Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'Βαβελ'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

  1. Η πρώιμη Τέχνη του πλέον αγαπημένου Έλληνα καλλιτέχνη μέσα από τα ξεχωριστά, νεανικά σχέδιά του. Τον ξέρετε. Είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Αυτό που λογικά δεν ξέρετε είναι ότι πριν συμβούν όλα αυτά που ήδη ξέρετε: η Ομάδα Εδάφους, η «Μήδεια», οι Ολυμπιακοί της Αθήνας, το «Δύο», το «The Great Tamer», ο «Εγκάρσιος προσανατολισμός» και τόσα άλλα, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά πράγματα κάνοντας κόμικς. Ήταν δεκαεπτά χρονών όταν εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού κόμικς Βαβέλ, αρχικά με ένα γελοιογραφικό κόμικς και κατόπιν με ένα εικαστικό και έναν πρόλογο από τον δάσκαλό του Γιάννη Τσαρούχη. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 δημοσίευσε πολλά κόμικς στα περιοδικά Βαβέλ και Παρά Πέντε, αναπτύσσοντας το δικό του προσωπικό στιλ, το οποίο συνδυάζει πολλές αναφορές και μια αναπολογητική χρήση ζωγραφικής και ποιητικής γλώσσας. H σημαντική έκθεση «Wow! Pow! Bam!» τον περασμένο Ιούνιο στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφιερωμένη στα κόμικς και τη σχέση τους με τη ζωγραφική, στην οποία συμμετέιχε και ο ίδιος με παλαιότερες και νέες δουλειές του, ήρθε να μας θυμίσει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου των κόμικς. Με αυτήν την αφορμή συναντηθήκαμε μαζί του. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και οι ιστορίες των κόμικς του Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου © Αλέξης Μπίτσικας ― Μέχρι να δω την έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη με ενοχλούσε που δεν μπορούσα να κατατάξω κάπου τα κόμικς σας. Δεν μπορούσα να τα προσδιορίσω ειδολογικά. Εσείς τα βαφτίζετε κάπως; Όχι, φυσικά και όχι. Τον Λουστάλ τον ξέρεις; ― Φυσικά. Τι είδος κάνει; Όχι, δεν τα βαφτίζω κάπως. Δεν είναι δική μου δουλειά αυτό. Ο Λουστάλ με είχε γοητεύσει πολύ. Ο τρόπος της αφήγησής του. ― Πότε ξεκινήσατε να φτιάχνετε κόμικς; Από πολύ μικρός. Έχω κρατήσει, από το δημοτικό ακόμα, κόμικς που έφτιαχνα με τη Σαμάνθα τη Μάγισσα, το οποίο τότε ήταν και μια σειρά στην τηλεόραση (σ.σ. «Η μάγισσα», σειρά του NBC, 1964-1972). Είχα μια δασκάλα αγγλικών, την κυρία Καραφύλη, η οποία με ενθάρρυνε. Τα έβγαζα φωτοτυπίες, τα έδενα σε τεύχη και τα κυκλοφορούσα στους συμμαθητές μου. Αστείο πράγμα. Σαν να τα έφτιαξε άλλος άνθρωπος. Ένα φεμινιστικό τεύχος, όπου έκαναν – και καλά – απεργία οι γυναίκες. Κάτι τέτοια. Αυτά ήταν κάπως σατιρικά και γελοιογραφικά. Με τον ίδιο τρόπο συνέχισα στα σχολικά μου χρόνια, μια και είχαμε μια μαθητική εφημερίδα στην οποία έκανα – τρομάρα μου! – art direction και δημοσίευα κόμικς και σχέδια, έφτιαχνα αφίσες κ.λ.π. Τα κόμικς μου τότε ήταν συνδεδεμένα με τη γελοιογραφία κατά κάποιον τρόπο κι όχι με κάτι άλλο. Όταν ήμουν δεκαέξι-δεκαέξι μισό, γνώρισα τον Τσαρούχη κι έγινα ανεπίσημα μαθητής του. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου – η οποία είχε ήδη μετακινηθεί νωρίς από την παιδικότητα στην εφηβεία με την πρώτη ερωτική μου εμπειρία στα 13. Με τον Τσαρούχη επιχείρησα ζωγραφική με αυγό, που είναι η τεχνική της αγιογραφίας, κι έφτιαξα ένα κόμικς το οποίο παραμένει αδημοσίευτο ως τώρα με τον τίτλο «Κένταυρος», που ολοκλήρωσα λίγο αργότερα, στην ηλικία των δεκαεπτά. Αυτό το κόμικς δυστυχώς το έχω σε κακής ποιότητας σκαναρίσματα (είχε πουληθεί). Θα ψάξω να το βρω να το αρχειοθετήσω σε υψηλή ανάλυση. Ήταν ένα κόμικς από το οποίο κανείς μπορεί να καταλάβει πολλά για μένα. Αυτοπροσωπογραφία Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Γιατί; Νομίζω ότι εμπεριέχει πολλά από αυτά που θα γίνω αργότερα. ― Όπως; Είναι ευαίσθητο, εμποτισμένο με την ελληνική εμπειρία, ομοερωτικό – μ’ έναν λιγότερο απροκάλυπτο τρόπο από τα επόμενα κόμικς μου. Είναι μελαγχολικό. Δυστυχώς το έχω σκαναρισμένο από slides, είναι δηλαδή η ποιότητα γάμησέ τά, κάκιστη. Μπορεί να το επεξεργαστώ κάπως και να σου δώσω μερικές εικόνες. Αυτή ήταν η αρχή. Ήταν κόμικς με ιστορίες και εικόνες κάπως «βυζαντινοτσαρουχικές». Kάποια στιγμή πήγα στη Βαβέλ μ’ ένα απ’ αυτά τα κόμικς και το δημοσίευσαν. Ο Τσαρούχης έγραψε για να με τιμήσει ένα μικρό σημείωμα, προλογίζοντάς το. Δημοσιεύτηκε αυτό και μετά άρχισα να κάνω τα κόμικς με το προσωπικό μου ύφος, αυτό που ξέρετε. Δημοσίευσα την πρώτη μου μεγάλη ιστορία, ήταν 16 σελίδες και απροκάλυπτα ομοερωτική και αναρχική, που λέγεται «Ποιος μιλάει;» (σ.σ.: περιοδικό Παρά Πέντε, τχ.19) και από κει και πέρα επειδή είδα ότι αυτό έκανε γκελ, ένιωσα ότι υπήρχε μια πλατφόρμα – εμένα μ’ ενδιαφέρει να υπάρχει μια πλατφόρμα για να δουλεύω. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ζωγράφιζα τόσα χρόνια, ένιωθα ότι το περιβάλλον του μάρκετ των εικαστικών ήταν μια πλατφόρμα που δεν μ’ ενδιαφέρει. Ποιος μιλάει; © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Τώρα έχει αλλάξει αυτό; Όχι, απλώς πλέον είμαι εξήντα ετών. Το θέατρο υπήρξε για μένα μια σούπερ πλατφόρμα με τεράστια διεισδυτικότητα στους συνανθρώπους μου και την είχα την επαφή με τη γενιά μου και τώρα πια, προς μεγάλη μου απόλαυση, με γενιές πολύ νεότερες από εμένα. Άρα δεν έχει και τόση σημασία πια. Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν θα φτιάξω νέα θεατρική δουλειά, για δύο χρόνια τουλάχιστον. Οπότε η πρόταση της Δάφνης (Ζουμπουλάκη) ήταν μια ευχάριστη ευκαιρία για βόλτα στο αρχείο μου, και να ’μαι στο περιβάλλον μιας γκαλερί. Επίσης η έκδοση με τα σχέδια που έκανα στην Ανάφη είναι πολύ σημαντική για μένα γιατί βρήκαν τα γυμνά αυτά τρόπο να υπάρξουν σε αυτήν την πλατφόρμα και να τα έχει ο κόσμος. Το γεγονός ότι υπάρχει το Instagram και μπορούσα να τα μοιραστώ όταν τα πρωτοέκανα ακούγεται αστείο αλλά είναι σημαντικό για μένα. Δεν με φτιάχνει αυτό που δημιουργώ να είναι αποκλεισμένο σε περιορισμένη θέαση. Θέλω να μοιράζεται. Ανάφη, συλλεκτική έκδοση: Το φως και το σκοτάδι του σώματος δια χειρός Δημήτρη Παπαϊωάννου © Εκδόσεις NOMAS ― Καταλαβαίνω ότι τότε αντιλαμβανόσασταν τη διαδικασία του «φτιάχνω ένα κόμικς και το δημοσιεύω» ως έναν τρόπο επικοινωνίας. Εννοείται. Κατ’ αρχάς μου άρεσαν τα κόμικς, έπαιρνα τη Βαβέλ, ήταν μέρος της πολιτιστικής τροφής μου. Το βασικότερο ήταν πως αισθάνθηκα ότι μπορώ να επικοινωνήσω άμεσα με τη δική μου γενιά και να κάνω μια τέχνη προσβάσιμη, όπου το «original», το πρωτότυπο, είναι το τυπωμένο και είναι φτηνό. Αυτό έχει σημασία. Τα κόμικς είναι μια λαϊκή τέχνη. 1987, Περιοδικό Παρά Πέντε: «Ο τρομερός Μέβερ», κόμικ του Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Αναφέρατε πριν την εισαγωγή που είχε γράψει ο Γιάννης Τσαρούχης σ’ εκείνο το κόμικς που λεγόταν «Ευρύμαχος» (Βαβέλ, τχ. 32). Είχε δημιουργήσει μια ίντριγκα τότε όλο αυτό. Βέβαια, βέβαια. Γιατί ο Τσαρούχης είχε αρκετή άγνοια για την κουλτούρα των κόμικς, είχε μια γενικότερη αντίληψη και προφανώς δεν ήξερε ότι υπήρχαν ήδη ποιητικά και ζωγραφικά κόμικς και θεωρούσε κακοσχεδιασμένα τα κόμικς των superheroes της Μάρβελ, ενώ είναι θαυμάσια. Εκείνο όμως στο οποίο ήθελε να επιστήσει την προσοχή ήταν η αναπολογητική συμπερίληψη της ζωγραφικής και της ποιητικής γλώσσας. Αυτό νομίζω ότι τον συγκίνησε τον Τσαρούχη. Και ναι, δημιούργησε λίγη φασαρία, αλλά και τι μ’ αυτό; ― Τότε ήσασταν 17. Πώς νιώθει ένα παιδί σ’ εκείνη την ηλικία, που δημοσιεύεται το κόμικς του με εισαγωγή από τον Τσαρούχη και στο επόμενο τεύχος δημοσιεύεται μια έντονη αντίδραση από τον Αρκά; Δεν έγινε και τίποτα φοβερό. Με τα τωρινά μου μυαλά δεν θα δεχόμουν να μου γράψει εισαγωγή στο πρώτο μου κόμικς. Περιττό. Τότε ήταν φυσικό για μένα. Τον αγαπούσα πολύ, με αγαπούσε πολύ. Δεν σκέφτηκα ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζα κάτι. Διάβασα και την αντίδραση και προχώρησα. (γέλια) Ο τρομερός Μέβερ – Το φιλί και το δάγκωμα © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Μακάρι να αντιδρούσαμε όλοι τόσο ψύχραιμα. Δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια τότε. Αυτή η αντίδραση υπήρξε στους αναγνώστες της Βαβέλ. Δεν ήταν για να γίνει της πουτάνας. Αυτοί που ενδιαφερόντουσαν τη διάβασαν και όλοι συνεχίσαμε τις ζωές μας. Σε αυτούς απευθυνόταν. Μωρέ ξέρεις, τα πράγματα τότε ήταν πολύ διαφορετικά. Ήταν μια στιγμή που η ποπ κουλτούρα ακόμα αγωνιζόταν να εδραιωθεί, να αποκτήσει κύρος. Ακόμα και σήμερα, αυτό το κορίτσι, τη Σάττι, τη βρίζανε ότι είναι υποκουλτούρα. Λες και δεν είμαστε σε μια εποχή που έχουν απολύτως διευρυνθεί τα όρια και απενοχοποιηθεί τα πάντα – όχι πάντα με καλά αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου –, αλλά πάντως είναι όλα οκέι. Θεματοφύλακες της ποιότητας, cheer up darlings. Η ποιότητα βρίσκεται παντού και το trash επίσης. Υπάρχει άπειρο trash στη σύγχρονη κατοχυρωμένα επίσημη τέχνη. Rock n' Roll © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Υποκρύπτει κάτι αυτή η αντίδραση που περιγράψατε απέναντι στη Σάττι; Τη μαλακία του κόσμου. Τι να υποκρύπτει; Ο κάθε μαλάκας θα πει τη γνώμη του. Όπως κι εγώ. ― Στο συγκείμενο της Βαβέλ, όταν ξεκινήσατε εσείς, το περιοδικό δεν είχε κάνει ακόμα «άνοιγμα» στο λεγόμενο εικαστικό κόμικς. Εσείς τι αναφορές είχατε για να κάνετε τέτοια κόμικς; Μόνο τη ζωγραφική. Εγώ γενικά, καλώς ή κακώς, είμαι ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, παρ’ ότι είχα δασκάλους και σπούδασα. Αλλά δεν σπούδασα σκηνοθεσία, δεν σπούδασα χορογραφία, δεν σπούδασα κόμικς. Οπότε με ό,τι είχα πραγματικά, έκανα ό,τι μπορούσα. Από παλιά έγραφα, ευτυχώς όμως δεν την προχώρησα αυτήν την τέχνη… (γέλια) Η αρχαία πόλις – Βαρύτητα – Μέδουσα – Η γη στο σχήμα της καρδιάς © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Γιατί ευτυχώς; Ε, δεν ήμουν καλός… από μικρός έγραφα κι έτσι είχα να μοιραστώ κάποια πράγματα. Από πολύ μικρός ζωγράφιζα. Την εποχή που έκανα τα κόμικς σπούδαζα στην Καλών Τεχνών. Το είχα μόλις σκάσει από το σπίτι μου. Στα δεκαοκτώ το έσκασα από το σπίτι μου, στα