νικητών αλλά πάντα στα μουλωχτά. Σπαζοραχούλα ή Το Μάτι της Μέδουσας Στιβ Στιβακτής – Έλενα Γώγου (εκδόσεις Jemma Press) Αν το Brokeback Mountain γυριζόταν στην Ελλάδα και αν οι δημιουργοί του είχαν χιούμορ, θα λεγόταν Σπαζοραχούλα. Ο Στιβακτής και η Γώγου πλάθουν μια υπέροχα αστεία και μαγικά ρεαλιστική σαρκαστική ιστορία για το κυνήγι της ευτυχίας και της αυτογνωσίας σε έναν εχθρικό κόσμο, αυτόν της ελληνικής επαρχίας. Έναν κόσμο που διαθέτει όμως και αμέτρητες νησίδες ελπίδας και σωτηρίας, αρκεί να ξέρεις πού να ψάξεις και να τολμήσεις να περιπλανηθείς. Στις πολλές Ελλάδες που ξεδιπλώνονται όσο πιο βαθιά τολμά να ταξιδέψει, αναζητά ο βοσκός Κωνσταντής το παλικάρι των ονείρων του κόντρα σε προκαταλήψεις και αγκυλώσεις, αλλά με θαρραλέους και ανοιχτόμυαλους συμμάχους. Αποτυπώματα 1967-1975 Κυριάκος Ρόκος (εκδόσεις Στερέωμα) Ένα από τα πρώτα ολοκληρωμένα κόμικς που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα (1978) δημιουργήθηκε από έναν γλύπτη. Ο Κυριάκος Ρόκος το φιλοτέχνησε στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της δικτατορίας και αποτελεί ένα μοναδικό ιστορικό και καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Με μια επινοημένη και φαινομενικά ακατάληπτη γλώσσα που παρ’ όλα αυτά λειτουργεί αφηγηματικά και βγάζει νόημα και με εικόνες ρέουσες, γεμάτο παραλλαγμένες διαφημίσεις, σλόγκαν και ειδήσεις της εποχής, δίνει ιδανικά το κλίμα της ανελευθερίας, της θλίψης, της καταπίεσης αλλά και της ανυπακοής, της διαμαρτυρίας, της εξέγερσης ενάντια στη χούντα. Τα Θέλουμε Όλα Κυριάκος Μαυρίδης (Εκδόσεις των Συναδέλφων) Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Νάνι Μπαλεστρίνι, το έργο του Κυριάκου Μαυρίδη αποτελεί ένα πλήρως τεκμηριωμένο ντοκουμέντο, συνοδευμένο από εκτενείς σημειώσεις του δημιουργού, για τον μεγάλο απεργιακό αγώνα των εργατών της Φίατ στην Ιταλία το 1969. Με παραστατικότητα και χωρίς μεγαλοστομίες, ο Μαυρίδης μεταφέρει το αγωνιστικό κλίμα από τις διαδηλώσεις, τις κινητοποιήσεις, τις συνελεύσεις των Ιταλών εργατών, ακόμα και από τις αντιφάσεις του κινήματος που τις κρίσιμες στιγμές, απέναντι στην αδιαλλαξία της εργοδοσίας και τον κρατικό αυταρχισμό, στάθηκε ενωμένο και έγινε παράδειγμα για το μέλλον. Ρεμπέτικο – Ιστορία και Πρωταγωνιστές Νίκος Κουφόπουλος και 14 σχεδιαστές (εκδόσεις Ελυζέ) Όσα και να γραφτούν για το Ρεμπέτικο και την ιστορία του, θα είναι πάντα λίγα. Ο Νίκος Κουφόπουλος με τα σενάριά του επιχειρεί και επιτυγχάνει να φωτίσει ακόμα περισσότερες πλευρές του καθαρά ελληνικού μουσικού και κοινωνικού φαινομένου. Σε συνεργασία με 14 σχεδιαστές καταγράφει σημαντικές στιγμές του ρεμπέτικου γύρω από τα απαγορευμένα τραγούδια και τα ρεμπέτικα της κατοχής, τους τεκέδες του Πειραιά, τους σμυρνέικους αμανέδες, τις απαγορεύσεις και τη λογοκρισία, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, την Μπέλλου, τη Νίνου, τον Χατζιδάκι. Σε μια χρονιά με λοκντάουν και την πανδημία να μονοπωλεί τις ζωές μας, δεν θα μπορούσαν να λείψουν και τα ανάλογα κόμικς. «Οι Έγκλειστοι» του Περικλή Κουλιφέτη (εκδόσεις Μικρός Ήρως) είναι μια χιουμοριστική και μελαγχολική συνάμα καταγραφή των ατέλειωτων ωρών της καραντίνας που μοιράζονται ο Στάθης και το μισάνθρωπο καναρίνι του, ο Αγαθοκλής, ενώ το «Το Λέει η Επιστήμη» (αυτοέκδοση) του Πάνου Γερακάκη είναι μια συλλογή από σαρκαστικά στριπάκια με πρωταγωνιστές σε πολλά από αυτά τον «Μωυσή» πρωθυπουργό μας και τον εκπρόσωπό του, Σωτήρη Τσιόδρα. Αξιοσημείωτες για τη χρονιά που φεύγει ήταν επίσης οι δυο νέες περιοδικές ανθολογίες από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως («Non Stop Comics», μια συλλογή από ιστορίες κυρίως δράσης και περιπέτειας και «Μουσικά Καρέ», μια έκδοση που εξερευνά τη σχέση κόμικς και μουσικής), η συλλογική δουλειά «Τσοντοκόμικ» ως ένας ύμνος στο απενοχοποιημένο σεξ και το «Ο Μαρίνος Ρούσος θα παίξει την Τρομπέτα του», ένα φλιπ κόμικς φτιαγμένο από Έλληνες δημιουργούς με τη τζαζ στο επίκεντρο, στη μνήμη του Soter Tas που έχασε τη ζωή του λίγο πριν φιλοτεχνήσει τη δική του συμμετοχή στο βιβλίο. Τέλος, δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτόν τον απολογισμό η σπουδαία πρωτοβουλία του Τάσου Μαραγκού (ο οποίος κυκλοφόρησε μέσα στη χρονιά δυο νέα μικρά αλμπουμάκια και τη συνέχεια του εμβληματικού «Hard Rock») «Πενάκια εναντίον Γκλομπ», που συγκέντρωσε διαδικτυακά έργα πολλών δημιουργών με θέμα την αστυνομική βία και ασυδοσία. Στα αξιοσημείωτα επίσης η 5η συνέχεια του «1800» του Θανάση Καραμπάλιου, το 2ο μέρος από τα «Μυστήρια Πράματα» του Θανάση Πετρόπουλου, καθώς και οι δυο νέες εκδόσεις του κύκλου του «World War Sapiens» του Δημήτρη Καμένου, όλα από τη Jemma Press. Με την ευχή ότι του χρόνου θα μπορούμε να γράφουμε για ακόμη περισσότερα κόμικς, από το Καρέ Καρέ, Καλή Χρονιά! Και το σχετικό link...
  13. Δημιουργός κόμικς, εικονογράφος, σχεδιαστής, είναι κάποιες από τις ιδιότητες με τις οποίες είναι γνωστός ο Πέτρος Χριστούλιας. Όλες σχετικές με την εικόνα. Σε αυτές προστέθηκε πρόσφατα κι ακόμα μία, αυτή του συγγραφέα παιδικών βιβλίων. «Η Ατμομηχανή του Χρόνου» είναι η πρώτη του συγγραφική δουλειά. Και είναι συναρπαστική. Τα ταξίδια στον χρόνο αποτελούσαν πάντα προκλήσεις για συγγραφικές επινοήσεις και αγαπημένα θέματα των αναγνωστών. Συνήθως τέτοια ταξίδια στη λογοτεχνία – αλλά και στον κινηματογράφο, στα κόμικς κ.λ.π. – συνδυάζονταν με τρελές περιπέτειες, με απρόσμενα σενάρια, με εντυπωσιακά ειδικά εφέ. Επιπλέον, οι επιστροφές στον χρόνο συνήθως αφορούν συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, που είναι φορτισμένες με ιστορική σημασία και συγκεκριμένα μέρη που είναι ικανά να εξάψουν τη φαντασία. Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο ένα θέμα τόσο εξωπραγματικό να «περιορίζεται» σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας και να μην έχει ούτε πανίσχυρα υπερόπλα ούτε καταστροφές και φιλοσοφικά παράδοξα ούτε απαστράπτουσες χρονομηχανές. Ο Πέτρος Χριστούλιας το κατάφερε όμως. Στο βιβλίο του μπορεί να μην υπάρχουν τα αναμενόμενα σε ένα τέτοιο έργο. Και κυρίως να μην υπάρχει μια μηχανή του χρόνου. Είναι αρκετή όμως μια «Ατμομηχανή του Χρόνου» (εκδόσεις Ίκαρος, 152 σελίδες) η οποία μεταφέρει τον Άλκη και τη Φωτεινή σε μια προηγούμενη εποχή της ίδιας τους της πόλης και σε ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί. Αν και δεν δηλώνεται ρητά πουθενά στο βιβλίο αυτή η πόλη είναι η Χαλκίδα, πόλη στην οποία ζει, εργάζεται και δημιουργεί ο Χριστούλιας. Και είναι μια υπέροχη Χαλκίδα. Με τις ιδιαιτερότητές της, με τα παράξενα υδάτινα φαινόμενά της, με τα καραβάκια στο στενό που τη χωρίζει από την απέναντι στεριά, με τα ήσυχα και κατάφυτα δρομάκια της. Όλα αυτά, ιδιαίτερα στην παλαιά εποχή κατά την οποία εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, υποκαθιστούν και με το παραπάνω την απουσία όλων των συμβατικών «αναμενόμενων» που προαναφέραμε. Μετατρέποντας έτσι την «Ατμομηχανή του Χρόνου» σε ένα πανέμορφο ταξίδι στον χρόνο, σε μια πανέμορφη πόλη, με πρωταγωνιστές δύο μικρά παιδιά που γνωρίζουν από κοντά τη μαγεία και τη γοητεία της απλότητας και της αθωότητας μιας άλλης, οριστικά χαμένης εποχής: «Σε λίγο περπατούσαν στις γειτονιές της πόλης τους, που τώρα, με όλα αυτά τα σπίτια με τις κεραμοσκεπές και τις αυλές τους, που από τα κάγκελά τους ξεχείλιζαν διάφορα φυτά, έμοιαζε περισσότερο με κάποιο χωριό. Οι μεθυστικές μυρωδιές από τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα ήταν σίγουρα πιο ευχάριστες από τις αναθυμιάσεις των αυτοκινήτων που είχαν συνηθίσει». Η γραφή του Πέτρου Χριστούλια είναι απλή, κατανοητή και γεμάτη νοήματα και συναισθήματα για τα παιδιά άνω των 9 ετών στα οποία απευθύνεται η έκδοση, ενώ η αφήγηση συμπληρώνεται από τα έξυπνα, δεκάδες σχέδια του δημιουργού που προσφέρουν σε ορισμένα σημεία του βιβλίου την απαραίτητη οπτικοποίηση που κάνει την ιστορία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Σε ένα ακόμα παράδειγμα παιδικής, εφηβικής και νεανικής λογοτεχνίας που τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας γνωρίζουν και θα συνεχίζουν να γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη και εξέλιξη. Και το σχετικό link...
  14. Για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 ετοιμάζονταν γιορτές και πανηγύρια. Ο Covid απέτρεψε τα γλέντια και έτσι μείναμε μόνο με τον Κάρολο και τις καβαλίνες των αλόγων. Κυκλοφόρησαν όμως ορισμένα σπουδαία βιβλία για το θέμα. Με το «’21, η μάχη της πλατείας» του Soloup να ξεχωρίζει. Έχουμε χορτάσει από Παπαφλέσσα και Κώστα Πρέκα, από ξυρισμένες φάτσες ηρώων της Επανάστασης και καλοσιδερωμένες φουστανέλες, από παρελάσεις και λόγους εκπροσώπων σωματείων και πολιτιστικών συλλόγων, από εμβατήρια και καταθέσεις στεφάνων. Μπορεί να είναι αναπόφευκτα όλα αυτά όταν συντηρούν εθνικούς μύθους και μεγάλες αφηγήσεις. Αλλά πόσο συμβάλλουν στη γνώση της Ιστορίας; Και ακόμα περισσότερο στην κατανόησή της; Πόσα γνωρίζουμε για το τι πράγματι συνέβη το 1821, λίγο πριν και λίγο μετά; Και από ποιων τα γραπτά, τις μαρτυρίες, τα απομνημονεύματα, τις αφηγήσεις; Με πόσο κριτικό μάτι είμαστε διατεθειμένοι και ικανοί να ξαναδούμε το 1821 ως ιστορικό γεγονός, ενταγμένο στην εποχή του και απαλλαγμένο από σύγχρονα εθνικά συμφέροντα; Να αντικρίσουμε τους πρωταγωνιστές του όχι ως αφίσες σε σχολικές τάξεις και εξώφυλλα στα Κλασσικά Εικονογραφημένα αλλά ως ανθρώπους με σάρκα και οστά, με πάθη, όνειρα και ανησυχίες; Να μάθουμε λίγο περισσότερα τόσο για την από δω πλευρά, τη «δικιά μας», όσο και για την άλλη πλευρά; Να αποφύγουμε τις εξιδανικεύσεις και τις ωραιοποιήσεις και να τοποθετήσουμε την αλλαγή που συνέβη στην Ελλάδα σε ένα γενικότερο πλαίσιο γεωπολιτικών ανακατατάξεων; Όλα αυτά είναι δύσκολα και απαιτούν χρόνο, διάβασμα και σίγουρα αλλαγή νοοτροπίας. Μπορεί να είναι πιο εύκολα όμως αν έρθουν μέσω της τέχνης, μέσω μιας μυθοπλασίας που στο επίκεντρό της βρίσκονται η ελληνική ιστορία και η Επανάσταση του 1821. Και τέτοιο είναι το «’21, η μάχη της πλατείας» (εκδόσεις Ίκαρος, 750 σελίδες) του Soloup, επτά χρόνια μετά το πολυβραβευμένο «Αϊβαλί» για τα γεγονότα του 1922 και τρία χρόνια μετά τον σπαρακτικό και πανέμορφο «Συλλέκτη» για τη γονεϊκή αποξένωση. Το «’21» αποτελεί μια ιδανική πρόταση αλλαγής παραδείγματος απέναντι στα καθιερωμένα και προτείνει μια διαφορετική ματιά πάνω στα γεγονότα που οδήγησαν στη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. «Τι πραγματικά γνωρίζουμε σήμερα για το 1821; Και τι θα νιώθουν, τι θα λένε για την Επανάσταση οι millennials στα δικά τους παιδιά; Ποια είναι η εικόνα, η παράσταση, η οπτική αντίληψη που έχουμε για εκείνο τον Αγώνα; Ανταποκρίνεται στην αισθητική και το περιεχόμενο των πινάκων του Βρυζάκη; Σε όσα μας εξιστορεί ο Μακρυγιάννης και αναπαριστά ο γνωστός ως Παναγιώτης Ζωγράφος; Σε όσα έβλεπε σε αυτήν ο Θεόφιλος; Στη συγκινησιακή φόρτιση των κειμένων και των ζωγραφικών έργων των φιλελλήνων διανοουμένων της εποχής της; Ανταποκρίνεται στην οπτική – και σε έναν βαθμό κιτς – σημειολογική αφήγηση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου, με ιδιαίτερα παραγωγική έμφαση κατά την περίοδο της Επταετίας; Κι αλήθεια γιατί χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ η Ελληνική Επανάσταση – μια επανάσταση στο πλαίσιο του αγώνα των λαών για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, μέσα στο εκρηκτικό κοινωνικοϊστορικό και ιδεολογικό τοπίο της Ευρώπης που άλλαζε τόσο δραματικά τον 19ο αιώνα – στα χείλη “εθνικοφρόνων σωτήρων” παντός τύπου;» αναρωτιέται η Εύη Σαμπανίκου, καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που συμμετείχε στην υλοποίηση του βιβλίου ως επιστημονικός σύμβουλος, στο εισαγωγικό της σημείωμα. Και συμπληρώνει ότι αυτό που ενδιέφερε ιδιαίτερα την ομάδα που εργάστηκε για την υλοποίηση του βιβλίου μαζί με τον Soloup ήταν το μετά την Επανάσταση: «Αυτό το μετά είναι που αναζητήσαμε. Επιχειρήσαμε λοιπόν να ξαναδούμε την Επανάσταση με όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένη, σύγχρονη ματιά και να αποδώσουμε σε αυτήν τη δική μας ανάγνωση των αθέατων όψεων, καλά φυλαγμένων σαν σκοτεινά μυστικά στα αρχεία της Ιστορίας». Την έρευνα των αρχείων και την επιμέλεια του παραρτήματος του βιβλίου υπογράφουν οι Νατάσα Καστρίτη, ιστορικός Τέχνης, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου, ιστορικός, και Παναγιώτα Παναρίτη, δρ Αρχαιολογίας, όλες επιστημονικές συνεργάτριες του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου που, όπως αναφέρουν στο δικό τους εισαγωγικό σημείωμα, είχαν εργασία εξαντλητική και πολυεπίπεδη: «Η αφήγηση και η τεκμηρίωση του έργου βασίστηκαν σε πρωτότυπο υλικό (πηγές της περιόδου, ιστορικά κείμενα, απομνημονεύματα αγωνιστών και ξένων φιλελλήνων, ημερολόγια, αρχειακό υλικό κ.λ.π.), ιστορικά αναγνώσματα, ιστορικές μελέτες κ.ά. Το ίδιο ισχύει και για την εικονογράφηση: πρωτότυπο εικαστικό υλικό της περιόδου (προσωπογραφίες, ζωγραφικοί πίνακες, χαρακτικά κ.λ.π), καλλιτεχνικές αποτυπώσεις, σύγχρονες των γεγονότων, αποτέλεσαν σε μεγάλο βαθμό πρότυπα για τα τελικά σκίτσα». Και όλα αυτά με τελικό υπεύθυνο τον Soloup που, όπως αναφέρει, είχε πολύ δύσκολες αποφάσεις να λάβει μπρος σε έναν τεράστιο όγκο υλικού: «Υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν μάθαμε ποτέ. Μια άλλη ιστορία ή, καλύτερα, πολλές διαφορετικές ιστορίες για την Ελληνική Επανάσταση, που απέχουν σημαντικά από τα στερεότυπα του εθνικού αφηγήματος και των σχολικών επετείων. Πώς θα μπορούσαμε, λοιπόν, να τα δέσουμε όλα αυτά μαζί; Τις διαφορετικές θέσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των πρωταγωνιστών, τις κυρίαρχες αφηγήσεις πλάι στις αιρετικές; Και εκείνο που θα προκύπτει στο τέλος να είναι, πάνω από όλα, ένα έντεχνο ανάγνωσμα, ένα κόμικς με τους δικούς του αφηγηματικούς και αισθητικούς κανόνες». Το «’21» είναι λοιπόν, πρώτα και κύρια, μια μεγάλη ιστορία κόμικς. Έχει μια πρωταγωνίστρια και έναν πρωταγωνιστή. Και αυτή δεν είναι η Μπουμπουλίνα ούτε η Μαντώ Μαυρογένους, όπως και αυτός δεν είναι ούτε ο Κολοκοτρώνης ούτε ο Αθανάσιος Διάκος. «Συμμετέχουν» και αυτοί φυσικά στο βιβλίο, αλλά η ιστορία χτίζεται πάνω σε ένα εντελώς διαφορετικό από τους ήρωες της Επανάστασης δίδυμο και διαδραματίζεται κυρίως στην πλατεία της Παλιάς Βουλής, δίπλα στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη με την περικεφαλαία (μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία όπως την αφηγείται και τη σχεδιάζει ο Soloup) στη σύγχρονη Αθήνα. Μια νέα κοπέλα παρκάρει το σκουτεράκι της στον δρόμο και φεύγει για δουλειές στο κέντρο. Όταν επιστρέφει η βαλίτσα είναι ανοιχτή αλλά ένας ηλικιωμένος κύριος την καθησυχάζει ότι δεν λείπει τίποτα από μέσα. Στη σκιά του αγάλματος γίνεται η πρώτη γνωριμία του Κάρπου (από το Πολύκαρπος) και της Λίμπυ (από το Ελευθερία, Liberty). Μια γνωριμία που θα εξελιχθεί σε ένα «μάθημα» για την Ελληνική Επανάσταση σε 21 κεφάλαια. Ο Κάρπος και η Λίμπυ θα μιλήσουν για τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον Νικηταρά, τον Ρήγα Φεραίο, τον Υψηλάντη, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Καποδίστρια, τον Κωλέττη, τον Μαυροκορδάτο, τον Μαχμούτ Β’, τον Βαχίτ Πασά, τον Ντελακρουά, τα Δερβενάκια, το Μεσολόγγι, την Τρίπολη, το Βαλτέτσι. Ο Κάρπος αφηγείται και η Λίμπυ μαθαίνει. Και μέσα από τις αφηγήσεις αναδύονται όλα τα σημαντικά περιστατικά που οδήγησαν στην Επανάσταση, όσα συνέβησαν κατά τη διάρκειά της και όσα ακολούθησαν. Αλλά και πολλά που δεν είναι ευρέως γνωστά ή αποσιωπήθηκαν από την επίσημη ιστοριογραφία. Και κάποια που δεν φωτίζουν μόνο τις πράξεις των εξεγερμένων αλλά και των Τούρκων, των συμμάχων των Ελλήνων και των αντιπάλων τους, των ξένων που έγραψαν για την Ελλάδα ή την επισκέφθηκαν κ.ά. Σ’ αυτό το τεράστιο μωσαϊκό δεν μένουν κρυφές πτυχές, καθώς ο Soloup δεν επιδιώκει να εξιδανικεύσει την Επανάσταση ή να αποδώσει τα μελανά σημεία της σε αόρατους παράγοντες ή ορκισμένους ανθέλληνες. Γι’ αυτό δίπλα στις ηρωικές πράξεις, στον αγώνα για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση, στην αυτοθυσία και τον αλτρουισμό, περιγράφει και τις στιγμές της διχόνοιας, της βαναυσότητας όλων των πλευρών, της προδοσίας. Δεν αποκρύπτει τα πολιτικά σφάλματα και τα ιδιοτελή κίνητρα που χαρακτήρισαν στιγμές της Επανάστασης ούτε επιχειρεί να φιλοτεχνήσει τις συνήθεις αγιογραφίες των πρωταγωνιστών παρουσιάζοντάς τους ως άσπιλους και αμόλυντους από τα ανθρώπινα ελαττώματα, τα πάθη και τα λάθη. Κι όταν η συγκινητική ιστορία του Κάρπου και της Λίμπυ μέσω της οποίας ο αναγνώστης έχει δει με άλλα μάτια την Επανάσταση ολοκληρώνεται, αρχίζει το δεύτερο μέρος του βιβλίου, ένα υπόδειγμα τεκμηρίωσης και πληροφοριών με κεφάλαια όπως «Η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης και η συγγραφή της», «Βόλια vs Γράμματα», «Φουστανέλα vs Βελάδα», «Λόγος και Εικόνα στο '21». Τέλος, ιδιαιτέρως κατατοπιστικά είναι το εκτενές Χρονολόγιο, το λεπτομερές Γλωσσάρι, το Λεξικό Ονομάτων με περισσότερες από 150 αναφορές σε πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Επανάσταση, αλλά και οι αναφορές σκίτσων σε εικαστικά έργα που ξεπερνούν τις 75. Όλα αυτά μαζί αποτελούν το ιδανικό υλικό και συνθέτουν το ιδανικό αποτέλεσμα για να τιμηθεί η Επανάσταση του 1821. Χωρίς στερεότυπα και ρομαντικές αφηγήσεις με «αθάνατες Ελλαδάρες», «κρυφά σχολειά» και «βρομότουρκους», αλλά με τεκμηριωμένη γνώση, με στοιχεία, με αναφορές στις πηγές και πάνω απ’ όλα, μέσω της τέχνης των κόμικς με την υπογραφή του Soloup σε σενάριο και σχέδια. Στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου στην Καλαμάτα που φέτος έχει θέμα «Διεκδικώντας την Ελευθερία» και θα διεξαχθεί από 18 Ιουνίου έως 28 Ιουλίου, θα λάβει χώρα η διεθνής έκθεση κόμικς «Η 7η Τέχνη Συναντά την 9η» με τη συμμετοχή των Giuseppe Palumbo και Andrea Bruno, δύο εμβληματικών δημιουργών που πρωταγωνιστούν εδώ και χρόνια στην ιταλική σκηνή των κόμικς, του Κροάτη Danijel Zezely και τριών εκ των σημαντικότερων Ελλήνων δημιουργών, των Θανάση Πέτρου, Soloup και Γιώργου Μπότσου καθώς και του γραφίστα-εικονογράφου και καλλιτεχνικού διευθυντή της Βαβέλ Soto Anagno. Η επιλογή των έργων και η επιμέλεια της έκθεσης ανήκει στη δημιουργική ομάδα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς της Βαβέλ, ενώ η έκθεση του Soloup θα έχει ως θέμα της φυσικά το νέο του βιβλίο «’21, Η Μάχη της Πλατείας». Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν στις 19 Ιουνίου στις 7.30 το απόγευμα στην γκαλερί A49 (Αναγνωσταρά 49, Καλαμάτα). Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Κυριακή 20 Ιουνίου και θα μιλήσουν γι’ αυτό ο σκηνοθέτης Μελέτης Μοίρας, ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Κουκουλάς και ο δημιουργός του, ενώ αμέσως μετά θα ακολουθήσει η πρώτη επίσημη παρουσίαση του ντοκιμαντέρ «’21, Η Μάχη της Πλατείας / Making of… behind the scenes» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μελέτη Μοίρα. Και το σχετικό link...
