Μετάβαση στο περιεχόμενο

ramirez

Members
  • Περιεχόμενο

    5046
  • Εγγραφή

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Κερδισμένες ημέρες

    14

Όλα όσα δημοσιεύθηκαν από ramirez

  1. Ένας κόσμος γεμάτος κόμικς, σκίτσα και εικονογραφήσεις αποκαλύπτεται στον Νέο Κόσμο! Στην Delirium Athens, τη μόνη γκαλερί η οποία προσεγγίζει και προβάλλει είδη σύγχρονης ελληνικής street art, pop-surreal, dark art και ό,τι ευρύτερα περιλαμβάνεται στην αστική σκηνή τέχνης (Urban Art), εκθέτουν τα έργα τους σημαντικές καλλιτέχνιδες και καλλιτέχνες. Αντικείμενο της συγκεκριμένης έκθεσης, η οποία εγκαινιάστηκε στις 19/1, είναι η σύνδεση της ζωγραφικής με δημοφιλείς υποκουλτούρες που αποτυπώνονται εικαστικά σε χαρτί, καμβά και τρισδιάστατη μορφή. Συμμετέχουν οι: Vang, Φώτης Κολοκυθάς, Yeti, Ιάκωβος Βάης, Rayve, Γιάννης Τσιλίκας, Heri, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Daniel Tale, Junkart, Sergios, Γρηγορία Βρύττια, M.Aναστασοπούλου, Βασίλης Νικολόπουλος, Διονύσης Διγώνης. Έργο του Ιάκωβου Βάη ♦ Cartoons, Comics & illustrations Πού: Delirium Athens Gallery, Ευστράτιου Πισσά 49, Ν. Κόσμος (πλησίον Μετρό Ν. Κόσμου) Πότε: Μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 2024 Μέρες και ώρες λειτουργίας: Δεύτερα, Παρασκευή, Σάββατο: 11.00-14.00, Τρίτη-Πέμπτη:18.00-21.00, Κυριακές: κλειστά. Και το σχετικό link...
  2. Κατάφερνε να αποδώσει με ξεχωριστό τρόπο τις εκφράσεις των χαρακτήρων του σε σκηνές περιπέτειας, καταδίωξης, αγωνίας, φρίκης. Αν ζούσε θα έκλεινε σε λίγες ημέρες τα 98 του χρόνια και, πιθανώς, θα ήταν ένας θρύλος των κόμικς. Πέθανε όμως το 1958 σε ένα τραγικό αυτοκινητικό δυστύχημα, σε ηλικία μόλις 32 ετών, χωρίς να προλάβει να κάνει την καριέρα που όλοι προέβλεπαν, ούτε να δει την εξέλιξη της Atlas Comics, μιας μικρής εταιρείας της δεκαετίας του 1950, σε έναν εκδοτικό κολοσσό, τη Marvel. Ο Joe Maneely ήταν ένας σχεδιαστής-φαινόμενο για τον οποίο οι συνεργάτες του πίστευαν πως είναι ικανός να μεταφέρει στο χαρτί κάθε ιδέα, όσο απαιτητική κι αν ήταν. Σύμφωνα με τον Stan Lee, «ο Joe Maneely θα μπορούσε να είναι ο επόμενος Jack Kirby. Μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, να κάνει τα πάντα να φαίνονται συναρπαστικά και, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως ήταν ταχύτερος από τον Jack». Οι πιο γνωστές δημιουργίες του ήταν οι χαρακτήρες του Black Knight, του Ringo Kid, του Yellow Claw και του Jimmy Woo, ενώ ήταν φίλος και συνεργάτης του Steve Ditko, του John Romita, Sr, του George Ward και του John Severin. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, θεωρούνταν δεξιοτέχνης στις ιστορίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας. Κι αυτό γιατί κατάφερνε να αποδώσει με ξεχωριστό τρόπο τις εκφράσεις των χαρακτήρων του σε σκηνές περιπέτειας, καταδίωξης, αγωνίας, φρίκης. Το τεράστιο ταλέντο του που δυστυχώς δεν ξεδιπλώθηκε ποτέ, ήταν η αιτία για να του αφιερώσει η Fantagraphics Books τον πρώτο τόμο της νέας της σειράς η οποία θα παρουσιάσει όλα τα μεγάλα ονόματα της εταιρείας-πρόδρομου της Marvel. Το «Τhe Atlas Artist Edition Vol. 1: Joe Maneely» (256 σελίδες) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες σε επιμέλεια του Michael Vassalo, περιγράφει τη σύντομη ζωή και το μεγάλο έργο του Joe Maneely με πολλά βιογραφικά στοιχεία, ιστορικές πληροφορίες, κείμενα φίλων και συνεργατών του κ.ά. και αναδεικνύει τις λεπτομέρειες των σχεδίων του, τις καινοτομίες του, τις επινοήσεις του σε διαφορετικών απαιτήσεων αφηγήσεις και καθετί που τον κατέστησε ξεχωριστό και πρωτοπόρο. Και πιο ξεχωριστό ήταν σίγουρα το βλέμμα των προσώπων του λίγο πριν από το τέλος. Και το σχετικό link...
  3. National League 2: Τα μπλουζάκια Μπάτμαν για τον Αντώνη Φώτση έκλεψαν την παράσταση στο Ηλυσιακός – Πανναξιακός Το παρατσούκλι του Αντώνη Φώτση ως Μπάτμαν είναι ευρέως γνωστό στον μπασκετικό κόσμο και ορισμένοι μικροί φίλοι του Ηλυσιακού βρήκαν τρόπο να τον τιμήσουν με έναν ιδιαίτερα ευφάνταστο τρόπο στην αναμέτρηση της ομάδας τους με αντίπαλο τον Ηλυσιακό για τη National League 2. Συγκεκριμένα, τα μπλουζάκια που απεικόνιζαν τον Αντώνη Φώτση ως άνθρωπο-νυχτερίδα έκαναν την εμφάνισή τους στο κλειστό, με την αναφορά να είναι σαφής για τον έμπειρο φόργουορντ που συνεχίζει την μακρά του διαδρομή στα παρκέ. Ο Φώτσης είναι πλέον 42 ετών και αγωνίζεται με τη φανέλα του Ηλυσιακού από το 2017, όταν και επέστρεψε στον πρώτο σταθμό της επαγγελματικής του καριέρας μετά το 1997. Και το σχετικό link...
  4. Ο Αντώνης Βαβαγιάννης, ο κομίστας πίσω από τα «Κουραφέλκυθρα», που κάποτε τα είχαν απορρίψει όλα τα έντυπα ενώ τώρα έγιναν ταινία στο Cinobo, λαμβάνει για τα πολιτικά του σκίτσα μηνύματα σύμφωνα με τα οποία κάθε εβδομάδα τα παίρνει από άλλο κόμμα. Γεννήθηκα στα ‘80s στην Κυψέλη, στην οδό Σπετσών, σε μία από τις ελάχιστες μονοκατοικίες με κήπο, που δεν υπάρχει πια και σήμερα ακούγεται σαν κάτι το σπάνιο. Είχα χαρούμενα παιδικά χρόνια σε αυτό το σπίτι, θα ήθελα πολύ δηλαδή να υπήρχε μια χρονομηχανή ώστε να μπορέσω να ξαναμπώ σε αυτό, να το ξαναδώ. Στα ‘90s μετακομίσαμε στην Πλατεία Αμερικής. Πιο ζόρικη η περιοχή, πιο ζόρικα και τα χρόνια αυτά για μένα, αφού ήμουν στην εφηβεία που έχει σκαμπανεβάσματα και οι αναμνήσεις μου έχουν τα δικά τους. • Οι γονείς μου ήταν πανεπιστημιακοί, χημικοί και οι δύο. Ο πατέρας μου προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια – η γιαγιά μου ήταν χορεύτρια και ο παππούς βιολοντσελίστας στην Κρατική Ορχήστρα – που όμως του είχε απαγορεύσει να ασχοληθεί με οποιονδήποτε τρόπο με τη μουσική, θεωρούσαν πως οι καλλιτέχνες έχουν δύσκολη ζωή. Και παρόλο που ο πατέρας μου είχε κλίση στη μουσική, ποτέ δεν καταπιάστηκε με αυτή, μόνο έπαιζε κρυφά ντραμς σε κάτι ροκ συγκροτήματα της εποχής και αγόραζε πάρα πολλούς δίσκους. Βρισκόμουν λοιπόν σε ένα σπίτι στο οποίο ακουγόταν πολλή μουσική, από τον πατέρα μου rock ‘n’ roll και soul, από τον αδελφό μου punk και ψυχεδελική ροκ, αλλά έπρεπε να μεγαλώσω για να καταλάβω ότι αυτά που ακούγαμε εμείς δεν ήταν αυτά που άκουγε ο υπόλοιπος κόσμος, είχα πάρα πολλά ερεθίσματα, αλλά υπήρχε ένα κενό μεταξύ της πραγματικής ζωής και όσων ήξερα εγώ. • Αν με έβαζαν μπροστά στο αρμόνιο, θα έπαιζα όλη μέρα. Και όταν έβγαιναν οι γονείς μου με τους φίλους τους για φαγητό μού έφερναν ένα μπλοκ, μαρκαδόρους και περνούσα τέλεια. Οτιδήποτε δημιουργικό μού τραβούσε την προσοχή. Πήγαινα ωδείο, έκανα πιάνο, από πιτσιρικάς μπήκα σε μπάντες, το πρώτο μου λάιβ σε μπαρ το έκανα στα δεκαπέντε, θεωρούσα δεδομένο ότι στη ζωή μου θα ασχοληθώ με τη μουσική, ένιωθα ότι αυτό ήταν το μεγάλο μου κόλλημα. Όταν ήρθε η ώρα των Πανελληνίων, ειπώθηκε αυτό το κλασικό «να κάνεις και τη μουσική σου, και ό,τι σου αρέσει, αλλά να βγάλεις και μια σχολή». Κάπως έτσι οδηγήθηκα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Αθήνας, δεν ήταν ακριβώς η πρώτη μου επιλογή, αλλά δεν ήταν κάτι το τελείως άσχετο για μένα, έβλεπα αυτήν τη δουλειά με καλό μάτι. • Είχα αρχίσει να κάνω κομιξάκια με έναν φίλο μου ήδη από το δημοτικό, τραβούσαμε ο ένας τον άλλον σε αυτό, όμως δυστυχώς η κινητήρια δύναμη που μας έσπρωχνε ήταν ότι κοροϊδεύαμε έναν άλλον φίλο μας σε αυτά, όχι πολύ ευγενικά κιόλας. Ευτυχώς τα είχαμε δείξει σε λίγους. Και μας έχουν συγχωρήσει όλοι αυτοί που σατιρίζαμε από την τάξη μας σε εκείνη την ηλικία. • Με το που τελειώνω τη σχολή, ξεκινάω να δουλεύω στη Σχολή Χιλλ. Από τη μία, είναι απίστευτο συναίσθημα να ξέρεις ότι έχεις δώσει κάτι στα παιδιά, να συναντάς μαθητές σου μετά από χρόνια και να σε χαιρετάνε. Από την άλλη, είναι μια δουλειά φοβερά αγχωτική και πιεστική, έχεις τεράστια ευθύνη, δεν είναι ότι έκανες ένα λάθος και δεν τρέχει τίποτα. Ταυτόχρονα με τη δουλειά στο σχολείο παίζω στους Empty Frame, που ήταν η μπάντα μου για πολλά χρόνια και μια πολύ όμορφη ιστορία για μένα, σε μια περίοδο που υπήρχε ως σκηνή το alternative ελληνικό ροκ. Παράλληλα, ξεκινάω δειλά-δειλά και το κόμικ. Πρώτα ασχολούμαι με αυτό ως σεναριογράφος σε συνεργασία με τον Σπύρο Δερβενιώτη και το 2007 αποφασίζω ότι πρέπει να κάνω κάτι πιο προσωπικό, κάτι εντελώς δικό μου. Τότε δεν είχαμε social media, όμως υπήρχαν ακόμα περιοδικά, η πρώτη μου σκέψη λοιπόν ήταν να φτιάξω ένα demo με δέκα στριπάκια και να τα στείλω σε ό,τι περιοδικό υπήρχε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, και δεν το λέω με πικρία, ήταν πολύ πρωτόλεια τα σχέδιά μου, σε μια εποχή που για να σε βάλουν σε έντυπο θα έπρεπε να έχεις ένα σχεδιαστικό επίπεδο. • Ανεβάζω ό,τι κάνω σε ένα δικό μου site και τα «Κουραφέλκυθρα» αρχίζουν να αποκτούν κοινό, που εκείνη την εποχή σήμαινε ότι κάποιος έπρεπε να σκέφτεται «ανέβασε κάτι αυτός ο τύπος;» και να μπαίνει κάθε εβδομάδα να δει αν όντως το έκανα. Να τα διάβαζαν εκατό άτομα; Αλλά φανατικά, σταθερά, κάτι τους είπε αυτό το πράγμα. Στην αρχή είχαν συγκεκριμένους χαρακτήρες, ενώ όσο περνάει ο καιρός είναι πιο ανεξάρτητα, κάτι που δείχνει πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος, πόσο δύσκολα επενδύει σήμερα σε κάτι που έχει συνέχεια. • Αργότερα τα «Κουραφέλκυθρα» μπήκαν στο Comicdom Press και στο So Comic, στο σάιτ από όπου πέρασαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες κομιξάδες εκείνης της εποχής, το οποίο σε πλήρωνε μάλιστα για να κάνεις κόμικ, κάτι που ήταν αδιανόητο. Στην παρουσίαση του πρώτου μου βιβλίου σε κομιξάδικο της Αθήνας πρέπει να έδωσα δέκα τεύχη, εκ των οποίων τα πέντε πρέπει να τα πήρε η μάνα μου. Μετά μπήκα στο Facebook. Κακά τα ψέματα, αυτό βοήθησε να φτάσει η δουλειά μου και σε εκείνους που δεν είχαν ακούσει για τα «Κουραφέλκυθρα» από κάποιον φίλο τους. Σήμερα θεωρώ πως έχουν γίνει κάπως γνωστά σε έναν συγκεκριμένο κόσμο, όμως παραμένουν ακόμα ένα underground κόμικ. • Έρχεται το μεγάλο break down για μένα όταν έχω μια δουλειά στην οποία πρέπει να πηγαίνω κάθε μέρα προετοιμασμένος, είμαι σε μια μπάντα που έχει πρόβες, ηχογραφήσεις, περιοδείες, και από εκεί που έκανα ένα στριπάκι μία φορά την εβδομάδα, ξαφνικά διαχειρίζομαι τα social media για το κόμικ μου, τρέχω σε όλα τα φεστιβάλ για να δείξω τα βιβλία μου, φτιάχνω μπλουζάκια και κούπες, συνεργάζομαι με site. Ωραία αυτή η ιστορία του πολυπράγμονα και του πολυτάλαντου, αλλά έπρεπε να επιβιώσω κιόλας. Οπότε αποφασίζω ότι κάτι θα σταματήσω. Έφυγα από τους Empty Frame, τα παιδιά συνεχίζουν ακόμα και είναι πολύ φίλοι μου, ήταν μία από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που πήρα, αλλά δεν έβγαιναν οι χρόνοι και κάπως είχε χαθεί η μαγεία για μένα στη μουσική. Ξεκινάω να ασχολούμαι και με τη γελοιογραφία και μετά ήρθε η ώρα του σχολείου, από το οποίο είμαι τρία χρόνια τώρα σε άδεια άνευ αποδοχών. Μετά προέκυψε και το ραδιόφωνο από το πουθενά, δεν είναι κάτι που το κυνήγησα. Είχα πάει να δώσω μια συνέντευξη στο Nostos 100.6, κάπως τους έκανα και την επόμενη χρονιά μού πρότειναν να έχω τη δική μου εκπομπή. Σε κάθε τι καινούργιο και δημιουργικό λέω «πάμε». Οπότε και πάλι δεν έχω ζωή, γιατί στην Ελλάδα, αν θες να επιβιώσεις από αυτά που σου αρέσουν, πρέπει να δουλεύεις άπειρες ώρες. • Κανείς από τους χαρακτήρες με τους οποίους ξεκίνησαν τα «Κουραφέλκυθρα» δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Ο θείος Αιμίλιος εμφανισιακά μοιάζει με έναν αδελφό του παππού μου, τον θείο Νάκο, που τον αγαπούσα πολύ και έζησε μέχρι τα εκατό. Μόνο που ο θείος Νάκος είχε απίστευτο χιούμορ και οι ιστορίες που έλεγε είχαν πάντα ενδιαφέρον, ήταν ένας συναρπαστικός αφηγητής, σε αντίθεση με τον θείο Αιμίλιο που βασίζεται στη μορφή του Έλληνα θείου ο οποίος ξεκινάει να μιλάει στο τραπέζι, πάει από το ένα θέμα στο άλλο και εσύ αναρωτιέσαι πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Όσο για το ότι μοιάζει ο τρόπος που μιλάει με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, στην αρχή δεν το είχα σκεφτεί, αργότερα όμως όταν μου το επισήμαναν, εννοείται ότι πήρα και εγώ στοιχεία από αυτόν, αλλά κυρίως άνοιγα βιβλία του Καρκαβίτσα, του Καραγάτση, του Βενέζη, του Μυριβήλη, μάζευα ωραίες λέξεις που έχουν χαθεί και τις έβαζα όλες στον θείο Αιμίλιο. • Στο κόμικ – στο δικό μου τουλάχιστον – το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς και το πιο δύσκολο είναι το σενάριο, όταν με ρωτάνε δηλαδή πόση ώρα μου παίρνει να το φτιάξω, δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω. Μπορεί να μου έρθει τώρα μια ιδέα και να μη μου πάρει χρόνο, να πάω σπίτι και να κάτσω να τη φτιάξω, και είναι και άλλα στριπάκια που κάθομαι και ζυγίζω την κάθε λέξη τους, που κοιτάω να δω πώς θα βάλω και στο background κανένα αστειάκι. Το χειρότερο είναι να μη σου έρχεται τίποτα, αυτό είναι βασανιστικό μέχρι αηδίας. • Έχω διατηρήσει το στυλ μου μέσα στα χρόνια, είναι κάπως… αφαιρετικό να το πω; Παιδικό; Αλλά δεν μπορώ και καλύτερα. Πάντως νομίζω πως έχει εξελιχθεί, αν πάρεις το πρώτο στριπάκι που έκανα και το τελευταίο, δεν είναι το ίδιο πράγμα, σε καμία περίπτωση, ωστόσο υπάρχει μια συνέχεια. • Πώς προέκυψε η λέξη «Κουραφέλκυθρα»: Υπάρχει η εκδοχή ότι είναι απλώς μια λέξη που εκφράζει απόλυτα το συγκεκριμένο κόμικ, δεν σημαίνει τίποτα, δεν θέλει να σου περάσει κάποιο μήνυμα, θέλει απλώς να γελάσεις. Υπάρχει και μια άλλη θεωρία, αφορά ένα όραμα που είχα δει με τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος εμφανίστηκε μπροστά μου και μου είπε «σε παρακολουθώ από ψηλά, παιδί μου, και με αυτό το όνομα θα πας μπροστά, θα διαπρέψεις στα γράμματα αν το χρησιμοποιήσεις», και από τότε το χρησιμοποιώ. Μόνο την τοποθεσία στην οποία μου εμφανίστηκε δεν έχω βρει ακόμα, το δουλεύω όμως. • Δεν θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει λογοκρισία, όμως δεν θα κάνω ένα στριπ το οποίο να είναι ενάντια σε ομάδες που διεκδικούν δικαιώματα, δεν θέλω, δεν μου βγαίνει. Έχει να κάνει με τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, με κάποια εσωτερικά όρια, δεν θα το έκανα ακόμα και σε εποχές που δεν ήμασταν τόσο προσεκτικοί. Κάποια λίγα παλιότερα σκίτσα μου που τα βλέπω τώρα δεν θα τα αφαιρέσω από τα παλιά βιβλία γιατί είναι κομμάτι της ιστορίας των «Κουραφέλκυθρων», αλλά μπορεί να βάλω πια ένα σχόλιο από κάτω ότι δεν πέτυχαν τον σκοπό τους γιατί σήμερα μπορεί να ερμηνευτούν διαφορετικά. Επίσης ξέρω ότι πια θα υπάρξουν κάποιες αντιδράσεις που είναι υπερβολικές και του ίντερνετ, όχι της πραγματικής ζωής, όπως αυτές που είδα σε ένα στριπάκι που χρησιμοποιούσε το τραγούδι «Είσαι Κινεζάκι; Τρως πολύ ρυζάκι;». Αν θες να βρεις κάτι για να παραπονεθείς, θα το βρεις. Για τα πολιτικά μου σκίτσα μού στέλνουν μηνύματα σύμφωνα με τα οποία κάθε εβδομάδα τα παίρνω από άλλο κόμμα. Δεν γίνεται να έχεις άποψη, κάποιο κόμμα θα σε πληρώνει. • Είμαστε σε μια εποχή στην οποία είναι πολύ εύκολο να κριθείς για το έργο σου. Ο καθένας θα έπρεπε να εκφράζεται και να κάνει αυτό που θέλει και να κρίνεται γι’ αυτό. Το κακό είναι ότι είμαστε άσπρο ή μαύρο, δεν υπάρχουν πια αποχρώσεις ώστε αν κάποιος κάνει ένα λάθος να μπορείς να πεις «εντάξει, έκανε μια μαλακία». Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ότι προσέχω κάθε λέξη μου, ακολουθώ το ένστικτό μου, οι άνθρωποι που με παρακολουθούν ξέρουν και τις προθέσεις μου. Εννοείται πως θα υπάρξει κοινό που θα σε μισήσει, ειδικά όσον αφορά το πολιτικό σκίτσο. Αν δεν σε μισήσουν οι φασίστες, τι κάνεις σε αυτήν τη ζωή; Και τα «Κουραφέλκυθρα» όμως υπάρχει κόσμος που τα μισεί, που δεν τα πιάνει με τίποτα. Όταν ανέβαιναν στο Luben, υπήρχαν και εκείνοι που έλεγαν «πότε θα τον διώξετε αυτόν;». Έτσι είναι τα social media. • Τελευταία γελάω πάρα πολύ με ένα αυτοσχεδιαστικό κωμικό podcast, το «Comedy Bang! Bang!». • Είναι περίεργο πράγμα η έμπνευση. Το πιο σύνηθες για μένα είναι να μου έρθει κάτι πάνω σε συζήτηση ή παρατηρώντας πράγματα της καθημερινότητας. Θα σου πω πώς σκέφτηκα δυο αστεία αυτή την εβδομάδα: Το ένα προέκυψε μιλώντας με κάποιους φίλους μου από το δημοτικό· λέγαμε ότι όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε μπάλα συνηθίζαμε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον «είσαι ατομιστής», που για εμάς σήμαινε «δεν δίνεις πάσες», αν και ο ατομισμός είναι μια σοβαρή φιλοσοφική έννοια, άρα θα μπορούσαμε να λέμε και «είσαι υπαρξιστής/ μανιχαϊστής/ γιατί δίνεις τόσες πάσες, είσαι αλτρουιστής;». Μετά, είχα ένα θέμα με τον αυχένα μου, πονούσα και έτυχε να πετύχω σε ένα μαγαζί μια αφίσα με το «Φιλί» του Κλιμτ. Βλέποντας λοιπόν τη σκυφτή φιγούρα του πίνακα, έκανα τη σύνδεση με το δικό μου πρόβλημα, σκέφτηκα ότι και αυτός ο τύπος θα μπορούσε να έχει αυχενικό. Και μετά είπα «ποιον πας να φιλήσεις και πρέπει να σκύψεις κατά αυτόν τον τρόπο; Τις γάτες σου που δεν γουστάρουν», και έτσι βγήκε ένα στριπάκι. Συνήθως αυτά που έρχονται φυσικά είναι και τα πιο αστεία. Όταν μου έρθει μια καλή ιδέα, είναι φοβερό το συναίσθημα, θα ξυπνήσω την επόμενη μέρα και θα φτιάξω ένα «Κουραφέλκυθρο» με μια τεράστια χαρά που για καμία άλλη δουλειά δεν θα είχα. • Ο καλλιτέχνης Λαχταριστός Σαβαγιάρ έχει προκύψει από όταν είχα πάει σε μια Μπιενάλε και είχα δει ένα έργο που ήταν ένας κενός χώρος και είχε για τίτλο κάτι του στυλ «Η αγάπη». Με τον χαρακτήρα της Ζοζεφίνας ταυτίζονται πάρα πολλοί – και κρύβει και την πιο ωραία ιστορία. Όλοι λίγο-πολύ στο σχολείο ήμασταν σαν εκείνη ή ξέραμε κάποιον που ήταν έτσι. Όταν δούλευα σε τάξη, ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο το να προσπαθώ να εξηγήσω κάτι, να λέω «έχετε απορίες;», και να σηκώνει ένα παιδάκι το χέρι για να ρωτήσει κάτι τελείως άσχετο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως όταν τη σχεδίαζα είχα στο μυαλό μου μια μέρα εκδρομής σε ένα μουσείο, που πάλευε η ξεναγός να μιλήσει στα παιδιά για μια επιτύμβια στήλη η οποία αποτύπωνε ένα άθλημα. Ρωτούσε τα παιδιά «τι σας θυμίζει αυτό, μήπως κάτι από το σήμερα;». Και σηκώνει ένα πιτσιρίκι το χέρι του και λέει «κυρία-κυρία, αυτό το λαμπατέρ που έχετε εκεί το έχουμε και στο σπίτι μας». Αυτή η παιδικότητα τού «πρέπει να πω αυτό που έχω στο μυαλό μου και χέστηκα για το τι μου λες εσύ» οδήγησε στον χαρακτήρα της Ζοζεφίνας. • Κάνω μεγάλο αγώνα προκειμένου να μη με απασχολεί ποιο «Κουραφέλκυθρο» πήρε like και πιο όχι τόσα, δυστυχώς δεν τα καταφέρνω, μου είναι πολύ δύσκολο. Αλλά προσπαθώ, γιατί αυτό που θέλω στ’ αλήθεια δεν είναι το να γίνει κάτι viral σήμερα και αύριο να μην ασχολείται κανείς μαζί του. Ήθελα τα «Κουραφέλκυθρα» του 2007 να διαβάζονται και σήμερα, να έχουν μια συνοχή, και ο μόνος τρόπος για να την εξασφαλίσω είναι να κάνω πράγματα που πιστεύω, ακόμα και αν κάποια δεν πάνε καλά στα like. Υπάρχει κόσμος που έρχεται σε όλα τα φεστιβάλ, που με στηρίζει στο Patreon, που αγοράζει τα βιβλία ενώ μπορεί να βρει όλα σχεδόν τα «Κουραφέλκυθρα» δωρεάν στο ίντερνετ πια. Θεωρώ ότι αυτό είναι το κοινό που έχτισα ακολουθώντας πάντα αυτό που εμένα μου φαίνεται true και αστείο. • Αν με έχει απογοητεύσει κάποιος σκιτσογράφος που παρακολουθούσα; Σίγουρα πάρα πολύς κόσμος έχει απογοητευτεί από τον Αρκά. Ήταν μια επιρροή μου και προσωπικά με έχει βοηθήσει, έχουμε μιλήσει τηλεφωνικά σε μια φάση που ήμουνα έτοιμος να τα παρατήσω, και εκείνος με είχε ενθαρρύνει να συνεχίσω. Προφανώς με έχουν στεναχωρήσει σκίτσα του, θα ήθελα να μην τα είχα δει, να μην τα ήξερα, μου έχουν δημιουργήσει φοβερό εσωτερικό conflict. Αλλά δεν θεωρώ ούτε ότι σβήνουν το έργο του ούτε ότι τον κάνουν απαραίτητα κακό άνθρωπο. Είναι μέρος της ζωής μου πολύ μεγάλο η δουλειά του, γι’ αυτό και πάντα σε σχέση με άλλους δείχνω μια επιείκεια. • Tα Κουραφέλκυθρα: The Movie προέκυψαν από μια φάρσα. Δυο Πρωταπριλιές πίσω, στέλνω στο Cinobo – χωρίς να ξέρω κάποιον εκεί – και τους προτείνω να κάνουμε μαζί ένα post και να πούμε ότι θα γυρίσουμε μια σειρά βασισμένη στο κόμικ, στην οποία θα παίζουν ο Τάσος Κωστής, η Ηρώ Μπέζου και η Χρύσα Ρώπα, που θα κάνει τον εαυτό της. Ποστάρουμε όντως ένα αφισάκι και γίνεται χαμός, το «έφαγαν» πολλοί και ενθουσιάστηκαν. Την επόμενη χρονιά μού είπαν από το Cinobo «θες αυτή την Πρωταπριλιά να ξανακάνουμε την ίδια φάρσα, αλλά αυτήν τη φορά να είναι αλήθεια;». Αντί για μια σειρά animation, που θέλει τρελό budget και δύσκολα μπορεί να τη στηρίξει κάποιος στην Ελλάδα, κάναμε τελικά μια μικρού μήκους που το σενάριό της είναι ουσιαστικά όσο πιο πολλά αστεία από στριπάκια μπορούσα να μπλέξω σε ένα πεντάλεπτο, γιατί μπορεί να είναι η μόνη μου ευκαιρία να δω τα «Κουραφέλκυθρα» να ζωντανεύουν. • Υπάρχει μια πολύ μεγάλη τάση στην Ελλάδα που θέλει οτιδήποτε κωμικό να έχει κάποιο νόημα. Δεν μπορεί κάτι απλώς να είναι αστείο, έτσι είναι χαμηλότερου επιπέδου, αν όμως θέλει κάποιο μήνυμα να περάσει, το δεχόμαστε. Μπήκα στο TikTok τελευταία, που δεν το πολυκαταλαβαίνω, ούτε μου πολυαρέσει ως πλατφόρμα, το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα να στέλνει τη δουλειά σου σε πολύ κόσμο που δεν έχει ιδέα τι και ποιος είσαι. Ανεβάζω ένα στριπάκι που μας δείχνει το σχολείο της Μοντεσόρι στη Ρώμη του 1910 και όλο το αστείο είναι στο τελευταίο καρέ και στην ατάκα «Μοντεσόρι νοτ σόρι», είχα χτίσει δηλαδή μια ιστορία για να γραφτεί αυτή η ηλιθιότητα στο τέλος. Και ξεκινάει στα σχόλια μια συζήτηση ότι «επιτέλους, κάποιος τα είπε για τα μοντεσοριανά σχολεία, είναι άθεοι, είναι μασόνοι» από τη μία, και από την άλλη μου λένε ότι προσπαθώ να υποβαθμίσω και αδικώ τη μέθοδο, ο καθένας το δικό του. Απλώς δεν έβρισκα άλλη λέξη να μου κάνει ομοιοκαταληξία με το «σόρι», αναρωτήθηκα δηλαδή αν το διάβασαν όλο. Μπορεί κάτι απλώς να είναι αστείο, ίσως και χαζό, και αν σε κάνει να γελάσεις έχει πετύχει τον σκοπό του. Αυτό που με απωθεί γύρω μας είναι ότι βλέπω μια φοβερή άνοδο του συντηρητισμού, ως αντίδραση σε καθετί καινούργιο, προοδευτικό, σε οτιδήποτε πρόκειται να βελτιώσει τη ζωή ανθρώπων που έχουν αδικηθεί και διεκδικούν ίσα δικαιώματα. Όσο βλέπω ότι από τη μία προχωράνε τα πράγματα τόσο υπάρχει μια αντίθετη δύναμη που τα τραβάει στα άκρα και αυτή μου χαλάει τη διάθεση και τη μέρα. • Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που κάνω είναι να περπατάω στην Αθήνα, όπου μπορεί ακόμα και στο πεζοδρόμιο να σε πατήσει μηχανάκι που πηγαίνει ανάποδα. Και έχω κάνει και σκίτσα με τα οποία τα έχω χώσει σε ανθρώπους οι οποίοι ευχαρίστως θα μου άνοιγαν το κεφάλι, αν είχαν την ευκαιρία. Έχω πάρει μηνύματα απειλητικά, και δημόσια και ιδιωτικά, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου ευχάριστο. • Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό δεν μου δίνει τίποτα ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Είμαι σίγουρος ότι μέσα στη νέα γενιά θα υπάρχουν κάποιοι μικροί πυρήνες διαφορετικότητας που θα φέρουν κάποιες θετικές αλλαγές, γιατί πάντα από εκεί τις περιμένεις αυτές, από τους νέους και τους «περίεργους», αλλά σε ένα επίπεδο πιο γενικό και παγκόσμιο, η πορεία που παίρνει ο κόσμος δεν μου δίνει καμία αίσθηση ότι θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα. • Είμαι 42 τώρα. Νομίζω πως η μεγαλύτερη δυσκολία της γενιάς μου είναι να καταλάβει το τραπ και το γιατί αρέσει στον κόσμο. Μπορείτε να βρείτε τα Κουραφέλκυθρα και τις γελοιογραφίες που κάνει ο Αντώνης Βαβαγιάννης για το News 24/7 στο Facebook και στο Instagram (@kourafelkythros) ενώ μπορείτε να τον ακούσετε καθημερινά 11.00 π.μ.-12.00 μ.μ. στον Nostos 100.6. Τα Κουραφέλκυθρα: The Movie μπορείτε να τα παρακολουθήσετε αποκλειστικά στο cinobo.com. Και το σχετικό link...
  5. Πρωτοπόρος ή ίσως και εφευρέτρια των γκράφικ νόβελ, η «Πόσι» ή Rosemary Elizabeth «Posy» Simmonds, που διείσδυσε στο κλειστό ανδροκρατούμενο κλαμπ του σκίτσου τη δεκαετία του ‘70, είναι μια γυναίκα με το μοναδικό ταλέντο να εμπνέεται τις ηρωίδες της από κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Πρόκειται για την 4η γυναίκα που παίρνει το Grand Prix. Εκτεταμένα και θριαμβευτικά (και από τις δύο πλευρές της Μάγχης) δημοσιεύματα ακολούθησαν προχθές την είδηση ότι για πρώτη φορά στα 51 χρόνια της ιστορίας του το περίφημο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ στη Γαλλία (το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη και διάσημο σε όλο τον κόσμο) επέλεξε έναν Βρετανό δημιουργό για το Μεγάλο Βραβείο του. Βρετανό; Για την ακρίβεια Βρετανή και μόλις την 4η γυναίκα που παίρνει το Grand Prix της Ανγκουλέμ για το σύνολο της καριέρας της. Την 78χρονη «Posy» Simmonds, διάσημη σκιτσογράφο και εικονογράφο, συνεργάτιδα της εφημερίδας «Γκάρντιαν» από τη δεκαετία του ‘70 έως και το 2008 και πρωτοπόρο (ίσως και εφευρέτρια κατά κάποιους) των «γκράφικ νόβελ». Η διάκρισή της σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η δουλειά της θα αποτελέσει το αντικείμενο μεγάλης αναδρομικής έκθεσης στην επόμενη διοργάνωση του φεστιβάλ το 2025. Στην πραγματικότητα η Σίμοντς είναι μια «θεότητα» για τους ομοτέχνους της, πολλοί εκ των οποίων επιμένουν ότι ακόμα κι αν δεν ήταν η ίδια που εφηύρε τα «γκράφικ νόβελ», τα δικά της πάντως είναι μοναδικά τόσο λόγω του αισθητικά ιδιαίτερου και όμορφου σκιτσογραφικού της «χεριού», όσο και – όχι πάντα αυτονόητο στην τέχνη της – του λογοτεχνικού ταλέντου και του χιούμορ που διακρίνει τις αφηγήσεις της. Αυτή μάλιστα είναι η ιδιαιτερότητά της: «Οι σατιρικές παρατηρήσεις που κάνει πάνω στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία και η λεπτομερής εικονογράφηση που πετυχαίνει, σε συνδυασμό με τις επιρροές της από κλασικά λογοτεχνικά κείμενα θεωρείται ότι έχουν επαναπροσδιορίσει το είδος του graphic novel» επισήμανε ο «Γκάρντιαν», που έχει διπλό λόγο βέβαια να χαίρεται για τη σημαντική διάκρισή της αφού στις σελίδες του γεννήθηκαν μερικά από τα διασημότερα comic strip τής «πάντα αφοσιωμένα αριστερής» Σίμοντς. «Ανέκαθεν θεωρούσα ότι σε έναν τέλειο κόσμο το φύλο του νικητή ενός βραβείου δεν οφείλει να είναι αξιοσημείωτο. Αλλά αυτός είναι ένας ατελής κόσμος και ο κόσμος τού bande désinée (σ.σ. τα κόμικς στα γαλλικά) ήταν εξ αρχής ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, κάπως σαν λέσχη μόνο για αγόρια. Αλλά λίγο λίγο, ειδικά την τελευταία δεκαετία, οι γυναίκες έχουν διεισδύσει σε αυτή τη “λέσχη” κι εγώ είμαι ευτυχής φυσικά που είμαι μία από αυτές» δήλωσε παραλαμβάνοντας το βραβείο της. Λίγο πριν είχε εξομολογηθεί πώς αντέδρασε όταν έμαθε ότι είχε επιλεγεί για το Μεγάλο Βραβείο της Ανγκουλέμ: «Έμεινα έκπληκτη, συνεπαρμένη – époustouflée όπως λέτε στα γαλλικά… Όταν γράφεις ή ζωγραφίζεις, δουλεύεις μόνος σου σε ένα δωμάτιο και μένεις άφωνος όταν μαθαίνεις ότι το βιβλίο σου ή το εικαστικό σου έργο ή εσύ ο ίδιος τυγχάνεις μιας τέτοιας προβολής και μιας τόσο μεγάλης διάκρισης». Γεννημένη το 1945, η «Πόσι», που το πραγματικό της όνομα είναι Ρόζμαρι, μεγάλωσε μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της σε μια φάρμα στο Μπέρκσαϊρ. Αδελφός της είναι κι ο Ρίτσαρντ Σίμοντς, πολιτικός, πρώην βουλευτής των Συντηρητικών (ιδεολογικά καμία σχέση με την αδελφή του). Η Γαλλία είχε πάντα ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της, όχι μόνο διότι η οικογένεια της μητέρας της είχε καταγωγή από τους Ουγενότους, αλλά κυρίως γιατί η ίδια σπούδασε στη Σορβόνη από το 1962. «Έτσι ανακάλυψε το Παρίσι των υπαρξιστών και του Σαρτρ» κι αυτό επηρέασε τα διαβάσματα, την ιδεολογία, «ακόμα και τον τρόπο που ντυνόταν στα μαύρα από την κορυφή μέχρι τα νύχια», όπως επισημαίνει το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπζερβατέρ». Στη συνέχεια σπούδασε στο Τμήμα Γραφιστικής του Central School of Arts & Design στο Λονδίνο, όπου μεταξύ άλλων διδάχτηκε τυπογραφία και καλλιγραφία. Συνεργάστηκε πρώτα με την εφημερίδα «Sun» δημοσιεύοντας καθημερινά της περιπέτειες ενός καρτούν αρκούδου («Bear») κι αργότερα με τους «Times». Το 1972 άρχισε να συνεργάζεται με τον «Guardian» σχεδιάζοντας μια σειρά από βινιέτες. Η πραγματική ευκαιρία ήρθε όμως για εκείνη πέντε χρόνια αργότερα, όταν της προτάθηκε ν’ αντικαταστήσει τον σκιτσογράφο Τζον Κεντ όσο εκείνος θα έλειπε σε διακοπές. Έτσι σκίτσα της κατέλαβαν μισή σελίδα στην ενότητα «Γυναίκες» της καθημερινής έκδοσης της εφημερίδας. Κι εκείνη έδραξε την ευκαιρία να αναδείξει γυναικεία θέματα και πρώτα πρώτα το πρόβλημα του σεξισμού. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο σκίτσο της το ‘80 παρουσίαζε π.χ. διαβάτες να κοιτούν από επικριτικά έως επιθετικά μια μητέρα που θηλάζει, αλλά να θαυμάζουν την ίδια ως πορτρέτο σε μουσείο. Η ενασχόλησή της Σίμοντς την οδήγησε και στην ανακάλυψη της «γλώσσας» των γκράφικ νόβελ, αφού ιστορίες της που ξεκίνησαν ως σειρές κόμικς στον «Γκάρντιαν» απαίτησαν περισσότερο χώρο για να ξεδιπλώσουν την αφήγηση. Το κείμενο δεν εμφανιζόταν πια σε συννεφάκια ομιλίας, αλλά ανάμεσα στα σχέδια καταλήγοντας σε αυτό το υβρίδιο αφηγηματικού σκίτσου. Τρία δικά της γκράφικ νόβελ τής χάρισαν μεγάλη διασημότητα και τα τρία με γυναίκες ηρωίδες εμπνευσμένες από κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα: η «Gemma Bovery» (1999), σέξι νεαρή Βρετανή που εγκαθίσταται στην ύπαιθρο της Νορμανδίας και γρήγορα απογοητεύεται από τη συμπεριφορά των γειτόνων της, είναι μια απόπειρα της Σίμοντς να κάνει σατιρικές και οξείες παρατηρήσεις για τη σύγχρονη βρετανική κοινωνία, εμπνευσμένη όμως από την περίφημη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ. Ακολουθεί η «Tamara Drewe» (2007) που με αναφορές στον Τόμας Χάρντι και το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» έχει ηρωίδα μια νεαρή γυναίκα, η οποία επιστρέφει για να ζήσει στο χωριό της και ό,τι ακολουθεί δίνει στη δαιμόνια σκιτσογράφο ευκαιρία να ασκήσει και πάλι κριτική στη βρετανική κοινωνία. Και τα δύο αυτά έργα της γυρίζονται σε ταινίες: το 2010 η Τζέμα Άρτερτον ενσαρκώνει την «Tamara Drewe» στην ταινία «Η επεισοδιακή επιστροφή της Ταμάρα Ντρου» του Στίβεν Φρίαρς, στενού φίλου τής «Πόσι». Η ίδια ηθοποιός το 2014 δανείζει τη γοητεία της στην Τζέμα Μπόβερι στην κινηματογραφική μεταφορά τής Αν Φοντέν. Το 2018 ακολουθεί το – εμπνευσμένο από τον χαρακτήρα του Σκρουτζ στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς – γκράφικ νόβελ «Cassandra Darke», με αντιηρωίδα μια «ξινή» και κακιασμένη έμπορο έργων τέχνης που ζει σε ένα αρχοντικό στο Τσέλσι, χωρίς να ενοχλείται από τις απόψεις των άλλων για εκείνη. Οι τρεις ηρωίδες της αλλά και όσα άλλα έχει κάνει της χάρισαν τώρα το Grand Prix της Ανγκουλέμ, ενώ την ίδια στιγμή το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι διοργανώνει μια σημαντική αναδρομική έκθεση στο έργο της συμπεριλαμβάνοντας αδημοσίευτα σχέδια, σκίτσα και εικονογραφήσεις βιβλίων. Η ίδια, που ζει μόνιμα στο Λονδίνο, εργάζεται ήδη σ’ ένα νέο γκράφικ νόβελ με τον τρόπο που το κάνει πάντα: σκιτσάροντας ή σημειώνοντας μικρές σκηνές καθώς μαγειρεύει. Και το σχετικό link...