δεκαεννιά ήμουν φοιτητής στην Καλών Τεχνών. Κυκλοφορούσα στα Εξάρχεια. Ήμουν ένας αυτοσυντήρητος νέος, ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Απ’ τους ελάχιστους τότε. Και δίψαγα, όπως πάντα, όπως ακόμα και τώρα στην ηλικία που είμαι, για έκφραση. Ήθελα να τα λέω. Να λέω τι νομίζω και τι ζω. Ό,τι ζωγραφικό εργαλείο είχα το χρησιμοποίησα στα κόμικς. Φυσικά όντας με τους φωτισμένους συμφοιτητές που είχα, πλούτισα. Ήμουν συμφοιτητής με τον Ζάφο Ξαγοράρη, ο οποίος με επηρέασε με τη βιαιότητα των μαυρόασπρων μουντζούρων του. Αυτός προς τον εξπρεσιονισμό, εγώ το πήγα προς πανκ μεριά. Αλλά ήμασταν κολλητοί και επηρεάζαμε ο ένας τον άλλον. Είχα και μια ικανότητα να ζωγραφίζω από μνήμης. Τα περισσότερα κόμικς μου είναι από μνήμης. Υπάρχει ένα που εκτίθεται τώρα, «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», στο οποίο υπάρχουν μονάχα τρεις εικόνες όπου είχα μπροστά μου αυτό που ζωγράφισα. Όλο το υπόλοιπο από μνήμης. Έχω φωτογραφική μνήμη. Αυτό που βλέπω μπορώ εύκολα να το αποτυπώσω μετά από κάποιες μέρες. Είναι αυτό το κόμικς, όπως και τα περισσότερα κόμικς μου, μια σύνθεση πραγμάτων που έχω ζήσει κι έχω δει ή έχω φανταστεί ενώ ζω μια εμπειρία. Αυτοπροσωπογραφία Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Είναι όμως κυριολεκτικά μια σύνθεση αυτό το κόμικς. Άναυδος διαπίστωσα στην έκθεση ότι το κάθε καρέ είναι δουλεμένο ξεχωριστά σε ένα άλλο κομμάτι ακουαρέλας και μόνο ύστερα συνέθεσαν όλα μαζί τις σελίδες του κόμικς. Έτσι τα έκανα πάντα. Επειδή είμαι και τσαπατσούλης και επειδή θέλω το πινέλο μου να τρέχει ελεύθερο, δεν μπορώ να δουλέψω σε πλαίσιο – αυτό εκφράζεται και σε μια χορογραφία μου που λέγεται «Primal mater», η οποία έχει ένα πλαίσιο για ένα σώμα. Πρέπει να είμαι ελεύθερος και μετά τα κόβω και τα βάζω στο πλαίσιο. Και μάλιστα τα έκοβα θεόστραβα μέσα στην προχειρότητά μου. ― Γιατί λείπει το σενάριο από το κόμικς που εκτίθεται στην έκθεση; Εννοώ το λέτερινγκ. Γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλω να πω, μ’ ενδιαφέρει όταν θα είναι τυπωμένο το κόμικς. Δεν μ’ αρέσει η σκέψη ότι κάποιος θα πάει στην γκαλερί, θα στηθεί μπροστά στον τοίχο και θα διαβάζει τις εικονίτσες. Προτιμώ απλώς να τις βλέπει. Φωνάζω και δεν βγαίνει η φωνή μου – Τρέχω και δεν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Δεν είναι όμως αδιαχώρητα αυτά τα δύο (σενάριο και σχέδιο) σ’ ένα κόμικς; Όχι ακριβώς. Κατ’ αρχάς, έτσι κι αλλιώς, τώρα που τα μαζεύω όλα αυτά και τα επιμελούμαι και θα τα μεταφράσω και θα τα κάνω restoration, θα δούμε τι θα γίνει… θέλω να επισκεφτώ τα κείμενα ξανά. Γιατί αυτό που λέω, και το ντεκουπάρισμα της ιστορίας αλλά και ο ρυθμός, με βρίσκουν σύμφωνο, αλλά είναι μερικές εικόνες και μερικές φράσεις που τις έκανα βιαστικά και θέλω να τα ξανακοιτάξω. Ας πούμε στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», και είχε πολλή πλάκα αυτό, η τελευταία τελευταία εικόνα είναι καινούργια. Δεν φαίνεται, και είμαι πολύ περήφανος που δεν φαίνεται. Μετά από τριάντα χρόνια μιμήθηκα τον τότε εαυτό. Αναρωτιόμουν: θα τολμήσεις να το κάνεις; Και το έκανα και ήταν ολόιδιο, το στιλ και η γκάμα. Είχα κάνει μια μαλακία στην πρώτη βερσιόν που δεν άντεχα να τη βλέπω. ― …αυτή που έτρεχε στο νερό κρατώντας τη βαλίτσα και έγραφε «Τ Ε Λ Ο Σ» πάνω στα βήματα στο νερό; Ναι! Αυτήν. Την έβρισκα κακόγουστη, δεν άντεχα να τη βλέπω και έκανα αυτή τη μικρή διόρθωση. Είμαι πολύ περήφανος που την έκανα γιατί υπάρχει αυτό το δίλημμα: «Πρέπει να επέμβεις στη δική σου ιστορία;» Ναι, μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Εφόσον εσύ είσαι ο αρχηγός, «κάνε ό,τι θες αγοράκι μου». Κι έτσι λοιπόν, μερικά από τα κείμενα και μερικές από τις εικόνες που έγιναν πρόχειρα για να τελειώσει το κόμικς θέλω να τα επιμεληθώ για να έχω μια οριστική μορφή τους που να υποστηρίζω. Ένας ακόμη λόγος που δεν θέλω να δεσμευτώ έχοντας τα κείμενα μέσα στις εικόνες. Πυρκαγιά – Ένα τσιγάρο – Ιστός © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Σε ό,τι αφορά τα κόμικς, ποιες οι επιρροές σας; Νομίζω ο Jean Marc Reiser μ’ έναν τρόπο κρυφό με έχει επηρεάσει πολύ, όπως και ο Copi. Είναι από τους δύο πολύ αγαπημένους μου, δεν μοιάζουν καθόλου μ’ εμένα. Ο Copi μ’ έχει επηρεάσει στον ρυθμό και στις παύσεις του και στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο εμπεριέχει το παράλογο. Ο Reiser μ’ έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον οποίο το μελάνι πρέπει να φαίνεται ότι το έχεις φτύσει πάνω στο χαρτί. Σε κάποιες εικόνες μου αυτό είναι εμφανές αλλά κρυμμένο κάτω από το δικό μου στιλ. Μ’ έχει επηρεάσει πολύ ο Liberatore στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται μια αναγεννησιακή φωτοσκίαση σάρκας, που είναι σαν Μικελάντζελο. Κάπου είχα διαβάσει ότι χρησιμοποιεί και υλικά μέικ απ. ― Και κραγιόν. Και κραγιόν, ναι (γέλια). Ακόμη και τώρα στα σχέδια που έκανα στην Ανάφη, έλεγα από μέσα μου: «Για δες. Ο Tanino». Μ’ έχει επηρεάσει ο Jacques de Loustal στην ατμόσφαιρα και στην κινηματογραφικότητα της αφήγησης. Στα νεανικά μου χρόνια η Claire Bretécher. Οι υπόλοιπες επιρροές μου νομίζω πως είναι ζωγραφικές. Στο δισέλιδο της Μασσαλίας, στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», είναι σαν να θέλω να μεταμορφωθώ σε Χόκνεϊ και μετά να μεταμορφωθώ ξανά σε μένα. Τον λατρεύω τον Χόκνεϊ. Είναι ένας καλλιτέχνης που με έχει συγκινήσει πολύ, τον έχω στην τριάδα Τσαρούχης-Κουνέλης-Χόκνεϊ. Αυτοί οι τρεις με έχουν επηρεάσει βαθιά. Ο προηγούμενος φίλος μου – Πόρτες © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Τώρα φτιάχνετε κόμικς; Όχι, όχι δεν κάνω. Αλλά την τεχνική της αφήγησης τη χρησιμοποιώ. Πρόσφατα έφτιαξα κάποιες εικόνες που πλαισίωσαν ένα αφιέρωμα που μου έκανε το Dust Magazine, αλλά και στο βιβλίο Sketches for Life με σχέδια από την Ανάφη. Είναι μια τεχνική, ένας τρόπος αφήγησης που χρησιμοποιώ κρυφά. Πολλές φορές και στο προσωπικό μου Instagram μπορεί κάποιος να παρατηρήσει έναν τρόπο αφήγησης που έχει να κάνει με το πώς διαβάζεται μια σελίδα. Η περιπέτεια του βλέμματος πάνω στη σελίδα. Έχω πολύ περίσσευμα μέσα μου για να κάνω κόμικς, αλλά δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει η πλατφόρμα. ― Γιατί δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει. Ποιο περιοδικό κόμικς παίρνεις; ― Κανένα. Αυτό είναι η πλατφόρμα. Το περιοδικό. Τι; Να κάνω κόμικς για να κάνω εκδόσεις; Δεν είναι το ίδιο. Το ζώο επί σκηνής – Πρόσωπον προς Πρόσωπον – Soundtrack Nina Simone © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Μπορείτε να το κάνετε σε ένα άλλο περιοδικό. Όχι απαραίτητα κόμικς θεματολογίας. Θέλετε, όπως καταλαβαίνω, να βρει το κοινό του, το κοινό των κόμικς, που κατανοεί την τέχνη και τις λειτουργίες της. Ναι. Και το οποίο την αγαπά αυτήν την τέχνη. Όπως υπάρχει το κοινό του θεάτρου, που πάει στις παραστάσεις για να τις δει. Αυτή είναι η πλατφόρμα του... τα θέατρα και τα φεστιβάλ. Εκεί προτείνουν κάποιοι τη δουλειά τους. Αντίστοιχα και το περιοδικό κόμικς είναι μια πλατφόρμα όπου οι κομίστες προτείνουν τη δουλειά τους. Να βάλω μια προσωπική ιστορία, λίγο πιο σκληρή ή με εικόνες σεξ ή μελαγχολική, σε ένα περιοδικό π.χ. πόλης... τι νόημα έχει; Τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος να μας εκμυστηρεύεται το μακρύ του και το κοντό του εκεί που διαβάζουμε τα νέα; Δεν υπάρχει πλατφόρμα. Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου © Julian Mommert Το βιβλίο του Δημήτρη Παπαϊωάννου με σχέδια από την Ανάφη, «SKETCHES FROM LIFE», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις NOMAS, μπορείτε να το προμηθευτείτε από αυτόν ΕΔΩ τον σύνδεσμο. Και το σχετικό link...
  2. Διάβαζα τη «Βαβέλ» από το 1982, ήμουν μόλις 13 χρονών τότε. Όταν είδα το πρώτο μου κείμενο δημοσιευμένο στις σελίδες της το 1994, ένιωσα σαν να το έκαναν εξώφυλλο οι New York Times, τόση ήταν η χαρά μου, περισσότερο γιατί το είχε εγκρίνει ο Γιώργος Σιούνας. Σύντομα έγινα μόνιμος αρθρογράφος στο «Αεροπλανάκι», τη στήλη της «Βαβέλ» με ειδήσεις, νέα, παρουσιάσεις, σχόλια, κριτικές κ.ά., της οποίας βασικός συντελεστής ήταν ο Γιώργος που υπέγραφε κατά κανόνα ως Γιώργος Πιλότος ή Σ. Γεωργίου ή Γ. Σ. ή και με άλλα ψευδώνυμα, και συνέχισα μέχρι το τέλος του περιοδικού το 2008. O Γιώργος στο γραφείο του (φωτογραφία που δημοσιεύτηκε σε τεύχος της «Βαβέλ» το 1994). Όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα πάντα την ασφάλεια ότι ο πρώτος που θα διαβάσει τα κείμενά μου, αφού πρώτα είχαμε συνεννοηθεί τη θεματολογία τους, θα τα κρίνει αυστηρά αλλά δίκαια και θα τα συζητήσει μαζί μου, θα ήταν ο Γιώργος. Αυτός άλλωστε με είχε μυήσει στην κόμικς (και όχι μόνο) δημοσιογραφία. Από τα δικά του κείμενα ξεκινούσα την ανάγνωση της «Βαβέλ» και από αυτά διδάχθηκα. Σελίδα από το «Αεροπλανάκι» του «πιλότου» Γιώργου Σιούνα. Από το 1981 που πρωτοεκδόθηκε η «Βαβέλ» υπό την ευθύνη της Νίκης Τζούδα, του Γιώργου Μπαζίνα και του Σταύρου Τσελεμέγκου, και στη συνέχεια από το 1985 που τις τύχες του περιοδικού ανέλαβαν ο Γιώργος Σιούνας και η Νίκη Τζούδα, ο Γιώργος έγραφε, μετέφραζε, επέλεγε κόμικς και πάνω απ’ όλα, συνέβαλλε καθοριστικά στο στίγμα του περιοδικού με τις πολιτικές του παρεμβάσεις και τα αφιερώματά του σε μεγάλα ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος. Τα κείμενά του ήταν πάντα πολυδιάστατα και «εκτός γραμμής», αφορώντας δύσκολα θέματα της εποχής όπως τη χρήση ευφορικών ουσιών, το AIDS κ.ά. Ήταν επίσης ένα από τα βασικότερα στελέχη του ιστορικού «Φεστιβάλ της Βαβέλ» που ξεκίνησε το 1996 και κάθε χρόνο συγκέντρωνε χιλιάδες επισκέπτες και αμέτρητους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Ο Γιώργος στις 23 Ιουλίου έφυγε από κοντά μας στα 71 του χρόνια. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τα υπέροχα κείμενά του, την ευρυμάθειά του, την αγάπη του για τα κόμικς και φυσικά, το γλυκύτατο χαμόγελο που πρόσφερε πάντα αφειδώς και χωρίς ανταλλάγματα. Και το σχετικό link...
