Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Βαβέλ'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Bonadrug

    ΤΑ ΑΛΜΠΟΥΜΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ

    #3 - Η ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΚΑΘΑΡΟ ΑΕΡΑ (REISER) Λοιπόν ημερομηνία δεν αναγράφεται αλλά πρέπει να είναι ένα από τα πρώτα άλμπουμ που εξέδωσε η Βαβέλ. Φέρει την ένδειξη Τα άλμπουμς της Βαβέλ Νο 3. Το άλμπουμ αυτό του Reiser πρέπει λοιπόν να βγήκε στην Ελλάδα γύρω στο 1983 (χρονιά που ο Reiser αποδήμησε εις τόπον χλοερό), έχει διαστάσεις 21Χ28, και 58 σελίδες. Μεταφραστής και λετερινγκ δεν χρειάζονται μια και τα σκίτσα του Reiser, όλα δημοσιευμένα στο Charlie Mensuel μεταξύ 1970 -1972, είναι βουβά. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι La Vie Au Grand Air (ο αγγλικός τίτλος είναι Fresh Air). Περιλαμβάνονται 19 ιστορίες, από μια έως πέντε σελίδες η καθεμία, με πρωταγωνιστές τα μέλη ενός πρωτόγονου αφρικάνικου χωριού που χρησιμοποιούνται για τις αναρχοσατιρικές επιδιώξεις του δημιουργού. O Reiser βλάσφημος όπως πάντα κατηγορήθηκε (δικαιολογημένα) για ρατσισμό γι αυτό του το έργο. Για τον Reiser βλέπε: Reiser: Αναρχικός, Βλάσφημος, Βίαιος και Ρομαντικός / Μαλανδράκης, Άρης, Έψιλον #135, 03 Νοε 1993 και Reiser: Η τρυφερή χυδαιότητα της εξέγερσης / Ηλίας Κανέλλης , Ταχυδρόμος, νο 205, 31/1/2004 Για το Charlie Mensuel εδώ Αφιέρωμα στον Jean Marc Reiser - Ομαδοποίηση Reiser
  2. germanicus

    Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΜΙΚΣ ΜΩΡΟ ΜΟΥ...

    δελεάζομαι να προσθέσω "οπότε πιάσε ένα τσιγαράκι" (και ο καθείς καταλαβαίνει ότι θέλει).... βέβαια σε αυτό το φόρουμ, ίσως να κόλλαγε "οπότε πιάσε ένα μπυρόνι" 3 ιστοριούλες του ήρωα των Carlos Sampayo (σενάριο) και José Muñoz (σκίτσο) (με τους δημιουργούς συμπρωταγωνιστές στην τελευταία που φέρει και τον τίτλο αυτής της έκδοσης). Δεν μπορώ να κάνω αντιστοίχηση με τις εκδόσεις στα γαλλικά (αν και πρωτοκυκλοφόρησε στην Ιταλία και οι δημιουργοί είναι ισπανόφωνοι) αλλά να αναφέρω ότι στη Γαλλία υπάρχουν 8 τόμοι (ο τελευταίος μόλις τον 1/06). Ένα μικρό σχόλιο. Πρώτα έγινε αυτή και μετά το Sin City του Miller. 88 χορταστικές α/μ σελιδούλες από τον Απρίλη του 90 και τη βαβέλ NOIR σε μετάφραση Γ.Σιούνας. 21χ27,5. ΥΓ 15/12/2007 κυκλοφόρησε από την Ελευθεροτυπία ο 8ος τόμος της σειράς το ΑΛΑΚ ΣΙΝΕΡ: ΥΠΟΘΕΣΗ ΗΠΑ
  3. ramirez

    ADA

    Άλλο ένα άλμπουμ του μεγάλου Ιταλού γελοιογράφου Altan. Αυτή τη φορά η ιστορία λαμβάνει χώρα στην Αφρική, λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Πρωταγωνίστρια είναι η Άντα Φρόουζ, η οποία από εσώκλειστη σε οικοτροφείο κορασίδων στην Αγγλία βρίσκεται στην Αφρικανική ζούγκλα αναζητώντας έναν άγνωστό της ξάδερφο, δικαιούχο της οικογενειακής περιουσίας. Παρωδία των αναλόγων ταινιών περιπέτειας και εξερεύνησης, καθώς και αισθηματικών δραμάτων με το ανάλογο εξωτικό φόντο. Χιούμορ πολύ κυνικό, που λατρεύουν οι φανς του Altan. Μέγεθος, τεχνοτροπία και στυλ αφήγησης ανάλογο με το άλλο άλμπουμ του Ιταλού σκιτσογράφου Colombo.
  4. Kabuki

    5 EINAI TO IΔΑΝΙΚΟ ΝΟΥΜΕΡΟ

    Δυστυχώς είναι το μόνο του εργο που έχει πεσει στα χερια μου κι ομολογώ ότι με ενθουσίασε! Η υπόθεση ειναι μια ιστορία εκδίκησης στους κόλπους της μαφίας. Ένας πατέρας μαφιόζος που έχει αποσυρθεί, θέλει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του γιού του. Το θέμα θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινότυπο - έχουν υπάρξει πολλά παρόμοια στην ιστορία του noir (κόμικς, λογοτεχνια, κινηματογράφος). Καταφέρνει όμως να ξεχωρίσει με διαφορά, αφενός μέσω του πολύ καλού και ιδιαίτερου σχεδίου και κινηματογραφικών καρέ, αφετέρου με την ιδιαίτερη εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Οι χαρακτήρες όπως συνηθίζεται στα noir, δεν είναι ούτε καλοί, ούτε κακοί. Είναι προϊόντα συγκυριών και καλών ή κακών επιλογών. Ο πατέρας, πρώην μαφιόζος, νυν εκδικητής, μεταμορφώνεται σελίδα τη σελίδα. Βγαίνει από το λήθαργο μιας ζωής συνταξιούχου, ανακτά το πάθος του για το "κυνήγι" και γεμάτος αδρεναλίνη ξεχύνεται σε έναν αγώνα όπου δεν του έχει μείνει τίποτα να χάσει- αυτό τον κάνει αληθινά επικίνδυνο. Είναι ελεύθερος, καθώς έχει ό, τι χρειάζεται. 5 είναι το ιδανικό νούμερο : Δυο χερια, δυο πόδια, μια φατσα. Και στη συνέχεια μεταλάσσεται και πάλι όπως θα ανακαλύψετε διαβάζοντας το άλμπουμ.. (όλα θα σας τα πω; ) Η έκδοση είναι πολύ καλή, το μόνο που με χάλασε λίγο καθώς δεν είμαι ιταλομαθής, είναι ότι διάφορες φράσεις στο background έχουν παραμείνει στα ιταλικά κι έμεινα με την αίσθηση ότι κάτι έχασα.. παραθέτω και δυο σελίδες: μάζεψε και κάτι λίγα βραβεία... Winner of the "book of the year" award in Frankfurt Bookfair 2003 Winner of the Coccobill award as best author 2003 (Milano comics festival Cartoomics) Winner of the special award A.N.A.F.I. 2003 (Associazione Nazionale Amici Fumetto Italiano) Winner of grand prix in Romics comic festival (Rome 2003) Nominated for the best volume 2003 in Angouleme Comics festival Nominated as best artist 2003 in Naples Comics Festival (Comicon) Nominated as best artist 2003 in Milano Comics Festival (Cartoomics) και όσοι θέλετε να μάθετε και κάτι παραπάνω για τον Igort μπορείτε να ρίξετε μια ματιά εδώ
  5. Μετά από επτά φεστιβάλ και δύο βραβεία, προβάλλεται στους κινηματογράφους Ανδόρα και Άστορ από σήμερα το ντοκιμαντέρ για την ιστορία του θρυλικού περιοδικού. Τον Φλεβάρη του 1981 εμφανίζεται στα περίπτερα η «τρέλα» της Νίκης και της Εύης Τζούδα. Η «τρέλα» μιας δημιουργικής παρέας: το πρώτο τεύχος «Βαβέλ – Περιοδικό Κόμικς (και όχι μόνο)». Τιμή, δρχ. 60. Οι διηγήσεις των ανθρώπων που την έζησαν εικονογραφούν τη διαδρομή του θρυλικού περιοδικού και του φεστιβάλ του στο φιλμ «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη». Ένα ντοκιμαντέρ για ένα περιοδικό κόμικς – και όχι μόνο. Θα προλάβει να φέρει το ελληνικό κοινό κοντά στα ενήλικα κόμικς, να καλλιεργήσει μια ουσιαστική σχέση με την «Ένατη Τέχνη», να συστήσει την εναλλακτική κουλτούρα, να πληροφορήσει για τις ευρύτερες σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις, να φιλοξενήσει στις σελίδες του και να φέρει στην Ελλάδα μερικούς από τους διεθνώς σημαντικότερους κομίστες, να δώσει το πρώτο βήμα σε μια νέα και ταλαντούχα γενιά Ελλήνων δημιουργών. Τελικά, να σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή. Η «Βαβέλ» θα προλάβει να αποδείξει ότι η συλλογικότητα, η συντροφικότητα, η επίμονη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της πολυφωνίας, η αισθητική σύμπνοια και η πίστη σε μια ιδέα είναι τα απαραίτητα συστατικά για την υλοποίηση μιας «τρέλας». Με τη «ματιά» του δημιουργού Η ιδέα για το νέο αυτό κινηματογραφικό πόνημα γεννήθηκε στο μυαλό του Μελέτη Μοίρα σχεδόν ταυτόχρονα με το ντοκιμαντέρ του για τον – πάλαι ποτέ – JazzFm της δεκαετίας του 1990, τον σταθμό του οποίου υπήρξε μέλος και μουσικός παραγωγός. Από τα χρόνια που ήταν φαντάρος, η «Βαβέλ» συνυπήρχε στις αισθητικές του επιλογές. «Η ‘Βαβέλ’ με διαμόρφωσε αισθητικά. Με δίδαξε εικαστικά, μουσική, φωτογραφία και βέβαια την ‘9η Τέχνη’ των κόμικς που χωρούσε στις σελίδες της» λέει συγκινημένος. Στη διάρκεια της έρευνάς του για τη συγκέντρωση του απαραίτητου οπτικού υλικού για το ντοκιμαντέρ βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τη συλλογή των τευχών της «Βαβέλ» – πάνω από 200 από τα συνολικά 246 που εκδόθηκαν – που βρίσκεται στην κατοχή του. Ο Μελέτης Μοίρας είχε παρακολουθήσει όλα τα νέα αισθητικά ρεύματα που έφερνε ο χρόνος στην πορεία της «9ης Τέχνης», των ενήλικων κόμικς. «Αισθανόμουν ότι η 'Βαβέλ' όλο και βελτιωνόταν και με κέρδιζε όλο και περισσότερο!» Με τον ίδιο τρόπο που δημιούργησε τα «Διαμάντια στον ουρανό της νύχτας» για τον JazzFM – το ντοκιμαντέρ που εντυπωσίασε πριν από δύο χρόνια στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης –, ο Μελέτης Μοίρας επέλεξε να τιμήσει την παρέα της «Βαβέλ» για τα όσα μας προσέφερε. Η «Βαβέλ» έσβησε, δεν «έκλεισε», έπειτα από 246 τεύχη αλλά και 14 φεστιβάλ-γιορτές «Βαβέλ» στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων. * «Βαβέλ – Από τη σιωπή στην έκρηξη». Από τις 18.11 στους κινηματογράφους Ανδόρα και Άστορ. Μαζί θα προβάλλεται και η μικρού μήκους ταινία του Μελέτη Μοίρα με τίτλο «Silence». Σενάριο και σκηνοθεσία: Μελέτης Μοίρας Κάμερες: Κώστας Καπερνάρος, Χρήστος Τόλης, Εύη Τσάδαρη, Γιάννης Καπερνάρος Film Editing & Colour Grading: Μιχάλης Καλλίγερης Μουσική: Βασίλης Μαντζούκης / Cello: Νίκος Παπαϊωάννου / Mix: Χρήστος Παραπαγίδης Sound Design: Σωτήρης Λάσκαρης / Open Studio Illustrator: Σώτος Ανάγνος, Νατάσα Πολύζου Φωτογραφίες: François L’ Hotel Poster: Σταύρος Κούλας, Σώτος Ανάγνος Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο «Η τελική λήθη/Δε Φάιναλ Θολούθιον» του Κωστάκη Ανάν. Απαγγελία από τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Φωτογραφικό αρχείο: Κώστας Κουτσαφτίκης Αρχείο βίντεο: Μιχάλης Ασθενίδης Παραγωγός Εταιρεία: World Sound Και το σχετικό link...
  6. Dr Paingiver

    ΙΣΗΜΕΡΙΝΟ ΨΥΧΟΣ

    Το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας του ''Νικοπόλ'' ''Γ τάσγ! Αθιαπορώ τεζείωξ πια τγν τάσγ! Δ'εζω ν΄ απαφγξω και να φεδάνω μέξα ξε φζγργ ατασία!'' Α. Νικοπόλ, Πόλη του Ισημερινού, 2034 ''Βρισκόμαστε στο έτος 2034. Το περιβάλλον έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά. Στον Ισημερινό επικρατεί πολικό ψύχος. Την εξουσία έχει αναλάβει ένας συνασπισμός πολυεθνικών μαφίας''. Οκτώβριος 2034 και στα στούντιο του Ντέμπι Ντόλο, ο γιός Νικοπόλ έχει μιά συνάντηση με τον σκηνοθέτη Τζιανκάρλο Ντοναντόνι, αναζητώντας πληροφορίες για τον πατέρα του, οι οποίες θα τον οδηγήσουν σε ένα οδοιπορικό μέσα από.... Η ολοκλήρωση της απαισιόδοξης για το μέλλον τριλογίας του Bilal, αφήνει χαραμάδες ελπίδας και αισιοδοξίας, εμένα προσωπικά όμως μου άφησε την αίσθηση ενός κενού, την αίσθηση ότι κάτι έμεινε ανολοκλήρωτο. Οι εικόνες και οι σκέψεις του Bilal για το ζοφερό μέλλον, αλλά και για το σκληρό παρόν, την αληθινή και πίσω από τα γεγονότα ιστορία που παρουσιάζεται εικαστικά με σουρρεαλιστικό τρόπο, πλημυρίζει τις περισσότερες ιστορίες του. Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στον Bilal, και οποιαδήποτε αναφορά μου σ' αυτόν δεν θα ήταν αντικειμενική. Bedetheque Ομαδοποίηση Μπιλάλ
  7. Valtasar

    TORPEDO

    Στο διάστημα 1986 με 1989, η ΒΑΒΕΛ κυκλοφορεί 3 άλμπουμ με περιπέτειες του TORPEDO, σε σχέδιο BERNET και κείμενα ABULI μέσα από το imprint βαβέλ NOIR. Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοίχηση με τις γαλλικές εκδόσεις. Μεγάλο μέγεθος, ασπρόμαυρο το 1936, έγχρωμα τα άλλα 2, αφορούσαν ένα πληρωμένο δολοφόνο, τον TORPEDO, έναν εντελώς καλτ χαρακτήρα σε εποχή Αλ Καπόνε στην Αμερική... Πολύ ενδιαφέρον ιστορίες για τους φαν της περιπέτειας σε καλτ περιβάλλον. Αν τυχόν γνωρίζετε κάποια κυκλοφορία που δεν ξέρω, ενημερώστε με να την συμπεριλάβω στην παρουσίαση. Παραθέτω τα εξώφυλλα Μάρτιος 86, μετάφραση Γ.Πιτένης Φεβρουάριος 88, μετάφραση Σ.Γεωργίου Σεπτέμβριος 89, μετάφραση Γ.Ιωαννίδου Περιεχόμενα κατά τόμο TORPEDO 1936 Δολλάρια με τη σέσουλα - Α/Μ - 46 σελίδες (Υπάρχει στο Complete Torpedo v2) Η ΕΠΙΤΑΓΗ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ (άτιτλο) - ΕΓΧ - 46 σελίδες (Υπάρχει α/μ στο Complete Torpedo v3) ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Το Αμερικάνικο Όνειρο - ΕΓΧ - 10 σελίδες (Υπάρχει α/μ στο Complete Torpedo v3) Flash-Back - Α/Μ - 10 σελίδες (Υπάρχει στο Complete Torpedo v1) Ράσκαλ - Α/Μ - 8 σελίδες (Υπάρχει στο Complete Torpedo v2) Σόλο Τρομπέτα - Α/Μ - 10 σελίδες (Υπάρχει στο Complete Torpedo v1) De Profondis - A/M - 8 σελίδες Miami Bitch - Α/Μ - 8 σελίδες (Υπάρχει στο Complete Torpedo v2) Γεύση από το τι εστί Torpedo μπορείτε να πάρετε στα κάτωθι. Καμία από αυτές τις ιστοριούλες δεν έχει δημοσιευτεί στα ανωτέρω κόμικ. Άτιτλη (πρωτότυπος τίτλος Conmigo no se juega) Σκληρό καρύδι Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς εχθρούς Τρεις άντρες κι ένα μπιμπερό Να γιατί έγινα σκληρός Παρουσίαση της αμερικάνικης έκδοσης The Complete Torpedo εδώ
  8. Kabuki

    ON THE ROAD

    Περιεχόμενες ιστορίες: 1. Μια σχολική αστυνομική ιστορία (Giallo scolastico, 1981) 2. Don Pepe 3. Πρόλογος (prologo) 4. Η καρδιά της μάνας - φωτογραφίες (cuore di mama) 5. Άντε στα γρήγορα 6. Τούρκικες ακτές Δυστυχώς δε δίνονται παραπάνω στοιχεία για τις ιστορίες.. Λοιπόν... Το άλμπουμ αυτό είναι μια συλλογή διαφόρων ιστοριών του Pazienza. Τέσσερεις απ’ αυτές έχουν σαν ήρωα τον Τζινάρτι, πολύ γνωστό ήρωα στην Ελλάδα μέσα από τις σελίδες της βαβέλ. Μέσα από τις περιπέτειές του και της παρέας του, ο Pazienza δίνει το προφίλ της ιταλικής άγριας νεολαίας στα τέλη δεκαετίας 70- αρχές 80. Πολύ sex, drugs & rock’n’roll, αγοροπαρέες, βία κι αλητεία, μηδενισμός. Στις ιστορίες αυτές, υπάρχει κι έντονα ειρωνική διάθεση απέναντι στους κυριλέδες και ψευτοδιανοούμενους της εποχής. Το σχέδιο βρώμικο, με έντονα underground χαρακτηριστικά και πάνκ αισθητική. Οι άλλες δυο ίστορίες λαμβάνουν χώρα η μια στο μεξικό και η άλλη στην τουρκία. Το σχέδιο εδώ είναι λιγότερο σκοτεινό, οι ιστορίες πιο χιουμοριστικές. Φαντάζομαι ότι ανήκουν σε μεταγενέστερη περίοδο του έργου του. Πολύ έντονο χαρακτηριστικό στον συγκεκριμένο δημιουργό ήταν η τεράστια σχεδιαστική του γκάμα και η ποικιλία της θεματολογίας με την οποία καταπιάστηκε. Κι όλα αυτά μέχρι τα 32 του χρόνια που πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, για να συμπληρωθεί το πορτρέτο ενός ροκ σταρ δημιουργού κόμικς.. Στοιχεία για τον Andrea Pazienza και τη βιβλιογραφία του εδώ κι εδώ
  9. ramirez

