Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'Βαβελ'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

  1. Σε μια προφορική ιστορία, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της εμβληματικής Βαβέλ, συνεργάτες του περιοδικού θυμούνται τι ήταν αυτό που την έκανε μοναδικό φαινόμενο. Τον Φεβρουάριο του 1981 η Βαβέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα. Εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο με το σχέδιο του Moebius. «Το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος» που μας λέει κι ο Γιάννης Νένες. «γιατί η βαβελ;» ξεκινάει το πρώτο editorial κείμενο του πρώτου εκείνου τεύχους, συστήνοντας στο κοινό αυτή τη νέα εκδοτική προσπάθεια. «γιατί εμείς πιστέψαμε πως υπάρχει λόγος να βγει και σεις επιβεβαιώσατε πως υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτή τη στιγμή το περιοδικό μας στα χέρια σας» είναι οι πρώτες φράσεις της Βαβέλ προς το κοινό της, σε ένα κείμενο που από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίζει πως το περιοδικό θα είναι ανοιχτό, θα είναι μια παρέα, και θα έχει διάθεση παρέμβασης σε ό,τι γίνεται γύρω μας. «Γιατί το περιοδικό κόμικς δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα κάλων κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματιά στο χώρο γύρω μας», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. Το λες και mission statement, μια υπογράμμιση του θρυλικού πλέον μότο ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) που συνόδευε κάθε ένα από τα 246 τεύχη που κυκλοφόρησαν από τον Φλεβάρη του ‘81 ως τον Ιούνιο του 2008. Βαβέλ #1, Φεβρουάριος 1981. Από αριστερά: Το κλασικό κόκκινο εξώφυλλο, η σελίδα των περιεχομένων με το editorial «γιατί η βαβελ», και το κείμενο για κόμικς και πολιτική σάτιρα. Ένα «και όχι μόνο» που κατάφερε και τα ίδια τα κόμικς να ανυψώσει ως (παρεξηγημένη) τέχνη στα μάτια ενός έκθαμβου κοινού, αλλά και ως όχημα να τα χρησιμοποιήσει για να τοποθετηθεί ουσιαστικά – και ακόμα και να παρέμβει – πάνω στην πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε Caza, διαβάζουμε Wolinski και Reiser, διαβάζουμε Quino, αλλά διαβάζουμε και πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει στο εύκολο γέλιο, στο γέλιο με παλιάτσους που μας κάνουν γκριμάτσες, με πράγματα που δεν μας δίνουν καμία ανησυχία για τον κόσμο που ζούμε και την πραγματικότητα γύρω μας. Στην ουσία οι σοβαρές αξίες είναι συνήθως ταμπού». Στην πορεία της Βαβέλ δεν υπήρξε ταμπού που να έμεινε ακατάρριπτο ή που να μην προκλήθηκε. Μια εκδοτική ομάδα που έτρεχε το περιοδικό τα πρώτα του χρόνια (Νίκη και Εύη Τζούδα και Γιώργος Σιούνας) ως κολεκτίβα, ως παρέα με ανάγκη να εκφραστεί. Που το γέμιζε με κόμικς αληθινά χαρακτηριστικής δημιουργικής υπογραφής, συχνά στα όρια του ανίερου, συνοδεύοντάς τα με ισχυρό πολιτικό κείμενο και βλέμμα προς κάθε λογής πολιτιστική έκφραση. Η Βαβέλ σύντομα καθιερώθηκε ως φωνή ενός νέου, εναλλακτικού κοινού που ως τότε δεν συναντούσε τη φωνή του σε κανένα άλλο σημείο του mainstream τύπου. «Η αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, το AIDS, η πορνεία, τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και πολλά άλλα καλύφθηκαν από τη Βαβέλ με έναν μαχητικό τρόπο που γινόταν συχνά ενοχλητικός σε όσους πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική», γράφει ο Γιάννης Κουκουλάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, συνοψίζοντας μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις του περιοδικού. Το οποίο στην πορεία γέννησε και το ομώνυμο εμβληματικό Φεστιβάλ, μια διοργάνωση σημείο αναφοράς, όπου κάθε ανησυχία του εντύπου ζωντάνευε μέσα από εκθέσεις, συναυλίες, προβολές, σπουδαίους προσκεκλημένους. Γέννησε (ή ανέθρεψε), θα έλεγε τελικά κανείς, μια ολόκληρη εναλλακτική κουλτούρα. Τιμώντας τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση αυτού του αληθινά σημαντικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ζητήσαμε από μερικούς από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού, να μας καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι στην ιστορία του εντύπου, μέσα από τις δικές τους προσωπικές διαδρομές. Από το πρώτο εκείνο τεύχος πίσω στο ‘81, μέχρι όλα όσα η Βαβέλ σήμαινε και σημαίνει – ακόμα και σήμερα. Συζητιούνται μεταξύ άλλων: * Το πώς το κλίμα παρέας της Βαβέλ ανέθρεψε δημιουργικότητα και συλλογικότητα * Πώς κάθε συντάκτης βρήκε στη Βαβέλ την εκφραστική διέξοδο που αναζητούσε * Η γέννηση του περιοδικού από το εκδοτικό τιμ * Τα αγαπημένα άρθρα και οι αγαπημένες στήλες των συνεργατών * Η ιδέα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μέσα από ένα περιοδικό (κόμικς! και όχι μόνο!) Τεύχος #118, Φεβρουάριος 1991 (Δέκα Χρόνια Βαβέλ) / Τεύχος #213, Μάιος 2003 (War on Terror) Ι. Η ΒΑΒΕΛ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ Στο αφιέρωμα συμμετείχαν ο Γιάννης Νένες (δημοσιογράφος – ραδιοφωνικός παραγωγός), Χρήστος Ξανθάκης (δημοσιογράφος), Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης, Ευτυχία), Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός Τέχνης, διδάκτωρ ΑΣΚΤ, συνεπιμελητής του Καρέ Καρέ στην Εφημερίδα των Συντακτών). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά, μέσω μέιλ και τηλεφώνου και έχουν γίνει edited για λόγους συνέχειας. Ως αναγνώστης τι είχες θαυμάσει και αγαπήσει περισσότερο στο περιοδικό; Γιάννης Κουκουλάς: Τα πάντα. Την τέχνη της αυθάδειας. Τον Καλαϊτζή και τον Bilal. Τον Manara και τον Copi. Τον Quino και τον Altan. Μα πάνω απ´ όλα το «και όχι μόνο». Το ότι η Βαβέλ δεν ενδιαφερόταν μόνο για τα καλά κόμικς – που τα δημοσίευε έτσι κι αλλιώς – αλλά για τις μικρές παρεμβάσεις στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Χρήστος Ξανθάκης: Ως αναγνώστης κόμικς στην Ελλάδα ανήκα και ανήκω σε μια αισχρή μειοψηφία, μιας και η ένατη τέχνη στη χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε ευρύ κοινό. Για την ακρίβεια, τα ενήλικα κόμικς (όχι οι τσόντες πουλάκι μου!) δεν είχαν καν κοινό στην αρχή, εξ ου και πήγαν κατά διαόλου οι προσπάθειες της Κολούμπρας και του Μαμούθ. Χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες εκ μέρους της Βαβέλ και της ομάδας της για να πάει μπροστά το πράγμα. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση, εγώ κόμικς ήθελα να διαβάζω, η τρέλα μου ήταν. Όλα μου άρεσαν λοιπόν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα. Γιάννης Νένες: Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα κατακόκκινο εξώφυλλο κρεμασμένο στο περίπτερο με το σχέδιο του Moebius, το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος. Ήμουν φανατικός των κόμικς από μικρός, έπαιρνα ανελλιπώς τα τεύχη της Κολούμπρας, τα διάφορα φανζίνς, αλλά το πρώτο της Βαβέλ με εντυπωσίασε από μακριά για τη διαφορετική του προσέγγιση στο εξώφυλλο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα σταματήσει να είμαι γραφίστας και τις μετρούσα πολύ κάτι τέτοιες γραφιστικές εκπλήξεις. Σαν αναγνώστης, για μένα ήταν τρομερό δέλεαρ οι πλούσιες, πολυσέλιδες ιστορίες που μπορούσες να τις απολαύσεις εξονυχιστικά, με τις ώρες, καρέ-καρέ, να τις επενδύσεις με ό,τι μουσικές ήθελες και να φτιάξεις σάουντρακ. Ήταν ένα περιοδικό που δεν τελείωνε ποτέ. Κι ανάμεσα στις ιστορίες, κάτι ακαριαίες στιγμές τύπου Wolinski, Altan, Reiser, κανονικά ξεσπάσματα. Και κάτι άλλο: τα κείμενα είχαν από την πρώτη στιγμή μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω μιλάμε την ίδια γλώσσα. Άγγελος Φραντζής: Πρώτο τεύχος που έπεσε στα χέρια μου ήταν κάπου γύρω στο #14; #17; Είχε ένα εξώφυλλο του Caza. Πρέπει να ήμουν 12. Το είδα κι έπαθα πλάκα. Τότε ήθελα να γίνω γελοιογράφος. Διάβαζα πολλά κόμικς, Αστερίξ και τα άλλα κόμικς της εποχής. Αυτό ήταν το πρώτο όπου είδα ενήλικο κόμικ άλλου τύπου. Ήταν αδιανόητο το τοπίο που άνοιγε μπροστά μου με αυτό το πράγμα που έπαθα με τη Βαβέλ. Ορισμένοι μόνο από τους σπουδαίους ξένους δημιουργούς των οποίων έργα έχουν φιλοξενηθεί στις σελίδες της Βαβέλ κατά τη διάρκεια των χρόνων. Από πάνω αριστερά: Hugo Pratt, Adrian Tomine, Ralf Konig, David Mazzucchelli, Altan, Jules Feiffer, Daniel Clowes, Andrea Pazienza, Reiser. Ποιο ήταν το πρώτο σου τεύχος στη Βαβέλ; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία; Ξανθάκης: Αν θυμόμουν πράγματα από τη δεκαετία του ογδόντα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ουδεμία ανάμνηση από την πρώτη εμφάνισή μου στη Βαβέλ! Όσο για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία, νομίζω ότι ήρθε μετά από επίμονες προσπάθειες δικές μου όπου έπεισα εν τέλει τη Τζούδα πως δεν είμαι κάνα μαλακισμένο που προσπαθεί να τους καθίσει στο σβέρκο. Χρειάστηκε αγώνας μιας και η Νίκη είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό άτομο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να συμπεραίνουν ότι είναι ψυχρή και παγερή. Αλλά who gives a fuck; Φραντζής: Ξεκίνησα να επισκέπτομαι το βιβλιοπωλείο, έκανα κόμικς και άρχισα να τα πηγαίνω με τρομερή ντροπή, φόβο και αμηχανία να τα δείξω. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αποκτούμε μια σχέση, και έγραψα το πρώτο μου κείμενο – για κόμικ και κινηματογράφο – στα 16 μου, κάπου στο ‘85-’86. