Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'μιχάλης σιγανίδης'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. «Το Γρα-Γρου ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ», λένε οι δημιουργοί του. Γρα-Γρου. Γρα-Γρου. Περίεργο όνομα – μόνο αν το επαναλάβεις μερικές φορές, ίσως με λίγο γρέζι στη φωνή σου, μπορεί και να υποψιαστείς από που προέρχεται. Ατμοσφαιρικό εξώφυλλο, ποτισμένο ένα βαθύ μπλε που το φως του λυχναριού του δίνει χροιά ηλεκτρική – δυο άνθρωποι βαδίζουνε μια ανηφόρα που το τέλος της δε φαίνεται. Θέλω να το μεγεθύνω σε διαστάσεις πόστερ. Κόμιξ είναι το Γρα-Γρου. Το καλύτερο ελληνικό κόμιξ για το 2017 σύμφωνα με το ComicDom, όπου απέσπασε και το βραβείο καλύτερου σεναρίου. Συνάντησα στο Παγκράτι τους δυο από τους τρεις συνδημιουργούς του: τον συγγραφέα Γιάννη Παλαβό (που μαζί με τον Τάσο Ζαφειριάδη υπογράφουν το σενάριο) και τον σχεδιαστή Θανάση Πέτρου που σκηνοθέτησε τις λέξεις σε εικόνες. Αντί συστάσεων να αναφέρω μόνο πως ο Γ. Παλαβός με τη συλλογή διηγημάτων του «Αστείο» τιμήθηκε το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, ενώ ο Θανάσης Πέτρου έχει σχεδιάσει σε κόμιξ άλλα τρία λογοτεχνικά έργα. «Ήταν ένα στοίχημα αν θα αρέσει. Γιατί είναι ένα πολύ παράξενο, ιδιαίτερο κόμιξ. Άρεσε – και το χαρήκαμε πολύ», λέει ο Γ. Παλαβός. Αν αρχίσεις και μόνο να το φυλλομετράς, θα διαπιστώσεις αμέσως πόσο ανεπιτήδευτο, λιγόλογο και «μετρημένο» είναι – «θέλαμε το κείμενο να λειτουργεί ως συμπλήρωμα στη σιωπή. Το κόμιξ έχει πολύ “άδειο”, είναι βασισμένο στην ατμόσφαιρα και το σχέδιο», μου λένε οι δημιουργοί του. Ζαφειριάδης, Παλαβός και Πέτρου έχουν συνεργαστεί ξανά στο «Πτώμα», ένα κόμιξ που κατάφερε να μεταφραστεί και στα γαλλικά. Το Γρα-Γρου είναι ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε ως ιδέα το 2012, μέστωσε, δουλεύτηκε ξανά και ξανά, μέχρι το φθινόπωρο του 2017, οπότε κυκλοφόρησε – ως απτό έργο τέχνης. Εικόνες, λέξεις, μουσική (από το ιδιοσυγκρασιακό soundtrack του Μιχάλη Σιγανίδη) – σαν κινηματογραφική ταινία που αποδόθηκε με ειλικρίνεια και δεξιοτεχνία στο χαρτί. To Γρα-Γρου θα παρουσιαστεί το Σάββατο 5 Μαΐου στις 21:00 στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (αίθουσα «Ματαρόα», Περίπτερο 13). Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Ηλίας Παπαμόσχος και Νώντας Τσίγκας, καθώς και οι δημιουργοί του κόμιξ. - Τι ήταν το Γρα-Γρου; (Γ. Παλαβός): Το Γρα-Γρου ήταν ένα εστιατόριο στα σύνορα των νομών Κοζάνης και Ημαθίας, σε μια άκρη της παλιάς εθνικής οδού που ένωνε τη Δυτική με την Κεντρική Μακεδονία. Ήταν ένα χαμηλό κτήριο που έχτισαν πρόσφυγες από τη Σάντα του Πόντου σ’ έναν ορεινό τόπο, στα 1000 μ. υψόμετρο, με πολύ ομίχλη, δριμύ κρύο το χειμώνα και χιόνι, δυο μέτρα συχνά. Ξεκίνησε ως χάνι, έγινε κουρείο και τελικά εστιατόριο. Ήταν ένα μέρος με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, περιτριγυρισμένο από δάσος με καστανιές. Καστανιά ονομάζεται και το ποντιακό χωριό πάνω από το Γρα-Γρου, και λίγο ψηλότερα στο βουνό είναι η Παναγία Σουμελά. Πολλοί ταξιδιώτες σταματούσαν στο Γρα-Γρου. Κι όταν έριχνε πολύ χιόνι, εγκλωβιζόταν κόσμος εκεί – κοιμούνταν δυο και τρεις μέρες μέσα στο εστιατόριο και την έβγαζαν με φασολάδες και σούπες, τσάι και κονιάκ. Το Γρα-Γρου ήταν σαν φάρος στην ομίχλη, ένα καταφύγιο μέσα στην αγριάδα του τοπίου. - Το ήξερες σαν μέρος; (Γ. Παλαβός): Ήταν διάσημο και πολύ αγαπητό στους Βορειοελλαδίτες. Εμείς από το χωριό μου, το Βελβεντό της Κοζάνης, σταματούσαμε εκεί όταν πηγαίναμε στη Βέροια ή στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, ο πατέρας μου ήταν φορτηγατζής, σταματούσε πάντα στο Γρα-Γρου κι έχω ακούσει κι απ’ αυτόν πολλές ιστορίες. Αλλά και ο Τάσος Ζαφειριάδης, που γράψαμε μαζί το σενάριο, είχε περάσει πολλές φορές παλιότερα από κει στον δρόμο για Θεσσαλονίκη κατά τις οικογενειακές εξορμήσεις προς τα δυτικά. (Θ. Πέτρου): Θεσσαλονικιός όντας, έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές αυτόν τον δρόμο, το ήξερα ως μαγαζί και ως ιδιαίτερο σημείο, αλλά δεν είχα σταματήσει ποτέ. - Το Γρα-Γρου δούλευε, λοιπόν, με τους διερχόμενους οδηγούς και τα ΚΤΕΛ; (Γ. Παλαβός): Υπήρχε κι ένα άλλο μέρος, η Ζωοδόχος Πηγή, λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, με αρκετά σουβλατζίδικα και τουριστικά καταστήματα που πουλούσαν σουβενίρ, γκλίτσες κλπ. Τα λεωφορεία έκαναν στάση εκεί. Το Γρα-Γρου είχε λιγότερο κόσμο, τρόπον τινά «ρέκτες» – σταματούσαν εκεί όσοι ήθελαν να φάνε συγκεκριμένα και καλομαγειρεμένα φαγητά. Φημιζόταν για τη φασολάδα του, το χοιρινό με λάχανο, τα μανιτάρια από το βουνό, ενώ ξακουστό ήταν το ρυζόγαλό του. Οι διερχόμενοι αποτελούσαν τον κύριο όγκο της πελατείας του, αλλά πήγαιναν εκεί, για το ποιοτικό φαγητό του, και άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη ή τη Βέροια. Είχε έναν διαφορετικό χαρακτήρα το Γρα-Γρου, ήταν σύμβολο και τοπόσημο, και σίγουρα όχι τουριστικό. - Πότε άρχισε να λειτουργεί; (Γ. Παλαβός): Ως εστιατόριο τη δεκαετία του ’60, και μέχρι να κλείσει το δούλεψαν τρεις οικογένειες, όλες από το χωριό Καστανιά. Πρώτα η οικογένεια Χειμωνίδη, έπειτα γύρω στο ’70 η οικογένεια Λιανίδη και τέλος ορισμένοι συγγενείς τους. - Και πότε έκλεισε; (Γ. Παλαβός): Μόλις ξεκίνησε να λειτουργεί η Εγνατία. Την επόμενη μέρα