    CANDID CAMERA

    H δεκαετία του '80 ήταν η περίοδος που ο Manara "παρήγαγε" πολύ καλό υλικό, είτε αυτό ήταν μικρές ιστορίες (όπως εδώ), είτε μεγάλες ιστορίες - σε έκταση άλμπουμ - όπως αυτές με πρωταγωνιστή τον Τζουζέπε Μπέργκμαν. Το παρόν άλμπουμ αποτελείται από 6 ολιγοσέλιδες ιστορίες, που έχουν ως κοινό στοιχείο την ύπαρξη κάποιας κάμερας στην εξέλιξή τους. Η Ιταλική έκδοση κυκλοφόρησε το 1988, ενώ παρ' όλο που αντίστοιχη ημερομηνία δεν αναφέρεται στην Ελληνική, αυτή πρέπει να έλαβε χώρα μεταξύ 1992 και 1993, λόγω ανάλογων κυκλοφοριών από τη Βαβέλ αλλά και λόγω της ύπαρξης ISBN (που δεν χρησιμοποείτο λίγα χρόνια νωρίτερα). Και οι έξι ιστορίες είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό της Βαβέλ.
  10. germanicus

    ΧΟΝΤΡΕΣ ΠΛΑΚΕΣ

    Vuillemin. Για όσους τον ξέρουν. Για όσους δεν τον ξέρουν, ένα τυπικό δείγμα εδώ. Έκδοση του 1991, 21χ27,5 με 48 έγχρωμες σελίδες και αρκετές μικρές ιστοριούλες, ενίοτε εμπνευσμένες από κλασσικά ανέκδοτα. Μετάφραση Σ.Γεωργίου. Δεν γνωρίζω αν είναι μετάφραση κάποιου συγκεκριμένου τόμου ή αν είναι επιλογές.
  11. Ion

    ΙΝΔΙΑΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

    “O Hugo Pratt είναι ο μεγάλος δάσκαλος του ευρωπαϊκού κόμικ, κι ο Milo Manara ο καλύτερος μαθητής του. Αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ιστορία συναρπαστική, όπως όλες του Hugo Pratt, αλλά και σκληρή και αισθησιακή, όπως όλες του Milo Manara. Το αποτέλεσμα είναι μνημειώδες. Είναι ένας σταθμός του σύγχρονου κόμικ.” Ο τίτλος “Ινδιάνικο Καλοκαίρι” παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου, προς το τέλος του Φθινοπώρου και λίγο πριν μπει ο Χειμώνας, συνήθως προς τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου, περίοδο που κρατάει λίγες μόνο ημέρες και που ο καιρός είναι αρκετά ζεστός και ηλιόλουστος. Κατά τη διάρκεια της όμορφης αυτής εποχής, και ενώ η φύση είναι πιο όμορφη από ποτέ, η ανιψιά του πάστορα Μπλακ θα βιαστεί από δύο Ινδιάνους. Ο Αμπνερ Λιούις που θα δει τυχαία το περιστατικό θα τους σκοτώσει, προκαλώντας την οργή της φυλής τους. Η οικογένεια Λιούις θα περιθάλψει την νεαρή, ενώ ο πάστορας Μπλακ με τον λοχαγό Μπριούστερ και τους στρατιώτες απ’ το μικρό χωριό της Νέας Χαναάν θα σπεύσουν να την προστατεύσουν απ’ τους άγριους. Με φόντο τις σκληρές διαμάχες μεταξύ λευκών και ερυθρόδερμων, θα αποκαλυφθούν πολλά μυστικά που αφορούν την καταγωγή της οικογένειας Λιούις και το σκοτεινό παρελθόν του πάστορα Μπλακ, ενώ παλιές φιλίες ανάμεσα σε λευκούς και ινδιάνους θα τεθούν σε δοκιμασία.
  12. Το 1982 κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το κόμικς «When the wind blows» (Όταν φυσάει ο άνεμος) του Ρέιμοντ Μπριγκς (ελληνική έκδοση από το περιοδικό «Βαβέλ», 1987). Το κόμικς μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο υπό μορφή κινουμένων σχεδίων από τον Τζίμι Μουρακάμι το 1986, με μουσική από τους Ρότζερ Γουότερς (των Πινκ Φλόιντ), Ντέιβιντ Μπάουι, το συγκρότημα Τζένεσις κ.ά. Η πλοκή του έργου σχετίζεται με ένα τυπικό, απλοϊκό ζευγάρι ηλικιωμένων Άγγλων (Χίλντα και Τζέιμς), ένα πολύ δεμένο και αγαπημένο ανδρόγυνο που απολαμβάνει την ήσυχη ζωή των συνταξιούχων στη βρετανική ύπαιθρο. Ξαφνικά ανακοινώνεται ότι επίκειται μαζική επίθεση με χρήση πυρηνικών όπλων προερχόμενων από την (τότε) Σοβιετική Ένωση. Το ζευγάρι, με έντονα τα βιώματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει πλήρη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και στα μέτρα που αυτή θα λάβει για την αντιμετώπιση του νέου κινδύνου. Όμως, ο μαζικός πυρηνικός πόλεμος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό όχι μόνο από αυτό που έχουν βιώσει, αλλά και από αυτό που μπορούν να φανταστούν. Ο Τζέιμς, ακολουθώντας τις οδηγίες των φυλλαδίων των βρετανικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1950 «Protect and Survive» (Προστάτευσε και Επιβίωσε) κατασκευάζει ένα πρόχειρο πυρηνικό καταφύγιο εκ των ενόντων, με όποια υλικά μπορεί να χρησιμοποιήσει από το σπίτι. Το ζευγάρι κλείνεται στο αυτοσχέδιο αυτό καταφύγιο, έχοντας προμήθειες για λίγες μέρες. Προνοούν μάλιστα να μη φορούν ρούχα με σκούρα χρώματα, γνωρίζοντας ότι στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι τα σκουρόχρωμα σχέδια των ενδυμάτων απορροφούσαν περισσότερο τη ραδιενεργό ακτινοβολία και εντυπώνονταν πάνω στο δέρμα. Οι βόμβες πέφτουν, τα πάντα καταστρέφονται. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό, τηλέφωνο, ηλεκτρικό. Διάχυτη είναι μια οσμή καμένου κρέατος, που το ζευγάρι δεν αντιλαμβάνεται ότι προέρχεται από τα πτώματα των καμένων γειτόνων τους. Ωστόσο, σύντομα θα αρχίσουν να εμφανίζουν τα συμπτώματα της ασθένειας της ακτινοβολίας: κόπωση, ζαλάδες, έμετος, διάρροια, αιμορραγία στα ούλα, έντονη τριχόπτωση. Στο τέλος, καλύπτουν τα πρόσωπά τους με χαρτοσακούλες· απομένουν στο σκοτάδι χωρίς καμία ελπίδα. Όλο αυτό το διάστημα φαίνεται να μην έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής που έχει συμβεί, ενώ δεν παραλείπουν κάθε τόσο να εκφράζουν την άποψη ότι σίγουρα υπάρχει κρατικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ότι όπου να ’ναι καταφτάνει η κρατική βοήθεια. Σβήστε τα φώτα, κλείστε τα κλιματιστικά, μη μαγειρεύετε για μερικές μέρες – αυτές ήταν οι βασικές οδηγίες που ακούστηκαν επίσημα και δημόσια προς τους πολίτες, εν όψει του καύσωνα που κατακαίει τη χώρα. Ίσως να είπαν και για χαρτοσακούλες και χρήση ανοιχτόχρωμων ενδυμάτων. Είπαμε: κυβέρνηση χωρίς σχέδιο. Τα μόνα σχέδια, όσα «γράφουν» στο δέρμα. * (Ph.D.)2, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Φυσικής - Υπολογιστικής Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Και το σχετικό link...
  13. Valtasar

    ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΠΗΔΗΜΑ

    Τον Οκτώβριο του 1988 η Βαβέλ κυκλοφορεί ένα άλμπουμ του MARTΙN VEYRON, με το όνομα ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΠΗΔΗΜΑ Μεγάλο μέγεθος(21Χ28), ασπρόμαυρο περιεχόμενο, 48 σελίδες. Παραθέτω εξώφυλλο, οπισθόφυλλο και μια εσωτερική σελίδα Bedetheque
  14. Όλα τα θεατρικά του ιδιαίτερου Αργεντίνου συγγραφέα και κομίστα Copi μεταφράζονται στα ελληνικά από τον Νεκτάριο-Γεώργιο Κωνσταντινίδη στις εκδόσεις Άπαρσις. Ο Χρήστος Παρίδης μας συστήνει έναν σπουδαίο, αλλά σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα άνθρωπο του θεάτρου, των τεχνών και του ακτιβισμού. Ο Copi, που το όνομα με το οποίο γεννήθηκε ήταν Raúl Damonte Botana. «Copi» δεν είναι παρά το υποκοριστικό του copo de nieve που στα ισπανικά σημαίνει «νιφάδα χιονιού». Το ψευδώνυμο που επέλεξε ο Ραούλ Νταμόντε Μποτάνα όταν ξεκινούσε το 1964 την καριέρα του ως bande dessinateur, δηλαδή κομίστας για τα περιοδικά «Twenty» και «Bizarre», μια ασχολία του που αγαπούσε πολύ και είχε πρωτοξεκινήσει στα 16 του για τη σατιρική εφημερίδα «Tia Vicenta» στο Μοντεβίδεο. Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1939 στο Μπουένος Άιρες. Οι πολιτικές δραστηριότητες του πατέρα του, διευθυντή εφημερίδας και ορκισμένου αντι-περονιστή, ταξίδεψαν την οικογένεια από την Ουρουγουάη και την Αϊτή μέχρι τη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος ο Copi, αφού έκανε μια πρώτη απόπειρα να σκηνοθετήσει την πρώτη του παράσταση το 1962 στην Αργεντινή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, σε ένα πιο πρόσφορο έδαφος, ώστε να κυνηγήσει το πάθος του για το θέατρο. Καθώς τα γαλλικά του πρόδιδαν μια ξενική προφορά, αποφάσισε να βιοποριστεί κάνοντας κόμικς. Έγινε γνωστός από την πρώτη σχεδόν στιγμή, όταν τον ανακάλυψε ο Σερζ Λαφορί της «Nouvel Observateur» και χάρη στην «Καθιστή Γυναίκα» που επινόησε, μια κυρία με μεγάλη μύτη και κατσαρά μαλλιά, ασάλευτη σαν μια άλλη Πυθία που μονολογούσε ή διαλογιζόταν με ένα πνεύμα. Παράλληλα συνεργαζόταν και με τα περιοδικά «Hara-kiri» και «Charlie Hebdo», όπου οι ακραίες φιγούρες του με τον αιχμηρό και σουρεαλιστικό λόγο και την ανάλογη θεματολογία, αντίστοιχα του είδους του θεάτρου που μετά από λίγο καιρό παρουσίασε στο παριζιάνικο κοινό, τον έκαναν εξαιρετικά δημοφιλή. Ο ίδιος ο Copi υποδύεται θεατρικούς χαρακτήρες του Με μια μνημειώδη ερμηνεία στις Δούλες του Ζαν Ζενέ εξελίσσεται κι ο ίδιος σε έναν άλλο Ζενέ, με έργα στα οποία κυριαρχούν ο θάνατος, η σχέση εξουσίας-εξουσιαζόμενου, που όμως συνεχώς ανατρέπεται, και ως εκ τούτου ο αλληλοσπαραγμός, ο εξευτελισμός, το παράλογο της ανθρώπινης συμπεριφοράς in extremis και η αστική υποκρισία. Οι χαρακτήρες του περιφέρονται προσποιούμενοι, σε μια κοινωνία εκλεπτυσμένη, με έναν κώδικα αριστοκρατικών τελετουργιών όπου λέγονται τα πλέον αποτροπιαστικά, παραλυτικά και απρόσμενα πράγματα! Οι ανθρώπινες αυτές υπάρξεις, βγαλμένες από την κόλαση που ο Copi είτε αποκωδικοποίησε από τον μεγαλοαστικό του background είτε ανέσυρε από τις καταβυθίσεις του στην άγρια παρισινή νύχτα, αιωρούνται μεταξύ του θεάτρου του παραλόγου και της τραγωδίας. Aλλοπρόσαλλες κι απελπισμένες τραγικομωδίες, όπου το τρομακτικό μας αδιέξοδο απέναντι στο τέλος, η αγωνία του ίδιου ίσως να το ξορκίσει και η μοναξιά οδηγούν τους χαρακτήρες τους στα μεγαλύτερα εγκλήματα, άλλοτε στον οικείο τους μικρόκοσμο άλλοτε ως εξουσία απέναντι στις μάζες. Ο Copi, ενταγμένος στην ομάδα ομοφυλόφιλων συντακτών της «Nouvel Observateur» ως μέλος του Front homosexuel d' action revolutionnaire – Μέτωπο ομοφυλόφιλης επαναστατικής δράσης, αμφιταλαντεύοταν μεταξύ της μαοϊστικής άκρας αριστεράς και των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Οι χαρακτήρες του είναι βγαλμένοι από από τον μεγαλοαστικό του background είτε από τις καταβυθίσεις του στην άγρια παρισινή νύχτα. Είχε την τύχη τα θεατρικά του κείμενα να τα αναλάβει από την αρχή ο συμπατριώτης του και γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης Χόρχε Λαβελλί. Με την πρώτη κιόλας παράσταση του Saint Genevieve dans sa baignoire (Η Αγία Γενεβιέβη στο λουτρό) το 1966 έκανε μεγάλη αίσθηση και τα χρόνια που ακολούθησαν η συγγραφική δραστηριότητα του Copi κάλυψε όλα τα είδη: νουβέλα, μυθιστόρημα, μονόπρακτο, δίπρακτο, μονόλογος. Ο ίδιος έπαιξε το ρόλο της τραβεστί στο L' homosexuel ou la difficulte de s' exprimer (Ο ομοφυλόφιλος ή η δυσκολία της έκφρασης), ενώ ως Loretta Strong έκανε τη γαλλική αβανγκάρντ να παραληρεί μαζί του. Στο έργο που αφιέρωσε στην Εύα Περόν και πρωτοανέβασε ο εραστής του Αλφρέντο Αρίας στο Theatre de l' Epee de Bois και λίγο μετά στο Μπουένος Άιρες – όπου ο θίασος δέχτηκε τρομερούς τραμπουκισμούς και απειλές από τους περονιστές –, η Εβίτα απομυθοποιείται εντελώς. Μια γυναίκα εγκλωβισμένη στον μύθο που έχτισε η ίδια, απ' όπου προσπαθεί να ξεφύγει, σκηνοθετώντας τον θάνατό της και την απόδρασή της από την προεδρία και τη χώρα. Ο Copi καταφέρνει, με τον παραμορφωτικό καθρέπτη που βάζει μπροστά στην κοινωνία των ανθρώπων, να καταγράφει τις πλέον ακραίες εκφάνσεις τους και δραματοποιώντας τες να πετυχαίνει ένα είδος θεάτρου που παραπέμπει στη μεγάλη παράδοση του σουρεαλισμού και του παραλόγου. Η ευφάνταστη πορεία του συνεχίστηκε καθ' όλη τη δεκαετία του '70 με έργα όπως Les escaliers du Sacre-Coeur (Τα σκαλιά της Σακρ Κερ), La tour de la defence, Cachafaz, L'ombre de Venceslao. Με το La nuit de madame Lucienne (Η νύχτα της κυρίας Λουσιέν) το1985, σε σκηνοθεσία του Λαβελλί και με πρωταγωνίστρια τη σημαντική Γαλλίδα ηθοποιό Μαρία Καζαρές, έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ της Αβινιόν, ενώ με το Une visite inopportune (Μια ανώφελη επίσκεψη) προανήγγειλε τον επικείμενο θάνατό του από AIDS. Το έργο λαμβάνει χώρα σε ένα νοσοκομείο, όπου ακριβώς ένας διάσημος ηθοποιός πεθαίνει από AIDS και δίνει την τελευταία του παράσταση μπροστά σε μια νοσοκόμα, έναν δημοσιογράφο, μια υψίφωνο, έναν σεξομανή γιατρό και έναν φίλο του. Ο Copi πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου του 1987 και το τελευταίο αυτό έργο, σε σκηνοθεσία Λουκάς Εμπλέμπ, ανέβηκε στην Comedie Francaise το 2001. Πέντε χρόνια μετά, η Αβινιόν τού οργάνωσε αφιέρωμα με το ανέβασμα πέντε έργων του. Τα κόμιξ του δημοσιεύονταν τακτικά στο περιοδικό Βαβέλ Στην Ελλάδα είναι γνωστός κυρίως ως κομίστας χάρη στα περιοδικά «Βαβέλ» και «Παρά Πέντε», αλλά ελάχιστα ως θεατρικός συγγραφέας. Δραματοποιημένα του κόμικς πρωτοπαίχτηκαν στον Τεχνοχώρο του Γιάννη Κακλέα και από την ομάδα του Θέαμα, αργότερα ανέβηκε η Ανώφελη Επίσκεψη από το Στούντιο Παράθλαση της Θεσσαλονίκης, το Tour de la defence έγινε γνωστό ως Σκρατς στο Αποθήκη και Το Ψυγείο το 2007 στο Πορεία από την ομάδα «Ακροβάτες του ονείρου». Τώρα, χάρη στον φιλόλογο-κριτικό θεάτρου Νεκτάριο-Γεώργιο Κωνσταντινίδη και τις μεταφράσεις του, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άπαρσις ο Α' Τόμος με τα θεατρικά του έργα Εύα Περόν, Η Πυραμίδα, Οι Τέσσερις Δίδυμες και τον μονόλoγο Λορέττα Στρονγκ, με εκτενείς αναλύσεις της συγγραφέως Μαρίας Κυριάκη. Συγχρόνως κυκλοφορεί από τη γνωστή σειρά της Δωδώνης «Παγκόσμιο Θέατρο» το επίσης πολύ επιτυχημένο του Η νύχτα της κυρίας Λουσιέν, πάλι από τους ίδιους συντελεστές. Και το σχετικό link...
  15. Τύπος Άλμπουμ: Φλιπ Κόμικ Άλμπουμ Ιστορίες που περιέχονται στα Φαινόμενα Απατούν 1.Τόλος 2.John Lennon 3.Μπλε Περίοδος 4.Acherontia Atropos 5.Η τελευταία τραγική μέρα του Γκόρι Μπάου και της Καλλίγλουτης Σίστερ Παρουσίαση από Μανάρα Είναι αλήθεια ότι τα φαινόμενα απατούν; Ίσως είναι αλήθεια μόνο κατά το ήμισυ, μόνο φαινομενικά. Κατά τα φαινόμενα, τα φαινόμενα απατούν. Η απάτη των φαινομένων δεν είναι μια πραγματική απάτη. Είναι μια απάτη μόνο φαινομενική. Ή μήπως απατώμαι; Δεν μπορείς ποτέ να είσαι ήσυχος. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα. Τουλάχιστον φαινομενικά. Στην πραγματικότητα, ο Αϊνστάιν απέδειξε ότι η απάτη των φαινομένων είναι μια απάτη μόνο φαινομενική κι ότι, με βάση τις νέες γνώσεις μας, μπορούμε να φτάσουμε ακόμα και σ« βεβαιότητες. 0 δρόμος της γνώσης είναι, κατά τα φαινόμενα, μακρύς και δύσκολος, γιατί είναι φαινομενικά σπαρμένος με παγίδες: τις παγίδες της απάτης που είναι παγίδες μόνο φαινομενικές. Μόνο η αμφιβολία είναι καλός σύντροφος, γιατί η αμφιβολία δεν πέφτει εύκολα στη1 απάτη. Είναι αναγκαίο να συμφιλιωθούμε με την αμφιβολία, να ζήσουμε μαζί της καλά, χαρούμενα. Μόνο φαινομενικά, η αμφιβολία προκαλεί άγχος. Στην πραγματικότητα, η αμφιβολία είναι ήρεμη, διασκεδαστική, παιχνιδιάρα, χαρούμενη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, φαινομενικά, τουλάχιστον. Όπως και να 'χει το πράγμα, εδώ υπάρχουν μερικές ιστορίες. Περιέχουν περισσότερες αμφιβολίες παρά βεβαιότητες, περισσότερα φαινόμενα παρά απάτες, περισσότερο έρωτα παρά άγχος. Τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, αν δεν απατώμαι. Το Ημερολόγιο της Σάντρα Φ. υποτίθεται ότι είναι η εικονογράφηση σελίδων από το ημερολόγιο μιας αναγνώστριας του Μανάρα...
  16. Bonadrug

