Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Ίκαρος'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Προέλευση: Κολομβιανή Και αφού ο germ δεν μπήκε στον κόπο να παρουσιάσει το κόμικ που αφορά στον αγαπημένο του συγγραφέα, ας το κάνω εγώ. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιογραφικό κόμικ σχετικά με τα σημαδιακά περιστατικά στην ζωή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είναι χωρισμένο σε 4 μέρη με την τελευταία να είναι μικρή και σχετικά με το νόμπελ. Όλες οι άλλες αφορούν διάφορα και ανάκατα περιστατικά. Το κάθε μέρος (γενικά) δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίοδο όμως έχει ενδιαφέρον σαν σύνολο, ενώ γίνεται και αναφορά στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της κάθε περιόδου. Το κάθε μέρος όμως έχει ξεχωριστό χρωματισμό. Γενικά το κόμικ δεν έχει πολύ και περιττό μπλα μπλα ευτυχώς και είναι ευκολοδιάβαστο. Κίτρινο, θαλασσί, κόκκινο και πράσινο... Εδώ ένα δείγμα από το θαλασσί μέρος. Το σχέδιο δεν είναι κάτι εξαιρετικό. Θα έλεγα πως είναι φωτογραφίες που τις πέρασε κάποιος σε έναν υπολογιστή, έβγαλε τις λεπτομέρειες και το έκανε κόμικ. Παρόλα αυτά δεν το βρίσκω ενοχλητικό. Η έκδοση πολύ καλή, με αυτάκια, ταιριαστό χαρτί (για αυτή την πρακτικά δίχρωμη εκτύπωση σε κάθε ενότητα) προσοχή στην λεπτομέρεια (ανάγλυφες πεταλούδες στο εξώφυλλο) και με 20 σελίδες παράρτημα στο τέλος με βιογραφικά και βιβλιογραφικά στοιχεία καθώς και μια μικρή ανάλυση στο έργο του Marquez από τον συγγραφέα του κόμικ. Δημοσίευση στον τύπο σχετικά με το κόμικ
  2. germanicus

    ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ ΤΟΥ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ

    Αυτή τη φορά ο Θανάσης Πέτρου σχεδιάζει ένα κόμικ σε δικό του σενάριο, αφηγούμενος μια πραγματική και σχετικά άγνωστη ιστορία από την εποχή του ΑΠΠ και του Εθνικού Διχασμού. Αφορά 6500 Έλληνες, το Δ Σώμα Στρατού, την Ανατολική Μακεδονία και μια μικρή πόλη στη Γερμανία, στην πάλαι ποτέ Σιλεσία, στα σύνορα πλέον με την Πολωνία. Δεν λέω παραπάνω γιατί φρονώ πως θα είναι spoiler για όσους πρωτοακούνε αυτό το συνδυασμό λέξεων Χοντρό και χορταστικό κόμικ, το οποίο όμως κυλάει σα νεράκι. Προσόν του ότι η ιστορία που αφηγείται είναι "εξωτική"-ασυνήθιστη και άκρως ενδιαφέρουσα. Προσόντα του επίσης ότι αφηγείται έμμεσα τον Εθνικό διχασμό, είναι τρομερά πιστό στην ιστορία, τόσο στη γενική όσο και σε ειδικά σημεία και έχει γίνει καλή έρευνα στο φωτογραφικό υλικό. Μειονέκτημά του ότι μέσα σε αυτές τις 100+ σελίδες καλύπτει γεγονότα 2+ ετών. Ένα μυθιστόρημα που θα κάλυπτε τόσα γεγονότα, θα χρειαζόταν 500+ σελίδες για να σε πείσει για τους χαρακτήρες. Δεν έχει 500+ σελίδες, δεν είναι μυθιστόρημα και ίσως γι'αυτό να κυλάει σα νεράκι Η ιστορία των 3 χαρακτήρων, η οποία είναι χτισμένη πάνω στον ιστορικό καμβά των γεγονότων, βγαίνει αρκετά φωτογραφική. Περίπου στιγμιότυπο εδώ, στιγμιότυπο εκεί, στιγμιότυπο παραπέρα. Λέω περίπου διότι όταν τη διαβάζεις δεν σου αφήνει την αίσθηση των απότομων εναλλαγών. Ίσως στη πραγματικότητα να μου άρεσε τόσο πολύ το κόμικ που απλώς να ήθελα κι άλλο... Αυτή μου η επιθυμία ίσως να εκπληρωθεί. Έχει πει σε συνεντεύξεις ότι δουλεύει ήδη ένα κόμικ που λαμβάνει χώρα στην εποχή μετά από αυτή εδώ την ιστορία. Ίσως να δένει με αυτό και σε χαρακτήρες (δεν θυμάμαι και τι μου είχε πει σε κατ'ιδίαν συνομιλία... ) Θα δούμε Ο εκδότης έχει διαθέσιμες τις πρώτες σελίδες του κόμικ, οπότε τις αντιγράφω για να τις διαβάσετε, να τσιμπήσετε και να πάτε να το πάρετε διότι όπως είπα μου άρεσε πάρα πολύ και θέλω να βγούνε και τα άλλα που έχει στο νου του Άρθρα Oταν τα κόμικ γράφουν Ιστορία [Βασιλειάδου Μάρω, kathimerini.gr, 5/5/2020] «Ήρωες» ή «προδότες»; [Κουκουλάς Γιάννης, efsyn.gr, 23/05/2020] Φωτογραφίες από τα πραγματικά γεγονότα αλιευθέντες από άρθρο της Μηχανής του Χρόνου (για να κατανοήσετε μετά την ανάγνωση του κόμικ το βαθμό της έρευνας και την πιστότητα της ιστορικής αναπαραγωγής του κόμικ) Φωτογραφίες από άρθρο της Süddeutsche Zeitung όπως μεταφράστηκε από το ελληνόφωνο τμήμα της Deutsche Welle Φωτογραφίες από σχετικό άρθρο της εφημερίδας Τα Νέα Προφανώς σας προτρέπω να διαβάσετε τα παραπάνω άρθρα μετά την ανάγνωση του κόμικ. Προσωπικά πέρασα καλά, αλλά είμαι και άνθρωπος που μου αρέσει να ψάχνω για παραπάνω πράγματα όταν μου κινείται η περιέργεια Προτείνω επίσης: Άρθρο του Ινστιτούτου Γκαίτε σχετιζόμενο με μουσική (τα είδατε τα βιολιά... και φρονώ πως η συγκεκριμένη ιστορία δελέασε τον Πέτρου για να την αφηγηθεί τόσο επειδή είναι Σαλονικιός και του αρέσουν τα ιστορικά όσο και επειδή παίζει μπουζούκι και υπάρχει μια σχέση εδώθε ) Λήμμα της wiki για τη συγκεκριμένη ιστορία Ίσως η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού Έλαβε χώρα στο Γκέρλιτς. Στο τραγούδι ο ανηψιός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Να το πάρετε. Δεν ξέρω άμα το είπα και πριν Που πάτε και μου αγοράζετε τις φόλες με τα κολάν, τα μούσκουλα και τα βυζά ή τις άλλες τις φόλες με τα ανθρωπόμορφα ζώα (που έχουν άλλα ζώα για κατοικίδια) με τα κρυφά ιμπεριαλιστικά μηνύματα ή τις παραπέρα φόλες με τους βλάχους που φοράνε κουνάβια για καπέλο ή τις κουλτουρέ τις φόλες που δοξάζουν το χασίσι, το αντεργκράου και την απλυσιά. (εάν υπάρχει κάποιος που δεν θίχτηκε να μου το πει και θα του βρω κάτι κι αυτουνού ) Ελλαδάρα ολέ ο και αυτοί είναι οι δικοί μας οι προπάπποι. Όχι οι προπάπποι κάποιου βάρβαρου άντε γειά μας
  3. sneaker

    LOGICOMIX

    Ιδέα : Απόστολος Δοξιάδης & Χρήστος Παπαδημητρίου Τιμή εκδότη : 27€ Α' Έκδοση: Οκτώβριος 2008, Τιράζ: 10.000 Β' Έκδοση: Νοέμβριος 2008, Τιράζ: 15.000 Ο Απόστολος Δοξιάδης σε ένα ομολογουμένως περίεργο και πρωτότυπο κόμικ μας φέρνει σε επαφή με τους ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην αναζήτηση των Θεμελίων των Μαθηματικών και μας αφηγείται μια ιστορία γεμάτη αναζητήσεις, επιτεύγματα αλλά και ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες. Εξάλλου, όπως λέει και η φράση που υπήρξε και η έμπνευση του για τη δημιουργία του συγκεκριμένου graphic novel: "Είναι τυχαίο που όλοι όσοι έθεσαν τα θεμέλια της Λογικής κατέληξαν να έχουν ψυχολογικά προβλήματα;" Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: Η έκδοση του βιβλίου είναι αρκετά προσεγμένη. Μπορεί η τιμή του να θεωρηθεί από κάποιους ακριβή αλλά το μέγεθος του βιβλίου (350 σελίδες) τη δικαιολογεί πλήρως. Είναι μια δουλειά στην οποία έχει δοθεί πολλή μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια. Εξάλλου, χρειάστηκαν 7 περίπου χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το σχέδιο είναι πάρα πολύ καλό. Απλό και λιτό (επηρρεασμένο σε μεγάλο βαθμό από τον Τεν Τεν), βοηθάει στην αφήγηση της ιστορίας ενώ καταφέρνει να κερδίσει εύκολα και αναγνώστες που δεν έχουν ασχοληθεί με κόμικ στο παρελθόν. Αυτό όμως που κάνει το κόμικ αυτό να ξεχωρίζει είναι η αυτο-αναφορά του! Τι εννοώ; Ότι στο κόμικ, βλέπουμε τους ίδιους τους δημιουργούς του (τον Απόστολο, τον Αλέκο, την Annie κλπ) να μιλάνε για αυτό και να συζητάνε πως θα το υλοποιήσουν. Ένα πολύ έξυπνο αφηγηματικό τρυκ που προσωπικά σε ένα βαθμό μου έφερε στο νου κάτι από το "Understanding Comics" του Scott MacCloud. Σημαντικό επίσης είναι ότι ο εκδοτικός οίκος Bloomsbury του Λονδίνου έχει αναλάβει να το εκδόσει και στα αγγλικά εντός του 2009 ενώ αναμένεται και γερμανική έκδοση. Γενικά αποτελεί μια αρκετά αξιόλογη δουλειά που αξίζει να τη στηρίξουμε. Στις 20/10/2008 έγινε η επίσημη παρουσίαση του graphic novel στο Μουσείο Μπενάκη. Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά εδώ. Επίσης, αφιέρωμα της Athens Voice στο κόμικ εδώ. official site παρουσίαση από τον εκδότη "Making of" βιντεάκια στο youtube 1 2 3 --- Το μέλος Valtasar πρόσθεσε ΕΔΩ: Δημοσιοποιήθηκε διεθνώς πριν 2 ώρες και μόλις ανακοινώθηκε. Το LOGICOMIX είναι στην υψηλότερη θέση του NEW YORK TIMES BESTSELLER LIST, της πιό έγκυρης λίστας ευπώλητων στην Αμερική, ήδη την πρώτη βδομάδα της κυκλοφορίας του. Εδώ το σχετικό άρθρο (αρχίζει τη λίστα με αναφορά στο LOGICOMIX) και ΕΔΩ όλη τη λίστα. http://artsbeat.blogs.nytimes.com/2009/10/09/graphic-books-best-seller-list-10/ Αυτή είναι η πρώτη δημοσίευση στην Ελλάδα, στις εφημερίδες θα είναι τη Δευτέρα. Το μέλος AndreasD πρόσθεσε ΕΔΩ, ΕΔΩ και ΕΔΩ: Για την ιστορία να αναφέρουμε πως το Ιανουάριο του 2010 το Logicomix έκανε την 5η του επανέκδοση! (10.000 αντίτυπα) Συνολικά μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 55.000 αντίτυπα στην έκδοση με το μαλακό εξώφυλλο και (αν δεν κάνω λάθος) 20.000 αντίτυπα στην σκληρόδετη έκδοση. Μιλάμε για νούμερα που για original Graphic Novel θα τα ζήλευαν η Marvel και η DC... ... Σεπτέμβριος 2010 και έχουμε την 6η έκδοση σε άλλα 10.000 αντίτυπα. Που θα σταματήσει; ... Releases In chronological order: Greece – October 20, 2008, Ikaros Publications, ISBN 978-960-8399-67-9 Netherlands – August 15, 2009, De Vliegende Hollander (The Flying Dutchman), ISBN 9789049500795 United Kingdom – September 7, 2009, Bloomsbury, ISBN 0747597200 United States – September 29, 2009, Bloomsbury USA, ISBN 1596914521 France – May 10, 2010, Vuibert, ISBN 978-2711743513 Italy – June 10, 2010, Guanda, ISBN 978-8860881687 Germany – August 30, 2010, Atrium-Verlag, ISBN 978-3855350698 Finland – September 10, 2010, Avain, ISBN 978-951-692-786-5 Spain (Logicomix. Una búsqueda épica de la verdad) – March 24, 2011, Ediciones Sins Entido, ISBN 978-84-96722-74-3 Norway – 2010, Arneberg, ISBN 978-82-8220-028-8
  4. Indian

    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    Τιμή : 19,99 € Πρόκειται για μία ακόμα δουλειά κάποιων εκ των δημιουργών (Αλέκος Παπαδάτος και Annie Di Donna) του πιο επιτυχημένου ίσως Ελληνικού graphic novel που έχει εκδοθεί,του Logicomix...! Είχαν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για το κόμικ αυτό,κυρίως στο εξωτερικό κι επιτέλους βγήκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων...! Περιέχει τα κεφάλαια : ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΣΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΝΗΜΕΣ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΓΟΡΓΩΣ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΑΙΜΑ Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο : Μετά το τέλος της ιστορίας έχουμε ένα άρθρο που υπογράφει ο Αβραάμ Κάουα με τίτλο : "Πως γράφεται (μία) ιστορία",ενώ ύστερα ακολουθούν τα "Σχόλια",τα οποία είναι μικρές βιογραφίες των αρχαίων ηρώων που πήραν μέρος στο έργο αυτό...!Έπειτα ακολουθεί ένα άρθρο "Αντί Βιβλιογραφίας" και οι "Ευχαριστίες"...! Παραθέτω και μία σελίδα από το εσωτερικό (η οποία δεν μου βγήκε καλά)...! Η ποιότητα της έκδοσης είναι πολύ καλή και στιβαρή...!Το χαρτί είναι πολυτελές και μοιάζει πολύ με αυτό του Logicomix...!Στα αντίτυπα που κοίταξα στην Πολιτεία (και τα οποία ήταν αρκετά) βρήκα σε όλα ένα πρόβλημα με την κόλλα στο πίσω εξώφυλλο...!Τίποτα σημαντικό κι επικίνδυνο,αλλά είπα να το αναφέρω...! Ας βάλουμε και μερικές αναφορές που έχουν γίνει για την ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ : Πρώτη Δεύτερη Τρίτη Τέταρτη === Οι πρώτες σελίδες του κόμικ
  5. Indian

    1923: ΕΧΘΡΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

    Το 2019 το ταξίδι ξεκίνησε με τους “Ομήρους του Γκαίρλιτς”. Το 2020 ήταν εκεί για να μας αφηγηθεί τα καταστροφικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, στο “1922: Το τέλος ενός ονείρου”. Το 2022, λοιπόν, είναι η ώρα για την συνέχεια αυτών των ιστορικών αφηγημάτων, με ένα νέο graphic novel, που φέρει τον τίτλο “1923: Εχθρική Πατρίδα”. Ο αγαπημένος κομίστας Θανάσης Πέτρου, εκπονεί ακόμα μία εξαιρετική ιστορική δουλειά, η οποία ουσιαστικά αποτελεί την συνέχεια του προηγούμενου graphic novel του. Η ιστορία αφηγείται τον ξεριζωμό των κατοίκων των παράλιων της Μικράς Ασίας, θύματα της αποτυχίας της επιχείρησης “Μεγάλη Ελλάδα” και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πάτησαν το κουρασμένο πόδι τους στο ελλαδικό έδαφος. Άνθρωποι ρημαγμένοι, που χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους και που για τους Τούρκους ήταν Έλληνες, ενώ για τους Έλληνες ήταν Τούρκοι. Όσον αφορά το… σενάριο του κόμικ, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Τόσο ο ρεαλισμός των γεγονότων, όσο και το ταλέντο του βετεράνου κομίστα, αποτελούν τον καλύτερο συνδυασμό και δεν νομίζω να υπάρξει κάποιος αναγνώστης που θα δυσαρεστηθεί. Ο Πέτρου συνθέτει μία πλοκή με απόλυτη γραμμικότητα, πιάνοντας την άκρη του νήματος με την εισαγωγή δύο πρωταγωνιστών, του Γιώργου Αμπατζή και του Σπύρου Τζανέτου, δύο συμπολεμιστών, που πήραν τα απολυτήριά τους και βρέθηκαν στον Πειραιά. Ο μεν Γιώργος, Σμυρνιός κι αποκομμένος από τους δικούς του, που τους έχασε μέσα στον χαμό, ο δε Σπύρος, από την Ζάκυνθο, να μην έχει ούτε τα ναύλα να επιστρέψει στο νησί του. Μέσω αυτών των δύο κεντρικών χαρακτήρων θα αποκαλυφθεί η άθλια καθημερινότητα των προσφύγων, η καχύποπτη (στα όρια της εχθρικής) αντιμετώπισή τους από τους “γηγενείς” Έλληνες, καθώς και η εκμετάλλευσή τους από διάφορους επιτήδειους. Επίσης, γινόμαστε μάρτυρες μίας αξιόλογης παράθεσης της πολιτικής κατάστασης της εποχής, την ώρα που τα σύννεφα μίας εμφύλιας σύρραξης πλανώνται στον ορίζοντα και φυσικά δεν παραλείπεται η περιγραφή της μποέμικης ζωής. Όμορφες κι απρόσμενες προσθήκες μερικά από τα ιερά τέρατα του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης κι ο Στελλάκης Περπινιάδης. Μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί το φινάλε, το οποίο έχει μία απρόσμενη εξέλιξη και πλημμυρίζει από έντονα συναισθήματα. Ειδικότερα, η πλοκή έχει τον κλασικό χαρακτήρα, που συναντάμε και στο “1922”, ένα μοτίβο που φαίνεται να χαρακτηρίζει τον δημιουργό. Ομολογώ ότι η εναλλαγή των σκηνών γίνεται με μία μικρή ασυνέχεια, αλλά δεν μπορώ να πω σε καμία περίπτωση ότι με κούρασε. Όλες οι σκηνές έβγαζαν δυναμισμό και συγκινούν, ενώ υπάρχουν και μερικές που μου προκάλεσαν έκπληξη ( όπως η εν ψυχρώ δολοφονία ή οι πρόστυχες επιχειρηματικές “βλέψεις” του Μπάμπη). Βαθιά νοήματα δεν υπάρχουν, ο λόγος είναι αποτυπωμένος με την ντοπιολαλιά της εποχής και δεν γίνεται καμία προσπάθεια ωραιοποίησης ή λείανσης των γεγονότων. Ένας απίστευτος ρεαλισμός, έτσι όπως θα έπρεπε να υπάρχει. Εν κατακλείδι, εννοείται ότι προτείνεται σε αυτούς που έχουν διαβάσει το “1922”, αλλά κι αν δεν το έχουν κάνει, ας διαβάσουν και τα δύο. Δεν θα απογοητευτούν. Το κόμικ είναι εύπεπτο και προσφέρεται, επίσης, και σε εκείνους που θέλουν να μάθουν για την ταραγμένη περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα στην χώρα μας, αλλά δεν έχουν διάθεση (ή χρόνο) να μελετήσουν βιβλία. Μην το χάσει κανείς. Όσοι γνωρίζουν το σχεδιαστικό στυλ του Πέτρου, θα βρουν μεγάλη ταύτιση με τα προηγούμενα κόμικς του. Ο εικαστικός τομέας είναι λιτός, αλλά σε καμία περίπτωση πρόχειρος. Όπου χρειάζεται βγάζει ένταση, αλλά τις περισσότερες φορές υποχωρεί για να αναδειχθεί το σενάριο. Ο χρωματισμός είναι όμορφος και ζωντανός, με μία ωραία τεχνοτροπία… νερομπογιάς, την οποία βρήκα ενδιαφέρουσα. Η ποιότητα της έκδοσης είναι στα υψηλά πρότυπα που μας έχει συνηθίσει ο εκδοτικός οίκος. Και φυσικά έτσι θα πρέπει να φιλοξενείται ένα τέτοιο δημιούργημα. Το χαρτί νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να είναι πιο πολυτελές. Είναι παχύ, γυαλιστερό και φυσικά τα χρώματα αποτυπώνονται στην εντέλεια. Η κόλληση στην ράχη υπόσχεται ότι ο τόμος θα αντέξει σε πολλές αναγνώσεις, ενώ κανένα παράπονο δεν έχω κι από το εξώφυλλο. Βέβαια, βαθιά μέσα μου ήθελα να ήταν σκληρόδετη η έκδοση, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας. Στο συνοδευτικό υλικό ξεκινάμε με μερικές γραμμές για να μάθουμε ποιοι είναι οι δύο βασικοί ήρωες, οι οποίοι έχουν αναλάβει να μας ξεναγήσουν στην ιστορία, ενώ στο τέλος του τόμου υπάρχει ένας επίλογος από τον ίδιο τον δημιουργό, ακολουθεί ένα γλωσσάρι “άγνωστων” λέξεων και φράσεων, που χρησιμοποιούσαν οι Σμυρνιοί, αλλά και τα κουτσαβάκια του Πειραιά και στην συνέχεια παρατίθεται μία σημαντική κι εκτενής βιβλιογραφία, που επιβεβαιώνει την ιστορική μελέτη που έχει εκπονήσει ο Πέτρου. Ο τόμος θα κλείσει με μερικά σκίτσα από το κόμικ, καθώς και με δύο μικρές περιλήψεις των άλλων δύο κόμικς που προανέφερα στην αρχή της φλυαρίας μου. Κάπου εδώ να πούμε ότι για όποιον ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί το έργο κι από την Λέσχη Φίλων Κόμικς.
