Μετάβαση στο περιεχόμενο

ramirez

Members
  • Περιεχόμενο

    5055
  • Εγγραφή

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Κερδισμένες ημέρες

    14

Όλα όσα δημοσιεύθηκαν από ramirez

  1. Μιλήσαμε με τον γνωστό κομίστα για το φιλόδοξο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, τη διαχρονικότητα του μυθιστορήματος αλλά και τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη. O Ζορμπάς να κοιτά μέσα από το τζάμι του καφενείου σαν αδέσποτο σκυλί, να φτιάχνει με ξυλαράκια στην άμμο ένα προσχέδιο για ένα πρωτόγονο τελεφερίκ, να πίνει κρασί δίχως αύριο, να χορεύει για να διώξει τον χάρο, να θυμάται απίθανες περιπέτειες από τα χίλια μέρη που έζησε, να αγκαλιάζει παθιασμένα Μαντάμ Ορτάνς, να φαίνεται με τη λαϊκή του ματιά πολύ πιο σοφός από τον πολυδιαβασμένο φίλο του· οι σκηνές που έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας διαβάζοντας το εμβληματικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη είναι δεκάδες. Δεν πρόκειται απλά για έναν καλογραμμένο χαρακτήρα – είναι ένα σύμβολο, όχι απλά λογοτεχνικό αλλά πανανθρώπινο. Πώς λοιπόν μπορεί να αναμετρηθεί κανείς με ένα τέτοιο μέγεθος; Κι όμως, κάποιοι τολμούν και μάλιστα τα καταφέρνουν εξαιρετικά. Όπως δηλαδή έκανε ο Soloup για τις ανάγκες του graphic novel με τίτλο «Ζοrμπάς – Πράσινη Πέτρα Ωραιοτάτη», που κυκλοφόρησε πριν κάποιο καιρό από τις εκδόσεις Διόπτρα. Έτσι, δημοσιεύουμε μία γραπτή συζήτηση μαζί του για το δύσκολο εγχείρημα που έφερε εις πέρας, για το πώς είναι να ετοιμάζεις ένα κόμικ 500 σελίδων, για τη διαχρονικότητα του Ζορμπά, τον πάντα αιρετικό λόγο του Νίκου Καζαντζάκη αλλά και για το πόσο απλό πράγμα είναι τελικά η ευτυχία. Στις πρώτες σελίδες του graphic novel βλέπουμε θρησκευτικά σύμβολα (ο Χριστός, ο Βούδας, ένας περιστρεφόμενος Δερβίσης) να γίνονται ένα με τον Ζορμπά και αυτός με τη σειρά του να γίνεται ένα με το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο. Μπορεί ακόμα και σήμερα να σπάει τα ταμπού ο Καζαντζάκης; Σίγουρα μπορεί. Όταν ξαναθέτεις, όπως εκείνος, πρωτογενή ερωτήματα σε αυτά που θεωρούνται πλέον δεδομένα και θέσφατα – ας πούμε για την κοινωνία, τη θρησκεία ή τις ανθρώπινες σχέσεις – μπορείς να θεωρηθείς ακόμα και αιρετικός. Αυτό συμβαίνει με τον Καζαντζάκη: Το έργο του είναι γεμάτο από τέτοιες πρωτογενείς σκέψεις και αγωνίες. Καθώς λοιπόν προσπαθούσα να τις επαναφηγηθώ στον δικό μου Ζορμπά, συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο είναι κάποιες ιδέες να διατυπωθούν ή να γίνουν εικόνες, ακόμα και σήμερα. Τι είναι εκείνο που κάνει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τόσο διαχρονικό; Σε όλα τα έργα του ο Καζαντζάκης θέτει αυτές ακριβώς τις πρωτογενείς αγωνίες και τα ερωτήματα. Όμως εδώ στον Ζορμπά, η φιλοσοφία, η μεταφυσική, η αγωνία της ύπαρξης, παντρεύονται με έναν ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τόσες εμβόλιμες ιστορίες, αφηγήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις, οι οποίες άλλοτε διατυπώνονται με σκληρό, τραγικό τρόπο, άλλοτε με σχετική αποστασιοποίηση, άλλοτε με χιούμορ, αυτοσαρκασμό κι ένα μοναδικό γκροτέσκο ύφος. Κι όλα ετούτα με επίκεντρο τη ζωή, τον έρωτα, τον θεό και τον θάνατο. Θέματα τα οποία, πέρα