Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Γιάννης Κουκουλάς'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Αν και στη χώρα μας εκδίδονται και κυκλοφορούν πλέον πολλά και καλά κόμικς, ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα των πιο σπουδαίων, παγκοσμίως, δημιουργών δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. Οι εκδόσεις Inkpress/Κορμοράνος, με την Αγάπη Μέσα στις Σκιές, παίρνουν την πρωτοβουλία να συστήσουν στο ελληνικό κοινό έναν από τους αντιπροσωπευτικότερους καλλιτέχνες των σύγχρονων εναλλακτικών κόμικς, τον Gilbert Hernandez. Πάνε σχεδόν 35 χρόνια από τότε που οι αδερφοί Hernandez, ο Gilbert (γεν. 1957) που υπογράφει συχνά ως Beto, ο Jaime (γεν. 1959) και ο Mario (γεν. 1953), ξεκίνησαν να δημιουργούν τη σειρά κόμικς Love and Rockets, ένα πολύπλοκο σύμπαν από παράξενες ιστορίες και ετερόκλητους χαρακτήρες που συχνά διασταυρώνονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε σουρεαλιστικά σενάρια και δυστοπικά, φανταστικά μέρη. Το Love and Rockets σύντομα προκάλεσε το ενδιαφέρον της Fantagraphics Books, του μεγαλύτερου και ιστορικότερου ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου εναλλακτικών κόμικς και από το 1982 απέκτησε περιοδικότητα και σταθερή κυκλοφορία. Επαινέθηκε από κοινό και κριτικούς ως ένα από τα κόμικς που σηματοδοτούσαν την οριστική μετάβαση από το underground ρεύμα σε ένα υπό διαμόρφωση, νέο και συναρπαστικό είδος που, παράλληλα, έπαιρνε αποστάσεις από το υπερηρωικό genre και τα κόμικς μαζικής κατανάλωσης. Στην κόμικς – σαπουνόπερα Love and Rockets, ο Gilbert φιλοτεχνούσε ιστορίες γύρω από τις ζωές των κατοίκων ενός φανταστικού κεντροαμερικανικού χωριού με το όνομα Palomar, ο Jaime καταπιανόταν κυρίως με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στη νότια Καλιφόρνια ενώ ο Mario εμφανιζόταν σποραδικά με ποικίλη θεματολογία. Ο πατέρας τους ήταν Μεξικάνος και η μητέρα τους Τεξανή ενώ τα παιδιά γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Oxnard της Καλιφόρνια. Από τη μητέρα τους, φανατική αναγνώστρια κόμικς, έλαβαν απόλυτη ενθάρρυνση να δημιουργήσουν τις δικές τους ιστορίες και η καταγωγή τους ήταν εν πολλοίς υπεύθυνη για τις επιρροές και τις εμμονές τους αναφορικά με τη σκιαγράφηση και την απόδοση των χαρακτήρων που διάγουν τους βίους τους πίσω από τις βιτρίνες και τα φώτα της δυτικής ευδαιμονίας. Ο Gilbert, περισσότερο παραγωγικός και προικισμένος με αχαλίνωτη φαντασία, φιλοτέχνησε επί σειρά ετών ένα πολυδαίδαλο μωσαϊκό Λατινοαμερικανών χαρακτήρων που με την πάροδο των ετών δεν έπαψε ποτέ να εμπλουτίζεται σε πρόσωπα. Στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν κατά συντριπτική πλειονότητα γυναίκες, άλλοτε δυναμικές και μαχητικές και άλλοτε θύματα των περιστάσεων, αποδοσμένες με θετικό τρόπο και σε θετικούς ρόλους, μακριά από στερεοτυπικές απεικονίσεις και αφηγηματικά κλισέ. Η ατμόσφαιρα των κόμικς παραπέμπει στον μαγικό ρεαλισμό Λατινοαμερικάνων συγγραφέων όπως ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και η Ιζαμπέλ Αλιέντε όπου μεταφυσικά στοιχεία εισβάλλουν στην καθημερινότητα και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθιστώντας δυσδιάκριτα και ασαφή τα όρια μεταξύ φαντασίας, ονείρου και πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, το πολιτικό στοιχείο είναι πάντα, έστω και υποδόρια, υπαρκτό με αιχμές για την άσχημη οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Λατινικής Αμερικής και τη ζωή των μεταναστών στις ΗΠΑ ενώ δεν απουσιάζει το πικρό και σαρκαστικό χιούμορ. Οι σημαντικότερες πρωταγωνίστριες του Hernandez είναι η Λούμπα, μια μεσήλικας που μεγάλωσε ως εξώγαμο παιδί στο Palomar, κατέληξε μετανάστρια στην Καλιφόρνια για να γλιτώσει από τη Μαφία και συχνά απεικονίζεται, για ανεξήγητους λόγους, κρατώντας και περιφέροντας ένα σφυρί στα χέρια και οι δυο ετεροθαλείς αδελφές της, η Πέτρα και η Φριτς. Η τελευταία είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας της Αγάπης Μέσα στις Σκιές, μιας ιστορίας βγαλμένης από τον όχι-και-τόσο-φανταστικό κόσμο του Palomar. Γιατί όμως οι Ελληνες εκδότες επέλεξαν το συγκεκριμένο βιβλίο του Gilbert Hernandez και όχι κάποιο άλλο από το τεράστιο corpus του; «Από το ξεκίνημα της Inkpress, οι αδερφοί Hernandez ήταν από τους καλλιτέχνες που οι εμπνευστές της σειράς, Ιλάν Μανουάχ και Χάρης Λαγκούσης, ήθελαν οπωσδήποτε κάποια στιγμή να μεταφράσουν. Πρακτικοί κυρίως λόγοι, όπως το μέγεθος και το κόστος, είναι που μας οδήγησαν να επιλέξουμε το συγκεκριμένο βιβλίο και όχι κάποια ανθολογία από τo Love and Rockets, αλλά μας άρεσε πολύ και το γεγονός ότι για πρώτη φορά θα εκδίδαμε κάποιο βιβλίο τόσο κοντά - χρονικά - στην αρχική του κυκλοφορία καθώς το Love From the Shadows πρωτοκυκλοφόρησε το 2011» εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο Δημήτρης Ρόκος, ένας εκ των δυο επιμελητών του βιβλίου. Και ο έτερος επιμελητής και καλλιτέχνης, Ιλάν Μανουάχ, επισημαίνει ευσύνοπτα τις ιδιαιτερότητες του έργου των αδερφών Hernandez: «επικά λαβυρινθώδεις κωμικοτραγικές ιστορίες, μια σύγχρονη, μπορχεσιανά τηλεοπτική Σεχραζάντ γεμάτη πάθος, μίσος και αιμομιξίες με φόντο τα λατινoαμερικανικά προάστια». Σε ένα σενάριο που όσο προχωρούν οι σελίδες θυμίζει όλο και περισσότερο τις ταινίες του David Lynch, τα πρόσωπα μεταμορφώνονται μεταφορικά και κυριολεκτικά σε βαθμό που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να καταλάβει εντέλει ποιος είναι ποιος. Οι παραισθήσεις, τα όνειρα και η πραγματικότητα γίνονται ένα και τα παιχνίδια του μυαλού γίνονται παιχνίδια των σωμάτων. Δυο αδέρφια, ο παρηκμασμένος συγγραφέας πατέρας τους, μια κληρονομιά, μια συμμορία εμπόρων ελπίδας με «μεταφυσικές» απάτες, μια αμφίβολη αλλαγή φύλου, μια (συμβολική;) σπηλιά που το σκοτάδι της καλύπτει τα ίχνη του παρελθόντος αλλά λειτουργεί πάντα ως μαγνήτης και μια εκδίκηση με το σεξ σε πρώτο πλάνο. Είναι όμως ένα απαθές σεξ με αποστασιοποιημένα και ανέκφραστα πρόσωπα που απλώς διεκπεραιώνουν σωματικές ανάγκες. Καμιά συναισθηματική έξαρση δεν μπορεί να διεισδύσει πια στις κατεστραμμένες ζωές τους και δεν είναι ικανή να διαταράξει τη βολική τους απάθεια. Ούτε καν οι «επόπτες» που ενσαρκώνουν ένα κινούμενο δυσλειτουργικό «πανοπτικόν» που εξοργίζει τους πάντες αλλά ως υπόμνηση διατηρεί ακέραιο τον εξουσιαστικό ρόλο ενός αποτυχημένου Μεγάλου Αδερφού. Στο ύφος της μεγάλης σχολής των alternative, άτυπα μέλη της οποίας είναι ο Dan Clowes, ο Adrian Tomine, ο Chris Ware, ο Charles Burns κ.ά., ο Gilbert Hernandez επιλέγει μια αφήγηση που φαινομενικά εξελίσσεται γραμμικά αλλά με την ολοκλήρωσή της αναρωτιέσαι πόσα flash-back και πόσα flash-forward διάβασες και είδες, ενώ όλα τα συναισθήματα, ο τρόμος, ο έρωτας, η οργή, το μίσος, ο οργασμός, η εκδίκηση αναπαριστώνται και περιγράφονται χωρίς κορυφώσεις, σαν απλές, καθημερινές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις ρουτίνας. «Πέρασα άλλο ένα συναρπαστικό βράδυ πλένοντας το μαγιό μου στο νιπτήρα. Εσύ;» ρωτά η Φριτς. Και ο Ζιμ της απαντά: «Ω, έμεινα στο κρεβάτι κοιτάζοντας άλλο ένα λευκό ταβάνι ξενοδοχείου για χιλιοστή φορά». Η Αγάπη Μέσα στις Σκιές (μετάφραση: Νίκη Προδρομίδου) αποτελεί ένα σπουδαίο εκδοτικό βήμα από τις εκδόσεις Inkpress/Κορμοράνος και μια ιδανική γνωριμία με τα εναλλακτικά κόμικς για ενήλικους του Gilbert Hernandez.Κόμικς που δεν είναι «εύκολα» ούτε πάντα λογικά ερμηνεύσιμα αλλά για όσους αφεθούν στη μαγεία τους είναι «εθιστικά» και απολαυστικά. ΠΗΓΗ
  2. Το βιβλίο του Γιάννη Κουκουλά (βλέπε επίσης παρουσίαση του βιβλίου του Ένατη Τέχνη - από το παρελθόν στο μέλλον , όπως και το άρθρο του Ψωμί, τριαντάφυλλα και κόμικ ) ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΚΟΜΙΚΣ ΗΡΩΙΔΕΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΧΡΗΣΗ εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Futura. Παρουσιάζει 30 ηρωίδες των κόμικς , τις παρακάτω: (οι χαρακτηρισμό που τις συνοδεύουν ανήκουν στον συγγραφέα). ΟΛΙΒ ΟΪΛ - Η αιώνια αρραβωνιαστικιά ΜΙΚΡΗ ΛΟΥΛΟΥ - Η μικρή και αθώα ΝΤΑΙΖΥ ΝΤΑΚ - Η κοκέτα ΛΟΪΣ ΛΕΗΝ - Η σούπερ μνηστή CATWOMAN - Η καλή, η κακιά και η όμορφη RED TORNADO - Η σούπερ νοικοκυρά MISS FURY - Η πρώτη WONDER WOMAN - Η αμαζόνα ΛΟΥΣΥ ΒΑΝ ΠΕΛΤ - Η μέγαιρα MAY PARKER - Η θεία MODESTY BLAISE - Η θηλυκή James Bond ΜΑΦΑΛΝΤΑ - Η φιλόσοφος ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΡΟΣΕΛΙ - Η ευάλωτη ΚΑΘΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ - Η ανώνυμη VAMPRIRELLA - Το βαμπίρ ΖΑΝΙΝ - Η αντιστάρ KATINAKI - Η μικροαστή ΑDΑ - Η αλλαζών τυχοδιώκτρια ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΚΡΙΣΤΙΑΝΙ - Η κουμπότρυπα ΘΕΚΛΑ - Η μυστακιοφόρος ΝΤΡΟΥΝΑ - Η επιζήσασα ΤΖΙΛ ΜΠΙΟΣΚΟΠ - Η γυναίκα παγίδα ΜΑΡΤΖ ΣΙΜΠΣΟΝ - Η μάνα ΤΑΝΚ ΓΚΕΡΛ - Η μεταπυρηνική ΜΑΡΘΑ ΟΥΑΣΙΓΚΝΤΟΝ -Η πολεμική μηχανή BITCHY BITCH - Η φεμινίστρια ΦΩΤΕΙΝΗ - H Ευτυχισμένη ( ; ) πόρνη LENORE - Dead Girl Walking BRANDY CARTER - Η τέλεια MANA ΡEΪBEΡ - Μια γυναίκα με πάθη Μέχρι τώρα η πολιτική που ακολουθούσα στις παρουσιάσεις των βιβλίων ήταν ότι περιοριζόμουν σε απλή περιγραφή της έκδοσης , των περιεχομένων της και των τυποεκδοτικών χαρακτηριστικών της. Συνήθως περιλάμβανα τον πρόλογο του συγγραφέα και καμία φορά καμιά (θετική κατά κανόνα) κριτική για το βιβλίο, κριτική που ψάρευα στο δίκτυο. Από σήμερα και μετά τα τελευταία γεγονότα αυτό αλλάζει. Θα ακούτε και τη γνώμη μου για το βιβλίο. Και σε όποιον αρέσει. Κατ' αρχήν η έκδοση της Futura είναι μια έξυπνη κίνηση. Υπήρχε βιβλιογραφικό κενό και δεδομένο έντονο ενδιαφέρον για το θέμα από τους φανατικούς των κόμικς στους οποίους το βιβλίο απευθύνεται . Για να καταλάβετε το σημείο στο οποίο βρίσκεται η βιβλιογραφία για τα κόμικς στη χώρα μας σήμερα, θα πω μόνο πως το αντίστοιχο ζήτημα για την τέχνη του Φιλμ, Γυναίκα και Κινηματογράφος, διδάσκεται ως ξεχωριστό μάθημα σε τουλάχιστον πέντε πανεπιστημιακά τμήματα στη χώρα μας, ενώ κυκλοφορούν, εδώ και πάνω από 10-15 χρόνια, ένα καταπληκτικό βιβλίο του Νίκου Κολοβού (Γυναίκα και Κινηματογράφος) και μια ξεχωριστή ειδική έκδοση του περιοδικού Σινεμά . Στη διεθνή βιβλιογραφία σημεία αναφοράς θεωρούνται οι μελέτες των Molly Huskell, Αn. Kuhn και Ann Kaplan πάνω στο θέμα. Συγγνώμη για την παρένθεση. Πάμε παρακάτω. Ένα πράγμα που δεν κατάλαβα επακριβώς στο βιβλίο του Κουκουλά είναι η στοχοθεσία του. Τι επιδιώκει δηλαδή , ποιος είναι ο σκοπός του; Γιατί αν ο σκοπός του είναι "να γνωρίσετε μια πλειάδα υπέροχων γυναικών...άτακτων, παμπόνηρων, μυστηριωδών...μπλαζέ καλλονών....κλπ" όπως αναφέρει ο (εξαιρετικός) Aβραάμ Κάουα στο blurb της έκδοσης,... χαίρω πολύ, τις ξέρουμε. Κι όσοι δεν τις ξέρουνε μπορούν να πάνε στο Wikipedia και να τις μάθουνε. Ευτυχώς το blurb μάλλον αδικεί το βιβλίο, το οποίο προσεγγίζει τις ηρωίδες πολύ περισσότερο από το στάδιο μιας απλής γνωριμίας. Εξετάζει το ρόλο τους στην αφηγηματική εξέλιξη (την πλοκή) των ιστοριών τους , όπως και τον τρόπο που διαμορφώνονται οι σχέσεις τους με το άλλο φύλλο. Αναζητάει την προέλευση, τις επιδράσεις που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους αλλά και τις όποιες επιρροές τους. Άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, όχι πάντα στην ίδια έκταση και όχι πάντα με την ίδια επιτυχία. Στον συναισθηματικό πρόλογο του συγγραφέα περιγράφεται η σχέση του με τις ηρωίδες των κόμικς καθώς αυτός, με την αγορίστικη, εφηβική , αργότερα αντρική ματιά του ερχόταν σταδιακά σε γνωριμία μαζί τους, πρώτα με τη Μικρή Λουλού, την Όλιβ και τη Μίννι ίσως, αργότερα με τη Ντρούνα και τη Βαλεντίνα. Να αντιμετωπίζει το βιβλίο σαν ένα απολογισμό της σχέσης του αυτής; Έτσι μοιάζει... Στην εισαγωγή του Άβρααμ Κάουα τα πράγματα μπαίνουν σε μια σειρά και περιγράφονται κάποιοι άξονες πάνω στους οποίους θα γίνει η παρουσίαση των κεφαλαίων. Εντύπωση ωστόσο προκαλεί ότι ο Κάουα χρησιμοποιεί ως σημεία αναφοράς δυο ηρωϊδες που δεν συμπεριλαμβάνονται στις επιλογές του συγγραφέα : τη Susan Storm (F4) και τη Gene Gray (Χ-Μen). Τα σχόλια του ειδικά για την πρώτη είναι πολύ ενδιαφέροντα. Μήπως οι ηρωίδες αυτές θα έπρεπε να περιληφθούν στις παρουσιάσεις σε μια μελλοντική έκδοση; Το κυριότερο ζήτημα στο οποίο μπορεί να διαφωνήσει κανείς με το συγγραφέα είναι η επιλογή των χαρακτήρων προς παρουσίαση . Βέβαια δικό του είναι το βιβλίο και όποιες θέλει παρουσιάζει αλλά ως γνήσιοι έλληνες κι εμείς που φέρουμε το μικρόβιο του προπονητή οφείλουμε να αντιτάξουμε τις δικές μας προτιμήσεις στο τελικό ρόστερ που επιλέχθηκε. Βασικά το πρόβλημα είναι ότι δεν αναφέρεται το σκεπτικό με το οποίο επιλέχθηκαν αυτές οι ηρωίδες! Επειδή θεωρούνται αρχέτυπα; Επειδή είναι οι μακροβιότερες, οι δημοφιλέστερες; Δεν νομίζω να αντιμετωπίζονται ως αρχέτυπα διότι τότε θα έπρεπε να γινόταν αναφορά σε κάθε κεφάλαιο και σε άλλες ηρωίδες που εξυπηρετούν αντίστοιχους ρόλους (π.