Jump to content

Search the Community

Showing results for tags 'Βαβελ'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


City


Profession


Interests

  1. Η πρώιμη Τέχνη του πλέον αγαπημένου Έλληνα καλλιτέχνη μέσα από τα ξεχωριστά, νεανικά σχέδιά του. Τον ξέρετε. Είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Αυτό που λογικά δεν ξέρετε είναι ότι πριν συμβούν όλα αυτά που ήδη ξέρετε: η Ομάδα Εδάφους, η «Μήδεια», οι Ολυμπιακοί της Αθήνας, το «Δύο», το «The Great Tamer», ο «Εγκάρσιος προσανατολισμός» και τόσα άλλα, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εμφανίστηκε στα καλλιτεχνικά πράγματα κάνοντας κόμικς. Ήταν δεκαεπτά χρονών όταν εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού κόμικς Βαβέλ, αρχικά με ένα γελοιογραφικό κόμικς και κατόπιν με ένα εικαστικό και έναν πρόλογο από τον δάσκαλό του Γιάννη Τσαρούχη. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 δημοσίευσε πολλά κόμικς στα περιοδικά Βαβέλ και Παρά Πέντε, αναπτύσσοντας το δικό του προσωπικό στιλ, το οποίο συνδυάζει πολλές αναφορές και μια αναπολογητική χρήση ζωγραφικής και ποιητικής γλώσσας. H σημαντική έκθεση «Wow! Pow! Bam!» τον περασμένο Ιούνιο στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφιερωμένη στα κόμικς και τη σχέση τους με τη ζωγραφική, στην οποία συμμετέιχε και ο ίδιος με παλαιότερες και νέες δουλειές του, ήρθε να μας θυμίσει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου των κόμικς. Με αυτήν την αφορμή συναντηθήκαμε μαζί του. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και οι ιστορίες των κόμικς του Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου © Αλέξης Μπίτσικας ― Μέχρι να δω την έκθεση στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη με ενοχλούσε που δεν μπορούσα να κατατάξω κάπου τα κόμικς σας. Δεν μπορούσα να τα προσδιορίσω ειδολογικά. Εσείς τα βαφτίζετε κάπως; Όχι, φυσικά και όχι. Τον Λουστάλ τον ξέρεις; ― Φυσικά. Τι είδος κάνει; Όχι, δεν τα βαφτίζω κάπως. Δεν είναι δική μου δουλειά αυτό. Ο Λουστάλ με είχε γοητεύσει πολύ. Ο τρόπος της αφήγησής του. ― Πότε ξεκινήσατε να φτιάχνετε κόμικς; Από πολύ μικρός. Έχω κρατήσει, από το δημοτικό ακόμα, κόμικς που έφτιαχνα με τη Σαμάνθα τη Μάγισσα, το οποίο τότε ήταν και μια σειρά στην τηλεόραση (σ.σ. «Η μάγισσα», σειρά του NBC, 1964-1972). Είχα μια δασκάλα αγγλικών, την κυρία Καραφύλη, η οποία με ενθάρρυνε. Τα έβγαζα φωτοτυπίες, τα έδενα σε τεύχη και τα κυκλοφορούσα στους συμμαθητές μου. Αστείο πράγμα. Σαν να τα έφτιαξε άλλος άνθρωπος. Ένα φεμινιστικό τεύχος, όπου έκαναν – και καλά – απεργία οι γυναίκες. Κάτι τέτοια. Αυτά ήταν κάπως σατιρικά και γελοιογραφικά. Με τον ίδιο τρόπο συνέχισα στα σχολικά μου χρόνια, μια και είχαμε μια μαθητική εφημερίδα στην οποία έκανα – τρομάρα μου! – art direction και δημοσίευα κόμικς και σχέδια, έφτιαχνα αφίσες κ.λ.π. Τα κόμικς μου τότε ήταν συνδεδεμένα με τη γελοιογραφία κατά κάποιον τρόπο κι όχι με κάτι άλλο. Όταν ήμουν δεκαέξι-δεκαέξι μισό, γνώρισα τον Τσαρούχη κι έγινα ανεπίσημα μαθητής του. Αυτό άλλαξε τη ζωή μου – η οποία είχε ήδη μετακινηθεί νωρίς από την παιδικότητα στην εφηβεία με την πρώτη ερωτική μου εμπειρία στα 13. Με τον Τσαρούχη επιχείρησα ζωγραφική με αυγό, που είναι η τεχνική της αγιογραφίας, κι έφτιαξα ένα κόμικς το οποίο παραμένει αδημοσίευτο ως τώρα με τον τίτλο «Κένταυρος», που ολοκλήρωσα λίγο αργότερα, στην ηλικία των δεκαεπτά. Αυτό το κόμικς δυστυχώς το έχω σε κακής ποιότητας σκαναρίσματα (είχε πουληθεί). Θα ψάξω να το βρω να το αρχειοθετήσω σε υψηλή ανάλυση. Ήταν ένα κόμικς από το οποίο κανείς μπορεί να καταλάβει πολλά για μένα. Αυτοπροσωπογραφία Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Γιατί; Νομίζω ότι εμπεριέχει πολλά από αυτά που θα γίνω αργότερα. ― Όπως; Είναι ευαίσθητο, εμποτισμένο με την ελληνική εμπειρία, ομοερωτικό – μ’ έναν λιγότερο απροκάλυπτο τρόπο από τα επόμενα κόμικς μου. Είναι μελαγχολικό. Δυστυχώς το έχω σκαναρισμένο από slides, είναι δηλαδή η ποιότητα γάμησέ τά, κάκιστη. Μπορεί να το επεξεργαστώ κάπως και να σου δώσω μερικές εικόνες. Αυτή ήταν η αρχή. Ήταν κόμικς με ιστορίες και εικόνες κάπως «βυζαντινοτσαρουχικές». Kάποια στιγμή πήγα στη Βαβέλ μ’ ένα απ’ αυτά τα κόμικς και το δημοσίευσαν. Ο Τσαρούχης έγραψε για να με τιμήσει ένα μικρό σημείωμα, προλογίζοντάς το. Δημοσιεύτηκε αυτό και μετά άρχισα να κάνω τα κόμικς με το προσωπικό μου ύφος, αυτό που ξέρετε. Δημοσίευσα την πρώτη μου μεγάλη ιστορία, ήταν 16 σελίδες και απροκάλυπτα ομοερωτική και αναρχική, που λέγεται «Ποιος μιλάει;» (σ.σ.: περιοδικό Παρά Πέντε, τχ.19) και από κει και πέρα επειδή είδα ότι αυτό έκανε γκελ, ένιωσα ότι υπήρχε μια πλατφόρμα – εμένα μ’ ενδιαφέρει να υπάρχει μια πλατφόρμα για να δουλεύω. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν ζωγράφιζα τόσα χρόνια, ένιωθα ότι το περιβάλλον του μάρκετ των εικαστικών ήταν μια πλατφόρμα που δεν μ’ ενδιαφέρει. Ποιος μιλάει; © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Τώρα έχει αλλάξει αυτό; Όχι, απλώς πλέον είμαι εξήντα ετών. Το θέατρο υπήρξε για μένα μια σούπερ πλατφόρμα με τεράστια διεισδυτικότητα στους συνανθρώπους μου και την είχα την επαφή με τη γενιά μου και τώρα πια, προς μεγάλη μου απόλαυση, με γενιές πολύ νεότερες από εμένα. Άρα δεν έχει και τόση σημασία πια. Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν θα φτιάξω νέα θεατρική δουλειά, για δύο χρόνια τουλάχιστον. Οπότε η πρόταση της Δάφνης (Ζουμπουλάκη) ήταν μια ευχάριστη ευκαιρία για βόλτα στο αρχείο μου, και να ’μαι στο περιβάλλον μιας γκαλερί. Επίσης η έκδοση με τα σχέδια που έκανα στην Ανάφη είναι πολύ σημαντική για μένα γιατί βρήκαν τα γυμνά αυτά τρόπο να υπάρξουν σε αυτήν την πλατφόρμα και να τα έχει ο κόσμος. Το γεγονός ότι υπάρχει το Instagram και μπορούσα να τα μοιραστώ όταν τα πρωτοέκανα ακούγεται αστείο αλλά είναι σημαντικό για μένα. Δεν με φτιάχνει αυτό που δημιουργώ να είναι αποκλεισμένο σε περιορισμένη θέαση. Θέλω να μοιράζεται. Ανάφη, συλλεκτική έκδοση: Το φως και το σκοτάδι του σώματος δια χειρός Δημήτρη Παπαϊωάννου © Εκδόσεις NOMAS ― Καταλαβαίνω ότι τότε αντιλαμβανόσασταν τη διαδικασία του «φτιάχνω ένα κόμικς και το δημοσιεύω» ως έναν τρόπο επικοινωνίας. Εννοείται. Κατ’ αρχάς μου άρεσαν τα κόμικς, έπαιρνα τη Βαβέλ, ήταν μέρος της πολιτιστικής τροφής μου. Το βασικότερο ήταν πως αισθάνθηκα ότι μπορώ να επικοινωνήσω άμεσα με τη δική μου γενιά και να κάνω μια τέχνη προσβάσιμη, όπου το «original», το πρωτότυπο, είναι το τυπωμένο και είναι φτηνό. Αυτό έχει σημασία. Τα κόμικς είναι μια λαϊκή τέχνη. 1987, Περιοδικό Παρά Πέντε: «Ο τρομερός Μέβερ», κόμικ του Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Αναφέρατε πριν την εισαγωγή που είχε γράψει ο Γιάννης Τσαρούχης σ’ εκείνο το κόμικς που λεγόταν «Ευρύμαχος» (Βαβέλ, τχ. 32). Είχε δημιουργήσει μια ίντριγκα τότε όλο αυτό. Βέβαια, βέβαια. Γιατί ο Τσαρούχης είχε αρκετή άγνοια για την κουλτούρα των κόμικς, είχε μια γενικότερη αντίληψη και προφανώς δεν ήξερε ότι υπήρχαν ήδη ποιητικά και ζωγραφικά κόμικς και θεωρούσε κακοσχεδιασμένα τα κόμικς των superheroes της Μάρβελ, ενώ είναι θαυμάσια. Εκείνο όμως στο οποίο ήθελε να επιστήσει την προσοχή ήταν η αναπολογητική συμπερίληψη της ζωγραφικής και της ποιητικής γλώσσας. Αυτό νομίζω ότι τον συγκίνησε τον Τσαρούχη. Και ναι, δημιούργησε λίγη φασαρία, αλλά και τι μ’ αυτό; ― Τότε ήσασταν 17. Πώς νιώθει ένα παιδί σ’ εκείνη την ηλικία, που δημοσιεύεται το κόμικς του με εισαγωγή από τον Τσαρούχη και στο επόμενο τεύχος δημοσιεύεται μια έντονη αντίδραση από τον Αρκά; Δεν έγινε και τίποτα φοβερό. Με τα τωρινά μου μυαλά δεν θα δεχόμουν να μου γράψει εισαγωγή στο πρώτο μου κόμικς. Περιττό. Τότε ήταν φυσικό για μένα. Τον αγαπούσα πολύ, με αγαπούσε πολύ. Δεν σκέφτηκα ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζα κάτι. Διάβασα και την αντίδραση και προχώρησα. (γέλια) Ο τρομερός Μέβερ – Το φιλί και το δάγκωμα © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Μακάρι να αντιδρούσαμε όλοι τόσο ψύχραιμα. Δεν υπήρχαν σόσιαλ μίντια τότε. Αυτή η αντίδραση υπήρξε στους αναγνώστες της Βαβέλ. Δεν ήταν για να γίνει της πουτάνας. Αυτοί που ενδιαφερόντουσαν τη διάβασαν και όλοι συνεχίσαμε τις ζωές μας. Σε αυτούς απευθυνόταν. Μωρέ ξέρεις, τα πράγματα τότε ήταν πολύ διαφορετικά. Ήταν μια στιγμή που η ποπ κουλτούρα ακόμα αγωνιζόταν να εδραιωθεί, να αποκτήσει κύρος. Ακόμα και σήμερα, αυτό το κορίτσι, τη Σάττι, τη βρίζανε ότι είναι υποκουλτούρα. Λες και δεν είμαστε σε μια εποχή που έχουν απολύτως διευρυνθεί τα όρια και απενοχοποιηθεί τα πάντα – όχι πάντα με καλά αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου –, αλλά πάντως είναι όλα οκέι. Θεματοφύλακες της ποιότητας, cheer up darlings. Η ποιότητα βρίσκεται παντού και το trash επίσης. Υπάρχει άπειρο trash στη σύγχρονη κατοχυρωμένα επίσημη τέχνη. Rock n' Roll © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Υποκρύπτει κάτι αυτή η αντίδραση που περιγράψατε απέναντι στη Σάττι; Τη μαλακία του κόσμου. Τι να υποκρύπτει; Ο κάθε μαλάκας θα πει τη γνώμη του. Όπως κι εγώ. ― Στο συγκείμενο της Βαβέλ, όταν ξεκινήσατε εσείς, το περιοδικό δεν είχε κάνει ακόμα «άνοιγμα» στο λεγόμενο εικαστικό κόμικς. Εσείς τι αναφορές είχατε για να κάνετε τέτοια κόμικς; Μόνο τη ζωγραφική. Εγώ γενικά, καλώς ή κακώς, είμαι ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, παρ’ ότι είχα δασκάλους και σπούδασα. Αλλά δεν σπούδασα σκηνοθεσία, δεν σπούδασα χορογραφία, δεν σπούδασα κόμικς. Οπότε με ό,τι είχα πραγματικά, έκανα ό,τι μπορούσα. Από παλιά έγραφα, ευτυχώς όμως δεν την προχώρησα αυτήν την τέχνη… (γέλια) Η αρχαία πόλις – Βαρύτητα – Μέδουσα – Η γη στο σχήμα της καρδιάς © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Γιατί ευτυχώς; Ε, δεν ήμουν καλός… από μικρός έγραφα κι έτσι είχα να μοιραστώ κάποια πράγματα. Από πολύ μικρός ζωγράφιζα. Την εποχή που έκανα τα κόμικς σπούδαζα στην Καλών Τεχνών. Το είχα μόλις σκάσει από το σπίτι μου. Στα δεκαοκτώ το έσκασα από το σπίτι μου, στα δεκαεννιά ήμουν φοιτητής στην Καλών Τεχνών. Κυκλοφορούσα στα Εξάρχεια. Ήμουν ένας αυτοσυντήρητος νέος, ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Απ’ τους ελάχιστους τότε. Και δίψαγα, όπως πάντα, όπως ακόμα και τώρα στην ηλικία που είμαι, για έκφραση. Ήθελα να τα λέω. Να λέω τι νομίζω και τι ζω. Ό,τι ζωγραφικό εργαλείο είχα το χρησιμοποίησα στα κόμικς. Φυσικά όντας με τους φωτισμένους συμφοιτητές που είχα, πλούτισα. Ήμουν συμφοιτητής με τον Ζάφο Ξαγοράρη, ο οποίος με επηρέασε με τη βιαιότητα των μαυρόασπρων μουντζούρων του. Αυτός προς τον εξπρεσιονισμό, εγώ το πήγα προς πανκ μεριά. Αλλά ήμασταν κολλητοί και επηρεάζαμε ο ένας τον άλλον. Είχα και μια ικανότητα να ζωγραφίζω από μνήμης. Τα περισσότερα κόμικς μου είναι από μνήμης. Υπάρχει ένα που εκτίθεται τώρα, «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», στο οποίο υπάρχουν μονάχα τρεις εικόνες όπου είχα μπροστά μου αυτό που ζωγράφισα. Όλο το υπόλοιπο από μνήμης. Έχω φωτογραφική μνήμη. Αυτό που βλέπω μπορώ εύκολα να το αποτυπώσω μετά από κάποιες μέρες. Είναι αυτό το κόμικς, όπως και τα περισσότερα κόμικς μου, μια σύνθεση πραγμάτων που έχω ζήσει κι έχω δει ή έχω φανταστεί ενώ ζω μια εμπειρία. Αυτοπροσωπογραφία Δ.Π. © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Είναι όμως κυριολεκτικά μια σύνθεση αυτό το κόμικς. Άναυδος διαπίστωσα στην έκθεση ότι το κάθε καρέ είναι δουλεμένο ξεχωριστά σε ένα άλλο κομμάτι ακουαρέλας και μόνο ύστερα συνέθεσαν όλα μαζί τις σελίδες του κόμικς. Έτσι τα έκανα πάντα. Επειδή είμαι και τσαπατσούλης και επειδή θέλω το πινέλο μου να τρέχει ελεύθερο, δεν μπορώ να δουλέψω σε πλαίσιο – αυτό εκφράζεται και σε μια χορογραφία μου που λέγεται «Primal mater», η οποία έχει ένα πλαίσιο για ένα σώμα. Πρέπει να είμαι ελεύθερος και μετά τα κόβω και τα βάζω στο πλαίσιο. Και μάλιστα τα έκοβα θεόστραβα μέσα στην προχειρότητά μου. ― Γιατί λείπει το σενάριο από το κόμικς που εκτίθεται στην έκθεση; Εννοώ το λέτερινγκ. Γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλω να πω, μ’ ενδιαφέρει όταν θα είναι τυπωμένο το κόμικς. Δεν μ’ αρέσει η σκέψη ότι κάποιος θα πάει στην γκαλερί, θα στηθεί μπροστά στον τοίχο και θα διαβάζει τις εικονίτσες. Προτιμώ απλώς να τις βλέπει. Φωνάζω και δεν βγαίνει η φωνή μου – Τρέχω και δεν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Δεν είναι όμως αδιαχώρητα αυτά τα δύο (σενάριο και σχέδιο) σ’ ένα κόμικς; Όχι ακριβώς. Κατ’ αρχάς, έτσι κι αλλιώς, τώρα που τα μαζεύω όλα αυτά και τα επιμελούμαι και θα τα μεταφράσω και θα τα κάνω restoration, θα δούμε τι θα γίνει… θέλω να επισκεφτώ τα κείμενα ξανά. Γιατί αυτό που λέω, και το ντεκουπάρισμα της ιστορίας αλλά και ο ρυθμός, με βρίσκουν σύμφωνο, αλλά είναι μερικές εικόνες και μερικές φράσεις που τις έκανα βιαστικά και θέλω να τα ξανακοιτάξω. Ας πούμε στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», και είχε πολλή πλάκα αυτό, η τελευταία τελευταία εικόνα είναι καινούργια. Δεν φαίνεται, και είμαι πολύ περήφανος που δεν φαίνεται. Μετά από τριάντα χρόνια μιμήθηκα τον τότε εαυτό. Αναρωτιόμουν: θα τολμήσεις να το κάνεις; Και το έκανα και ήταν ολόιδιο, το στιλ και η γκάμα. Είχα κάνει μια μαλακία στην πρώτη βερσιόν που δεν άντεχα να τη βλέπω. ― …αυτή που έτρεχε στο νερό κρατώντας τη βαλίτσα και έγραφε «Τ Ε Λ Ο Σ» πάνω στα βήματα στο νερό; Ναι! Αυτήν. Την έβρισκα κακόγουστη, δεν άντεχα να τη βλέπω και έκανα αυτή τη μικρή διόρθωση. Είμαι πολύ περήφανος που την έκανα γιατί υπάρχει αυτό το δίλημμα: «Πρέπει να επέμβεις στη δική σου ιστορία;» Ναι, μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Εφόσον εσύ είσαι ο αρχηγός, «κάνε ό,τι θες αγοράκι μου». Κι έτσι λοιπόν, μερικά από τα κείμενα και μερικές από τις εικόνες που έγιναν πρόχειρα για να τελειώσει το κόμικς θέλω να τα επιμεληθώ για να έχω μια οριστική μορφή τους που να υποστηρίζω. Ένας ακόμη λόγος που δεν θέλω να δεσμευτώ έχοντας τα κείμενα μέσα στις εικόνες. Πυρκαγιά – Ένα τσιγάρο – Ιστός © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Σε ό,τι αφορά τα κόμικς, ποιες οι επιρροές σας; Νομίζω ο Jean Marc Reiser μ’ έναν τρόπο κρυφό με έχει επηρεάσει πολύ, όπως και ο Copi. Είναι από τους δύο πολύ αγαπημένους μου, δεν μοιάζουν καθόλου μ’ εμένα. Ο Copi μ’ έχει επηρεάσει στον ρυθμό και στις παύσεις του και στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο εμπεριέχει το παράλογο. Ο Reiser μ’ έχει επηρεάσει στον τρόπο με τον οποίο το μελάνι πρέπει να φαίνεται ότι το έχεις φτύσει πάνω στο χαρτί. Σε κάποιες εικόνες μου αυτό είναι εμφανές αλλά κρυμμένο κάτω από το δικό μου στιλ. Μ’ έχει επηρεάσει πολύ ο Liberatore στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται μια αναγεννησιακή φωτοσκίαση σάρκας, που είναι σαν Μικελάντζελο. Κάπου είχα διαβάσει ότι χρησιμοποιεί και υλικά μέικ απ. ― Και κραγιόν. Και κραγιόν, ναι (γέλια). Ακόμη και τώρα στα σχέδια που έκανα στην Ανάφη, έλεγα από μέσα μου: «Για δες. Ο Tanino». Μ’ έχει επηρεάσει ο Jacques de Loustal στην ατμόσφαιρα και στην κινηματογραφικότητα της αφήγησης. Στα νεανικά μου χρόνια η Claire Bretécher. Οι υπόλοιπες επιρροές μου νομίζω πως είναι ζωγραφικές. Στο δισέλιδο της Μασσαλίας, στο «Η γη στο σχήμα της καρδιάς», είναι σαν να θέλω να μεταμορφωθώ σε Χόκνεϊ και μετά να μεταμορφωθώ ξανά σε μένα. Τον λατρεύω τον Χόκνεϊ. Είναι ένας καλλιτέχνης που με έχει συγκινήσει πολύ, τον έχω στην τριάδα Τσαρούχης-Κουνέλης-Χόκνεϊ. Αυτοί οι τρεις με έχουν επηρεάσει βαθιά. Ο προηγούμενος φίλος μου – Πόρτες © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Τώρα φτιάχνετε κόμικς; Όχι, όχι δεν κάνω. Αλλά την τεχνική της αφήγησης τη χρησιμοποιώ. Πρόσφατα έφτιαξα κάποιες εικόνες που πλαισίωσαν ένα αφιέρωμα που μου έκανε το Dust Magazine, αλλά και στο βιβλίο Sketches for Life με σχέδια από την Ανάφη. Είναι μια τεχνική, ένας τρόπος αφήγησης που χρησιμοποιώ κρυφά. Πολλές φορές και στο προσωπικό μου Instagram μπορεί κάποιος να παρατηρήσει έναν τρόπο αφήγησης που έχει να κάνει με το πώς διαβάζεται μια σελίδα. Η περιπέτεια του βλέμματος πάνω στη σελίδα. Έχω πολύ περίσσευμα μέσα μου για να κάνω κόμικς, αλλά δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει η πλατφόρμα. ― Γιατί δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει. Ποιο περιοδικό κόμικς παίρνεις; ― Κανένα. Αυτό είναι η πλατφόρμα. Το περιοδικό. Τι; Να κάνω κόμικς για να κάνω εκδόσεις; Δεν είναι το ίδιο. Το ζώο επί σκηνής – Πρόσωπον προς Πρόσωπον – Soundtrack Nina Simone © Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου ― Μπορείτε να το κάνετε σε ένα άλλο περιοδικό. Όχι απαραίτητα κόμικς θεματολογίας. Θέλετε, όπως καταλαβαίνω, να βρει το κοινό του, το κοινό των κόμικς, που κατανοεί την τέχνη και τις λειτουργίες της. Ναι. Και το οποίο την αγαπά αυτήν την τέχνη. Όπως υπάρχει το κοινό του θεάτρου, που πάει στις παραστάσεις για να τις δει. Αυτή είναι η πλατφόρμα του... τα θέατρα και τα φεστιβάλ. Εκεί προτείνουν κάποιοι τη δουλειά τους. Αντίστοιχα και το περιοδικό κόμικς είναι μια πλατφόρμα όπου οι κομίστες προτείνουν τη δουλειά τους. Να βάλω μια προσωπική ιστορία, λίγο πιο σκληρή ή με εικόνες σεξ ή μελαγχολική, σε ένα περιοδικό π.χ. πόλης... τι νόημα έχει; Τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος να μας εκμυστηρεύεται το μακρύ του και το κοντό του εκεί που διαβάζουμε τα νέα; Δεν υπάρχει πλατφόρμα. Προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Παπαϊωάννου © Julian Mommert Το βιβλίο του Δημήτρη Παπαϊωάννου με σχέδια από την Ανάφη, «SKETCHES FROM LIFE», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις NOMAS, μπορείτε να το προμηθευτείτε από αυτόν ΕΔΩ τον σύνδεσμο. Και το σχετικό link...
  2. Διάβαζα τη «Βαβέλ» από το 1982, ήμουν μόλις 13 χρονών τότε. Όταν είδα το πρώτο μου κείμενο δημοσιευμένο στις σελίδες της το 1994, ένιωσα σαν να το έκαναν εξώφυλλο οι New York Times, τόση ήταν η χαρά μου, περισσότερο γιατί το είχε εγκρίνει ο Γιώργος Σιούνας. Σύντομα έγινα μόνιμος αρθρογράφος στο «Αεροπλανάκι», τη στήλη της «Βαβέλ» με ειδήσεις, νέα, παρουσιάσεις, σχόλια, κριτικές κ.ά., της οποίας βασικός συντελεστής ήταν ο Γιώργος που υπέγραφε κατά κανόνα ως Γιώργος Πιλότος ή Σ. Γεωργίου ή Γ. Σ. ή και με άλλα ψευδώνυμα, και συνέχισα μέχρι το τέλος του περιοδικού το 2008. O Γιώργος στο γραφείο του (φωτογραφία που δημοσιεύτηκε σε τεύχος της «Βαβέλ» το 1994). Όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα πάντα την ασφάλεια ότι ο πρώτος που θα διαβάσει τα κείμενά μου, αφού πρώτα είχαμε συνεννοηθεί τη θεματολογία τους, θα τα κρίνει αυστηρά αλλά δίκαια και θα τα συζητήσει μαζί μου, θα ήταν ο Γιώργος. Αυτός άλλωστε με είχε μυήσει στην κόμικς (και όχι μόνο) δημοσιογραφία. Από τα δικά του κείμενα ξεκινούσα την ανάγνωση της «Βαβέλ» και από αυτά διδάχθηκα. Σελίδα από το «Αεροπλανάκι» του «πιλότου» Γιώργου Σιούνα. Από το 1981 που πρωτοεκδόθηκε η «Βαβέλ» υπό την ευθύνη της Νίκης Τζούδα, του Γιώργου Μπαζίνα και του Σταύρου Τσελεμέγκου, και στη συνέχεια από το 1985 που τις τύχες του περιοδικού ανέλαβαν ο Γιώργος Σιούνας και η Νίκη Τζούδα, ο Γιώργος έγραφε, μετέφραζε, επέλεγε κόμικς και πάνω απ’ όλα, συνέβαλλε καθοριστικά στο στίγμα του περιοδικού με τις πολιτικές του παρεμβάσεις και τα αφιερώματά του σε μεγάλα ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος. Τα κείμενά του ήταν πάντα πολυδιάστατα και «εκτός γραμμής», αφορώντας δύσκολα θέματα της εποχής όπως τη χρήση ευφορικών ουσιών, το AIDS κ.ά. Ήταν επίσης ένα από τα βασικότερα στελέχη του ιστορικού «Φεστιβάλ της Βαβέλ» που ξεκίνησε το 1996 και κάθε χρόνο συγκέντρωνε χιλιάδες επισκέπτες και αμέτρητους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Ο Γιώργος στις 23 Ιουλίου έφυγε από κοντά μας στα 71 του χρόνια. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τα υπέροχα κείμενά του, την ευρυμάθειά του, την αγάπη του για τα κόμικς και φυσικά, το γλυκύτατο χαμόγελο που πρόσφερε πάντα αφειδώς και χωρίς ανταλλάγματα. Και το σχετικό link...