από τις προφάσεις, τις διασκεδάσεις και τις σιωπές της καθημερινής μας ζωής, απασχολούν οποιονδήποτε άνθρωπο σε κάθε εποχή όταν βρίσκεται στον πυρήνα της υπαρξιακής μοναξιάς του. Έχει τη φήμη που του αρμόζει ή με τα χρόνια έχει αποκτήσει μία καλτ υπόσταση όμοια με τις δεκάδες ταβέρνες που κουβαλούν το όνομά του; Κάθε εποχή προσλαμβάνει τα ίδια ερεθίσματα με διαφορετικό τρόπο. Είναι αυτός ο τρομερός χρονότοπος που περιγράφει ο Μιχαήλ Μπαχτίν και κάνει τα ίδια πράγματα, τα ίδια βουνά, τα ίδια συναισθήματα να φαντάζουν κάθε φορά τόσο διαφορετικά. Εμείς επιλέγουμε να ντύσουμε έναν ήρωα ή μία κοινωνική συνθήκη με τα δικά μας ρούχα. Προσαρμόζουμε τα πάντα από το παρελθόν στις δικές μας ανάγκες και διερωτήσεις. Ο Ζορμπάς είναι πάντα εκεί και μας περιμένει. Και δεν είναι μόνο ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη με την αγωνία της ζωής αλλά και του Κακογιάννη με τα στερεότυπα που του φόρτωσε με την ταινία του, χωρίς κατ’ ανάγκη να το επιδιώκει. Ο Ζορμπάς είναι ιδεότυπος. Ένας αρχετυπικός χαρακτήρας όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες ή ο Γαργαντούας του Ραμπελέ. Δεν μπορεί να είσαι λοιπόν μια τόσο ξεχωριστή φιγούρα, τόσο ιδιαίτερος με τα καμώματα και τις ιδέες σου, και να μην υπάρχει μια ταβέρνα, κάποιο μαγαζί με τ’ όνομά σου. «Άμα πεθαίνω εγώ, όλα πεθαίνουν», λέει ο Ζορμπάς σε μία από τις πρώτες του κουβέντες με τον ήρωα-αφηγητή. Υπήρξαν στιγμές που οι απόψεις και τα λόγια του τον έκαναν αντιπαθητικό στα μάτια σας; Δεν συμφωνώ με όλα όσα γράφονται μέσα στο μυθιστόρημα. Αλλά νομίζω πως με κανένα μυθιστόρημα ή ταινία ή έντεχνη αφήγηση δεν συμφωνούμε σε όλα. Εδώ καλά-καλά δεν συμφωνούμε σε όλα ούτε με τους καλύτερους φίλους μας ή τους συντρόφους μας. Κρατάμε όμως, και μάλλον έτσι είναι το σοφό, τα καλά και ουσιαστικά. Καμιά φορά βέβαια, φωλιάζουν σε αυτά που δεν μας αρέσουν και μερικές ενοχλητικές αλήθειες, κάπως βαριές για το στομάχι μας. Είναι δύσκολο να τις καταπιείς, να τις αποδεχτείς, αλλά δεν είναι κακό να τις έχεις εκεί διατυπωμένες, στις σελίδες ενός βιβλίου, και να τις αντικρίζεις κάθε τόσο. «Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του. Και αν δεν έχει παλαβό τον φτιάχνει για να περνά την ώρα του». Η φράση αυτή ισχύει και για τον σημερινό κόσμο των social media; Ίσχυε πάντα και ισχύει και στο σημερινό μας «χωρίο», το Facebook, το Tik Tok και το Instagram. Αυτό που γεννάει σε κάθε εποχή τους τρελούς και τους παλαβούς, είναι η ανάγκη των υπολοίπων της κοινωνικής ομάδας να αισθανθούν φυσιολογικοί βγάζοντας κάποιους λιγότερο προσαρμοσμένους στη σέντρα. Τους κουνάμε το δάχτυλο σαν εισαγγελείς ή γελάμε μαζί τους. Το χιούμορ εκτός των άλλων, όπως το διατυπώνει πολύ όμορφα και ο Μπερκσόν – ο «Μπέρξονας» του Καζαντζάκη – έχει και αυτή την τιμωρητική διάσταση. Φωτογραφίες, αποφθέγματα, ιστορίες∙ ο Καζαντζάκης «πουλάει» μέχρι σήμερα τόσο στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις όσο και στα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το μυστικό του; Από τη μια βρίσκουμε στο έργο του διατυπωμένες τις πρωτογενείς υπαρξιακές αγωνίες κάθε ανθρώπου. Από την άλλη ο ίδιος ο συγγραφέας κατάφερε να προσπεράσει τα διάφορα σινάφια και κουτσομπολιά, κλεισμένος πάντα σε μια κάμαρα πλάι στη θάλασσα ή σκαρφαλωμένος στις Άλπεις, παλεύοντας τις εμμονές του. Ταυτόχρονα οι σκέψεις του τσιγκλούσαν πολύ τους σύγχρονούς του. Τσιγκλούσαν πολιτικούς, ιερείς, συντηρητικούς και προοδευτικούς. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατατάξει με σιγουριά σε μια κατηγορία, να τον ταυτίσει με μια ιδεολογία ή να του βάλει μια ξεκάθαρη ταμπέλα. Ακόμα και σήμερα ακούγονται τόσα πολλά αντικρουόμενα πράγματα γι’ αυτόν. Έχετε κάποια εξήγηση γιατί ο ήρωας-αφηγητής συγχωρεί τις συνεχείς ατασθαλίες του Ζορμπά; Ο Καζαντζάκης δεν τοποθετεί τίποτα στην τύχη. Προσπάθησα έτσι κάποια στιγμή ενώ δούλευα τον δικό μου Ζορμπά, να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει η αναφορά, η παρομοίωση της περιπέτειας στο κρητικό ακρογιάλι με την Τρικυμία του Σαίξπηρ. Επέστρεψα σε αυτήν κι εκεί βρήκα ένα ακόμα από τα κλειδιά του μυθιστορήματος: Την έννοια της συγχώρεσης, που λέτε. Τόσο ο Σαίξπηρ όσο και ο Καζαντζάκης, στο μυαλό και στη στάση του Πρόσπερο διατυπώνουν μια τεράστια ανθρώπινη αξία, τη συγχώρεση. Άλλωστε, καθόλου τυχαία, τη στιγμή που γράφουν οι δυο συγγραφείς βρίσκονται σε μια ηλικία που μπορούν να κατανοήσουν τη ματαιότητα ενός τιμωρητικού κύκλου που δεν οδηγεί πουθενά. Στα χνάρια των Ευμενίδων του Αισχύλου λοιπόν, σπάνε τον κύκλο και πάνε παραπέρα, για τα σημαντικά αλλά και για τα πιο ασήμαντα. Το graphic novel είναι πραγματικά τεράστιο και ιδιαίτερα πυκνό σε νοήματα. Πόσο πολύ σας δυσκόλεψε και πόσο χρόνο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί; Ενάμιση χρόνο. Παρά τα τρελά ξενύχτια και την εντατική δουλειά, το διάστημα αυτό για ένα κόμικς με όγκο δουλειάς 500 σελίδων είναι ελάχιστο. Σκεφτείτε μόνο τι απαιτείται για να ολοκληρωθεί ένα τόσο εκτενές έργο: την έρευνα και τα διαβάσματα, τις οκτώ διαφορετικές γραφές του σεναρίου, τα storyboards, τα μολύβια, τα μελάνια και τα χρώματα. Συνήθως τα άλλα graphic novel μου, το Αϊβαλί και Η μάχη της πλατείας, χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία χρόνια δουλειάς, ενώ ο Συλλέκτης που είναι λίγο πιο μικρός, άλλα δυόμιση. «Ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, η βουή της θάλασσας. Βεβαιώθηκα πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο». Είναι άραγε απλή έννοια η ευτυχία ή τρομερά πολύπλοκη; Είναι απλή, πολύ απλή. Περίπλοκο είναι το πώς καταφέρνουμε να σπαταλάμε μια ολόκληρη ζωή για να το καταλάβουμε και για να εκτιμήσουμε στο τέλος το ελάχιστο. «Να ζεις μακριά από τους ανθρώπους». Ο Καζαντζάκης αποζητά τον μοναχικό βίο και την ίδια στιγμή οι ήρωές του στον Ζορμπά δείχνουν να κάνουν τα πάντα για λίγη συντροφιά. Τελικά, ήταν αντιφατικός ως άνθρωπος και ως συγγραφέας; Ή μήπως γνώριζε κάτι περισσότερο; Είναι αντίφαση στο ίδιο εικοσιτετράωρο να υπάρχει και μέρα και νύχτα; Άλλωστε πώς ορίζεται η μέρα αν δεν υπάρχει η νύχτα; Βρίσκω απόλυτα φυσιολογικό και υγιές ένας άνθρωπος που σκέφτεται να συνειδητοποιεί και να αναζητά τη μοναχικότητά του και ταυτόχρονα να επιδιώκει και να χαίρεται τη ζεστασιά των άλλων. Υπάρχει μια μελαγχολία αλλά και μια τεράστια ομορφιά στο να μπορείς να ζεις με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς να θέλω να κάνω