χ. της φιλενάδας, της συζύγου) σε διαφορετικές ιστορίες. Δηλαδή στο κεφάλαιο για τη Λόις θα περιμέναμε ένα παραλληλισμό με την MJ Watson. Κάτι τέτοιο δε γίνεται. Και όχι μόνο αυτό αλλά όπως μας ενημερώνει ο Κάοουα στην εισαγωγή οι "τριάντα αυτές περιπτώσεις" που παρουσιάζονται, είναι "οι πιο αντιπροσωπευτικές και σημαντικές γυναικείες φιγούρες των κόμικς" (σ. 18)!!!! Τραβηγμένο! Προσπαθώντας να καταλάβω το σκεπτικό επιλογής, βλέπω ότι απουσιάζουν οι θηλυκές εκδοχές κλασικών αρσενικών ηρώων. Δεν υπάρχει δηλαδή She-Hulk, Supergirl, Batgirl, Spider-woman, Spider-girl κλπ κλπ. Απολύτως κατανοητό. Από την άλλη απουσιάζουν χαρακτήρες όπως η Brenda Starr , η Red Sonja, η Ultra, η Αxa, η Barbara, η Dawn , η Promethea, η Witchblade , η Sheena, η Shanna, η Minnie Mouse, η Lady Death, η Shi , η Painkiller Jane , η Blanche Epiphanie (μα γιατί, αφού η Ελλάδα της μοιάζει; ), η Paulette , η Durham Red, η Halo Jones, η Aude Albrespy (από το the Survivor του Paul Gillon). Για να μη πω ότι λείπει και η Λουκρητία από το Καστράτο Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι από χαρακτήρες της Marvel παρουσιάζεται μόνο ένας και αυτός όχι υπερηρωϊδα, η May Parker! Πιστεύω ότι τουλάχιστον μια εκπρόσωπος των μεταλλαγμένων θα έπρεπε να υπάρχει, ίσως μάλιστα πιο συνετό να ήταν ένα κεφάλαιο "Οι γυναίκες των X-Men" με Gene Gray, Emma Frost, Mystique, Shadowcat, Rogue , Storm. Για την απουσία της Susan Storm τα είπαμε. Άλλες χαρακτηριστικές απουσίες είναι η Scarlet Witch (η στείρα), η Spider-Woman II (single mother) και οπωσδήποτε η αθυρόστομη και θύμα κακοποίησης, άρτι μητέρα Jessica Jones . Σε μια μελλοντική έκδοση θα έπρεπε να γίνει αναφορά για το ρόλο της γυναίκας στα manga , όπως και σε αυτή τη σαβούρα των ερωτικών κόμικς του κιλού που εκδίδει η Ars Longa . Αναφορά επίσης στο γυναικοκρατούμενο κόσμο του Y The Last Man και στις απειλητικές σεξοβόρες βαμπίρες του Girls! Το ζήτημα της γυναικείας ομοφυλοφιλίας στα κόμικς ίσως πρέπει να εξεταστεί επίσης, καθώς τώρα τελευταία όλο και περισσότερες ηρωίδες εμφανίζονται ως λεσβίες (Βl. Exiles, Painkiller Jane , Batwoman, η γιατρός στο Y The Last Man, η Κarma των New Mutants, κυρίως η Quasar II και η Moondragon , κλπ) . Ίσως να έπρεπε στο μέλλον να γίνει και μνεία σε γυναίκες δημιουργούς των κόμικς, λέμε τώρα... Anyway, τα παραπάνω δεν αποτελούν μομφή για το βιβλίο, μόνο το ότι δεν αναφέρονται τα κριτήρια επιλογής στέκει ως παρατήρηση. Ωστόσο.... Η γλώσσα του βιβλίου είναι γλαφυρή, τα κεφάλαια 7 έως 10 σελίδων περίπου διαβάζονται νεράκι, περιέχουν ότι πρέπει να περιέχουν για να ικανοποιήσουν το μέσο αναγνώστη και μανιακό των κόμικς αλλά και τον average layman. Για πιο ψαγμένες θεωρήσεις (φεμινιστικές, ψυχαναλυτικές κλπ) της αναπαράστασης της γυναικείας παρουσίας στα κόμικς μη ψάχνετε. Το βιβλίο το ρούφηξα νεράκι. Είναι πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα. 300 σελίδες με λελογισμένη αναλογία λόγου -εικονογράφησης - φευ ασπρόμαυρης κυρίως - ίσως για να συγκρατηθεί η τιμή που πράγματι είναι πολύ ικανοποιητική, 14 € στην Πολιτεία. Μέσες άκρες ως αναγνώστης και πελάτης έμεινα ικανοποιημένος, αλλά άλλες χρήσεις (ακαδημαϊκές) το βιβλίο τις αποκρούει. Ίσως δεν ήταν και στόχος του. Μάλλον δεν ήταν, διαφορετικά θα περιλαμβανόταν μια βιβλιογραφία που απουσιάζει ηχηρά. Υπάρχουν βέβαια σκόρπιες βιβλιογραφικές παραπομπές ανάμεικτες με διευκρινίσεις και σκέψεις του συγγραφέα υπό την ομπρέλα των σημειώσεων. Αλλά δε νομίζω ότι αυτό είναι μεθοδολογικά σωστό. Επίσης καλό θα ήταν οι σημειώσεις για κάθε κεφάλαιο να μπαίνουν στο τέλος του, ώστε να μπορεί να ανατρέχει πιο εύκολα ο αναγνώστης σε αυτές. Η δομή κάθε κεφαλαίου επίσης ίσως πρέπει να ξανακοιταχτεί. Ορισμένες παράγραφοι είναι υπερβολικά μεγάλες και αν δεν ήταν καλός αφηγητής ο συγγραφέας (που όντως είναι) θα ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί κανείς. Ίσως να έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κάποιες υποενότητες (βιοεργογραφία δημιουργού - origin και concept του χαρακτήρα - εκδοτική ιστορία του τίτλου στον οποίο μετέχει - επιδράσεις κλπ.) Δεν ξέρω αν η παραπάνω κριτική φαντάζει αρνητική. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου γιατί το βιβλίο μου άρεσε και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Δεν είμαι επαγγελματίας δημοσιογράφος και ούτε σκοπεύω να γίνω. Τα κόμικς είναι το χόμπι μου. Αντίθετα με τα κόμικς όμως η μεθοδολογία της αξιολόγησης είναι η κύρια ασχολία μου τα τελευταία χρόνια και ο χώρος στον οποίο κινούμαι. Επομένως ότι επισημάνσεις έχω απορρέουν από εκεί. Και ελπίζω να βοηθήσουν το συγγραφέα σε μια μελλοντική έκδοση. Τα επόμενα βιβλία που θα σχολιαστούν: Ο Μπλεκ και οι Φίλοι του , Εικονικά Βλέμματα και η Ιστορία των Κόμικς (όποτε προλάβω)
  3. Σε μια προφορική ιστορία, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της εμβληματικής Βαβέλ, συνεργάτες του περιοδικού θυμούνται τι ήταν αυτό που την έκανε μοναδικό φαινόμενο. Τον Φεβρουάριο του 1981 η Βαβέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα. Εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο με το σχέδιο του Moebius. «Το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος» που μας λέει κι ο Γιάννης Νένες. «γιατί η βαβελ;» ξεκινάει το πρώτο editorial κείμενο του πρώτου εκείνου τεύχους, συστήνοντας στο κοινό αυτή τη νέα εκδοτική προσπάθεια. «γιατί εμείς πιστέψαμε πως υπάρχει λόγος να βγει και σεις επιβεβαιώσατε πως υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτή τη στιγμή το περιοδικό μας στα χέρια σας» είναι οι πρώτες φράσεις της Βαβέλ προς το κοινό της, σε ένα κείμενο που από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίζει πως το περιοδικό θα είναι ανοιχτό, θα είναι μια παρέα, και θα έχει διάθεση παρέμβασης σε ό,τι γίνεται γύρω μας. «Γιατί το περιοδικό κόμικς δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα κάλων κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματιά στο χώρο γύρω μας», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. Το λες και mission statement, μια υπογράμμιση του θρυλικού πλέον μότο ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) που συνόδευε κάθε ένα από τα 246 τεύχη που κυκλοφόρησαν από τον Φλεβάρη του ‘81 ως τον Ιούνιο του 2008. Βαβέλ #1, Φεβρουάριος 1981. Από αριστερά: Το κλασικό κόκκινο εξώφυλλο, η σελίδα των περιεχομένων με το editorial «γιατί η βαβελ», και το κείμενο για κόμικς και πολιτική σάτιρα. Ένα «και όχι μόνο» που κατάφερε και τα ίδια τα κόμικς να ανυψώσει ως (παρεξηγημένη) τέχνη στα μάτια ενός έκθαμβου κοινού, αλλά και ως όχημα να τα χρησιμοποιήσει για να τοποθετηθεί ουσιαστικά – και ακόμα και να παρέμβει – πάνω στην πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε Caza, διαβάζουμε Wolinski και Reiser, διαβάζουμε Quino, αλλά διαβάζουμε και πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει στο εύκολο γέλιο, στο γέλιο με παλιάτσους που μας κάνουν γκριμάτσες, με πράγματα που δεν μας δίνουν καμία ανησυχία για τον κόσμο που ζούμε και την πραγματικότητα γύρω μας. Στην ουσία οι σοβαρές αξίες είναι συνήθως ταμπού». Στην πορεία της Βαβέλ δεν υπήρξε ταμπού που να έμεινε ακατάρριπτο ή που να μην προκλήθηκε. Μια εκδοτική ομάδα που έτρεχε το περιοδικό τα πρώτα του χρόνια (Νίκη και Εύη Τζούδα και Γιώργος Σιούνας) ως κολεκτίβα, ως παρέα με ανάγκη να εκφραστεί. Που το γέμιζε με κόμικς αληθινά χαρακτηριστικής δημιουργικής υπογραφής, συχνά στα όρια του ανίερου, συνοδεύοντάς τα με ισχυρό πολιτικό κείμενο και βλέμμα προς κάθε λογής πολιτιστική έκφραση. Η Βαβέλ σύντομα καθιερώθηκε ως φωνή ενός νέου, εναλλακτικού κοινού που ως τότε δεν συναντούσε τη φωνή του σε κανένα άλλο σημείο του mainstream τύπου. «Η αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, το AIDS, η πορνεία, τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και πολλά άλλα καλύφθηκαν από τη Βαβέλ με έναν μαχητικό τρόπο που γινόταν συχνά ενοχλητικός σε όσους πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική», γράφει ο Γιάννης Κουκουλάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, συνοψίζοντας μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις του περιοδικού. Το οποίο στην πορεία γέννησε και το ομώνυμο εμβληματικό Φεστιβάλ, μια διοργάνωση σημείο αναφοράς, όπου κάθε ανησυχία του εντύπου ζωντάνευε μέσα από εκθέσεις, συναυλίες, προβολές, σπουδαίους προσκεκλημένους. Γέννησε (ή ανέθρεψε), θα έλεγε τελικά κανείς, μια ολόκληρη εναλλακτική κουλτούρα. Τιμώντας τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση αυτού του αληθινά σημαντικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ζητήσαμε από μερικούς από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού, να μας καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι στην ιστορία του εντύπου, μέσα από τις δικές τους προσωπικές διαδρομές. Από το πρώτο εκείνο τεύχος πίσω στο ‘81, μέχρι όλα όσα η Βαβέλ σήμαινε και σημαίνει – ακόμα και σήμερα. Συζητιούνται μεταξύ άλλων: * Το πώς το κλίμα παρέας της Βαβέλ ανέθρεψε δημιουργικότητα και συλλογικότητα * Πώς κάθε συντάκτης βρήκε στη Βαβέλ την εκφραστική διέξοδο που αναζητούσε * Η γέννηση του περιοδικού από το εκδοτικό τιμ * Τα αγαπημένα άρθρα και οι αγαπημένες στήλες των συνεργατών * Η ιδέα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μέσα από ένα περιοδικό (κόμικς! και όχι μόνο!) Τεύχος #118, Φεβρουάριος 1991 (Δέκα Χρόνια Βαβέλ) / Τεύχος #213, Μάιος 2003 (War on Terror) Ι. Η ΒΑΒΕΛ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ Στο αφιέρωμα συμμετείχαν ο Γιάννης Νένες (δημοσιογράφος – ραδιοφωνικός παραγωγός), Χρήστος Ξανθάκης (δημοσιογράφος), Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης, Ευτυχία), Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός Τέχνης, διδάκτωρ ΑΣΚΤ, συνεπιμελητής του Καρέ Καρέ στην Εφημερίδα των Συντακτών). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά, μέσω μέιλ και τηλεφώνου και έχουν γίνει edited για λόγους συνέχειας. Ως αναγνώστης τι είχες θαυμάσει και αγαπήσει περισσότερο στο περιοδικό; Γιάννης Κουκουλάς: Τα πάντα. Την τέχνη της αυθάδειας. Τον Καλαϊτζή και τον Bilal. Τον Manara και τον Copi. Τον Quino και τον Altan. Μα πάνω απ´ όλα το «και όχι μόνο». Το ότι η Βαβέλ δεν ενδιαφερόταν μόνο για τα καλά κόμικς – που τα δημοσίευε έτσι κι αλλιώς – αλλά για τις μικρές παρεμβάσεις στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Χρήστος Ξανθάκης: Ως αναγνώστης κόμικς στην Ελλάδα ανήκα και ανήκω σε μια αισχρή μειοψηφία, μιας και η ένατη τέχνη στη χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε ευρύ κοινό. Για την ακρίβεια, τα ενήλικα κόμικς (όχι οι τσόντες πουλάκι μου!) δεν είχαν καν κοινό στην αρχή, εξ ου και πήγαν κατά διαόλου οι προσπάθειες της Κολούμπρας και του Μαμούθ. Χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες εκ μέρους της Βαβέλ και της ομάδας της για να πάει μπροστά το πράγμα. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση, εγώ κόμικς ήθελα να διαβάζω, η τρέλα μου ήταν. Όλα μου άρεσαν λοιπόν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα. Γιάννης Νένες: Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα κατακόκκινο εξώφυλλο κρεμασμένο στο περίπτερο με το σχέδιο του Moebius, το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος. Ήμουν φανατικός των κόμικς από μικρός, έπαιρνα ανελλιπώς τα τεύχη της Κολούμπρας, τα διάφορα φανζίνς, αλλά το πρώτο της Βαβέλ με εντυπωσίασε από μακριά για τη διαφορετική του προσέγγιση στο εξώφυλλο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα σταματήσει να είμαι γραφίστας και τις μετρούσα πολύ κάτι τέτοιες γραφιστικές εκπλήξεις. Σαν αναγνώστης, για μένα ήταν τρομερό δέλεαρ οι πλούσιες, πολυσέλιδες ιστορίες που μπορούσες να τις απολαύσεις εξονυχιστικά, με τις ώρες, καρέ-καρέ, να τις επενδύσεις με ό,τι μουσικές ήθελες και να φτιάξεις σάουντρακ. Ήταν ένα περιοδικό που δεν τελείωνε ποτέ. Κι ανάμεσα στις ιστορίες, κάτι ακαριαίες στιγμές τύπου Wolinski, Altan, Reiser, κανονικά ξεσπάσματα. Και κάτι άλλο: τα κείμενα είχαν από την πρώτη στιγμή μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω μιλάμε την ίδια γλώσσα. Άγγελος Φραντζής: Πρώτο τεύχος που έπεσε στα χέρια μου ήταν κάπου γύρω στο #14; #17; Είχε ένα εξώφυλλο του Caza. Πρέπει να ήμουν 12. Το είδα κι έπαθα πλάκα. Τότε ήθελα να γίνω γελοιογράφος. Διάβαζα πολλά κόμικς, Αστερίξ και τα άλλα κόμικς της εποχής. Αυτό ήταν το πρώτο όπου είδα ενήλικο κόμικ άλλου τύπου. Ήταν αδιανόητο το τοπίο που άνοιγε μπροστά μου με αυτό το πράγμα που έπαθα με τη Βαβέλ. Ορισμένοι μόνο από τους σπουδαίους ξένους δημιουργούς των οποίων έργα έχουν φιλοξενηθεί στις σελίδες της Βαβέλ κατά τη διάρκεια των χρόνων. Από πάνω αριστερά: Hugo Pratt, Adrian Tomine, Ralf Konig, David Mazzucchelli, Altan, Jules Feiffer, Daniel Clowes, Andrea Pazienza, Reiser. Ποιο ήταν το πρώτο σου τεύχος στη Βαβέλ; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία; Ξανθάκης: Αν θυμόμουν πράγματα από τη δεκαετία του ογδόντα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ουδεμία ανάμνηση από την πρώτη εμφάνισή μου στη Βαβέλ! Όσο για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία, νομίζω ότι ήρθε μετά από επίμονες προσπάθειες δικές μου όπου έπεισα εν τέλει τη Τζούδα πως δεν είμαι κάνα μαλακισμένο που προσπαθεί να τους καθίσει στο σβέρκο. Χρειάστηκε αγώνας μιας και η Νίκη είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό άτομο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να συμπεραίνουν ότι είναι ψυχρή και παγερή. Αλλά who gives a fuck; Φραντζής: Ξεκίνησα να επισκέπτομαι το βιβλιοπωλείο, έκανα κόμικς και άρχισα να τα πηγαίνω με τρομερή ντροπή, φόβο και αμηχανία να τα δείξω. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αποκτούμε μια σχέση, και έγραψα το πρώτο μου κείμενο – για κόμικ και κινηματογράφο – στα 16 μου, κάπου στο ‘85-’86. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα και δημοσίευσα στη Βαβέλ. Πέταξα από χαρά μου, ήταν η Βαβέλ ένας μύθος. Όταν αρχίσαμε να αποκτάμε σχέση πήγαινα συχνά στα γραφεία. Τον Γιώργο τον Σιούνα τον έλεγα πατέρα και τη Νίκη μητέρα! Μετά έφυγα για σπουδές, για σινεμά, και όταν γύρισα ουσιαστικά τότε άρχισα να γράφω μόνιμα για σινεμά, με τη στήλη Τα Μάτια Ανοιχτά. Τότε δεν είχαν σινεμά, παλιά έγραφε ο Τζιώτζιος. Ξεκίνησα κάπου το ‘92-’93 και έγραφα συστηματικά για καμιά δεκαετία σίγουρα. Νένες: Δεν θυμάμαι σε ποιο τεύχος ξεκίνησα να γράφω. Η Βαβέλ και η φιλία μου με τα παιδιά ήταν μέρος της ζωής μου, οπότε δεν έχω συγκρατήσει αυστηρά ημερομηνίες. Ήμουν εκεί, αράζαμε κάπως, λέγαμε βλακείες και γελούσαμε και κάπως έτσι έδωσα ένα κείμενο – τι να πω. Νομίζω πρέπει να ξεκίνησα με συνεντεύξεις των σχεδιαστών που είχαν έρθει στην Αθήνα για το πρώτο φεστιβάλ της Βαβέλ στον εκθεσιακό χώρο Εύμαρος, σε ένα παλιό σχολείο στους Αμπελόκηπους. Κουκουλάς: Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1992, κάναμε στο Ράδιο Ουτοπία, έναν κινηματικό εναλλακτικό ραδιοσταθμό στη Θεσσαλονίκη, μια εκπομπή για τα Κόμικς, την Επιστημονική Φαντασία και την Αστυνομική Λογοτεχνία μαζί με δυο φίλους, τον Φιλήμονα Καραμήτσο και τον Στάθη Κουρνιώτη. Στείλαμε στη Βαβέλ υλικό από την εκπομπή για μια γνώμη και μας παρουσίασαν στις σελίδες του. Ήταν τέτοια η χαρά να δω το όνομα μου στο περιοδικό που σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράφω σε αυτό. Λίγο αργότερα προτείναμε και κάναμε σε συνεργασία με τον Αβραάμ Κάουα ένα θέμα για το Γυμνό Γεύμα του Burroughs και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τακτικά με πρώτο κείμενο ένα αφιέρωμα στην Αρρώστια στα Κόμικς το 1994 που ιδιαίτερα σήμερα είναι ακόμα επίκαιρο. Συμμετείχα σταθερά στη στήλη Αεροπλανάκι που διατηρούσε ο δάσκαλος Γιώργος Σιούνας τον οποίο ευγνωμονώ για όσα μου έμαθε και όσα έγραφε. Και κάποια στιγμή εγκαινίασα τη στήλη Make Comics, Not War. Η εμβληματική στήλη «Αεροπλανάκι» της Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων, από πάνω αριστερά: 1986, 1987, 1993, 1995, 2001, 2002. Στις σελίδες της στήλης διαβάζαμε άρθρα γνώμης, ειδήσεις, σχέδια, συνεντεύξεις, πολιτικό σχολιασμό και πολλά άλλα. Κάποιο αγαπημένο τεύχος; Αγαπημένη στήλη ή κείμενο; Νένες: Τα τεύχη όλα ήταν σαν σεξ, κάπως. Τα είχες προετοιμάσει, είχες γελάσει φτιάχνοντάς τα και μετά ερχόταν η κορύφωση, το τυπωμένο και βυθιζόσουν να το διαβάζεις. Όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη στήλη Εν Εξάρσει, δεν τα θυμάμαι και καλά. Πάντως αυτή η στήλη γραφόταν πάντα βράδυ, μεταμεσονύκτιες ώρες, και έχει διατρέξει πολλά χιλιόμετρα σε αυλάκια βινυλίου. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα. Για χάρη της νυχτερινής εργασίας, επειδή έκανε πολύ θόρυβο η παλιά γραφομηχανή και ξύπναγε η από κάτω, είχα αγοράσει ηλεκτρική – αθόρυβη. Θυμάμαι να γράφω για την κασέτα των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί τους. Θυμάμαι μία αισθησιακή φωτογραφία της Madonna που έβαλα στη στήλη, να λέει μέσα σε μπαλούν «Μμμ, κάποιος τηγανίζει κεφτέδες». Γενικά δεν έκανα τίποτα σοβαρά, ήταν απλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλή μουσική. Κουκουλάς: Αγαπημένο τεύχος το #18, θρυλικό και εξαντλημένο από πολύ νωρίς, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στους Reiser και Wolinski. Αγαπημένο εξώφυλλο το παραπλανητικό #131 με έναν πιτσιρικά του Reiser και λεζάντα: «Έρευνα Σοκ! Ο Αυνανισμός είναι Κληρονομικός;». Φυσικά δεν υπήρχε τέτοια έρευνα. Ξανθάκης: Μου άρεσαν πάρα πολύ τα τεύχη που ήταν αφιερωμένα στον αντιαπαγορευτικό αγώνα. Γιατί ήταν χίλια χρόνια μπροστά απ’ την εποχή τους, γιατί απέδειξαν ότι ένα περιοδικό κόμικς μπορούσε να καταπιάνεται με πολύ σοβαρά ζητήματα, γιατί δικαιώθηκαν εκατό τοις εκατό. Όσο για κείμενο δικό μου, και μόνο τη συνέντευξη με τον Καλαϊτζή να είχα κάνει, πάλι μια χαρά θα αισθανόμουν. Φραντζής: Για μένα το κάθε τεύχος που επρόκειτο να βγει ήταν μια τρομερή ιστορία. Πήγαινα στα περίπτερα κάθε τρεις και λίγο, το τεύχος δεν έβγαινε ποτέ στην ώρα του, ρώταγα Βγήκε η Βαβέλ, δεν βγήκε η Βαβέλ, Α, μας είπαν θα μας τη φέρουν την Πέμπτη. [γελάμε] Είχε μια τέτοια προσμονή, του φανατικού. Μετά κατάλαβα: Ήταν ένα περιοδικό τόσο οικογενειακό σαν κατάσταση, έπαιζε και ένα χύμα πράγμα, αλλά και πολύ οργανωμένο όταν χρειαζόταν. Η οργάνωση των παιδιών στα πρώτα Φεστιβάλ στο Γκάζι, άλλο πράγμα. Κείμενο, το θέμα για το Mulholland Drive. Είχα τόσο πωρωθεί που βγήκε ένα κείμενο τεράστιο, 10 σελίδες περιοδικού. Κι αυτό ήταν το τρελό με τη Βαβέλ, ότι δεν υπήρχε αυτό που συναντούσες σε όλα τα περιοδικά. Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα άρχισα να κάνω συνεντεύξεις, αλλά όχι απαραίτητα για τις ταινίες των σκηνοθετών. Έκανα με τον Πάνο Κούτρα για τα μελοδράματα και τον Douglas Sirk, με τον Παναγιωτόπουλο για την Περιφρόνηση, με σκηνοθέτες για άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε σαν διαδικασία πάρα πολύ. Στήλες για σινεμά και μουσική, σχολιασμός, άποψη, πρόσωπα και συνεντεύξεις με μοναδικό τρόπο από μοναδικές υπογραφές. Η Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων υποστήριξε και με το παραπάνω το εμβληματικό «και όχι μόνο» του μότο της. Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης στη συγγραφή της στήλης; Ζητούσαν από το περιοδικό κάτι συγκεκριμένο; Φραντζής: Είναι το τι θα μπορούσε να με παθιάσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Για μένα η κριτική δεν είχε κάτι το επαγγελματικό με την έννοια ότι πρέπει να γράψεις για τις ταινίες της εβδομάδας, είχε την έννοια της προέκτασης, της απόλαυσης της θέασης ενός πράγματος. Άλλες φορές ήταν επειδή κάτι με θύμωνε, το Natural Born Killers ήταν ένα τέτοιο κείμενο, κάτι με είχε θυμώσει και ήθελα να γράψω με έναν τρόπο διαφορετικό. Άλλες φορές ήταν επειδή ήθελα να στηρίξω κάτι, είχα γράψει κείμενο για την πρώτη ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ή το Ακρόπολις της Εύας Στεφανή. Ή για διάφορα πράγματα τα οποία ένιωθα ότι βάλλονται και ήθελα να τα στηρίξω γιατί μου άρεσαν κι ένιωθα ότι εδώ γεννιέται κάτι. Ξανθάκης: Και μου ζητούσαν και τους έστελνα και τα βρίσκαμε και τα χάναμε και μπορεί να εξαφανιζόμουν για τρεις μήνες και να ξαναγύρναγα και να μην έτρεχε τίποτα. Μοιάζει παράξενο σήμερα με τα κομπιούτερ και τα μέηλ και τα μέσεντζερ, αλλά μερικές φορές η χειροτεχνία είναι το άπαν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγάλεις από μέσα κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά. Αλλά υπαρκτό… Κουκουλάς: Κάθε φορά συζητούσαμε με το Γιώργο Σιούνα και καταλήγαμε σε θέματα. Βασικός άξονας ήταν σχεδόν πάντα να πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα βρισκόταν εύκολα σε άλλα περιοδικά. Καθώς ο Σιούνας είχε τη δική του ατζέντα και έγραφε τα δικά του σπουδαία κείμενα, συνήθως του πρότεινα θέματα και μετά από συζήτηση τα υλοποιούσα. Νένες: Το σημείο εκκίνησης ήταν μία συγκεκριμένη αίσθηση που είχα τη στιγμή που καθόμουν να γράψω. Από εκεί άρχιζε να ξετυλίγεται το νήμα. Σε κάθε επόμενη παράγραφο με οδηγούσαν οι δίσκοι – που τους χρησιμοποιούσα σαν αφορμή για να λέω ότι κατέβαινε στο κεφάλι μου. Έκανα κι ένα «παιχνίδι» αρκετές φορές: μου άρεσε το τέλος της προηγούμενης παραγράφου να μοιάζει κάπως με την αρχή της επόμενης. Τέτοιες χαζομαρούλες. Όχι, ποτέ δεν μου είχε ζητήσει κανείς να γράψω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να καλύπτω όσο το δυνατό περισσότερο τις δισκογραφικές κυκλοφορίες, κυρίως της ανεξάρτητης σκηνής αλλά και εμπορικές γιατί ήταν ακόμα η εποχή που διψούσαμε για μουσικές, οι κυκλοφορίες ήταν μικρά «γεγονότα» για εμάς που ακούγαμε μουσική με αγάπη. Και πολιτικά και καλλιτεχνικά το περιοδικό μίλησε σε κόσμο που ένιωθε πως δεν είχε άλλη εκπροσώπηση στο εκδοτικό και μιντιακό mainstream της εποχής. Ήταν αυτό κάτι που σκεφτόσουν ποτέ κατά την περίοδο της συνεργασίας σας, υπήρχε κάπως συνειδητά; Ξανθάκης: Μπα, καθόλου. Την πλάκα μας κάναμε όλοι και γι’ αυτό βγήκε αυτό το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που βγήκε. Τον αναγνώστη πάντοτε τον αγαπάς, αλλά αν αρχίσεις να σκέφτεσαι με βάση το πώς θα αγκαλιάσεις ένα ευρύτερο κοινό χάνεται όλη η γκάβλα. Και η Βαβέλ πάνω απ’ όλα αυτό ήταν. Ένα γούστο, ένα καπρίτσιο, μια γκάβλα. Νένες: Δεν νιώθαμε ότι είμαστε ενάντια σε κανένα κατεστημένο, ούτε υπήρχε ακόμα η έννοια των media όπως είναι σήμερα. Ήταν όμως η χρυσή εποχή των περιοδικών. Βγάζαμε ένα περιοδικό με ύλη που δεν βρίσκαμε πουθενά αλλού – αυτό ήταν όλο. Δεν είχες το ίντερνετ και έτρεχες στα ταξίδια στο εξωτερικό να αγοράζεις περιοδικά που τα φύλαγες στη βιβλιοθήκη σου. Ή πηγαίναμε στα μεγάλα περίπτερα στο κέντρο για να αγοράζουμε ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Ήταν καθαρός φετιχισμός. Υπήρχε η αίσθηση της συσπείρωσης όμως. Ήμασταν στον κόσμο μας με τους ομοίους μας. Αν σημαίνει κάτι αυτό. Φραντζής: Μιλάμε για μια άλλη εποχή, την εποχή των περιοδικών που είναι από μόνο του κάτι άλλο. Η Βαβέλ ήταν πάντα ένα περιοδικό που ξεχώριζε επειδή μπορούσε να καλύψει ένα φάσμα πραγμάτων που τα πρωτοδιαβάζαμε σε έντυπα, από πράγματα που αφορούσαν το AIDS μέχρι πολιτική, μέχρι κομμάτια καλλιτεχνικά, πράγματα που δεν τα διάβαζες αλλού. Αν σκεφτείς πόσοι έχουν περάσει από τη Βαβέλ σε όλα τα επίπεδα, γράφοντας για μουσικές ή τέχνη ή κόμικς, άνθρωποι λίγο πολύ που καθόρισαν μια εποχή. Εγώ έγινα μέλος της παρέας 10 χρόνια αφού ξεκίνησε, οπότε για μένα υπήρχε πάντα αυτή τη διάσταση, ότι αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που συμβαίνει. Όταν μετά έγινε σπίτι μου, ήταν κυρίως ένας τόπος συνάντησης. Πέρναγες να πεις ένα γεια ή να αφήσεις το κείμενο και έμενες 5 ώρες να κουβεντιάζεις, έρχονταν άλλοι κ.λ.π. Αυτό το πράγμα είχε τρομερή ζωντάνια. Ήταν παρέα με κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους οπότε αυτό γεννούσε και δημιουργούσε πράγματα. Κουκουλάς: Φυσικά. Ήταν τιμή να γράφεις στη Βαβέλ όταν η κυρίαρχη τάση ήταν από τη μια ο αυριανισμός στον ημερήσιο τύπο και από την άλλη το lifestyle του ΚΛΙΚ στον περιοδικό. Το περιοδικό πάντα ξεχώριζε για τα αφιερώματά του, παρεμβατικά, επίκαιρα, ακόμα και μπροστά από την εποχή τους. Σου ανέφερε κόσμος ή γνωστοί σου τα κείμενά σου ή το περιοδικό γενικότερα; Ξανθάκης: Ναι, αλλά δεν το έψαχνα και πολύ. Για αναγνώριση είχα τη δημοσιογραφική μου εργασία σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά lifestyle. Η Βαβέλ ήταν ο έρωτάς μου και γι’ αυτό έγραφα ό,τι μου κατέβαινε. Ενίοτε και εκπληκτικά άστοχα κείμενα, για τα οποία πάντως δεν μετανιώνω. Κουκουλάς: Στον κύκλο μου, χωρίς αυτός να είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής, η Βαβέλ ήταν θρύλος. Οπότε ναι, τα κείμενα που έμπαιναν στη Βαβέλ είχαν μεγάλη επίδραση. Ιδιαίτερα τα μαχητικά θέματα που συχνά δεν αφορούσαν τα κόμικς ή δεν αφορούσαν μόνο τα κόμικς. Νένες: Δεν μπορώ να πω ότι μου ανέφεραν τη στήλη οι γνωστοί. Μόνο κάποιοι κοντινοί φίλοι που γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Επισήμως, θυμάμαι, πρώτη φορά είχε αναφερθεί στη στήλη ο Τσαγκαρουσιάνος, στη δική του στήλη στην Ελευθεροτυπία – είχε κράξει τον Σταύρο Κούλα κι εμένα ότι ξεφωνίζουμε το περιοδικό, κάτι τέτοιο. Δεν μάς ήθελε καθόλου. Φραντζής: Εκ των υστέρων. Πολύς κόσμος άρχισε να μου λέει πω πω εκείνο το κείμενό σου, κι έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε όντως κόσμος που διάβαζε και σχολίαζε. Ήταν αφορμή για συναντήσεις. Ας πούμε με τον Αλέξη Αλεξίου, που κι εκείνος ήταν αναγνώστης της Βαβέλ, είχαμε οργανώσει στο Φεστιβάλ ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Χονγκ Κονγκ, γιατί τότε είχαμε κι οι δύο ανακαλύψει αυτό το σινεμά που τότε ήταν πολύ στην αρχή εδώ. Τότε δεν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα. Όταν ήμουν στο Παρίσι είχα έναν κολλητό σε μια ομάδα που έκανε αφιέρωμα στις ταινίες του Χονγκ Κονγκ και μέσω αυτών ανακάλυψα εκείνη την κινηματογραφία, κι αποφασίσαμε αργότερα να κάνουμε εδώ αυτό το αφιέρωμα. Δεν υπήρχε πρόσβαση – οπότε γινόταν δίαυλος το περιοδικό προς πράγματα που δεν ήταν ακόμα γνωστά. Τι σου λείπει περισσότερο από την εποχή της Βαβέλ; Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά της; Κουκουλάς: Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της. Η κληρονομιά της είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία της συζητούμε για αυτήν. Γιατί σύστησε σε πολλούς ανθρώπους των eighties και των nineties την τέχνη των κόμικς. Και την ανατρεπτική ματιά του χιούμορ Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών. Ξανθάκης: Μου λείπει ότι κάνουμε κάτι γιατί έτσι μας γουστάρει, χωρίς να ψαχνόμαστε πώς θα κονομήσουμε ή πώς θα κερδίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Έτσι για το γαμώτι δηλαδή που λένε και στην επαρχία. Νένες: Δεν ξέρω για κληρονομιά, είναι πολύ βαριές λέξεις αυτά – κατεστημένο, κληρονομιά… Η Βαβέλ άφησε πίσω της ρημάδια. Η εποχή θα έλεγα. Είμαστε όλοι μισότρελοι, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που συνέβαινε τότε και πώς να το ισορροπήσουμε με το τώρα. Γελάμε αρκετά με αυτά που θυμόμαστε, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω τίποτα από τα παλιά μου κείμενα, ανατριχιάζω, ντρέπομαι. Αυτό που μου λείπει από εκείνη την εποχή είναι η ορμή να γράφω. Φραντζής: Το δέσιμο μιας παρέας ανθρώπων που επέμενε πάρα πολύ να κάνει πράγματα επειδή τα πίστευε, και για το κέφι τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και άρα να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυτόνομο, ελευθερίας. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει προτάσεις να αγοραστεί η Βαβέλ, και ποτέ δε μπήκανε σε αυτό το τριπ τα παιδιά, για να μπορέσουν να κρατήσουν την αυτονομία ενός πράγματος που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν, όπως θέλουν. Ήταν κάτι που το κάναμε όλοι επειδή γουστάραμε να το κάνουμε, ούτε χρήματα υπήρχαν… Όποτε το βλέπεις αυτό να συμβαίνει, όποτε έχουν δημιουργηθεί τέτοιοι πυρήνες βλέπεις ότι αφήνουν πίσω κάτι, γεννιέται κάτι. Αυτό είναι μια κληρονομιά. Τι σου έδωσε η Βαβέλ και κράτησες έκτοτε για πάντα στην πορεία σου; Νένες: Να πιάνω την πρώτη μου σκέψη και να ακολουθώ το νήμα. Ήταν ένα είδος μπλόγκινγκ που το ακολούθησα αργότερα και στο Πανικοβάλ των 500, της Athens Voice. Φραντζής: Το πάθος για τα πράγματα. Όλοι είχαν πάθος για τα πράγματα που κάναν στη Βαβέλ. Και πάθος και ανάγκη να τα υπερασπιστούν. Κανείς δεν έκανε αυτό που έκανε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το κάνανε όλοι με ένα τρελό πάθος. Κουκουλάς: Πρώτα απ’ όλα καλούς φίλους. Σπουδαία τέχνη. Ανατρεπτικό, ανυπότακτο πνεύμα. Επιμονή παρά τις αντιξοότητες. Και εμπλοκή του πολιτικού ζητήματος σε κάθε θέμα. Ελπίζω να έχω κρατήσει κάτι απ’ όλα αυτά. Ή τουλάχιστον να μπορώ να τα εκτιμώ σε όσους και όσες τα διαθέτουν. Ξανθάκης: Ζούρλια μου έδωσε, ανάσα μου έδωσε και ολίγη μαγκιά. Αυτά μου φτάνουν. Το αφιέρωμα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΒΕΛ από το τεύχος #118 της Βαβέλ ΙΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΕΛ Τον Σεπτέμβριο του ‘18 για λογαριασμό του περιοδικού Μπλε Κομήτης (Εκδόσεις Polaris: Ερωτόκριτος, Ληστές, Τα Μυστικά του Βάλτου) είχα μιλήσει με τις Νίκη και Εύη Τζούδα και τον Σταύρο Κούλα, που σχεδίαζε το περιοδικό από το ‘85. Ακολουθεί η αναπαραγωγή αποσπασμάτων της συζήτησης, με την άδεια των εκδόσεων Polaris. Νίκη Τζούδα: Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών. Ως κέφι περισσότερο, από μια διάθεση. Οι περισσότεροι είχαμε τελειώσει πανεπιστήμιο στην Ιταλία, γνωριζόμασταν από τότε, η Παυλίνα [Καλλίδου] που ήταν πριν στην Κολούμπρα με τον Τουφεξή. Σκέψου ήταν μια εποχή που έβραζαν τα πάντα κοινωνικά, οπότε τα περιοδικά αυτού του είδους ανθούσαν. Κι έτσι για την Ελλάδα υπήρχε ένας πλούτος απίστευτος από κόμικ που μπορούσαμε να δημοσιεύσουμε από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε κανέναν, ότι είχαμε τελειώσει τις σχολές μας. Σιγά-σιγά με το περιοδικό άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι. Ο Αρκάς είχε μάθει ότι θα βγει το περιοδικό κι έναν χρόνο πριν κάναμε σχέδια. Είχαμε βρει Ιωάννου, Καλαϊτζή. Ο Καλαϊτζής έκανε βινιέτες στο Αντί, όπως κι ο Ιωάννου. Κόμικ πρώτη φορά με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα. Ελληνική σκηνή τότε υπήρχε; Σταύρος Κούλας: Ουσιαστικά η Βαβέλ έκανε τη σκηνή. Και στην Κολούμπρα έκαναν πράγματα αλλά πιο χύμα κατάσταση, άλλο πράγμα. Με τη Βαβέλ γίναν πιο συγκεκριμένα και ιδεολογικά πιο φορμαρισμένα. Και το πολιτικό στίγμα του περιοδικού ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ έντονο. Ν. Τζούδα: Γιατί είμαστε έτσι εμείς. Πέρα από τον πλούτο των κόμικ εκείνης της εποχής που δεν ήξερες τι να διαλέξεις, υπήρχαν κι ένα σωρό κίνητρα τότε να έχεις κι άλλα κείμενα. Στο κάτω-κάτω δε μας ενδιέφερε ποτέ ένα περιοδικό αμιγώς κόμικ. Κούλας: Κάναμε ολόκληρη ιστορία μια παρέα λίγων ανθρώπων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ήξερε τη Βαβέλ. Μπορεί να μην τη διάβαζε, αλλά την ήξερε. Δουλειές Ελλήνων καλλιτεχνών έκαναν συχνά την εμφάνισή τους στη Βαβέλ, από τον Γιάννη Καλαϊτζή μέχρι τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στις εικόνες από αριστερά προς τα δεξιά, βλέπουμε αποσπάσματα κόμικς των Γιώργου Μπότσου, Διαμαντή Αϊδίνη, Λέανδρου, Πέτρου Ζερβού, Sotos Anagnos. Ν. Τζούδα: Το ένα έφερνε το άλλο. Ο Σταύρος πέρασε να μας γνωρίσει. Έκανε ένα κόμικ, κάτι κουνημένες φωτοτυπίες. Είχαμε διαρκώς ερεθίσματα. Ερχόταν κάποιος κι έλεγε μια ιδέα, μας επηρέαζε, άρχιζε να γράφει. Ο Τζιώτζιος για παράδειγμα, που μετά ίδρυσε το Σινεμά και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Ήταν ένα εκπληκτικό, λαμπερό άτομο. Θέλω να σου πω, είναι και λίγο τυχαία αυτά τα πράγματα. Περνούσαν άνθρωποι, ταιριάζανε. Υπήρχε με αυτόν τον τρόπο και μια πολυφωνία για τα πάντα. Ο Ζερβός ήταν τότε ένας φοιτητής της αρχιτεκτονικής. Κούλας: Ο Παπαϊωάννου έφερνε τα κόμικ του. Ν. Τζούδα: Και μάλιστα με μια συστατική επιστολή από τον Τσαρούχη! Κούλας: Όταν ξεκίνησε το περιοδικό, άρχισαν να έρχονται φάκελοι σωρηδόν. Ανακαλύψατε πολλούς έτσι; Ν. Τζούδα: Βέβαια, πολλούς! Εύη Τζούδα: Μπότσος, Σολούπ, Λέανδρος. Κούλας: Διαμαντής Αϊδίνης. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίναγαν να γράφουν και ήθελα να γράφουν σε εμάς. Νένες, Γεωργελές, Λάλας. Ο Τζιώτζιος που έκανε κριτική. Κι ερχόταν κόσμος, άφηνε κείμενα, αν μας άρεσε το βάζαμε. Ήταν μια πολύ παρεΐστικη κατάσταση. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με ένα corporate περιοδικό με διευθυντή, αρχισυντάκτη, ήμασταν όλοι μαζί. Ν. Τζούδα: Λειτουργούσαμε σαν κολεκτίβα. Χωρίς επεμβάσεις. Πες εσύ, ήρθες το ‘85 στο περιοδικό, δε θυμάμαι να σου είπαμε ποτέ μην το κάνεις έτσι ή πώς είναι έτσι το εξώφυλλο. Κούλας: Ποτέ. Ενώ σε άλλα περιοδικά που δούλευα είχα παρεμβάσεις. Η Βαβέλ ήταν το μοναδικό περιοδικό που ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στην κούτρα μου, μερικές φορές τα οποία δε βλεπόντουσαν κιόλας, είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα. Από τη Βαβέλ έμαθα να είμαι γραφίστας. Αυτό ίσχυε και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δούλευαν εκεί μέσα. Κούλας: Εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα περιοδικό την εποχή του ίντερνετ. Κάποια κείμενα που τα βάζαν απέξω τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα βρεις ας πούμε, τώρα με το ίντερνετ τα βρίσκεις όλα. Ε. Τζούδα: Στο ίντερνετ από τη μία βρίσκεις τα πάντα, από την άλλη χάνεσαι, δε βρίσκεις τίποτα. Ενώ όταν κάποιος σου δίνει μια συλλογή που σε βρίσκει σύμφωνο αισθητικά και από άποψη, το έχεις συγκεντρωμένο. Για μένα ένα περιοδικό λειτουργεί έτσι, συγκεντρώνει απόψεις, δίνει βήμα. Γιατί τώρα πια οι αυτοεκδόσεις είναι μεν πιο εύκολες, όμως ένα περιοδικό βοηθάει έναν δημιουργό να αναδειχθεί και να δείξει καλύτερα τη δουλειά του. Κούλας: Τυπωμένο είναι και πιο ωραίο από το να το βλέπεις στο ίντερνετ. Μπορεί να είναι και φετιχιστικό αυτό, αλλά προτιμώ να το έχω τυπωμένο, όπως και μια φωτογραφία, παρά να βλέπω 15.000 φωτογραφίες. Όπως είναι και με τη μουσική, έπαιρνες έναν δίσκο και τον ξέσκιζες, τώρα ακούς 35.000 δίσκους και δε θυμάσαι κανέναν. Εγώ πιστεύω πρέπει να υπάρχουν περιοδικά μιας τέτοιας φόρμας και ιδεολογίας. Γιατί εκεί μέσα [σ.σ. στο ίντερνετ] χάνεσαι, εκεί δεν υπάρχεις πια από ένα σημείο και μετά. Αλλά ήταν κι η εποχή, σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ν. Τζούδα: Ή μπορεί να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα και σήμερα το μυστικό είναι η συλλογική δουλειά. Μερικές μόνο από τις υπογραφές που πέρασαν από τη Βαβέλ: Νίκος Ξυδάκης, Περικλής Κοροβέσης, Θανάσης Λάλας, Βαγγέλης Περρής, Φώτης Γεωργελές, Μάκης Μηλάτος, Κωστάκης Ανάν. Κούλας: Ξέρεις πόσες φορές βρίσκω ανθρώπους που δεν τους ξέρω και μου λένε για τη Βαβέλ «έχω όλα τα τεύχη»; Από ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι αυτοί θα είχαν όλα τα τεύχη. Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπαγκράουντ κουλτούρας ζωής. Και γι’ αυτόν που τα δίνει και αυτή την κατάσταση τη μεταφέρει σε κάποιον άλλον, σε αυτόν που του τα χαρίζει. Δε σου αφήνει κάποιος απλώς δέκα τεύχη. Δεν αφήνει κανείς δέκα τεύχη του Ταχυδρόμου. Αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή. Ε. Τζούδα: Ο κόσμος έψαχνε για κάτι και ψαχνόταν σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, άμα είσαι τυχερός και πέσεις στην κατάλληλη εποχή και βγάλεις εσύ κάτι, μαζεύεις τον κόσμο δίπλα σου. Κούλας: Η Βαβέλ είχε άρθρα για το AIDS. Ν. Τζούδα: Μια εποχή που κανείς δεν ασχολείτο με το AIDS. Ή με την αποποινικοποίηση της κάνναβης! Ο Γιώργος [Σιούνας] είχε κάνει εξαιρετική δουλειά με εκείνα τα αφιερώματα. Κούλας: Το τι δημιούργησε αυτό το περιοδικό! Τα παιδιά που ανακάλυψε, το τι είδαν αυτά τα παιδιά εδώ, πράγματα που δεν είχαν δει. Τα νούμερα δεν υπήρχαν, αλλά είχαμε μια επιρροή μεγαλύτερη από τα νούμερά μας. Και το σχετικό link...
  4. Ionas Aggelis

    Smass Fest Vol.2 στις 12 και 13 Ιουλίου!

    Μετά τις εκλογές, μέσα στο κατακαλόκαιρο, τι καλύτερο από μία χαλαρή, γεμάτη συζητήσεις και δρώμενα, εκθέσεις και εκδηλώσεις, workshops και παρέα; Αυτά και πολλά παραπάνω έρχεται να προσφέρει το Smass Fest 2019, που για δεύτερη χρονιά συγκεντρώνει όλα τα nerd τέρατα της Αθήνας, για ένα απίθανο Παρασκευοσάββατο, που αλλού, στην Λέσχη Αναιρέσεις, στην Ιπποκράτους 175Β! Στις 12 και 13 Ιουλίου, οι πόρτες ανοίγουν στις 16:30 και κλείνουν αργά το βράδυ, και για ακόμη μια χρονιά εγγυάται έναν δροσερό τόπο συνάντησης, συζήτησης και διασκέδασης! To εξώφυλλο του fest το φιλοτέχνησε η Γεωργία Ζάχαρη! Στα πλαίσια του φεστιβάλ θα υπάρξουν και δύο εκθέσεις, επειδή η τέχνη δεν σημαίνει μόνο συζητήσεις και διασκέδαση, αλλά κυρίως καλλιτεχνική δημιουργία, με έργα δεκάδων καλλιτεχνών του χώρου των κόμικ, η έκθεση με τίτλο «Ενάντια στον Κοινωνικό Αποκλεισμό» μέσω της οποίας δίνετε το βήμα στους καλλιτέχνες να εκφράσουν λόγο για τον κίνδυνο κοινωνικών φαινομένων όπως ο σεξισμός και ο ρατσισμός, σε μια χρονιά που στιγματίστηκε απ’ τη δολοφονία του Ζακ. Επιπλέον θα υπάρξει μία fan art έκθεση που γιορτάζει τα 80 χρόνια Batman και αποτελείται αποκλειστικά από έργα που μας έστειλαν φίλοι του site μας. Το πρόγραμμα της εκδήλωσης έχει ως εξής: Παρασκευή 12 Ιουλίου 17:00 Workshop «Eισαγωγή στο DnD» -- Για όλους εκείνους που θέλουν να μάθουν ποιο είναι εκείνο το παιχνίδι που παίζουν στο Stranger Things, και γενικότερα για εκείνους που επιθυμούν να γνωρίσουν τα παιχνίδια των '80ς, μία απαραίτητη εισαγωγή και ένα πρώτο παιχνίδι του DnD θα έχετε την ευκαιρία να το βιώσετε εντός του φεστιβάλ! Αρχάριοι μεταξύ αρχάριων, όσοι θέλουν μπορούν βιώσουν μια ιστορία από τον κόσμο του DnD που σκοπό έχει να τους μάθει τα βασικά για το role playing, τα mechanics αλλά και τη μαγεία Και, ίσως το πιο βασικό, να καταλάβουν τα memes που ρίχνει το Smassing Culture κάθε τόσο και να διασκεδάσουν. Γιατί το καλύτερο μέρος του DnD είναι τελικά αυτό: δεν υπάρχουν λάθος τρόποι να παίξεις, αρκεί να διασκεδάζεις. Για να δηλώσετε συμμετοχή στείλτε στο mail smassculture@gmail.com . 20:00 Συζήτηση «Το καρέ που δεν ταίριαξε πουθενά, Ριζοσπαστικότητα στα κόμικ». Ομιλητές: Γιάννης Κουκουλάς, Ιστορικός Τέχνης και Συγγραφέας – Καρέ Καρέ, Στιβ Στιβακτής, καλλιτέχνης -- Η πρώτη εκδήλωση με θέμα τα κόμικς, όπου εκεί θα υπάρξει μία ανοιχτή συζήτηση με το κοινό. 22:00 Stand Up Comedy – Οpen Mic Παρουσιαστής: Δημήτρης Δούκογλου -- Μία καλοκαιρινή μπόρα γέλιου με τη μορφή παράστασης open mic. Θα εμφανιστούν επίσης: Γιώργος Αλεβίζος, Ευθύμιος Γκοριτσας, Άλκης Καζαμίας, Δημήτρης Λιάκος, Ειρήνη Ξυγκάκη, Σταύρος Οικονομίδης, Δημήτρης Παλλιγκίνης, Γιάννης Παυλόπουλος, Βασίλης Τσεμπερλίδης, Σπήλιος Φλώρος, Δημήτρης Χριστοδούλου και ο Στέλιος Ανατολίτης! Σάββατο 13 Ιουλίου 17:00 Worshop «Όταν ο Σούπερμαν μίλησε ελληνικά, Μεταφράζοντας κόμικ» Εισηγητής: Νίκος Kαμπουρόπουλος, μεταφραστής κόμικ και εκδόσεις Webcomic -- Ο ειδικός καλεσμένος που θα αναλάβει το εργαστήρι θα εξηγήσει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί ο επίδοξος μεταφραστής για να φέρει εις πέρας το έργο του, θα διευκρινίσει πιθανές παγίδες που εμφανίζονται από τη μετάβαση της μίας γλώσσας στην άλλη και θα μας δώσει παραδείγματα από την δική του δουλειά στο χώρο των κόμικς. Στόχος είναι να δοθούν σε κάθε επισκέπτη μερικά (βασικά και μη) εφόδια, ώστε να μάθει και ο ίδιος να μεταφέρει στη γλώσσα μας τα λόγια στα λευκά μπαλονάκια, έξυπνα και δημιουργικά. Για να δηλώσετε συμμετοχή στείλτε στο mail smassculture@gmail.com . 18:00 Workshop «Φτιάξε τον δικό σου Υπερήρωα» Εισηγητής: Ευγενία Κουμάκη, κομίστρια -- Οι συμμετέχοντες έχουν τη δυνατότητα να βάλουν τις σκέψεις τους στο χαρτί και να δημιουργήσουν τον δικό τους υπερήρωα. Το εργαστήρι θα διαρκέσει περίπου τρεις ώρες, υπό την καθοδήγηση της Ευγενίας Κουμάκη. Σκοπός του είναι να μάθει πολύτιμες τεχνικές, όπως αξιοποίηση του χώρου στο χαρτί και της γραφικής σας ύλης, ώστε να δώσετε σάρκα και οστά στο δημιούργημά σας, από το μηδέν. Εκτός από το σχέδιο, θα χτίσετε συνολικά τον χαρακτήρα, πλάθοντας και ένα μικρό backstory που θα περιγράφει λεπτομέρειες όπως η ταυτότητά του και οι δυνάμεις του. Μπορείτε να πάρετε στοιχεία από τη ζωή σας ή τη φαντασία σας: όλα επιτρέπονται. Ειδικές γνώσεις δεν προαπαιτούνται, μόνο όρεξη και επιμονή! Για να δηλώσετε συμμετοχή στείλτε στο mail smassculture@gmail.com . 20:30 Εκδήλωση «Εμπρός Πίσω! Γιατί τόση Νοσταλγία πια;». Ομιλητές: Δημοσθένης Χριστόπουλος από το Nerd Things, Σταματίνης Νίκος από το Skra Punk, Πάνος Παπαγεωργίου από το Comicdom -- Λίγες μέρες μετά την 3η σεζόν του Stranger Things και σε μια περίοδο που η ποπ κουλτούρα έχει καταληφθεί από απανωτά κύματα νοσταλγίας για τις περασμένες δεκαετίες, χρειάζεται να σταματήσουμε και να σκεφτούμε. Τι μας τραβάει τόσο πολύ στα 80s; Γιατί τα 90s φαίνονται ξαφνικά σαν χρυσή δεκαετία; Αποστρέφουμε το βλέμμα μας από το παρόν και τις δικές του δυνάμεις και δυνατότητες; Πρόκειται για κάποια νέα τάση ή υπάρχει μια διαρκής αναζήτηση για κάποια υποτιθέμενη αγνή εποχή; 22.30 Πάρτυ! -- Μια Nerd γιορτή κλείνει όπως κάθε γιορτή που σέβεται τον εαυτό της: Με μαραθώνιο Star WaΜε Πάρτυ στην ταράτσα. Ένα event που υπόσχεται πολύ γέλιο και πολύ κουβέντα! 12 και 13 Ιουλίου όλοι εκεί!