  3. Ένα από τα πιο ρομαντικά και ακέραια πειράματα στο χώρο των ελληνικών περιοδικών. Kάθε φορά που η Βαβέλ αναφέρεται κάπου ή βλέπω ένα παλιό της εξώφυλλο στο ίντερνετ, συνειδητοποιώ την ιστορία που έχει γράψει. Δυσανάλογα επιδραστική, αν σκεφτείς ότι πρόκειται για ένα περιοδικό κόμικς. Βέβαια, τότε, στα μακρινά και ξεφτισμένα έιτις, το κόμιξ ήταν ο πολιορκητικός κριός των νέων πραγμάτων. Απελευθερωτικό, λαϊκό, τολμηρό και πολιτικό με έναν αλλιώτικο τρόπο. Στην Ελλάδα όμως ήταν κάτι ακόμα: έγινε ο πόλος έλξης των νέων παιδιών που ψαχνόντουσαν γενικώς και στο γερασμένο κόσμο των media εκείνης της εποχής δεν έβρισκαν καμία αντιστοιχία. Ακόμα κι εκείνοι που δεν κοβόντουσαν για τα κόμικς πήγαιναν στη Βαβέλ, έτσι όπως πας στην πηγή: να διαβάσουν τα μόνα κείμενα που μίλαγαν τη γλώσσα τους, να γίνουν μέρος μιας νέας ηθικής στάσης απέναντι στην κοινωνία που δεν είχε σκυφτό κεφάλι, αλλά ούτε και τον αρτηριοσκληρωτισμό της Αριστεράς. Αυτό οφειλόταν βασικά σε δύο πρόσωπα καλής στόφας: τη Νίκη Τζούδα και τον υπέροχο, ντροπαλό Γιώργο Σιούνα. Ελάχιστοι επέδειξαν μέσα στα χρόνια ακεραιότητα σαν τη δική τους και τέτοια αρχοντική απόσταση από το αρπακτικό ήθος που εξωθεί αγχωτικά τους «πρίγκιπες του αντεργκράουντ» να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν, να μεγαλώνουν μέχρι να γίνει κρέας η μούρη τους. Η Βαβέλ δεν ήθελε να μεγαλώσει. Μάλλον δεν ήθελε να μεγαλώσει με τους γνωστούς τρόπους της πιάτσας. Ανέκαθεν τη διέπνεε ένας ρομαντικός αέρας και εκείνο το άραγμα που χαρακτηρίζει τους ήσυχους ανθρώπους που τα 'χουν καλά με τον εαυτό τους. Άλλωστε, πάντα ήταν μέσα στα καλύτερα. Με τους καλύτερους. Κι ακόμα και σήμερα μπορεί και συγκεντρώνει στο φεστιβάλ της τα καλύτερα παιδιά της πόλης. Δεν το λέω ως σχήμα λόγου. Ο πυρήνας των φαν της Βαβέλ είναι ένας από τους καλύτερους. Δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή, διότι τώρα ζω καλύτερα. Μου λείπει όμως εκείνη η εφίδρωση που ήταν μαζί περιέργεια και λαχτάρα συμμετοχής όταν έπιανα το νέο τεύχος της Βαβέλ στα χέρια μου. Δημοσίευε τα τέλεια κόμικς του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Νένες ήταν απογειωτικός, ο Κούλας είχε αφηνιάσει μέσα στον πειραματισμό του γουορχολικού ποπ. Ήταν ένα πανηγύρι από ερεθίσματα που απλώς κανένας άλλος δεν έδινε τότε, μέχρι που ήρθε το Κλικ και ανέλαβε τη νέα εποχή εργολαβία. Επιτυχώς, δυστυχώς! Ομολογώ πως σήμερα δεν υπάρχουν περιοδικά ή εφημερίδες που επαναλαμβάνουν εκείνο το πράγμα. Ούτε μπορεί να επαναληφθεί. Τα νέα παιδιά δεν είναι διψασμένα και ζόρικα όπως παλιά: φτιάχνουν πια online τις κοινότητές τους, ξέρουν τα νέα πράγματα εν τη ψηφιακή γενέσει τους και τα media που διαβάζουν πάσχουν λίγο-πολύ από ένα είδος αυτάρεσκου αυτισμού. Η Βαβέλ αντέχει όλα αυτά τα χρόνια (με ζόρια) διότι ποτέ δεν μας ξενέρωσε. Είναι ο τίμιος μαλάκας της παρέας, που διάλεξε τη μικρή ευτυχία από τη μεγάλη αρπακτικότητα. Όλη η πόλη σκέφτεται τη Βαβέλ με τρυφερότητα, ως κάτι ακέραιο και έντιμο, που δεν την πρόδωσε όλα αυτά τα χρόνια. Γιώργο, Νίκη, Σταύρο, Παυλίνα (αγαπημένη ξενύχτισσα του λέτερινγκ), ανάμεσα σε γάτες, μυθικές πόλεις του Μπιλάλ, ρεμάλια του Reiser, υπεράνθρωπους του Τορνατόρε, κουμπιά του Μανάρα, φοξ τροτ στην άμμο του Λουστάλ, «Αεροπλανάκια», στίχους του Μπωντλαίρ πάνω από δυστοπικές μητροπόλεις, φιλιά, γυμνές γυναίκες με μεγάλα καπούλια και τα λεπτά, θανατόληπτα χάικου του Copi (που ήταν ο αγαπημένος μου), σας ευχαριστώ απ' την καρδιά μου για όλα όσα μου δώσατε. Εσείς είσαστε οι αληθινοί υπουργοί Πολιτισμού της γενιάς μου. Chapeau! Ευχαριστούμε τη Νίκη Τζούδα για την παραχώρηση των εξωφύλλων. Και το σχετικό link...
  4. Στο πλαίσιο της συνολικότερης αποτίμησης των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης θα πρέπει να ενταχθεί και η διαδρομή της «βαβέλ», του περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο, όπως επέμενε στον υπότιτλό του). Είναι κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε ούτως ή άλλως, πολύ περισσότερο τώρα, με την προχθεσινή ανακοίνωση της απώλειας του Γιώργου Σιούνα, ενός εκ των ιδρυτικών μελών του περιοδικού. Η «βαβέλ» κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος της τον Φεβρουάριο του 1981, όταν στη χώρα μας, αλλά και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία, άνοιγε ο δρόμος για κεντροαριστερές κυβερνήσεις (σοσιαλιστικές, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιες). Κατά την πολύχρονη πορεία του περιοδικού, που κράτησε μέχρι το 2008, εκδόθηκαν συνολικά 246 τεύχη, τα οποία πλέον θεωρούνται συλλεκτικά. Ίσως δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η πορεία της «βαβέλ» ξεκίνησε λίγο πριν η χώρα αλλάξει σελίδα, με τις εκλογές του 1981, και ολοκληρώθηκε το 2008, λίγο πριν η χώρα αλλάξει για ακόμα μία φορά σελίδα, εισερχόμενη σε μια δαιδαλώδη περιπέτεια από την οποία δεν έχει εξέλθει ακόμα, ούτε προβλέπεται να εξέλθει τις επόμενες δεκαετίες. Η απώλεια του Γιώργου Σιούνα επαναφέρει στο προσκήνιο τη «βαβέλ» και τον ιστορικό, καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας. Αυτό γιατί η «βαβέλ» δεν περιορίστηκε στη δημοσίευση εξαιρετικών, πρωτοποριακών και επιδραστικών κόμικς τα οποία συνδύαζαν το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα με τον πρωτοποριακό πειραματισμό, το πολυεπίπεδο περιεχόμενο με την προαγωγή ρηξικέλευθων και καινοτόμων προτάσεων. Δεν είναι μόνο ο έντονος πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός που αναδείκνυαν τα δημοσιεύματα του περιοδικού, είναι και ο ευρύς χώρος που παραχωρούσε σε θέματα φεμινισμού, διαφορετικότητας και συμπεριληπτικότητας, προβάλλοντας προδρομικά τους προβληματισμούς των αντίστοιχων κινημάτων που κυριαρχούσαν ή ξεκινούσαν εκείνη την εποχή στο κοινωνικό πεδίο· κινήματα όλα αυτά που εν πολλοίς η δική τους εξέλιξη διαμόρφωσε το σημερινό πεδίο. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΒΑΒΕΛ Η «βαβέλ» μαζί με άλλα περιοδικά της ίδιας περιόδου, όπως «ο πολίτης» και το «αντί» (άραγε, αποτελεί σύμπτωση ότι κανένα από αυτά τα τρία δεν είχε κεφαλαίους χαρακτήρες στον τίτλο του ή ότι και τα τρία κυκλοφόρησαν το τελευταίο τους τεύχος το 2008;), σηματοδότησαν μια ολόκληρη εποχή, αλλά και το τέλος της. Στα χρόνια που ακολούθησαν η έλλειψη περιοδικών του δικούς τους επιπέδου είναι εμφανής και αποτελεί σημείο των καιρών. Η έλλειψη αυτή καθίσταται εντονότερη αν αναλογιστούμε ότι η πλειονότητα των κειμένων που δημοσιεύονται πλέον στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο διακρίνονται από ρηχότητα, είναι υπερφίαλα και εξόφθαλμα στρατευμένα υπέρ της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν απηχούν ούτε προάγουν τις ανάγκες του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. * (Ph.D)2, καθηγητής Ιατρικής Φυσικής – Υπολογιστικής Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Και το σχετικό link...
  5. Γιώργος Σιούνας: Ένας αποχαιρετισμός στην ψυχή της «Βαβέλ». Το 1981 το μόνο που εννοούσαμε στην Αθήνα όταν λέγαμε «κόμικς» ήταν το περιοδικό Κολούμπρα, που όμως είχε ήδη σταματήσει να κυκλοφορεί σε μία αγορά που μόλις ετοιμαζόταν να γνωρίσει τη χρυσή εποχή των περιοδικών κόμικς «και όχι μόνο». Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς, το πρώτο εξώφυλλο της Βαβέλ, κατακόκκινο και απογειωμένο με το διαστημικό, ρομαντικό σκούτερ του Caza, έβαλε στη ζωή μας ένα περιοδικό κόμικς που θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Αγάπη και μόνο». Είχε όμως τελικά το «Και όχι μόνο» κατά το πρότυπο του ιταλικού περιοδικού Linus: Fumetti e non solo. Το «Και όχι μόνο» συμπλήρωνε την πολυγλωσσία που υπονοούσε και το όνομα Βαβέλ, σαν να έδινε κάλεσμα σε κάθε είδος διαλέκτου κόμικς να βρει καταφύγιο εκεί. Και κάπως έτσι έγινε, γιατί η Βαβέλ απογειώθηκε θριαμβευτικά και αγκάλιασε καθετί που συνέβαινε στην εναλλακτική Αθήνα και Ευρώπη: από σχεδιαστές, εικονογράφους, γραφίστες, εκδότες, fanzines, μουσική, κινηματογράφο, αρχιτεκτονική, μέχρι τα θρυλικά φεστιβάλ κόμικς που διοργάνωνε στην Τεχνόπολη (το πρώτο έγινε στη γκαλερί του αρχιτέκτονα Παύλου Κρέμου σε μία πάροδο της Μεσογείων στους Αμπελόκηπους…) για να τα φτάσει σε 14 συνολικά και να ανοίξει τον δρόμο στις μετέπειτα γιορτές κόμικς. Η Βαβέλ, αν και μηνιαίο περιοδικό, στους 324 μήνες κυκλοφορίας του εξέδωσε μόλις 246 τεύχη. Στην αρχή του περιοδικού, οι τρεις άνθρωποι που το έστησαν ήταν ο Σταύρος Τσελεμέγκος, ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη και γνώση για τα κόμικς, η τότε σύζυγός του Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας που αργότερα προχώρησε να εκδίδει το επίσης ιστορικό περιοδικό κόμικς Παρά Πέντε, όταν η αρχική ομάδα διαλύθηκε και ο τίτλος Βαβέλ έμεινε στη Νίκη Τζούδα. Ο Γιώργος Σιούνας μπήκε στη Βαβέλ το 1985 και έδωσε πραγματικά το δικό του στίγμα και ύφος και, νομίζω, έπαιξε ρόλο στην εξωστρέφεια του περιοδικού. Η Νίκη ήταν εκείνη που, λόγω σπουδών και σχέσης με την Ιταλία, γνώριζε όλους τους σπουδαίους σχεδιαστές κόμικς – τον Giuseppe Palumbo, τον Altan, τον Andrea Pazienza, τον Vittorio Giardino κ.α. με τους οποίους ακόμα και σήμερα έχει επικοινωνία. Ο Γιώργος έδινε το νεύρο και την μποέμικη διάθεση, την αίσθηση του «όλα θα γίνουν, αλλά κάτσε να τα πούμε λίγο». Είχα την τύχη και τη χαρά να βρεθώ κι εγώ, στα πρώτα μου βήματα, σε αυτή την παρέα της Βαβέλ που τελικά στέγασε όχι τα δικά μου σκίτσα αλλά τα δικά μου γραπτά και με οδήγησε σε άλλους δρόμους. Στη σημαντικότερη, τότε, περίοδο της ζωής μου, έκανα νέους φίλους-οικογἐνεια, τη Νίκη, τον Γιώργο αλλά και τον Σταύρο Κούλα, τον αστεράτο και ρηξικέλευθο γραφίστα που έδωσε μοναδική ταυτότητα στο περιοδικό και ποτέ δεν συμβιβάστηκε. Ήταν και ο Σταύρος γνήσιο τέκνο του πνεύματος της Βαβέλ, αυτό που χαρακτήριζε τον Γιώργο Σιούνα. Ο Γιώργος ήταν οδοντίατρος στο ΙΚΑ. Τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε πια επαφή. Ο ίδιος επέλεξε, λίγο πριν το κλείσιμο της Βαβέλ, να αποχωρήσει όχι μόνο από το περιοδικό αλλά και από όλη την «κοινότητά» του. Πήρε τη δική του πορεία αλλά έμεινε για πάντα ένας ήρωας κόμικς σαν αυτούς που με τόση σπουδή και λεπτομέρεια ανέλυε στα κείμενά του στο περιοδικό. Ο Γιώργος έγραφε αλλά κάθε κείμενο ήταν μία μικρή οδύσσεια όχι τόσο για εκείνον – αφού το απολάμβανε – όσο για τους άλλους που περίμεναν να κλείσει το τεύχος για να πάει για τύπωμα. Και για τον Νίκο Ξυδάκη που είχε την επιμέλεια των γραπτών – εκτός από τη στήλη του Ουκούν. Ευτυχώς, αυτό το casual στιλ ήταν και στο ύφος του περιοδικού και μάλιστα σε μία εποχή που όλα γίνονταν χειροκίνητα. Από την πληκτρολόγηση των κειμένων στη φωτοσύνθεση, μέχρι το lettering στα συννεφάκια των κόμικς με το απίστευτο χέρι της Παυλίνας Καλλίδου. Και όλα αυτά μέσα σε ένα απίστευτο χάος σε δύο δωμάτια του νεοκλασικού που στέγαζε τη Βαβέλ. Στη «φωλιά» πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ανάμεσα σε γάτες (κυριαρχούσε η Τσίντσια), φιλμ για το τυπογραφείο, τεύχη-επιστροφές, χειρόγραφα, ξεσκισμένες φωτοτυπίες γιατί ο Κούλας έκανε Xerox art, τσιγάρα, πολλά τσιγάρα και μία σόμπα που κυριαρχούσε στο κέντρο σαν τις παλιές του γερολαδά, ο Γιώργος περιφερόταν, έκανε κύκλους μιλώντας, αναπτύσσοντας θέματα και θεωρίες και συντάσσοντας έτσι και τα κείμενά του. Με ένα μποέμικο κασκόλ πάντα χαλαρά πεταμένο πάνω από τον ώμο του και ένα τσιγάρο στο χέρι του, στριφτό, τόσο μικρό και πάντα εκεί που αναρωτιόμουν αν του καίει τα δάχτυλα ή είναι απλώς ένα αξεσουάρ της σκέψης του που έκανε στροφές σε κάθε επιστητό. Εκτός από τις αναλύσεις του και την επισκόπηση όλης της διεθνούς σκηνής στα κόμικς, ο Γιώργος κρατούσε με επιτυχία και τη στήλη Αεροπλανάκι την οποία είχε ξεκινήσει στη Βαβέλ ο επίσης Ιταλοτραφής και κομίστας Βαγγέλης Περρής. Άλλωστε οι δυο τους, Βαγγέλης και Γιώργος, έγραφαν και στο περιοδικό του Ολυμπιακού αφού ο Γιώργος Σιούνας ήταν πρώτα Ολυμπιακός (και μετά ΠΠΣΠ, ΚΚΕ Μ-Λ, Μαοϊκός ένθερμος). Μάλιστα η στήλη του ονομαζόταν Vedo Rosso (Βλέπω κόκκινο ή είμαι στα κάγκελα). Τον Γιώργο Σιούνα δεν τον θυμάμαι συχνά «στα κάγκελα». Δηλαδή, ήταν σαν κουτάβι καλός, έπινε μόνο και μανιωδώς κόκα-κόλα, μερικές φορές ήταν αφηρημένος, ήταν ακίνδυνος και φίλος με όλους. Τον θυμάμαι με ένα μόνιμο υπομειδίαμα που άκουγε με τόση χαρά το camp χιούμορ που κάναμε με τον Κούλα, τον θυμάμαι να πηγαίνουμε στο Τζαζ Κλαμπ της Τσακάλωφ όταν τελειώναμε δουλειά στο περιοδικό. Τον θυμάμαι να τον έχουμε σύρει στα μπουζούκια στη Γιώτα Λύδια κάπου στο Γαλάτσι και να είναι ενθουσιασμένος. Το ταξίδι μας στη Μπιενάλε της Μπολόνια όπου παίξαμε αλύπητα μπιρίμπες, το ίδιο και στις διακοπές μας στη Ζάκυνθο. Τέσσερα άτομα δεν θέλαμε με τίποτα να μπούμε στο νερό, παρά μόνο να παίζουμε μπιρίμπες. Ήταν οι διακοπές που γέλασα περισσότερο στη ζωή μου. Γράφω αυτές τις γραμμές χωρίς να ξέρω πώς ακριβώς μπορώ και πρέπει να αποχαιρετίσω τον Γιώργο. Φαντάζομαι ότι είμαι σήμερα, τη μέρα που μάθαμε τον θάνατό του, στα γραφεία και στο βιβλιοπωλείο της Βαβέλ στη Ζωοδόχου Πηγής. Η έτερη Τζούδα, η Εύη, είναι στο ταμείο και κάθε τόσο βλέπουμε από τη σκάλα να ανεβαίνει άλλος ένας φίλος «για ένα γεια» και να πάρει το καινούργιο τεύχος της Βαβέλ. Αμέτρητοι φίλοι, όλη η πόλη. Από τον αξέχαστο Γιώργο Τζιώτζιο που σχεδόν παράλληλα με τη Βαβέλ ίδρυσε τις Νύχτες Πρεμιέρας στην Αθήνα, μέχρι τον uber-γραφίστα Δημήτρη Αρβανίτη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τους Last Drive, τον Διαμαντή Αϊδίνη, τη Μανίνα Ζουμπουλάκη, τον Φώτη Πεχλιβανίδη μας, τη Σταυρούλα και τον Φώτη μας, ραδιοφωνικούς παραγωγούς, εικονογράφους, όλη η Αθήνα, όλοι αυτοί που θα τους ονόμαζα Οικογένεια. Έτσι κάπως αποχαιρετώ τον Γιώργο Σιούνα. Σαν να είναι Σάββατο πρωί στα γραφεία της Βαβέλ. Και το σχετικό link...
  6. Πέθανε ο Γιώργος Σιούνας-Η ψυχή του θρυλικού περιοδικού «ΒΑΒΕΛ» Έγραψε την δική του ιστορία στον χώρο των εκδόσεων για 27 χρόνια. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΒΑΒΕΛ Έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Σιούνας εκ των ιδρυτών και η «ψυχή» της εμβληματικής «ΒΑΒΕΛ», ενός περιοδικού που έμεινε στην ιστορία των κόμικς και όχι μόνο. Την είδηση για τον θάνατο του Γιώργου Σιούνα έκανε γνωστή ο Έλληνας τραγουδοποιός Στάθης Δρογώσης. Η «ΒΑΒΕΛ» κυκλοφόρησε από τον Φεβρουάριο του 1981 έως τον Ιούνιο του 2008. Η ανάρτηση του Στάθη Δρογώση «Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή ο μυθικός Γιώργος Σιούνας. Ο ιδρυτής και η ψυχή του πιο σημαντικού ελληνικού εντύπου. Της Βαβέλ! Ένα περιοδικό που ήταν πάντα μπροστά από την εποχή του. Η Βαβέλ μας όρισε. Μας άνοιξε τους ορίζοντες! Αυτός ο άνθρωπος λόγω σεμνότητας έμεινε σχεδόν άγνωστος. Του χρωστάμε πολλά! Κουράγιο στην οικογένειά του και στην μικρή του κόρη. Θα μας κοροϊδεύει από το υπερπέραν μαζί με τους τεράστιους καλλλιτέχνες που μας σύστησε!». Πηγή: www.efsyn.gr, εδώ
  7. 50 χρόνια συμπληρώνονται από τότε που ο Altan φιλοτέχνησε τις πρώτες ιστορίες του Τρίνο, του παράξενου προλετάριου πλάστη του Σύμπαντος στις υπηρεσίες ενός αργόσχολου και κυνικού μάνατζερ. O Francesco Tulio Altan θεωρείται, όχι άδικα, ένας από τους θρύλους των ιταλικών κόμικς. Ο Colombo, μια οπορτουνιστική αποικιοκρατική εκδοχή του Χριστόφορου Κολόμβου, η φιλάρεσκη τυχοδιώκτρια Ada, ο φιλόσοφος βιομηχανικός εργάτης Τσιπούτι και πολλοί ακόμα χαρακτήρες των κόμικς και των γελοιογραφιών του φιλοξενήθηκαν στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά περιοδικά από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα οι ιστορίες του δημοσιεύονταν από τη δεκαετία του 1980 στο περιοδικό «Βαβέλ», σε έξοχες μεταφράσεις της Νίκης Τζούδα και του Γιώργου Σιούνα και με το μοναδικό λέτερινγκ της Παυλίνας Καλλίδου. Πάντα με κυνισμό και φαρμακερές ατάκες ο Altan σχολίασε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση με ένα ιδιότυπο, πικρό χιούμορ που δεν προκαλεί δυνατό γέλιο, αλλά καρφώνεται στο μυαλό. Ιδιαίτερα από τότε που εισήγαγε στα κόμικς του την πατέντα του εκτός καρέ σχολιασμού, ωσάν ο ίδιος ο δημιουργός να παρατηρεί την ιστορία και να κρίνει τις πράξεις των πρωταγωνιστών του, το όνομά του έγινε συνώνυμο του σαρκασμού. Η τεράστια καριέρα του είχε βέβαια ξεκινήσει πολύ διαφορετικά, από τα παιδικά κόμικς και τον κινηματογράφο, αλλά απογειώθηκε όταν το 1974 στο εμβληματικό περιοδικό «Linus» ξεκίνησε τη σειρά Τρίνο (εκδόσεις Ars Longa, μετάφραση: Πέτρος Λεκαπηνός, λέτερινγκ: Εύα Ματσούκα). Με ένα ανορθόδοξο σενάριο και με αδιάκοπους ειρωνικούς διαλόγους μεταξύ δύο χαρακτήρων που στέκονται σχεδόν πάντα αντικριστά, σαν ακίνητοι, φέρνοντας στον νου τα κόμικς του Copi αλλά και του Feiffer, ο Altan δημιούργησε μια σειρά που σήμερα θεωρείται καλτ. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μιχαηλίδης σε άρθρο του στο περιοδικό «Πολύφιλος» για την καλλιτεχνική συγγένεια του Altan με τον Feiffer: «Η αφήγηση του Feiffer στηρίζεται περισσότερο στις συνομιλίες και στις ατάκες δύο πρωταγωνιστών και λιγότερο στην αφήγηση που επιτυγχάνεται μέσω της παράστασης. Οι εικόνες είναι σαν μια επαναλαμβανόμενη σταθερή σκηνή που εμφανίζει δύο άτομα που μιλάνε, με τις μικρές παραλλαγές, που αφορούν τις χειρονομίες και τους μορφασμούς τους. Η ανάπτυξη της σελίδας είναι συμβατική, δηλαδή εξελίσσεται παρατακτικά, χωρίς όμως καρέ και βάθος. Το έργο Τρίνο αναπτύσσεται με την παραπάνω μορφή: το σχέδιο είναι απλουστευμένο και στηρίζεται επίσης στους διαλόγους και τις ατάκες των χαρακτήρων. Έχει ως πρωταγωνιστή έναν αδέξιο αγχωμένο θεό, τον Τρίνο, που καταγίνεται με τη δημιουργία του κόσμου. Ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με μια ευτραφή φιγούρα, συχνά με τσιγάρο, που εμφανίζεται ως ανώτερη και εντολέας του. Είναι ένα είδος μάνατζερ που τον επιβλέπει στις εργασίες, αλλά ουσιαστικά είναι αυτός που καθορίζει το ηθικό υπόβαθρο της γένεσης. Για παράδειγμα, όταν ο μάνατζερ-εντολέας ακούει ότι ο Τρίνο θα ταΐζει τα ζώα που με δυσκολίες δημιούργησε με μπισκότα, ψωμί και μαρμελάδα, του απαντά: Ξύπνα! Βάλτα να φαγώνονται μεταξύ τους!». Αυτή είναι και η μεγάλη ιδιαιτερότητα του Τρίνο. Ως πρωταγωνιστή δεν έχει ούτε κάποιον αρρενωπό ήρωα, ούτε κάποιον βασανισμένο μεσήλικα σε κρίση ταυτότητας, αλλά έναν θεό (με θήτα μικρό) με ένα τριγωνικό φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του που αναλαμβάνει απρόθυμα να δημιουργήσει τον κόσμο κατ’ εντολή ενός βαριεστημένου, μονίμως καθιστού και γυμνού τύπου που ηδονίζεται να επιπλήττει τον υφιστάμενό του. Οι διάλογοι μεταξύ των δύο είναι εξοργιστικά αδιέξοδοι με τον «μάνατζερ» να έχει παράλογες απαιτήσεις και τον Τρίνο να προσπαθεί να ανταποκριθεί, αλλά να μην τα καταφέρνει με συνέπεια να δέχεται σφοδρή κριτική για τις αναποτελεσματικές μεθόδους του μέχρι που αρχίζει να ξεγελά το «αφεντικό» του για να ξεγλιστρήσει. Και κάποτε, συνειδητοποιώντας την κενότητα και τη ματαιότητα των πράξεών του αλλά και την τυχαιότητα των επιλογών του, αρχίζει να πειραματίζεται και να το διασκεδάζει μέχρι να ακούσει τη φωνή του «ιδιοκτήτη» της Πλάσης που ως αυστηρός εργοδότης τον επαναφέρει στην τάξη. Σ’ αυτό το μοτίβο απολαυστικοί είναι οι θεολογικού τύπου διάλογοι ως προς τη θεϊκή υπόσταση και την τριαδικότητα του Τρίνο, ως προς τη μορφή των πλασμάτων που δημιουργεί με αποκορύφωμα την κότα, τη ζέβρα και τη χελώνα και κυρίως ως προς την προσπάθεια του «αφεντικού», το οποίο προκύπτει πως έχει και αυτό «προϊστάμενο», να πείσει τον «υπάλληλό» του πως πρέπει με τη σειρά του να πείσει τον κόσμο ότι υπάρχει! Κι αφού ο απελπισμένος Τρίνο δυσκολεύεται ακόμα κι ο ίδιος να πιστέψει την ύπαρξη του εαυτού του και την αναγκαιότητα του ρόλου του, το αφεντικό τον κατακεραυνώνει: «Εγώ σας πληρώνω, άρα υπάρχετε». Με αυτή την ασεβή ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου και με διάχυτη, τουλάχιστον σεναριακά, σουρεαλιστική διάθεση ο Francesco Tulio Altan ξεκίνησε τη μεγάλη διαδρομή του στον χώρο των ενήλικων κόμικς πριν από 50 χρόνια. Αν λάβουμε υπόψη τον κόσμο που ζούμε βέβαια, η εκδοχή του δεν είναι περισσότερο σουρεαλιστική συγκριτικά με αυτή των επίσημων θρησκειών όλου του κόσμου. Και το σχετικό link...