  15. Ο Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος) μιλάει στην ATHENS VOICE για το graphic novel «Η Μάχη της Πλατείας», που αναφέρεται στην Επανάσταση του 1821. Ξεκίνησα να παρακολουθώ τη δουλειά του Soloup σποραδικά από την εποχή του «Ανθρωπόλυκου», στη Βαβέλ, πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Κάποια στιγμή τον συνάντησα κιόλας για κάποια υπόθεση που αφορούσε τις κοινές μας σπουδές, οπότε έχοντας εικόνα τόσο του ανθρώπου όσο και της δουλειάς του, μου ήταν πολύ ευκολότερο να κρατάω στο μυαλό μου τα πράγματα με τα οποία καταπιανόταν. Δεν είμαι ο ειδικός των κόμικς ή των graphic novels, έρχεται όμως η στιγμή που καταλαβαίνεις πότε κάποιος καλλιτέχνης δουλεύει τη ματιά του, προχωράει την τέχνη του, κάνει βήματα μπροστά. Το «Αϊβαλί» ήταν μια καταπληκτική δουλειά, πρωτόγνωρη για την Ελλάδα, βαθιά και ταυτόχρονα απολαυστική. Ο «Συλλέκτης», τα «Έξι Διηγήματα Για Έναν Κακό Λύκο» ήταν ένα από τα πολύ συγκινητικά κείμενα-έργα των τελευταίων χρόνων. Κι ύστερα, η «Μάχη της Πλατείας». Με μια ερευνητική ομάδα που αποτελούνταν από τις Νατάσα Καστρίτη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου και Παναγιώτα Παναρίτη και με την επιστημονική συμβολή της Εύης Σαμπανίκου. Ένα έργο που υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της 1ης προκήρυξης της δράσης «Επιστήμη και κοινωνία – 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση» και το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας κι Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ένα έργο που τελεί υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (ΕΙΜ). Το πιο φιλόδοξο αλλά και το πιο απαιτητικό έργο για τον Soloup, το οποίο πηγαίνει καλά όχι μόνο ως έκδοση. Ήδη υπάρχει η ταινία-ντοκιμαντέρ του Μελέτη Μοίρα «’21 – Η μάχη της πλατείας / Making of... behind the sketches» που θα παρουσιαστεί μαζί με το graphic novel στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Πελοποννήσου στις 19 και τις 20 Ιουνίου, ενώ ετοιμάζεται και η ομώνυμη έκθεση που θα παρουσιαστεί στο Κτίριο της Παλαιάς Βουλής σύντομα. Μετά από περισσότερο από 25 χρόνια είχα τη χαρά να μιλήσω και πάλι με τον Soloup, τον Αντώνη Νικολόπουλο, κι αυτή τη φορά η συζήτηση αφορούσε αποκλειστικά την τέχνη του. Γεια σου Αντώνη! Ας ξεκινήσουμε από την ιδιότητά σου, με την οποία θα ασχοληθούμε λιγότερο στη συζήτησή μας. Τι απαιτεί το να είσαι γελοιογράφος; Μολύβια, γόμες και το να μπορείς όλα αυτά που μας βάζουν να καταπιούμε αμάσητα, τον θυμό, τη στενοχώρια, τη μελαγχολία που σου βγαίνει απ’ όσα φορτώνουν στις ζωές μας, να τα κάνεις χιούμορ. Το ότι έχεις σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες σε βοηθάει στην πολιτική γελοιογραφία ή καμιά φορά σε δυσκολεύει κιόλας; Όχι, ίσα ίσα. Σίγουρα βοηθάει. Το χιούμορ είναι το ένα συστατικό της γελοιογραφίας. Το άλλο είναι η κριτική ματιά. Το να μπορείς ν’ αντιλαμβάνεσαι δηλαδή τη δομή των πραγμάτων. Τις συγκρούσεις, τα συμφέροντα πίσω από τα πολιτικά πρόσωπα της επικαιρότητας. Δεν αρκεί να σπας πλάκα με τους πολιτικούς. Μπορείς φυσικά να σατιρίζεις τις φιγούρες τους αλλά η σάτιρα δεν πρέπει να αφορά την προσωπική τους ζωή αλλά τις πολιτικές επιλογές και τις ιδέες που εκπροσωπούν. Και σε αυτό σίγουρα βοηθάει να έχεις μια βαθύτερη, πιο ειδική γνώση. Να προσπερνάς τις εντυπώσεις της επικαιρότητας και να σημαδεύεις μακρύτερα, στην ουσία των καταστάσεων. Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στο να δουλεύεις πάνω σ’ ένα χιουμοριστικό κι ένα μη χιουμοριστικό κόμικ; Ξεκίνησα στη «Βαβέλ» φτιάχνοντας χιουμοριστικά κόμικς. Τον «Ανθρωπόλυκο», τον «Μήτσο Κυκλάμινο». Τα περισσότερα χρόνια μου τα πέρασα φτιάχνοντας χιουμοριστικά κόμικς. Με μυτόνγκες σαν αυτή του Αστερίξ και βάζοντας τους ήρωες σε τρελές καταστάσεις όπως στις ιστορίες του Edika και του Crump. Όμως δεν μπορείς όλα τα θέματα να τα κάνεις εικόνες και σκίτσα με τον ίδιο τρόπο. Πώς να μιλήσεις δηλαδή για την τραγική παγίδα που βιώνει ένας πατέρας καθώς αναζητά το παιδί του στον «Συλλέκτη» ή για τη Μικρασιατική καταστροφή στο «Αϊβαλί»; Μπορείς να τους σκιτσάρεις με μυτόνγκες σαν του Αστερίξ; Το θέμα που καταπιάνεσαι είναι, λοιπόν, αυτό που σε οδηγεί. Το σενάριο και η ανάγκη να το υπηρετήσεις όσο γίνεται καλύτερα. Με τα κατάλληλα σκίτσα και την ανάλογη ατμόσφαιρα. Είναι πολύ όμορφο που με τα χρόνια μπορώ πλέον να εκφράζομαι με διαφορετικά σχεδιαστικά στιλ. Και για τα ευτράπελα και σαρκαστικά, αλλά και τα πιο βαθιά και ψυχοβόρα ζητήματα. Όταν πρωτοδιάβασα το «Αϊβαλί» μου είχε φανεί ότι επρόκειτο για μια κοπιαστική και δύσκολη εργασία. Ήταν πραγματικά έτσι; Ποιες ήταν οι προκλήσεις που είχες να αντιμετωπίσεις; Στο «Αϊβαλί» ακολούθησα σχεδόν υπνωτισμένος μια υπαρξιακή περιέργεια: τις δικές μου ρίζες απ’ τη Μικρασία, τις αναμνήσεις από τις ιστορίες της γιαγιάς μου της Μαρίας, τη δική μου τοποθέτηση στον χρόνο, αν θέλεις και τους «άλλους», τους αιώνια εθνικούς εχθρούς μας, τους Τούρκους. Αυτό πήγαινε κι εγώ ακολουθούσα. Όταν όμως σκαλίζεις τέτοια θέματα, προκύπτουν και άλλα ζητήματα που έχεις ν’ αντιμετωπίσεις. Ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία, ο κατατρεγμός, η προσφυγιά. Να δεις τα ιστορικά γεγονότα πέρα από συναισθηματισμούς αλλά την ίδια ώρα να μπορείς ν’ ακούσεις φορτισμένες μαρτυρίες των ανθρώπων που τους έλιωσε στην κυριολεξία ο τροχός της ιστορίας. Έτσι δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα «κοπιαστικής δουλειάς». Κι αυτή η φόρτιση νομίζω πως είναι και το δυνατό σημείο στο «Αϊβαλί». Και ο λόγος που το «Αϊβαλί» δεν σταμάτησε, 7 χρόνια τώρα, να επικοινωνεί με διαρκώς νέους αναγνώστες, και στην Ελλάδα και αλλού. Το μυρίστηκε η Κάτια Λεμπέση των εκδόσεων Κέδρος από τη πρώτη στιγμή και δεν διαψεύστηκε. Υπογράψαμε συμβόλαιο πριν καλά-καλά το δει. Αυτό της το οφείλω. Μοιάζει σαν το «Αϊβαλί» να δημιούργησε ένα κοινό που δεν υπήρχε πιο πριν στην Ελλάδα: Εκείνους που θα εμπιστευτούν το κόμικ ως κάτι περισσότερο από μια μορφή απλής διασκέδασης… Συμφωνείς; Ναι, και ήταν το πρώτο ελληνικό κόμικ που εκτός των άλλων το 2015 μπήκε στις αίθουσες ενός τόσο σημαντικού χώρου πολιτισμού όπως το Μουσείο Μπενάκη, προσεγγίζοντας πράγματι ένα εντελώς διαφορετικό αλλά και πλατύτερο κοινό. Αυτό που προϋπήρχε σίγουρα ήταν η διεθνής επιτυχία του Logicomix των εκδόσεων Ίκαρος. Κάτι που, αν θέλεις, έδωσε και σ’ εμένα το θάρρος με το «Αϊβαλί» να προχωρήσω σε μια φόρμα, τα graphic novels, που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν διαφορετικά με το κοινό. Το «Αϊβαλί» όμως έθετε για πρώτη φορά τόσο οικεία και ταυτόχρονα τόσο ευαίσθητα ζητήματα όπως το 1922, αλλά μέσα από μια διεθνιστική, πολιτικοποιημένη ματιά. Αυτή προφανώς η διάσταση το έκανε ένα βιβλίο που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες και το οδήγησε στις μεταφράσεις που έχουμε σήμερα στα Τουρκικά, Γαλλικά, Αγγλικά και, μόλις αυτές τις μέρες, στα Ισπανικά. Εισήγαγε επίσης μια ευθεία, πολιτικοποιημένη προσέγγιση της σύγχρονης ιστορίας που μέχρι τότε δεν υπήρχε, πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων όπως το «Εκ των υστέρων» του Μαλισιόβα. Εκείνο που συναντούσαμε περισσότερο, ήταν οι εμπορικά πιο «ασφαλείς» μεταφορές ελληνικών λογοτεχνικών έργων σε άλμπουμ κόμικς, συχνά με τον προσδιορισμό ως graphic novels. Με τη «Μάχη της Πλατείας» τα πράγματα μοιάζουν ακόμη πιο πολύπλοκα. Είναι πραγματικά έτσι; Εδώ κυριολεκτικά έριξα τρελά ξενύχτια. Κι εκμεταλλεύτηκα στο έπακρο τον αναγκαστικό εγκλεισμό της πανδημίας. Είχε φτάσει στο τέλος η μέρα μου να ξεκινά στις δύο τα χαράματα. Το graphic novel «21 – Η μάχη της πλατείας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα με την ιδιαίτερη φροντίδα των εκδόσεων Ίκαρος, ακολουθεί τα χνάρια του Αϊβαλιού. Όμως είναι πραγματικά κάτι πολύ πιο μεγάλο και πιο σύνθετο από το «Αϊβαλί». Και όχι μόνο λόγω των 753 σελίδων της έκδοσης του Ίκαρου ή των 870 σελίδων του τρίτομου εργαστηριακού e-book. Πού έγκειται αυτή η πολυπλοκότητα; Από την αρχή της συνεργασίας μας με τις ερευνήτριες του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, τις Παναγιώτα Παναρίτη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου και Νατάσα Καστρίτη, είχαμε θέσει ως στόχο τη δημιουργία μιας φορτισμένης, «λογοτεχνικής» αφήγησης που όμως θα συνομιλούσε δυναμικά με την επιστημονική ιστορική τεκμηρίωση και με αναφορές σε συγγραφείς, εικαστικούς και αρχειακές πηγές. Η ένταξη της δουλειάς μας στο πρόγραμμα του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση – που βγήκαμε μάλιστα και πρώτοι ανάμεσα σε 10 πολύ αξιόλογες προτάσεις – απογείωσε και τις δυνατότητές μας. Με τη βοήθεια λοιπόν του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας κι Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και της καθηγήτριας Εύης Σαμπανίκου, τώρα εκτός από το βιβλίο και το πολλά υποσχόμενο εργαστηριακό e-book ετοιμάζουμε εκθέσεις, επιστημονικές συναντήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα κι ένα σωρό σημαντικές δράσεις. Θα ενημερώνουμε σχετικά γι’ αυτές τις δράσεις και από την επίσημη ιστοσελίδα μας: 1821graphicnovel.gr Ποιες ήταν οι πιο σημαντικές αποφάσεις που είχες να πάρεις ως προς την κατανομή της ύλης; Πώς να πεις με κατανοητό και τεκμηριωμένο τρόπο τόσο πολλά γεγονότα και φωτίζοντας διαφορετικές απόψεις χωρίς να κουράσεις τους αναγνώστες. Και για ένα ζήτημα τόσο ευαίσθητο όπως η Επανάσταση του 1821, που έχει να κάνει και με τη νεοελληνική μας ταυτότητα αλλά και τα κυρίαρχα εθνικά αφηγήματα που έχουμε μεγαλώσει μαζί τους. Με μια πρώτη ματιά μοιάζει σαν το βιβλίο να θέλει να θέσει μια σειρά πολύ σοβαρών ερωτημάτων σε σχέση με την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Θα μπορούσες να αναφέρεις αυτά που για σένα είναι πιο σημαντικά; Όπως σου είπα, είναι τόσα πολλά τα στερεότυπα που έχουμε στο μυαλό μας για την επανάσταση και τους αγωνιστές. Θυμήσου τις καλοσιδερωμένες κατάλευκες φουστανέλες στους πίνακες και τα καλοξουρισμένα μάγουλα στις σχολικές αφίσες και τους πίνακες ζωγραφικής. Αλλά τελικά, αν το καλοσκεφτείς, είναι τόσο λίγα εκείνα που ξέρουμε για την πραγματική ιστορία. Έπρεπε λοιπόν να βρούμε μια αφήγηση που όλα αυτά να τα περιγράφει. Και επίσης να κάνουμε τη σύνδεση με το σήμερα. Η ιστορία δεν είναι κάτι ακίνητο, γραμμένη μια για πάντα. Κάθε φορά τα ιστορικά γεγονότα αποκτούν νέες σημασίες και φορτίσεις από το χρονικό σημείο που τα κοιτάμε. Θέλαμε έτσι να δούμε την Επανάσταση με τα ματιά αλλά και τις ανάγκες των σημερινών ανθρώπων. Το να θέτεις ερωτήματα πάνω σε ζητήματα που για τα σχολικά εγχειρίδια μοιάζουν απαντημένα εδώ και δεκαετίες, είναι μια πράξη αμφισβήτησης. Ποια είναι τα ζητήματα που πιστεύεις ότι πρέπει να μπουν σε συζήτηση σήμερα; Να ξανατεθούν τα βασικά ερωτήματα. Τι είναι η Ιστορία; Πώς γράφεται η ιστορία; Ποιοι γράφουν την ιστορία; Και ν’ αναζητήσουμε τις απαντήσεις εκ νέου σε καλογραμμένα βιβλία, στις καταγραφές των αρχείων, στις μαρτυρίες. Η σοβαρή επιστημονική έρευνα είναι εκείνη που μπορεί να μας δώσει μια άλλη εικόνα της Ιστορίας ενάντια στην κυριαρχία των στερεότυπων και των στρεβλώσεών της. Το βιβλίο μας σε αυτή τη κατεύθυνση κινείται. Να δώσει τα ερεθίσματα ώστε οι αναγνώστες, συμφωνώντας ή διαφωνώντας με τα όσα αφηγούμαστε, να ψάξουν, ν’ αναζητήσουν οι ίδιοι την ιστορία. Η βιβλιογραφία και οι πηγές είναι εκεί και μας περιμένουν. Κάτι γενικότερο τώρα… Ποιους σχεδιαστές παρακολουθείς φανατικά; Φανατικά δεν είναι η κατάλληλη λέξη, αλλά όσο πιο συστηματικά μπορώ διαβάζω τους περισσότερους συναδέλφους σκιτσογράφους: Χριστούλιας, KON, Μπότσος, Κουλιφέτης, Αδαμοπούλου, Ζερβός, Λέανδρος, Βιτάλης, Βερύκιος, Μαστώρος, Καραμπάλιος, Πανταζής, Γούσης, Cob, Κυριαζής, Παπαδάτος, Ρουμπούλιας, Διαλυνάς, Στεφαδούρος, Τόμεκ, Τασμάρ, Τσαούσης, Ζάχαρης, Τσιαμάντας, Βαβαγιάννης, Πετρόπουλος, Καμμένος, Φραγκιαδάκης, Πέτρου, Δερβενιώτης, Koύτσης, Κούρτης, Οθωναίου, Ζάχαρη, Χατζόπουλος… Καθώς έχεις ασχοληθεί με το θέμα σε επίπεδο διδακτορικού, με ποια ελληνικά comics νιώθεις να έχει συνάφεια η δουλειά σου; Και με ποια ξένα; Σίγουρα οφείλω πολλά στον τρόπο που έβλεπα να δουλεύει ο Γιάννης Καλαϊτζής. Και κάποιες βασικές συμβουλές που μου έλεγε, όχι μόνο για θέματα σχεδίου. Και από ξένους οι Spiegelman, Thompson, Satrapi, Sacco, Horrocks, Larcenet, Pedrosa… Όμως μελετώντας διάφορα comics για το διδακτορικό που αφορούσε τόσο την ιστορία όσο και τη σημειολογία των κόμικς, μου μπήκαν κάποιες ιδέες αφήγησης που τις εφάρμοσα αρχικά στο «Αϊβαλί». Και στη συνέχεια, αφού μου βγήκαν, στον «Συλλέκτη» και ακόμα περισσότερο τώρα στη «Μάχη της Πλατείας». Στοιχεία που αφορούν τη ροή της αφήγησης, το σενάριο αλλά και την αποτύπωσή τους στην εικόνα. Έτσι θα έλεγα πως ακολουθώ ένα προσωπικό μονοπάτι πειραματισμών χωρίς πολλές άμεσες συγγένειες με άλλους συναδέλφους. Τι διαβάζεις αυτή την εποχή; Φρεσκάρω Roland Barthes και διαβάζω εξαντλητικά τον Mikhail Bakhtin για τις ανάγκες της μεταδιδακτορικής μου εργασίας – που συνδέεται με κάποιον τρόπο και πάλι με τα κόμικς –, πριν ξαναχωθώ στο καινούργιο μου graphic novel. Τι να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον; Τι έχεις στα σκαριά; Δουλεύω πλέον όπως σου είπα ένα νέο graphic novel για το 1922 που συνδέεται άμεσα με το «Αϊβαλί». Άλλωστε το σενάριο άρχισε να γράφεται παράλληλα μαζί του από τότε, το 2013. Όμως μετά την επιτυχία έκπληξη του «Αϊβαλί» δεν θέλησα να το βγάλω αμέσως και να φανεί σαν sequel. Ήθελα να ωριμάσει κι άλλο το σενάριο και να μεσολαβήσουν και άλλες δουλειές, όπως κι έγινε. Νομίζω όμως πως τώρα ήρθε η σειρά του και αν πάνε όλα καλά, θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2022. Όμως ακόμα πιο άμεσα προηγούνται άλλα. Μια ζωντανή παρουσίαση της «Μάχης της πλατείας» στην Καλαμάτα στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ μαζί με την επίσημη πρώτη παρουσίαση του ντοκιμαντέρ making of «Behind the sketches» σε σκηνοθεσία του Μελέτη Μοίρα και το οποίο αποτυπώνει τον τρόπο που δουλέψαμε στο graphic novel. Ακόμα βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες για το στήσιμο της κεντρικής μας έκθεσης στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Και θα ακολουθήσουν πολλά πολλά άλλα για τα οποία θα ενημερώνουμε στο site μας, 1821graphicnovel.gr Και το σχετικό link...