  6. Ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του υπερήρωα Στηβ Μπρίζα και του «πατέρα» του Μιχάλη Μιχαήλ. Ο Μιχάλης Μιχαήλ δεν μένει πια εδώ. Έζησε γρήγορα, πέθανε νέος κι ένα αφιέρωμα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τα έργα και τις ημέρες του ήρωά του Στηβ Μπρίζα. Ο σούπερ ήρωας Στηβ Μπρίζας μπορεί και πετάει πάνω από την πόλη. Σαρκαστικός, κυνικός αλλά και βαθιά ρομαντικός, το ηλεκτροφόρο και διπολικό παιδί του Μιχάλη Μιχαήλ, που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, προικίστηκε από τον «μπαμπά του» με υπερφυσικά χαρακτηριστικά. Με αποθέματα αδρεναλίνης αλλά και ευαισθησίας, χρησιμοποιώντας τα καλώδια της ΔΕΗ που ταΐζουν το είναι του με ισχύ και την Αθήνα με ενέργεια, ο Στηβ Μπρίζας έδρασε τη δεκαετία του ’80, αλλάζοντας γειτονιές και πίστες και παρατηρώντας την επέκταση και την εξέλιξη της Αθήνας, που ξεδιπλωνόταν κάτω από το πέταγμά του. Εκφράζοντας τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολιτευτικής περιόδου – ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, αλλά και… ΠΑΣΟΚ ωραία χρόνια(;) – κατά τη διάρκεια της άγριας δεκαετίας του 1980, ο Μιχάλης Μιχαήλ με την τέχνη του, συμπίλημα ζωγραφικής και κόμιξ, διαφήμισης, σινεμά, κινουμένων σχεδίων, ποπ κουλτούρας, ποίησης και λογοτεχνίας, έγινε ο ευαίσθητος δέκτης αλλά και ο ισχυρός πομπός. Το συναπάντημά του με τον αναγνώστη μέσα από τα τεύχη του περιοδικού Βαβέλ, με το οποίο συνεργαζόταν ακόμα και σήμερα, προκαλεί ρίγη αναμνήσεων. Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα, μερικές μπρίζες δρόμος Λειτουργώντας σαν το ημερολόγιο μιας ολόκληρης γενιάς που κινούνταν στην Αθήνα του τότε, πολύ διαφορετική αλλά και με πολλά κοινά με τη σημερινή, ο Μιχαήλ κατέγραψε τις μέρες και τις νύχτες της, τις νίκες και τις ήττες της. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την αποχώρησή του (έσβησε πολύ νέος στα τριάντα του, το 1987), το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη επανασυστήνει στο κοινό τον καλλιτέχνη που ακούσια, όπως λέει η μία εκ των δύο επιμελητριών της έκθεσης, Ντόρα Βυζοβίτη, έγινε ένας από τους καθοδηγητές της γενιάς της. «Ή, καλύτερα, της ομάδας εκείνης της γενιάς του ’80 στην οποία ανήκα. Μιας γενιάς που έψαχνε τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις της μέσα από την ποπ κουλτούρα, την εναλλακτική ποίηση, τον πρωτοποριακό κινηματογράφο, την επιστημονική φαντασία, την punk και τη new wave μουσική. Μιας γενιάς που σύχναζε στην Αρετούσα, στο Mad, στο Point, στο Snowball και στο Wittowski. Μιας γενιάς που συναντιόταν στις συναυλίες στο ΡΟΔΟΝ, και στριμωχνόταν στις εκθέσεις, στα φεστιβάλ, στα βιβλιοπωλεία και στις μεταμεσονύκτιες προβολές στο Άλφαβιλ. Μιας μαυρόασπρης γενιάς που έψαχνε την ιδεολογία και τη θέση της με έναν περιθωριακό-μοναχικό τρόπο. Της γενιάς της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ, του ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ και πάνω από όλα της ΒΑΒΕΛ. Μιας γενιάς που έκανε το δικό της “Υπαρξηκόπημα”, για να κλέψω ένα σύνθημα από graffiti που διάβασα πρόσφατα σε κάποιον τοίχο στα Εξάρχεια». Ποιος ήταν ο Μιχάλης Μιχαήλ και πόσα έκανε μέχρι να «σβήσει»… Γεννημένος το 1957 στο Ζαΐρ, μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμενε στην οδό Κλεομένους στο Κολωνάκι και το διάστημα 1979-1981 σπούδασε γραφικές τέχνες (Institut St. Luc – Ecole Supérieure des Arts Plastiques), οπτική επικοινωνία και διαφήμιση (Academie Royale des Beaux Arts – Βρυξέλλες), φωτογραφία (I.N.R.C.I.), τεχνική προσχεδίων Layout (C.A.D.) και χαρακτική (Atelier Somvile). Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Moi et les Autres, εργάσθηκε ως art director στις διαφημιστικές εταιρίες Ikon και First και συνεργάσθηκε με τα περιοδικά Ένα, Ταχυδρόμος και Playboy. Το 1979, βαθιά επηρεασμένος από το αμερικανικό και, κυρίως, το ευρωπαϊκό κόμικς, δημοσίευσε το πρώτο του έργο στο τελευταίο τεύχος του ελληνικού περιοδικού κόμικς Κολούμπρα. Από το 1985 έως το 1987 δημοσίευσε στο κορυφαίο περιοδικό κόμικς Βαβέλ με τεράστια επιτυχία. Το 1986 συμμετείχε στον τομέα των κόμικς στην Εικαστική δράση ΙΙ Καλλιδρόμιο στο πλαίσιο της Biennale νέων Μεσογείου. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σκίτσου και αφίσας και παρουσίασε τα ζωγραφικά του έργα στη γκαλερί «Συν». Το 1987 (29 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου) η Βαβέλ οργάνωσε στον πολυχώρο τέχνης «Εύμαρος» την πρώτη Διεθνή Έκθεση Κόμικς με τίτλο «Ο κόσμος των κόμικς και όχι μόνο». Συμμετείχαν σημαντικοί ξένοι δημιουργοί και οι περισσότεροι από τους Έλληνες. Το 1988 στον Εύμαρο, μετά τον θάνατό του, με την άοκνη φροντίδα της μητέρας του Στέλλας και του στενού φίλου και συνεργάτη του, σεναριογράφου Σταύρου Βιδάλη, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάσθηκε όλο το φάσμα της εικαστικής έκφρασης του δημιουργού. Το 1992 κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη μονογραφία με σχεδόν ολόκληρη την καλλιτεχνική παραγωγή του από τη διαφήμιση, την εικονογραφία, τη ζωγραφική και τα κόμικς, και κείμενα των εγκυρότερων Ελλήνων ιστορικών και κριτικών τέχνης, της Αθηνάς Σχινά, της Ντόρας Ηλιοπούλου-Ρογκάν και του Χάρη Καμπουρίδη. Η παρουσίαση του αφιερωματικού τόμου συνοδεία έκθεσης έγινε στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, ενώ την ίδια χρονιά η ελληνική συμμετοχή στην Biennale νέων καλλιτεχνών στην Μπολόνια ήταν αφιερωμένη σε εκείνον. Στην μπρίζα με τον Στηβ Μπρίζα Εκτός από τον Spider-Man, που τον μπρίφαρε περί της ζωής («Στηβ, η ζωή δεν είναι πάντα χαρούμενη»), ακόμη ένας μεγάλος, μελαγχολικός και ρομαντικός, ο Ρίλκε, καθόρισε την αισθηματική αγωγή του Μιχάλη Μιχαήλ και κατ’ επέκταση του παιδιού του, Στηβ. Στο αρχείο του υπάρχει το χειρόγραφο κατατοπιστικό σημείωμα-drive για την τέχνη του: «Κάποιος, μου φαίνεται ο Ρίλκε, είπε πως τέχνη σημαίνει αναζήτηση της αλήθειας. Πώς γίνεται αυτή; Απάντηση: καταναλώνοντας ενέργεια. Ενέργεια=Δράσις=Ζωή. Δράση υπάρχει μόνο στη ζωή. Άρα τέχνη είναι η ζωή, η ζωή μας, ό,τι ζει τριγύρω μας και ό,τι ζει μαζί μας». «Την τελευταία στιγμή, μωρό μου, θα υπάρχει πάντα ένας ήρωας» είναι άλλο ένα από τα μότο του Στηβ Μπρίζα, καθώς σώζει την καλή του και πετούν ελεύθεροι πάνω από την ασπρόμαυρη Αθήνα. Γιατί «μπαμπάς» και «γιος» αυτό κάνουν: Πετούν πάνω από τη φωτεινή λεωφόρο Συγγρού ή τα αφώτιστα και επικίνδυνα μονοπάτια στα πέριξ του Μενιδίου και του Ταύρου, μια και ίδια με σήμερα, η Αθήνα της δεκαετίας του 1980 αλλού είναι φωτεινή κι αλλού υποφωτισμένη. Παρατηρήστε τους πίνακές του και δείτε πώς ο Μιχαήλ χρησιμοποιεί το κοντράστ ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, όπως φυσικά και το χρώμα όπου χρειάζεται, για να αναδείξει τα σκοτάδια και τις αντιφάσεις της. Παρά και πέρα από την κατά τόπους λαμπρότητα των γυαλιστερών επιγραφών, από το Κολωνάκι ως την Κυψέλη και από το Παγκράτι μέχρι τη Βικτώρια, μέσα από αντιθέσεις, τα αστικά δίπολα σε εύθραυστη ισορροπία (φαντασμαγορία και παρακμή, εγκατάλειψη και τρυφερότητα, βία και φως, θόρυβος και σιωπή) συνοδοιπορούν σε όλες τις περιπέτειες του Στηβ Μπρίζα. Συστήνοντάς μας ήρωες και αντιήρωες των δρόμων, θύτες και θύματα, ο Μιχαήλ τους σεβόταν όλους το ίδιο και τους αντιμετώπιζε με το ίδιο αξιακό μέτρο. Εξ ου και ο «διπολικός» Στηβ, παιδί προέκταση της πόλης, κινείται με ψυχισμούς που διαπερνούν και τη φωτεινή και τη μαύρη πλευρά της αθηναϊκής Σελήνης, ένα χάρτινο αγόρι που χρησιμοποιεί ως ιστό του την ηλεκτρική καλωδίωση της Αθήνας, ένας μοναχικός και μόνος Greek Spider-Man – περιπλανώνενος καουμπόι που θέλει να συνδεθεί με όλους, μπαίνοντας στην μπρίζα! «Στη φαρέτρα του Μιχαήλ, εκτός από το σπάνιο ταλέντο, συνυπήρχαν η επιστημονική γνώση και η διαφήμιση, η επικοινωνία και η γνώση της ποπ κουλτούρας. Τα εκφραστικά του μέσα, κυρίως τα εικονοφραστικά, μπορούσαν να αποδώσουν αλλά και να αποδομήσουν, να αντιπολιτευθούν την πλαστή, πλαστική, γυαλιστερή αναπαράσταση μιας καταναλωτικής ευφορίας που στοίχειωνε τη γενιά του και τον ίδιο, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Η εκ των επιμελητριών της έκθεσης Ντόρα Βυζοβίτη πιστεύει πως «ο Μιχάλης Μιχαήλ έδωσε σάρκα και οστά στα φαντάσματα της τεχνοκρατούμενης, της αποστερημένης ιδεολογίας της εποχής του, κατέγραψε τα μυστήριά της επιλέγοντας να αφήσει όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Και κάνοντας το δικό του “υπαρξηκόπημα” (λέξη-δάνειο από τα graffiti που τόσο αγαπούσε) μας άφησε μόνους με το έργο του, αναχωρώντας στα 30 του χρόνια. Υπαρξισμός, ηλεκτρισμός, δράση, πτήση, έφοδος στον ουρανό: η έκθεσή του, στον δεύτερο όροφο στο φουαγιέ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, είναι μια υπέρτατη ευκαιρία για να συνδεθείτε με τον Στηβ Μπρίζα και να πετάξετε άφοβα μαζί του, από καλώδιο σε καλώδιο, παντού πάνω από την πόλη». Περισσότερα για την έκθεση του Μιχάλη Μιχαήλ στο City Guide της Athens Voice. Και το σχετικό link...
  7. ramirez

    ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΑΝΘΗΡΑΣ

    Ο Λεωκράτης λογικά δε ζούσε όταν ο αείμνηστος παππούς του ονόμαζε τη σειρά Παιδί-Πάνθηρας. Και φυσικά στην επανεκτύπωση θα χρησιμοποιούσε τη γνωστή κλασσική ονομασία και όχι μια καινούρια που θα μπέρδευε το target audience...
  8. Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 22/01/24.
  9. Soloup και Παναγιώτης Πανταζής επανασυστήνουν στο κοινό τον Ζορμπά και τον Καπετάν Μιχάλη, δύο ξακουστά έργα του πιο δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα, δύο αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι ταλαντούχοι δημιουργοί μιλούν στο OneMan. Δύο χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την επίσημη ανακοίνωση των εκδόσεων Διόπτρα για την απόκτηση των δικαιωμάτων του συνόλου του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και μετά από την επανακυκλοφορία των βιβλίων του με επανασχεδιασμένα εξώφυλλα και σύγχρονη αισθητική, την πολυσυζητημένη κυκλοφορία του ανέκδοτου, άγνωστου μυθιστορήματος Ανήφορος, αλλά και τις διασκευές του σε παιδικά παραμύθια που παρέμεναν άγνωστες για δεκαετίες στο ευρύ κοινό, δύο από τα πλέον ξακουστά και διαχρονικά έργα του πιο δημοφιλούς και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα – Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Καπετάν Μιχάλης – μεταφέρονται για πρώτη φορά σε graphic novel με την υπογραφή δύο καθιερωμένων ονομάτων του συγκεκριμένου χώρου. Ο μεν Soloup (Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη) τονίζει ότι προσπάθησε να επαναφηγηθεί τον Ζορμπά «με μια άλλη σειρά των επεισοδίων από αυτή του καζαντζακικού κειμένου. Ουσιαστικά, να κάνω ένα νέο μοντάζ, ώστε να αποκτήσει τον ρυθμό και τη ροή ενός σύγχρονου έργου στον κινηματογράφο ή μιας τηλεοπτικής σειράς, κρατώντας όμως τον λόγο και τις ιδέες του πρωτοτύπου». Ο δε Παναγιώτης Πανταζής (Καπετάν Μιχάλης) ότι έγραψε και σχεδίασε ένα κόμικ «με βάση ένα κλασικό έργο, αλλά το έφτιαξα έτσι ώστε να στέκεται μόνο του, να είναι η δική μου εκδοχή και να αποτελεί ένα καλοδουλεμένο κόμικ, το οποίο βγάζει νόημα ως αυτόνομο έργο». Οι δύο ταλαντούχοι δημιουργοί μιλούν στο OneMan για τη βιωματική τους σχέση με τις λέξεις του Καζαντζάκη, για τα θεμελιώδη ζητήματα που πραγματεύονται ο Ζορμπάς και ο Καπετάν Μιχάλης, και φυσικά για την έρευνα που έκαναν πριν πιάσουν, με σεβασμό και τόλμη, μολύβι και χαρτί. Ο Soloup Πριν από την προσωπική σας εμπλοκή, ποια ήταν η σχέση σας με το έργο του Καζαντζάκη; Εννοώ γενικά αλλά και ειδικά, όσον αφορά τα συγκεκριμένα έργα. Soloup: Στην εφηβεία αλλά και αργότερα, είχα ήδη κολλήσει με τον Καζαντζάκη. Είχα διαβάσει όλα τα μυθιστορήματά του, τον Ζορμπά, τον Φτωχούλη του Θεού, την Αναφορά στον Γκρέκο, τον Καπετάν Μιχάλη, τις Αδερφοφάδες… αλλά και τα πιο αναστοχαστικά, όπως ας πούμε την Ασκητική και τον Βραχόκηπο. Κι ανάμεσα σε αυτά και την απαιτητική Οδύσσεια. Στη συνέχεια βέβαια, καθώς ανακάλυπτα άλλες σκέψεις και άλλα κείμενα, απομακρύνθηκα από τον λόγο του Καζαντζάκη, που τον θεωρούσα πλέον υπερβολικό και κάπως παρωχημένο. Έλα όμως που κάποια πράγματα κάνουν κύκλους στις ζωές μας. Έτσι, πριν από δυο χρόνια και με αφορμή την πρόταση της Διόπτρας, όπως ξανάπιασα να μελετώ τον Ζορμπά, συνειδητοποίησα πόσα ουσιαστικά πράγματα έχει ακόμα να πει και στους σύγχρονους αναγνώστες. Τα πρωτογενή, υπαρξιακά ερωτήματα παραμένουν πάντα επίκαιρα. Παναγιώτης Πανταζής: Στο δημοτικό είχα εντυπωσιαστεί από το απόσπασμα που είχαμε στα Κείμενα. Αν δεν κάνω λάθος ήταν από το Αναφορά στον Γκρέκο. Βέβαια, απέτυχα παταγωδώς όταν προσπάθησα να το διαβάσω ολόκληρο. Ξαναδιάβασα Καζαντζάκη στον στρατό, την περίοδο δηλαδή που προσπαθούσα να γεμίσω τα νεκρά τρίωρα στους θαλάμους με όσο περισσότερα βιβλία γινόταν. Η αλήθεια είναι πως τα πήγα πολύ καλά. Δεν κατάφερα να ξαναδιαβάσω τόσο πολύ στην ενήλικη ζωή μου όσο τότε. Τον Καπετάν Μιχάλη τον διάβασα μετά από την πρόταση των εκδόσεων Διόπτρα για συνεργασία. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κεντρικά ζητήματα που πραγματεύεται ο Καζαντζάκης αφενός στον Ζορμπά, αφετέρου στον Καπετάν Μιχάλη; Soloup: Ο Καζαντζάκης έχει ασχοληθεί με διαφορετικά είδη κειμένων: δοκίμια, άρθρα σε εφημερίδες, σενάρια, ένα ιδιόμορφο μυθιστόρημα, το Τόντα Ράμπα, μεταφράσεις, κείμενα σε περιοδικά, πολυσέλιδα ποιήματα, θεατρικά, ταξιδιωτικά. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του καταπιάστηκε πιο συστηματικά με τα μυθιστορήματα που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό. Και το πρώτο χρονολογικά υπήρξε ο Ζορμπάς. Ένα βιβλίο κομβικό για το σύνολο του δικού του έργου αλλά, όπως φάνηκε και στην πορεία, και για τα Ελληνικά γράμματα, αφού ο Ζορμπάς αποτελεί το πλέον πολυμεταφρασμένο ελληνικό λογοτεχνικό έργο. Σε αυτό συνυπάρχουν συμπυκνωμένες οι συγγραφικές και αναγνωστικές αναζητήσεις του Καζαντζάκη, αποδοσμένες με έναν ιδιόμορφο αφηγηματικό τρόπο, όπου το ψέμα και η αλήθεια παντρεύονται μοναδικά. Διαμορφώνουν έτσι ένα μυθιστόρημα που διαφέρει και απ’ όσα ακολούθησαν, αφού το σατιρικό και το γκροτέσκο στοιχείο πλέκονται με το τραγικό, σε μια σύνθεση που τη συναντούμε μόνο σε αρχετυπικά μυθιστορήματα, όπως για παράδειγμα στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες ή στο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ του Ραμπελαί. Παναγιώτης Πανταζής: Με κεντρική φιγούρα μια εκδοχή του πατέρα του – πιο άγρια και ηρωοποιημένη από τον άνθρωπο στον οποίο βασίστηκε – ο Καζαντζάκης περιγράφει με χορταστικό τρόπο τη ζωή στην Κρήτη το 1889, δηλαδή πριν και κατά τη διάρκεια μιας ακόμη εξέγερσης των Χριστιανών απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ακατάπαυστη και εξουθενωτική αίσθηση του καθήκοντος, τα ανθρώπινα πάθη από τα οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν ούτε οι ατσάλινοι μαχητές, οι μικρές χαρές που συντηρούν τους ανθρώπους ακόμη και σε καταστάσεις συντριπτικής πίεσης, είναι κάποια από τα θέματα που έχουν απασχολήσει τους ανθρώπους από πάντα, και τα οποία στον Καπετάν Μιχάλη βλέπουμε να δίνουν ζωή ή να βασανίζουν τους χαρακτήρες του. O Παναγιώτης Πανταζής Σε τι είδους προετοιμασία και έρευνα επιδοθήκατε; Ήταν ξεκάθαρη εξαρχής η εικόνα για το τι σκοπεύατε να κάνετε – ο οδικός, αν θέλετε, χάρτης για να φτάσετε στον τελικό προορισμό; Soloup: Όπως σας είπα και πιο πριν, ο Ζορμπάς έχει πολλές αναφορές σε λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά κείμενα ή και σε ρεύματα ιδεών (Χριστιανισμός, Βουδισμός, Κομμουνισμός). Χρειάστηκε λοιπόν μια πραγματικά μεγάλη αναζήτηση σε αυτές τις κατευθύνσεις, η οποία αποτυπώνεται και στη βιβλιογραφία που παραθέτουμε στο τέλος του graphic novel. Ακόμα, για να μπω και στη σκέψη του συγγραφέα ανέτρεξα και σε άλλα κείμενά του, όπως για παράδειγμα στα ημερολόγιά του από το Άγιον Όρος, αλλά και στην αλληλογραφία του με στενούς του ανθρώπους – κυρίως με τον Πρεβελάκη. Στο οπτικό κομμάτι τώρα, εκμεταλλεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα τις αναφορές του σε έργα τέχνης, όπως ας πούμε στο «χέρι του Θεού», ενός συγκεκριμένου αγάλματος του Ροντέν, ώστε να αποδώσω με γραμμές και εικόνες τις δύσκολα μεταφερόμενες οπτικά, έννοιες και ιδέες του. Επιδίωξα όμως να βρεθώ και ο ίδιος σε τόπους του Ζορμπά ή της ευρύτερης Καζαντζακικής μυθοπλασίας: στο ορυχείο στην Καλογριά της Μάνης, στα βουνά και στις παραλίες της Κρήτης, στο μουσείο Ροντέν στο Παρίσι, στα μοναστήρια του Υμηττού και στο Τολέδο, όχι για μια «πιστή» αποτύπωση των όσων περιγράφει, όσο περισσότερο για να υποθέσω τις δικές του εντυπώσεις καθώς τα έβλεπε όλα αυτά. Παναγιώτης Πανταζής: Ένα ελεύθερο και απολαυστικό διάβασμα σαν αναγνώστης, για να γνωρίσω το έργο. Ένα ακόμη, αλλά αυτή τη φορά κρατώντας σημειώσεις για τα πάντα, προκειμένου να βγει η σκαλέτα του σεναρίου μου. Αμέτρητες ώρες στο ίντερνετ και στα βιβλία, ψάχνοντας για φορεσιές, χτενίσματα, αρχιτεκτονική και τοπία. Και δυο επισκέψεις στο Ηράκλειο, γιατί ο ψυχολογικός τόνος ενός τόπου είναι κάτι που βιώνεται. Ποιες ήταν οι σημαντικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε; Υπήρξαν συγκεκριμένες ζόρικες στιγμές που σας φάνηκαν βουνό; Από την άλλη, υπήρξαν στιγμές που σας έκαναν να εκπλαγείτε με το πόσο απρόσμενα αβίαστη ήταν η διαδικασία; Soloup: Στον Ζορμπά, όπως ίσως μπορείτε να φανταστείτε, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το να παλέψω με τα στερεότυπα που έχουν δημιουργηθεί από την ταινία του Κακογιάννη, Zorba the Greek. Η εικόνα του Ζορμπά σήμερα έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με τη φιγούρα του Άντονι Κουίν αλλά και με την ευρύτερη μυθολογία της ταινίας, όπως το συρτάκι. Όμως από τη στιγμή που διαμορφώθηκε στα σχέδια η δική μου εκδοχή για την εικόνα του Ζορμπά, ο ήρωας άρχισε να αυτονομείται και να παίρνει, θα έλεγα, ακόμα και την πρωτοβουλία των κινήσεών του μέσα στα σκίτσα. Παναγιώτης Πανταζής: Το έργο είναι πλούσιο σε εικόνες, αλλά σχεδόν από την αρχή και σχετικά εύκολα ήξερα τι θα κρατήσω και τι θα μείνει έξω από τη δική μου εκδοχή. Αυτό που δεν υπολόγιζα όταν ξεκινούσα να δουλεύω, ήταν πως στην τελική ευθεία του project θα είχαμε κι ένα νεογέννητο στο σπίτι. Βέβαια, όπως γίνεται πάντα, αφού έχουν περάσει τα δύσκολα, κοιτάς με τι έχεις μείνει και σβήνεις το ζόρικο κομμάτι. Εγώ έχω μείνει με ένα κόμικ και μια κόρη, άρα όλα πήγαν καλά. Τελικά ο στόχος σας είναι να συστηθεί ο Καζαντζάκης σε ένα νεότερο κοινό, που δεν τον γνώριζε μέχρι σήμερα, ή να τον δει με μια νέα ματιά το ήδη υπάρχον κοινό; Soloup: Η δική μου προσπάθεια ήταν να επαναφηγηθώ τον Ζορμπά με μια άλλη σειρά των επεισοδίων από αυτή του καζαντζακικού κειμένου. Ουσιαστικά, να κάνω ένα νέο μοντάζ, ώστε να αποκτήσει τον ρυθμό και τη ροή ενός σύγχρονου έργου στον κινηματογράφο ή μιας τηλεοπτικής σειράς, κρατώντας όμως τον λόγο και τις ιδέες του πρωτοτύπου. Μια επαναφήγηση που νομίζω πως αφορά τόσο εκείνους που έχουν διαβάσει ήδη το έργο, όσο και εκείνους που το προσεγγίζουν για πρώτη φορά. Παναγιώτης Πανταζής: Για εμένα τίποτα από τα δύο. Σε καθετί που καταπιάνομαι, στόχος είναι να μείνει μια καλή δουλειά, για την οποία εγώ θα είμαι περήφανος και ο κόσμος θα έχει νιώσει κάτι. Εν προκειμένω, είναι ένα κόμικ που έγραψα και σχεδίασα με βάση ένα κλασικό έργο, αλλά το έφτιαξα έτσι ώστε να στέκεται μόνο του, να είναι η δική μου εκδοχή και να αποτελεί ένα καλοδουλεμένο κόμικ, το οποίο βγάζει νόημα ως αυτόνομο έργο. Ο Καζαντζάκης θα συστηθεί σε νεότερο κοινό – επειδή τα κόμικς απευθύνονται στατιστικά σε νεότερους ανθρώπους – και ταυτόχρονα θα ιδωθεί με νέα ματιά και από αυτούς που ήδη τον γνώριζαν. Ωστόσο, δεν ένιωσα ποτέ πως κάτι από τα δύο είναι ο στόχος μου. Και αν κάποιος δεν είχε ιδέα πριν, και με αφορμή το κόμικ μου διαβάσει και το πρωτότυπο, αυτό θα είναι τέλειο, καθώς μιλάμε για ένα αριστούργημα. Έχοντας πια εμβαθύνει στον Καζαντζάκη και ως δημιουργοί, υπάρχει κατά τη γνώμη σας κάποια παρεξήγηση ή/και παρερμηνεία για εκείνον και το έργο του, που καλό θα ήταν επιτέλους να αποσαφηνιστεί; Εν πάση περιπτώσει, σχετικά με ότι σας αφορά, ποιο κρατάτε ως το σημαντικότερο μάθημα που πήρατε για τον Καζαντζάκη μέσα από αυτή τη δημιουργική διαδικασία; Soloup: Η επαναφήγηση και η επανερμηνεία ενός κλασικού κειμένου όπως είναι ο Καπετάν Μιχάλης ή ο Ζορμπάς από τον Παναγιώτη κι εμένα, είναι ταυτόχρονα μια σύγχρονη ανάγνωση που γίνεται προφανώς με σεβασμό προς τον συγγραφέα. Και αυτός ο σεβασμός αποτυπώνεται με την ανάδειξη στοιχείων των κειμένων που μιλούν στον σημερινό αναγνώστη για τις δικές του προβολές. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση είναι, νομίζω, που ξαναζωντανεύει τόσο τα κλασικά κείμενα όσο και το ενδιαφέρον του κοινού. Ειδικά όταν αυτά πλαισιώνονται από μια παράλληλη, προσεγμένη επανασύσταση του συνόλου του έργου του Καζαντζάκη, όπως αυτήν που πραγματοποιούν εδώ και δυο χρόνια οι εκδόσεις Διόπτρα. Παναγιώτης Πανταζής: Με συγκλόνισε ανά στιγμές ο τρόπος που σκάβει στα πιο κρυφά σημεία των ψυχών των χαρακτήρων του. Θα ήθελα να μπορώ να το κάνω κι εγώ σε δικά μου έργα, να δημιουργώ τρισδιάστατους χαρακτήρες με τόση άνεση. Τα graphic novels Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη του Soloup και Καπετάν Μιχάλης του Παναγιώτη Πανταζή κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα. Και το σχετικό link...
  10. Το νέο κόμικ άλμπουμ του ντετέκτιβ Μπλάκσαντ «Τα Πάντα Καταρρέουν (Δεύτερο Μέρος)» κυκλοφορεί στα ελληνικά γεμάτο ίντριγκα και ερωτήματα για το σήμερα. Το φθινόπωρο του 2023, η επιστροφή δύο ηρώων τάραξε ευχάριστα τα ευρωπαϊκά (και όχι μόνο) κόμικς: η επιστροφή του Αστερίξ στο άλμπουμ «Η Λευκή Ίριδα» και του Μπλάκσαντ στο 2ο μέρος της ιστορίας «Τα Πάντα Καταρρέουν». Ο νουάρ γάτος των κόμικς Από την πρώτη του εμφάνιση το 2003, ο μαύρος γατόμορφος ντετέκτιβ Τζον Μπλάκσαντ περιπλανιέται σε μια μεταπολεμική Αμερική ανθρωπόμορφων ζώων λύνοντας μυστήρια, αποδίδοντας δικαιοσύνη και μπλέκοντας σε αδιέξοδους έρωτες. Η σειρά συνδυάζει τα ανθρωπόμορφα ζώα των κόμικς και της Ντίσνεϊ (κάθε ζώο και τύπος ανθρώπου) με τη νουάρ αισθητική και με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός, η διαφθορά, ο πυρηνικός φόβος κι ο μακαρθισμός, αποδομώντας το αμερικανικό όνειρο και αντανακλώντας σύγχρονα προβλήματα. Με το αριστουργηματικό σενάριο και σχέδιο των Ισπανών δημιουργών του, Juan Díaz Canales και Juanjo Guarnido, ο Μπλάκσαντ δικαίως χαρακτηρίστηκε «ο σπουδαιότερος ήρωας ευρωπαϊκών κόμικς του 21ου αιώνα». Το ελληνικό κοινό τον πρωτογνώρισε στο περιοδικό «9» της «Ελευθεροτυπίας». Το 2020 οι Εκδόσεις Μικρός Ήρως τον επανέφεραν στα ελληνικά ράφια, με έναν συγκεντρωτικό τόμο των ιστοριών του σε μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδη. Το 2021 κυκλοφόρησε στη Γαλλία το πρώτο μέρος της νέας ιστορίας «Τα Πάντα Καταρρέουν», η οποία ολοκληρώθηκε με το δεύτερο μέρος της τον περασμένο Νοέμβριο. Και τα δύο μέρη κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Μικρός Ήρως σε μετάφραση Τατιάνας Ραπακούλια. Οι δύο δημιουργοί επέστρεψαν στον ήρωά τους οκτώ χρόνια μετά το τελευταίο του κόμικ (αναμφίβολα η πιο αδύναμη από τις ιστορίες τους) παρουσιάζοντας μια περιπέτεια σε δύο μέρη, διπλάσια σε έκταση από τις προηγούμενες. Ένα επίφοβο comeback γεμάτο μεγάλες προσδοκίες, ένα στοίχημα που εν τέλει απέδωσε μία από τις καλύτερες περιπέτειες του ντετέκτιβ μέχρι σήμερα. Το πορτρέτο μιας μητρόπολης Στο πρώτο μέρος ο Μπλάκσαντ προσλαμβάνεται από τον Κένεθ Κλαρκ, πρόεδρο του συνδικάτου εργαζομένων του μετρό, για την προστασία του από έναν πληρωμένο δολοφόνο της μαφίας. Σύντομα ο πρωταγωνιστής καταλαβαίνει πως η υπόθεση είναι πολύ πιο περίπλοκη απ’ ότι φαίνεται και αποφασίζει από πείσμα να φτάσει ως το τέλος της. Το δεύτερο μέρος ξεκινά από το αγωνιώδες τέλος του πρώτου όταν ο φίλος του ντετέκτιβ, ρεπόρτερ Γούικλι, ενοχοποιείται για φόνο και ένας παλιός έρωτας εμφανίζεται στο προσκήνιο. Τα μυστήρια της ιστορίας λύνονται και όλα οδηγούνται σε ένα καταιγιστικό φινάλε. Όλη η ιστορία είναι ένα πορτρέτο της Νέας Υόρκης του ’50: ηθοποιοί που αγωνίζονται να μεταδώσουν την τέχνη τους, εργάτες του μετρό που παραγκωνίζονται από τα μεγάλα συμφέροντα και παλεύουν για την επιβίωσή τους, ο σκοτεινός ρόλος της μαφίας, οι υψηλές τάξεις που ενδιαφέρονται μόνο για το φαίνεσθαι και τον πλουτισμό τους ενώ ταυτόχρονα γυναίκες ανεξαρτήτως τάξης υποβαθμίζονται από άνδρες υψηλότερου κοινωνικού στάτους. Από τις υπόγειες σήραγγες μέχρι τις γέφυρες-λεωφόρους, όλη η πόλη είναι ένα μεγάλο ταμπλό συμφερόντων και συγκρούσεων: οι έχοντες που ποδοπατούν τους μη έχοντες. Βασικός ανταγωνιστής είναι ο εργολάβος Σόλομον, ο γερακόμορφος «πρωτομάστορας» της πόλης που οικοδομεί μια τιτάνια γέφυρα με το όνομά του, εξυπηρετώντας τις πλούσιες συνοικίες και υποβαθμίζοντας τον ρόλο του μετρό. «Το να γεμίσεις την πόλη με λεωφόρους και να εξαρθρώσεις το δίκτυο μαζικών μεταφορών δεν έχει καμία σχέση με ανάπλαση», λέει ο Κένεθ για τον Σόλομον – μια πρόταση τόσο οικεία στον Έλληνα αναγνώστη! Στόχος του να αφήσει ένα έργο που θα απαθανατίσει το όνομά του και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα για να το πετύχει. «Η λήθη δεν είναι θέμα αξίας ή φιλοδοξίας, αλλά χρόνου (…) γιατί τελικά τα πάντα καταρρέουν» θα πει ο κυνικός μα πάντα με αίσθηση του δικαίου Μπλάκσαντ. Τα πάντα καταρρέουν; Πατριαρχία, ταξική πάλη, αστικοποίηση, συντροφικότητα, τα ζητήματα που θίγει το κόμικ είναι πολλά. Κι όμως συνδυάζονται αρμονικά χάρη στο συγγραφικό ταλέντο του Díaz Canalez που στήνει το πιο περίπλοκο νουάρ του έως τώρα. Σε αυτό συντελεί και το σχέδιο του Guarnido που παραμένει σε τρομερά ύψη και βυθίζει τον αναγνώστη στη ζωόμορφη πόλη του και στις μαγευτικές του ακουαρέλες. Οι Ισπανοί δημιουργοί παραδίδουν ξανά ένα πολυεπίπεδο, αγωνιώδες και επίκαιρο μυστήριο το οποίο – άθελά του – θυμίζει τόσο έντονα σκηνικά της Ελλάδας των μεγαλοεργολάβων, των αντεργατικών πολιτικών και των δημόσιων έργων που καταρρέουν! Το άλμπουμ διαβάζεται απνευστί, απαραίτητα όμως μετά την ανάγνωση του πρώτου μέρους του. Το κόμικ «Blacksad #7 – Τα Πάντα Καταρρέουν (Δεύτερο Μέρος)» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Όπως λοιπόν προοικονομεί ο τίτλος τίποτα δεν μένει αναλλοίωτο στην αλήθεια και στον χρόνο: τα πάντα καταρρέουν. Το μόνο που δεν καταρρέει ακόμα είναι το φλογερό δίδυμο Díaz Canalez – Guarnido που κρατά ψηλά την ποιότητά του εδώ και 20 χρόνια. Ακόμα κι αν αργήσει μια νέα ιστορία του, ο Μπλάκσαντ σίγουρα επέστρεψε! Και το σχετικό link...
  11. Το εκπληκτικό δυστοπικό έργο του Άλντους Χάξλεϊ «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» μεταφέρεται για πρώτη φορά σε κόμικς από τον Fred Fordham και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ. Ο «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» («Brave New World») του Αλντους Χάξλεϊ συγκαταλέγεται στην τριάδα των κορυφαίων λογοτεχνικών αριστουργημάτων του 20ού αιώνα με δυστοπική μυθοπλασία, μαζί με το «1984» του Τζορτζ Όργουελ και το «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Γράφτηκε το 1931, στον απόηχο του Κραχ του 1929, ενώ χρονικά προηγείται των άλλων δύο μυθιστορημάτων, που εκδόθηκαν το 1949 και το 1953 αντίστοιχα. Όπως συμβαίνει με όλα τα λογοτεχνικά έργα που χρονικά τοποθετούνται στο μακρινό μέλλον, έτσι και ο «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος», παρότι διαδραματίζεται το 2540 μ.Χ. (ή το «έτος 632 μετά Φορντ»), αντανακλά την εποχή στην οποία γράφτηκε και για αυτήν την εποχή θέλει να μιλήσει: μια εποχή τεχνολογικής ανάπτυξης και υπέρμετρης αισιοδοξίας, όπως τη βίωνε η Δύση στη δεκαετία του 1920, η οποία όμως έφερε τα σημεία ενός επελαύνοντος ολοκληρωτισμού. Για αυτό και το βαθυστόχαστο αυτό έργο, που τις επόμενες δεκαετίες ενέπνευσε σπουδαία μυθιστορήματα παρόμοιας θεματικής, διαβάζεται μέχρι σήμερα ως μια τρομακτική προειδοποίηση για το μέλλον. Για πρώτη φορά στα ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το προφητικό βιβλίο του Χάξλεϊ μεταφέρεται στη «γλώσσα» των κόμικς. Τη λογοτεχνική διασκευή και την εικονογραφική του απόδοση έφερε σε πέρας ένας από τους καλύτερους συγγραφείς και εικονογράφους της γενιάς του, ο 38χρονος Fred Fordham από το Λονδίνο. Ενώ σπούδαζε Πολιτικές Επιστήμες και Φιλοσοφία, βγάζοντας παράλληλα τα προς το ζην ως πορτρετίστας, ο Fordham ανακάλυψε την 9η τέχνη όταν διάβασε το Persepolis της Μαριάν Σατραπί. Σε αυτόν ανήκει η μετατροπή σε κόμικς τού «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Harper Lee (εκδ. Οξύ, 2018) και το διασκευασμένο σενάριο του «Ο Υπέροχος Γκάτσμπι» (εκδ. Μίνωας, 2022), για τα οποία έχουμε γράψει σε προηγούμενα φύλλα του «Καρέ Καρέ». Ξεφυλλίζοντας την καλαίσθητη ελληνική έκδοση από τη σειρά «ΟΞΥ comics» (μτφρ. Βασίλη Μπαμπούρη), αντιλαμβανόμαστε με μια πρώτη ματιά για ποιον λόγο δεν ευδοκίμησε στο παρελθόν ένα κόμικς για αυτό το έργο, όπως είχε ήδη γίνει με άλλες παραλλαγές για ανάλογα μυθιστορήματα: χρειαζόταν πράγματι μια πολυπρισματική – φιλοσοφική, πολιτική και ψυχολογική – ματιά, συνδυασμένη με το ταλέντο ενός δημιουργού όπως ο Fred Fordham, για να μπορέσει να αναμετρηθεί με ένα έργο σαν αυτό του Χάξλεϊ. Ένα έργο που θίγει θέματα όπως η βιογενετική, η τεχνολογία, ο ηδονισμός, η θρησκεία, ο έλεγχος των μαζών κ.ά. Από την πρώτη σελίδα μέχρι το καταθλιπτικό φινάλε, βυθιζόμαστε στη δυστοπία του Νέου Λονδίνου: των αυστηρά ιεραρχημένων καστών, της βιομηχανικής κλωνοποίησης και του υποχρεωτικού καταναλωτισμού, όπου η τέλεια κοινωνία έχει επιτευχθεί με την απαγόρευση της μονογαμίας, των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων, της ατομικότητας και της ιστορίας. Εδώ η ευτυχία δεν είναι δικαίωμα, αλλά επιβεβλημένο καθήκον. Και αν δεν καταλαβαίνετε γιατί, πάρτε τα χάπια Soma σας και… καλώς ήρθατε στον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο»! Και το σχετικό link...