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα και δημοσίευσα στη Βαβέλ. Πέταξα από χαρά μου, ήταν η Βαβέλ ένας μύθος. Όταν αρχίσαμε να αποκτάμε σχέση πήγαινα συχνά στα γραφεία. Τον Γιώργο τον Σιούνα τον έλεγα πατέρα και τη Νίκη μητέρα! Μετά έφυγα για σπουδές, για σινεμά, και όταν γύρισα ουσιαστικά τότε άρχισα να γράφω μόνιμα για σινεμά, με τη στήλη Τα Μάτια Ανοιχτά. Τότε δεν είχαν σινεμά, παλιά έγραφε ο Τζιώτζιος. Ξεκίνησα κάπου το ‘92-’93 και έγραφα συστηματικά για καμιά δεκαετία σίγουρα. Νένες: Δεν θυμάμαι σε ποιο τεύχος ξεκίνησα να γράφω. Η Βαβέλ και η φιλία μου με τα παιδιά ήταν μέρος της ζωής μου, οπότε δεν έχω συγκρατήσει αυστηρά ημερομηνίες. Ήμουν εκεί, αράζαμε κάπως, λέγαμε βλακείες και γελούσαμε και κάπως έτσι έδωσα ένα κείμενο – τι να πω. Νομίζω πρέπει να ξεκίνησα με συνεντεύξεις των σχεδιαστών που είχαν έρθει στην Αθήνα για το πρώτο φεστιβάλ της Βαβέλ στον εκθεσιακό χώρο Εύμαρος, σε ένα παλιό σχολείο στους Αμπελόκηπους. Κουκουλάς: Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1992, κάναμε στο Ράδιο Ουτοπία, έναν κινηματικό εναλλακτικό ραδιοσταθμό στη Θεσσαλονίκη, μια εκπομπή για τα Κόμικς, την Επιστημονική Φαντασία και την Αστυνομική Λογοτεχνία μαζί με δυο φίλους, τον Φιλήμονα Καραμήτσο και τον Στάθη Κουρνιώτη. Στείλαμε στη Βαβέλ υλικό από την εκπομπή για μια γνώμη και μας παρουσίασαν στις σελίδες του. Ήταν τέτοια η χαρά να δω το όνομα μου στο περιοδικό που σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράφω σε αυτό. Λίγο αργότερα προτείναμε και κάναμε σε συνεργασία με τον Αβραάμ Κάουα ένα θέμα για το Γυμνό Γεύμα του Burroughs και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τακτικά με πρώτο κείμενο ένα αφιέρωμα στην Αρρώστια στα Κόμικς το 1994 που ιδιαίτερα σήμερα είναι ακόμα επίκαιρο. Συμμετείχα σταθερά στη στήλη Αεροπλανάκι που διατηρούσε ο δάσκαλος Γιώργος Σιούνας τον οποίο ευγνωμονώ για όσα μου έμαθε και όσα έγραφε. Και κάποια στιγμή εγκαινίασα τη στήλη Make Comics, Not War. Η εμβληματική στήλη «Αεροπλανάκι» της Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων, από πάνω αριστερά: 1986, 1987, 1993, 1995, 2001, 2002. Στις σελίδες της στήλης διαβάζαμε άρθρα γνώμης, ειδήσεις, σχέδια, συνεντεύξεις, πολιτικό σχολιασμό και πολλά άλλα. Κάποιο αγαπημένο τεύχος; Αγαπημένη στήλη ή κείμενο; Νένες: Τα τεύχη όλα ήταν σαν σεξ, κάπως. Τα είχες προετοιμάσει, είχες γελάσει φτιάχνοντάς τα και μετά ερχόταν η κορύφωση, το τυπωμένο και βυθιζόσουν να το διαβάζεις. Όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη στήλη Εν Εξάρσει, δεν τα θυμάμαι και καλά. Πάντως αυτή η στήλη γραφόταν πάντα βράδυ, μεταμεσονύκτιες ώρες, και έχει διατρέξει πολλά χιλιόμετρα σε αυλάκια βινυλίου. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα. Για χάρη της νυχτερινής εργασίας, επειδή έκανε πολύ θόρυβο η παλιά γραφομηχανή και ξύπναγε η από κάτω, είχα αγοράσει ηλεκτρική – αθόρυβη. Θυμάμαι να γράφω για την κασέτα των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί τους. Θυμάμαι μία αισθησιακή φωτογραφία της Madonna που έβαλα στη στήλη, να λέει μέσα σε μπαλούν «Μμμ, κάποιος τηγανίζει κεφτέδες». Γενικά δεν έκανα τίποτα σοβαρά, ήταν απλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλή μουσική. Κουκουλάς: Αγαπημένο τεύχος το #18, θρυλικό και εξαντλημένο από πολύ νωρίς, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στους Reiser και Wolinski. Αγαπημένο εξώφυλλο το παραπλανητικό #131 με έναν πιτσιρικά του Reiser και λεζάντα: «Έρευνα Σοκ! Ο Αυνανισμός είναι Κληρονομικός;». Φυσικά δεν υπήρχε τέτοια έρευνα. Ξανθάκης: Μου άρεσαν πάρα πολύ τα τεύχη που ήταν αφιερωμένα στον αντιαπαγορευτικό αγώνα. Γιατί ήταν χίλια χρόνια μπροστά απ’ την εποχή τους, γιατί απέδειξαν ότι ένα περιοδικό κόμικς μπορούσε να καταπιάνεται με πολύ σοβαρά ζητήματα, γιατί δικαιώθηκαν εκατό τοις εκατό. Όσο για κείμενο δικό μου, και μόνο τη συνέντευξη με τον Καλαϊτζή να είχα κάνει, πάλι μια χαρά θα αισθανόμουν. Φραντζής: Για μένα το κάθε τεύχος που επρόκειτο να βγει ήταν μια τρομερή ιστορία. Πήγαινα στα περίπτερα κάθε τρεις και λίγο, το τεύχος δεν έβγαινε ποτέ στην ώρα του, ρώταγα Βγήκε η Βαβέλ, δεν βγήκε η Βαβέλ, Α, μας είπαν θα μας τη φέρουν την Πέμπτη. [γελάμε] Είχε μια τέτοια προσμονή, του φανατικού. Μετά κατάλαβα: Ήταν ένα περιοδικό τόσο οικογενειακό σαν κατάσταση, έπαιζε και ένα χύμα πράγμα, αλλά και πολύ οργανωμένο όταν χρειαζόταν. Η οργάνωση των παιδιών στα πρώτα Φεστιβάλ στο Γκάζι, άλλο πράγμα. Κείμενο, το θέμα για το Mulholland Drive. Είχα τόσο πωρωθεί που βγήκε ένα κείμενο τεράστιο, 10 σελίδες περιοδικού. Κι αυτό ήταν το τρελό με τη Βαβέλ, ότι δεν υπήρχε αυτό που συναντούσες σε όλα τα περιοδικά. Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα άρχισα να κάνω συνεντεύξεις, αλλά όχι απαραίτητα για τις ταινίες των σκηνοθετών. Έκανα με τον Πάνο Κούτρα για τα μελοδράματα και τον Douglas Sirk, με τον Παναγιωτόπουλο για την Περιφρόνηση, με σκηνοθέτες για άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε σαν διαδικασία πάρα πολύ. Στήλες για σινεμά και μουσική, σχολιασμός, άποψη, πρόσωπα και συνεντεύξεις με μοναδικό τρόπο από μοναδικές υπογραφές. Η Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων υποστήριξε και με το παραπάνω το εμβληματικό «και όχι μόνο» του μότο της. Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης στη συγγραφή της στήλης; Ζητούσαν από το περιοδικό κάτι συγκεκριμένο; Φραντζής: Είναι το τι θα μπορούσε να με παθιάσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Για μένα η κριτική δεν είχε κάτι το επαγγελματικό με την έννοια ότι πρέπει να γράψεις για τις ταινίες της εβδομάδας, είχε την έννοια της προέκτασης, της απόλαυσης της θέασης ενός πράγματος. Άλλες φορές ήταν επειδή κάτι με θύμωνε, το Natural Born Killers ήταν ένα τέτοιο κείμενο, κάτι με είχε θυμώσει και ήθελα να γράψω με έναν τρόπο διαφορετικό. Άλλες φορές ήταν επειδή ήθελα να στηρίξω κάτι, είχα γράψει κείμενο για την πρώτη ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ή το Ακρόπολις της Εύας Στεφανή. Ή για διάφορα πράγματα τα οποία ένιωθα ότι βάλλονται και ήθελα να τα στηρίξω γιατί μου άρεσαν κι ένιωθα ότι εδώ γεννιέται κάτι. Ξανθάκης: Και μου ζητούσαν και τους έστελνα και τα βρίσκαμε και τα χάναμε και μπορεί να εξαφανιζόμουν για τρεις μήνες και να ξαναγύρναγα και να μην έτρεχε τίποτα. Μοιάζει παράξενο σήμερα με τα κομπιούτερ και τα μέηλ και τα μέσεντζερ, αλλά μερικές φορές η χειροτεχνία είναι το άπαν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγάλεις από μέσα κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά. Αλλά υπαρκτό… Κουκουλάς: Κάθε φορά συζητούσαμε με το Γιώργο Σιούνα και καταλήγαμε σε θέματα. Βασικός άξονας ήταν σχεδόν πάντα να πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα βρισκόταν εύκολα σε άλλα περιοδικά. Καθώς ο Σιούνας είχε τη δική του ατζέντα και έγραφε τα δικά του σπουδαία κείμενα, συνήθως του πρότεινα θέματα και μετά από συζήτηση τα υλοποιούσα. Νένες: Το σημείο εκκίνησης ήταν μία συγκεκριμένη αίσθηση που είχα τη στιγμή που καθόμουν να γράψω. Από εκεί άρχιζε να ξετυλίγεται το νήμα. Σε κάθε επόμενη παράγραφο με οδηγούσαν οι δίσκοι – που τους χρησιμοποιούσα σαν αφορμή για να λέω ότι κατέβαινε στο κεφάλι μου. Έκανα κι ένα «παιχνίδι» αρκετές φορές: μου άρεσε το τέλος της προηγούμενης παραγράφου να μοιάζει κάπως με την αρχή της επόμενης. Τέτοιες χαζομαρούλες. Όχι, ποτέ δεν μου είχε ζητήσει κανείς να γράψω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να καλύπτω όσο το δυνατό περισσότερο τις δισκογραφικές κυκλοφορίες, κυρίως της ανεξάρτητης σκηνής αλλά και εμπορικές γιατί ήταν ακόμα η εποχή που διψούσαμε για μουσικές, οι κυκλοφορίες ήταν μικρά «γεγονότα» για εμάς που ακούγαμε μουσική με αγάπη. Και πολιτικά και καλλιτεχνικά το περιοδικό μίλησε σε κόσμο που ένιωθε πως δεν είχε άλλη εκπροσώπηση στο εκδοτικό και μιντιακό mainstream της εποχής. Ήταν αυτό κάτι που σκεφτόσουν ποτέ κατά την περίοδο της συνεργασίας σας, υπήρχε κάπως συνειδητά; Ξανθάκης: Μπα, καθόλου. Την πλάκα μας κάναμε όλοι και γι’ αυτό βγήκε αυτό το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που βγήκε. Τον αναγνώστη πάντοτε τον αγαπάς, αλλά αν αρχίσεις να σκέφτεσαι με βάση το πώς θα αγκαλιάσεις ένα ευρύτερο κοινό χάνεται όλη η γκάβλα. Και η Βαβέλ πάνω απ’ όλα αυτό ήταν. Ένα γούστο, ένα καπρίτσιο, μια γκάβλα. Νένες: Δεν νιώθαμε ότι είμαστε ενάντια σε κανένα κατεστημένο, ούτε υπήρχε ακόμα η έννοια των media όπως είναι σήμερα. Ήταν όμως η χρυσή εποχή των περιοδικών. Βγάζαμε ένα περιοδικό με ύλη που δεν βρίσκαμε πουθενά αλλού – αυτό ήταν όλο. Δεν είχες το ίντερνετ και έτρεχες στα ταξίδια στο εξωτερικό να αγοράζεις περιοδικά που τα φύλαγες στη βιβλιοθήκη σου. Ή πηγαίναμε στα μεγάλα περίπτερα στο κέντρο για να αγοράζουμε ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Ήταν καθαρός φετιχισμός. Υπήρχε η αίσθηση της συσπείρωσης όμως. Ήμασταν στον κόσμο μας με τους ομοίους μας. Αν σημαίνει κάτι αυτό. Φραντζής: Μιλάμε για μια άλλη εποχή, την εποχή των περιοδικών που είναι από μόνο του κάτι άλλο. Η Βαβέλ ήταν πάντα ένα περιοδικό που ξεχώριζε επειδή μπορούσε να καλύψει ένα φάσμα πραγμάτων που τα πρωτοδιαβάζαμε σε έντυπα, από πράγματα που αφορούσαν το AIDS μέχρι πολιτική, μέχρι κομμάτια καλλιτεχνικά, πράγματα που δεν τα διάβαζες αλλού. Αν σκεφτείς πόσοι έχουν περάσει από τη Βαβέλ σε όλα τα επίπεδα, γράφοντας για μουσικές ή τέχνη ή κόμικς, άνθρωποι λίγο πολύ που καθόρισαν μια εποχή. Εγώ έγινα μέλος της παρέας 10 χρόνια αφού ξεκίνησε, οπότε για μένα υπήρχε πάντα αυτή τη διάσταση, ότι αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που συμβαίνει. Όταν μετά έγινε σπίτι μου, ήταν κυρίως ένας τόπος συνάντησης. Πέρναγες να πεις ένα γεια ή να αφήσεις το κείμενο και έμενες 5 ώρες να κουβεντιάζεις, έρχονταν άλλοι κ.λ.π. Αυτό το πράγμα είχε τρομερή ζωντάνια. Ήταν παρέα με κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους οπότε αυτό γεννούσε και δημιουργούσε πράγματα. Κουκουλάς: Φυσικά. Ήταν τιμή να γράφεις στη Βαβέλ όταν η κυρίαρχη τάση ήταν από τη μια ο αυριανισμός στον ημερήσιο τύπο και από την άλλη το lifestyle του ΚΛΙΚ στον περιοδικό. Το περιοδικό πάντα ξεχώριζε για τα αφιερώματά του, παρεμβατικά, επίκαιρα, ακόμα και μπροστά από την εποχή τους. Σου ανέφερε κόσμος ή γνωστοί σου τα κείμενά σου ή το περιοδικό γενικότερα; Ξανθάκης: Ναι, αλλά δεν το έψαχνα και πολύ. Για αναγνώριση είχα τη δημοσιογραφική μου εργασία σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά lifestyle. Η Βαβέλ ήταν ο έρωτάς μου και γι’ αυτό έγραφα ό,τι μου κατέβαινε. Ενίοτε και εκπληκτικά άστοχα κείμενα, για τα οποία πάντως δεν μετανιώνω. Κουκουλάς: Στον κύκλο μου, χωρίς αυτός να είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής, η Βαβέλ ήταν θρύλος. Οπότε ναι, τα κείμενα που έμπαιναν στη Βαβέλ είχαν μεγάλη επίδραση. Ιδιαίτερα τα μαχητικά θέματα που συχνά δεν αφορούσαν τα κόμικς ή δεν αφορούσαν μόνο τα κόμικς. Νένες: Δεν μπορώ να πω ότι μου ανέφεραν τη στήλη οι γνωστοί. Μόνο κάποιοι κοντινοί φίλοι που γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Επισήμως, θυμάμαι, πρώτη φορά είχε αναφερθεί στη στήλη ο Τσαγκαρουσιάνος, στη δική του στήλη στην Ελευθεροτυπία – είχε κράξει τον Σταύρο Κούλα κι εμένα ότι ξεφωνίζουμε το περιοδικό, κάτι τέτοιο. Δεν μάς ήθελε καθόλου. Φραντζής: Εκ των υστέρων. Πολύς κόσμος άρχισε να μου λέει πω πω εκείνο το κείμενό σου, κι έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε όντως κόσμος που διάβαζε και σχολίαζε. Ήταν αφορμή για συναντήσεις. Ας πούμε με τον Αλέξη Αλεξίου, που κι εκείνος ήταν αναγνώστης της Βαβέλ, είχαμε οργανώσει στο Φεστιβάλ ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Χονγκ Κονγκ, γιατί τότε είχαμε κι οι δύο ανακαλύψει αυτό το σινεμά που τότε ήταν πολύ στην αρχή εδώ. Τότε δεν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα. Όταν ήμουν στο Παρίσι είχα έναν κολλητό σε μια ομάδα που έκανε αφιέρωμα στις ταινίες του Χονγκ Κονγκ και μέσω αυτών ανακάλυψα εκείνη την κινηματογραφία, κι αποφασίσαμε αργότερα να κάνουμε εδώ αυτό το αφιέρωμα. Δεν υπήρχε πρόσβαση – οπότε γινόταν δίαυλος το περιοδικό προς πράγματα που δεν ήταν ακόμα γνωστά. Τι σου λείπει περισσότερο από την εποχή της Βαβέλ; Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά της; Κουκουλάς: Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της. Η κληρονομιά της είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία της συζητούμε για αυτήν. Γιατί σύστησε σε πολλούς ανθρώπους των eighties και των nineties την τέχνη των κόμικς. Και την ανατρεπτική ματιά του χιούμορ Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών. Ξανθάκης: Μου λείπει ότι κάνουμε κάτι γιατί έτσι μας γουστάρει, χωρίς να ψαχνόμαστε πώς θα κονομήσουμε ή πώς θα κερδίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Έτσι για το γαμώτι δηλαδή που λένε και στην επαρχία. Νένες: Δεν ξέρω για κληρονομιά, είναι πολύ βαριές λέξεις αυτά – κατεστημένο, κληρονομιά… Η Βαβέλ άφησε πίσω της ρημάδια. Η εποχή θα έλεγα. Είμαστε όλοι μισότρελοι, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που συνέβαινε τότε και πώς να το ισορροπήσουμε με το τώρα. Γελάμε αρκετά με αυτά που θυμόμαστε, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω τίποτα από τα παλιά μου κείμενα, ανατριχιάζω, ντρέπομαι. Αυτό που μου λείπει από εκείνη την εποχή είναι η ορμή να γράφω. Φραντζής: Το δέσιμο μιας παρέας ανθρώπων που επέμενε πάρα πολύ να κάνει πράγματα επειδή τα πίστευε, και για το κέφι τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και άρα να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυτόνομο, ελευθερίας. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει προτάσεις να αγοραστεί η Βαβέλ, και ποτέ δε μπήκανε σε αυτό το τριπ τα παιδιά, για να μπορέσουν να κρατήσουν την αυτονομία ενός πράγματος που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν, όπως θέλουν. Ήταν κάτι που το κάναμε όλοι επειδή γουστάραμε να το κάνουμε, ούτε χρήματα υπήρχαν… Όποτε το βλέπεις αυτό να συμβαίνει, όποτε έχουν δημιουργηθεί τέτοιοι πυρήνες βλέπεις ότι αφήνουν πίσω κάτι, γεννιέται κάτι. Αυτό είναι μια κληρονομιά. Τι σου έδωσε η Βαβέλ και κράτησες έκτοτε για πάντα στην πορεία σου; Νένες: Να πιάνω την πρώτη μου σκέψη και να ακολουθώ το νήμα. Ήταν ένα είδος μπλόγκινγκ που το ακολούθησα αργότερα και στο Πανικοβάλ των 500, της Athens Voice. Φραντζής: Το πάθος για τα πράγματα. Όλοι είχαν πάθος για τα πράγματα που κάναν στη Βαβέλ. Και πάθος και ανάγκη να τα υπερασπιστούν. Κανείς δεν έκανε αυτό που έκανε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το κάνανε όλοι με ένα τρελό πάθος. Κουκουλάς: Πρώτα απ’ όλα καλούς φίλους. Σπουδαία τέχνη. Ανατρεπτικό, ανυπότακτο πνεύμα. Επιμονή παρά τις αντιξοότητες. Και εμπλοκή του πολιτικού ζητήματος σε κάθε θέμα. Ελπίζω να έχω κρατήσει κάτι απ’ όλα αυτά. Ή τουλάχιστον να μπορώ να τα εκτιμώ σε όσους και όσες τα διαθέτουν. Ξανθάκης: Ζούρλια μου έδωσε, ανάσα μου έδωσε και ολίγη μαγκιά. Αυτά μου φτάνουν. Το αφιέρωμα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΒΕΛ από το τεύχος #118 της Βαβέλ ΙΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΕΛ Τον Σεπτέμβριο του ‘18 για λογαριασμό του περιοδικού Μπλε Κομήτης (Εκδόσεις Polaris: Ερωτόκριτος, Ληστές, Τα Μυστικά του Βάλτου) είχα μιλήσει με τις Νίκη και Εύη Τζούδα και τον Σταύρο Κούλα, που σχεδίαζε το περιοδικό από το ‘85. Ακολουθεί η αναπαραγωγή αποσπασμάτων της συζήτησης, με την άδεια των εκδόσεων Polaris. Νίκη Τζούδα: Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών. Ως κέφι περισσότερο, από μια διάθεση. Οι περισσότεροι είχαμε τελειώσει πανεπιστήμιο στην Ιταλία, γνωριζόμασταν από τότε, η Παυλίνα [Καλλίδου] που ήταν πριν στην Κολούμπρα με τον Τουφεξή. Σκέψου ήταν μια εποχή που έβραζαν τα πάντα κοινωνικά, οπότε τα περιοδικά αυτού του είδους ανθούσαν. Κι έτσι για την Ελλάδα υπήρχε ένας πλούτος απίστευτος από κόμικ που μπορούσαμε να δημοσιεύσουμε από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε κανέναν, ότι είχαμε τελειώσει τις σχολές μας. Σιγά-σιγά με το περιοδικό άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι. Ο Αρκάς είχε μάθει ότι θα βγει το περιοδικό κι έναν χρόνο πριν κάναμε σχέδια. Είχαμε βρει Ιωάννου, Καλαϊτζή. Ο Καλαϊτζής έκανε βινιέτες στο Αντί, όπως κι ο Ιωάννου. Κόμικ πρώτη φορά με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα. Ελληνική σκηνή τότε υπήρχε; Σταύρος Κούλας: Ουσιαστικά η Βαβέλ έκανε τη σκηνή. Και στην Κολούμπρα έκαναν πράγματα αλλά πιο χύμα κατάσταση, άλλο πράγμα. Με τη Βαβέλ γίναν πιο συγκεκριμένα και ιδεολογικά πιο φορμαρισμένα. Και το πολιτικό στίγμα του περιοδικού ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ έντονο. Ν. Τζούδα: Γιατί είμαστε έτσι εμείς. Πέρα από τον πλούτο των κόμικ εκείνης της εποχής που δεν ήξερες τι να διαλέξεις, υπήρχαν κι ένα σωρό κίνητρα τότε να έχεις κι άλλα κείμενα. Στο κάτω-κάτω δε μας ενδιέφερε ποτέ ένα περιοδικό αμιγώς κόμικ. Κούλας: Κάναμε ολόκληρη ιστορία μια παρέα λίγων ανθρώπων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ήξερε τη Βαβέλ. Μπορεί να μην τη διάβαζε, αλλά την ήξερε. Δουλειές Ελλήνων καλλιτεχνών έκαναν συχνά την εμφάνισή τους στη Βαβέλ, από τον Γιάννη Καλαϊτζή μέχρι τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στις εικόνες από αριστερά προς τα δεξιά, βλέπουμε αποσπάσματα κόμικς των Γιώργου Μπότσου, Διαμαντή Αϊδίνη, Λέανδρου, Πέτρου Ζερβού, Sotos Anagnos. Ν. Τζούδα: Το ένα έφερνε το άλλο. Ο Σταύρος πέρασε να μας γνωρίσει. Έκανε ένα κόμικ, κάτι κουνημένες φωτοτυπίες. Είχαμε διαρκώς ερεθίσματα. Ερχόταν κάποιος κι έλεγε μια ιδέα, μας επηρέαζε, άρχιζε να γράφει. Ο Τζιώτζιος για παράδειγμα, που μετά ίδρυσε το Σινεμά και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Ήταν ένα εκπληκτικό, λαμπερό άτομο. Θέλω να σου πω, είναι και λίγο τυχαία αυτά τα πράγματα. Περνούσαν άνθρωποι, ταιριάζανε. Υπήρχε με αυτόν τον τρόπο και μια πολυφωνία για τα πάντα. Ο Ζερβός ήταν τότε ένας φοιτητής της αρχιτεκτονικής. Κούλας: Ο Παπαϊωάννου έφερνε τα κόμικ του. Ν. Τζούδα: Και μάλιστα με μια συστατική επιστολή από τον Τσαρούχη! Κούλας: Όταν ξεκίνησε το περιοδικό, άρχισαν να έρχονται φάκελοι σωρηδόν. Ανακαλύψατε πολλούς έτσι; Ν. Τζούδα: Βέβαια, πολλούς! Εύη Τζούδα: Μπότσος, Σολούπ, Λέανδρος. Κούλας: Διαμαντής Αϊδίνης. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίναγαν να γράφουν και ήθελα να γράφουν σε εμάς. Νένες, Γεωργελές, Λάλας. Ο Τζιώτζιος που έκανε κριτική. Κι ερχόταν κόσμος, άφηνε κείμενα, αν μας άρεσε το βάζαμε. Ήταν μια πολύ παρεΐστικη κατάσταση. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με ένα corporate περιοδικό με διευθυντή, αρχισυντάκτη, ήμασταν όλοι μαζί. Ν. Τζούδα: Λειτουργούσαμε σαν κολεκτίβα. Χωρίς επεμβάσεις. Πες εσύ, ήρθες το ‘85 στο περιοδικό, δε θυμάμαι να σου είπαμε ποτέ μην το κάνεις έτσι ή πώς είναι έτσι το εξώφυλλο. Κούλας: Ποτέ. Ενώ σε άλλα περιοδικά που δούλευα είχα παρεμβάσεις. Η Βαβέλ ήταν το μοναδικό περιοδικό που ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στην κούτρα μου, μερικές φορές τα οποία δε βλεπόντουσαν κιόλας, είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα. Από τη Βαβέλ έμαθα να είμαι γραφίστας. Αυτό ίσχυε και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δούλευαν εκεί μέσα. Κούλας: Εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα περιοδικό την εποχή του ίντερνετ. Κάποια κείμενα που τα βάζαν απέξω τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα βρεις ας πούμε, τώρα με το ίντερνετ τα βρίσκεις όλα. Ε. Τζούδα: Στο ίντερνετ από τη μία βρίσκεις τα πάντα, από την άλλη χάνεσαι, δε βρίσκεις τίποτα. Ενώ όταν κάποιος σου δίνει μια συλλογή που σε βρίσκει σύμφωνο αισθητικά και από άποψη, το έχεις συγκεντρωμένο. Για μένα ένα περιοδικό λειτουργεί έτσι, συγκεντρώνει απόψεις, δίνει βήμα. Γιατί τώρα πια οι αυτοεκδόσεις είναι μεν πιο εύκολες, όμως ένα περιοδικό βοηθάει έναν δημιουργό να αναδειχθεί και να δείξει καλύτερα τη δουλειά του. Κούλας: Τυπωμένο είναι και πιο ωραίο από το να το βλέπεις στο ίντερνετ. Μπορεί να είναι και φετιχιστικό αυτό, αλλά προτιμώ να το έχω τυπωμένο, όπως και μια φωτογραφία, παρά να βλέπω 15.000 φωτογραφίες. Όπως είναι και με τη μουσική, έπαιρνες έναν δίσκο και τον ξέσκιζες, τώρα ακούς 35.000 δίσκους και δε θυμάσαι κανέναν. Εγώ πιστεύω πρέπει να υπάρχουν περιοδικά μιας τέτοιας φόρμας και ιδεολογίας. Γιατί εκεί μέσα [σ.σ. στο ίντερνετ] χάνεσαι, εκεί δεν υπάρχεις πια από ένα σημείο και μετά. Αλλά ήταν κι η εποχή, σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ν. Τζούδα: Ή μπορεί να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα και σήμερα το μυστικό είναι η συλλογική δουλειά. Μερικές μόνο από τις υπογραφές που πέρασαν από τη Βαβέλ: Νίκος Ξυδάκης, Περικλής Κοροβέσης, Θανάσης Λάλας, Βαγγέλης Περρής, Φώτης Γεωργελές, Μάκης Μηλάτος, Κωστάκης Ανάν. Κούλας: Ξέρεις πόσες φορές βρίσκω ανθρώπους που δεν τους ξέρω και μου λένε για τη Βαβέλ «έχω όλα τα τεύχη»; Από ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι αυτοί θα είχαν όλα τα τεύχη. Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπαγκράουντ κουλτούρας ζωής. Και γι’ αυτόν που τα δίνει και αυτή την κατάσταση τη μεταφέρει σε κάποιον άλλον, σε αυτόν που του τα χαρίζει. Δε σου αφήνει κάποιος απλώς δέκα τεύχη. Δεν αφήνει κανείς δέκα τεύχη του Ταχυδρόμου. Αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή. Ε. Τζούδα: Ο κόσμος έψαχνε για κάτι και ψαχνόταν σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, άμα είσαι τυχερός και πέσεις στην κατάλληλη εποχή και βγάλεις εσύ κάτι, μαζεύεις τον κόσμο δίπλα σου. Κούλας: Η Βαβέλ είχε άρθρα για το AIDS. Ν. Τζούδα: Μια εποχή που κανείς δεν ασχολείτο με το AIDS. Ή με την αποποινικοποίηση της κάνναβης! Ο Γιώργος [Σιούνας] είχε κάνει εξαιρετική δουλειά με εκείνα τα αφιερώματα. Κούλας: Το τι δημιούργησε αυτό το περιοδικό! Τα παιδιά που ανακάλυψε, το τι είδαν αυτά τα παιδιά εδώ, πράγματα που δεν είχαν δει. Τα νούμερα δεν υπήρχαν, αλλά είχαμε μια επιρροή μεγαλύτερη από τα νούμερά μας. Και το σχετικό link...