δεν πέρασε κανένας. Γιατί να κάνεις μια ώρα δρόμο, μπορεί και τρεις αν έβρισκες μπροστά σου κάμποσα πούλμαν και φορτηγά, όταν μέσω της Εγνατίας η απόσταση Βέροιας-Κοζάνης είναι είκοσι λεπτά, μια συνεχόμενη ευθεία με σήραγγες και γέφυρες; Έκλεισε την επομένη. (Θ. Πέτρου): Ο δρόμος ήταν «Κατάρα» νούμερο δύο... Μετά την Εγνατία αχρηστεύτηκε. Και δεν μπορούσε να «ζήσει» το μαγαζί με τους δέκα θαμώνες που θα έρθουν από τη Θεσσαλονίκη το Σάββατο, ούτε με δυο παππούδες που θα κατέβουν απ’ το χωριό για να πιουν καφέ. Μετά από λίγους μήνες γκρεμίστηκε και, πλέον, δεν μπορεί να ξαναχτιστεί στο ίδιο σημείο. Ο νόμος απαγορεύει πλέον να χτίσεις οτιδήποτε σε απόσταση μικρότερη των έξι μέτρων από τον δρόμο – και δεν υπάρχουν έξι μέτρα εκεί, είναι γκρεμός. - Δεν έχουμε πει ακόμα πώς πήρε αυτό το τόσο χαρακτηριστικό όνομά του. (Γ. Παλαβός): Από τον ήχο των μηχανών καθώς ανέβαιναν τη δύσκολη ανηφόρα. Υπήρχε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα στο Γρα-Γρου κι αυτός που έμενε εκεί δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το «γρα-γρου» των αυτοκινήτων που άλλαζαν ταχύτητα για να βγάλουν την ανηφόρα. - Και πώς το εστιατόριο «Γρα-Γρου» έγινε κόμιξ; (Γ. Παλαβός): Η ιδέα ήταν του Τάσου Ζαφειριάδη. Ξεκίνησε με την εικόνα μιας γέφυρας που χάνεται στην ομίχλη. Φαντάσου ένα γεφύρι και να βλέπεις μόνο μέχρι τη μέση του, να μην ξέρεις τι βρίσκεται απέναντι. Στο σημείο δεν υπήρχε γεφύρι, συνδυάστηκε όμως στο μυαλό του Τάσου η εικόνα μιας τέτοιας, επινοημένης γέφυρας, με το Γρα-Γρου, κάπως σαν «φυλάκιο» δίπλα της. Ήταν, λοιπόν, μια ιδέα του Τάσου, αλλά κι εγώ, γνωρίζοντας το μέρος, μπορούσα να την καταλάβω: στο σημείο όπου ήταν χτισμένο το πραγματικό Γρα-Γρου, ένιωθες την ένταση του περάσματος. Όταν μου πρότεινε ο Τάσος να δουλέψουμε μαζί ένα σενάριο πάνω σ’ αυτή την πρώτη εικόνα και αίσθηση, δέχτηκα αμέσως. - Πώς καταλήξατε στην ιστορία και τους χαρακτήρες; Η πρώτη ιδέα είναι αρκετά αφαιρετική. (Γ. Παλαβός): Το καλοκαίρι του 2012 ήρθε ο Τάσος στο Βελβεντό και δυο μέρες συζητούσαμε – αποκρυσταλλώσαμε τον βασικό κορμό της πλοκής και τους χαρακτήρες. Υπάρχει ένα πέρασμα, μια γέφυρα που δεν ξέρουμε πού οδηγεί, υπάρχει ο ιδιοκτήτης του Γρα-Γρου, ο οποίος λειτουργεί σαν φύλακας του περάσματος, και μια κοπέλα που θέλει να περάσει απέναντι αλλά δειλιάζει. Κεντρικοί ήρωες της ιστορίας είναι αυτοί οι δυο, αλλά, όπως σ’ έναν τροχό, υπάρχουν κι άλλοι χαρακτήρες που εξακτινώνονται γύρω τους. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που θέλουν να περάσουν, αλλά δειλιάζουν. Ανέλαβα να γράψω το κομμάτι της ιστορίας που εκτυλίσσεται στο σήμερα και ο Τάσος το άλλο μισό, που εκτυλίσσεται στον 16ο αιώνα. - Υπάρχει κι ένα χωροχρονικό παιχνίδι, δηλαδή; (Γ. Παλαβός): Ναι, η ιστορία διαθέτει ένα μεταφυσικό στοιχείο, καθώς δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στην άλλη μεριά της γέφυρας. Για να χτιστεί, όμως, μια γέφυρα, ξεκινάς ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές, ώστε να ενωθούν τα δυο κομμάτια στο μέσον της. Έπρεπε να εξηγήσουμε πώς χτίστηκε αυτή η γέφυρα, που η μια της πλευρά είναι άγνωστη. Έγραψε, λοιπόν, ο Τάσος μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην οθωμανική περίοδο, όπου ένας αρχιτέκτονας αναλαμβάνει κατά παραγγελία του Σουλτάνου να φτιάξει μια τέτοια γέφυρα. Ο χαρακτήρας του αρχιτέκτονα βασίζεται στον περίφημο Μιμάρ Σινάν, τον αρχιτέκτονα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. (Θ. Πέτρου): Στη Βέροια, στην Μπαρμπούτα – όπως λέγεται η εβραϊκή συνοικία της πόλης –, υπάρχει μια γέφυρα που ο θρύλος λέει ότι την έφτιαξε ο Σινάν, για αυτό και λέγεται «Γέφυρα του Σινάν». Καμία σχέση, όμως, δεν είχε ο κατασκευαστής της με τον ξακουστό αρχιτέκτονα, απλώς ήταν αφιερωμένη σε κάποιον Σινάν, μπέη της περιοχής. Αν περάσεις τώρα απ’ τη Βέροια, υπάρχει ακόμα η γέφυρα, αλλά σχεδόν δεν φαίνεται, την έχουν τσιμεντώσει. «Η ιστορία τού σήμερα εκτυλίσσεται τρεις μήνες προτού ανοίξει η Εγνατία και τρεις μήνες μετά, οπότε το σημείο έχει πια ερημώσει. Δεν θα πω περισσότερα, γιατί θα κάνουμε spoiler», μου λέει ο Γιάννης Παλαβός όταν τον ρωτάω για το πώς συνδέονται οι δυο ιστορίες. «Η ιστορία του 16ου αιώνα δείχνει πώς δείλιασε ο αρχιτέκτονας να δώσει κάτι παραπάνω από τον εαυτό του στο εγχείρημα της κατασκευής της γέφυρας. Σύμφωνα με την παράδοση, για να φτιάξουμε ένα γεφύρι, κάποιος ή κάτι θυσιάζεται. Ο αρχιτέκτονας δεν τολμά να θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού του, ενώ κάποιοι χαρακτήρες της ιστορίας τού σήμερα τολμούν – ίσως φτιάχνουν οι ίδιοι μια νοητή γέφυρα, πάντως δίνουν κάτι απ’ τον εαυτό τους και τη διασχίζουν. Κάνουν το βήμα. Αυτό είναι το θέμα των δυο ιστοριών: τι θυσιάζεις προκειμένου να κάνεις ένα τέτοιο βήμα». «Ένα βήμα που, ίσως, οδηγεί σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας», λέει ο Θανάσης Πέτρου. (Γ. Παλαβός): Οι δυο ιστορίες τέμνονται και με άλλους τρόπους, όπως ο Άγιος Χριστόφορος, που είναι ο προστάτης των οδοιπόρων και των ταξιδιωτών. Το Γρα-Γρου γκρεμίστηκε, αλλά το εκκλησάκι του Αγίου Χριστοφόρου, ακριβώς απέναντί του, υπάρχει ακόμα. Στο κόμιξ, και στις δυο ιστορίες του, υπάρχει ένα σκυλί που λειτουργεί ως ψυχοπομπός, συνοδεύοντας μέχρι ένα νοητό όριο όσους θέλουν να περάσουν