  6. Loss

    1922: ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ

    1922: Το τέλος ενός ονείρου. Το νεο graphic novel σε κείμενο και σχέδιο του Θανάση Πέτρου ακολουθεί κάποιους από τους ήρωες που γνωρίσαμε στο βιβλίο του "Όμηροι του Γκαίρλιτς", στην πορεία τους προς τη Μικρά Ασία. Μέσω της συστηματικής ιστορικής και βιβλιογραφικής έρευνας, ο Θανάσης Πέτρου ζωντανεύει με κείμενο και εικόνα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την τραυματική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και καθόρισαν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. (Από το δελτίο τύπου των εκδόσεων Ίκαρος)
  7. Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Θανάσης Πέτρου στον Δημήτρη Δουλγερίδη για την εφημερίδα Τα Νέα, για την ιστορική στιγμή που οι πρόσφυγες έρχονται στο λιμάνι του Πειραιά, τη «μυθολογία» του Ρεμπέτικου και τις πρώτες συγκρούσεις, με αφορμή το νέο του graphic novel του 1923: Εχθρική πατρίδα. Ποιο ήταν το ερέθισμα για το «1923» και πώς εντάσσεται πλέον στην αφήγηση των δύο προηγούμενων novels, του «Ομηροι του Γκαίρλιτς» και «1922»; Έχοντας μπει στη λογική αυτής της ιστορικής αφήγησης που ξεκίνησα το 2019 δουλεύοντας τους «Ομήρους του Γκαίρλιτς» και συνέχισα με το «1922, το τέλος ενός ονείρου», μου φαινόταν φυσικό συνεπακόλουθο να μείνω στο ίδιο πλαίσιο. Στο τρίτο βιβλίο, ήθελα να δείξω τι ακολούθησε μετά το ναυάγιο του μεγαλοϊδεατισμού, που οδήγησε στη συρρίκνωση της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου αποκλειστικά και μόνο στον ελλαδικό χώρο, παρακολουθώντας πάντα το πώς εντάσσονται οι ήρωές μου σ’ αυτόν τον νέο ιστορικό χωροχρόνο. Για να καταλάβουμε τον τρόπο που δούλεψες...: πώς πέρασες από τη βιβλιογραφία και τον Τύπο της εποχής στο σενάριο και από εκεί στο σχέδιο; Ουσιαστικά στην πρώτη φάση της έρευνας, πριν να ξεκινήσω να γράφω το σενάριο, έκανα ένα αναλυτικό χρονολογικό σχεδιάγραμμα των ιστορικών γεγονότων που ήθελα να εντάξω στο βιβλίο, κρατώντας χειρόγραφες σημειώσεις. Πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι, ενώ η αρχική μου ιδέα ήταν η αφήγησή μου να φτάσει στη δεκαετία του 1930, κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, γιατί θα υπήρχαν πολλά κενά, η προσέγγισή μου θα ήταν πολύ αποσπασματική και επιφανειακή. Επομένως, η αφήγησή μου καλύπτει μια χρονική περίοδο μόλις ενάμιση χρόνου (Σεπτέμβριος 1922 έως Απρίλιος 1924). Το διαφορετικό στοιχείο του «1923» σε σχέση με τα δύο πρώτα βιβλία είναι ότι πλέον δεν υπάρχει ένας αφηγητής, αλλά τα πάντα γίνονται κατανοητά μόνο μέσα από τους διαλόγους και την οπτική αφήγηση. Υπάρχουν βέβαια αφηγήσεις, αλλά όλες γίνονται σε πρώτο πρόσωπο με τη μορφή μαρτυρίας. Ό,τι στοιχεία συγκέντρωσα από τον ημερήσιο Τύπο προσπάθησα να τα εντάξω δομικά μέσα στο σενάριό μου, όμως πάρα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία έμειναν τελικά στο αρχείο μου. Οι ιστορικές πληροφορίες είναι σίγουρα ένα βάρος, αλλά την ίδια στιγμή μπορούν να δίνουν και ελευθερίες για τον σχεδιασμό; Είναι, για παράδειγμα, αληθινά τα περιστατικά με τα κλειδιά του Αϊβαλιώτη και ο πυροβολισμός της γυναίκας από τον Πειραιώτη που του δεσμεύουν το κενό δωμάτιο; Ναι, το περιστατικό του Αϊβαλιώτη που είχε κρατήσει τα κλειδιά του σπιτιού του στο Αϊβαλί για να τα έχει εύκαιρα όταν τελικά θα επέστρεφε, όπως πίστευε, στην πατρίδα του, το βρήκα στη βιβλιογραφία, αλλά σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο από αυτό που το παρουσιάζω εγώ, ενώ το δεύτερο περιστατικό, που είναι πολύ σκληρό και άγριο, το «τσίμπησα» από το αστυνομικό ρεπορτάζ εφημερίδας, φυσικά διαμορφώνοντάς το ώστε να λειτουργεί μέσα στο κόμικ. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση ή δυσκολία πριν ξεκινήσεις καν να σχεδιάζεις; Το τρίτο βιβλίο δεν αφορά στρατιωτικά γεγονότα, οπότε ήταν πλέον απαραίτητο να υπάρχει η γυναικεία παρουσία και η γυναικεία οπτική, χωρίς να είναι απλώς «διακοσμητική». Ήταν σημαντικό, για μένα, όλοι οι νέοι χαρακτήρες, ακόμα και αν κάνουν ένα απλό πέρασμα, αυτά που λένε να έχουν υπόσταση και βάρος. Το γεγονός επίσης ότι, όντας Θεσσαλονικιός, δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου την τοπογραφία του Πειραιά, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θα έπρεπε, με βάση το φωτογραφικό υλικό της εποχής που είχα συγκεντρώσει, να διατηρήσω, όσο ήταν δυνατόν, μια συνέπεια με τους πραγματικούς χώρους και την ατμόσφαιρα της πόλης, ήταν κάτι που με ζόριζε. Οι χώροι στους οποίους κινούνται οι ήρωές μου δεν ήταν μόνο τα πολυφωτογραφισμένα τοπόσημα της εποχής, όπως το Δημαρχείο του Πειραιά με το ρολόι του, η Κρεμμυδαρού και το πορνείο των Βούρλων που δεν ήταν τουριστικά αξιοθέατα για να τα φωτογραφίζουν τη δεκαετία του 1920. Οπότε, το να δημιουργήσω την κατάλληλη ατμόσφαιρα, με βάση πάντα τη δική μου αισθητική, νομίζω ήταν κάτι που με προβλημάτιζε ιδιαιτέρως. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού κλίματος που ήθελες να περάσουν στα καρέ; Βλέπουμε στοιχεία από τον στρατιωτικό νόμο έως τα συνδικάτα, τους απεργοσπάστες και διάφορα κινήματα. Τον Σεπτέμβρη του 1922 όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση το κίνημα του Πλαστήρα και των υπόλοιπων στρατιωτικών υπήρχε άμεσος κίνδυνος να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος και ο στρατιωτικός νόμος που επιβλήθηκε δεν εξομάλυνε ιδιαιτέρως την κατάσταση. Βεβαίως, το φλέγον ζήτημα στο εσωτερικό της χώρας ήταν η διαχείριση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρρεύσει και για το οποίο, φυσικά, δεν υπήρχαν μαγικές λύσεις. Στην αφήγηση του βιβλίου εντάσσονται προσφυγικά συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, αντικινήματα, απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ στο τέλος φτάνουμε στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα. Το κίνημα με επικεφαλής τον Πλαστήρα συμπεριφέρθηκε ιδιαιτέρως σκληρά στα εργατικά σωματεία της εποχής, δημεύοντας τα αποθεματικά τους κεφάλαια, φυλακίζοντας τα προεδρεία τους, ενώ δεν έλειψαν και οι βίαιες συγκρούσεις. Σημασία δίνεις και στον τρόπο με τον οποίο ο ερχομός των προσφύγων «συναντάει» τους ρεμπέτες. Μέσω αυτών άλλωστε θα περάσει στην πολιτισμική μνήμη. Ποιος είναι ο κόσμος του ρεμπέτικου, που αργότερα θα αποδοθεί πιο ρομαντικά; Ο Πειραιάς, ένα μεγάλο πολύβουο λιμάνι, ήταν ούτως ή άλλως εκείνη την εποχή ένας τόπος που συγκέντρωνε κόσμο «αλητεμένο», όπως τον χαρακτήριζε στη βιογραφία του ο Βαμβακάρης. Φασαρίες, τσακωμοί, κλοπές, ληστείες, μαχαιρώματα, δι’ ασήμαντον αφορμήν, χαμαιτυπεία, τεκέδες ήταν μάλλον μια κανονικότητα, κάτι απολύτως φυσιολογικό. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ακούγοντας σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι, αυτό το καταπληκτικό νέο είδος αστικής μουσικής που γεννήθηκε στον Πειραιά και κατέκτησε τη δισκογραφία μετά τη δεκαετία του 1930, έχουμε πια δημιουργήσει μια αποστασιοποιημένη, σχεδόν ρομαντική, θα μπορούσα να πω, αντίληψη για την εποχή και τους δημιουργούς του. Στο βιβλίο μου ήθελα να δείξω μια τελείως διαφορετική εικόνα. Οι μάγκες του Πειραιά δεν ήταν παιδιά από σπίτι, ήταν τσογλαναράδες, χαρτοκλέφτες, απατεώνες, νταβατζήδες, πουλούσαν εκδούλευση, γίνονταν τραμπούκοι, μαχαίρωναν και έσφαζαν, χωρίς να το πολυσκεφτούν. Σ’ αυτόν τον κόσμο του λιμανιού, στους τεκέδες και στα καταγώγια του Πειραιά, γεννήθηκε το ρεμπέτικο, ο κόσμος της μαγκιάς ήταν η μήτρα του, άλλο που μπήκε μετά από χρόνια στα σαλόνια. Εγώ, στο «1923», προσπαθώ να δείξω μια όψη αυτού του κόσμου που δεν είναι διόλου «ρομαντική». Προβληματίστηκες για τον τίτλο «Εχθρική πατρίδα» ή αυτή ήταν εξαρχής η επιλογή; Ο τίτλος ακούγεται και είναι αρκετά επιθετικός και με προβλημάτισε μήπως θα έπρεπε να βρω κάτι λίγο πιο στρογγυλεμένο, αλλά τελικά παρέμεινα σε αυτόν. Για να δικαιολογήσω τη χρήση του επιθέτου, απλώς να σημειώσω ότι η υποδοχή των προσφύγων από τους ντόπιους Έλληνες, χωρίς να είμαι απόλυτος, δεν ήταν καθόλου θερμή. Οι ντόπιοι τους αντιμετώπισαν με επιφύλαξη και φόβο, αλλά σταδιακά ένιωσαν ότι απειλούνται από αυτούς. Ένιωσαν εχθρικά απέναντι στους πρόσφυγες, όταν αυτοί μπήκαν στην αγορά εργασίας προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε χειρότερες συνθήκες, με μικρότερα μεροκάματα, όταν γίνονταν απεργοσπάστες, αφού έπρεπε φυσικά να επιβιώσουν. Από την άλλη, το κράτος που κατέταξε τους πρόσφυγες φύρδην μίγδην σε αστούς και σε αγρότες χωρίς να λάβει υπόψη του κανένα κριτήριο, συμπεριφέρθηκε καλύτερα; Όταν έστελνε έναν δάσκαλο από τη Σμύρνη που δεν είχε πιάσει ποτέ τσάπα στη ζωή του να καλλιεργεί τους βάλτους στη λίμνη των Γιαννιτσών και να πεθάνει από ελονοσία, ήταν φιλικό μαζί του; ΠΗΓΗ
  8. Τιμή καταλόγου: 16,60 € Η νέα δουλειά του Soloup είναι εδώ. Μετά το υπέροχο Αϊβαλί ο Soloup επιστρέφει με ένα κοινωνικό graphic novel που διαπραγματεύεται ένα δύσκολο και επίκαιρο θέμα. Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο: Παιδιά και γονείς. Παιδιά και χωρισμένοι γονείς. Έρωτες που κατέρρευσαν. Σιωπές και φωνές. Δικαιολογίες κι αφορμές όταν, κάποια στιγμή, τον έναν σύντροφο έπαψε να τον αφορά ό,τι απασχολεί τον άλλον. Έπειτα διαζύγια, εντάσεις, αίθουσες δικαστηρίων, απαρχαιωμένοι νόμοι, χρονοβόρες δίκες, προκάτ αποφάσεις. Παράλογος πόλεμος χαρακωμάτων εκεί που κάποτε υπήρχε αγάπη. Κάπου ανάμεσα, στα ερείπια των ερώτων, παιδιά μπερδεμένα καλούνται να διαλέξουν στρατόπεδο. Άραγε, οι γονείς παίρνουν διαζύγιο και από τα παιδιά τους; Ποιος κερδίζει όταν το παιδί αποξενώνεται από τον έναν γονιό; Πόσο συνυπεύθυνη σε αυτή την αδικία είναι η Δικαιοσύνη; Πεταλούδες, γραμματόσημα, δαχτυλήθρες, δόντια, ταξί. Σκιές και μαύρες τρύπες. Μια παρέα στο καφενείο, ένα καναρίνι και μια διάρρηξη, δυο φίλοι, η πόρτα μιας πολυκατοικίας, η Κοκκινοσκουφίτσα. Πέντε διηγήματα κι ένα παραμύθι για τον «κακό» λύκο. Ένα graphic novel για την οδυνηρή απόσταση που χωρίζει τον Διονύση από τη μικρή Φωτεινή. Πρόκειται για ένα υπέροχο graphic novel που τιμάει τόσο το δύσκολο θέμα με το οποίο ασχολείται όσο και τη φήμη του δημιουργού. Πέντε και μια ιστορίες οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κάτω από το κοινό πέπλο της σχέσης δύο χωρισμένων γονιών με το παιδί τους. Το σχέδιο απλό υποβλητικό γεμάτο συναίσθημα. Το σενάριο σφιχτό δυνατό και έξυπνο. Κάθε μία ιστορία σε οδηγεί πιο κοντά στην ολοκλήρωση του έργου που συμβαίνει με την τελευταία από αυτές. Οι τέσσερις πρώτες ιστορίες και η τελευταία είναι ασπρόμαυρες γεμάτες ρεαλισμό. Η πέμπτη έγχρωμη ή μάλλον χρωματισμένη σε αποχρώσεις του πράσινου και του κόκκινου πρόκειται για ένα παραμύθι. Ή μήπως όχι? Στα τεχνικά θέματα, τόσο η εκτύπωση, όσο και η ποιότητα του βιβλίου είναι εξαιρετικά! Ωραίο χαρτί ωραία χρώματα (όπου είχε) ωραία αίσθηση. Σε προκαλεί να το διαβάσεις. Το διάβασα μονορούφι. Μ άρεσε περισσότερο από το Αϊβαλί λόγω των συναισθημάτων που μου έβγαλε. Η δύναμη ενός τέτοιου graphic novel είναι συγκρίσιμη σαφώς με αυτή ενός καλού βιβλίου. Άλλη μια εξαιρετική δουλειά του Soloup λοιπόν. Προβληματίστηκα, μελαγχόλησα, αλλά απόλαυσα ένα πολύ σοβαρό έργο που με άφησε με μια γλυκόπικρη γεύση. Πικρή γιατί πικρό είναι το θέμα που πραγματεύεται. Γλυκιά γιατί γλυκό ήταν το φιλί που έδωσα στην κόρη μου χτες καθώς κοιμόταν μετά το τέλος του βιβλίου σαν ένα φόρο τιμής στους Διονύσηδες (και Διονυσίες) του κόσμου τούτου.