  3. Ένα από τα πιο ρομαντικά και ακέραια πειράματα στο χώρο των ελληνικών περιοδικών. Kάθε φορά που η Βαβέλ αναφέρεται κάπου ή βλέπω ένα παλιό της εξώφυλλο στο ίντερνετ, συνειδητοποιώ την ιστορία που έχει γράψει. Δυσανάλογα επιδραστική, αν σκεφτείς ότι πρόκειται για ένα περιοδικό κόμικς. Βέβαια, τότε, στα μακρινά και ξεφτισμένα έιτις, το κόμιξ ήταν ο πολιορκητικός κριός των νέων πραγμάτων. Απελευθερωτικό, λαϊκό, τολμηρό και πολιτικό με έναν αλλιώτικο τρόπο. Στην Ελλάδα όμως ήταν κάτι ακόμα: έγινε ο πόλος έλξης των νέων παιδιών που ψαχνόντουσαν γενικώς και στο γερασμένο κόσμο των media εκείνης της εποχής δεν έβρισκαν καμία αντιστοιχία. Ακόμα κι εκείνοι που δεν κοβόντουσαν για τα κόμικς πήγαιναν στη Βαβέλ, έτσι όπως πας στην πηγή: να διαβάσουν τα μόνα κείμενα που μίλαγαν τη γλώσσα τους, να γίνουν μέρος μιας νέας ηθικής στάσης απέναντι στην κοινωνία που δεν είχε σκυφτό κεφάλι, αλλά ούτε και τον αρτηριοσκληρωτισμό της Αριστεράς. Αυτό οφειλόταν βασικά σε δύο πρόσωπα καλής στόφας: τη Νίκη Τζούδα και τον υπέροχο, ντροπαλό Γιώργο Σιούνα. Ελάχιστοι επέδειξαν μέσα στα χρόνια ακεραιότητα σαν τη δική τους και τέτοια αρχοντική απόσταση από το αρπακτικό ήθος που εξωθεί αγχωτικά τους «πρίγκιπες του αντεργκράουντ» να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν μέχρι να γίνει κρέας η μούρη τους. Η Βαβέλ δεν ήθελε να μεγαλώσει. Μάλλον δεν ήθελε να μεγαλώσει με τους γνωστούς τρόπους της πιάτσας. Ανέκαθεν τη διέπνεε ένας ρομαντικός αέρας και εκείνο το άραγμα που χαρακτηρίζει τους ήσυχους ανθρώπους που τα 'χουν καλά με τον εαυτό τους. Άλλωστε, πάντα ήταν μέσα στα καλύτερα. Με τους καλύτερους. Κι ακόμα και σήμερα μπορεί και συγκεντρώνει στο φεστιβάλ της τα καλύτερα παιδιά της πόλης. Δεν το λέω ως σχήμα λόγου. Ο πυρήνας των φαν της Βαβέλ είναι ένας από τους καλύτερους. Δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή, διότι τώρα ζω καλύτερα. Μου λείπει όμως εκείνη η εφίδρωση που ήταν μαζί περιέργεια και λαχτάρα συμμετοχής όταν έπιανα το νέο τεύχος της Βαβέλ στα χέρια μου. Δημοσίευε τα τέλεια κόμικς του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Νένες ήταν απογειωτικός, ο Κούλας είχε αφηνιάσει μέσα στον πειραματισμό του γουορχολικού ποπ. Ήταν ένα πανηγύρι από ερεθίσματα που απλώς κανένας άλλος δεν έδινε τότε, μέχρι που ήρθε το Κλικ και ανέλαβε τη νέα εποχή εργολαβία. Επιτυχώς, δυστυχώς! Ομολογώ πως σήμερα δεν υπάρχουν περιοδικά ή εφημερίδες που επαναλαμβάνουν εκείνο το πράγμα. Ούτε μπορεί να επαναληφθεί. Τα νέα παιδιά δεν είναι διψασμένα και ζόρικα όπως παλιά: φτιάχνουν πια online τις κοινότητές τους, ξέρουν τα νέα πράγματα εν τη ψηφιακή γενέσει τους και τα media που διαβάζουν πάσχουν λίγο-πολύ από ένα είδος αυτάρεσκου αυτισμού. Η Βαβέλ αντέχει όλα αυτά τα χρόνια (με ζόρια) διότι ποτέ δεν μας ξενέρωσε. Είναι ο τίμιος μαλάκας της παρέας, που διάλεξε τη μικρή ευτυχία από τη μεγάλη αρπακτικότητα. Όλη η πόλη σκέφτεται τη Βαβέλ με τρυφερότητα, ως κάτι ακέραιο και έντιμο, που δεν την πρόδωσε όλα αυτά τα χρόνια. Γιώργο, Νίκη, Σταύρο, Παυλίνα (αγαπημένη ξενύχτισσα του λέτερινγκ), ανάμεσα σε γάτες, μυθικές πόλεις του Μπιλάλ, ρεμάλια του Reiser, υπεράνθρωπους του Τορνατόρε, κουμπιά του Μανάρα, φοξ τροτ στην άμμο του Λουστάλ, «Αεροπλανάκια», στίχους του Μπωντλαίρ πάνω από δυστοπικές μητροπόλεις, φιλιά, γυμνές γυναίκες με μεγάλα καπούλια και τα λεπτά, θανατόληπτα χάικου του Copi (που ήταν ο αγαπημένος μου), σας ευχαριστώ απ' την καρδιά μου για όλα όσα μου δώσατε. Εσείς είσαστε οι αληθινοί υπουργοί Πολιτισμού της γενιάς μου. Chapeau! Ευχαριστούμε τη Νίκη Τζούδα για την παραχώρηση των εξωφύλλων. Και το σχετικό link...
  4. Στο πλαίσιο της συνολικότερης αποτίμησης των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης θα πρέπει να ενταχθεί και η διαδρομή της «βαβέλ», του περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο, όπως επέμενε στον υπότιτλό του). Είναι κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε ούτως ή άλλως, πολύ περισσότερο τώρα, με την προχθεσινή ανακοίνωση της απώλειας του Γιώργου Σιούνα, ενός εκ των ιδρυτικών μελών του περιοδικού. Η «βαβέλ» κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της τον Φεβρουάριο του 1981, όταν στη χώρα μας, αλλά και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία, άνοιγε ο δρόμος για κεντροαριστερές κυβερνήσεις (σοσιαλιστικές, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιες). Κατά την πολύχρονη πορεία του περιοδικού, που κράτησε μέχρι το 2008, εκδόθηκαν συνολικά 246 τεύχη, τα οποία πλέον θεωρούνται συλλεκτικά. Ίσως δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η πορεία της «βαβέλ» ξεκίνησε λίγο πριν η χώρα αλλάξει σελίδα, με τις εκλογές του 1981, και ολοκληρώθηκε το 2008, λίγο πριν η χώρα αλλάξει για ακόμα μία φορά σελίδα, εισερχόμενη σε μια δαιδαλώδη περιπέτεια από την οποία δεν έχει εξέλθει ακόμα, ούτε προβλέπεται να εξέλθει τις επόμενες δεκαετίες. Η απώλεια του Γιώργου Σιούνα επαναφέρει στο προσκήνιο τη «βαβέλ» και τον ιστορικό, καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας. Αυτό γιατί η «βαβέλ» δεν περιορίστηκε στη δημοσίευση εξαιρετικών, πρωτοποριακών και επιδραστικών κόμικς τα οποία συνδύαζαν το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα με τον πρωτοποριακό πειραματισμό, το πολυεπίπεδο περιεχόμενο με την προαγωγή ρηξικέλευθων και καινοτόμων προτάσεων. Δεν είναι μόνο ο έντονος πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός που αναδείκνυαν τα δημοσιεύματα του περιοδικού, είναι και ο ευρύς χώρος που παραχωρούσε σε θέματα φεμινισμού, διαφορετικότητας και συμπεριληπτικότητας, προβάλλοντας προδρομικά τους προβληματισμούς των αντίστοιχων κινημάτων που κυριαρχούσαν ή ξεκινούσαν εκείνη την εποχή στο κοινωνικό πεδίο· κινήματα όλα αυτά που εν πολλοίς η δική τους εξέλιξη διαμόρφωσε το σημερινό πεδίο. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΒΑΒΕΛ Η «βαβέλ» μαζί με άλλα περιοδικά της ίδιας περιόδου, όπως «ο πολίτης» και το «αντί» (άραγε, αποτελεί σύμπτωση ότι κανένα από αυτά τα τρία δεν είχε κεφαλαίους χαρακτήρες στον τίτλο του ή ότι και τα τρία κυκλοφόρησαν το τελευταίο τους τεύχος το 2008;), σηματοδότησαν μια ολόκληρη εποχή, αλλά και το τέλος της. Στα χρόνια που ακολούθησαν η έλλειψη περιοδικών του δικούς τους επιπέδου είναι εμφανής και αποτελεί σημείο των καιρών. Η έλλειψη αυτή καθίσταται εντονότερη αν αναλογιστούμε ότι η πλειονότητα των κειμένων που δημοσιεύονται πλέον στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο διακρίνονται από ρηχότητα, είναι υπερφίαλα και εξόφθαλμα στρατευμένα υπέρ της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν απηχούν ούτε προάγουν τις ανάγκες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. * (Ph.D)2, καθηγητής Ιατρικής Φυσικής – Υπολογιστικής Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Και το σχετικό link...