  5. Γίνονται τόσο πολλά πράγματα γύρω από τα κόμικς τα τελευταία χρόνια που είναι δύσκολο να τα προλάβεις όλα. Μοιραία, μεταθέτεις τις παρουσιάσεις νέων εκδόσεων και τις αναφορές σπουδαίων γεγονότων σε μελλοντικά τεύχη. Και κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι έχεις αφήσει εδώ και καιρό στην «άκρη» κάποιο από τα καλύτερα. Το διμηνιαίο περιοδικό Comic Cultura είναι «από τα καλύτερα» που έχουν κυκλοφορήσει στον, έστω και αμιγώς ηλεκτρονικό, εξειδικευμένο Τύπο για τα κόμικς. Και έφτασε ήδη στο τρίτο τεύχος του με πλούσια ύλη, τόσο καλλιτεχνικά όσο και δημοσιογραφικά. Στις 68 σελίδες του φιλοξενούνται γελοιογραφίες και κόμικς από Ελληνες δημιουργούς (Σάββας Αμπατζίδης, Ξανθός Βενιζέλος, Ελενα Γώγου, Αλέξανδρος Θωμάς, Κωνσταντίνος Κάτσος, Περικλής Κουλιφέτης, Αρης Λάμπος, Κώστας Λουπασάκης, Χάρης Μακρυγιάννης, Παναγιώτης Μητσομπόνος, Θεόδωρος Παπαδόπουλος, Soloup, Κωνσταντίνος Σκλαβενίτης, Τέτη Σώλου, Παναγιώτης Τσαούσης) και πολλά ενδιαφέροντα άρθρα. Ανάμεσά τους το μεγάλο αφιέρωμα στη διαφορετικότητα στο οποίο εντάσσεται και το πανέμορφο εξώφυλλο της Φωτεινής Τυροβούζη με μια μητέρα Ρομά, αγκαλιά με το παιδάκι της, συνέντευξη του διαδόχου του Morris στις ιστορίες του Λούκυ Λουκ, Achde από τον Γιάννη Ιατρού και τον Ιωνα Αγγελή, παρουσιάσεις νέων ελληνικών και ξένων εκδόσεων, κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, ρεπορτάζ κ.ά. Και όλα αυτά εντελώς δωρεάν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα isuu.com όπου φιλοξενούνται, επίσης δωρεάν, και τα δύο προηγούμενα τεύχη. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, με το Comic Cultura είναι ότι κυκλοφορεί υπό τη διεύθυνση και την επιμέλεια ενός δεκαεπτάχρονου παιδιού, του Ιωνα Αγγελή, που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει πλειάδα σημαντικών δημιουργών και αρθρογράφων και να συνθέσει ένα επαγγελματικού επιπέδου περιοδικό. Οταν γνωρίσαμε από κοντά τον Ιωνα κατά τη διάρκεια του Comicdom, στην εκδήλωση για τα πέντε χρόνια του Καρέ Καρέ, η ωριμότητά του και το όραμά του για τα κόμικς μάς εξέπληξαν. Το περιοδικό του ήταν ακόμη μία ευχάριστη έκπληξη στο πρώτο τεύχος. Τώρα πια, ήδη στο τρίτο τεύχος και με το τέταρτο στα σκαριά, είναι βέβαιο ότι το Comic Cultura δεν αποτελεί «έκπληξη» ούτε παροδική προσπάθεια. Είναι ένα περιοδικό που έχει και μπορεί να προσφέρει πολλά στα ελληνικά κόμικς. Πηγή Το τρίτο τεύχος του Comic Cultura
  6. Μία από τις σημαντικότερες στιγμές του ετήσιου Comicdom Con είναι η απονομή των Ελληνικών Βραβείων Κόμικς. Τα φετινά βραβεία, που απονεμήθηκαν πριν από λίγες μέρες, μοιράστηκαν σε πολλούς καλλιτέχνες, με μεγάλο νικητή τον Σπύρο Δερβενιώτη και το «Shark Nation». Από τους νικητές και ο Πάνος Ζάχαρης, με το δικό μας «Scary Tales» Στην -εκδοτικά- ζοφερή ελληνική πραγματικότητα ένα βραβείο απονεμημένο από ομότεχνους, συναδέλφους και επαγγελματίες του χώρου των κόμικς σημαίνει πολλά και δίνει ώθηση για τις επόμενες δημιουργίες. Στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2019, που ήταν μοιρασμένα σε πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες, ο συναγωνισμός ήταν έντονος και οι υποψηφιότητες απέδειξαν την πολύ ελπιδοφόρα κατάσταση της εγχώριας σκηνής. Στο πλαίσιο του Comicdom Con, σε μια όμορφη εκδήλωση στο auditorium του Γαλλικού Ινστιτούτου την οποία παρακολούθησαν περισσότεροι θεατές από κάθε άλλη χρονιά και με παρουσιαστή τον ετοιμόλογο και απολαυστικό stand-up comedian Ζήση Ρούμπο που πρόσφερε άφθονο γέλιο, η Ακαδημία Κόμικς απένειμε βραβεία σε έντεκα κατηγορίες. Μεγάλος νικητής ήταν ο Σπύρος Δερβενιώτης με το θρίλερ πολιτικής φαντασίας «Shark Nation» (εκδόσεις Χαραμάδα), που απέσπασε το βραβείο του Καλύτερου Κόμικ και το βραβείο του καλύτερου Σεναρίου, ενώ το βραβείο καλύτερου Σχεδίου πήρε ο Μάνος Λαγουβάρδος για τον «Πολικό Παλαιστή», μια ιστορία σε συνέχειες με την ελεύθερη πάλη στο επίκεντρο και πρωταγωνιστές θηριώδη ζώα. Ο Παναγιώτης Πανταζής πήρε το βραβείο καλύτερου Εξώφυλλου για τη διασκευή-προσαρμογή του βιβλίου της Πηνελόπης Δέλτα «Στα Μυστικά του Βάλτου» (εκδόσεις Polaris), ενώ ο Αντώνης Βαβαγιάννης απέσπασε το βραβείο του καλύτερου Διαδικτυακού Κόμικ για τα δημοφιλή και ανεξάντλητα σε ανατρεπτικές εμπνεύσεις «Κουραφέλκυθρα» (socomic.gr). To «Belzebubs» (εκδόσεις Jemma Press) και η οικογένεια των χεβιμεταλάδων του J. P. Ahonen πήρε το βραβείο καλύτερης Μεταφρασμένης Εκδοσης (μετάφραση: Βασίλης Μπαμπούρης) και το βραβείο καλύτερης Καλλιτεχνικής Επιμέλειας (Αγγελική Φασιλή), ενώ με το βραβείο καλύτερης Αυτοέκδοσης τιμήθηκε η Δήμητρα Νικολαΐδη για το πολύ ευαίσθητο και ανθρώπινο «Στα Βαθιά Ρέματα». Καλύτερος Πρωτοεμφανιζόμενος Καλλιτέχνης για το 2018 αναδείχτηκε ο Θανάσης Καραμπάλιος για το «1800» (εκδόσεις Jemma Press), μια διαφορετική ματιά στην επαρχία της Ελλάδας πριν από την Επανάσταση του 1821, ενώ το βραβείο Κοινού, το μόνο που απονέμεται μετά από ανοιχτή ψηφοφορία των αναγνωστών μέσω του διαδικτύου, απέσπασε το «Αντίο Μπάτμαν» (εκδόσεις Red ’n’ Noir) των Τάσου Θεοφίλου και Kanellos Cob με την πολιτική-ταξική οπτική του απέναντι στην υπερηρωική βιτρίνα. Το Καρέ Καρέ, τέλος, είναι ιδιαίτερα χαρούμενο καθώς είχε τη δική του «εκπροσώπηση» στα βραβεία: ο Πάνος Ζάχαρης απέσπασε το βραβείο του καλύτερου Ενθετου Κόμικς για το «Scary Tales», τη σειρά των διαφορετικών πολιτικών «παραμυθιών» που δημοσιεύονται κάθε Σάββατο στη βάση αυτής της σελίδας! ΠΗΓΗ
  7. Ως μέρος της ολοζώντανης και ακμάζουσας σκηνής των κόμικς, το Καρέ Καρέ και οι συνεργάτες του βρίσκονται εδώ και πέντε χρόνια σε διαρκή επαφή με τις σύγχρονες εξελίξεις και τάσεις. Γι' αυτές αλλά και για το ίδιο το Καρέ Καρέ ζητήσαμε τη γνώμη πέντε ανθρώπων της ένατης τέχνης. Αν και οι απόψεις τους ποικίλλουν, έχουν ιδιαίτερη σημασία για εμάς αλλά και για το μέλλον των ελληνικών κόμικς. Τους θέσαμε λοιπόν τις παρακάτω δύο ερωτήσεις: ▪ Το Καρέ Καρέ έκλεισε πέντε χρόνια ζωής. Σ’ αυτά τα χρόνια ελπίζουμε ότι συμβάλαμε έστω και λίγο στη διάδοση των ελληνικών κόμικς και βοηθήσαμε την επαφή του κοινού με αυτά. Πώς βλέπετε την κατάσταση των σύγχρονων ελληνικών κόμικς και ποια προβλέπετε ότι θα είναι αυτή σε πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια από σήμερα; ▪ Τι σας αρέσει περισσότερο και τι λιγότερο στο Καρέ Καρέ; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να βελτιώσουμε την ύλη μας; Γιώργος Μπότσος Δημιουργός κόμικς, ζωγράφος, διευθυντής στο τμήμα κόμικς του ΑΚΤΟ Η ελληνική σκηνή των κόμικς περνά πια μια φάση ωριμότητας, καθώς οι νέοι δημιουργοί, που έρχονται κατά κύματα, είναι ιδιαίτερα ικανοί σχεδιαστικά, αλλά, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, έχει ο καθένας το δικό του διακριτό ύφος. Μαζί με τους «παλιούς» -αλλά και όσους εδώ και μια δεκαετία λέγαμε «νέους» και πια κι αυτοί παλιώσανε!- όλοι εξελίσσονται και δημιουργούν δυναμικά. Το επίπεδο των εκδόσεων είναι ποιοτικά υψηλότερο από ποτέ, τα κόμικς έχουν κερδίσει το δικό τους, μεγάλο πια, τμήμα στα βιβλιοπωλεία και οι αποστάσεις με την Εσπερία έχουν μικρύνει, καθώς όλο και περισσότερα ελληνικά κόμικς είναι εξαγώγιμα. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε 20 χρόνια. Το μέλλον είναι… εδώ. Μου αρέσει πολύ το ότι κρατάτε ζωντανό αυτό το ανήσυχο πνεύμα ανανέωσης που πάντα χαρακτηρίζει τα κόμικς. Το ότι ανοίγετε ένα παράθυρο στους αναγνώστες, δίνοντας τον σφυγμό όσων συμβαίνουν «τώρα», αλλά και εμβαθύνοντας στην ίδια τη φύση του μέσου κάθε εβδομάδα είναι εξαιρετικά σημαντικό. Τι μου αρέσει λιγότερο; Θα ήθελα περισσότερες σελίδες, αλλά καθώς φαντάζομαι πως κι εσείς θα θέλατε, απευθύνω έκκληση στην εφημερίδα για περισσότερο Καρέ Καρέ! Λευτέρης Σταυριανός Ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Jemma Books & Comics και εκδότης της Jemma Press Ο Λευτέρης Σταυριανός σε σχέδιο του Tomek από το Κουλούρι #5 Πέντε χρόνια, ένα βλεφάρισμα. Είναι απίθανο πώς περνάει ο χρόνος. Οπως απίθανο είναι όμως και ό,τι έχετε καταφέρει σ’ αυτό το διάστημα με το Καρέ Καρέ. Μέσα σε αυτή την πενταετία, είδαμε στις σελίδες του ένθετου τετρασέλιδου καταπληκτικές νέες σειρές από πλειάδα Ελλήνων δημιουργών, την επιστροφή του Λέανδρου, αλλά και, κυρίως, αυτό που λείπει από την ελληνική σκηνή: αναλυτική και εμπεριστατωμένη αρθρογραφία για τον χώρο των κόμικς. Η άποψή μου είναι μάλλον πεσιμιστική αναφορικά με το μέλλον της 9ης τέχνης. Παρά την επιφανειακή «άνθηση», πιστεύω πως το μέσο συρρικνώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και κάποια στιγμή θα γίνει, σε αντίθεση με το ξεκίνημά του, ένα αντικείμενο λατρείας για λίγους, ένα είδος «cult» με περιορισμένους φανατικούς φίλους και υποστηρικτές. Δεν ξέρω αν αυτό θα γίνει σε πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια από σήμερα, είμαι όμως σίγουρος πως θα γίνει, και αυτή η ανησυχία μου είναι κι ένας παραπάνω λόγος που αγαπώ το Καρέ Καρέ. Γιατί αποτελεί, τουλάχιστον για την ελληνική σκηνή, ένα από τα τελευταία «οχυρά» αυτής της τέχνης που αγαπήσαμε κι αγαπάμε, ένα λαμπρό φωτάκι που λάμπει σταθερά μέσα στo χάος χιλιάδων νέων «trends» και τάσεων. Σας αξίζουν λοιπόν χίλια μπράβο μαζί με τις ευχές μου για μακροημέρευση και πολυετή παρουσία και κυκλοφορία και ίσως, γιατί όχι, σε πείσμα των καιρών, και διάψευση των όσων λέω παραπάνω, μια «μετακόμιση» από τετρασέλιδο σε πολυσέλιδο περιοδικό. Αγαπημένες σειρές: Χ εις τον Ψ της Αλέξιας Οθωναίου και Μεφίστο του Δημήτρη Καμένου. Συνεχίστε να κάνετε ό,τι κάνετε γιατί το κάνετε καλά! Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου Σεναριογράφος, συνδιοργανωτής Comicdom Con Athens, εκδότης Comicdom Press Αναμφίβολα τα ελληνικά κόμικς διανύουν σήμερα εκδοτικά την καλύτερη περίοδό τους τόσο ποσοτικά όσο και αναφορικά με την απελευθέρωση των θεματολογιών τους. Επιπλέον, και κόντρα στις αντίξοες οικονομικές συνθήκες της τελευταίας 10ετίας, η σταθερή παρουσία εξειδικευμένων καταστημάτων, καθώς και η είσοδος των κόμικς στα μεγάλα βιβλιοπωλεία αποτελούν θετικές ενδείξεις της εμπορικής δυναμικής τους. Στα ως άνω, θέλω να πιστεύω ότι συμβάλαμε την τελευταία δεκαπενταετία και με το Comicdom Con Athens, τόσο ως συνεκτικός ιστός της εγχώριας σκηνής όσο και ως εφαλτήριο για τις νέες εκδόσεις και τους δημιουργούς τους. Αντίστοιχα, το Καρέ Καρέ ως το μοναδικό ένθετο για κόμικς στον ημερήσιο Τύπο υπήρξε και παραμένει σημείο αναφοράς για την υπεύθυνη ενημέρωση και ψυχαγωγία του κοινού και -ίσως- η μοναδική ευκαιρία εκδοτών και δημιουργών να δουν τη δουλειά τους να παρουσιάζεται από πραγματικούς γνώστες του αντικειμένου. Η μόνη πρόβλεψη για το άμεσο μέλλον την οποία θα τολμήσω είναι ότι η είσοδος μεγάλων εκδοτικών στο «παιχνίδι», την οποία ήδη βλέπουμε, θα βοηθήσει στη διείσδυση των κόμικς σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, θα πλήξει όμως τις μικρές εκδοτικές και τις εκδόσεις που αποτελούν προϊόν αγάπης των συντελεστών τους και όχι αμιγώς εμπορικές κινήσεις. Το Καρέ Καρέ παρουσιάζει ό,τι αξίζει και, για μένα, αυτό πρέπει να συνεχίσει να κάνει. Τις προσωπικές αναγνωστικές προτιμήσεις τις θεωρώ ήσσονος σημασίας. Ντορίτα Καλούδη Αdministrator του ιστότοπου SoComic.gr (αλλά κυρίως fan των δημιουργών και της ελληνικής σκηνής κόμικς) Η Ντορίτα Καλούδη σε σκίτσο του Σπύρου Δερβενιώτη Σε μια εποχή δύσκολη που ευνοεί την επανάληψη, με ελάχιστους πόρους και μέσα, τα ελληνικά κόμικς είναι πιο ποικιλόμορφα από ποτέ και οι καλλιτέχνες περισσότερο εύστοχοι και δημιουργικότεροι από ποτέ. Οι δουλειές των περισσότερων αποτελούν ένα μικρό παράθυρο σε έναν κόσμο σκέψης με έναν φυσικό τρόπο που είναι δελεαστικός όχι μόνο για τους αναγνώστες των κόμικς αλλά και για όσους αναζητούν μια ένδειξη κινητικότητας και ελπίδας. Η πρόκληση παραμένει για όλους εμάς να τους δώσουμε μια ευκαιρία και να τα εντάξουμε στην καθημερινότητά μας. Η φιλαναγνωσία ήταν και παραμένει ένα πρόβλημα στην Ελλάδα, αλλά πιστεύω σε κάθε έναν που πραγματικά θέλει να αλλάξει κάτι στην υπάρχουσα κατάσταση. Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον, αλλά ξέρω ότι δεν θα ήθελα να σκεφτώ ένα αύριο για τα παιδιά μας όπου δεν θα υπάρχει η δυνατότητα και η ευκαιρία να διαβάζουν ελληνικά κόμικς. Το Καρέ Καρέ είναι σαν μια παρέα στην οποία θέλεις να ανήκεις γιατί κάθε μέλος της έχει τη δική του προσωπικότητα. Συχνά μέσα στην ημέρα, χαζεύω στο archive του για να βρω κάτι που «δεν του 'χω δώσει σημασία» ή να διαβάσω πάλι τις αγαπημένες μου σειρές. Μπορεί να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο και στο μέλλον να γιορτάσουμε τα 10... 20... 30 του χρόνια; Γιώργος Γούσης Δημιουργός κόμικς, αρχισυντάκτης του περιοδικού για τα κόμικς Μπλε Κομήτης Ο Γιώργος Γούσης σε σχέδιο της Ιωάννας Αλεξοπούλου Τα ελληνικά κόμικς είναι στο σημείο που έχουν ξεπεράσει την εφηβεία και την πρώτη τους νιότη και έχει έρθει η ώρα να βγουν από το safe zone τους και να αρχίσουν να ρισκάρουν ώστε να διεκδικήσουν την ενήλικη ζωή τους με πολλές αξιώσεις στα επόμενα πέντε και δέκα και εκατό χρόνια από σήμερα. Σε αυτή την τόσο καλή περίοδο για τα κόμικς, το μόνο που πιστεύω ότι χρειάζεται βελτίωση στο Καρέ Καρέ, και είναι απαίτηση προς την εφημερίδα, είναι η αύξηση των σελίδων ώστε να γίνει πιο παραγωγικό. ΠΗΓΗ
  8. Ένας Γερμανός ψυχολόγος, που έρχεται στην Αθήνα, μη μπορώντας να κατανοήσει την ψυχολογία των Ελλήνων που αντιστέκονται στους ναζί. Ένας γέρος, πρώην μέλος της οργάνωσης ΟΠΛΑ, που περιγράφει σε έναν δημοσιογράφο το πώς σκότωσε Έλληνες προδότες. Ένας πατέρας, που έχασε τον γιο του από Γερμανούς και βρίσκει τη δύναμη να συγχωρήσει τους γείτονές του, που δεν τον έσωσαν γιατί φοβήθηκαν. Κεντρικό πρόσωπο στο σκίτσο του Δημήτρη Καμένου ένας Γερμανός ψυχολόγος Πρόκειται για μερικές από τις 15 πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες από την Αθήνα της Κατοχής, της Αντίστασης και της Απελευθέρωσης, που διηγούνται μέσα από κόμικς κορυφαίοι δημιουργοί. Τα έργα θα παρουσιαστούν στο κοινό από σήμερα και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, στην έκθεση «Ένα γλυκό ξημέρωμα. Ιστορίες κόμικς για την Κατοχική Αθήνα», που θα στεγαστεί στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» στην Αθήνα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «12 Οκτωβρίου - Η Αθήνα Ελεύθερη». «Με τις εκδηλώσεις έχουμε δύο στόχους. Ο πρώτος είναι να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των πολιτών για την Ιστορία. Δεύτερον, να γιορτάσουμε την Απελευθέρωση της Αθήνας, ένα πολύ σημαντικό γεγονός, που το έχουμε παραμελήσει», εξηγεί ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, που είναι και ο ένας από τους επιμελητές των εκδηλώσεων. Οι εκδηλώσεις έχουν στόχο να φέρουν το κοινό σε επαφή με την επιστημονική έρευνα. «Η διδακτορική μου διατριβή αφορούσε την Κατοχή και την Αντίσταση στην Αθήνα. Το 2012 ξεκίνησα με τη διοργάνωση περιπάτων σε περιοχές της Αθήνας που συνδέονται με σημαντικά γεγονότα εκείνης της περιόδου. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν τεράστια. Πέρυσι, για πρώτη φορά, διοργανώθηκαν εκδηλώσεις, ενώ φέτος φιλοδοξούμε να έχουν μεγαλύτερη κλίμακα, ενώ έχουμε εντάξει ένα σύνολο δράσεων», επισημαίνει. Υλικό Σκίτσο του Γιώργου Γούση για την εκτέλεση των 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής Μία από αυτές τις δράσεις είναι και η έκθεση κόμικς. Ο ιστορικός δούλεψε στενά με τους δημιουργούς, παρέχοντάς τους υλικό για να στηρίξουν το έργο τους, ενώ διοργανώθηκαν workshops για την προετοιμασία της έκθεσης. «Οι Γερμανοί απαγόρευαν τις κάμερες. Συνεπώς, υπάρχουν λίγα βίντεο μερικών δευτερολέπτων, καθώς και σκόρπιες φωτογραφίες που αφορούσαν κυρίως οικογενειακές στιγμές», λέει από την πλευρά του ο επιμελητής της έκθεσης Γιάννης Κουκουλάς. «Ανταλλάξαμε απόψεις, τους δώσαμε αρχεία, φωτογραφίες και στοιχεία τεκμηρίωσης. Αφού κάναμε την προεργασία, καταστάλαξαν στο θέμα τους. Κάποιες ιστορίες είναι πραγματικές, ενώ κάποιες άλλες αποτελούν μυθοπλασία, που στηρίζεται όμως σε πραγματικά γεγονότα. Όμως το ενδιαφέρον και στις δύο πλευρές, είναι το υποκειμενικό στοιχείο των δημιουργών, ακόμη και στις πραγματικές ιστορίες», σημειώνει. Σύμφωνα με τον κ. Κουκουλά, η έκθεση είναι εναρμονισμένη στο πλαίσιο των εκδηλώσεων, ενώ ένας από τους στόχους της είναι «να αποδείξουμε ότι τα κόμικς, ως μορφή τέχνης, είναι αντάξια της σημαντικότητας του γεγονότος. Αυτό ήταν ακόμη και για εμάς ερώτημα, αλλά νομίζω ότι η απάντηση είναι καταφατική». Η αποτύπωση της σύγχρονης Ιστορίας σε κόμικς ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα για τους δημιουργούς. «Η σύγχρονη Ιστορία θεωρείται από πολλούς ταμπού, καθώς θίγονται δύσκολα ζητήματα που άπτονται της πολιτικής και της ιδεολογίας. Υπάρχει ένας φόβος να προσεγγίζουμε τέτοια θέματα», λέει από την πλευρά του ο Soloup, γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς που μετέχει στην έκθεση. Ο ίδιος δηλώνει πολύ ικανοποιημένος με το «υψηλό επίπεδο της έκθεσης», ενώ εστίασε την εργασία του στην αναζήτηση ισορροπιών, ανάμεσα στην τότε εποχή και στο σήμερα. Αναζήτηση στοιχείων Νεκρός από τις σφαίρες των ναζί. Από τον Πέτρο Χριστούλια Ο Πέτρος Ζερβός κάνει λόγο για μια «ενδιαφέρουσα έκθεση, που αφορά μια κρίσιμη περίοδο της Ελλάδας. Οι πληγές είναι ακόμη ανοιχτές». Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε ήταν η αναζήτηση στοιχείων, πώς ήταν η Αθήνα εκείνη την εποχή. «Η ιστορική έρευνα έχει αναδείξει πληθώρα στοιχείων και πληροφοριών. Κάποια από αυτά απουσιάζουν από μία αμιγώς επιστημονική παρουσίαση. Όμως, αποτελούν χρήσιμο υλικό για μία καλλιτεχνική δημιουργία. Εκεί θέλαμε να δείξουμε πώς λειτουργούσε η πόλη, πώς ήταν η ζωή για παράδειγμα στην Πανεπιστημίου ή στο Κολωνάκι. Υπέφεραν όλοι; Υπήρχαν κάποιοι που διασκέδαζαν;», σημειώνει ο κ. Χαραλαμπίδης. «Τα κόμικς βοηθούν να συζητηθεί η περίοδος της Κατοχής με έναν τρόπο που δεν είναι κλασικός. Δεν θέλαμε να περιγράψουμε ούτε την ηρωική αντίσταση, ούτε τη στερεοτυπική εικόνα. Θέλαμε να δείξουμε καθημερινές ιστορίες ανθρώπων που ζούσαν στην πόλη, με εικόνες που αντικατοπτρίζουν το ιστορικό κλίμα και τις κοινωνικές καταβολές», λέει από την πλευρά του ο Γιώργος Φαραζής. Ο διερμηνέας και οι δύο αεροπόροι Ιστορία Soloup Το ανθρώπινο πρόσωπο δύο Γερμανών αεροπόρων, του Σουλτς και του Σαχτ, παρουσιάζει ο Soloup, που διηγείται μια πραγματική ιστορία με αφηγητή τον πατέρα του. «Ο παππούς μου γνώριζε γερμανικά και τον είχαν επιτάξει ως διερμηνεία. Γνώρισε τους δύο 20χρονους στρατιωτικούς το 1942, στο φρουραρχείο του Ασπροπύργου. Παρά τον φόβο τους, χαλάρωσαν με τον παππού μου και του έλεγαν ότι ήταν ενάντια στον πόλεμο. Μάλιστα, φοβόντουσαν ότι θα χάσουν τη ζωή τους πέφτοντας με το αεροπλάνο. Αργότερα μάθαμε ότι οι φόβοι τους επαληθεύθηκαν κι ότι έτσι έχασαν τη ζωή τους», περιγράφει ο δημιουργός του κόμικ. Σύμφωνα με τον Soloup, στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται οι προκαταλήψεις. «Στην αρχή, οι Γερμανοί έχουν τη μορφή γάτας, παραπέμποντας στο "Μάους" του Σπίγκελμαν, όπου εμφανίζονται άγριοι και κακοί. Όμως, ουσιαστικά, πίσω από αυτήν την κυρίαρχη εικόνα, ήταν δύο αεροπόροι, με ανθρώπινο πρόσωπο, που κι αυτοί έπεσαν θύματα του πολέμου», εξηγεί, προσθέτοντας «δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο. Έχουν πολλές αποχρώσεις». Η ανατίναξη των γραφείων Ιστορία Πέτρου Ζερβού Στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, στη συμβολή των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ, ανατίναξαν τα γραφεία της ΕΣΠΟ, που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς για να στρατολογήσει Έλληνες στην εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ. Η κορυφαία αυτή αντιστασιακή πράξη, με πρωταγωνίστρια τη νεαρή δασκάλα Ιουλία Μπίμπα που ανέλαβε να μεταφέρει τη βόμβα, βρίσκεται στο επίκεντρο του κόμικ που δημιούργησε ο Πέτρος Ζερβός. «Μου έκανε εντύπωση το θάρρος της και ο ηρωισμός της. Μάλιστα την τιμώρησαν πιο αυστηρά από τους υπόλοιπους, καθώς την καταδίκασαν δις εις θάνατον και την εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό στη Γερμανία», λέει ο κ. Ζερβός. Ο ίδιος γνώριζε την ιστορία από φοιτητής του Πολυτεχνείου, περνώντας συνεχώς από το σημείο της ανατίναξης. «Πολλοί απ' όσους μετείχαν, εκτελέστηκαν. Έμαθα για την ιστορία μέσα από τις αφηγήσεις όσων επιβίωσαν. Όμως το μεγάλο πρόβλημα ήταν να βρω στοιχεία για την εικόνα της Αθήνας εκείνη την εποχή», σημειώνει. Η πόρνη και η παγίδα στον αξιωματικό Ιστορία Γιώργου Φαραζή «Η ιστορία μου είναι μυθοπλαστική. Αφορά το πώς η εμπειρία του πολέμου ανέτρεψε τη ζωή ανθρώπων που έκαναν τα πάντα για να επιβιώσουν. Τέτοιου είδους εμπειρίες ανατρέπουν κοινωνικά standards. Πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να στραφούν στην πορνεία», επισημαίνει ο Γιώργος Φαραζής. Το κόμικ του αφορά την ιστορία μιας πόρνης που για να επιβιώσει προσέγγισε έναν μαυραγορίτη με μεγάλη ισχύ και μαζί επισκέπτονται στέκια μαυραγοριτών Γερμανών πρακτόρων και αξιωματικών. Παρά την κοινωνική της κατρακύλα, τον οδηγεί σε μπλόκο ανταρτών, που τον εκτελούν. «Είναι στην ουσία μια ιστορία ενός κομματιού της κοινωνίας που επέλεξε να βάλει ένα ανάχωμα στην κοινωνική κατρακύλα», εξηγεί ο δημιουργός. «Τοποθέτησα τα στέκια σε πραγματικά σημεία, αφού κάναμε ταυτοποίηση με τον Μ. Χαραλαμπίδη. Το στέκι των μαυραγοριτών βρίσκεται στη Στοά του Βιβλίου, ενώ το μπλόκο στην αρχή της Πανεπιστημίου. Προσπάθησα να είμαι όσο πιο κοντά στις πραγματικές αναφορές», σημειώνει. Και το σχετικό link...