σπόιλερ, σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου παίζει μία γυναικτονία. Ήταν άραγε ο τρόπος του συγγραφέα να στηλιτεύσει τη βία της επαρχίας ενάντια στις γυναίκες; Ισχύει αυτό που λέτε. Κι έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια τέτοια κουβέντα σε μέρες που ακούμε καθημερινά για γυναικοκτονίες. Είναι ένα ακόμα παράδειγμα για το πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι το έργο του Καζαντζάκη, πηγαίνοντας μάλιστα και τον γενικότερο συλλογισμό παρακάτω. Στον Ζορμπά δεν απομονώνει το έγκλημα στον θύτη, αλλά το συνδέει και με την ευρύτερη κοινωνική στάση, αποστασιοποίηση και αδιαφορία. Ξέρετε, όπως στην Τρικυμία του Σαίξπηρ που σας ανέφερα προηγουμένως, ξεκλειδώνει και αυτή ακριβώς την κοινωνική στάση, την έμμεση συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα, παρομοιάζοντας τους κατοίκους του κρητικού χωριού, τον «λαό», με τον Κάλιμπαν, τον άξεστο εκείνο αγροίκο κάτοικο του νησιού, παιδί μιας μάγισσας με τον διάβολο. Τι ειρωνεία λοιπόν, αργότερα στο μυθιστόρημα, τη στιγμή της δολοφονίας της Χήρας, αυτός ο άξεστος «Κάλιμπαν-λαός» γίνεται με τη στάση του συνένοχος. Υπάρχει περίπτωση να μεταφέρεις κάποιο άλλο έργο του σπουδαίου Κρητικού σε μορφή κόμικς; Από πολύ νωρίς στη νεότητά μου διάβασα τα περισσότερα έργα του Καζαντζάκη, οπότε νομίζω πως τον γνωρίζω σε αρκετό βάθος. Θα μπορούσα να ασχοληθώ και με αλλά έργα του, αλλά όπως ίσως είδατε και στον Ζορμπά, με ιντριγκάρουν τα δύσκολα στη σκέψη του συγγραφέα. Το πώς δηλαδή θα περιγράψεις μεταφέροντας ένα βιβλίο σε κόμικς, όχι τόσο τα όσα συμβαίνουν σε αυτό σε γραμμική αφήγηση, αλλά πρωτίστως τα όσα σημαίνουν. Μην εκπλαγείτε λοιπόν αν κάποια στιγμή με δείτε να προσπαθώ μεταφέρω σε εικονογραφήγημα την Ασκητική, που δεν σου δίνει ούτε μια ευκαιρία για γραμμική εξιστόρηση και αφήγηση. Εμφανίζονται στην αγορά όλο και περισσότερα νέα graphic novels τα οποία μεταφέρουν «κλασικά» μυθιστορήματα σε κόμικς. Πιστεύετε ότι συμβαίνει επειδή ο κόσμος θέλει να διαβάσει πιο «γρήγορα» κάτι κλασικό ή επειδή έχουμε ανάγκη ως αναγνώστες να επιστρέψουμε σε σταθερές αξίες; Αυτό είναι πραγματικά ένα τεράστιο ζήτημα, που θα χρειάζονταν πολλές συνεντεύξεις και συνέδρια για να το αναλύσουμε. Τι είναι και ποια θεωρούνται graphic novels; Μπορούν να θεωρηθούν λογοτεχνία; Πώς εφαρμόζονται στην εκπαίδευση; Το σίγουρο είναι πως το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα κόμικς κάτι σημαίνει. Δεν είναι άσχετο από τα σύγχρονα πολιτισμικά πρότυπα όπως διαμορφώνονται μέσα από τις οθόνες των κινητών και τα social media, από την απομάκρυνση των νέων από ερεθίσματα και «αξίες» παλαιότερων γενεών. Και τελικά ότι οι τελευταίοι, από τη θέση των γονιών ή των εκπαιδευτικών, αναζητούν διαύλους επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές, επιστρατεύοντας μέχρι και τα κόμικς, που κάποτε στην εποχή τους θεωρούνταν ευτελή αναγνώσματα – πιθανότατα ακόμα και από τους ίδιους. Επόμενα σχέδια; Πολλά. Τα σενάρια και οι ιδέες όσο μεγαλώνουμε πληθαίνουν κι αυτά. Τώρα είμαι στη φάση του Σίσυφου στη βάση του βουνού, που εξετάζει ποια πέτρα θα είναι η πιο κατάλληλη για να τη σπρώξει πάλι στον ανήφορο. Υγεία και τύχη να έχουμε! Και το σχετικό link...