απέναντι. Λέγεται Φόρης και είναι ενσάρκωση του Αγίου Χριστοφόρου. (Θανάσης Πέτρου): Ο Άγιος Χριστόφορος απεικονίζεται με δύο τρόπους, ως μια τεράστια μορφή που κρατάει στα χέρια έναν μικρό Ιησού ή ως κυνόμορφος. Αυτή είναι η παραδοσιακή απεικόνιση του αγίου, με κεφάλι και όψη σκύλου. Ο σκύλος, ο Φόρης, είναι ο τρίτος πρωταγωνιστής του κόμιξ και, κατά κάποιον τρόπο, συνδέει τις δυο ιστορίες. - Θανάση, να μιλήσουμε για το πώς σχεδίασες; (Θ. Πέτρου): Όταν τα παιδιά μου έστειλαν το σενάριο, αρχίσαμε να κάνουμε μικροδιορθώσεις στους διαλόγους. Όταν καταλήξαμε, ξεκίνησα το ντεκουπάζ, να χωρίζω δηλαδή το κείμενο σε σελίδες – από 35 σελίδες κείμενο, βγήκαν 90 σελίδες κόμιξ. Το κείμενο είναι πολύ περιορισμένο, ήταν εξαρχής λακωνικό, με ελλειπτικούς διαλόγους, αλλά και όσο δουλεύαμε το κόμιξ, συνεχώς κόβαμε. Και μετά ξεκίνησα να ετοιμάζω προσχέδια για κάθε σελίδα. Έκανα διάφορες δοκιμές, χρωματικές και σχεδιαστικές, συζητούσαμε με τα παιδιά, διορθώναμε και πάλι διορθώναμε... Κάποια στιγμή κατασταλάξαμε πώς θέλουμε να είναι. - Πόσον χρόνο σου πήρε; (Θ. Πέτρου): Την τελική κόπια τη σχεδίασα και τη χρωμάτισα σε έξι μήνες, 15 σελίδες ανά μήνα. Δούλευα «πλακωμένος»... Αλλά ήταν τόσο καλή η προετοιμασία, που μετά έβγαιναν γρήγορα οι σελίδες. - Είναι αλήθεια ότι κάποιοι χαρακτήρες του κόμιξ μοιάζουν με υπαρκτά πρόσωπα; (Θ. Πέτρου): Ο Τάσος και ο Γιάννης κάνουν εμφάνιση στο κόμιξ... (γελάει). Οι χαρακτήρες σε κάθε κόμιξ θέλουν κι αυτοί ψάξιμο όσον αφορά την εμφάνισή τους. Μου αρέσει να μεταφέρω στα κόμιξ μου φάτσες που ξέρω ή που βλέπω τυχαία. Όταν ξεκίνησα να σχεδιάζω τον βασικό ήρωα, τον κυρ Κώστα, είχα σκεφτεί να μοιάζει με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Μετά είπαμε να τον κάνω σαν τον Αργύρη Μπακιρτζή. (Γ. Παλαβός): Ο οποίος ενθουσιάστηκε, του άρεσε πολύ. Παρουσιάσαμε το Γρα-Γρου στην Κοζάνη και ο Μπακιρτζής οδήγησε 270 χιλιόμετρα από την Καβάλα για να έρθει, μίλησε κιόλας, ήταν πολύ θερμός κι ήταν μεγάλη χαρά για μας. - Το είχατε πει στον Μπακιρτζή ότι θα τον μεταφέρετε σε κόμιξ; (Θ. Πέτρου): Ναι, αν και κάποια στιγμή μπορεί και να το είχε ξεχάσει... (γελάει). Και ο Μιχάλης Σιγανίδης που έχει γράψει τη μουσική μοιάζει με τον παπά της ιστορίας, ενώ ο πρωτομάστορας της ιστορίας του 16ου αιώνα μοιάζει μ’ έναν πρωτομάστορα του 18ου αιώνα που κάπου είδα μια απεικόνισή του. - Όσον αφορά την ατμόσφαιρα στο σχέδιο και, κυρίως, στο χρώμα; (Θ. Πέτρου): Θα μπορούσα να το έχω κάνει πιο κρύο, πιο παγερό. Εκτός από τα νυχτερινά, που είναι σκοτεινά, στις υπόλοιπες σελίδες δεν είναι τόσο «βόρεια» τα χρώματα. Ειδικά το φλας μπακ είναι σε θερμά