  2. Ο ζωγράφος και κριτικός από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ Μάνι Φάρμπερ, όρισε ως «τέχνη των τερμιτών» αυτή που βρίσκεται «εκεί όπου το επίκεντρο του πολιτισμού δεν εντοπίζεται πουθενά ξεκάθαρο, με αποτέλεσμα ο τεχνίτης να μπορεί να είναι πρόστυχος, πεισματάρης, καλλωπιστικός και πεισματικά συγκεντρωμένος, κάνοντας τέχνη που δεν του εξασφαλίζει τα προς το ζην και δεν ενδιαφέρεται για το τελικό αποτέλεσμά της». Αυτή η ανάγκη, το να είναι η τέχνη τρόπον τινά «άσχημη», να κατευθύνεται εκεί όπου δεν είναι επιθυμητή, χτίζοντας και καταστρέφοντας χαοτικά λαγούμια σαν τους τερμίτες, ήταν ισχυρή στη δημιουργία του περιοδικού Βαβέλ σαράντα χρόνια πριν τον Φεβρουάριο του 1981. Η Βαβέλ ήταν ένα περιοδικό «κόμικς – και όχι μόνο» όπως καυχιόταν, χρησιμοποιώντας μια – μάλλον μέτρια – μετάφραση του σλόγκαν του θρυλικού ιταλικού περιοδικού κόμικς Linus που άνθιζε εκείνη την περίοδο. Αέρας ανανέωσης Σε μια εποχή μεγάλου κοινωνικού αναβρασμού και εντονότατης πολιτικοποίησης, μια παρέα νέων με σπουδές στην Ιταλία, αγάπη για τα κόμικς και με τα λεφτά των διακοπών που δεν πήγαν, εξέδωσε ένα περιοδικό κόμικς. Πρωτεργάτες η Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας – ο οποίος στην πορεία διαφώνησε και αποχώρησε για να δημιουργήσει το δικό του περιοδικό κόμικς, το Παρά Πέντε. Επηρεασμένη από το περιοδικό Linus και τα γαλλικά Charlie Hebdo και τον πρόγονό του, το Hara-Kiri, η Βαβέλ προσέφερε σε ένα ουσιαστικά αμύητο κοινό, από το πρώτο κιόλας τεύχος της, σατιρικά κόμικς και στριπ. Λεγόταν τότε ότι η Βαβέλ (και το περιοδικό Μαμούθ που είχε προηγηθεί) είναι περιοδικό ανθολογίας κόμικς όχι για παιδιά, που θεωρούνταν το βασικό κοινό των κόμικς, αλλά για ενήλικους. Αλλά προφανώς, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν αρκετός. Τα κόμικς που φιλοξένησε η Βαβέλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό κυμαίνονταν στο γενικότερο κλίμα ελευθεριότητας και ριζοσπαστισμού που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στα ευρωπαϊκά έντυπα, φιλοξενώντας τη δουλειά δημιουργών όπως ο Altan, ο Copi, ο Reiser, ο πατέρας της Μαφάλντα Quino, ο Wolinski, αλλά και ο Crepax, ο Moebius, o Enki Bilal, οι Munoz-Sampayo να κάνουν την εμφάνισή τους από τα πρώτα κιόλας τεύχη της. Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τεύχος της Βαβέλ Δυσανάλογα επιδραστική ειδικά αν αναλογιστούμε πως επρόκειτο για κόμικς, η Βαβέλ ήταν ένα έντυπο στο οποίο στράφηκε το κομμάτι εκείνο της νεολαίας της δεκαετίας του 1980 το οποίο ήταν μπουχτισμένο από τον συντηρητισμό των υπαρχόντων μίντια και την αναχρονιστική στάση της κυρίαρχης Αριστεράς απέναντι στην κουλτούρα. Εκτός από διάφορες μοντέρνες αφηγηματικές εκδοχές στα κόμικς και εκτός της καταλυτικής παρουσίας εκπροσώπων του χιουμοριστικού κόμικς που γεννήθηκαν μέσα στον ριζοσπαστισμό του Μάη του ’68, η Βαβέλ λειτούργησε ταυτόχρονα ως υπέρμαχος πολιτικού φιλελευθερισμού σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν – μεταξύ άλλων – εξαιρετικά κείμενα για τον κινηματογράφο, τη γραφιστική, αλλά και κείμενα παρέμβασης για το AIDS, τα ναρκωτικά κ.ά. Όλα αυτά συνοδευόμενα από πολλών λογιών στήλες, κείμενα και διηγήματα, μα κυρίως γουστόζικα ενορχηστρωμένα, τυλιγμένα μέσα σε εντυπωσιακούς γραφιστικούς πειραματισμούς, με τον Σταύρο Κούλα να αφήνει το αποτύπωμα των «γουορχολικών» και ποπ επιρροών του (μετά την αποχώρηση του Γιώργου Μπαζίνα, η γραφιστική πρωτοπορία που ερχόταν από περιοδικά τύπου Actuelle αλλά και από αμιγώς κόμικς προσπάθειες όπως το Frigidaire επικράτησαν), αλλά και αργότερα τον Soto Anagno να αφήνει το στίγμα του στο lay-out του περιοδικού. Κόμικς και άλλα κόμικς Η Βαβέλ σύστησε στο ελληνικό κοινό σπουδαίους δημιουργούς και μεταξύ τους ορισμένους κλασικούς, όπως ο δημιουργός του ντετέκτιβ Σπίριτ Will Eisner, o δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε Hugo Pratt, o «μάγος» από την Αργεντινή Alberto Breccia που πειραματιζόταν όσο κανείς με το χρώμα και την «αφή» της γραμμής, ο υπερρεαλιστής Caza, o Gotlib, o Pazienza, o Vuillemin, ο Mordillo, o Margerin, ο Liberatore, o Loustal, o Igort, o Tardi, o Daniel Clowes (που στην Ελλάδα μας συστήθηκε καλύτερα με το κόμικς Υπομονή, εκδ. Οξύ), ο Ralf König που με τα κόμικς του σατίριζε τον κοινοτισμό των γκέι, και τόσοι άλλοι. Παράλληλα όμως έδωσε βήμα σε σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς να αναδειχθούν μέσα από τις σελίδες της. Από τη Βαβέλ ξεκίνησε ο Αρκάς που πρωτοδημοσίευσε τα στριπ του με τον Κόκορα, στη Βαβέλ άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες ο Γιάννης Καλαϊτζής την Τσιγγάνικη ορχήστρα, το πρώτο μοντέρνο ελληνικό graphic novel, έναν συναρπαστικό εικονογραφικό περίπατο στην μεταπολιτευτική Αθήνα του 1980, εκεί πρωτοεμφανίστηκε ο χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο οποίος δημοσίευσε κυρίως τη δεκαετία του ‘90 συναρπαστικά γκέι κόμικς με θέμα τον έρωτα, τον εικαστικό Γιώργο Μπότσο, την Έλενα Ναβροζίδου και τον Κώστα Βιτάλη με τα ποιητικά και «ακραίου ερωτισμού» κόμικς που δημιούργησαν, τον Νίκο Κούτση, τον Νικόλα Κούρτη, τον Κώστα Μανιατόπουλο, τον Λέανδρο με την χαοτική και ιδιοφυή σχεδιαστική γραμμή του που κατάφερε να ενθουσιάσει ακόμα και τον θρύλο Moebius σ’ ένα από τα φεστιβάλ της Βαβέλ στο Γκάζι, τη Μαρία - Ηλέκτρα Ζογλοπίτου, τον Σπύρο Βερύκιο κ.ά. Μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές του περιοδικού, κατά την κρίση μου, ήταν μια δημιουργική σύγκρουση που φιλοξενήθηκε στα τεύχη 32-33. Στο τεύχος 32 πρωτοδημοσίευσε τον «Ευρύμαχο» ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, πεντασέλιδο εικαστικής καταγωγής κόμικς που συνοδευόταν από μια «συστατική επιστολή» του καθηγητή του, Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ισχυριζόταν ότι «η ζωγραφική και το χρώμα οδηγεί σε άλλου είδους κόμικς» σε αντίθεση με «τα παραμύθια των μυών, τα κακοσχεδιασμένα ή τα υποπαράγωγα της σιχασιάς και της απογοητεύσεως». Ο Τσαρούχης αντιτασσόταν στα κόμικς ηρωικής φαντασίας, που κατά τη γνώμη του δεν ήταν παρά «τροποποιημένες από τον ρατσιστικό μικροαστισμό και ισχνό ρασιοναλισμό, απεικονίσεις των ζωοφόρων του 4ου αιώνα». Στο επόμενο τεύχος στον Τσαρούχη απάντησε ο Αντώνης Ευδαίμων (ο Αρκάς, πριν γίνει ευρύτερα γνωστός), υποστηρίζοντας ότι ο Τσαρούχης είναι εγκλωβισμένος στα κλισέ που ακολουθούν την τέχνη των κόμικς, και όπως και άλλοι διανοούμενοι, έτσι και αυτός, όταν δεν την αφορίζουν ως αντιδραστικό προϊόν της δυτικής υποκουλτούρας προσπαθούν να βρουν συγγενείς της στις άλλες τέχνες ή στην ιστορία, για να καταδείξουν αφενός μεν ότι δεν είναι μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη τέχνη, αφετέρου ότι υπάρχουν και πολύ καλύτερα παραδείγματα. Αντίθετα, λέει, τα κόμικς είναι μια εντελώς καινούργια τέχνη με τους δικούς της κανόνες και τα δικά της μέσα, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο σε έντυπη μορφή καθώς «η ένταξή τους μέσα στο είδος του εντύπου, η προσαρμογή τους στο μέγεθός του, η σελιδοποίησή του, δεν είναι απλά τεχνικά θέματα, είναι αισθητικά προβλήματα, καθώς τα κόμικς αποκτούν πλήρη υπόσταση μόνο όταν τυπωθούν». Τέλος αναφέρει πως, όπως κάθε καινούργια τέχνη, έτσι και τα κόμικς δανείζονται από τις προηγούμενες, ενώ όσοι κάνουν κόμικς δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποδείξουν πως είναι λογοτέχνες, πως ξέρουν να κάνουν κινηματογράφο, πως ξέρουν να ζωγραφίζουν, ούτε καν πως ξέρουν να σχεδιάζουν. Τα κόμικς χειρίζονται κάτι ξένο στις εικαστικές τέχνες: τον χρόνο. Κάθε καρέ είναι ανολοκλήρωτο χωρίς το επόμενο και το προηγούμενο, ενώ όσο πιο ολοκληρωμένο είναι τόσο πιο δυσκίνητο γίνεται. Επιδραστικότητα με αντίκτυπο Η επιδραστικότητα της Βαβέλ δεν φαινόταν μόνο στην απήχησή της ιδίως στις τάξεις των νέων – οι φοιτητές κυκλοφορούσαν με μια Βαβέλ στο χέρι. Η επιδραστικότητα του εντύπου αυτού καθώς και η δουλειά που είχε ρίξει η ομάδα πίσω από το περιοδικό, αναφορικά με την απενοχοποίηση των κόμικς και την γνωριμία σπουδαίων δειγμάτων της τέχνης αυτής με το αναγνωστικό κοινό, φάνηκε στα φεστιβάλ που διοργάνωσε το περιοδικό. Στα 14 Φεστιβάλ που διοργανώθηκαν συνολικά από το 1996 (επέτειος 15 χρόνων κυκλοφορίας του περιοδικού) μέχρι και το 2012 (όλα πραγματοποιήθηκαν στην Τεχνόπολη, πλην του τελευταίου που έλαβε χώρα στη Διπλάρειο Σχολή), έγιναν δεκάδες εκθέσεις και εκδηλώσεις, ενώ σπουδαίοι δημιουργοί τίμησαν με την παρουσία τους το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Αθήνας ή Φεστιβάλ της Βαβέλ, όπως έμεινε τελικά στην ιστορία. Από τον – πατέρα της Μαφάλντα και πρόσφατα εκλιπόντα – Quino, ο οποίος όπως μας αναφέρει η συνεκδότρια του περιοδικού Νίκη Τζούδα, ακούραστος έμενε στους χώρους του Φεστιβάλ ολημερίς μιλώντας με το κοινό και υπογράφοντας τις δουλειές του, τους Francesco Tulio Altan, Daniele Brolli, Max Cabanes, Pablo Echaurren, Édika, Vittorio Giardino, Jacques de Loustal, Frank Margerin, Lorenzo Mattotti, Miguelanxo Prado, Philippe Vuillemin, αλλά και τον Moebius, τον Jeff Smith του Bone, τον Max Andersson, τον Thomas Ott, τον König, τη δημιουργό του Περσέπολις Marjane Satrapi, τον μαιτρ του νουάρ José Muñoz, τις δημιουργικές ομάδες όπως η L’ Association των Lewis Trondheim και David B. και η Ultrapop. Προφανώς συμμετείχαν και σπουδαίοι έλληνες καλλιτέχνες, ο Αρκάς, ο Διαμαντής Αϊδίνης, ο Σπύρος Βερύκιος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Λέανδρος, ο Γιάννης Ιωάννου, ο Νίκος Κούρτης, ο Γιάννης Καλαϊτζής, η Έλενα Ναβροζίδου, κ.ά., με έργα τους και μοναδικές εγκαταστάσεις. Μοναδική στιγμή των Φεστιβάλ, η έκθεση πρωτότυπων έργων του Will Eisner. Η Βαβέλ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κοινό προσλαμβάνει τα κόμικς ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην αισθητική και την πολιτική χειραφέτηση των αναγνωστών της. Της είμαστε ευγνώμονες. Και το σχετικό link...
