Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναζήτηση στην Κοινότητα

Εμφάνιση αποτελεσμάτων για ετικέτες 'εκδόσεις ένατη διάσταση'.

  • Αναζήτηση ανά ετικέτες

    Πληκτρολογήστε ετικέτες χωρισμένες με κόμματα.
  • Αναζήτηση ανά συγγραφέα

Τύπος περιεχομένου


Ενότητες

  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΝΕΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΒΟΗΘΕΙΑ
    • ΝΕΑ
  • ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    • ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
    • ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
  • ΧΑΛΑΡΩΜΑ
    • ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
    • ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ
    • ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Διάφορα
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Ντόναλντ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Super Μίκυ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Κόμιξ
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μίκυ Μάους
  • ΝΤΙΣΝΕΥ's Μπλα μπλα
  • VINTAGE's Συζήτηση
  • VIDEO GAMES's Γεν. Συζήτηση για Video Games

Blogs

  • Valt's blog
  • Dr Paingiver's blog
  • GCF about comics
  • Vet in madness
  • Θέμα ελεύθερο
  • Film
  • Comics, Drugs and Brocc 'n' roll
  • I don't know karate, but i know ka-razy!
  • Γερμανίκεια
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ή Η ΑΧΡΗΣΤΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • Κομικσόκοσμος
  • The Unstable Geek
  • Σκόρπιες Σκέψεις
  • Dhampyr Diaries
  • Περί ανέμων και υδάτων

Ημερολόγια


Βρείτε αποτελέσματα σε ...

Βρείτε αποτελέσματα που ...


Ημερομηνία Δημιουργίας

  • Αρχή

    Τέλος


Τελευταία ενημέρωση

  • Αρχή

    Τέλος


Φιλτράρετε με αριθμό ...