  8. Ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του υπερήρωα Στηβ Μπρίζα και του «πατέρα» του Μιχάλη Μιχαήλ. Ο Μιχάλης Μιχαήλ δεν μένει πια εδώ. Έζησε γρήγορα, πέθανε νέος κι ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του ήρωά του Στηβ Μπρίζα. Ο σούπερ ήρωας Στηβ Μπρίζας μπορεί και πετάει πάνω από την πόλη. Σαρκαστικός, κυνικός αλλά και βαθιά ρομαντικός, το ηλεκτροφόρο και διπολικό παιδί του Μιχάλη Μιχαήλ, που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, προικίστηκε από τον «μπαμπά του» με υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Με αποθέματα αδρεναλίνης αλλά και ευαισθησίας, χρησιμοποιώντας τα καλώδια της ΔΕΗ που ταΐζουν το είναι του με ισχύ και την Αθήνα με ενέργεια, ο Στηβ Μπρίζας έδρασε τη δεκαετία του ’80, αλλάζοντας γειτονιές και πίστες και παρατηρώντας την επέκταση και την εξέλιξη της Αθήνας, που ξεδιπλωνόταν κάτω από το πέταγμά του. Εκφράζοντας τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής περιόδου – ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, αλλά και… ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια(;) – κατά τη διάρκεια της άγριας δεκαετίας του 1980, ο Μιχάλης Μιχαήλ με την τέχνη του, συμπίλημα ζωγραφικής και κόμιξ, διαφήμισης, σινεμά, κινουμένων σχεδίων, ποπ κουλτούρας, ποίησης και λογοτεχνίας, έγινε ο ευαίσθητος δέκτης αλλά και ο ισχυρός πομπός. Το συναπάντημά του με τον αναγνώστη μέσα από τα τεύχη του περιοδικού Βαβέλ, με το οποίο συνεργαζόταν ακόμα και σήμερα, προκαλεί ρίγη αναμνήσεων. Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα, μερικές μπρίζες δρόμος Λειτουργώντας σαν το ημερολόγιο μιας ολόκληρης γενιάς που κινούνταν στην Αθήνα του τότε, πολύ διαφορετική αλλά και με πολλά κοινά με τη σημερινή, ο Μιχαήλ κατέγραψε τις μέρες και τις νύχτες της, τις νίκες και τις ήττες της. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του (έσβησε πολύ νέος στα τριάντα του, το 1987), το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη επανασυστήνει στο κοινό τον καλλιτέχνη που ακούσια, όπως λέει η μία εκ των δύο επιμελητριών της έκθεσης, Ντόρα Βυζοβίτη, έγινε ένας από τους καθοδηγητές της γενιάς της. «Ή, καλύτερα, της ομάδας εκείνης της γενιάς του ’80 στην οποία ανήκα. Μιας γενιάς που έψαχνε τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις της μέσα από την ποπ κουλτούρα, την εναλλακτική ποίηση, τον πρωτοποριακό κινηματογράφο, την επιστημονική φαντασία, την punk και τη new wave μουσική. Μιας γενιάς που σύχναζε στην Αρετούσα, στο Mad, στο Point, στο Snowball και στο Wittowski. Μιας γενιάς που συναντιόταν στις συναυλίες στο ΡΟΔΟΝ, και στριμωχνόταν στις εκθέσεις, στα φεστιβάλ, στα βιβλιοπωλεία και στις μεταμεσονύκτιες προβολές στο Άλφαβιλ. Μιας μαυρόασπρης γενιάς που έψαχνε την ιδεολογία και τη θέση της με έναν περιθωριακό-μοναχικό τρόπο. Της γενιάς της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, του ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ και πάνω από όλα της ΒΑΒΕΛ. Μιας γενιάς που έκανε το δικό της “Υπαρξηκόπημα”, για να κλέψω ένα σύνθημα από graffiti που διάβασα πρόσφατα σε κάποιον τοίχο στα Εξάρχεια». Ποιος ήταν ο Μιχάλης Μιχαήλ και πόσα έκανε μέχρι να «σβήσει»… Γεννημένος το 1957 στο Ζαΐρ, μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμενε στην οδό Κλεομένους στο Κολωνάκι και το διάστημα 1979-1981 σπούδασε γραφικές τέχνες (Institut St. Luc – Ecole Supérieure des Arts Plastiques), οπτική επικοινωνία και διαφήμιση (Academie Royale des Beaux Arts – Βρυξέλλες), φωτογραφία (I.N.R.C.I.), τεχνική προσχεδίων Layout (C.A.D.) και χαρακτική (Atelier Somvile). Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Moi et les Autres, εργάσθηκε ως art director στις διαφημιστικές εταιρίες Ikon και First και συνεργάσθηκε με τα περιοδικά Ένα, Ταχυδρόμος και Playboy. Το 1979, βαθιά επηρεασμένος από το αμερικανικό και, κυρίως, το ευρωπαϊκό κόμικς, δημοσίευσε το πρώτο του έργο στο τελευταίο τεύχος του ελληνικού περιοδικού κόμικς Κολούμπρα. Από το 1985 έως το 1987 δημοσίευσε στο κορυφαίο περιοδικό κόμικς Βαβέλ με τεράστια επιτυχία. Το 1986 συμμετείχε στον τομέα των κόμικς στην Εικαστική δράση ΙΙ Καλλιδρόμιο στο πλαίσιο της Biennale νέων Μεσογείου. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σκίτσου και αφίσας και παρουσίασε τα ζωγραφικά του έργα στη γκαλερί «Συν». Το 1987 (29 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου) η Βαβέλ οργάνωσε στον πολυχώρο τέχνης «Εύμαρος» την πρώτη Διεθνή Έκθεση Κόμικς με τίτλο «Ο κόσμος των κόμικς και όχι μόνο». Συμμετείχαν σημαντικοί ξένοι δημιουργοί και οι περισσότεροι από τους Έλληνες. Το 1988 στον Εύμαρο, μετά τον θάνατό του, με την άοκνη φροντίδα της μητέρας του Στέλλας και του στενού φίλου και συνεργάτη του, σεναριογράφου Σταύρου Βιδάλη, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάσθηκε όλο το φάσμα της εικαστικής έκφρασης του δημιουργού. Το 1992 κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη μονογραφία με σχεδόν ολόκληρη την καλλιτεχνική παραγωγή του από τη διαφήμιση, την εικονογραφία, τη ζωγραφική και τα κόμικς, και κείμενα των εγκυρότερων Ελλήνων ιστορικών και κριτικών τέχνης, της Αθηνάς Σχινά, της Ντόρας Ηλιοπούλου-Ρογκάν και του Χάρη Καμπουρίδη. Η παρουσίαση του αφιερωματικού τόμου συνοδεία έκθεσης έγινε στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, ενώ την ίδια χρονιά η ελληνική συμμετοχή στην Biennale νέων καλλιτεχνών στην Μπολόνια ήταν αφιερωμένη σε εκείνον. Στην μπρίζα με τον Στηβ Μπρίζα Εκτός από τον Spider-Man, που τον μπρίφαρε περί της ζωής («Στηβ, η ζωή δεν είναι πάντα χαρούμενη»), ακόμη ένας μεγάλος, μελαγχολικός και ρομαντικός, ο Ρίλκε, καθόρισε την αισθηματική αγωγή του Μιχάλη Μιχαήλ και κατ’ επέκταση του παιδιού του, Στηβ. Στο αρχείο του υπάρχει το χειρόγραφο κατατοπιστικό σημείωμα-drive για την τέχνη του: «Κάποιος, μου φαίνεται ο Ρίλκε, είπε πως τέχνη σημαίνει αναζήτηση της αλήθειας. Πώς γίνεται αυτή; Απάντηση: καταναλώνοντας ενέργεια. Ενέργεια=Δράσις=Ζωή. Δράση υπάρχει μόνο στη ζωή. Άρα τέχνη είναι η ζωή, η ζωή μας, ό,τι ζει τριγύρω μας και ό,τι ζει μαζί μας». «Την τελευταία στιγμή, μωρό μου, θα υπάρχει πάντα ένας ήρωας» είναι άλλο ένα από τα μότο του Στηβ Μπρίζα, καθώς σώζει την καλή του και πετούν ελεύθεροι πάνω από την ασπρόμαυρη Αθήνα. Γιατί «μπαμπάς» και «γιος» αυτό κάνουν: Πετούν πάνω από τη φωτεινή λεωφόρο Συγγρού ή τα αφώτιστα και επικίνδυνα μονοπάτια στα πέριξ του Μενιδίου και του Ταύρου, μια και ίδια με σήμερα, η Αθήνα της δεκαετίας του 1980 αλλού είναι φωτεινή κι αλλού υποφωτισμένη. Παρατηρήστε τους πίνακές του και δείτε πώς ο Μιχαήλ χρησιμοποιεί το κοντράστ ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, όπως φυσικά και το χρώμα όπου χρειάζεται, για να αναδείξει τα σκοτάδια και τις αντιφάσεις της. Παρά και πέρα από την κατά τόπους λαμπρότητα των γυαλιστερών επιγραφών, από το Κολωνάκι ως την Κυψέλη και από το Παγκράτι μέχρι τη Βικτώρια, μέσα από αντιθέσεις, τα αστικά δίπολα σε εύθραυστη ισορροπία (φαντασμαγορία και παρακμή, εγκατάλειψη και τρυφερότητα, βία και φως, θόρυβος και σιωπή) συνοδοιπορούν σε όλες τις περιπέτειες του Στηβ Μπρίζα. Συστήνοντάς μας ήρωες και αντιήρωες των δρόμων, θύτες και θύματα, ο Μιχαήλ τους σεβόταν όλους το ίδιο και τους αντιμετώπιζε με το ίδιο αξιακό μέτρο. Εξ ου και ο «διπολικός» Στηβ, παιδί προέκταση της πόλης, κινείται με ψυχισμούς που διαπερνούν και τη φωτεινή και τη μαύρη πλευρά της αθηναϊκής Σελήνης, ένα χάρτινο αγόρι που χρησιμοποιεί ως ιστό του την ηλεκτρική καλωδίωση της Αθήνας, ένας μοναχικός και μόνος Greek Spider-Man – περιπλανώνενος καουμπόι που θέλει να συνδεθεί με όλους, μπαίνοντας στην μπρίζα! «Στη φαρέτρα του Μιχαήλ, εκτός από το σπάνιο ταλέντο, συνυπήρχαν η επιστημονική γνώση και η διαφήμιση, η επικοινωνία και η γνώση της ποπ κουλτούρας. Τα εκφραστικά του μέσα, κυρίως τα εικονοφραστικά, μπορούσαν να αποδώσουν αλλά και να αποδομήσουν, να αντιπολιτευθούν την πλαστή, πλαστική, γυαλιστερή αναπαράσταση μιας καταναλωτικής ευφορίας που στοίχειωνε τη γενιά του και τον ίδιο, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Η εκ των επιμελητριών της έκθεσης Ντόρα Βυζοβίτη πιστεύει πως «ο Μιχάλης Μιχαήλ έδωσε σάρκα και οστά στα φαντάσματα της τεχνοκρατούμενης, της αποστερημένης ιδεολογίας της εποχής του, κατέγραψε τα μυστήριά της επιλέγοντας να αφήσει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Και κάνοντας το δικό του “υπαρξηκόπημα” (λέξη-δάνειο από τα graffiti που τόσο αγαπούσε) μας άφησε μόνους με το έργο του, αναχωρώντας στα 30 του χρόνια. Υπαρξισμός, ηλεκτρισμός, δράση, πτήση, έφοδος στον ουρανό: η έκθεσή του, στον δεύτερο όροφο στο φουαγιέ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια υπέρτατη ευκαιρία για να συνδεθείτε με τον Στηβ Μπρίζα και να πετάξετε άφοβα μαζί του, από καλώδιο σε καλώδιο, παντού πάνω από την πόλη». Περισσότερα για την έκθεση του Μιχάλη Μιχαήλ στο City Guide της Athens Voice. Και το σχετικό link...
  9. Στη μνήμη του γελοιογράφου Αρχέλαου Αντώναρου, τρεις προσωπικότητες που τον γνώρισαν από κοντά γράφουν γι’ αυτόν. Ο Αρχέλαος Αντώναρος στο γραφείο του Ο Αρχέλαος Αντώναρος, γνωστός και ως Αρχέλαος, ήταν ταλαντούχος σκιτσογράφος που με τη ζωντανή καρτουνίστικη γραμμή του και το κοινωνικοπολιτικό χιούμορ του ξεχώρισε στη μεταπολεμική ελληνική γελοιογραφία. Από τον Απρίλιο του 1998 που μας άφησε πέρασαν 25 χρόνια. Ένα παιδί που γεννήθηκε τότε είναι πλέον 25 χρόνων νέος, ακόμα ένας πιθανόν άνεργος και αγχωμένος πτυχιούχος μέσα στην αβεβαιότητα του σήμερα. Στις επόμενες σειρές γράφουν για αυτόν τρεις προσωπικότητες που γνώρισαν το έργο του και τον ίδιο: ο γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος), ο εικαστικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας της «Ιστορίας της Ελληνικής Γελοιογραφίας» Δημήτρης Σαπρανίδης, και ο πολιτικός, δημοσιογράφος και γιος τού Αρχέλαου, Ευάγγελος Αντώναρος. Soloup «Τον ένιωθα κάτι σαν τον… γελοιογραφικό μου παππού» Ήταν μια ξεχωριστή φιγούρα στον χώρο της γελοιογραφίας ο Αρχέλαος. Με παχιά, αστεριξίστικα μουστάκια, εκτός από τα χαμόγελα και τα γέλια των αναγνωστών, προκαλούσε και την αγάπη, τον θαυμασμό τον ίδιων των συναδέλφων του. Φαρδιά μουστάκια που όμως δεν κατάφερναν να κρύψουν το πλατύ του χαμόγελο. Αντίθετα το τόνιζαν, το μεγάλωναν. Είχα τη μεγάλη χαρά στα σκιτσογραφικά μου ξεκινήματα να γνωρίσω τον «διάσημο γελοιογράφο» Αρχέλαο αλλά και να νιώσω τη ζεστασιά που μετέδιδε ως άνθρωπος. Τον ένιωθα κάτι σαν τον… γελοιογραφικό μου παππού. Εκείνος με σύστησε στους άλλους μεγάλους σκιτσογράφους της γενιάς του που θαύμαζα. Τον Μπόστ, τον Μητρόπουλο, τον Κυρ… Με καλούσε ως νεαρό σκιτσακούδι στις εκθέσεις, στις μαζώξεις της Λέσχης Γελοιογράφων που ήταν και πρόεδρος, μα και στο σπίτι του στην Καλλιθέα. Εκεί με τράταρε με καρτούλες και σκιτσάκια αλλά και με κάποια από τα όμορφα ζωγραφιστά του βότσαλα που είχε τοποθετημένα σ’ ένα καλάθι πάνω στο γραφείο του. Από τότε, σαν ευχή, σαν «γούρι», ως δείγμα ήθους και ύφους, το έχω πάντα κοντά στο δικό μου σχεδιαστήριο. Καθημερινή παρουσία στα πενήντα εκατοστά απ’ την καρέκλα μου. Βότσαλο ζωγραφισμένο από τον Αρχέλαο, δώρο στον Soloup (από τη συλλογή του Soloup) Ήταν κορυφαίος, μαζί με τον Χριστοδούλου, εκείνης της θεματικής φόρμας που θα την περιγράφαμε ως «κοινωνική» γελοιογραφία. Είχε τον δικό του, καλόκαρδα σαρκαστικό τρόπο να αναδείξει το αστείο στην καθημερινότητα των Ελλήνων στον «Θησαυρό», στο «Ρομάντζο» ή και σε άλλα έντυπα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Υπήρξε όμως το ίδιο πολιτικοποιημένος και ευαίσθητος, όχι μόνο ως ΤΟΤ στον «Ριζοσπάστη», αλλά ως το τέλος του στην «Αθηναϊκή» και παραδόξως στη «Βαβέλ». Εξώφυλλο του άλμπουμ του Αρχέλαου «Βαρελόφρονες», των εκδόσεων Βαβέλ Ναι, τον θαύμαζα ως σκιτσογράφο. Ένιωθα δέος με όλους αυτούς τους μεγάλους της γενιάς του. Όμως αυτό που μου έμεινε ήταν και το ανθρώπινο της επαφής του. Η ζεστασιά, η φροντίδα, το χιούμορ στις συναναστροφές του. Και πώς αλλιώς, αφού, εκτός των άλλων είχα και μια εμπειρία ζωής από τον Αρχέλαο. Όταν βρισκόμουν «αβυσματίας» δυσμενώς στον στρατό, μακριά από τους δικούς μου και έχοντας φύγει με μετάθεση από την αγαπημένη μου Λέσβο, έμαθε ο Αρχέλαος από τη μητέρα μου τις μαύρες μου πλερέζες. Ανέλαβε λοιπόν αμέσως δράση χωρίς να του ζητήσει κανείς κάτι τέτοιο. Έβαλε σ’ έναν φάκελο το βιβλιαράκι του «Γέλα καρδιά μου γέλα» που μόλις είχε κυκλοφορήσει, φυσικά με ιδιαίτερη αφιέρωση για να μου… ακμαιώσει το ηθικό. Όμως το έκανε με τον δικό του τρόπο, υπογράφοντας τον φάκελο ως «Αρχέλαος Γελοιογράφος» (για να το «δουν») και με ξεχωριστό γράμμα για τον διοικητή του τάγματος! Απ’ ό,τι μου είπε αργότερα, για να μάθουν οι αξιωματικοί πως έχω τη γνωριμία του και πως είμαι κι εγώ «σπουδαίος» σκιτσογράφος, να με προσέχουν και να μη με βασανίζουν. Τέτοια μεγάλη καρδιά, ο Αρχέλαος. Πιο μεγάλη απ’ τη χαμογελάρα που δεν κατάφερναν να κρύψουν τα μουστάκια του. Δημήτρης Σαπρανίδης «Είχε δικό του γελοιογραφικό χαρακτήρα στο σκίτσο» Τον Αρχέλαο τον κατατάσσω με τους πρώτους μεταπολεμικούς γελοιογράφους της Ελλάδας. Ήταν ο μεγαλύτερος και ο πρώτος που δούλεψε στον «Ριζοσπάστη» ως γελοιογράφος. Ο «Ριζοσπάστης» την εποχή του Εμφυλίου ήταν φυτώριο, δεν ήταν απλώς μια εφημερίδα. Μέσα εκεί μεγάλωσαν γελοιογράφοι, λογοτέχνες, ήταν λαμπρή εποχή του πνεύματος. Ο Κώστας Μητρόπουλος μου είχε πει πως γνώρισε τον Αρχέλαο στον «Ριζοσπάστη», όπου εκεί έδωσε τα πρώτα του σκίτσα και τον εγκρίναν, καθώς αυτός που ιδιαίτερα ξεχώρισε το ταλέντο του ήταν ο Αρχέλαος. Μετά τον Εμφύλιο οι γελοιογράφοι πέρασαν στον αστικό Τύπο όπου «τους άλλαξαν» τα γούστα και, επί εποχής Παπάγου και Τσαλδάρη, η πολιτική γελοιογραφία τους άρχισε να γίνεται τυπική, μια μεταπολεμική γελοιογραφία που δεν έγινε καθαρά πολιτική. Ο Αρχέλαος, μαζί με τον (Βασίλη) Χριστοδούλου, δημιούργησαν έναν τύπο που ήταν πολύ επίκαιρος, τον μεθύστακα και τους «Βαρελόφρονες». Ήταν ως άνθρωπος χιουμορίστας. Όλοι αυτοί οι γελοιογράφοι ήταν χιουμορίστες ως άνθρωποι. Έλεγαν αστεία στην καθημερινότητά τους, άλλα κρύα και άλλα ζεστά, και έπιναν πολύ κρασί. Οι τύποι που χρησιμοποιούσαν στις γελοιογραφίες τους, οι «Βαρελόφρονες», ήταν από προσωπικά τους βιώματα. Γενικά ο Αρχέλαος είχε ένα χιουμοριστικό σκίτσο το οποίο είχε μια εξέλιξη. Ήταν αυτόνομος και δεν έγινε ούτε κέντρο μίμησης από άλλους γιατί είχε δικό του γελοιογραφικό χαρακτήρα στο σκίτσο. Ευάγγελος Αντώναρος «Έβλεπε τη ζωή από την ευχάριστη πλευρά κι ας είχε κάτι το αδιόρατα μελαγχολικό» Είναι δύσκολο να γράψεις για κάποιο γνωστό πρόσωπο που ήταν πατέρας σου. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να γράψεις όταν αυτό το πρόσωπο ήταν, αποδεδειγμένα, ευρύτατα αγαπητός. Μιλάω για τον Αρχέλαο που μεσουράνησε ως σκιτσογράφος από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τη δεκαετία του ‘90 κι έφυγε από τη ζωή πρόωρα πριν από 25 χρόνια τον Απρίλη του 1998, τέτοιες μέρες. «Μεγάλο παιδί» τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του. Άκακος ήταν. Αλλά όχι ανυποψίαστος. Ήταν πολιτικοποιημένος από τα φοιτητικά του χρόνια. Αμετακίνητος δημοκράτης με προοδευτικές για τα χρόνια του αντιλήψεις. Έβλεπε τη ζωή από την ευχάριστη πλευρά κι ας είχε κάτι το αδιόρατα μελαγχολικό στα γκριζογάλανα μάτια του. Ας είχε περάσει όχι και τόσο εύκολα παιδικά χρόνια στην αγαπημένη του Σαλονίκη. Οι συνάδελφοί του εκτιμούσαν όχι μόνο την ανυστερόβουλη συμπεριφορά του, αλλά και την ενθάρρυνση που έδινε σε πραγματικά ταλαντούχους νέους οι οποίοι ονειρεύονταν να μπουν σε αυτόν τον δύσκολο και πολύ ανταγωνιστικό χώρο. Ίσως γι’ αυτό τον είχαν εκλέξει επανειλημμένα «Πρόεδρο» στη Λέσχη τους. Γελοιογραφικό αυτοπορτρέτο του Αρχέλαου Κάποιοι νομίζουν πως οι σκιτσογράφοι είναι πάντα μέσα στην καλή χαρά γιατί με τις δημιουργίες τους κάνουν τους αναγνώστες να γελούν. Μεγάλο λάθος. Συνήθως κουβαλάνε μέσα τους μια μελαγχολία, έναν σκεπτικισμό κι έχουν ένα ιδιότυπο κοφτό χιούμορ. Βλέπουν πράγματα, χαρακτηριστικά και ιδιότητες στους άλλους και την κοινωνία που ο μέσος άνθρωπος δεν διακρίνει ή, πολύ συχνά, προσπερνά. Έτσι ήταν κι ο Αρχέλαος. Άνθρωπος της παρέας μεν, αλλά και με δόσεις εσωστρέφειας. Δεν του άρεσαν οι λεκτικές περιπλοκάδες. Ζωγράφιζε με το θείο δώρο που είχε «όπως έβλεπε». Κι όταν μια ηθοποιός, νούμερο ένα της εποχής της, του παραπονέθηκε πως σ’ ένα σκίτσο της είχε αποδώσει ένα χαρακτηριστικό του προσώπου της που εκείνη θαρρούσε πως την αδικούσε, της απάντησε: «Μα αυτό είναι το σήμα κατατεθέν σου που σε κάνει αγαπητή στον κόσμο». Και δεν την ξαναζωγράφισε. Όχι γιατί θύμωσε. Σπάνια άλλωστε τον είχα δει θυμωμένο – μερικές φορές με μένα (κι είχε δίκιο!). Όπως έλεγε η σύζυγός του και μητέρα μας Γεωργία: «Όταν κατεβάζει τα μουστάκια του, φεύγουμε από το δωμάτιο». Εκείνος δούλευε συνήθως στο γραφειάκι της μονοκατοικίας στην οδό Φορνέζη στην Καλλιθέα, όπου έζησε. Κάθε φορά που πάω να δω την 98χρονη μάνα μου, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Είναι σαν να τον βλέπω ακόμη καθισμένο εκεί, έχοντας μπροστά τα πινέλα του. Τον χώρο τον έχουμε διατηρήσει όπως ήταν τη μέρα που μας είπε αντίο. Με τους τοίχους βαμμένους σε αιγαιοπελαγίτικο μπλε που εκείνος είχε διαλέξει. Και το σχετικό link...