  3. Αν ένα ελληνικό βιβλίο κόμικς έχει γίνει θρύλος στο πέρασμα των περίπου 40 ετών από τότε που ξεκίνησε να δημιουργείται, αυτό είναι η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή. Το πρώτο μέρος της δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1981 στο έβδομο τεύχος ενός επίσης θρυλικού περιοδικού, της «Βαβέλ», που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα αναζητώντας το στυλ της και παρέχοντας τον χώρο της σε Έλληνες καλλιτέχνες, που πειραματίζονταν πάνω στη γλώσσα των κόμικς έχοντας κυρίως επιρροές από Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Μπορεί η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» να μην ολοκληρώθηκε στη «Βαβέλ», κυκλοφόρησε όμως ολόκληρη από τις εκδόσεις Πολύτυπο το 1984 με την ένδειξη «Εικονογράφημα»! Ολόκληρη; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς ο Καλαϊτζής στην τελευταία σελίδα άφηνε να εννοηθεί ότι η αστική περιπέτεια του παράξενου ζεύγους των πρωταγωνιστών θα έχει και συνέχεια. «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα». Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Ο Καλαϊτζής συνέχισε να δημιουργεί μοναδικά κόμικς όπως «Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και το «Ο Τυφών», να γελοιογραφεί, να σκιτσάρει αλλά στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν επέστρεψε ποτέ. Ίσως και να μη χρειαζόταν κάτι τέτοιο καθώς η ιστορία είναι τόσο επιτηδευμένα ανολοκλήρωτη που οποιαδήποτε παρέμβαση θα αλλοίωνε το αρχικό της περιεχόμενο: την απόπειρα καταγραφής ενός 24ώρου του τρόμου για ένα ζευγάρι στα όρθια ερείπια μιας εφιαλτικής και γκροτέσκο Αθήνας που καταρρέει ακροβατώντας ανάμεσα στον υπερφίαλο και κατευθυνόμενο δυτικό της προσανατολισμό και το ανατολικό της παρελθόν. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα μπορούσε να είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την Αθήνα του ’80. Ή ένα ρεπορτάζ με θέμα τη ζωή ενός εργαζόμενου στην πόλη. Ή μια ηθογραφία της εποχής. Μια ερωτική ιστορία ίσως. Ένα πολιτικό σχόλιο για τις αντιφάσεις της Αριστεράς και την αδυναμία συνεννόησης των δυνάμεών της. Μια καταγγελία του κράτους του χωροφύλακα που συντηρούσε η Δεξιά. Μια πινακοθήκη χαρακτηριστικών μορφών και φυσιογνωμιών της πόλης. Μια συλλογή από γκράφιτι, συνθήματα, τίτλους εφημερίδων και επιγραφές. Ένα road κόμικς στους μποτιλιαρισμένους δρόμους ανάμεσα σε τρόλεϊ, αδέσποτα σκυλιά, τσοντάδικα, ματατζήδες, διαδηλωτές, ταξιτζήδες, κλειδαράδες, γαλατάδες, μπανιστιρτζήδες, παλαιοπώλες, καφετζήδες, ψαροπώλες, θυρωρούς, σουβλατζήδες, πλανόδιους μουσικούς και χορευτές, ξενοδόχους, επαίτες και ρεμπέτες. Ένα μητροπολιτικό σάουντρακ με κλαρίνα, κιθάρες, ροκ, ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, μεγάφωνα από Ντάτσουν με καρπούζια και τον Σαββόπουλο να υπενθυμίζει «Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» δίπλα στον Βελουχιώτη. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά. Είναι όλα αυτά μαζί. Μα πάνω απ’ όλα είναι η απελπισμένη απόπειρα απόδρασης ακριβώς από όλα αυτά. Είναι η αγωνία του σκιτσογράφου Κώστα Φαναρτζή, εργαζόμενου στην εφημερίδα «Η Σημαία», και της Έφης που μόλις γνωριστήκανε και για τους οποίους ο αναγνώστης δεν μαθαίνει τίποτα ως προς τον πρότερο βίο τους και φυσικά απολύτως τίποτα για τον μεταγενέστερο (εκτός από το ότι είχαν κανονίσει το επόμενο πρωί να πάνε στο «Πολύτοπο» του Ξενάκη στις Μυκήνες), να βρεθούν λίγο μόνοι. Να κάνουν σεξ. Οπουδήποτε. Με κάθε αντίτιμο και τίμημα. Και να επιστρέψουν σώοι στα σπίτια τους περνώντας από τις συμπληγάδες της απειλητικής Αθήνας. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Στον δρόμο της επιστροφής θα συναντήσουν μια, κατά την Έφη, «Κατίνα» που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Κώστα και πραγματική κυρα-Κατίνα που πηγαίνει στη νυχτερινή δουλειά της στον Άγιο Σώστη. Και η διαδρομή θα ολοκληρωθεί με ραδιοφωνικές ειδήσεις («Ο πρωθυπουργός κύριος Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχωρεί αύριον διά Δυτικήν Γερμανίαν κατόπιν προσκλήσεως του καγκελαρίου κυρίου…»), τραγούδια («Λεε - καλέ - λεεεμοοονάκι μυρωδάτοοο…»), βουκολικό γλέντι («Λέιντις εντ τζέντλεμεν, δε γκρικ φολκ ντάνσες γκρουπ, ριπριζέντ τουνάιτ ντάνσες εντ σονκς οφ Μακεντόνια εντ Θρας, ντάνσες οφ Κρετ…»), λίγα μαχαιρώματα και μια απρόσμενη συνάντηση με τον σουρωμένο Νίκο που φιλοσοφεί λίγο πριν το χάραμα. Το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης ορχήστρας» (εκδ. Πολύτυπο, 1984) Η ημερήσια «εκδρομή» του Κώστα και της Έφης στην εξπρεσιονιστική και κλειστοφοβική Αθήνα που φιλοτεχνεί ο Καλαϊτζής με αποστροφή για την Αθήνα αλλά και συμπάθεια για τους γραφικούς Αθηναίους (δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό για τους Αθηναίους) μπορεί να ιδωθεί και ως μια νουάρ κατάδυση στην Καρδιά του Σκότους. Μια χιουμοριστική «Αποκάλυψη Τώρα» που κάθε βήμα σε στέλνει όλο και πιο βαθιά στην Κόλαση χωρίς καμία διαφυγή. Η Αθήνα αυτή που υπακούει στον Τρόμο του Κενού καθώς ο Καλαϊτζής δεν αφήνει ούτε σπιθαμή χώρου ανεκμετάλλευτη, γεμίζοντας κάθε σημείο της ζωγραφικής του επιφάνειας με πρόσωπα, λόγια, φωνές, κτίρια, οχήματα και αντικείμενα που αποδίδουν πιστά το χάος της πρωτεύουσας στις αρχές του ’80 (με μικρές διαφορές από το σύγχρονο χάος). Ασπρόμαυρη στο κλίμα των κόμικς των Munoz και Sampayo, φλεγματική όπως οι περιπέτειες της «Ada» και του «Colombo» του Altan, σκοτεινή όπως οι αφηγήσεις του Alberto Breccia, η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη μεγάλης έκτασης ιστορία των ελληνικών κόμικς και για όσους τη διάβασαν (διαβάσαμε) τότε, μία από τις καλύτερες γνωριμίες με το είδος. Το διονυσιακό πνεύμα της σε ένα κλίμα ασχημάτιστου και οργιώδους πανηγυριού διατηρήθηκε και στα κόμικς του Καλαϊτζή των επόμενων δεκαετιών ενώ οι επιδράσεις της στους Έλληνες δημιουργούς κόμικς είναι ακόμα ορατές. Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα αποτελεί πάντα μια όχι-και-τόσο παραμορφωμένη αντανάκλαση της Αθήνας και ταυτόχρονα ένα αριστουργηματικό έργο από έναν κορυφαίο δημιουργό. Καρέ από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Και το σχετικό link...
  4. Όχι. Δεν κάνω ακόμα την αυτοκριτική μου Είναι άλλο ένα αλμπουμάκι του Altan από τη ΒΑΒΕΛ από το 1985. Όπως η Αυτοκαταστροφή, έτσι και αυτό είναι σε μικρό μέγεθος 12χ21 με 100 σελίδες (συμπεριλαμβανομένων των εξώφυλλων) με ολοσέλιδες ασπρόμαυρες γελοιογραφίες. Μέσα, στα στοιχεία του τυπογραφείου, αναφέρει ότι είναι το 1ο στη σειρά μικρή βιβλιοθήκη της Βαβέλ. Και εδώ υπάρχει Cipputi, αλλά δεν μπόρεσα να το συνδέσω με κάποια συγκεκριμένη ιταλική έκδοση.
  5. Το φθινόπωρο του 1987 το περιοδικό Βαβέλ διοργανώνει την πρώτη του έκθεση που είναι αφιερωμένη στα κόμικς, με τίτλο Ο Κόσμος των Κόμικς (και όχι μόνο). Η έκθεση έγινε στον χώρο τέχνης «Εύμαρος» και διήρκησε από τις 29 Οκτωβρίου έως τις 13 Νοεμβρίου. Συμμετείχαν οι δημιουργοί: Διαμαντής Αϊδίνης, Francesco Tulio Altan, Γιώργος Ακοκαλίδης, Τάσος Αποστολίδης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αρχέλαος, BAS Βασίλης Μητρόπουλος, Jordi Bernet, Anna Brandoli, Alberto Breccia, Serge Clerc, Γιάννης Διαλινός, Κορνήλιος Διαμαντόπουλος, Pablo Echaurren, Πέτρος Ζερβός, Vittorio Giardino, Λάζαρος Ζήκος, Josse Sandrin, Τόνι Ιακωβίδης, Ζαφείρης Ιωσηφίδης, Γιάννης Ιωάννου, Αντώνης Καλαμαράς, Άγης Κελπέκης, Γιάννης Κομνηνός, Σταύρος Κούλας, Σωτήρης Κομνηνός, Γιάννης Κουρούδης, ΚΥΡ, Αντώνης Κυριακούλης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Jacques de Loustal, Κώστας Μητρόπουλος, Μιχάλης Μιχαήλ, Βολφ Μουγιάννη, Σόλης Μπαρκής, Jose Munoz, Γιώργος Μπότσος, Ζορζ Μπρεγιέ, Νίκος Πάνος, Παντελής Παντελόπουλος, Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, Γρηγόρης Παπαδάκος, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Βαγγέλης Παυλίδης, Andrea Pazienza, Χρήστος Πικριδάς, Αριστείδης Ρωμανός, Χάρης Σουρβίνος, Στάθης, Ιορδάνης Στυλίδης, Κατερίνα Σχοινά, Ηλίας Ταμπακέας, Κώστας Τζεβελέκος, Εύα Τούρτογλου, Ηλίας Τουφεξής, Ομάδα Frigidaire, Δημήτρης Φινίνης, Μανώλης Χάρος, Ούλι Χωυπέλ. Τα κόμικς έχουν κατακτήσει τον κόσμο… «Παιδί» του εικοστού αιώνα, από τις χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές εκφράσεις της εποχής μας, κατακτά συνεχώς καινούριους φίλους κι εξακολουθεί να σαγηνεύει τους παλιότερους. Οι ήρωες των κόμικς ζουν ανάμεσά μας, μοιράζονται την ίδια καθημερινότητα, βασανίζονται από τα ίδια ερωτήματα, απογοητεύονται, πάσχουν. Ή ζουν σε κόσμους εξωτικούς, φιγούρες απόμακρες και αυτάρεσκες, σ’ εποχές πολύ παλιές ή μελλοντικές, μακριά από τη δική μας ρουτίνα, και γι’ αυτό πιο αγαπημένοι: γιατί εικονογραφούν τα όνειρά μας και μας συντροφεύουν στις δραπετεύσεις μας. Για να πλάσουν αυτούς τους ήρωες, οι δημιουργοί αντλούν απ’ όλες τις γνωστές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης: από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, την τυπογραφία, τη μουσική. Η ιστορία, οι διάλογοι, το σχέδιο, το χρώμα, το μοντάζ των εικόνων, η σελιδοποίηση, οι «χαρακτήρες», όλα χρησιμοποιούνται σ’ ένα δημιουργικό αμάλγαμα, με το πάθος και τη μέθοδο των παλιών αλχημιστών, για να φτιαχτεί το κόμικ. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, τα κόμικς δεν είναι πια μόνο «μίκυ – μάους». Έχει γίνει πολλή και σοβαρή δουλειά από δημιουργούς και περιοδικά, μ’ αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα ευρύ και απαιτητικό κοινό για το «ενήλικο» κόμικ. Η εκδήλωση αυτή απευθύνεται σ’ αυτό ακριβώς το κοινό: φιλοδοξεί αφ’ ενός να φέρει πιο κοντά τους φίλους του κόμικ με τους δημιουργούς και τα έργα τους, αφ’ ετέρου να βοηθήσει να φτιαχτούν νέες σχέσεις και φιλίες με το είδος. Ακόμη να προσφέρει στους δημιουργούς καινούρια εναύσματα. Να γίνουν συζητήσεις για ό,τι εννοούμε ουσία του κόμικ. Να βρούμε τις σχέσεις του κόμικ με άλλες μορφές τέχνης, τις σχέσεις του με τη ζωή μας και τις προσδοκίες μας. Η έκθεση των πρωτοτύπων και των εντύπων συνοδεύεται από παράλληλες εκδηλώσεις. Προσπαθούμε, μ’ αυτό τον τρόπο, να δείξουμε τις συσχετίσεις και την αλληλοτροφοδότηση των διάφορων μορφών έκφρασης. Μα και τη σχέση τους με τη ζωή μας. Γιατί; …Η ζωή ίσως να είναι κόμικς, μωρό μου… (εισαγωγικό σημείωμα του καταλόγου) Η έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Μιχάλη Μιχαήλ.