    ΒΑΒΕΛ

    To Φεβρουάριο του 1981 εκδίδεται η Βαβέλ με την οποία αρχίζει οριστικά η παρουσία του ενήλικου και εν πολλοίς εναλλακτικού κόμικ στην Ελλάδα. Η Βαβέλ δεν ήταν ωστόσο η πρώτη προσπάθεια. Είχε προηγηθεί χρονικά πρώτα η Κολούμπρα του Τουφεξή και της Παυλίνας Καλλίδου και μετά το Μαμμούθ του Π. Κουτρουλάρη. Δυο καθόλα αξιοπρεπείς εκδόσεις - ανθολογίες ενήλικου κόμικ, που ωστόσο δεν μακροημέρευσαν, σε αντίθεση με τη Βαβέλ που συνεχίζει να εκδίδεται μέχρι σήμερα επί 27 συναπτά έτη διεκδικώντας τον τίτλο του «μακροβιότερου ελληνικού περιοδικού κόμικ». Τον Ιούνιο του 2008 σταμάτησε και στις 16 Δεκεμβρίου 2009 ξεκίνησε να βγαίνει ο "απόγονός" της, το διφορούμενο MOV Κάθε πότε εκδίδεται η Βαβέλ; Είναι μηνιαία; Χμ, καλό ερώτημα. Αν ήταν μηνιαία θα έγραφε σήμερα γύρω στα 310 τεύχη. Βρίσκεται όμως ακόμα στο Νο 244, το οποίο υπάρχει ( ; ) αυτές τις μέρες στα περίπτερα και τιμάται προς 5€ (το τεύχος 1 της Βαβέλ το 1981 έκανε 60 δρχ και μάλλον ήταν αρκετά ακριβό για τα δεδομένα της εποχής, αν δεν με απατά η μνήμη μου). Το θέμα της ακανόνιστης κυκλοφορίας του περιοδικού έδωσε το έναυσμα στον Φραντζή να κάνει λόγο για το "λιγότερο μηνιαίο απ'όλα τα μηνιαία περιοδικά» στο αφιέρωμα για τα 25χρονα της Βαβέλ το 2006 (αναφέρεται από τον blogger Frank Barrell). Ποιοι εξέδωσαν τη Βαβέλ; Σύμφωνα με συνέντευξη του Γ. Μπαζίνα στο Comicdom.gr , τρεις ήταν οι άνθρωποι που ξεκίνησαν την ιστορία της Βαβέλ: ο ίδιος, o Σταύρος Τσελεμέγκος και η Νίκη Τζούδα. Παραθέτω αποσπάσματα από τη συνέντευξη αυτή του Μπαζίνα (στον Ηλ. Κατιρτζιγιάννογλου) «Προτού ξεκινήσουμε με το ΒΑΒΕΛ, να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι το πρώτο περιοδικό με ενήλικα comics που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ήταν η ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, που για μένα σήμαινε την ανακάλυψη του είδους. Εκείνη την εποχή λοιπόν, είχα ήδη αρχίσει να ασχολούμαι με τις εκδόσεις, όταν βρεθήκαμε με τον Σταύρο Τσελεμέγκο, ο οποίος ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον άνθρωπος, με μεγάλη γνώση (και βιβλιοθήκη) των comics που τα είχε γνωρίσει σπουδάζοντας στην Ιταλία. Με τον Σταύρο, με έφερε σε επαφή ένας κοινός φίλος εξαιτίας της επίσης κοινής αγάπης μας για τα comics. Έτσι βρεθήκαμε τότε, να συζητάμε το ενδεχόμενο της δημιουργίας ενός περιοδικού comics. Κι έτσι γνωρίστηκα και με τη Νίκη (Τζούδα), η οποία τότε ήταν γυναίκα του Σταύρου. Δυστυχώς όταν γίνονται σήμερα αναφορές στη Βαβέλ, ο Σταύρος δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ. Και είναι κρίμα, γιατί... εν πάσει περιπτώσει, όπως και να το κάνουμε, παρ' όλο που αποχώρησε μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ήμασταν τρεις οι -ας το πούμε- πρωτεργάτες αυτού του πράγματος. Η.Κ: Λίγα τεύχη μετά, στην Ταυτότητα του περιοδικού, εμφανίζεται το όνομά σου ως εκδότη αντί για της Νίκης Τζούδα. Για ποιο λόγο είχε γίνει αυτό; ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΖΙΝΑΣ: Για καθαρά... στρατιωτικούς λόγους. Ούτε ο Σταύρος, ούτε εγώ είχαμε υπηρετήσει ακόμη τη θητεία μας, οπότε μπήκε το όνομα της Νίκης. Όταν ξεμπέρδεψα προώρως με την στρατιωτική μου υποχρέωση, μπήκε το όνομα μου, γιατί ήμουν και υπεύθυνος των εκδόσεων Ars Longa, που ήταν ο επίσημος εκδοτικός φορέας του περιοδικού. Η.Κ: Τι οδήγησε στη διάλυση της «τριανδρίας» που έβγαλε το πρώτο τεύχος της Βαβέλ; Ήταν εκτός των άλλων και δημιουργικοί οι λόγοι; ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΖΙΝΑΣ: Ένα βασικό πρόβλημα είναι πάντα οι ανθρώπινες σχέσεις. Ο Σταύρος αποχώρησε νωρίς, δυστυχώς ύστερα από αδιέξοδο στη σχέση του με τη Νίκη, το οποίο και επηρέαζε αρνητικά όλο το κλίμα στο περιοδικό. Στη συνέχεια μεσολάβησαν μερικά χρόνια δουλειάς, με φοβερές δυσκολίες και οικονομικά αδιέξοδα. Αυτά ή δένουν τους ανθρώπους ή τους χωρίζουν οριστικά. Σε μας, ατυχώς, συνέβη το δεύτερο. Ξεχωρίσαμε τα δικαιώματα, ο καθένας τι ήθελε να κρατήσει, η Νίκη τον τίτλο του περιοδικού ΒΑΒΕΛ, εγώ την Ars Longa και τη γάτα μας τη Λόλα, με την προοπτική ότι θα ξεκινούσα ένα νέο περιοδικό χιουμοριστικό. Δεν πίστευα ότι ο τίτλος κάνει το περιοδικό. Δεν επρόκειτο να διεκδικήσουμε το ίδιο κομμάτι της αγοράς, γι αυτό και λέω σήμερα ότι ήταν κρίμα που εμφανίστηκε σαν «διάσπαση». Απόδειξη ότι ο χωρισμός ήταν για καλό, ήταν ότι η ΒΑΒΕΛ και το ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ είχαν τις καλύτερες πωλήσεις τους όταν υπήρχαν παράλληλα" . ---------------------- Ο Μπαζίνας αποχώρησε από τη Βαβέλ μετά το τεύχος 43. Τι ήταν η Βαβέλ; Την εποχή που βγήκε η Βαβέλ, κυκλοφορούσε ήδη το περιοδικό Μαμμούθ του Π. Κουτρουλάρη το οποίο στόχευε επίσης σε ένα ενήλικο κοινό. Αυτό που το διαφοροποιούσε από τη Βαβέλ ήταν ότι η τελευταία είχε εκτός από μια καλλιτεχνική αισθητική άποψη και μια πολιτική ματιά. Ήδη στο πρώτο τεύχος αναφέρεται από τους εκδότες της Βαβέλ «..Γιατί το περιοδικό δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα καλών κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματιά... » (Αναφέρεται από τον Soloup). Πράγματι όλα αυτά τα χρόνια, επισημαίνει ο Soloup πάλι, η Βαβέλ επέδειξε την κοινωνική της ευαισθησία με «αφιερώματα στα ναρκωτικά, την οικολογία, το AIDS (σκοτώνει λιγότερο από τις εφημερίδες), για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τον προφυλακισμένο για 5 χρόνια Dalmaviva και τα σκιτσάκια του (πόρτες κελιών φυλακής)». Όπως αναφέρει η Νίκη Τζούδα σε κοινή τηλεοπτική συνέντευξη της με τον Γ. Σιούνα στην εκπομπή του Παρασκηνίου για τα ελληνικά κόμικς, πρότυπο της έκδοσης ήταν το Ιταλικό περιοδικό «Linus». Ακόμα και το γεγονός ότι επελέγη ως τίτλος της έκδοσης η λέξη «Βαβέλ» έχει να κάνει με το ότι ήταν πενταγράμματη όπως και το Linus. Επίσης το «...και όχι μόνο» (Περιοδικό κόμικς ...και όχι μόνο), έχει επίσης ιταλική ρίζα: ...e non solo... (Soloup) Τι περιείχε η Βαβέλ; Η Βαβέλ έκανε την εμφάνιση της «με έγχρωμο φουτουριστικό εξώφυλλο δια χειρός Caza, αλλά ασπρόμαυρες σελίδες . Με σαφή πολιτική θέση, αλλά ασαφή αισθητική κατεύθυνση. Με τον στρατευμένο μινιμαλισμό των Wolinski και Copi αλλά και τον ηδυπαθή αισθητισμό της Βαλεντίνας του Crepax. Με την ανατρεπτική χυδαιολογία του Reiser, αλλά στην πιο λάιτ εκδοχή της - μη μας πάνε και μέσα. Με πέντε ολόκληρες διαφημιστικές καταχωρήσεις αλλά και με δοκίμιο σχετικά με τη γλώσσα των κόμικς» (Παναγιωτάκης) . Από τις σελίδες του περιοδικού πέρασε, και περνάει, ολόκληρη η σύγχρονη παγκόσμια παραγωγή κόμικς. Μέσα απ' αυτό το περιοδικό μάθαμε τον Μπιλάλ, τον Μέμπιους, τον Κάζα, τον Κίνο, τον Λουστάλ, τον Μπερνέτ, τον Μπατάλια, τον Μπριγκς, τον Ταρντί, τον Πασιέντζα, τον Βαρέν, τον Τζιαρντίνο, τον Μανάρα, τον Σεγκρέλες, αλλά και τον Λέανδρο, τον Αρκά, τον Καλαϊτζή, τον Λάτα, τον Σούλα, τον Κομνηνό, τον Δημήτρη και τον Κώστα Βιτάλη, τον Ζερβό, τον Ταμπακέα, τη Ναβροζίδου, τη Ζογλοπίτου, τον Ελευθερίου. (Μαστοράκης) Η Βαβέλ σήμερα: είναι πολύ περισσότερα από κόμικς, είναι θεσμός της εναλλακτικής κουλτούρας στη χώρα μας. Από το 1995 ξεκινάει το φεστιβάλ της (υπό την αιγίδα μάλιστα του υπουργείου Πολιτισμού το πρώτο) το οποίο έκλεισε φέτος 12 έτη στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Είναι επίσης εκδοτικός οίκος με σημαντική προσφορά στην ελληνική εκδοτική παραγωγή των κόμικς. Παρακάτω αναγράφονται οι σταθμοί της 18άχρονης πολύχρωμης διαδρομής όπως έχουν επιλεγεί από τον Ηλία Κανέλλη σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία (18χρονης γιατί το άρθρο είναι του 1999- είπαμε και πριν πως τώρα πια η Βαβέλ έχει σβήσει 26 και πάει σε 3 μήνες στα 27 κεράκια). ΦΛΕΒΑΡΗΣ (έτσι το έγραφαν τότε) 1981. Τεύχος πρώτο. Εγχρωμο εξώφυλλο, γνωριμία με άγνωστα πρόσωπα των κόμικς. Μεταξύ άλλων, Reiser (πικρόχολος και αηδιασμένος), Copi (σαρκαστής της σεξουαλικότητας και της ύπαρξης), Wolinski (κομμουνιστής χιουμορίστας χωρίς παρωπίδες) και η πρώτη εμφάνιση της θρυλικής «Βαλεντίνα» του Guido Crepax με την ιστορία «Η στροφή του Λέσμο». Εκδότρια η Νίκη Τζούδα (η ίδια και σήμερα). Εκδοτικός φορέας ο οίκος «Ars Longa (Vita Brevis)» ¬ που σημαίνει «Η τέχνη μακρά, ο βίος βραχύς». Διακήρυξη αρχών «για παρέμβαση σε ό,τι γίνεται γύρω μας». Αποδεικνύεται ότι είναι συνεπείς. ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1981. Τεύχος 7. Πρώτη εμφάνιση του Γιάννη Καλαϊτζή σε αντικείμενο διαφορετικό από το πολιτικό κόμικς - καρικατούρα. Γεννιέται η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» ¬ βινιέτα από το προλογικό επεισόδιο δημοσιεύεται στο εξώφυλλο. Στο ίδιο τεύχος πρώτη δημοσίευση κόμικς του Αρκά (ο μετέπειτα περίφημος για τη σεξουαλική του πείνα και τον σαρκασμό του Κόκορας). Η υπόσχεση για την παρουσίαση δουλειάς Ελλήνων σχεδιαστών γίνεται πράξη. ΜΑΗΣ 1982. Τεύχος 15. Ως εκδότης εμφανίζεται πλέον ο Γιώργος Μπαζίνας. Πρώτη εμφάνιση μεγάλης ιστορίας που υπογράφει ο Enki Bilal, της «Γιορτής των αθανάτων». Έχει ήδη μεσολαβήσει η δημοσίευση της πρώτης επίσης μεγάλης κόμικς ιστορίας του Ιταλού Altan («Ada», λίγο καιρό αργότερα θα ακολουθήσει ο «Colombo»), καθώς και ένα πολιτικό τεύχος αφιερωμένο στα γεγονότα της εξέγερσης των Πολωνών εργατών και του πραξικοπήματος του Γιαρουζέλσκι, που έβαλε σε μεγάλη ιδεολογική περιπέτεια την τότε ελληνική Αριστερά. ΜΑΡΤΙΟΣ (πλέον) 1984. Τεύχος 35. Εξώφυλλο που κάνει αίσθηση: κόμικς από τη φυλακή του καταδικασμένου για συμμετοχή στις Ερυθρές Ταξιαρχίες Mario Dalmaviva: «Ενα πράγμα με αγχώνει, τα άλλα με καταθλίβουν». Ακόμη: Munoz-Sampayo, o θεωρούμενος δεξιός σαρκαστής του πνεύματος του γαλλικού Μάη Lauzier και ένα διήγημα του Μπορίς Βιαν. Η στήλη με λογοτεχνικά κείμενα έχει εγκαινιασθεί λίγο νωρίτερα ¬ και η δημοσίευση αποσπασμάτων από την «Αβάσταχτη ελαφράδα της ύπαρξης» (έτσι είχε αποδοθεί ο τίτλος του μυθιστορήματος του Κούντερα) με σχολιαστικές βινιέτες του Altan συζητιόταν επί μήνες. ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1985.Τεύχος 47-48 . Το περιοδικό έχει διασπασθεί. Ο Γιώργος Μπαζίνας ήδη έχει αρχίσει να εκδίδει το περιοδικό «Παρά Πέντε», με άριστες προϋποθέσεις υψηλής ποιότητας συναγωνισμού. Η «Βαβέλ» ανασυντάσσεται με εκδότρια τη Νίκη Τζούδα και κάνει ένα πλήρες αφιέρωμα στο ιταλικό περιοδικό «Frigidaire», σκληρό, βίαιο, στις παρυφές ενός ανυπότακτου μεταμοντερνισμού. Mattioli, Liberatore (ο δημιουργός του μυθικού Ranxerox) και το τρομερό παιδί των ιταλικών κόμικς, ο Andrea Pasienza, κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1991.Τεύχος 118 . Το περιοδικό γιορτάζει τα 10 χρόνια του. Εξώφυλλο μια θελκτική κορασίς διά χειρός Milo Manara (για πολλούς ανανεωτής των ερωτικών κόμικς, για άλλους απλώς καλός τεχνίτης που το πωλούσε). Ορατές οι γραφιστικές αναζητήσεις. Επιπλέον ήδη έχει αρχίσει η (βραχυχρόνια) δημοσίευση κόμικς του μετρ της κόμικς περιπέτειας Hugo Pratt (και του ήρωά του Κόρτο Μαλτέζε). Έναρξη του φλερτ με το εικαστικό ρεύμα της transavangardia, που μάλλον ταλαιπώρησε το περιοδικό παρά του προσέφερε νέες ιδέες. ΜΑΡΤΙΟΣ 1996. Τεύχος 167. Το σχήμα έχει ήδη μεγαλώσει. Η στήλη «Αεροπλανάκι», που περιείχε κυρίως ειδήσεις από την παγκόσμια κόμικς αγορά, έχει αρχίσει και παίρνει έντονα πολιτικό - παρεμβατικό χαρακτήρα. Το περιοδικό ανακτά σιγά σιγά το παλαιό του σφρίγος. Και στο εξώφυλλο, έπειτα από διάφορες γραφιστικές εφαρμογές με ζωγραφισμένα γυναικεία κορμιά να δεσπόζουν (στο άσχετο), ο Moebius. Στα περιεχόμενα και οι πρώτες δουλειές μιας νέας φουρνιάς Ελλήνων καλλιτεχνών που αποφεύγουν τα τετριμμένα. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1997. Τεύχος 187. Εχει πάρει ξανά τον δρόμο του ¬ έστω και αν κυκλοφορεί πιο αραιά. Σχεδόν μόνιμοι οι βάναυσοι σαρκαστές Edika, Vuillemin, Ralf Konig και ο ευγενέστερος Altan. Και στο εξώφυλλο (επιτέλους) ο νεαρός Έλληνας σχεδιαστής Λέανδρος , που ήδη έχει διαβεί την πύλη της Σχολής Καλών Τεχνών. Από τότε ίσαμε σήμερα το ύφος του περιοδικού παραμένει συνεπές στις απαιτήσεις των εμπνευστών του. Και των πιστών αναγνωστών του άλλωστε. Επιπλέον, στις 3 Ιουνίου 1982, ανάμεσα από τα τεύχη 15 και 16, κυκλοφόρησε ένα Σπέσιαλ Σατιρικό τεύχος. Τέλος, ένα άρθρο για τα 25 χρόνια του τίτλου, ΕΔΩ. Ως πηγές του αφιερώματος χρησιμοποιήθηκαν: Γιώργος Παναγιωτάκης & Ανδρέας Κασάπης. Ο Εφικτός Στόχος και το Αρχετυπικό Όνειρο. Α . Αθηναϊκή Επιθεώρηση Τέχνης. Τεύχος 13. Μάιος - Ιούνιος 2007 Κανέλλης, Ηλίας . Η «Βαβέλ» των Κόμικς. Το ΒΗΜΑ, 05/09/1999 Τσαγκαρουσιάνος, Στάθης . Σ' αγαπάμε Βαβέλ!. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/10/2006 Barell, Frank (2/4/2007). ΒΑΒΕΛ - Ένα Περιοδικό Κόμικς (Και όχι μόνο)! http://frankbarrell..../blog-post.html Μπαζίνας, Γιώργος. Δεν Ακολουθήσαμε Ποτέ Κανόνες Marketing .Συνέντευξη στον Ηλία Κατιρτζιγιανόγλου . (22/07/07) (εδώ) Μαστοράκης, Άγγελος . 1974 - 2004 ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΜΙΚΣ . Πυξίδα, 27-06-2005. (εδώ) Αποστολίδης Τάσος . Μια Ιστορική Αναδρομή στα Ελληνικά Κόμικς. Νέο Επίπεδο, Vol. 2, Issue 17, 1993 Συνέντευξη Γιώργου Μπαζίνα στη Γαλέρα (εδώ) κριτικό σημείωμα του Soloup για το πρώτο τεύχος της Βαβέλ (sorry έχασα το link) και η τηλεοπτική εκπομπή του Παρασκηνίου για τα Ελληνικά Κόμικς Σκαναρισμένες ιστορίες διαθέσιμες για ανάγνωση θα βρείτε στην ενότητα των DOWNLOADS. Ευχαριστούμε για τα υπόλοιπα εξώφυλλα και οπισθόφυλλα τους crc, andstef, ramirez, dionik, Pavlos, melandros, frequently attittudes, erma jaguar, Valtasar, Mits Mits, Θρηνωδός, GreekComicFan & tik.