  16. Ο Soloup μας είχε δείξει με το «Αϊβαλί» (του) τις δυνατότητες διείσδυσης στην Ιστορία που διαθέτει ως εργαλείο έκφρασης το graphic novel. Ο πήχης ήταν ήδη πολύ ψηλά και πήγε ακόμη ψηλότερα από το θέμα με το οποίο ο Soloup καταπιάστηκε στη νέα του δημιουργία, «Η μάχη της πλατείας», η οποία έχει να κάνει με την απαρχή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, την παλιγγενεσία, το 1821. Και όχι απλώς μόνο με αυτά… Ο τρόπος με τον οποίο ξεπέρασε τον πήχη που ο ίδιος είχε θέσει, είναι η διαδικασία με την οποία ο Soloup προσέγγισε το θέμα του, δηλαδή την Ιστορία. Και η Ιστορία, όπως φαίνεται από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα τής εξαιρετικά προσεγμένης πλούσιας έκδοσης του βιβλίου, με ένα έξυπνο εύρημα που χρησιμοποιεί ο δημιουργός αποτυπώνεται γλαφυρά και έντονα στο φόντο της σημερινής πραγματικότητας. Έτσι η Ιστορία (μας) γίνεται ο απόηχος των γεγονότων που όχι μόνο φτάνει στις μέρες μας αλλά καθορίζει την ύπαρξή μας είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, είτε μας αρέσει είτε το απεχθανόμαστε. Αυτός είναι άλλωστε ο ρόλος και το νόημα της Ιστορίας η οποία τελικά υπάρχει ως κάτι πολύ περισσότερο, βαθύτερο και καθοριστικό από την αλυσίδα των γεγονότων που τη συνθέτουν. Η Ιστορία, το βαθύτερο νόημά της, είναι αυτό που συνθέτει το παρόν μας, μας τοποθετεί στο «τώρα», μας υπενθυμίζει από πού ερχόμαστε και μας δείχνει πού πηγαίνουμε. Η Ιστορία, τελικά, μας δίνει την επιλογή είτε να ακολουθήσουμε την πορεία, αν οδηγεί σε «επαγγελλόμενες γαίες» ή να αλλάξουμε δρόμο αν, όπως συμβαίνει συνήθως, οδηγεί στην άβυσσο που έχουν δημιουργήσει οι επιλογές του παρελθόντος. Ιστορία και νικητές Κάτι που επίσης μας θύμισε το βιβλίο του Soloup είναι ότι η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Για να δει, λοιπόν, κάποιος την Ιστορία απαιτείται να απαλλαγεί από τους παραμορφωτικούς φακούς των κυρίαρχων αφηγημάτων, των εθνικών μύθων και των ψευδο-ηθικών που την τοποθετούν στο καλούπι των σκοπιμοτήτων. Το ιστορικό αφήγημα κάθε έθνους συντίθεται – και αυτό ως έναν βαθμό είναι δικαιολογημένο από την ανάγκη της σφυρηλάτησης της συνοχής του – με την προβολή των ηρωικών του στιγμών. Όσα πληγώνουν ή τραυματίζουν την εικόνα που συλλογικά πλάθουμε ως έθνος, το επίσημο αφήγημα τα παραδίδει στη λήθη. Εκεί, στη λήθη, προσπάθησε και έσκαψε βαθιά στις πηγές ο Soloup για να φέρει στην επιφάνεια πολλά απ’ όσα θέλουμε να ξεχαστούν. Τις αγριότητες που οι προπάτορές μας διέπραξαν τον καιρό του πολέμου, τις μεταξύ τους διαμάχες, τις μικρότητες των ανθρώπων, τη μάχη των συστημάτων εξουσίας για τη νομή της και για το χρήμα… Κοιτάζοντας την «ανασκαφή» του Soloup, κοιτώντας δηλαδή κατάματα την Ιστορία, διαπιστώνουμε ίσως ότι όλα όσα αφαιρέθηκαν από το επίσημο αφήγημα, όσα μας έκρυψαν ή όσα δεν θέλουμε να θυμόμαστε, είναι παρόντα στο «τώρα» μας, διατρέχουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, δηλαδή μας έχουν καθορίσει. “Μικρά” και “μεγάλα” Οι φατριασμοί εν μέσω της Επανάστασης του 1821, οι λαμογιές με τα δάνεια, η αναζήτηση ξένων προστατών, η εθελοδουλία-ξενοδουλεία, το πλιάτσικο, η συνεργασία με τον εχθρό για προσωπικό όφελος μοιάζουν να διατρέχουν την Ιστορία του τόπου και – τηρουμένων των αναλογιών – να φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Παράλληλα με τα μικρά και ευτελή ωστόσο, «τρέχουν» και τα μεγάλα και σπουδαία χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ανέδειξαν οι επαναστατημένοι προπάτορες του σύγχρονου ελληνικού κράτους: η επιμονή και μεθοδικότητα του Κολοκοτρώνη (πολιορκία της Τριπολιτσάς), η αποκοτιά του Ανδρούτσου (Χάνι της Γραβιάς), η γενναιότητα του Κανάρη (πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας), η σκωπτική, «ανάρμοστη» σοφία και στρατηγική σκέψη του Καραϊσκάκη, η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά… Και πάνω απ’ όλα η αποφασιστικότητα (ελευθερία ή θάνατος) με την οποία ο λαός που πολέμησε διεκδίκησε αυτό που του αναλογούσε: Μια ζωή ελεύθερη ή έναν έντιμο θάνατο. Το αν και μέχρι πού φτάνουν όλα αυτά (μικρά και μεγάλα, άθλια και μεγαλειώδη) στις μέρες μας, μπορούμε ίσως να το αντιληφθούμε κοιτώντας τριγύρω μας, στην πολιτική και οικονομική σφαίρα που συνθέτουν την κοινωνία μας. Ενδεχομένως στο τώρα, τα «μικρά» και «άθλια» χαρακτηριστικά της φυλής μας (των ανθρώπων ίσως να είναι ορθότερο) είναι φανερά και ευδιάκριτα σε αντίθεση με τα «μεγάλα» και «σπουδαία» προτερήματα που μοιάζουν κρυμμένα, περιμένοντας τους καιρούς που θα τα αναδείξουν. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε – κι αυτό μας θυμίζει «Η μάχη της πλατείας» του Αντώνη Νικολόπουλου – ότι η Ιστορία, πριν γραφτεί από τους νικητές, συντελείται κατά τη διάρκεια του ανθρώπινου βίου, τις στιγμές δηλαδή που ο κάθε άνθρωπος διαλέγει τι θέλει να είναι και με ποιον: Κολοκοτρώνης ή Νενέκος; Νικηταράς ή Πήλιος Γούσης;… Μπορεί από πρώτη ματιά να φαίνεται παράδοξο, αλλά ακόμη και σε μια ισοπεδωτική παγκοσμιοποιημένη εποχή σαν αυτή που εξελίσσεται ο δικός μας βίος οι καθημερινές μας επιλογές, η στάση μας απέναντι στα (μικρά και μεγάλα) πράγματα χαράσσουν τον δρόμο που θα βαδίσουν οι επόμενοι, γράφουν ήδη την Ιστορία των γενεών που έπονται. Να ’σαι καλά Soloup, για την τροφή για σκέψη που μας πρόσφερες. Και το σχετικό link...
  17. O αγώνας του 1821 μέσα από τα μάτια του σύγχρονου θεατή, σε ένα κόμικ που αναδεικνύει σκοτεινά μυστικά από τα αρχεία της Ιστορίας. - Το graphic novel «21: Η μάχη της πλατείας», με τις 752 σελίδες του, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση μέχρι σήμερα έργο κόμικς στην Ελλάδα. Πόσο δύσκολο ήταν να συνδυάσετε την ιστορική έρευνα με την Ένατη Τέχνη; H έκταση του βιβλίου δεν ήταν το ζητούμενο. Όμως το ίδιο το θέμα, η Επανάσταση του 1821, που αναφέρεται σε μια πυκνή σειρά τόσο πολυδιάστατων γεγονότων, μας οδήγησε στις πολλαπλές αφηγήσεις του συγκεκριμένου βιβλίου. Έτσι, ο συγκερασμός της ιστορικής έρευνας με τα κόμικς προέκυψε από την ανάγκη να διαχειριστώ αφηγηματικά ένα τόσο δύσκολο υλικό. Σίγουρα σε αυτή την προσπάθεια με βοήθησε η εξοικείωση με τη μεθοδολογία της έρευνας που απέκτησα κατά την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής, και το μεταδιδακτορικό μου στη συνέχεια. - Πώς προσεγγίζετε τις μάχες και τα πρόσωπα του αγώνα του 1821, τα γεγονότα και τις ιδέες της Επανάστασης; Για την ιστορική έρευνα σε αρχεία, βιβλιογραφία και πηγές, είχα τη χαρά να συνεργαστώ με τρεις εξαιρετικές επιμελήτριες του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, τις κυρίες Νατάσα Καστρίτη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου και Παναγιώτα Παναρίτη, όπως επίσης και την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου Εύη Σαμπανίκου. Μια τέτοια συντονισμένη αρχειακή προσέγγιση μας φανέρωσε αρκετά ανάγλυφα την ιστορία του Αγώνα, πάνω στην οποία στη συνέχεια ξετυλίχτηκε η αφήγηση των κόμικς. - Πιστεύετε ότι είναι πιο εύκολο για τους νέους να προσεγγίσουν την ιστορία μέσα από ένα κόμικ; Σίγουρα ναι. Ειδικά αν πατάει γερά στην έρευνα όπως η δική μας δουλειά. Καθόλου τυχαία, αυτή η δουλειά στηρίζεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου αλλά και το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Έχουμε μάλιστα στο πλαίσιο του προγράμματος δημιουργήσει και ένα – συμπληρωματικό με το βιβλίο των εκδόσεων Ίκαρος – τρίτομο e-book 870 σελίδων που προσφέρεται για εκπαιδευτική χρήση. Ελπίζουμε πως αυτό θα εκτιμηθεί και θ’ αξιοποιηθεί στη συνέχεια από καθηγητές. - Ποιο είναι το ζητούμενο κάθε φορά που αρχίζετε ένα νέο graphic novel; Συνήθως έρχονται και με βρίσκουν τα θέματα. Μπαίνουν στη ζωή μου απρόσμενα καταλαμβάνοντας σταδιακά όλο και περισσότερο χώρο, μέχρι που καταλήγουν εμμονές οι οποίες χρειάζονται διαχείριση. Η ανάγκη να κατανοήσω θέματα – όπως ήταν για παράδειγμα η Μικρασιατική καταγωγή μου στο «Αϊβαλί», η σχέση πατέρα και παιδιού στον «Συλλέκτη», ή στο «21» η σχέση μας με την νεότερη ιστορία μας – κατέληξαν τελικά στα graphic novel που βλέπετε. - Είναι κάποιοι κομίστες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Πάρα πολλοί. Αναφέρω ενδεικτικά τον Art Spiegelman και τον Craig Thompson. Εκτιμώ όμως πολύ και τη δουλειά που κάνουν σύγχρονοι συνάδελφοί μου στην Ελλάδα. - Ποια βιβλία που διαβάσατε πρόσφατα ξεχωρίζετε; Το πιο πρόσφατο, καθόλου τυχαία και λόγω των ερευνητικών μου αναζητήσεων, ήταν το «Φουστανέλες και Χλαμύδες» της Χριστίνας Κουλούρη. Ένα βιβλίο όμως που το έχω διαβάσει αρκετές φορές, αλλά το συμβουλευόμουν και κατά τη διάρκεια του «21», είναι ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» του Καμύ. Soloúp «21: Η μάχη της πλατείας» Εκδ. Ίκαρος Σελ. 752 – τιμή €25 Και το σχετικό link...
  18. Δεν ήταν μια συνηθισμένη, φυσιολογική χρονιά αυτή που φεύγει. Μια από τις πολλές συνέπειες της κυριαρχίας του ιού επί των ζωών μας ήταν και η ελάττωση της παραγωγής κόμικς. Λίγο πριν από το νέο έτος ξαναθυμόμαστε τα σημαντικότερα έργα του 2020 με την ευχή του χρόνου τέτοιες μέρες τα πράγματα να είναι καλύτερα. «Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς» του Θανάση Πέτρου (εκδόσεις Ίκαρος) Ήρωες ή προδότες; Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς στο περιθώριο (ή στην καρδιά;) του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου γίνονται οι ανώνυμοι πρωταγωνιστές σε μια ιστορία διχασμού και πολέμου. Ξεχασμένοι από όλους, έρμαια των παλινωδιών και της αναποφασιστικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, οι Έλληνες φαντάροι ένιωσαν στο πετσί τους την έννοια της εγκατάλειψης. Ο Θανάσης Πέτρου παρουσιάζει έπειτα από εξαντλητική έρευνα και τεκμηρίωση τις ζωές αυτών των ανθρώπων σε μια από τις ελάχιστα γνωστές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται μοναδικά οι πολιτικές συνθήκες της εποχής. «Ληστές» των Γιάννη Ράγκου και Γιώργου Γούση (εκδόσεις Polaris) Στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, με κεντρικά πρόσωπα τους ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις, τοποθετείται η μυθοπλασία των Γιάννη Ράγκου (σενάριο) και Γιώργου Γούση (σχέδια). Μια ιστορία που μπορεί να έχει φανταστικούς πρωταγωνιστές, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και είναι εμπνευσμένη από τη ζωή των αδελφών Ρέντζου. Νουάρ ατμόσφαιρα, ηθογραφία, ακρίβεια σε όλα τα πραγματολογικά στοιχεία και τα ιστορικά δεδομένα χαρακτηρίζουν αυτή την ιδιότυπη βιογραφία, από την οποία αναδύονται όλες οι κλασικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους και η διαχρονικά αμετάβλητη διαφθορά της εξουσίας. «Berlin» των Κυριάκου Αθανασιάδη και Νικόλα Κούρτη (εκδόσεις Jemma Press) Ένας λιγόλογος και φλεγματικός ιδιωτικός ντετέκτιβ που ασχολείται με μικροϋποθέσεις δέχεται μια δελεαστική πρόταση που μπορεί να αλλάξει (ή να τερματίσει) τη ζωή του. Αναλαμβάνει τη δουλειά αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Αλλά αυτοί θα είναι τελικά απρόβλεπτοι και πολύ περισσότεροι σε μια θηριώδη, επιβλητική και απάνθρωπη μητρόπολη που λέγεται Μπερλίν. Σε μια πνιγηρή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και με πολλά στοιχεία εξπρεσιονιστικού και παραφυσικού τρόμου, η αυτοτελής νουάρ ιστορία των Αθανασιάδη και Κούρτη αποτελεί την αρχή μιας σειράς που αναμένεται να έχει πολλές ακόμη συνέχειες. «Στο δάσος» των Σπύρου Γιαννακόπουλου και Στέλλας Στεργίου (εκδόσεις Πατάκη) Ένα μοντέρνο παραμύθι που πλάθεται με σκοπό να ανατρέψει κάθε στερεότυπο και κάθε σύμβαση του είδους φιλοτεχνούν ο συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Σπύρος Γιαννακόπουλος και η γνωστή από την υπέροχη εκδοχή του «Μικρού Πρίγκιπα» Στέλλα Στεργίου. Η συνταγή τα έχει όλα: μάγισσες, γίγαντες, τέρατα, νάνους, μαγεμένες βατραχίνες, πρίγκιπες και σκουπόξυλα. Αλλά τίποτα δεν πηγαίνει όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες ιστορίες. Οι ανατροπές κρύβονται σε κάθε γωνιά αυτού του γοητευτικού δάσους που διαβάζεται εξίσου απολαυστικά από μικρούς και μεγάλους. «1800» του Θανάση Καραμπάλιου (εκδόσεις Jemma Press) Στο τέταρτο μέρος της βραβευμένης σειράς «1800», με τίτλο «Χάκι» (= εκδίκηση στα αρβανίτικα) ο Θανάσης Καραμπάλιος παρακολουθεί και καταγράφει τα επόμενα βήματα της οικογένειας των Καραμάνων λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Κλέφτες και αρματολοί, Έλληνες και Τούρκοι, στρατιώτες και χωρικοί, πλούσιοι και φτωχοί στην ακόμα ρευστή, σαν καζάνι που κοχλάζει, ελληνική ύπαιθρο, παρουσιάζονται με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια σε μια μυθοπλασία που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μπλέκοντας πραγματικά πρόσωπα και fiction χαρακτήρες και προχωρώντας βήμα βήμα προς τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν σε λίγα χρόνια. «Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα» της Αλέξιας Οθωναίου (εκδόσεις Jemma Press) Μια σειρά από εγκλήματα με θύματα επιτυχημένους άνδρες στοιχειώνουν τη σκέψη και τη ζωή ενός ντετέκτιβ που πασχίζει να λύσει το μυστήριο στη βροχερή και αφιλόξενη Αθήνα μιας νουάρ και σκοτεινής ιστορίας. Σε κάθε κατακρεουργημένο πτώμα κρύβεται και ένα διαφορετικό τραπουλόχαρτο που οδηγεί στην επόμενη κίνηση σε μια παράδοξη και εφιαλτική παρτίδα πόκερ. Κι όλα αυτά στη βαριά σκιά ενός μεγάλου και μοιραίου έρωτα που αποτελεί μέρος της ίδιας παρτίδας, από την οποία κανείς από τους παίκτες δεν μπορεί να βγει. «Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου» των Αγγελικής Δαρλάση και Δημήτρη Μαστώρου (εκδόσεις Μεταίχμιο) Ένα κλασικό βιβλίο της Άλκης Ζέη, μιας από τις σπουδαιότερες εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, προσαρμόζουν σε κόμικς η συγγραφέας Αγγελική Δαρλάση και ο Δημήτρης Μαστώρος. Η ιστορία ξεκινά μια μέρα πριν οι Ιταλοί κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1940 και εξελίσσεται μέχρι τη λήξη του πολέμου μέσα από τα μάτια και τη ζωή του μικρού Πέτρου που βλέπει τον εαυτό του να «ενηλικιώνεται» απότομα υπό καθεστώς κατοχής. Κι ας είναι μόνο εννιά χρονών όταν ακούει τις πρώτες σειρήνες. Η πείνα, οι διωγμοί, ο φόβος, ο θάνατος αλλά και η φιλία, η Αντίσταση, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά εναλλάσσονται σε ένα υπέροχο βιβλίο που γεννά σπάνια συναισθήματα στον αναγνώστη. «Μετεωρίτες» των Τάκη Θεοδοσίου και John Antono (εκδόσεις Λόγος Slovo Α-Ω) Διευθυντής του Ελληνικού Μουσείου Μετεωριτών ο Τάκης Θεοδοσίου και πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς με επιστημονικές ανησυχίες ο Γιάννης Αντωνόπουλος, συνεργάζονται σε ένα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα βιβλίο εκλαΐκευσης της επιστημονικής γνώσης. «Ταξίδι στη Γνώση» είναι ο υπότιτλός του και πράγματι προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στον αναγνώστη του να μάθει τι ακριβώς είναι οι μετεωρίτες, από πού έρχονται, ποιες οι διαφορές τους, τι μας διηγούνται για την ιστορία του ηλιακού συστήματος, πόσο κινδυνεύουμε από αυτούς, πώς θα εκμεταλλευτούμε την ύπαρξή τους. «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» των Γιώργου Σκαμπαρδώνη και Δημήτρη Κερασίδη (εκδόσεις Μικρός Ήρως) Τέσσερις ρεμπέτες που μετέπειτα έγραψαν ιστορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστος Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής αποτέλεσαν την Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς, μια ρεμπέτικη κομπανία που σχηματίστηκε το 1934. Η ιστορία τους βασίζεται στο βιβλίο «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» του συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ενώ τα σχέδια φιλοτεχνεί ο Δημήτρης Κερασίδης και το εξώφυλλο ο Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ιστορία μιας παρέας που άφησε εποχή και μέσω αυτής η ιστορία του ρεμπέτικου ως κοινωνικού και καλλιτεχνικού φαινομένου αλλά και η κατάσταση της Ελλάδας την προπολεμική περίοδο. «All Hell Broke Loose» των Αντώνη Β. και Λέανδρου (εκδόσεις Skewed Press) Η Κόλαση στις εικόνες του Λέανδρου και τα κείμενα του Αντώνη Β. είναι οι σύγχρονες βρόμικες, εχθρικές και σκοτεινές μητροπόλεις και οι κολασμένοι πολίτες καίγονται στα καζάνια της. Αλλά δεν έχουν συνθηκολογήσει. Και κάποια μέρα ξεχύνονται στους δρόμους για να πάρουν εκδίκηση. Πάνω στις φωτογραφίες του Αντώνη Β. από το Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, το Χονγκ Κονγκ και το Λος Αντζελες που θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί από κάθε μεγαλούπολη της Δύσης, ο Λέανδρος στήνει τα δικά του σχέδια και παρουσιάζει ένα «πριν» απελπισίας και ένα φωτεινό «μετά» από το ξέσπασμα της βίας και της επανάκτησης της αξιοπρέπειας έστω κι αν το μέλλον θα είναι πάντα αβέβαιο και υπό διαμόρφωση. «Scary Tales» του Πάνου Ζάχαρη (εκδόσεις Jemma Press) Ο Κακός Λύκος, τα Τρία Γουρουνάκια, ο Κοντορεβιθούλης, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Πίτερ Παν, ο Πινόκιο, ο Λαγός κι η Χελώνα συμπρωταγωνιστούν στα «τρομακτικά παραμύθια» του Πάνου Ζάχαρη που δημοσιεύονται κάθε εβδομάδα στις σελίδες της Εφ. Συν. Ο τρόμος ωστόσο δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των πρωτότυπων παραμυθιών αλλά από τις απολαυστικές παρωδίες του δημιουργού τους, από τους ευφυέστατους αναχρονισμούς του, από τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα στην οποία παραπέμπουν. Όλα τα στριπάκια του Ζάχαρη αποτελούν μοναδικά χιουμοριστικά σχόλια πάνω στην εξοργιστική γύμνια των βασιλιάδων αλλά και την κομφορμιστική σιωπή των υπηκόων τους. «Καραντινιέροι» του Κλήμη Κεραμιτσόπουλου (αυτοέκδοση) Ως «μια αφ’ υψηλού και εκ του ασφαλούς θεώρηση καταστάσεων εγκλεισμού» χαρακτηρίζει σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά ο ίδιος ο δημιουργός το έργο του. Και καταγράφει τη διόλου αρμονική συμβίωση δύο συγκατοίκων στα χρόνια της καραντίνας και του κορονοϊού. «Τι μέρα είπαμε ότι είναι;» είναι η λιτή και λακωνική φράση που παίζει τον ρόλο του προλόγου για να ξεκινήσει ένα χιουμοριστικό «πιτζάμα πάρτι», με μόνους πρωταγωνιστές δύο φίλους σε κατάσταση απομόνωσης και σε διαρκή ανταγωνισμό για το ποιος θα ξεστομίσει την πιο απαισιόδοξη και φαρμακερή ατάκα. Αν όλα αυτά κάτι θυμίζουν στους περισσότερους από εμάς, δεν είναι τυχαίο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι τα ζούμε ακόμα και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσουμε για πολύ ακόμα. Και το σχετικό link...