  6. Επερχόμενο ντοκιμαντέρ αναφορικά με το εμβληματικό περιοδικό Βαβέλ και τα φεστιβάλ που διοργάνωνε. Αντιγράφω από τη σχετική σελιδα που άνοιξε σήμερα στο φβ === Αθήνα, Φεβρουάριος 1981. Πως μια παρέα ανθρώπων, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη τους για την 9η Τέχνη, έμαθαν στο ελληνικό κοινό ότι τα κόμικς δεν είναι μόνο για παιδιά. Η ιστορία του Θρυλικού περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο) Βαβέλ και των διεθνών φεστιβάλ που διοργάνωνε. Ντοκιμαντέρ. Athens, February 1981. How a group of people motivated by their shared love for the ninth Art, introduced Greek readers to the culture of comic books that are not just for kids. The Story of the legendary comics magazine Βαβελ and international comics Festivals. Documentary. Μαζί με`: Niki Tzouda, Σταύρο Κούλα, Yannis Nenes, Angelos Frantzis, George Botsos, Αντωνιος Νικολοπουλος, Katerina Barabouti, Nikos Xydakis, Christos Xanthakis, Αλέξης Καλοφωλιάς, Θοδωρής Κούτσης, @Έλενα Ναβροζίδου, @Pavlos Petridis. Camera: Κώστας Καπερνάρος, Christos Tolis, Evi Tsadari, @Giannis Kapernaros Film Editing & Color Grading: Michael Kalligeris Music: Vassilis Mantzoukis / Cello: Nikos Papaioannou / Mix: Chris Parapagidis Sound Design: Sotiris ElDot Laskaris, Kostas Filaktidis Illustrator : Sotos Anagnos, Natasa Polizou B & W Photos: François L'Hotel Poster: Stavros Koulas, Sotos Anagnos Written & Directed : Meletis Miras === Μιχάλης Καλλιγέρης @imdb
  7. Μόνιμη στήλη στο περιοδικό CINE 7 για τα κόμικς, από τον Γιώργο Τραγάκη και τον SOLIS Μπαρκή. Όποιος έχει τα τεύχη ας μας ενημερώσει για την ημερομηνία δημοσίευσης,
  8. Λόγω έλλειψης χώρου είπα να προσπαθήσω κι εγώ να «διώξω» διάφορα τεύχη σε χαμηλές τιμές (παραλαβή κατά προτίμηση και χάριν ευκολίας από την Λέσχη) Ολα τα τεύχη εδώ είναι του κουτιού, καταστάσεις 9-10, εκτός από τα Λούκυ Λουκ και το Αστερίξ που είναι μεταχειρισμένα και είναι 5-6. Με τις αγορές πολλών μαζί, θα γίνονται καλύτερες τιμές. Παρα Πεντε -- 2€ Α' περιοδος #21, Β' περίοδος #4 Βαβέλ -- 2,5€ #112, 214, 216, 228, 231, 235, 236 ΑΣΤΕΡΙΞ #16 -- 2€ Ελληνικά Τεύχη Αμεταχείριστα -- 2€ έκαστο Fantasy Heroes #1 Μετα το τέζα (ο ψοφιος κοριος) EΡΙΚ ΚΑΣΤΕΛ (ΕΘΝΟΣ) #4, #6, #7, #10, #11, #12, #13, #14 -- 2€ έκαστο ROY OF THE ROVERS (ΤΑ ΝΕΑ) #1, 4 , 6, 7 -- 1,5€ έκαστο BAKER STREET (NEA ΣΕΛΙΔΑ) Το άλογο που ψυθίριζε, ...Και η λέσχη των Ακραίων Σπορ, Οι άνθρωποι της Καμέλιας, Η σκιά του Μ -- 2€ έκαστο Η Οικονομία του Σκρουτζ, 3ο μάθημα (Καθημερινή) 3€ Κόμιξ #22 (Καθημερινή) 2€ Editor's Choice: Σκοτεινά Μυστήρια (Καθημερινή) 2€ Captain Marvel (Τόμος Α, Β) -- 2€ έκαστο Saga -- 8€
  9. Δημιουργεί γελοιογραφίες και κόμικς εδώ και πενήντα χρόνια. Και δεν έχει χάσει ούτε στο ελάχιστο την αιχμηρή του γλώσσα, τον σαρκασμό του, την ειρωνεία του απέναντι στους πολιτικούς αλλά και σε αυτούς που τους εκλέγουν. Ο Francesco Tullio Altan μιλά στην «Εφ. Συν.» για την πολιτική γελοιογραφία σε μια «όχι και τόσο σοβαρή» εποχή. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε από τις σελίδες της «Βαβέλ» μέσω των σαρκαστικών γελοιογραφιών του και των απολαυστικών κόμικς του με το σουρεαλιστικό χιούμορ και τις εξπρεσιονιστικές φιγούρες. Ο Altan, ένας θρύλος της ευρωπαϊκής γελοιογραφίας, βρέθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στην Αθήνα, καλεσμένος της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων στο πλαίσιο της έκθεσης «Democrisis». Με τα έργα του και την ομιλία του προς το κοινό και τους συναδέλφους του στον εκθεσιακό χώρο του Μετρό Συντάγματος απέδειξε ότι παρά τα εβδομήντα επτά του χρόνια θα βρίσκεται ακόμη για καιρό στην πρώτη γραμμή της μάχιμης πολιτικής γελοιογραφίας. Ίσως περισσότερο απαισιόδοξος απ’ ότι παλιά, πιο κυνικός, πιο λιγόλογος, αλλά πάντα ταγμένος ενάντια στην εξουσία και στην παθητική αποδοχή της από τη σιωπηλή, αδιάφορη πλειονότητα που κριτικάρει τα πάντα από τον καναπέ της. Ο Altan, με σπουδές Αρχιτεκτονικής στην Μπολόνια και στη Βενετία, το 1970 δοκίμασε την τύχη του στον κινηματογράφο όταν και ταξίδεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας για να εργαστεί στην παραγωγή ταινιών ως σκηνογράφος και σεναριογράφος. Επέστρεψε πέντε χρόνια αργότερα στην Ιταλία και ξεκίνησε να δημιουργεί ιστορίες κόμικς για παιδιά με κεντρική πρωταγωνίστρια το σκυλάκι Pimpa. Αυτή η σειρά συνεχίστηκε για είκοσι ολόκληρα χρόνια και η μεγάλη δημοφιλία της έκανε διάσημο τον Ιταλό δημιουργό, επιτρέποντάς του παράλληλα να δημιουργεί κόμικς και γελοιογραφίες για ενήλικους που δημοσιεύονταν σε περιοδικά όπως το «Corriere dei Piccoli» και το θρυλικό «Linus» και εμβληματικές εφημερίδες της Αριστεράς όπως η «Repubblica» και η «L' Unità» σε μια πολιτικά ταραγμένη περίοδο για την Ιταλία. Τα κόμικς του ξεχώριζαν πάντα για τους σαρκαστικούς διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά και για τη μοναδική του μέθοδο να σχολιάζει κάτω από τα καρέ τα όσα συνέβαιναν στην ιστορία με άφθαστο κυνισμό και πικρό χιούμορ. Η πλειονότητα των ιστοριών του χαρακτηριζόταν από σουρεαλισμό και απίστευτες καταστάσεις στα πέρατα της Γης, σε εξωτικά μέρη, σε περιοχές που η αποικιοκρατία άφηνε ανεξίτηλο το στίγμα της και με πρωταγωνιστές, αποτυχημένους τυχοδιώκτες που δεν επέτρεπαν ποτέ την ταύτιση του αναγνώστη μαζί τους. Έχει βραβευτεί κατ’ επανάληψη για τα κόμικς του και τις γελοιογραφίες του που έχουν εκτεθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης και έχουν δημοσιευτεί σε δεκάδες έντυπα, με πιο σταθερά το ιταλικό «Panorama» και την «L’ Espresso». Μια συνέντευξη μαζί του, έστω και σύντομη, έστω και με τον λακωνικό του λόγο, καθώς προτιμά να διατυπώνει τις απόψεις του κυρίως με τα έργα του, είναι πάντα διαφωτιστική για την πολιτική κατάσταση της Ιταλίας και της Ευρώπης, αλλά και για τον ρόλο των γελοιογράφων στην εποχή της παντοκρατορίας των ΜΜΕ και της διαπλοκής τους με την πολιτική και οικονομική εξουσία. Μια τέτοια συνέντευξη κρίναμε πως είναι προτιμότερο να αρχίσει με το πρώτο του κόμικς για ενήλικους αναγνώστες, το «Τρίνο», με πρωταγωνιστή έναν διαφορετικό προλετάριο «θεό-δημιουργό» στις υπηρεσίες ενός αργόσχολου, μεγαλύτερου «θεού» που παίζει τον ρόλο του αφεντικού χωρίς σκοπό και όραμα. Ένα αλληγορικό κόμικς που υπενθυμίζει οδυνηρά την εξάρτηση της πολιτικής εξουσίας από την οικονομική με τη συνειδητοποίηση και την κατάδειξη του ποιος έχει το πάνω χέρι, πόσο αμοραλιστής είναι και πόσο αυταπατώνται όλοι όσοι εναποθέτουν στο πολιτικό προσωπικό τις ελπίδες τους για τη βελτίωση της ζωής τους. ● Ο Τρίνο ήταν τελικά ένας θεός κακός, αδιάφορος ή κάτι χειρότερο; Ο Τρίνο είναι ένας θεός-δημιουργός στη δούλεψη ενός αφεντικού. Ότι μπορεί κάνει κι αυτός. ● Για πέντε δεκαετίες δημιουργείτε κόμικς και γελοιογραφίες που αναφέρονται κυρίως στην πολιτική. Πώς είναι να σατιρίζει κανείς τη συνήθη κατάσταση που στην καλύτερη περίπτωση παραμένει η ίδια, αν δεν χειροτερεύει. Είναι αλήθεια πως η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Υπάρχουν γελοιογραφίες που σχεδίασα πριν από 40 χρόνια και είναι ακόμα εξαιρετικά επίκαιρες. Πιστεύω όμως πως για να κάνει κανείς σάτιρα, μια ιδέα απελπισμένης αισιοδοξίας είναι απαραίτητη. ● Η σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Ιταλία είναι πιο ευνοϊκή για τη σάτιρα απ’ ότι στο παρελθόν; Δεν θα το ’λεγα. Σήμερα οι πολιτικοί κάνουν τα πάντα μόνοι τους, ακόμα και την καρικατούρα του εαυτού τους. ● Σε σχέση με την ταραγμένη δεκαετία του ’70 είναι πιο δύσκολο να βρείτε θέματα; Θέματα βρίσκονται πάντα, όμως η κατάσταση της εποχής του ’70, αν και κρίσιμη, είχε τουλάχιστον μια σοβαρότητα. Τώρα είναι κρίσιμη, αλλά ελάχιστα σοβαρή. ● Ο Τσιπούτι, ένας εργάτης σαρκαστικός και κυνικός, σε μόνιμη αντιπαράθεση με τα αφεντικά, αλλά και αυστηρός με την τάξη του, πού βρίσκεται σήμερα; Ενσωματώθηκε, βολεύτηκε ή συνεχίζει να αντιστέκεται; Αντιστέκεται, αλλά βγαίνει σπάνια από το σπίτι του. ● Προτιμάτε να κάνετε κόμικς ή γελοιογραφίες; Τι σας ευχαριστεί περισσότερο; Μ’ αρέσουν και τα δύο, αλλά για τα κόμικς χρειάζεται μια ενέργεια που δυστυχώς δεν διαθέτω πια. Οπότε, γελοιογραφίες. ● Αυτή την εποχή της διαδεδομένης διαφθοράς των μέσων ενημέρωσης, πώς διαγράφεται ο ρόλος του γελοιογράφου; Είναι ρόλος αντίστασης ή ένα άλλοθι; Είναι μια απόπειρα να προτείνει κανείς ένα διαφορετικό βλέμμα πέρα από την κυρίαρχη οπτική. Η γελοιογραφία είναι μια μικρή αντίσταση. * Οι γελοιογραφίες και η φωτογραφία του Altan προέρχονται από τον κατάλογο της έκθεσης «Democrisis» που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2019 στο Μετρό του Συντάγματος από τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων. Βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά Τρίνο (εκδ. Ars Longa, 1987) O Τρίνο, ένας διαφορετικός «θεός» στη δούλεψη ενός βαριεστημένου, ανώτερου «θεού» είναι ελεύθερος να δημιουργήσει τον κόσμο. Υπόκειται όμως σε έναν περιορισμό: «Μπορείτε να δημιουργείτε ότι θέλετε. Αλλά δεν θα ’θελα να σκορπίζετε τα λεφτά μου» είναι μια από τις ελάχιστες εντολές που παίρνει. Κι έτσι του δένονται τα χέρια. Colombo (εκδ. Βαβέλ, 1986) Η Αμερική δεν ανακαλύφθηκε ακριβώς όπως μαθαίναμε στο σχολείο. Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ένας σιχαμερός και κυνικός καπετάνιος. Αλλά κι οι ναύτες του δεν πήγαιναν πίσω. Και η άφιξή τους στον Νέο Κόσμο μπορεί να μην επιβραβεύτηκε με χρυσάφι και δόξα αλλά είχε πολλά βασανιστήρια, ιθαγενείς αιχμαλώτους και πικρό χιούμορ για την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Ada (εκδ. Βαβέλ, 1983) Μια πλούσια κληρονόμος ταξιδεύει στις ανεξερεύνητες κι αχαρτογράφητες ζούγκλες της Αφρικής για να βρει τον ξάδελφό της και να εισπράξει μια περιουσία. Και ζει απίστευτες παρωδίες περιπέτειας, τη μια μετά την άλλη, ανάμεσα σε πεινασμένους κροκόδειλους, δυτικούς τυχοδιώκτες και ηλίθιους ναζί που μεταφέρουν την ευρωπαϊκή παράνοια του Μεσοπολέμου στην άλλη άκρη της Γης. 'Τέρμα η Αυτολογοκρισία, Είμαι ένας Μαλάκας', 'Αυτοκαταστροφή' (εκδ. Βαβέλ) Δυο συλλογές γελοιογραφιών του Ιταλού δημιουργού από τη δεκαετία του 1980 με βαθύτατο πολιτικό περιεχόμενο και πρωταγωνιστή σε πολλές από αυτές τον κυνικό, απαισιόδοξο και ετοιμόλογο βιομηχανικό εργάτη Τσιπούτι, σταθερό χαρακτήρα των γελοιογραφιών του Altan: «Πώς τα πάει η κυβέρνηση Τσιπούτι;» «Δεν ξέρω. Είναι λίγος καιρός που δεν τη βλέπω». Και το σχετικό link...