  9. BladeRunner1992

    ΓΡΑ-ΓΡΟΥ

    Ονομαστική τιμή: 14,90€ Για κάποιον περίεργο λόγο, το κόμικ μου κίνησε την προσοχή από την στιγμή που έμαθα για την επερχόμενη κυκλοφορία του, χωρίς να υπάρχει περίληψη τότε και χωρίς να έχω δει το σχέδιο. Η αλήθεια είναι ότι ούτε με τον Ζαφειριάδη ούτε με τον Πέτρου είχα κάποια επαφή σαν αναγνώστης μέχρι τώρα, ενώ, αντίθετα, με τον Παλαβό ήταν αλλιώς τα πράγματα, μιας και είχα διαβάσει τόσο την ωραία συλλογή διηγημάτων "Αστείο" (εκδόσεις Νεφέλη) και το διήγημα "Σαν Άνγκρε", όσο και δυο-τρία βιβλία που έχει μεταφράσει. Όμως είχα δει δουλειές του Θανάση Πέτρου και ήμουν σίγουρος ότι θα άξιζε τον κόπο να διαβάσω τελικά το "Γρα-Γρου". Λοιπόν, ναι, τον κόπο τον άξιζε και με το παραπάνω. Νιώθω ότι διάβασα κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό, απορροφήθηκα εντελώς από την όλη ιστορία και μεταφέρθηκα στα υπέροχα τοπία έξω από το χωριό Καστανιά του Βέρμιου. Η ιστορία συνδυάζει αρμονικά το κοινωνικό δράμα με κάποια αλληγορικά στοιχεία που μπορεί να πει κανείς ότι ανήκουν και στο είδος του Φανταστικού, και πιστεύω ότι δίνει λίγη τροφή για σκέψη. Οι διάλογοι είναι οι απολύτως απαραίτητοι, μιας και υπάρχουν πάμπολλα καρέ όπου οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους. Το σχέδιο και ο χρωματισμός είναι, πραγματικά, σε εξαιρετικό επίπεδο ποιότητας. Ένιωσα στο πετσί μου το κρύο, την μελαγχολία, την μοναξιά, την μουντάδα, την άγρια ομορφιά των τοπίων στα οποία εξελίσσεται η ιστορία, ήταν σαν να ήμουν και εγώ ο ίδιος παρών στο εστιατόριο Γρα-Γρου και τα γύρω μέρη. Χάρηκα πολύ που διάβασα το "Γρα-Γρου". Πρόκειται για μια πολύ όμορφη δουλειά, που έχει να προσφέρει πράγματα τόσο στους έμπειρους αναγνώστες κόμικς, όσο και στους πιο άπειρους. Σίγουρα το σχέδιο και ο χρωματισμός είναι τα πιο δυνατά σημεία του κόμικ, όμως προσωπικά και η ιστορία μου άρεσε πολύ. Τώρα δεν ξέρω κατά πόσο θα συγκινήσει ή θ'αγγίξει άλλους αναγνώστες, εμένα όμως με κράτησε μέχρι το τέλος. Όσον αφορά την έκδοση του Ίκαρου, είναι πραγματικά πολύ προσεγμένη και όμορφη, από την γραμματοσειρά και την επιμέλεια, μέχρι το χαρτί, την βιβλιοδεσία και την όλη εξωτερική εμφάνιση. Προτείνεται με κλειστά μάτια! 9/10
  10. germanicus

    21: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ

    Ένα έργο του Soloup γύρω από τον Πόλεμο Ανεξαρτησίας του 1821. Αντιγράφω από το εσωτερικό: "Το βιβλίο αποτελείται από 21 σπονδυλωτά κεφάλαια, χωρισμένα σε 5 μεγάλες ενότητες. Σε αυτά παρεμβάλλονται 21 ιστορίες σε αφηγήσεις και κείμενα ανθρώπων που έζησαν ή μελέτησαν την Επανάσταση, καθώς και μια σειρά από ένθετα πορτραίτα "ηρώων" και "αντιηρώων". Στο Παράρτημα αναλύεται το σκεπτικό της συγγραφής του βιβλίου και φωτίζονται πρόσωπα και γεγονότα της Ιστορίας, ενώ παρατίθενται και οι πηγές στις οποίες βασίστηκε το graphic novel" Με λίγο πιο διαφορετικά Ελληνικά (από εμένα ): Αφηγείται την Επανάσταση του 1821 με μεγάλη ποικιλία τεχνικών. Κατά κύριο λόγο ένας άστεγος στην πλατεία Κολοκοτρώνη μπροστά από την Παλιά Βουλή και το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, εξιστορεί σε μια νεαρή γυναίκα την Επανάσταση. Ο Soloup αλλού βάζει τον άστεγο να εξιστορεί τα γεγονότα, αλλού βάζει κάποιον που ήταν παρών, αλλού κάποιον που έχει μελετήσει τα συμβάντα. Αλλού βάζει να μιλούν Έλληνες, αλλού Τούρκοι, αλλού ξένοι. Αλλού αφηγείται πράγματα που ξέρουμε όλοι, αλλού αφηγείται μικρά παραλειπόμενα. Ως εικονογράφηση το 90% είναι καθαρά Σολούπ. Ένα 10% όμως είναι φωτογραφίες, γκραβούρες, αντιγραφές πινάκων. Παραθέτω υλικό που έκανε διαθέσιμο στο issuu ο εκδότης. Έβαλα 15 σελίδες. Σε άλλες εκδόσεις αυτό είναι το μισό κόμικ. Εδώ είναι περίπου το 2% Οι 620 σελίδες είναι κόμικ, οι υπόλοιπες 130 είναι κείμενα και βιβλιογραφία. Όπως λέει ο εκδότης "Ακολουθώντας τα κείμενα πάνω από 30 συγγραφέων, αλλά και τις εικαστικές δημιουργίες περισσότερων από 50 ζωγράφων και χαρακτών, το βιβλίο αποτελεί ένα παζλ υποκειμενικών προσεγγίσεων για τις μάχες και τα πρόσωπα του Αγώνα, τα γεγονότα και τις ιδέες της Επανάστασης. Το παράρτημα του βιβλίου, με γλωσσάρι, χρονολόγιο, βιογραφικά, αλλά και κατατοπιστικά κείμενα και αναφορές σε πηγές, προσφέρεται για μια πολυεπίπεδη ανάγνωση." Δεν μου αρέσει να κοπιάρω τα Δελτία Τύπου και τις επίσημες ανακοινώσεις, αλλά ρε φίλε, εδώ πολύ απλά λέει την εντυπωσιακή αλήθεια Πρώτο πράμα που έκανα πριν το αρχίσω ήταν να το ζυγίσω γιατί εντυπωσιάστηκα από το βάρος του στο χέρι. 1831-1832 γραμμάρια Για 10 γραμμάρια θα χτύπαγε το συμβολικό νούμερο Δεν ξέρω άμα τους έκατσε ή άμα ήταν σχεδιασμένο. Αμφότερες εξηγήσεις μου κάνουν Το ξεκίνησα με ένα τουπέ. Με παρότρυναν και κάποια προσωπικά σχόλια του Manitou για την ποιότητά του. Το έχω αυτό με τα ιστορικά κόμικ. Πάντα πιστεύω ότι ξέρω περισσότερα από τον δημιουργό ή, ειδικά για κομβικά σημεία της ιστορίας μας, ότι θα πέσω στα κοινότυπα και τα τετριμμένα. Μου άλλαξαν όμως τη διάθεση δυο πράγματα που συνέβησαν αρκετά νωρίς. Το ένα ήταν η χρήση POV (point of view) από Τούρκους. Ένα φιρμάνι του Σουλτάνου και μια αφήγηση ενός στρατιωτικού διοικητή. Πάντα είχα την περιέργεια του πως έχουν δει οι Τούρκοι αυτή την Ιστορία και είναι κάτι που το ψιλοψάχνω (αλλά δεν έχω βρει ). Το άλλο ήταν η αφήγηση των συμβάντων στην Πόλη την Άνοιξη του 21. Εκεί απλά σταμάτησα την ανάγνωση προκειμένου να συνέλθω. Η συνέχεια ήταν αέρα πατέρα. Παρά τον τεράστιο όγκο του, παρά το ότι μέσες άκρες ήξερα την ιστορία, δεν βαρέθηκα χιλιοστό. Βοήθησε το ότι ήταν χωρισμένο σε κεφάλαια, το ότι αλλού μιλούσε ο ένας, αλλού ο άλλος, το ότι διανθιζόταν με κειμενάκια, το ότι αλλού μίλαγε για τα μεγάλα και τα τρανά, αλλού για τα μικρά και τα επι μέρους, το ότι σε διάφορα σημεία έχει ενσωματώσει φωτογραφίες, πίνακες, γκραβούρες. Τις 100+ σελίδες κείμενο στο τέλος δεν τις άγγιξα ακόμα. Επί του παρόντος ήθελα να διαβάσω κόμικ. Είναι πασιφανέστατο από την ανάγνωση ότι ο Soloup έκατσε και διάβασε, έκατσε και μίλησε με ιστορικούς. Φαίνεται. Είναι επίσης προφανές το γιατί του πήρε 3 χρόνια Υπάρχουν σημεία που ίσως να έχω μια διαφορετική ματιά για τα γεγονότα. Οι γνώσεις μου όμως για το 21 είναι τρομερά επιδερμικές, προέρχονται κυρίως ως "και γιατί ο τάδε ιστορικός λέει κάτι το διαφορετικό για αυτό εκεί?" και συν τοις άλλοις το λέει ξεκάθαρα ο εκδότης. Μια υποκειμενική ματιά Λέει όμως ξεκάθαρα κι όλας ότι όλο αυτό έχει ως στόχο το να γίνει συζήτηση Καραπροτείνεται. Απέχει αιώνες από τις φουστανέλα-γιούχου-πανηγυρικός του γυμνασιάρχη στα 60ς προσεγγίσεις που τόσο εκνευρίζουν Δεν είναι για μικρά παιδιά. Ειδικά κάποια σημεία, πολύ μακριά από αυτά. Έχει πολύ ρεαλισμό σε κάποια σημεία... Χάρηκα πολύ που το διάβασα Καλοτάξιδο γιατί του αξίζει εδιτ Υπάρχει και επίσημο site του comic αφού φιλοδοξεί να είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό κόμικ, αλλά θέλει να είναι μια πολυεπίπεδη εμπειρία
  11. Πίσω από τις σκιές Ελενα Μαρούτσου Επιμέλεια: Μισέλ Φάις Ο Soloup, πολιτικός γελοιογράφος και δημιουργός κόμικς, κατάφερε με το προηγούμενο graphic novel του με τίτλο «Αϊβαλί» να σπάσει τον στενό κύκλο αναγνωστών που παρακολουθούν το συγκεκριμένο είδος και να απευθυνθεί σε ευρύτερο κοινό, αποσπώντας βραβεία και αναγνώριση, ενώ η έκθεση «Αϊβαλί - ένα ταξίδι στον χρόνο» υπήρξε η πρώτη μεγάλη έκθεση για βιβλίο κόμικς που φιλοξενήθηκε σε ελληνικό μουσείο. Σε αυτή την επιτυχία συνέβαλε, πιστεύω, ο εμπλουτισμός του είδους με αφηγηματικούς τρόπους και θεματικές επιλογές που προσιδιάζουν στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ετσι, η πολυπρισματική αφήγηση και η διακειμενικότητα, που υπηρέτησαν με υποδειγματικό τρόπο τον πλουραλισμό των προσεγγίσεων της μικρασιατικής καταστροφής στο Αϊβαλί, απαντούν και στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Ο Συλλέκτης» και υπότιτλο «Εξι διηγήματα για έναν κακό λύκο». Εδώ ο Soloup καταπιάνεται με έναν «πόλεμο» μικρότερου μεγέθους, με θύματα τα μέλη μιας οικογένειας μετά το διαζύγιο. Στο πρώτο διήγημα, μια παρέα συνταξιούχων, που συναντιέται τακτικά σε ένα καφενείο, συζητά για συλλέκτες. Κάποιος της παρέας μιλά για έναν άντρα που συλλέγει αριθμούς κυκλοφορίας ταξί. Πρόκειται για τον Διονύση, τον ήρωα που η ιστορία του διατρέχει και τα έξι διηγήματα, τον οποίο παρακολουθεί ο πρώην γείτονάς του να έρχεται κάθε πρωί στην εξώπορτα του άλλοτε σπιτιού του και να παρακολουθεί τη μάνα να βάζει το κοριτσάκι τους σε ένα ταξί για το σχολείο, ενώ αυτός πασχίζει να προλάβει να της πει μια «καλημέρα». Οταν το ταξί απομακρύνεται, αυτός καταγράφει σε ένα μπλοκάκι τον αριθμό. Από πλάγια οπτική γωνία επανέρχεται η ιστορία του Διονύση και στο δεύτερο διήγημα. Εδώ, κεντρικός ήρωας είναι ένας πρόσφυγας από τη Συρία που ανακρίνεται στο αστυνομικό τμήμα γιατί «έκλεψε» ένα κλουβί με ένα καναρίνι από κάποιο διαμέρισμα. Μαθαίνουμε πως ο πρόσφυγας δούλευε σε κατάστημα ωδικών πτηνών και είχε δεθεί ιδιαίτερα με αυτό το πουλάκι. Ομως στη συνέχεια το αγόρασε ο Διονύσης, όσο ακόμη ζούσε με την οικογένειά του. Ο «πόλεμος» του ζευγαριού έφερε και την παραμέληση του καναρινιού, που αρχίζει να μαραζώνει. Ο πρόσφυγας το διαισθάνεται και στην πραγματικότητα το «κλέβει» για να το σώσει. Συνεχίζοντας να αλλάζει αφηγητές και οπτικές γωνίες και στα επόμενα διηγήματα, ο δημιουργός μάς μεταφέρει ιστορίες ανατροπής της πρότερης ευτυχίας και απώλειας, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την ιστορία του Διονύση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πέμπτο διήγημα: πρόκειται για μία διαφορετική εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας (με διακειμενικά δάνεια από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων), όπου το παραμύθι που αφηγείται η μητέρα στην κόρη αποτελεί διαστρεβλωμένη εκδοχή της αλήθειας, ένα «μύθευμα» της μάνας, μέσα από τα δικά της αισθήματα πόνου και θυμού. Στο τελευταίο, ο ίδιος ο Διονύσης ανατρέχει στις ευτυχισμένες μέρες της οικογένειας, αρχής γενομένης από τη γέννηση της κόρης, το μεγάλωμα και το δέσιμο με τον μπαμπά, για να αφηγηθεί στη συνέχεια τη ρήξη, τις δικαστικές περιπέτειες και τις ανεφάρμοστες δικαστικές αποφάσεις. Δεν δύναμαι να σχολιάσω το κομμάτι του βιβλίου που αφορά τα σκίτσα, εντούτοις μου φάνηκε εξαιρετική η ιδέα του δημιουργού να είναι όλα ασπρόμαυρα, εκτός από το παραμύθι όπου συναντάμε μόνο το πράσινο και το κόκκινο, δύο χρώματα που προσδίδουν ένταση σε αυτό το διήγημα που αποτελεί «κλειδί» για την κατανόηση του βιβλίου. Ιδιαιτέρως εύστοχη και ενδιαφέρουσα η αρχή κάθε κεφαλαίου, όπου απεικονίζονται δύο χέρια να σχηματίζουν σκιές στον λευκό τοίχο της σελίδας, αποδίδοντας τον τίτλο (Πεταλούδες, Κακός λύκος κ.λπ.). Διακρίνουμε εδώ μια έμμεση αναφορά στην πλατωνική θεωρία, σύμφωνα με την οποία εδώ, στη Γη, βλέπουμε μόνο τις «σκιές» των ιδεών, όχι την ίδια την ουσία και την αλήθεια τους. Αλλωστε, όλο το βιβλίο αποτελεί μια έκκληση να διαχωριστεί το «κατασκεύασμα» από την αλήθεια, μια συγκινητική χειρονομία ενός πατέρα που υποφέρει από τη στέρηση της κόρης του και προσπαθεί να ακουστεί και η δική του πλευρά· μια πλευρά που εκ των πραγμάτων σήμερα αδικείται από τη Δικαιοσύνη (ένα θέμα το οποίο θίγει και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο πρόσφατο βιβλίο του Ολομόναχος). Μοναδικό, ίσως, αδύνατο σημείο αποτελούν κάποιες ρητορικές, δραματικές νότες προς το τέλος («Αναρωτηθήκατε ποτέ, Αξιότιμοι δικαστές, πόσο απέχει μια Ανεφάρμοστη Απόφαση, μια Αναβολή, από την Αυτοδικία και την Αυτοκτονία;» «Εσύ, κυρά Δικαιοσύνη, δεν έχεις καμιά ευθύνη γι' αυτά τα εγκλήματα;»). Σε κάθε περίπτωση, ο Συλλέκτης είναι ένα συγκινητικό καλειδοσκοπικό βιβλίο, ένα οιονεί μυθιστόρημα κατακερματισμένο σε μικρές ιστορίες για μια κατακερματισμένη οικογένεια. Πηγή
  12. Soloúp: Περνάει πολλές κρίσεις η οικογένεια σήμερα Λίγα χρόνια μετά «Τα ελληνικά κόμικς» και το βραβευμένο «Αϊβαλί», ο Soloúp (Αντώνης Νικολόπουλος) επανέρχεται με το νέο του graphic novel «Ο συλλέκτης. Εξι διηγήματα για έναν κακό λύκο» (Εκδόσεις Iκαρος), με θέμα τον τρόπο που διαχειρίζεται μια οικογένεια το διαζύγιο των γονιών. Αφορμή για την κουβέντα με τον δημιουργό κόμικς είναι η έκθεση που γίνεται στο Μουσείο Μπενάκη αυτές τις μέρες, στην οποία παρουσιάζεται πρωτότυπο υλικό από το graphic novel: storyboards, προσχέδια, σκίτσα σε μολύβι, ασπρόμαυρες και έγχρωμες σελίδες κόμικς, εικαστικά και κατασκευές που ζωντανεύουν τις έξι διηγήσεις του βιβλίου. Τα graphic novels έχουν βρει το κοινό τους στην Ελλάδα; Σίγουρα τα graphic novels, αυτή η επιμέρους φόρμα των κόμικς, αποκτούν χρόνο με τον χρόνο όλο και μεγαλύτερο κοινό. Εχουν ακόμη δρόμο να κάνουν ώστε να γίνουν εντελώς οικεία σε κάποιον που διαβάζει για παράδειγμα λογοτεχνία ή άλλα βιβλία. Τα μίντια τα αντιμετωπίζουν με αμηχανία; Στο παρελθόν τα κόμικς αντιμετωπίζονταν ως παραλογοτεχνία ή κάτι το υποδεέστερο σε σύγκριση με άλλες τέχνες. Τα graphic novels από την άλλη έχουν ταυτιστεί με εκείνα τα κόμικς που επιχειρούν –ανεξάρτητα από το αν το καταφέρνουν– ένα ποιοτικό άλμα. Αυτό συχνά αποτυπώνεται με θετικά σχόλια στις βιβλιοκριτικές και σε άρθρα στον Τύπο. Παρ’ όλα αυτά δεν παύουν να είναι κόμικς κι αυτό δημιουργεί την αμηχανία που περιγράφετε. Περνάει κρίση η ελληνική οικογένεια; Περνάει πολλές κρίσεις η οικογένεια. Αλλοτε από εξωτερικούς παράγοντες όπως οι άσχημες οικονομικές συνθήκες που πρεσάρουν τα νοικοκυριά, άλλοτε από τη μεταβολή των κοινωνικών ρόλων των φύλων, άλλοτε, σε πιο προσωπικό επίπεδο, από τις σχέσεις του ζευγαριού και τη συνεννόηση δύο γονέων για τα παιδιά τους. Συχνά όλα αυτά μαζί δημιουργούν μια εκρηκτική, μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ο «Συλλέκτης» αποτυπώνει μια τέτοια συνθήκη και αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να βγει κάποιος από μια παρόμοια κατάσταση με αξιοπρέπεια. Το «γιατί» όμως συμβαίνουν αυτά είναι ένα τεράστιο ερώτημα και σίγουρα υπάρχουν πιο ειδικοί από εμένα, ψυχολόγοι ή κοινωνικοί λειτουργοί, που θα μπορούσαν να το απαντήσουν. Πώς αντιμετώπιζαν οι παλιότερες οικογένειες τις κρίσεις; Σίγουρα στο παρελθόν υπήρχαν λιγότερα διαζύγια. Υπήρχε περισσότερη ελαστικότητα και ανοχή στους γάμους. Αυτό δεν σημαίνει πως υπήρχαν και λιγότερα προβλήματα ή καταπίεση, απλώς τα ζευγάρια δεν έφταναν τόσο εύκολα στο διαζύγιο. Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε την ιστορία σας μέσα από έξι διαφορετικές οπτικές; Δεν υπάρχει μόνο σωστό και μόνο λάθος. Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες φωτίζουν πτυχές της ίδιας κατάστασης που θα ήταν αδύνατο να τις αντιληφθούμε αν τις κοιτάζαμε μόνο από μία πλευρά. Ποιος είναι ο κακός λύκος στον οποίο αναφέρεται ο υπότιτλος του βιβλίου; Ουσιαστικά πρόκειται για τον κεντρικό χαρακτήρα του graphic novel, τον Διονύση. Κακός λύκος στα μάτια της θυμωμένης κόρης του. Είναι κάτι που δυστυχώς συμβαίνει συχνά σε παιδιά έπειτα από ένα διαζύγιο και σχετίζεται με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια. Και αυτή η κατάσταση μπορεί να γίνει καταστροφική για τη σχέση τους όταν ο άλλος γονέας που ζει με το παιδί τροφοδοτεί τον θυμό και παρεμποδίζει την επικοινωνία. Ο Διονύσης λοιπόν ζει μια τέτοια κατάσταση που οι επιστήμονες περιγράφουν ως «γονική αποξένωση». Οφείλουν δύο γονείς που χωρίζουν να διατηρήσουν καλές σχέσεις μεταξύ τους; Επιβάλλεται, κυρίως προς όφελος των παιδιών. Κι αν δεν μπορούν οι γονείς, θα έπρεπε να υπάρχουν ειδικοί μηχανισμοί της πολιτείας με κοινωνικούς διαμεσολαβητές και ψυχολόγους που θα την επέβαλλαν. Σήμερα τα δικαστήρια με τον τρόπο που λειτουργούν μας προσανατολίζουν στην αντίθετη κατεύθυνση: στις κακές σχέσεις. Δηλαδή; Η παρωχημένη Δικαιοσύνη επιδεινώνει αντί να γιατρεύει το πρόβλημα. Νόμοι ανισοβαρείς, ατέλειωτες αναβολές δικών, απουσία της διαμεσολάβησης ψυχολόγων και ειδικών. Το ελληνικό νομικό σύστημα έχει μείνει δεκαετίες πίσω από αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ευρώπη και στον κόσμο. Ελπίζω πως την Κυριακή 3 Μαρτίου, στην ημερίδα που διοργανώνουμε στο πλαίσιο της έκθεσης «Ο συλλέκτης» στο Μπενάκη της Πειραιώς, θα ανοίξει επιτέλους κι εδώ μια σοβαρή συζήτηση. Τι έχετε προγραμματίσει για την ημερίδα; Εχουν κληθεί να δώσουν το παρών επιστήμονες από Ευρώπη και Αμερική πλαισιωμένοι από Ελληνες συναδέλφους τους. Πανεπιστημιακοί απ’ όλες τις ειδικότητες, γιατροί, νομικοί, ψυχολόγοι θα αγγίξουν για πρώτη φορά στη χώρα μας το ζήτημα της γονικής αποξένωσης και της προοπτικής της συνεπιμέλειας. INFO «Ο συλλέκτης. Εξι διηγήματα για έναν κακό λύκο» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Iκαρος. Πληροφορίες για την έκθεση: benaki.gr Πηγή