  19. Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί που μεταφέρθηκαν στο γερμανικό Γκαίρλιτς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μπαίνουν στο καλλιτεχνικό μικροσκόπιο του Θανάση Πέτρου στο νέο του βιβλίο. Ξέρω τον Θανάση Πέτρου κάτι περισσότερο από 30 χρόνια και έχω παρακολουθήσει την καλλιτεχνική του διαδρομή από κοντά, οπότε είναι δύσκολο να παραμείνω αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος. Ο Θανάσης, με την ευρυμάθειά του, την πολυσχιδή παρουσία του στα κόμικς και την εικονογράφηση, με τη μουσική και τα ρεμπέτικά του, με την πολυετή θητεία του στον χώρο της εκπαίδευσης γύρω από τα κόμικς, αποτελεί μια σπάνια περίπτωση δημιουργού. Τα μοναδικά σχέδιά του στις προσαρμογές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας (Βουτυράς, Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Καβάφης, Καρυωτάκης κ.ά.) αλλά και η εμπεριστατωμένη και άψογα τεκμηριωμένη βιογραφία του «Γιαννούλη Χαλεπά», σε σενάρια του Δημήτρη Βανέλη, το «Πτώμα» που φιλοτέχνησε σε σενάριο του Γιάννη Παλαβού και του Τάσου Ζαφειριάδη, το «Αμανίτα Μουσκάρια» του συγγραφέα Παύλου Μεθενίτη και τόσες ακόμα δουλειές του, μεταξύ άλλων και η μηνιαία παρουσία του στο «Λεξικό της Κρίσης» σε αυτές εδώ τις σελίδες, είναι αποδείξεις της σπάνιας καλλιτεχνικής του συνέπειας και ακρίβειας. Με το νέο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ίκαρος με τίτλο «Οι όμηροι του Γκαίρλιτς», ρίχνει φως σε μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές της ελληνικής ιστορίας. Οι «όμηροι», φαντάροι και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού που, λόγω μιας σειράς δυσμενών συγκυριών, ανάμεσα σε Βούλγαρους και Αγγλογάλλους και λόγω των ελληνικών παλινωδιών, αφέθηκαν στη μοίρα τους το 1916 και κατέληξαν στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Ο Θανάσης Πέτρου εξηγεί στο «Καρέ Καρέ» τις λεπτομέρειες αυτού του συγκλονιστικού και τραγικού οδοιπορικού των άτυχων φαντάρων. Μετά από περίπου 30 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά κόμικς και πολλές συνεργασίες με σεναριογράφους και συγγραφείς, αποφάσισες πρώτη φορά να αναλάβεις ο ίδιος το σενάριο του έργου σου. Τι άλλαξε; Ακούγεται σαν να είμαι ο… Μαθουσάλας των κόμικς στην Ελλάδα. Όντως το πρώτο μου κόμικς το έκανα κάπου το 1991, αλλά η πρώτη μου δημοσίευση έγινε το 2002 στο «9» της Ελευθεροτυπίας, ενώ σε άλμπουμ οι δουλειές μου άρχισαν να εκδίδονται από το 2008. Η επιλογή του θέματος ήταν αρκετά ιδιαίτερη και, πολύ απλά, ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στο κομμάτι του σεναρίου. Έχεις ασχοληθεί με πολέμους στην αρχαιότητα στη σειρά σου από τις εκδόσεις Πατάκη, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο «Αμανίτα Μουσκάρια» και τη συμμετοχή σου στο «Ένα Γλυκό Ξημέρωμα» και τώρα έρχεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πώς είναι να κάνεις κόμικς για πολέμους; Ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση σε μαζική κλίμακα και είναι κυριολεκτικά συνυφασμένος με τη ζωή και την ύπαρξη του ανθρώπου στον πλανήτη. Επομένως, το να ασχολείσαι με ένα «πολεμικό» θέμα σημαίνει ουσιαστικά ότι ψάχνεις τις προεκτάσεις μιας ιστορίας σε πολλά επίπεδα: κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, προσωπικό. Τι ήταν αυτό που σου κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον στην ιστορία του Γκαίρλιτς; Μια ομολογουμένως γενικά άγνωστη ιστορία… Αφενός ότι πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της ελληνικής ιστορίας, στην οποία αντικατοπτρίζονται οι πολιτικές συνθήκες της εποχής, και αφετέρου το ότι τα ίδια τα γεγονότα είχαν συναρπαστικό ενδιαφέρον. Χαρακτηρίζεις την ιστορία ως μια περίπτωση «διχασμού και πολέμου». Είναι τελικά η ελληνική ιστορία γεμάτη διχασμούς; Φταίει η μαύρη μας η μοίρα, η βαλκανική μας παράδοση, η διαρκής εξάρτησή μας; Είτε αναφερθούμε σε αυτοκρατορίες και φεουδαρχικά καθεστώτα, είτε σε εθνικά κράτη, η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από διχασμούς, εμφύλιους σπαραγμούς, ανίερες συμμαχίες, προδοσίες, δολοπλοκίες και παρόμοια μπλεξίματα, οπότε δεν νομίζω πως είμαστε σε χειρότερη μοίρα από άλλες περιοχές όπου εμφανίστηκαν παρόμοιες καταστάσεις. Τελικά η Ιστορία γράφεται από τα μεγάλα γεγονότα, από τις μάζες και τους λαούς ή από μικρές ιστορίες που πρέπει να συναρμολογήσουμε για να την κατανοήσουμε; Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω για την ιστοριογραφία και τις ιστορικές σχολές, πάντως οι ιστορικοί που συνδέθηκαν ή επηρεάστηκαν από το περιοδικό Annales πρότειναν μια ιστορία η οποία προκύπτει από τη σύνθεση πολλών στοιχείων από ευρύτερους χώρους και δεν περιορίζεται στην καταγραφή μεγάλων γεγονότων. Φημίζεσαι για την τεκμηρίωση στα έργα σου, για την ακρίβεια και την επιμονή στην πιστότητα. Μετά τον Χαλεπά και την εξαντλητική έρευνα που κάνατε με τον σεναριογράφο Δημήτρη Βανέλη, πώς εργάστηκες στο Γκαίρλιτς; Η βιβλιογραφία για την ιστορία του Γκαίρλιτς είναι αρκετά μικρή σε αριθμό έργων, ωστόσο άντλησα πολύ βοηθητικό υλικό από τις δύο ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Γκαίρλιτς και γενικά στη Γερμανία, τα «Νέα του Görlitz» και τα «Ελληνικά Φύλλα» (είναι διαθέσιμες από το αρχείο της Βουλής), όπως και από τον ελλαδικό ημερήσιο Τύπο. Όσον αφορά το φωτογραφικό υλικό, βρήκα πολλές πηγές σε γερμανικές και πολωνικές ιστοσελίδες. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί της ιστορίας σου ήταν προδότες ή ήρωες; Όπως λέει και ένας από τους χαρακτήρες σου ήταν «τυχεροί ή άτυχοι»; Ή η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με μανιχαϊστικά δίπολα; Για μένα προσωπικά δεν ήταν ούτε ήρωες ούτε προδότες. Βρέθηκαν σε πρωτόγνωρες συνθήκες και προσπάθησαν να προσαρμοστούν σ’ αυτές και να επιβιώσουν. Υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες, ενώ αρκετοί μάλιστα ρίζωσαν στο Γκαίρλιτς και έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους εκεί. Βεβαίως, οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα και ξαναβρέθηκαν σε συνθήκες έντονης πολιτικής πόλωσης, οπότε θεωρήθηκαν συλλήβδην προδότες και ριψάσπιδες. Ο δημοσιογράφος Στέφανος Κρατερός κυκλοφόρησε το 1918 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Γκαίρλιτς», όπου χαρακτηρίζει, με λάβρο ύφος, το Γκαίρλιτς ως «εφιάλτη» και «φυτώριο προδοτών» και λέει ότι η ιστορία του θα είναι «μια μουντζούρα άσβεστη στους χρόνους τους κατοπινούς». Ωστόσο, πιο νηφάλια, το 1931, ο Γεώργιος Βεντήρης στο βιβλίο του «Η Ελλάς του 1910-1920» έγραφε: «Η ατίμωσις και η συμφορά της Καβάλας δεν έχουν ούτε θα έχουν συγχώρησιν ή δικαιολογίαν. Έχουν εξήγηση. Την τύφλωσιν εκ του εμφυλίου πολέμου». Έχεις μια πλούσια καριέρα στα κόμικς. Ταυτόχρονα είσαι καθηγητής στον ΑΚΤΟ, ενώ έχεις σπουδές στη γλωσσολογία και έχεις ασχοληθεί με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Στο βιβλίο σου αυτό αισθάνθηκα ότι συνδυάζεις όλες αυτές τις ιδιότητες. Ισχύει κάτι τέτοιο; Εφόσον ήμουν και στη θέση του σεναριογράφου, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαρακτήρα μου και έχουν σχέση με τις καταβολές, τις εμπειρίες και τις προτιμήσεις μου πέρασαν στο αφηγηματικό κομμάτι του κόμικς πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες δουλειές που είχαν γίνει συνεργατικά. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες δημιουργοί στρέφονται στην ελληνική ιστορία, σύγχρονη ή παλαιότερη, για να φιλοτεχνήσουν τα έργα τους. Πού το αποδίδεις αυτό; Και πώς βλέπεις να εξελίσσεται η προσπάθεια για τον εορτασμό των 200 ετών από το 1821, σε καλλιτεχνικό επίπεδο εννοώ. Σκέφτεσαι να δημιουργήσεις κάτι για την επέτειο αυτή; Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Υποθετικά μιλώντας, ενδεχομένως να αλλάζουν τα γούστα και οι προτιμήσεις τους και αντίστοιχα τα θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ίσως να υπάρχουν τέτοιες προτάσεις από εκδότες προς δημιουργούς. Όσο για τον εορτασμό των 200 ετών, ελπίζω να μην εξελιχθεί σε μια πατριωτική θριαμβολογία που ακολουθεί τα στεγανά των σχολικών εθνικών αφηγήσεων. Θα έχω μια μικρή συμμετοχή σε μια συλλογική έκδοση που ετοιμάζεται και νομίζω πως θα είναι λίγο πιο νηφάλια. Στον επίλογο του βιβλίου σου αναφέρεσαι στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ήταν, μεταφορικά μιλώντας, η τραγική κατάληξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Πράγματι, όπως αναφέρεις, σκέφτεσαι σε μια μελλοντική σου δουλειά να ασχοληθείς με αυτή την περίοδο της Ιστορίας; Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν μια τραγική κατάληξη γενικά για τον ελληνισμό, αλλά ταυτόχρονα, για τον ελλαδικό χώρο σήμανε την αρχή μιας νέας εποχής. Αυτό που αναφέρω ως μελλοντική δουλειά έχει πάρει πλέον μια σαφή μορφή και είναι στο στάδιο της δημιουργίας - ελπίζω να την έχω ολοκληρώσει στον επόμενο χρόνο. Ποια είναι τα επόμενα σχέδια; Συνεργασία με κάποιον σεναριογράφο; Μια νέα προσωπική σου δουλειά; Δουλεύεις ήδη πάνω σε κάτι καινούργιο; Όπως προανέφερα ήδη δουλεύω τη «συνέχεια» του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε, προσπαθώντας να παρουσιάσω τα ιστορικά γεγονότα μέχρι το 1922. Παράλληλα συζητάμε για μια μελλοντική συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη, αλλά γι' αυτήν είναι πολύ νωρίς για να αναφέρω λεπτομέρειες. Και το σχετικό link...