  2. Τι δεν πρέπει να χάσει κανείς από τη φετινή εντυπωσιακή διοργάνωση που θα διαρκέσει τρεις μέρες, από τις 17 ως τις 19 Μαΐου, και θα διεξαχθεί στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων. Junji Kanzaki, Junko. Το Comicdom Con Athens είναι το μακροβιότερο φεστιβάλ κόμικς όχι μόνο της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Επί 18 χρόνια μυεί το κοινό στον θαυμαστό κόσμο των κόμικς με μια μεγάλη γιορτή που διαρκεί τρεις μέρες. Φέτος, επιστρέφει με ένα μεγάλο αφιέρωμα στην Ιαπωνία, τη χώρα των manga και τον άνιμε, παρουσιάζοντας ίσως τη μεγαλύτερη διοργάνωση στην ιστορία του. Για δεύτερη φορά η Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων ανοίγει τις πόρτες της από τις 17 έως τις 19 Μαΐου για να υποδεχτεί τους λάτρεις των κόμικς που θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά το έργο 170 καλλιτεχνών αλλά και να περιηγηθούν σε διεθνείς εκθέσεις, αφιερώματα, προβολές animation, ντοκιμαντέρ, φιλμ, πάνελ και ειδικά workshops πάνω στο κόμικ. Παράλληλα, σαράντα εγχώριες επιχειρήσεις και εκδοτικοί οίκοι θα παρουσιάσουν όλες τις σχετικές νέες εκδόσεις – ελληνικές και ξένες – και τα gadgets που κυριαρχούν στα trends σε όλο τον κόσμο. Τέλος, για δεύτερη χρονιά το φεστιβάλ παρουσιάζει το Agora, ίσως τον σημαντικότερο θεσμό στην ιστορία του φεστιβάλ, όπου οι Έλληνες δημιουργοί έχουν τη δυνατότητα να προωθούν τη δουλειά τους σε μεγαλύτερες διεθνείς αγορές του χώρου της ένατης τέχνης. Τι δεν πρέπει να χάσει κανείς Τρεις είναι οι μεγάλες εικαστικές εκθέσεις για τον κόσμο των manga που πρέπει οπωσδήποτε να δείτε. Αρχικά, τη «Manga Originals: A close-up on Japanese comics art», που κάνει μια εισαγωγή στην ιστορία του μέσου μέσα από 37 πρωτότυπες σελίδες με αντιπροσωπευτικά έργα mangakas όπως οι Akira Matsubara, Akiyoshi Giron Saito, Aya Kosugi, Chikae Ide, Chiyoji, Dai Yoshimura, Daisuke Ichiba, Daisuke Terasawa, Hatinoji Yasuhiko, Hideshi Hino, Hiroshi Takase, Hitoshi Tanimura, Junji Kanzaki κ.ά. Τα έργα είναι μέρος της συλλογής του εικονογράφου και συλλέκτη manga, Dan Byron, ο οποίος θα βρίσκεται στο Comicdom CON Athens 2024 για μια live ξενάγηση κατά την οποία ο επισκέπτης θα μάθει τα πάντα για τις ειδικές κατηγορίες και τα διάφορα είδη των manga, π.χ. το shonen και το shoujo. Akira Matsubara, Battle arena toshinden. Επίσης, την έκθεση «Make mine manga» που έχει δημιουργηθεί ειδικά από τον Paul Gravett, έναν από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους στον χώρο των κόμικς και συγγραφέα του 60 years of japanese comics. Ο ίδιος θα βρίσκεται στην Αθήνα, καλεσμένος του φεστιβάλ, και θα απαντήσει σε κάθε ερώτηση των επισκεπτών. Το αφιέρωμα στα manga και στα άνιμε συνεχίζεται με το έργο του Akira Toriyama, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, και το φαινόμενο του «Dragon Ball», μία από τις πιο πετυχημένες σειρές manga και άνιμε όλων των εποχών. Είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές manga στον κόσμο μετά το «One Piece», έχοντας πουλήσει 230 αντίτυπα παγκοσμίως. Τη δημοφιλία του εν μέρει την οφείλει στη σαρωτική επιρροή που είχε το anime «Dragon Ball Z» στη Δύση. Δεκαπέντε Έλληνες δημιουργοί (Μαγδαληνή Βεντούρη, Ευγενία