  5. Πέθανε ο Γιώργος Σιούνας-Η ψυχή του θρυλικού περιοδικού «ΒΑΒΕΛ» Έγραψε την δική του ιστορία στον χώρο των εκδόσεων για 27 χρόνια. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΒΑΒΕΛ Έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Σιούνας εκ των ιδρυτών και η «ψυχή» της εμβληματικής «ΒΑΒΕΛ», ενός περιοδικού που έμεινε στην ιστορία των κόμικς και όχι μόνο. Την είδηση για τον θάνατο του Γιώργου Σιούνα έκανε γνωστή ο Έλληνας τραγουδοποιός Στάθης Δρογώσης. Η «ΒΑΒΕΛ» κυκλοφόρησε από τον Φεβρουάριο του 1981 έως τον Ιούνιο του 2008. Η ανάρτηση του Στάθη Δρογώση «Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή ο μυθικός Γιώργος Σιούνας. Ο ιδρυτής και η ψυχή του πιο σημαντικού ελληνικού εντύπου. Της Βαβέλ! Ένα περιοδικό που ήταν πάντα μπροστά από την εποχή του. Η Βαβέλ μας όρισε. Μας άνοιξε τους ορίζοντες! Αυτός ο άνθρωπος λόγω σεμνότητας έμεινε σχεδόν άγνωστος. Του χρωστάμε πολλά! Κουράγιο στην οικογένειά του και στην μικρή του κόρη. Θα μας κοροϊδεύει από το υπερπέραν μαζί με τους τεράστιους καλλλιτέχνες που μας σύστησε!». Πηγή: www.efsyn.gr, εδώ
  6. Γιώργος Σιούνας: Ένας αποχαιρετισμός στην ψυχή της «Βαβέλ». Το 1981 το μόνο που εννοούσαμε στην Αθήνα όταν λέγαμε «κόμικς» ήταν το περιοδικό Κολούμπρα, που όμως είχε ήδη σταματήσει να κυκλοφορεί σε μία αγορά που μόλις ετοιμαζόταν να γνωρίσει τη χρυσή εποχή των περιοδικών κόμικς «και όχι μόνο». Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, το πρώτο εξώφυλλο της Βαβέλ, κατακόκκινο και απογειωμένο με το διαστημικό, ρομαντικό σκούτερ του Caza, έβαλε στη ζωή μας ένα περιοδικό κόμικς που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Αγάπη και μόνο». Είχε όμως τελικά το «Και όχι μόνο» κατά το πρότυπο του ιταλικού περιοδικού Linus: Fumetti e non solo. Το «Και όχι μόνο» συμπλήρωνε την πολυγλωσσία που υπονοούσε και το όνομα Βαβέλ, σαν να έδινε κάλεσμα σε κάθε είδος διαλέκτου κόμικς να βρει καταφύγιο εκεί. Και κάπως έτσι έγινε, γιατί η Βαβέλ απογειώθηκε θριαμβευτικά και αγκάλιασε καθετί που συνέβαινε στην εναλλακτική Αθήνα και Ευρώπη: από σχεδιαστές, εικονογράφους, γραφίστες, εκδότες, fanzines, μουσική, κινηματογράφο, αρχιτεκτονική, μέχρι τα θρυλικά φεστιβάλ κόμικς που διοργάνωνε στην Τεχνόπολη (το πρώτο έγινε στη γκαλερί του αρχιτέκτονα Παύλου Κρέμου σε μία πάροδο της Μεσογείων στους Αμπελόκηπους…) για να τα φτάσει σε 14 συνολικά και να ανοίξει τον δρόμο στις μετέπειτα γιορτές κόμικς. Η Βαβέλ, αν και μηνιαίο περιοδικό, στους 324 μήνες κυκλοφορίας του εξέδωσε μόλις 246 τεύχη. Στην αρχή του περιοδικού, οι τρεις άνθρωποι που το έστησαν ήταν ο Σταύρος Τσελεμέγκος, ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη και γνώση για τα κόμικς, η τότε σύζυγός του Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας που αργότερα προχώρησε να εκδίδει το επίσης ιστορικό περιοδικό κόμικς Παρά Πέντε, όταν η αρχική ομάδα διαλύθηκε και ο τίτλος Βαβέλ έμεινε στη Νίκη Τζούδα. Ο Γιώργος Σιούνας μπήκε στη Βαβέλ το 1985 και έδωσε πραγματικά το δικό του στίγμα και ύφος και, νομίζω, έπαιξε ρόλο στην εξωστρέφεια του περιοδικού. Η Νίκη ήταν εκείνη που, λόγω σπουδών και σχέσης με την Ιταλία, γνώριζε όλους τους σπουδαίους σχεδιαστές κόμικς – τον Giuseppe Palumbo, τον Altan, τον Andrea Pazienza, τον Vittorio Giardino κ.α. με τους οποίους ακόμα και σήμερα έχει επικοινωνία. Ο Γιώργος έδινε το νεύρο και την μποέμικη διάθεση, την αίσθηση του «όλα θα γίνουν, αλλά κάτσε να τα πούμε λίγο». Είχα την τύχη και τη χαρά να βρεθώ κι εγώ, στα πρώτα μου βήματα, σε αυτή την παρέα της Βαβέλ που τελικά στέγασε όχι τα δικά μου σκίτσα αλλά τα δικά μου γραπτά και με οδήγησε σε άλλους δρόμους. Στη σημαντικότερη, τότε, περίοδο της ζωής μου, έκανα νέους φίλους-οικογἐνεια, τη Νίκη, τον Γιώργο αλλά και τον Σταύρο Κούλα, τον αστεράτο και ρηξικέλευθο γραφίστα που έδωσε μοναδική ταυτότητα στο περιοδικό και ποτέ δεν συμβιβάστηκε. Ήταν και ο Σταύρος γνήσιο τέκνο του πνεύματος της Βαβέλ, αυτό που χαρακτήριζε τον Γιώργο Σιούνα. Ο Γιώργος ήταν οδοντίατρος στο ΙΚΑ. Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε πια επαφή. Ο ίδιος επέλεξε, λίγο πριν το κλείσιμο της Βαβέλ, να αποχωρήσει όχι μόνο από το περιοδικό αλλά και από όλη την «κοινότητά» του. Πήρε τη δική του πορεία αλλά έμεινε για πάντα ένας ήρωας κόμικς σαν αυτούς που με τόση σπουδή και λεπτομέρεια ανέλυε στα κείμενά του στο περιοδικό. Ο Γιώργος έγραφε αλλά κάθε κείμενο ήταν μία μικρή οδύσσεια όχι τόσο για εκείνον – αφού το απολάμβανε – όσο για τους άλλους που περίμεναν να κλείσει το τεύχος για να πάει για τύπωμα. Και για τον Νίκο Ξυδάκη που είχε την επιμέλεια των γραπτών – εκτός από τη στήλη του Ουκούν. Ευτυχώς, αυτό το casual στιλ ήταν και στο ύφος του περιοδικού και μάλιστα σε μία εποχή που όλα γίνονταν χειροκίνητα. Από την πληκτρολόγηση των κειμένων στη φωτοσύνθεση, μέχρι το lettering στα συννεφάκια των κόμικς με το απίστευτο χέρι της Παυλίνας Καλλίδου. Και όλα αυτά μέσα σε ένα απίστευτο χάος σε δύο δωμάτια του νεοκλασικού που στέγαζε τη Βαβέλ. Στη «φωλιά» πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ανάμεσα σε γάτες (κυριαρχούσε η Τσίντσια), φιλμ για το τυπογραφείο, τεύχη-επιστροφές, χειρόγραφα, ξεσκισμένες φωτοτυπίες γιατί ο Κούλας έκανε Xerox art, τσιγάρα, πολλά τσιγάρα και μία σόμπα που κυριαρχούσε στο κέντρο σαν τις παλιές του γερολαδά, ο Γιώργος περιφερόταν, έκανε κύκλους μιλώντας, αναπτύσσοντας θέματα και θεωρίες και συντάσσοντας έτσι και τα κείμενά του. Με ένα μποέμικο κασκόλ πάντα χαλαρά πεταμένο πάνω από τον ώμο του και ένα τσιγάρο στο χέρι του, στριφτό, τόσο μικρό και πάντα εκεί που αναρωτιόμουν αν του καίει τα δάχτυλα ή είναι απλώς ένα αξεσουάρ της σκέψης του που έκανε στροφές σε κάθε επιστητό. Εκτός από τις αναλύσεις του και την επισκόπηση όλης της διεθνούς σκηνής στα κόμικς, ο Γιώργος κρατούσε με επιτυχία και τη στήλη Αεροπλανάκι την οποία είχε ξεκινήσει στη Βαβέλ ο επίσης Ιταλοτραφής και κομίστας Βαγγέλης Περρής. Άλλωστε οι δυο τους, Βαγγέλης και Γιώργος, έγραφαν και στο περιοδικό του Ολυμπιακού αφού ο Γιώργος Σιούνας ήταν πρώτα Ολυμπιακός (και μετά ΠΠΣΠ, ΚΚΕ Μ-Λ, Μαοϊκός ένθερμος). Μάλιστα η στήλη του ονομαζόταν Vedo Rosso (Βλέπω κόκκινο ή είμαι στα κάγκελα). Τον Γιώργο Σιούνα δεν τον θυμάμαι συχνά «στα κάγκελα». Δηλαδή, ήταν σαν κουτάβι καλός, έπινε μόνο και μανιωδώς κόκα-κόλα, μερικές φορές ήταν αφηρημένος, ήταν ακίνδυνος και φίλος με όλους. Τον θυμάμαι με ένα μόνιμο υπομειδίαμα που άκουγε με τόση χαρά το camp χιούμορ που κάναμε με τον Κούλα, τον θυμάμαι να πηγαίνουμε στο Τζαζ Κλαμπ της Τσακάλωφ όταν τελειώναμε δουλειά στο περιοδικό. Τον θυμάμαι να τον έχουμε σύρει στα μπουζούκια στη Γιώτα Λύδια κάπου στο Γαλάτσι και να είναι ενθουσιασμένος. Το ταξίδι μας στη Μπιενάλε της Μπολόνια όπου παίξαμε αλύπητα μπιρίμπες, το ίδιο και στις διακοπές μας στη Ζάκυνθο. Τέσσερα άτομα δεν θέλαμε με τίποτα να μπούμε στο νερό, παρά μόνο να παίζουμε μπιρίμπες. Ήταν οι διακοπές που γέλασα περισσότερο στη ζωή μου. Γράφω αυτές τις γραμμές χωρίς να ξέρω πώς ακριβώς μπορώ και πρέπει να αποχαιρετίσω τον Γιώργο. Φαντάζομαι ότι είμαι σήμερα, τη μέρα που μάθαμε τον θάνατό του, στα γραφεία και στο βιβλιοπωλείο της Βαβέλ στη Ζωοδόχου Πηγής. Η έτερη Τζούδα, η Εύη, είναι στο ταμείο και κάθε τόσο βλέπουμε από τη σκάλα να ανεβαίνει άλλος ένας φίλος «για ένα γεια» και να πάρει το καινούργιο τεύχος της Βαβέλ. Αμέτρητοι φίλοι, όλη η πόλη. Από τον αξέχαστο Γιώργο Τζιώτζιο που σχεδόν παράλληλα με τη Βαβέλ ίδρυσε τις Νύχτες Πρεμιέρας στην Αθήνα, μέχρι τον uber-γραφίστα Δημήτρη Αρβανίτη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τους Last Drive, τον Διαμαντή Αϊδίνη, τη Μανίνα Ζουμπουλάκη, τον Φώτη Πεχλιβανίδη μας, τη Σταυρούλα και τον Φώτη μας, ραδιοφωνικούς παραγωγούς, εικονογράφους, όλη η Αθήνα, όλοι αυτοί που θα τους ονόμαζα Οικογένεια. Έτσι κάπως αποχαιρετώ τον Γιώργο Σιούνα. Σαν να είναι Σάββατο πρωί στα γραφεία της Βαβέλ. Και το σχετικό link...
  7. Ένα βράδυ σχέδιο/σενάριο: Caza Βαβέλ τ.3 (Μάρτιος 1981) Άλλα κόμικς του Caza στα ελληνικά: Το Τυφλό Κοπάδι (scan εδώ) Η Εποχή του Σκότους (scan)
  8. 50 χρόνια συμπληρώνονται από τότε που ο Altan φιλοτέχνησε τις πρώτες ιστορίες του Τρίνο, του παράξενου προλετάριου πλάστη του Σύμπαντος στις υπηρεσίες ενός αργόσχολου και κυνικού μάνατζερ. O Francesco Tulio Altan θεωρείται, όχι άδικα, ένας από τους θρύλους των ιταλικών κόμικς. Ο Colombo, μια οπορτουνιστική αποικιοκρατική εκδοχή του Χριστόφορου Κολόμβου, η φιλάρεσκη τυχοδιώκτρια Ada, ο φιλόσοφος βιομηχανικός εργάτης Τσιπούτι και πολλοί ακόμα χαρακτήρες των κόμικς και των γελοιογραφιών του φιλοξενήθηκαν στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά περιοδικά από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα οι ιστορίες του δημοσιεύονταν από τη δεκαετία του 1980 στο περιοδικό «Βαβέλ», σε έξοχες μεταφράσεις της Νίκης Τζούδα και του Γιώργου Σιούνα και με το μοναδικό λέτερινγκ της Παυλίνας Καλλίδου. Πάντα με κυνισμό και φαρμακερές ατάκες ο Altan σχολίασε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση με ένα ιδιότυπο, πικρό χιούμορ που δεν προκαλεί δυνατό γέλιο, αλλά καρφώνεται στο μυαλό. Ιδιαίτερα από τότε που εισήγαγε στα κόμικς του την πατέντα του εκτός καρέ σχολιασμού, ωσάν ο ίδιος ο δημιουργός να παρατηρεί την ιστορία και να κρίνει τις πράξεις των πρωταγωνιστών του, το όνομά του έγινε συνώνυμο του σαρκασμού. Η τεράστια καριέρα του είχε βέβαια ξεκινήσει πολύ διαφορετικά, από τα παιδικά κόμικς και τον κινηματογράφο, αλλά απογειώθηκε όταν το 1974 στο εμβληματικό περιοδικό «Linus» ξεκίνησε τη σειρά Τρίνο (εκδόσεις Ars Longa, μετάφραση: Πέτρος Λεκαπηνός, λέτερινγκ: Εύα Ματσούκα). Με ένα ανορθόδοξο σενάριο και με αδιάκοπους ειρωνικούς διαλόγους μεταξύ δύο χαρακτήρων που στέκονται σχεδόν πάντα αντικριστά, σαν ακίνητοι, φέρνοντας στον νου τα κόμικς του Copi αλλά και του Feiffer, ο Altan δημιούργησε μια σειρά που σήμερα θεωρείται καλτ. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μιχαηλίδης σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολύφιλος» για την καλλιτεχνική συγγένεια του Altan με τον Feiffer: «Η αφήγηση του Feiffer στηρίζεται περισσότερο στις συνομιλίες και στις ατάκες δύο πρωταγωνιστών και λιγότερο στην αφήγηση που επιτυγχάνεται μέσω της παράστασης. Οι εικόνες είναι σαν μια επαναλαμβανόμενη σταθερή σκηνή που εμφανίζει δύο άτομα που μιλάνε, με τις μικρές παραλλαγές, που αφορούν τις χειρονομίες και τους μορφασμούς τους. Η ανάπτυξη της σελίδας είναι συμβατική, δηλαδή εξελίσσεται παρατακτικά, χωρίς όμως καρέ και βάθος. Το έργο Τρίνο αναπτύσσεται με την παραπάνω μορφή: το σχέδιο είναι απλουστευμένο και στηρίζεται επίσης στους διαλόγους και τις ατάκες των χαρακτήρων. Έχει ως πρωταγωνιστή έναν αδέξιο αγχωμένο θεό, τον Τρίνο, που καταγίνεται με τη δημιουργία του κόσμου. Ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με μια ευτραφή φιγούρα, συχνά με τσιγάρο, που εμφανίζεται ως ανώτερη και εντολέας του. Είναι ένα είδος μάνατζερ που τον επιβλέπει στις εργασίες, αλλά ουσιαστικά είναι αυτός που καθορίζει το ηθικό υπόβαθρο της γένεσης. Για παράδειγμα, όταν ο μάνατζερ-εντολέας ακούει ότι ο Τρίνο θα ταΐζει τα ζώα που με δυσκολίες δημιούργησε με μπισκότα, ψωμί και μαρμελάδα, του απαντά: Ξύπνα! Βάλτα να φαγώνονται μεταξύ τους!». Αυτή είναι και η μεγάλη ιδιαιτερότητα του Τρίνο. Ως πρωταγωνιστή δεν έχει ούτε κάποιον αρρενωπό ήρωα, ούτε κάποιον βασανισμένο μεσήλικα σε κρίση ταυτότητας, αλλά έναν θεό (με θήτα μικρό) με ένα τριγωνικό φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του που αναλαμβάνει απρόθυμα να δημιουργήσει τον κόσμο κατ’ εντολή ενός βαριεστημένου, μονίμως καθιστού και γυμνού τύπου που ηδονίζεται να επιπλήττει τον υφιστάμενό του. Οι διάλογοι μεταξύ των δύο είναι εξοργιστικά αδιέξοδοι με τον «μάνατζερ» να έχει παράλογες απαιτήσεις και τον Τρίνο να προσπαθεί να ανταποκριθεί, αλλά να μην τα καταφέρνει με συνέπεια να δέχεται σφοδρή κριτική για τις αναποτελεσματικές μεθόδους του μέχρι που αρχίζει να ξεγελά το «αφεντικό» του για να ξεγλιστρήσει. Και κάποτε, συνειδητοποιώντας την κενότητα και τη ματαιότητα των πράξεών του αλλά και την τυχαιότητα των επιλογών του, αρχίζει να πειραματίζεται και να το διασκεδάζει μέχρι να ακούσει τη φωνή του «ιδιοκτήτη» της Πλάσης που ως αυστηρός εργοδότης τον επαναφέρει στην τάξη. Σ’ αυτό το μοτίβο απολαυστικοί είναι οι θεολογικού τύπου διάλογοι ως προς τη θεϊκή υπόσταση και την τριαδικότητα του Τρίνο, ως προς τη μορφή των πλασμάτων που δημιουργεί με αποκορύφωμα την κότα, τη ζέβρα και τη χελώνα και κυρίως ως προς την προσπάθεια του «αφεντικού», το οποίο προκύπτει πως έχει και αυτό «προϊστάμενο», να πείσει τον «υπάλληλό» του πως πρέπει με τη σειρά του να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχει! Κι αφού ο απελπισμένος Τρίνο δυσκολεύεται ακόμα κι ο ίδιος να πιστέψει την ύπαρξη του εαυτού του και την αναγκαιότητα του ρόλου του, το αφεντικό τον κατακεραυνώνει: «Εγώ σας πληρώνω, άρα υπάρχετε». Με αυτή την ασεβή ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου και με διάχυτη, τουλάχιστον σεναριακά, σουρεαλιστική διάθεση ο Francesco Tulio Altan ξεκίνησε τη μεγάλη διαδρομή του στον χώρο των ενήλικων κόμικς πριν από 50 χρόνια. Αν λάβουμε υπόψη τον κόσμο που ζούμε βέβαια, η εκδοχή του δεν είναι περισσότερο σουρεαλιστική συγκριτικά με αυτή των επίσημων θρησκειών όλου του κόσμου. Και το σχετικό link...
