Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'Άη-Βασίλης'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Η πιο γλυκιά και παραδοσιακή μορφή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι αναμφισβήτητα ο Άγιος Βασίλης. Χοντρούλης, ροδομάγουλος, πάντα ντυμένος στα κόκκινα, συνεχώς γελαστός και χαρούμενος κουβαλάει στην πλάτη του ένα τεράστιο τσουβάλι γεμάτο με δώρα και φέρνει στα παιδιά όλου του κόσμου τη χαρά, την ελπίδα και την ευτυχία της προσμονής. Ο Άγιος Βασίλης την παραμονή των Χριστουγέννων φορτώνει το έλκηθρό του, που το σέρνουν οκτώ τάρανδοι, με κάθε λογής παιχνίδια και αρχίζει το ταξίδι του. Γυρίζει όλο τον κόσμο, για να μοιράσει δώρα στα παιδιά, μένοντας για πάντα χαραγμένος στην καρδιά και στη ψυχή μας. Αυτή η ευγενική μορφή με την κατάλευκη γενειάδα, αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη χριστιανικές. Κάθε χρόνο το ταξίδι του Άη Βασίλη ολοκληρώνεται την Πρωτοχρονιά, όταν γεμάτος δώρα μπαίνει από τις καμινάδες των τζακιών στα σπίτια και αφήνει κάτω από το στολισμένο δέντρο τα δώρα των παιδιών. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Άη Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες, για να δώσει δώρα στα παιδιά, προέρχεται από το ποίημα του Αμερικανού συγγραφέα Κλέμεντ Μουρ με τίτλο «Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο», ο οποίος δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ταράνδων που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι. Πόσοι από εμάς, ωστόσο, γνωρίζουμε την αληθινή ιστορία του Άη Βασίλη, που τραγουδούν τα παιδιά στα κάλαντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς; Το έθιμο της ανταλλαγής δώρων τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά χάνεται στα βάθη των αιώνων. Χρειαζόταν, όμως, κάποιος που θα προσωποποιούσε αυτή τη γιορτή και θα την έκανε ακόμη πιο ευχάριστη για την παιδική φαντασία. Άγιος Βασίλης, Σεντ Νίκολας, Πατέρας των Χριστουγέννων, Κρις Κρινγκλ, Σίντερ Κλάας, Βάιναχτσμαν, Περ Νοέλ, Χοτέισο, Νοέλ Μπάμπα, Ντεντ Μόροζ, Γιουλουπούκι… είναι μερικά μόνο από τα ονόματα, που του δόθηκαν με πιο γνωστό και διαδεδομένο αυτό του Σάντα Κλάους. Ας δούμε, όμως, μαζί την αληθινή ιστορία του Άη Βασίλη... ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε Πατέρας της Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου. Η Αγγλικανική και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Λουθηρανική στις 14 Ιουνίου. Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 330 μ.Χ. από εύπορη και ιδιαίτερα χριστιανική οικογένεια και μεγάλωσε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ρητορικής στον Πόντο. Η μητέρα του Εμέλια ήταν από τις πιο μορφωμένες και ενάρετες γυναίκες της εποχής, κόρη Χριστιανού μάρτυρα. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με χριστιανικά ιδεώδη, ενώ φρόντισαν πολύ και για τη μόρφωσή του. Ο Βασίλειος μετά τις πρώτες σπουδές του στην Καισαρεία πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να διδαχτεί θεολογία και νομικά, από τον περίφημο ρήτορα Λιβάνιο. Αργότερα συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα, όπου για πέντε χρόνια διδάχτηκε τη φιλοσοφία, τη ρητορική, την αστρονομία, την ιατρική, τη γεωμετρία και τα μαθηματικά. Όταν επέστρεψε στην Καισαρεία, δίδαξε με επιτυχία τη ρητορική, όμως γρήγορα αποφάσισε να ασπασθεί το μοναχικό βίο. Στις κρίσιμες ώρες για την ορθοδοξία, η εκκλησία του ζήτησε να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον αγώνα κατά των αιρετικών Αρειανών και κατά της δυστυχίας. Η απαίτηση του λαού του τον έκανε να διακόψει το μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Στη μεγάλη πείνα του 368 μ.