  10. Τιμή: ~ ISBN : Τιν'τούτο; 1985 έχουμε! Το πρώτο άλμπουμ της "εποποιίας" του Milo Manara κυκλοφόρησε από την Βαβέλ το 1985, πριν ο καλιτέχνης αποφασίσει να το ξεζουμήσει το θέμα δηλαδή με απανωτές συνέχειες. Οι ειδικοί Μαναρολόγοι του φόρουμ ( ) διατείνονται πως από αυτήν την έκδοση λείπουν και οι περισότερες σελίδες / καρέ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες εκδόσεις από άλλους εκδότες, και δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω μαζί τους!
  11. Τα «Κόκκινα αυτιά» είναι ένας πιτσιρικάς με πεταχτά αυτιά, που κάνει τα πάντα για να σκανδαλίσει τους γύρω του (γονείς, δασκάλους, περαστικούς) και προσπαθεί πάνω από όλα να περνάει καλά ο ίδιος. Οι ιστορίες τελειώνουν συνήθως με κάποιον να του τραβάει τα αυτί ή να του δίνει φάπες, προκειμένου να συνετιστεί. Όλα αυτά με το χαρακτηριστικό σαρκαστικό ύφος του Reiser. Το άλμπουμ αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1992 με τον original τίτλο "Les oreilles rouges" και είναι συλλογή σκίτσων που δημοσιεύτηκαν από το 1972 μέχρι το 1980 στα περιοδικά Charlie Mensuel και Hara Kiri Mensuel στη Γαλλία. Στην Ελλάδα εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Βαβέλ σε μετάφραση Γ. Σιούνα και Lettering Π. Καλλίδου. Είναι 60 Α/Μ σελίδες (μαζί με τα εξώφυλλα), έχει διαστάσεις 21x26,5 και περιέχει 15 ιστορίες. ISBN: 960-7096-32-0 Αφιέρωμα στον Jean Marc Reiser - Ομαδοποίηση Reiser
  12. Το παρακάτω δισέλιδο δημοσιεύθηκε στην Βαβέλ τ.111, δια χειρός Vuillemin. Χιουμοράκι στα πρότυπα του "Ποιά Ελένη;" που αποδεικνύει ότι μερικές μ@λ@κίες που λένε τα παιδιά είναι καθολικές. Το scan το πήρα από την αρχειοθήκη κόμικς, το όνομα του scanner είναι άγνωστο. Τον ευχαριστούμε πάντως.
  13. Είναι 1984 και απο την Βαβέλ (μέσα λέει για την Ars Longa 1984....) κυκλοφορεί αυτο το πoλύ αστείο βιβλιαράκι απο Copi... To μέγεθος είναι σαν ενα βιβλιαράκι του Αρκα και η μετάφραση είναι απο Νίκη Τζούδα και Γιώργο Σούνα.... Σελίδες 84 (80 + εξώφυλλα).... Οποιος διάβαζε Βαβέλ, θα είχε δει να παίζουν Πολύ τα σχέδια του Copi εκείνη την εποχή... Απλό, λιτό σχέδιο αλλα με παρα πολύ έξυπνο χιούμορ που συνήθως είναι πικρό και γεμάτο ειρωνία.....
  14. Τα κόμικς επικοινωνούν με όλες τις τέχνες, δανείζονται στοιχεία από αυτές και δανείζουν επίσης. Το Φεστιβάλ Κόμικς της Βαβέλ επιχείρησε να προάγει αυτή τη συνομιλία μεταξύ των τεχνών τοποθετώντας τα κόμικς στο επίκεντρο. Το πέτυχε για 14 φορές. Διεκόπη απότομα το 2012. Όλοι εύχονται μια μέρα, κάποιον Σεπτέμβρη όπως πάντα, να επιστρέψει. Τέτοιες μέρες, συνήθως τέλη Σεπτέμβρη, μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι φίλοι των κόμικς («και όχι μόνο» για να θυμηθούμε το πολυφορεμένο μότο που εισήγαγε η Βαβέλ) περίμεναν με ανυπομονησία το ετήσιο Φεστιβάλ Κόμικς. Ήταν το πρώτο φεστιβάλ κόμικς τέτοιου μεγέθους και τέτοιας διάρκειας που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Ξεκίνησε το 1996 με τον υπέροχο τίτλο «Τα Γήινα και Φλογερά Χρώματα της Μεσογείου» και καλεσμένους ορισμένους από τους κορυφαίους Ευρωπαίους δημιουργούς: Francesco Tulio Altan, Daniele Brolli, Max Cabanes, Pablo Echaurren, Édika, Vittorio Giardino, Jacques de Loustal, Frank Margerin, Lorenzo Mattotti, Miguelanxo Prado, Philippe Vuillemin. Οι Έλληνες που συμμετείχαν ήταν ή φτασμένοι δημιουργοί ή καλλιτέχνες που μεγαλούργησαν τα επόμενα χρόνια: Διαμαντής Αϊδίνης, Αρκάς, Σπύρος Βερύκιος, Σπύρος Δερβενιώτης, Γιάννης Ιωάννου, Λέανδρος Κοκκόρης, Νίκος Κούρτης, Γιώργος Μπότσος, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Φώτης Πεχλιβανίδης, Στάθης, Γιώργος Τραγάκης και οι πρόσφατα χαμένοι Γιάννης Καλαϊτζής και Χρήστος Δημητρίου. Εκείνη τη χρονιά συμπληρώνονταν 15 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του περιοδικού Βαβέλ που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημοσιοποίηση και τη διάδοση των κόμικς για ενήλικους στην Ελλάδα και γιορτάζονταν, επίσης σε ολόκληρο τον κόσμο τα «100 χρόνια των Κόμικς» με θεωρούμενη αφετηρία της ένατης τέχνης τη δημιουργία του εμβληματικού «Yellow Kid» από τον Richard Outcault το 1896 στις ΗΠΑ. Τον κατάλογο του φεστιβάλ προλόγιζε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, Δημήτρης Αβραμόπουλος, ενώ ο Γιώργος Σιούνας εκ μέρους των διοργανωτών έγραφε: «Πάνω απ’ όλα, όμως είναι η γιορτή, το πανηγύρι, το καρναβάλι. Ας αρχίσουν οι χοροί κι ας τους σύρουν οι δημιουργοί κι όσοι μας βοήθησαν σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια. Γιατί τα κόμικς είναι συμμετοχή και επαφή, είναι επικοινωνία και γλέντι. Καλώς ήρθατε στο μεγάλο γλέντι των κόμικς!» Από τότε οι άνθρωποι της Βαβέλ, η Νίκη Τζούδα, ο Γιώργος Σιούνας, η Εύη Τζούδα, η Βιβή Φωτοπούλου, η Παυλίνα Καλλίδου και οι φίλοι και συνεργάτες τους είχαν σκοπό να μετατρέπουν κάθε χρόνο, για λίγες αλλά γεμάτες ημέρες, το κέντρο της Αθήνας σε επίκεντρο των τεχνών με τα κόμικς να έχουν την πρώτη θέση, αλλά να μην είναι ποτέ μόνα τους. Γι’ αυτό και αντιμετώπιζαν το φεστιβάλ ως γιορτή. Ούτε ως ακαδημαϊκό συνέδριο, ούτε ως αποστειρωμένη έκθεση σε white cubes, ούτε ως μια συνάντηση των φανατικών των κόμικς και μόνο αυτών. Διαμόρφωναν το πρόγραμμα του φεστιβάλ που κάθε χρόνο μεγάλωνε με εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες, κινούμενα σχέδια, κουκλοθέατρο, performances, εικαστικές δράσεις, workshops, ομιλίες, βιβλιοπαρουσιάσεις κ.α. Πολλοί τους κατηγόρησαν γιατί, λέει, δεν έκαναν ένα αμιγές φεστιβάλ κόμικς αλλά ένα πολυσυλλεκτικό πανηγύρι. Μα αυτός ήταν ο στόχος τους. Και τον πέτυχαν προσελκύοντας δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Και πάντα με ελεύθερη είσοδο (με εξαίρεση την τελευταία χρονιά που υπήρχε ένα συμβολικό αντίτιμο εισόδου λόγω αυξημένων εξόδων ελέω κρίσης). Όλα αυτά τα χρόνια παρευρέθηκαν στο φεστιβάλ ως καλεσμένοι, παρουσιάζοντας έργα τους και συνομιλώντας με το κοινό κορυφαίοι δημιουργοί κόμικς από ολόκληρο τον κόσμο: ο μετρ της επιστημονικής φαντασίας Moebius, ο Gilbert Shelton, δημιουργός των «Freak Brothers» και εκ των θεμελιωτών των underground κόμικς, ο πατέρας της «Μαφάλντα», Quino, ο εναλλακτικός Kaz, ο καταγραφέας του γιουγκοσλαβικού πολέμου Aleksandar Zograf, ο δημιουργός του «Luther Arkwright», Bryan Talbot, ο Jeff Smith με το «Bone», oι σκοτεινοί Max Andersson και Thomas Ott, ο Peter Kuper και ο Seth Tobocman με τα αντιπολεμικά κόμικς τους, ο Jordi Bernet, σχεδιαστής του «Torpedo», ο Liberatore του «RanXerox», ο Ralf König με το αυτοσαρκαστικό χιούμορ, η Marjane Satrapi με το αυτοβιογραφικό «Persepolis», ο José Muñoz, εκφραστής του σύγχρονου μετανουάρ, ο Brent Anderson που έδωσε μορφή στο «Astro City» του Kurt Busiek και αμέτρητοι ακόμα που έδωσαν το «παρών» στο Γκάζι (με εξαίρεση το 2002 που το φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στο Άλσος Στρατού στου Γουδή και το 2012 που έλαβε χώρα στη Διπλάρειο Σχολή). Κοντά σε αυτούς εξέθεσαν έργα τους και παρουσίασαν τις δουλειές τους δεκάδες Έλληνες δημιουργοί, αλλά και πολλές δημιουργικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο όπως η L’ Association, η Ultrapop, το Stripburger κ.α. Στη μνήμη όλων, όσοι επισκέπτονταν τακτικά το φεστιβάλ, δεν μπορεί φυσικά να μην έχει μείνει χαραγμένη η «κατάρα» των ημερών του Σεπτεμβρίου. Σχεδόν κάθε χρόνο, λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ κάτι φοβερό γινόταν: ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας το 1999, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001, ημέρα έναρξης του 6ου φεστιβάλ, καταρρακτώδεις βροχές σχεδόν κάθε χρόνο, διακοπές ρεύματος, όλα τα δεινά μαζί. Αλλά οι άνθρωποι του φεστιβάλ δεν πτοήθηκαν ποτέ. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τη στενότητα, που γινόταν ασφυκτική τα τελευταία χρόνια, το φεστιβάλ τα κατάφερε πολύ καλά. Έδειξε στην πράξη πώς μπορεί να διοργανωθεί ένα γεγονός τεράστιας κλίμακας με λίγα μέσα αλλά πολύ μεράκι και πολλή αγάπη από φίλους, γνωστούς και καλλιτέχνες. Έστρωσε, επίσης, τον δρόμο σε άλλα φεστιβάλ που ακολούθησαν και διαδέχτηκαν τη Βαβέλ, έστω και σε άλλο ύφος, με άλλους στόχους και, πιθανώς, με διαφορετική σύνθεση κοινού. Είναι αδιανόητο ότι σήμερα, ένα τόσο επιτυχημένο φεστιβάλ με ζωή 16 ετών δεν υπάρχει πια, πληρώνοντας, όπως τόσα και τόσα πολιτιστικά γεγονότα, το μάρμαρο της ελεεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ποτέ δεν είναι αργά, όμως, για μια νέα αρχή. Είναι βέβαιο ότι το κοινό, σαφώς πολυπληθέστερο από ότι το 1996, θα αγκαλιάσει και πάλι αυτή τη γιορτή και θα γίνει μέρος της όπως και τις 14 προηγούμενες φορές. Οι τίτλοι των 14 φεστιβάλ 1ο: Τα Γήινα και Φλογερά Χρώματα της Μεσογείου (1996) 2ο: Πόλεις (1997) 3ο: Από τη Σιωπή στην Έκρηξη – Ο Ήχος στα Κόμικς (1998) 4ο: Η Μνήμη του Μέλλοντος (1999) 5ο: Χα! (2000) 6ο: Φυγή (2001) 7ο: Το Άλλο Μισό του Ουρανού (2002) 8ο: Μακρινά Ταξίδια (2003) 9ο: System Terror (2004) 10ο: Αόρατοι (2005) 11ο: Όνειρο... Ίσως (2006) 12ο: Αστικοί Μύθοι (2007) 13ο: 13 (2009) 14ο: Αντοχή Υλικών (2012) Και το σχετικό link...