  9. Ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του υπερήρωα Στηβ Μπρίζα και του «πατέρα» του Μιχάλη Μιχαήλ. Ο Μιχάλης Μιχαήλ δεν μένει πια εδώ. Έζησε γρήγορα, πέθανε νέος κι ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του ήρωά του Στηβ Μπρίζα. Ο σούπερ ήρωας Στηβ Μπρίζας μπορεί και πετάει πάνω από την πόλη. Σαρκαστικός, κυνικός αλλά και βαθιά ρομαντικός, το ηλεκτροφόρο και διπολικό παιδί του Μιχάλη Μιχαήλ, που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, προικίστηκε από τον «μπαμπά του» με υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Με αποθέματα αδρεναλίνης αλλά και ευαισθησίας, χρησιμοποιώντας τα καλώδια της ΔΕΗ που ταΐζουν το είναι του με ισχύ και την Αθήνα με ενέργεια, ο Στηβ Μπρίζας έδρασε τη δεκαετία του ’80, αλλάζοντας γειτονιές και πίστες και παρατηρώντας την επέκταση και την εξέλιξη της Αθήνας, που ξεδιπλωνόταν κάτω από το πέταγμά του. Εκφράζοντας τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής περιόδου – ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, αλλά και… ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια(;) – κατά τη διάρκεια της άγριας δεκαετίας του 1980, ο Μιχάλης Μιχαήλ με την τέχνη του, συμπίλημα ζωγραφικής και κόμιξ, διαφήμισης, σινεμά, κινουμένων σχεδίων, ποπ κουλτούρας, ποίησης και λογοτεχνίας, έγινε ο ευαίσθητος δέκτης αλλά και ο ισχυρός πομπός. Το συναπάντημά του με τον αναγνώστη μέσα από τα τεύχη του περιοδικού Βαβέλ, με το οποίο συνεργαζόταν ακόμα και σήμερα, προκαλεί ρίγη αναμνήσεων. Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα, μερικές μπρίζες δρόμος Λειτουργώντας σαν το ημερολόγιο μιας ολόκληρης γενιάς που κινούνταν στην Αθήνα του τότε, πολύ διαφορετική αλλά και με πολλά κοινά με τη σημερινή, ο Μιχαήλ κατέγραψε τις μέρες και τις νύχτες της, τις νίκες και τις ήττες της. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του (έσβησε πολύ νέος στα τριάντα του, το 1987), το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη επανασυστήνει στο κοινό τον καλλιτέχνη που ακούσια, όπως λέει η μία εκ των δύο επιμελητριών της έκθεσης, Ντόρα Βυζοβίτη, έγινε ένας από τους καθοδηγητές της γενιάς της. «Ή, καλύτερα, της ομάδας εκείνης της γενιάς του ’80 στην οποία ανήκα. Μιας γενιάς που έψαχνε τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις της μέσα από την ποπ κουλτούρα, την εναλλακτική ποίηση, τον πρωτοποριακό κινηματογράφο, την επιστημονική φαντασία, την punk και τη new wave μουσική. Μιας γενιάς που σύχναζε στην Αρετούσα, στο Mad, στο Point, στο Snowball και στο Wittowski. Μιας γενιάς που συναντιόταν στις συναυλίες στο ΡΟΔΟΝ, και στριμωχνόταν στις εκθέσεις, στα φεστιβάλ, στα βιβλιοπωλεία και στις μεταμεσονύκτιες προβολές στο Άλφαβιλ. Μιας μαυρόασπρης γενιάς που έψαχνε την ιδεολογία και τη θέση της με έναν περιθωριακό-μοναχικό τρόπο. Της γενιάς της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, του ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ και πάνω από όλα της ΒΑΒΕΛ. Μιας γενιάς που έκανε το δικό της “Υπαρξηκόπημα”, για να κλέψω ένα σύνθημα από graffiti που διάβασα πρόσφατα σε κάποιον τοίχο στα Εξάρχεια». Ποιος ήταν ο Μιχάλης Μιχαήλ και πόσα έκανε μέχρι να «σβήσει»… Γεννημένος το 1957 στο Ζαΐρ, μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμενε στην οδό Κλεομένους στο Κολωνάκι και το διάστημα 1979-1981 σπούδασε γραφικές τέχνες (Institut St. Luc – Ecole Supérieure des Arts Plastiques), οπτική επικοινωνία και διαφήμιση (Academie Royale des Beaux Arts – Βρυξέλλες), φωτογραφία (I.N.R.C.I.), τεχνική προσχεδίων Layout (C.A.D.) και χαρακτική (Atelier Somvile). Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Moi et les Autres, εργάσθηκε ως art director στις διαφημιστικές εταιρίες Ikon και First και συνεργάσθηκε με τα περιοδικά Ένα, Ταχυδρόμος και Playboy. Το 1979, βαθιά επηρεασμένος από το αμερικανικό και, κυρίως, το ευρωπαϊκό κόμικς, δημοσίευσε το πρώτο του έργο στο τελευταίο τεύχος του ελληνικού περιοδικού κόμικς Κολούμπρα. Από το 1985 έως το 1987 δημοσίευσε στο κορυφαίο περιοδικό κόμικς Βαβέλ με τεράστια επιτυχία. Το 1986 συμμετείχε στον τομέα των κόμικς στην Εικαστική δράση ΙΙ Καλλιδρόμιο στο πλαίσιο της Biennale νέων Μεσογείου. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σκίτσου και αφίσας και παρουσίασε τα ζωγραφικά του έργα στη γκαλερί «Συν». Το 1987 (29 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου) η Βαβέλ οργάνωσε στον πολυχώρο τέχνης «Εύμαρος» την πρώτη Διεθνή Έκθεση Κόμικς με τίτλο «Ο κόσμος των κόμικς και όχι μόνο». Συμμετείχαν σημαντικοί ξένοι δημιουργοί και οι περισσότεροι από τους Έλληνες. Το 1988 στον Εύμαρο, μετά τον θάνατό του, με την άοκνη φροντίδα της μητέρας του Στέλλας και του στενού φίλου και συνεργάτη του, σεναριογράφου Σταύρου Βιδάλη, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάσθηκε όλο το φάσμα της εικαστικής έκφρασης του δημιουργού. Το 1992 κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη μονογραφία με σχεδόν ολόκληρη την καλλιτεχνική παραγωγή του από τη διαφήμιση, την εικονογραφία, τη ζωγραφική και τα κόμικς, και κείμενα των εγκυρότερων Ελλήνων ιστορικών και κριτικών τέχνης, της Αθηνάς Σχινά, της Ντόρας Ηλιοπούλου-Ρογκάν και του Χάρη Καμπουρίδη. Η παρουσίαση του αφιερωματικού τόμου συνοδεία έκθεσης έγινε στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, ενώ την ίδια χρονιά η ελληνική συμμετοχή στην Biennale νέων καλλιτεχνών στην Μπολόνια ήταν αφιερωμένη σε εκείνον. Στην μπρίζα με τον Στηβ Μπρίζα Εκτός από τον Spider-Man, που τον μπρίφαρε περί της ζωής («Στηβ, η ζωή δεν είναι πάντα χαρούμενη»), ακόμη ένας μεγάλος, μελαγχολικός και ρομαντικός, ο Ρίλκε, καθόρισε την αισθηματική αγωγή του Μιχάλη Μιχαήλ και κατ’ επέκταση του παιδιού του, Στηβ. Στο αρχείο του υπάρχει το χειρόγραφο κατατοπιστικό σημείωμα-drive για την τέχνη του: «Κάποιος, μου φαίνεται ο Ρίλκε, είπε πως τέχνη σημαίνει αναζήτηση της αλήθειας. Πώς γίνεται αυτή; Απάντηση: καταναλώνοντας ενέργεια. Ενέργεια=Δράσις=Ζωή. Δράση υπάρχει μόνο στη ζωή. Άρα τέχνη είναι η ζωή, η ζωή μας, ό,τι ζει τριγύρω μας και ό,τι ζει μαζί μας». «Την τελευταία στιγμή, μωρό μου, θα υπάρχει πάντα ένας ήρωας» είναι άλλο ένα από τα μότο του Στηβ Μπρίζα, καθώς σώζει την καλή του και πετούν ελεύθεροι πάνω από την ασπρόμαυρη Αθήνα. Γιατί «μπαμπάς» και «γιος» αυτό κάνουν: Πετούν πάνω από τη φωτεινή λεωφόρο Συγγρού ή τα αφώτιστα και επικίνδυνα μονοπάτια στα πέριξ του Μενιδίου και του Ταύρου, μια και ίδια με σήμερα, η Αθήνα της δεκαετίας του 1980 αλλού είναι φωτεινή κι αλλού υποφωτισμένη. Παρατηρήστε τους πίνακές του και δείτε πώς ο Μιχαήλ χρησιμοποιεί το κοντράστ ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, όπως φυσικά και το χρώμα όπου χρειάζεται, για να αναδείξει τα σκοτάδια και τις αντιφάσεις της. Παρά και πέρα από την κατά τόπους λαμπρότητα των γυαλιστερών επιγραφών, από το Κολωνάκι ως την Κυψέλη και από το Παγκράτι μέχρι τη Βικτώρια, μέσα από αντιθέσεις, τα αστικά δίπολα σε εύθραυστη ισορροπία (φαντασμαγορία και παρακμή, εγκατάλειψη και τρυφερότητα, βία και φως, θόρυβος και σιωπή) συνοδοιπορούν σε όλες τις περιπέτειες του Στηβ Μπρίζα. Συστήνοντάς μας ήρωες και αντιήρωες των δρόμων, θύτες και θύματα, ο Μιχαήλ τους σεβόταν όλους το ίδιο και τους αντιμετώπιζε με το ίδιο αξιακό μέτρο. Εξ ου και ο «διπολικός» Στηβ, παιδί προέκταση της πόλης, κινείται με ψυχισμούς που διαπερνούν και τη φωτεινή και τη μαύρη πλευρά της αθηναϊκής Σελήνης, ένα χάρτινο αγόρι που χρησιμοποιεί ως ιστό του την ηλεκτρική καλωδίωση της Αθήνας, ένας μοναχικός και μόνος Greek Spider-Man – περιπλανώνενος καουμπόι που θέλει να συνδεθεί με όλους, μπαίνοντας στην μπρίζα! «Στη φαρέτρα του Μιχαήλ, εκτός από το σπάνιο ταλέντο, συνυπήρχαν η επιστημονική γνώση και η διαφήμιση, η επικοινωνία και η γνώση της ποπ κουλτούρας. Τα εκφραστικά του μέσα, κυρίως τα εικονοφραστικά, μπορούσαν να αποδώσουν αλλά και να αποδομήσουν, να αντιπολιτευθούν την πλαστή, πλαστική, γυαλιστερή αναπαράσταση μιας καταναλωτικής ευφορίας που στοίχειωνε τη γενιά του και τον ίδιο, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Η εκ των επιμελητριών της έκθεσης Ντόρα Βυζοβίτη πιστεύει πως «ο Μιχάλης Μιχαήλ έδωσε σάρκα και οστά στα φαντάσματα της τεχνοκρατούμενης, της αποστερημένης ιδεολογίας της εποχής του, κατέγραψε τα μυστήριά της επιλέγοντας να αφήσει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Και κάνοντας το δικό του “υπαρξηκόπημα” (λέξη-δάνειο από τα graffiti που τόσο αγαπούσε) μας άφησε μόνους με το έργο του, αναχωρώντας στα 30 του χρόνια. Υπαρξισμός, ηλεκτρισμός, δράση, πτήση, έφοδος στον ουρανό: η έκθεσή του, στον δεύτερο όροφο στο φουαγιέ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια υπέρτατη ευκαιρία για να συνδεθείτε με τον Στηβ Μπρίζα και να πετάξετε άφοβα μαζί του, από καλώδιο σε καλώδιο, παντού πάνω από την πόλη». Περισσότερα για την έκθεση του Μιχάλη Μιχαήλ στο City Guide της Athens Voice. Και το σχετικό link...