χρώματα, ώχρες, πορτοκαλί. Στις υπόλοιπες σκηνές έπρεπε να δείξω το κρύο, αλλά αν το έκανα πιο έντονο, θα έβγαινε μουντό και άτονο, «ξεπλυμένο» κάπως. Δεν είχα ξανασχεδιάσει χιόνια σε τόσο μεγάλη έκταση και ήταν πρόκληση για μένα να φτιάξω την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Δοκίμασα, διόρθωσα, παράτησα – αλλά κάποια στιγμή καταλήγεις, δεν μπορεί να είναι αέναη αυτή η αναζήτηση. Όσον καιρό το φτιάχναμε, δεν είχαμε αναζητήσει εκδότη, οπότε ήμασταν από την αρχή ως το τέλος και οι επιμελητές της δουλειάς μας. - Χρειάστηκε έρευνα από μέρους σας; (Γ. Παλαβός): Ναι, πήγαμε στο σημείο, είδαμε τα ερείπια, βγάλαμε φωτογραφίες. Επίσης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη με φιλοξένησε στο σπίτι της στην Καστανιά τρεις μέρες, με σύστησε σε ντόπιους, μίλησα με παλιούς θαμώνες, κατέγραψα εμπειρίες. Κι ακόμα, ένα κομμάτι της ιστορίας του 16ου αιώνα είναι γραμμένο στα «κουδαρίτικα», τη συνθηματική γλώσσα των «πετράδων» που έχτιζαν τα γεφύρια. Κι εδώ χρειάστηκε έρευνα. - Είναι βλάχικα ή αρβανίτικα; (Γ. Παλαβός): Είναι μια κατασκευασμένη από τους μαστόρους γλώσσα για να μην τους καταλαβαίνουν τ’ αφεντικά και να μην αποκαλύπτονται στους ξένους τα μυστικά της τέχνης τους. (Θ. Πέτρου): «Κούδα» σε αυτή τη συνθηματική γλώσσα είναι η πέτρα, εξού και «κουδαρίτικα». (Γ. Παλαβός): Ο Τάσος έκανε έρευνα, βρήκε λεξικά. Μάλιστα, στο τέλος του βιβλίου έχουμε κι ένα γλωσσάρι, που όποιος θέλει μπορεί να το συμβουλευτεί. - Με τις οικογένειες που δούλεψαν το Γρα-Γρου μιλήσατε; (Γ. Παλαβός): Δεν τους συνάντησα στο χωριό, μένουν μόνιμα στη Βέροια. Αλλά μίλησα μαζί τους τηλεφωνικά, με τον κ. Χειμωνίδη και τον κ. Λιανίδη. Μάλιστα ο κ. Λιανίδης, με τη μητέρα του, την κυρία Κλειώ που μαγείρευε είκοσι χρόνια στο Γρα-Γρου, ήρθαν και στην παρουσίαση του βιβλίου στη Βέροια, πήραν τον λόγο και ήταν πολύ συγκινητικό. «Πάντως δεν κάναμε κόμιξ την ιστορία του μαγαζιού (Γρα-Γρου), ούτε του χωριού (Καστανιά). Το κόμιξ Γρα-Γρου είναι μια δική μας ιστορία μυθοπλασίας. Έτσι, το πραγματικό Γρα-Γρου, ένα μέρος θρυλικό, απαθανατίστηκε σ’ ένα έργο τέχνης». - Το soundtrack του Γρα-Γρου; Προσωπικά με εντυπωσίασε ως προσθήκη στη δουλειά σας. (Θ. Πέτρου): Ο Μιχάλης Σιγανίδης δεν έχει φτιάξει ένα «μουσικό χαλί», δεν είναι το κλασικό soundtrack που θα βάλεις να παίζει ενώ διαβάζεις το βιβλίο. Ο Σιγανίδης έγραψε ένα δεύτερο Γρα-Γρου, έκανε μια δική του, προσωπική ανάγνωση της ιστορίας και έδωσε μια δική του ερμηνεία, μουσική και ηχητική. Στο soundtrack παίζουν εξαιρετικοί μουσικοί και, νομίζω, πρέπει ο αναγνώστης να δώσει προσοχή στις μουσικές συνάψεις που έχει φτιάξει ο Σιγανίδης – αξίζει να διαβάσεις το βιβλίο και να ακούσεις μετά τη μουσική του, ξεχωριστά. - Όμως η μουσική ακολουθεί τη ροή της ιστορίας; (Θ. Πέτρου): Είναι χωρισμένη σε κομμάτια αντίστοιχα με τις σκηνές του βιβλίου. - Και πώς ακούς τη μουσική; Το κόμιξ δεν συνοδεύεται από CD. (Θ. Πέτρου): Αν έχεις στο τηλέφωνό σου ένα QR Reader, απλώς θα κάνεις ανάγνωση του QR code που υπάρχει στο βιβλίο. Μπορείς όμως να χρησιμοποιήσεις και το σχετικό λινκ, που επίσης υπάρχει στο βιβλίο, και να ακούσεις το soundtrack σε live streaming. Μέσα σε έξι μήνες το Γρα-Γρου έχει πουλήσει περίπου 3.000 αντίτυπα. «Μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που οι πωλήσεις των κόμιξ σε όλον τον κόσμο βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, και ειδικά για ένα κόμιξ που δεν είναι σαν αυτό που περιμένεις να διαβάσεις», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Δεν απευθυνόμαστε στον δεκαοκτάχρονο που διαβάζει Σούπερμαν και Μπάτμαν». - Χωρίς να τον αποκλείετε, φαντάζομαι. (Θ. Πέτρου): Δεν τον αποκλείουμε, καθόλου. Απλώς δεν είναι όλα για όλους. Ούτε υπάρχει ιδεατός αναγνώστης, κατ’ εμέ. Όμως αυτός που διαβάζει Σούπερμαν δεν θα διαβάσει το Γρα-Γρου ούτε τα Μυστικά του Βάλτου. Μακάρι να το κάνει, αλλά δεν θα τα ξεφυλλίσει καν. Είναι εντελώς διαφορετική η αισθητική. - Σε ποιους απευθύνεστε, λοιπόν; Αν μπορούσαμε να ορίσουμε target group σ’ ένα βιβλίο που δεν έχει γίνει μ’ αυτόν τον σκοπό. (Γ. Παλαβός): Σ’ ένα κοινό καλλιεργημένων, ανοιχτόμυαλων ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία και δεν σνομπάρουν τα κόμιξ, αλλά αναγνωρίζουν ότι είναι μια σοβαρή, ώριμη μορφή τέχνης. Σε σοβαρούς αναγνώστες που, όπως θα διαβάσουν ένα καλό μυθιστόρημα ή θα παρακολουθήσουν μια καλή ταινία, ανάλογα θα εκτιμήσουν ένα καλό κόμιξ. - Εμπεριέχει ένα καλτ στοιχείο το Γρα-Γρου; Και δεν χρησιμοποιώ αρνητικά τον όρο «καλτ». (Γ. Παλαβός): Το καλτ έχει, ίσως, ένα στοιχείο ειρωνικό ή μπορεί να αποπνέει μια νοσταλγία για την «παλιά Ελλάδα» και όλα τα σχετικά... Εμένα δεν με αφορά αυτό. Το Γρα-Γρου ήταν για μένα κάτι ζωντανό, σύμβολο των παιδικών μου χρόνων και μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. «Κάποτε ο Σπύρος Δερβενιώτης είχε πει “κάνω κόμιξ αυτά που θα ήθελα να διαβάσω”. Τα δικά μου κόμιξ δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αυτά που θα ήθελα να διαβάσω, είναι πάντως αυτά που θέλω να κάνω εγώ, που “είμαι εγώ”», λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Θα συνεργαστείτε ξανά οι τρεις σας;» τον ρωτάω. «Κάτι θα κάνουμε. Για να τριτώσει το κακό», μου απαντάει γελώντας. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.