  20. «Ένας τρόπος να σκέφτεσαι, να αισθάνεσαι, να επικοινωνείς». Έτσι χαρακτηρίζει τη δημιουργία ενός κόμικς ο Αντώνης Νικολόπουλος, ο οποίος υπογράφει τα έργα του ως Soloúp. Μεσήλικας σήμερα, διατηρεί στο ακέραιο την καλλιτεχνική ζωντάνια που είχε πριν από τρεις δεκαετίες, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του έργο. Μόνο που τώρα συμπληρώνεται με βαθύτερη γνώση του αντικειμένου. Διδάκτωρ ήδη, εκπονεί το μεταδιδακτορικό του με θέμα την εικονογραφία των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και το πώς οι αρχικές καλλιτεχνικές αποδόσεις τους «πέρασαν» στις μεταγενέστερες. Όντας πολυσχιδής, καταθέτει τον απαιτητικό τρόπο δουλειάς και την επιμονή του στη λεπτομέρεια σε μια ποικιλία εκφάνσεων της τέχνης – μιας και ο ίδιος θεωρεί τη δουλειά του μορφή τέχνης. «Μην ξεχνάς άλλωστε πως τα κόμικς συνδυάζουν τον λόγο με την εικόνα. Έχουν εκ των πραγμάτων στο αφηγηματικό τους οπλοστάσιο την παράδοση της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, του θεάτρου». Όσο για τις εκθέσεις που έγιναν για το έργο του, δηλώνει: «Το κοινό τις αγκάλιασε, υπήρχε τρομερή επικοινωνία και διάδραση με το κοινό. Και το πιο σημαντικό, απέκτησα πολλούς νέους, ουσιαστικούς φίλους. Είμαι ευτυχής κι ευγνώμων». Εικονογράφηση: Τιτίνα Χαλματζή – Κόμικς, γελοιογραφίες, graphic novels. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με αυτό το είδος; – Το ένα έφερε το άλλο. Τα αφελή παιδικά σκιτσάκια του Δημοτικού έγιναν παιχνίδι ενηλικίωσης στα φοιτητικά χρόνια της Παντείου και στη συνέχεια μανία. Εκεί, στην Πάντειο, υπέγραψα για πρώτη φορά τα σκίτσα μου με το ψευδώνυμο Soloúp. Προφανώς μια τυχαία επιλογή που με καθόρισε. – Στο έργο σου είναι εμφανής μια πλούσια υποδομή: ιστορικά τεκμήρια, λογοτεχνικές αναφορές, φιλοσοφικές συσχετίσεις. Πώς προέκυψε αυτό το πάντρεμα; – Υπάρχει πάντα η ανάγκη να αναζητήσεις πληροφορίες. Να τσεκάρεις πράγματα για όσα γράφεις. Αυτό συμβαίνει και στα πιο χιουμοριστικά κόμικς ή ακόμη και στις γελοιογραφίες μου στην εφημερίδα. Όταν όμως αποφασίζεις να ασχοληθείς, για παράδειγμα, με τη Mικρασιατική Καταστροφή, όπως συνέβη με το «Αϊβαλί», ή τώρα με το graphic novel που ετοιμάζω για το 1821, δεν είναι δυνατόν να μην ανατρέξεις πολύ πιο οργανωμένα στις πηγές. Σε αυτό σίγουρα με βοηθάει η εμπειρία της συστηματικής μελέτης που χρειάστηκε να κάνω στο διδακτορικό. Σε πρωτότυπα κείμενα, απομνημονεύματα, μαρτυρίες, αρχεία, φωτογραφικό ή άλλο οπτικό υλικό. Για να δέσουν όμως όλα αυτά μεταξύ τους, χρειάζεται και μιαν ευρύτερη οπτική. Μια φιλοσοφική θεώρηση, όπως λες. – Ποια θέση μπορούν να έχουν τα κόμικς στην εκπαίδευση; – Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με δασκάλους και καθηγητές σε διάφορα εργαστήρια και παρουσιάσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Από την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια μέχρι πανεπιστήμια και μεταπτυχιακά. Η ανταλλαγή πληροφοριών, οι αφορμές για διάλογο, αλλά και η ανταπόκριση απ’ όσους συμμετείχαν, υπήρξαν συχνότατα από εντυπωσιακές έως και συγκινητικές. Υπάρχουν πραγματικά τεράστιες δυνατότητες του μέσου των κόμικς στην εκπαίδευση. Όμως, ο σημαντικότερος παράγοντας σε αυτή τη διαδικασία παραμένει πάντα ο δάσκαλος. Ο εκπαιδευτικός είναι εκείνος που θα πάρει αυτό το υλικό στα χέρια του, θα μαγέψει τους μαθητές και θα τους πάει παραπέρα. – Το «Αϊβαλί» σου χάρισε ένα ελληνικό βραβείο το 2015, ένα διεθνές το 2016 και μεγάλη αναγνωρισιμότητα. Πώς το εξηγείς; – Το «Αϊβαλί» γράφτηκε στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, τη στιγμή δηλαδή που οι εκδοτικοί οίκοι αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα αναστέλλοντας διαρκώς εκδόσεις. Ήταν πέρα από κάθε λογική και εμπορικό υπολογισμό πώς ένα κόμικς 450 σελίδων εν μέσω κρίσης θα αφορούσε τόσο πολύ κόσμο και θα είχε αξιοσημείωτη πορεία στο εξωτερικό. Μια πορεία που συνεχίζεται σε όλα τα επίπεδα αμείωτη. Ίσως το να διατυπώσεις έντεχνα κάτι που σε απασχολεί προσωπικά, εκεί να βρίσκεται η εξήγηση. – Πέρυσι το φθινόπωρο παρουσίασες το «Αϊβαλί» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποια ήταν η υποδοχή; – Ήταν μια υπέροχη εμπειρία χάρη στη γενναιόδωρη πρόσκληση των εκδόσεων Somerset Hall Press και του μεταφραστή του στα αγγλικά, Tom Papademetriou. Αρχικά παρουσιάσαμε επίσημα την αμερικανική έκδοση του «Aivali» στο συνέδριο MGSA που έγινε τον Νοέμβριο του 2019 στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας. Ακολούθησε κάτι πρωτόγνωρο για ελληνικό βιβλίο, πόσο μάλλον για κόμικς. Ένα book tour με παρουσιάσεις στο Σαν Φρανσίσκο, στο Πανεπιστήμιο Stockton του Νιου Τζέρσεϊ, στη Βοστώνη, στο Columbia της Νέας Υόρκης. Παντού ζεστοί άνθρωποι. Και ενδιαφέρον όχι μόνον από Ελληνοαμερικανούς, όπως θα νόμιζε κανείς λόγω της θεματολογίας του βιβλίου. – Αν το «Αϊβαλί» αντλεί από την Ιστορία, ο «Συλλέκτης» αντλεί από τη σύγχρονη κοινωνία. Και μας παρουσιάζει μια Κοκκινοσκουφίτσα απρόσμενα και ανατρεπτικά. – Το «Αϊβαλί» έχει να κάνει με τη μεγάλη Ιστορία όπως τη βίωσαν οι απλοί άνθρωποι. Ο «Συλλέκτης» πάλι ασχολείται με μια σύγχρονη καθημερινή τραγωδία, που βιώνουν χιλιάδες γονείς και παιδιά σε όλον τον κόσμο: τη γονική αποξένωση ύστερα από ένα διαζύγιο. Μια κατάσταση που η Δικαιοσύνη, ειδικά στην Ελλάδα, αντί για λύση αποτελεί μέρος του προβλήματος. Η αλληγορία της Κοκκινοσκουφίτσας νομίζω πως βοηθά να δούμε τον τρόπο που λειτουργούν αυτές οι σχέσεις τόσο από την πλευρά των γονιών όσο και στα παιδιά. Ο μικρόκοσμος του καθενός μπορεί να αποτελέσει τεράστια παγίδα – Καλλιτέχνης και κοινωνικός περίγυρος. Ποια είναι η γνώμη σου; – Ο καθένας μας ζει σ’ έναν μικρόκοσμο γνωστών, φίλων, συγγενών, συναδέλφων ακόμα και εικονικών φίλων στο Facebook. Στο μυαλό μας ο μικρόκοσμος αυτός είναι καθοριστικός στον τρόπο που σκεφτόμαστε και αντιδρούμε. Κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό και υγιές, αρκεί να συνειδητοποιείς τα όριά του. Τις περισσότερες φορές όμως για όλους μας, πόσο μάλλον για έναν δημιουργό, αυτός ο μικρόκοσμος μπορεί να αποτελέσει τεράστια παγίδα. Να παρασύρεται δηλαδή ένας καλλιτέχνης στο να κολακέψει συγκεκριμένους ανθρώπους και λογικές εις βάρος της ίδιας του της δουλειάς. Ο Πεσόα στον Ηρόστρατο διατυπώνει κάποιες διαυγείς σκέψεις πάνω σε αυτό. – Η γνώμη σου για τα ελληνικά κόμικς; Τους έχεις αφιερώσει το διδακτορικό σου. – Ναι. Το διδακτορικό μου ήταν μια πολυεπίπεδη και εκτενής έρευνα για τα ελληνικά κόμικς από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Δεν είναι απλή γραμμική ιστορική καταγραφή. Τα κόμικς, αντίθετα, προσεγγίζονται μέσα από τη σημειολογία, τη σύνδεσή τους με τη γελοιογραφία, τις επιρροές τους από τη διεθνή σκηνή. Υπάρχουν και στατιστικά στοιχεία. Από αυτό το υλικό, μόνο ένα μέρος μετασχηματίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο των εκδόσεων Τόπος. Στην πραγματικότητα εκεί μέσα υπάρχει η μαγιά για ακόμα δύο δοκίμια για τα κόμικς. Αλλά πού να βρεις χρόνο; Προς το παρόν κυνηγάω με την καραμπίνα ώρες μέσα στη μέρα για να φτιάξω τα δικά μου κόμικς. – Ποιοι διαβάζουν σήμερα κόμικς και graphic novels; – Αν κρίνω από τη δική μου εμπειρία, στο Αϊβαλί έχω ανακαλύψει φανατικούς αναγνώστες ακόμα και 91 χρόνων. Επίσης στον Συλλέκτη, πολλοί γονείς μέσης ηλικίας αλλά και εκπαιδευτικοί βρήκαν στο graphic novel έναν ευχάριστο τρόπο να μιλήσουν για… δύσκολα πράγματα με τα παιδιά τους. Τα κόμικς έτσι κι αλλιώς έχουν το δικό τους φανατικό, αλλά περιορισμένο κοινό. Σε κάποια graphic novels όμως, όπως το Logicomix, το Αϊβαλί και άλλα που ακολούθησαν, το κοινό που τα προσέγγισε ήταν εμφανώς μεγαλύτερο. Θα έλεγα λοιπόν πως ο τρόπος που διατυπώνει ένα έργο το θέμα του είναι πιο καθοριστικός από την ίδια τη φόρμα του. Διαβάζουμε πάντα κάτι που μας αφορά. – Τι είναι για σένα αυτό που κάνεις; Μεράκι ή τρόπος επιβίωσης; – Σίγουρα και τα δύο. Και όσο περνάει ο καιρός όλο και πιο πολύ ένας συνειδητός τρόπος να μαθαίνεις, να αισθάνεσαι, να επικοινωνείς, να σκέφτεσαι. Αυτοεγκλεισμός και λύτρωση – Τι χρειάζεται για να γίνει ένα graphic novel; Δουλεύεις μόνος; – Ναι, τις περισσότερες φορές δουλεύω και τα σενάρια και τα σκίτσα μόνος. Όχι ότι σνομπάρω τις συνεργασίες. Το αντίθετο. Θα ήθελα πολύ να μοιράζομαι αυτή τη διαδικασία. Όμως, συνήθως συμβαίνει το εξής. Τυχαίνει να σκοντάψω σ’ ένα θέμα που με απασχολεί σταδιακά όλο και πιο πολύ, μέχρι που γίνεται σχεδόν εμμονή. Δουλεύω έτσι αρχικά πολύ πάνω στη δομή και στο σενάριο. Και στη συνέχεια προσπαθώ στο σκίτσο, με διάφορα τεχνάσματα και σημειολογικά κλειδιά, να πολλαπλασιάσω τις εντάσεις και τα συναισθήματα του κειμένου. Μια τέτοια διαδικασία προϋποθέτει όχι μόνον πολλή δουλειά, αλλά κι έναν αυτοεγκλεισμό. Παρηγοριά σε όλο αυτό είναι η ελπίδα πως στο τέλος θα ακολουθήσει η λύτρωση της επικοινωνίας με τους αναγνώστες. Η συνάντηση Το γεύμα είχε προγραμματιστεί πριν η πανδημία αλλάξει τα δεδομένα στις ζωές μας. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η συνομιλία έγινε μέσω Skype κι όχι στον προγραμματισμένο χώρο. Δεν ήταν, όμως, απόμακρη. Είχε αμεσότητα, οικειότητα. Όπως η συνάντηση που είχαμε στο Μουσείο Μπενάκη, λίγο πριν ταξιδέψει στις ΗΠΑ για να παρουσιάσει τη δουλειά του. Πρωί μιας εργάσιμης ημέρας τότε, πρωί Σαββάτου τώρα, παρέα με έναν ζεστό καφέ – και τώρα. Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, έμοιαζε να αποκαλύπτει το μυστικό του: «Το ζητούμενο είναι να είσαι δημιουργικός, να αγαπάς τη δουλειά σου και να την αντιμετωπίζεις με απαιτητικότητα». Οι σταθμοί του 1966 Γεννιέται στην Αθήνα. 1989 Αρχίζει η συνεργασία με τη «Βαβέλ». Κυκλοφορεί ο «Ανθρωπόλυκος» (η πρώτη αυτοέκδοση άλμπουμ κόμικς στην Ελλάδα). 2004 Γεννιέται η κόρη του Ελένη. 2011 Διδάκτωρ Πολιτισμικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. 2014 Κυκλοφορεί το graphic novel «Αϊβαλί» (Κέδρος). Ακολουθεί μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Ετοιμάζεται η τουρκική έκδοση (Istos). 2016 Βράβευση της γαλλικής έκδοσης του «Aivali» (Steinkis) στην Clermont-Ferrand. Παρουσιάσεις σε Οξφόρδη, Παρίσι, Βρυξέλλες και αλλού. 2018 Κυκλοφορεί το graphic novel «Ο Συλλέκτης» (Ίκαρος). Ακολουθεί μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. 2019 Το «Aivali» κυκλοφορεί στις ΗΠΑ (Somerset Hall Press). Επίσημη παρουσίαση στο Σακραμέντο (MGSA) και περιοδεία σε πέντε πολιτείες. Και το σχετικό link...
  21. Δέκα χρόνια πριν, όταν η ελληνική οικονομική κρίση ήταν στην αρχή της, ο Αντώνης Νικολόπουλος (Soloup είναι εμφανώς το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο) αποφάσισε να προβεί σε αυτό που πολύ σύγχρονοί του θεώρησαν – και ίσως όχι ολωσδιόλου άδικα – ως απονενοημένο διάβημα. Τη δημιουργία δηλαδή ενός κόμικ με θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή, «τη στιγμή δηλαδή, που έκλειναν εκδοτικοί οίκοι και εφημερίδες και η παραγωγή των βιβλίων συρρικνωνόταν απελπιστικά», όπως εύγλωττα μας λέει ο ίδιος. Ο ίδιος πεισματικά ακολούθησε το «ουτοπικό» του όραμα. Λίγους μήνες πριν σε μια περιοδεία του την Αμερική για την προώθηση του «Αϊβαλί», και μάλιστα τη μεταφρασμένη στα αγγλικά έκδοσή του από τον εκδοτικό οίκο «Somerset Hall Press», ο κ. Νικολόπουλος παραδέχτηκε πως η αποδοχή που βρήκε το βιβλίο δεν ξεπέρασε μόνο τους φόβους του, αλλά και τις προσδοκίες του. Το «Αϊβαλί» είναι από αυτά τα αναγνώσματα, που είναι κατάλληλα για κάθε ηλικία, ενώ η εκπαιδευτική του αξία, ειδικά για εμάς τους Έλληνες της δυτικής πλευράς του Ατλαντικού, ανυπέρβλητη. Τι προκάλεσε το ενδιαφέρον σας για την τέχνη του κόμικς και πώς αποφασίσατε να αφοσιωθείτε σε αυτό; Soloup: Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησε αυτή η σχέση με τα σκίτσα. Μάλλον από το Δημοτικό. Θυμάμαι για παράδειγμα, σαν παιχνίδι, στα διάφορα κείμενα που έπρεπε να γράφω, ιστορία, έκθεση κ.λ.π., να αφαιρώ λέξεις και να βάζω στη θέση τους σκιτσάκια. Για παράδειγμα, αντί να γράψω «ήλιος», έκανα το σκίτσο ενός ήλιου. Πιο συστηματικά όμως με τα κόμικς και τη γελοιογραφία ασχολήθηκα την περίοδο που ήμουν φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τότε ήταν που χρησιμοποίησα για πρώτη φορά και το ψευδώνυμο Soloup. Ένα κομμάτι της δουλειάς σας έχει να κάνει τον πολιτικό σχολιασμό. Το κόμικς σάς δίνει μεγαλύτερη ελευθερία σε αυτό τον τομέα; Soloup: Το κύριο επάγγελμά μου είναι η πολιτική γελοιογραφία. Τα… πολλά τελευταία χρόνια εργάζομαι στην εφημερίδα «Το Ποντίκι» αλλά και πιο παλιά στο «Βήμα», τις «6 μέρες», το «Goal», την «Γαλέρα» και αλλού. Η καθημερινή μου ασχολία έτσι εδώ και σχεδόν δυόμιση δεκαετίες σε εφημερίδες και περιοδικά, είναι το ν' ασχολούμαι με την πολιτική επικαιρότητα και τον γελοιογραφικό σχολιασμό της. Τα κόμικς σίγουρα απαιτούν πολύ περισσότερο χρόνο. Ειδικά τα graphic novels όπως το «Αϊβαλί» ή «Ο Συλλέκτης». Δεν παρακολουθούν την επικαιρότητα ούτε αυτός είναι ο στόχος τους. Μπορούν όμως ν' αναπτύξουν έναν κοινωνικό προβληματισμό σε μεγαλύτερο βάθος, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με τόσο ευαίσθητα θέματα, όπως αυτά που καταπιάνεται το «Αϊβαλί»: τη Μικρασιατική καταστροφή, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις προσφυγικές ροές, τις θέσεις των ίδιων των ανθρώπων πάνω σε φαινόμενα όπως ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός κ.λ.π. Πώς βλέπετε τα πολιτικά πράγματα της χώρας σήμερα; Soloup: Περάσαμε μέσα από μια πολυδιάστατη κρίση που μας εξάντλησε σε όλα τα επίπεδα: στην οικονομία, στην κοινωνία, στα εργασιακά, στον πολιτισμό, ακόμα στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ελπίζουμε βέβαια πως σιγά σιγά θα βγούμε από αυτήν την φθοροποιό κατάσταση. Την ίδια ώρα όμως οι διεθνείς εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, το προσφυγικό, οι γεωτρήσεις και οι ΑΟΖ, οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι στην ευρύτερη περιοχή και η επιθετική στάση της Τουρκίας, δεν μας αφήνουν αρκετά περιθώρια εφησυχασμού. Εκεί ακριβώς, σε αυτήν την ανησυχία νομίζω πως οφείλει και το «Αϊβαλί» την επιτυχία του. Ένα ενδιαφέρον που συνεχίζεται αμείωτο εδώ και πέντε χρόνια από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το 2014 στα Ελληνικά από τις εκδόσεις «Κέδρος» αλλά και στη συνέχεια στις μεταφράσεις του. Τελευταίο παράδειγμα η αμερικανική έκδοση που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Somerset Hall Press στην εξαιρετική μετάφραση του Tom Papademetriou (Τομ Παπαδημητρίου). Στο μεγάλο book tour που κάναμε το Νοέμβριο από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη, μας έφερε σε επαφή με ένα σωρό νέους φίλους του βιβλίου και μας χάρισε πολλές συγκινητικές στιγμές. Είναι ένα βιβλίο που διαδίδεται από στόμα σε στόμα και από αναγνώστη σε αναγνώστη. Το βιβλίο σας «Αϊβαλί» όπως είπατε μεταφράστηκε πρόσφατα και στα Αγγλικά και έχει κατορθώσει διάφορες βραβεύσεις στο εξωτερικό. Πώς νιώθετε για αυτό; Soloup: Όταν ξεκινούσα γύρω στα 2011 να συλλέγω το υλικό και να γράφω το σενάριο – στις αρχές δηλαδή της ελληνικής κρίσης – δεν φανταζόμουν αυτό που θα ακολουθούσε. Ότι έκανα τότε προερχόταν περισσότερο από προσωπική ανάγκη. Λόγω της μικρασιατικής μου καταγωγής και από τους δυο παππούδες και τις δυο γιαγιάδες μου, αλλά και την ανάγκη αυτοπροσδιορισμού σε μια ώριμη ηλικία. Τότε ακουγόταν σχεδόν ουτοπικό να καταπιαστείς με ένα τέτοιο βιβλίο. Τη στιγμή δηλαδή που έκλειναν εκδοτικοί οίκοι και εφημερίδες, η παραγωγή των βιβλίων συρρικνωνόταν απελπιστικά, να αρχίσει κάποιος να φτιάξει ένα… κόμικς 450 σελίδων! Ποιος εκδοτικός θα το έβγαζε ένα τόσο ειδικό βιβλίο και ποιος θα το διάβαζε; Ευτυχώς το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε φόβο μου αλλά και κάθε προσδοκία. Οι αντιδράσεις από τους αναγνώστες είναι ιδιαίτερα συγκινητικές. Eκθέσεις, παρουσιάσεις και ομιλίες, εντός και εκτός Ελλάδας. Τα πανεπιστήμια και οι ερευνητές από την άλλη δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το «Αϊβαλί», μιας και το συγκεκριμένο graphic novel ακουμπά θέματα ιστορίας, λογοτεχνίας αλλά και της τέχνης, της μνήμης, το συναίσθημα… Πολλές εργασίες, διδακτορικές διατριβές, άρθρα σε περιοδικά γίνονται πλέον με αντικείμενο το «Αϊβαλί». Πώς να μην νοιώθω χαρούμενος. Την ίδια στιγμή όμως νιώθω και μεγάλη ευθύνη. Δεν είναι εύκολο να μιλάς για τόσο τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος. Ποια πιστεύετε, ότι είναι η διαφορά – αν υπάρχει – ανάμεσα σε ένα βιβλίο κόμικς και ένα συμβατικό βιβλίο; Soloup: Τα graphic novels θα μπορούσαμε να τα περιγράψουμε ως κάποια… πιο ώριμα ή «λογοτεχνικά» κόμικς – αυτό με τίποτα βέβαια δεν αποτελεί ορισμό τους για κάποιους που ασχολούνται πιο συστηματικά με αυτά. Θα λέγαμε πως υπερασπίζονται τον λόγο των βιβλίων σε ένα περιβάλλον κι έναν πολιτισμό εικόνων κυρίως σε οθόνες. Φυσικά ένα graphic novel μπορεί να διαβαστεί και ως e-book αλλά, κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν υποκαθιστά την αναγνωστική απόλαυση του εντύπου. Είναι το ίδιο πράγμα να βλέπεις μια ταινία στον υπολογιστή, στην TV ή στο κινητό και το ίδιο στη μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου; Ισχύει λοιπόν και εδώ κάτι αντίστοιχο. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μήνυμα του βιβλίου «Αϊβαλί»; Soloup: Νομίζω πως η όποια δύναμή του «Αϊβαλί» βρίσκεται στο ότι διατυπώνει ερωτήματα. Και τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του, σε επίπεδο ατομικό και σε επίπεδο κοινωνίας. Ως αναγνώστες καλούμαστε να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις και να σκιαγραφήσουμε τα δικά μας νοήματα στις σχέσεις των ανθρώπων και των κοινωνιών. Το τι είναι σημαντικό και το τι είναι αυτό για το οποίο πρέπει να προσπαθήσουμε. Ποια είναι η πορεία του κόμικς στην Ελλάδα μέχρι σήμερα και ποιο το μέλλον του; Soloup: Τα ελληνικά κόμικς όσο περνούν τα χρόνια πάνε όλο και καλύτερα. Οι παλαιότεροι δημιουργοί ωριμάζουν, νέοι σκιτσογράφοι δημοσιεύουν εκπληκτικές δουλειές. Τα κόμικς τα οποία στην Ελλάδα της δεκαετίας του '80 στηρίχτηκαν σε περιοδικά όπως η «Βαβέλ» και το «Παρά Πέντε», τώρα έχουν ενηλικιωθεί και προσεγγίζουν την διεθνή σκηνή της τέχνης των κόμικς. Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο. Soloup: Το graphic novel «Ο Συλλέκτης» (εκδόσεις Ίκαρος) καταπιάνεται με διαφορετικές καταστάσεις «απώλειας» και «τραύματος» από εκείνες που συναντάμε στο «Αϊβαλί». Περιγράφει ένα παγκόσμιο σημερινό πρόβλημα που δεν είναι άλλο από τη Γονική Αποξένωση (Parental Alienation). Την ψυχολογική απόσταση δηλαδή που διαμορφώνεται ανάμεσα σε γονείς και παιδιά μετά από ένα διαζύγιο. Στην ιστορία του «Συλλέκτη», ο Διονύσης είναι ένας πατέρας που μετά από έναν επώδυνο χωρισμό περιμένει κάθε μέρα μάταια την κόρη του την Φωτεινούλα, να την πάει στο σχολείο. Το παιδί πηγαίνει σχολείο με ένα ταξί που καλεί η μητέρα της για να τον παρακάμψει. Το μόνο που απομένει στον αμήχανο Διονύση είναι να καταγράφει κάθε μέρα τον αριθμό του ταξί – μετατρέποντάς τον έτσι σε έναν ιδιότυπο… «συλλέκτη». Η ελπίδα όμως δεν πεθαίνει και την άλλη μέρα βρίσκεται πάλι εκεί για την κόρη του. Το βιβλίο πάει πολύ καλά και βρίσκεται ήδη στη δεύτερή του έκδοση. Τον χειμώνα του 2019 έγινε μια πολύ μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας. Ανάμεσα στις παράλληλες εκδηλώσεις (εργαστήρια, συναυλία κ.λ.π.) είχαμε οργανώσει και μια διεθνή ημερίδα για τη Γονική Αποξένωση. Το βιβλίο το έχουμε ήδη μεταφράσει στα Αγγλικά για τις ανάγκες της έκθεσης και τώρα βρισκόμαστε στην διαδικασία εξεύρεσης εκδότη, για την Αγγλική ή άλλες γλώσσες. Νομίζω πως θα είχε ενδιαφέρον για τους αναγνώστες σας να δώσω και τα links με πληροφορίες για τον «Συλλέκτη» στο Μπενάκη και πιο συγκεκριμένα τη διεθνή ημερίδα για τη Γονική Αποξένωση η οποία κατέγραψε το ίδρυμα Μποδοσάκη. Δυστυχώς αυτό το θέμα θα αφορά παγκοσμίως πολύ κόσμο: Benaki Museum: «The Collector – six short stories about a bad wolf» (https://www.benaki.org/index.php?option=com_events&view=event&id=5806&lang=en) Bodossaki Lectures on Demand: «Η προοπτική της κοινής ανατροφής των παιδιών / Καταπολέμηση της Γονικής Αποξένωσης» (https://www.blod.gr/lectures/i-prooptiki-tis-koinis-anatrofis-paidion-katapolemisi-tis-gonikis-apoksenosis-harin-tou-beltistou-symferontos-tou-paidiou-hairetismoi/) Τα μελλοντικά σας σχέδια; Ετοιμάζετε κάτι νέο; Soloup: Ναι, τα τελευταία δύο χρόνια δουλεύουμε με μια ομάδα ερευνητών πάνω σε ένα αρκετά φιλόδοξο ιστορικό graphic novel. Ελπίζω πως τους επόμενους μήνες θα είμαστε σε θέση να ανακοινώσουμε κάτι πιο επίσημα. Ευχαριστώ θερμά εσάς και τον «Εθνικό Κήρυκα» για τις όμορφες ερωτήσεις και το ενδιαφέρον σας. Και το σχετικό link...