Χ κινητοποίησε τους πλούσιους να βοηθήσουν εκείνους που είχαν ανάγκη και καθιέρωσε τη διανομή τροφίμων, ρούχων, χρημάτων και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες απόρων. Παράλληλα, ίδρυσε κοντά στην Καισαρεία μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και ορφανοτροφεία, που προς τιμήν του ονομάστηκε «Βασιλειάδα». Το 370 μ.Χ διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας Ευσέβιο. Διακρίθηκε για το ήθος, τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπειά του, καθώς επίσης για την ευσέβεια, την καλοσύνη και την ανθρωπιά του και παρέμεινε μέχρι το τέλος ακλόνητος στις αρχές και στα πιστεύω του. Οι σύγχρονοί του, ενώ ζούσε ακόμη, τον ονόμασαν «Μέγα», τόσο για την πίστη και τη σωφροσύνη του, όσο και για τη γενναιοδωρία του. Όμως, οι πολλές κοινωνικές και εκκλησιαστικές φροντίδες επηρέασαν αρνητικά τον ασθενικό οργανισμό του ασκητικού Ιεράρχη, που εκδήλωσε οξεία νόσο των νεφρών. Άρρωστος βαριά ο Βασίλειος εγκατέλειψε τα εγκόσμια πάμπτωχος σε ηλικία 48 ετών στις 31 Δεκεμβρίου του 378 μ.Χ., αφήνοντας πίσω μεγάλη θλίψη και γενικό πένθος στο λαό. Το ποίμνιό του, προέπεμψε τη σωρό του στην Άνω Ιερουσαλήμ την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ.. Ο πρωτοχρονιάτικος εορτασμός της μνήμης του Ιεράρχη, μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά σε όλο τον Ορθόδοξο Ελληνισμό και το φιλανθρωπικό του έργο ενέπνευσε πράξεις αλληλεγγύης και αγάπης. Στην πορεία, η ιστορία του Αγίου Βασιλείου υπέστη ουσιώδεις αλλαγές από την ορθόδοξη παράδοση. Στην Ελλάδα η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στο βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Σάντα Κλάους φαίνεται πως πέρασε στην αστική κυρίως τάξη στη δεκαετία 1950-1960 από τους «συγγενείς» μετανάστες, που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Άη Βασίλη. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΤΟΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει ότι ο δικός μας Άγιος Βασίλης «ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ως την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ως την Κύπρο. Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερα από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε. Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του, ούτε σακί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοούμενους του». Και συνεχίζει ο Καθηγητής: «Δεν έφερνε τίποτα ο Άγιος Βασίλης. Αντίθετα λες και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά», δηλαδή «γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα». Γενικά στην δική μας παράδοση ο Άη Βασίλης ήταν «μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί». Η πατρίδα του ανατολικού Άη Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισαρεία και «βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο «τη σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης». Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΕ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΗ Στην Ευρώπη το πρόσωπο του φορέα δώρων έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, αρχιεπίσκοπου Μύρων, που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 250 μ.Χ. στα Πάταρα, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, στη σημερινή Τουρκία, από ευσεβείς και πολύ πλούσιους γονείς. Θαυμαστό ήταν το γεγονός ότι βρέφος ακόμα ο Άγιος αρνούνταν να θηλάσει, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Από μικρό παιδί έδειξε την αρετή του και τον ζήλο του για κάθε τι που είχε σχέση με τη Χριστιανική πίστη. Ο Νικόλαος έχασε τους γονείς του σε ηλικία δεκατριών ετών, εξαιτίας ενός λοιμού, και έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, την οποία διέθεσε για να ανακουφίζει τους φτωχούς και όλους όσοι είχαν ανάγκη. Ο θείος του, που ήταν ιερέας, τον έβαλε σε