Βερελή, Ντένις Γιατράς, Γιώργος Καμπάδαης, Αρινέλα Κοτσίκο, Μάνος Λαγουβάρδος, Νίκος Μπράτος, Μαρία Μπιντζιλαίου-Seeker, Σιαδώρα Παπαθεοδώρου, Γιάννης Ρουμπούλιας, Ειρήνη Σκούρα, Αδριανός Σταγγίδης, Dani, Voss K., Harry Saxon) σε επιμέλεια Αντώνη Αντωνιάδη και Θωμά Παπαδημητρόπουλου αποτίουν φόρο τιμής στην παιδική σειρά που καθήλωσε στη μικρή οθόνη όλο τον κόσμο τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Sintaro Kago, Family. Το Comicdom Con Athens 2024 όμως, δεν είναι μόνο manga και άνιμε φέτος. Για τους λάτρεις των δυτικών κόμικς υπάρχει μια μεγάλη αφιερωματική έκθεση στον Hugo Pratt, έναν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς παγκοσμίως, με έμφαση στον πιο διάσημο ήρωά του, τον Corto Maltese. Ο Pratt ξεχώρισε για το πρωτοποριακό λογοτεχνικό και κινηματογραφικό στυλ του, αντιμετωπίζοντας τα κόμικς ως κάτι παραπάνω από ένα μέσο που απευθυνόταν μόνο σε παιδιά. Η έκθεση, σε επιμέλεια Patrizia Zanotti, περιλαμβάνει 27 panels μεγάλων διαστάσεων που αποτυπώνουν τη φαντασία του δημιουργού τους, ανατρέχοντας σε διάφορους σταθμούς στην πλούσια βιβλιογραφία του. Όσον αφορά την Ελλάδα, τα φώτα στρέφονται στο έργο της Κορίννας Μέι Βεροπούλου, που είναι η τιμώμενη καλλιτέχνις της φετινής διοργάνωσης και έχει φιλοτεχνήσει την αφίσα του φεστιβάλ, όπως ορίζει η παράδοση. Η Κορίννα, που ζει μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου, άρχισε να κυκλοφορεί μόνη της τα κόμικς της το 2015, ενώ πρόσφατα συνεργάστηκε με τη 2000AD. Η Κορίννα Μέι Βεροπούλου έχει φιλοτεχνήσει την αφίσα του φεστιβάλ. Η φετινή διοργάνωση τιμά επίσης το ιδιαίτερο έργο του Γιώργου Τασιούλα που έφυγε πρόωρα από τη ζωή το 2021, πάνω στην ακμή του. Αυτοδίδακτος και αυτόνομος καλλιτέχνης, εικαστικός-σκιτσογράφος-κομικογράφος, το στίγμα του ως storyboard artist στον χώρο του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου είναι ανεξίτηλο. Το «Σύμπαν του Tass» παρουσιάζει όλες τις πτυχές της εντυπωσιακής πορείας του. Την έκθεση συνοδεύει η ξεχωριστή δίγλωσση (ελληνικά/αγγλικά) έκδοση The Tass Book | The Art of Storyboard. Φυσικά, δεν λείπει ο καθιερωμένος και λατρεμένος διαγωνισμός cosplay που φέτος αναβαθμίζεται και γίνεται προκριματικός του πανευρωπαϊκού Europa Cosplay Cup, πράγμα που σημαίνει ότι το επίπεδο έχει ανέβει. Το ατομικό cosplay που θα κερδίσει, θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στη Γαλλία για να εκπροσωπήσει την ελληνική κοινότητα ανάμεσα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στην τρίτη διοργάνωση του διαγωνισμού. Foyer panels. Τέλος, το Agora επιστρέφει για δεύτερη χρονιά με τα Portfolio Review Sessions. Μια δράση που ενθαρρύνει την εξωστρέφεια, ανοίγοντας την ελληνική αγορά σε εκδότες από τη Νορβηγία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία, τη Δανία, την Ισπανία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Τσεχία και το Βέλγιο. Ταυτόχρονα, βοηθά στη διεθνή δικτύωση των Ελλήνων δημιουργών, αυξάνοντας κατακόρυφα τις πιθανότητές τους να εξασφαλίσουν την εκτός συνόρων έκδοσή τους. Φέτος, για πρώτη φορά θα συμμετέχουν και εταιρείες παραγωγής animation αλλά και κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών. Και το σχετικό link...