  22. Με το πρώτο βιβλίο του "Το Αϊβαλί" σκιτσάρισε τον ανθρώπινο πόνο που προκαλεί η ταραγμένη ιστορική στιγμή δίνοντας το πρώτο ιστορικό graphic novel. Στο δεύτερο βιβλίο του, "Ο Συλλέκτης" (εκδ. Ίκαρος), το πενάκι του στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη και στην καρδιά ενός ζητήματος που, αν και πληγώνει αμέτρητες οικογένειες, ακόμα δεν έχει επαρκώς συζητηθεί. Συνθέτοντας έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο, που όμως δεν είναι τόσο κακός, ο γνωστός κομικογράφος και σκιτσογράφος στο «Ποντίκι», Soloup, κατά κόσμον Αντώνης Νικολόπουλος, με λόγο αφοπλιστικά λιτό και σκίτσο καθαρό, σχολιάζει το πολλαπλό τραύμα του διαζυγίου, το τραύμα του αποχωρισμού του ενός γονιού, του πατέρα, από το παιδί. Οι έξι αφηγήσεις εγκιβωτίζουν ουσιαστικά την ίδια ιστορία ιδωμένη από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Έρωτες που κατέρρευσαν, εντάσεις, φωνές και σιωπές, αλλά και αίθουσες δικαστηρίων, νόμοι, δίκες και διαφορετικά στρατόπεδα διαδέχονται τα καρέ του. Ωστόσο σ' αυτό το βιβλίο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Υπάρχει το πρίσμα από το οποίο βλέπουν ο ένας τον άλλον. Ανάμεσα στο λευκό και σε διάφορους τόνους του γκρι που εικονογραφούν την αφήγηση, παρεμβάλλεται χρώμα στη διαφορετική εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας. Ωστόσο ο Soloup σ' αυτό το βιβλίο δε συνομιλεί μόνο με το κλασικό παραμύθι των αδελφών Γκριμ. «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λούις Κάρολ, »Η Δίκη« του Κάφκα αλλά και ο μύθος της σπηλιάς του Πλάτωνα αφήνουν τον απόηχό τους σ' αυτή τη διαδρομή, που αναζητά να ερμηνεύσει τα γιατί που οδηγούν στις »μαύρες σκιές" της απώλειας. Από ποια ανάγκη γεννήθηκε ο "Συλλέκτης"; Η ιστορία του «Συλλέκτη» είναι μια ακόμα σιωπηλή ιστορία, από αυτές που συμβαίνουν δυστυχώς κατά χιλιάδες γύρω μας. Ιδιωτικές τραγωδίες, όπως για παράδειγμα η αποξένωση ενός πατέρα από το παιδί του ύστερα από ένα διαζύγιο. Αφόρητο βάρος γι’ αυτούς που το ζουν. Κι όμως, τέτοιες ιστορίες περνάνε «στα ψιλά». Κανένας δεν ασχολείται σοβαρά σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο με την επίλυσή του. Αυτή ήταν η αφετηρία. Οικογένεια, διαζύγιο, απώλεια, πληγωμένο παιδί, δικαιοσύνη είναι οι έννοιες που διατρέχουν το βιβλίο. Κυρίως όμως επικεντρώνεις στη θέση του πατέρα. Και ανατρέπεις τις στερεοτυπικές αντιλήψεις. Δύσκολο θέμα. Η μορφή του graphic novel σε διευκόλυνε να το διαχειριστείς; Το βιβλίο δεν ρίχνει ευθύνες σε κάποιον από τους εμπλεκομένους, στον μπαμπά, τη μαμά ή το παιδί. Και οι τρεις πλευρές είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θύματα ψυχολογικής βίας. Μιας άσχημης συνθήκης, της οποίας τα δικαστήρια και ο τρόπος που λειτουργούν δεν αποτελούν λύση αλλά μέρος του προβλήματος. Είναι πράγματι ένα δύσκολο θέμα. Ίσως η «λογοτεχνική» αφήγηση ενός graphic novel να μπορεί να αποδώσει το απαραίτητο συναισθηματικό βάθος που φέρνουν στις ζωές μας τέτοιες ή άλλες ανθρώπινες απώλειες. Στη δημόσια σφαίρα δεν έχει συζητηθεί επαρκώς αυτό το ζήτημα. Θεωρείς ότι ο "Συλλέκτης" δίνει αυτή την αφορμή; Αν και το βιβλίο κυκλοφορεί λιγότερο από ένα μήνα, οι ιδιαίτερα θερμές αντιδράσεις των αναγνωστών δείχνουν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Επιχειρείς να σπάσεις στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη θέση του πατέρα στην οικογένεια και τη σχέση του με το παιδί. Η ανατροπή της αφήγησης στο γνωστό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας διευκολύνει τη συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα; Η παραλλαγή της Κοκκινοσκουφίτσας των αδελφών Γκριμ, αλλά και η αλληγορία της Σπηλιάς του Πλάτωνα που υπάρχουν στον «Συλλέκτη» ελπίζω πως βοηθούν σε αυτό. Συχνά μέσα από τα παραμύθια και τις αλληγορίες λες πολύ περισσότερα και πιο κατανοητά πράγματα για δύσκολες καταστάσεις. Το ψηφιακό περιβάλλον που κυριαρχεί στην εποχή μας, διευκολύνει την ειλικρίνεια και την ανεκτικότητα γύρω από τις διαπροσωπικές, τις οικογενειακές σχέσεις; Θεωρητικά το Διαδίκτυο προσφέρει περισσότερες δυνατότητες έκφρασης κι επικοινωνίας, μεγαλύτερη ανεκτικότητα. Στην πράξη όμως, αν κρίνω από τον υποκριτικό συντηρητισμό πολλών αναρτήσεων και τον πληθωρισμό των συναισθημάτων - τόσες καρδούλες και τόσα φεϊσμπουκικά λάικ -, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Περιπλανιόμαστε μόνοι σε κλειστούς κόσμους αυταρέσκειας και, αντί να επικοινωνούμε πραγματικά, εγκλωβιζόμαστε στα πλασματικά είδωλα του εαυτού μας. Στον "Συλλέκτη" ο κακός λύκος δεν είναι τόσο κακός όσο μάθαμε να τον θεωρούμε. Αλήθεια, πόσο κακός είναι ο λύκος του βιβλίου σου και ποιος ο πραγματικά κακός λύκος των παιδιών της εποχής μας; Στο graphic novel ο κακός λύκος είναι είδωλο. Μια σκιά, μια λανθάνουσα προβολή της πραγματικότητας. Ο θυμός του παιδιού το κάνει να βλέπει τον πατέρα ως απειλή. Στην πραγματικότητα, όμως, στη ζωή όλων των παιδιών που μεγαλώνουν σήμερα, οι πραγματικοί κακοί λύκοι μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε, μεταμφιεσμένοι - όπως στην πρώτη εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας των Γκριμ - σε μια χαριτωμένη γιαγιάκα. Χαριτωμένοι λύκοι που βρίσκεις, από τα «αθώα» παιχνίδια στα τάμπλετ μέχρι τις «πατριωτικές» ιδέες που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα πλέον και μέσα στα σχολεία. Τι σε οδήγησε να δομήσεις κατ' αυτόν τον τρόπο το βιβλίο; Τα έξι κεφάλαια είναι αυτόνομες διηγήσεις, όλες μαζί όμως συνθέτουν την ίδια ιστορία μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το να βλέπουμε το ίδιο θέμα από διαφορετικές όψεις πλουτίζει την αντίληψή μας γι’ αυτό. Πώς θα χαρακτήριζες τον "Συλλέκτη"; Graphic novel, που σημαίνει πως είναι μια αφηγηματικά πιο εξελιγμένη φόρμα των κόμικς. Ταυτόχρονα είναι μια γραφή πολύ κοντά στον λογοτεχνικό λόγο. Έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά; Χωρίζει πάντα μεγάλη απόσταση την πραγματική ζωή από μια έντεχνη αφήγηση. Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο αναφέρεται σε προβλήματα που λίγο - πολύ αναγνωρίζουμε όλοι στον κοινωνικό μας περίγυρο, σε φίλους και συγγενείς. Έτσι, όσο φανταστικά κι αν είναι κάποια στοιχεία των έξι αφηγήσεων, δεν παύει να συμβαίνουν διαρκώς τα ίδια και χειρότερα στην καθημερινή ζωή. Σε ότι αφορά το σχέδιο, κι αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν ακολουθεί παραδοσιακές φόρμες ή, εν πάση περιπτώσει, αντλεί από διαφορετικές πηγές έκφρασης. Ποιες φόρμες ακολούθησες και ποιες ανέτρεψες σ' αυτό το graphic novel; Κατά τη διάρκεια του διδακτορικού μου πάνω στην ιστορία και τη σημειολογία των κόμικς είχα την ευκαιρία να μελετήσω σε βάθος τη λεκτική και οπτική αφήγηση σε σημαντικούς δημιουργούς της παγκόσμιας εναλλακτικής σκηνής. Πολλά από αυτά τα εφάρμοσα αρχικά στο «Αϊβαλί» και νομίζω πως σιγά - σιγά αρχίζω να βρίσκω τα δικά μου βήματα στη σημειολογία της αφήγησης. Με την εναλλαγή και την ένταση των καρέ, την ποσότητα του λόγου στην εικόνα, στον ρυθμό αφήγησης, στις χρωματικές εναλλαγές. Λειτούργησαν καλά στο «Αϊβαλί» και τώρα με τον «Συλλέκτη» ελπίζω να πηγαίνω λίγο παραπέρα. Γιατί επέλεξες την ασπρόμαυρη αφήγηση, την οποία σπας μόνο στην περίπτωση που αφηγείσαι - κι αυτή με πολύ λίγα χρώματα, κυρίως κόκκινο - τη νέα εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας; Είναι από αυτά τα σημειολογικά πειράματα που σας είπα. Στις σελίδες του βιβλίου κυριαρχούν το μαύρο και οι τόνοι του γκρι. Παρ’ όλα αυτά, στο πέμπτο κεφάλαιο της Κοκκινοσκουφίτσας - που αποτελεί και το κλειδί της ιστορίας - συμβαίνει μια συναισθηματικά φορτισμένη μεταφορά και από τη δεύτερη παραλλαγή της Κοκκινοσκουφίτσας των αδελφών Γκριμ, στην εξίσου σκληρή παραλλαγή του «Συλλέκτη». Η ταυτόχρονη χρωματική μετάβαση από το ανάλαφρο πράσινο στο άγριο κόκκινο παρασύρει και εντείνει τη φόρτιση της αφήγησης. Το προηγούμενο graphic novel σου, το "Αϊβαλί", δεν έχει ξεχαστεί, τουναντίον τώρα κάνει τη διεθνή του καριέρα; Το «Αϊβαλί» αποδεικνύεται αρκετά ανθεκτικό στον χρόνο, τόσο στην Ελλάδα, όπου συνεχίζουν να έρχονται θερμά σχόλια αναγνωστών, όσο και έξω. Μετά τις μεταφράσεις του στα γαλλικά και τα τουρκικά, τώρα φαίνεται πως αρχίζει ένας νέος κύκλος μεταφράσεων σε αρκετές γλώσσες. Περιμένω κι εγώ με αγωνία να τις δω. "Ο Συλλέκτης" θα γίνει κι αυτός έκθεση; Ναι, πράγματι. Όπως και πριν από τέσσερα χρόνια με το «Αϊβαλί», ετοιμάζουμε τώρα μια μεγάλη έκθεση για τον «Συλλέκτη» στο Μουσείο Μπενάκη για τις αρχές του νέου χρόνου. Με συναυλία στα εγκαίνια, παράλληλες δράσεις και δυο σημαντικές ημερίδες. Μια για τα graphic novels στην Ελλάδα και μια δεύτερη για τη γονική αποξένωση, με καλεσμένους επιστήμονες από την Ευρώπη και την Αμερική. Περισσότερες λεπτομέρειες θα είμαστε σε θέση να ανακοινώσουμε σύντομα. Και το σχετικό link...