μοναστήρι ώστε να γίνει και ο ίδιος ιερέας. Σε ένα ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα, χειροτονήθηκε ιερέας και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε επίσκοπος στα Μύρα, παρόλο που ήταν πολύ νέος (ήταν γνωστός ως «Το Αγόρι Επίσκοπος»). Την εποχή εκείνη ο ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα, που όριζε ότι όλοι οι υπήκοοι θα πρέπει να προσκυνούν τον αυτοκράτορα σαν θεό. Η άρνηση του Νικολάου, όπως και χιλιάδων άλλων χριστιανών να υπακούσουν στο διάταγμα, τους οδήγησε στη φυλακή. Ύστερα από δέκα χρόνια ο Νικόλαος και οι υπόλοιποι φυλακισμένοι ελευθερώθηκαν χάρη στον Μέγα Κωνσταντίνο, διάδοχο του Διοκλητιανού. Το 313 μ.Χ. ο Νικόλαος έγινε και πάλι επίσκοπος στα Μύρα και απέκτησε ιδιαίτερα καλή φήμη. Έφυγε από τη ζωή σε βαθύ γήρας στις 6 Δεκεμβρίου του 330 μ.Χ. Με το πέρασμα των χρόνων η φήμη του ως θαυματουργού αγίου εξαπλώθηκε στη δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών. Μάλιστα, το 1087 Ιταλοί ναυτικοί έκλεψαν το λείψανό του από τον τάφο του στα Μύρα, για να το προστατέψουν δήθεν από τους πειρατές. Το λείψανο μεταφέρθηκε στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου έγινε μεγάλος εορτασμός, ενώ λέγεται ότι εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν σαράντα επτά άνθρωποι και πολλοί άλλοι τις επόμενες ημέρες. Οι κάτοικοι του Μπάρι έχτισαν προς τιμήν του αγίου μια μεγαλόπρεπη εκκλησία, για να στεγάσουν το λείψανό του. Ο θρύλος του Αγίου Νικολάου απέκτησε ιδιαίτερη φήμη και άρχισε να απεικονίζεται με λευκή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σε ένα λευκό άλογο. Ακόμα και σήμερα την ημέρα της γιορτής του αγίου γίνεται μεγάλο θρησκευτικό πανηγύρι στο Μπάρι. Στην Ελλάδα τιμάται ως προστάτης Άγιος των ναυτιλλομένων. Πολλές φορές γλύτωσε θαυματουργικά, πλοία που κινδύνευαν από την θαλασσοταραχή. Όταν κάποια στιγμή είχε πάει στους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει, με θαυμαστό τρόπο γαλήνεψε την φουρτουνιασμένη θάλασσα, γλυτώνοντας έτσι το πλοίο στο οποίο επέβαινε, και την ζωή των συνεπιβατών του. Αναφέρεται επίσης ότι θαυματουργά μεταφέρθηκε σε ένα πλοίο που κινδύνευε στη τρικυμία και το οδήγησε ο ίδιος κρατώντας το τιμόνι σε ασφαλές λιμάνι. Όμως στην δυτική Ευρώπη ο Άγιος Νικόλαος τιμάται ως προστάτης των παιδιών, κι αυτό γιατί σύμφωνα με ένα μεσαιωνικό θρύλο, ο Άγιος ανέστησε τρία παιδιά, που είχε σφάξει ένας χασάπης για να βάλει το κρέας τους στον κιμά. ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΤΟΝ ΣΕΝΤ ΝΙΚΟΛΑΣ (SAINT NICHOLAS) Πώς, όμως, ο επίσκοπος των Μύρων έγινε ο Άγιος του Μπάρι; Πώς έγινε και ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών εξελίχθηκε σ’ αυτόν που προσφέρει δώρα στα παιδιά; Πώς εμφανίστηκε στη δυτική Ευρώπη το έθιμο ανταλλαγής και προσφοράς δώρων στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου; Το ταξίδι από την Λυκία στο Μπάρι ήταν μεγάλο. Το 1087 τρία ιταλικά εμπορικά πλοία από το Μπάρι, επέστρεφαν στην Ιταλία από την Αντιόχεια. Κάνοντας στάση στα Μύρα, προσκύνησαν τον τάφο του Αγίου προστάτη των θαλασσινών, καθώς και το μέρος που έβγαινε το «άγιο μύρο». Παρά τις αντιρρήσεις των ντόπιων χριστιανών, έσπασαν τη σαρκοφάγο του Αγίου και πήραν τα λείψανα με το πρόσχημα, ότι θα τα διαφυλάξουν από τους Σελτζούκους που διαφέντευαν την περιοχή. Οι ναυτικοί έφτασαν στο Μπάρι έχοντας φτιάξει μια ειδική θήκη για τα λείψανα του Αγίου. Μαζί με τα λείψανα του Αγίου ήρθαν στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με μια παράδοση, ένας έμπορος στα Πάταρα έχασε την περιουσία του και δεν μπορούσε να προικίσει τις τρεις κόρες του. Πάνω στην απελπισία του αποφάσισε να τις στείλει να γίνουν πόρνες. Ο Νικόλαος έμαθε την τραγική κατάσταση της οικογένειας και θέλησε