  15. Τη δεκαετία του '80 η ΒΑΒΕΛ δημοσίευε τακτικά τα ολοσέλιδα στριπάκια του Jules Feiffer. Αμερικάνος καρτουνίστας, με πικρό χιούμορ και αριστερή συνείδηση. Δημοσίευε τη δουλειά του για 42 ολόκληρα χρόνια στην εφημερίδα Village Voice, ενώ έχει γράψει και πολλά βιβλία για παιδιά, καθώς και σενάρια για θεατρικές παραστάσεις. Είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως βοηθός του Will Eisner, και για όσους βρίσκονταν στην προβολή του σχετικού ντοκυμαντέρ για τη ζωή του Eisner στο πρόσφατο Comicdom, τον θυμούνται να συμμετέχει σ' αυτό. Έχουν εκδοθεί συνολικά 19 βιβλία με τα πολιτικά του σκίτσα, και η ΒΑΒΕΛ κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο το 1984. Κλασσικό μέγεθος ευρωπαικού άλμπουμ, περίπου 80 σελίδες ασπρόμαυρες. Για περισσότερες πληροφορίες το επίσημο website του Feiffer είναι εδώ.
  16. Κάποιοι θα πλήρωναν πολλά λεφτά για να πάρουν κάποια ιστορικά τεύχη... Η ανάγνωση των κόμιξ είναι μια διαδικασία που έχει τους δικούς της, πολύ φανατικούς πιστούς. Είναι μια διαδικασία τόσο διαχρονική που καταλήγει να είναι μόνιμο κομμάτι της φυσιογνωμίας σου: μπορεί να μεγαλώνεις και όσο μεγαλώνεις να αλλάζεις αλλά ποτέ δεν ξεμπλέκεις από αυτή. Απλά όσο αλλάζεις εμπλουτίζονται και τα αναγνώσματά σου. Η κυρίαρχη οπτική που θέλει την ανάγνωση κόμιξ να είναι μια παιδική ασχολία απέχει αιώνες από την πραγματικότητα. Διότι όσο και αν μεγαλώσεις ποτέ δεν σταματάς να τα διαβάζεις. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ξεπερνάς κανένα κόμιξ που έχεις διαβάσει και σου έχει αρέσει όσα χρόνια και αν περάσουν. Με καμία άλλη μορφή τέχνης δεν συμβαίνει αυτό: το να μπορείς δηλαδή να απολαύσεις στα 30φεύγα σου με τον ίδιο ενθουσιασμό μια κόμιξ ιστορία που είχες πρωτοθαυμάσει όταν ήσουν παιδί. Γι΄αυτό και όσο μεγαλώνεις η καρδιά σου γεμίζει με ισόποσες δόσεις από κόμιξ. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλώνεις απλά διευρύνεται ο χώρος των αγαπημένων δημιουργιών που χωράνε μέσα σου. Αν αναλογιστεί ο μέσος αναγνώστης κόμιξ το πόσο ετερόκλιτα κόμιξ περιοδικά έχει αγαπήσει μεγαλώνοντας δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την πολυμορφία. Για του λόγου το αληθές - και με μια μικρή δόση νοσταλγίας - θυμόμαστε 5 κόμιξ που μας μεγάλωσαν και δεν υπάρχουν πια και εντυπωσιαζόμαστε από την διαρκή και συνεχόμενη μεταπήδηση από το πιο παιδικό στο πιο ενήλικο είδος. Και όμως, αυτά τα κόμιξ μεγάλωσαν τους ίδιους ανθρώπους και αγαπήθηκαν από τους ίδιους ανθρώπους. Βαβέλ Έβγαινε στα περίπτερα από το 1981 μέχρι και το 2008 και μεγάλωσε γενιές και γενιές κομιξόφιλων. Κυκλοφορούσε κάθε μήνα και στο εσωτερικό των σελίδων του στοιβάζονταν πολλοί ξένοι και Έλληνες καλλιτέχνες. Όσοι ήταν τυχεροί και είχαν κάποιον μεγαλύτερο στο σόι τους (κάνα ξάδελφο, κάναν αδερφό κ.τ.λ.) που το αγόραζε είχαν πρόσβαση σε αυτό από μικρή ηλικία. Οι υπόλοιποι το αγάπησαν στα τελευταία του χρόνια. Σε ορισμένες γωνιές της Αθήνας πάντως ακόμα παίζει να βρεις παλιά τεύχη της «Βαβέλ». Μίκυ Μυστήριο Δεν είναι τυχαίο που για πάρα πολλούς από εμάς η φιγούρα του Μίκυ είναι συνδεδεμένη με την εικόνα ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που κινείται σε ένα νουάρ περιβάλλον. Το εμβληματικό «Μίκυ Μυστήριο» είναι η αιτία για αυτό, το κόμικ που πήρε έναν από τους πιο αγαπητούς και ανάλαφρους χαρακτήρες, τον έκανε πρωταγωνιστή υποθέσεων μυστηρίου και τον ωρίμασε. Αν βρεις πουθενά κανένα ξεχασμένο τεύχος του «Μίκυ Μυστήριο» άρπαξέ το όπως είναι, μιλάμε για μεγάλη σειρά. Αλμανάκο Πρωτοποριακό περιοδικό στα 90s που αν και ξεκίνησε σαν τυπική παιδική κυκλοφορία με ιστορίες από το σύμπαν της Disney, σύντομα έγινε το απόλυτο «αγορίστικο» εφηβικό περιοδικό καθώς εκτός από κόμιξ ιστορίες φιλοξενούσε στο εσωτερικό του και αφιερώματα για ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, αθλητικά και γενικά πολλά άρθρα που το έκαναν να ξεφεύγει από το μέσο, τυπικό περιοδικό για παιδιά. Ή καλύτερα να επαναπροσδιορίζει τον χαρακτηρισμό. Το «Αλμανάκο» υπήρξε ιστορία ολόκληρη, αμιγώς συνδεδεμένη με τις παιδικές αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς. Την έχουμε ξαναπεί εδώ… Μπλεκ Από τα πιο παλιά ελληνικά κόμιξ περιοδικά. Ξεκίνησε ως ένα μονοθεματικό περιοδικό που αφηγούνταν τις περιπέτειες του ομώνυμου γουέστερν χαρακτήρα - ενός κυνηγού, βετεράνου της μάχης για την αμερικανική ανεξαρτησία από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα - αλλά από ένα σημείο και μετά, εμπλούτισε καθοριστικά την ύλη του εξελισσόμενο σε ευρύτερο «εφηβικό» ανάγνωσμα. Για πολλούς η κόντρα Αλμανάκο-Μπλεκ ήταν μεγάλο θέμα διχασμού. 9 Το αντίπαλον δέος της «Βαβέλ», παρά το γεγονός ότι συνυπήρξε μαζί της για μόλις οκτώ από τα 27 χρόνια κυκλοφορίας της τελευταίας, το «9» (που συνέχισε να βγαίνει και δυο χρόνια μετά το κλείσιμο της «Βαβέλ») υπήρξε αντικειμενικά ένα από τα πιο σημαντικά περιοδικά του χώρου. Ένθετο στην «Ελευθεροτυπία» για δέκα χρόνια, αποτέλεσε μια βαθιά πνοή για τις ενήλικες κυκλοφορίες κόμιξ. Άπειρες ελληνικές δημιουργίες φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του με πιο χαρακτηριστική την ιστορική πλέον «Μάνα Ρέιβερ». Και το σχετικό link...
  17. Εδώ έχουμε την πρώτη απο όσο μπορώ να ξέρω έκδοση της Υπόθεσης Βιασμού του Αρκά, απο την Βαβέλ (και την πρώτη λογικά έκδοση του Αρκά, γενικά).. Ημερομηνία δεν λέει πουθενά (ούτε στο site του Αρκά δεν αναφέρει τίποτα για αυτήν την έκδοση), αλλά λογικά είναι ανάμεσα απο το 1981 (τότε ξεκινάει να παρουσιάζετα μέσα απο την Βαβέλ ο Κόκκορας) και μέχρι το 1983 (που ξεκιναει η επόμενη σειρά του, το Show Business).. Αυτή η έκδοση, είναι εντελώς διαφορετική απο τις άλλες που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα, μεγάλες διαστάσεις (24,5Χ34,5) και αντί για εξώφυλλο, υπάρχει μια χάρτινη θήκη (φάκελος) που μέσα της υπάρχει η υπόθεση βιασμού σε 16 σελίδες (όλο ασπρόμαυρο).. ευχαριστούμε για το εξώφυλλο της Β' έκδοσης τον G.I.Djo. Αφιέρωμα στον Αρκά
  18. Από την Βαβέλ #10, ένα άτιτλο στριπάκι της Μαφάλντα του Quino.
  19. Από τη Βαβέλ #24 πάλι, "Το χάσμα των γενεών", του Wolinski.
  20. Από την Βαβέλ #24, Ο Μαύρος Βαρώνος (Le Baron Noir), των Yves Got και Rene' Petillion.
  21. Του copi από το "Δεν τολμώ, μαντάμ!" της ΒΑΒΕΛ.
  22. Το "Μέρα Οργής 2: Το Τέλος" αποτελεί το β' μέρος του δεύτερου κατά σειρά άλμπουμ που κυκλοφόρησε ο Milo Manara σχετικά με τις περιπέτειες του Τζιουζέπε Μπέργκμαν. Εκδόθηκε τον Μάιο του 1990 από την Βαβέλ ενώ το α' μέρος, τιτλοφορημένο "Μέρα Οργής" εκδόθηκε δύο χρόνια νωρίτερα, το 1988 ομοίως από τη Βαβέλ. Το "Jour de colere" έκανε την πρώτη εμφάνιση του τον Ιανουάριο του 1983 στην Γαλλία στις σελίδες του περιοδικού "A Suivre" της Casterman, για το οποίο ο Manara δημιούργησε εξ' αρχής την σειρά περιπετειών του Μπέργκμαν. Προκάτοχος του "Μέρα Οργής" είναι το "H.P. και Τζιουζέπε Μπέργκμαν" που είδαμε στα εγχώρια το 1986, ενώ η συνέχεια υπό τον τίτλο "Όνειρο Ίσως" ήρθε στα Ελληνικά το 1993. Τα "Ξαναβλέποντας τα αστέρια" ( Revoir les etoiles) ολοκλήρωσε την σειρά το 1998 στην Γαλλία ως αυτόνομο άλμπουμ (εκτός A Suivre), μέχρι να συνεχιστεί από την Humanoids με ένα ακόμα άλμπουμ το 2004 ονόματι "Η οδύσσεια του Τζιουζέπε Μπέργκμαν" (βλέπε δεύτερο ποστ). Την επιμέλεια αναλαμβάνει ο Βασίλης Νικάκης, ενώ η μετάφραση είναι του Ε. Νικολάου και το lettering της Παυλίνας Καλλίδου. Η σύνθεση εξωφύλλου γίνεται από τον Σταύρο Κούλα που έχει κάνει και το Άρωμα του Αόρατου. Λίστα κυκλοφορίας των έργων του Μανάρα στα Ελληνικά
  23. Το "Άρωμα του Αόρατου" είναι ένα ακόμα άλμπουμ ερωτικού περιεχομένου σε σενάριο και σχέδιο του Milo Manara που μας προσέφερε η Βαβέλ την δεκαετία του '80. Κυκλοφόρησε αρχικά υπό τον τίτλο "Le parfum de l'invisible" τον Νοέμβριο του 1986 στην Γαλλία, ενώ στην χώρα μας το είδαμε τον Μάιο του 1987. Έχει εκδοθεί και συνέχεια υπό τον τίτλο "Le parfum de l'invisible 2" το 1995 το οποίο είδαμε στην Ελλάδα από το περιοδικό Free το 2004 αλλά και συγκεντρωμένο σε ένα άλμπουμ στη σειρά "Manara - Κλασικά έργα" της Espresso το 2007. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν επιστήμονα της φυσικής που δημιουργεί μια αλοιφή βασισμένη στην τεχνολογία των οπτικών ινών που τον κάνει αόρατο, κάτι που εκμεταλλεύεται για να πλησιάσει την Μπεατρίς, μια σταρ του χορού και παθολογικό του κόλλημα. Εν τω μεταξύ μπλέκει σε διαφόρων ειδών ερωτικές περιπτύξεις με γυναίκες που ιντριγκάρονται από την ιδέα του αόρατου οργάνου του. Ασπρόμαυρο στις 68 σελίδες μαζί με τα εξώφυλλα χωρίς εξτραδάκια, η μετάφραση έγινε από τον Σ. Γεωργίου, το Lettering από τον Ηλία Σάλαρη και η σύνθεση εξωφύλλου από τον Σταύρο Κούλα. Ευχαριστώ τους germanicous και Dr. Paingiver για τις έξτρα πληροφορίες και τον εμπλουτισμό της παρουσίασης
  24. Ο Τζιουζέπε Μπέργκμαν είναι ένας ανικανοποίητος και απογοητευμένος απ' την καθημερινότητα νεαρός που αναζητάει την περιπέτεια. Έτσι θα του συστήσουν τον Η.Ρ, έναν δάσκαλο της περιπέτειας που θα τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Κατά τη διάρκεια του περιπετειώδους ταξιδιού του, ο Μπέργκμαν θα αντιμετωπίσει ένα σωρό καταστάσεις, όμως όλες καταλήγουν να παίρνουν καταστροφική τροπή και αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Η ιστορία αυτή αρχικά κυκλοφόρησε ως σειρά στο Γαλλο-Βελγικό περιοδικό κόμικ Α Suivre, ενώ αργότερα κυκλοφόρησε και ως αυτοτελής έκδοση. Επίσης να αναφέρω ότι η φιγούρα του H.P είναι εμπνευσμένη από τον HUGO PRATT. Το άλμπουμ περιέχει τα εξής κεφάλαια: Ι. Ο Δάσκαλος της Βενετίας ΙΙ. Το Πλοίο του Ορινοκου ΙΙΙ. Τζάγκουαρ και Αλλιγάτορες ΙV. Ο Δρόμος για το Μακοντο V. Υπο την Απειλή των Όπλων VI. Η Παράσταση συνεχίζεται VII. Τα Εφτά Ονόματα του Δαίμονα Δείτε τα έργα του ΜΑΝΑRA που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα εδώ Και ένα εξώφυλλο ξένης έκδοσης που πέτυχα στο Ίντερνετ:
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.