  9. Ένας ταξιδιώτης στην Αργεντινή μιλούσε με ενθουσιασμό -και απορία- λίγα χρόνια πριν, για ένα εντυπωσιακό γκραφίτι που απεικόνιζε έναν «παράξενο αυτοδύτη-αστροναύτη». Υπήρχε σε τοίχους της χώρας, υπήρχε στο μετρό. Λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή, ο Χουάν Σάλβο, ο «κοσμοναύτης του απείρου», παραμένει πιο ζωντανός παρά ποτέ. Αυτή είναι η ιστορία του, και η συγκλονιστική ιστορία της οικογένειας, και του ίδιου του δημιουργού του. Του Έκτορ Έστερχελντ. Η «εισβολή» στο Μπουένος Άιρες Τοξικό χιόνι πέφτει στην πρωτεύουσα της Αργεντινής. Το στέλνουν οι εισβολείς-εξωγήινοι. Ο Χουάν είναι ένας απλός κατασκευαστής ηλεκτρικών συσκευών. Μέχρι αυτή τη στιγμή, περνά τις νύχτες παίζοντας χαρτιά με τους φίλους του. Αλλά όταν έρχεται το «χιόνι», όλα αλλάζουν. «Η ιστορία του Ετερνάουτα είναι η ιστορία του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα. Ή, καλύτερα, με την εξουσία. Του ανθρώπου που βλέπει να αλλάζει η ζωή του σε ένα λεπτό. Που φοβάται, που νιώθει αδύναμος να αντιδράσει, που πρέπει να παλέψει για να επιβιώσει αλλά δεν ξέρει πώς. Τα καταφέρνει, όμως, επειδή έχει αρχές, επειδή έχει ευθύνη απέναντι στο είδος του, στην οικογένειά του, στους φίλους του, στον εαυτό του. Επειδή το ένστικτο τον οδηγεί άνευ όρων να περισώσει όπως μπορεί το ύψιστο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης: την ελευθερία.» Αυτά γράφει στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του Eternauta, από τις εκδόσεις Jemma, ο ιστορικός Τέχνης και συνεργάτης της Εφημερίδας των Συντακτών, Γιάννης Κουκουλάς. Οι εξωγήινοι που εισβάλλουν στο Μπουένος Άιρες, παραμένουν κρυμμένοι. Στόχος τους είναι να κατακτήσουν τη σκέψη των ανθρώπων. «Μα κάθε “μοντέρνα” και μεταμοντέρνα εξουσία αυτό δεν επιδιώκει; Με ένα πλέγμα επάλληλων και αυστηρά καθορισμένων, πλήρως ελεγχόμενων και ιεραρχημένων εξουσιαστικών δομών σκοπεύει στη συναίνεση, την παραίτηση, τη συνθηκολόγηση. Δεν της αρκεί να νικήσει αλλά να επιβληθεί επεμβαίνοντας όχι στο σώμα αλλά στο πνεύμα. Στην απόπειρά της θα βρει πολλούς συμπαραστάτες, πάντα έβρισκε. Προδότες, δειλούς, λιπόψυχους, Εφιάλτες. Αυτούς που θα εξοντώσει πρώτους όταν πια δεν τους χρειάζεται. Θα βρει όμως πάντα απέναντί της και κάποιους ανυπότακτους, τους Προμηθείς και Σπάρτακους, τους Τσε Γκεβάρα και Ζαπάτα, τους Έστερχελντ και Ετερνάουτα κάθε εποχής. Αυτούς που θα οργανωθούν και θα πολεμήσουν. Αυτούς που θα αντισταθούν ομαδικά και μέχρι τέλους.» Ο Hector Oesterheld, και η ιστορία της οικογένειάς του Ο Έκτορ Έστερχελντ 20 σχεδόν χρόνια μετά τη δημοσίευση του κόμικ, στρατιωτική δικτατορία πήρε την εξουσία στην Αργεντινή. Ο Έστερχελντ, όπως και ο ήρωας που είχε δημιουργήσει, έγινε μέλος αριστερής αντιστασιακής οργάνωσης. «Ο Hector Oesterheld ήταν ένας συνεπής αγωνιστής για την ελευθερία και τη δημοκρατία που πλήρωσε με τη ζωή του το θάρρος του… Και η χούντα της Αργεντινής το 1977 – 1978, με την επικουρία ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων, δεν εκδικήθηκε μόνο τον Oesterheld αλλά τον χρησιμοποίησε για παραδειγματισμό. Ο Oesterheld απήχθη από αγνώστους, “εξαφανίστηκε” και ακολούθησαν και οι τέσσερις κόρες του αλλά και οι τέσσερις σύζυγοί τους, ως συμπαθούντες ή μέλη ακροαριστερών οργανώσεων, κατά βάση όμως, ως συγγενικά πρόσωπα ενός “ενοχλητικού” καλλιτέχνη. Κανείς δεν έμαθε τίποτε πια για αυτούς. Ούτε τα πτώματά τους δεν εντοπίστηκαν.» Ρωτάμε τον Γιάννη Κουκουλά για τις ομοιότητες της ιστορίας του Eternauta με όσα ακολούθησαν -στη χώρα, αλλά και στη ζωή του δημιουργού του. Και φαίνεται ότι ο Έκτορ Έστερχελντ βρισκόταν ήδη στη «μαύρη λίστα» της χούντας. «Δεν είναι τυχαίο ότι λίγα χρόνια πριν ο Hector Oesterheld είχε συγγράψει μια εκπληκτική βιογραφία του Τσε Γκεβάρα, σε σχέδια του Alberto Breccia. Λέγεται ότι αξιωματούχοι της χούντας απέδιδαν σε αυτό το έργο και φυσικά στο Eternauta την “προγραφή” του και το τέλος του.» «Ωστόσο στο Eternauta δεν «προέβλεψε» τίποτε. Μιλούσε για το παρόν της χώρας του και της νότιας και λατινικής Αμερικής εν γένει που τελούσε υπό την ασφυκτική πίεση των ΗΠΑ. Και μιλούσε, επίσης, για την αντίσταση απέναντι στην εξουσία. Για τον μεμονωμένο άνθρωπο που αποφασίζει να ρισκάρει τη ζωή του διεκδικώντας την ελευθερία του. Αλλά δε μπορεί να μετατραπεί σε Ήρωα όσο είναι μόνος. Ως εκ τούτου σχηματίζει ομάδα, αναζητά συντρόφους, δημιουργεί κοινότητες. Και αντεπιτίθεται.» Οι «εξαφανισμένοι» της στρατιωτικής δικτατορίας Η χήρα του Έκτορ Έστερχελντ, Έλσα, με την τότε πρόεδρο της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες, σε έκθεση βιβλίου στη Γερμανία, το 2010 Ο Έστερχελντ και οι κόρες του έγιναν πέντε από τους 30.000 «desaparecidos», τους ανθρώπους που «εξαφανίστηκαν» στη διάρκεια της χούντας. «Η τελευταία φορά που κάποιος τον είδε ζωντανό ήταν στα τέλη του 1977, βασανισμένο και ετοιμοθάνατο, στο μυστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων El Vesubio. Το ίδιο έτος συνελήφθησαν από το στρατό της Αργεντινής οι τέσσερις κόρες του. Από τότε κανείς ποτέ δεν έμαθε τίποτα για τον Έκτορ Έστερχελντ, την Ντιάνα, την Μπεατρίς, την Εστέλα και τη Μαρίνα. Ο Ιταλός δημοσιογράφος Alberto Ongaro αναζητώντας την τύχη του Έστερχελντ, έχει αναφέρει ότι από κυβερνητικές ανώνυμες πηγές πήρε την απάντηση «Τον ξεφορτωθήκαμε γιατί έγραψε την πιο όμορφη ιστορία για τον Τσε Γκεβάρα που γράφτηκε ποτέ». Η εξουσία είχε κατορθώσει να του κλείσει το στόμα. Όχι, όμως και του ήρωά του, του αιώνιου ταξιδευτή Eternauta. Ο Eternauta καταλήγει εκτοπισμένος στο διάστημα. Μόνος, αιώνιος ταξιδιώτης, «κοσμοναύτης του απείρου». Αλλά, η αίσθηση ελπίδας που διατρέχει υπόγεια την ιστορία, δε χάνεται. Ο άνθρωπος γίνεται ενεργό υποκείμενο και αντιστέκεται. Έκθεση με φωτογραφίες «εξαφανισμένων» ανθρώπων Γιατί ο Eternauta εμπνέει ακόμα «Το μήνυμα του Eternauta, αν μπορούμε να μιλήσουμε με τέτοιους απλοποιημένους όρους για ένα τόσο πολυδιάστατο έργο τέχνης, είναι διαχρονικό και παγκόσμιο», μας λέει ο Γιάννης Κουκουλάς. «Το υποτιθέμενο Τέλος της Ιστορίας που επικαλούνται οι απολογητές και θιασώτες της ασυδοσίας και αυθαιρεσίας της εξουσίας για να προπαγανδίσουν μια -τάχα- ουδέτερη κοινωνική ειρήνη υποκρύπτει την άνευ όρων συνθηκολόγηση με το υπάρχον. Ο Eternauta δεν συνθηκολόγησε. Πολέμησε με νύχια και δόντια απέναντι στον απάνθρωπο εισβολέα. Όπως και ο Oesterheld. Που ως καλλιτέχνης και δημιουργός δεν αρκέστηκε σε δακρύβρεχτες ιερεμιάδες. Και ως άνθρωπος έκανε πράξη τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Στην πλειονότητα των έργων εσχατολογικής θεματολογίας της επιστημονικής φαντασίας της σύγχρονης εποχής απουσιάζει επιδεικτικά το πολιτικό στοιχείο. Αντιθέτως, παρουσιάζεται ως αρετή o μοναχικός αγώνας για επιβίωση με κάθε μέσο. Στο Eternauta, ο αγώνας είναι υπό την ευρεία έννοια πολιτικός και επ’ ουδενί ατομικός. Γι΄ αυτό και εξακολουθεί να εμπνέει. Είτε στην Αργεντινή, είτε στην Ελλάδα.» Τα σχέδια στην ιστορία του Eternauta είναι του Francisco Solano Lopez. Στο στόχαστρο της δικτατορίας και ο ίδιος, μετακόμισε με την οικογένειά του στην Ισπανία. Αυτές τις μέρες, στη Στουτγκάρδη της Γερμανίας γίνεται έκθεση κόμικ, με τίτλο «Ο μύθος του Eternauta - Héctor Germán Oesterheld». Και το σχετικό link...