  13. Συνέντευξη του Soloup στο περιοδικό Σχεδία με αφορμή το καινούριο κόμικ του, Ο Συλλέκτης
  14. Ο “SOLOÚP” ΕΞΗΓΕΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ GRAPHIC NOVEL ΚΑΙ ΜΑΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΤΟΝ «ΣΥΛΛΕΚΤΗ» ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ «Όλα τα graphic novels είναι κόμικς, αλλά όλα τα κόμικς δεν είναι graphic novels!» Kείμενο: Άννα Σταυροπούλου Είναι μάλλον ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του λόγου ύπαρξης του graphic novel πέρα από τα κόμικς. Γιατί ενώ κόμικ είχα να πιάσω από την εποχή του MAD, κόλλησα όμως με το Άϊβαλί του Soloúp από τις εκδόσεις Κέδρος και τώρα με τον Συλλέκτη του, από τις εκδόσεις Ίκαρος! Τι είναι τελικά το graphic novel και σε τι διαφέρει από τα κόμικς; «Όλα τα graphic novels είναι κόμικς, αλλά όλα τα κόμικς δεν είναι graphic novels», μου λέει συνοψίζοντας ο Soloúp, κατά κόσμον Αντώνης Νικολόπουλος. Είχε προηγηθεί μια βραδιά με δόκιμες και αδόκιμες γλωσσολογικές αναζητήσεις του όρου, μαζί με τον γλωσσολόγο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη στη Σκυταλοδρομία Λόγου, στο πλαίσιο Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου του Δήμου Αθηναίων. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή: Είμαι στο Μουσείο Μπενάκη, λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης «Soloúp – Ο Συλλέκτης, έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο», με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο και κουβεντιάζω εφ’ όλης της ύλης με τον Soloúp. Η έκθεση έχει storyboards, προσχέδια, σκίτσα σε μολύβι, ασπρόμαυρες κι έγχρωμες σελίδες κόμικς, εικαστικά και κατασκευές, πεταλούδες οριγκάμι, ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Επίσης μια ημερίδα για το graphic novel και μία για το διαζύγιο και τη γονική αποξένωση, βίντεο, αλλά και ζωντανή μουσική από τους Jazztronica με live drawing από τον Soloúp. Και σε μια μεριά μια φιγούρα να δεσπόζει: Είναι ο Διονύσης, ο ήρωας του Συλλέκτη, σε φυσικό μέγεθος από χαρτοπολτό με την ομπρέλα και με το μαύρο σκύλο του, σύμβολο μοναξιάς και μελαγχολίας, να τον κοιτάει. Ο Διονύσης και ο σκύλος του στην έκθεση Πώς ξεκίνησες με το σκίτσο και τα κόμικς; Πάντα κάτι μ’ έτρωγε με τα σκίτσα! Το 1989 πρωτο-υπέγραψα ως Soloúp, φοιτητής στην Πάντειο σε φοιτητικά έντυπα, με ψευδώνυμο, όπως σχεδόν όλοι οι σκιτσογράφοι (σ.σ. ο ίδιος δεν αποκαλύπτει καθόλου εύκολα την προέλευση του δικού του!). Τότε πρωτοχτύπησα και την πόρτα της Βαβέλ και ξεκίνησε μια σχέση που συνεχίζεται ως σήμερα, γιατί έχουμε την ίδια ματιά για τα κόμικς, ως πολιτικοποιημένη και κοινωνική οπτική στα πράγματα. Ξεκίνησα με ήρωα τον Μήτσο τον Κυκλάμινο και το βιβλίο Ανθρωπόλυκος. Κι έχει ενδιαφέρον που οι Νίκη και Εύη Τζούδα και η Παυλίνα Καλλίδου από τη Βαβέλ είναι τώρα επιμελήτριες στην έκθεση, έχουν επιμεληθεί το Άϊβαλί και τον Συλλέκτη κι ότι 30 χρόνια μετά βρίσκομαι και πάλι μ’ ένα βιβλίο με λύκο! Το Αϊβαλί του Soloup, εκδ. Κέδρος 2014 Και γιατί η μετάβαση στο graphicnovel – αν μπορούμε να μιλάμε για μετάβαση; Με το graphic novel ξεκίνησα ενστικτωδώς, είχα ανάγκη να πω κάποια πράγματα και να δώσω σχήμα σε σκέψεις. Είναι πολύ συγκεκριμένα αυτά που θέλω να πω, δουλεύοντας ως σύνολο την ιδέα, το σενάριο και το σκίτσο, και ίσως γι’ αυτό δεν συνεργάζομαι συνήθως με άλλους σεναριογράφους. Τα κόμικς δεν έχουν μεγάλο, αλλά δυναμικό και φανατικό κοινό. Νομίζω ότι όσο περνούν τα χρόνια, είναι καλύτερα. Ωριμάζουν οι δημιουργοί και το κοινό, γίνονται πολλά conventions, όπως το AthensCon και οι βάσεις έχουν ήδη τεθεί από το φεστιβάλ της Βαβέλ. Περιπτώσεις όμως graphic novels, όπως το Αϊβαλί, ο Συλλέκτης ή το Logicomics, κουβεντιάζονται από ευρύτερο κοινό. Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος) Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά σε μια προσπάθεια ορισμού τουgraphic novel, με λόγο και αντίλογο. Πώς θα μπορούσε κανείς τελικά να περιγράψει το graphic novel και ποια η διαφορά του από τα κόμικς, αφού κι αυτό είναι κόμικς; Τα graphic novels μπορούν να είναι μια πιο ώριμη φόρμα των κόμικς και ίσως αυτό είναι το ζητούμενο. Έχουν το φορμάτ του βιβλίου, είναι πολυσέλιδα, προσπαθούν να έχουν μια ποιότητα «λογοτεχνική» ή αφηγηματική. Δεν είναι πανάκεια να βαφτίζουμε τα πάντα ‘graphic novel’. Αλλά είναι μια φόρμα που βοηθάει τα κόμικς να πάνε παραπέρα, αγγίζοντας και πολλές άλλες τέχνες, όπως τη μουσική, τον κινηματογράφο ή τη λογοτεχνία. Όπως στη λογοτεχνία υπάρχει το μυθιστόρημα, η νουβέλα ή το διήγημα, έτσι και στα κόμικς υπάρχουν φόρμες, όπως το comicstrip, το manga ή το graphic novel. Δεν είναι όλα μεταφορές λογοτεχνικών έργων, ούτε μπορείς να τα ταυτίζεις με αυτά για να έχει νόημα το δικό σου έργο. Αυτό που κάνουμε έχει τις δικές του, μοναδικές δυνατότητες – λόγος και εικόνα σε μορφή βιβλίου – οπότε ας πιστέψουμε σ’ αυτό κι ας αξιοποιήσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά για να πούμε κάτι νέο! Υπάρχει μια λογική εξήγηση για τη διαφοροποίηση: Ότι τα κόμικς είναι ταυτισμένα με την παραλογοτεχνία και το «ευτελές» που παλιά μάλιστα θεωρούσαν ότι έκανε κακό στη ‘διαπαιδαγώγηση’ των νέων. Τα κόμικς είναι η 9ητέχνη και το graphic novel είναι ένας άλλος τρόπος να πεις ότι δεν πρόκειται για τα κόμικς που ξέρατε. Έχουν να κάνουν με τέχνη, καταπιάνονται με κοινωνικά ζητήματα και δίνουν άλλη ματιά στα πράγματα. Κοντολογίς, η σχέση των graphic novels και των κόμικς είναι απλή: όλα τα graphic novels είναι κόμικς, αλλά όλα τα κόμικς δεν είναι graphic novels! Εσύ κάνεις και πολιτική γελοιογραφία σε εφημερίδες, όπως το Ποντίκι. Έχεις δυσαρέσκειες με αυτά που σκιτσάρεις; Πιστεύεις ότι ιδιαίτερα στην Ελλάδα υπάρχει… δυσανεξία; Φυσικά και έχω δεχτεί σκληρή κριτική. Αυτό είναι, ξέρεις, τιμή για τον σκιτσογράφο. Είμαι ευτυχής που το Μέγαρο Μαξίμου έβγαλε ανακοίνωση επί πρωθυπουργίας Σαμαρά για το σκίτσο μου που τον έδειχνε ως βενζινά στο πρωτοσέλιδο Ποντίκι. Οι συνάδελφοι μού έδιναν συγχαρητήρια! Είναι αναμενόμενο: Η πολιτική γελοιογραφία είναι πάντα ανατρεπτική και με το μέρος των ανθρώπων που υποφέρουν από την εκάστοτε εξουσία. Και φυσικά υπάρχουν σε όλες τις χώρες προβλήματα, δες π.χ. τι έγινε στη Γαλλία, τι γίνεται σε χώρες όπως το Ιράν! Το νέο σου έργο, «Ο Συλλέκτης» μιλά για τις συνέπειες του χωρισμού στα παιδιά, χωρίς να μασά τα λόγια του… Πώς ασχολήθηκες με αυτό το θέμα; Προβλήματα υπάρχουν παντού γύρω μας, αλλά τα σπρώχνουμε κάτω απ’ το χαλί. Έχω ακούσει τέτοιες ιστορίες, υπήρχαν ερεθίσματα στο περιβάλλον μου και βέβαια όπως σε κάθε βιβλίο έκανα έρευνα, απευθύνθηκα σε ειδικούς, μελέτησα και μίλησα με ανθρώπους. Έπεσα πάνω σε έννοιες, όπως γονική αποξένωση ή συνεπιμέλεια. Υπάρχουν σίγουρα ιστορίες πολύ χειρότερες απ’ του ήρωά μου, του Διονύση… Το ενδιαφέρον είναι ότι η λογοτεχνία ή το graphic novel πιάνουν ενστικτωδώς ζητήματα που η βιβλιογραφία ή η νομική επιστήμη δεν έχουν διατυπώσει με ακρίβεια. Και δεν πρόκειται για μεμονωμένα, αλλά για μαζικά φαινόμενα. Οι δε ξένοι προσκεκλημένοι που θα συμμετέχουν στη διεθνή ημερίδα παρακινήθηκαν ιδιαίτερα επειδή υπάρχει ένα graphic novel που ασχολείται με το θέμα! Και τι σχέση έχει η Κοκκινοσκουφίτσα και ο κακός ο λύκος με όλο αυτό; Ο Συλλέκτης είναι έξι κεφάλαια με διαφορετικές και αυτόνομες ιστορίες από διαφορετική οπτική γωνία η κάθε μία, που όλες μαζί συνθέτουν μια μεγαλύτερη ιστορία, με κεντρικό ήρωα τον Διονύση. Το 6ο κεφάλαιο είναι η παραλλαγή της παραλλαγής της ιστορίας της Κοκκινοσκουφίτσας. Γιατί υπάρχει μια δεύτερη εκδοχή για την Κοκκινοσκουφίτσα που είχαν γράψει οι ίδιοι οι αδελφοί Γκριμ, χωρίς τον κυνηγό, όπου η Κοκκινοσκουφίτσα σκοτώνει η ίδια τον κακό λύκο! Μέσα από την αλληγορία του παραμυθιού και της εμπλοκής ηρώων της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων – του Λαγού και του Καπελά -, αλλά και την αλληγορία από την Πολιτεία του Πλάτωνα για τη Σπηλιά, γίνεται σύνθεση σε μια νέα Κοκκινοσκουφίτσα. Αυτό το κεφάλαιο είναι έγχρωμο και ουσιαστικά «ξεκλειδώνει» το βιβλίο. Αλλά μέχρι εκεί θα σου πω! Στην αφήγηση δεν αποκαλύπτεις στον αναγνώστη όλα σου τα χαρτιά, θες ν’ ανακαλύψει κάτι και μόνος του! Στο «Αϊβαλί» συνθέτεις αποσπάσματα από ιστορίες του Βενέζη, του Κόντογλου και άλλων, μαζί με δική σου αφήγηση. Κι έχεις μια φράση, δική σου, που μου έμεινε: «Όλοι οι λαοί έχουν έναν μεγάλο, κακό εχθρό. Κι αν δεν τον έχουν, πρέπει να τον εφεύρουν. Να τον δείξουν, να τον διδάξουν στα σχολεία. Γιατί πού ξέρεις… Θα μεγαλώσουν τα παιδιά, μπορεί να δούνε άλλους να φταίνε για τα στραβά της ζωής τους»… Στο Αϊβαλί πήρα αποσπάσματα από τα διηγήματα κι έμπλεξα μεταξύ τους τις ιστορίες, ώστε να βρεθούν σε μια νέα σχέση διαλόγου. Τα αποσπάσματα διατηρούσαν αυτοτέλεια στο νέο τους πλαίσιο, συνδιαλεγόμενα μεταξύ τους κι έβγαζαν μια νέα αφήγηση. Τώρα το βιβλίο μεταφράζεται στα αγγλικά, θα κυκλοφορήσει στην Αμερική και υπάρχει συζήτηση για μεταφράσεις και σε άλλες γλώσσες. Πραγματεύεται το πώς βλέπεις τον ξένο, τον άλλον. Ξαναέγινε επίκαιρο με το προσφυγικό, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του το 2014, αλλά και με τη συζήτηση για τη Συνθήκη της Λωζάνης που επανέφερε ο Ερντογάν. Κι ενώ υπάρχει ένα σενάριο κοντά στη θεματική του Αϊβαλί, προτίμησα να κάνω τώρα τον Συλλέκτη, που είναι κάτι τελείως διαφορετικό, ώστε να αποφύγω τη συγγραφική παγίδα να επαναληφθώ! Ξέφυγα λίγο, ασχολήθηκα και μ’ άλλο θέμα, όχι της μεγάλης Ιστορίας, αλλά της σύγχρονης καθημερινότητας που κρύβει τραγικές ιστορίες. Κάποιος βέβαια μου έγραψε ένα σχόλιο που πράγματι δεν είχα σκεφτεί: Ότι και τα δυο βιβλία έχουν να κάνουν με απώλειες… Info έκθεσης: Ο Συλλέκτης, έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο, σε διοργάνωση από το Μουσείο Μπενάκη, την Περιφέρεια Αττικής και τις εκδόσεις Ίκαρος | 24 Ιανουαρίου 2019 – 17 Μαρτίου 2019 | Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο της οδού Πειραιώς Πηγή
  15. Ο Συλλέκτης- Μια πολυπρισματική ιστορία για το υφαντό της οικογένειας Ένας φίλος, αναφερόμενος στο Αϊβαλί, είπε πως είναι δύσκολο να κρίνεις τον Soloup ως καλλιτέχνη, γιατί σε αυτόν καταφεύγουμε για να μάθουμε, ενθυμούμενος την μελέτη του ίδιου για τα ελληνικά comic. Διαβάζοντας τον Συλλέκτη (εκδόσεις Ίκαρος), κατάλαβα για άλλη μια φορά ότι η δήλωση αυτή περιείχε ένα μεγάλο ποσοστό αλήθειας, κυρίως γιατί ο Συλλέκτης είναι μια πολυπρισματική απεικόνιση 5 ιστοριών και ενός παραμυθιού, τα οποία όλα μαζί αφηγούνται μια ιστορία για την απώλεια της (κατά βάση πατρικής) αγάπης και το παλίμψηστο της οικογένειας σε μια χώρα η οποία βασίστηκε σε (και βασανίστηκε από) αυτή. Ο Soloup ως καλλιτέχνης δεν καταφεύγει σε νεωτερικές αφηγήσεις, ούτε κρίνει αυστηρά. Αντίθετα, δεν κρίνει καθόλου. Αντίθετα, όντας γνώστης της ελληνικής συνθήκης, μας δίνει μια πολύπλευρη ιστορία σε 6 κομμάτια για το γύρω, το πίσω, το μπροστά, τη βάση και το εποικοδόμημα της οικογένειας, χωρίς να μας δίνει και την λύση του παζλ που τίθεται στις σελίδες του κόμικ. Γνώριμα πρόσωπα της ελληνικής καθημερινότητας, αστικής και επαρχιακής, των ίδιων των παραμυθιών αλλά και των πολλαπλών μετά- αφηγήσεων αποτελούν τους πρωταγωνιστές των ιστοριών που συναντούμε στις σελίδες του Συλλέκτη. Όλοι παίζουν τον ρόλο τους και έναν ακόμα, πολύπλευροι πρωταγωνιστές και αφηγητές ταυτόχρονα. Μέσα από τις πράξεις αλλά και τις συζητήσεις τους ο Soloup βρίσκει την ευκαιρία να αναμείξει είδη εξιστόρησης και στυλ σχεδίου για να πει την ιστορία, τελικά, ενός πατέρα που τον χώρισαν από το παιδί του. Και, σε αντίθεση με άλλους χαρακτήρες του κόμικ, δεν τον χώρισε ο πόλεμος, ο θάνατος ή το παράπονο. Τον χώρισαν οι αποφάσεις των γύρω του, η δικαιοσύνη και οι συνθήκες που διαλύουν το δεσμό μεταξύ των οικογενειών, χωρίς να φροντίσουν να δημιουργήσουν κάτι ουσιαστικότερο, ή έστω ανεκτό, στη θέση τους. Γιατί πράγματι η ελληνική οικογένεια είναι υπεύθυνη για πολλά δεινά που αντιμετωπίζουμε στην ψυχολογική μας ζωή, ωστόσο είναι και ένα δίχτυ προστασίας απέναντι σε άλλα. Κόβοντας αυτό το δίχτυ απερίσκεπτα δεν απελευθερώνεται κανείς από τα πρώτα, αλλά πέφτει στα δόντια των δεύτερων. Και αυτά δεν είναι τα δόντια του (καλού τελικά, όπως του Αρκά) λύκου, αλλά ο πόνος του ψυχολογικού κενού, η μοναξιά, οι τύψεις, και η συνεχής απόπειρα να συμφιλιωθείς ή να αντιπαλέψεις μάταια μια φαντασιακή εικόνα χωρίς να γνωρίσεις τους ανθρώπους από πίσω της. Ο Συλλέκτης μας δίνεις ακριβώς αυτήν την εικόνα, πίσω από τις αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες του: του ανθρώπου πίσω από τον μύθο του Πατέρα, του πόνου πίσω από τον Μεγάλο Άλλο του Νόμου και της Τάξης που διαλύουν στα γρανάζια τους ακόμα και τα άτομα που υποτίθεται ότι προστατεύουν περισσότερο. Το αμάλγαμα της θεματικής αποδίδεται από τον Soloup με μια σειρά νοηματικών εργαλείων. Μεταπλάθει μύθους όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ακόμα και φιλοσοφικές ιστορίες, όπως το πλατωνικό σπήλαιο παραμυθικά. Ταυτόχρονα ο καλλιτέχνης ανοίγει και έναν έμμεσο διάλογο με την Δίκη του Κάφκα, με το πρόλογο και τον επίλογο του. Πράγματι, ο Διονύσης, όπως και ο Γιόζεφ Κ. παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες, αφού κατηγορούνται για κάτι που δεν ξέρουν και τελικά, κρίνονται από όλους ένοχοι, χωρίς να φταίνε. «Σαν το σκυλί, μες στην ντροπή» λέει ο μεγάλος συγγραφέας και, προσθέτει ο Soloup, «σαν συλλέκτης» στιγμών, απογοητεύσεων και μικρών, καθημερινών, αριθμητικών θανάτων. Ο ρυθμός του είναι καλά κρατημένος, αυστηρός και προσωπικός, με τον ακανόνιστο αριθμό των καρέ και τις μεγάλες ολοσέλιδες εμφάσεις ως τελείες στα σημεία που θέλει να κάνει μια παύση ο αφηγητής. Σε αυτές τις εναλλαγές καρέ πρέπει να προστεθεί και η ανακολουθία ασπρόμαυρου (ή καλύτερα γκριζοασπρόμαυρου) και έγχρωμου, αλλά και τεχνοτροπιών. Πίσω από φαινομενικά απλά σκίτσα, ο Soloup μας ταξιδεύει σε μια πολύ καλή και διακριτική επισκόπηση διάφορων σύγχρονων καλλιτεχνικών ρευμάτων που έχουν βρει μέσο έκφρασης στα κόμικ, όπως ο φωτορεαλισμός, αλλά και ρεύματα της παραδοσιακής ζωγραφικής, ο φοβισμός αλλά και ο κυβισμός. Μέσα από αυτά, πάντοτε εστιάζοντας στα πρόσωπα των ηρώων του, ο δημιουργός εντείνει την τάση ενδοσκόπησης του κόμικ μέσα σε ρεαλιστικές και καθημερινές συνθήκες. Ο Συλλέκτης του Soloup, με ένα θέμα δύσκολο και συχνά απορριπτέο από τον σημερινό δημόσιο διάλογο, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την οικογένεια και την θέση του πατέρα σε αυτή. Διαφορετικά από ότι έχουμε μάθει ή συνηθίσει, μας θυμίζει ότι μπορεί κάθε παραμύθι (Φαντασιακό) να χρειάζεται κακό (Συμβολικό), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός ο κακός είναι πράγματι έτσι. Αυτό σίγουρα μπερδεύει τα πράγματα για πολλούς, αλλά τα παραμύθια τελικά εδώ χρησιμεύουν. Να κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη και, τελικά, πιο αληθινή. Πηγή