  3. Η συμβολή του διάσημου ψυχίατρου στην απότομη στροφή των κόμικς και στην οδυνηρή (αυτο-)λογοκρισία τους τη δεκαετία του 1950. «Στα κόμικς υπάρχουν εικόνες μέσα στις εικόνες για τα παιδιά που ξέρουν πού να κοιτάξουν» έγραφε o Fredric Wertham στην «Αποπλάνηση των Αθώων». «Μόνο οι χαρακτήρες των κόμικς σε αυτό το βιβλίο είναι φανταστικοί. Όλα τα υπόλοιπα είναι πραγματικά». Αυτή ήταν η προμετωπίδα του περιβόητου βιβλίου του Fredric Wertham (1895-1981) με τίτλο «Η Αποπλάνηση των Αθώων» (The Seduction of the Innocent) το 1954, μιας εκτενούς μελέτης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή κατεύθυνσης πολλών κόμικς κατά την περίοδο του μακαρθισμού. Ο Γερμανοεβραίος επιστήμονας ήταν ήδη ένας επιτυχημένος επαγγελματίας στον τομέα της ψυχικής υγείας, με θητεία σε μεγάλα νοσοκομεία. Γεννημένος στη Νυρεμβέργη και με σπουδές στο Λονδίνο και το Μόναχο, μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1920, επηρεάστηκε βαθιά από το έργο του Σίγκμουντ Φρόιντ με τον οποίο διατηρούσε προσωπικές σχέσεις. Το 1946 ίδρυσε μια πρωτοποριακή ψυχιατρική κλινική στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης με ειδίκευση στη θεραπεία μαύρων εφήβων, με πολύ χαμηλές τιμές και με την οικονομική στήριξη εθελοντών και μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Απόσπασμα από το βιβλίο του Wertham: «Εξώφυλλο ενός κόμικς για παιδιά» Η εμπειρία αυτή τον οδήγησε σε μια σειρά συμπερασμάτων για τις αιτίες της ολοένα αυξανόμενης νεανικής παραβατικότητας. Τα αποτελέσματα των ερευνών του δημοσιεύτηκαν το 1954 στην «Αποπλάνηση των Αθώων», μια μελέτη 400 σελίδων η οποία θεωρείται έκτοτε κόκκινο πανί για τον κόσμο των κόμικς, ακόμα κι αν είναι ελάχιστοι αυτοί που την έχουν διαβάσει. Το βιβλίο θορύβησε την κοινή γνώμη και αξιοποιήθηκε καταλλήλως από την επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας που είχε θεσπιστεί έναν χρόνο νωρίτερα για να εξετάσει το πρόβλημα της εφηβικής εγκληματικότητας. Ο Wertham κλήθηκε στην επιτροπή και ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, καταθέτοντας ότι τα κόμικς επηρεάζουν βαθιά τον ψυχικό κόσμο των νέων και ως εκ τούτου πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο ώστε να περιοριστεί η έκθεση των παιδιών σε αυτά. Δεν πρότεινε λογοκριτικούς μηχανισμούς, ούτε αστυνομικού τύπου μέτρα, απλώς ζήτησε να καταβληθεί προσπάθεια αυτοπεριορισμού και συγκεκριμένοι κανονισμοί στην πώληση περιοδικών σε βιβλιοπωλεία και άλλα καταστήματα. Στην επιτροπή κατέθεσαν και μια σειρά εκπρόσωποι των κόμικς, μεταξύ των οποίων ο ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου EC, William Gaines, εταιρείας που ειδικευόταν σε κόμικς φαντασίας και τρόμου και η οποία είχε στοχοποιηθεί