  10. Καλησπέρα, Καλησπέρα στην κοινότητα. Είμαι ο Μάρκος που είχα κάποτε το comicart. Κάνω ένα μεταπτυχιακό και στα πλαίσια λοιπόν μίας έρευνας για την εκπόνηση εργασίας εξαμήνου ψάχνω την συνέντευξη που είχε δώσει ο Γιάννης Καλαιτζής στον Χρήστο Ξανθάκη και που είχε δημοσιευθεί στην Βαβέλ. Μήπως την έχει κάποιος σκαναρισμένη ώστε να τη διαβάσω;
  11. Ο Γερμανός κομίστας έφτιαξε μια queer ιστορία του Λούκυ Λουκ και μιλά στην ATHENS VOICE με αφορμή τον μήνα του Pride. Πριν λίγα χρόνια, το 2016 συγκεκριμένα, ο φτωχός και μόνος καουμπόι των κόμικς, o Λούκυ Λουκ, συμπλήρωσε 70 χρόνια παρουσίας στις πολύχρωμες σελίδες και, για να γιορτάσει την επέτειο, η γαλλική εταιρία που έχει και τα δικαιώματα του ήρωα έδωσε τη δυνατότητα σε μερικούς φημισμένους Γάλλους και Γερμανούς κομίστες να δημιουργήσουν ιστορίες του θρυλικού καουμπόι με τη δική τους ματιά. Είδαμε παρωδίες των κλισέ του ήρωα, σκοτεινές και πιο hard boiled εκδοχές, για να φτάσουμε σε μια ιστορία, Choco-boys αποδόθηκε στα γαλλικά, όπου ο Λούκυ Λουκ αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα. Δεν πρόκειται για μια γκέι απεικόνιση του Λούκυ Λουκ, όχι, αλλά για μια ιστορία που περιγράφει πλήρως την queer εμπειρία, την queer πλευρά της ζωής. Υπεύθυνος για την ιστορία αυτή, την ελληνική έκδοση της οποίας αναμένουμε – εκτός απροόπτου – εντός του 2022, είναι ο περίφημος Γερμανός κομίστας Ραλφ Κένιγκ (Ralf König). Ο Λούκυ Λουκ από τον Ralf König Ο Κένινγκ έκανε come-out ως γκέι άντρας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και δημοσιεύει κόμικς γεμάτα (γκέι) σεξουαλικότητα πάνω από σαράντα χρόνια ήδη, με τεράστια επιτυχία. Έχει μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσσες, έχει πουλήσει πάνω από επτά εκατομμύρια αντίτυπα και αρκετά κόμικς του έχουν διασκευαστεί και μεταφερθεί στον κινηματογράφο, με πρώτο το «The most Desired Man» (1994) (κινηματογραφική μεταφορά των κόμικς του «Der bewegte Mann» και «Pretty Baby» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Βαβέλ» τχ. 203-209) που αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στην ιστορία του γερμανόφωνου κινηματογράφου με box office μεγαλύτερο από σαράντα εκατομμύρια ευρώ. Στην Ελλάδα τον μάθαμε από το περιοδικό κόμικς «Βαβέλ», όπου δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες πολλά κόμικς του όπως τα «Pretty Baby», «Beach Boys» και «Λυσιστράτη», αλλά και από τα αυτοτελή κόμικς που κυκλοφόρησαν, την «Καπότα δολοφόνο» που έγινε και ταινία, και το «Τρελές αδελφές». Στην ιστορία του Λούκυ Λουκ που έφτιαξε, ο γνωστός μας κουμπόι χρειάζεται διακοπές από τις γνωστές περιπέτειές του, μια ευκαιρία να χαλαρώσει και να είναι ο εαυτός του. Και είναι αρκετά διαφορετικός απ’ ότι συνήθως: πιο στρογγυλεμένος και – για πρώτη φορά – χωρίς μπλούζα. Πιάνει δουλειά βόσκοντας αγελάδες, οι οποίες παράγουν το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των νόστιμων βελγικών σοκολάτων. Το γάλα θα μεταφερθεί στο Hershey ώστε να ανακατευτεί με το πρόσφατα ανακαλυφθέν κακάο και να γίνει σοκολάτα. Κάπου εκεί ξεκινά και η κωμωδία, ή μάλλον η παρωδία του «Brokeback Mountain», καθώς ο Λουκ συναντά δύο καουμπόηδες και προσπαθεί να τους βοηθήσει να βρουν την αγάπη. Πώς όμως έφτασε ο 62χρονος σήμερα Κένιγκ να σχεδιάσει αυτή την ιστορία του Λούκυ Λουκ; Το εξώφυλλο του κόμικ με την queer ιστορία του Λούκυ Λουκ από τον Ralf König Πώς έγινε η queer friendly ιστορία του Λούκυ Λουκ Όπως μου λέει ο Ραλφ Κένιγκ στη συνέντευξη που μου παραχώρησε, η σχέση του με τον Λούκυ Λουκ ξεκινά από την παιδική του ηλικία. «Ήμουν έξι ετών όταν η μητέρα μου μού έδωσε την “Καλάμιτι Τζέιν”, το πρώτο κόμικς του Λούκυ Λουκ που έπιασα στα χέρια μου. Ως παιδί αντιλαμβανόμουν ότι ήταν σπουδαίο, χωρίς να κατανοώ πολλά. Σήμερα καταλαβαίνω την πραγματική γοητεία του μελανιού στο χαρτί των ιστοριών του Λούκυ Λουκ. Οι γραμμές είναι αυθόρμητες αλλά τέλειες. Από τη στάση του σώματος των χαρακτήρων και τις προοπτικές μέχρι τα αβάν γκαρντ χρώματα, όλα είναι τέλεια. Ο Μορίς ήταν ένας πολύ σπουδαίος κομίστας». «Το πώς κατέληξα να φτιάξω αυτήν την ιστορία του Λούκυ Λουκ είναι μια άλλη ιστορία. Είχα μια πολύ επιτυχημένη βραδιά ανάγνωσης των κόμικς μου στη Ζυρίχη της Ελβετίας και μετά το πέρας της εκδήλωσης μου έκαναν δώρο ένα κουτί με υψηλής ποιότητας ελβετικές σοκολάτες. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ πότε και πώς η σοκολάτα έφτασε στην Άγρια Δύση. Επίσης πάντα ήθελα να φτιάξω μια παρωδία της ταινίας “Το μυστικό του Brokeback Mountain”. Αυτές ήταν οι αρχικές ιδέες πίσω από το “Choco Boys”. Είχα δει τα επετειακά τεύχη του ήρωα και ανέφερα την ιδέα στον εκδότη μου, ο οποίος ενθουσιάστηκε και αμέσως έκανε ότι μπορούσε για να συμβεί». Η queer ιστορία του Λούκυ Λουκ από τον Ralf König Το «Λούκυ Λουκ», όπως και τα περισσότερα γαλλοβελγικά κόμικς της περιόδου που πρωτοκυκλοφόρησε, είναι γεμάτα στερεοτυπικές απεικονίσεις των ανθρώπων. Και αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που υπηρετούν άριστα την κωμωδία τους. Τον ρωτάω πως ένιωσε που έπρεπε να εισάγει το θέμα της ομοφυλοφιλίας στο context ενός κόμικς όπως ο Λούκυ Λουκ. Η απάντησή του είναι εντελώς αυθόρμητη. «Αυτός ήταν ο όρος μου για να γίνει το πρότζεκτ. Χωρίς έναν γκέι καουμπόι απλά δεν θα με ενδιέφερε να το κάνω. Οι Γάλλοι κάτοχοι των δικαιωμάτων του Λούκυ Λουκ όρισαν ρητά ότι ο ίδιος ο Λουκ θα έπρεπε να μην είναι γκέι και να μην καπνίζει. Δεν είχα πρόβλημα με το πρώτο, δεν θα έβγαζε νόημα ένας καουμπόι που είναι στρέιτ εδώ και 75 χρόνια να γίνει ξαφνικά γκέι, το δεύτερο κομμάτι που αφορούσε το κάπνισμα ήταν κάπως ατυχία. Αντιλαμβάνομαι το πρόβλημα, αλλά ήταν ήδη κολασμένα σέξι με τα αποτσίγαρα από τα στριφτά του». Για τις κινηματογραφικές μεταφορές των κόμικς του έχει ανάμεικτα συναισθήματα. «Χρωστάω πολλά στην ταινία “The most Desired Man” καθώς ήταν τεράστια εισπρακτική επιτυχία στη Γερμανία. Αλλά δεν μου άρεσε καμία από τις άλλες τέσσερις ταινίες που έγιναν μέχρι σήμερα. Είναι ένα πολύ διαφορετικό προϊόν, ένα πολύ διαφορετικό μέσο με ηθοποιούς, φωτογραφία και σκηνοθεσία με τα οποία δεν μπορώ να ανακατευτώ και πολύ πια. Αυτό ενδεχομένως να άλλαζε με μια ταινία κινουμένων σχεδίων. Υπάρχουν πλάνα αυτή την περίοδο να ξεκινήσει η παραγωγή μιας σειράς κινουμένων σχεδίων βασισμένη στα κόμικς “Konrad and Paul”. Αλλά αυτά παίρνουν πολύ καιρό μέχρι να υλοποιηθούν. Ενδεχομένως όταν είναι έτοιμο εγώ να είμαι ήδη 80 ετών», λέει γελώντας. Ραλφ Κένιγκ: μια καριέρα σαράντα ετών γεμάτων κόμικς Το 2020 συμπλήρωσε αισίως σαράντα χρόνια πορείας στον χώρο των κόμικς. Η καριέρα του είναι χωρίς αμφιβολία ζηλευτή. Εκατομμύρια πωλήσεις, μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, ταινίες και τώρα Λούκυ Λουκ. Για όλα αυτά νιώθει, όπως μου λέει, «βαθιά ευγνώμων. Είχα τη δυνατότητα να κάνω το πάθος μου για τα κόμικς επάγγελμα και για περισσότερα από σαράντα χρόνια να ζω από αυτό. Σήμερα έχω ένα ράφι στη βιβλιοθήκη μου μήκους ενάμισι μέτρου γεμάτο με εκδόσεις των κόμικς μου. Τι άλλο μπορώ να κάνω από το να απολαύσω τη στιγμή; Δεν χρειάζεται να αποδείξω τίποτα και σε κανέναν πια. Είναι πολύ cool. Δεν σκέφτομαι να σταματήσω. Η συνταξιοδότηση μοιάζει πολύ αφηρημένο πράγμα στο δικό μου μυαλό. Θα σχεδιάζω μέχρι το πενάκι να πέσει από τα χέρια μου ή στερέψω από ιστορίες. Από την άλλη, κάτι θα μείνει πίσω… Στο Βερολίνο υπάρχει ένα μεγάλο αρχείο με τα πρωτότυπα σχέδιά μου, πιστεύω όμως ότι η ανθρωπότητα θα έχει στο μέλλον πολύ πιο σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει από το να ασχολείται με τα γκέι κόμικς». Κοιτώντας πίσω σε αυτή την καριέρα που απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες του ζητάω να ανακαλέσει το πιο χαρμόσυνο και το πιο δυσάρεστο περιστατικό. «Αγαπητέ μου Γιάννη, θα πρέπει να το σκεφτώ πάρα πολύ αυτό μετά από σαράντα χρόνια πορείας». Τον αφήνω να σκεφτεί. «Ήμουν πραγματικά χαρούμενος την πρώτη φορά που υπέγραφα κόμικς μου σε αναγνώστες σε ένα γκέι βιβλιοπωλείο στο Βερολίνο, αρχές του 1980. Είχε πάρα πολύ κόσμο εκείνη τη βραδιά, το κατάστημα ήταν γεμάτο ανθρώπους που ήταν χαρούμενοι με τα μικρά σκίτσα που έφτιαχνα στα αντίτυπά τους. Το πιο δυσάρεστο πράγμα που έχω ζήσει ήταν όταν ξέσπασε η κρίση του AIDS. Υπήρχε τόσος φόβος και τόσα αγόρια πέθαιναν γεμάτα αγωνία. Το πιο όμορφο πράγμα, ο έρωτας, είχε λάβει πολύ σκοτεινή όψη. Ήταν φρικτή περίοδος. Δεν μπορούσα να αντιδράσω τότε σε όλο αυτό που συνέβαινε, δεν μπορούσα να το μεταβολίσω. Όταν πέθανε ένας πολύ κοντινός, ένας πολύτιμος φίλος που είχα, μπόρεσα να κοιτάξω κατάματα την κατάσταση και έφτιαξα την ιστορία “Super paradise”η οποία λαμβάνει χώρα στη Μύκονο». Ακτιβισμός και γκέι κόμικς Όλα τα κόμικς του Ραλφ είναι γεμάτα γκέι έρωτα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ο Tom of Finland of Germany. Τα γκέι θέματα είναι τα θέματά του και για πολλούς αυτό θεωρείται έμπρακτος γκέι ακτιβισμός. Ο ίδιος όμως δεν θεωρεί τον εαυτό του ακτιβιστή. «Το βλέπω ως κάτι λιγότερο εξωτικό. Είμαι γκέι και είμαι κομίστας, αυτό είναι όλο. Δεν νιώθω πως κάνω ακτιβισμό, είμαι υπεύθυνος μονάχα για την τέχνη μου. Εντούτοις είμαι πολύ χαρούμενος όταν οι αναγνώστες μου λένε ανά τα χρόνια ότι νιώθουν πιο ανοιχτόμυαλοι λόγω των ιστοριών μου, είτε είναι στρέιτ είτε γκέι. Μέλημά μου είναι πάνω απ’ όλα ο κόσμος να διασκεδάζει και συνάμα αγαπώ πολύ το σεξ και οτιδήποτε ντροπιαστικό ή “δύσκολο” το αφορά. (γέλια) Είμαι πάνω από εξήντα ετών πλέον και δεν έχω σταματήσει να αγαπώ το σεξ. Πιθανώς θα έπρεπε να με προβληματίζει αυτό και να το ψάξω ίσως και λίγο. Για την ώρα προτιμώ όμως να φτιάχνω απλά φανταστικά κόμικς». Είναι χαρούμενος με την πρόοδο της κοινωνίας σε ό,τι αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ θέματα όλα αυτά τα χρόνια. «Στη Γερμανία τουλάχιστον, πολλά πράγματα έχουν καλυτερέψει και οι άνθρωποι παντρεύονται και τεκνοθετούν. Είναι υπέροχο όλο αυτό αν αναλογιστείς πώς ήταν η κατάσταση το ’80 που ξεκίνησα να σκιτσάρω. Τότε, ό,τι σχετιζόταν με τους γκέι ήταν ταμπού, στο περιθώριο της κοινωνίας. Θεωρούμασταν απόβλητοι. Αλλά όλες αυτές οι ελευθερίες που με κόπο κατακτήθηκαν πάντα απειλούνται από ακροδεξιούς, θρησκόληπτους και κάθε λογής οπισθοδρομικούς. Όταν σκέφτομαι το τι συμβαίνει στη Ρωσία τρομάζω», μου λέει και η συζήτηση προχωράει στο κατά πόσο η τέχνη μπορεί να αλλάξει τις αντιλήψεις της κοινωνίας στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Είμαι πεσιμιστής σχετικά με αυτό. Δεν πιστεύω ότι η τέχνη αλλάζει τα πράγματα προς το καλύτερο σε βάθος χρόνου. Μπορείς να έχεις σε κάθε περίπτωση καθαρές προθέσεις. Οι άνθρωποι που απεχθάνονται τους γκέι, τις λεσβίες, τα τρανς άτομα, δεν θα αλλάξουν γνώμη λόγω των κόμικς. Δεν τα διαβάζουν καν». Για τον Ραλφ Κένιγκ το Pride, το οποίο γιορτάζουμε αυτόν τον μήνα, εξακολουθεί να έχει σημασία. «Είναι πολύ σημαντικό για τα νεαρά queer άτομα να νιώσουν ότι δεν είναι μόνα τους. Πολλοί έρχονται για αυτό από την επαρχία και βιώνουν το μεγάλο, πολύχρωμο, συμπεριληπτικό πάρτι μια φορά τον χρόνο. Είτε είναι διαδήλωση, είτε απλά ένα ιβέντ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Μου χάρισε απλόχερα αυτοπεποίθηση όταν τη χρειάστηκα στο παρελθόν, όταν ένιωσα ανασφαλής στα νιάτα μου. Η αυτοπεποίθηση στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είναι απολύτως αναγκαία, οι δυσκολίες που βιώνουν τα νεαρά άτομα στο πατρικό τους είναι πιθανώς ακόμα και σήμερα σκληρές». Και το σχετικό link...
  12. Σύνθεση εξωφύλλου: Σταύρος Κούλας Η ιστορία που ακολουθεί, προεκτείνει, με την παρουσία κάποιων ηρώων, τη «Γιορτή των Αθανάτων», άλμπουμ που ήδη κυκλοφορεί… Θα ξαναβρούμε κυρίως τον Αλσιντ Νικοπόλ, στο Παρίσι πάντα, δύο χρόνια μετά την είσοδό του στο ψυχιατρικό κέντρο Σαιν - Σωνέρ… Η πολιτική κατάσταση στην πόλη είναι χωρίς ενδιαφέρον και η σημερινή ημερομηνία, η 22 Φεβρουαρίου 2025.* Μια πόλη σε τρία επίπεδα. Μια πυραμίδα που πετάει πάνω από την πόλη. Ένας πληθυσμός μεταλλαγμένων ανθρώπων από μια άλλη διάσταση. Ένας θεός με κεφάλι γερακιού. Ο Χόρους είναι καταδικασμένος σε θάνατο από τους συντρόφους του. Ζητά προθεσμία επτά ημερών και ψάχνει τη λύτρωση στην Τζιλ Μπιοσκόπ, μια γυναίκα περίεργη, μια θεά με μπλε μαλλιά και που όταν κλαίει τα δάκρυά της είναι μπλε. Η Τζιλ καταφεύγει συχνά στα χάπια H.L.V. που έχουν την ιδιότητα να σβήνουν τη μνήμη και τα συναισθήματα και να αυξάνουν τα συγκινησιακά σοκ. Ο Χόρους πρέπει να την αποπλανήσει, αλλά χρειάζεται να κατοικήσει σ’ ένα ζωντανό ανθρώπινο σώμα. Το βρίσκει στον Νικοπόλ, έναν πολιτικό κρατούμενο που καταδικάστηκε επειδή γνώριζε πολλά για το πολιτικό καθεστώς. Οι τρεις ήρωες συνδέονται με έναν τρόπο περίεργο, σε μια διασταύρωση από φωνές, σώματα και μνήμες. Το άλμπουμ συνοδεύεται από μια τετρασέλιδη έκδοση της εφημερίδας Liberation με ημερομηνία Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 1993. Ο ρόλος της είναι να συμπληρώσει την ανάγνωση της «Γυναίκας παγίδας», επεξηγώντας ορισμένα σημεία που, ηθελημένα, αφέθηκαν σκοτεινά. Ο Enki Bilal είναι ένας κομίστας μ' ένα εξαιρετικό δικό του προσωπικό στιλ, όπως κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του. «Η Γυναίκα Παγίδα» εκδόθηκε το 1986 από την Dargaud éditeur στην Γαλλία και οι κριτικές ομόφωνα την χαρακτήρισαν αριστούργημα. Το 2003 σκηνοθετεί τη «Γυναίκα Παγίδα» για τον κινηματογράφο σε μια γαλλική παραγωγή και όπως ήταν αναμενόμενο βάζει λίγο από την υφή των κόμικς του στους ήρωες της ταινίας του. Από τεχνολογική πλευρά το εγχείρημα του Enki Bilal είναι άψογο. Τρισδιάστατη ψηφιακή εικονογράφηση και φιγούρες που μοιάζουν πραγματικά να βγήκαν από κόμικ. Η ταινία κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Immortel» με τους Λίντα Χάρνεϊ, Τόμας Κρέτσμαν, Σαρλότ Ράμπλινγκ κ.α. Το φιλμ προβλήθηκε στην Γαλλία στις 24 Μαρτίου 2004. * Έτσι ξεκινάει «Η Γυναίκα Παγίδα» Bedetheque
  13. Μετά από επτά φεστιβάλ και δύο βραβεία, προβάλλεται στους κινηματογράφους Ανδόρα και Άστορ από σήμερα το ντοκιμαντέρ για την ιστορία του θρυλικού περιοδικού. Τον Φλεβάρη του 1981 εμφανίζεται στα περίπτερα η «τρέλα» της Νίκης και της Εύης Τζούδα. Η «τρέλα» μιας δημιουργικής παρέας: το πρώτο τεύχος «Βαβέλ – Περιοδικό Κόμικς (και όχι μόνο)». Τιμή, δρχ. 60. Οι διηγήσεις των ανθρώπων που την έζησαν εικονογραφούν τη διαδρομή του θρυλικού περιοδικού και του φεστιβάλ του στο φιλμ «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη». Ένα ντοκιμαντέρ για ένα περιοδικό κόμικς – και όχι μόνο. Θα προλάβει να φέρει το ελληνικό κοινό κοντά στα ενήλικα κόμικς, να καλλιεργήσει μια ουσιαστική σχέση με την «Ένατη Τέχνη», να συστήσει την εναλλακτική κουλτούρα, να πληροφορήσει για τις ευρύτερες σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις, να φιλοξενήσει στις σελίδες του και να φέρει στην Ελλάδα μερικούς από τους διεθνώς σημαντικότερους κομίστες, να δώσει το πρώτο βήμα σε μια νέα και ταλαντούχα γενιά Ελλήνων δημιουργών. Τελικά, να σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή. Η «Βαβέλ» θα προλάβει να αποδείξει ότι η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η επίμονη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της πολυφωνίας, η αισθητική σύμπνοια και η πίστη σε μια ιδέα είναι τα απαραίτητα συστατικά για την υλοποίηση μιας «τρέλας». Με τη «ματιά» του δημιουργού Η ιδέα για το νέο αυτό κινηματογραφικό πόνημα γεννήθηκε στο μυαλό του Μελέτη Μοίρα σχεδόν ταυτόχρονα με το ντοκιμαντέρ του για τον – πάλαι ποτέ – JazzFm της δεκαετίας του 1990, τον σταθμό του οποίου υπήρξε μέλος και μουσικός παραγωγός. Από τα χρόνια που ήταν φαντάρος, η «Βαβέλ» συνυπήρχε στις αισθητικές του επιλογές. «Η ‘Βαβέλ’ με διαμόρφωσε αισθητικά. Με δίδαξε εικαστικά, μουσική, φωτογραφία και βέβαια την ‘9η Τέχνη’ των κόμικς που χωρούσε στις σελίδες της» λέει συγκινημένος. Στη διάρκεια της έρευνάς του για τη συγκέντρωση του απαραίτητου οπτικού υλικού για το ντοκιμαντέρ βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τη συλλογή των τευχών της «Βαβέλ» – πάνω από 200 από τα συνολικά 246 που εκδόθηκαν – που βρίσκεται στην κατοχή του. Ο Μελέτης Μοίρας είχε παρακολουθήσει όλα τα νέα αισθητικά ρεύματα που έφερνε ο χρόνος στην πορεία της «9ης Τέχνης», των ενήλικων κόμικς. «Αισθανόμουν ότι η 'Βαβέλ' όλο και βελτιωνόταν και με κέρδιζε όλο και περισσότερο!» Με τον ίδιο τρόπο που δημιούργησε τα «Διαμάντια στον ουρανό της νύχτας» για τον JazzFM – το ντοκιμαντέρ που εντυπωσίασε πριν από δύο χρόνια στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης –, ο Μελέτης Μοίρας επέλεξε να τιμήσει την παρέα της «Βαβέλ» για τα όσα μας προσέφερε. Η «Βαβέλ» έσβησε, δεν «έκλεισε», έπειτα από 246 τεύχη αλλά και 14 φεστιβάλ-γιορτές «Βαβέλ» στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. * «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη». Από τις 18.11 στους κινηματογράφους Ανδόρα και Άστορ. Μαζί θα προβάλλεται και η μικρού μήκους ταινία του Μελέτη Μοίρα με τίτλο «Silence». Σενάριο και σκηνοθεσία: Μελέτης Μοίρας Κάμερες: Κώστας Καπερνάρος, Χρήστος Τόλης, Εύη Τσάδαρη, Γιάννης Καπερνάρος Film Editing & Colour Grading: Μιχάλης Καλλίγερης Μουσική: Βασίλης Μαντζούκης / Cello: Νίκος Παπαϊωάννου / Mix: Χρήστος Παραπαγίδης Sound Design: Σωτήρης Λάσκαρης / Open Studio Illustrator: Σώτος Ανάγνος, Νατάσα Πολύζου Φωτογραφίες: François L’ Hotel Poster: Σταύρος Κούλας, Σώτος Ανάγνος Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο «Η τελική λήθη/Δε Φάιναλ Θολούθιον» του Κωστάκη Ανάν. Απαγγελία από τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Φωτογραφικό αρχείο: Κώστας Κουτσαφτίκης Αρχείο βίντεο: Μιχάλης Ασθενίδης Παραγωγός Εταιρεία: World Sound Και το σχετικό link...
  14. Το 1982 κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το κόμικς «When the wind blows» (Όταν φυσάει ο άνεμος) του Ρέιμοντ Μπριγκς (ελληνική έκδοση από το περιοδικό «Βαβέλ», 1987). Το κόμικς μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο υπό μορφή κινουμένων σχεδίων από τον Τζίμι Μουρακάμι το 1986, με μουσική από τους Ρότζερ Γουότερς (των Πινκ Φλόιντ), Ντέιβιντ Μπάουι, το συγκρότημα Τζένεσις κ.ά. Η πλοκή του έργου σχετίζεται με ένα τυπικό, απλοϊκό ζευγάρι ηλικιωμένων Άγγλων (Χίλντα και Τζέιμς), ένα πολύ δεμένο και αγαπημένο ανδρόγυνο που απολαμβάνει την ήσυχη ζωή των συνταξιούχων στη βρετανική ύπαιθρο. Ξαφνικά ανακοινώνεται ότι επίκειται μαζική επίθεση με χρήση πυρηνικών όπλων προερχόμενων από την (τότε) Σοβιετική Ένωση. Το ζευγάρι, με έντονα τα βιώματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και στα μέτρα που αυτή θα λάβει για την αντιμετώπιση του νέου κινδύνου. Όμως, ο μαζικός πυρηνικός πόλεμος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό όχι μόνο από αυτό που έχουν βιώσει, αλλά και από αυτό που μπορούν να φανταστούν. Ο Τζέιμς, ακολουθώντας τις οδηγίες των φυλλαδίων των βρετανικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1950 «Protect and Survive» (Προστάτευσε και Επιβίωσε) κατασκευάζει ένα πρόχειρο πυρηνικό καταφύγιο εκ των ενόντων, με όποια υλικά μπορεί να χρησιμοποιήσει από το σπίτι. Το ζευγάρι κλείνεται στο αυτοσχέδιο αυτό καταφύγιο, έχοντας προμήθειες για λίγες μέρες. Προνοούν μάλιστα να μη φορούν ρούχα με σκούρα χρώματα, γνωρίζοντας ότι στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι τα σκουρόχρωμα σχέδια των ενδυμάτων απορροφούσαν περισσότερο τη ραδιενεργό ακτινοβολία και εντυπώνονταν πάνω στο δέρμα. Οι βόμβες πέφτουν, τα πάντα καταστρέφονται. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό, τηλέφωνο, ηλεκτρικό. Διάχυτη είναι μια οσμή καμένου κρέατος, που το ζευγάρι δεν αντιλαμβάνεται ότι προέρχεται από τα πτώματα των καμένων γειτόνων τους. Ωστόσο, σύντομα θα αρχίσουν να εμφανίζουν τα συμπτώματα της ασθένειας της ακτινοβολίας: κόπωση, ζαλάδες, έμετος, διάρροια, αιμορραγία στα ούλα, έντονη τριχόπτωση. Στο τέλος, καλύπτουν τα πρόσωπά τους με χαρτοσακούλες· απομένουν στο σκοτάδι χωρίς καμία ελπίδα. Όλο αυτό το διάστημα φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής που έχει συμβεί, ενώ δεν παραλείπουν κάθε τόσο να εκφράζουν την άποψη ότι σίγουρα υπάρχει κρατικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ότι όπου να ’ναι καταφτάνει η κρατική βοήθεια. Σβήστε τα φώτα, κλείστε τα κλιματιστικά, μη μαγειρεύετε για μερικές μέρες – αυτές ήταν οι βασικές οδηγίες που ακούστηκαν επίσημα και δημόσια προς τους πολίτες, εν όψει του καύσωνα που κατακαίει τη χώρα. Ίσως να είπαν και για χαρτοσακούλες και χρήση ανοιχτόχρωμων ενδυμάτων. Είπαμε: κυβέρνηση χωρίς σχέδιο. Τα μόνα σχέδια, όσα «γράφουν» στο δέρμα. * (Ph.D.)2, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Φυσικής - Υπολογιστικής Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Και το σχετικό link...