  16. Ένα οδυνηρό παραμύθι Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Στα παραμύθια οι «κακοί» παρουσιάζονταν και έπρεπε να φαίνονται ως πραγματικοί κακοί. Και ο Κακός Λύκος είναι ένας από τους διασημότερους τέτοιους κακούς των παραμυθιών. Στο νέο βιβλίο του ο Soloúp σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός σύγχρονου «κακού λύκου» με τα μάτια των άλλων. Που τελικά δεν είναι και τόσο κακός. Οσο κι αν η ελληνική δικαιοσύνη επιμένει να τον θεωρεί και να τον αντιμετωπίζει ως τέτοιον. Ανέκαθεν τα κόμικς μπορούσαν –και το έκαναν– να αφηγηθούν μεγάλες ιστορίες κοινωνικού περιεχομένου που απευθύνονταν αποκλειστικά σε ενήλικο κοινό. Τις τελευταίες δεκαετίες, από τότε που τα graphic novels καθιερώθηκαν ως αυτόνομες ενιαίες εκδόσεις, στοχεύοντας σε έμπειρους και «ώριμους» (ίσως η λέξη να μην είναι η κατάλληλη αλλά, χάριν συμβάσεως και για την οικονομία του λόγου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί – άλλωστε και οι Αμερικανοί αναφέρονται σε «mature readers») αναγνώστες, με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο η θεματολογία των κόμικς έχει απλωθεί σε κάθε κοινωνική και πολιτική πτυχή. Τα κόμικς που αγγίζουν ευαίσθητες πλευρές των εύθραυστων ανθρώπινων σχέσεων, είτε ως μυθοπλασίες είτε ως απομνημονεύματα και αυτοβιογραφίες, αποτελούν μια διακριτή τάση με θαυμαστά δείγματα έως τώρα και απ’ ό,τι φαίνεται με μεγάλη δυναμική και πλούσιο μέλλον. Τέτοιο δείγμα είναι και «Ο Συλλέκτης» του Soloup με υπότιτλο «έξι διηγήματα για έναν κακό λύκο» (εκδόσεις Ικαρος) που δομείται ως μια σπονδυλωτή ιστορία με κεντρικό πρόσωπο τον Διονύση, έναν πατέρα που βυθίζεται στην άβυσσο της γραφειοκρατίας πασχίζοντας απελπισμένα να ξαναδεί το παιδί του. H «σιωπηλή κραυγή» ενός «κακού λύκου» Με τη χρήση εναλλακτικών εκδοχών γνωστών παραμυθιών όπως η «Κοκκινοσκουφίτσα» και η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», με αλληγορίες όπως το «Σπήλαιο» του Πλάτωνα και με τις διαφορετικές οπτικές γωνίες από τις οποίες ο αναγνώστης μαθαίνει τα γεγονότα, ο Soloup δημιουργεί ένα συγκινητικό έργο που διαβάζεται σαν παραμύθι. Οι διαφορετικές σχεδιαστικές τεχνοτροπίες που εφαρμόζει ο δημιουργός, η επιλογή άλλοτε ασπρόμαυρων σχεδίων και άλλοτε έγχρωμων εικόνων, οι εναλλαγές σε διάφορους χρόνους εντός των οποίων εκτυλίσσονται οι αριστοτεχνικά συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες και η απόδοση του πρώτου λόγου στην αφήγηση σε διαφορετικά πρόσωπα σε κάθε κεφάλαιο, συνθέτουν ένα έργο που το θέμα του αποκαλύπτεται σιγά – σιγά κρατώντας τον αναγνώστη σε μια βασανιστική στάση αναμονής. Οταν πλέον ξετυλιχτεί η υπόθεση και περιγραφεί μέσω πολλαπλών οπτικών γωνιών η δυσάρεστη οικογενειακή κατάσταση του πρωταγωνιστή, γίνεται ξεκάθαρο με δραματικό τρόπο και το γιατί από ένας ευτυχισμένος πατέρας και σύζυγος, ο Διονύσης αυτοπροσδιορίζεται ως «συλλέκτης» καθώς και το τι ακριβώς «συλλέγει». Τα παραμύθια και οι αλληγορίες που ιδιοποιείται, προσαρμόζει και τροποποιεί ο Soloup αποκτούν τότε νόημα και «ηθικό δίδαγμα». Καθιστώντας το δικό του «παραμύθι» μια οδυνηρή παραβολή για τις οικογενειακές σχέσεις και το πώς αυτές, όταν «στραβώσουν», μπορούν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε «Συλλέκτες» και «Κοκκινοσκουφίτσες». Βιβλιοπαρουσίαση Την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Public της Πλατείας Συντάγματος, στο Public Café (5ος όροφος), θα γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση του νέου βιβλίου του Soloúp «O Συλλέκτης - Εξι διηγήματα για έναν κακό λύκο» (εκδόσεις Ικαρος). Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Κουκουλάς, ο δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ. του International Council on Shared Parenting (ICSP), Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, και ο δημιουργός του «Συλλέκτη». Μετά τις ομιλίες και τη συζήτηση με το κοινό, θα παρουσιαστεί πρωτότυπη μουσική σύνθεση, γραμμένη ειδικά για τον «Συλλέκτη», από τους «Drums & Voice Jazztronica Duet», ένα πρότυπο Nu Jazz ντουέτο τυμπάνων-φωνής, από την Αγγελική Τουμπανάκη και τον Ηλία Δουμάνη. Πηγή Συνέντευξη του Soloup στο Γιάννη Κουκουλά για την Εφημερίδα των Συντακτών Μην ξεχάσετε την παρουσίαση του κόμικ
  17. ΓΡΑ – ΓΡΟΥ, τα πολλαπλά περάσματα (της Κατερίνας Προκοπίου) της Κατερίνας Προκοπίου Έχω στα χέρια μου το graphic novel ΓΡΑ – ΓΡΟΥ των Τ. Ζαφειριάδη, Γ. Παλαβού και Θ. Πέτρου από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πέρα από τη λατρεία μου για τα graphic novels με ιντρίγκαρε να το διαβάσω και το ότι έχω αναμνήσεις από το εστιατόριο ΓΡΑ – ΓΡΟΥ, έξω από το χωριό Καστανιά του Βερμίου, που ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία, όταν μικρή πηγαίνοντας για τα Κοίλα ή το Καλονέρι Κοζάνης, χωριά όπου είχαν τοποθετήσει αρχικά τους Ίωνες πρόσφυγες παππούδες μου, απαραιτήτως σταματούσαμε να ξεδιψάσουμε κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Χριστόφορου, του σκυλομούρη, ή να φάμε σογλάκια, όπως τά ‘λεγε η Σουλτάνα του Ηράκλη, θεια του πατέρα μου, που μ’ άρεσε να κάθομαι απέναντί της και να χαρτογραφώ τις πολυάριθμες ελιές του προσώπου της. Θυμάμαι στο τελευταίο ταξίδι να περπατάμε με τον παππού – είχα πάψει από καιρό να λέω «πάω πίσω παππού μου», τώρα πια ήμουν συνοδοιπόρος και συνομιλήτρια – πίσω από το ΓΡΑ – ΓΡΟΥ σε ένα ύψωμα με έναν τεράστιο σταυρό και να μου διηγείται ιστορίες «να εδώ μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί, οι αντάρτες πιάσαν έναν δοσίλογο, έναν ΠΑΟτζή, τον σκοτώσαν και τον πετάξαν στον γκρεμό εκεί…» Αφού τρώγαμε τα σογλάκια, συνεχίζαμε τον φιδόδρομο και συναντούσαμε έξω από το χωρίο Καστανία στα δεξιά τα ερείπια από ένα χάνι, όπου διανυχτέρευσαν ένα βράδυ ο παππούς με τον μπαμπά μου πιτσιρικά, όταν φύγαν οι Γερμανοί και ο παππούς πήγε αμέσως με τα άλογα να τον φέρει πίσω, που είχε εγκλωβιστεί για όλη τη διάρκεια της Κατοχής στα Κοίλα. Στην επιστροφή βρήκαν τη γέφυρα του Αξιού ανατιναγμένη από τους Γερμανούς και βάλαν ξύλα να ενώσουν την όχθη με τη γκρεμισμένη γέφυρα, για να περάσουν τα άλογα. Τα περάσματα, λοιπόν! Πόσα περάσματα μέσα σε ένα graphic novel! Κατ’ αρχήν ο χώρος, το ΓΡΑ – ΓΡΟΥ ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία, στη συνέχεια το δικό μου πέρασμα, αυτό του αναγνώστη τη στιγμή της ανάγνωσης, στη χώρα των αναμνήσεων, όπου εγκιβωτίζονται τα περάσματα των προσφύγων από την Ιωνία στις νέες τους πατρίδες, με το πέρασμα από την Κατοχή στην προεμφυλιοπολεμική Ελλάδα μέσα από το πέρασμα της ιωνικής προφορικής αφήγησης στις επόμενες γενιές. Στην ατμοσφαιρική ιστορία του graphic novel η ένθετη ιστορία – αναδρομή στο παρελθόν, που αποδίδεται οπτικά με διαφορετικά χρώματα από το αφηγηματικό παρόν, αποτελεί πέρασμα από το παρελθόν στο παρόν καθώς το παραδοσιακό χτίσιμο του γεφυριού και το στοίχειωμα του πρωτομάστορα συνομιλεί με το χτίσιμο της Εγνατίας, το πέρασμα από την Ευρώπη στην Ασία, που ποιος γνωρίζει πόσα στοιχειώματα απαίτησε. Η αναφορά στον αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν (1489 – 1588), που βίωσε το πέρασμα από την ορθόδοξη κοινότητα στην οθωμανική, καθώς ήταν ελληνικής καταγωγής Καππαδόκας και με το παιδομάζωμα ανατράφηκε ως γενίτσαρος στην Κωνσταντινούπολη. Η γλώσσα των μαστόρων της πέτρας, τα κουδαρίτικα, γλώσσα διαβατήριο για το πέρασμα, την ένταξη στην συντεχνία. Το πέρασμα από τη ρεαλιστική αφήγηση στο φανταστικό, το πέρασμα μέσω του γεφυριού από τη μία κατάσταση στην άλλη, στην ‘απέναντι’. Ο Άγιος Χριστόφορος ο περαματάρης, περνούσε τους οδοιπόρους από έναν χείμαρρο, που δεν είχε γέφυρα, από όπου πέρασε στις πλάτες του και τον ίδιο τον Χριστό, εξ ου και το όνομα Χριστόφορος,αλλά και για έναν ανεξήγητο λόγο κυνοκέφαλος κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου, ένα άλλου είδους μυστηριώδες πέρασμα αυτό. Πρωτίστως όμως το graphic novel ως είδος αποτελεί ένα πέρασμα από το κόμικς στη λογοτεχνία, ένα υβρίδιο μεταξύ μυθιστορήματος και κόμικς. Έχουμε ειδολογική διαμεσικότητα καθώς είναι ένα υβριδικό μέσο, που συνδυάζει την εικόνα με το κείμενο και εκμεταλλεύεται τα εκφραστικά μέσα άλλων τεχνών, όπως της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και των εικαστικών τεχνών, θέτοντας, σύμφωνα με τον Umberto Eco σε λειτουργία μια επιδέξια τεχνική δανεισμού τρόπων και αναφορών σε αξίες από την τέχνη, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα με τις δικές του συμβάσεις και τις άλλες μορφές τέχνης. Στα graphic novels έχουμε διαμεσική αφήγηση, καθώς ως μέσον έχουν τις δικές τους συμβάσεις και ταυτόχρονα ακολουθούν και τις συμβάσεις της λογοτεχνίας. Αλλά και ως έκδοση το συγκεκριμένο graphic novel αποτελεί πέρασμα προς διαφορετικού τύπου εκδόσεις καθώς συνοδεύεται από το εικονιστικό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη, ΓΡΑ – ΓΡΟΥ. (*) Η Κατερίνα Προκοπίου είναι φιλόλογος Πηγή
  18. Γρα-Γρου- Ένα ταξίδι στην μυσταγωγία της ελληνικής παράδοσης Η ελληνική παράδοση, πρόσφατη και παλαιότερη, αποτέλεσε συχνά έμπνευση για τους Έλληνες συγγραφείς, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Έχει κάτι το μαγευτικά ανανεωτικό το να γυρίζεις στον τόπο σου, ή καλύτερα, να τον (ξανά) βλέπεις μέσα από μάτια αλλαγμένα από τον καιρό, τις διαφορετικές (και όχι πάντα ευχάριστες) εμπειρίες. Όπως άλλωστε έχει ειπωθεί πολλάκις, ότι είναι βαθιά εθνικό είναι συγχρόνως και βαθιά διεθνές, και σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, αυτή η μαγεία της γλυκόπικρης νοσταλγίας έχει κάτι το λυτρωτικό. Το Γρα-Γρου (εκδόσεις Ικαρος), το νέο κόμικ των Γιάννη Παλαβού και Τάσου Ζαφειριάδη, σε σχέδιο του πάντα εξαιρετικού Θανάση Πέτρου, ακουμπά βαθιά τόσο στην εθνική, όσο και στην προσωπική παράδοση των κατοίκων της βόρείας Ελλάδας, αφηγούμενο με έναν ιδιαίτερο τρόπο την ιστορία του ομώνυμου εστιατορίου στο χωριό Καστανιά. Το κτίσμα αυτό σημάδεψε την ευρύτερη περιοχή τόσο χωρογραφικά, αφού αποτελούσε το πέρασμα παλιά εθνική οδό Βέροιας-Κοζάνης, όσο και πολιτισμικά, αφού προσέφερε, σε δύσκολους καιρούς, ένα φιλόξενο σπίτι (ίσως το Τελευταίο Φιλόξενο σπίτι…) στους οδοιπόρους. Το άνοιγμα της Εγνατίας οδού, το 2004, έριξε το κτίριο σε αχρηστία, προσφέροντας μεν ταχύτητα, στερόντας όμως από το ταξίδι αυτή την έννοια της περιπέτειας που είχε παλαιότερα. Η ιστορία του κόμικ δεν μένει μόνο στην απλή περιγραφή του εστιατορίου Γρα-Γρου. Με αφορμή την ονομασία του, από τον ήχο των απομακρυσμένων, ταξιδιάρικων μηχανών, ξεκινά μια πορεία αφηγηματικής και οπτικοποιητικής αναπαράστασης του πικρού αισθήματος της μυσταγωγίας και της νοσταλγίας για το αναπάντεχο που συνόδευει τους οδοιπόρους στα κρύα βουνά της Κεντρικής Μακεδονίας. Πλάθοντας ουσιαστικά μια ιστορία φανταστικού μυστηρίου, το Γραγ-Γρου (ξανά)ορθώνεται μπροστά μας όπως ήταν στο μυαλό των δημιουργών: ένα πέρασμα από το άγνωστο της φαντασίας στο πραγματικό του δρόμου, ένα προσωπικό ταξίδι για το άγνωστο χ της επιθυμίας, όποια μορφή και αν παίρνει αυτό. Η ατμόσφαιρα του κόμικ είναι βαριά. Μέσα από τα ακανόνιστα καρέ, το δωρικό, με έμφαση στην σωματικότητα μοντάζ του, σε συνδυασμό με τις κοφτές, τελεσίδικες ατάκες των χαρακτήρων του καταφέρνουν και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την τραχύτητα των βουνών του Βερμίου, που κρύβει ένα κρύο βαθύτερο και πιο παγωμένο από αυτό του χειμώνα. Κύρια πηγή των φαντασιακών στοιχείων της ιστορίας είναι μια γέφυρα, η άλλη άκρη της οποίας χάνεται στην ομίχλη. Τι κρύβεται πέρα από αυτή κανείς δεν ξέρει. Με όχημα την ιστορία της γέφυρας, αλλά και τις γλωσσικές υπερβάσεις, με τα μυστικά κουραδίτικα, την γλώσσα που μιλούσαν οι τεχνίτες την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι δημιουργοί μας μεταφέρουν στο παρελθόν του τόπου αλλά και στην βαθύτερη έννοια ίδιου του ταξιδιού, δίνοντας σε ανθρώπους που ίσως έχουν βολευτεί με αυτοκίνητα και αεροπλάνα να καταλάβουν πως το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλον έχει μια ομορφιά που ξεπερνά την απλή μεταφορά. Είναι μια εμπειρία που σε σημαδεύει, που σε αφήνει να περιηγηθείς στα σύννεφα, ενώ τα πόδια σου είναι γερά ριζωμένα στην γη. Ταυτόχρονα, η έμφαση που δίνει η ιστορία στην παράδοση τόσο των εννοιών όσο και του τόπου, αποδίδεται με εξαιρετικό τρόπο και οπτικά από τον Θανάση Πέτρου. Το σχέδιο του, βαθιά επηρεασμένο από μεγάλους Έλληνες ζωγράφους , με βασικότερο ίσως ανάμεσα τους τον Τσαρούχη βασισμένο σε ευδιάκριτες, λιτές μορφές και ρεαλιστικά χρώματα που αναπλάθουν το φως, καταφέρνει και μας μεταφέρει την αίσθηση του μακρινού, χρονικά και χωρικά Γρα-Γρου, ενώ ταυτόχρονα μας μεταδίδει λίγη από την νοσταλγία των δημιουργών για το μέρος αυτό. Σε αυτή την μαγεία συμβάλει και τα μέγιστα η πρωτότυπη μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη, η οποία συμπληρώνει τις εικόνες του κόμικ και το μεταπλάθει σε μια πλήρη οπτικοακουστική πρόταση. Εν κατακλείδι, το Γρα-Γρου αποτελεί ένα σοβαρό βήμα για την στροφή των ελληνικών κόμικ στην εγκόλπωση και θεμάτων αμιγώς ελληνικών, τόσο σε επίπεδο αφήγησης όσο και ιστορίας, χωρίς ωστόσο να χάνουν την επαφή τους με τις εξελίξεις της 9ης Τέχνης, μια ισορροπία πολύ δύσκολη. Έχουμε όμως δημιουργούς ικανούς να την επιτελέσουν και δούμε τρομερά πράγματα στο μέλλον. Μάλιστα, πολλά τα βλέπουμε ήδη! Πηγή
  19. Γέφυρα μεταξύ παράδοσης και φαντασίας Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Ενα τοξωτό γεφύρι της Μακεδονίας και ένα εστιατόριο με το παράξενο όνομα «Γρα-Γρου» (εκδόσεις Ικαρος) γίνονται τόποι συνάντησης των ετερόκλητων περαστικών που μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί, σε μια ατμοσφαιρική ιστορία των Τάσου Ζαφειριάδη – Γιάννη Παλαβού (σενάριο) και Θανάση Πέτρου (σχέδια), που συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό σάουντρακ του Μιχάλη Σιγανίδη Ο ηλικιωμένος εστιάτορας, ιδιοκτήτης του «Γρα-Γρου», παραμένει ένας τυπικός επαγγελματίας ακόμα και τη στιγμή που βρίσκεται μια ανάσα από την οικονομική καταστροφή. Ο νέος δρόμος που εγκαινιάζεται θα παρακάμψει το χωριό του και οι πελάτες θα μειωθούν δραματικά. Αυτός, όμως, δεν πτοείται. Γιατί βρίσκεται εκεί για άλλον λόγο. Ως φύλακας-κλειδοκράτορας ενός βυθισμένου στην ομίχλη παράξενου γεφυριού που συνδέει την Κεντρική με τη Δυτική Μακεδονία, καλωσορίζει τους επισκέπτες που έχουν φτάσει εκεί από μια ανεξήγητη παρόρμηση, ένα όνειρο που είδαν, μια σκοτεινή επιθυμία, μια τάση φυγής από κάτι που τους στοιχειώνει, ένα βαθιά κρυμμένο μυστικό. Αναχωρητές όλοι από τον κόσμο «εκεί έξω» και μετοικούντες σε ένα ατέρμονο, άχρονο και επαναλαμβανόμενο «τώρα» πασχίζουν να κρυφτούν στην ομίχλη που σκεπάζει το χιονισμένο Βέρμιο για να κρύψουν το παρελθόν τους και να ξεφύγουν από τους προσωπικούς τους δαίμονες. Το γεφύρι στέκεται δίπλα τους αγέρωχο για να χωρίζει το «εδώ» από το «εκεί», περισσότερο για να αποτρέπει τη διέλευση παρά για να γεφυρώνει το χάσμα. Χαμένο κι αυτό σε μια ομίχλη από μύθους, θρύλους και δοξασίες του παρελθόντος. Ποιος το έχτισε και πότε; Και πάνω απ’ όλα γιατί; Ποιοι θυσιάστηκαν για να στεριώσει (θαυμάσιες, τόσο σεναριακά όσο και σχεδιαστικά οι σελίδες του παρελθόντος που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία); Ποιο ρόλο εξυπηρετεί σήμερα; Πώς αντέχει τόσα χρόνια; Γιατί το βλέπουν μόνο όσοι είναι προορισμένοι να το δουν; Είναι μονόδρομος για όσους επιχειρήσουν το απονενοημένο και τολμήσουν να το διασχίσουν ή επιτρέπει και την αντίθετη διαδρομή; Τα ερωτήματα διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια ατμοσφαιρική αφήγηση που εξελίσσεται εσκεμμένα υποτονικά για να συμβαδίζει με τη σιωπή των χιονισμένων βουνών και τους κοφτούς, λιτούς, χαμηλόφωνους διαλόγους των θαμώνων του «Γρα-Γρου». Η ένταση και η αγωνία βρίσκονται μέσα τους και εντείνονται καρέ με το καρέ, σελίδα με τη σελίδα. Το τοπίο παραμένει ανεπηρέαστο από τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων και κάποιοι από αυτούς χρίζονται φύλακες και προστάτες του για να διασκεδάσουν τη μικρότητά τους μπρος στο Υψηλό που τους περικυκλώνει και την ανεξήγητη δύναμη της αυτοσυντηρούμενης φύσης. Και οι μέρες περνούν ώσπου η Σοφία, η νεαρή καθηγήτρια-πρωταγωνίστρια να πάρει μια απόφαση, συντροφιά με τον αδέσποτο σκυλάκο, τον Φόρη. Οι αποφάσεις σε τέτοια μέρη, όμως, δεν παίρνονται εύκολα. Η ιστορία του «Γρα-Γρου» μπορεί να είναι φανταστική αλλά βασίζεται σε κάποια πραγματικά στοιχεία. Το ομώνυμο εστιατόριο, παλαιότερα χάνι, λειτουργούσε έξω από την Καστανιά Ημαθίας μέχρι το 2004 όταν και άνοιξε η Εγνατία Οδός. «Σήμερα ελάχιστοι περνούν από κει, ωστόσο οι Βορειοελλαδίτες θυμούνται την ατέλειωτη διαδρομή με τις φιδωτές στροφές. Βυθισμένο στην ομίχλη επί μήνες κάθε χρόνο, το τοπίο μεταδίδει μια ασυνήθιστη ένταση, που επιτείνεται από την αίσθηση ότι το σημείο είναι ουσιαστικά μια διάβαση, ένα σύνορο, κι ότι το «Γρα-Γρου» ήταν το φυλάκιο. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι το εκκλησάκι που χτίστηκε απέναντι από το εστιατόριο αφιερώθηκε στον προστάτη των ταξιδιωτών, τον Αγιο Χριστόφορο, που ενίοτε απεικονίζεται ως κυνόμορφος», επισημαίνουν οι Τάσος Ζαφειριάδης και Γιάννης Παλαβός στο επιλογικό τους σημείωμα. Οι δυο σεναριογράφοι είχαν και κατά το παρελθόν συνεργαστεί με τον Θανάση Πέτρου στο «Πτώμα» (εκδόσεις Jemma Press, 2011), μια σαρκαστικά μακάβρια ιστορία που έχει μεταφραστεί ήδη και στα γαλλικά. Στο «Γρα-Γρου» όμως, στρέφουν το επίκεντρό τους στη σκοτεινή και αχαρτογράφητη ελληνική επαρχία, συνδυάζοντας την παράδοση, την τοπικότητα, τη γοητεία της μικροκλίμακας με τη φαντασία, το ιδιοσυγκρασιακό και το μεταφυσικό στοιχείο, παρεμβάλλοντας παράλληλα εγκιβωτισμένες αφηγήσεις για το παρελθόν που ερμηνεύουν το παρόν και μπολιάζοντάς τες με γλώσσες και ντοπιολαλιές που αντί να ξενίζουν τον αναγνώστη τον προκαλούν να τις «μεταφράσει». Αναρωτώμενοι ουσιαστικά για τη σχέση της Ιστορίας με τις μικρές ανθρώπινες, προσωπικές ιστορίες. Οπως τονίζουν και οι ίδιοι: «Αυτή η ένταση που σηματοδοτεί το πέρασμα από τον έναν τόπο στον άλλο, από τη μια κατάσταση στην άλλη, ήταν η αφετηρία για το κόμικς. Για τις ανάγκες της ιστορίας μας, επινοήσαμε ένα γεφύρι, μονίμως μισοχαμένο στην ομίχλη, όπως είναι συχνά το καθετί στην περιοχή. Εμπνευση για την ιστορία της γέφυρας ήταν η βεροιώτικη γέφυρα Καραχμέτ, που αποδίδεται λανθασμένα στον Μιμάρ Σινάν, τον σπουδαίο αρχιτέκτονα της εποχής του Σουλεϊμάν Α'. Στα παράλληλα επεισόδια που αφηγούνται την περιπλάνηση του αρχιτέκτονα και το χτίσιμο της γέφυρας, οι μάστορες μιλούν τα λεγόμενα “κουδαρίτικα”, τη συνθηματική γλώσσα των τεχνιτών της πέτρας». Το πολυεπίπεδο «Γρα-Γρου», όμως, δεν εξαντλείται στις σελίδες της έντυπης έκδοσης. Γίνεται ακόμη πιο απολαυστικό συνοδεία του «εικονικού σάουντρακ» που συνέθεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης και μπορεί να απολαύσει ο αναγνώστης σκανάροντας το QR code του εσωφύλλου ή επισκεπτόμενος τη σελίδα των εκδόσεων Ικαρος. Αποκομίζοντας εντέλει μια μοναδικά πλούσια εμπειρία και απολαμβάνοντας μια εξαιρετική και πρωτότυπη δουλειά. Οι στίχοι Η γέφυρα του «Γρα-Γρου» παίζει τον ρόλο, μεταξύ άλλων, κι ενός διαχρονικού σημείου αποχωρισμού, φορτισμένου με μνήμες και ποτισμένου με δάκρυα. «Κλαψόδεντρε, Κλαψόδεντρε, πάνω στην κλαψοράχη, Γιατ’ είν’ στυφά τα μήλα σου, Τ’ άνθη σου μαραμένα; Στις ρίζες μου αγκαλιάζουνε τους γιους τους οι μανάδες, που παίρνουνε τη δημοσιά στα μακρινά να πάνε. Μαστόρ’ είναι οι άντρες τους κι εδώ αποχαιρετιούνται. Πέρα μακριά στην ξενιτιά Την πέτρα πελεκούνε. Στη σκιά μου αποχωρίζονται οι ξενοπαντρεμένες, στερνή φορά που βλέπουνε το πατρικό οι κόρες. Στις ρίζες πέφτουν δάκρυα, νοτίζουν τα κλαδιά μου. Γι’ αυτό είν’ στυφά τα μήλα μου τ’ άνθη μου μαραμένα». Οπως επισημαίνει ο Τάσος Ζαφειριάδης στο επίμετρο της έκδοσης, οι στίχοι του αυτοί είναι «εμπνευσμένοι από μια συνήθεια που επιβίωσε στα μαστοροχώρια της Δυτικής Μακεδονίας έως τα μέσα του εικοστού αιώνα: όταν οι χτίστες έφευγαν για να δουλέψουν σε άλλες περιοχές, οι συγγενείς και οι φίλοι τούς συνόδευαν μέχρι ένα ορισμένο σημείο στην άκρη του χωριού, όπου γινόταν ο αποχωρισμός. Το σημείο ονομαζόταν «Κλαψόδεντρος», «Κλαψογκορτσιά», «Κλαψοράχη», «Πικροκέρασος» κ.λπ. Εκεί οι οικείοι αποχαιρετούσαν και όσους επρόκειτο να ξενιτευτούν». Παρουσίαση Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του «Γρα-Γρου» θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στις 19.00, στο MatchPoint café (Αινιάνος 1, πλατεία Βικτωρίας). Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο εικαστικός και διευθυντής του Τμήματος Kόμικς του ΑΚΤΟ Γιώργος Μπότσος, ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα και οι δημιουργοί του «Γρα-Γρου». Στον εκθεσιακό χώρο MatchPoint Arts N’ More θα λειτουργεί από τις 27 ώς τις 29 Νοεμβρίου έκθεση με σελίδες του κόμικς. Πηγή
  20. Γκάμπο: Ένα παράθυρο μαγικού ρεαλισμού στον κόσμου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Με το θάνατο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το 2014, έγινε αρκετά πιο φτωχός ο κόσμος της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας των βιβλίων «Εκατό χρόνια μοναξιά», «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» και πολλών άλλων μυθιστορημάτων και διηγημάτων άφησε το δικό του στίγμα στην παγκόσμια λογοτεχνία, σε βαθμό που θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού», το οποίο βρήκε την ιδανικότερη έκφραση στο μείγμα πραγματικού και φανταστικού μέσα στο έργο του συγγραφέα. Αυτή τη μοναδική αίσθηση του Μάρκες επιχειρεί να μεταφέρει στα κόμικ το graphic novel «Γκάμπο» το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα τις εκδόσεις Ίκαρος , γραμμένο από τον Όσκαρ Παντόχα, σε σχέδιο των Μιγκέλ Μπούστος, Φελίπε Καμάργο Ρόχας και Τατιάνα Κορδόμπα και παρουσιάζει τη ζωή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με επίκεντρο τη συγγραφή του γνωστότερου έργου του, το «Εκατό χρόνια μοναξιά». «Γκάμπο» ή «γκαμπίτο» είναι το παρατσούκλι που θα αποκτήσει ο μικρός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μεγαλώνοντας με τον παππού του και τη γιαγιά του στο χωριό Αρακατάκα της Κολομβίας. Αυτό θα αποτελέσει μία από τις βασικές εμπνεύσεις του για το φανταστικό χωριό Μακόντο, στο οποίο εκτυλίσσονται πολλά από τα έργα του. Το «Γκάμπο» αναζητά τις επιρροές του μεγάλου συγγραφέα και εστιάζει στα παιδικά του χρόνια, στην επίδραση των ιστοριών φαντασίας της γιαγιάς του αλλά και του παππού του Μάρκες, συνταγματάρχη στον εμφύλιο της Κολομβίας στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Η μορφή αυτή είναι παρούσα σε πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα του Μαρκές όμως η πιο σημαντική πλευρά είναι η διαρκής επικοινωνία του συγγραφέα με τα παιδικά χρόνια του και τις αναμνήσεις ενός τόπου που τον σημάδεψε. Έτσι, συναντάμε το «στοιχειωμένο» (όπως πιστεύει) σπίτι που θα μεγαλώσει ο Γκαμπίτο και θα του γεννήσει για πρώτη φορά την αίσθηση ότι το ρεαλιστικό και το φανταστικό μπορούν να συνυπάρχουν μέσα στην καθημερινότητα με αρμονικό τρόπο, όπως οι ευτυχισμένες αναμνήσεις μπορούν να δεθούν με τις μνήμες μίας χώρας διχασμένης από έναν εμφύλιο πόλεμο αλλά και από τις κοινωνικές αναταραχές και τους αγώνες ενάντια στη United Fruit, την εταιρεία που κυριαρχούσε στην παραγωγή μπανάνας στην Κολομβία. Παιδικά όνειρα και εφιάλτες, οι πρώτες κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες συνδυάζονται για να παρουσιάσουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Η εξέλιξη της ιστορίας δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, μένοντας πιστή στο στυλ και στο παιχνίδι με το χρόνο που χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, το μοτίβο του μαγικού ρεαλισμού και τα μυθιστορήματα του Μαρκές. Κινούμαστε σε 2 και 3 δεκαετίες, ενώ παρακολουθούμε το νεαρό Γκάμπο να μεγαλώνει και να αρχίζει την επαφή του με τον κόσμο της λογοτεχνίας, τον Μαρκές ως παντρεμένο με δύο παιδιά να ταλανίζεται από τη συγγραφή του «Εκατό χρόνια μοναξιά» και τον ίδιο, ως καταξιωμένο συγγραφέα πλέον, να παραλαμβάνει το 1982 το γραφείο Νόμπελ. Συνδετικοί κρίκοι όλων αυτών είναι οι λεπτομέρειες των αναμνήσεων που αλλάζουν με τα χρόνια, μία εντύπωση που άφησε κάτι στον Γκάμπο και προσπαθεί να την ξαναπιάσει και, πάνω από όλα, η λογοτεχνία, η διαρκής ανακάλυψη νέων συγγραφέων και οι δυσκολίες του ίδιου του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην πορεία του ως συγγραφέας. Όλα αυτά μέσα στο φόντο του 20ου αιώνα, των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στη Λατινική Αμερική, την επανάσταση στην Κούβα και το ταξίδι του Γκάμπο στην Ευρώπη. Η αφήγηση προσπαθεί να αγγίξει διάφορες πλευρές της προσωπικότητα του μεγάλου συγγραφέα, εστιάζοντας σε διάφορες κρίσιμες και δύσκολες στιγμές στη ζωή του, από πολιτικές διώξεις μέχρι το συγγραφικό μπλοκάρισμα, τις περιόδους που νιώθει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να δημιουργεί, Παρόλα αυτά, όλα επανέρχονται και συγκεντρώνονται γύρω από τη μακρά διαδικασία συγγραφής του «Εκατό χρόνια μοναξιά», το οποίο, στη μία ή την άλλη μορφή, απασχολούσε για πάνω από 20 χρόνια τον Μάρκες. Όλη η νεανική πορεία του «Γκάμπο» κορυφώνεται στην έμπνευση του, που θα έρθει σε ένα ταξίδι με την οικογένεια του, να δώσει τελική μορφή στο έργο αυτό, έμπνευση που οδηγεί σε 18 μήνες απομόνωση και σκληρή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί. Αλλά και η μετέπειτα πορεία και επιτυχία του Μάρκες, η επίλυση των οικονομικών προβλημάτων, η καταξίωση μέχρι και το βραβείο Νόμπελ συνδέονται στενά με την ιστορία της οικογένειας Μπουενδία που χάρισε καθολική αναγνώριση στο συγγραφέα αλλά και στο χωριό Μακόντο. Όλα αυτά δίνονται με ένα απλό σχέδιο, βασισμένο σε αδρές γραμμές και χρωματισμούς, χωρίς πολλές λεπτομέρειες αλλά με έμφαση στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους. Το «Γκάμπο» βασίζεται κυρίαρχα στην αφήγηση και πολύ λιγότερο στους διαλόγους των προσώπων. Πρόκειται για ένα στυλ που δεν είναι εξεζητημένο, δεν αξιοποιεί το σύνολο των δυνατοτήτων που προσφέρει ένα graphic novel όμως είναι κατάλληλο για την απόδοση μίας βιογραφικής εξιστόρησης. Το σχέδιο, ακολουθώντας την αφήγηση και το θέμα, συνδυάζει μεταφυσικές αναμνήσεις και αισθήσεις με τη ζωή του Μάρκες με φυσικό τρόπο, χωρίς υπερβολές και έντονες σκηνές. Πιθανώς κάποιες στιγμές, ο χαρακτήρας του σχεδίου να τείνεις προς το απλοϊκό έως φτωχό, ειδικά όταν θέλει να αποδώσει μία σημαντική στιγμή ή να αποδώσει ένα ευρύ πλάνο. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατή πλευρά του Γκάμπο είναι η δουλεμένη επιλογή στιγμών και περιστατικών από τη ζωή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και το αφηγηματικό δέσιμο τους γύρω από ένα έργο ξεχωριστής σημασίας για τον ίδιο και την παγκόσμια λογοτεχνία. Όπως γράφει και ο ίδιος ο σεναριογράφος, Όσκαρ Παντόχα, στο παράρτημα, υπάρχουν τόσες αναφορές και διηγήσεις για τη ζωή του Μαρκές που μοιάζει με «πολλαπλές ζωές επί χάρτου». Το «Γκάμπο», χωρίς ποτέ να ισχυρίζεται ότι θα αποδώσει το σύνολο της πλούσιας αυτής ζωής, διαλέγει τις σημαντικότερες πλευρές, εκείνες που δένουν καλύτερα τα προσωπικά βιώματα με το συγγραφικό έργο. Με αυτό τον τρόπο σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή και αποδεικνύεται ότι όχι μόνο αξίζει τον χρόνο του αναγνώστη, αλλα είναι και ένα μέσο αφενός για να καταλάβει καλύτερα την μαγική ψυχοσύνθεση του Μάρκες, και αφετέρου να βρει τον δρόμο για την δική του… Πηγή Ένα ακόμα άρθρο για το κόμικ
  21. Η πολυτάραχη ζωή του Μάρκες σε κόμικς ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Oscar Pantoja, Miguel Bustos, Felipe Camargo Rojas, Tatiana Cordoba Γκάμπο. Οι αναμνήσεις μιας μαγικής ζωής μτφρ.: Κλαίτη Σωτηριάδου εκδ. Ικαρος, σελ. 180 «Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το απόμακρο απόγευμα όταν ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο». Είναι η διάσημη φράση, με την οποία ξεκινάει το εμβληματικό μυθιστόρημα «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Σύμφωνα με το graphic novel «Γκάμπο», η φράση αυτή ήρθε στον νου του Κολομβιανού συγγραφέα ως διά μαγείας, όταν οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο του Ακαπούλκο το 1965. Ηταν αυτός, η γυναίκα του Μερσέδες και τα δύο τους παιδιά στο αυτοκίνητο. Πήγαιναν διακοπές στη θάλασσα. Τότε αναμνήσεις ξύπνησαν από τα παιδικά χρόνια του Μάρκες και άρχισαν να τον τυλίγουν. Ακουσε τον τόνο της φωνής του παππού του και της γιαγιάς του όταν ήταν παιδί και του διηγούνταν ιστορίες. Θυμήθηκε ένα κείμενο που έγραφε από τα δεκαεννιά του και το ονόμαζε «Το Σπίτι», μια ιστορία στην οποία είχε κολλήσει. «Το Σπίτι είναι το μυστικό. Αυτό είναι ο πυρήνας», αναφωνεί ο Μάρκες στο κόμικς και αναφέρεται στο σπίτι τον παππούδων του. Από την παραλία τα μαζεύουν και φεύγουν, με παρότρυνση της Μερσέδες: «Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να καθίσεις να γράφεις». Στην επιστροφή ο Μάρκες έχει τύψεις που δεν χάρηκαν τις διακοπές τα παιδιά: «Είναι άδικο αυτό που κάνω». «Αδικο θα ήταν αν δεν το έκανες», απαντάει η γυναίκα του. Πίσω στην Πόλη του Μεξικού ο Μάρκες κλείνεται στο γραφείο του. Δεκαοχτώ μήνες αργότερα έχει ολοκληρώσει το βιβλίο: «Εκατό χρόνια μοναξιά». Ο Μάρκες (1927-2014) ήταν μία από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, ένας μεγάλος εκφραστής της. Την πολυτάραχη ζωή του δεν έπαψε να τη διακατέχει μια ακόρεστη δίψα να γράφει ιστορίες. Αυτή τη ζωή λοιπόν, τη γεμάτη έντονες εμπειρίες και ατελείωτες λογοτεχνικές αναζητήσεις, εξιστόρησαν με τη μορφή κόμικς ο σεναριογράφος Oscar Pantoja και οι εικονογράφοι Miguel Bustos, Felipe Camargo Rojas και Tatiana Cordoba. Οι συντελεστές διάβασαν βιογραφίες, άρθρα και σημειώσεις, μελέτησαν βέβαια και το «Ζω για να τη διηγούμαι», την αυτοβιογραφία του Μάρκες, και προχώρησαν σε ένα σενάριο ουσιώδες, χορταστικό, με πολλές πληροφορίες και σε μια πλοκή με συνεχείς χρονικές ακροβασίες. Οι «αναμνήσεις μιας μαγικής ζωής», όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, ανακατεύονται και τοποθετούνται με τρόπο που προκαλούν έντονα κοντράστ καταστάσεων και συναισθημάτων. Ιλιγγιώδεις εναλλαγές στον χρόνο και στον τόπο, περάσματα από το ίδιο το βίωμα, στον τρόπο που αυτό αποτυπώθηκε στο χαρτί και πάλι πίσω στο παρελθόν, στον νεαρό Μάρκες, για να γνωρίσουμε νέες πτυχές του, κι άλλες εμπειρίες του, για να δούμε πώς κυοφορήθηκαν τα μυθιστορήματά του. Με τους τρεις εικονογράφους να ακολουθούν καθαρές και λιτές γραμμές, αυστηρά ορθογωνισμένα καρέ, αρχιτεκτονική συμμετρία και ξεχωριστή απόχρωση για κάθε κεφάλαιο και τον σεναριογράφο να επιλέγει πυκνές περιγραφές και φράσεις συχνά φορτισμένες με συναισθηματισμό, γνωρίζουμε για τη γέννηση του Γκάμπο το 1927 στην Αρακατάκα της Κολομβίας και τον βλέπουμε να μεγαλώνει με τη γιαγιά του και τον παππού του, τον συνταγματάρχη, που τον παίρνει μαζί του σε βόλτες στο μικρό χωριό και του αφηγείται διάφορες ιστορίες, κάποιες από αυτές από τον εμφύλιο πόλεμο των Χιλίων Ημερών, όπου ο παππούς του πολέμησε με το κόμμα των φιλελεύθερων ενάντια σε αυτό των συντηρητικών. Τα όσα είδε σε αυτές τις βόλτες και τα όσα άκουσε να του λέει ο παππούς του θα γίνουν πρώτη ύλη. Θα γίνουν τα θεμέλια για το Μακόντο, το φανταστικό χωριό όπου διαδραματίζονται τα «Εκατό χρόνια μοναξιά». Στα καρέ του κόμικς παρατηρούμε τον Μάρκες να παθιάζεται με συγγραφείς, να εντυπωσιάζεται με τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, να επηρεάζεται από το «Φως τον Αύγουστο» του Φόκνερ. Στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του τα βγάζει πέρα δύσκολα οικονομικά. Δουλεύει ως δημοσιογράφος, ταξιδεύει στην Ευρώπη, μαγεύεται από τον κινηματογράφο. Γνωρίζει τη γυναίκα του: η Μερσέδες είναι ο έρωτας της ζωής του. Η γυναίκα του τον στηρίζει στην προσπάθειά του να γράφει. Ολοκληρώνει το χειρόγραφο του «Εκατό χρόνια μοναξιά» και όταν έρχεται η ώρα να το στείλουν σε κάποιον εκδότη, το ζυγίζουν στο ταχυδρομείο και τα λεφτά δεν φτάνουν, και έτσι στέλνουν σε πρώτη φάση όσες σελίδες τους επιτρέπουν τα χρήματά τους. Και όταν επιτέλους το βιβλίο αυτό εκδίδεται, ο Μάρκες αναγνωρίζεται. Ο μαγικός του ρεαλισμός, αυτός που επιτρέπει στην ωραία Ρεμέδιος να ανέρχεται στους ουρανούς, σαγηνεύει. Χρόνια αργότερα, όταν του αποδίδεται το Νομπέλ, σε μία από τις ελάχιστες ολοσέλιδες εικόνες του graphic novel, θα σταθεί μπροστά στον παππού του – οι δυο τους μακριά από τον αχό της δεξίωσης που γίνεται προς τιμήν του. Θα σηκώσει το χέρι και θα του πει: «Ευχαριστώ, Συνταγματάρχη! Ευχαριστώ, παππού!» Και γύρω από τον ένστολο παππού θα φτερουγίζουν πεταλούδες. Πηγή Δεν υπάρχει ακόμα παρουσίαση στο φόρουμ, αλλά υπάρχει η ανακοίνωση για την έκδοση (από τον totally_wired) και μια σύντομη συζήτηση.