  17. Ο Μπάρνεϊ Γουίλεν και η τζαζική «Θλιμμένη Νότα» του, σύμβολο του μεταπολεμικού φλερτ της Αμερικής με τη Γαλλία. To graphic novel «Ο Μπάρνεϊ και η Θλιμμένη Νότα» των Φιλίπ Παρινγκό και Ζακ ντε Λουστάλ κυκλοφόρησε σε συνέχειες στο γαλλικό περιοδικό «À Suivre». Δυτικό Βερολίνο, καλοκαίρι του 1989. Στους δρόμους μπορεί κανείς να αφουγκραστεί τον ήχο της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης: κάτω από τον καυτό ήλιο αντηχεί ένα μείγμα από αμερικανικές και γερμανικές ομιλίες και ένας αρμονικός συρφετός από ήχους του κόσμου που ξεχύνεται από τα παζάρια μεταχειρισμένων δίσκων. Εκεί μπορείς να βρεις από bootleg με συναυλίες που έδωσαν οι Smiths στην Ισπανία και παλιά γιαπωνέζικα σάουντρακ έως προπολεμικούς δίσκους γραμμοφώνου με αμερικανικά μπλουζ. Οι προθήκες των βινυλίων και τα χέρια που τις σκανάρουν, χέρια μουσικόφιλων απ’ όλο τον πλανήτη, είναι, αυτή τη ζεστή αυγουστιάτικη μέρα, μια προοικονομία για το πέσιμο του Τείχους που χώριζε Δύση κι Ανατολή – του Τείχους που θα έπεφτε μόλις τρεις μήνες μετά. Σε αυτά τα δισκάδικα, τα δικά μου χέρια, φερμένα από την γκρίζα αλλά συναρπαστική πολιτισμικά Αθήνα της εποχής (μια Αθήνα που έχει ήδη στρέψει τις κεραίες της με λαχτάρα προς όλο τον πλανήτη), ανακαλύπτουν με έκπληξη ένα άλλο ψήγμα πρώιμης παγκοσμιοποίησης: ένα δίσκο όπου ένας Γαλλοαμερικανός σαξοφωνίστας, o Μπάρνεϊ Γουίλεν, παίζει μαζί με μια διεθνή μπάντα ένα κλασικό ανθολόγιο της τζαζ, επενδύοντας μουσικά ένα πρώιμο «graphic novel» – μια γαλλική ιστορία κόμικς που είχαμε μόλις μάθει στην Ελλάδα από τη θρυλική «Βαβέλ», το περιοδικό που μας έμπασε στην κουλτούρα της «ένατης τέχνης» τη δεκαετία του ’80. Έμοιαζε απίστευτο: ένα σάουντρακ για μια ιστορία κόμικς – μια μοναδική πρωτοτυπία. Η αγορά αυτού του ασυνήθιστου δίσκου έγινε για εμένα η απαρχή ενός πολύχρονου μαθήματος πάνω σε μια μουσική γλώσσα που, με τη σειρά της, μπορεί κανείς να πει πως αποτελεί μια από τις πρώτες προοικονομίες παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού: η τζαζ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το παιδί που γέννησε το πάντρεμα της Αφρικής και της Ευρώπης στο έδαφος της Αμερικής. Ο Γουίλεν «…ήρθε από το πουθενά. Ότι έβλεπε, το ήθελε. Ότι αποκτούσε, τον απογοήτευε. Μουσική, γυναίκες, ναρκωτικά, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Χόλιγουντ – τα έζησε όλα, ψάχνοντας απελπισμένα μέσα τους κάτι για να καλύψει το κενό μέσα του. Στο τέλος, τα πρόδωσε όλα…». Ο Μπάρνεϊ Γουίλεν (Bernard Jean Wilen) ήταν το σύμβολο του μεταπολεμικού φλερτ της Αμερικής με τη Γαλλία αλλά και της γαλλικής πρωτεύουσας ως ευρωπαϊκού κέντρου της τζαζ. Γεννημένος το 1937 στη Νότια Γαλλία, στη Νίκαια, από Αμερικανό πατέρα και Γαλλίδα μητέρα, δραπετεύει από τον πόλεμο μαζί τους, τριών ετών, για την Αμερική. Εκεί, ο θείος του τού κάνει δώρο ένα τενόρο σαξόφωνο. Έξι χρόνια μετά, έχει γυρίσει με τους γονείς του στη Γαλλία και μέχρι να γίνει έφηβος είναι ήδη ένας μικρός βιρτουόζος του σαξοφώνου. Κι όμως, προοριζόταν από την οικογένειά του για δικηγόρος. Προτού μπει στο πανεπιστήμιο φεύγει για το Παρίσι αναζητώντας εκεί καριέρα μουσικού, αλλά αναγκάζεται να γυρίσει στη Νίκαια για να ξεκινήσει τις σπουδές του. Βλέποντας πως αγαπούσε περισσότερο την τζαζ παρά τη Νομική, οι γονείς του κατάσχουν το σαξόφωνό του. Αρνούμενος τελικά τη γονεϊκή ηγεμονία, επιστρέφει στο Παρίσι για να ακολουθήσει το πάθος του για τη μουσική. Στα τέλη του ’50 παίζει στο θρυλικό Club St. Germain του Μπορίς Βιάν, έρχεται σε επαφή με ιερά τέρατα της τζαζ από την Ευρώπη και την Αμερική και φτιάχνει έναν ήχο που θυμίζει αυτόν του γίγαντα Λέστερ Γιανγκ. Το 1957 ένας άλλος γίγαντας της τζαζ, ο Μάιλς Ντέιβις, γράφει τη μουσική της ταινίας «Ασανσέρ για δολοφόνους», της πρώτης του Λουί Μαλ – και τον καλεί, μόλις είκοσι ετών τότε, να συμμετάσχει στην ηχογράφηση. Εκείνη την εποχή ο Μπάρνεϊ μεσουρανούσε – κέρδισε το βραβείο Django Reinhardt, ηχογράφησε δικούς του δίσκους, έγραψε ένα μουσικό θέμα για την ταινία του Εντουάρ Μολιναρό «Un temoin dans la ville» και το 1960 συμμετείχε στην ηχογράφηση του μουσικού θέματος των «Επικίνδυνων σχέσεων» του Ροζέ Βαντίμ, δίπλα στον μεγάλο ντράμερ της τζαζ Αρτ Μπλέικι. Στην ηχογράφηση αυτή λάμπει ξεκάθαρα η ερμηνεία του στο «A prelude in blue» – ίσως η πιο συγκινητική στιγμή στην ιστορία του σοπράνο σαξοφώνου. Το άστρο του νεαρού Μπάρνεϊ έλαμψε δυνατά εκείνη την «bebop» περίοδο του Παρισιού του τέλους του ’50 και αρχών του ’60, αλλά σιγά σιγά προς το τέλος της δεκαετίας, είχε αφήσει μακριά μαλλιά, είχε μπει στον χώρο της free jazz και, με την τότε σύντροφό του Caroline de Bendern, μοντέλο από την Αγγλία, έφυγε για την Αφρική, όπου περιπλανώμενος μαζί της μέσα σε ένα Land Rover επί μήνες πέρασε από το Μαρόκο, την Αλγερία, το Μάλι, τη Σενεγάλη και τη Νιγηρία, παίζοντας και ηχογραφώντας με ντόπιους μουσικούς. Όταν γύρισε στην έδρα του στην Κυανή Ακτή, εξαφανίστηκε για χρόνια, για να εμφανιστεί ξανά το 1987. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η λαϊκή κουλτούρα έμοιαζε να επιστρέφει στην αισθητική του ’50 και να ερωτοτροπεί με τις εικόνες του ροκ εν ρολ και της τζαζ. Ο Μπερνάρ Ταβερνιέ σκηνοθέτησε εκείνη την εποχή το «Γύρω από τα μεσάνυχτα», όπου ο γίγαντας της τζαζ Ντέξτερ Γκόρντον πρωταγωνιστούσε σε μια ταινία μυθοπλασίας βασισμένη στη ζωή άλλων γιγάντων της τζαζ, του Λέστερ Γιανγκ και του Μπαντ Πάουελ – και, με πολύ παρόμοιο τρόπο, ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ο Φιλίπ Παρινγκό, ταλαντούχος γραφιάς μουσικής και διευθυντής του μουσικού περιοδικού Rock & Folk, έγραψε μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον Μπάρνεϊ Γουίλεν, εμπνευσμένη από τη ζωή του ιδίου αλλά και άλλων μουσικών. Πρότεινε το σενάριο στον μάστορα της ακουαρέλας, τον σχεδιαστή κόμικς Ζακ ντε Λουστάλ, κι αυτός δέχτηκε. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά: «Είχα μια αρκετά γενική εικόνα για την προσωπικότητα και το παρουσιαστικό αυτού του χαρακτήρα, που ήταν κάποιου είδους απρόβλεπτος δανδής, ένας εύθραυστος τύπος με γυαλιά. Έδωσα στον Λουστάλ φωτογραφίες του Μπιλ Έβανς, του Μπάντι Χόλι, του Πολ Ντέσμοντ και του… Μπάρνεϊ Γουίλεν. Ο τελικός χαρακτήρας ήταν ένας συνδυασμός από όλους αυτούς». Το ντεμπούτο Η ιστορία που σκάρωσαν αυτοί οι δύο φοβεροί Γάλλοι ονομάστηκε «Ο Μπάρνεϊ και η Θλιμμένη Νότα» και κυκλοφόρησε σε συνέχειες στο γαλλικό περιοδικό À Suivre. Το ντεμπούτο έγινε στο τεύχος αρ. 94, τον Νοέμβριο του 1985. Στην Ελλάδα, η ομάδα της «Βαβέλ», η Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Σιούνας, δαιμόνιοι λάτρεις των ευρωπαϊκών κόμικς, μας έφεραν τον Μπάρνεϊ στο περιοδικό τους το 1988, μεταξύ των τευχών αρ. 85 και 98. Οι ακουαρέλες και η κομψή μελαγχολία του Λουστάλ έμοιαζαν σαν μια πειστική εικόνα του κόσμου της τζαζ, μια εικόνα που, μέσα στα ατέλειωτα στερεότυπά της, μπορούσε να μοιάζει φιλική και γνώριμη σε όποιον δεν γνώριζε το μουσικό αυτό ιδίωμα και τη σημειολογία του. Στο τέλος της ιστορίας ο πρωταγωνιστής πεθαίνει – κάτι που φυσικά δεν συνέβη στον… αληθινό Μπάρνεϊ, ο οποίος βρίσκει τους δημιουργούς της και τους προτείνει να φτιάξουν το σάουντράκ της. H ηχογράφηση γίνεται το 1987, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία πουλώντας 60.000 κομμάτια και ξαναφέρνει τον Γουίλεν στο φως της δημοσιότητας, ξεκινώντας έτσι για αυτόν μια τελευταία δημιουργική περίοδο. Μια ηχογράφηση-ιστορία της τζαζ κυκλοφορεί ξανά Το σάουντρακ περιείχε κλασικά τραγούδια του τζαζ ανθολογίου (τα λεγόμενα «στάνταρ»), ανάμεσα στα οποία εμφανίζονταν πρωτότυπες συνθέσεις των μουσικών της μπάντας. Ξεκινώντας με μια μπόσα νόβα εκδοχή του «Besame mucho», αρκεί μόνο μισό λεπτό της ώρας για να καταλάβει κανείς ποιο είναι το ηχόχρωμα της ηχογράφησης. Το πιάνο του Αλάν-Ζαν Μαρί, ενός εξαιρετικού πολυβραβευμένου πιανίστα από τη Γουαδελούπη, πρωταγωνιστεί από την πρώτη στιγμή: ο επιδέξιος και θερμός ήχος του πλουτίζει όλο τον δίσκο με μια πολύχρωμη καραϊβική γεύση. Αυτός και ο Γουίλεν υπήρξαν ένα από τα πιο δεμένα ντουέτα της τζαζ, έχοντας μια αβίαστη συνομιλία που θύμιζε το αξέχαστο ντουέτο του μεγάλου σαξοφωνίστα Σταν Γκετζ με τον επίσης μέγα πιανίστα Κένι Μπάρον. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας δεν υστερούν σε ταλέντο και λάμψη: τα ντραμς του Αμερικανού Σανγκόμα Έβερετ χρωματίζουν μ’ έναν τρόπο που θυμίζει Αρτ Μπλέικι και ο ήχος της κιθάρας του Φιλίπ Πετί συνοδεύει γλυκά το κουιντέτο. Ο εξαιρετικός αυτός Γάλλος κιθαρίστας παρουσιάζει στην ηχογράφηση αυτή και μια δική του σύνθεση, όπου φαίνεται η τεχνική κι η εφευρετικότητά του – τον «Κλέφτη της αγάπης» (Voleur d’ amour). Παρομοίως και ο μπασίστας της μπάντας, ο καταξιωμένος Ιταλός μουσικός Ρικάρντο ντελ Φρα, μας προσφέρει ένα μικροσκοπικό διαμάντι διάρκειας ενός λεπτού, που ονομάζει «Κόκκινο φιλί» (Un baiser rouge) και ο Γουίλεν τη σύντομη ελεγεία «Pauline». Στο «Round about midnight» του Τελόνιους Μονκ λάμπει συγκλονιστικά η συνομιλία του με τον Ζαν Μαρί, ακριβώς όπως και στο «Whisper not» του Μπένι Γκόλσον. Η μπαλάντα «Goodbye», «το πιο λυπημένο κομμάτι στον κόσμο» όπως είχε πει ο συνθέτης Άλεκ Γουάιλντερ, κλείνει μελαγχολικά την ηχογράφηση. Εδώ το σαξόφωνο του Μπάρνεϊ παίζει, στ’ αλήθεια, μερικές ακαταμάχητα θλιμμένες νότες και, όπως έγραψε στο σχετικό promo της με τόσο γοητευτικά «αμερικανικό» τρόπο η Fantagraphics, η εκδοτική εταιρεία που τύπωσε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τον Μπάρνεϊ των Λουστάλ και Παρινγκό: «…Ήρθε από το πουθενά. Ότι έβλεπε, το ήθελε. Ότι αποκτούσε, τον απογοήτευε. Μουσική, γυναίκες, ναρκωτικά, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Χόλιγουντ – τα έζησε όλα, ψάχνοντας απελπισμένα μέσα τους κάτι για να καλύψει το κενό μέσα του. Στο τέλος, τα πρόδωσε όλα – φίλους, ερωμένες, θαυμαστές –, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Και όμως, αυτοί γύριζαν πάντα πίσω σ’ αυτόν, ξανά και ξανά. Γιατί όταν ο Μπάρνεϊ έπαιζε τη θλιμμένη νότα του, μπορούσαν να του συγχωρήσουν τα πάντα». ΥΓ.: Ο Μπάρνεϊ πέθανε από καρκίνο 25 χρόνια πριν, στις 25 Μαΐου του 1996. Στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Δισκοπωλείων (Record Store Day), θα επανακυκλοφορήσει η «Θλιμμένη Νότα» σε βινύλιο 180 γραμμαρίων μαζί με το κόμικς, μια έκδοση 40 σελίδων με σπάνιο υλικό και bonus ένα CD. Η παραγγελία του πακέτου μπορεί να γίνει στο recordstoreday.com στις 17 Ιουλίου. Και το σχετικό link...
  18. ramirez