  10. Αυτοτελές τομίδιο που έβγαλε η ΒΑΒΕΛ το Νοέμβρη 1998. Διαστάσεις 16χ23, 34 σελίδες κόμικ μέσα (συν διάφορες με copyright, εξώφυλλο κλπ σύνολο 60). Μετάφραση του Prall aus dem Leben (1990) Για τη δημιουργία αυτού του κόμικ ο ομοφυλόφιλος Ralf König ζήτησε από άλλους ομοφυλόφιλους φίλους του να του αφηγηθούν τις πιο κουφές, τις πιο αστείες, τις πιο εκκεντρικές περιπέτειες που τους έχουν συμβεί (πάντα σε σχέση με τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους) τις οποίες και μετέφερε. το πρωτότυπο Φαν Πέητζ για τον Ralf König
  11. Μεταφορά σε κόμικ του γνωστού αστυνομικού/νουάρ του Jean-Patrick Manchette από τον Jacques Tardi. Ως εκ τούτου λογίζεται ότι μεταφέρθηκε στα Ελληνικά σε συνεργασία του Άγρα (που βγάζει τα μυθιστορήματα του Manchette) και της Βαβέλ (που το 86 είχε μεταφράσει ένα Νέστωρ Μπούρμα του Tardi). Πολυτελής έκδοση απ'τον Οκτώβρη του 2006. Σκληρό εξώφυλλο, ιλλουστρασιόν σελίδες, μεγάλο μέγεθος (άρα πάλι joins για τα εξώφυλλα ) 21χ32 εκ, 88 α/μ σελίδες. Τίτλος πρωτότυπου: Le Petit bleu de la côte ouest Bedetheque
  12. Στη μνήμη του γελοιογράφου Αρχέλαου Αντώναρου, τρεις προσωπικότητες που τον γνώρισαν από κοντά γράφουν γι’ αυτόν. Ο Αρχέλαος Αντώναρος στο γραφείο του Ο Αρχέλαος Αντώναρος, γνωστός και ως Αρχέλαος, ήταν ταλαντούχος σκιτσογράφος που με τη ζωντανή καρτουνίστικη γραμμή του και το κοινωνικοπολιτικό χιούμορ του ξεχώρισε στη μεταπολεμική ελληνική γελοιογραφία. Από τον Απρίλιο του 1998 που μας άφησε πέρασαν 25 χρόνια. Ένα παιδί που γεννήθηκε τότε είναι πλέον 25 χρόνων νέος, ακόμα ένας πιθανόν άνεργος και αγχωμένος πτυχιούχος μέσα στην αβεβαιότητα του σήμερα. Στις επόμενες σειρές γράφουν για αυτόν τρεις προσωπικότητες που γνώρισαν το έργο του και τον ίδιο: ο γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος), ο εικαστικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας της «Ιστορίας της Ελληνικής Γελοιογραφίας» Δημήτρης Σαπρανίδης, και ο πολιτικός, δημοσιογράφος και γιος τού Αρχέλαου, Ευάγγελος Αντώναρος. Soloup «Τον ένιωθα κάτι σαν τον… γελοιογραφικό μου παππού» Ήταν μια ξεχωριστή φιγούρα στον χώρο της γελοιογραφίας ο Αρχέλαος. Με παχιά, αστεριξίστικα μουστάκια, εκτός από τα χαμόγελα και τα γέλια των αναγνωστών, προκαλούσε και την αγάπη, τον θαυμασμό τον ίδιων των συναδέλφων του. Φαρδιά μουστάκια που όμως δεν κατάφερναν να κρύψουν το πλατύ του χαμόγελο. Αντίθετα το τόνιζαν, το μεγάλωναν. Είχα τη μεγάλη χαρά στα σκιτσογραφικά μου ξεκινήματα να γνωρίσω τον «διάσημο γελοιογράφο» Αρχέλαο αλλά και να νιώσω τη ζεστασιά που μετέδιδε ως άνθρωπος. Τον ένιωθα κάτι σαν τον… γελοιογραφικό μου παππού. Εκείνος με σύστησε στους άλλους μεγάλους σκιτσογράφους της γενιάς του που θαύμαζα. Τον Μπόστ, τον Μητρόπουλο, τον Κυρ… Με καλούσε ως νεαρό σκιτσακούδι στις εκθέσεις, στις μαζώξεις της Λέσχης Γελοιογράφων που ήταν και πρόεδρος, μα και στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Εκεί με τράταρε με καρτούλες και σκιτσάκια αλλά και με κάποια από τα όμορφα ζωγραφιστά του βότσαλα που είχε τοποθετημένα σ’ ένα καλάθι πάνω στο γραφείο του. Από τότε, σαν ευχή, σαν «γούρι», ως δείγμα ήθους και ύφους, το έχω πάντα κοντά στο δικό μου σχεδιαστήριο. Καθημερινή παρουσία στα πενήντα εκατοστά απ’ την καρέκλα μου. Βότσαλο ζωγραφισμένο από τον Αρχέλαο, δώρο στον Soloup (από τη συλλογή του Soloup) Ήταν κορυφαίος, μαζί με τον Χριστοδούλου, εκείνης της θεματικής φόρμας που θα την περιγράφαμε ως «κοινωνική» γελοιογραφία. Είχε τον δικό του, καλόκαρδα σαρκαστικό τρόπο να αναδείξει το αστείο στην καθημερινότητα των Ελλήνων στον «Θησαυρό», στο «Ρομάντζο» ή και σε άλλα έντυπα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Υπήρξε όμως το ίδιο πολιτικοποιημένος και ευαίσθητος, όχι μόνο ως ΤΟΤ στον «Ριζοσπάστη», αλλά ως το τέλος του στην «Αθηναϊκή» και παραδόξως στη «Βαβέλ». Εξώφυλλο του άλμπουμ του Αρχέλαου «Βαρελόφρονες», των εκδόσεων Βαβέλ Ναι, τον θαύμαζα ως σκιτσογράφο. Ένιωθα δέος με όλους αυτούς τους μεγάλους της γενιάς του. Όμως αυτό που μου έμεινε ήταν και το ανθρώπινο της επαφής του. Η ζεστασιά, η φροντίδα, το χιούμορ στις συναναστροφές του. Και πώς αλλιώς, αφού, εκτός των άλλων είχα και μια εμπειρία ζωής από τον Αρχέλαο. Όταν βρισκόμουν «αβυσματίας» δυσμενώς στον στρατό, μακριά από τους δικούς μου και έχοντας φύγει με μετάθεση από την αγαπημένη μου Λέσβο, έμαθε ο Αρχέλαος από τη μητέρα μου τις μαύρες μου πλερέζες. Ανέλαβε λοιπόν αμέσως δράση χωρίς να του ζητήσει κανείς κάτι τέτοιο. Έβαλε σ’ έναν φάκελο το βιβλιαράκι του «Γέλα καρδιά μου γέλα» που μόλις είχε κυκλοφορήσει, φυσικά με ιδιαίτερη αφιέρωση για να μου… ακμαιώσει το ηθικό. Όμως το έκανε με τον δικό του τρόπο, υπογράφοντας τον φάκελο ως «Αρχέλαος Γελοιογράφος» (για να το «δουν») και με ξεχωριστό γράμμα για τον διοικητή του τάγματος! Απ’ ό,τι μου είπε αργότερα, για να μάθουν οι αξιωματικοί πως έχω τη γνωριμία του και πως είμαι κι εγώ «σπουδαίος» σκιτσογράφος, να με προσέχουν και να μη με βασανίζουν. Τέτοια μεγάλη καρδιά, ο Αρχέλαος. Πιο μεγάλη απ’ τη χαμογελάρα που δεν κατάφερναν να κρύψουν τα μουστάκια του. Δημήτρης Σαπρανίδης «Είχε δικό του γελοιογραφικό χαρακτήρα στο σκίτσο» Τον Αρχέλαο τον κατατάσσω με τους πρώτους μεταπολεμικούς γελοιογράφους της Ελλάδας. Ήταν ο μεγαλύτερος και ο πρώτος που δούλεψε στον «Ριζοσπάστη» ως γελοιογράφος. Ο «Ριζοσπάστης» την εποχή του Εμφυλίου ήταν φυτώριο, δεν ήταν απλώς μια εφημερίδα. Μέσα εκεί μεγάλωσαν γελοιογράφοι, λογοτέχνες, ήταν λαμπρή εποχή του πνεύματος. Ο Κώστας Μητρόπουλος μου είχε πει πως γνώρισε τον Αρχέλαο στον «Ριζοσπάστη», όπου εκεί έδωσε τα πρώτα του σκίτσα και τον εγκρίναν, καθώς αυτός που ιδιαίτερα ξεχώρισε το ταλέντο του ήταν ο Αρχέλαος. Μετά τον Εμφύλιο οι γελοιογράφοι πέρασαν στον αστικό Τύπο όπου «τους άλλαξαν» τα γούστα και, επί εποχής Παπάγου και Τσαλδάρη, η πολιτική γελοιογραφία τους άρχισε να γίνεται τυπική, μια μεταπολεμική γελοιογραφία που δεν έγινε καθαρά πολιτική. Ο Αρχέλαος, μαζί με τον (Βασίλη) Χριστοδούλου, δημιούργησαν έναν τύπο που ήταν πολύ επίκαιρος, τον μεθύστακα και τους «Βαρελόφρονες». Ήταν ως άνθρωπος χιουμορίστας. Όλοι αυτοί οι γελοιογράφοι ήταν χιουμορίστες ως άνθρωποι. Έλεγαν αστεία στην καθημερινότητά τους, άλλα κρύα και άλλα ζεστά, και έπιναν πολύ κρασί. Οι τύποι που χρησιμοποιούσαν στις γελοιογραφίες τους, οι «Βαρελόφρονες», ήταν από προσωπικά τους βιώματα. Γενικά ο Αρχέλαος είχε ένα χιουμοριστικό σκίτσο το οποίο είχε μια εξέλιξη. Ήταν αυτόνομος και δεν έγινε ούτε κέντρο μίμησης από άλλους γιατί είχε δικό του γελοιογραφικό χαρακτήρα στο σκίτσο. Ευάγγελος Αντώναρος «Έβλεπε τη ζωή από την ευχάριστη πλευρά κι ας είχε κάτι το αδιόρατα μελαγχολικό» Είναι δύσκολο να γράψεις για κάποιο γνωστό πρόσωπο που ήταν πατέρας σου. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να γράψεις όταν αυτό το πρόσωπο ήταν, αποδεδειγμένα, ευρύτατα αγαπητός. Μιλάω για τον Αρχέλαο που μεσουράνησε ως σκιτσογράφος από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τη δεκαετία του ‘90 κι έφυγε από τη ζωή πρόωρα πριν από 25 χρόνια τον Απρίλη του 1998, τέτοιες μέρες. «Μεγάλο παιδί» τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του. Άκακος ήταν. Αλλά όχι ανυποψίαστος. Ήταν πολιτικοποιημένος από τα φοιτητικά του χρόνια. Αμετακίνητος δημοκράτης με προοδευτικές για τα χρόνια του αντιλήψεις. Έβλεπε τη ζωή από την ευχάριστη πλευρά κι ας είχε κάτι το αδιόρατα μελαγχολικό στα γκριζογάλανα μάτια του. Ας είχε περάσει όχι και τόσο εύκολα παιδικά χρόνια στην αγαπημένη του Σαλονίκη. Οι συνάδελφοί του εκτιμούσαν όχι μόνο την ανυστερόβουλη συμπεριφορά του, αλλά και την ενθάρρυνση που έδινε σε πραγματικά ταλαντούχους νέους οι οποίοι ονειρεύονταν να μπουν σε αυτόν τον δύσκολο και πολύ ανταγωνιστικό χώρο. Ίσως γι’ αυτό τον είχαν εκλέξει επανειλημμένα «Πρόεδρο» στη Λέσχη τους. Γελοιογραφικό αυτοπορτρέτο του Αρχέλαου Κάποιοι νομίζουν πως οι σκιτσογράφοι είναι πάντα μέσα στην καλή χαρά γιατί με τις δημιουργίες τους κάνουν τους αναγνώστες να γελούν. Μεγάλο λάθος. Συνήθως κουβαλάνε μέσα τους μια μελαγχολία, έναν σκεπτικισμό κι έχουν ένα ιδιότυπο κοφτό χιούμορ. Βλέπουν πράγματα, χαρακτηριστικά και ιδιότητες στους άλλους και την κοινωνία που ο μέσος άνθρωπος δεν διακρίνει ή, πολύ συχνά, προσπερνά. Έτσι ήταν κι ο Αρχέλαος. Άνθρωπος της παρέας μεν, αλλά και με δόσεις εσωστρέφειας. Δεν του άρεσαν οι λεκτικές περιπλοκάδες. Ζωγράφιζε με το θείο δώρο που είχε «όπως έβλεπε». Κι όταν μια ηθοποιός, νούμερο ένα της εποχής της, του παραπονέθηκε πως σ’ ένα σκίτσο της είχε αποδώσει ένα χαρακτηριστικό του προσώπου της που εκείνη θαρρούσε πως την αδικούσε, της απάντησε: «Μα αυτό είναι το σήμα κατατεθέν σου που σε κάνει αγαπητή στον κόσμο». Και δεν την ξαναζωγράφισε. Όχι γιατί θύμωσε. Σπάνια άλλωστε τον είχα δει θυμωμένο – μερικές φορές με μένα (κι είχε δίκιο!). Όπως έλεγε η σύζυγός του και μητέρα μας Γεωργία: «Όταν κατεβάζει τα μουστάκια του, φεύγουμε από το δωμάτιο». Εκείνος δούλευε συνήθως στο γραφειάκι της μονοκατοικίας στην οδό Φορνέζη στην Καλλιθέα, όπου έζησε. Κάθε φορά που πάω να δω την 98χρονη μάνα μου, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Είναι σαν να τον βλέπω ακόμη καθισμένο εκεί, έχοντας μπροστά τα πινέλα του. Τον χώρο τον έχουμε διατηρήσει όπως ήταν τη μέρα που μας είπε αντίο. Με τους τοίχους βαμμένους σε αιγαιοπελαγίτικο μπλε που εκείνος είχε διαλέξει. Και το σχετικό link...