  22. Η δύναμη των πολλών Η Αθήνα την εποχή του Κλεισθένη, όπως τη φαντάστηκε ο Αλέκος Παπαδάτος Αλέκος Παπαδάτος – Αβραάμ Κάουα – Annie di Donna, Δημοκρατία, Ίκαρος, Αθήνα 2015, 247 σελ. (το βιβλίο κυκλοφορεί από τις 2 Οκτωβρίου και στα ελληνικά) Όπως και στο Logicomix, το παγκόσμιο μπεστ σέλερ που είχε σχεδιάσει ο Αλέκος Παπαδάτος, και στη Δημοκρατία, το καινούργιο εικονογραφημένο μυθιστόρημα που ολοκλήρωσε ο Παπαδάτος σε σνεργασία με τον σεναριογράφο Αβραάμ Κάουα, έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία ιδεών. Ο Δοξιάδης είχε στηρίξει την αφήγησή του στον Μπέρτραντ Ράσσελ, ο Κάουα επιλέγει ως αφηγητή της δικής του ιστορίας έναν νεαρό, τον Λέανδρο, που ενηλικιώνεται παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα: από την τυραννοκτονία μέχρι την άνοδο του Κλεισθένη, τις πρώτες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του, το πνεύμα της χειραφέτησης που υπηρετούσαν και την υπεράσπιση του πνεύματος αυτού στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.). Αναδημοσίευση από το Books' Journal 58, Σεπτέμβριος 2015. Η αρχαία πόλις έκανε την εμφάνισή της γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ.: ήταν μια νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης μιας επικράτειας, η οποία διαδόθηκε ταχύτατα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, από τον Εύξεινο Πόντο ώς τις ακτές της Ανδαλουσίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είναι ένα ψηφιδωτό από κοινότητες ανεξάρτητες μεταξύ τους, οι οποίες όμως είχαν ως συνεκτικό ιστό τη γλώσσα και τη λατρεία. Μία από αυτές ήταν και η πόλη της Αθήνας, η οποία, εκείνη την εποχή, δίνει την εικόνα μιας κοινότητας που διέρχεται φάση βαθιάς μετάλλαξης. Όταν γεννιέται ο Περικλής, το 494/3 π.Χ., η πόλη είναι ελεύθερη: δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που αποτίναξε τον ζυγό των τυράννων, οι οποίοι κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας επί μισό αιώνα. Η αλλαγή αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική: με την πτώση της τυραννίδας το 510 π.Χ., οι μορφές προσωπικής κυριαρχίας απαξιώθηκαν για πολύ καιρό· επρόκειτο για έναν παράγοντα που ο Περικλής ήταν υποχρεωμένος να τον υπολογίζει σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Αυτή η ανατροπή εκφράστηκε στο επίπεδο των θεσμών το 508/7 π.Χ.: μια σειρά μεταρρυθμίσεων, στις οποίες πρωτοστάτησε ο Κλεισθένης, μετέβαλαν βαθιά την πολιτική οργάνωση της πόλης, θέτοντας τις βάσεις για το δημοκρατικό πολίτευμα που άκμασε κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα.[1] Ο Περικλής είχε καταγωγή, από την πλευρά της μητέρας του, από την οικογένεια των Αλκμεωνιδών. Από την ίδια οικογένεια καταγόταν και ο Κλεισθένης, το πρόσωπο που «πρωτοστάτησε σε μια βαθιά μεταρρύθμιση της πολιτικής οργάνωσης της Αθήνας, θέτοντας τις βάσεις για το μελλοντικό δημοκρατικό πολίτευμα».[2] Ο Κλεισθένης βρέθηκε στο προσκήνιο με το τέλος της τυραννίας του Πεισίστρατου (που κράτησε τα ηνία της πόλης, με διαλείμματα, από το 561 έως το θάνατό του, το 527 π.Χ.) και των επιγόνων του, του Ίππαρχου (που δολοφονήθηκε από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα) και του Ιππία, ο οποίος και έμεινε στην εξουσία έως το 510 π.Χ. Η πολιτική εξουσία του Πεισίστρατου, μολονότι τυραννία, δεν ήταν ιδιαίτερα αυταρχική. Αν και ο Σόλων, το νομοθετικό πλαίσιο του οποίου καθόριζε τις σχέσεις των κατοίκων, αντιτάχθηκε στην εξουσία του ώς το θάνατό του, ο τύραννος σηρίχθηκε σε εκείνο το πλαίσιο. Επίσης, δεν άλλαξε τις διοικητικές δομές της πόλης, του αρκούσε να τις ελέγξει. Ο Πεισίστρατος, που προστάτευσε και ενίσχυσε τα γράμματα και τις τέχνες, υπήρξε μεταρρυθμιστής, έστρεψε τον πληθυσμό από τους πολέμους στην καλλιέργεια της γης και στο εμπόριο ενώ συνέβαλε στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Πολλές από τις επιλογές του χρεώνονται σε μια πολιτική υστεροβουλία – είναι μάλιστα δεδομένο ότι η φιλολαϊκή πολιτική του έχει σχέση με την εμβάθυνση των πολιτικών διαφορών που είχε με οικογένειες αριστοκρατών, μεταξύ των οποίων η οικογένεια των Ακμεωνιδών. Η ανάρρηση στα πράγματα του Αλκμεωνίδη Κλεισθένη συνδυάστηκε με τη φθορά της τυραννίδας, το τελευταίο διάστημα της διακυβέρνησης του Ιππία – όταν αποδείχθηκε αναξιόπιστος να διαχειριστεί μια οικονομική κρίση, αναγκαζόμενος να επιβάλει επαχθείς φόρους. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι ο Ιππίας θεωρήθηκε μηδίζων, συμπαθών δηλαδή των Περσών, που επιβουλεύονταν την Ελλάδα, γεγονός που έστρεψε εναντίον του και τους Σπαρτιάτες. Ρόλο στην ενίσχυση της ισχύος του Κλεισθένη πρέπει να έπαιξε και η δύναμη της θρησκείας. Σύμφωνα με τον VincentAzoulay[3], ο οποίος επικαλείται τον Ηρόδοτο, ο εύπορος Κλεισθένης χρηματοδότησε «την ανοικοδόμηση του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά το 548 π.Χ. Σύμφωνα όμως με τις κακές γλώσσες, κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε την περιουσία της οικογένειάς του για να δωροδοκήσει την Πυθία και να εξασφαλίσει χρησμούς πάντα ευνοϊκούς για τη γενιά του». Εν πάση περιπτώσει, σε αυτό το πλαίσιο ανέρχεται, το 508/7 π.Χ., στην εξουσία ο Κλεισθένης, με πρόθεση να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα της πόλης, προς δημοκρατική κατεύθυνση. Η σημαντικότερη από τις μεταρρυθμίσεις του ήταν στην κατεύθυνση αναδιάταξης της δομής της πόλης, έτσι ώστε να τονώσει το ενδιαφέρον για τα κοινά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέλαβε ένα σημαντικό, όπως αποδείχθηκε, μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Χώρισε την Αττική σε τρεις βασικούς δήμους (το άστυ,τα παράλια και τη μεσογαία). Στη συνέχεια, κάθε δήμος χωρίστηκε σε δέκα τμήματα (10 τριττύες). Στη συνέχεια, με ένα τμήμα από το άστυ, ένα από τη μεσογαία και ένα από τα παράλια, συγκρότησε μια νέα φυλή – έτσι έκανε και για τα δέκα τμήματα που είχε δημιουργήσει. Έτσι φτιάχτηκαν δέκα νέες φυλές.[4] Με τον τρόπο αυτό, οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μόνοι τους μια ισχυρή τάξη, αναμειγνυόμενοι με τους υπόλοιπους πολίτες. Η επιλογή του αυτή ήταν ένα ισχυρό κτύπημα στο πελατειακό κράτος της εποχής, αφού οι πολιτικοί δεν θα μπορούσαν πλέον να ευνοούν όσους είχαν χρήματα και κοινωνική ισχύ, καθ’ όσον έπρεπε να λογοδοτούν και στα υπόλοιπα τμήματα κάθε φυλής. Ο Κλεισθένης έδωσε όλη την εξουσία στην Εκκλησία του Δήμου. Από αυτήν εκλέγονταν και οι δέκα στρατηγοί που διοικούσαν όχι μόνο το στρατό αλλά και το ίδιο το κράτος. Επιπλέον, η Βουλή των 400, όργανο που είχε θεσπίσει ο Σόλων, αντικαταστήθηκε από νέα Βουλή με 500 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο με κλήρο, 50 από κάθε φυλή. Έτσι όλοι οι πολίτες είχαν πιθανότητα να γίνουν κάποτε βουλευτές. Έργο της Βουλής ήταν να προετοιμάζει τα θέματα που θα συζητούσε η Εκκλησία του Δήμου.[5] Έτσι γεννήθηκε στην Αθήνα η δημοκρατία, το πολίτευμα που πλέον δίνει σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα αλλά και τους υπαγορεύει το καθήκον να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Με τον τρόπο αυτό έπαψαν η συγγένεια και η καταγωγή να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Το μέτρο αυτό, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ουσιαστικό, αφού έτσι «δόθηκε η πολιτεία στον λαό». Το νέο πολίτευμα στηριζόταν στη δύναμη των πολλών.[6] Τα παραπάνω είναι, σε γενικές γραμμές, το ιστορικό φόντο του νέου εικονογραφημένου αφηγήματος (graphicnovel) του Αλέκου Παπαδάτου, σε σενάριο του Αβραάμ Κάουα και με χρωματισμό από την Αννί ντι Ντοννά, που κυκλοφορεί σχεδόν ταυτόχρονα στην παγκόσμια και στην ελληνική αγορά. 2. OΑλέκος Παπαδάτος προσγειώθηκε στα κόμικς από τα κινούμενα σχέδια –όπως άλλωστε και ο «καλός σχεδιαστής των παπιών» του Ντίσνεϋ, Καρλ Μπαρκς– και ευτύχησε η πρώτη κιόλας δουλειά του, το Logicomix, που κυκλοφόρησε το 2008 σε σενάριο του Απόστολου Δοξιάδη, με τη σεναριακή συμβολή του καθηγητή Χρίστου Χ. Παπαδημητρίου και τη συνεργασία στο χρωματισμό των καρέ της Αννί ντι Ντοννά, να γίνει παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Το Logicomixεπιχείρησε να χωρέσει την περιπέτεια της λογικής σε μια αφήγηση, με «ξεναγό» τον Μπέρτραντ Ράσσελ. Βόλευε το γεγονός ότι η ζωή του Ράσσελ ήταν μια περιπέτεια ιδεών: όπως η αδυναμία της σκέψης του να τιθασεύσει τα φαινόμενα και τους κανόνες σε μια, ενιαία και πλήρη ερμηνευτική μέθοδο, έτσι και η ζωή του τον οδήγησε σε πιο ευέλικτες και ταυτόχρονα περισσότερο περίπλοκες προσεγγίσεις. Αυτή η διαδικασία έδωσε τη δυνατότητα στους σεναριογράφους να εμπλουτίσουν με τις απαραίτητες αφηγηματικές αυθαιρεσίες, πλάθοντας επεισόδια της ζωής του Ράσσελ, την προσπάθεια τεκμηρίωσης των μαθηματικών στη λογική. Αυτό το αρκετά δύσκολο στην αφηγηματική προσαρμογή του εγχείρημα πέτυχε. Και στην επιτυχία του συνέβαλε εξ ίσου με το σενάριο και η σχεδιαστική γραμμή του κόμικς, την οποία υπέγραφε ο Αλέκος Παπαδάτος. Για τη σχεδιαστική αυτή γραμμή σημείωνα, λίγο μετά την κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου: Αν και είναι το πρώτο του κόμικς, [ο Αλέκος Παπαδάτος] αποδεικνύεται ένας από τους πιο επιδέξιους εικονογράφους, ο ρεαλισμός των σχεδίων του οποίου, οι στυλιστικές επιλογές και η κομψή πνευματικότητα που αποπνέουν παραπέμπουν στην τεχνοτροπία της βελγικής σχολής των κόμικς – της σχολής που, μεταξύ των άλλων, διαμόρφωσε ο δημιουργός του Τεντέν, ο Ερζέ. Η καθαρή γραμμή, το σκληρό ντεκουπάζ αλλά και η λιτότητα και η ακρίβεια στην εκμαίευση σασπένς από τον κόσμο της επιστήμης, των Μαθηματικών και της Φιλοσοφίας, κάνουν το συγκεκριμένο βιβλίο μοναδικό.[7] Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του Logicomix, επίσης, οφείλεται στη συστηματική αναπαράσταση της εποχής. Βεβαίως, σε αυτό ο Αλέκος Παπαδάτος δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα, αφού εκτός από τις γραπτές περιγραφές υπάρχουν φωτογραφικές και κινηματογραφημένες μαρτυρίες που μπορούν να τεκμηριώσουν τη ζωή, από την αρχή του 20ού αιώνα. Η γραμμή αυτή, στη νέα σχεδιαστική δουλειά του Παπαδάτου, τη Δημοκρατία, έπρεπε να προσαρμοστεί. Οι λόγοι ήταν δύο. Αφ’ ενός, η εποχή έπρεπε να ανασυντεθεί από την αρχή, με βάση τις πηγές αλλά και αρκετή αυθαιρεσία, αφού εκτός από τα κτίρια, το διάκοσμο των πόλεων, τα ενδύματα των προσώπων, έπρεπε να αναπαρασταθούν και οι κοινωνικές ή οι καθημερινές συμπεριφορές τους. Αφ’ ετέρου, τα πρόσωπα, γνωστά και άγνωστα, έπρεπε να επινοηθούν από την αρχή – προφανώς, έπειτα από σπουδή σε πρόσωπα σχετικώς γνωστά, δάνεια από το θέαμα ή από την πολιτική, αρκετά διάσημα έτσι ώστε να μπορούν να απομονωθούν φωτογραφικά σε διάφορες στιγμές της ζωής τους και με διάφορες εκφράσεις, που θα χρησιμεύσουν ως μοντέλα στη συνέχεια, προκειμένου να δανείσουν τη μορφή και τις εκφράσεις τους στους ήρωες του κόμικς. Το αποτέλεσμα, η αίσθηση, και παραπέμπει στο Logicomix, αλλά και διαφέρει. Ο Αλέκος Παπαδάτος συνεχίζει να σχεδιάζει με την πειθαρχία, το ρεαλισμό, την κομψότητα και την καθαρή γραμμή της βελγικής σχολής. Ωστόσο, εδώ οφείλει και να επινοήσει πρόσωπα, σκηνές και στιγμιότυπα. Και οι επινοήσεις του είτε παραπέμπουν σε ζωγραφικά τεκμήρια της αρχαιότητας (η εποχή του Κλεισθένη, την οποία περιγράφει, άλλωστε, ήταν συνυφασμένη με την άνθηση της αγγειοπλαστικής) είτε πολύ λιγότερο σε αναχρονισμούς, δανεικούς από τις συμπεριφορές και τις συνήθειες της εποχής μας. Σπανίως παραπέμπει στον κινηματογράφο ή σε άλλα κόμικς, άλλωστε πολύ συχνά στα κόμικς τα ιστορικά φόντα έχουν μια χονδρική αληθοφάνεια, και οι παραπομπές στην εποχή στηρίζονται κυρίως στις λαϊκές αναπαραστάσεις τους, κυρίως του κινηματογράφου, παρά στην προσπάθεια κατανόησης των ειδικών χαρακτηριστικών της εποχής. Ειδικά στη Δημοκρατία, έχω την αίσθηση ότι η μοναδική αναφορά σε κόμικς, χωνευμένη ωστόσο και επαναποδοσμένη, ιδίως στις τελευταίες σκηνές του έργου, γίνεται στις σκηνές μάχης, όπου πιθανόν να αναγνωρίζει κανείς αναλογίες με το κόμικς 300 του Φρανκ Μίλλερ. Προφανώς, όμως, ούτε με τις ίδιες συνδηλώσεις ούτε με τις ίδιες στοχεύσεις. 3. Το Logicomix στηρίχθηκε στην ειδική δεξιότητα που έχει ο Απόστολος Δοξιάδης στην (ας την πούμε) μαθηματική μυθοπλασία. Η Δημοκρατία στηρίζεται στην κατανόηση του ιστορικού πλαισίου του 6ου π.Χ. αιώνα και η επαναπόδοσή του, από τον σεναριογράφο Αβραάμ Κάουα, σε εκλαϊκευμένη εκδοχή, με την αφαιρετική συνθετότητα ενός ιστορικού μυθιστορήματος. Ο Κάουα, ωστόσο, παίρνει αποστάσεις από τις συνήθεις πρακτικές των συγγραφέων ιστορικών μυθιστορημάτων: επειδή στόχος του δεν είναι η εξιστόρηση επεισοδίων της ζωής των ιστορικών προσώπων, αλλά κυρίως η εποχή, οι δοξασίες και οι κοινωνικές δομές που οδήγησαν στην εξέλιξη του πολιτεύματος στην πόλη-κράτος των Αθηνών. Όπως και στο Logicomix, δηλαδή, και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία ιδεών. Ο Δοξιάδης είχε στηρίξει την αφήγησή του στον Μπέρτραντ Ράσσελ, ο Κάουα επιλέγει ως αφηγητή της δικής του ιστορίας έναν νεαρό, τον Λέανδρο, που ενηλικιώνεται παράλληλα με τα ιστορικά γεγονότα: από την τυραννοκτονία μέχρι τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.). Γράφει στο επεξηγηματικό της μεθόδου του παράρτημα: Το θέμα με τη Δημοκρατία είναι πως δεν είναι απλά ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ένας από τους λόγους που μας έκαναν να μη διαλέξουμε ένα γνωστό ιστορικό πρόσωπο για πρωταγωνιστή ήταν το ότι δεν θέλαμε να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα με έναν τρόπο απόλυτο, σε στυλ «έτσι είχανε τα πράγματα». Εαν λέγαμε την ιστορία των πρωτεργατών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, θα σας είχαμε απλά επιβάλει μια «επίσημη» εκδοχή της ιστορίας αυτής. Αντί γι’ αυτό, θελήσαμε να πούμε την ιστορία ανθρώπων σαν εμάς, ανθρώπων που διαχρονικά έρχονται αντιμέτωποι με τα κύματα που σηκώνουν τα κατακλυσμιαία ιστορικά γεγονότα – και παλεύουν να τα κατανοήσουν. Γι’ αυτό διαλέξαμε έναν κοινό θνητό, έναν νέο πάνω στον οποίο προβάλαμε διαχρονικά ανθρώπινα συναισθήματα για το δημοκρατικό ιδεώδες. Γιατί η ιστορία της δημοκρατίας [...] είναι ένας αγώνας συνεχής και καθημερινός.[8] Ο Λέανδρος είναι γιος ενός εύπορου Αθηναίου, του Πρόμαχου. Μεγαλώνει με τη φροντίδα μιας ηλικιωμένης τροφού, της Νεφέρτ, και με τη συντροφιά ενός νεαρού γιου σκλάβων, του Γαβρίωνα. Το καλοκαίρι του 527 π.Χ. είναι, γι’ αυτόν, ένα καλοκαίρι μύησης στη ζωή. Επισκέπτεται τους Δελφούς, μυείται στον έρωτα, ταξιδεύει με πλοίο, ενώ κάνει σαφή την κλίση του στη τέχνη της αγγειοπλαστικής. Η τυραννοκτονία, ωστόσο, του Ίππαρχου, στη διάρκεια της μεγάλης θυσίας των Παναθηναίων, προς τιμήν της θεάς προστάτιδος των Αθηνών, συνοδεύεται από ένα κύμα τυφλής βίας εκ μέρους των Σκυθών μισθοφόρων που λειτουργούσαν ως υπηρεσίες αστυνόμευσης και ασφάλειας – θύμα του οποίου είναι και ο πατέρας του. Ο Λέανδρος, ξαφνικά, βρίσκεται μόνος, απροστάτευτος, σε διωγμό – και πρέπει να μάθει να επιβιώνει. Τα επόμενα χρόνια θα τον συναντήσουμε επιδέξιο και ιδιαίτερο ζωγράφο αγγείων και πολιτικοποιημένο οπαδό του Αλκμεωνίδου Κλεισθένη, τον οποίο θα παρακολουθήσει (και όταν του δίνεται η ευκαιρία, θα ακολουθήσει) ως οπαδός του δημοκρατικού οράματός του. Στο μεταξύ, θα ερωτευθεί, θα γίνει γνωστός για την τέχνη του, η επιτυχία του θα γεννήσει έχθρες κι αντιζηλίες, θα μείνει μόνος, σε μια πορεία προς τη διαρκή συνειδητοποίηση. Ώριμος πολίτης, πλέον, με δημοκρατική συγκρότηση που εκκινεί από την υψηλή αίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, θα βρεθεί στο πλευρό των πολιτών που υπερασπίστηκαν τον μεταρρυθμιστή Κλεισθένη απέναντι στον Ισαγόρα και τον σύμμαχό του, τον βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη και τις δυνάμεις του.[9] Θα τραυματισθεί, αλλά θα έχει συμβάλει στην καθιέρωση του πολιτεύματος που δίνει το λόγο και τη δύναμη στους πολίτες. Ο Αβραάμ Κάουα αποδεικνύεται επιδέξιος αφηγητής, καταφέρνοντας, σε συνεργασία με τον Αλέκο Παπαδάτο που ανασύρει το ένα εύρημα μετά το άλλο, να εξελίξει τον κεντρικό χαρακτήρα του, πάντα σε σχέση με την εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων. Τεράστιο αφηγηματικό επίτευγμα για τα ελληνικά δεδομένα. Αν και, είναι αλήθεια, η Δημοκρατία ήταν ένα εγχείρημα που εξ αρχής στόχευε τη διεθνή αγορά. 