  12. Ο Νίκος Πλατής αποτελεί μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου των κόμικς. Εκδότης, συγγραφέας (Black Out / Μαύρο Λεξικό, Μπαχαρικό Λεξικό, Αθωνικό Λεξικό, Κάμα Τσούχτρα κ.ά.), ιστοριοδίφης, λάτρης του απρόβλεπτου και του χιούμορ. Όταν ένας τέτοιος ανήσυχος δημιουργός αποφασίζει να συγκεντρώσει τις δουλειές του αλλά και να μιλήσει για τα έργα άλλων καλλιτεχνών, είναι είδηση. Ο ίδιος περιγράφει τη δική του ιστορία ως εξής: «Γεννήθηκα έτσι, το έχω στο ντι εν έι μου. Είμαι άνθρωπος της εικόνας. Και του κωμικού. Από παιδί ακόμα. Όταν έπιανα στα χέρια μου το καινούργιο ΡΟΜΑΝΤΣΟ, αναζητούσα με ανείπωτη λαχτάρα μέσα στις σελίδες του τις διάσπαρτες γελοιογραφίες του Χριστοδούλου, του Πολενάκη, του Αρχέλαου και του Παύλου Παυλίδη. Και μετά διάβαζα περιχαρής τα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου και του Πολύβιου Βασιλειάδη. […] Ταξίδεψα στην Ιταλία (εποχής MALE και LINUS), γράφτηκα στην BEAUX ARTS κι έμεινα (σε δική «μου» σοφίτα) στο Παρίσι, όταν μεσουρανούσαν το L’ ECHO DES SAVANES, το HARAKIRI, το METAL HURLANT (όπου και ο Moebius) και το CHARLIE HEBDO (στο ξεκίνημά του). Πήρα άπειρες εικόνες, απίστευτες δόσεις, κάηκε ο εγκέφαλός μου εκεί, έγινε παρανάλωμα των αλλεπάλληλων οβερντόουζ. […] Αρθρογραφούσα στην ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ (οπότε και γνωρίστηκα σε μια συνέντευξη με τον Πολενάκη και… δοθείσης της ευκαιρίας σκάρωσα το αλμπουμάκι με τον ΠΙΠΗ ΠΑΠΙΑ), είχα και την τύχη να ζήσω (εκ των έσωθεν) αυτή την άνοιξη των κόμικς στα περιοδικά του Γιώργου Μπαζίνα (μικρό και μεγάλο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ). Μέχρι και εκδότης (μικροεκδότης, για την ακρίβεια) έγινα για χάρη της εικονολατρίας μου. Αρχικά συνεκδότης με τον Λεωνίδα Χρηστάκη, με τον ΜΙΚΡΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗ. Επειτα με την ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΑΤΑ. Κατόπιν με το trade mark προσωπείο της MARIA PENTAGIOTISSA PRESS (όπου τα 2 πανέμορφα αλμπουμάκια με τους FREAΚ BROTHERS και το ονειρικό εκείνο FILIPPINO FOOD). […] Α! Παρέλειψα δε να σας πω πως προς στιγμήν έγινα και κάτι σαν ημιεκατομμυριούχος χάρη στα κόμικς. Έπιασα στα χέρια μου ένα μυθικό (για τα μεγέθη μου) ποσόν. Και μάλιστα για ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε ποτέ (το λογόκρινε ένας ζηλωτής, καθηγητής Θεολογίας). Αλήθεια σας λέω. Περισσότερα εν καιρώ…». Αυτά τα «περισσότερα» θα βρίσκονται από σήμερα on-line στην ιστοσελίδα του Νίκου Πλατή: https://sites.google.com/view/platis-comics/home. Ευχόμαστε καλή αρχή και πολλές επισκέψεις! Και το σχετικό link...
  13. Ο 33χρονος κομίστας, που μόλις κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, περιγράφει πώς είναι να (μην) ζεις από αυτό που αγαπάς, τι τον αγγίζει στη μυθολογία, την Άτγουντ και το Mad Max. Όταν στη συζήτησή μας τον χαρακτηρίζω «ανερχόμενο», μου απαντάει ότι μάλλον γι’ αυτό δεν μπορώ να βρω αποτελέσματα όταν γκουγκλάρω το όνομά του. Προσγειωμένος και διακριτικός, έγραψε και εικονογράφησε μια ιστορία για θαλάσσια τέρατα και ανθρώπινες προκαταλήψεις. Είναι, όπως καταλαβαίνω, όσο ατόφιος και ειλικρινής είναι και οι ήρωές του, στην αυτοέκδοση τα Θηρία, για το οποίο βραβεύτηκε στο Comicdom Con Athens 2023. Ποιο είναι το αγαπημένο σου κόμικ; Ο Βίος και η πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντον Ρόσα, γιατί σου δείχνει το backstory ενός χαρακτήρα που γνωρίζουμε όλοι. Τι συνέβη πριν ο Σκρουτζ γίνει εκατομμυριούχος; Μαθαίνουμε ότι ξεκινάει από λουστράκος στη Γλασκόβη και φτάνει να γίνει μεγιστάνας. Είναι, ας πούμε, λίγο σαν μια παιδική εκδοχή του Πολίτη Κέιν. Και κάτι πιο σύγχρονο; Το έργο που με έχει συναρπάσει τελευταία από σεναριακή και σχεδιαστική άποψη είναι η ισπανική σειρά κόμικ BlackSad. Ζεις από την εικονογράφηση; Όχι ακόμη, αλλά άφησα τη δουλειά μου πρόσφατα για να αφοσιωθώ σε αυτό εξ ολοκλήρου. Είναι λίγο σαν βουτιά στο κενό. Έχω ένα μπάτζετ που θα με στηρίξει για ένα διάστημα και μετά βλέπουμε. Αν δεν τα καταφέρω, θα ξαναπιάσω δουλειά σε φαρμακείο, όπως έκανα και μέχρι τώρα, και θα ασχολούμαι με το κόμικ σαν προσωπικό πρότζεκτ. Υπάρχουν ήδη τεχνολογίες που μπορούν να δημιουργήσουν εικονογράφηση χωρίς ανθρώπινο χέρι, μόνο μέσω τεχνητής νοημοσύνης. Σε τρομάζει αυτό; Τα Θηρία βγήκαν σε μια φάση που η συζήτηση γύρω από την ΤΝ ήταν έντονη. Στην αρχή με άγχωσε πολύ, αλλά η αλήθεια είναι ότι η ΤΝ δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει ποτέ πλήρως το χέρι, αφενός σε ότι αφορά το κομμάτι της έμπνευσης ή της δημιουργίας, όσο κι αν οπτικά είναι ικανοποιητικό το αποτέλεσμά της, αφετέρου γιατί η ΤΝ δεν μπορεί να αγγίξει το κομμάτι της ευαισθησίας που βάζει ο καλλιτέχνης μέσα στη δουλειά. Πιστεύω ότι η ΤΝ θα είναι η εύκολη λύση, οπότε οτιδήποτε το χειροποίητο θα θεωρείται ανώτερο. Σε ενδιαφέρουν τα λαϊκά παραμύθια; Γιατί έγραψες τα Θηρία; Όταν τελειώσαμε τη σχολή, μαζί με δύο συμφοιτητές μου αποφασίσαμε να κάνουμε από μια μικρή ιστορία με κοινή θεματική ένα θαλάσσιο τέρας. Εγώ λοιπόν εμπνεύστηκα από τον Γέρο και τη θάλασσα του Χέμινγουεϊ, για να μιλήσω για τη σχέση ανθρώπου και φύσης. Έχω μεγάλη αγάπη στη μυθολογία. Τι σε τραβάει στη μυθολογία; Ένα πράγμα που μoυ αρέσει πολύ είναι ότι θεοποιούσαν τα φυσικά φαινόμενα. Οι θάλασσες, για παράδειγμα, είχαν τη δική τους βούληση. Και οι δυστοπίες, που είναι πολύ της μόδας; Δεν με ενδιαφέρει τόσο η έννοια της Αποκάλυψης. Πιο πολύ με τραβάνε ιστορίες σαν την Ιστορία της θεραπαινίδας της Μάργκαρετ Άτγουντ, που πιάνεται από το κοινωνικό κομμάτι μιας δυστοπικής πραγματικότητας. Βέβαια, η Άτγουντ έχει δηλώσει ότι κανένα από τα βιβλία της δεν είναι φανταστικό. Βασίζεται πάντα σε ιστορικό γεγονός. Γι’ αυτό ακριβώς με αγγίζει περισσότερο. Πάντως, αν θέλεις οπωσδήποτε μια ιστορία Αποκάλυψης, μπορώ να σου πω ότι το Mad Max είναι εξαιρετικό. Και μια που πιάσαμε αυτό το θέμα, πώς αισθάνεσαι για το Χόλιγουντ και τη μαζική παραγωγή ταινιών με σούπερ ήρωες; Πιστεύω ότι το Χόλιγουντ βρίσκεται σε τέλμα έμπνευσης τα τελευταία χρόνια, δηλαδή πάρα πολλές ιστορίες αναπαράγονται από άλλα μέσα. Θα ήταν καλύτερο, αν με ρωτάς, αντί ένα κόμικ να γίνει ταινία, να γίνει το ίδιο το κόμικ το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Και το σχετικό link...
  14. «Μπορείς να την “ταΐσεις” με έργα ενός δημιουργού, να της δώσεις την οδηγία “φτιάξε κάτι σαν αυτό” και να πουλήσεις το αποτέλεσμα σαν δικό σου», λέει ο κομίστας Γιάννης Ρουμπούλιας. Tο εξώφυλλο του λευκώματος «Hallowitches» του Ηλία Χατζούδη. Δεξιά, παρόμοιο σχέδιο δημιουργημένο με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Άνοιξε την επαγγελματική του σελίδα στο Facebook για τον συνηθισμένο λόγο. Ένας κομίστας, εξάλλου, παρουσιάζει τη δουλειά του και δικτυώνεται μέσω της τεχνολογίας. Εκείνη την ημέρα ωστόσο, ο Ηλίας Χατζούδης «δικτυώθηκε» με κάτι άλλο: συνάδελφοί του στην Αμερική, όπου και ο ίδιος ζει και εργάζεται, του κοινοποιούσαν ένα σχέδιο – ένα pinup girl – το οποίο είχε δημιουργηθεί με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης και έμοιαζε πολύ με ένα δικό του. Τον ρωτούσαν αν το γνώριζε· η απάντηση ήταν αρνητική. Ο Ηλίας έκανε μια ανάρτηση με τις δύο εικόνες, όπου σημείωνε: «Τι είναι τέχνη για μένα; Όταν σχεδιάζω, νιώθω χαρά, έχω μια δημιουργική ενέργεια και την ικανοποίηση ότι έφτιαξα κάτι από την αρχή μέχρι το τέλος». Του έχει ξανασυμβεί, λέει στην «Κ». Δεν τον φοβίζει ακόμη επαγγελματικά – έχει το κοινό του. «Ήθελα ωστόσο να απευθυνθώ στους νέους καλλιτέχνες που τώρα ξεκινούν, ώστε να καταλάβουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι άλλο ένα εργαλείο, όπως το Photoshop. Δεν σχεδιάζει, αλλά κλέβει εκατομμύρια εικόνες που έχουν σχεδιαστεί ήδη και δημιουργεί μια νέα, ψεύτικη. Ο άνθρωπος που το κάνει αυτό θα μπορούσε να είναι και κάποιος που δεν ξέρει να σχεδιάζει. Δεν είναι όμως καλλιτέχνης». Πώς ακριβώς λειτουργεί; «Υπάρχουν διάφορα applications», εξηγεί ο κομίστας Γιάννης Ρουμπούλιας. «Το πρώτο ήταν το Midjourney, ενώ πλέον υπάρχει το Stable Diffusion και άλλα. Επειδή το νομοθετικό πλαίσιο είναι ανύπαρκτο, μια τέτοια εφαρμογή μπορεί να “ρουφάει” οτιδήποτε κυκλοφορεί ελεύθερα στο Ιντερνετ. Μπορείς να την “ταΐσεις” με έργα ενός δημιουργού, να της δώσεις την οδηγία “φτιάξε κάτι σαν αυτό” και να πουλήσεις το αποτέλεσμα σαν δικό σου. Το σχέδιο του συναδέλφου που αντιγράφηκε, αναπαράχθηκε με την ίδια θεματολογία και κίνηση, αλλά είχε απλώς διαφορετικό χρώμα. Και υπάρχουν εταιρείες που έχουν απολύσει εικονογράφους στα μισά μιας δουλειάς επειδή μπορούσαν να δώσουν στο πρόγραμμα AI τα χαρακτηριστικά τους και έτσι να έχουν μηδενικό κόστος εικονογράφησης». Το ζήτημα έχει θορυβήσει την εγχώρια κοινότητα. Το φεστιβάλ Comicdom CΟΝ που θα πραγματοποιηθεί στην Τεχνόπολη στις 17-19 Μαΐου, ανακοίνωσε ότι απαγορεύει στη διοργάνωσή του τη χρήση, αναπαραγωγή και πώληση έργων κόμικς που έχουν παραχθεί μέσω τεχνητής νοημοσύνης. «Πήραμε αυτή την απόφαση ώστε να στηρίξουμε τον κόπο των καλλιτεχνών και να μη συμβάλουμε στη δημιουργία μιας δυστοπικής αγοράς, στην οποία έργα που έχουν προκύψει από το πάτημα ενός κουμπιού θα πωλούνται δίπλα σε έργα επαγγελματιών που έχουν μοχθήσει για να κατακτήσουν τις δεξιότητές τους», λέει στην «Κ» ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου, διευθυντής προγράμματος του Comicdom CON. Ο Γιάννης Ρουμπούλιας υπογραμμίζει ότι ο κομίστας «έχει δουλέψει είκοσι χρόνια και βάλε για να κάνει το στυλ του χαρακτηριστικό», ενώ το μηχάνημα απλώς προσομοιάζει σε έναν καλλιτέχνη. Ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου εξηγεί ότι οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης βασίζονται και σε «μείξη προϋπαρχόντων έργων» από καλλιτέχνες που δεν έχουν συναινέσει απαραίτητα στη χρήση τους. «Τέτοια προγράμματα», προσθέτει ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς, πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κόμικς και επικεφαλής των εκδόσεων Μικρός Ήρως, «σαρώνουν ολόκληρο το Διαδίκτυο, παίρνουν σκιτσογραφικά στοιχεία διαφόρων δημιουργών και μέσα σε δευτερόλεπτα παρουσιάζουν ένα καλλιτεχνικό συνονθύλευμα, που ενώ ως αποτέλεσμα είναι άρτιο, στο έμπειρο μάτι φαίνεται ότι είναι ΑΙ». Ο κομίστας Στιβ Στιβακτής δεν αρνείται την ηθική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης: «Αν υπήρχε μια βάση δεδομένων με έργα καλλιτεχνών που θα είχαν συναινέσει και πληρωθεί για κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον μέσο χρήστη», εξηγεί. Ο κ. Ανεμοδουράς θυμίζει ότι και το Photoshop είχε προκαλέσει παρόμοιες συζητήσεις, όμως καθιερώθηκε, κυρίως γιατί απαιτεί δουλειά. «Θα μπορούσε να οριστεί ένα πλαίσιο όπου η τεχνητή νοημοσύνη θα χρησιμοποιείται ελάχιστα για να εξυπηρετήσει ή να βελτιώσει κάποιες διαδικασίες, χωρίς να πλήττει το κομμάτι της δημιουργίας και να χάνονται δουλειές», σημειώνει. Και ο Ηλίας Κατιρτζιγιανόγλου εκτιμά ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταστεί «βοηθητικό εργαλείο», θεωρεί όμως επιτακτική την ανάγκη για νομοθετικές ρυθμίσεις που θα προστατεύουν την πνευματική ιδιοκτησία και την πρωτογενή δημιουργία. «Κι επειδή», καταλήγει, «οι εφαρμογές ΑΙ θα βρίσκουν πιθανότατα τρόπους να προσαρμόζονται “στο γράμμα του νόμου”, θα πρέπει το ζήτημα να παρακολουθείται στενά». Και το σχετικό link...
  15. Συνέντευξη με τους δημιουργούς του γκράφικ νόβελ «Erdogan – Η άνοδος ενός σύγχρονου σουλτάνου», τον Τούρκο δημοσιογράφο Can Dündar και τον Αιγυπτιο-Σουδανό σχεδιαστή κόμικς Anwar. Η εικονογραφημένη βιογραφία του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Anubis και στάθηκε η αφορμή για μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με τους δημιουργούς της. ● Πώς αποφασίσατε να αφηγηθείτε τη ζωή του Ερντογάν σε μορφή γκράφικ νόβελ; Dündar: Ως δημοσιογράφος, παρακολουθώ τον Ερντογάν για περισσότερα από 30 χρόνια, από την εποχή της δημαρχίας του. Βρέθηκα στη φυλακή και τώρα είμαι εξόριστος εξαιτίας του. Είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου, όπως και της χώρας μου. Σκέφτηκα επομένως ότι θα είχε ενδιαφέρον να μάθω περισσότερα για εκείνον, να καταλάβω γιατί είναι έτσι όπως είναι σήμερα και να το εξηγήσω στον κόσμο. Υπήρχαν αρκετές βιογραφίες του σε μορφή βιβλίου, επίσημες και ανεπίσημες, γι’ αυτό αποφάσισα να δοκιμάσω κάτι καινούργιο. Είχα υπόψη μου διάφορες άλλες βιογραφίες πολιτικών αρχηγών σε μορφή γκράφικ νόβελ, γι’ αυτό μου φάνηκε καλή ιδέα. Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται ευρέως «graphic journalism», ουσιαστικά το αντιλαμβάνομαι σαν ντοκιμαντέρ στη μορφή των κόμικς. Το γκράφικ νόβελ σου δίνει τη δυνατότητα να αποτυπώσεις σκηνές τις οποίες γνωρίζεις από περιγραφές και μαρτυρίες, αλλά δεν υπάρχει κάποιο οπτικοακουστικό υλικό, κάποιο βίντεο ή κάποια φωτογραφία τους. Τέλος, το γεγονός ότι δεν του αρέσουν οι γελοιογραφίες και τα κόμικς – έχει βάλει πολλούς γελοιογράφους στη φυλακή – έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα αυτήν την προοπτική. Anwar: Προέρχομαι από τον χώρο της πολιτικής γελοιογραφίας, ωστόσο είχα έντονο ενδιαφέρον για τη δημοσιογραφία και τον συνδυασμό τους υπό τη μορφή του graphic journalism. Είχα εμπλακεί με την παραγωγή μικρότερων έργων τέτοιου τύπου, τίποτα όμως τόσο μεγάλο μέχρι τώρα. Σε αντίθεση με την αμεσότητα και την ταχύτητα των πολιτικών γελοιογραφιών, αυτή η προσέγγιση δίνει περισσότερο χώρο σε βαθύτερη έρευνα και κατανόηση. Ειδικά για εμένα, έναν καλλιτέχνη που δεν περιορίζεται μόνο στην εικονογράφηση αλλά εμπλέκεται με τη δημοσιογραφία και γνωρίζει τους κανόνες της, δίνει μια νέα, ενδιαφέρουσα διέξοδο. Παράλληλα όμως, ως πολιτικός γελοιογράφος, πάντα θα φέρω στις δουλειές μου τις αξίες και την ιδεολογία μου, τις πολιτικές μου συμπάθειες και αντιπάθειες. Από θέμα περιεχομένου, στο παρόν έργο βρήκα την απόλυτη ταύτιση, αφού μπορώ να σχεδιάσω και να καταλάβω τις δυναμικές της πολιτικής στην Τουρκία. Άλλωστε, και στην Αίγυπτο έχουμε έναν δικτάτορα που εργαλειοποιεί το Ισλάμ, αλλά και μια σειρά από ομοιότητες: πολιτικές, πολιτισμικές, γεωγραφικές. Δέχτηκα αμέσως την πρόταση του Can, με τον οποίο επίσης μας συνέδεε το γεγονός ότι βρεθήκαμε εξόριστοι λόγω των καθεστώτων στη χώρα μας. ● Παρά την έντονη προσωπική άποψή σας για τον Ερντογάν, το βιβλίο διατηρεί μια απόσταση και μια αντικειμενική καταγραφή που παραπέμπει σε ντοκιμαντέρ. Σε μερικά σημεία φαίνεται σαν τον «καλό» της ιστορίας, στην οποία άλλωστε πρωταγωνιστεί. Dündar: Ήταν πολύ δύσκολο αλλά αναγκαίο. Δεν ήθελα ο αναγνώστης να εντοπίζει την προσωπική μου άποψη και να ερμηνεύει τις πληροφορίες που μεταφέρω ως αποτέλεσμα κάποιας προσωπικής εμπάθειας. Απέφυγα τον πειρασμό να τον δαιμονοποιήσω. Όσο έγραφα το βιβλίο προφανώς ήρθα αρκετές φορές σε εσωτερικές συγκρούσεις. Από τη μία πλευρά η δημοσιογραφική μου ιδιότητα επέβαλλε την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα, αλλά από την άλλη ως αγωνιστής υπέρ της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, που θέλει μια ελεύθερη και δημοκρατική χώρα, αρκετές φορές δυσκολεύτηκα. Εστίασα στην προσπάθειά μου να τον καταλάβω από το μηδέν, σκεπτόμενος πως αν μπορέσεις να καταλάβεις έναν αυταρχικό δυνάστη, ίσως μπορείς να αποτρέψεις τους επόμενους. Ξεκίνησε ως ένα φτωχόπαιδο με την παιδική του αθωότητα. Στην πορεία της ζωής του όμως, διάφορες συνθήκες διαμόρφωσαν έναν άνθρωπο που κατέληξε μονάρχης. Ποιες ήταν αυτές; Μπορείς να εστιάσεις στην πατρική φιγούρα και την κακοποίηση, στη θρησκευτική εκπαίδευση, στο ποδόσφαιρο και στον φανατισμό, στην εμμονή με την πολιτική. Όταν λαμβάνεις υπόψη σου όλες αυτές τις συνθήκες, οι οποίες συνολικά καταλήγουν να διαμορφώνουν την προσωπικότητά του, μπορείς να τον καταλάβεις καλύτερα. Αν δεις τη βιογραφία του Χίτλερ για παράδειγμα, θα εντοπίσεις αρκετά κοινά. Προβληματική παιδική ηλικία, ανεπιτυχής νεολαία, και όταν ξαφνικά βρήκε τις συνθήκες για να λάβει εξουσία, το έκανε. Νομίζω ότι αυτή η γνώση είναι χρήσιμη για όλους μας. Can Dündar και Anwar Anwar: Προσπάθησα να περάσω αυτήν την ουδετερότητα και στα σχέδια. Στην πολιτική γελοιογραφία, η άποψή σου έχει βαρύτητα για το αποτέλεσμα της δουλειάς σου. Σε ένα δημοσιογραφικό γκράφικ νόβελ, πρέπει να προσκολληθείς όσο το δυνατόν περισσότερο στην πιστότερη αποτύπωση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Στο εικαστικό κομμάτι, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάνεις πολλή έρευνα – ξόδεψα μήνες σε αυτό. Χρειάστηκε να ερευνήσω πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Ελάχιστο οπτικό υλικό, σπάνια πλάνα, κανείς από εμάς δεν ήταν εκεί. Σημαντικός βοηθός υπήρξε το διαδίκτυο, φωτογραφικά αρχεία και βίντεο. Χρειάζεται πολλή δουλειά για να καταφέρεις να μείνεις πιστός στα πραγματικά γεγονότα, περιβάλλοντα, σκηνικά. Από την άλλη, η μεταφορά των μεγάλων πολιτικών στιγμών για τις οποίες υπήρχε υλικό ήταν πολύ πιο εύκολη. Οι προκλήσεις όμως ήταν πιο ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι ο Ερντογάν ζούσε όταν ήταν πέντε χρόνων σε ένα σπίτι κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Πώς έμοιαζε το σπίτι, πώς έμοιαζε η γειτονιά του το ’60; Αναλαμβάνεις ως σχεδιαστής να στήσεις ολόκληρο το σκηνικό, είσαι σκηνοθέτης και σκηνογράφος. Φίλοι που το διάβασαν πρώτη φορά είχαν εντυπωσιαστεί από τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκε το κομμάτι της παιδικής ηλικίας. Εκεί πράγματι τον παρουσιάζουμε σαν «καλό», γιατί υποθέτουμε πως σε έναν βαθμό… ήταν. Ήταν παιδί! Ένα παιδί που του άρεσε το ποδόσφαιρο. Κι αυτό είναι ενδιαφέρον όχι μόνο από την καλλιτεχνική σκοπιά αλλά και από την πλευρά του αναγνώστη, γιατί τον κάνει να σκεφτεί. Βλέπει ένα φυσιολογικό άτομο, ένα παιδί με όνειρα, να εξελίσσεται με αυτόν τον τρόπο. Τι οδήγησε εκεί; Αν προσπαθείς να δαιμονοποιήσεις, αυτό είναι κλισέ. Και η εικαστική αποτύπωση παίζει κομβικό ρόλο. Δεν είναι μόνο το κείμενο, αλλά και τι βλέπεις μαζί με αυτό το κείμενο, το οποίο επηρεάζει την κατανόησή του. ● Ποια πτυχή της ζωής του Ερντογάν σας εντυπωσίασε περισσότερο; Dündar: Αυτό που μου έκανε περισσότερη εντύπωση είναι το εξής: μετά τον βομβαρδισμό στο κτίριο της νεανικής οργάνωσης όπου συμμετείχε, υπήρχε ένα θύμα και ο Ερντογάν παρευρέθη στην κηδεία του. Υπάρχει μια φωτογραφία του από το νεκροταφείο, μαζί με μερικά νεαρά στελέχη. Τριάντα χρόνια αργότερα, όλοι τους είχαν αξιοποιηθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην κυβέρνησή του. Αυτό δείχνει έναν άνθρωπο που λειτουργεί στρατηγικά σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και στις ανθρώπινες σχέσεις του. Τους χρησιμοποίησε για τριάντα ή σαράντα χρόνια και τους έδιωξε από κοντά του όταν έπαψαν να είναι χρήσιμοι, αφού ανήλθε στην εξουσία. Είναι εντυπωσιακό. Anwar: Δεν πρόκειται για ένα συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά για μία πτυχή του χαρακτήρα του: η επιμονή του. Δεν σπάει εύκολα. Πρόκειται για ένα γνώρισμα που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για καλό ή για κακό, κι αυτός επιλέγει το δεύτερο. Είναι βαθιά οπορτουνιστής και πραγματιστής και το βλέπεις όταν παρακολουθείς την πορεία του, σε κάθε σκαλί που σκαρφάλωνε προς την εξουσία. Σε αντίθεση με τους ακροδεξιούς λαϊκιστές όπως ο Τραμπ και τα ευρωπαϊκά μορφώματα που αξιοποιούν κυρίως την προπαγάνδα για να ανέλθουν, είναι αληθινός πολιτικός με βάθος. ● Το έργο σταματάει χρονικά στο 2002. Θα υπάρξει συνέχεια; Dündar: Ακόμη δουλεύουμε το δεύτερο βιβλίο. Το πρώτο τελειώνει στο σημείο που αναλαμβάνει την εξουσία. Στο δεύτερο δείχνουμε τη διαδρομή του δύο δεκαετίες στην εξουσία, το διπλό του πρόσωπο, τον αντιδημοκρατικό τρόπο με τον οποίο κυβερνάει, τον έλεγχο στα ΜΜΕ, τον θυμό του. Anwar: Βρισκόμαστε στο στάδιο της έρευνας. Θα παρουσιάσουμε τα σύγχρονα γεγονότα της ιστορίας του, πολλά από αυτά ευρέως γνωστά, σε αντίθεση με τα πρώτα. Όμως είναι ό,τι προηγήθηκε μέχρι τότε που εξηγεί τον χαρακτήρα του και τις μετέπειτα επιλογές του. Και το σχετικό link...