  23. Μια παρέα ηλικιωμένων συζητά για τις συλλογές γραμματοσήμων, πεταλούδων, καπακιών και άλλων άχρηστων αντικειμένων. Ένας μετανάστης έχει συλληφθεί από την αστυνομία με έγκλημά του ότι προσπάθησε να σώσει ένα πουλί από βέβαιο θάνατο. Μια γιαγιά με την εγγονή της παρατηρούν τις τρύπες στα σώματα των περαστικών. Τρύπες από τις απώλειες, από τους ανθρώπους που χάθηκαν. Ένας θάνατος γίνεται η αιτία μιας μεγάλης συμφιλίωσης. Αλλά είναι πια αργά, καθώς ο ένας από τους φίλους είναι πια νεκρός. Η κόρη της Κοκκινοσκουφίτσας πάει μια βόλτα στο δάσος και μαθαίνει την οδυνηρή αλήθεια της ιστορίας με τον κακό λύκο. Στο ίδιο δάσος που άνθρωποι συρρέουν μαζικά σε ένα σπήλαιο σαν του Πλάτωνα για να λυτρωθούν με μεταφυσικές αυταπάτες. Και κάποιος Διονύσης, αποτελεί το επίκεντρο όλων αυτών των ιστοριών. Μα το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ξαναδεί το παιδί του. Κι αντί γι’ αυτό καταλήγει να γίνει ένας συλλέκτης πινακίδων από ταξί. Στο graphic novel «Ο Συλλέκτης» του Soloup, έξι διηγήματα με κοινό πυρήνα, συνθέτουν μια μεγάλη δραματική ιστορία για την οικογένεια, τη γονική αποξένωση, τη γραφειοκρατική παράνοια, την αδικία στη σύγχρονη Ελλάδα. Πριν από λίγο τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου σου και δεν σου κρύβω ότι χάλασα πολλά χαρτομάντιλα σκουπίζοντας τα δάκρυά μου. Ήταν στις προθέσεις σου να προκαλέσεις τέτοια συγκίνηση; Όταν προσπαθείς να αφηγηθείς μια τόσο φορτισμένη ιστορία, αυτή κατακλύζει πρώτα απ’ όλα εσένα που τη γράφεις. Δεν σκέφτεσαι αν η συγκεκριμένη αφήγηση θα συγκινήσει και άλλους. Το εύχεσαι και το ελπίζεις, βέβαια, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν σε απασχολεί και τόσο. Κυριαρχεί η έγνοια να διατυπώσεις με σαφήνεια τα ερωτήματα που «τρώνε» τον ήρωά σου και μετά να τον βάλεις μπροστά σε αυτά. Εκείνο που με απασχολούσε όσο δούλευα τον «Συλλέκτη» ήταν το τι στάση θα κρατούσε ο Διονύσης απέναντι στις παράλογες καταστάσεις που προέκυπταν στη ζωή του αλλά και τη γραφειοκρατική, σχεδόν καφκική, δικαιοσύνη που θεωρεί τους πατεράδες εξ αρχής «ενόχους μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Ο αγώνας του ήρωα να σταθεί όρθιος χωρίς ταυτόχρονα να απομακρυνθεί από το παιδί του, τη Φωτεινούλα, είναι μάλλον εκείνα που προκαλούν τη συγκίνηση. Για να δούμε. Είσαι από τους πρώτους αναγνώστες του «Συλλέκτη» κι έτσι μου δίνεις ελπίδες ότι το graphic novel «λειτουργεί». Περιμένω με αγωνία τις αντιδράσεις των αναγνωστών. Πώς προέκυψε, ιδιαίτερα μετά το «Αϊβαλί» και την αιρετική ματιά σου πάνω στην πολυτάραχη ιστορία των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, ένα βιβλίο για την οικογένεια και τον αποχωρισμό; Έχω στα σκαριά αρκετά σενάρια που συνομιλούν με την Ιστορία. Το ένα μάλιστα είναι έτοιμο από την εποχή που δούλευα το «Αϊβαλί» και διαδραματίζεται την ίδια περίοδο. Ελπίζω μια μέρα να το δείτε ολοκληρωμένο. Προς το παρόν ήθελα συνειδητά ν’ αποφύγω τη γνωστή παγίδα που πέφτουν οι συγγραφείς καθώς, ύστερα από ένα πετυχημένο έργο, προσπαθούν να επαναλάβουν τον εαυτό τους. Ήταν πρόκληση λοιπόν το να ασχοληθώ με κάτι εντελώς διαφορετικό, πόσο μάλλον με ένα καυτό κοινωνικό ζήτημα όπως η ψυχολογική -και όχι μόνο- «κακοποίηση» των εμπλεκομένων σ’ ένα διαζύγιο. Τι σχέση έχει ο Αντώνης Νικολόπουλος με τον Διονύση της ιστορίας; Έχει το βιβλίο αυτοβιογραφικά στοιχεία ή είναι μια μυθοπλασία; Όπως ακριβώς το διατυπώνεις, εγώ λέγομαι Αντώνης, ο ήρωας, Διονύσης. Η ζωή είναι πάντα κάτι διαφορετικό από ένα βιβλίο. Η ιστορία ενός βιβλίου αποτελεί ένα κλειστό σύμπαν. Η ζωή, πάλι, είναι ανοιχτή. Αχαρτογράφητη, ανατρεπτική και απρόβλεπτη. Αυτά ακριβώς τα παράλογα -όπως τα περιγράφει ο Καμί- χαρακτηριστικά της «πραγματικότητας» είναι την ίδια στιγμή εκείνα που δίνουν τροφή στη μυθοπλασία και την έντεχνη δημιουργία: στα μυθιστορήματα, στα σενάρια, στις μουσικές και στους πίνακες ζωγραφικής. Θα έλεγα λοιπόν πως δεν έχει σημασία για κάποιον αναγνώστη αν η ιστορία ενός βιβλίου, όπως ο «Συλλέκτης», αφορά τον συγγραφέα όσο το ότι τα προβλήματα που θίγονται υπάρχουν παντού εκεί έξω. Ιστορίες που συχνά είναι πολύ πιο τραυματικές και επώδυνες από αυτήν του Διονύση και δηλητηριάζουν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Υπάρχουν προβληματικά διαζύγια που αποξενώνουν τα παιδιά από τους γονείς τους, χωρίς καμιά ουσιαστική μέριμνα από τους θεσμούς (ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κ.λ.π.) και μια δικαιοσύνη που καταλήγει ν’ αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι τη λύση του. Ένα ζήτημα που όλοι οι φορείς το γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν μιλάει ανοιχτά γι’ αυτό. Οι ήρωες λοιπόν μπορεί να είναι φανταστικοί, τις καταστάσεις όμως που βιώνουν χιλιάδες άνθρωποι σαν τον Διονύση και δυστυχώς σε όλο τον κόσμο, μόνο μυθοπλασία δεν μπορείς να τις χαρακτηρίσεις. Το ξέρω πως θα γίνω αδιάκριτος αν ρωτήσω ποια είναι η κόρη της Κοκκινοσκουφίτσας στην οποία αφιερώνεις το βιβλίο. Αλλά θα το κάνω, μια και έχεις δημιουργήσει ολόκληρο κεφάλαιο γι' αυτήν. Το πέμπτο κεφάλαιο του graphic novel ξαναδιαβάζει το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Υπάρχουν άπειρες παραλλαγές του παραμυθιού, από τις πρώτες λαϊκές αφηγήσεις και την καταγραφή του Perrault μέχρι τις μέρες μας. Η πλέον διαδεδομένη και εικονογραφημένη εκδοχή είναι εκείνη των αδελφών Grimm. Το ενδιαφέρον είναι πως στην καταγραφή των Grimm –«συλλέκτες» παραμυθιών οι ίδιοι– παραθέτουν και μια δεύτερη παραλλαγή, σύμφωνα με την οποία είναι η ίδια η Κοκκινοσκουφίτσα εκείνη που σκοτώνει τον κακό λύκο. Αυτή η δεύτερη «Κοκκινοσκουφίτσα» γίνεται στο graphic novel η βάση για μια νέα ανάγνωση του παραμυθιού με αποδέκτη έναν σύγχρονο θεατή, την κόρη της Κοκκινοσκουφίτσας, δηλαδή. Είναι εκείνη που θα μπορούσε, με τη σχετική απόσταση από τις εντάσεις, να κατανοήσει πως τα σύγχρονα παραμύθια δεν έχουν μόνο καλούς και κακούς. Γιατί στον υπότιτλο χρησιμοποιείς τον χαρακτηρισμό «κακός λύκος» για τον πρωταγωνιστή σου; Τα πράγματα στη ζωή δεν είναι ή άσπρα ή μαύρα. Το ίδιο και οι άνθρωποι γύρω μας δεν είναι μόνο καλοί ή μόνο κακοί. Κάθε χαρακτήρας κρύβει πολλές προσωπικότητες και συναισθήματα. Από την άλλη, η περιγραφή των πραγμάτων εξαρτάται από το σημείο στο οποίο στεκόμαστε και τα βλέπουμε. «Κακός» είναι ένας λύκος γιατί κάποιος θέλει να τον δει ως τέτοιο. Κάποιος άλλος μπορεί να τον βλέπει αλλιώς. Γι’ αυτό και στα έξι κεφάλαια του graphic novel προσπάθησα να παρακολουθήσω την ίδια ιστορία του Διονύση, μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες: του γείτονα, ενός καναρινιού, του παππού και της γιαγιάς, του λαγού και στο τέλος βέβαια να παρουσιάσω την ίδια την υποκειμενική ματιά του Διονύση για όσα βιώνει. Στο βιβλίο σου μπλέκεται αξεδιάλυτα η πραγματικότητα με τη φαντασία. Η Κοκκινοσκουφίτσα, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ένας πρόσφυγας που πασχίζει να σώσει ένα πουλάκι, ένα τεράστιο κλουβί στην κορυφή της Ακρόπολης, η Μικρή Λουλού γίνονται στοιχεία μιας πολυεπίπεδης αφήγησης. Εσύ πώς θα περιέγραφες με 100 λέξεις το βιβλίο σου; Δεν χρειάζονται τόσες λέξεις. Μόνο δύο αρκούν για να περιγράψουν τα συναισθήματα του κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου, στη βροχή κάτω από μια ομπρέλα: «Σιωπηλή κραυγή». Και το σπήλαιο του Πλάτωνα; Είμαστε όλοι δεμένοι και βλέπουμε μόνο σκιές; Και ποιοι είναι αυτοί που μας τις δείχνουν παραπλανώντας μας; Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα υπάρχει η εξαιρετική αλληγορία της σπηλιάς. Ένα κείμενο που γράφτηκε σχεδόν 2.500 χρόνια πριν και περιγράφει με ανατριχιαστική διαύγεια –θα λέγαμε προφητικά– τους «ισμούς» που στη συνέχεια παρέλασαν στις ανθρώπινες κοινωνίες. «Ισμοί» που διαχρονικά θρέφουν ανθρώπους και θρέφονται από τα μυαλά και τις σάρκες τους. Θρησκείες και ιδεολογίες που μέσα από θέσφατα, αφορισμούς, τσιτάτα και απόλυτες αλήθειες καλύπτουν τις ανησυχίες των μαζών προσφέροντάς τους εξιδανικευμένες λύσεις ή λυτρώσεις. Δεν έχει τόση σημασία, λοιπόν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Πλάτωνα, ποιοι είναι κάθε φορά οι «παραπλανητές», όσο το ότι αυτό που γεννά και αναπαράγει τη συγκεκριμένη συνθήκη είναι η αδυναμία των ανθρώπινων κοινωνιών να αντικρίσουν κατάματα την αλήθεια της ύπαρξης. Στην προμετωπίδα χρησιμοποιείς μια φράση από τη «Δίκη» του Κάφκα: «Και τώρα σας συμβουλεύω να πάτε στο δωμάτιό σας, να κάτσετε ήσυχα και να περιμένετε τι θα αποφασίσουν για εσάς». Πώς προέκυψε η επιλογή αυτή; Όταν σε νεότερη ηλικία πρωτοδιάβαζα Κάφκα, μου φαινόταν υπερβολικός. Μεγαλώνοντας όμως, διαπιστώνω όλο και πιο συχνά πόσο «καφκικές» μπορεί να αποδεικνύονται αρκετές καταστάσεις στην πραγματική ζωή. Ένας πατέρας, για παράδειγμα, σαν τον Διονύση ο οποίος εντελώς αδικαιολόγητα δεν μπορεί να επικοινωνεί με το παιδί του, ενώ ταυτόχρονα είναι δέσμιος μιας παράλογης περιπέτειας δικαστικών αναβολών, δεν διαφέρει πολύ από τον Γιόζεφ Κ. στη «Δίκη» του Κάφκα, καθώς τον παρακολουθούμε να οδεύει προς την προδιαγεγραμμένη καταδίκη του. Μεταξύ άλλων, επιφυλάσσεις και μια σκληρή κριτική γεμάτη πικρία για την ελληνική δικαιοσύνη και την αστυνομία. Πόσο μπορεί να εμπιστευτεί ένας πολίτης σήμερα αυτούς τους θεσμούς; Εξαρτάται από ποια θέση κοιτάς, του θύτη ή του θύματος. Παρά το ότι αποτελούν ολοφάνερα και οι δύο θεσμικές εκφάνσεις τής εκάστοτε εξουσίας, τις αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά ως άτομα όταν καλείς, ας πούμε, το «100» και προστρέχεις στον αστυνομικό για να σε προστατέψει από μια αδικία, και διαφορετικά όταν σε βαράει ένας «μπάτσος» σε μια διαδήλωση. Από την άλλη, είναι παροιμιώδεις οι συμβάσεις, οι θεατρινισμοί και τα κατά συνθήκη ψεύδη που διαδραματίζονται στις αίθουσες των δικαστηρίων, με τα νομικά τερτίπια, τους τακτικισμούς των δικηγόρων, τους δασκαλεμένους ψευδομάρτυρες και τη γραφειοκρατία. Το σίγουρο πάντως, σε ότι αφορά το συγκεκριμένο πρόβλημα, είναι πως η ελληνική δικαιοσύνη βρίσκεται αρκετά πίσω από τις εξελίξεις στην Ευρώπη και στον κόσμο. Το σύνδρομο «γονικής αποξένωσης», για παράδειγμα, ταξινομήθηκε πρόσφατα από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας του ΟΗΕ (WHO) ως νόσος. Εδώ κανείς δεν νοιάζεται. Εγκλωβισμένη σε προκάτ αποφάσεις, αγνοώντας την έννοια της συνεπιμέλειας που κερδίζει παντού έδαφος και ρίχνοντας με ευκολία τα βάρη στους πατεράδες, η δικαιοσύνη όχι μόνο δεν προσφέρει λύσεις αλλά παραμένει μάλλον μέρος του προβλήματος. Είσαι ένας έμπειρος πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός χιουμοριστικών κόμικς εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Ξαφνικά προέκυψε το «Αϊβαλί» και τώρα ο «Συλλέκτης». Μήπως συνειδητοποίησες ότι μεγαλώνεις και θέλεις να προλάβεις να πεις κι άλλα πράγματα εκτός από το να κάνεις τους αναγνώστες να γελάνε; Η ζωή είναι απρόβλεπτη και χωράει τα πάντα, τόσο κωμωδίες όσο και δράματα. Κάθε νέα κατάσταση που συναντούμε, μας προβληματίζει διαφορετικά και απαιτεί άλλη αντιμετώπιση. Τα σκίτσα ύστερα από τόσα χρόνια μάλλον έχουν μετατραπεί στο μυαλό μου σε ενστικτώδη τρόπο σκέψης και αντίδρασης. Θα περιέγραφα λοιπόν ως ευτυχή συγκυρία το να σκιτσάρω χρησιμοποιώντας διαφορετικούς τρόπους -το χιούμορ, την πολιτική σάτιρα, τα graphic novels-, για πράγματα που μας απασχολούν όλους. Μια συνθήκη που σου παρέχει τη δυνατότητα σκέψης κι έκφρασης ενώ ταυτόχρονα σε αποστασιοποιεί από τις καταστάσεις. Είναι τα κόμικς ένα κατάλληλο μέσο και εργαλείο για να αφηγηθεί κάποιος τόσο δύσκολες ιστορίες, από πολιτικά και ιστορικά θέματα μέχρι τραυματικές προσωπικές εμπειρίες; Με έκπληξη μέσα από αυτά που ανακαλύπτω σιγά σιγά στη δουλειά μου αλλά και με τα όσα βλέπω, απολαμβάνω και θαυμάζω στις δουλειές τόσων σκιτσογράφων παντού στον κόσμο, ναι! Τα κόμικς, ώριμα πια, είναι ένα θαυμάσιο έντεχνο μέσο που συνεχίζει να εξελίσσεται, συνδυάζοντας τον λόγο με την εικόνα, ανακαλύπτοντας διαρκώς νέα αφηγηματικά μονοπάτια. Στην Ελλάδα μάλιστα βιώνουμε σήμερα την αξιοσημείωτη άνθησή τους, οφείλοντας τις γερές τους ρίζες στα χρόνια της «Βαβέλ» και του «Παρά Πέντε». Μετά τον «Συλλέκτη» τι να περιμένουμε: Έχεις βάλει μπροστά το επόμενο σχέδιό σου; Ο «Συλλέκτης» μόλις ξεκίνησε και το «Αϊβαλί» έχει ακόμα πολύ δρόμο. Ετοιμάζονται όμορφα πράγματα και για τα δύο. Από την άλλη, χρειάζεται μια χρονική απόσταση για να καταλάβεις τι είναι εκείνο που θα πάρει σειρά. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ήδη πολλά διαφορετικά σενάρια σε αρκετά προχωρημένο στάδιο που περιμένουν. *Μια μικρή προδημοσίευση του «Συλλέκτη», που σε λίγες ημέρες θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας, μπορείτε να δείτε στο «Καρέ Καρέ». Ο Soloúp, πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, είναι διδάκτωρ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) κι έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 14 άλμπουμ με γελοιογραφίες και κόμικς του, η μελέτη «Τα Ελληνικά Κόμικς» (εκδ. Τόπος, 2012) και το graphic novel «Αϊβαλί» (εκδ. Κέδρος, 2014), το οποίο έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και τα τουρκικά, έχει βραβευτεί ως «Καλύτερο κόμικς» και «Καλύτερο Σενάριο» στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2015 και έχει αποσπάσει το «Coup de Coeur 2016» στο 17ο φεστιβάλ Rendez-vous du Carnet De Voyage (Clermont Ferrand, Γαλλία). Το 2015 πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη η έκθεση «Αϊβαλί - ένα ταξίδι στο χρόνο» (Φεβρουάριος- Μάιος), που περιόδευσε στη συνέχεια για πάνω από 400 μέρες σε μουσεία, γκαλερί και βιβλιοθήκες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο Soloúp έχει σχεδιάσει ζωντανά επί σκηνής (live drawing) συνοδεύοντας μουσικές παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής (2017), στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (2018) και αλλού, ενώ κατά καιρούς διοργανώνει workshops στο πλαίσιο μιας ευρύτερης έρευνας για το σκίτσο (γελοιογραφία - comics/graphicnovels) η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Info Το «Αϊβαλί», (εκδόσεις Κέδρος - 2014) του Soloup είναι μια σπονδυλωτή αφήγηση για το τραυματικό παρελθόν Ελλήνων και Τούρκων στα παράλια της Μικράς Ασίας και την Καταστροφή του 1922. Χρησιμοποιώντας κείμενα των Φώτη Κόντογλου, Ηλία Βενέζη, Αγάπης Βενέζη-Μολυβιάτη και Αχμέτ Γιορουλμάζ, ο Soloup ερευνά και ερμηνεύει τις αιτίες των γεγονότων, όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν τη Συνθήκη της Λωζάννης, επιχειρώντας να αφυπνίσει τη μνήμη ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη των λαθών κάθε πλευράς που οδήγησαν στην τραγωδία. Ο «Συλλέκτης», με υπότιτλο «Έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο» (εκδόσεις Ίκαρος) αποτελεί μια επίσης σπονδυλωτή ιστορία με κεντρικό πρόσωπο τον Διονύση, έναν πατέρα που βυθίζεται στην άβυσσο της γραφειοκρατίας πασχίζοντας απελπισμένα να ξαναδεί το παιδί του. Με τη χρήση εναλλακτικών εκδοχών γνωστών παραμυθιών, όπως η «Κοκκινοσκουφίτσα» και η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», με αλληγορίες όπως το «Σπήλαιο» του Πλάτωνα και με τις διαφορετικές οπτικές γωνίες από τις οποίες ο αναγνώστης μαθαίνει τα γεγονότα, ο Soloup δημιουργεί ένα συγκινητικό έργο που διαβάζεται σαν παραμύθι. Αλλά, δυστυχώς, για τους πρωταγωνιστές του βιώνεται ως δράμα. Και το σχετικό link...