Εγγραφή

  • Αρχή

    Τέλος


Ομάδα


Member Title


MSN


Website URL


Yahoo


Skype


Πόλη


Επάγγελμα


Ενδιαφέροντα

  1. Δύο απολαυστικές σειρές του Πέτρου Χριστούλια, με πρωταγωνιστές που παλεύουν να μοιάσουν με υπερήρωες αλλά δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά, κυκλοφόρησαν σε δύο υπέροχες εκδόσεις. «Ο παππούς μου, που μοιραζόμαστε το ίδιο ονοματεπώνυμο, ήταν ράφτης. Γεννηθείς το 1901, είχε ήδη δικό του μαγαζί στην Κωνσταντινούπολη όταν αναγκάστηκε να φύγει μετά την καταστροφή. Συνέχισε αυτήν τη δουλειά στη νέα του πατρίδα για το υπόλοιπο της επαγγελματικής του ζωής. Όταν γύρισα στην πόλη μου μετά τις σπουδές στη συμπρωτεύουσα, κυριεύτηκα από μια μανία να ερευνήσω την οικογενειακή μου μικροϊστορία και στην κυριολεξία να σκαλίζω το σπίτι που μεγάλωσα. Σκέφτηκα ότι έτσι μπορώ να συνειδητοποιήσω από πού προέρχομαι ώστε κάποια στιγμή να πάω παραπέρα. Έπρεπε να συμφιλιωθώ με το μέρος που ποτέ δεν ένιωθα ότι ανήκω και ίσως κάποτε κατάφερνα να το οικειοποιηθώ. Μια ραπτομηχανή σε αχρηστία από την εποχή που η μητέρα μου περνούσε μια περίοδο εξερεύνησης της κοπτικής-ραπτικής, σε συνδυασμό με το επάγγελμα του παππού μου και τη δική μου ενασχόληση με τα κόμικς, ίσως ήταν το μείγμα μέσα στο οποίο πήρε μορφή η ιδέα ενός χάρτινου ήρωα που κατασκευάζει ο ίδιος μια υπερηρωική στολή και με τη μυστική του ταυτότητα προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το μέρος από όπου κατάγεται». Με αυτόν τον προσωπικό πρόλογο, ο Πέτρος Χριστούλιας διευκρινίζει τα κίνητρα και τις αφορμές που είχε για να φιλοτεχνήσει μια χιουμοριστική και πολύ συναισθηματική ιστορία με επίκεντρο τη γενέτειρά του, τη Χαλκίδα. «Η Μυστική Ταυτότητα» (εκδόσεις Ένατη Διάσταση, δημοσιευόταν από το 2009 ως το 2019 στο περιοδικό «Αν») έχει πρωταγωνιστή κάποιον καλοσυνάτο νέο άνδρα που φιλοδοξεί να σώσει τον κόσμο. Κι αν όχι ολόκληρο τον κόσμο, τουλάχιστον τον δικό του μικρόκοσμο, τη γειτονιά του. Ράβει στη ραπτομηχανή μια αυτοσχέδια στολή, φορά ένα σουρωτήρι στο πιγούνι κι ένα σορτσάκι πάνω από τη φόρμα του και ξεχύνεται στην πόλη με τα αθλητικά του παπούτσια. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με τις πιο μεγάλες προκλήσεις: με τους παλιούς του συμμαθητές, με τον καύσωνα, με τα λασπόνερα που εκτοξεύουν τα αυτοκίνητα, με πλανόδιους πωλητές καρπουζιών, με τις απορίες των παιδιών, με τις γιαγιάδες που κολυμπούν, με τους πολιτικάντηδες που μοιράζουν υποσχέσεις, με τον Αϊ-Βασίλη. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως είναι ο έρωτας της ζωής του, η γυναίκα μπρος στην οποία όλες οι «υπερηρωικές» δυνάμεις πάνε περίπατο. Τόση κούραση όμως έχει και συνέπειες. Κι έτσι ο φιλόδοξος και καλοπροαίρετος «υπερήρωας», που μόνο αυτός αντιλαμβάνεται ως τέτοιον τον εαυτό του, ταξιδεύει στα όνειρά του στη Μικρασιατική Καταστροφή, καταδιώκεται από την Γκεστάπο, ζει τον Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη για να ξυπνήσει απότομα και να προσγειωθεί στην πεζότητα των όμορφων, ατομικών φαντασιώσεών του. Το πολύ προσεγμένο επίμετρο του βιβλίου με το φωτογραφικό και εικονογραφικό υλικό που συνοδεύει το παράρτημα εξηγούν ακόμα καλύτερα τη δράση του μοναχικού