  10. ΕΝΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ. ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΛΟΓΙΑ! Βαθύτατα πολιτικό, απόρροια της πολυετούς εμπειρίας μιας οικονομικής κρίσης που βρίσκεται εν εξελίξει, είναι το πρώτο μεγάλο άλμπουμ του Νάσου Βασιλακάκη. Η «Μαριάννα η Βρωμόστομη» (εκδόσεις Πυγμαλίων) περιγράφει τη ζωή και τις αντιδράσεις μιας σερβιτόρας που έχει χιλιάδες λόγους να είναι τσαντισμένη και να επαναστατεί. Ο εμπνευστής της και η «πρωταγωνίστριά» του εξηγούν στην «Εφ.Συν.» κάποιους από αυτούς. «Μερικοί άνθρωποι είναι συνεχώς τσαντισμένοι… Κι έχουν τους λόγους τους». Με αυτό το μότο στο εξώφυλλο ξεκινάς το βιβλίο σου. Είσαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους; Οχι όσο θα έπρεπε. Εχει στοιχεία από τον Νάσο Βασιλακάκη η Μαριάννα; Οταν έμπαινα στο twitter και σε διάφορα fora και σχολίαζα ως Μαριάννα, δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη προσπάθεια να υποδυθώ τον ρόλο. Τι ποσοστό αυτοβιογραφίας κρύβεται στις ιστορίες της και στα περιστατικά με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη; Μεγάλο. Απλώς εκεί εντάσσονται και περιστατικά με τα οποία δεν ήρθα αντιμέτωπος μόνον εγώ προσωπικά, αλλά και όλοι οι κάτοικοι της χώρας. Γιατί όταν κάποιο δημόσιο πρόσωπο σου ζητάει επίμονα να αποδεχθείς πως το μαύρο είναι άσπρο, δεν έχει και τόση διαφορά αν το λέει στην τηλεόραση ή αν σου κουνά επικριτικά το δάχτυλο σαν πελάτης στην ταβέρνα όπου εργάζεσαι. Μια σύντομη εμφάνιση, αρκετή να προκαλέσει την οργή της Μαριάννας, κάνει και ο Θεόδωρος –Μαζί τα Φάγαμε– Πάγκαλος… Τελικά η Μαριάννα είναι αριστερή, αναρχική ή απλώς αγανακτισμένη; Η Μαριάννα είναι αριστερή που έχει αρχίσει να δραστηριοποιείται στο σωματείο της αλλά δεν έχει ακόμα ενταχθεί κανονικά σε κάποια πολιτική συλλογικότητα. Φυσικά αλληλεπιδρά και επηρεάζεται από τους στενούς της φίλους. Αυτοί είναι: ένας ευαίσθητος νεο-χίπης, μια στρατευμένη αριστερή, ένας αναρχικός, μια κομμουνίστρια και ένας αγανακτισμένος. Θα μπορούσαν να γίνουν και ανέκδοτο αν έπεφταν με το αεροπλάνο στη ζούγκλα με τους ιθαγενείς. Εχεις καταφέρει να περιλάβεις σε 80 σελίδες όλους τους «κακούς πελάτες» ενός «εστιατορίου». Οι χρυσαυγίτες είναι οι χειρότεροι; Ναι. Αλλά είναι φυσική συνέχεια των προηγούμενων. Γι' αυτό και εμφανίζονται προς το τέλος. Δεν φαίνεται να έχεις καλύτερη γνώμη για τον Θέμο Αναστασιάδη, ούτε για τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Τελικά ποιοι μας έφεραν εδώ που είμαστε; Αυτοί που κυβέρνησαν και τα φερέφωνά τους ή αυτοί που δεν ζητούσαν αποδείξεις για την τυρόπιτα; Μα φυσικά ο ασυνείδητος φορολογούμενος που δεν κόβει αποδείξεις. Σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα οι πολίτες σέβονται τους νόμους και δεν κλέβουν το κράτος. Εχω πάει σε όλες και ξέρω. Πώς είπατε; Αν θεωρώ πολιτισμένη χώρα τις ΗΠΑ όπου οι άστεγοι ζουν και πεθαίνουν κατά μιλιούνια έξω, ενώ παντού υπάρχουν άδεια σπίτια; Αυτός είναι ο πολιτισμός κύριε, και αν δεν σας αρέσει να πάτε στη Βόρεια Κορέα! Πέρα από την πλάκα τώρα, ούτε ο Πάγκαλος και ο Αναστασιάδης είναι αυτοί που μας έφεραν εδώ. Βρεθήκαμε εδώ μέσω μιας περίπλοκης αλληλουχίας γεγονότων που προκλήθηκαν από τη δομική καπιταλιστική κρίση και κατέστησαν τη χώρα «αδύναμο κρίκο». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως πρέπει να πολεμάμε μόνο τον καπιταλισμό, γενικά και αόριστα, αλλά όχι τους κυβερνώντες και τα φερέφωνά τους. Αυτοί είναι συνειδητά και άμεσα υπεύθυνοι για το γεγονός ότι την κρίση την πληρώνουν κυρίως οι φτωχοί. Επιπλέον, ο Πάγκαλος και ο Θέμος αποτελούν ιδανικούς «κακούς» για κάστινγκ, τόσο φυσιογνωμικά όσο και εξαιτίας του εσωτερικού τους κόσμου. Θα ήταν αμαρτία να μην τους συμπεριλάβω στο άλμπουμ. …και μια ακόμη πιο σύντομη ο Ανδρέας Λοβέρδος Δε χαρίζεσαι, όμως, ούτε στους δυνητικά «ταξικούς συμμάχους» της Μαριάννας, που εθελοτυφλούν… Πόσο φταίνε αυτοί; Ο θύτης και το θύμα ποτέ δεν φταίνε το ίδιο. Αλλά όταν τεντώνεσαι στη δουλειά, βιώνεις την ανισότητα στο πετσί σου και το πρόβλημά σου είναι ο... Ρωμανός, έχεις πρόβλημα, ρε φίλε, πώς να το κάνουμε. Πάντως δεν πιστεύω πως άνεργοι και εργατική τάξη μπορούν από τη μια στιγμή στην άλλη να πεισθούν για έναν άλλο τρόπο ζωής που παραπέμπει σε κομμουνιστικά ιδανικά κυριαρχίας εργαζόμενων-δημιουργών του πλούτου στη ζωή και στα μέσα παραγωγής. Θέλει δουλειά το πράγμα. Και ένα μεγάλο μέρος των στρατευμένων αγωνιστών κάνει αυτό ακριβώς το σφάλμα: θεωρεί ότι επειδή θα τα πει ωραία και δίκαια, οποιοσδήποτε -εν δυνάμει- ταξικός του σύμμαχος θα πειστεί μεμιάς σαν να άκουγε πεφωτισμένο ηγέτη να βγάζει λόγο σε αμερικανική ταινία και θα ριχτεί μαζί τους στη μάχη κατά του καπιταλισμού. Οχι, υπάρχει και ο εργαζόμενος που δεν θέλει «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» για όλους, αλλά να μπορέσει κάποια μέρα να πάρει την τζιπάρα που πάντα ονειρευόταν. Επιλέγεις να κλείσεις το βιβλίο με μια μαχητική διαδήλωση. Αυτός είναι ο τρόπος αντίδρασης για κάθε σύγχρονη «Μαριάννα»; Οχι απλώς μαχητική διαδήλωση, αλλά αποκλεισμός του μαγαζιού, ο οποίος εμποδίζει το αφεντικό να την απολύσει και ταυτόχρονα ακυρώνει την επιθυμία των κυβερνώντων να τσακιστεί κάθε μαχητική φωνή που τους μπαίνει στο μάτι. Γιατί, όσο καλά και να τα λέει η κάθε Μαριάννα και ο κάθε Μαριάννος, δεν θα καταφέρει τίποτα σπουδαίο αν δεν περάσει στη συλλογική δράση. Οχι πως δεν έχει νόημα η προσωπική στάση ζωής όλων μας· κάθε άλλο. Απλώς στο τέλος είμαστε πολύ μικροί αν δεν έχουμε ο ένας τον άλλο. Φυσικά και δεν είναι σατανική η Μαριάννα, αν και βρωμόστομη. Για τους εχθρούς της, όμως, χρυσαυγίτες, αφεντικά, ΜΑΤατζήδες κ.ά. είναι η ενσάρκωση του Διαβόλου Ποια γνώμη έχει η Μαριάννα και ποια ο Νάσος Βασιλακάκης για τους ΜΑΤατζήδες που θα καταργούνταν αλλά ακόμα δέρνουν και για τους μετανάστες που περιμένουν πολλά (και βλέπουν λίγα) από τη νέα κυβέρνηση; Νάσος: «Δεν ξέρω… τι λες εσύ, Μαριάννα;» Μαριάννα: «Οποιος θέλει να μείνουν, να τους πάρει σπίτι του. Τους ΜΑΤατζήδες». Νάσος: « Εγώ δεν περιμένω και πολλά από τη νέα κυβέρνηση. Οσο και να υπάρχουν εκεί άνθρωποι με καλές προθέσεις, διαχειρίστρια ενός εκμεταλλευτικού συστήματος παραμένει. Αυτό το σύστημα για να ζήσει χρειάζεται και ΜΑΤατζήδες και μετανάστες χωρίς δικαιώματα και ανέργους. Επιπλέον, ακόμα και την πιο ριζοσπαστική κυβέρνηση του κόσμου να είχαμε, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα σπουδαίο όσο υπαγόμαστε και παίρνουμε εντολές από αυτόν τον βαθύτατα ολοκληρωτικό μηχανισμό που λέγεται Ε.Ε. Και αυτή, η Ε.Ε., δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Ευρώπη των λαών». Μαριάννα: «Ωραία όλα αυτά, αλλά ακόμα και να βγούμε από την Ε.Ε., όσο η αστυνομία θα παίζει τον μπράβο τον αφεντικών και θα φακελώνει εργαζόμενους που κάνουν το έγκλημα να πάνε στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπως έκανε προχθές, εγώ δεν βλέπω λόγο να χαζοχαίρομαι. Καμιά κυβέρνηση δεν θα μας δώσει κάτι· εμείς θα της το πάρουμε». Νάσος: «Πιστεύω πως ο Τσίπρας έσφαλε όταν διατυμπάνιζε πως θα κάνει αντιμνημονιακή διαπραγμάτευση εκβιάζοντας διεθνείς τοκογλύφους μέσα στο ίδιο τους το γήπεδο. Οταν, π.χ., δήλωσε πως «το μνημόνιο καταστρέφει το ευρώ». Μαριάννα: «Ναι, και το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά το τσιγάρο». Η Μαριάννα η Βρωμόστομη «ζούσε» τις περιπέτειές της από το 2012 στο διαδίκτυο (bigmouthmarianna.blogspot.gr). Η έντυπη έκδοση που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πυγμαλίων περιέχει πρόσθετο υλικό. Με τη Μαριάννα δημιούργησες ένα βαθύτατα πολιτικό και επίκαιρο έργο. Τα ελληνικά κόμικς φαίνεται να αποφεύγουν σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, να καταπιαστούν με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Είναι έτσι; Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει στρατευμένη τέχνη, και η τέχνη δεν χρειάζεται να είναι στρατευμένη για να είναι καλή. Οποιος όμως θέλει να λέει ωραίες ιστορίες, καλό είναι να έχει και μια άλφα γνώση της κοινωνίας, όχι μόνο των αγαπημένων του κόμικς ή σειρών. Θα δούμε στο μέλλον sequel της Μαριάννας; Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου; Ισως και να δούμε. Για την ώρα, ξαναπιάνω ένα κόμικς που είχα αφήσει στη μέση. Πρόκειται για τον Νίπερ, έναν λούμπεν αντιήρωα που είναι κοντός, άσχημος και ψωνάρα, και ταξιδεύει σαν γκραν γκινιόλ εκδοχή του Κόρτο Μαλτέζε στην υδρόγειο, συναντάει τους πιο παράξενους εχθρούς και σκορπάει χάος, ανατροπή, αλλά και δίψα για ζωή και ελευθερία. Ο δημιουργός Ο Νάσος Βασιλακάκης γεννήθηκε το 1978 και σπούδασε γραφιστική. Κόμικς του έχουν δημοσιευθεί στo «Γκραν Γκινιόλ», στο «Παρά Πέντε» και στο ένθετο «9» της «Ελευθεροτυπίας». Εχει εικονογραφήσει το εφηβικό μυθιστόρημα «Η Αγάπη Διδάσκει» του Βασίλη Μπουντούρη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος. Διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό κόμικς 2004 του περιοδικού «9» και στον 2ο διαγωνισμό κόμικς (2007) που διοργάνωσαν οι plakton, η ΔΕΠΑΠ και το millennium στην Πάτρα. Συμμετείχε στον διαγωνισμό «Hellboy» που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Jemma με θέμα την απεικόνιση του ομώνυμου ήρωα και η συμμετοχή του διακρίθηκε ανάμεσα στις 6 καλύτερες από τον δημιουργό Mike Mignola. Και το σχετικό link...
  11. Μια τραγική ανθρώπινη ιστορία στη σκιά της Ιστορίας Η Μικρή Τσούνξιου έχοντας μόλις υποστεί το βασανιστικό μπαντάρισμα των ποδιών, ανίκανη να περπατήσει Από τις κομμουνιστικές επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα, η κινεζική ήταν αναμφίβολα η πιο ιδιόμορφη, κυρίως λόγω της απρόσμενης εξέλιξής της. Σήμερα που ο κινεζικός κρατικός καπιταλισμός μέσω ενός οικονομικού συγκεντρωτισμού εξακολουθεί να αναφέρεται στον κομμουνισμό και να διατηρεί τα σύμβολά του, η καταγραφή της κινεζικής ιστορίας από έναν δημιουργό κόμικς, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον Στα σύγχρονα εναλλακτικά κόμικς, η βιογραφία, η αυτοβιογραφία, το ντοκουμέντο, η δημοσιογραφία, η ιστορία κατέχουν περίοπτες θέσεις καθώς όλο και περισσότεροι δημιουργοί απομακρύνονται από τη μυθοπλασία και επιλέγουν να αφηγηθούν, με τον τρόπο τους, τα μέσα τους και την τεχνική τους, πραγματικά γεγονότα. Ο Κινέζος Li Kunwu είναι ένας από αυτούς και «Τα Μπανταρισμένα Πόδια» (εκδόσεις Μαμούθ Kόμιξ) που μόλις κυκλοφόρησαν στα ελληνικά αφηγούνται την ιστορία μιας Κινέζας του εικοστού αιώνα και μέσω αυτής τη μεταμόρφωση μιας αχανούς φεουδαρχικής αυτοκρατορίας σε έναν ιδιότυπο «καπιταλιστικό» παράδεισο. Ο Kunwu είναι ένας από τους γνωστότερους Κινέζους καλλιτέχνες που εδώ και περισσότερα από τριάντα χρόνια δημιουργεί κόμικς πολιτικού περιεχομένου, ενώ παράλληλα καταγράφει και μελετά τις πολιτισμικές μειονότητες της κραταιάς ασιατικής δύναμης. Είναι ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, διευθυντής της Ενωσης Καλλιτεχνών της επαρχίας Γιουνάν στα νοτιοδυτικά της χώρας που είναι και η γενέτειρά του καθώς και διευθυντής του Κινεζικού Ινστιτούτου μελέτης Σχεδίου και Τύπου. Οι διαδηλώσεις των γυναικών ενάντια στα βάρβαρα έθιμα βασίστηκαν στις αρχές του Σουν Γιατ Σεν, προδρόμου της κομμουνιστικής επανάστασης που θα ακολουθούσε Από τα τριάντα έργα του που έχουν κυκλοφορήσει στην Κίνα, ωστόσο, ελάχιστα έχουν μεταφραστεί στον δυτικό κόσμο και μόλις τα τελευταία χρόνια. Γνωστότερη δουλειά του είναι το «A Chinese Life», σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Philippe Otie, που στο επίκεντρό του έχει τις κατακλυσμιαίες μεταβολές που συνέβησαν στην Κίνα στα χρόνια της μαοϊκής επικράτησης και τις επιπτώσεις στους καθημερινούς ανθρώπους, τους αγρότες και τους εργάτες της επαρχίας. Κάτι παρόμοιο επιχειρεί ο Kunwu στα «Μπανταρισμένα Πόδια» με πρωταγωνίστρια μια Κινέζα της επαρχίας την οποία παρακολουθούμε να μεγαλώνει σε διάφορες χρονικές περιόδους του εικοστού αιώνα: από τα φεουδαρχικά χρόνια της Κίνας και τη φαινομενικά ανέμελη παιδική της ηλικία ώς την ενηλικίωσή της και την ωρίμανσή της ως γοητευτικής κοπέλας κι από κει στα χρόνια της επανάστασης και της ζωής της ως ηλικιωμένης. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο έθιμο-συνταγή ομορφιάς που διατήρησαν επί αιώνες πολλές κινεζικές παραδόσεις, σύμφωνα με το οποίο τα νεαρά κορίτσια έπρεπε να έχουν πολύ μικρά πόδια για να βρουν πλούσιο σύζυγο και να έχουν τύχη στη ζωή τους. Πώς αποκτούνται, όμως, αυτά τα μικρά πόδια των επτά-οκτώ εκατοστών, οι «Χρυσοί Λωτοί», όπως τα χαρακτήριζαν οι Κινέζοι; Η περιγραφή και η εικαστική της απόδοση από τον Kunwu είναι συγκλονιστική και ανατριχιαστική καθώς τα κοριτσάκια σε ηλικία κάτω των δέκα ετών υποβάλλονταν σε υποχρεωτικό σπάσιμο των δαχτύλων και τύλιγμα με πανιά και γάζες για μεγάλο χρονικό διάστημα έτσι ώστε να μην επιμηκύνονται το πέλμα και τα δάχτυλα, κάτι που, εν τέλει, οδηγούσε σε φρικτή παραμόρφωση του κάτω άκρου, αλλά το καθιστούσε ικανό να χωρέσει σε μικρά, κομψά παπουτσάκια που όποια τα φορούσε αύξανε σημαντικά τις πιθανότητες να γίνει ποθητή από κάποιον πλούσιο, μέλλοντα σύζυγο. «Ζήτω ο πρόεδρος Μάο! Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα! Να ενωθούμε! Να ξεσηκωθούμε! Να χτίσουμε έναν σοσιαλισμό με ζήλο, αποτελεσματικότητα και ταχύτητα!» στα πανό και στους τοίχους, πίσω από τα ανθρώπινα δράματα Σ’ αυτό το μαρτύριο υποβάλλεται και η μικρή Τσούνξιου, ακολουθώντας τις οδηγίες των μεγαλυτέρων. Η δική της ζωή, όμως, δεν θα συνοδευτεί από τη χαρά που θα αναλογούσε σε μια τέτοια θυσία–ακρωτηριασμό καθώς τη ζωή, τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τις επιδιώξεις των ανθρώπων επισκιάζουν συχνά η Ιστορία και οι μάζες που επιβάλλουν τις δικές τους εξελίξεις. Η νεαρή Τσούνξιου καθώς τα χρόνια αλλάζουν θα πέσει θύμα ομαδικού βιασμού, θα απομονωθεί και θα καταλήξει να εργάζεται ως παραμάνα για τα παιδιά κρατικών αξιωματούχων. Τα μικρά της πόδια, τα εργαλεία για την ευτυχία τού κάποτε, θα μείνουν δύο στραβά και αποκρουστικά μέλη που παραπέμπουν σε ένα ξεχασμένο παρελθόν. Από τη φεουδαρχία στον Μάο «Απ’ όλες τις ιστορίες που έχω φτιάξει, τα "Μπανταρισμένα Πόδια" είναι από εκείνες που μ’ έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα. Στα παιδικά μου χρόνια, πήρα από τον πατέρα μου αυστηρή ανατροφή, που τη χαρακτήριζε ο σεβασμός για τις επαναστατικές αξίες. Από τη μητέρα μου εισέπραξα στοργή, ευγένεια και γενναιοδωρία. Η παραμάνα μου είχε πιο πρακτικό πνεύμα, που παραχωρούσε περισσότερο χώρο για τα πράγματα της ζωής. Αυτό που θα λέγαμε σήμερα “κοινωνική παιδεία”», γράφει ο Kunwu στον πρόλογο της έκδοσης. Αυτές τις «επαναστατικές» αξίες φαίνεται να υπηρετεί στο ακέραιο με τον τρόπο που παρουσιάζει τα γεγονότα των λαϊκών διαδηλώσεων και των μαζικών εξεγέρσεων κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Και προχωρά ακόμη περισσότερο, με τον «θαυμασμό» με τον οποίο περιγράφει τη μεταμόρφωση της κινεζικής επαρχίας από αγροτική γη σε εμπορικά κέντρα και του κινεζικού πληθυσμού από αγράμματους γεωργούς και πλανόδιους πωλητές σε ένστολα μέλη του κόμματος. Από την καθοδήγηση του λαϊκού ξεσηκωμού στην επαρχία Γιουνάν τη δεκαετία του 1920 Αυτός και είναι ο λόγος για τον οποίο ο Kunwu έχει κατηγορηθεί ως απολογητής του καθεστώτος και βασικός εκπρόσωπος της καλλιτεχνικής προπαγάνδας που αυτό χρησιμοποιεί. Και σε κάποιο βαθμό, αυτές οι κατηγορίες δεν είναι αβάσιμες καθώς είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να εξυμνείς με τη ( στρατευμένη; ) τέχνη σου τη λαχτάρα ενός λαού για επαναστατική αλλαγή και εντελώς διαφορετικό πράγμα να εξακολουθείς να θεωρείς ότι η επανάσταση είναι ακόμη ζωντανή, σήμερα που οι συνθήκες εργασίας και ζωής στην Κίνα, καθοδηγούμενες και υπαγορευμένες από τις δυτικές καπιταλιστικές υπερδυνάμεις για υπερπαραγωγή φτηνών καταναλωτικών αγαθών, δεν θυμίζουν σε τίποτα τα οράματα των κομμουνιστών ηγετών του παρελθόντος και τις προσδοκίες του λαού για μόρφωση, αξιοπρέπεια και ανθρώπινη ζωή. Οι αφηγηματικές και σχεδιαστικές αρετές του, οι έξυπνοι, κοφτοί διάλογοι, η χρήση πολλών κινεζικών επιγραφών, αφισών, ορολογιών κ.λπ. που συμβάλλουν στην τεκμηρίωση, η επιδεξιότητα με την οποία η μια εποχή διαδέχεται την άλλη είναι τα στοιχεία που καθιστούν τα «Μπανταρισμένα Πόδια» μια σπουδαία έκδοση. Που αντισταθμίζονται σε κάποιο βαθμό από τις λογικές και βάσιμες επιφυλάξεις του καλοπροαίρετου αναγνώστη για τις προθέσεις του δημιουργού. Και το σχετικό link...