  15. Όλα τα θεατρικά του ιδιαίτερου Αργεντίνου συγγραφέα και κομίστα Copi μεταφράζονται στα ελληνικά από τον Νεκτάριο-Γεώργιο Κωνσταντινίδη στις εκδόσεις Άπαρσις. Ο Χρήστος Παρίδης μας συστήνει έναν σπουδαίο, αλλά σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα άνθρωπο του θεάτρου, των τεχνών και του ακτιβισμού. Ο Copi, που το όνομα με το οποίο γεννήθηκε ήταν Raúl Damonte Botana. «Copi» δεν είναι παρά το υποκοριστικό του copo de nieve που στα ισπανικά σημαίνει «νιφάδα χιονιού». Το ψευδώνυμο που επέλεξε ο Ραούλ Νταμόντε Μποτάνα όταν ξεκινούσε το 1964 την καριέρα του ως bande dessinateur, δηλαδή κομίστας για τα περιοδικά «Twenty» και «Bizarre», μια ασχολία του που αγαπούσε πολύ και είχε πρωτοξεκινήσει στα 16 του για τη σατιρική εφημερίδα «Tia Vicenta» στο Μοντεβίδεο. Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1939 στο Μπουένος Άιρες. Οι πολιτικές δραστηριότητες του πατέρα του, διευθυντή εφημερίδας και ορκισμένου αντι-περονιστή, ταξίδεψαν την οικογένεια από την Ουρουγουάη και την Αϊτή μέχρι τη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος ο Copi, αφού έκανε μια πρώτη απόπειρα να σκηνοθετήσει την πρώτη του παράσταση το 1962 στην Αργεντινή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, σε ένα πιο πρόσφορο έδαφος, ώστε να κυνηγήσει το πάθος του για το θέατρο. Καθώς τα γαλλικά του πρόδιδαν μια ξενική προφορά, αποφάσισε να βιοποριστεί κάνοντας κόμικς. Έγινε γνωστός από την πρώτη σχεδόν στιγμή, όταν τον ανακάλυψε ο Σερζ Λαφορί της «Nouvel Observateur» και χάρη στην «Καθιστή Γυναίκα» που επινόησε, μια κυρία με μεγάλη μύτη και κατσαρά μαλλιά, ασάλευτη σαν μια άλλη Πυθία που μονολογούσε ή διαλογιζόταν με ένα πνεύμα. Παράλληλα συνεργαζόταν και με τα περιοδικά «Hara-kiri» και «Charlie Hebdo», όπου οι ακραίες φιγούρες του με τον αιχμηρό και σουρεαλιστικό λόγο και την ανάλογη θεματολογία, αντίστοιχα του είδους του θεάτρου που μετά από λίγο καιρό παρουσίασε στο παριζιάνικο κοινό, τον έκαναν εξαιρετικά δημοφιλή. Ο ίδιος ο Copi υποδύεται θεατρικούς χαρακτήρες του Με μια μνημειώδη ερμηνεία στις Δούλες του Ζαν Ζενέ εξελίσσεται κι ο ίδιος σε έναν άλλο Ζενέ, με έργα στα οποία κυριαρχούν ο θάνατος, η σχέση εξουσίας-εξουσιαζόμενου, που όμως συνεχώς ανατρέπεται, και ως εκ τούτου ο αλληλοσπαραγμός, ο εξευτελισμός, το παράλογο της ανθρώπινης συμπεριφοράς in extremis και η αστική υποκρισία. Οι χαρακτήρες του περιφέρονται προσποιούμενοι, σε μια κοινωνία εκλεπτυσμένη, με έναν κώδικα αριστοκρατικών τελετουργιών όπου λέγονται τα πλέον αποτροπιαστικά, παραλυτικά και απρόσμενα πράγματα! Οι ανθρώπινες αυτές υπάρξεις, βγαλμένες από την κόλαση που ο Copi είτε αποκωδικοποίησε από τον μεγαλοαστικό του background είτε ανέσυρε από τις καταβυθίσεις του στην άγρια παρισινή νύχτα, αιωρούνται μεταξύ του θεάτρου του παραλόγου και της τραγωδίας. Aλλοπρόσαλλες κι απελπισμένες τραγικομωδίες, όπου το τρομακτικό μας αδιέξοδο απέναντι στο τέλος, η αγωνία του ίδιου ίσως να το ξορκίσει και η μοναξιά οδηγούν τους χαρακτήρες τους στα μεγαλύτερα εγκλήματα, άλλοτε στον οικείο τους μικρόκοσμο άλλοτε ως εξουσία απέναντι στις μάζες. Ο Copi, ενταγμένος στην ομάδα ομοφυλόφιλων συντακτών της «Nouvel Observateur» ως μέλος του Front homosexuel d' action revolutionnaire – Μέτωπο ομοφυλόφιλης επαναστατικής δράσης, αμφιταλαντεύοταν μεταξύ της μαοϊστικής άκρας αριστεράς και των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Οι χαρακτήρες του είναι βγαλμένοι από από τον μεγαλοαστικό του background είτε από τις καταβυθίσεις του στην άγρια παρισινή νύχτα. Είχε την τύχη τα θεατρικά του κείμενα να τα αναλάβει από την αρχή ο συμπατριώτης του και γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης Χόρχε Λαβελλί. Με την πρώτη κιόλας παράσταση του Saint Genevieve dans sa baignoire (Η Αγία Γενεβιέβη στο λουτρό) το 1966 έκανε μεγάλη αίσθηση και τα χρόνια που ακολούθησαν η συγγραφική δραστηριότητα του Copi κάλυψε όλα τα είδη: νουβέλα, μυθιστόρημα, μονόπρακτο, δίπρακτο, μονόλογος. Ο ίδιος έπαιξε το ρόλο της τραβεστί στο L' homosexuel ou la difficulte de s' exprimer (Ο ομοφυλόφιλος ή η δυσκολία της έκφρασης), ενώ ως Loretta Strong έκανε τη γαλλική αβανγκάρντ να παραληρεί μαζί του. Στο έργο που αφιέρωσε στην Εύα Περόν και πρωτοανέβασε ο εραστής του Αλφρέντο Αρίας στο Theatre de l' Epee de Bois και λίγο μετά στο Μπουένος Άιρες – όπου ο θίασος δέχτηκε τρομερούς τραμπουκισμούς και απειλές από τους περονιστές –, η Εβίτα απομυθοποιείται εντελώς. Μια γυναίκα εγκλωβισμένη στον μύθο που έχτισε η ίδια, απ' όπου προσπαθεί να ξεφύγει, σκηνοθετώντας τον θάνατό της και την απόδρασή της από την προεδρία και τη χώρα. Ο Copi καταφέρνει, με τον παραμορφωτικό καθρέπτη που βάζει μπροστά στην κοινωνία των ανθρώπων, να καταγράφει τις πλέον ακραίες εκφάνσεις τους και δραματοποιώντας τες να πετυχαίνει ένα είδος θεάτρου που παραπέμπει στη μεγάλη παράδοση του σουρεαλισμού και του παραλόγου. Η ευφάνταστη πορεία του συνεχίστηκε καθ' όλη τη δεκαετία του '70 με έργα όπως Les escaliers du Sacre-Coeur (Τα σκαλιά της Σακρ Κερ), La tour de la defence, Cachafaz, L'ombre de Venceslao. Με το La nuit de madame Lucienne (Η νύχτα της κυρίας Λουσιέν) το1985, σε σκηνοθεσία του Λαβελλί και με πρωταγωνίστρια τη σημαντική Γαλλίδα ηθοποιό Μαρία Καζαρές, έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ της Αβινιόν, ενώ με το Une visite inopportune (Μια ανώφελη επίσκεψη) προανήγγειλε τον επικείμενο θάνατό του από AIDS. Το έργο λαμβάνει χώρα σε ένα νοσοκομείο, όπου ακριβώς ένας διάσημος ηθοποιός πεθαίνει από AIDS και δίνει την τελευταία του παράσταση μπροστά σε μια νοσοκόμα, έναν δημοσιογράφο, μια υψίφωνο, έναν σεξομανή γιατρό και έναν φίλο του. Ο Copi πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου του 1987 και το τελευταίο αυτό έργο, σε σκηνοθεσία Λουκάς Εμπλέμπ, ανέβηκε στην Comedie Francaise το 2001. Πέντε χρόνια μετά, η Αβινιόν τού οργάνωσε αφιέρωμα με το ανέβασμα πέντε έργων του. Τα κόμιξ του δημοσιεύονταν τακτικά στο περιοδικό Βαβέλ Στην Ελλάδα είναι γνωστός κυρίως ως κομίστας χάρη στα περιοδικά «Βαβέλ» και «Παρά Πέντε», αλλά ελάχιστα ως θεατρικός συγγραφέας. Δραματοποιημένα του κόμικς πρωτοπαίχτηκαν στον Τεχνοχώρο του Γιάννη Κακλέα και από την ομάδα του Θέαμα, αργότερα ανέβηκε η Ανώφελη Επίσκεψη από το Στούντιο Παράθλαση της Θεσσαλονίκης, το Tour de la defence έγινε γνωστό ως Σκρατς στο Αποθήκη και Το Ψυγείο το 2007 στο Πορεία από την ομάδα «Ακροβάτες του ονείρου». Τώρα, χάρη στον φιλόλογο-κριτικό θεάτρου Νεκτάριο-Γεώργιο Κωνσταντινίδη και τις μεταφράσεις του, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άπαρσις ο Α' Τόμος με τα θεατρικά του έργα Εύα Περόν, Η Πυραμίδα, Οι Τέσσερις Δίδυμες και τον μονόλoγο Λορέττα Στρονγκ, με εκτενείς αναλύσεις της συγγραφέως Μαρίας Κυριάκη. Συγχρόνως κυκλοφορεί από τη γνωστή σειρά της Δωδώνης «Παγκόσμιο Θέατρο» το επίσης πολύ επιτυχημένο του Η νύχτα της κυρίας Λουσιέν, πάλι από τους ίδιους συντελεστές. Και το σχετικό link...
  16. Ο Μπάρνεϊ Γουίλεν και η τζαζική «Θλιμμένη Νότα» του, σύμβολο του μεταπολεμικού φλερτ της Αμερικής με τη Γαλλία. To graphic novel «Ο Μπάρνεϊ και η Θλιμμένη Νότα» των Φιλίπ Παρινγκό και Ζακ ντε Λουστάλ κυκλοφόρησε σε συνέχειες στο γαλλικό περιοδικό «À Suivre». Δυτικό Βερολίνο, καλοκαίρι του 1989. Στους δρόμους μπορεί κανείς να αφουγκραστεί τον ήχο της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης: κάτω από τον καυτό ήλιο αντηχεί ένα μείγμα από αμερικανικές και γερμανικές ομιλίες και ένας αρμονικός συρφετός από ήχους του κόσμου που ξεχύνεται από τα παζάρια μεταχειρισμένων δίσκων. Εκεί μπορείς να βρεις από bootleg με συναυλίες που έδωσαν οι Smiths στην Ισπανία και παλιά γιαπωνέζικα σάουντρακ έως προπολεμικούς δίσκους γραμμοφώνου με αμερικανικά μπλουζ. Οι προθήκες των βινυλίων και τα χέρια που τις σκανάρουν, χέρια μουσικόφιλων απ’ όλο τον πλανήτη, είναι, αυτή τη ζεστή αυγουστιάτικη μέρα, μια προοικονομία για το πέσιμο του Τείχους που χώριζε Δύση κι Ανατολή – του Τείχους που θα έπεφτε μόλις τρεις μήνες μετά. Σε αυτά τα δισκάδικα, τα δικά μου χέρια, φερμένα από την γκρίζα αλλά συναρπαστική πολιτισμικά Αθήνα της εποχής (μια Αθήνα που έχει ήδη στρέψει τις κεραίες της με λαχτάρα προς όλο τον πλανήτη), ανακαλύπτουν με έκπληξη ένα άλλο ψήγμα πρώιμης παγκοσμιοποίησης: ένα δίσκο όπου ένας Γαλλοαμερικανός σαξοφωνίστας, o Μπάρνεϊ Γουίλεν, παίζει μαζί με μια διεθνή μπάντα ένα κλασικό ανθολόγιο της τζαζ, επενδύοντας μουσικά ένα πρώιμο «graphic novel» – μια γαλλική ιστορία κόμικς που είχαμε μόλις μάθει στην Ελλάδα από τη θρυλική «Βαβέλ», το περιοδικό που μας έμπασε στην κουλτούρα της «ένατης τέχνης» τη δεκαετία του ’80. Έμοιαζε απίστευτο: ένα σάουντρακ για μια ιστορία κόμικς – μια μοναδική πρωτοτυπία. Η αγορά αυτού του ασυνήθιστου δίσκου έγινε για εμένα η απαρχή ενός πολύχρονου μαθήματος πάνω σε μια μουσική γλώσσα που, με τη σειρά της, μπορεί κανείς να πει πως αποτελεί μια από τις πρώτες προοικονομίες παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού: η τζαζ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το παιδί που γέννησε το πάντρεμα της Αφρικής και της Ευρώπης στο έδαφος της Αμερικής. Ο Γουίλεν «…ήρθε από το πουθενά. Ότι έβλεπε, το ήθελε. Ότι αποκτούσε, τον απογοήτευε. Μουσική, γυναίκες, ναρκωτικά, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Χόλιγουντ – τα έζησε όλα, ψάχνοντας απελπισμένα μέσα τους κάτι για να καλύψει το κενό μέσα του. Στο τέλος, τα πρόδωσε όλα…». Ο Μπάρνεϊ Γουίλεν (Bernard Jean Wilen) ήταν το σύμβολο του μεταπολεμικού φλερτ της Αμερικής με τη Γαλλία αλλά και της γαλλικής πρωτεύουσας ως ευρωπαϊκού κέντρου της τζαζ. Γεννημένος το 1937 στη Νότια Γαλλία, στη Νίκαια, από Αμερικανό πατέρα και Γαλλίδα μητέρα, δραπετεύει από τον πόλεμο μαζί τους, τριών ετών, για την Αμερική. Εκεί, ο θείος του τού κάνει δώρο ένα τενόρο σαξόφωνο. Έξι χρόνια μετά, έχει γυρίσει με τους γονείς του στη Γαλλία και μέχρι να γίνει έφηβος είναι ήδη ένας μικρός βιρτουόζος του σαξοφώνου. Κι όμως, προοριζόταν από την οικογένειά του για δικηγόρος. Προτού μπει στο πανεπιστήμιο φεύγει για το Παρίσι αναζητώντας εκεί καριέρα μουσικού, αλλά αναγκάζεται να γυρίσει στη Νίκαια για να ξεκινήσει τις σπουδές του. Βλέποντας πως αγαπούσε περισσότερο την τζαζ παρά τη Νομική, οι γονείς του κατάσχουν το σαξόφωνό του. Αρνούμενος τελικά τη γονεϊκή ηγεμονία, επιστρέφει στο Παρίσι για να ακολουθήσει το πάθος του για τη μουσική. Στα τέλη του ’50 παίζει στο θρυλικό Club St. Germain του Μπορίς Βιάν, έρχεται σε επαφή με ιερά τέρατα της τζαζ από την Ευρώπη και την Αμερική και φτιάχνει έναν ήχο που θυμίζει αυτόν του γίγαντα Λέστερ Γιανγκ. Το 1957 ένας άλλος γίγαντας της τζαζ, ο Μάιλς Ντέιβις, γράφει τη μουσική της ταινίας «Ασανσέρ για δολοφόνους», της πρώτης του Λουί Μαλ – και τον καλεί, μόλις είκοσι ετών τότε, να συμμετάσχει στην ηχογράφηση. Εκείνη την εποχή ο Μπάρνεϊ μεσουρανούσε – κέρδισε το βραβείο Django Reinhardt, ηχογράφησε δικούς του δίσκους, έγραψε ένα μουσικό θέμα για την ταινία του Εντουάρ Μολιναρό «Un temoin dans la ville» και το 1960 συμμετείχε στην ηχογράφηση του μουσικού θέματος των «Επικίνδυνων σχέσεων» του Ροζέ Βαντίμ, δίπλα στον μεγάλο ντράμερ της τζαζ Αρτ Μπλέικι. Στην ηχογράφηση αυτή λάμπει ξεκάθαρα η ερμηνεία του στο «A prelude in blue» – ίσως η πιο συγκινητική στιγμή στην ιστορία του σοπράνο σαξοφώνου. Το άστρο του νεαρού Μπάρνεϊ έλαμψε δυνατά εκείνη την «bebop» περίοδο του Παρισιού του τέλους του ’50 και αρχών του ’60, αλλά σιγά σιγά προς το τέλος της δεκαετίας, είχε αφήσει μακριά μαλλιά, είχε μπει στον χώρο της free jazz και, με την τότε σύντροφό του Caroline de Bendern, μοντέλο από την Αγγλία, έφυγε για την Αφρική, όπου περιπλανώμενος μαζί της μέσα σε ένα Land Rover επί μήνες πέρασε από το Μαρόκο, την Αλγερία, το Μάλι, τη Σενεγάλη και τη Νιγηρία, παίζοντας και ηχογραφώντας με ντόπιους μουσικούς. Όταν γύρισε στην έδρα του στην Κυανή Ακτή, εξαφανίστηκε για χρόνια, για να εμφανιστεί ξανά το 1987. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η λαϊκή κουλτούρα έμοιαζε να επιστρέφει στην αισθητική του ’50 και να ερωτοτροπεί με τις εικόνες του ροκ εν ρολ και της τζαζ. Ο Μπερνάρ Ταβερνιέ σκηνοθέτησε εκείνη την εποχή το «Γύρω από τα μεσάνυχτα», όπου ο γίγαντας της τζαζ Ντέξτερ Γκόρντον πρωταγωνιστούσε σε μια ταινία μυθοπλασίας βασισμένη στη ζωή άλλων γιγάντων της τζαζ, του Λέστερ Γιανγκ και του Μπαντ Πάουελ – και, με πολύ παρόμοιο τρόπο, ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο Φιλίπ Παρινγκό, ταλαντούχος γραφιάς μουσικής και διευθυντής του μουσικού περιοδικού Rock & Folk, έγραψε μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον Μπάρνεϊ Γουίλεν, εμπνευσμένη από τη ζωή του ιδίου αλλά και άλλων μουσικών. Πρότεινε το σενάριο στον μάστορα της ακουαρέλας, τον σχεδιαστή κόμικς Ζακ ντε Λουστάλ, κι αυτός δέχτηκε. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά: «Είχα μια αρκετά γενική εικόνα για την προσωπικότητα και το παρουσιαστικό αυτού του χαρακτήρα, που ήταν κάποιου είδους απρόβλεπτος δανδής, ένας εύθραυστος τύπος με γυαλιά. Έδωσα στον Λουστάλ φωτογραφίες του Μπιλ Έβανς, του Μπάντι Χόλι, του Πολ Ντέσμοντ και του… Μπάρνεϊ Γουίλεν. Ο τελικός χαρακτήρας ήταν ένας συνδυασμός από όλους αυτούς». Το ντεμπούτο Η ιστορία που σκάρωσαν αυτοί οι δύο φοβεροί Γάλλοι ονομάστηκε «Ο Μπάρνεϊ και η Θλιμμένη Νότα» και κυκλοφόρησε σε συνέχειες στο γαλλικό περιοδικό À Suivre. Το ντεμπούτο έγινε στο τεύχος αρ. 94, τον Νοέμβριο του 1985. Στην Ελλάδα, η ομάδα της «Βαβέλ», η Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Σιούνας, δαιμόνιοι λάτρεις των ευρωπαϊκών κόμικς, μας έφεραν τον Μπάρνεϊ στο περιοδικό τους το 1988, μεταξύ των τευχών αρ. 85 και 98. Οι ακουαρέλες και η κομψή μελαγχολία του Λουστάλ έμοιαζαν σαν μια πειστική εικόνα του κόσμου της τζαζ, μια εικόνα που, μέσα στα ατέλειωτα στερεότυπά της, μπορούσε να μοιάζει φιλική και γνώριμη σε όποιον δεν γνώριζε το μουσικό αυτό ιδίωμα και τη σημειολογία του. Στο τέλος της ιστορίας ο πρωταγωνιστής πεθαίνει – κάτι που φυσικά δεν συνέβη στον… αληθινό Μπάρνεϊ, ο οποίος βρίσκει τους δημιουργούς της και τους προτείνει να φτιάξουν το σάουντράκ της. H ηχογράφηση γίνεται το 1987, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία πουλώντας 60.000 κομμάτια και ξαναφέρνει τον Γουίλεν στο φως της δημοσιότητας, ξεκινώντας έτσι για αυτόν μια τελευταία δημιουργική περίοδο. Μια ηχογράφηση-ιστορία της τζαζ κυκλοφορεί ξανά Το σάουντρακ περιείχε κλασικά τραγούδια του τζαζ ανθολογίου (τα λεγόμενα «στάνταρ»), ανάμεσα στα οποία εμφανίζονταν πρωτότυπες συνθέσεις των μουσικών της μπάντας. Ξεκινώντας με μια μπόσα νόβα εκδοχή του «Besame mucho», αρκεί μόνο μισό λεπτό της ώρας για να καταλάβει κανείς ποιο είναι το ηχόχρωμα της ηχογράφησης. Το πιάνο του Αλάν-Ζαν Μαρί, ενός εξαιρετικού πολυβραβευμένου πιανίστα από τη Γουαδελούπη, πρωταγωνιστεί από την πρώτη στιγμή: ο επιδέξιος και θερμός ήχος του πλουτίζει όλο τον δίσκο με μια πολύχρωμη καραϊβική γεύση. Αυτός και ο Γουίλεν υπήρξαν ένα από τα πιο δεμένα ντουέτα της τζαζ, έχοντας μια αβίαστη συνομιλία που θύμιζε το αξέχαστο ντουέτο του μεγάλου σαξοφωνίστα Σταν Γκετζ με τον επίσης μέγα πιανίστα Κένι Μπάρον. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας δεν υστερούν σε ταλέντο και λάμψη: τα ντραμς του Αμερικανού Σανγκόμα Έβερετ χρωματίζουν μ’ έναν τρόπο που θυμίζει Αρτ Μπλέικι και ο ήχος της κιθάρας του Φιλίπ Πετί συνοδεύει γλυκά το κουιντέτο. Ο εξαιρετικός αυτός Γάλλος κιθαρίστας παρουσιάζει στην ηχογράφηση αυτή και μια δική του σύνθεση, όπου φαίνεται η τεχνική κι η εφευρετικότητά του – τον «Κλέφτη της αγάπης» (Voleur d’ amour). Παρομοίως και ο μπασίστας της μπάντας, ο καταξιωμένος Ιταλός μουσικός Ρικάρντο ντελ Φρα, μας προσφέρει ένα μικροσκοπικό διαμάντι διάρκειας ενός λεπτού, που ονομάζει «Κόκκινο φιλί» (Un baiser rouge) και ο Γουίλεν τη σύντομη ελεγεία «Pauline». Στο «Round about midnight» του Τελόνιους Μονκ λάμπει συγκλονιστικά η συνομιλία του με τον Ζαν Μαρί, ακριβώς όπως και στο «Whisper not» του Μπένι Γκόλσον. Η μπαλάντα «Goodbye», «το πιο λυπημένο κομμάτι στον κόσμο» όπως είχε πει ο συνθέτης Άλεκ Γουάιλντερ, κλείνει μελαγχολικά την ηχογράφηση. Εδώ το σαξόφωνο του Μπάρνεϊ παίζει, στ’ αλήθεια, μερικές ακαταμάχητα θλιμμένες νότες και, όπως έγραψε στο σχετικό promo της με τόσο γοητευτικά «αμερικανικό» τρόπο η Fantagraphics, η εκδοτική εταιρεία που τύπωσε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τον Μπάρνεϊ των Λουστάλ και Παρινγκό: «…Ήρθε από το πουθενά. Ότι έβλεπε, το ήθελε. Ότι αποκτούσε, τον απογοήτευε. Μουσική, γυναίκες, ναρκωτικά, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Χόλιγουντ – τα έζησε όλα, ψάχνοντας απελπισμένα μέσα τους κάτι για να καλύψει το κενό μέσα του. Στο τέλος, τα πρόδωσε όλα – φίλους, ερωμένες, θαυμαστές –, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Και όμως, αυτοί γύριζαν πάντα πίσω σ’ αυτόν, ξανά και ξανά. Γιατί όταν ο Μπάρνεϊ έπαιζε τη θλιμμένη νότα του, μπορούσαν να του συγχωρήσουν τα πάντα». ΥΓ.: Ο Μπάρνεϊ πέθανε από καρκίνο 25 χρόνια πριν, στις 25 Μαΐου του 1996. Στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Δισκοπωλείων (Record Store Day), θα επανακυκλοφορήσει η «Θλιμμένη Νότα» σε βινύλιο 180 γραμμαρίων μαζί με το κόμικς, μια έκδοση 40 σελίδων με σπάνιο υλικό και bonus ένα CD. Η παραγγελία του πακέτου μπορεί να γίνει στο recordstoreday.com στις 17 Ιουλίου. Και το σχετικό link...