vigilante μιας μικρής επαρχιακής πόλης στην επαρχία του κόσμου την ώρα που αυτός ονειρεύεται τη μητρόπολη. Ολοκληρώνοντας αυτήν την όμορφη συλλογή για τα όνειρα και τις πτήσεις που όσο πιο ψηλές είναι τόσο περισσότερο πονάνε οι πτώσεις. Ένας άλλος αλλόκοτος «υπερήρωας» ή, καλύτερα, μια υπερηρωική καρικατούρα μεταφερμένη στον μεταπολεμικό Πειραιά είναι ο Νυχτερίδας, πρωταγωνιστής στην «Τριλογία του Νυχτερίδα» (εκδόσεις Jemma Press). Ο ογκώδης τόμος του Πέτρου Χριστούλια περιλαμβάνει τις ιστορίες «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» και «Αφού μ’ αρέσει να γυρνώ», που είχαν κυκλοφορήσει τα προηγούμενα χρόνια σε αυτοτελείς εκδόσεις, καθώς και το ακυκλοφόρητο «Η Νυχτερίδα της Ασφάλτου». Και στις τρεις συνέχειες είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερα τεύχη του Καρέ Καρέ, αλλά η επίτομη έκδοση με το σύνολο του έως τώρα παραχθέντος υλικού με κεντρικό χαρακτήρα τον Έλληνα αξύριστο «Μπάτμαν» δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αποκτήσει μια συνολική εικόνα του παράξενου πρωταγωνιστή. Όλες οι ιστορίες εκτυλίσσονται τη δεκαετία του 1950, σε μια Ελλάδα τόσο μακρινή αλλά και τόσο κοντινή. Με μια αυτοσχέδια στολή κι αυτός, φανατικός καπνιστής, με πεσμένα αυτιά και με επιτηδευμένα αφημένα γένια, ο Νυχτερίδας πνίγει τον πόνο του στη ρετσίνα και ξεχνά τη μοναξιά του σε κουτούκια και ρεμπετάδικα. Ερωτευμένος με την τραγουδιάρα τη Θοδώρα, εξομολογείται τη ζωή του στον κάπελα: «Εμένα που με βλέπεις φίλε μου, ορφάνεψα νωρίς! Τους γονείς μου τούς έφαγε μπαμπέσικα κάποιος τζουτζές σε ένα στενοσόκακο κάτω στην Κοκκινιά. Εγώ έρχομαι εδώ να ακούω τη Θοδώρα και να ματώνει η καρδούλα μου». Και με την προφανή αναφορά στον Μπάτμαν που ορφάνεψε σε ένα στενοσόκακο στο Γκόθαμ, συστήνεται ως Κάπτεν-Μπατ ή «Καπετάν Νυχτερίδας στα ξένα». Υπηρέτης του και φωνή της λογικής είναι φυσικά κάποιος Άλμπερτ και βοηθός του ο Δεκαοχτούρας στον ρόλο του Ρόμπιν. Από παρόμοιες αναφορές σφύζει το πρώτο μέρος της τριλογίας που, εκτός από τις νύξεις στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής της μαύρης Δεξιάς και το πανταχού παρόν χιούμορ, αποτελεί μια σπάνια ηθογραφία της ελληνικής μικροαστικής και λαϊκής τάξης. Στο δεύτερο μέρος της σειράς, ο Καπετάν Νυχτερίδας αφήνει για λίγο τον Πειραιά και τις συνοικίες του και μεταφέρει τη δράση του στην Αθήνα, όχι με τόση ευχαρίστηση είναι αλήθεια: «Δεν μου αρέσει να ανεβαίνω στην Αθήνα. Ειδικά στο Κολωνάκι με όλους αυτούς τους ξιπασμένους αστούς», μονολογεί οδηγώντας το ιδιότυπο μπάτμομπίλ του. Θα ζήσει την περιπέτεια στην Πλάκα, στη σκιά της Ακρόπολης, θα γνωρίσει έναν νέο έρωτα, την Ασημίνα, και θα κατορθώσει να λύσει ακόμη ένα μυστήριο. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, η δράση ξαναγυρίζει στον Πειραιά και συγκεκριμένα στα Ταμπούρια, όπου ο Νυχτερίδας θα γνωρίσει το μέντιουμ Ζαΐρα, θα μπλεχτεί με τα μέλη ενός περιφερόμενου μπουλουκιού, θα γίνει φίλος με τον Μίμη τον Άτλα και θα ξεφύγει από τους ασφαλίτες που τον καταδιώκουν σε έναν μεταφορικό «Γύρο του Θανάτου», θα αποκαλύψει το σκοτεινό έργο ενός μαυραγορίτη. Και θα στεφθεί και πάλι νικητής κατορθώνοντας να περιστείλει τον αυθορμητισμό και τον