  12. Πολλά γράφτηκαν τις μέρες που ακολούθησαν την επίθεση των φασιστών τζιχαντιστών στο περιοδικό Charlie Hebdo που είχε αποτέλεσμα τον θάνατο 12 ανθρώπων, πέντε εκ των οποίων ήταν σκιτσογράφοι. Στην «Εφ.Συν.» δημοσιεύτηκαν σκίτσα και γελοιογραφίες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, φιλοξενήθηκαν απόψεις, γράφτηκαν αναλύσεις, έγιναν αποτιμήσεις και προβλέψεις. Η συζήτηση μόλις τώρα ανοίγει και θα έχει μέλλον καθώς το θέμα της ωμότητας, της βίας, του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας απέναντι στο χιούμορ, τη σάτιρα, τα σκίτσα, απ’ ό,τι φαίνεται θα μας απασχολεί για πολύ ακόμη. Το «καρέ καρέ» σήμερα, αφήνει στην άκρη τα πολλά λόγια και αφιερώνει τον περιορισμένο χώρο του στο έργο του Georges Wolinski, σκιτσογράφου, δημιουργού κόμικς, συγγραφέα, συνεργάτη και πρώην διευθυντή του Charlie που σε ηλικία 80 ετών έπεσε νεκρός από τις σφαίρες κάποιων μαυροφορεμένων κουκουλοφόρων με μηδενική ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορετικότητα, την πολυμορφία, το γέλιο. Αλλωστε, όλοι περαστικοί είμαστε απ’ αυτή τη ζωή. Αν μένει κάτι πίσω είναι οι πράξεις για τις οποίες πιθανώς θα μας θυμούνται και το έργο που αφήνουμε. Το έργο του Wolinski, παρά τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να εκφράσει κάποιος για τις απόψεις του των τελευταίων ετών, ήταν σπουδαίο και μεγάλο. Και δεν σβήνεται ούτε με σφαίρες. Γελοιογραφία του Wolinski από το βιβλίο του «Σκέψεις» (εκδ. Ροές). Στο βιβλίο αυτό, με τη μορφή αποφθεγμάτων, αφορισμών και σκίτσων, ο Γάλλος δημιουργός «συνοψίζει» με χιούμορ και πικρία τη στάση του απέναντι στη ζωή Βλάσφημος και ανατρεπτικός μέχρι τέλους «Σκέψεις του Georges Wolinski» ■ «Είμαι μαλάκας, αλλ’ όταν βλέπω πώς έχουν κάνει τον κόσμο οι σωστοί…» ■ «Καλύτερα είναι να είσαι αποτυχημένος ως έξυπνος παρά επιτυχημένος ως μαλάκας» ■ «Αν έριχναν μια ατομική βόμβα στη Διάσκεψη Κορυφής του Ελσίνκι τη στιγμή που οι 35 ηγέτες συνυπέγραφαν τη Διακήρυξη για την Ασφάλεια, θα αισθανόμουν πιο ασφαλής» ■ «Πριν από τον Μάη του ’68 οι άνθρωποι δεν αισθάνονταν την ανάγκη να πουν ότι δεν έχουν να πουν τίποτα» ■ «Ο μαλάκας δεν ξέρει πως είναι μαλάκας, ενώ ο υποκριτής ξέρει πως είναι υποκριτής, και μάλιστα ότι είναι υποκριτής επειδή γι’ αυτόν είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο όπου οι υποκριτές βοηθούν τους μαλάκες να εμποδίσουν άλλους υποκριτές να τους πάρουν την εξουσία» ■ «Μια κοινωνία στην οποία όλα τα άτομα θα είχαν χιούμορ, θα μπορούσε εύκολα να ζήσει και χωρίς τους ευθυμογράφους. Αυτός είναι ο λόγος που οι ευθυμογράφοι είναι τόσο πικραμένοι, τόσο απελπισμένοι. Για να υπάρχουν έχουν ανάγκη από μαλάκες, όπως ο μπάτσος χρειάζεται τον εγκληματία, ο στρατιωτικός τον πόλεμο, ο γιατρός την αρρώστια και ο ηφαιστειολόγος το ηφαίστειο» ■ «Ο παράδεισος είναι γεμάτος από ηλίθιους που πιστεύουν ότι υπάρχει» Από το βιβλίο «Σκέψεις» (εκδ. Ροές) ■ «Η μόνη μου ευτυχία σ’ αυτή τη θλιβερή ζωή είναι να διαβάζω το Charlie Hebdo, περιοδικό γεμάτο χιούμορ και εικονογραφημένες ιστορίες. (Πωλείται παντού)» ■ «Τσακώνονται για τις ιδέες τους. Δεν τσακώνονται για τις εμμονές τους. Αυτή η ιδέα μού έχει γίνει εμμονή» ■ «Το πραγματικό πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι πρώτον ότι δεν αγγίζουμε τα πραγματικά προβλήματα. Δεύτερον, ότι και να αγγίζαμε τα πραγματικά προβλήματα δεν θα ξέραμε πώς να τα λύσουμε. Και τρίτον, ότι δεν ξέρουμε ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα» ■ «Τι είναι αυτό που δέχεται κανείς χωρίς να το ζητήσει, που κατέχει χωρίς να ξέρει το πώς και χάνει χωρίς να ξέρει το γιατί; Η ζωή» ■ «Αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα είναι πως τα ζώα δεν είναι υποχρεωμένα να προσπαθούν συνεχώς να μη φέρονται ως άνθρωποι» ■ «Τα κόμικς δεν θα γίνουν ποτέ τόσο διεφθαρμένα όσο οι φανατικοί αναγνώστες τους» ■ «Τρώμε ήδη στη μάπα τους παπάδες, τους ραβίνους, τους πάστορες και σε λίγο έχουν σειρά οι ιμάμηδες, τα μέντιουμ, οι μάγοι και οι χαρτορίχτρες! Οσο σκέφτομαι ότι επιστήμονες άνθρωποι εφεύραν ένα τόσο υπέροχο πράγμα σαν την τηλεόραση για να μεταδίδει τέτοιες μαλακίες μου τη δίνει» Από το βιβλίο «Σκέψεις» (εκδ. Ροές) ■ «Για να δουλέψεις στην τηλεόραση, δεν αρκεί πια να μην είσαι κομμουνιστής. Πρέπει να είσαι αντικομμουνιστής» ■ «Αγαπώ με πάθος τους ανθρώπους που παθιάζονται∙ είναι το μόνο μου πάθος, μαζί με τα δέντρα και τα μικρά πουλιά∙ μου αρέσουν και τα κόμικς, αλλ’ αντιπαθώ όσους ασχολούνται μόνο με αυτά και τίποτα άλλο∙ υπάρχουν τύποι που όλη τους η κουλτούρα είναι τα κόμικς, υπάρχουν περιοδικά κόμικς φτιαγμένα από τύπους που ποτέ τους δεν έχουν διαβάσει κάτι άλλο από περιοδικά κόμικς φτιαγμένα από τύπους που διαβάζουν μόνο κόμικς κ.ο.κ. Αυτά με φοβίζουν, τα πουλιά δεν κάνουν τσίου – τσίου, το φιλί δεν κάνει μουτς, ο έρωτας δεν κάνει φλοπ - φλοπ» ■ Διαβάζετε Charlie, το περιοδικό των ανθρώπων που τους αρέσει κάπου - κάπου να διαβάζουν κόμικς» ■ «Η κρίση είναι σαν τον κυκλώνα. Αφού περάσει, η κυβέρνηση θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει την περιουσία όσων μπόρεσαν να την αποφύγουν απέναντι στην εκδικητικότητα όσων δεν έχουν τίποτα πια» Από το βιβλίο του Georges Wolinski «Σκέψεις» (μετάφραση Γ. Ξ.), εκδόσεις Ροές, 1986. Από το τεύχος 13 της «Βαβέλ» (Μάρτιος 1982) Και το σχετικό link...
  13. Από το Καρέ Καρέ της Εφημερίδας των Συντακτών: 14/09/14 Συνέντευξη του Soloup με αφορμή το νέο βιβλίο του Το «Αϊβαλί» στα κύματα της Ιστορίας Βιβλία για το Αϊβαλί και τα ανθρώπινα δράματα που ακολούθησαν την τραγωδία του 1922 έχουν γραφtεί πολλά. Κόμικς όμως όχι. Ο Soloup δημιουργεί το πρώτο. «Συνομιλεί» με τον Ηλία Βενέζη, τον Φώτη Κόντογλου, τον Αχμέτ Γιορουλμάζ. Ταξιδεύει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, εξερευνά ιστορικά αρχεία, τόπους και μνήμες ανθρώπων. Ακόμα και των δικών του. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΛΟΥΙΖΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ Συνομιλώντας με τον Φώτη Κόντογλου Ο Φώτης Κόντογλου, ένας εκ των «πρωταγωνιστών» στο «Αϊβαλί», σχεδιασμένος από τον Soloup με τη βυζαντινότροπη τεχνοτροπία που εφάρμοσε ο Κόντογλου σε πολλά από τα έργα του Ο Soloup εδώ και 25 χρόνια είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους «επαγγελματίες» του χιούμορ με τα κόμικς και τις γελοιογραφίες του. Η νέα δουλειά του, ωστόσο, ένα μνημειώδες έργο 440 σελίδων, αφορά μια τεράστια τραγωδία: το Αϊβαλί τις μέρες του 1922 και τους ανθρώπους που βρέθηκαν στο επίκεντρο της Ιστορίας, θύματα των εκατέρωθεν εξουσιών, των απανταχού μεγαλοϊδεατισμών και των στημένων διπλωματικών παιχνιδιών. Με αφορμή την κυκλοφορία του αριστουργηματικού βιβλίου του και την ημέρα μνήμης της Μικρασιατικής Καταστροφής (14 Σεπτεμβρίου), μας εξηγεί τι σημαίνει γι’ αυτόν το «Αϊβαλί». Το «Αϊβαλί» ακροβατεί σε ένα σχοινί που συνδέει το 1922 με το 2014 και πηγαινοέρχεται στον αιώνα που μεσολάβησε. Αλλά δεν υποκύπτει ούτε στην ωραιοποίηση του παρελθόντος ούτε στη βολική αυτοθυματοποίηση των Ελλήνων. Είναι εντέλει ένα ιστορικό βιβλίο; Πετυχημένη η παρομοίωσή σου. Πράγματι, όλο το βιβλίο μοιάζει με ένα τεντωμένο σχοινί που ξεκινά από τη σημερινή Μυτιλήνη και φτάνει απέναντι, στο Ayvalik. Ομως στο πέρασμα που χωρίζει τις δυο στεριές, νιώθεις από κάτω σου το χθες να χάσκει απειλητικό. Μια θάλασσα γεμάτη από προκαταλήψεις, από πολέμους, από τον πόνο και την απελπισία του παρελθόντος. Το «Αϊβαλί» είναι βουτηγμένο στα γεγονότα του 1922, δεν είναι όμως μια… εικονογραφημένη ιστορία. Είναι η περιπέτεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στα κύματα της Ιστορίας. Πολλοί θα είχαν γκρεμοτσακιστεί από αυτό το σχοινί. Εσύ, όμως, «περπατάς» με άνεση και ισορροπείς ιδανικά. Η διεξοδική έρευνα των ιστορικών στοιχείων που έκανες νιώθεις ότι σε βοήθησε ή σου έθεσε εμπόδια και περαιτέρω υποχρεώσεις; Το «Αϊβαλί» δεν είναι μια «πιστή αναπαράσταση» της Ιστορίας, γιατί τέτοια, απλούστατα δεν μπορεί να υπάρξει. Φυσικά και χρειάστηκε μεγάλη έρευνα: βιβλία, μαρτυρίες, αρχεία, παλιές φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, επιτόπια ταξίδια… Αλλωστε, πώς αλλιώς να μιλήσεις για το Αϊβαλί, που στέκει ακόμα και σήμερα σχεδόν όπως το άφησαν ο Βενέζης, η αδελφή του Αγάπη και ο Κόντογλου; Ομως όσα στοιχεία και να συλλέξεις, υπάρχει πάντα ένα τεράστιο κενό που το καλύπτεις εσύ. Και όταν πλησιάζουμε το παρελθόν, συνήθως το κάνουμε με τρόπο που να επιβεβαιώνει τις ιδέες μας. Νομίζω όμως πως, όταν έχουμε συνείδηση της υποκειμενικής μας ματιάς και δεν επαναπαυόμαστε σε στερεότυπες απαντήσεις, μπορούμε να φτάσουμε πιο κοντά σε αυτό που συνέβη πραγματικά. Πόσο βιωματικό και αυτοβιογραφικό θεωρείς ότι ήταν το ταξίδι σου στο παρελθόν; Πόσο σε επηρέασαν οι εμπειρίες σου, η καταγωγή σου κ.λπ; Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου ήταν από τη Μικρά Ασία. Από τη Σμύρνη, τον Τσεσμέ και το Μπαϊντίρι. Παρ’ όλα αυτά, αρχικά δεν είχα καμιά διάθεση να εμπλακώ στο σενάριο. Προέκυψε. Καθώς οι συγγραφείς αφηγούνται μέσα από τα σκίτσα τις δραματικές εμπειρίες τους σε πρώτο πρόσωπο, ένιωσα να με παρασέρνουν κι εμένα σε μια τέτοια αφήγηση, μετατρέποντας το «Aϊβαλί» και σε ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα. Αυτή η εμμονή σου στην ιστορική τεκμηρίωση, στις πηγές, στις μαρτυρίες ήρθε σε σύγκρουση με τα λογοτεχνικά έργα που χρησιμοποίησες ή αλληλοσυμπληρώθηκαν; Η Ιστορία μοιάζει με τραμπάλα. Στη μια πλευρά βρίσκεται το σπαθί, στην άλλη ο ανθρώπινος πόνος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα γεγονότα του 1922 και ό,τι επακολούθησε. Στη μια πλευρά έτσι βρίσκουμε την «αναγκαιότητα» της Συνθήκης της Λωζάννης και της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που έγινε σύμφωνα με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα της διεθνούς διπλωματίας. Από την άλλη, συναντούμε την ουσιαστική αδιαφορία για τη ζωή, τις περιουσίες, τις αντιλήψεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων που θεωρείται πως η συνθήκη προστάτευε. Η κυρίαρχη, «ρεαλιστική» εκδοχή της Ιστορίας, κάθεται στη μια πλευρά. Την άλλη τη βρίσκεις συνήθως στην τέχνη. Τα βιβλία της Αιολικής σχολής αλλά και της Σωτηρίου, του Πρεβελάκη, του Πολίτη, του Σεφέρη και τόσων άλλων, διαχειρίζονται αυτήν ακριβώς την αγωνία της άλλης θέσης. Της εύθραυστης ανθρώπινης αξιοπρέπειας απέναντι στα σπαθιά της Ιστορίας. Χρησιμοποιώντας έργα λογοτεχνών και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, δεν φοβήθηκες μήπως οδηγηθείς σε αντιφάσεις και αδιέξοδα στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την ιστορία; Μιλάς για την αναφορά μου και στο έργο του Αχμέτ Γιορουλμάζ; Μα «για να χορέψεις τανγκό», που λένε, «χρειάζονται δύο». Και όταν χορεύεις, δεν θέλεις να βάλεις τρικλοποδιά στον παρτενέρ σου. Αλλωστε μέσα στο «Αϊβαλί», προσπαθώ να μη «λογοκρίνω» τις απόψεις των συγγραφέων. Ο,τι έχω να πω εγώ, το λέω στα κεφάλαια που αναφέρονται στο σήμερα. Σχεδιάζεις τον εαυτό σου δίπλα στον Φώτη Κόντογλου και συνομιλείτε. Είναι δυνατή σήμερα αυτή η συνομιλία με το παρελθόν με όρους ισοτιμίας; Και πού μπορεί να αποσκοπεί; Δεν έχεις πιάσει τον εαυτό σου να επικοινωνεί ουσιαστικά με έναν άνθρωπο μέσω ενός βιβλίου, ακόμα κι αν αυτός έχει πεθάνει; Εμένα μου συμβαίνει συνέχεια. Με τον Πεσσόα, τον Επίκτητο, τον Καμύ… Ετσι μου συνέβη και με τον Κόντογλου σε ένα μονοήμερο ταξιδάκι στο Αϊβαλί, κρατώντας στα χέρια μου το «Αϊβαλί η πατρίδα μου». Ηταν από τις συγκλονιστικότερες αναγνωστικές εμπειρίες μου, αφού εκείνο για το οποίο διάβαζα, βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου! Ο Κόντογλου ήταν παρών και με ξεναγούσε. Αλλωστε σ’ ετούτη ακριβώς τη «συνομιλία» οφείλεται το βιβλίο. Χρησιμοποιείς διαφορετικά σχεδιαστικά και αφηγηματικά στυλ στην ανάπτυξη των επιμέρους τμημάτων του έργου σου. Πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμόσεις την τεχνοτροπία σου στα συμφραζόμενα κάθε εποχής; Ηταν αρκετά επίπονο. Υπήρξαν για παράδειγμα ενότητες που χρειάστηκε να ξανασκιτσάρω ακόμα και τέσσερις φορές. Ομως θεώρησα αναγκαία την εναλλαγή του σχεδίου. Με το ασπρόμαυρο σχέδιο, ας πούμε, αποδίδονται καλύτερα τα τραγικά γεγονότα του παρελθόντος. Με τα γκρι, το σήμερα. Αλλού πάλι χρειάστηκε να μελετήσω τα σχέδια του Κόντογλου και να εικονογραφήσω τις δικές του αφηγήσεις. Σε έχουμε συνηθίσει ως έναν δημιουργό χιουμοριστικών κόμικς και γελοιογράφο. Στο «Αϊβαλί» μάς συστήνεις έναν εντελώς διαφορετικό Soloup. Φταίει το θέμα για την αλλαγή ή φταίει ο Soloup που διάλεξε αυτό το θέμα; Τα κόμικς είναι ένα μέσο για να πεις κάτι, όχι αυτοσκοπός. Από την άλλη, το κάθε θέμα απαιτεί το ύφος της δικής του αφήγησης. Κάπως έτσι βρέθηκα αναπάντεχα να δουλεύω με ένα σκίτσο τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που με είχατε συνηθίσει. Πόσο πολιτικό θεωρείς ότι είναι το βιβλίο σου; Πώς σχετίζεται με τον ορυμαγδό της σύγχρονης οικονομικής κρίσης; Δεν μας βρίσκουν τυχαία τέτοια θέματα σε περιόδους κρίσης. Από την άλλη, το βιβλίο επικεντρώνεται στην εύθραυστη αξιοπρέπεια του ανθρώπου απέναντι σε σπαθιά κι εθνικισμούς. Ενα τέτοιο βιβλίο μπορεί να μην είναι πολιτικό; ………………………………………….. Βιογραφικό Εχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι διδάκτωρ του τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Με γελοιογραφίες, comics, comic strips (αλλά και με εικονογραφήσεις, γελοιογραφικά φωτομοντάζ και άρθρα σχετικά με τα σκίτσα) έχει εργαστεί σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά όπως «Βήμα της Κυριακής», «Goal News», «Βαβέλ», «Γαλέρα», «Ως3», «Σχεδία» και αλλού. Εκτός από τις εκδόσεις «Κέδρος» έχει συνεργαστεί με τους οίκους «Πατάκη», «Futura», «Μεταίχμιο», «ΚΨΜ», «Στρατής», «Τόπος» και άλλους, όπως και με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 13 προσωπικά άλμπουμ του με γελοιογραφίες και comics, ενώ το 2012 κυκλοφόρησε η διατριβή του «Τα ελληνικά comics», η πληρέστερη μέχρι σήμερα έρευνα για την ιστορία και την εξέλιξη των ελληνικών εικονογραφηγημάτων. Σήμερα γελοιογραφεί στο «Ποντίκι». Το «Αϊβαλί» είναι το πρώτο του μεγάλο graphic novel. Τον συναντάτε και στο blog anthropolikos.wordpress.com αλλά και στο soloup.net …………………………………………. Aλλα έργα του Soloup «Μήτσος Κυκλάμινος»: Το «θρυλικό Ελληνόπουλο», ο αντιήρωας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στις σελίδες της «Βαβέλ» τη δεκαετία του 1990, σε μια επίτομη έκδοση (εκδ. ΚΨΜ, 2007). «Ο Ανθρωπόλυκος»: Η επετειακή έκδοση (εκδ. ΚΨΜ, 2009) ενός από τα πρώτα ελληνικά κόμικς μεγάλου μήκους που πρωτοκυκλοφόρησε το 1989. «Πειρασμοί»: Ο ερημίτης Αντώνιος (alter ego του δημιουργού του; ) αντιμετωπίζει τους πειρασμούς του σε μια σειρά από απολαυστικά στριπάκια (εκδ. ΚΨΜ, 2008). «Τα ελληνικά comics»: Η εκτενέστατη μελέτη του Soloup για την ιστορία των ελληνικών κόμικς και την εξέλιξή τους από το 1974 μέχρι σήμερα (εκδ. Τόπος, 2012). Αυτοπροσωπογραφία του Soloup
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.