να βοηθήσει. Σε τρεις νύχτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά νομίσματα στην κάθε μία. Σύμφωνα με ένα θρύλο ο Άγιος έριξε τον χρυσό από την καμινάδα και αυτός προσγειώθηκε μέσα σε μια κάλτσα, που οι κόρες είχαν κρεμάσει στο τζάκι για να στεγνώσει. Έτσι, προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Επίσης, επειδή ο Άγιος Νικόλαος δώριζε στους ανθρώπους ό,τι είχαν ανάγκη, προέκυψε το έθιμο της ανταλλαγής δώρων την παραμονή της ημέρας της κοιμήσεως του. Τα έθιμα αυτά γνώρισαν μεγάλη αποδοχή στη μεσαιωνική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, όπου τα δώρα ήταν συνήθως χειμωνιάτικα φρούτα, καρύδια και γλυκά. Το 12ο αιώνα Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, την ημέρα της εορτής του. Αυτή θεωρείται και η απαρχή του εθίμου στη δυτική κουλτούρα. Άλλωστε, στις παραδόσεις όλων των λαών της Ευρώπης πάντα υπήρχε κάποιο μυθικό πρόσωπο, που κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου μοίραζε δώρα στα μικρά παιδιά. Τέτοιος είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν στην παράδοση των Κελτών (που κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα), η Λα Μπεφάνα (Θεοφάνια), στην Ιταλία (που μοιράζει δώρα στα παιδιά, σαν τιμωρία που αμέλησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους κατά την επίσκεψή τους στο νεογέννητο Χριστό), αλλά και η γριά Μπαμπούσκα (που σύμφωνα με τον ρωσικό θρύλο δεν έδωσε στέγη και τροφή στους Τρεις Μάγους που πήγαιναν να προσκυνήσουν τον μικρό Χριστό. Μετάνιωσε όμως και για να εξιλεωθεί τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανείων και μοιράζει δώρα στα παιδιά). ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΝΤ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΤΟΝ ΣΙΝΤΕΡ ΚΛΑΑΣ (SINTERKLAAS) Στα χρόνια της μεταρρύθμισης, η Καθολική εκκλησία βρισκόταν σε παρακμή. Ο Μαρτίνος Λούθηρος δε δεχόταν τη λατρεία των αγίων και θεωρούσε, ότι η γιορτή του Αγίου Νικολάου ήταν «ψεύτικη», με αποτέλεσμα η φήμη του Αγίου να περιοριστεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Η μορφή του Αγίου αντικαταστάθηκε από τον Κρις Κιντ (Christkind), που σημαίνει Χριστούλης. Εικονιζόταν ως πνεύμα με τη μορφή παιδιού, με ξανθά μαλλιά και αγγελικά φτερά. Έφερνε δώρα στα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Πιθανότατα η μορφή του στηρίχθηκε σ’ ένα θρύλο από την Αλσατία της Γαλλίας, ότι ένα μικρό παιδί έφερε κάποιο δώρο στο νεογέννητο Χριστό. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στην Ολλανδία, ο Σίντερ Κλάας (Σιντ Νικολάας -> Σίντερ Κλάας) εξακολουθούσε να λατρεύεται ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών. Οι Ολλανδοί, που ήταν ναυτικός λαός, μετέφεραν τη φήμη του Αγίου Νικολάου από την Ιταλία και την Ισπανία στο Άμστερνταμ. Επηρεασμένοι από τη συμμαχία τους με τους Ισπανούς και συμμετέχοντας στις πανηγυρικές τους εκδηλώσεις για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, σύντομα τον συγχώνευσαν με ένα δικό τους παγανιστικό, τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Οντίν, που ήταν τευτονικής προέλευσης. Η θεότητα αυτή διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε οκτάποδο άλογο. Σύμφωνα με την τευτονική παράδοση, κάθε χρόνο κατά την εορτή του Γιουλ, την 21η Δεκεμβρίου, κατά τη διάρκεια της πιο σύντομης μέρας του έτους, ο Οντίν (βασιλιάς των θεών του Βορρά), πετούσε με το άσπρο άλογό του στους ουρανούς, προκειμένου να αναγγείλει την αναγέννηση του ήλιου. Ο Οντίν επιβράβευε με δώρα και γλυκά τα παιδιά που έβαζαν τροφή (καρότα, ζάχαρη κ.