  16. Η ναπολιτάνικης καταγωγής Ιταλίδα κομίστα Μίρκα Αντόλφο, γνωστή για το ερωτικό της κόμικ «Γλυκιά πάπρικα» (2022), αλλά και τη δουλειά της σε σειρές της DC Comics και των BOOM! Studios, κυκλοφορεί το νέο της έργο «Blasfamous», ένα ερωτικό κόμικ τρόμου, χρονικά τοποθετημένο σε ένα δυστοπικό μέλλον, όπου οι «ποπ σταρ» έχουν αγιοποιηθεί. Η κεντρική χαρακτήρας του κόμικ, Κλέλια, είναι μία «popstar» βασισμένη, τόσο ως προς το παρουσιαστικό της όσο και ως προς τον χαρακτήρα της, στην τραγουδίστρια Lady Gaga. Έχοντας δουλέψει σε σειρές κόμικ με δυναμικούς θηλυκούς χαρακτήρες όπως τις «Wonder Woman», «Harley Quinn», «Hex Wives» και «DC Bombshells» και έχοντας κερδίσει το υψηλού πρεστίζ Βραβείο Harvey πέρυσι για το κόμικ της «Γλυκιά Πάπρικα» (το οποίο παρήγαγε δύο σίκουελ), η Αντόλφο εξερευνεί νέους ορίζοντες με το «Blasfamous», θεωρώντας πως η δουλειά της αυτή θα μπορούσε να μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη με πραγματικούς ηθοποιούς. Η «Γλυκιά πάπρικα» είχε άλλωστε προταθεί για να γίνει σειρά «animation» για την πλατφόρμα Netflix, ένα πρότζεκτ που δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί. Όπως είπε και η ίδια η δημιουργός σε πρόσφατη συνέντευξή της για την επικείμενη κυκλοφορία του «Blasfamous», το κόμικ απεικονίζει έναν κόσμο όπου «οι ποπ σταρ λατρεύονται ως θεϊκές φιγούρες. Ανταλλάσσουν τις ψυχές τους για τη φήμη και ακόλουθους στα “social media”. Το ερώτημα που θέτει το κόμικ είναι πόσοι φαν μπορούν να εξαγοράσουν την ψυχή σου», είπε χαρακτηριστικά η Αντόλφο. Η κεντρική χαρακτήρας, Κλέλια, έχοντας κερδίσει τον τίτλο της «Βασίλισσας της Ποπ» από την προηγούμενη γενιά θαυμαστών, κινδυνεύει τώρα να χάσει τον θρόνο της από μία νέα «σταρ» που έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο. Για να αντιμετωπίσει την απειλή, επικαλείται τη βοήθεια του «δαιμονικού» ατζέντη της, Πατέρα Λεβ. Όντας ένα φουτουριστικό, ερωτικό κόμικ τρόμου, το «Blasfamous» δεν είναι φτιαγμένο μόνο για γυναίκες. Η Αντόλφο υποστηρίζει πως ουδέποτε δημιούργησε κόμικ αποκλειστικά για ένα φύλο, αλλά πως αυτό είναι κάτι που της έχει προσαφθεί άδικα. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι το κόμικ της αυτό, όπως και κάθε δουλειά της, διαθέτει μία δυνατή θηλυκή οπτική. Το «Blasfamous» θα κυκλοφορήσει στις 21 Φεβρουαρίου από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο Dstlry, των Ντέιβιντ Στάινμπεργκερ και Τσιπ Μόσερ, πρώην στελεχών της Amazon. Και το σχετικό link...
  17. Μεγάλωσα με τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», αυτή την αμερικανικής έμπνευσης και προέλευσης παρουσίαση κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας με τη μορφή κόμικς για παιδιά και εφήβους. Πορεύτηκα μαζί τους από το πρώτο κιόλας τεύχος τους, τους «Αθλίους». Οι γονείς μου – άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό και αισθητικό επίπεδο, έχει σημασία που το αναφέρω – μου αγόραζαν κάθε καινούργιο τεύχος ή, αργότερα, με χαρτζιλίκωναν για να το αγοράσω. Έχω φυλάξει δεκάδες από αυτά τα τεύχη. Τα ξαναδιαβάζω σήμερα, εβδομηκοστή επέτειο από την έναρξη της σειράς, και αναρωτιέμαι (όχι για πρώτη φορά) πόσο βάσιμες ήταν οι οργίλες κατηγορίες που εκτοξεύονταν τότε εναντίον τους από σοβαρούς και λιγότερο σοβαρούς ανθρώπους ή οι κάπως πιο νηφάλιες ενστάσεις που πρόβαλλαν (και εξακολουθούν να προβάλλουν) άλλοι. Μια πρώτη κατηγορία αφορούσε το ίδιο το είδος που λέγεται κόμικς. Θεωρούνταν ευτελής αναγνωστική ενασχόληση, πνευματική σκουπιδοτροφή. Με αυτή την κατηγορία δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε. Έχει καταπέσει από μόνη της με την εξέλιξη που είχε το είδος από τότε ακόμη και στην Ελλάδα (ωραίες διασκευές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας με τη μορφή graphic novels, αφήγηση ιστορικών γεγονότων με τρόπο κάθε άλλο παρά απλουστευτικό, ακόμη και βίοι φιλοσόφων). Μια δεύτερη κατηγορία, όχι εντελώς ασύνδετη με την πρώτη, ήταν ότι τα κόμικς αυτά έδιναν στους νέους μια πολύ χλομή, επιπόλαιη ή και στρεβλή ιδέα για τα κλασικά αριστουργήματα που διασκεύαζαν, έτσι ώστε έμμεσα τους απέτρεπαν από το να τα διαβάσουν αργότερα αυτούσια. Εδώ μπορώ να καταθέσω ως μάρτυρας υπεράσπισης επικαλούμενος τη δική μου εμπειρία: μολονότι, όπως είπα, τακτικός και ένθερμος αναγνώστης των «Κλασικών Εικονογραφημένων», έχω διαβάσει έκτοτε στην αυθεντική μορφή τους πλήθος από αυτά τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες, τα θεατρικά έργα, έγινα μάλιστα επαγγελματίας αναγνώστης λογοτεχνίας. Από την άλλη κατάλαβα, με την κάποια πείρα που απέκτησα, ότι για πολλά από εκείνα που παρέλειψα να διαβάσω δεν υπήρχε λόγος να ντρέπομαι: τα κόμικς τα συνόψιζαν μια χαρά. Όσοι αντιμετωπίζουν φετιχιστικά τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, σαν απαραβίαστο τοτέμ, δυσκολεύονται να δεχτούν ότι κάποια κλασικά κείμενα που γράφτηκαν πριν από την εποχή της εικόνας μπορούν να αποδοθούν εικονογραφικά χωρίς σοβαρές απώλειες. Αλλά και πάλι, ήταν δυνατόν τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» να σταθούν αισθητικά στο ύψος των περισσότερο απαιτητικών κειμένων που διασκεύαζαν, να μείνουν πιστά στο πνεύμα τους, να συμπυκνώσουν την ουσία τους; Αυτή ήταν (και είναι) μια τρίτη ένσταση. Εδώ προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει ενιαία απάντηση. Πολλά τεύχη, ιδίως της πρώτης φάσης, είχαν εξαιρετική εικονογράφηση (με κορυφαία ίσως τους «Αθλίους», τον «Όλιβερ Τουίστ» και τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»). Άλλα ήταν λιγότερο πετυχημένα. Από ένα σημείο και μετά είναι αλήθεια ότι οι προχειρότητες αυξάνονταν από τεύχος σε τεύχος, αυτό δεν ήταν όμως «δομικό» πρόβλημα της σειράς ούτε του είδους. Όσο για το περιεχόμενο και το πνεύμα, ας πάρω το παράδειγμα των «Αθλίων»: η μορφή του Ιαβέρη, με το ταραγμένο κοινωνικό υπόβαθρο της νοοτροπίας του, αποδίδεται όντως μονοδιάστατα, αν και με εξπρεσιονιστική υποβλητικότητα. Αλλά ο πυρήνας του προβληματισμού (ή του «μηνύματος») του Ουγκό διασώζεται από την αρχή ως το τέλος του κόμικς. Μια διαφορετική και πολύ εντυπωσιακότερη περίπτωση είναι ο «Μάκβεθ». Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα αυτό το κόμικς διαπίστωσα με έκπληξη πόσο ο διασκευαστής προσπάθησε να μείνει κοντά στην ποιητική γλώσσα του Σέξπιρ, αρκετές φορές με (σχεδόν) αυτούσια αποσπάσματα του πρωτότυπου. Φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι ο Σέξπιρ μπορεί να αναχθεί σε κόμικς. Λέω απλώς ότι ούτε αυτό το κόμικς πρόδινε ή ευτέλιζε το πνεύμα του κλασικού κειμένου. Μια τελευταία παρατήρηση αφορά την ελληνική σειρά των «Κλασικών Εικονογραφημένων». Κι εδώ επίσης υπήρξε μια πτωτική πορεία, από την άποψη τόσο της αισθητικής όσο και του σεναρίου. Αλλά πολλά από τα πρώτα τεύχη ήταν απολαυστικά και από τις δύο απόψεις, με καλύτερα ίσως τα «Περσέας και Ανδρομέδα», «Ο Θησέας και ο Μινώταυρος», «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», «Ρήγας Φεραίος» και «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης». Οι συντελεστές τους ήταν σπουδαίοι εικαστικοί, όπως ο Κώστας Γραμματόπουλος ή ο Βασίλης Ζήσης, και διαπρεπείς προοδευτικοί λογοτέχνες (Βασίλης Ρώτας, Μέντης Μποσταντζόγλου, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη κ.ά.). Γι’ αυτό με ξενίζει η κριτική ότι τα κόμικς αυτά ήταν γεμάτα εθνικιστικά στερεότυπα και φανφάρες. Μπορεί να ίσχυε αυτό για τα όψιμα, σε καμία όμως περίπτωση για τα πιο πρώιμα. Σε μερικά μάλιστα («Ρήγας Φεραίος», «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης») ήταν εμφανείς οι έμμεσοι, αλλά τολμηροί για την εποχή παραλληλισμοί που έκαναν οι σεναριογράφοι με την πολύ πρόσφατη τότε και συκοφαντημένη από τους νικητές του Εμφυλίου Εθνική Αντίσταση (φλογεροί επαναστάτες έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τον Τούρκο μα και λιπόψυχους προεστούς, χαμερπείς καταδότες, αλαζονικούς άρχοντες που περιφρονούσαν την επανάσταση κτλ). Εν κατακλείδι τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», αλλά και μεταγενέστερα κόμικς που φαίνεται πως εμπνεύστηκαν από το παράδειγμά τους, όχι μόνο δεν ήταν μια διαβρωτική «αμερικανιά» που πρόσβαλλε τη λογοτεχνία (ή και την Ιστορία), μα και έδιναν/δίνουν αφορμή για μια επανεξέταση του τρόπου που προσεγγίζουμε τα κλασικά κείμενα. Και το σχετικό link...
  18. Η είδηση για την απελευθέρωση των δικαιωμάτων από τις πρώτες ταινίες animation με τον Μίκι Μάους αναπαράχθηκε παντού τις τελευταίες μέρες. Ο ποντικός του Ντίσνεϊ ωστόσο δεν ήταν ούτε ο πρώτος ζωόμορφος χαρακτήρας με ανθρώπινη συμπεριφορά, ούτε ο πιο δημοφιλής πρωταγωνιστής των κόμικς στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αντιθέτως, ο σούπερ σταρ της περιόδου ήταν ένας, φύσει αλλά όχι θέσει, άσπονδος εχθρός των τρωκτικών, ένας εκφραστικός μαύρος γάτος με τεράστια ουρά και πελώρια μάτια. Ο Φέλιξ ο Γάτος γεννήθηκε το 1919 και πρωταγωνίστησε σε πολλές μικρού μήκους ταινίες που έκαναν θραύση. Αν και η ιστορία της πατρότητάς του είναι περίπλοκη, πολλά χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του έγινε γνωστό ότι δημιουργός του ήταν ο Otto Mesmer. Στις πρώτες ταινίες του όμως, ως «πατέρας» του εμφανιζόταν ο Αυστραλός παραγωγός Pat Sullivan. Το 1923, η τεράστια δημοφιλία του Φέλιξ οδήγησε και στην έντυπη εκδοχή του με τα κόμικ-στριπ του να δημοσιεύονται καθημερινά σε εκατοντάδες εφημερίδες. Με ένα σουρεαλιστικό, συχνά άγριο χιούμορ και αρκετές βίαιες σκηνές στις σλάπστικ καταστάσεις στις οποίες μπλεκόταν, ο Φέλιξ κατέκτησε τις καρδιές μικρών και μεγάλων. Οι πιο νέοι τον διάβαζαν για να γελάσουν με τις γκάφες των χαρακτήρων, ενώ οι μεγαλύτεροι για να διασκεδάσουν με τις ενήλικες προεκτάσεις των ιστοριών του. Λίγο πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση του ’29, ο Mesmer κατάφερε να φιλοτεχνήσει μια μοναδική ηθογραφία με κοινωνική κριτική και άφταστο σαρκασμό, σχολιάζοντας τη φτώχεια, τον αλκοολισμό, την αυξανόμενη βία, την οπλοκατοχή στις μεγαλουπόλεις κ.ά. Και όλα αυτά, με πολλές σχεδιαστικές πρωτοτυπίες και με πρωτοποριακή χρήση των χρωμάτων σε μια εποχή που οι εφημερίδες σταδιακά αύξαναν τις έγχρωμες σελίδες τους. Η έλευση όμως του ομιλούντος κινηματογράφου είχε δυσάρεστες συνέπειες στην «καριέρα» του κινηματογραφικού Φέλιξ, καθώς ο Sullivan αρνιόταν επί σειρά ετών να υιοθετήσει την καινοτομία του ήχου θεωρώντας την μια μόδα που γρήγορα θα περάσει. Όταν κατάλαβε το λάθος του ήταν αργά. Οι θεατές όλο και λιγόστευαν. Ο Φέλιξ δεν κατάφερε να ανταγωνιστεί τον Μίκι ποτέ ξανά. Παρ’ όλα αυτά, οι έντυπες περιπέτειές του συνεχίστηκαν πολλές δεκαετίες ακόμα με επιτυχία, και θα είναι για πάντα ο πρώτος χαρακτήρας που γεννήθηκε για τη μεγάλη οθόνη αλλά επέζησε και έγινε διάσημος στο φτηνό χαρτί των εφημερίδων. Και το σχετικό link...