  13. Και Bernet και Trillo.... δηλαδή τι άλλο θέλετε για να πάτε να το πάρετε? ταξί να σας πάει στο μαγαζί?... anyhow. Έκδοση της βαβέλ, νομίζω και η τελευταία χρονολογικά σε αυτό το imprint, από τον Οκτώβριο του 1990. 72 α/μ σελιδούλες σε μετάφραση Ε. Νικολάου 21χ27,6 εκ. διαστάσεις. 20% ερωτισμός, 30% noir, 50% χιούμορ! pas mal! pas mal! Τίτλος στα γαλλικά (αν και μπορεί να πρωτοεκδόθηκε στα ισπανικά...) Belle et la bête.
  14. Ο τίτλος ίσως να ξεγελάσει κάπως τους λιγότερο ψυλλιασμένους... Οι περισσότεροι το γνωρίζουμε νέτα-σκέτα ως "Ουγγρική Ραψωδία" και έτσι αναφέρεται και στη ράχη. Στην πραγματικότητα όμως είναι απλώς ο πρώτος (95% αυτοτελής) τόμος από τις "Περιπέτειες του Μαξ Φρίντμαν" του Vittorio Giardino. Όταν εκδόθηκε από τη Βαβέλ, ήδη υπήρχε ένας ακόμα τόμος, ενώ πλέον υπάρχουν συνολικά 4 τόμοι: 1. Rapsodia Ungherese 2. La Porta d' Oriente (γαλ. La porte d'Orient) 3. No Pasaran vol. I (γαλ. No Pasaràn) 4. No Pasaran vol. II (γαλ. Rio de Sangre) 5 πράγματα για τα περιεχόμενα και τον Giardino υπάρχουν στο οπισθόφυλλο. Bedetheque
  15. germanicus

    ERMA JAGUAR

    Ίσως η πιο διάσημη ηρωίδα του Alex Varenne. Αρκετά ερωτικό κόμικ, προσωπικά θα την έλεγα μέτρια δουλειά (γενικώς). Κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 88 από τη Βαβέλ, α/μ, οι τυπικές 48 σελίδες των BD, διαστάσεις 21χ28, μετάφραση Γιώτα Ιωαννίδου. Εντυπωσιακό ότι ο τόμος κυκλοφόρησε στη Γαλλία τον Σεπτέμβρη του 88 (ίσως βέβαια να είχε πρωτοκυκλοφορήσει σε κάποιο περιοδικό. αρκετά σύνηθες φαινόμενο). Στη Γαλλία κυκλοφορήσαν εν συνεχεία άλλοι 2 τόμοι, το Les noces d'Erma τον 1/90 και το Les caprices d'Erma τον 3/92
  16. Καλησπέρα, Καλησπέρα στην κοινότητα. Είμαι ο Μάρκος που είχα κάποτε το comicart. Κάνω ένα μεταπτυχιακό και στα πλαίσια λοιπόν μίας έρευνας για την εκπόνηση εργασίας εξαμήνου ψάχνω την συνέντευξη που είχε δώσει ο Γιάννης Καλαιτζής στον Χρήστο Ξανθάκη και που είχε δημοσιευθεί στην Βαβέλ. Μήπως την έχει κάποιος σκαναρισμένη ώστε να τη διαβάσω;
  17. Ό,τι λέει στο οπισθόφυλλο ισχύει. Και το "δάσκαλος" και το "εικαστικό". Έκδοση της Βαβέλ στο imprint Noir από το Φεβρουάριο του 87 σε μετάφραση Εύη Τζούδα. Α/μ, 58 σελίδες, 21χ28. Πρωτότυπος τίτλος "I delitti della fenice". Επειδή υπάρχει άλλη μια περιπέτεια του επιθεωρητή Κόουκ, ίσως να έπρεπε κανονικά να το "βαφτίσω" αλλιώς... Από την άλλη είναι μόνο άλλη μια (μιάμιση για να ακριβολογούμε) αφού ο Battaglia απεβίωσε λίγο μετά τη δημιουργία του ήρωα (και γι'αυτό έχουμε μια ημιτελή)... Η ολοκληρωμένη λέγεται "La Mummia" και η ημιτελής "Il mostro del Tamigi" (το τέρας του Τάμεση).
  18. RUT - Philippe Druillet Βαβέλ τ.5 - Ιούνιος 1981 Άλλες εκδόσεις του Druillet στα ελληνικά: Salambo (σκαναρισμένο εδώ) Lone Sloan: Chaos (σκαναρισμένο εδώ)
  19. AAARRRZZZ - Philippe Druillet Βαβέλ τ.6 - Ιούλιος/Αύγουστος 1981 Άλλες εκδόσεις του Druillet στα ελληνικά: Salambo (σκαναρισμένο εδώ) Lone Sloan: Chaos (σκαναρισμένο εδώ)
  20. Hotel de la gare σχέδιο: Tardi σενάριο: Prudon Βαβέλ τ.68 (Δεκέμβριος 1986) Αφιέρωμα στον Jacques Tardi. Άλλα κόμικ του στα ελληνικά: Ομίχλη στη γέφυρα του Τολμπιάκ Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής Η κραυγή του Λαού Griffu (scan) Ο Δαίμονας των Πάγων (scan) It's so hard... (scan)
  21. Χμμμμμμμμμμμμμμμμμμ! Το έχουμε πει πολλές φορές αλλά νομίζω αξίζει άλλη μία: ΑΥΤΗ είναι κατά τη γνώμη μου η 1η έκδοση του Αρκά σε άλμπουμ. Για τους υπόλοιπους Κόκορες, αλλά και για πληροφορίες για τον δημιουργό και το περιεχόμενο (υπάρχει άραγε κανείς που να μην ξέρει τον δημιουργό και το περιεχόμενο; ) βλ. Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ (ARS LONGA) Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ - ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΙΑΣΜΟΥ (ΒΑΒΕΛ; ) Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ (ΓΡΑΜΜΑΤΑ) Αφιέρωμα στον Αρκά
  22. Μια παρτίδα κυνηγιού που εκτυλίσσεται στην Πολωνία 6 χρόνια πριν την πτώση του τότε "υπαρκτού σοσιαλισμού".Η ιστορία ακολουθεί ένα τρένο που ταξιδεύει στην χιονισμένη πολωνία και στο οποίο επιβαίνει ο Βασίλι Αλεξάντροβιτς Τσεβτσένκο, βετεράνος του Οκτώβρη ,και ο οποίος θα διοργανώσει μια πατρίδα κυνηγιού στην πολωνική επαρχία Krolòwka. Ο Τσεβτσένκο με το παγερό πρόσωπο, παροπλισμένος απόμαχος της ρωσικής επανάστασης, λίγο πριν από την αυτοκτονία του, θυμάται τα νεανικά του χρόνια, τη συνάντησή του με τον Λένιν και τους μπολσεβίκους στην εξορία, τη συμμετοχή του στο σοβιέτ του Πέτρογκραντ, την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων και το σχηματισμό των πρώτων τμημάτων του Κόκκινου Στρατού. Στην ουσία οι δημιουργοί περιγράφουν, μέσα απ τις καταστάσεις που τοποθετούν τους χαρακτήρες τους , την ιστορία της ρωσικής επανάστασης και την εξέλιξης της. Ένα απο τα καλύτερα βιβλία του Bilal, σε μια απο τις συνεργασίες του με τον P. Christin... Bedetheque Ομαδοποίηση Μπιλάλ
  23. Ο Γερμανός κομίστας έφτιαξε μια queer ιστορία του Λούκυ Λουκ και μιλά στην ATHENS VOICE με αφορμή τον μήνα του Pride. Πριν λίγα χρόνια, το 2016 συγκεκριμένα, ο φτωχός και μόνος καουμπόι των κόμικς, o Λούκυ Λουκ, συμπλήρωσε 70 χρόνια παρουσίας στις πολύχρωμες σελίδες και, για να γιορτάσει την επέτειο, η γαλλική εταιρία που έχει και τα δικαιώματα του ήρωα έδωσε τη δυνατότητα σε μερικούς φημισμένους Γάλλους και Γερμανούς κομίστες να δημιουργήσουν ιστορίες του θρυλικού καουμπόι με τη δική τους ματιά. Είδαμε παρωδίες των κλισέ του ήρωα, σκοτεινές και πιο hard boiled εκδοχές, για να φτάσουμε σε μια ιστορία, Choco-boys αποδόθηκε στα γαλλικά, όπου ο Λούκυ Λουκ αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα. Δεν πρόκειται για μια γκέι απεικόνιση του Λούκυ Λουκ, όχι, αλλά για μια ιστορία που περιγράφει πλήρως την queer εμπειρία, την queer πλευρά της ζωής. Υπεύθυνος για την ιστορία αυτή, την ελληνική έκδοση της οποίας αναμένουμε – εκτός απροόπτου – εντός του 2022, είναι ο περίφημος Γερμανός κομίστας Ραλφ Κένιγκ (Ralf König). Ο Λούκυ Λουκ από τον Ralf König Ο Κένινγκ έκανε come-out ως γκέι άντρας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και δημοσιεύει κόμικς γεμάτα (γκέι) σεξουαλικότητα πάνω από σαράντα χρόνια ήδη, με τεράστια επιτυχία. Έχει μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσσες, έχει πουλήσει πάνω από επτά εκατομμύρια αντίτυπα και αρκετά κόμικς του έχουν διασκευαστεί και μεταφερθεί στον κινηματογράφο, με πρώτο το «The most Desired Man» (1994) (κινηματογραφική μεταφορά των κόμικς του «Der bewegte Mann» και «Pretty Baby» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Βαβέλ» τχ. 203-209) που αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του γερμανόφωνου κινηματογράφου με box office μεγαλύτερο από σαράντα εκατομμύρια ευρώ. Στην Ελλάδα τον μάθαμε από το περιοδικό κόμικς «Βαβέλ», όπου δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες πολλά κόμικς του όπως τα «Pretty Baby», «Beach Boys» και «Λυσιστράτη», αλλά και από τα αυτοτελή κόμικς που κυκλοφόρησαν, την «Καπότα δολοφόνο» που έγινε και ταινία, και το «Τρελές αδελφές». Στην ιστορία του Λούκυ Λουκ που έφτιαξε, ο γνωστός μας κουμπόι χρειάζεται διακοπές από τις γνωστές περιπέτειές του, μια ευκαιρία να χαλαρώσει και να είναι ο εαυτός του. Και είναι αρκετά διαφορετικός απ’ ότι συνήθως: πιο στρογγυλεμένος και – για πρώτη φορά – χωρίς μπλούζα. Πιάνει δουλειά βόσκοντας αγελάδες, οι οποίες παράγουν το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των νόστιμων βελγικών σοκολάτων. Το γάλα θα μεταφερθεί στο Hershey ώστε να ανακατευτεί με το πρόσφατα ανακαλυφθέν κακάο και να γίνει σοκολάτα. Κάπου εκεί ξεκινά και η κωμωδία, ή μάλλον η παρωδία του «Brokeback Mountain», καθώς ο Λουκ συναντά δύο καουμπόηδες και προσπαθεί να τους βοηθήσει να βρουν την αγάπη. Πώς όμως έφτασε ο 62χρονος σήμερα Κένιγκ να σχεδιάσει αυτή την ιστορία του Λούκυ Λουκ; Το εξώφυλλο του κόμικ με την queer ιστορία του Λούκυ Λουκ από τον Ralf König Πώς έγινε η queer friendly ιστορία του Λούκυ Λουκ Όπως μου λέει ο Ραλφ Κένιγκ στη συνέντευξη που μου παραχώρησε, η σχέση του με τον Λούκυ Λουκ ξεκινά από την παιδική του ηλικία. «Ήμουν έξι ετών όταν η μητέρα μου μού έδωσε την “Καλάμιτι Τζέιν”, το πρώτο κόμικς του Λούκυ Λουκ που έπιασα στα χέρια μου. Ως παιδί αντιλαμβανόμουν ότι ήταν σπουδαίο, χωρίς να κατανοώ πολλά. Σήμερα καταλαβαίνω την πραγματική γοητεία του μελανιού στο χαρτί των ιστοριών του Λούκυ Λουκ. Οι γραμμές είναι αυθόρμητες αλλά τέλειες. Από τη στάση του σώματος των χαρακτήρων και τις προοπτικές μέχρι τα αβάν γκαρντ χρώματα, όλα είναι τέλεια. Ο Μορίς ήταν ένας πολύ σπουδαίος κομίστας». «Το πώς κατέληξα να φτιάξω αυτήν την ιστορία του Λούκυ Λουκ είναι μια άλλη ιστορία. Είχα μια πολύ επιτυχημένη βραδιά ανάγνωσης των κόμικς μου στη Ζυρίχη της Ελβετίας και μετά το πέρας της εκδήλωσης μου έκαναν δώρο ένα κουτί με υψηλής ποιότητας ελβετικές σοκολάτες. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ πότε και πώς η σοκολάτα έφτασε στην Άγρια Δύση. Επίσης πάντα ήθελα να φτιάξω μια παρωδία της ταινίας “Το μυστικό του Brokeback Mountain”. Αυτές ήταν οι αρχικές ιδέες πίσω από το “Choco Boys”. Είχα δει τα επετειακά τεύχη του ήρωα και ανέφερα την ιδέα στον εκδότη μου, ο οποίος ενθουσιάστηκε και αμέσως έκανε ότι μπορούσε για να συμβεί». Η queer ιστορία του Λούκυ Λουκ από τον Ralf König Το «Λούκυ Λουκ», όπως και τα περισσότερα γαλλοβελγικά κόμικς της περιόδου που πρωτοκυκλοφόρησε, είναι γεμάτα στερεοτυπικές απεικονίσεις των ανθρώπων. Και αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που υπηρετούν άριστα την κωμωδία τους. Τον ρωτάω πως ένιωσε που έπρεπε να εισάγει το θέμα της ομοφυλοφιλίας στο context ενός κόμικς όπως ο Λούκυ Λουκ. Η απάντησή του είναι εντελώς αυθόρμητη. «Αυτός ήταν ο όρος μου για να γίνει το πρότζεκτ. Χωρίς έναν γκέι καουμπόι απλά δεν θα με ενδιέφερε να το κάνω. Οι Γάλλοι κάτοχοι των δικαιωμάτων του Λούκυ Λουκ όρισαν ρητά ότι ο ίδιος ο Λουκ θα έπρεπε να μην είναι γκέι και να μην καπνίζει. Δεν είχα πρόβλημα με το πρώτο, δεν θα έβγαζε νόημα ένας καουμπόι που είναι στρέιτ εδώ και 75 χρόνια να γίνει ξαφνικά γκέι, το δεύτερο κομμάτι που αφορούσε το κάπνισμα ήταν κάπως ατυχία. Αντιλαμβάνομαι το πρόβλημα, αλλά ήταν ήδη κολασμένα σέξι με τα αποτσίγαρα από τα στριφτά του». Για τις κινηματογραφικές μεταφορές των κόμικς του έχει ανάμεικτα συναισθήματα. «Χρωστάω πολλά στην ταινία “The most Desired Man” καθώς ήταν τεράστια εισπρακτική επιτυχία στη Γερμανία. Αλλά δεν μου άρεσε καμία από τις άλλες τέσσερις ταινίες που έγιναν μέχρι σήμερα. Είναι ένα πολύ διαφορετικό προϊόν, ένα πολύ διαφορετικό μέσο με ηθοποιούς, φωτογραφία και σκηνοθεσία με τα οποία δεν μπορώ να ανακατευτώ και πολύ πια. Αυτό ενδεχομένως να άλλαζε με μια ταινία κινουμένων σχεδίων. Υπάρχουν πλάνα αυτή την περίοδο να ξεκινήσει η παραγωγή μιας σειράς κινουμένων σχεδίων βασισμένη στα κόμικς “Konrad and Paul”. Αλλά αυτά παίρνουν πολύ καιρό μέχρι να υλοποιηθούν. Ενδεχομένως όταν είναι έτοιμο εγώ να είμαι ήδη 80 ετών», λέει γελώντας. Ραλφ Κένιγκ: μια καριέρα σαράντα ετών γεμάτων κόμικς Το 2020 συμπλήρωσε αισίως σαράντα χρόνια πορείας στον χώρο των κόμικς. Η καριέρα του είναι χωρίς αμφιβολία ζηλευτή. Εκατομμύρια πωλήσεις, μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, ταινίες και τώρα Λούκυ Λουκ. Για όλα αυτά νιώθει, όπως μου λέει, «βαθιά ευγνώμων. Είχα τη δυνατότητα να κάνω το πάθος μου για τα κόμικς επάγγελμα και για περισσότερα από σαράντα χρόνια να ζω από αυτό. Σήμερα έχω ένα ράφι στη βιβλιοθήκη μου μήκους ενάμισι μέτρου γεμάτο με εκδόσεις των κόμικς μου. Τι άλλο μπορώ να κάνω από το να απολαύσω τη στιγμή; Δεν χρειάζεται να αποδείξω τίποτα και σε κανέναν πια. Είναι πολύ cool. Δεν σκέφτομαι να σταματήσω. Η συνταξιοδότηση μοιάζει πολύ αφηρημένο πράγμα στο δικό μου μυαλό. Θα σχεδιάζω μέχρι το πενάκι να πέσει από τα χέρια μου ή στερέψω από ιστορίες. Από την άλλη, κάτι θα μείνει πίσω… Στο Βερολίνο υπάρχει ένα μεγάλο αρχείο με τα πρωτότυπα σχέδιά μου, πιστεύω όμως ότι η ανθρωπότητα θα έχει στο μέλλον πολύ πιο σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει από το να ασχολείται με τα γκέι κόμικς». Κοιτώντας πίσω σε αυτή την καριέρα που απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες του ζητάω να ανακαλέσει το πιο χαρμόσυνο και το πιο δυσάρεστο περιστατικό. «Αγαπητέ μου Γιάννη, θα πρέπει να το σκεφτώ πάρα πολύ αυτό μετά από σαράντα χρόνια πορείας». Τον αφήνω να σκεφτεί. «Ήμουν πραγματικά χαρούμενος την πρώτη φορά που υπέγραφα κόμικς μου σε αναγνώστες σε ένα γκέι βιβλιοπωλείο στο Βερολίνο, αρχές του 1980. Είχε πάρα πολύ κόσμο εκείνη τη βραδιά, το κατάστημα ήταν γεμάτο ανθρώπους που ήταν χαρούμενοι με τα μικρά σκίτσα που έφτιαχνα στα αντίτυπά τους. Το πιο δυσάρεστο πράγμα που έχω ζήσει ήταν όταν ξέσπασε η κρίση του AIDS. Υπήρχε τόσος φόβος και τόσα αγόρια πέθαιναν γεμάτα αγωνία. Το πιο όμορφο πράγμα, ο έρωτας, είχε λάβει πολύ σκοτεινή όψη. Ήταν φρικτή περίοδος. Δεν μπορούσα να αντιδράσω τότε σε όλο αυτό που συνέβαινε, δεν μπορούσα να το μεταβολίσω. Όταν πέθανε ένας πολύ κοντινός, ένας πολύτιμος φίλος που είχα, μπόρεσα να κοιτάξω κατάματα την κατάσταση και έφτιαξα την ιστορία “Super paradise”η οποία λαμβάνει χώρα στη Μύκονο». Ακτιβισμός και γκέι κόμικς Όλα τα κόμικς του Ραλφ είναι γεμάτα γκέι έρωτα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ο Tom of Finland of Germany. Τα γκέι θέματα είναι τα θέματά του και για πολλούς αυτό θεωρείται έμπρακτος γκέι ακτιβισμός. Ο ίδιος όμως δεν θεωρεί τον εαυτό του ακτιβιστή. «Το βλέπω ως κάτι λιγότερο εξωτικό. Είμαι γκέι και είμαι κομίστας, αυτό είναι όλο. Δεν νιώθω πως κάνω ακτιβισμό, είμαι υπεύθυνος μονάχα για την τέχνη μου. Εντούτοις είμαι πολύ χαρούμενος όταν οι αναγνώστες μου λένε ανά τα χρόνια ότι νιώθουν πιο ανοιχτόμυαλοι λόγω των ιστοριών μου, είτε είναι στρέιτ είτε γκέι. Μέλημά μου είναι πάνω απ’ όλα ο κόσμος να διασκεδάζει και συνάμα αγαπώ πολύ το σεξ και οτιδήποτε ντροπιαστικό ή “δύσκολο” το αφορά. (γέλια) Είμαι πάνω από εξήντα ετών πλέον και δεν έχω σταματήσει να αγαπώ το σεξ. Πιθανώς θα έπρεπε να με προβληματίζει αυτό και να το ψάξω ίσως και λίγο. Για την ώρα προτιμώ όμως να φτιάχνω απλά φανταστικά κόμικς». Είναι χαρούμενος με την πρόοδο της κοινωνίας σε ό,τι αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ θέματα όλα αυτά τα χρόνια. «Στη Γερμανία τουλάχιστον, πολλά πράγματα έχουν καλυτερέψει και οι άνθρωποι παντρεύονται και τεκνοθετούν. Είναι υπέροχο όλο αυτό αν αναλογιστείς πώς ήταν η κατάσταση το ’80 που ξεκίνησα να σκιτσάρω. Τότε, ό,τι σχετιζόταν με τους γκέι ήταν ταμπού, στο περιθώριο της κοινωνίας. Θεωρούμασταν απόβλητοι. Αλλά όλες αυτές οι ελευθερίες που με κόπο κατακτήθηκαν πάντα απειλούνται από ακροδεξιούς, θρησκόληπτους και κάθε λογής οπισθοδρομικούς. Όταν σκέφτομαι το τι συμβαίνει στη Ρωσία τρομάζω», μου λέει και η συζήτηση προχωράει στο κατά πόσο η τέχνη μπορεί να αλλάξει τις αντιλήψεις της κοινωνίας στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Είμαι πεσιμιστής σχετικά με αυτό. Δεν πιστεύω ότι η τέχνη αλλάζει τα πράγματα προς το καλύτερο σε βάθος χρόνου. Μπορείς να έχεις σε κάθε περίπτωση καθαρές προθέσεις. Οι άνθρωποι που απεχθάνονται τους γκέι, τις λεσβίες, τα τρανς άτομα, δεν θα αλλάξουν γνώμη λόγω των κόμικς. Δεν τα διαβάζουν καν». Για τον Ραλφ Κένιγκ το Pride, το οποίο γιορτάζουμε αυτόν τον μήνα, εξακολουθεί να έχει σημασία. «Είναι πολύ σημαντικό για τα νεαρά queer άτομα να νιώσουν ότι δεν είναι μόνα τους. Πολλοί έρχονται για αυτό από την επαρχία και βιώνουν το μεγάλο, πολύχρωμο, συμπεριληπτικό πάρτι μια φορά τον χρόνο. Είτε είναι διαδήλωση, είτε απλά ένα ιβέντ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Μου χάρισε απλόχερα αυτοπεποίθηση όταν τη χρειάστηκα στο παρελθόν, όταν ένιωσα ανασφαλής στα νιάτα μου. Η αυτοπεποίθηση στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είναι απολύτως αναγκαία, οι δυσκολίες που βιώνουν τα νεαρά άτομα στο πατρικό τους είναι πιθανώς ακόμα και σήμερα σκληρές». Και το σχετικό link...
  24. ISBN: - Τιμή: - Μετάφραση του "When The Wind Blows". Ένα κόμικ προϊόν της εποχής του Διαβάζεται και σήμερα, αλλά όντας ένα κόμικ-σχόλιο πάνω στην "ισορροπία του τρόμου" ίσως να "χάνει"... Το πρωτότυπο κόμικ γράφτηκε το 1982, έγινε ραδιοφωνική "παράσταση" στην Αγγλία το 1983 και ταινία-καρτούν το 1986 με μουσική από Roger Waters, David Bowie, Genesis, Squeeze και Paul Hardcastle. Χωρίς να είναι κακό κόμικ (τουναντίον θα'λεγα) δεν θα με εξέπληττε αν διάβαζα κάπου ότι μεταφράστηκε γιατί θεωρήθηκε hip και cool ειδικά σε συνδυασμό με τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν στο ανωτέρω soundtrack.... Ο τίτλος βασίζεται (α) σε μια φράση του κυβερνητικού φυλλαδίου Protect and Survive (οδηγός επιβίωσης για περίπτωση πυρηνικής επίθεσης) το οποίο και σατιρίζεται αγρίως μέσα στο κόμικ (η ραδιενεργός σκόνη πίπτουσα όπου φυσάει ο άνεμος θα προκαλέσει τη μεγαλύτερη καταστροφή) και (β) στο νανούρισμα "Rock-a-bye, baby, In the tree top. When the wind blows, The cradle will rock."
  25. germanicus

    BLACK KISS

    Μετάφραση του πολύκροτου για την εποχή του (1988) κόμικ του Howard Chaykin (γνωστού μας από τα Star Wars του Καμπανά). 126 α/μ σελίδες σε 21χ28 εκ. σε μετάφραση της Έρσης Σωτηροπούλου για τη Βαβέλ από το 1999 γεμάτες με τις εμμονές του Chaykin. Σεξ, βία, noir και δυό τρια ακόμα που δεν τα αναφέρω για να μη πω κανένα spoiler Στην Αμερική πρωτοδημοσιεύτηκε σε 12 τεύχη. ΥΓ παρεμπιπτόντως να αναφέρω και μια ακόμα ενδιαφέρουσα δουλειά του Chaykin (σε σενάριο), το Bite Club της Vertigo που δεν έχει μεταφραστεί ακόμα εξ'όσων γνωρίζω (comicbookdb) ΥΓ2 την ημερομηνία κυκλοφορίας την τσίμπησα από το site της Πρωτοπορίας. Μέσα δεν αναφέρει τίποτα.... Αφιέρωμα στον Howard Chaykin
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.