    ΟΙ ΓΡΙΕΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ

    ΤΙΜΗ: 100 δρχ. Οι μοναδικές κυκλοφορίες σε παραλληλόγραμμμο φορμάτ (comic strips) που έχει εκδώσει η Βαβέλ είναι τα δύο άλμπουμ με μικρές ιστορίες του Raul Damonte Taborda (Copi), το Δεν τολμώ Μαντάμ και το "Οι γριές πουτάνες". Πικρές, κυνικές και με μαύρο χιούμορ όλες οι ιστορίες, που αν δεν κάνω λάθος έχουν επανατυπωθεί και στο περιοδικό της Βαβέλ.
  19. Σε μια προφορική ιστορία, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της εμβληματικής Βαβέλ, συνεργάτες του περιοδικού θυμούνται τι ήταν αυτό που την έκανε μοναδικό φαινόμενο. Τον Φεβρουάριο του 1981 η Βαβέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περίπτερα. Εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο με το σχέδιο του Moebius. «Το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος» που μας λέει κι ο Γιάννης Νένες. «γιατί η βαβελ;» ξεκινάει το πρώτο editorial κείμενο του πρώτου εκείνου τεύχους, συστήνοντας στο κοινό αυτή τη νέα εκδοτική προσπάθεια. «γιατί εμείς πιστέψαμε πως υπάρχει λόγος να βγει και σεις επιβεβαιώσατε πως υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτή τη στιγμή το περιοδικό μας στα χέρια σας» είναι οι πρώτες φράσεις της Βαβέλ προς το κοινό της, σε ένα κείμενο που από την πρώτη στιγμή ξεκαθαρίζει πως το περιοδικό θα είναι ανοιχτό, θα είναι μια παρέα, και θα έχει διάθεση παρέμβασης σε ό,τι γίνεται γύρω μας. «Γιατί το περιοδικό κόμικς δεν είναι για μας απλώς ένα ανθολόγημα κάλων κόμικς, αλλά ένα περιοδικό κριτικής ματιάς που ζευγαρώνει τη ματιά των δημιουργών με μιαν άλλη ματιά στο χώρο γύρω μας», διαβάζουμε λίγο παρακάτω. Το λες και mission statement, μια υπογράμμιση του θρυλικού πλέον μότο ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) που συνόδευε κάθε ένα από τα 246 τεύχη που κυκλοφόρησαν από τον Φλεβάρη του ‘81 ως τον Ιούνιο του 2008. Βαβέλ #1, Φεβρουάριος 1981. Από αριστερά: Το κλασικό κόκκινο εξώφυλλο, η σελίδα των περιεχομένων με το editorial «γιατί η βαβελ», και το κείμενο για κόμικς και πολιτική σάτιρα. Ένα «και όχι μόνο» που κατάφερε και τα ίδια τα κόμικς να ανυψώσει ως (παρεξηγημένη) τέχνη στα μάτια ενός έκθαμβου κοινού, αλλά και ως όχημα να τα χρησιμοποιήσει για να τοποθετηθεί ουσιαστικά – και ακόμα και να παρέμβει – πάνω στην πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική πραγματικότητα της Ελλάδας. Στο πρώτο τεύχος διαβάζουμε Caza, διαβάζουμε Wolinski και Reiser, διαβάζουμε Quino, αλλά διαβάζουμε και πως «η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει στο εύκολο γέλιο, στο γέλιο με παλιάτσους που μας κάνουν γκριμάτσες, με πράγματα που δεν μας δίνουν καμία ανησυχία για τον κόσμο που ζούμε και την πραγματικότητα γύρω μας. Στην ουσία οι σοβαρές αξίες είναι συνήθως ταμπού». Στην πορεία της Βαβέλ δεν υπήρξε ταμπού που να έμεινε ακατάρριπτο ή που να μην προκλήθηκε. Μια εκδοτική ομάδα που έτρεχε το περιοδικό τα πρώτα του χρόνια (Νίκη και Εύη Τζούδα και Γιώργος Σιούνας) ως κολεκτίβα, ως παρέα με ανάγκη να εκφραστεί. Που το γέμιζε με κόμικς αληθινά χαρακτηριστικής δημιουργικής υπογραφής, συχνά στα όρια του ανίερου, συνοδεύοντάς τα με ισχυρό πολιτικό κείμενο και βλέμμα προς κάθε λογής πολιτιστική έκφραση. Η Βαβέλ σύντομα καθιερώθηκε ως φωνή ενός νέου, εναλλακτικού κοινού που ως τότε δεν συναντούσε τη φωνή του σε κανένα άλλο σημείο του mainstream τύπου. «Η αποποινικοποίηση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών, το AIDS, η πορνεία, τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών και πολλά άλλα καλύφθηκαν από τη Βαβέλ με έναν μαχητικό τρόπο που γινόταν συχνά ενοχλητικός σε όσους πίστευαν ότι η τέχνη δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική», γράφει ο Γιάννης Κουκουλάς στην Εφημερίδα των Συντακτών, συνοψίζοντας μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές παρεμβάσεις του περιοδικού. Το οποίο στην πορεία γέννησε και το ομώνυμο εμβληματικό Φεστιβάλ, μια διοργάνωση σημείο αναφοράς, όπου κάθε ανησυχία του εντύπου ζωντάνευε μέσα από εκθέσεις, συναυλίες, προβολές, σπουδαίους προσκεκλημένους. Γέννησε (ή ανέθρεψε), θα έλεγε τελικά κανείς, μια ολόκληρη εναλλακτική κουλτούρα. Τιμώντας τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση αυτού του αληθινά σημαντικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ζητήσαμε από μερικούς από τους σταθερούς συνεργάτες του περιοδικού, να μας καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι στην ιστορία του εντύπου, μέσα από τις δικές τους προσωπικές διαδρομές. Από το πρώτο εκείνο τεύχος πίσω στο ‘81, μέχρι όλα όσα η Βαβέλ σήμαινε και σημαίνει – ακόμα και σήμερα. Συζητιούνται μεταξύ άλλων: * Το πώς το κλίμα παρέας της Βαβέλ ανέθρεψε δημιουργικότητα και συλλογικότητα * Πώς κάθε συντάκτης βρήκε στη Βαβέλ την εκφραστική διέξοδο που αναζητούσε * Η γέννηση του περιοδικού από το εκδοτικό τιμ * Τα αγαπημένα άρθρα και οι αγαπημένες στήλες των συνεργατών * Η ιδέα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης μέσα από ένα περιοδικό (κόμικς! και όχι μόνο!) Τεύχος #118, Φεβρουάριος 1991 (Δέκα Χρόνια Βαβέλ) / Τεύχος #213, Μάιος 2003 (War on Terror) Ι. Η ΒΑΒΕΛ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ Στο αφιέρωμα συμμετείχαν ο Γιάννης Νένες (δημοσιογράφος – ραδιοφωνικός παραγωγός), Χρήστος Ξανθάκης (δημοσιογράφος), Άγγελος Φραντζής (σκηνοθέτης, Ευτυχία), Γιάννης Κουκουλάς (ιστορικός Τέχνης, διδάκτωρ ΑΣΚΤ, συνεπιμελητής του Καρέ Καρέ στην Εφημερίδα των Συντακτών). Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστά, μέσω μέιλ και τηλεφώνου και έχουν γίνει edited για λόγους συνέχειας. Ως αναγνώστης τι είχες θαυμάσει και αγαπήσει περισσότερο στο περιοδικό; Γιάννης Κουκουλάς: Τα πάντα. Την τέχνη της αυθάδειας. Τον Καλαϊτζή και τον Bilal. Τον Manara και τον Copi. Τον Quino και τον Altan. Μα πάνω απ´ όλα το «και όχι μόνο». Το ότι η Βαβέλ δεν ενδιαφερόταν μόνο για τα καλά κόμικς – που τα δημοσίευε έτσι κι αλλιώς – αλλά για τις μικρές παρεμβάσεις στα μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Χρήστος Ξανθάκης: Ως αναγνώστης κόμικς στην Ελλάδα ανήκα και ανήκω σε μια αισχρή μειοψηφία, μιας και η ένατη τέχνη στη χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε ευρύ κοινό. Για την ακρίβεια, τα ενήλικα κόμικς (όχι οι τσόντες πουλάκι μου!) δεν είχαν καν κοινό στην αρχή, εξ ου και πήγαν κατά διαόλου οι προσπάθειες της Κολούμπρας και του Μαμούθ. Χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες εκ μέρους της Βαβέλ και της ομάδας της για να πάει μπροστά το πράγμα. Αλλά για να επιστρέψω στην ερώτηση, εγώ κόμικς ήθελα να διαβάζω, η τρέλα μου ήταν. Όλα μου άρεσαν λοιπόν στη Βαβέλ, ευαγγέλιο έψαχνα και ευαγγέλιο βρήκα. Γιάννης Νένες: Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα κατακόκκινο εξώφυλλο κρεμασμένο στο περίπτερο με το σχέδιο του Moebius, το πρώτο εκείνο περιβόητο τεύχος. Ήμουν φανατικός των κόμικς από μικρός, έπαιρνα ανελλιπώς τα τεύχη της Κολούμπρας, τα διάφορα φανζίνς, αλλά το πρώτο της Βαβέλ με εντυπωσίασε από μακριά για τη διαφορετική του προσέγγιση στο εξώφυλλο. Εκείνη την εποχή μόλις είχα σταματήσει να είμαι γραφίστας και τις μετρούσα πολύ κάτι τέτοιες γραφιστικές εκπλήξεις. Σαν αναγνώστης, για μένα ήταν τρομερό δέλεαρ οι πλούσιες, πολυσέλιδες ιστορίες που μπορούσες να τις απολαύσεις εξονυχιστικά, με τις ώρες, καρέ-καρέ, να τις επενδύσεις με ό,τι μουσικές ήθελες και να φτιάξεις σάουντρακ. Ήταν ένα περιοδικό που δεν τελείωνε ποτέ. Κι ανάμεσα στις ιστορίες, κάτι ακαριαίες στιγμές τύπου Wolinski, Altan, Reiser, κανονικά ξεσπάσματα. Και κάτι άλλο: τα κείμενα είχαν από την πρώτη στιγμή μία αίσθηση «συνωμοσίας». Ότι εδώ εμείς κι εσύ εκεί έξω μιλάμε την ίδια γλώσσα. Άγγελος Φραντζής: Πρώτο τεύχος που έπεσε στα χέρια μου ήταν κάπου γύρω στο #14; #17; Είχε ένα εξώφυλλο του Caza. Πρέπει να ήμουν 12. Το είδα κι έπαθα πλάκα. Τότε ήθελα να γίνω γελοιογράφος. Διάβαζα πολλά κόμικς, Αστερίξ και τα άλλα κόμικς της εποχής. Αυτό ήταν το πρώτο όπου είδα ενήλικο κόμικ άλλου τύπου. Ήταν αδιανόητο το τοπίο που άνοιγε μπροστά μου με αυτό το πράγμα που έπαθα με τη Βαβέλ. Ορισμένοι μόνο από τους σπουδαίους ξένους δημιουργούς των οποίων έργα έχουν φιλοξενηθεί στις σελίδες της Βαβέλ κατά τη διάρκεια των χρόνων. Από πάνω αριστερά: Hugo Pratt, Adrian Tomine, Ralf Konig, David Mazzucchelli, Altan, Jules Feiffer, Daniel Clowes, Andrea Pazienza, Reiser. Ποιο ήταν το πρώτο σου τεύχος στη Βαβέλ; Πώς ξεκίνησε η συνεργασία; Ξανθάκης: Αν θυμόμουν πράγματα από τη δεκαετία του ογδόντα, θα ήμουν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος. Ουδεμία ανάμνηση από την πρώτη εμφάνισή μου στη Βαβέλ! Όσο για το πώς ξεκίνησε η συνεργασία, νομίζω ότι ήρθε μετά από επίμονες προσπάθειες δικές μου όπου έπεισα εν τέλει τη Τζούδα πως δεν είμαι κάνα μαλακισμένο που προσπαθεί να τους καθίσει στο σβέρκο. Χρειάστηκε αγώνας μιας και η Νίκη είναι εξαιρετικά επιφυλακτικό άτομο. Πράγμα που οδηγεί κάποιους να συμπεραίνουν ότι είναι ψυχρή και παγερή. Αλλά who gives a fuck; Φραντζής: Ξεκίνησα να επισκέπτομαι το βιβλιοπωλείο, έκανα κόμικς και άρχισα να τα πηγαίνω με τρομερή ντροπή, φόβο και αμηχανία να τα δείξω. Σιγά-σιγά αρχίσαμε να αποκτούμε μια σχέση, και έγραψα το πρώτο μου κείμενο – για κόμικ και κινηματογράφο – στα 16 μου, κάπου στο ‘85-’86. Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα και δημοσίευσα στη Βαβέλ. Πέταξα από χαρά μου, ήταν η Βαβέλ ένας μύθος. Όταν αρχίσαμε να αποκτάμε σχέση πήγαινα συχνά στα γραφεία. Τον Γιώργο τον Σιούνα τον έλεγα πατέρα και τη Νίκη μητέρα! Μετά έφυγα για σπουδές, για σινεμά, και όταν γύρισα ουσιαστικά τότε άρχισα να γράφω μόνιμα για σινεμά, με τη στήλη Τα Μάτια Ανοιχτά. Τότε δεν είχαν σινεμά, παλιά έγραφε ο Τζιώτζιος. Ξεκίνησα κάπου το ‘92-’93 και έγραφα συστηματικά για καμιά δεκαετία σίγουρα. Νένες: Δεν θυμάμαι σε ποιο τεύχος ξεκίνησα να γράφω. Η Βαβέλ και η φιλία μου με τα παιδιά ήταν μέρος της ζωής μου, οπότε δεν έχω συγκρατήσει αυστηρά ημερομηνίες. Ήμουν εκεί, αράζαμε κάπως, λέγαμε βλακείες και γελούσαμε και κάπως έτσι έδωσα ένα κείμενο – τι να πω. Νομίζω πρέπει να ξεκίνησα με συνεντεύξεις των σχεδιαστών που είχαν έρθει στην Αθήνα για το πρώτο φεστιβάλ της Βαβέλ στον εκθεσιακό χώρο Εύμαρος, σε ένα παλιό σχολείο στους Αμπελόκηπους. Κουκουλάς: Κάποια στιγμή, πρέπει να ήταν το 1992, κάναμε στο Ράδιο Ουτοπία, έναν κινηματικό εναλλακτικό ραδιοσταθμό στη Θεσσαλονίκη, μια εκπομπή για τα Κόμικς, την Επιστημονική Φαντασία και την Αστυνομική Λογοτεχνία μαζί με δυο φίλους, τον Φιλήμονα Καραμήτσο και τον Στάθη Κουρνιώτη. Στείλαμε στη Βαβέλ υλικό από την εκπομπή για μια γνώμη και μας παρουσίασαν στις σελίδες του. Ήταν τέτοια η χαρά να δω το όνομα μου στο περιοδικό που σκέφτηκα πως θα ήθελα να γράφω σε αυτό. Λίγο αργότερα προτείναμε και κάναμε σε συνεργασία με τον Αβραάμ Κάουα ένα θέμα για το Γυμνό Γεύμα του Burroughs και κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τακτικά με πρώτο κείμενο ένα αφιέρωμα στην Αρρώστια στα Κόμικς το 1994 που ιδιαίτερα σήμερα είναι ακόμα επίκαιρο. Συμμετείχα σταθερά στη στήλη Αεροπλανάκι που διατηρούσε ο δάσκαλος Γιώργος Σιούνας τον οποίο ευγνωμονώ για όσα μου έμαθε και όσα έγραφε. Και κάποια στιγμή εγκαινίασα τη στήλη Make Comics, Not War. Η εμβληματική στήλη «Αεροπλανάκι» της Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων, από πάνω αριστερά: 1986, 1987, 1993, 1995, 2001, 2002. Στις σελίδες της στήλης διαβάζαμε άρθρα γνώμης, ειδήσεις, σχέδια, συνεντεύξεις, πολιτικό σχολιασμό και πολλά άλλα. Κάποιο αγαπημένο τεύχος; Αγαπημένη στήλη ή κείμενο; Νένες: Τα τεύχη όλα ήταν σαν σεξ, κάπως. Τα είχες προετοιμάσει, είχες γελάσει φτιάχνοντάς τα και μετά ερχόταν η κορύφωση, το τυπωμένο και βυθιζόσουν να το διαβάζεις. Όχι, δεν έχω κάποια αγαπημένη στήλη Εν Εξάρσει, δεν τα θυμάμαι και καλά. Πάντως αυτή η στήλη γραφόταν πάντα βράδυ, μεταμεσονύκτιες ώρες, και έχει διατρέξει πολλά χιλιόμετρα σε αυλάκια βινυλίου. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα. Για χάρη της νυχτερινής εργασίας, επειδή έκανε πολύ θόρυβο η παλιά γραφομηχανή και ξύπναγε η από κάτω, είχα αγοράσει ηλεκτρική – αθόρυβη. Θυμάμαι να γράφω για την κασέτα των Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ από τη Θεσσαλονίκη, ήμουν ενθουσιασμένος μαζί τους. Θυμάμαι μία αισθησιακή φωτογραφία της Madonna που έβαλα στη στήλη, να λέει μέσα σε μπαλούν «Μμμ, κάποιος τηγανίζει κεφτέδες». Γενικά δεν έκανα τίποτα σοβαρά, ήταν απλώς ένα προσωπικό ημερολόγιο με πολλή μουσική. Κουκουλάς: Αγαπημένο τεύχος το #18, θρυλικό και εξαντλημένο από πολύ νωρίς, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στους Reiser και Wolinski. Αγαπημένο εξώφυλλο το παραπλανητικό #131 με έναν πιτσιρικά του Reiser και λεζάντα: «Έρευνα Σοκ! Ο Αυνανισμός είναι Κληρονομικός;». Φυσικά δεν υπήρχε τέτοια έρευνα. Ξανθάκης: Μου άρεσαν πάρα πολύ τα τεύχη που ήταν αφιερωμένα στον αντιαπαγορευτικό αγώνα. Γιατί ήταν χίλια χρόνια μπροστά απ’ την εποχή τους, γιατί απέδειξαν ότι ένα περιοδικό κόμικς μπορούσε να καταπιάνεται με πολύ σοβαρά ζητήματα, γιατί δικαιώθηκαν εκατό τοις εκατό. Όσο για κείμενο δικό μου, και μόνο τη συνέντευξη με τον Καλαϊτζή να είχα κάνει, πάλι μια χαρά θα αισθανόμουν. Φραντζής: Για μένα το κάθε τεύχος που επρόκειτο να βγει ήταν μια τρομερή ιστορία. Πήγαινα στα περίπτερα κάθε τρεις και λίγο, το τεύχος δεν έβγαινε ποτέ στην ώρα του, ρώταγα Βγήκε η Βαβέλ, δεν βγήκε η Βαβέλ, Α, μας είπαν θα μας τη φέρουν την Πέμπτη. [γελάμε] Είχε μια τέτοια προσμονή, του φανατικού. Μετά κατάλαβα: Ήταν ένα περιοδικό τόσο οικογενειακό σαν κατάσταση, έπαιζε και ένα χύμα πράγμα, αλλά και πολύ οργανωμένο όταν χρειαζόταν. Η οργάνωση των παιδιών στα πρώτα Φεστιβάλ στο Γκάζι, άλλο πράγμα. Κείμενο, το θέμα για το Mulholland Drive. Είχα τόσο πωρωθεί που βγήκε ένα κείμενο τεράστιο, 10 σελίδες περιοδικού. Κι αυτό ήταν το τρελό με τη Βαβέλ, ότι δεν υπήρχε αυτό που συναντούσες σε όλα τα περιοδικά. Είχαμε ελευθερία στο να γράψουμε αυτό που θέλουμε, όποτε θέλουμε, όσο θέλουμε. Επίσης, από ένα σημείο και έπειτα άρχισα να κάνω συνεντεύξεις, αλλά όχι απαραίτητα για τις ταινίες των σκηνοθετών. Έκανα με τον Πάνο Κούτρα για τα μελοδράματα και τον Douglas Sirk, με τον Παναγιωτόπουλο για την Περιφρόνηση, με σκηνοθέτες για άλλους σκηνοθέτες. Μου άρεσε σαν διαδικασία πάρα πολύ. Στήλες για σινεμά και μουσική, σχολιασμός, άποψη, πρόσωπα και συνεντεύξεις με μοναδικό τρόπο από μοναδικές υπογραφές. Η Βαβέλ στο πέρασμα των χρόνων υποστήριξε και με το παραπάνω το εμβληματικό «και όχι μόνο» του μότο της. Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης στη συγγραφή της στήλης; Ζητούσαν από το περιοδικό κάτι συγκεκριμένο; Φραντζής: Είναι το τι θα μπορούσε να με παθιάσει, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Για μένα η κριτική δεν είχε κάτι το επαγγελματικό με την έννοια ότι πρέπει να γράψεις για τις ταινίες της εβδομάδας, είχε την έννοια της προέκτασης, της απόλαυσης της θέασης ενός πράγματος. Άλλες φορές ήταν επειδή κάτι με θύμωνε, το Natural Born Killers ήταν ένα τέτοιο κείμενο, κάτι με είχε θυμώσει και ήθελα να γράψω με έναν τρόπο διαφορετικό. Άλλες φορές ήταν επειδή ήθελα να στηρίξω κάτι, είχα γράψει κείμενο για την πρώτη ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ή το Ακρόπολις της Εύας Στεφανή. Ή για διάφορα πράγματα τα οποία ένιωθα ότι βάλλονται και ήθελα να τα στηρίξω γιατί μου άρεσαν κι ένιωθα ότι εδώ γεννιέται κάτι. Ξανθάκης: Και μου ζητούσαν και τους έστελνα και τα βρίσκαμε και τα χάναμε και μπορεί να εξαφανιζόμουν για τρεις μήνες και να ξαναγύρναγα και να μην έτρεχε τίποτα. Μοιάζει παράξενο σήμερα με τα κομπιούτερ και τα μέηλ και τα μέσεντζερ, αλλά μερικές φορές η χειροτεχνία είναι το άπαν. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγάλεις από μέσα κάτι κρυμμένο πολύ βαθιά. Αλλά υπαρκτό… Κουκουλάς: Κάθε φορά συζητούσαμε με το Γιώργο Σιούνα και καταλήγαμε σε θέματα. Βασικός άξονας ήταν σχεδόν πάντα να πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα βρισκόταν εύκολα σε άλλα περιοδικά. Καθώς ο Σιούνας είχε τη δική του ατζέντα και έγραφε τα δικά του σπουδαία κείμενα, συνήθως του πρότεινα θέματα και μετά από συζήτηση τα υλοποιούσα. Νένες: Το σημείο εκκίνησης ήταν μία συγκεκριμένη αίσθηση που είχα τη στιγμή που καθόμουν να γράψω. Από εκεί άρχιζε να ξετυλίγεται το νήμα. Σε κάθε επόμενη παράγραφο με οδηγούσαν οι δίσκοι – που τους χρησιμοποιούσα σαν αφορμή για να λέω ότι κατέβαινε στο κεφάλι μου. Έκανα κι ένα «παιχνίδι» αρκετές φορές: μου άρεσε το τέλος της προηγούμενης παραγράφου να μοιάζει κάπως με την αρχή της επόμενης. Τέτοιες χαζομαρούλες. Όχι, ποτέ δεν μου είχε ζητήσει κανείς να γράψω κάτι συγκεκριμένο. Ήθελα να καλύπτω όσο το δυνατό περισσότερο τις δισκογραφικές κυκλοφορίες, κυρίως της ανεξάρτητης σκηνής αλλά και εμπορικές γιατί ήταν ακόμα η εποχή που διψούσαμε για μουσικές, οι κυκλοφορίες ήταν μικρά «γεγονότα» για εμάς που ακούγαμε μουσική με αγάπη. Και πολιτικά και καλλιτεχνικά το περιοδικό μίλησε σε κόσμο που ένιωθε πως δεν είχε άλλη εκπροσώπηση στο εκδοτικό και μιντιακό mainstream της εποχής. Ήταν αυτό κάτι που σκεφτόσουν ποτέ κατά την περίοδο της συνεργασίας σας, υπήρχε κάπως συνειδητά; Ξανθάκης: Μπα, καθόλου. Την πλάκα μας κάναμε όλοι και γι’ αυτό βγήκε αυτό το φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που βγήκε. Τον αναγνώστη πάντοτε τον αγαπάς, αλλά αν αρχίσεις να σκέφτεσαι με βάση το πώς θα αγκαλιάσεις ένα ευρύτερο κοινό χάνεται όλη η γκάβλα. Και η Βαβέλ πάνω απ’ όλα αυτό ήταν. Ένα γούστο, ένα καπρίτσιο, μια γκάβλα. Νένες: Δεν νιώθαμε ότι είμαστε ενάντια σε κανένα κατεστημένο, ούτε υπήρχε ακόμα η έννοια των media όπως είναι σήμερα. Ήταν όμως η χρυσή εποχή των περιοδικών. Βγάζαμε ένα περιοδικό με ύλη που δεν βρίσκαμε πουθενά αλλού – αυτό ήταν όλο. Δεν είχες το ίντερνετ και έτρεχες στα ταξίδια στο εξωτερικό να αγοράζεις περιοδικά που τα φύλαγες στη βιβλιοθήκη σου. Ή πηγαίναμε στα μεγάλα περίπτερα στο κέντρο για να αγοράζουμε ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Ήταν καθαρός φετιχισμός. Υπήρχε η αίσθηση της συσπείρωσης όμως. Ήμασταν στον κόσμο μας με τους ομοίους μας. Αν σημαίνει κάτι αυτό. Φραντζής: Μιλάμε για μια άλλη εποχή, την εποχή των περιοδικών που είναι από μόνο του κάτι άλλο. Η Βαβέλ ήταν πάντα ένα περιοδικό που ξεχώριζε επειδή μπορούσε να καλύψει ένα φάσμα πραγμάτων που τα πρωτοδιαβάζαμε σε έντυπα, από πράγματα που αφορούσαν το AIDS μέχρι πολιτική, μέχρι κομμάτια καλλιτεχνικά, πράγματα που δεν τα διάβαζες αλλού. Αν σκεφτείς πόσοι έχουν περάσει από τη Βαβέλ σε όλα τα επίπεδα, γράφοντας για μουσικές ή τέχνη ή κόμικς, άνθρωποι λίγο πολύ που καθόρισαν μια εποχή. Εγώ έγινα μέλος της παρέας 10 χρόνια αφού ξεκίνησε, οπότε για μένα υπήρχε πάντα αυτή τη διάσταση, ότι αυτό είναι κάτι ξεχωριστό που συμβαίνει. Όταν μετά έγινε σπίτι μου, ήταν κυρίως ένας τόπος συνάντησης. Πέρναγες να πεις ένα γεια ή να αφήσεις το κείμενο και έμενες 5 ώρες να κουβεντιάζεις, έρχονταν άλλοι κ.λ.π. Αυτό το πράγμα είχε τρομερή ζωντάνια. Ήταν παρέα με κάποιους ξεχωριστούς ανθρώπους οπότε αυτό γεννούσε και δημιουργούσε πράγματα. Κουκουλάς: Φυσικά. Ήταν τιμή να γράφεις στη Βαβέλ όταν η κυρίαρχη τάση ήταν από τη μια ο αυριανισμός στον ημερήσιο τύπο και από την άλλη το lifestyle του ΚΛΙΚ στον περιοδικό. Το περιοδικό πάντα ξεχώριζε για τα αφιερώματά του, παρεμβατικά, επίκαιρα, ακόμα και μπροστά από την εποχή τους. Σου ανέφερε κόσμος ή γνωστοί σου τα κείμενά σου ή το περιοδικό γενικότερα; Ξανθάκης: Ναι, αλλά δεν το έψαχνα και πολύ. Για αναγνώριση είχα τη δημοσιογραφική μου εργασία σε ραδιόφωνα, εφημερίδες και περιοδικά lifestyle. Η Βαβέλ ήταν ο έρωτάς μου και γι’ αυτό έγραφα ό,τι μου κατέβαινε. Ενίοτε και εκπληκτικά άστοχα κείμενα, για τα οποία πάντως δεν μετανιώνω. Κουκουλάς: Στον κύκλο μου, χωρίς αυτός να είναι ενδεικτικός της τάσης της εποχής, η Βαβέλ ήταν θρύλος. Οπότε ναι, τα κείμενα που έμπαιναν στη Βαβέλ είχαν μεγάλη επίδραση. Ιδιαίτερα τα μαχητικά θέματα που συχνά δεν αφορούσαν τα κόμικς ή δεν αφορούσαν μόνο τα κόμικς. Νένες: Δεν μπορώ να πω ότι μου ανέφεραν τη στήλη οι γνωστοί. Μόνο κάποιοι κοντινοί φίλοι που γνώριζαν έτσι κι αλλιώς. Επισήμως, θυμάμαι, πρώτη φορά είχε αναφερθεί στη στήλη ο Τσαγκαρουσιάνος, στη δική του στήλη στην Ελευθεροτυπία – είχε κράξει τον Σταύρο Κούλα κι εμένα ότι ξεφωνίζουμε το περιοδικό, κάτι τέτοιο. Δεν μάς ήθελε καθόλου. Φραντζής: Εκ των υστέρων. Πολύς κόσμος άρχισε να μου λέει πω πω εκείνο το κείμενό σου, κι έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε όντως κόσμος που διάβαζε και σχολίαζε. Ήταν αφορμή για συναντήσεις. Ας πούμε με τον Αλέξη Αλεξίου, που κι εκείνος ήταν αναγνώστης της Βαβέλ, είχαμε οργανώσει στο Φεστιβάλ ένα αφιέρωμα στον κινηματογράφο του Χονγκ Κονγκ, γιατί τότε είχαμε κι οι δύο ανακαλύψει αυτό το σινεμά που τότε ήταν πολύ στην αρχή εδώ. Τότε δεν υπήρχε αυτή η προσβασιμότητα. Όταν ήμουν στο Παρίσι είχα έναν κολλητό σε μια ομάδα που έκανε αφιέρωμα στις ταινίες του Χονγκ Κονγκ και μέσω αυτών ανακάλυψα εκείνη την κινηματογραφία, κι αποφασίσαμε αργότερα να κάνουμε εδώ αυτό το αφιέρωμα. Δεν υπήρχε πρόσβαση – οπότε γινόταν δίαυλος το περιοδικό προς πράγματα που δεν ήταν ακόμα γνωστά. Τι σου λείπει περισσότερο από την εποχή της Βαβέλ; Ποια είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά της; Κουκουλάς: Μου λείπει η Βαβέλ. Όχι η εποχή της. Η κληρονομιά της είναι ότι σήμερα, 40 χρόνια μετά από την πρώτη κυκλοφορία της συζητούμε για αυτήν. Γιατί σύστησε σε πολλούς ανθρώπους των eighties και των nineties την τέχνη των κόμικς. Και την ανατρεπτική ματιά του χιούμορ Ευρωπαίων και Ελλήνων καλλιτεχνών. Ξανθάκης: Μου λείπει ότι κάνουμε κάτι γιατί έτσι μας γουστάρει, χωρίς να ψαχνόμαστε πώς θα κονομήσουμε ή πώς θα κερδίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Έτσι για το γαμώτι δηλαδή που λένε και στην επαρχία. Νένες: Δεν ξέρω για κληρονομιά, είναι πολύ βαριές λέξεις αυτά – κατεστημένο, κληρονομιά… Η Βαβέλ άφησε πίσω της ρημάδια. Η εποχή θα έλεγα. Είμαστε όλοι μισότρελοι, δεν ξέρουμε τι ήταν αυτό που συνέβαινε τότε και πώς να το ισορροπήσουμε με το τώρα. Γελάμε αρκετά με αυτά που θυμόμαστε, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Εγώ δεν θέλω να διαβάζω τίποτα από τα παλιά μου κείμενα, ανατριχιάζω, ντρέπομαι. Αυτό που μου λείπει από εκείνη την εποχή είναι η ορμή να γράφω. Φραντζής: Το δέσιμο μιας παρέας ανθρώπων που επέμενε πάρα πολύ να κάνει πράγματα επειδή τα πίστευε, και για το κέφι τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Και άρα να λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο αυτόνομο, ελευθερίας. Κατά καιρούς είχαν υπάρξει προτάσεις να αγοραστεί η Βαβέλ, και ποτέ δε μπήκανε σε αυτό το τριπ τα παιδιά, για να μπορέσουν να κρατήσουν την αυτονομία ενός πράγματος που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που θέλουν, όπως θέλουν. Ήταν κάτι που το κάναμε όλοι επειδή γουστάραμε να το κάνουμε, ούτε χρήματα υπήρχαν… Όποτε το βλέπεις αυτό να συμβαίνει, όποτε έχουν δημιουργηθεί τέτοιοι πυρήνες βλέπεις ότι αφήνουν πίσω κάτι, γεννιέται κάτι. Αυτό είναι μια κληρονομιά. Τι σου έδωσε η Βαβέλ και κράτησες έκτοτε για πάντα στην πορεία σου; Νένες: Να πιάνω την πρώτη μου σκέψη και να ακολουθώ το νήμα. Ήταν ένα είδος μπλόγκινγκ που το ακολούθησα αργότερα και στο Πανικοβάλ των 500, της Athens Voice. Φραντζής: Το πάθος για τα πράγματα. Όλοι είχαν πάθος για τα πράγματα που κάναν στη Βαβέλ. Και πάθος και ανάγκη να τα υπερασπιστούν. Κανείς δεν έκανε αυτό που έκανε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το κάνανε όλοι με ένα τρελό πάθος. Κουκουλάς: Πρώτα απ’ όλα καλούς φίλους. Σπουδαία τέχνη. Ανατρεπτικό, ανυπότακτο πνεύμα. Επιμονή παρά τις αντιξοότητες. Και εμπλοκή του πολιτικού ζητήματος σε κάθε θέμα. Ελπίζω να έχω κρατήσει κάτι απ’ όλα αυτά. Ή τουλάχιστον να μπορώ να τα εκτιμώ σε όσους και όσες τα διαθέτουν. Ξανθάκης: Ζούρλια μου έδωσε, ανάσα μου έδωσε και ολίγη μαγκιά. Αυτά μου φτάνουν. Το αφιέρωμα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΒΕΛ από το τεύχος #118 της Βαβέλ ΙΙ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΒΕΛ Τον Σεπτέμβριο του ‘18 για λογαριασμό του περιοδικού Μπλε Κομήτης (Εκδόσεις Polaris: Ερωτόκριτος, Ληστές, Τα Μυστικά του Βάλτου) είχα μιλήσει με τις Νίκη και Εύη Τζούδα και τον Σταύρο Κούλα, που σχεδίαζε το περιοδικό από το ‘85. Ακολουθεί η αναπαραγωγή αποσπασμάτων της συζήτησης, με την άδεια των εκδόσεων Polaris. Νίκη Τζούδα: Η Βαβέλ σαν παρέα ξεκίνησε, με τα λεφτά κάποιων διακοπών. Ως κέφι περισσότερο, από μια διάθεση. Οι περισσότεροι είχαμε τελειώσει πανεπιστήμιο στην Ιταλία, γνωριζόμασταν από τότε, η Παυλίνα [Καλλίδου] που ήταν πριν στην Κολούμπρα με τον Τουφεξή. Σκέψου ήταν μια εποχή που έβραζαν τα πάντα κοινωνικά, οπότε τα περιοδικά αυτού του είδους ανθούσαν. Κι έτσι για την Ελλάδα υπήρχε ένας πλούτος απίστευτος από κόμικ που μπορούσαμε να δημοσιεύσουμε από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα δεν ξέραμε κανέναν, ότι είχαμε τελειώσει τις σχολές μας. Σιγά-σιγά με το περιοδικό άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι. Ο Αρκάς είχε μάθει ότι θα βγει το περιοδικό κι έναν χρόνο πριν κάναμε σχέδια. Είχαμε βρει Ιωάννου, Καλαϊτζή. Ο Καλαϊτζής έκανε βινιέτες στο Αντί, όπως κι ο Ιωάννου. Κόμικ πρώτη φορά με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα. Ελληνική σκηνή τότε υπήρχε; Σταύρος Κούλας: Ουσιαστικά η Βαβέλ έκανε τη σκηνή. Και στην Κολούμπρα έκαναν πράγματα αλλά πιο χύμα κατάσταση, άλλο πράγμα. Με τη Βαβέλ γίναν πιο συγκεκριμένα και ιδεολογικά πιο φορμαρισμένα. Και το πολιτικό στίγμα του περιοδικού ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ έντονο. Ν. Τζούδα: Γιατί είμαστε έτσι εμείς. Πέρα από τον πλούτο των κόμικ εκείνης της εποχής που δεν ήξερες τι να διαλέξεις, υπήρχαν κι ένα σωρό κίνητρα τότε να έχεις κι άλλα κείμενα. Στο κάτω-κάτω δε μας ενδιέφερε ποτέ ένα περιοδικό αμιγώς κόμικ. Κούλας: Κάναμε ολόκληρη ιστορία μια παρέα λίγων ανθρώπων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην ήξερε τη Βαβέλ. Μπορεί να μην τη διάβαζε, αλλά την ήξερε. Δουλειές Ελλήνων καλλιτεχνών έκαναν συχνά την εμφάνισή τους στη Βαβέλ, από τον Γιάννη Καλαϊτζή μέχρι τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Στις εικόνες από αριστερά προς τα δεξιά, βλέπουμε αποσπάσματα κόμικς των Γιώργου Μπότσου, Διαμαντή Αϊδίνη, Λέανδρου, Πέτρου Ζερβού, Sotos Anagnos. Ν. Τζούδα: Το ένα έφερνε το άλλο. Ο Σταύρος πέρασε να μας γνωρίσει. Έκανε ένα κόμικ, κάτι κουνημένες φωτοτυπίες. Είχαμε διαρκώς ερεθίσματα. Ερχόταν κάποιος κι έλεγε μια ιδέα, μας επηρέαζε, άρχιζε να γράφει. Ο Τζιώτζιος για παράδειγμα, που μετά ίδρυσε το Σινεμά και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Ήταν ένα εκπληκτικό, λαμπερό άτομο. Θέλω να σου πω, είναι και λίγο τυχαία αυτά τα πράγματα. Περνούσαν άνθρωποι, ταιριάζανε. Υπήρχε με αυτόν τον τρόπο και μια πολυφωνία για τα πάντα. Ο Ζερβός ήταν τότε ένας φοιτητής της αρχιτεκτονικής. Κούλας: Ο Παπαϊωάννου έφερνε τα κόμικ του. Ν. Τζούδα: Και μάλιστα με μια συστατική επιστολή από τον Τσαρούχη! Κούλας: Όταν ξεκίνησε το περιοδικό, άρχισαν να έρχονται φάκελοι σωρηδόν. Ανακαλύψατε πολλούς έτσι; Ν. Τζούδα: Βέβαια, πολλούς! Εύη Τζούδα: Μπότσος, Σολούπ, Λέανδρος. Κούλας: Διαμαντής Αϊδίνης. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίναγαν να γράφουν και ήθελα να γράφουν σε εμάς. Νένες, Γεωργελές, Λάλας. Ο Τζιώτζιος που έκανε κριτική. Κι ερχόταν κόσμος, άφηνε κείμενα, αν μας άρεσε το βάζαμε. Ήταν μια πολύ παρεΐστικη κατάσταση. Δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με ένα corporate περιοδικό με διευθυντή, αρχισυντάκτη, ήμασταν όλοι μαζί. Ν. Τζούδα: Λειτουργούσαμε σαν κολεκτίβα. Χωρίς επεμβάσεις. Πες εσύ, ήρθες το ‘85 στο περιοδικό, δε θυμάμαι να σου είπαμε ποτέ μην το κάνεις έτσι ή πώς είναι έτσι το εξώφυλλο. Κούλας: Ποτέ. Ενώ σε άλλα περιοδικά που δούλευα είχα παρεμβάσεις. Η Βαβέλ ήταν το μοναδικό περιοδικό που ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στην κούτρα μου, μερικές φορές τα οποία δε βλεπόντουσαν κιόλας, είχα το ελεύθερο να κάνω ό,τι γούσταρα. Από τη Βαβέλ έμαθα να είμαι γραφίστας. Αυτό ίσχυε και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δούλευαν εκεί μέσα. Κούλας: Εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί ένα περιοδικό την εποχή του ίντερνετ. Κάποια κείμενα που τα βάζαν απέξω τα παιδιά, που δεν ήταν εύκολο να τα βρεις ας πούμε, τώρα με το ίντερνετ τα βρίσκεις όλα. Ε. Τζούδα: Στο ίντερνετ από τη μία βρίσκεις τα πάντα, από την άλλη χάνεσαι, δε βρίσκεις τίποτα. Ενώ όταν κάποιος σου δίνει μια συλλογή που σε βρίσκει σύμφωνο αισθητικά και από άποψη, το έχεις συγκεντρωμένο. Για μένα ένα περιοδικό λειτουργεί έτσι, συγκεντρώνει απόψεις, δίνει βήμα. Γιατί τώρα πια οι αυτοεκδόσεις είναι μεν πιο εύκολες, όμως ένα περιοδικό βοηθάει έναν δημιουργό να αναδειχθεί και να δείξει καλύτερα τη δουλειά του. Κούλας: Τυπωμένο είναι και πιο ωραίο από το να το βλέπεις στο ίντερνετ. Μπορεί να είναι και φετιχιστικό αυτό, αλλά προτιμώ να το έχω τυπωμένο, όπως και μια φωτογραφία, παρά να βλέπω 15.000 φωτογραφίες. Όπως είναι και με τη μουσική, έπαιρνες έναν δίσκο και τον ξέσκιζες, τώρα ακούς 35.000 δίσκους και δε θυμάσαι κανέναν. Εγώ πιστεύω πρέπει να υπάρχουν περιοδικά μιας τέτοιας φόρμας και ιδεολογίας. Γιατί εκεί μέσα [σ.σ. στο ίντερνετ] χάνεσαι, εκεί δεν υπάρχεις πια από ένα σημείο και μετά. Αλλά ήταν κι η εποχή, σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Ν. Τζούδα: Ή μπορεί να γίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ακόμα και σήμερα το μυστικό είναι η συλλογική δουλειά. Μερικές μόνο από τις υπογραφές που πέρασαν από τη Βαβέλ: Νίκος Ξυδάκης, Περικλής Κοροβέσης, Θανάσης Λάλας, Βαγγέλης Περρής, Φώτης Γεωργελές, Μάκης Μηλάτος, Κωστάκης Ανάν. Κούλας: Ξέρεις πόσες φορές βρίσκω ανθρώπους που δεν τους ξέρω και μου λένε για τη Βαβέλ «έχω όλα τα τεύχη»; Από ανθρώπους που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι αυτοί θα είχαν όλα τα τεύχη. Λένε Βαβέλ, αλλά αυτό το Βαβέλ δεν είναι μόνο το περιοδικό, έχει ένα ολόκληρο μπαγκράουντ κουλτούρας ζωής. Και γι’ αυτόν που τα δίνει και αυτή την κατάσταση τη μεταφέρει σε κάποιον άλλον, σε αυτόν που του τα χαρίζει. Δε σου αφήνει κάποιος απλώς δέκα τεύχη. Δεν αφήνει κανείς δέκα τεύχη του Ταχυδρόμου. Αντικατοπτρίζει μια ολόκληρη εποχή. Ε. Τζούδα: Ο κόσμος έψαχνε για κάτι και ψαχνόταν σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, άμα είσαι τυχερός και πέσεις στην κατάλληλη εποχή και βγάλεις εσύ κάτι, μαζεύεις τον κόσμο δίπλα σου. Κούλας: Η Βαβέλ είχε άρθρα για το AIDS. Ν. Τζούδα: Μια εποχή που κανείς δεν ασχολείτο με το AIDS. Ή με την αποποινικοποίηση της κάνναβης! Ο Γιώργος [Σιούνας] είχε κάνει εξαιρετική δουλειά με εκείνα τα αφιερώματα. Κούλας: Το τι δημιούργησε αυτό το περιοδικό! Τα παιδιά που ανακάλυψε, το τι είδαν αυτά τα παιδιά εδώ, πράγματα που δεν είχαν δει. Τα νούμερα δεν υπήρχαν, αλλά είχαμε μια επιρροή μεγαλύτερη από τα νούμερά μας. Και το σχετικό link...