  17. Σε μια προφορική ιστορία, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της εμβληματικής Βαβέλ, συνεργάτες του περιοδικού θυμούνται τι ήταν αυτό που την έκανε μοναδικό φαινόμενο. Τον Φεβρουάριο του 1981 η Βαβέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα. Εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο με το σχέδιο του Moebius. «Το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος» που μας λέει κι ο Γιάννης Νένες. «γιατί η βαβελ;» ξεκινάει το πρώτο editorial κείμενο του πρώτου εκείνου τεύχους, συστήνοντας στο κοινό αυτή τη νέα εκδοτική προσπάθεια. «γιατί εμείς πιστέψαμε πως υπάρχει λόγος να βγει και σεις επιβεβαιώσατε πως υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτή τη στιγμή το περιοδικό μας στα χέρια σας» είναι οι πρώτες φράσεις της Βαβέλ προς το κοινό της, σε ένα κείμενο που από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίζει πως το περιοδικό θα είναι ανοιχτό, θα είναι μια παρέα, και θα έχει διάθεση παρέμβασης σε ό,τι γίνεται γύρω μας. «Γιατί το περιοδικό κόμικς δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα κάλων κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματιά στο χώρο γύρω μας», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. Το λες και mission statement, μια υπογράμμιση του θρυλικού πλέον μότο ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) που συνόδευε κάθε ένα από τα 246 τεύχη που κυκλοφόρησαν από τον Φλεβάρη του ‘81 ως τον Ιούνιο του 2008. Βαβέλ #1, Φεβρουάριος 1981. Από αριστερά: Το κλασικό κόκκινο εξώφυλλο, η σελίδα των περιεχομένων με το editorial «γιατί η βαβελ», και το κείμενο για κόμικς και πολιτική σάτιρα. Ένα «και όχι μόνο» που κατάφερε και τα ίδια τα κόμικς να ανυψώσει ως (παρεξηγημένη) τέχνη στα μάτια ενός έκθαμβου κοινού, αλλά και ως όχημα να τα χρησιμοποιήσει για να τοποθετηθεί ουσιαστικά – και ακόμα και να παρέμβει – πάνω στην πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε Caza, διαβάζουμε Wolinski και Reiser, διαβάζουμε Quino, αλλά διαβάζουμε και πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει στο εύκολο γέλιο, στο γέλιο με παλιάτσους που μας κάνουν γκριμάτσες, με πράγματα που δεν μας δίνουν καμία ανησυχία για τον κόσμο που ζούμε και την πραγματικότητα γύρω μας. Στην ουσία οι σοβαρές αξίες είναι συνήθως ταμπού». Στην πορεία της Βαβέλ δεν υπήρξε ταμπού που να έμεινε ακατάρριπτο ή που να μην προκλήθηκε. Μια εκδοτική ομάδα που έτρεχε το περιοδικό τα πρώτα του χρόνια (Νίκη και Εύη Τζούδα και Γιώργος Σιούνας) ως κολεκτίβα, ως παρέα με ανάγκη να εκφραστεί. Που το γέμιζε με κόμικς αληθινά χαρακτηριστικής δημιουργικής υπογραφής, συχνά στα όρια του ανίερου, συνοδεύοντάς τα με ισχυρό πολιτικό κείμενο και βλέμμα προς κάθε λογής πολιτιστική έκφραση. Η Βαβέλ σύντομα καθιερώθηκε ως φωνή ενός νέου, εναλλακτικού κοινού που ως τότε δεν συναντούσε τη φωνή του σε κανένα άλλο σημείο του mainstream τύπου. «Η αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, το AIDS, η πορνεία, τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και πολλά άλλα καλύφθηκαν από τη Βαβέλ με έναν μαχητικό τρόπο που γινόταν συχνά ενοχλητικός σε όσους πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική», γράφει ο Γιάννης Κουκουλάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, συνοψίζοντας μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις του περιοδικού. Το οποίο στην πορεία γέννησε και το ομώνυμο εμβληματικό Φεστιβάλ, μια διοργάνωση σημείο αναφοράς, όπου κάθε ανησυχία του εντύπου ζωντάνευε μέσα από εκθέσεις, συναυλίες, προβολές, σπουδαίους προσκεκλημένους. Γέννησε (ή ανέθρεψε), θα έλεγε τελικά κανείς, μια ολόκληρη εναλλακτική κουλτούρα. Τιμώντας τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση αυτού του αληθινά σημαντικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ζητήσαμε από μερικούς από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού, να μας καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι στην ιστορία του εντύπου, μέσα από τις δικές τους προσωπικές διαδρομές. Από το πρώτο εκείνο τεύχος πίσω στο ‘81, μέχρι όλα όσα η Βαβέλ σήμαινε και σημαίνει – ακόμα και σήμερα. Συζητιούνται μεταξύ άλλων: * Το πώς το κλίμα παρέας της Βαβέλ ανέθρεψε δημιουργικότητα και συλλογικότητα * Πώς κάθε συντάκτης βρήκε στη Βαβέλ την εκφραστική διέξοδο που αναζητούσε * Η γέννηση του περιοδικού από το εκδοτικό τιμ * Τα αγαπημένα άρθρα και οι αγαπημένες στήλες των συνεργατών * Η ιδέα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μέσα από ένα περιοδικό (κόμικς! και όχι μόνο!) Τεύχος #118, Φεβρουάριος 1991 (Δέκα Χρόνια Βαβέλ) / Τεύχος #213, Μάιος 2003 (War on Terror) Ι. Η ΒΑΒΕΛ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ Στο αφιέρωμα συμμετείχαν ο Γιάννης Νένες (δημοσιογράφος – ραδιοφωνικός παραγωγός), Χρήστος Ξανθάκης (δημοσιογράφος), Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης, Ευτυχία), Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός Τέχνης, διδάκτωρ ΑΣΚΤ, συνεπιμελητής του Καρέ Καρέ στην Εφημερίδα των Συντακτών). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά, μέσω μέιλ και τηλεφώνου και έχουν γίνει edited για λόγους συνέχειας. Ως αναγνώστης τι είχες θαυμάσει και αγαπήσει περισσότερο στο περιοδικό; Γιάννης Κουκουλάς: Τα πάντα. Την τέχνη της αυθάδειας. Τον Καλαϊτζή και τον Bilal. Τον Manara και τον Copi. Τον Quino και τον Altan. Μα πάνω απ´ όλα το «και όχι μόνο». Το ότι η Βαβέλ δεν ενδιαφερόταν μόνο για τα καλά κόμικς – που τα δημοσίευε έτσι κι αλλιώς – αλλά για τις μικρές παρεμβάσεις στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Χρήστος Ξανθάκης: Ως αναγνώστης κόμικς στην Ελλάδα ανήκα και ανήκω σε μια αισχρή μειοψηφία, μιας και η ένατη τέχνη στη χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε ευρύ κοινό. Για την ακρίβεια, τα ενήλικα κόμικς (όχι οι τσόντες πουλάκι μου!) δεν είχαν καν κοινό στην αρχή, εξ ου και πήγαν κατά διαόλου οι προσπάθειες της Κολούμπρας και του Μαμούθ. Χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες εκ μέρους της Βαβέλ και της ομάδας της για να πάει μπροστά το πράγμα. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση, εγώ κόμικς ήθελα να διαβάζω, η τρέλα μου ήταν. Όλα μου άρεσαν λοιπόν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα. Γιάννης Νένες: Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα κατακόκκινο εξώφυλλο κρεμασμένο στο περίπτερο με το σχέδιο του Moebius, το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος. Ήμουν φανατικός των κόμικς από μικρός, έπαιρνα ανελλιπώς τα τεύχη της Κολούμπρας, τα διάφορα φανζίνς, αλλά το πρώτο της Βαβέλ με εντυπωσίασε από μακριά για τη διαφορετική του προσέγγιση στο εξώφυλλο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα σταματήσει να είμαι γραφίστας και τις μετρούσα πολύ κάτι τέτοιες γραφιστικές εκπλήξεις. Σαν αναγνώστης, για μένα ήταν τρομερό δέλεαρ οι πλούσιες, πολυσέλιδες ιστορίες που μπορούσες να τις απολαύσεις εξονυχιστικά, με τις ώρες, καρέ-καρέ, να τις επενδύσεις με ό,τι μουσικές ήθελες και να φτιάξεις σάουντρακ. Ήταν ένα περιοδικό που δεν τελείωνε ποτέ. Κι ανάμεσα στις ιστορίες, κάτι ακαριαίες στιγμές τύπου Wolinski, Altan, Reiser, κανονικά ξεσπάσματα. Και κάτι άλλο: τα κείμενα είχαν από την πρώτη στιγμή μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω μιλάμε την ίδια γλώσσα. Άγγελος Φραντζής: Πρώτο τεύχος που έπεσε στα χέρια μου ήταν κάπου γύρω στο #14; #17; Είχε ένα εξώφυλλο του Caza. Πρέπει να ήμουν 12. Το είδα κι έπαθα πλάκα. Τότε ήθελα να γίνω γελοιογράφος. Διάβαζα πολλά κόμικς, Αστερίξ και τα άλλα κόμικς της εποχής. Αυτό ήταν το πρώτο όπου είδα ενήλικο κόμικ άλλου τύπου. Ήταν αδιανόητο το τοπίο που άνοιγε μπροστά μου με αυτό το πράγμα που έπαθα με τη Βαβέλ. Ορισμένοι μόνο από τους σπουδαίους ξένους δημιουργούς των οποίων έργα έχουν φιλοξενηθεί στις σελίδες της Βαβέλ κατά τη διάρκεια των χρόνων. Από πάνω αριστερά: Hugo Pratt, Adrian Tomine, Ralf Konig, David Mazzucchelli, Altan, Jules Feiffer, Daniel Clowes, Andrea Pazienza, Reiser. Ποιο ήταν το πρώτο σου τεύχος στη Βαβέλ; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία; Ξανθάκης: Αν θυμόμουν πράγματα από τη δεκαετία του ογδόντα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ουδεμία ανάμνηση από την πρώτη εμφάνισή μου στη Βαβέλ! Όσο για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία, νομίζω ότι ήρθε μετά από επίμονες προσπάθειες δικές μου όπου έπεισα εν τέλει τη Τζούδα πως δεν είμαι κάνα μαλακισμένο που προσπαθεί να τους καθίσει στο σβέρκο. Χρειάστηκε αγώνας μιας και η Νίκη είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό άτομο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να συμπεραίνουν ότι είναι ψυχρή και παγερή. Αλλά who gives a fuck; Φραντζής: Ξεκίνησα να επισκέπτομαι το βιβλιοπωλείο, έκανα κόμικς και άρχισα να τα πηγαίνω με τρομερή ντροπή, φόβο και αμηχανία να τα δείξω. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αποκτούμε μια σχέση, και έγραψα το πρώτο μου κείμενο – για κόμικ και κινηματογράφο – στα 16 μου, κάπου στο ‘85-’86. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα και δημοσίευσα στη Βαβέλ. Πέταξα από χαρά μου, ήταν η Βαβέλ ένας μύθος. Όταν αρχίσαμε να αποκτάμε σχέση πήγαινα συχνά στα γραφεία. Τον Γιώργο τον Σιούνα τον έλεγα πατέρα και τη Νίκη μητέρα! Μετά έφυγα για σπουδές, για σινεμά, και όταν γύρισα ουσιαστικά τότε άρχισα να γράφω μόνιμα για σινεμά, με τη στήλη Τα Μάτια Ανοιχτά. Τότε δεν είχαν σινεμά, παλιά έγραφε ο Τζιώτζιος. Ξεκίνησα κάπου το ‘92-’93 και έγραφα συστηματικά για καμιά δεκαετία σίγουρα. Νένες: Δεν θυμάμαι σε ποιο τεύχος ξεκίνησα να γράφω. Η Βαβέλ και η φιλία μου με τα παιδιά ήταν μέρος της ζωής μου, οπότε δεν έχω συγκρατήσει αυστηρά ημερομηνίες. Ήμουν εκεί, αράζαμε κάπως, λέγαμε βλακείες και γελούσαμε και κάπως έτσι έδωσα ένα κείμενο – τι να πω. Νομίζω πρέπει να ξεκίνησα με συνεντεύξεις των σχεδιαστών που είχαν έρθει στην Αθήνα για το πρώτο φεστιβάλ της Βαβέλ στον εκθεσιακό χώρο Εύμαρος, σε ένα παλιό σχολείο στους Αμπελόκηπους. Κουκουλάς: Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1992, κάναμε στο Ράδιο Ουτοπία, έναν κινηματικό εναλλακτικό ραδιοσταθμό στη Θεσσαλονίκη, μια εκπομπή για τα Κόμικς, την Επιστημονική Φαντασία και την Αστυνομική Λογοτεχνία μαζί με δυο φίλους, τον Φιλήμονα Καραμήτσο και τον Στάθη Κουρνιώτη. Στείλαμε στη Βαβέλ υλικό από την εκπομπή για μια γνώμη και μας παρουσίασαν στις σελίδες του. Ήταν τέτοια η χαρά να δω το όνομα μου στο περιοδικό που σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράφω σε αυτό. Λίγο αργότερα προτείναμε και κάναμε σε συνεργασία με τον Αβραάμ Κάουα ένα θέμα για το Γυμνό Γεύμα του Burroughs και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τακτικά με πρώτο κείμενο ένα αφιέρωμα στην Αρρώστια στα Κόμικς το 1994 που ιδιαίτερα σήμερα είναι ακόμα επίκαιρο. Συμμετείχα σταθερά στη στήλη Αεροπλανάκι που διατηρούσε ο δάσκαλος Γιώργος Σιούνας τον οποίο ευγνωμονώ για όσα μου έμαθε και όσα έγραφε. Και κάποια στιγμή εγκαινίασα τη στήλη Make Comics, Not War. Η εμβληματική στήλη «Αεροπλανάκι» της Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων, από πάνω αριστερά: 1986, 1987, 1993, 1995, 2001, 2002. Στις σελίδες της στήλης διαβάζαμε άρθρα γνώμης, ειδήσεις, σχέδια, συνεντεύξεις, πολιτικό σχολιασμό και πολλά άλλα. Κάποιο αγαπημένο τεύχος; Αγαπημένη στήλη ή κείμενο; Νένες: Τα τεύχη όλα ήταν σαν σεξ, κάπως. Τα είχες προετοιμάσει, είχες γελάσει φτιάχνοντάς τα και μετά ερχόταν η κορύφωση, το τυπωμένο και βυθιζόσουν να το διαβάζεις. Όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη στήλη Εν Εξάρσει, δεν τα θυμάμαι και καλά. Πάντως αυτή η στήλη γραφόταν πάντα βράδυ, μεταμεσονύκτιες ώρες, και έχει διατρέξει πολλά χιλιόμετρα σε αυλάκια βινυλίου. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα. Για χάρη της νυχτερινής εργασίας, επειδή έκανε πολύ θόρυβο η παλιά γραφομηχανή και ξύπναγε η από κάτω, είχα αγοράσει ηλεκτρική – αθόρυβη. Θυμάμαι να γράφω για την κασέτα των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί τους. Θυμάμαι μία αισθησιακή φωτογραφία της Madonna που έβαλα στη στήλη, να λέει μέσα σε μπαλούν «Μμμ, κάποιος τηγανίζει κεφτέδες». Γενικά δεν έκανα τίποτα σοβαρά, ήταν απλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλή μουσική. Κουκουλάς: Αγαπημένο τεύχος το #18, θρυλικό και εξαντλημένο από πολύ νωρίς, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στους Reiser και Wolinski. Αγαπημένο εξώφυλλο το παραπλανητικό #131 με έναν πιτσιρικά του Reiser και λεζάντα: «Έρευνα Σοκ! Ο Αυνανισμός είναι Κληρονομικός;». Φυσικά δεν υπήρχε τέτοια έρευνα. Ξανθάκης: Μου άρεσαν πάρα πολύ τα τεύχη που ήταν αφιερωμένα στον αντιαπαγορευτικό αγώνα. Γιατί ήταν χίλια χρόνια μπροστά απ’ την εποχή τους, γιατί απέδειξαν ότι ένα περιοδικό κόμικς μπορούσε να καταπιάνεται με πολύ σοβαρά ζητήματα, γιατί δικαιώθηκαν εκατό τοις εκατό. Όσο για κείμενο δικό μου, και μόνο τη συνέντευξη με τον Καλαϊτζή να είχα κάνει, πάλι μια χαρά θα αισθανόμουν. Φραντζής: Για μένα το κάθε τεύχος που επρόκειτο να βγει ήταν μια τρομερή ιστορία. Πήγαινα στα περίπτερα κάθε τρεις και λίγο, το τεύχος δεν έβγαινε ποτέ στην ώρα του, ρώταγα Βγήκε η Βαβέλ, δεν βγήκε η Βαβέλ, Α, μας είπαν θα μας τη φέρουν την Πέμπτη. [γελάμε] Είχε μια τέτοια προσμονή, του φανατικού. Μετά κατάλαβα: Ήταν ένα περιοδικό τόσο οικογενειακό σαν κατάσταση, έπαιζε και ένα χύμα πράγμα, αλλά και πολύ οργανωμένο όταν χρειαζόταν. Η οργάνωση των παιδιών στα πρώτα Φεστιβάλ στο Γκάζι, άλλο πράγμα. Κείμενο, το θέμα για το Mulholland Drive. Είχα τόσο πωρωθεί που βγήκε ένα κείμενο τεράστιο, 10 σελίδες περιοδικού. Κι αυτό ήταν το τρελό με τη Βαβέλ, ότι δεν υπήρχε αυτό που συναντούσες σε όλα τα περιοδικά. Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα άρχισα να κάνω συνεντεύξεις, αλλά όχι απαραίτητα για τις ταινίες των σκηνοθετών. Έκανα με τον Πάνο Κούτρα για τα μελοδράματα και τον Douglas Sirk, με τον Παναγιωτόπουλο για την Περιφρόνηση, με σκηνοθέτες για άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε σαν διαδικασία πάρα πολύ. Στήλες για σινεμά και μουσική, σχολιασμός, άποψη, πρόσωπα και συνεντεύξεις με μοναδικό τρόπο από μοναδικές υπογραφές. Η Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων υποστήριξε και με το παραπάνω το εμβληματικό «και όχι μόνο» του μότο της. Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης στη συγγραφή της στήλης; Ζητούσαν από το περιοδικό κάτι συγκεκριμένο; Φραντζής: Είναι το τι θα μπορούσε να με παθιάσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Για μένα η κριτική δεν είχε κάτι το επαγγελματικό με την έννοια ότι πρέπει να γράψεις για τις ταινίες της εβδομάδας, είχε την έννοια της προέκτασης, της απόλαυσης της θέασης ενός πράγματος. Άλλες φορές ήταν επειδή κάτι με θύμωνε, το Natural Born Killers ήταν ένα τέτοιο κείμενο, κάτι με είχε θυμώσει και ήθελα να γράψω με έναν τρόπο διαφορετικό. Άλλες φορές ήταν επειδή ήθελα να στηρίξω κάτι, είχα γράψει κείμενο για την πρώτη ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ή το Ακρόπολις της Εύας Στεφανή. Ή για διάφορα πράγματα τα οποία ένιωθα ότι βάλλονται και ήθελα να τα στηρίξω γιατί μου άρεσαν κι ένιωθα ότι εδώ γεννιέται κάτι. Ξανθάκης: Και μου ζητούσαν και τους έστελνα και τα βρίσκαμε και τα χάναμε και μπορεί να εξαφανιζόμουν για τρεις μήνες και να ξαναγύρναγα και να μην έτρεχε τίποτα. Μοιάζει παράξενο σήμερα με τα κομπιούτερ και τα μέηλ και τα μέσεντζερ, αλλά μερικές φορές η χειροτεχνία είναι το άπαν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγάλεις από μέσα κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά. Αλλά υπαρκτό… Κουκουλάς: Κάθε φορά συζητούσαμε με το Γιώργο Σιούνα και καταλήγαμε σε θέματα. Βασικός άξονας ήταν σχεδόν πάντα να πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα βρισκόταν εύκολα σε άλλα περιοδικά. Καθώς ο Σιούνας είχε τη δική του ατζέντα και έγραφε τα δικά του σπουδαία κείμενα, συνήθως του πρότεινα θέματα και μετά από συζήτηση τα υλοποιούσα. Νένες: Το σημείο εκκίνησης ήταν μία συγκεκριμένη αίσθηση που είχα τη στιγμή που καθόμουν να γράψω. Από εκεί άρχιζε να ξετυλίγεται το νήμα. Σε κάθε επόμενη παράγραφο με οδηγούσαν οι δίσκοι – που τους χρησιμοποιούσα σαν αφορμή για να λέω ότι κατέβαινε στο κεφάλι μου. Έκανα κι ένα «παιχνίδι» αρκετές φορές: μου άρεσε το τέλος της προηγούμενης παραγράφου να μοιάζει κάπως με την αρχή της επόμενης. Τέτοιες χαζομαρούλες. Όχι, ποτέ δεν μου είχε ζητήσει κανείς να γράψω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να καλύπτω όσο το δυνατό περισσότερο τις δισκογραφικές κυκλοφορίες, κυρίως της ανεξάρτητης σκηνής αλλά και εμπορικές γιατί ήταν ακόμα η εποχή που διψούσαμε για μουσικές, οι κυκλοφορίες ήταν μικρά «γεγονότα» για εμάς που ακούγαμε μουσική με αγάπη. Και πολιτικά και καλλιτεχνικά το περιοδικό μίλησε σε κόσμο που ένιωθε πως δεν είχε άλλη εκπροσώπηση στο εκδοτικό και μιντιακό mainstream της εποχής. Ήταν αυτό κάτι που σκεφτόσουν ποτέ κατά την περίοδο της συνεργασίας σας, υπήρχε κάπως συνειδητά; Ξανθάκης: Μπα, καθόλου. Την πλάκα μας κάναμε όλοι και γι’ αυτό βγήκε αυτό το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που βγήκε. Τον αναγνώστη πάντοτε τον αγαπάς, αλλά αν αρχίσεις να σκέφτεσαι με βάση το πώς θα αγκαλιάσεις ένα ευρύτερο κοινό χάνεται όλη η γκάβλα. Και η Βαβέλ πάνω απ’ όλα αυτό ήταν. Ένα γούστο, ένα καπρίτσιο, μια γκάβλα. Νένες: Δεν νιώθαμε ότι είμαστε ενάντια σε κανένα κατεστημένο, ούτε υπήρχε ακόμα η έννοια των media όπως είναι σήμερα. Ήταν όμως η χρυσή εποχή των περιοδικών. Βγάζαμε ένα περιοδικό με ύλη που δεν βρίσκαμε πουθενά αλλού – αυτό ήταν όλο. Δεν είχες το ίντερνετ και έτρεχες στα ταξίδια στο εξωτερικό να αγοράζεις περιοδικά που τα φύλαγες στη βιβλιοθήκη σου. Ή πηγαίναμε στα μεγάλα περίπτερα στο κέντρο για να αγοράζουμε ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Ήταν καθαρός φετιχισμός. Υπήρχε η αίσθηση της συσπείρωσης όμως. Ήμασταν στον κόσμο μας με τους ομοίους μας. Αν σημαίνει κάτι αυτό. Φραντζής: Μιλάμε για μια άλλη εποχή, την εποχή των περιοδικών που είναι από μόνο του κάτι άλλο. Η Βαβέλ ήταν πάντα ένα περιοδικό που ξεχώριζε επειδή μπορούσε να καλύψει ένα φάσμα πραγμάτων που τα πρωτοδιαβάζαμε σε έντυπα, από πράγματα που αφορούσαν το AIDS μέχρι πολιτική, μέχρι κομμάτια καλλιτεχνικά, πράγματα που δεν τα διάβαζες αλλού. Αν σκεφτείς πόσοι έχουν περάσει από τη Βαβέλ σε όλα τα επίπεδα, γράφοντας για μουσικές ή τέχνη ή κόμικς, άνθρωποι λίγο πολύ που καθόρισαν μια εποχή. Εγώ έγινα μέλος της παρέας 10 χρόνια αφού ξεκίνησε, οπότε για μένα υπήρχε πάντα αυτή τη διάσταση, ότι αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που συμβαίνει. Όταν μετά έγινε σπίτι μου, ήταν κυρίως ένας τόπος συνάντησης. Πέρναγες να πεις ένα γεια ή να αφήσεις το κείμενο και έμενες 5 ώρες να κουβεντιάζεις, έρχονταν άλλοι κ.λ.π. Αυτό το πράγμα είχε τρομερή ζωντάνια. Ήταν παρέα με κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους οπότε αυτό γεννούσε και δημιουργούσε πράγματα. Κουκουλάς: Φυσικά. Ήταν τιμή να γράφεις στη Βαβέλ όταν η κυρίαρχη τάση ήταν από τη μια ο αυριανισμός στον ημερήσιο τύπο και από την άλλη το lifestyle του ΚΛΙΚ στον περιοδικό. Το περιοδικό πάντα ξεχώριζε για τα αφιερώματά του, παρεμβατικά, επίκαιρα, ακόμα και μπροστά από την εποχή τους. Σου ανέφερε κόσμος ή γνωστοί σου τα κείμενά σου ή το περιοδικό γενικότερα; Ξανθάκης: Ναι, αλλά δεν το έψαχνα και πολύ. Για αναγνώριση είχα τη δημοσιογραφική μου εργασία σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά lifestyle. Η Βαβέλ ήταν ο έρωτάς μου και γι’ αυτό έγραφα ό,τι μου κατέβαινε. Ενίοτε και εκπληκτικά άστοχα κείμενα, για τα οποία πάντως δεν μετανιώνω. Κουκουλάς: Στον κύκλο μου, χωρίς αυτός να είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής, η Βαβέλ ήταν θρύλος. Οπότε ναι, τα κείμενα που έμπαιναν στη Βαβέλ είχαν μεγάλη επίδραση. Ιδιαίτερα τα μαχητικά θέματα που συχνά δεν αφορούσαν τα κόμικς ή δεν αφορούσαν μόνο τα κόμικς. Νένες: Δεν μπορώ να πω ότι μου ανέφεραν τη στήλη οι γνωστοί. Μόνο κάποιοι κοντινοί φίλοι που γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Επισήμως, θυμάμαι, πρώτη φορά είχε αναφερθεί στη στήλη ο Τσαγκαρουσιάνος, στη δική του στήλη στην Ελευθεροτυπία – είχε κράξει τον Σταύρο Κούλα κι εμένα ότι ξεφωνίζουμε το περιοδικό, κάτι τέτοιο. Δεν μάς ήθελε καθόλου. Φραντζής: Εκ των υστέρων. Πολύς κόσμος άρχισε να μου λέει πω πω εκείνο το κείμενό σου, κι έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε όντως κόσμος που διάβαζε και σχολίαζε. Ήταν αφορμή για συναντήσεις. Ας πούμε με τον Αλέξη Αλεξίου, που κι εκείνος ήταν αναγνώστης της Βαβέλ, είχαμε οργανώσει στο Φεστιβάλ ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Χονγκ Κονγκ, γιατί τότε είχαμε κι οι δύο ανακαλύψει αυτό το σινεμά που τότε ήταν πολύ στην αρχή εδώ. Τότε δεν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα. Όταν ήμουν στο Παρίσι είχα έναν κολλητό σε μια ομάδα που έκανε αφιέρωμα στις ταινίες του Χονγκ Κονγκ και μέσω αυτών ανακάλυψα εκείνη την κινηματογραφία, κι αποφασίσαμε αργότερα να κάνουμε εδώ αυτό το αφιέρωμα. Δεν υπήρχε πρόσβαση – οπότε γινόταν δίαυλος το περιοδικό προς πράγματα που δεν ήταν ακόμα γνωστά. Τι σου λείπει περισσότερο από την εποχή της Βαβέλ; Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά της; Κουκουλάς: Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της. Η κληρονομιά της είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία της συζητούμε για αυτήν. Γιατί σύστησε σε πολλούς ανθρώπους των eighties και των nineties την τέχνη των κόμικς. Και την ανατρεπτική ματιά του χιούμορ Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών. Ξανθάκης: Μου λείπει ότι κάνουμε κάτι γιατί έτσι μας γουστάρει, χωρίς να ψαχνόμαστε πώς θα κονομήσουμε ή πώς θα κερδίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Έτσι για το γαμώτι δηλαδή που λένε και στην επαρχία. Νένες: Δεν ξέρω για κληρονομιά, είναι πολύ βαριές λέξεις αυτά – κατεστημένο, κληρονομιά… Η Βαβέλ άφησε πίσω της ρημάδια. Η εποχή θα έλεγα. Είμαστε όλοι μισότρελοι, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που συνέβαινε τότε και πώς να το ισορροπήσουμε με το τώρα. Γελάμε αρκετά με αυτά που θυμόμαστε, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω τίποτα από τα παλιά μου κείμενα, ανατριχιάζω, ντρέπομαι. Αυτό που μου λείπει από εκείνη την εποχή είναι η ορμή να γράφω. Φραντζής: Το δέσιμο μιας παρέας ανθρώπων που επέμενε πάρα πολύ να κάνει πράγματα επειδή τα πίστευε, και για το κέφι τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και άρα να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυτόνομο, ελευθερίας. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει προτάσεις να αγοραστεί η Βαβέλ, και ποτέ δε μπήκανε σε αυτό το τριπ τα παιδιά, για να μπορέσουν να κρατήσουν την αυτονομία ενός πράγματος που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν, όπως θέλουν. Ήταν κάτι που το κάναμε όλοι επειδή γουστάραμε να το κάνουμε, ούτε χρήματα υπήρχαν… Όποτε το βλέπεις αυτό να συμβαίνει, όποτε έχουν δημιουργηθεί τέτοιοι πυρήνες βλέπεις ότι αφήνουν πίσω κάτι, γεννιέται κάτι. Αυτό είναι μια κληρονομιά. Τι σου έδωσε η Βαβέλ και κράτησες έκτοτε για πάντα στην πορεία σου; Νένες: Να πιάνω την πρώτη μου σκέψη και να ακολουθώ το νήμα. Ήταν ένα είδος μπλόγκινγκ που το ακολούθησα αργότερα και στο Πανικοβάλ των 500, της Athens Voice. Φραντζής: Το πάθος για τα πράγματα. Όλοι είχαν πάθος για τα πράγματα που κάναν στη Βαβέλ. Και πάθος και ανάγκη να τα υπερασπιστούν. Κανείς δεν έκανε αυτό που έκανε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το κάνανε όλοι με ένα τρελό πάθος. Κουκουλάς: Πρώτα απ’ όλα καλούς φίλους. Σπουδαία τέχνη. Ανατρεπτικό, ανυπότακτο πνεύμα. Επιμονή παρά τις αντιξοότητες. Και εμπλοκή του πολιτικού ζητήματος σε κάθε θέμα. Ελπίζω να έχω κρατήσει κάτι απ’ όλα αυτά. Ή τουλάχιστον να μπορώ να τα εκτιμώ σε όσους και όσες τα διαθέτουν. Ξανθάκης: Ζούρλια μου έδωσε, ανάσα μου έδωσε και ολίγη μαγκιά. Αυτά μου φτάνουν. Το αφιέρωμα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΒΕΛ από το τεύχος #118 της Βαβέλ ΙΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΕΛ Τον Σεπτέμβριο του ‘18 για λογαριασμό του περιοδικού Μπλε Κομήτης (Εκδόσεις Polaris: Ερωτόκριτος, Ληστές, Τα Μυστικά του Βάλτου) είχα μιλήσει με τις Νίκη και Εύη Τζούδα και τον Σταύρο Κούλα, που σχεδίαζε το περιοδικό από το ‘85. Ακολουθεί η αναπαραγωγή αποσπασμάτων της συζήτησης, με την άδεια των εκδόσεων Polaris. Νίκη Τζούδα: Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών. Ως κέφι περισσότερο, από μια διάθεση. Οι περισσότεροι είχαμε τελειώσει πανεπιστήμιο στην Ιταλία, γνωριζόμασταν από τότε, η Παυλίνα [Καλλίδου] που ήταν πριν στην Κολούμπρα με τον Τουφεξή. Σκέψου ήταν μια εποχή που έβραζαν τα πάντα κοινωνικά, οπότε τα περιοδικά αυτού του είδους ανθούσαν. Κι έτσι για την Ελλάδα υπήρχε ένας πλούτος απίστευτος από κόμικ που μπορούσαμε να δημοσιεύσουμε από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε κανέναν, ότι είχαμε τελειώσει τις σχολές μας. Σιγά-σιγά με το περιοδικό άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι. Ο Αρκάς είχε μάθει ότι θα βγει το περιοδικό κι έναν χρόνο πριν κάναμε σχέδια. Είχαμε βρει Ιωάννου, Καλαϊτζή. Ο Καλαϊτζής έκανε βινιέτες στο Αντί, όπως κι ο Ιωάννου. Κόμικ πρώτη φορά με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα. Ελληνική σκηνή τότε υπήρχε; Σταύρος Κούλας: Ουσιαστικά η Βαβέλ έκανε τη σκηνή. Και στην Κολούμπρα έκαναν πράγματα αλλά πιο χύμα κατάσταση, άλλο πράγμα. Με τη Βαβέλ γίναν πιο συγκεκριμένα και ιδεολογικά πιο φορμαρισμένα. Και το πολιτικό στίγμα του περιοδικού ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ έντονο. Ν. Τζούδα: Γιατί είμαστε έτσι εμείς. Πέρα από τον πλούτο των κόμικ εκείνης της εποχής που δεν ήξερες τι να διαλέξεις, υπήρχαν κι ένα σωρό κίνητρα τότε να έχεις κι άλλα κείμενα. Στο κάτω-κάτω δε μας ενδιέφερε ποτέ ένα περιοδικό αμιγώς κόμικ. Κούλας: Κάναμε ολόκληρη ιστορία μια παρέα λίγων ανθρώπων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ήξερε τη Βαβέλ. Μπορεί να μην τη διάβαζε, αλλά την ήξερε. Δουλειές Ελλήνων καλλιτεχνών έκαναν συχνά την εμφάνισή τους στη Βαβέλ, από τον Γιάννη Καλαϊτζή μέχρι τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στις εικόνες από αριστερά προς τα δεξιά, βλέπουμε αποσπάσματα κόμικς των Γιώργου Μπότσου, Διαμαντή Αϊδίνη, Λέανδρου, Πέτρου Ζερβού, Sotos Anagnos. Ν. Τζούδα: Το ένα έφερνε το άλλο. Ο Σταύρος πέρασε να μας γνωρίσει. Έκανε ένα κόμικ, κάτι κουνημένες φωτοτυπίες. Είχαμε διαρκώς ερεθίσματα. Ερχόταν κάποιος κι έλεγε μια ιδέα, μας επηρέαζε, άρχιζε να γράφει. Ο Τζιώτζιος για παράδειγμα, που μετά ίδρυσε το Σινεμά και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Ήταν ένα εκπληκτικό, λαμπερό άτομο. Θέλω να σου πω, είναι και λίγο τυχαία αυτά τα πράγματα. Περνούσαν άνθρωποι, ταιριάζανε. Υπήρχε με αυτόν τον τρόπο και μια πολυφωνία για τα πάντα. Ο Ζερβός ήταν τότε ένας φοιτητής της αρχιτεκτονικής. Κούλας: Ο Παπαϊωάννου έφερνε τα κόμικ του. Ν. Τζούδα: Και μάλιστα με μια συστατική επιστολή από τον Τσαρούχη! Κούλας: Όταν ξεκίνησε το περιοδικό, άρχισαν να έρχονται φάκελοι σωρηδόν. Ανακαλύψατε πολλούς έτσι; Ν. Τζούδα: Βέβαια, πολλούς! Εύη Τζούδα: Μπότσος, Σολούπ, Λέανδρος. Κούλας: Διαμαντής Αϊδίνης. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίναγαν να γράφουν και ήθελα να γράφουν σε εμάς. Νένες, Γεωργελές, Λάλας. Ο Τζιώτζιος που έκανε κριτική. Κι ερχόταν κόσμος, άφηνε κείμενα, αν μας άρεσε το βάζαμε. Ήταν μια πολύ παρεΐστικη κατάσταση. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με ένα corporate περιοδικό με διευθυντή, αρχισυντάκτη, ήμασταν όλοι μαζί. Ν. Τζούδα: Λειτουργούσαμε σαν κολεκτίβα. Χωρίς επεμβάσεις. Πες εσύ, ήρθες το ‘85 στο περιοδικό, δε θυμάμαι να σου είπαμε ποτέ μην το κάνεις έτσι ή πώς είναι έτσι το εξώφυλλο. Κούλας: Ποτέ. Ενώ σε άλλα περιοδικά που δούλευα είχα παρεμβάσεις. Η Βαβέλ ήταν το μοναδικό περιοδικό που ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στην κούτρα μου, μερικές φορές τα οποία δε βλεπόντουσαν κιόλας, είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα. Από τη Βαβέλ έμαθα να είμαι γραφίστας. Αυτό ίσχυε και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δούλευαν εκεί μέσα. Κούλας: Εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα περιοδικό την εποχή του ίντερνετ. Κάποια κείμενα που τα βάζαν απέξω τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα βρεις ας πούμε, τώρα με το ίντερνετ τα βρίσκεις όλα. Ε. Τζούδα: Στο ίντερνετ από τη μία βρίσκεις τα πάντα, από την άλλη χάνεσαι, δε βρίσκεις τίποτα. Ενώ όταν κάποιος σου δίνει μια συλλογή που σε βρίσκει σύμφωνο αισθητικά και από άποψη, το έχεις συγκεντρωμένο. Για μένα ένα περιοδικό λειτουργεί έτσι, συγκεντρώνει απόψεις, δίνει βήμα. Γιατί τώρα πια οι αυτοεκδόσεις είναι μεν πιο εύκολες, όμως ένα περιοδικό βοηθάει έναν δημιουργό να αναδειχθεί και να δείξει καλύτερα τη δουλειά του. Κούλας: Τυπωμένο είναι και πιο ωραίο από το να το βλέπεις στο ίντερνετ. Μπορεί να είναι και φετιχιστικό αυτό, αλλά προτιμώ να το έχω τυπωμένο, όπως και μια φωτογραφία, παρά να βλέπω 15.000 φωτογραφίες. Όπως είναι και με τη μουσική, έπαιρνες έναν δίσκο και τον ξέσκιζες, τώρα ακούς 35.000 δίσκους και δε θυμάσαι κανέναν. Εγώ πιστεύω πρέπει να υπάρχουν περιοδικά μιας τέτοιας φόρμας και ιδεολογίας. Γιατί εκεί μέσα [σ.σ. στο ίντερνετ] χάνεσαι, εκεί δεν υπάρχεις πια από ένα σημείο και μετά. Αλλά ήταν κι η εποχή, σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ν. Τζούδα: Ή μπορεί να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα και σήμερα το μυστικό είναι η συλλογική δουλειά. Μερικές μόνο από τις υπογραφές που πέρασαν από τη Βαβέλ: Νίκος Ξυδάκης, Περικλής Κοροβέσης, Θανάσης Λάλας, Βαγγέλης Περρής, Φώτης Γεωργελές, Μάκης Μηλάτος, Κωστάκης Ανάν. Κούλας: Ξέρεις πόσες φορές βρίσκω ανθρώπους που δεν τους ξέρω και μου λένε για τη Βαβέλ «έχω όλα τα τεύχη»; Από ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι αυτοί θα είχαν όλα τα τεύχη. Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπαγκράουντ κουλτούρας ζωής. Και γι’ αυτόν που τα δίνει και αυτή την κατάσταση τη μεταφέρει σε κάποιον άλλον, σε αυτόν που του τα χαρίζει. Δε σου αφήνει κάποιος απλώς δέκα τεύχη. Δεν αφήνει κανείς δέκα τεύχη του Ταχυδρόμου. Αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή. Ε. Τζούδα: Ο κόσμος έψαχνε για κάτι και ψαχνόταν σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, άμα είσαι τυχερός και πέσεις στην κατάλληλη εποχή και βγάλεις εσύ κάτι, μαζεύεις τον κόσμο δίπλα σου. Κούλας: Η Βαβέλ είχε άρθρα για το AIDS. Ν. Τζούδα: Μια εποχή που κανείς δεν ασχολείτο με το AIDS. Ή με την αποποινικοποίηση της κάνναβης! Ο Γιώργος [Σιούνας] είχε κάνει εξαιρετική δουλειά με εκείνα τα αφιερώματα. Κούλας: Το τι δημιούργησε αυτό το περιοδικό! Τα παιδιά που ανακάλυψε, το τι είδαν αυτά τα παιδιά εδώ, πράγματα που δεν είχαν δει. Τα νούμερα δεν υπήρχαν, αλλά είχαμε μια επιρροή μεγαλύτερη από τα νούμερά μας. Και το σχετικό link...