  19. Από την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως και τα μπλε εξώφυλλα που κρέμονταν στα περίπτερα της δεκαετίας του ’60, έως τη σύγχρονη απεικόνιση των ληστών στις αρχές του 20ού αιώνα και από τον Flash ως τον Black Panther. O Βέλγος δημιουργός κόμικς Ζορζ Προσπέρ Ρεμί, γνωστός με το ψευδώνυμο Ερζέ (Hergé). Δημιούργησε τη σειρά κόμικς με ήρωα τον Τεντέν, η πρώτη ιστορία του οποίου δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1929 στο παιδικό έντυπο Le Petit Vingtième. H τέχνη των κόμικς, όπως άλλωστε και όλες οι μορφές τέχνης, έχει μια μακρά και πολύπλοκη σχέση με την ιστορία και τη μελέτη του παρελθόντος· μια σχέση η οποία εκτείνεται από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των κόμικς έως σήμερα. Παρόλο που η αφήγηση με τη χρήση διαδοχικών εικόνων χρονολογείται από πολύ παλαιότερα, τα κόμικς με τη σημερινή τους μορφή εμφανίστηκαν ως αναγνώσματα σε συνέχειες στις εφημερίδες του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού και της συνακόλουθης εμπορευματοποίησης της δημόσιας σφαίρας. Αποτέλεσμα των τεράστιων αλλαγών στη μορφή και στο περιεχόμενο του Τύπου, και ιδίως της ανάδυσης της εντυπωσιοθηρικής δημοσιογραφίας και του ταμπλόιντ, αρχικά χρησίμευσαν ως άλλο ένα μέσο για τη δημιουργία μιας σταθερής σχέσης αναγνώστη και εφημερίδας, αλλά σύντομα αυτονομήθηκαν, αποτελώντας αντικείμενο αυτοτελών εκδόσεων στις αρχές του 20ού αιώνα. Όπως συμβαίνει με κάθε «αναπαράσταση» του παρελθόντος, η σχέση των κόμικς με το παρελθόν είναι πολυεπίπεδη. Από τη μία πλευρά, τα κόμικς συνομιλούν με την ιστορία, αρδεύουν περιεχόμενο και εικόνα από το παρελθόν και τις ιστοριογραφικές του επεξεργασίες, συνομιλούν με την τρέχουσα ιστορική παραγωγή, τις αντιλήψεις για το παρελθόν. Ο Αστερίξ και οι περιπέτειές του βασίστηκαν σε ένα σύνολο ιστορικών γνώσεων – προφανώς με συνεχείς αναγωγές στο σήμερα – γύρω από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τους λαούς της. Από την άλλη πλευρά, τα κόμικς αποτελούν μάρτυρες της εποχής τους, αποτυπώνουν, ακόμη και αν μιλούν για το παρελθόν, το σήμερα των δημιουργών τους, τις σύγχρονές τους αντιλήψεις και πραγματικότητες. Ο Λοχαγός Μαρκ και ο αγώνας του σε συνεργασία με έναν Ινδιάνο για την ανεξαρτησία των ΗΠΑ από τους Άγγλους αποικιοκράτες, ένα κόμικ που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στο κοινό της δεκαετίας του ’60, είναι προϊόν των συζητήσεων και των κινημάτων που γέννησε η συγκεκριμένη εποχή. Εάν από τη μία πλευρά τα κόμικς είναι πλούσιες πηγές για την εποχή που δημιουργούνται αλλά και για την ιστορική αντίληψη των δημιουργών και των συγκαιρινών τους, παράλληλα αποτελούν ένα μοναδικό μέσο διάχυσης αντιλήψεων και εικόνων του παρελθόντος. Προσανατολισμένα παλαιότερα κυρίως σε ένα παιδικό και νεανικό κοινό, αλλά πιο πρόσφατα και σε μεγαλύτερες ηλικίες, αποτελούν ένα από τα πιο ισχυρά μέσα διάχυσης αυτού που θα ονομάζαμε ποπ ιστορική κουλτούρα. Αξίζει να δούμε αυτή την πολύπλοκη σχέση μέσα από δύο παραδείγματα, εκείνα των υπερηρωικών κόμικς και των graphic novels. Εξώφυλλο τεύχους των Κλασσικών Εικονογραφημένων. Το τεύχος έχει τίτλο Η ηρωίδα της Επαναστάσεως και αποτελεί διασκευή του ομότιτλου έργου το οποίο έγραψε ο Στέφανος Ξένος και κυκλοφόρησε το 1852. Τα κόμικς των υπερηρώων Το 1938 γεννήθηκε το πρώτο περιοδικό κόμικς με τη σύγχρονη έννοια, το θρυλικό πρώτο τεύχος του Action Comics (1938) που εισήγαγε τον Superman, έναν εξωγήινο μετανάστη που απηχούσε με τη διπλή του ταυτότητα τους προβληματισμούς των Εβραίων δημιουργών του. Σύντομα ακολούθησαν και άλλοι ανάλογοι χαρακτήρες βασισμένοι στα αρχέτυπα της ποπ κουλτούρας, με πιο γνωστό παράδειγμα τον Batman (1939), μια ενισχυμένη εκδοχή των ντετέκτιβ από την έντυπη, ραδιοφωνική και κινηματογραφική αστυνομική μυθοπλασία της δεκαετίας του 1930. Η εμφάνιση των υπερηρώων στην ποπ κουλτούρα, αν και αρχικά απηχούσε κοινωνικές ανησυχίες της περιόδου του Κραχ του 1929, σύντομα σημαδεύτηκε από τον πατριωτικό πυρετό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διάστημα κατά το οποίο η δημοφιλία του συγκεκριμένου είδους εκτοξεύτηκε. Μετά από μια περίοδο κάμψης, όπου τη θέση των υπερηρώων πήραν άλλα είδη ποπ αφηγήσεων (κόμικς γουέστερν, τρόμου, επιστημονικής φαντασίας, κ.ο.κ.), το είδος επανεμφανίστηκε δυναμικά στη δεκαετία του 1960, πρωτοπορώντας μορφολογικά, αφηγηματικά και ως προς το περιεχόμενο: η ανάδειξη της Marvel – μιας εκ των δύο μεγαλύτερων εταιρειών κόμικς μέχρι σήμερα, μαζί με το αντίπαλο δέος, την DC – στην κορυφή της αγοράς της εποχής εδραζόταν αφενός στις τεχνικές σύνδεσης με το αναγνωστικό κοινό και στη γέννηση νέων δημοφιλών χαρακτήρων και αφετέρου στην είσοδο των ηρώων στη σφαίρα του πραγματικού κόσμου. Τα εργασιακά και συναισθηματικά προβλήματα του νεαρού Spider-Man συνυπήρχαν με την απόπειρα των Fantastic Four να εξισορροπήσουν τη ζωή τους ανάμεσα στην οικογένεια, στην επιστήμη και στις εξωγήινες απειλές· ο αλκοολικός μεγιστάνας Iron Man αποτελούσε την αιχμή του δόρατος των ψυχροπολεμικών ΗΠΑ στη μάχη εναντίον του κομμουνισμού ή μεταφορών γι’ αυτόν, ενώ ο αναγεννημένος Captain America – που στην πρώτη του εμφάνιση το 1941 γρονθοκοπούσε τον Χίτλερ – ενσάρκωνε την αμερικανική ιδεολογία και ταυτόχρονα έψαχνε τη θέση του στον νέο μεταπολεμικό κόσμο· λίγο αργότερα ο Black Panther, ο πρώτος μαύρος υπερήρωας, έγινε ένα ισχυρό σύμβολο του κινήματος των Αφροαμερικανών. Λόγω της αξιοσημείωτης συνέχειάς τους μέσα στον χρόνο, τα υπερηρωικά κόμικς είναι ταυτόχρονα μια πολύτιμη ιστορική πηγή αλλά και ένα βαρόμετρο της ποπ κουλτούρας γενικά, και της ιστορικής κουλτούρας ειδικότερα, των δυτικών παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Εδώ και 15 χρόνια, οι κινηματογραφικές μεταφορές υπερηρωικών κόμικς έχουν καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά προϊόντα στην παγκόσμια αγορά, συνδιαμορφώνοντας τις αναπαραστάσεις του παρελθόντος για εκατομμύρια ανθρώπους. Από τη δεκαετία του 1940, οι υπερήρωες είχαν εμφανιστεί, με περισσότερη ή (συνήθως) λιγότερη επιτυχία, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ένα από τα διαχρονικά ισχυρότερα στούντιο του Χόλιγουντ, η Warner Bros, εξαγόρασε την DC, ιδίως μετά την επιτυχία του τηλεοπτικού Batman. Από το 2008 μέχρι σήμερα, όμως, και έχοντας αποφύγει οριακά τη χρεοκοπία τη δεκαετία του 1990, η Marvel κατόρθωσε να δημιουργήσει κάτι πρωτόγνωρο: ένα δίκτυο δεκάδων αλληλοσυνδεόμενων ταινιών και σειρών, που η DC προσπαθεί ασθμαίνοντας, και χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να ακολουθήσει· ένα δίκτυο με τόσο μεγάλη δυναμική από άποψη κερδών και κυριαρχίας, ώστε το 2009 η Marvel εξαγοράστηκε από την υπερδύναμη της ποπ κουλτούρας Disney. Οι αναπαραστάσεις του ναζισμού και του Ψυχρού Πολέμου στη σειρά ταινιών Captain America, η μείξη στοιχείων της αρχαιότητας με το σκηνικό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην κινηματογραφική Wonder Woman και η απεικόνιση της αποικιοκρατίας στο Black Panther δημιουργούν εικόνες, ήχους, αισθητικά πρότυπα και ερμηνευτικές προτάσεις στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις παγκόσμιες αναπαραστάσεις του αμερικανικού παρελθόντος στα γουέστερν και από τις τεράστιες κινηματογραφικές παραγωγές ιστορικού περιεχομένου του 20ού αιώνα. Η φύση αυτών των ιστορικών ερεθισμάτων είναι, βέβαια, ένα μεγάλο θέμα συζήτησης, όχι επειδή βασίζονται σε χάρτινους υπερήρωες, αλλά επειδή κυριαρχούν σε τόσο μεγάλο βαθμό και τείνουν να απορροφήσουν ή να εκτοπίσουν κάθε διαφορετική αφήγηση. Σελίδα από το graphic novel Ζητιάνος του Canellos Cob, που βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα (Polaris, 2019). Από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα στα graphic novels To 1941 κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τα Classics Illustrated, τα πρώτα περιοδικά κόμικς που είχαν ως σκοπό την παρουσίαση ενός μυθιστορήματος σε ένα τεύχος. Η σύμβαση που χαρακτήρισε τη δημιουργία τους ήταν ο περιορισμός του σεναρίου στην πλοκή και η απόδοση των περιγραφικών μερών μέσω της εικόνας. Στόχευαν κυρίως στο παιδικό και νεανικό κοινό, θέλοντας να του προσφέρουν ψυχαγωγία μαζί με μόρφωση. Η επιτυχία τους οδήγησε στη μεταφορά τους και σε άλλα εθνικά περιβάλλοντα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν το 1951 από τις εκδόσεις Ατλαντίς των αδελφών Πεχλιβανίδη, οι οποίες ειδικεύονταν στο παιδικό και σχολικό βιβλίο. Πέρα από τη διασκευή γνωστών ελληνικών μυθιστορημάτων, λ.χ. Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στέφανου Ξένου, η σειρά βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε διασκευές ιστοριών από την ελληνική εθνική ιστορία, εκκινώντας από την αρχαιότητα. Ιστορίες που αναλάμβαναν να μετατρέψουν σε σενάριο γνωστοί λογοτέχνες της εποχής όπως ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη. Η εκδοτική επιτυχία του εγχειρήματος ήταν τεράστια, όπως και η δημοφιλία της σειράς, μια δημοφιλία που επιβεβαιώθηκε και από την επανέκδοσή της από την Καθημερινή λίγα χρόνια πριν. Αξίζει λίγο να το σκεφτούμε αυτό· η διάχυση και η πρόσληψη μιας σειράς κειμένων και εικόνων, οι οποίες σε μια κρίσιμη περίοδο διχασμού έφτιαχναν ένα κοινό ηρωικό παρελθόν, βασισμένο σε παραδοχές όπως η πίστη στην πατρίδα, η ανδρεία, η μπέσα κ.ά. Οι στερεότυπες εικόνες του παρελθόντος, βασισμένες σε μια μακρά παράδοση αναπαραστάσεων της εθνικής ιστορίας, υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της ιστορικής κουλτούρας των συγκαιρινών τους, ακόμη και αν προέρχονταν από αριστερούς κατά τεκμήριο δημιουργούς. Στη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε διεθνώς ένας νέος όρος, το «graphic novel», για να δώσει κύρος σε μια μορφή τέχνης που είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό τη δύναμή της, είχε δει τα έσοδά της να μειώνονται και είχε κατηγορηθεί συστηματικά για την υποτιθέμενη «διαφθορά της νεολαίας». Αυτή η «σοβαρή» στροφή των κόμικς, αν και τους αφαίρεσε ενίοτε στοιχεία από τη διασκεδαστική τους φύση, παρήγαγε αριστουργήματα της 9ης τέχνης και τους έδωσε την ευκαιρία να μπολιαστούν με νέες προβληματικές. Στην Ελλάδα, όπου η παραγωγή κόμικς ήταν μικρή και περιορισμένη σε συγκεκριμένους κύκλους με ελάχιστες εξαιρέσεις, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια επανεπεξεργασία του εθνικού (πραγματικού ή μυθολογικού) παρελθόντος μέσα από μια πληθώρα κομιξικών ειδών: από την έκδοση graphic novels με διασκευές επιφανών λογοτεχνικών κειμένων (Ερωτόκριτος, Τα μυστικά του βάλτου, Ο ζητιάνος, Παραρλάμα, κ.ά.) μέχρι την πλαισίωση της ελληνικής ιστορίας μέσα από τους κώδικες του ποπ, του νουάρ, του φανταστικού ή του υπερηρωικού (Μυθοναύτες, Ληστές – Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα, Μυστήρια πράματα, πληθώρα κόμικς στο βραχύβιο, δυστυχώς, περιοδικό Μπλε Κομήτης κ.ά.). Ένα ιστορικό παρελθόν που κάποτε προσεγγίζεται από κάποιον επαγγελματία ιστορικό ή ερευνητή, ο οποίος γράφει και το σενάριο, ή πολύ συχνά από τον ίδιο τον δημιουργό των κόμικς, ο οποίος συνθέτει το σύνολο του έργου, συνομιλώντας κάποτε με εντυπωσιακό τρόπο με τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Από το graphic novel των Παναγιώτη Πανταζή – Γιάννη Ράγκου, Στα μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (Polaris, 2018). Από το χάρτινο κόμικ στο διαδίκτυο Εάν όσο περνάει ο καιρός η ισχύς του χάρτινου κόμικ μειώνεται σε έναν ψηφιοποιημένο κόσμο, οι εικόνες που προέρχονται από αυτό γίνονται όλο και πιο ηγεμονικές μέσω της διάχυσής τους από μέσα όπως ο κινηματογράφος ή το διαδίκτυο. Λογοτεχνία, κινηματογράφος, μουσική, κόμικς συγκροτούν από κοινού στέρεες εικόνες για το ιστορικό παρελθόν. Δεν είναι πρωτόγνωρο. Η ιστορική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας του 19ου και του 20ού αιώνα διαμορφώθηκε μέσα από την ώσμωση διαφορετικών ειδών που άρδευαν από το παρελθόν. Λαϊκά μυθιστορήματα, αναγνώσματα στον Τύπο σε συνέχειες, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα ή, για τους νεότερους, ο Αστερίξ ή ο Λοχαγός Μαρκ διαμόρφωσαν εικόνες, συγκρότησαν κοινότητες αναγνωστών. Στη σύγχρονή μας εκδοχή και με τη συνδρομή του ψηφιακού στοιχείου, του διαδικτύου και της ικανότητας των σόσιαλ μίντια να συγκροτούν κοινότητες, υπάρχει μια διαρκής, γόνιμη και δημιουργική αλληλόδραση, όπως αποτυπώνεται και στα σύγχρονα graphic novels, ανάμεσα σε επίπεδα κουλτούρας που παλαιότερα γίνονταν αντιληπτά ως ασύμβατα και σε φόρμες και αφηγηματικές τεχνικές με διαφορετικές προελεύσεις. Για τον ιστορικό του μέλλοντος, τα σύγχρονα graphic novels θα αποτελέσουν έναν πολύτιμο δείκτη για τον τρόπο που διαβάστηκε στη συγχρονία το ιστορικό παρελθόν, είτε με νέες αναγνώσεις είτε με την επανάγνωση κειμένων που συγκρότησαν αυτό που θα ονομάζαμε νεοελληνικό κανόνα στην τέχνη. *Aναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας, ΕΚΠΑ **Διδάσκων Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στην έκδοση της Καθημερινής «Σελίδες Ιστορίας», τεύχος 3 Ιούνιος-Αύγουστος 2023. Και το σχετικό link...
  20. Κόμικς, γελοιογραφίες, animation, βιβλιοκριτικές, παρουσιάσεις, ειδήσεις, κείμενα ιστορίας και θεωρίας… Εδώ και 500 εβδομάδες το Καρέ Καρέ προσπαθεί να καλύψει κάθε πτυχή της ένατης τέχνης και των κοντινών συγγενών της. Όλοι οι συντελεστές του σήμερα γιορτάζουμε. Με την ευχή να τα χιλιάσουμε! Το 2024 που μόλις μπήκε είναι μια σημαντική χρονιά για το τετρασέλιδο ένθετο των κόμικς «Καρέ Καρέ». Από τη μια, τον Απρίλιο κλείνει τα 10 χρόνια ζωής του μέσα στις σελίδες των «Νησίδων» και της σαββατιάτικης «Εφημερίδας των Συντακτών». Από την άλλη, ξεκινάει το νέο έτος με το τεύχος υπ’ αριθμόν 500. Δέκα χρόνια λοιπόν και 500 τεύχη γεμάτα πολύχρωμες και πολιτικοποιημένες σελίδες από σπουδαίους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς κόμικς, άρθρα και συνεντεύξεις και ακούραστη προσπάθεια από τις «ψυχές» και συντονιστές του, Γιάννη Κουκουλά και Λουίζα Καραγεωργίου. Στο σημερινό τεύχος τον λόγο παίρνουν οι συντελεστές μας για να μιλήσουν για το ίδιο το ένθετο. Οι αρθογράφοι μας μα και οι δημιουργοί κόμικς πιάνουν τα πληκτρολόγιά τους και μοιράζονται μαζί σας τις ευχές τους και τις εμπειρίες τους (θετικές και… τραυματικές) με το Καρέ Καρέ της «Εφημερίδας των Συντακτών». Π.Κ. Εμπειρίες; Μόνο θετικές! Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη χαρά της δημιουργίας. Την πρόκληση του να είσαι ευρηματικός. Την πίεση του να είσαι εύστοχος. Την ψύχωση του να έχεις άποψη για όλα. Το άγχος για την έμπνευση που δεν έρχεται. Τα νεύρα για το χέρι που δεν συνεργάζεται. Τις ενοχές για τους τόνους χαρτιού που χαραμίστηκαν. Την αγωνία της λευκής κόλλας. Τον πανικό για το εγκεφαλικό κενό που επιμένει. Και την εφημερίδα να περιμένει… ● Βαγγέλης Παπαβασιλείου, σκιτσογράφος 500 φύλλα «Καρέ Καρέ» και σχεδόν μια δεκαετία κυκλοφορίας του ένθετου με την «Εφ.Συν.» είναι ένας άθλος και παράλληλα ένα πολύ καλό νέο για την ελληνική κοινότητα των κόμικς. Το «Καρέ Καρέ» είναι δυστυχώς το μόνο έντυπο που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και δημοσιεύει νέα και παρουσιάσεις για την 9η Τέχνη, αλλά και γελοιογραφίες και στριπάκια ενός σταθερού αριθμού συνεργατ(ιδ)ών. Έχω την τιμή να ανήκω σε αυτή την ομάδα από τις αρχές του 2017, συμμετέχοντας στο «Λεξικό της Κρίσης» ως ένας εκ των τεσσάρων λεξικογράφων. Ενώ από το 2022 οι συντονιστές της έκδοσης (και πλέον αγαπημένοι φίλοι) Λουίζα Καραγεωργίου και Γιάννης Κουκουλάς μού έδωσαν τη δυνατότητα να αρθρογραφώ, παρέχοντάς μου πλήρη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων που με μεράκι παρουσιάζω. Τους ευχαριστώ, όπως και όλους/ες εσάς, για την εμπιστοσύνη. Άντε, και στα χίλια με υγεία. ● John Antono, σκιτσογράφος, αρθρογράφος Πεντακόσια τεύχη του «Καρέ Καρέ». «Φτιάξ’ το μόνος σου». Τι να φτιάξω; Ντολμαδάκια... Ωραία, αλλά μπελαλίδικα... Το «Λεξικό της Κρίσης». Άντε, κρίση έχουμε, έχουμε ήδη και λεξικό; Ψάχνω στο λεξικό του Τριανταφυλλίδη. «Λήμμα: ο κυριότερος, ο χαρακτηριστικότερος τύπος, με τον οποίο γράφεται και κάτω από τον οποίο εξετάζεται μια λέξη σε άρθρα λεξικών ή εγκυκλοπαιδειών». «Λημματογραφώ: η καταγραφή λημμάτων σε λεξικά ή εγκυκλοπαίδειες». «Λημματοποίηση: η επιλογή λημμάτων». «Λημματολόγηση: η ανάλυση λημμάτων». «Λημματολόγιο: το σύνολο των λημμάτων λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας». Μεγαλείο! Θα γίνουμε κομιξάδες-λεξικογράφοι! Και τι βάζουμε βρε παιδιά στο «Λεξικό της Κρίσης»; Τα προφανή; Τα αφανή; Ποια είναι αυτά; Σπαζοκεφαλιά... Ποιανού σειρά είναι; Δική μου; Πότε να στείλω; Σήμερα; Ωχ, τι λήμμα να βρω; Τώρα είμαι στην κουζίνα, τυλίγω ντολμαδάκια... ● Θανάσης Πέτρου, δημιουργός κόμικς Κάπου στα βάθη του – ακόμα ζωντανού – έντυπου Τύπου, στην καρδιά της σαββατιάτικης «Εφημερίδας των Συντακτών» και του ένθετου «Νησίδες», ο θαρραλέος αναγνώστης συναντά το «Καρέ Καρέ». Δεν έχει το μέγεθος των (αείμνηστων) προγόνων του, «Βαβέλ» και «9», αλλά το μικρό και ανυπότακτο ένθετο έφτασε 500 τεύχη με δικά του κόμικς, αρθρογραφία και ταυτότητα. Και ακόμα, δεν φοβήθηκε να δοκιμάσει το καινούργιο: το – και όμως μακρινό – 2015 δέχτηκε να βάλει στις σελίδες του, ανάμεσα σε καταξιωμένους δημιουργούς, έναν άγνωστο και άπειρο 18χρονο. Το 2022, και μετά από θητεία του στο «Λεξικό της Κρίσης», τον εμπιστεύτηκε ξανά για να γράφει άρθρα. Ο νεαρός αυτός ήμουν εγώ και έτσι είχα την τιμή να γίνω μέλος του και να το πω «σπίτι μου», κάπου στα βάθη του έντυπου Τύπου... Στα επόμενα 500, Καρέ Καρέ! ● Περικλής Κουλιφέτης, δημιουργός κόμικς, αρθρογράφος Ποια είναι η σχέση μου με το «Καρέ Καρέ»; Το βλέπω σαν φίλο, με την καλή έννοια. Εννοώ τον καλό φίλο με τον οποίο έχεις ένα σταθερό ραντεβού για να του λες τα νέα σου και να ακούς τα δικά του. Συνήθως εμείς οι Έλληνες δημιουργοί κόμικ δουλεύουμε μήνες (ορισμένοι – γκουχ – χρόνια) για να βγάλουμε ένα άλμπουμ, πάντα με χρονικό ορίζοντα ένα από τα μεγάλα φεστιβάλ της επικράτειας. Το «Καρέ Καρέ» μού έδωσε την ευκαιρία να δημοσιεύω υλικό με συχνότητα βδομάδας και επιπλέον να βλέπω τι ετοίμασαν εν τω μεταξύ μερικοί από τους πιο ταλαντούχους και εργατικούς ανθρώπους του χώρου. Ευχαριστώ, κολλητέ! ● Δημήτρης Καμένος, δημιουργός κόμικς Το «Καρέ Καρέ» μέσω του «Λεξικού της Κρίσης» και των ευγενικών υπενθυμίσεων των deadline του, μου έχει προσφέρει μια ανοιχτή πλατφόρμα να εξερευνήσω και να εμβαθύνω σε μια πιο προσωπική πτυχή της αφήγησής μου και γι’ αυτό το ευχαριστώ και το γλυκοφιλώ. ● Γαβριήλ Παγώνης, δημιουργός κόμικς Θυμάμαι σαν χθες που διάβαζα το πρώτο τεύχος του «Καρέ Καρέ» σε κάποιο καφέ στον Βόλο τον Απρίλιο του 2014, όντας ακόμη μαθητής της Γ΄ Λυκείου που είχε ανακαλύψει πρόσφατα το ενδιαφέρον του για τη δημοσιογραφία, υπογράφοντας μερικά άρθρα για κόμικς στον τοπικό Τύπο. «Μακάρι κάποτε να έγραφα κι εγώ εκεί!» σκεφτόμουν και ονειρευόμουν τη μέρα που θα έβλεπα το όνομά μου τυπωμένο ανάμεσα στα πολύχρωμα σχέδια και τα ενδιαφέροντα κείμενα που με βοηθούσαν να εμβαθύνω στην αγαπημένη μου τέχνη. Δέκα χρόνια και πεντακόσια τεύχη μετά, το «Καρέ Καρέ» αποτελεί ταυτοτικό στοιχείο της προσωπικότητάς μου – και δεν θα μπορούσα να νιώθω παρά ευγνώμων που οι δρόμοι μας συναντήθηκαν! ● Γιάννης Ιατρού, αρθρογράφος Τα κόμικ στριπ γεννήθηκαν στις σελίδες των εφημερίδων. Πλέον κατά κανόνα έχουν εξαφανιστεί από τον πρωταρχικό τους βιότοπο. Το «Καρέ Καρέ» για μένα είναι ένα μικρό καταφύγιο άγριας ζωής. Μια γωνιά με χρώματα και bubbles στη μέση μιας πολιτικής εφημερίδας που τα στριπάκια μεγαλώνουν ανενόχλητα στο φυσικό τους περιβάλλον, πολλαπλασιάζονται και συχνά την εγκαταλείπουν όταν νιώθουν πως πατάνε γερά στα πόδια τους για να γίνουν βιβλία. Ένας χάρτινος τόπος που όλοι όσοι συμβάλλουμε στη διατήρησή του τον αγαπάμε και τον συντηρούμε σαν μια «φωλιά νερού ανάμεσα σε φλόγες». ● Πάνος Ζάχαρης, δημιουργός κόμικς Πρώτη φορά έχω κρατήσει τόσο καιρό μια συνεργασία. Για τα δικά μου δεδομένα είναι όλα τέλεια: επικοινωνία αποκλειστικά μέσω μέιλ και τηλέφωνο μόνο σε έκτακτες ανάγκες και ανεπανόρθωτες φυσικές καταστροφές. Σπάνια θετικά σχόλια και μηδενικά αρνητικά, τα οποία με αποπροσανατολίζουν εξίσου. Καμία λογοκρισία, καμία υπόδειξη, καμία σύσταση. Και φυσικά, η Λουίζα, γιατί πρώτη φορά δεν με παρανοεί το άτομο που συνεννοούμαι. ● Λέανδρος, δημιουργός κόμικς Και το σχετικό link...