4. Αλλά και για τα δεδομένα των κόμικς της παγκόσμιας αγοράς, η Δημοκρατία είναι ένα σπάνιο εγχείρημα. Για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για έναν: επειδή οι δημιουργοί της κοπίασαν για να αποφύγουν τη μυθοποιητική προσέγγιση της ιστορικής περιόδου που αφηγούνται, για να αποφύγουν τα ετοιματζίδικα στερεότυπα του συρμού, που συχνά υποβαθμίζουν τέτοιου τύπου πλοκές σε στρογγυλεμένες αφηγήσεις. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει ανάλογο κόμικς με τέτοια συμπύκνωση, τόσο αποσαφηνισμένα τα ιστορικά γεγονότα, τόση συστηματική δουλειά στην ανάπλαση και στη σύλληψη της εποχής που κινείται η αφήγηση. Η Δημοκρατία δεν είναι, κατά συνέπεια, απλώς μια υπερπαραγωγή των κόμικς. Είναι ένα γεμάτο αγωνία κατ’ αρχήν ιστορικό μυθιστόρημα, με άρτιους στις αντιφάσεις τους και στην εξέλιξή τους χαρακτήρες, οι οποίοι συμπλέουν με τις μεγάλες πολιτικές εξελίξεις και τα πρόσωπα που τα οδήγησαν. Αλλά όχι μόνο. Διότι η Δημοκρατία δεν είναι ένα κόμικς ανάπλασης ενός ηρωικού παρελθόντος (όπως τα περισσότερα ιστορικά ή ψευδοϊστορικά εικονογραφημένα αφηγήματα που έχουν έως σήμερα κυκλοφορήσει) ούτε μια ψευδοϊστορική προβολή στο σήμερα της πεποίθησης ότι οι από την Ανατολή φονταμενταλισμοί και ο φανατισμός που εκλύουν έχουν ιστορικό προηγούμενο ανάσχεσης στην αρχαία ελληνική ιστορία (όπως, με τεράστιες ευκολίες και πολλή εντυπωσιοθηρία ισχυρίστηκε στο 300 ο Φρανκ Μίλλερ). Είναι, πρωτίστως, ένα αφήγημα που εκβάλλει στο σήμερα, στις σημερινές συζητήσεις για τη δημοκρατία, για την αξία της αντιπροσωπευτικότητας, για την αντίδραση στο λαϊκισμό. Για μια συναρπαστική εποχή, που γέννησε την ελπίδα της κοινωνικής χειραφέτησης και δημιούργησε τους θεσμούς που, μέσα από την ιστορία, θα τη διεκδικούσαν και συνεχώς θα τείνουν να την κερδίζουν. Στη Δημοκρατία των Κάουα-Παπαδάτου, η εποχή εκείνη εκβάλλει ως διαχρονία στο σήμερα σε μια πολύ τολμηρή σεκάνς που εκφράζεται σε μονοχρωμία, στην αρχή του κεφαλαίου «Κρασί και αίμα» (σ. 172-175). Ο σεναριογράφος επινοεί ένα όνειρο, μια προβολή στο μέλλον του τραυματισμένου στη μάχη εναντίον του σφετεριστή Ισαγόρα και των αυταρχικών μηχανισμών του. Στο όνειρο αυτό, συναντιούνται, συζητούν και χορεύουν ο Διόνυσος, ο Απόλλων και η Αθηνά: το διονυσιακό και το απολλώνιο πνεύμα συνομιλούν με τη σοφία και τη χειραφέτηση που εκφράζει η Αθηνά, η προστάτις θεά των Αθηνών. Μεταξύ άλλων, γίνεται η εξής συνομιλία: ΑΠΟΛΛΩΝ: [...] Αυτή η ιδέα των Αθηναίων να δώσουμε εξουσία στο λαό είναι έργο του φωτός, όχι του σκότους. ΑΘΗΝΑ: Λάθος κάνετε. Αυτό που γίνεται είναι έργο ανθρώπων, και τα καλά και τα άσχημα. Είναι η ψυχρή σου λογική, Απόλλωνα, μαζί με τη φρενίτιδα του Διονύσου. [...] Αυτός που κάθεται με τον Λέανδρο στη φωτιά. ΑΠΟΛΛΩΝ: Ο ποιητής. ΑΘΗΝΑ: Θα γράψει ένα έργο, κι εκεί θα βάλει εμένα να δίνω στους Αθηναίους δικαιοσύνη, ανοχή και σοφία. Όμως, τώρα είναι η ώρα, αδέρφια μου. Τώρα εφαρμόζει η πόλη τούτες τις αξίες της, τώρα αλλάζει τον κόσμο. ΑΠΟΛΛΩΝ: Μα όχι χωρίς να χυθεί αίμα. ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Και κρασί. ΑΘΗΝΑ: Όχι. Πάντα με κρασί και με αίμα. Έτσι είναι οι θνητοί. 5. Το εικονογραφημένο ιστορικό μυθιστόρημα του Αβραάμ Κάουα και του Αλέκου Παπαδάτου κλείνει με τη στράτευση των Αθηναίων εναντίον των εισβολέων Περσών του Δαρείου. Οι δημοκρατικοί πολίτες γίνονται σιδερόφραχτοι πολεμιστές για να αντιμετωπίσουν την πολεμική μηχανή των Περσών, μιας δύναμης που εκφράζει την τυφλή υποταγή, τον αυταρχισμό, την επιστροφή στις παλιές ιδέες της υποταγής και της ερήμην των πολιτών δεσποτείας. Τη δύναμη που αντλείται από τις ιδέες της ζωής και της δικαιοσύνης, από τη Δημοκρατία, την περιγράφει ο εσωτερικός μονόλογος του Λέανδρου, την ώρα της προετοιμασίας για τη μάχη: Βάζουμε τα κράνη μας, κι από συνηθισμένοι άνθρωποι γινόμαστε άνδρες από μπρούντζο. Κι αυτό συλλογικότητα είναι, ποιητή. Είναι τρομακτικό να ανήκεις κάπου. Τον φόβο μας τον κρύβουμε. [...] Τρέχουμε τώρα τρομαγμένοι, πριν μας προλάβουν οι τοξότες τους. Ορμάμε μες στο χάραμα με τον τρόμο μας κραυγή κι όπλο μαζί, και θυμάμαι τα λόγια ενός θεού σε ένα όνειρο. “Αυτή η ιδέα των Αθηναίων είναι έργο του φωτός”. Τρέχουμε, κι η μέρα ξημερώνει πάνω από τον Μαραθώνα. Τρέχουμε προς το φως, κι είναι τόσο κοντά, τόσο μακριά. Και αν τρέχουμε προς κάποια ιδέα δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά της. [1] Vincent Azoulay, Περικλής, μετάφραση: Δημήτρης Δημακόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2015, σ. 15. [2] Ό.π., σ. 37. [3] Ό.π., σ. 43. [4] Η μεταρρύθμιση αυτή του Κλεισθένη απεικονίζεται ευρηματικά στη σχετική σκηνή της εικονογραφημένης ιστορίας, με τον ήρωα της Δημοκρατίας, τον Λέανδρο, να σχεδιάζει στο χώμα το σχήμα της νέας διαίρεσης των Αθηνών. Όπως αποκαλύπτουν οι δημιουργοί τού κόμικς στη σελίδα με τις ευχαριστίες τους, το εύρημα αυτό συνεισέφερε ο σεναριογράφος του Logicomix, Απόστολος Δοξιάδης. [5] Τα περισσότερα στοιχεία έχουν αντληθεί από το σχετικό λήμμα του Παγκόσμιου Βιογραφικού Λεξικού, τέταρτος τόμος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987. [6] Ο Αβραάμ Κάουα συνοψίζει σε μια σεκάνς τη δημοκρατική καινοτομία του Κλεισθένη, σε έναν εσωτερικό μονόλογο του Λέναδρου, κεντρικού ήρωα της Δημοκρατίας: «Οι δέκα νέες φυλές του Κλεισθένη αναζωογόνησαν και δυνάμωσαν τους πολίτες, Όταν υπέβαλε το σχέδιό του στην Εκκλησία του Δήμου, έξι χιλιάδες χέρια υψώθηκαν για να το ψηφίσουν. Ήμουν εκεί. Ο Γαβρίωνας, ως γιος σκλάβων, δεν ήταν. Ήμασταν η πόλη, μα κάποια πράγματα δεν άλλαξαν ποτέ. Όπως και να ‘χε, ο Κλεισθένης εξασφάλισε τα νώτα του με δεξιοτεχνία. Τις μεταρρυθμίσεις τις ενέκρινε...» (σ. 191) [7] «Ο Κόρτο Μαλτέζε πάει Χάρβαρντ», εφημ. Τα Νέα, Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008. [8] Δημοκρατία, σ. 208. [9] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο αθηναίος αριστοκράτης Ισαγόρας, όταν ανετράπη ο τύραννος Ιππίας, διεκδίκησε την εξουσία απέναντι στον Κλεισθένη. Το 508 π.Χ. εκλέχθηκε «Άρχων Επώνυμος» αλλά ο Κλεισθένης αντιτάχθηκε σ´αυτόν με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Αθηναίων. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης τον βοήθησε να διώξει τον Κλεισθένη από την πόλη. Οι υποστηρικτές του Κλεισθένη, όμως, αντιστάθηκαν στον Ισαγόρα και τον Κλεομένη. Τους καταδίωξαν και τους παγίδεψαν στην Ακρόπολη για δύο ημέρες. Την τρίτη ημέρα συνθηκολόγησαν επιτρέποντας στον Ισαγόρα και τον Κλεομένη να διαφύγουν, αλλά καταδικάζοντας 300 οπαδούς των τελευταίων. Ο Κλεισθένης επέστρεψε στην πόλη και έγινε Άρχων. Πηγή Άλλο άρθρο για το κόμικ Μια συνέντευξη των δημιουργών Κι άλλη συνέντευξη των δημιουργών Υπόψιν ότι το κόμικ έχει ήδη κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία.
  23. «Η δημοκρατία χτίζεται συνεχώς, δίχως τελειωμό» Οι δημιουργοί της «Δημοκρατίας» επέμειναν στην πιστότητα των απεικονίσεών τους με τεκμηρίωση και επιστημονική έρευνα χωρίς να λείπει το χιούμορ Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Στις 15 Σεπτεμβρίου «γιορτάζεται» παγκοσμίως η Διεθνής Ημέρα Δημοκρατίας. Θα ακουστούν, ως συνήθως, διακηρύξεις κενές περιεχομένου και μεγάλα λόγια χωρίς πρακτική αξία. Οι Αβραάμ Κάουα, Αλέκος Παπαδάτος και Annie Di Donna προτίμησαν να «μιλήσουν» για τη δημοκρατία με την καλλιτεχνική γλώσσα ενός έργου κόμικς. Τοποθέτησαν την πλοκή στην ελληνική αρχαιότητα και δημιούργησαν μια συναρπαστική ιστορία. Ο συγγραφέας Αβραάμ Κάουα μιλά στην «Εφ.Συν.» για τη «Δημοκρατία», που κυκλοφορεί την ερχόμενη Τρίτη στις ΗΠΑ (εκδόσεις Bloomsburry) και τον Οκτώβριο στην Ελλάδα (εκδόσεις Ικαρος) Το κόμικ «Δημοκρατία» των Αβραάμ Κάουα, Αλέκος Παπαδάτος και Annie Di Donna • Ποιες ήταν οι αιτίες που σας ώθησαν στη συγγραφή ενός σεναρίου κόμικς με την έννοια της δημοκρατίας στο επίκεντρό του; Βασική αιτία για μένα ήταν το πάθος που μου μετέδωσε για το εγχείρημα ο Αλέκος Παπαδάτος. Αυτός συνέλαβε την ιστορία, με τη βασική της πλοκή και τους κύριους χαρακτήρες της, πολύ πριν με προσεγγίσει για το σενάριο. Είχε εμπνευστεί, όπως μου είπε, από την επιθυμία του να κάνει μια ιστορία ιδεών και πολιτικής, ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τον Κλεισθένη και τις μεταρρυθμίσεις του σε μορφή κόμικς. Η ενασχόλησή του με το θέμα προέκυψε μάλιστα από μια απρόσμενη πηγή –την έρευνα που έκανε για να βοηθήσει την κόρη του για μια σχολική της εργασία πάνω στον Κλεισθένη. Ο Αλέκος μού διηγήθηκε την ιστορία, μου έδειξε την έρευνα που ήδη είχε κάνει και ειλικρινά τη βρήκα συναρπαστική. Εξίσου σημαντικός παράγοντας για μένα στάθηκε η προσέγγισή του στα γεγονότα: ήταν ισορροπημένη, πολύπλευρη και δίχως ίχνος της πατριδοκαπηλίας που δυστυχώς ελλοχεύει σε τέτοια θέματα. Δήλωσα αμέσως «παρών». •Το έργο σας διαδραματίζεται κατά την αρχαιότητα. Πόσους και ποιους παραλληλισμούς οφείλει να κάνει ο αναγνώστης του βιβλίου σας με τη σύγχρονη πραγματικότητα; Απολύτως κανέναν, τουλάχιστον αν εμμείνουμε στο «οφείλει». Είναι φανερό, ναι, ότι τα ιστορικά μυθιστορήματα μιλούν για το παρελθόν όσο οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας μιλούν για το μέλλον. Εμείς όμως δίνουμε στους αναγνώστες μας μια ιστορία, κι αν είναι καλή, τότε αναφέρεται με κάποιο τρόπο στην ανθρώπινη κατάσταση. Αυτή η κατάσταση, πιστεύω, παραμένει αναλλοίωτη, τότε όπως και τώρα. • Η αρχαία Ελλάδα έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις ως ασφαλές αποκούμπι των σύγχρονων συγγραφέων όταν επιθυμούν να μιλήσουν για το σήμερα αλλά διστάζουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Το δικό σας βιβλίο τι ακριβώς επιδιώκει; Οσο απίθανο κι αν φαίνεται σε όσους διαβάζουν το βιβλίο, δεν ξεκινήσαμε με πρόθεση να κάνουμε μια αλληγορία, αλλά να διηγηθούμε αυτά που συνέβησαν τότε. Το «σημερινό» που φέραμε στην ιστορία είναι η αντίληψή μας, η κοσμοθεωρία μας. Σίγουρα θεωρούμε σημαντικό να μιλήσουμε για τη δημοκρατία σε μια εποχή όπου τόσα πράγματα σχετικά μ' αυτήν ελήφθησαν ως δεδομένα, με τόσο καταστροφικά αποτελέσματα. Αντί όμως για ένα στείρο κήρυγμα, αυτό που βρήκαμε πιο ενδιαφέρον όταν φτιάχναμε την ιστορία ήταν το πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Δεν αλλάξαμε τίποτα από τα γεγονότα, απλώς τα επισημάναμε και αφήνουμε τους αναγνώστες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. • Η δημοκρατία στη χώρα μας και στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια δεν θα έλεγε κανείς ότι διάγει λαμπρές μέρες. Η αντιπροσώπευση ισχυρίζονται πολλοί ότι έχει εξαντλήσει τα όριά της. Ποια η θέση σας; Ξέρετε, το να μιλάμε για λαμπρές μέρες της δημοκρατίας έχει τους κινδύνους του. Είναι μια ρεαλιστική εκτίμηση αυτή; Είναι μήπως νοσταλγία για μέρες που είτε δεν ζήσαμε οι ίδιοι ή λάμπουν με την αίγλη των αναμνήσεων; Για μένα τουλάχιστον, η δημοκρατία είναι ένα όνειρο, με ό,τι καλό και κακό συνεπάγεται αυτό. Το κακό με τα όνειρα είναι ότι δεν εφάπτονται με την πραγματικότητα. Το καλό είναι ότι μας δίνουν κάτι να πιστεύουμε, κάτι που μας ωθεί να συνεχίσουμε προς αυτό. Τα πράγματα πάντα είναι άσχημα για τη δημοκρατία, σε όλες τις εποχές. Οι απειλές εναντίον της είναι μέρος της υπόστασής της. Ζώντας σήμερα, ναι, φυσικά, τα πράγματα φαίνεται να έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Ομως πάντα υπάρχουν και χειρότερα, όπως διαπίστωσαν με τρόμο όσοι παραπονιούνταν στα τέλη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και πάντα υπάρχουν και ανέλπιστα καλύτερα, όπως διαπίστωσαν όσοι πίστευαν, μέχρι το 1989, ότι το Τείχος του Βερολίνου δεν θα έπεφτε ποτέ. Σε οποιαδήποτε χώρα, εδώ, στην Ευρώπη ή στον κόσμο οι πολίτες μιας δημοκρατίας μπορούν να κάνουν μόνο ένα πράγμα: να δρουν ανθρώπινα και συνειδητοποιημένα, έχοντας πάντα κατά νου ότι η δημοκρατία δεν υπάρχει απλά, σίγουρη και αμετάβλητη, αλλά χτίζεται συνεχώς, δίχως τελειωμό. Για την καθιέρωση της δημοκρατίας απαιτήθηκαν επαναστατικές αλλαγές. Και φυσικά, χύθηκε αίμα • Πόσο πιο εύκολο ή πιο δύσκολο ήταν να μιλήσετε για τη δημοκρατία με όχημα τον αρχαίο κόσμο αξιοποιώντας τη γλώσσα των κόμικς; Είναι πάντα δύσκολο να μιλάς για τη δημοκρατία. Το ότι το κάναμε μέσα από μια ιστορία μάς απελευθέρωσε από τον φόβο της «στεγνής» ανάλυσης, άρα μας διευκόλυνε πολύ. Σε όλα τα μέσα, εννοείται, το δύσκολο είναι να εκφράσεις τις ιδέες σου, να πεις κάτι που αξίζει και να το πεις καλά. Τα κόμικς, το δικό μας μέσο, είναι ταινίες με απέραντο προϋπολογισμό, έχουν δυνατότητες για μοντάζ, παύσεις και επαναλήψεις καλύτερες κι από το πιο σύγχρονο blu ray player. Δεν φημίζονται για την ικανότητά τους να εκφράζουν ιδέες, αλλά αυτή η αντίληψη επικρατεί και για τα χαϊκού και είναι τελείως λανθασμένη. Αν κάναμε τη δουλειά μας σωστά ή όχι, αυτό εξαρτάται από εμάς, όχι από το μέσο. • Μέχρι σήμερα μας είχατε συνηθίσει σε θεωρητικές μελέτες για τον πολιτισμό και τη συγγραφή βιβλίων φαντασίας και τρόμου. Πώς συνδέεται το νέο έργο σας με το πρότερο; Ολες οι ιστορίες για μένα είναι ιστορίες φαντασίας. Εκτός από βιβλιοφάγος και φαν των κόμικς, είμαι και σινεφίλ, και πέρα από τα είδη που αναφέρατε, κάποιες από τις αγαπημένες μου ταινίες είναι αστυνομικά, μιούζικαλ, γουέστερν, screwball κωμωδίες και ιστορικά έπη. Το ότι δεν έτυχε να δημοσιεύσω κάτι σε αυτό το στιλ ώς τώρα είναι απλώς σύμπτωση. Από την άλλη, μην ξεχνάτε ότι το στοιχείο του φανταστικού ήταν κυρίαρχο στην αρχαία Ελλάδα μέσω των μύθων και των θεών. Ας πούμε πως η «Δημοκρατία» δεν θα απογοητεύσει όσους με ξέρουν από τα άλλα μου βιβλία. • Πώς προέκυψε και πώς εξελίχθηκε η συνεργασία σας με τον έμπειρο σχεδιαστή Αλέκο Παπαδάτο; Με ποια μεθοδολογία προχώρησε αυτό το πολυετές και φιλόδοξο εγχείρημά σας; Ο Αλέκος με προσέγγισε με τη βασική ιστορία και σύλληψη της «Δημοκρατίας». Είχαμε γνωριστεί μέσω του Απόστολου Δοξιάδη, όταν τέλειωναν το Logicomix και μου ζήτησαν να το διαβάσω και να συμμετάσχω στην παρουσίασή του στο κοινό, και ο Απόστολος έριξε την ιδέα να συνεργαστούμε. Οσο για τη μέθοδο στην τρέλα μας, πρώτα επεξεργαστήκαμε εξαντλητικά την πλοκή και τους χαρακτήρες, κατόπιν έκανα το σενάριο μιας ενότητας, κάναμε βελτιώσεις και αλλαγές και μετά ο Αλέκος σχεδίαζε ενώ εγώ προχωρούσα στο επόμενο κομμάτι. Το σενάριο πήρε γύρω στον ενάμιση χρόνο, το σχέδιο γύρω στα δυο-τρία, αλλά όλα δουλεύονταν ξανά και ξανά ώς το τέλος. • Ολο και περισσότεροι αναγνώστες στην Ελλάδα και διεθνώς αναγνωρίζουν την αφηγηματική και εικαστική αξία των κόμικς. Για τους υπόλοιπους που παραμένουν δύσπιστοι ποια είναι τα επιχειρήματά σας; Δεν μπορείς να τους πείσεις όλους. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν μπόρεσα να πείσω κανέναν για οτιδήποτε αν αυτό το άτομο δεν είχε διάθεση να πειστεί. Η αναγνώριση των κόμικς γίνεται από ανθρώπους ανοιχτούς σε κάτι διαφορετικό. Στους υπόλοιπους εύχομαι καληνύχτα και καλή τύχη. • Ως πολιτισμικός αναλυτής αλλά και ως συγγραφέας, σεναριογράφος και αναγνώστης πώς βλέπετε την εξέλιξη των κόμικς στη χώρα μας; Στην Ελλάδα, έχουμε μια «σκηνή» των κόμικς, αντί μια «βιομηχανία» (ή έστω μια βιοτεχνία) όπως σε άλλες χώρες. Εχουμε ταλαντούχους δημιουργούς, αλλά δεν έχουμε μεγάλη ποικιλία σε αφηγηματικά είδη, ούτε κάποιο σαφή διαχωρισμό μεταξύ «εναλλακτικών» και «mainstream» προσεγγίσεων. Αυτά, συν το μικρό μέγεθος του αναγνωστικού κοινού, κατευθύνουν άλλους σε έναν ιδιόμορφο απομονωτισμό και άλλους στην αναζήτηση της πολυπόθητης διεθνούς καριέρας. Δεν βλέπω να αλλάζει κάτι σ' αυτό όσο βυθιζόμαστε στην κρίση, πιστεύω όμως ότι πρέπει να είμαστε φιλόδοξοι, να πασχίζουμε πάντα για καλύτερες ιστορίες. Οι καλές ιστορίες είναι η βάση για όλα τα άλλα. Ποιος είναι Ο Αβραάμ Κάουα γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας της μελέτης «Εικονικά βλέμματα» (2002) και της συλλογής διηγημάτων «Τι τραγουδούσαν οι Σειρήνες» (2004), καθώς και των μυθιστορημάτων «Το ασήμι που ουρλιάζει» (2009), «Νεκρό δέρμα» (2011) και «Ο προσκεκλημένος» (2014). Πηγή Μια ακόμα συνέντευξη των δημιουργών μπορείτε να διαβάσετε εδώ. ΥΓ Η αγγλική έκδοση του κόμικ μπορεί ήδη να βρεθεί σε κάποια κεντρικά βιβλιοπωλεία.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.