συνήθη υπερηρωικό ναρκισσισμό του λέγοντας στον απορημένο Δεκαοχτούρα: «Αυτή τη φορά δεν θα αφήσω το υπερεγώ μου να γίνει εμπόδιο». Στην μπόνους ιστορία του τόμου μάλιστα, ο αναγνώστης μαθαίνει ότι ο Νυχτερίδας συνεχίζει το έργο του τρεις δεκαετίες μετά, σε προχωρημένη ηλικία, αλλά ακόμη ακμαίος και ακαταπόνητος όπως ο Μπάτμαν στη σειρά «Σκοτεινός Ιππότης» του Φρανκ Μίλερ. Με την Εντούρο του Δεκαοχτούρα, πάνε μαζί σε μια ντίσκο των 80s και μπλέκουν σε έναν καβγά για να ακολουθήσει καταδίωξη με μηχανές υπό το βλέμμα των αφισών με τον Ανδρέα Παπανδρέου να διαλαλεί την «Αλλαγή». Για να κλείσει έτσι αυτή η ιδιότυπη τετραλογία – όχι όμως και η χάρτινη «ζωή» του αλλόκοτου χαρακτήρα – που συνοδεύεται από ένα παράρτημα με τις επιπλέον εμφανίσεις του Νυχτερίδα σε άλλα μέσα και έναν επίλογο του Πέτρου Χριστούλια που καταλήγει ως εξής: «Πουθενά δεν εξηγείται επαρκώς γιατί ο Νυχτερίδας κυκλοφορεί ντυμένος έτσι σαν μασκαράς. Ίσως έχει να κάνει με κάποιο τραύμα από την εποχή που τα αλητάκια του λιμανιού τον κορόιδευαν που οι γονείς του τον έντυναν ναυτάκι και τον έσερναν στους παραλιακούς τους περιπάτους στον Πειραιά. Μπορεί απλά πίσω από τη μάσκα να νιώθει ότι κρύβει όλα εκείνα που δεν θα του επέτρεπαν να κυκλοφορεί στα στέκια που δεν πιστεύει ότι ανήκει πραγματικά. Εγώ πάντως πίσω από τη μάσκα του Νυχτερίδα είχα την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξω εποχές που πάντα με γοήτευαν». Και το σχετικό link...
  2. Είναι πολύ συνηθισμένο για έναν δημιουργό κόμικς, όταν σκαρώνει μια ιστορία να αφοσιώνεται σε αυτήν μέχρι να την ολοκληρώσει. Ο Σταύρος Κιουτσιούκης λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Τιμώμενος καλλιτέχνης στο πρόσφατο φεστιβάλ του Comicdom, παρουσίασε τρεις νέες δουλειές του με υπέροχα σχέδια και εντελώς διαφορετικές θεματικά. Από τους πιο παραγωγικούς και ανήσυχους νέους καλλιτέχνες των ελληνικών κόμικς, ο σαραντάχρονος Σταύρος Κιουτσιούκης έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να πλάθει ιστορίες ασταμάτητα, κινούμενος σε διαφορετικά σεναριακά είδη, συνήθως με το χιούμορ στο επίκεντρο. Μια από τις λίγες «σταθερές» στο έργο του είναι οι ρετρό αναφορές με διάθεση αυτοϋπονόμευσης και παρωδίας και η διαρκής επιστροφή στον πιο διάσημο χαρακτήρα του, το ευάλωτο, άτυχο, ετοιμοθάνατο, αλλά διόλου ψοφοδεές «Yellow Boy», με τις «περιπέτειες» του οποίου από το κρεβάτι ενός νοσοκομείου κυκλοφορούν πέντε τόμοι («Οι θλιβερές περιπέτειες του Yellow Boy», «Οι ακόμα πιο θλιβερές περιπέτειες του Yellow Boy», «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», «Το κουρέλι τραγουδάει ακόμη», «Θέλεις να πεθάνω;»). Πού και πού γράφει σενάρια για άλλους δημιουργούς, όπως έπραξε με τη γλυκύτατη και γεμάτη ευαισθησία «Τσαλακωμένη ουρά» που σχεδίασε η Έφη Θεοδωροπούλου και με την «Pizza Peperoni» σε συνεργασία με έξι διαφορετικές σχεδιάστριες, σταθερά δημιουργεί για την ιστοσελίδα socomic.gr, ενώ συμμετείχε και σε πειραματικές, ομαδικές απόπειρες σχολιασμού της φύσης και των δυνατοτήτων των κόμικς, όπως αυτή του «The Very Closed Circle». Στο πρόσφατο φεστιβάλ του Comicdom ήταν ο τιμώμενος καλλιτέχνης και σχεδίασε την αφίσα παρουσιάζοντας μια