  18. Ο ζωγράφος και κριτικός από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ Μάνι Φάρμπερ, όρισε ως «τέχνη των τερμιτών» αυτή που βρίσκεται «εκεί όπου το επίκεντρο του πολιτισμού δεν εντοπίζεται πουθενά ξεκάθαρο, με αποτέλεσμα ο τεχνίτης να μπορεί να είναι πρόστυχος, πεισματάρης, καλλωπιστικός και πεισματικά συγκεντρωμένος, κάνοντας τέχνη που δεν του εξασφαλίζει τα προς το ζην και δεν ενδιαφέρεται για το τελικό αποτέλεσμά της». Αυτή η ανάγκη, το να είναι η τέχνη τρόπον τινά «άσχημη», να κατευθύνεται εκεί όπου δεν είναι επιθυμητή, χτίζοντας και καταστρέφοντας χαοτικά λαγούμια σαν τους τερμίτες, ήταν ισχυρή στη δημιουργία του περιοδικού Βαβέλ σαράντα χρόνια πριν τον Φεβρουάριο του 1981. Η Βαβέλ ήταν ένα περιοδικό «κόμικς – και όχι μόνο» όπως καυχιόταν, χρησιμοποιώντας μια – μάλλον μέτρια – μετάφραση του σλόγκαν του θρυλικού ιταλικού περιοδικού κόμικς Linus που άνθιζε εκείνη την περίοδο. Αέρας ανανέωσης Σε μια εποχή μεγάλου κοινωνικού αναβρασμού και εντονότατης πολιτικοποίησης, μια παρέα νέων με σπουδές στην Ιταλία, αγάπη για τα κόμικς και με τα λεφτά των διακοπών που δεν πήγαν, εξέδωσε ένα περιοδικό κόμικς. Πρωτεργάτες η Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας – ο οποίος στην πορεία διαφώνησε και αποχώρησε για να δημιουργήσει το δικό του περιοδικό κόμικς, το Παρά Πέντε. Επηρεασμένη από το περιοδικό Linus και τα γαλλικά Charlie Hebdo και τον πρόγονό του, το Hara-Kiri, η Βαβέλ προσέφερε σε ένα ουσιαστικά αμύητο κοινό, από το πρώτο κιόλας τεύχος της, σατιρικά κόμικς και στριπ. Λεγόταν τότε ότι η Βαβέλ (και το περιοδικό Μαμούθ που είχε προηγηθεί) είναι περιοδικό ανθολογίας κόμικς όχι για παιδιά, που θεωρούνταν το βασικό κοινό των κόμικς, αλλά για ενήλικους. Αλλά προφανώς, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν αρκετός. Τα κόμικς που φιλοξένησε η Βαβέλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό κυμαίνονταν στο γενικότερο κλίμα ελευθεριότητας και ριζοσπαστισμού που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στα ευρωπαϊκά έντυπα, φιλοξενώντας τη δουλειά δημιουργών όπως ο Altan, ο Copi, ο Reiser, ο πατέρας της Μαφάλντα Quino, ο Wolinski, αλλά και ο Crepax, ο Moebius, o Enki Bilal, οι Munoz-Sampayo να κάνουν την εμφάνισή τους από τα πρώτα κιόλας τεύχη της. Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τεύχος της Βαβέλ Δυσανάλογα επιδραστική ειδικά αν αναλογιστούμε πως επρόκειτο για κόμικς, η Βαβέλ ήταν ένα έντυπο στο οποίο στράφηκε το κομμάτι εκείνο της νεολαίας της δεκαετίας του 1980 το οποίο ήταν μπουχτισμένο από τον συντηρητισμό των υπαρχόντων μίντια και την αναχρονιστική στάση της κυρίαρχης Αριστεράς απέναντι στην κουλτούρα. Εκτός από διάφορες μοντέρνες αφηγηματικές εκδοχές στα κόμικς και εκτός της καταλυτικής παρουσίας εκπροσώπων του χιουμοριστικού κόμικς που γεννήθηκαν μέσα στον ριζοσπαστισμό του Μάη του ’68, η Βαβέλ λειτούργησε ταυτόχρονα ως υπέρμαχος πολιτικού φιλελευθερισμού σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν – μεταξύ άλλων – εξαιρετικά κείμενα για τον κινηματογράφο, τη γραφιστική, αλλά και κείμενα παρέμβασης για το AIDS, τα ναρκωτικά κ.ά. Όλα αυτά συνοδευόμενα από πολλών λογιών στήλες, κείμενα και διηγήματα, μα κυρίως γουστόζικα ενορχηστρωμένα, τυλιγμένα μέσα σε εντυπωσιακούς γραφιστικούς πειραματισμούς, με τον Σταύρο Κούλα να αφήνει το αποτύπωμα των «γουορχολικών» και ποπ επιρροών του (μετά την αποχώρηση του Γιώργου Μπαζίνα, η γραφιστική πρωτοπορία που ερχόταν από περιοδικά τύπου Actuelle αλλά και από αμιγώς κόμικς προσπάθειες όπως το Frigidaire επικράτησαν), αλλά και αργότερα τον Soto Anagno να αφήνει το στίγμα του στο lay-out του περιοδικού. Κόμικς και άλλα κόμικς Η Βαβέλ σύστησε στο ελληνικό κοινό σπουδαίους δημιουργούς και μεταξύ τους ορισμένους κλασικούς, όπως ο δημιουργός του ντετέκτιβ Σπίριτ Will Eisner, o δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε Hugo Pratt, o «μάγος» από την Αργεντινή Alberto Breccia που πειραματιζόταν όσο κανείς με το χρώμα και την «αφή» της γραμμής, ο υπερρεαλιστής Caza, o Gotlib, o Pazienza, o Vuillemin, ο Mordillo, o Margerin, ο Liberatore, o Loustal, o Igort, o Tardi, o Daniel Clowes (που στην Ελλάδα μας συστήθηκε καλύτερα με το κόμικς Υπομονή, εκδ. Οξύ), ο Ralf König που με τα κόμικς του σατίριζε τον κοινοτισμό των γκέι, και τόσοι άλλοι. Παράλληλα όμως έδωσε βήμα σε σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς να αναδειχθούν μέσα από τις σελίδες της. Από τη Βαβέλ ξεκίνησε ο Αρκάς που πρωτοδημοσίευσε τα στριπ του με τον Κόκορα, στη Βαβέλ άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες ο Γιάννης Καλαϊτζής την Τσιγγάνικη ορχήστρα, το πρώτο μοντέρνο ελληνικό graphic novel, έναν συναρπαστικό εικονογραφικό περίπατο στην μεταπολιτευτική Αθήνα του 1980, εκεί πρωτοεμφανίστηκε ο χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο οποίος δημοσίευσε κυρίως τη δεκαετία του ‘90 συναρπαστικά γκέι κόμικς με θέμα τον έρωτα, τον εικαστικό Γιώργο Μπότσο, την Έλενα Ναβροζίδου και τον Κώστα Βιτάλη με τα ποιητικά και «ακραίου ερωτισμού» κόμικς που δημιούργησαν, τον Νίκο Κούτση, τον Νικόλα Κούρτη, τον Κώστα Μανιατόπουλο, τον Λέανδρο με την χαοτική και ιδιοφυή σχεδιαστική γραμμή του που κατάφερε να ενθουσιάσει ακόμα και τον θρύλο Moebius σ’ ένα από τα φεστιβάλ της Βαβέλ στο Γκάζι, τη Μαρία - Ηλέκτρα Ζογλοπίτου, τον Σπύρο Βερύκιο κ.ά. Μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές του περιοδικού, κατά την κρίση μου, ήταν μια δημιουργική σύγκρουση που φιλοξενήθηκε στα τεύχη 32-33. Στο τεύχος 32 πρωτοδημοσίευσε τον «Ευρύμαχο» ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, πεντασέλιδο εικαστικής καταγωγής κόμικς που συνοδευόταν από μια «συστατική επιστολή» του καθηγητή του, Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ισχυριζόταν ότι «η ζωγραφική και το χρώμα οδηγεί σε άλλου είδους κόμικς» σε αντίθεση με «τα παραμύθια των μυών, τα κακοσχεδιασμένα ή τα υποπαράγωγα της σιχασιάς και της απογοητεύσεως». Ο Τσαρούχης αντιτασσόταν στα κόμικς ηρωικής φαντασίας, που κατά τη γνώμη του δεν ήταν παρά «τροποποιημένες από τον ρατσιστικό μικροαστισμό και ισχνό ρασιοναλισμό, απεικονίσεις των ζωοφόρων του 4ου αιώνα». Στο επόμενο τεύχος στον Τσαρούχη απάντησε ο Αντώνης Ευδαίμων (ο Αρκάς, πριν γίνει ευρύτερα γνωστός), υποστηρίζοντας ότι ο Τσαρούχης είναι εγκλωβισμένος στα κλισέ που ακολουθούν την τέχνη των κόμικς, και όπως και άλλοι διανοούμενοι, έτσι και αυτός, όταν δεν την αφορίζουν ως αντιδραστικό προϊόν της δυτικής υποκουλτούρας προσπαθούν να βρουν συγγενείς της στις άλλες τέχνες ή στην ιστορία, για να καταδείξουν αφενός μεν ότι δεν είναι μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη τέχνη, αφετέρου ότι υπάρχουν και πολύ καλύτερα παραδείγματα. Αντίθετα, λέει, τα κόμικς είναι μια εντελώς καινούργια τέχνη με τους δικούς της κανόνες και τα δικά της μέσα, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο σε έντυπη μορφή καθώς «η ένταξή τους μέσα στο είδος του εντύπου, η προσαρμογή τους στο μέγεθός του, η σελιδοποίησή του, δεν είναι απλά τεχνικά θέματα, είναι αισθητικά προβλήματα, καθώς τα κόμικς αποκτούν πλήρη υπόσταση μόνο όταν τυπωθούν». Τέλος αναφέρει πως, όπως κάθε καινούργια τέχνη, έτσι και τα κόμικς δανείζονται από τις προηγούμενες, ενώ όσοι κάνουν κόμικς δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποδείξουν πως είναι λογοτέχνες, πως ξέρουν να κάνουν κινηματογράφο, πως ξέρουν να ζωγραφίζουν, ούτε καν πως ξέρουν να σχεδιάζουν. Τα κόμικς χειρίζονται κάτι ξένο στις εικαστικές τέχνες: τον χρόνο. Κάθε καρέ είναι ανολοκλήρωτο χωρίς το επόμενο και το προηγούμενο, ενώ όσο πιο ολοκληρωμένο είναι τόσο πιο δυσκίνητο γίνεται. Επιδραστικότητα με αντίκτυπο Η επιδραστικότητα της Βαβέλ δεν φαινόταν μόνο στην απήχησή της ιδίως στις τάξεις των νέων – οι φοιτητές κυκλοφορούσαν με μια Βαβέλ στο χέρι. Η επιδραστικότητα του εντύπου αυτού καθώς και η δουλειά που είχε ρίξει η ομάδα πίσω από το περιοδικό, αναφορικά με την απενοχοποίηση των κόμικς και την γνωριμία σπουδαίων δειγμάτων της τέχνης αυτής με το αναγνωστικό κοινό, φάνηκε στα φεστιβάλ που διοργάνωσε το περιοδικό. Στα 14 Φεστιβάλ που διοργανώθηκαν συνολικά από το 1996 (επέτειος 15 χρόνων κυκλοφορίας του περιοδικού) μέχρι και το 2012 (όλα πραγματοποιήθηκαν στην Τεχνόπολη, πλην του τελευταίου που έλαβε χώρα στη Διπλάρειο Σχολή), έγιναν δεκάδες εκθέσεις και εκδηλώσεις, ενώ σπουδαίοι δημιουργοί τίμησαν με την παρουσία τους το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Αθήνας ή Φεστιβάλ της Βαβέλ, όπως έμεινε τελικά στην ιστορία. Από τον – πατέρα της Μαφάλντα και πρόσφατα εκλιπόντα – Quino, ο οποίος όπως μας αναφέρει η συνεκδότρια του περιοδικού Νίκη Τζούδα, ακούραστος έμενε στους χώρους του Φεστιβάλ ολημερίς μιλώντας με το κοινό και υπογράφοντας τις δουλειές του, τους Francesco Tulio Altan, Daniele Brolli, Max Cabanes, Pablo Echaurren, Édika, Vittorio Giardino, Jacques de Loustal, Frank Margerin, Lorenzo Mattotti, Miguelanxo Prado, Philippe Vuillemin, αλλά και τον Moebius, τον Jeff Smith του Bone, τον Max Andersson, τον Thomas Ott, τον König, τη δημιουργό του Περσέπολις Marjane Satrapi, τον μαιτρ του νουάρ José Muñoz, τις δημιουργικές ομάδες όπως η L’ Association των Lewis Trondheim και David B. και η Ultrapop. Προφανώς συμμετείχαν και σπουδαίοι έλληνες καλλιτέχνες, ο Αρκάς, ο Διαμαντής Αϊδίνης, ο Σπύρος Βερύκιος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Λέανδρος, ο Γιάννης Ιωάννου, ο Νίκος Κούρτης, ο Γιάννης Καλαϊτζής, η Έλενα Ναβροζίδου, κ.ά., με έργα τους και μοναδικές εγκαταστάσεις. Μοναδική στιγμή των Φεστιβάλ, η έκθεση πρωτότυπων έργων του Will Eisner. Η Βαβέλ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κοινό προσλαμβάνει τα κόμικς ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην αισθητική και την πολιτική χειραφέτηση των αναγνωστών της. Της είμαστε ευγνώμονες. Και το σχετικό link...
  19. Αν ένα ελληνικό βιβλίο κόμικς έχει γίνει θρύλος στο πέρασμα των περίπου 40 ετών από τότε που ξεκίνησε να δημιουργείται, αυτό είναι η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή. Το πρώτο μέρος της δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1981 στο έβδομο τεύχος ενός επίσης θρυλικού περιοδικού, της «Βαβέλ», που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα αναζητώντας το στυλ της και παρέχοντας τον χώρο της σε Έλληνες καλλιτέχνες, που πειραματίζονταν πάνω στη γλώσσα των κόμικς έχοντας κυρίως επιρροές από Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Μπορεί η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» να μην ολοκληρώθηκε στη «Βαβέλ», κυκλοφόρησε όμως ολόκληρη από τις εκδόσεις Πολύτυπο το 1984 με την ένδειξη «Εικονογράφημα»! Ολόκληρη; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς ο Καλαϊτζής στην τελευταία σελίδα άφηνε να εννοηθεί ότι η αστική περιπέτεια του παράξενου ζεύγους των πρωταγωνιστών θα έχει και συνέχεια. «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα». Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Ο Καλαϊτζής συνέχισε να δημιουργεί μοναδικά κόμικς όπως «Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και το «Ο Τυφών», να γελοιογραφεί, να σκιτσάρει αλλά στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν επέστρεψε ποτέ. Ίσως και να μη χρειαζόταν κάτι τέτοιο καθώς η ιστορία είναι τόσο επιτηδευμένα ανολοκλήρωτη που οποιαδήποτε παρέμβαση θα αλλοίωνε το αρχικό της περιεχόμενο: την απόπειρα καταγραφής ενός 24ώρου του τρόμου για ένα ζευγάρι στα όρθια ερείπια μιας εφιαλτικής και γκροτέσκο Αθήνας που καταρρέει ακροβατώντας ανάμεσα στον υπερφίαλο και κατευθυνόμενο δυτικό της προσανατολισμό και το ανατολικό της παρελθόν. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα μπορούσε να είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την Αθήνα του ’80. Ή ένα ρεπορτάζ με θέμα τη ζωή ενός εργαζόμενου στην πόλη. Ή μια ηθογραφία της εποχής. Μια ερωτική ιστορία ίσως. Ένα πολιτικό σχόλιο για τις αντιφάσεις της Αριστεράς και την αδυναμία συνεννόησης των δυνάμεών της. Μια καταγγελία του κράτους του χωροφύλακα που συντηρούσε η Δεξιά. Μια πινακοθήκη χαρακτηριστικών μορφών και φυσιογνωμιών της πόλης. Μια συλλογή από γκράφιτι, συνθήματα, τίτλους εφημερίδων και επιγραφές. Ένα road κόμικς στους μποτιλιαρισμένους δρόμους ανάμεσα σε τρόλεϊ, αδέσποτα σκυλιά, τσοντάδικα, ματατζήδες, διαδηλωτές, ταξιτζήδες, κλειδαράδες, γαλατάδες, μπανιστιρτζήδες, παλαιοπώλες, καφετζήδες, ψαροπώλες, θυρωρούς, σουβλατζήδες, πλανόδιους μουσικούς και χορευτές, ξενοδόχους, επαίτες και ρεμπέτες. Ένα μητροπολιτικό σάουντρακ με κλαρίνα, κιθάρες, ροκ, ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, μεγάφωνα από Ντάτσουν με καρπούζια και τον Σαββόπουλο να υπενθυμίζει «Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» δίπλα στον Βελουχιώτη. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά. Είναι όλα αυτά μαζί. Μα πάνω απ’ όλα είναι η απελπισμένη απόπειρα απόδρασης ακριβώς από όλα αυτά. Είναι η αγωνία του σκιτσογράφου Κώστα Φαναρτζή, εργαζόμενου στην εφημερίδα «Η Σημαία», και της Έφης που μόλις γνωριστήκανε και για τους οποίους ο αναγνώστης δεν μαθαίνει τίποτα ως προς τον πρότερο βίο τους και φυσικά απολύτως τίποτα για τον μεταγενέστερο (εκτός από το ότι είχαν κανονίσει το επόμενο πρωί να πάνε στο «Πολύτοπο» του Ξενάκη στις Μυκήνες), να βρεθούν λίγο μόνοι. Να κάνουν σεξ. Οπουδήποτε. Με κάθε αντίτιμο και τίμημα. Και να επιστρέψουν σώοι στα σπίτια τους περνώντας από τις συμπληγάδες της απειλητικής Αθήνας. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Στον δρόμο της επιστροφής θα συναντήσουν μια, κατά την Έφη, «Κατίνα» που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Κώστα και πραγματική κυρα-Κατίνα που πηγαίνει στη νυχτερινή δουλειά της στον Άγιο Σώστη. Και η διαδρομή θα ολοκληρωθεί με ραδιοφωνικές ειδήσεις («Ο πρωθυπουργός κύριος Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχωρεί αύριον διά Δυτικήν Γερμανίαν κατόπιν προσκλήσεως του καγκελαρίου κυρίου…»), τραγούδια («Λεε - καλέ - λεεεμοοονάκι μυρωδάτοοο…»), βουκολικό γλέντι («Λέιντις εντ τζέντλεμεν, δε γκρικ φολκ ντάνσες γκρουπ, ριπριζέντ τουνάιτ ντάνσες εντ σονκς οφ Μακεντόνια εντ Θρας, ντάνσες οφ Κρετ…»), λίγα μαχαιρώματα και μια απρόσμενη συνάντηση με τον σουρωμένο Νίκο που φιλοσοφεί λίγο πριν το χάραμα. Το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης ορχήστρας» (εκδ. Πολύτυπο, 1984) Η ημερήσια «εκδρομή» του Κώστα και της Έφης στην εξπρεσιονιστική και κλειστοφοβική Αθήνα που φιλοτεχνεί ο Καλαϊτζής με αποστροφή για την Αθήνα αλλά και συμπάθεια για τους γραφικούς Αθηναίους (δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό για τους Αθηναίους) μπορεί να ιδωθεί και ως μια νουάρ κατάδυση στην Καρδιά του Σκότους. Μια χιουμοριστική «Αποκάλυψη Τώρα» που κάθε βήμα σε στέλνει όλο και πιο βαθιά στην Κόλαση χωρίς καμία διαφυγή. Η Αθήνα αυτή που υπακούει στον Τρόμο του Κενού καθώς ο Καλαϊτζής δεν αφήνει ούτε σπιθαμή χώρου ανεκμετάλλευτη, γεμίζοντας κάθε σημείο της ζωγραφικής του επιφάνειας με πρόσωπα, λόγια, φωνές, κτίρια, οχήματα και αντικείμενα που αποδίδουν πιστά το χάος της πρωτεύουσας στις αρχές του ’80 (με μικρές διαφορές από το σύγχρονο χάος). Ασπρόμαυρη στο κλίμα των κόμικς των Munoz και Sampayo, φλεγματική όπως οι περιπέτειες της «Ada» και του «Colombo» του Altan, σκοτεινή όπως οι αφηγήσεις του Alberto Breccia, η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη μεγάλης έκτασης ιστορία των ελληνικών κόμικς και για όσους τη διάβασαν (διαβάσαμε) τότε, μία από τις καλύτερες γνωριμίες με το είδος. Το διονυσιακό πνεύμα της σε ένα κλίμα ασχημάτιστου και οργιώδους πανηγυριού διατηρήθηκε και στα κόμικς του Καλαϊτζή των επόμενων δεκαετιών ενώ οι επιδράσεις της στους Έλληνες δημιουργούς κόμικς είναι ακόμα ορατές. Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα αποτελεί πάντα μια όχι-και-τόσο παραμορφωμένη αντανάκλαση της Αθήνας και ταυτόχρονα ένα αριστουργηματικό έργο από έναν κορυφαίο δημιουργό. Καρέ από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Και το σχετικό link...