ά.) στις μπότες τους για να ταΐσουν το άλογό του. Η νέα μορφή του Αγίου Νικολάου είχε ολόλευκη και πολύ μεγάλη γενειάδα. Ερχόταν με πλοίο από την Ισπανία (εκεί όπου ο Άγιος ζει σύμφωνα με την Ολλανδική παράδοση), γύριζε τη χώρα καβάλα στο άσπρο άλογό του και είχε μαζί του ένα αγόρι από την Αιθιοπία, τον Μαύρο Πητ, που κάποτε είχε απελευθερώσει ο Σίντερ Κλάας στα Μύρα και εκείνο από ευγνωμοσύνη έμεινε για πάντα μαζί του να τον βοηθά. ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΙΝΤΕΡ ΚΛΑΑΣ ΣΤΟΝ ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΟΥΣ (SANTA CLAUS) Το 1626 οι Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους για φυλακτό και την εικόνα του Αγίου Νικολάου - Σίντερ Κλάας. Ήταν ένας αυστριακός επίσκοπος που φορούσε κόκκινο μανδύα και ίππευε ένα άσπρο άλογο. Το Νέο Άμστερνταμ, που αργότερα ονομάστηκε Νέα Υόρκη, ήταν ο επόμενος σταθμός του Σίντερ Κλάας. Στην Αμερική για πολλά χρόνια, εξαιτίας της επικράτησης των αγγλικής καταγωγής μεταναστών, ο Σίντερ Κλάας παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίζεται ξανά. Το πρόσωπο που ανασκεύασε τον θρύλο, φαίνεται ότι είναι ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Ουάσιγκτον Ίρβινγκ. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης που θεωρεί τον Άγιο Νικόλαο προστάτη της πόλης, θα δώσει νέες διαστάσεις στον θρύλο. Εδώ όμως ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται σαν πολεμικός προστάτης των Αμερικανών επαναστατών, σαν ένα αντίβαρο του Αγίου Γεωργίου προστάτη του αγγλικού στρατού. Ο Ίρβινγκ δανείζεται στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου και τον περιγράφει να έρχεται πάνω στο άλογο του (χωρίς βοηθούς) και να μοιράζει δώρα. Το Δεκέμβριο του 1773 και ξανά το 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει, ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την εορτή του Αγίου Νικολάου. Το 1804 ο Τζον Πίνταρντ, μέλος του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου, μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιλάμβανε οικείες εικόνες του αγίου και κάλτσες γεμάτες παιχνίδια και φρούτα, κρεμασμένες πάνω από ένα τζάκι. Το Δεκέμβριο του 1823 όλα άλλαξαν με ένα χριστουγεννιάτικο ποίημα του Αμερικανού συγγραφέα Κλέμεντ Μουρ με τίτλο «Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο», γνωστότερο σαν «Η νύχτα πριν απ' τα Χριστούγεννα». Στο ποίημα του, που έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, περιγράφεται ένας εντελώς διαφορετικός Άγιος Νικόλαος. Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΙΝ ΑΠ' ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Ήταν η νύχτα πριν τα Χριστούγεννα και παντού μέσα στο σπίτι Ούτε ένα πλάσμα δεν σάλευε, μήτε καν ένα ποντίκι. Οι κάλτσες ήταν κρεμασμένες κοντά στο τζάκι με προσοχή, Ελπίζοντας ότι ο Άη Νικόλας θα βρισκόταν σύντομα εκεί. Τα παιδιά ήταν φωλιασμένα με θαλπωρή στα κρεβατάκια τους, Ενώ οράματα από ζαχαρωτά χόρευαν στα κεφαλάκια τους. Η Μητέρα με ένα μαντήλι στο κεφάλι της κι εγώ μ’ ένα σκούφο, Είχαμε μόλις βολέψει τα κεφάλια μας για ένα μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο. Όταν έξω στο γρασίδι σηκώθηκε τέτοιο ποδοβολητό, Που τινάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου τι συνέβαινε να δω. Πέρα στο παράθυρο πέταξα σαν αστραπή, Άνοιξα διάπλατα τα παραθυρόφυλλα στη στιγμή. Το φεγγάρι καθρεφτίζονταν στο φρεσκοπεσμένο χιόνι Και φώτιζε τα πράγματα σα να ‘ταν μεσημέρι. Όταν, τι θα εμφανίζονταν μπρος στα κατάπληκτά μου μάτια, Παρά ένα έλκηθρο μικροσκοπικό με οκτώ μικρούς ταράνδους. Κι ένα μικρό γέρο οδηγό, τόσο γρήγορο και ζωηρό, Που στο λεπτό κατάλαβα πως ήταν ο Άη Νικόλας. Πιο γρήγοροι κι απ’ αετοί, έφτασαν οι δρομείς του, Κι αυτός σφύριξε και φώναξε, τους κάλεσε με το όνομα τους: «Τώρα, Ντάσερ! Τώρα, Ντάνσερ! Τώρα Πράνσερ και Βίξεν! Εμπρός Κόμετ! Εμπρός Κιούπιντ! Εμπρός, Ντόνερ και Μπλίτζεν! Ψηλά πάνω στη βεράντα, ψηλά ως του τοίχου την κορυφή Τώρα, ορμήστε μπροστά, ορμήστε