  21. Πώς μπορεί να συνδέεται το πρόσφατο κρούσμα κρατικής λογοκρισίας απέναντι στη Γεωργία Λαλέ και τη ροζ ελληνική σημαία της με την υπερηρωική ομάδα των μεταλλαγμένων X-Men του σύμπαντος της Marvel και με την επέτειο του σημερινού πεντακοσιοστού τεύχους του «Καρέ Καρέ»; Ας δούμε… Σε ένα τεύχος του περιοδικού Uncanny X-Men που κυκλοφόρησε το 2011 σε σενάριο των Ed Brubaker – Matt Fraction και σχέδια των Greg Land – Terry Dodson, ένα από τα κεντρικά θέματα είναι η αναγκαιότητα ή μη της λογοκρισίας απέναντι σε ένα «απειλητικό» έργο τέχνης. Σύμφωνα με το σενάριο, ένας ανερχόμενος εννοιολογικός καλλιτέχνης ετοιμάζεται για τα εγκαίνια της νέας έκθεσής του στο Σαν Φρανσίσκο, όταν οι X-Men μαθαίνουν ότι τα βασικά εκθέματα της εικαστικής εγκατάστασής του είναι τρία θηριώδη Sentinels, δηλαδή ρομποτικοί διώκτες των μεταλλαγμένων που είχαν αποσυρθεί και βγει σε αχρησία. Οι X-Men οργίζονται και απειλούν να διαλύσουν την έκθεση, αλλά η δήμαρχος της πόλης επιμένει πως πάνω από όλα βρίσκεται το δικαίωμα του καλλιτέχνη στην ελεύθερη έκφραση και αβίαστη επιλογή θέματος και υλικών. Η έκθεση πραγματοποιείται και τα εγκαίνια, παρουσία των X-Men, μετατρέπονται σε ένα ανεπανάληπτο κοσμικό γεγονός με αμέτρητους επισκέπτες που θαυμάζουν τα έργα απολαμβάνοντας το κοκτέιλ τους. Μέχρι που ο διαβολικός Magneto κάνει την εμφάνισή του, το μακελειό ξεκινά, τα Sentinels ξυπνούν και αρχίζουν να επιτίθενται στους X-Men αλλά και στον ίδιο τον Magneto, δικαιώνοντας όσους ήταν επιφυλακτικοί απέναντι σε μια τέτοια έκθεση. Η έκθεση όμως έγινε. Ο καλλιτέχνης δεν εμποδίστηκε. Οι φιλότεχνοι είδαν τα έργα. Η δήμαρχος επέβαλε την άποψή της με σθένος ενάντια σε κάθε προληπτική λογοκρισία. Όπως ήταν αναμενόμενο βέβαια, οι X-Men επικράτησαν. Με τις υπεράνθρωπες δυνάμεις τους είχαν τη δυνατότητα να αποτρέψουν την έκθεση και διέθεταν τα επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την πράξη τους. Αλλά δεν το έκαναν. Δεν λογόκριναν την τέχνη παρά τον κίνδυνο που διαισθάνονταν. Ο Γεραπετρίτης τη λογόκρινε παρά την απουσία κινδύνου. Όλα αυτά συνέβησαν στο τεύχος #500 του Uncanny X-Men. Σήμερα, στο πρώτο τεύχος της νέας χρονιάς, κλείνουμε κι εμείς τα 500. Και αφιερώνουμε την επέτειο στον διαρκή και ανυποχώρητο αγώνα ενάντια στην κρατική λογοκρισία! Και το σχετικό link...
  22. Όσο χειρότερο είναι αυτό που φοβάσαι ότι θα συμβεί, τόσο πιθανότερο να αισθανθείς ανακούφιση, ίσως και ευγνωμοσύνη, αν αυτό που πραγματικά συμβεί είναι μεν κακό, αλλά όχι όσο αυτό που φοβόσουν. Είναι γνωστό το ανέκδοτο με τον διευθυντή των φυλακών που διαδίδει μέσω των σπιούνων του ότι «από αύριο, λόγω περικοπών στον προϋπολογισμό, όλοι οι κρατούμενοι θα τρώνε σκατά πρωί-μεσημέρι-βράδυ». Κι όταν αυτοί εξεγείρονται και ετοιμάζονται να κάνουν γυαλιά καρφιά τη φυλακή, τους συγκεντρώνει στο προαύλιο και τους ανακοινώνει ότι «κατάφερα να πείσω τον υπουργό να μην κάνει τόσο μεγάλες περικοπές. Εξασφάλισα τα χρήματα ώστε να μη χρειαστεί να τρώτε σκατά πρωί-μεσημέρι-βράδυ. Θα τα τρώτε μόνο βράδυ». Και έτσι ο διευθυντής γίνεται ήρωας, η εξέγερση ματαιώνεται και οι κρατούμενοι τρώνε σκατά μόνο κάθε βράδυ και είναι ευτυχισμένοι. Έτσι και με τα τιμολόγια της ενέργειας για τα οποία όλοι τρέμουμε για το πώς θα διαμορφωθούν από την 1η Ιανουαρίου. Έχουμε πανικοβληθεί γιατί, απ’ ότι αφήνουν να διαρρεύσει, θα χρειαστεί να δίνουμε κάθε μήνα και από ένα ζωτικό μας όργανο για να πληρώνουμε το ρεύμα. Αν τελικά όταν εφαρμοστεί το νέο σύστημα, η τιμή του ρεύματος δεν είναι ας πούμε πενταπλάσια αλλά τετραπλάσια της τρέχουσας ή δοθεί μια επιδότηση-χαρτζιλίκι για ακόμη μία φορά, όλοι θα νιώσουμε ανακούφιση… Παρομοίως και με τα «επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα». Σε προειδοποιούν για τον ερχομό του Αρμαγεδδώνα σε κάθε καλοκαιρινό τριανταοχτάρι της θερμοκρασίας και όταν περάσει το διήμερο του «μίνι καύσωνα», νιώθεις ευτυχία για τα κλιματιστικά σου και το μπανάκι που κατάφερες να κάνεις στη Λούτσα. Αλλά και σε κάθε «επέλαση του χιονιά» πάλι καταφέρνεις να επιβιώσεις από το «πολικό ψύχος» και να βγεις νικητής από την «εκδίκηση της φύσης». Αυτή την ψυχολογία της αποτροπής του χειρότερου σεναρίου χρησιμοποίησαν κατ’ επανάληψη τα κόμικς προηγούμενων δεκαετιών. Ανακοίνωναν διά εξωφύλλου την καταστροφή, την αποκάλυψη, το τέλος, τον θάνατο του υπερήρωα. Για να αποτραπεί το μοιραίο στην τελευταία σελίδα, ακόμα και την 31η Ιανουαρίου, ώστε το νέο έτος να τους βρει όλους ζωντανούς. Και ακριβώς γι’ αυτό, ευτυχισμένους. Στην ίδια κατάσταση που μέχρι χθες ήταν τραγική, αλλά σίγουρα καλύτερη από το χειρότερο σενάριο. Και το σχετικό link...
  23. Στο κλείσιμο της χρονιάς, επιλέξαμε και σας παρουσιάζουμε δέκα ελληνικά κόμικς που κυκλοφόρησαν και ξεχώρισαν μέσα στο 2023. «Σύμβουλος ερωτικών υποθέσεων» Jimmy-Chris Agarai Τοποθετώντας στο κέντρο της ιστορίας του τον κατ’ επάγγελμα «σύμβουλο ερωτικών υποθέσεων» Σεβαστιανό Κανελά, ο Τζίμι-Κρις Αγκαράι δημιουργεί ένα κόμικς με νουάρ αισθητική και πλείστες πολιτικοκοινωνικές αναφορές. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αναλαμβάνει να κάνει τα πάντα ώστε ο πελάτης του να κάνει τον ερωτικό του στόχο πραγματικότητα, στήνοντας έτσι τις καταστάσεις και ρυθμίζοντας τις συνθήκες, με κίνητρα σίγουρα όχι άδολα και τρόπους σε καμία περίπτωση θεμιτούς. Ώσπου μια μέρα ο Σεβαστιανός θα έρθει αντιμέτωπος με μια υπόθεση που θα τον επιστρέψει στα εφηβικά του χρόνια και θα ανοίξει για αυτόν μια μαύρη τρύπα από την οποία δεν θα μπορέσει να γλιτώσει. ● Εκδόσεις Jemma Press Αριθμός σελίδων: 104 «Κουραφέλκυθρα: Omnibus III» Αντώνης Βαβαγιάννης Τα «Κουραφέλκυθρα» βέβαια δεν χρειάζονται συστάσεις. Πρόκειται για τη μακροβιότερη διαδικτυακή σειρά κόμικστριπ, της οποίας τα επεισόδια συγκεντρώνουν τεράστιο αριθμό λάικ και αναδημοσιεύσεων. Ταυτόχρονα είναι η σειρά με την ευρύτερη αναγνωρισιμότητα και εκτός του σταθερού και φανατικού κοινού των κόμικς. Ο ιθύνων νους πίσω από τα «Κουραφέλκυθρα» είναι ο Αντώνης Βαβαγιάννης, ο οποίος φέτος κυκλοφόρησε το τρίτο Omnibus με στριπάκια από το 2019 ώς τις αρχές του 2023, για να έχουμε και στις βιβλιοθήκες μας τον κύριο Κλιάφα, την οικογένεια Δαπόντε και λίγο... Γιάννη Οικονομίδη. ● Εκδόσεις Jemma Press Αριθμός σελίδων: 240 «The Working Deadline» Πάνος Ζάχαρης Ο τρίτος τόμος της σειράς «Working Dead» του Πάνου Ζάχαρη. Μονοσέλιδες αυτοτελείς ιστορίες χιλιάδων χρόνων ταξικής καταπίεσης (και λίγων μικρών εξεγερσιακών αναλαμπών) συγκεντρώνονται σε αυτό το άλμπουμ, δημιουργώντας μια τριλογία γλυκόπικρου χιούμορ για τις οδυνηρές σχέσεις μεταξύ κυρίων και δούλων, αφεντικών και εργατών, κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας. Οι βαθιές ιστορικές γνώσεις του σκιτσογράφου για τα θέματα τα οποία πραγματεύεται καθώς και η πολιτική του στράτευση, καθιστούν την τριλογία ένα πλήρες πολιτικοϊδεολογικό μανιφέστο σε μορφή κόμικς. ● Εκδόσεις Τόπος Αριθμός σελίδων: 88 «Μεφίστο» Δημήτρης Καμένος O Δημήτρης Καμένος συνομιλεί με ένα από τα μεγαλύτερα έργα της δυτικής λογοτεχνίας, τον «Φάουστ» του Γκέτε, για να δημιουργήσει μια παρωδία και να μιλήσει για το σήμερα. Ο «Μεφίστο» είναι επομένως κάτι πολύ παραπάνω από μια παρωδία του «Φάουστ». Το έργο του αναπαράγει τον γνωστό αρχέγονο μύθο του ανθρώπου που πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο. Το «Μεφίστο» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Καρέ Καρέ. Ο τόμος όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα επεισόδια διακρίνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο με τίτλο «Ένα ιατρικό σίριαλ», οι ήρωές μας περιφέρονται στην Κόλαση, έναν απέραντο τόπο γεμάτο δαίμονες-γιατρούς και δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, προκειμένου να βρουν θεραπεία για την κατά φαντασίαν ασθένεια του Φάουστ. Στο 2ο μέρος («Ο άσωτος υιός») η περιπλάνηση μεγαλώνει καθώς, προκειμένου ο Μεφίστο να δώσει έστω μία στιγμή αληθινής ευτυχίας στον Φάουστ, τον περιφέρει σε νεανικές μπιραρίες, στο μεγάλο καρναβάλι και στην Αυλή του Μεγάλου Αλέξανδρου. ● Εκδόσεις Χαραμάδα Αριθμός σελίδων: 128 «Στη σκιά του Ολύμπου» Θανάσης Καραμπάλιος, Νίκος Σταυριανός Ο σεναριογράφος και σχεδιαστής της σειράς «1800» Θανάσης Καραμπάλιος και ο νέος δημιουργός Νίκος Σταυριανός, συμπράττουν δημιουργικά και μας αφηγούνται ιστορίες και θρύλους από τα χωριά της Ελασσόνας «στη σκιά του Ολύμπου». Τέσσερις ιστορίες για έναν κόσμο αρχαϊκό, κατάφορτο από παγανιστικά κατάλοιπα και μαγικές πρακτικές. Έναν κόσμο γεμάτο νεράιδες, στοιχειά και αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες που επιβίωσαν μέσα και έξω από τον χριστιανισμό. ● Εκδόσεις Jemma Press Αριθμός σελίδων: 64 «Ποτ Πουρί» Tasmar Ο Τάσος Μαραγκός (Tasmar) συγκεντρώνει σε ένα «ποτ πουρί» τα σκίτσα που έφτιαξε την περίοδο 2019-2023, καταγράφοντας τη δυστοπία της εποχής μας. Μιας εποχής κατά την οποία ζήσαμε πανδημία, lockdown, μαφιόζικες εκτελέσεις, αστυνομική καταστολή, γυναικοκτονίες, πυρκαγιές, πλημμύρες, πολέμους στη γειτονιά μας, υποκλοπές, κρατική δολοφονία στα Τέμπη και τόσα άλλα που καθιστούν δυσοίωνες τις προβλέψεις για το μέλλον. Άλλωστε το «Ποτ Πουρί» είναι «μια ανθολογία σκίτσων λίγο πριν το τέλος του κόσμου». ● Εκδόσεις Μικρός Ήρως Αριθμός σελίδων: 144 «Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη» Soloup Ο γνωστός σκιτσογράφος Soloup (Αντώνης Νικολόπουλος) διασκευάζει με τη γλώσσα των κόμικς ένα από τα πιο εμβληματικά και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη, το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Στο ογκώδες αυτό βιβλίο 500 σελίδων επαναπροσεγγίζει τον Ζορμπά και μας επαναφηγείται τον καζαντζακικό ήρωα μακριά από τα εθνοκεντρικά στερεότυπα, για τα οποία σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται και η κινηματογραφική μεταφορά του 1964. Ο Soloup μάς παρουσιάζει όχι τον «γραφικό Έλληνα», αλλά έναν άνθρωπο που αναζητά την ελευθερία. ● Eκδόσεις Διόπτρα Αριθμός σελίδων: 520 «Καπετάν Μιχάλης» Παναγιώτης Πανταζής Στον δεύτερο τόμο του εκδοτικού προγράμματος της Διόπτρας για τα 140 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη, ο Παναγιώτης Πανταζής (Pan Pan) φέρνει σε πέρας με επιτυχία ένα φιλόδοξο εγχείρημα: τη μεταφορά του έργου «Καπετάν Μιχάλης» σε κόμικς. Με φόντο τα γεγονότα που οδήγησαν τους χριστιανούς της Κρήτης στην επανάσταση του 1889 απέναντι στους οθωμανούς, ο Καπετάν Μιχάλης, με τη φήμη του αγριμιού, αναζητάει την ελευθερία σε ακόμη έναν τομέα. ● Εκδόσεις Διόπτρα Αριθμός σελίδων: 168 «Τ’ Αμπελοκηπιώτικα της Αθήνας» Θανάσης Πέτρου Μετά τα «Νεαπολίτικα», ο πολυτάλαντος και υπερπαραγωγικός Θανάσης Πέτρου μάς ξεναγεί στους Αμπελόκηπους της Αθήνας, όπου έζησε για κάποια χρόνια ως – εκ Θεσσαλονίκης – εσωτερικός μετανάστης. Σε αυτό το εξαιρετικά καλοδουλεμένο λεύκωμα ο Πέτρου καταγράφει, κατόπιν υποδειγματικής έρευνας, την ιστορία, την αρχιτεκτονική και την ανθρωπογεωγραφία μιας ολόκληρης συνοικίας, προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό μια δουλειά που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από τις εργασίες πολλών αθηναιογράφων, δημοσιογράφων και ρεκτών της τοπικής ιστορίας. ● Εκδόσεις Oblik Αριθμός σελίδων: 194 «Μικρός Ήρως» – Επετειακή έκδοση Α' και Β' τόμος Συλλογικό Το 2023 ασφαλώς ανήκει στον Μικρό Ήρωα. Και αυτό γιατί φέτος συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους «Μικρός Ήρως» των Στέλιου Ανεμοδουρά και Βύρωνα Απτόσογλου, του εικονογραφημένου περιοδικού με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων αναγνωστών. Έτσι, μετά τη μεγάλη έκθεση εικονογράφησης στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και την έκδοση του πολυτελούς άλμπουμ αφιερωμένου στα 70 χρόνια (1953-2023), οι εκδόσεις Μικρός Ήρως μάς ετοίμασαν και δύο έγχρωμα άλμπουμ 100 σελίδων έκαστο, με μικρές αυτοτελείς ιστορίες από δεκαοχτώ Έλληνες καλλιτέχνες που αποτίουν φόρο τιμής στον Γιώργο Θαλάσση, τον Σπίθα και την Κατερίνα – τους μικρούς ήρωες που έγραψαν και εκείνοι το δικό τους χάρτινο έπος της Εθνικής Αντίστασης. ● Εκδόσεις Μικρός Ήρως Αριθμός σελίδων: (Α’ τόμος) 106, (Β’ τόμος) 108 Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.