μικρή έκθεση με ορισμένα αντιπροσωπευτικά έργα του, φιλοτεχνεί τη σειρά «Γιαχνί» με μικρές ιστορίες εμπνευσμένες από την ταβέρνα «Το Κουρμπέτι», ενώ η παρουσία του σε εκδηλώσεις, ομιλίες και άλλες εξωστρεφείς δραστηριότητες είναι αδιάκοπη, ιδιαίτερα από τότε που έκλεισε το φαρμακείο του στη Θεσσαλονίκη για να δοθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη του. Με όλα αυτά πού να βρεθεί χρόνος για κάτι άλλο; Και όμως, τρία νέα έργα του κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα πριν από λίγες μέρες και μάλιστα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Το «Έχεις πεθάνει για μένα» (εκδόσεις Ένατη Διάσταση) αποτελεί «μια παράξενη ιστορία, η ενέργεια της οποίας πηγάζει από τους αυτοσχεδιαστικούς πειραματισμούς, την απουσία ντεκουπάζ, τους σουρεαλιστικούς διαλόγους και την άναρχη διαδοχή σκηνών πλαισιωμένων από μια αυστηρά οριοθετημένη σκηνοθεσία», όπως επισημαίνει ο Πάνος Κρητικός, προλογίζοντας την έκδοση. Στην ιστορία συμμετέχουν γκάνγκστερ και ζόμπι χωρίς να δίνονται και πολλές πολλές εξηγήσεις για την εξέλιξη του σεναρίου, φέρνοντας στον νου τα κόμικς του Daniel Clowes και λειτουργώντας σαν ένα κόμικς ανάλογο, με μπόλικο χιούμορ στη θέση του ψυχολογικού τρόμου, των δυσερμήνευτων αλλά γοητευτικών ταινιών του David Lynch. Επιπλέον, το «Έχεις πεθάνει για μένα» αποτελεί και μια συνομιλία με το έργο του Γιώργου Τσούκη, που παλαιότερα είχε συνεργαστεί με τον Κιουτσιούκη, αν και εδώ και χρόνια έχει αποσυρθεί από τα κόμικς, ίσως ως μια προτροπή για να επιστρέψει και να εξακολουθήσει να δημιουργεί σπουδαίες δουλειές. Σε εντελώς διαφορετικό στιλ, το «Πώς να βγείτε ένα χάλια ραντεβού, ειδικά αν είστε ιπποπόταμος» (εκδόσεις Zart-Corps) είναι μια σύντομη ιστορία που περιγράφει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος της, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που μπορεί να συμβούν σε ένα ραντεβού (ή, καλύτερα, σε κάθε ραντεβού;) ενώ τέλος, τα «Πατουσάκια» (εκδόσεις Jemma) είναι μια ακόμη απόπειρα φιλοτέχνησης μιας σοφτ πορνογραφίας μετά τον «Δεξιοτέχνη» και τη «Νικολέτ» του Κιουτσιούκη. Πρωταγωνιστούν, εν είδει φετίχ, δεκάδες γυναικεία πέλματα σε ατέλειωτες στάσεις, σε ένα στιλ που παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όταν τα αγόρια-έφηβοι μάθαιναν τη γυναικεία ανατομία μόνο από τα φτηνά πορνοπεριοδικά που κυκλοφορούσαν κρυφά κάτω από τα θρανία. Όπως επισημαίνει ο Λευτέρης Σταυριανός στον πρόλογό του: «Είναι σίγουρο πως αν ο Κιουτσιούκης δημιουργούσε στα ’60s ή στα ’70s θα μιλούσαμε σήμερα για έναν μεγάλο δημιουργό των ερωτικών κόμικς. Εξάλλου, ήταν εποχές που ο κόσμος καύλωνε με στυλ, και το στυλ είναι κάτι που ο Σταύρος το έχει στο τσεπάκι!» Επειδή, πράγματι, ο Κιουτσιούκης είναι δεξιοτέχνης του στιλ, κάθε νέα του δουλειά είναι ενδιαφέρουσα και ευπρόσδεκτη. Κι επειδή τα θέματά του ποικίλλουν σε ακραίο βαθμό, από την αγωνία ενός ιπποπόταμου σε ραντεβού μέχρι τις γυναικείες πατούσες ως ερωτογενείς ζώνες, δεν γίνεται ποτέ βαρετός. Αντιθέτως, ανανεώνεται με κάθε νέο του βιβλίο, συμβάλλοντας με τις αδιάκοπες δράσεις του στη διαρκή ανανέωση των ελληνικών κόμικς. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.