μπροστά, γρήγοροι σαν αστραπή!» Ο Άη Νικόλας έχει πλέον τη μορφή ξωτικού και μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες. Έχοντας δανειστεί στοιχεία από τη φιγούρα του Ίρβινγκ, αλλά και από γερμανικούς και σκανδιναβικούς μύθους, η αμερικανική εκδοχή του Σάντα Κλάους και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια αποδοχή ήταν πια γεγονός. Ο Μουρ ήταν εκείνος που έδωσε τα ονόματα στους ταράνδους του Σάντα Κλάους [Μπλίτζεν (Αστραπή), Κόμετ (Κομήτης), Κιούπιντ (Αγάπη), Ντάνσερ (Χορευτής), Ντάσερ (Πεταχτός), Ντόνερ (Κεραυνός), Πράνσερ (Χοροπηδηχτός) και Βίξεν (Αλεπού)]. Το 1939, ο Ρόμπερτ Μέι, διαφημιστής στο επάγγελμα, κλήθηκε από την εταιρεία «Μοντγκόμερι Γουόρντ» να γράψει μία χριστουγεννιάτικη ιστορία που θα προσφερόταν δωρεάν στα παιδιά, σαν διαφημιστικό κόλπο για να αυξηθούν οι χριστουγεννιάτικες πωλήσεις των καταστημάτων της εταιρείας. Και έτσι γεννήθηκε ο ένατος τάρανδος με το όνομα Ρούντολφ, το ελαφάκι με την λαμπερή κόκκινη μύτη. Το 1849 στην ιστορία του Τζέημς Ρις «Ο Θρύλος των Χριστουγέννων» αναφέρεται για πρώτη φορά η σύζυγος του Σάντα Κλάους και πολύ σύντομα έγινε η ονοματοδοσία της «Μαίρη Κρίστμας». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1856, η Λουΐζα Μέι Άλκοτ ολοκληρώνει, αλλά ποτέ δεν δημοσιεύει, το βιβλίο της με τίτλο «Τα Ξωτικά των Χριστουγέννων». Στην ιστορία της παρουσιάζονται για πρώτη φορά ξωτικά ως βοηθοί του Σάντα Κλάους. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη ο Σάντα Κλάους γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο σκιτσογράφος Τόμας Ναστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «Ο Άγιος Νικόλαος στο στρατόπεδο», όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς, ροδαλού άνδρα, στολισμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Ναστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Σάντα Κλάους κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, γιατί έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική, αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Σάντα Κλάους μια άλλη διάσταση, που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια. Ο Ναστ τοποθέτησε το σημείο εκκίνησης του Σάντα Κλάους στον Βόρειο Πόλο και τον έντυσε στα κόκκινα, όπως η κάπα του Αγίου Νικολάου. Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στη Βρετανία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον Άγγλο-σαξονικής προέλευσης πατέρα των Χριστουγέννων (Father Christmas), μια συμβολική φιγούρα που φορούσε ένα μακρύ πράσινο παλτό και ήταν η προσωποποίηση του πνεύματος των Χριστουγέννων. Ο ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΟΥΣ ΚΑΙ Η ΚΟΚΑ-ΚΟΛΑ Τα Χριστούγεννα του 1931 η Κόκα-Κόλα ξεκινάει μια διαφημιστική εκστρατεία με πρωταγωνιστή τον Σάντα Κλάους. Ο σχεδιαστής Χάντον Σάντμπλομ ξανασχεδιάζει τον Σάντα Κλάους σε πραγματικό μέγεθος χρησιμοποιώντας σαν ζωντανό μοντέλο έναν συνταξιούχο έμπορο. Ο Σάντα Κλάους τώρα είναι εύθυμος, ντυμένος στο κόκκινο κουστούμι του με τις άσπρες γούνες. Φορά μπότες και φαρδιά ζώνη. Η συνεχόμενη εμφάνισή του στον τύπο της εποχής, σε καταλόγους, αφίσες και βιτρίνες, τον καθιερώνει στα μάτια του κόσμου σαν ένα εμπορικό στερεότυπο. Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΠΑΓΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ Στην κουλτούρα των Σλάβων χαρακτήρας παρόμοιος του Σάντα Κλάους, συνδεδεμένος με την Πρωτοχρονιά, είναι ο Παππούς Πάγος, ο οποίος στη ρωσική λέγεται Ντεντ Μόροζ (Дед Мороз). Ο Παππούς Πάγος φέρνει τα δώρα στα παιδιά, αλλά όχι με μυστικούς τρόπους, καθώς συχνά τα μοιράζει ο ίδιος στη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων της Πρωτοχρονιάς. Έχει παρόμοια εμφάνιση με τον Σάντα Κλάους, αλλά φοράει ένα μακρύ μπλε παλτό, ενίοτε στολισμένο με λευκά σχέδια, που θυμίζουν νιφάδες χιονιού. Η μορφή του είναι επηρεασμένη από τους αρχαίους θεούς των Σλάβων: Πόζβιζντ [Pozvizd (θεός των ανέμων, του καλού και του κακού καιρού)] και Ζίμνικ [Zimnik (θεός του χειμώνα)]. Σύμφωνα με τον αρχικό μύθο ο Ντεντ Μόροζ συνήθιζε να παγώνει τους ανθρώπους και να απαγάγει τα μικρά παιδιά. Ωστόσο, κάτω από την επιρροή της ορθόδοξης παράδοσης, ο χαρακτήρας του άλλαξε εντελώς, υιοθετώντας ορισμένα χαρακτηριστικά από τον ολλανδικό Σίντερ Κλάας. ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΟΥΣ Η φήμη του Αμερικανού Σάντα Κλάους δεν άφησε ασυγκίνητους τους Ευρωπαίους. Έτσι αφού ανακάλυψαν το 1925 ότι δεν υπάρχουν τάρανδοι στον Βόρειο Πόλο, πέρασαν στην αντεπίθεση. Το 1927 εκφωνητής παιδικών εκπομπών, στο εθνικό ραδιόφωνο της Φινλανδίας, ισχυριζόταν ότι ο Σάντα Κλάους (Γιουλουπούκι στα Φινλανδικά) ζούσε στην Λαπωνία στα Ρώσο-Φινλανδικά σύνορα στο βουνό Κορβατουντούρι. Η συγκεκριμένη τοποθεσία δεν είναι βουνό αλλά ένας λόφος με 500 μέτρα υψόμετρο, ωστόσο ο ισχυρισμός του αυτός ήταν αρκετός για να συντηρήσει το μύθο. Η ονομασία Γιουλουπούκι προέκυψε από την αρχαία σκανδιναβική λέξη Γιούλ (Yule) που σήμερα στη Φινλανδία είναι ταυτόσημη με τα Χριστούγεννα. Το Γιούλ ήταν μια ειδωλολατρική, ιδιαιτέρως διαδεδομένη, χειμωνιάτικη «οικογενειακή» γιορτή, συνδεδεμένη με το χειμερινό ηλιοστάσιο. Σύμβολο της ήταν η αίγα «Γιούλ», που οι Σκανδιναβοί συνέδεαν με τον θεό του κεραυνού Θωρ. Σύμφωνα με την μυθολογία τους το άρμα του Θωρ τραβούσαν δυο αιγοπρόβατα. Στη σκανδιναβική μυθολογία κυριαρχεί και ένα άλλο μυθικό πλάσμα, το Τομτ (Tomte). Το αποκαλούσαν και Νις (Nisse) και παρουσιαζόταν σαν ένα ξωτικό. Το φαντάζονταν σαν ένα πλάσμα μικρόσωμο, ηλικιωμένο, συχνά με μεγάλη γενειάδα, που άλλοτε γίνεται τεράστιο, ενώ σε άλλες εκδοχές παρουσιάζεται με μάτι Κύκλωπα και αλλού αγένειο με γκρίζα και κόκκινα ρούχα. Σε κάθε περίπτωση όμως, παρά τη μικρότητά του, είχε μια τεράστια δύναμη, που πολλές φορές τη χρησιμοποιούσε σκοτώνοντας ζώα του σπιτιού. Το 1881 δημοσιεύεται το σχετικό ποίημα Τόμτεν (Tomten) του Βίκτωρ Ρίντμπεργκ, όπου το Τομτ παρουσιάζεται να είναι το μόνο άγρυπνο πλάσμα στην κρύα νύχτα των Χριστουγέννων, συλλογιζόμενο τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Αυτό ακριβώς το ποίημα ενέπνευσε και τη Σουηδό ζωγράφο Τζένυ Νάιστρομ, στην πρώτη ζωγραφική μετατροπή αυτού του παραδοσιακού σουηδικού μυθικού Τομτ, σε ένα πλάσμα ασπρογένειο, με κόκκινο σκούφο, που μετονομάστηκε σε Γιουλτόμτεν (Jultomten) και συνδέθηκε με τα Χριστούγεννα. Στην Δανία πάλι, αυτό το σουηδικό ξωτικό κλήθηκε Γιουλνίς (Julenisse) και συνδέθηκε με τα δώρα των εορτών, ενώ με τη διάδοση του Σάντα Κλάους, ονομάστηκε Γιουλουπούκι (Joulupukki) στη Φινλανδία, εκτοπίζοντας την παραδοσιακή αίγα Γιούλ, η οποία κατέληξε να γίνει ο «τάρανδος» του Σάντα Κλάους. ΤΟ ORIGIN STORY ΤΟΥ ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΟΥΣ Ο Σάντα Κλάους δεν θύμιζε πλέον σε τίποτα τον Άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο των Μύρων της Λυκίας, τον θαυματουργό. Προέκυψε η ανάγκη να γραφτεί μια ιστορία για την καταγωγή του Σάντα Κλάους της Φινλανδίας. «Υπήρχε κάποτε σε ένα χωριό της Φινλανδίας, λίγο έξω από το Ροβανιέμι, ένας καλοκάγαθος γέρος, που όσο κι αν αγαπούσε τα παιδιά δεν τον είχε ευλογήσει ο Θεός με δικά του. Αυτός λοιπόν ο γεράκος, ζούσε σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος μαζί με τη γυναίκα του και ασχολούταν με τη ξυλουργική. Επειδή όμως αγαπούσε πολύ τα παιδιά, έφτιαχνε παιχνίδια από ξύλο για τα μικρά του χωριού και την παραμονή των Χριστουγέννων έβγαινε και γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι στο χωριό μοιράζοντας τα δώρα που είχε φτιάξει. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια και τα παιδιά τον αγαπούσαν, ενώ οι γονείς παρότι τον θεωρούσαν γραφικό, τον συμπαθούσαν. Μια χρονιά όμως ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς. Κρύο πολύ, χιόνι ακόμη περισσότερο, ο αέρας φυσούσε δυνατός και ο γεράκος έβλεπε ότι δεν θα κατάφερνε φέτος να είναι συνεπής στο ραντεβού του με τα παιδιά. Παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του, που του έλεγε να αναβάλει το ταξίδι του στο χωριό για άλλη μέρα, αποφάσισε να μην αφήσει παραπονεμένα τα παιδιά. Πήρε λοιπόν το έλκηθρο του που το έσερναν τα δυο του σκυλιά και ξεκίνησε. Το χιόνι όμως ήταν πολύ και ο αέρας που φυσούσε έκανε πολύ δύσκολο το ταξίδι. Ο γέρος έχασε το δρόμο και πέθανε από το κρύο. Η γυναίκα του, όταν είδε τα δυο σκυλιά να επιστρέφουν μόνα τους ανησύχησε και ξεκίνησε να βρει τον άντρα της. Όταν τον είδε ξεψυχισμένο αγκαλιά με το σάκο με τα δώρα, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή. Τα Χριστούγεννα στο μικρό χωριό, δεν θα ήταν φέτος όπως τις άλλες χρονιές. Ο Θεός όμως που είδε τι συνέβη αποφάσισε να σώσει την κατάσταση. Έστειλε δύο αγγέλους του και ξύπνησαν το γέρο και τη γριά και τους έδειξαν το δρόμο για το χωριό, δίνοντας τους την ευκαιρία να συνεχίσουν αυτό που έκαναν τόσα χρόνια. Από τότε, οι δύο γέροντες ζουν μέσα στο δάσος έχοντας ως αποστολή να φτιάχνουν δώρα για τα παιδιά όλου του κόσμου. Κι επειδή κανείς δεν έμαθε ποτέ τα πραγματικά τους ονόματα, κάθε λαός ανάλογα με τα ήθη και τα έθιμά του, έχει δώσει διαφορετική ονομασία στον καλοκάγαθο γέροντα». Το 2007 η ιστορία αυτή μεταφέρθηκε διασκευασμένη στη μεγάλη οθόνη, στην φινλανδικής παραγωγής ταινία: «Μία Ιστορία για τον Άη Βασίλη (Christmas Story / Joulutarina)». Η υπόθεση έχει ως εξής: «Σε ένα απομακρυσμένο χωριό στη Λαπωνία, ο νεαρός Νικόλας χάνει την οικογένειά του σε ένα ατύχημα. Οι συγχωριανοί αποφασίζουν να αναλάβουν όλοι μαζί το ορφανό παιδί. Κάθε οικογένεια θα φροντίζει τον Νικόλα για ένα χρόνο. Στο τέλος κάθε χρόνου, την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Νικόλας θα πρέπει να πηγαίνει σε άλλο σπίτι. Για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στους χωριανούς, ο Νικόλας αποφασίζει να φτιάξει παιχνίδια για τα παιδιά κάθε οικογένειας, ως αποχαιρετιστήρια δώρα. Με τα χρόνια, οι οικογένειες που έχουν φιλοξενήσει το Νικόλα πληθαίνουν και σύντομα, σχεδόν κάθε σπίτι βρίσκει δώρα στο κατώφλι του το πρωί των Χριστουγέννων. Κάποια στιγμή υπάρχει έλλειψη τροφίμων στο χωριό, και οι χωριανοί αναγκάζονται να στείλουν τον Νικόλα να δουλέψει ως μαθητευόμενος στον ερημίτη ξυλουργό Ισάκι. Με την σκληρή καθοδήγηση του Ισάκι, ο Νικόλας αναπτύσσει ικανότητες που τον βοηθούν να φτιάξει ακόμη καλύτερα δώρα και να δουλεύει ακόμη πιο γρήγορα. Τα χρόνια όμως περνούν και ο Νικόλας γερνά. Αποφασίζει να κάνει την τελευταία του διαδρομή. Όμως προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, κερδίζει ως δώρο την αθανασία. Γίνεται ο Σάντα Κλάους και θα συνεχίζει να σκορπίζει χαρά στα παιδιά όλου του κόσμου για πάντα». ------------------------------------------------------------------ Για το παρόν αφιέρωμα χρησιμοποίησα ως πηγές άρθρα από πλείστα περιοδικά και ιστοσελίδες, τόσο ελληνικές όσο και ξενόγλωσσες. Είναι προϊόν πολύχρονης δουλειάς για την οποία δυστυχώς δε συγκράτησα λίστα των πηγών μου. Η προσωπική μου προσφορά στο ανωτέρω άρθρο περιορίζεται στη συλλογή και μετάφραση (όπου ήταν αναγκαίο) των διασκορπισμένων πληροφορίων και στη τελική επιμέλεια προκειμένου να συνθέσω ένα κατά το δυνατόν πληρέστερο άρθρο για το πως ο Άγιος Νικόλαος μετεξελίχθηκε στον Σάντα Κλάους και πως ο Σάντα Κλάους συνδέθηκε στην Ελλάδα με τον Μέγα Βασίλειο.
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.