  20. Ο ζωγράφος και κριτικός από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ Μάνι Φάρμπερ, όρισε ως «τέχνη των τερμιτών» αυτή που βρίσκεται «εκεί όπου το επίκεντρο του πολιτισμού δεν εντοπίζεται πουθενά ξεκάθαρο, με αποτέλεσμα ο τεχνίτης να μπορεί να είναι πρόστυχος, πεισματάρης, καλλωπιστικός και πεισματικά συγκεντρωμένος, κάνοντας τέχνη που δεν του εξασφαλίζει τα προς το ζην και δεν ενδιαφέρεται για το τελικό αποτέλεσμά της». Αυτή η ανάγκη, το να είναι η τέχνη τρόπον τινά «άσχημη», να κατευθύνεται εκεί όπου δεν είναι επιθυμητή, χτίζοντας και καταστρέφοντας χαοτικά λαγούμια σαν τους τερμίτες, ήταν ισχυρή στη δημιουργία του περιοδικού Βαβέλ σαράντα χρόνια πριν τον Φεβρουάριο του 1981. Η Βαβέλ ήταν ένα περιοδικό «κόμικς – και όχι μόνο» όπως καυχιόταν, χρησιμοποιώντας μια – μάλλον μέτρια – μετάφραση του σλόγκαν του θρυλικού ιταλικού περιοδικού κόμικς Linus που άνθιζε εκείνη την περίοδο. Αέρας ανανέωσης Σε μια εποχή μεγάλου κοινωνικού αναβρασμού και εντονότατης πολιτικοποίησης, μια παρέα νέων με σπουδές στην Ιταλία, αγάπη για τα κόμικς και με τα λεφτά των διακοπών που δεν πήγαν, εξέδωσε ένα περιοδικό κόμικς. Πρωτεργάτες η Νίκη Τζούδα και ο Γιώργος Μπαζίνας – ο οποίος στην πορεία διαφώνησε και αποχώρησε για να δημιουργήσει το δικό του περιοδικό κόμικς, το Παρά Πέντε. Επηρεασμένη από το περιοδικό Linus και τα γαλλικά Charlie Hebdo και τον πρόγονό του, το Hara-Kiri, η Βαβέλ προσέφερε σε ένα ουσιαστικά αμύητο κοινό, από το πρώτο κιόλας τεύχος της, σατιρικά κόμικς και στριπ. Λεγόταν τότε ότι η Βαβέλ (και το περιοδικό Μαμούθ που είχε προηγηθεί) είναι περιοδικό ανθολογίας κόμικς όχι για παιδιά, που θεωρούνταν το βασικό κοινό των κόμικς, αλλά για ενήλικους. Αλλά προφανώς, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν αρκετός. Τα κόμικς που φιλοξένησε η Βαβέλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό κυμαίνονταν στο γενικότερο κλίμα ελευθεριότητας και ριζοσπαστισμού που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή στα ευρωπαϊκά έντυπα, φιλοξενώντας τη δουλειά δημιουργών όπως ο Altan, ο Copi, ο Reiser, ο πατέρας της Μαφάλντα Quino, ο Wolinski, αλλά και ο Crepax, ο Moebius, o Enki Bilal, οι Munoz-Sampayo να κάνουν την εμφάνισή τους από τα πρώτα κιόλας τεύχη της. Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τεύχος της Βαβέλ Δυσανάλογα επιδραστική ειδικά αν αναλογιστούμε πως επρόκειτο για κόμικς, η Βαβέλ ήταν ένα έντυπο στο οποίο στράφηκε το κομμάτι εκείνο της νεολαίας της δεκαετίας του 1980 το οποίο ήταν μπουχτισμένο από τον συντηρητισμό των υπαρχόντων μίντια και την αναχρονιστική στάση της κυρίαρχης Αριστεράς απέναντι στην κουλτούρα. Εκτός από διάφορες μοντέρνες αφηγηματικές εκδοχές στα κόμικς και εκτός της καταλυτικής παρουσίας εκπροσώπων του χιουμοριστικού κόμικς που γεννήθηκαν μέσα στον ριζοσπαστισμό του Μάη του ’68, η Βαβέλ λειτούργησε ταυτόχρονα ως υπέρμαχος πολιτικού φιλελευθερισμού σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν – μεταξύ άλλων – εξαιρετικά κείμενα για τον κινηματογράφο, τη γραφιστική, αλλά και κείμενα παρέμβασης για το AIDS, τα ναρκωτικά κ.ά. Όλα αυτά συνοδευόμενα από πολλών λογιών στήλες, κείμενα και διηγήματα, μα κυρίως γουστόζικα ενορχηστρωμένα, τυλιγμένα μέσα σε εντυπωσιακούς γραφιστικούς πειραματισμούς, με τον Σταύρο Κούλα να αφήνει το αποτύπωμα των «γουορχολικών» και ποπ επιρροών του (μετά την αποχώρηση του Γιώργου Μπαζίνα, η γραφιστική πρωτοπορία που ερχόταν από περιοδικά τύπου Actuelle αλλά και από αμιγώς κόμικς προσπάθειες όπως το Frigidaire επικράτησαν), αλλά και αργότερα τον Soto Anagno να αφήνει το στίγμα του στο lay-out του περιοδικού. Κόμικς και άλλα κόμικς Η Βαβέλ σύστησε στο ελληνικό κοινό σπουδαίους δημιουργούς και μεταξύ τους ορισμένους κλασικούς, όπως ο δημιουργός του ντετέκτιβ Σπίριτ Will Eisner, o δημιουργός του Κόρτο Μαλτέζε Hugo Pratt, o «μάγος» από την Αργεντινή Alberto Breccia που πειραματιζόταν όσο κανείς με το χρώμα και την «αφή» της γραμμής, ο υπερρεαλιστής Caza, o Gotlib, o Pazienza, o Vuillemin, ο Mordillo, o Margerin, ο Liberatore, o Loustal, o Igort, o Tardi, o Daniel Clowes (που στην Ελλάδα μας συστήθηκε καλύτερα με το κόμικς Υπομονή, εκδ. Οξύ), ο Ralf König που με τα κόμικς του σατίριζε τον κοινοτισμό των γκέι, και τόσοι άλλοι. Παράλληλα όμως έδωσε βήμα σε σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς να αναδειχθούν μέσα από τις σελίδες της. Από τη Βαβέλ ξεκίνησε ο Αρκάς που πρωτοδημοσίευσε τα στριπ του με τον Κόκορα, στη Βαβέλ άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες ο Γιάννης Καλαϊτζής την Τσιγγάνικη ορχήστρα, το πρώτο μοντέρνο ελληνικό graphic novel, έναν συναρπαστικό εικονογραφικό περίπατο στην μεταπολιτευτική Αθήνα του 1980, εκεί πρωτοεμφανίστηκε ο χορογράφος Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο οποίος δημοσίευσε κυρίως τη δεκαετία του ‘90 συναρπαστικά γκέι κόμικς με θέμα τον έρωτα, τον εικαστικό Γιώργο Μπότσο, την Έλενα Ναβροζίδου και τον Κώστα Βιτάλη με τα ποιητικά και «ακραίου ερωτισμού» κόμικς που δημιούργησαν, τον Νίκο Κούτση, τον Νικόλα Κούρτη, τον Κώστα Μανιατόπουλο, τον Λέανδρο με την χαοτική και ιδιοφυή σχεδιαστική γραμμή του που κατάφερε να ενθουσιάσει ακόμα και τον θρύλο Moebius σ’ ένα από τα φεστιβάλ της Βαβέλ στο Γκάζι, τη Μαρία - Ηλέκτρα Ζογλοπίτου, τον Σπύρο Βερύκιο κ.ά. Μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές του περιοδικού, κατά την κρίση μου, ήταν μια δημιουργική σύγκρουση που φιλοξενήθηκε στα τεύχη 32-33. Στο τεύχος 32 πρωτοδημοσίευσε τον «Ευρύμαχο» ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, πεντασέλιδο εικαστικής καταγωγής κόμικς που συνοδευόταν από μια «συστατική επιστολή» του καθηγητή του, Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ισχυριζόταν ότι «η ζωγραφική και το χρώμα οδηγεί σε άλλου είδους κόμικς» σε αντίθεση με «τα παραμύθια των μυών, τα κακοσχεδιασμένα ή τα υποπαράγωγα της σιχασιάς και της απογοητεύσεως». Ο Τσαρούχης αντιτασσόταν στα κόμικς ηρωικής φαντασίας, που κατά τη γνώμη του δεν ήταν παρά «τροποποιημένες από τον ρατσιστικό μικροαστισμό και ισχνό ρασιοναλισμό, απεικονίσεις των ζωοφόρων του 4ου αιώνα». Στο επόμενο τεύχος στον Τσαρούχη απάντησε ο Αντώνης Ευδαίμων (ο Αρκάς, πριν γίνει ευρύτερα γνωστός), υποστηρίζοντας ότι ο Τσαρούχης είναι εγκλωβισμένος στα κλισέ που ακολουθούν την τέχνη των κόμικς, και όπως και άλλοι διανοούμενοι, έτσι και αυτός, όταν δεν την αφορίζουν ως αντιδραστικό προϊόν της δυτικής υποκουλτούρας προσπαθούν να βρουν συγγενείς της στις άλλες τέχνες ή στην ιστορία, για να καταδείξουν αφενός μεν ότι δεν είναι μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη τέχνη, αφετέρου ότι υπάρχουν και πολύ καλύτερα παραδείγματα. Αντίθετα, λέει, τα κόμικς είναι μια εντελώς καινούργια τέχνη με τους δικούς της κανόνες και τα δικά της μέσα, η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο σε έντυπη μορφή καθώς «η ένταξή τους μέσα στο είδος του εντύπου, η προσαρμογή τους στο μέγεθός του, η σελιδοποίησή του, δεν είναι απλά τεχνικά θέματα, είναι αισθητικά προβλήματα, καθώς τα κόμικς αποκτούν πλήρη υπόσταση μόνο όταν τυπωθούν». Τέλος αναφέρει πως, όπως κάθε καινούργια τέχνη, έτσι και τα κόμικς δανείζονται από τις προηγούμενες, ενώ όσοι κάνουν κόμικς δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποδείξουν πως είναι λογοτέχνες, πως ξέρουν να κάνουν κινηματογράφο, πως ξέρουν να ζωγραφίζουν, ούτε καν πως ξέρουν να σχεδιάζουν. Τα κόμικς χειρίζονται κάτι ξένο στις εικαστικές τέχνες: τον χρόνο. Κάθε καρέ είναι ανολοκλήρωτο χωρίς το επόμενο και το προηγούμενο, ενώ όσο πιο ολοκληρωμένο είναι τόσο πιο δυσκίνητο γίνεται. Επιδραστικότητα με αντίκτυπο Η επιδραστικότητα της Βαβέλ δεν φαινόταν μόνο στην απήχησή της ιδίως στις τάξεις των νέων – οι φοιτητές κυκλοφορούσαν με μια Βαβέλ στο χέρι. Η επιδραστικότητα του εντύπου αυτού καθώς και η δουλειά που είχε ρίξει η ομάδα πίσω από το περιοδικό, αναφορικά με την απενοχοποίηση των κόμικς και την γνωριμία σπουδαίων δειγμάτων της τέχνης αυτής με το αναγνωστικό κοινό, φάνηκε στα φεστιβάλ που διοργάνωσε το περιοδικό. Στα 14 Φεστιβάλ που διοργανώθηκαν συνολικά από το 1996 (επέτειος 15 χρόνων κυκλοφορίας του περιοδικού) μέχρι και το 2012 (όλα πραγματοποιήθηκαν στην Τεχνόπολη, πλην του τελευταίου που έλαβε χώρα στη Διπλάρειο Σχολή), έγιναν δεκάδες εκθέσεις και εκδηλώσεις, ενώ σπουδαίοι δημιουργοί τίμησαν με την παρουσία τους το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Αθήνας ή Φεστιβάλ της Βαβέλ, όπως έμεινε τελικά στην ιστορία. Από τον – πατέρα της Μαφάλντα και πρόσφατα εκλιπόντα – Quino, ο οποίος όπως μας αναφέρει η συνεκδότρια του περιοδικού Νίκη Τζούδα, ακούραστος έμενε στους χώρους του Φεστιβάλ ολημερίς μιλώντας με το κοινό και υπογράφοντας τις δουλειές του, τους Francesco Tulio Altan, Daniele Brolli, Max Cabanes, Pablo Echaurren, Édika, Vittorio Giardino, Jacques de Loustal, Frank Margerin, Lorenzo Mattotti, Miguelanxo Prado, Philippe Vuillemin, αλλά και τον Moebius, τον Jeff Smith του Bone, τον Max Andersson, τον Thomas Ott, τον König, τη δημιουργό του Περσέπολις Marjane Satrapi, τον μαιτρ του νουάρ José Muñoz, τις δημιουργικές ομάδες όπως η L’ Association των Lewis Trondheim και David B. και η Ultrapop. Προφανώς συμμετείχαν και σπουδαίοι έλληνες καλλιτέχνες, ο Αρκάς, ο Διαμαντής Αϊδίνης, ο Σπύρος Βερύκιος, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Λέανδρος, ο Γιάννης Ιωάννου, ο Νίκος Κούρτης, ο Γιάννης Καλαϊτζής, η Έλενα Ναβροζίδου, κ.ά., με έργα τους και μοναδικές εγκαταστάσεις. Μοναδική στιγμή των Φεστιβάλ, η έκθεση πρωτότυπων έργων του Will Eisner. Η Βαβέλ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κοινό προσλαμβάνει τα κόμικς ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην αισθητική και την πολιτική χειραφέτηση των αναγνωστών της. Της είμαστε ευγνώμονες. Και το σχετικό link...
  21. Αν ένα ελληνικό βιβλίο κόμικς έχει γίνει θρύλος στο πέρασμα των περίπου 40 ετών από τότε που ξεκίνησε να δημιουργείται, αυτό είναι η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» του Γιάννη Καλαϊτζή. Το πρώτο μέρος της δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1981 στο έβδομο τεύχος ενός επίσης θρυλικού περιοδικού, της «Βαβέλ», που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα αναζητώντας το στυλ της και παρέχοντας τον χώρο της σε Έλληνες καλλιτέχνες, που πειραματίζονταν πάνω στη γλώσσα των κόμικς έχοντας κυρίως επιρροές από Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Μπορεί η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» να μην ολοκληρώθηκε στη «Βαβέλ», κυκλοφόρησε όμως ολόκληρη από τις εκδόσεις Πολύτυπο το 1984 με την ένδειξη «Εικονογράφημα»! Ολόκληρη; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς ο Καλαϊτζής στην τελευταία σελίδα άφηνε να εννοηθεί ότι η αστική περιπέτεια του παράξενου ζεύγους των πρωταγωνιστών θα έχει και συνέχεια. «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα». Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Ο Καλαϊτζής συνέχισε να δημιουργεί μοναδικά κόμικς όπως «Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και το «Ο Τυφών», να γελοιογραφεί, να σκιτσάρει αλλά στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν επέστρεψε ποτέ. Ίσως και να μη χρειαζόταν κάτι τέτοιο καθώς η ιστορία είναι τόσο επιτηδευμένα ανολοκλήρωτη που οποιαδήποτε παρέμβαση θα αλλοίωνε το αρχικό της περιεχόμενο: την απόπειρα καταγραφής ενός 24ώρου του τρόμου για ένα ζευγάρι στα όρθια ερείπια μιας εφιαλτικής και γκροτέσκο Αθήνας που καταρρέει ακροβατώντας ανάμεσα στον υπερφίαλο και κατευθυνόμενο δυτικό της προσανατολισμό και το ανατολικό της παρελθόν. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα μπορούσε να είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την Αθήνα του ’80. Ή ένα ρεπορτάζ με θέμα τη ζωή ενός εργαζόμενου στην πόλη. Ή μια ηθογραφία της εποχής. Μια ερωτική ιστορία ίσως. Ένα πολιτικό σχόλιο για τις αντιφάσεις της Αριστεράς και την αδυναμία συνεννόησης των δυνάμεών της. Μια καταγγελία του κράτους του χωροφύλακα που συντηρούσε η Δεξιά. Μια πινακοθήκη χαρακτηριστικών μορφών και φυσιογνωμιών της πόλης. Μια συλλογή από γκράφιτι, συνθήματα, τίτλους εφημερίδων και επιγραφές. Ένα road κόμικς στους μποτιλιαρισμένους δρόμους ανάμεσα σε τρόλεϊ, αδέσποτα σκυλιά, τσοντάδικα, ματατζήδες, διαδηλωτές, ταξιτζήδες, κλειδαράδες, γαλατάδες, μπανιστιρτζήδες, παλαιοπώλες, καφετζήδες, ψαροπώλες, θυρωρούς, σουβλατζήδες, πλανόδιους μουσικούς και χορευτές, ξενοδόχους, επαίτες και ρεμπέτες. Ένα μητροπολιτικό σάουντρακ με κλαρίνα, κιθάρες, ροκ, ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, μεγάφωνα από Ντάτσουν με καρπούζια και τον Σαββόπουλο να υπενθυμίζει «Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική» δίπλα στον Βελουχιώτη. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά. Είναι όλα αυτά μαζί. Μα πάνω απ’ όλα είναι η απελπισμένη απόπειρα απόδρασης ακριβώς από όλα αυτά. Είναι η αγωνία του σκιτσογράφου Κώστα Φαναρτζή, εργαζόμενου στην εφημερίδα «Η Σημαία», και της Έφης που μόλις γνωριστήκανε και για τους οποίους ο αναγνώστης δεν μαθαίνει τίποτα ως προς τον πρότερο βίο τους και φυσικά απολύτως τίποτα για τον μεταγενέστερο (εκτός από το ότι είχαν κανονίσει το επόμενο πρωί να πάνε στο «Πολύτοπο» του Ξενάκη στις Μυκήνες), να βρεθούν λίγο μόνοι. Να κάνουν σεξ. Οπουδήποτε. Με κάθε αντίτιμο και τίμημα. Και να επιστρέψουν σώοι στα σπίτια τους περνώντας από τις συμπληγάδες της απειλητικής Αθήνας. Απόσπασμα από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Στον δρόμο της επιστροφής θα συναντήσουν μια, κατά την Έφη, «Κατίνα» που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Κώστα και πραγματική κυρα-Κατίνα που πηγαίνει στη νυχτερινή δουλειά της στον Άγιο Σώστη. Και η διαδρομή θα ολοκληρωθεί με ραδιοφωνικές ειδήσεις («Ο πρωθυπουργός κύριος Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχωρεί αύριον διά Δυτικήν Γερμανίαν κατόπιν προσκλήσεως του καγκελαρίου κυρίου…»), τραγούδια («Λεε - καλέ - λεεεμοοονάκι μυρωδάτοοο…»), βουκολικό γλέντι («Λέιντις εντ τζέντλεμεν, δε γκρικ φολκ ντάνσες γκρουπ, ριπριζέντ τουνάιτ ντάνσες εντ σονκς οφ Μακεντόνια εντ Θρας, ντάνσες οφ Κρετ…»), λίγα μαχαιρώματα και μια απρόσμενη συνάντηση με τον σουρωμένο Νίκο που φιλοσοφεί λίγο πριν το χάραμα. Το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης ορχήστρας» (εκδ. Πολύτυπο, 1984) Η ημερήσια «εκδρομή» του Κώστα και της Έφης στην εξπρεσιονιστική και κλειστοφοβική Αθήνα που φιλοτεχνεί ο Καλαϊτζής με αποστροφή για την Αθήνα αλλά και συμπάθεια για τους γραφικούς Αθηναίους (δεν ξέρω αν είναι καλό αυτό για τους Αθηναίους) μπορεί να ιδωθεί και ως μια νουάρ κατάδυση στην Καρδιά του Σκότους. Μια χιουμοριστική «Αποκάλυψη Τώρα» που κάθε βήμα σε στέλνει όλο και πιο βαθιά στην Κόλαση χωρίς καμία διαφυγή. Η Αθήνα αυτή που υπακούει στον Τρόμο του Κενού καθώς ο Καλαϊτζής δεν αφήνει ούτε σπιθαμή χώρου ανεκμετάλλευτη, γεμίζοντας κάθε σημείο της ζωγραφικής του επιφάνειας με πρόσωπα, λόγια, φωνές, κτίρια, οχήματα και αντικείμενα που αποδίδουν πιστά το χάος της πρωτεύουσας στις αρχές του ’80 (με μικρές διαφορές από το σύγχρονο χάος). Ασπρόμαυρη στο κλίμα των κόμικς των Munoz και Sampayo, φλεγματική όπως οι περιπέτειες της «Ada» και του «Colombo» του Altan, σκοτεινή όπως οι αφηγήσεις του Alberto Breccia, η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη μεγάλης έκτασης ιστορία των ελληνικών κόμικς και για όσους τη διάβασαν (διαβάσαμε) τότε, μία από τις καλύτερες γνωριμίες με το είδος. Το διονυσιακό πνεύμα της σε ένα κλίμα ασχημάτιστου και οργιώδους πανηγυριού διατηρήθηκε και στα κόμικς του Καλαϊτζή των επόμενων δεκαετιών ενώ οι επιδράσεις της στους Έλληνες δημιουργούς κόμικς είναι ακόμα ορατές. Η «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» θα αποτελεί πάντα μια όχι-και-τόσο παραμορφωμένη αντανάκλαση της Αθήνας και ταυτόχρονα ένα αριστουργηματικό έργο από έναν κορυφαίο δημιουργό. Καρέ από την «Τσιγγάνικη ορχήστρα» Και το σχετικό link...
  22. germanicus

    ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΑΛΑΚΑΣ

    Όχι. Δεν κάνω ακόμα την αυτοκριτική μου Είναι άλλο ένα αλμπουμάκι του Altan από τη ΒΑΒΕΛ από το 1985. Όπως η Αυτοκαταστροφή, έτσι και αυτό είναι σε μικρό μέγεθος 12χ21 με 100 σελίδες (συμπεριλαμβανομένων των εξώφυλλων) με ολοσέλιδες ασπρόμαυρες γελοιογραφίες. Μέσα, στα στοιχεία του τυπογραφείου, αναφέρει ότι είναι το 1ο στη σειρά μικρή βιβλιοθήκη της Βαβέλ. Και εδώ υπάρχει Cipputi, αλλά δεν μπόρεσα να το συνδέσω με κάποια συγκεκριμένη ιταλική έκδοση.
  23. Valtasar

    Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΙΚΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ)

    Το φθινόπωρο του 1987 το περιοδικό Βαβέλ διοργανώνει την πρώτη του έκθεση που είναι αφιερωμένη στα κόμικς, με τίτλο Ο Κόσμος των Κόμικς (και όχι μόνο). Η έκθεση έγινε στον χώρο τέχνης «Εύμαρος» και διήρκησε από τις 29 Οκτωβρίου έως τις 13 Νοεμβρίου. Συμμετείχαν οι δημιουργοί: Διαμαντής Αϊδίνης, Francesco Tulio Altan, Γιώργος Ακοκαλίδης, Τάσος Αποστολίδης, Δημήτρης Αρβανίτης, Αρχέλαος, BAS Βασίλης Μητρόπουλος, Jordi Bernet, Anna Brandoli, Alberto Breccia, Serge Clerc, Γιάννης Διαλινός, Κορνήλιος Διαμαντόπουλος, Pablo Echaurren, Πέτρος Ζερβός, Vittorio Giardino, Λάζαρος Ζήκος, Josse Sandrin, Τόνι Ιακωβίδης, Ζαφείρης Ιωσηφίδης, Γιάννης Ιωάννου, Αντώνης Καλαμαράς, Άγης Κελπέκης, Γιάννης Κομνηνός, Σταύρος Κούλας, Σωτήρης Κομνηνός, Γιάννης Κουρούδης, ΚΥΡ, Αντώνης Κυριακούλης, Αλέξης Κυριτσόπουλος, Jacques de Loustal, Κώστας Μητρόπουλος, Μιχάλης Μιχαήλ, Βολφ Μουγιάννη, Σόλης Μπαρκής, Jose Munoz, Γιώργος Μπότσος, Ζορζ Μπρεγιέ, Νίκος Πάνος, Παντελής Παντελόπουλος, Κλεοπάτρα Παπαγεωργίου, Γρηγόρης Παπαδάκος, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Βαγγέλης Παυλίδης, Andrea Pazienza, Χρήστος Πικριδάς, Αριστείδης Ρωμανός, Χάρης Σουρβίνος, Στάθης, Ιορδάνης Στυλίδης, Κατερίνα Σχοινά, Ηλίας Ταμπακέας, Κώστας Τζεβελέκος, Εύα Τούρτογλου, Ηλίας Τουφεξής, Ομάδα Frigidaire, Δημήτρης Φινίνης, Μανώλης Χάρος, Ούλι Χωυπέλ. Τα κόμικς έχουν κατακτήσει τον κόσμο… «Παιδί» του εικοστού αιώνα, από τις χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές εκφράσεις της εποχής μας, κατακτά συνεχώς καινούριους φίλους κι εξακολουθεί να σαγηνεύει τους παλιότερους. Οι ήρωες των κόμικς ζουν ανάμεσά μας, μοιράζονται την ίδια καθημερινότητα, βασανίζονται από τα ίδια ερωτήματα, απογοητεύονται, πάσχουν. Ή ζουν σε κόσμους εξωτικούς, φιγούρες απόμακρες και αυτάρεσκες, σ’ εποχές πολύ παλιές ή μελλοντικές, μακριά από τη δική μας ρουτίνα, και γι’ αυτό πιο αγαπημένοι: γιατί εικονογραφούν τα όνειρά μας και μας συντροφεύουν στις δραπετεύσεις μας. Για να πλάσουν αυτούς τους ήρωες, οι δημιουργοί αντλούν απ’ όλες τις γνωστές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης: από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, την τυπογραφία, τη μουσική. Η ιστορία, οι διάλογοι, το σχέδιο, το χρώμα, το μοντάζ των εικόνων, η σελιδοποίηση, οι «χαρακτήρες», όλα χρησιμοποιούνται σ’ ένα δημιουργικό αμάλγαμα, με το πάθος και τη μέθοδο των παλιών αλχημιστών, για να φτιαχτεί το κόμικ. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, τα κόμικς δεν είναι πια μόνο «μίκυ – μάους». Έχει γίνει πολλή και σοβαρή δουλειά από δημιουργούς και περιοδικά, μ’ αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα ευρύ και απαιτητικό κοινό για το «ενήλικο» κόμικ. Η εκδήλωση αυτή απευθύνεται σ’ αυτό ακριβώς το κοινό: φιλοδοξεί αφ’ ενός να φέρει πιο κοντά τους φίλους του κόμικ με τους δημιουργούς και τα έργα τους, αφ’ ετέρου να βοηθήσει να φτιαχτούν νέες σχέσεις και φιλίες με το είδος. Ακόμη να προσφέρει στους δημιουργούς καινούρια εναύσματα. Να γίνουν συζητήσεις για ό,τι εννοούμε ουσία του κόμικ. Να βρούμε τις σχέσεις του κόμικ με άλλες μορφές τέχνης, τις σχέσεις του με τη ζωή μας και τις προσδοκίες μας. Η έκθεση των πρωτοτύπων και των εντύπων συνοδεύεται από παράλληλες εκδηλώσεις. Προσπαθούμε, μ’ αυτό τον τρόπο, να δείξουμε τις συσχετίσεις και την αλληλοτροφοδότηση των διάφορων μορφών έκφρασης. Μα και τη σχέση τους με τη ζωή μας. Γιατί; …Η ζωή ίσως να είναι κόμικς, μωρό μου… (εισαγωγικό σημείωμα του καταλόγου) Η έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Μιχάλη Μιχαήλ.
  24. Επερχόμενο ντοκιμαντέρ αναφορικά με το εμβληματικό περιοδικό Βαβέλ και τα φεστιβάλ που διοργάνωνε. Αντιγράφω από τη σχετική σελιδα που άνοιξε σήμερα στο φβ === Αθήνα, Φεβρουάριος 1981. Πως μια παρέα ανθρώπων, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη τους για την 9η Τέχνη, έμαθαν στο ελληνικό κοινό ότι τα κόμικς δεν είναι μόνο για παιδιά. Η ιστορία του Θρυλικού περιοδικού κόμικς (και όχι μόνο) Βαβέλ και των διεθνών φεστιβάλ που διοργάνωνε. Ντοκιμαντέρ. Athens, February 1981. How a group of people motivated by their shared love for the ninth Art, introduced Greek readers to the culture of comic books that are not just for kids. The Story of the legendary comics magazine Βαβελ and international comics Festivals. Documentary. Μαζί με`: Niki Tzouda, Σταύρο Κούλα, Yannis Nenes, Angelos Frantzis, George Botsos, Αντωνιος Νικολοπουλος, Katerina Barabouti, Nikos Xydakis, Christos Xanthakis, Αλέξης Καλοφωλιάς, Θοδωρής Κούτσης, @Έλενα Ναβροζίδου, @Pavlos Petridis. Camera: Κώστας Καπερνάρος, Christos Tolis, Evi Tsadari, @Giannis Kapernaros Film Editing & Color Grading: Michael Kalligeris Music: Vassilis Mantzoukis / Cello: Nikos Papaioannou / Mix: Chris Parapagidis Sound Design: Sotiris ElDot Laskaris, Kostas Filaktidis Illustrator : Sotos Anagnos, Natasa Polizou B & W Photos: François L'Hotel Poster: Stavros Koulas, Sotos Anagnos Written & Directed : Meletis Miras === Μιχάλης Καλλιγέρης @imdb
  25. Μόνιμη στήλη στο περιοδικό CINE 7 για τα κόμικς, από τον Γιώργο Τραγάκη και τον SOLIS Μπαρκή. Όποιος έχει τα τεύχη ας μας ενημερώσει για την ημερομηνία δημοσίευσης,
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.