  24. «Το Γρα-Γρου ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ», λένε οι δημιουργοί του. Γρα-Γρου. Γρα-Γρου. Περίεργο όνομα – μόνο αν το επαναλάβεις μερικές φορές, ίσως με λίγο γρέζι στη φωνή σου, μπορεί και να υποψιαστείς από που προέρχεται. Ατμοσφαιρικό εξώφυλλο, ποτισμένο ένα βαθύ μπλε που το φως του λυχναριού του δίνει χροιά ηλεκτρική – δυο άνθρωποι βαδίζουνε μια ανηφόρα που το τέλος της δε φαίνεται. Θέλω να το μεγεθύνω σε διαστάσεις πόστερ. Κόμιξ είναι το Γρα-Γρου. Το καλύτερο ελληνικό κόμιξ για το 2017 σύμφωνα με το ComicDom, όπου απέσπασε και το βραβείο καλύτερου σεναρίου. Συνάντησα στο Παγκράτι τους δυο από τους τρεις συνδημιουργούς του: τον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό (που μαζί με τον Τάσο Ζαφειριάδη υπογράφουν το σενάριο) και τον σχεδιαστή Θανάση Πέτρου που σκηνοθέτησε τις λέξεις σε εικόνες. Αντί συστάσεων να αναφέρω μόνο πως ο Γ. Παλαβός με τη συλλογή διηγημάτων του «Αστείο» τιμήθηκε το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ενώ ο Θανάσης Πέτρου έχει σχεδιάσει σε κόμιξ άλλα τρία λογοτεχνικά έργα. «Ήταν ένα στοίχημα αν θα αρέσει. Γιατί είναι ένα πολύ παράξενο, ιδιαίτερο κόμιξ. Άρεσε – και το χαρήκαμε πολύ», λέει ο Γ. Παλαβός. Αν αρχίσεις και μόνο να το φυλλομετράς, θα διαπιστώσεις αμέσως πόσο ανεπιτήδευτο, λιγόλογο και «μετρημένο» είναι – «θέλαμε το κείμενο να λειτουργεί ως συμπλήρωμα στη σιωπή. Το κόμιξ έχει πολύ “άδειο”, είναι βασισμένο στην ατμόσφαιρα και το σχέδιο», μου λένε οι δημιουργοί του. Ζαφειριάδης, Παλαβός και Πέτρου έχουν συνεργαστεί ξανά στο «Πτώμα», ένα κόμιξ που κατάφερε να μεταφραστεί και στα γαλλικά. Το Γρα-Γρου είναι ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε ως ιδέα το 2012, μέστωσε, δουλεύτηκε ξανά και ξανά, μέχρι το φθινόπωρο του 2017, οπότε κυκλοφόρησε – ως απτό έργο τέχνης. Εικόνες, λέξεις, μουσική (από το ιδιοσυγκρασιακό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη) – σαν κινηματογραφική ταινία που αποδόθηκε με ειλικρίνεια και δεξιοτεχνία στο χαρτί. To Γρα-Γρου θα παρουσιαστεί το Σάββατο 5 Μαΐου στις 21:00 στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (αίθουσα «Ματαρόα», Περίπτερο 13). Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Ηλίας Παπαμόσχος και Νώντας Τσίγκας, καθώς και οι δημιουργοί του κόμιξ. - Τι ήταν το Γρα-Γρου; (Γ. Παλαβός): Το Γρα-Γρου ήταν ένα εστιατόριο στα σύνορα των νομών Κοζάνης και Ημαθίας, σε μια άκρη της παλιάς εθνικής οδού που ένωνε τη Δυτική με την Κεντρική Μακεδονία. Ήταν ένα χαμηλό κτήριο που έχτισαν πρόσφυγες από τη Σάντα του Πόντου σ’ έναν ορεινό τόπο, στα 1000 μ. υψόμετρο, με πολύ ομίχλη, δριμύ κρύο το χειμώνα και χιόνι, δυο μέτρα συχνά. Ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Ήταν ένα μέρος με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, περιτριγυρισμένο από δάσος με καστανιές. Καστανιά ονομάζεται και το ποντιακό χωριό πάνω από το Γρα-Γρου, και λίγο ψηλότερα στο βουνό είναι η Παναγία Σουμελά. Πολλοί ταξιδιώτες σταματούσαν στο Γρα-Γρου. Κι όταν έριχνε πολύ χιόνι, εγκλωβιζόταν κόσμος εκεί – κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα στο εστιατόριο και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ. Το Γρα-Γρου ήταν σαν φάρος στην ομίχλη, ένα καταφύγιο μέσα στην αγριάδα του τοπίου. - Το ήξερες σαν μέρος; (Γ. Παλαβός): Ήταν διάσημο και πολύ αγαπητό στους Βορειοελλαδίτες. Εμείς από το χωριό μου, το Βελβεντό της Κοζάνης, σταματούσαμε εκεί όταν πηγαίναμε στη Βέροια ή στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, ο πατέρας μου ήταν φορτηγατζής, σταματούσε πάντα στο Γρα-Γρου κι έχω ακούσει κι απ’ αυτόν πολλές ιστορίες. Αλλά και ο Τάσος Ζαφειριάδης, που γράψαμε μαζί το σενάριο, είχε περάσει πολλές φορές παλιότερα από κει στον δρόμο για Θεσσαλονίκη κατά τις οικογενειακές εξορμήσεις προς τα δυτικά. (Θ. Πέτρου): Θεσσαλονικιός όντας, έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές αυτόν τον δρόμο, το ήξερα ως μαγαζί και ως ιδιαίτερο σημείο, αλλά δεν είχα σταματήσει ποτέ. - Το Γρα-Γρου δούλευε, λοιπόν, με τους διερχόμενους οδηγούς και τα ΚΤΕΛ; (Γ. Παλαβός): Υπήρχε κι ένα άλλο μέρος, η Ζωοδόχος Πηγή, λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, με αρκετά σουβλατζίδικα και τουριστικά καταστήματα που πουλούσαν σουβενίρ, γκλίτσες κλπ. Τα λεωφορεία έκαναν στάση εκεί. Το Γρα-Γρου είχε λιγότερο κόσμο, τρόπον τινά «ρέκτες» – σταματούσαν εκεί όσοι ήθελαν να φάνε συγκεκριμένα και καλομαγειρεμένα φαγητά. Φημιζόταν για τη φασολάδα του, το χοιρινό με λάχανο, τα μανιτάρια από το βουνό, ενώ ξακουστό ήταν το ρυζόγαλό του. Οι διερχόμενοι αποτελούσαν τον κύριο όγκο της πελατείας του, αλλά πήγαιναν εκεί, για το ποιοτικό φαγητό του, και άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη ή τη Βέροια. Είχε έναν διαφορετικό χαρακτήρα το Γρα-Γρου, ήταν σύμβολο και τοπόσημο, και σίγουρα όχι τουριστικό. - Πότε άρχισε να λειτουργεί; (Γ. Παλαβός): Ως εστιατόριο τη δεκαετία του ’60, και μέχρι να κλείσει το δούλεψαν τρεις οικογένειες, όλες από το χωριό Καστανιά. Πρώτα η οικογένεια Χειμωνίδη, έπειτα γύρω στο ’70 η οικογένεια Λιανίδη και τέλος ορισμένοι συγγενείς τους. - Και πότε έκλεισε; (Γ. Παλαβός): Μόλις ξεκίνησε να λειτουργεί η Εγνατία. Την επόμενη μέρα δεν πέρασε κανένας. Γιατί να κάνεις μια ώρα δρόμο, μπορεί και τρεις αν έβρισκες μπροστά σου κάμποσα πούλμαν και φορτηγά, όταν μέσω της Εγνατίας η απόσταση Βέροιας-Κοζάνης είναι είκοσι λεπτά, μια συνεχόμενη ευθεία με σήραγγες και γέφυρες; Έκλεισε την επομένη. (Θ. Πέτρου): Ο δρόμος ήταν «Κατάρα» νούμερο δύο... Μετά την Εγνατία αχρηστεύτηκε. Και δεν μπορούσε να «ζήσει» το μαγαζί με τους δέκα θαμώνες που θα έρθουν από τη Θεσσαλονίκη το Σάββατο, ούτε με δυο παππούδες που θα κατέβουν απ’ το χωριό για να πιουν καφέ. Μετά από λίγους μήνες γκρεμίστηκε και, πλέον, δεν μπορεί να ξαναχτιστεί στο ίδιο σημείο. Ο νόμος απαγορεύει πλέον να χτίσεις οτιδήποτε σε απόσταση μικρότερη των έξι μέτρων από τον δρόμο – και δεν υπάρχουν έξι μέτρα εκεί, είναι γκρεμός. - Δεν έχουμε πει ακόμα πώς πήρε αυτό το τόσο χαρακτηριστικό όνομά του. (Γ. Παλαβός): Από τον ήχο των μηχανών καθώς ανέβαιναν τη δύσκολη ανηφόρα. Υπήρχε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα στο Γρα-Γρου κι αυτός που έμενε εκεί δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το «γρα-γρου» των αυτοκινήτων που άλλαζαν ταχύτητα για να βγάλουν την ανηφόρα. - Και πώς το εστιατόριο «Γρα-Γρου» έγινε κόμιξ; (Γ. Παλαβός): Η ιδέα ήταν του Τάσου Ζαφειριάδη. Ξεκίνησε με την εικόνα μιας γέφυρας που χάνεται στην ομίχλη. Φαντάσου ένα γεφύρι και να βλέπεις μόνο μέχρι τη μέση του, να μην ξέρεις τι βρίσκεται απέναντι. Στο σημείο δεν υπήρχε γεφύρι, συνδυάστηκε όμως στο μυαλό του Τάσου η εικόνα μιας τέτοιας, επινοημένης γέφυρας, με το Γρα-Γρου, κάπως σαν «φυλάκιο» δίπλα της. Ήταν, λοιπόν, μια ιδέα του Τάσου, αλλά κι εγώ, γνωρίζοντας το μέρος, μπορούσα να την καταλάβω: στο σημείο όπου ήταν χτισμένο το πραγματικό Γρα-Γρου, ένιωθες την ένταση του περάσματος. Όταν μου πρότεινε ο Τάσος να δουλέψουμε μαζί ένα σενάριο πάνω σ’ αυτή την πρώτη εικόνα και αίσθηση, δέχτηκα αμέσως. - Πώς καταλήξατε στην ιστορία και τους χαρακτήρες; Η πρώτη ιδέα είναι αρκετά αφαιρετική. (Γ. Παλαβός): Το καλοκαίρι του 2012 ήρθε ο Τάσος στο Βελβεντό και δυο μέρες συζητούσαμε – αποκρυσταλλώσαμε τον βασικό κορμό της πλοκής και τους χαρακτήρες. Υπάρχει ένα πέρασμα, μια γέφυρα που δεν ξέρουμε πού οδηγεί, υπάρχει ο ιδιοκτήτης του Γρα-Γρου, ο οποίος λειτουργεί σαν φύλακας του περάσματος, και μια κοπέλα που θέλει να περάσει απέναντι αλλά δειλιάζει. Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι αυτοί οι δυο, αλλά, όπως σ’ έναν τροχό, υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες που εξακτινώνονται γύρω τους. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που θέλουν να περάσουν, αλλά δειλιάζουν. Ανέλαβα να γράψω το κομμάτι της ιστορίας που εκτυλίσσεται στο σήμερα και ο Τάσος το άλλο μισό, που εκτυλίσσεται στον 16ο αιώνα. - Υπάρχει κι ένα χωροχρονικό παιχνίδι, δηλαδή; (Γ. Παλαβός): Ναι, η ιστορία διαθέτει ένα μεταφυσικό στοιχείο, καθώς δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στην άλλη μεριά της γέφυρας. Για να χτιστεί, όμως, μια γέφυρα, ξεκινάς ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές, ώστε να ενωθούν τα δυο κομμάτια στο μέσον της. Έπρεπε να εξηγήσουμε πώς χτίστηκε αυτή η γέφυρα, που η μια της πλευρά είναι άγνωστη. Έγραψε, λοιπόν, ο Τάσος μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην οθωμανική περίοδο, όπου ένας αρχιτέκτονας αναλαμβάνει κατά παραγγελία του Σουλτάνου να φτιάξει μια τέτοια γέφυρα. Ο χαρακτήρας του αρχιτέκτονα βασίζεται στον περίφημο Μιμάρ Σινάν, τον αρχιτέκτονα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. (Θ. Πέτρου): Στη Βέροια, στην Μπαρμπούτα – όπως λέγεται η εβραϊκή συνοικία της πόλης –, υπάρχει μια γέφυρα που ο θρύλος λέει ότι την έφτιαξε ο Σινάν, για αυτό και λέγεται «Γέφυρα του Σινάν». Καμία σχέση, όμως, δεν είχε ο κατασκευαστής της με τον ξακουστό αρχιτέκτονα, απλώς ήταν αφιερωμένη σε κάποιον Σινάν, μπέη της περιοχής. Αν περάσεις τώρα απ’ τη Βέροια, υπάρχει ακόμα η γέφυρα, αλλά σχεδόν δεν φαίνεται, την έχουν τσιμεντώσει. «Η ιστορία τού σήμερα εκτυλίσσεται τρεις μήνες προτού ανοίξει η Εγνατία και τρεις μήνες μετά, οπότε το σημείο έχει πια ερημώσει. Δεν θα πω περισσότερα, γιατί θα κάνουμε spoiler», μου λέει ο Γιάννης Παλαβός όταν τον ρωτάω για το πώς συνδέονται οι δυο ιστορίες. «Η ιστορία του 16ου αιώνα δείχνει πώς δείλιασε ο αρχιτέκτονας να δώσει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του στο εγχείρημα της κατασκευής της γέφυρας. Σύμφωνα με την παράδοση, για να φτιάξουμε ένα γεφύρι, κάποιος ή κάτι θυσιάζεται. Ο αρχιτέκτονας δεν τολμά να θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του, ενώ κάποιοι χαρακτήρες της ιστορίας τού σήμερα τολμούν – ίσως φτιάχνουν οι ίδιοι μια νοητή γέφυρα, πάντως δίνουν κάτι απ’ τον εαυτό τους και τη διασχίζουν. Κάνουν το βήμα. Αυτό είναι το θέμα των δυο ιστοριών: τι θυσιάζεις προκειμένου να κάνεις ένα τέτοιο βήμα». «Ένα βήμα που, ίσως, οδηγεί σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας», λέει ο Θανάσης Πέτρου. (Γ. Παλαβός): Οι δυο ιστορίες τέμνονται και με άλλους τρόπους, όπως ο Άγιος Χριστόφορος, που είναι ο προστάτης των οδοιπόρων και των ταξιδιωτών. Το Γρα-Γρου γκρεμίστηκε, αλλά το εκκλησάκι του Αγίου Χριστοφόρου, ακριβώς απέναντί του, υπάρχει ακόμα. Στο κόμιξ, και στις δυο ιστορίες του, υπάρχει ένα σκυλί που λειτουργεί ως ψυχοπομπός, συνοδεύοντας μέχρι ένα νοητό όριο όσους θέλουν να περάσουν απέναντι. Λέγεται Φόρης και είναι ενσάρκωση του Αγίου Χριστοφόρου. (Θανάσης Πέτρου): Ο Άγιος Χριστόφορος απεικονίζεται με δύο τρόπους, ως μια τεράστια μορφή που κρατάει στα χέρια έναν μικρό Ιησού ή ως κυνόμορφος. Αυτή είναι η παραδοσιακή απεικόνιση του αγίου, με κεφάλι και όψη σκύλου. Ο σκύλος, ο Φόρης, είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής του κόμιξ και, κατά κάποιον τρόπο, συνδέει τις δυο ιστορίες. - Θανάση, να μιλήσουμε για το πώς σχεδίασες; (Θ. Πέτρου): Όταν τα παιδιά μου έστειλαν το σενάριο, αρχίσαμε να κάνουμε μικροδιορθώσεις στους διαλόγους. Όταν καταλήξαμε, ξεκίνησα το ντεκουπάζ, να χωρίζω δηλαδή το κείμενο σε σελίδες – από 35 σελίδες κείμενο, βγήκαν 90 σελίδες κόμιξ. Το κείμενο είναι πολύ περιορισμένο, ήταν εξαρχής λακωνικό, με ελλειπτικούς διαλόγους, αλλά και όσο δουλεύαμε το κόμιξ, συνεχώς κόβαμε. Και μετά ξεκίνησα να ετοιμάζω προσχέδια για κάθε σελίδα. Έκανα διάφορες δοκιμές, χρωματικές και σχεδιαστικές, συζητούσαμε με τα παιδιά, διορθώναμε και πάλι διορθώναμε... Κάποια στιγμή κατασταλάξαμε πώς θέλουμε να είναι. - Πόσον χρόνο σου πήρε; (Θ. Πέτρου): Την τελική κόπια τη σχεδίασα και τη χρωμάτισα σε έξι μήνες, 15 σελίδες ανά μήνα. Δούλευα «πλακωμένος»... Αλλά ήταν τόσο καλή η προετοιμασία, που μετά έβγαιναν γρήγορα οι σελίδες. - Είναι αλήθεια ότι κάποιοι χαρακτήρες του κόμιξ μοιάζουν με υπαρκτά πρόσωπα; (Θ. Πέτρου): Ο Τάσος και ο Γιάννης κάνουν εμφάνιση στο κόμιξ... (γελάει). Οι χαρακτήρες σε κάθε κόμιξ θέλουν κι αυτοί ψάξιμο όσον αφορά την εμφάνισή τους. Μου αρέσει να μεταφέρω στα κόμιξ μου φάτσες που ξέρω ή που βλέπω τυχαία. Όταν ξεκίνησα να σχεδιάζω τον βασικό ήρωα, τον κυρ Κώστα, είχα σκεφτεί να μοιάζει με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Μετά είπαμε να τον κάνω σαν τον Αργύρη Μπακιρτζή. (Γ. Παλαβός): Ο οποίος ενθουσιάστηκε, του άρεσε πολύ. Παρουσιάσαμε το Γρα-Γρου στην Κοζάνη και ο Μπακιρτζής οδήγησε 270 χιλιόμετρα από την Καβάλα για να έρθει, μίλησε κιόλας, ήταν πολύ θερμός κι ήταν μεγάλη χαρά για μας. - Το είχατε πει στον Μπακιρτζή ότι θα τον μεταφέρετε σε κόμιξ; (Θ. Πέτρου): Ναι, αν και κάποια στιγμή μπορεί και να το είχε ξεχάσει... (γελάει). Και ο Μιχάλης Σιγανίδης που έχει γράψει τη μουσική μοιάζει με τον παπά της ιστορίας, ενώ ο πρωτομάστορας της ιστορίας του 16ου αιώνα μοιάζει μ’ έναν πρωτομάστορα του 18ου αιώνα που κάπου είδα μια απεικόνισή του. - Όσον αφορά την ατμόσφαιρα στο σχέδιο και, κυρίως, στο χρώμα; (Θ. Πέτρου): Θα μπορούσα να το έχω κάνει πιο κρύο, πιο παγερό. Εκτός από τα νυχτερινά, που είναι σκοτεινά, στις υπόλοιπες σελίδες δεν είναι τόσο «βόρεια» τα χρώματα. Ειδικά το φλας μπακ είναι σε θερμά χρώματα, ώχρες, πορτοκαλί. Στις υπόλοιπες σκηνές έπρεπε να δείξω το κρύο, αλλά αν το έκανα πιο έντονο, θα έβγαινε μουντό και άτονο, «ξεπλυμένο» κάπως. Δεν είχα ξανασχεδιάσει χιόνια σε τόσο μεγάλη έκταση και ήταν πρόκληση για μένα να φτιάξω την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Δοκίμασα, διόρθωσα, παράτησα – αλλά κάποια στιγμή καταλήγεις, δεν μπορεί να είναι αέναη αυτή η αναζήτηση. Όσον καιρό το φτιάχναμε, δεν είχαμε αναζητήσει εκδότη, οπότε ήμασταν από την αρχή ως το τέλος και οι επιμελητές της δουλειάς μας. - Χρειάστηκε έρευνα από μέρους σας; (Γ. Παλαβός): Ναι, πήγαμε στο σημείο, είδαμε τα ερείπια, βγάλαμε φωτογραφίες. Επίσης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη με φιλοξένησε στο σπίτι της στην Καστανιά τρεις μέρες, με σύστησε σε ντόπιους, μίλησα με παλιούς θαμώνες, κατέγραψα εμπειρίες. Κι ακόμα, ένα κομμάτι της ιστορίας του 16ου αιώνα είναι γραμμένο στα «κουδαρίτικα», τη συνθηματική γλώσσα των «πετράδων» που έχτιζαν τα γεφύρια. Κι εδώ χρειάστηκε έρευνα. - Είναι βλάχικα ή αρβανίτικα; (Γ. Παλαβός): Είναι μια κατασκευασμένη από τους μαστόρους γλώσσα για να μην τους καταλαβαίνουν τ’ αφεντικά και να μην αποκαλύπτονται στους ξένους τα μυστικά της τέχνης τους. (Θ. Πέτρου): «Κούδα» σε αυτή τη συνθηματική γλώσσα είναι η πέτρα, εξού και «κουδαρίτικα». (Γ. Παλαβός): Ο Τάσος έκανε έρευνα, βρήκε λεξικά. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου έχουμε κι ένα γλωσσάρι, που όποιος θέλει μπορεί να το συμβουλευτεί. - Με τις οικογένειες που δούλεψαν το Γρα-Γρου μιλήσατε; (Γ. Παλαβός): Δεν τους συνάντησα στο χωριό, μένουν μόνιμα στη Βέροια. Αλλά μίλησα μαζί τους τηλεφωνικά, με τον κ. Χειμωνίδη και τον κ. Λιανίδη. Μάλιστα ο κ. Λιανίδης, με τη μητέρα του, την κυρία Κλειώ που μαγείρευε είκοσι χρόνια στο Γρα-Γρου, ήρθαν και στην παρουσίαση του βιβλίου στη Βέροια, πήραν τον λόγο και ήταν πολύ συγκινητικό. «Πάντως δεν κάναμε κόμιξ την ιστορία του μαγαζιού (Γρα-Γρου), ούτε του χωριού (Καστανιά). Το κόμιξ Γρα-Γρου είναι μια δική μας ιστορία μυθοπλασίας. Έτσι, το πραγματικό Γρα-Γρου, ένα μέρος θρυλικό, απαθανατίστηκε σ’ ένα έργο τέχνης». - Το soundtrack του Γρα-Γρου; Προσωπικά με εντυπωσίασε ως προσθήκη στη δουλειά σας. (Θ. Πέτρου): Ο Μιχάλης Σιγανίδης δεν έχει φτιάξει ένα «μουσικό χαλί», δεν είναι το κλασικό soundtrack που θα βάλεις να παίζει ενώ διαβάζεις το βιβλίο. Ο Σιγανίδης έγραψε ένα δεύτερο Γρα-Γρου, έκανε μια δική του, προσωπική ανάγνωση της ιστορίας και έδωσε μια δική του ερμηνεία, μουσική και ηχητική. Στο soundtrack παίζουν εξαιρετικοί μουσικοί και, νομίζω, πρέπει ο αναγνώστης να δώσει προσοχή στις μουσικές συνάψεις που έχει φτιάξει ο Σιγανίδης – αξίζει να διαβάσεις το βιβλίο και να ακούσεις μετά τη μουσική του, ξεχωριστά. - Όμως η μουσική ακολουθεί τη ροή της ιστορίας; (Θ. Πέτρου): Είναι χωρισμένη σε κομμάτια αντίστοιχα με τις σκηνές του βιβλίου. - Και πώς ακούς τη μουσική; Το κόμιξ δεν συνοδεύεται από CD. (Θ. Πέτρου): Αν έχεις στο τηλέφωνό σου ένα QR Reader, απλώς θα κάνεις ανάγνωση του QR code που υπάρχει στο βιβλίο. Μπορείς όμως να χρησιμοποιήσεις και το σχετικό λινκ, που επίσης υπάρχει στο βιβλίο, και να ακούσεις το soundtrack σε live streaming. Μέσα σε έξι μήνες το Γρα-Γρου έχει πουλήσει περίπου 3.000 αντίτυπα. «Μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που οι πωλήσεις των κόμιξ σε όλον τον κόσμο βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, και ειδικά για ένα κόμιξ που δεν είναι σαν αυτό που περιμένεις να διαβάσεις», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Δεν απευθυνόμαστε στον δεκαοκτάχρονο που διαβάζει Σούπερμαν και Μπάτμαν». - Χωρίς να τον αποκλείετε, φαντάζομαι. (Θ. Πέτρου): Δεν τον αποκλείουμε, καθόλου. Απλώς δεν είναι όλα για όλους. Ούτε υπάρχει ιδεατός αναγνώστης, κατ’ εμέ. Όμως αυτός που διαβάζει Σούπερμαν δεν θα διαβάσει το Γρα-Γρου ούτε τα Μυστικά του Βάλτου. Μακάρι να το κάνει, αλλά δεν θα τα ξεφυλλίσει καν. Είναι εντελώς διαφορετική η αισθητική. - Σε ποιους απευθύνεστε, λοιπόν; Αν μπορούσαμε να ορίσουμε target group σ’ ένα βιβλίο που δεν έχει γίνει μ’ αυτόν τον σκοπό. (Γ. Παλαβός): Σ’ ένα κοινό καλλιεργημένων, ανοιχτόμυαλων ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία και δεν σνομπάρουν τα κόμιξ, αλλά αναγνωρίζουν ότι είναι μια σοβαρή, ώριμη μορφή τέχνης. Σε σοβαρούς αναγνώστες που, όπως θα διαβάσουν ένα καλό μυθιστόρημα ή θα παρακολουθήσουν μια καλή ταινία, ανάλογα θα εκτιμήσουν ένα καλό κόμιξ. - Εμπεριέχει ένα καλτ στοιχείο το Γρα-Γρου; Και δεν χρησιμοποιώ αρνητικά τον όρο «καλτ». (Γ. Παλαβός): Το καλτ έχει, ίσως, ένα στοιχείο ειρωνικό ή μπορεί να αποπνέει μια νοσταλγία για την «παλιά Ελλάδα» και όλα τα σχετικά... Εμένα δεν με αφορά αυτό. Το Γρα-Γρου ήταν για μένα κάτι ζωντανό, σύμβολο των παιδικών μου χρόνων και μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. «Κάποτε ο Σπύρος Δερβενιώτης είχε πει “κάνω κόμιξ αυτά που θα ήθελα να διαβάσω”. Τα δικά μου κόμιξ δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αυτά που θα ήθελα να διαβάσω, είναι πάντως αυτά που θέλω να κάνω εγώ, που “είμαι εγώ”», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Θα συνεργαστείτε ξανά οι τρεις σας;» τον ρωτάω. «Κάτι θα κάνουμε. Για να τριτώσει το κακό», μου απαντάει γελώντας. Και το σχετικό link...
  25. GeoTrou

    Παρουσίαση του «Γρα-Γρου»

    μέχρι
    Την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19:00, οι εκδόσεις Ίκαρος και το MatchPoint café σάς προσκαλούν στην παρουσίαση του graphic novel «Γρα-Γρου» των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου, σε μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη. Θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του «Γρα-Γρου». Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ως τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. MatchPoint café (Αινιάνος 1, Αθήνα 104 34 - σταθμός Βικτώρια) Τ. 210 8250898
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.