  20. Το φθινόπωρο του 1987 το περιοδικό Βαβέλ διοργανώνει την πρώτη του έκθεση που είναι αφιερωμένη στα κόμικς, με τίτλο Ο Κόσμος των Κόμικς (και όχι μόνο). Η έκθεση έγινε στον χώρο τέχνης «Εύμαρος» και διήρκησε από τις 29 Οκτωβρίου έως τις 13 Νοεμβρίου. Συμμετείχαν οι δημιουργοί: Διαμαντής Αϊδίνης, Francesco Tulio Altan, Γιώργος Ακοκαλίδης, Τάσος Αποστολίδης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αρχέλαος, BAS Βασίλης Μητρόπουλος, Jordi Bernet, Anna Brandoli, Alberto Breccia, Serge Clerc, Γιάννης Διαλινός, Κορνήλιος Διαμαντόπουλος, Pablo Echaurren, Πέτρος Ζερβός, Vittorio Giardino, Λάζαρος Ζήκος, Josse Sandrin, Τόνι Ιακωβίδης, Ζαφείρης Ιωσηφίδης, Γιάννης Ιωάννου, Αντώνης Καλαμαράς, Άγης Κελπέκης, Γιάννης Κομνηνός, Σταύρος Κούλας, Σωτήρης Κομνηνός, Γιάννης Κουρούδης, ΚΥΡ, Αντώνης Κυριακούλης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Jacques de Loustal, Κώστας Μητρόπουλος, Μιχάλης Μιχαήλ, Βολφ Μουγιάννη, Σόλης Μπαρκής, Jose Munoz, Γιώργος Μπότσος, Ζορζ Μπρεγιέ, Νίκος Πάνος, Παντελής Παντελόπουλος, Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, Γρηγόρης Παπαδάκος, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Βαγγέλης Παυλίδης, Andrea Pazienza, Χρήστος Πικριδάς, Αριστείδης Ρωμανός, Χάρης Σουρβίνος, Στάθης, Ιορδάνης Στυλίδης, Κατερίνα Σχοινά, Ηλίας Ταμπακέας, Κώστας Τζεβελέκος, Εύα Τούρτογλου, Ηλίας Τουφεξής, Ομάδα Frigidaire, Δημήτρης Φινίνης, Μανώλης Χάρος, Ούλι Χωυπέλ. Τα κόμικς έχουν κατακτήσει τον κόσμο… «Παιδί» του εικοστού αιώνα, από τις χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές εκφράσεις της εποχής μας, κατακτά συνεχώς καινούριους φίλους κι εξακολουθεί να σαγηνεύει τους παλιότερους. Οι ήρωες των κόμικς ζουν ανάμεσά μας, μοιράζονται την ίδια καθημερινότητα, βασανίζονται από τα ίδια ερωτήματα, απογοητεύονται, πάσχουν. Ή ζουν σε κόσμους εξωτικούς, φιγούρες απόμακρες και αυτάρεσκες, σ’ εποχές πολύ παλιές ή μελλοντικές, μακριά από τη δική μας ρουτίνα, και γι’ αυτό πιο αγαπημένοι: γιατί εικονογραφούν τα όνειρά μας και μας συντροφεύουν στις δραπετεύσεις μας. Για να πλάσουν αυτούς τους ήρωες, οι δημιουργοί αντλούν απ’ όλες τις γνωστές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης: από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, την τυπογραφία, τη μουσική. Η ιστορία, οι διάλογοι, το σχέδιο, το χρώμα, το μοντάζ των εικόνων, η σελιδοποίηση, οι «χαρακτήρες», όλα χρησιμοποιούνται σ’ ένα δημιουργικό αμάλγαμα, με το πάθος και τη μέθοδο των παλιών αλχημιστών, για να φτιαχτεί το κόμικ. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, τα κόμικς δεν είναι πια μόνο «μίκυ – μάους». Έχει γίνει πολλή και σοβαρή δουλειά από δημιουργούς και περιοδικά, μ’ αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα ευρύ και απαιτητικό κοινό για το «ενήλικο» κόμικ. Η εκδήλωση αυτή απευθύνεται σ’ αυτό ακριβώς το κοινό: φιλοδοξεί αφ’ ενός να φέρει πιο κοντά τους φίλους του κόμικ με τους δημιουργούς και τα έργα τους, αφ’ ετέρου να βοηθήσει να φτιαχτούν νέες σχέσεις και φιλίες με το είδος. Ακόμη να προσφέρει στους δημιουργούς καινούρια εναύσματα. Να γίνουν συζητήσεις για ό,τι εννοούμε ουσία του κόμικ. Να βρούμε τις σχέσεις του κόμικ με άλλες μορφές τέχνης, τις σχέσεις του με τη ζωή μας και τις προσδοκίες μας. Η έκθεση των πρωτοτύπων και των εντύπων συνοδεύεται από παράλληλες εκδηλώσεις. Προσπαθούμε, μ’ αυτό τον τρόπο, να δείξουμε τις συσχετίσεις και την αλληλοτροφοδότηση των διάφορων μορφών έκφρασης. Μα και τη σχέση τους με τη ζωή μας. Γιατί; …Η ζωή ίσως να είναι κόμικς, μωρό μου… (εισαγωγικό σημείωμα του καταλόγου) Η έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Μιχάλη Μιχαήλ.
  21. Επερχόμενο ντοκιμαντέρ αναφορικά με το εμβληματικό περιοδικό Βαβέλ και τα φεστιβάλ που διοργάνωνε. Αντιγράφω από τη σχετική σελιδα που άνοιξε σήμερα στο φβ === Αθήνα, Φεβρουάριος 1981. Πως μια παρέα ανθρώπων, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη τους για την 9η Τέχνη, έμαθαν στο ελληνικό κοινό ότι τα κόμικς δεν είναι μόνο για παιδιά. Η ιστορία του Θρυλικού περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο) Βαβέλ και των διεθνών φεστιβάλ που διοργάνωνε. Ντοκιμαντέρ. Athens, February 1981. How a group of people motivated by their shared love for the ninth Art, introduced Greek readers to the culture of comic books that are not just for kids. The Story of the legendary comics magazine Βαβελ and international comics Festivals. Documentary. Μαζί με`: Niki Tzouda, Σταύρο Κούλα, Yannis Nenes, Angelos Frantzis, George Botsos, Αντωνιος Νικολοπουλος, Katerina Barabouti, Nikos Xydakis, Christos Xanthakis, Αλέξης Καλοφωλιάς, Θοδωρής Κούτσης, @Έλενα Ναβροζίδου, @Pavlos Petridis. Camera: Κώστας Καπερνάρος, Christos Tolis, Evi Tsadari, @Giannis Kapernaros Film Editing & Color Grading: Michael Kalligeris Music: Vassilis Mantzoukis / Cello: Nikos Papaioannou / Mix: Chris Parapagidis Sound Design: Sotiris ElDot Laskaris, Kostas Filaktidis Illustrator : Sotos Anagnos, Natasa Polizou B & W Photos: François L'Hotel Poster: Stavros Koulas, Sotos Anagnos Written & Directed : Meletis Miras === Μιχάλης Καλλιγέρης @imdb
  22. Μόνιμη στήλη στο περιοδικό CINE 7 για τα κόμικς, από τον Γιώργο Τραγάκη και τον SOLIS Μπαρκή. Όποιος έχει τα τεύχη ας μας ενημερώσει για την ημερομηνία δημοσίευσης,
  23. Δημιουργεί γελοιογραφίες και κόμικς εδώ και πενήντα χρόνια. Και δεν έχει χάσει ούτε στο ελάχιστο την αιχμηρή του γλώσσα, τον σαρκασμό του, την ειρωνεία του απέναντι στους πολιτικούς αλλά και σε αυτούς που τους εκλέγουν. Ο Francesco Tullio Altan μιλά στην «Εφ. Συν.» για την πολιτική γελοιογραφία σε μια «όχι και τόσο σοβαρή» εποχή. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε από τις σελίδες της «Βαβέλ» μέσω των σαρκαστικών γελοιογραφιών του και των απολαυστικών κόμικς του με το σουρεαλιστικό χιούμορ και τις εξπρεσιονιστικές φιγούρες. Ο Altan, ένας θρύλος της ευρωπαϊκής γελοιογραφίας, βρέθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στην Αθήνα, καλεσμένος της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων στο πλαίσιο της έκθεσης «Democrisis». Με τα έργα του και την ομιλία του προς το κοινό και τους συναδέλφους του στον εκθεσιακό χώρο του Μετρό Συντάγματος απέδειξε ότι παρά τα εβδομήντα επτά του χρόνια θα βρίσκεται ακόμη για καιρό στην πρώτη γραμμή της μάχιμης πολιτικής γελοιογραφίας. Ίσως περισσότερο απαισιόδοξος απ’ ότι παλιά, πιο κυνικός, πιο λιγόλογος, αλλά πάντα ταγμένος ενάντια στην εξουσία και στην παθητική αποδοχή της από τη σιωπηλή, αδιάφορη πλειονότητα που κριτικάρει τα πάντα από τον καναπέ της. Ο Altan, με σπουδές Αρχιτεκτονικής στην Μπολόνια και στη Βενετία, το 1970 δοκίμασε την τύχη του στον κινηματογράφο όταν και ταξίδεψε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας για να εργαστεί στην παραγωγή ταινιών ως σκηνογράφος και σεναριογράφος. Επέστρεψε πέντε χρόνια αργότερα στην Ιταλία και ξεκίνησε να δημιουργεί ιστορίες κόμικς για παιδιά με κεντρική πρωταγωνίστρια το σκυλάκι Pimpa. Αυτή η σειρά συνεχίστηκε για είκοσι ολόκληρα χρόνια και η μεγάλη δημοφιλία της έκανε διάσημο τον Ιταλό δημιουργό, επιτρέποντάς του παράλληλα να δημιουργεί κόμικς και γελοιογραφίες για ενήλικους που δημοσιεύονταν σε περιοδικά όπως το «Corriere dei Piccoli» και το θρυλικό «Linus» και εμβληματικές εφημερίδες της Αριστεράς όπως η «Repubblica» και η «L' Unità» σε μια πολιτικά ταραγμένη περίοδο για την Ιταλία. Τα κόμικς του ξεχώριζαν πάντα για τους σαρκαστικούς διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά και για τη μοναδική του μέθοδο να σχολιάζει κάτω από τα καρέ τα όσα συνέβαιναν στην ιστορία με άφθαστο κυνισμό και πικρό χιούμορ. Η πλειονότητα των ιστοριών του χαρακτηριζόταν από σουρεαλισμό και απίστευτες καταστάσεις στα πέρατα της Γης, σε εξωτικά μέρη, σε περιοχές που η αποικιοκρατία άφηνε ανεξίτηλο το στίγμα της και με πρωταγωνιστές, αποτυχημένους τυχοδιώκτες που δεν επέτρεπαν ποτέ την ταύτιση του αναγνώστη μαζί τους. Έχει βραβευτεί κατ’ επανάληψη για τα κόμικς του και τις γελοιογραφίες του που έχουν εκτεθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης και έχουν δημοσιευτεί σε δεκάδες έντυπα, με πιο σταθερά το ιταλικό «Panorama» και την «L’ Espresso». Μια συνέντευξη μαζί του, έστω και σύντομη, έστω και με τον λακωνικό του λόγο, καθώς προτιμά να διατυπώνει τις απόψεις του κυρίως με τα έργα του, είναι πάντα διαφωτιστική για την πολιτική κατάσταση της Ιταλίας και της Ευρώπης, αλλά και για τον ρόλο των γελοιογράφων στην εποχή της παντοκρατορίας των ΜΜΕ και της διαπλοκής τους με την πολιτική και οικονομική εξουσία. Μια τέτοια συνέντευξη κρίναμε πως είναι προτιμότερο να αρχίσει με το πρώτο του κόμικς για ενήλικους αναγνώστες, το «Τρίνο», με πρωταγωνιστή έναν διαφορετικό προλετάριο «θεό-δημιουργό» στις υπηρεσίες ενός αργόσχολου, μεγαλύτερου «θεού» που παίζει τον ρόλο του αφεντικού χωρίς σκοπό και όραμα. Ένα αλληγορικό κόμικς που υπενθυμίζει οδυνηρά την εξάρτηση της πολιτικής εξουσίας από την οικονομική με τη συνειδητοποίηση και την κατάδειξη του ποιος έχει το πάνω χέρι, πόσο αμοραλιστής είναι και πόσο αυταπατώνται όλοι όσοι εναποθέτουν στο πολιτικό προσωπικό τις ελπίδες τους για τη βελτίωση της ζωής τους. ● Ο Τρίνο ήταν τελικά ένας θεός κακός, αδιάφορος ή κάτι χειρότερο; Ο Τρίνο είναι ένας θεός-δημιουργός στη δούλεψη ενός αφεντικού. Ότι μπορεί κάνει κι αυτός. ● Για πέντε δεκαετίες δημιουργείτε κόμικς και γελοιογραφίες που αναφέρονται κυρίως στην πολιτική. Πώς είναι να σατιρίζει κανείς τη συνήθη κατάσταση που στην καλύτερη περίπτωση παραμένει η ίδια, αν δεν χειροτερεύει. Είναι αλήθεια πως η κατάσταση δεν βελτιώνεται. Υπάρχουν γελοιογραφίες που σχεδίασα πριν από 40 χρόνια και είναι ακόμα εξαιρετικά επίκαιρες. Πιστεύω όμως πως για να κάνει κανείς σάτιρα, μια ιδέα απελπισμένης αισιοδοξίας είναι απαραίτητη. ● Η σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Ιταλία είναι πιο ευνοϊκή για τη σάτιρα απ’ ότι στο παρελθόν; Δεν θα το ’λεγα. Σήμερα οι πολιτικοί κάνουν τα πάντα μόνοι τους, ακόμα και την καρικατούρα του εαυτού τους. ● Σε σχέση με την ταραγμένη δεκαετία του ’70 είναι πιο δύσκολο να βρείτε θέματα; Θέματα βρίσκονται πάντα, όμως η κατάσταση της εποχής του ’70, αν και κρίσιμη, είχε τουλάχιστον μια σοβαρότητα. Τώρα είναι κρίσιμη, αλλά ελάχιστα σοβαρή. ● Ο Τσιπούτι, ένας εργάτης σαρκαστικός και κυνικός, σε μόνιμη αντιπαράθεση με τα αφεντικά, αλλά και αυστηρός με την τάξη του, πού βρίσκεται σήμερα; Ενσωματώθηκε, βολεύτηκε ή συνεχίζει να αντιστέκεται; Αντιστέκεται, αλλά βγαίνει σπάνια από το σπίτι του. ● Προτιμάτε να κάνετε κόμικς ή γελοιογραφίες; Τι σας ευχαριστεί περισσότερο; Μ’ αρέσουν και τα δύο, αλλά για τα κόμικς χρειάζεται μια ενέργεια που δυστυχώς δεν διαθέτω πια. Οπότε, γελοιογραφίες. ● Αυτή την εποχή της διαδεδομένης διαφθοράς των μέσων ενημέρωσης, πώς διαγράφεται ο ρόλος του γελοιογράφου; Είναι ρόλος αντίστασης ή ένα άλλοθι; Είναι μια απόπειρα να προτείνει κανείς ένα διαφορετικό βλέμμα πέρα από την κυρίαρχη οπτική. Η γελοιογραφία είναι μια μικρή αντίσταση. * Οι γελοιογραφίες και η φωτογραφία του Altan προέρχονται από τον κατάλογο της έκθεσης «Democrisis» που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2019 στο Μετρό του Συντάγματος από τη Λέσχη Ελλήνων Γελοιογράφων. Βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά Τρίνο (εκδ. Ars Longa, 1987) O Τρίνο, ένας διαφορετικός «θεός» στη δούλεψη ενός βαριεστημένου, ανώτερου «θεού» είναι ελεύθερος να δημιουργήσει τον κόσμο. Υπόκειται όμως σε έναν περιορισμό: «Μπορείτε να δημιουργείτε ότι θέλετε. Αλλά δεν θα ’θελα να σκορπίζετε τα λεφτά μου» είναι μια από τις ελάχιστες εντολές που παίρνει. Κι έτσι του δένονται τα χέρια. Colombo (εκδ. Βαβέλ, 1986) Η Αμερική δεν ανακαλύφθηκε ακριβώς όπως μαθαίναμε στο σχολείο. Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ένας σιχαμερός και κυνικός καπετάνιος. Αλλά κι οι ναύτες του δεν πήγαιναν πίσω. Και η άφιξή τους στον Νέο Κόσμο μπορεί να μην επιβραβεύτηκε με χρυσάφι και δόξα αλλά είχε πολλά βασανιστήρια, ιθαγενείς αιχμαλώτους και πικρό χιούμορ για την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Ada (εκδ. Βαβέλ, 1983) Μια πλούσια κληρονόμος ταξιδεύει στις ανεξερεύνητες κι αχαρτογράφητες ζούγκλες της Αφρικής για να βρει τον ξάδελφό της και να εισπράξει μια περιουσία. Και ζει απίστευτες παρωδίες περιπέτειας, τη μια μετά την άλλη, ανάμεσα σε πεινασμένους κροκόδειλους, δυτικούς τυχοδιώκτες και ηλίθιους ναζί που μεταφέρουν την ευρωπαϊκή παράνοια του Μεσοπολέμου στην άλλη άκρη της Γης. 'Τέρμα η Αυτολογοκρισία, Είμαι ένας Μαλάκας', 'Αυτοκαταστροφή' (εκδ. Βαβέλ) Δυο συλλογές γελοιογραφιών του Ιταλού δημιουργού από τη δεκαετία του 1980 με βαθύτατο πολιτικό περιεχόμενο και πρωταγωνιστή σε πολλές από αυτές τον κυνικό, απαισιόδοξο και ετοιμόλογο βιομηχανικό εργάτη Τσιπούτι, σταθερό χαρακτήρα των γελοιογραφιών του Altan: «Πώς τα πάει η κυβέρνηση Τσιπούτι;» «Δεν ξέρω. Είναι λίγος καιρός που δεν τη βλέπω». Και το σχετικό link...
  24. Το παρακάτω δισέλιδο δημοσιεύθηκε στην Βαβέλ τ.111, δια χειρός Vuillemin. Χιουμοράκι στα πρότυπα του "Ποιά Ελένη;" που αποδεικνύει ότι μερικές μ@λ@κίες που λένε τα παιδιά είναι καθολικές. Το scan το πήρα από την αρχειοθήκη κόμικς, το όνομα του scanner είναι άγνωστο. Τον ευχαριστούμε πάντως.
  25. Τα κόμικς επικοινωνούν με όλες τις τέχνες, δανείζονται στοιχεία από αυτές και δανείζουν επίσης. Το Φεστιβάλ Κόμικς της Βαβέλ επιχείρησε να προάγει αυτή τη συνομιλία μεταξύ των τεχνών τοποθετώντας τα κόμικς στο επίκεντρο. Το πέτυχε για 14 φορές. Διεκόπη απότομα το 2012. Όλοι εύχονται μια μέρα, κάποιον Σεπτέμβρη όπως πάντα, να επιστρέψει. Τέτοιες μέρες, συνήθως τέλη Σεπτέμβρη, μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι φίλοι των κόμικς («και όχι μόνο» για να θυμηθούμε το πολυφορεμένο μότο που εισήγαγε η Βαβέλ) περίμεναν με ανυπομονησία το ετήσιο Φεστιβάλ Κόμικς. Ήταν το πρώτο φεστιβάλ κόμικς τέτοιου μεγέθους και τέτοιας διάρκειας που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Ξεκίνησε το 1996 με τον υπέροχο τίτλο «Τα Γήινα και Φλογερά Χρώματα της Μεσογείου» και καλεσμένους ορισμένους από τους κορυφαίους Ευρωπαίους δημιουργούς: Francesco Tulio Altan, Daniele Brolli, Max Cabanes, Pablo Echaurren, Édika, Vittorio Giardino, Jacques de Loustal, Frank Margerin, Lorenzo Mattotti, Miguelanxo Prado, Philippe Vuillemin. Οι Έλληνες που συμμετείχαν ήταν ή φτασμένοι δημιουργοί ή καλλιτέχνες που μεγαλούργησαν τα επόμενα χρόνια: Διαμαντής Αϊδίνης, Αρκάς, Σπύρος Βερύκιος, Σπύρος Δερβενιώτης, Γιάννης Ιωάννου, Λέανδρος Κοκκόρης, Νίκος Κούρτης, Γιώργος Μπότσος, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Φώτης Πεχλιβανίδης, Στάθης, Γιώργος Τραγάκης και οι πρόσφατα χαμένοι Γιάννης Καλαϊτζής και Χρήστος Δημητρίου. Εκείνη τη χρονιά συμπληρώνονταν 15 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του περιοδικού Βαβέλ που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημοσιοποίηση και τη διάδοση των κόμικς για ενήλικους στην Ελλάδα και γιορτάζονταν, επίσης σε ολόκληρο τον κόσμο τα «100 χρόνια των Κόμικς» με θεωρούμενη αφετηρία της ένατης τέχνης τη δημιουργία του εμβληματικού «Yellow Kid» από τον Richard Outcault το 1896 στις ΗΠΑ. Τον κατάλογο του φεστιβάλ προλόγιζε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, Δημήτρης Αβραμόπουλος, ενώ ο Γιώργος Σιούνας εκ μέρους των διοργανωτών έγραφε: «Πάνω απ’ όλα, όμως είναι η γιορτή, το πανηγύρι, το καρναβάλι. Ας αρχίσουν οι χοροί κι ας τους σύρουν οι δημιουργοί κι όσοι μας βοήθησαν σ’ αυτή τη δύσκολη προσπάθεια. Γιατί τα κόμικς είναι συμμετοχή και επαφή, είναι επικοινωνία και γλέντι. Καλώς ήρθατε στο μεγάλο γλέντι των κόμικς!» Από τότε οι άνθρωποι της Βαβέλ, η Νίκη Τζούδα, ο Γιώργος Σιούνας, η Εύη Τζούδα, η Βιβή Φωτοπούλου, η Παυλίνα Καλλίδου και οι φίλοι και συνεργάτες τους είχαν σκοπό να μετατρέπουν κάθε χρόνο, για λίγες αλλά γεμάτες ημέρες, το κέντρο της Αθήνας σε επίκεντρο των τεχνών με τα κόμικς να έχουν την πρώτη θέση, αλλά να μην είναι ποτέ μόνα τους. Γι’ αυτό και αντιμετώπιζαν το φεστιβάλ ως γιορτή. Ούτε ως ακαδημαϊκό συνέδριο, ούτε ως αποστειρωμένη έκθεση σε white cubes, ούτε ως μια συνάντηση των φανατικών των κόμικς και μόνο αυτών. Διαμόρφωναν το πρόγραμμα του φεστιβάλ που κάθε χρόνο μεγάλωνε με εκθέσεις, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες, κινούμενα σχέδια, κουκλοθέατρο, performances, εικαστικές δράσεις, workshops, ομιλίες, βιβλιοπαρουσιάσεις κ.α. Πολλοί τους κατηγόρησαν γιατί, λέει, δεν έκαναν ένα αμιγές φεστιβάλ κόμικς αλλά ένα πολυσυλλεκτικό πανηγύρι. Μα αυτός ήταν ο στόχος τους. Και τον πέτυχαν προσελκύοντας δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Και πάντα με ελεύθερη είσοδο (με εξαίρεση την τελευταία χρονιά που υπήρχε ένα συμβολικό αντίτιμο εισόδου λόγω αυξημένων εξόδων ελέω κρίσης). Όλα αυτά τα χρόνια παρευρέθηκαν στο φεστιβάλ ως καλεσμένοι, παρουσιάζοντας έργα τους και συνομιλώντας με το κοινό κορυφαίοι δημιουργοί κόμικς από ολόκληρο τον κόσμο: ο μετρ της επιστημονικής φαντασίας Moebius, ο Gilbert Shelton, δημιουργός των «Freak Brothers» και εκ των θεμελιωτών των underground κόμικς, ο πατέρας της «Μαφάλντα», Quino, ο εναλλακτικός Kaz, ο καταγραφέας του γιουγκοσλαβικού πολέμου Aleksandar Zograf, ο δημιουργός του «Luther Arkwright», Bryan Talbot, ο Jeff Smith με το «Bone», oι σκοτεινοί Max Andersson και Thomas Ott, ο Peter Kuper και ο Seth Tobocman με τα αντιπολεμικά κόμικς τους, ο Jordi Bernet, σχεδιαστής του «Torpedo», ο Liberatore του «RanXerox», ο Ralf König με το αυτοσαρκαστικό χιούμορ, η Marjane Satrapi με το αυτοβιογραφικό «Persepolis», ο José Muñoz, εκφραστής του σύγχρονου μετανουάρ, ο Brent Anderson που έδωσε μορφή στο «Astro City» του Kurt Busiek και αμέτρητοι ακόμα που έδωσαν το «παρών» στο Γκάζι (με εξαίρεση το 2002 που το φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στο Άλσος Στρατού στου Γουδή και το 2012 που έλαβε χώρα στη Διπλάρειο Σχολή). Κοντά σε αυτούς εξέθεσαν έργα τους και παρουσίασαν τις δουλειές τους δεκάδες Έλληνες δημιουργοί, αλλά και πολλές δημιουργικές ομάδες απ’ όλο τον κόσμο όπως η L’ Association, η Ultrapop, το Stripburger κ.α. Στη μνήμη όλων, όσοι επισκέπτονταν τακτικά το φεστιβάλ, δεν μπορεί φυσικά να μην έχει μείνει χαραγμένη η «κατάρα» των ημερών του Σεπτεμβρίου. Σχεδόν κάθε χρόνο, λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ κάτι φοβερό γινόταν: ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας το 1999, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001, ημέρα έναρξης του 6ου φεστιβάλ, καταρρακτώδεις βροχές σχεδόν κάθε χρόνο, διακοπές ρεύματος, όλα τα δεινά μαζί. Αλλά οι άνθρωποι του φεστιβάλ δεν πτοήθηκαν ποτέ. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τη στενότητα, που γινόταν ασφυκτική τα τελευταία χρόνια, το φεστιβάλ τα κατάφερε πολύ καλά. Έδειξε στην πράξη πώς μπορεί να διοργανωθεί ένα γεγονός τεράστιας κλίμακας με λίγα μέσα αλλά πολύ μεράκι και πολλή αγάπη από φίλους, γνωστούς και καλλιτέχνες. Έστρωσε, επίσης, τον δρόμο σε άλλα φεστιβάλ που ακολούθησαν και διαδέχτηκαν τη Βαβέλ, έστω και σε άλλο ύφος, με άλλους στόχους και, πιθανώς, με διαφορετική σύνθεση κοινού. Είναι αδιανόητο ότι σήμερα, ένα τόσο επιτυχημένο φεστιβάλ με ζωή 16 ετών δεν υπάρχει πια, πληρώνοντας, όπως τόσα και τόσα πολιτιστικά γεγονότα, το μάρμαρο της ελεεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ποτέ δεν είναι αργά, όμως, για μια νέα αρχή. Είναι βέβαιο ότι το κοινό, σαφώς πολυπληθέστερο από ότι το 1996, θα αγκαλιάσει και πάλι αυτή τη γιορτή και θα γίνει μέρος της όπως και τις 14 προηγούμενες φορές. Οι τίτλοι των 14 φεστιβάλ 1ο: Τα Γήινα και Φλογερά Χρώματα της Μεσογείου (1996) 2ο: Πόλεις (1997) 3ο: Από τη Σιωπή στην Έκρηξη – Ο Ήχος στα Κόμικς (1998) 4ο: Η Μνήμη του Μέλλοντος (1999) 5ο: Χα! (2000) 6ο: Φυγή (2001) 7ο: Το Άλλο Μισό του Ουρανού (2002) 8ο: Μακρινά Ταξίδια (2003) 9ο: System Terror (2004) 10ο: Αόρατοι (2005) 11ο: Όνειρο... Ίσως (2006) 12ο: Αστικοί Μύθοι (2007) 13ο: 13 (2009) 14ο: Αντοχή Υλικών (2012) Και το σχετικό link...
×
×
  • Create New...

Important Information

By using this site, you agree to our Terms of Use.