από τον Wertham καθώς τα περισσότερα παραδείγματα στο βιβλίο του προέρχονταν από δικές της εκδόσεις. Το βιβλίο του Bart Beaty εξετάζει τις απόψεις του Wertham και τις επιπτώσεις τους στη μαζική κουλτούρα. Η επιτροπή δεν κατέληξε σε απόφαση, αλλά στα πορίσματά της ουσιαστικά προέτρεπε τις εταιρείες να πάρουν μέτρα για την αυτοπροστασία τους. Κάτω από τη γενική κατακραυγή και την πίεση εκκλησιαστικών φορέων, οργανώσεων γονέων και συντηρητικών κύκλων, οι οποίοι οργάνωσαν ακόμα και «εθελοντικές» συναθροίσεις με κόμικς να πέφτουν μαζικά στην πυρά, οι εκδότες προχώρησαν στη δημιουργία της Comics Code Authority, μιας άτυπης Αρχής που εμμέσως επέβαλε μια σειρά περιορισμών τόσο θεματικών όσο και σχεδιαστικών. Οι εταιρείες έπρεπε στο εξής να υποβάλλουν τα κόμικς τους προς έγκριση, να προχωρούν στις αλλαγές που επισήμαινε η Αρχή και μόνο οι υπάκουοι αποκτούσαν το δικαίωμα να φέρουν στο εξώφυλλό τους τη στάμπα «Approved by the Comics Code Authority», που έγινε το σήμα κατατεθέν των περισσότερων (αλλά όχι όλων) από τα κόμικς που θα κυκλοφορούσαν τις επόμενες δεκαετίες. Η Αρχή, «βασιλικότερη του βασιλέως», αποφάσισε ακόμη περισσότερα μέτρα από όσα μπορούσε να ονειρευτεί ο Wertham. Στους κανόνες του Κώδικα περιλαμβάνονταν περιορισμοί στο λεξιλόγιο, η αποφυγή σκηνών βίας, η προτροπή να μην απεικονίζονται κρατικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι των οργάνων της τάξης σε αρνητικούς ρόλους, η απαγόρευση ερωτικών σκηνών κ.ά. Μόνο αρκετές δεκαετίες αργότερα, δειλά-δειλά, κάποιες εταιρείες άρχισαν σταδιακά να αποσύρουν τη στάμπα από τα εξώφυλλά τους και να ατονεί η ισχύς του Κώδικα. Όλα αυτά τα χρόνια ο Fredric Wertham μετατράπηκε σε αποδιοπομπαίο τράγο των κόμικς και το όνομά του έγινε συνώνυμο της λογοκρισίας στην τέχνη. Από τη μια, είναι αλήθεια ότι πολλά από τα κλινικά του ευρήματα, όπως αποδείχθηκε μεταγενέστερα, είναι εκβιασμένα και παρουσιασμένα απλοϊκά, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν πιο καθοριστικά τη ζωή και τις πράξεις των νέων, καθώς και ότι οι συνεντεύξεις που πήρε από «παραβατικούς» εφήβους είναι αρκετά κατευθυνόμενες ώστε να λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες και να οδηγούν στα επιδιωκόμενα συμπεράσματα. Από την άλλη, οι προθέσεις του δεν ήταν αυτές που του αποδίδονται. Επρόκειτο για έναν προοδευτικό, αντιρατσιστή, φιλάνθρωπο ψυχίατρο σοσιαλιστικών αντιλήψεων με έντονο κοινωνικό έργο. Αφοσιώθηκε για χρόνια στον αγώνα ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό, ενώ ποτέ δεν υποστήριξε την επιβολή λογοκρισίας. Υπήρξε αρθρογράφος και ένθερμος υποστηρικτής της άρσης των διαχωρισμών βάσει φυλής και χρώματος και κατέθεσε ως εμπειρογνώμων σε δίκες ενάντια σε ρατσιστικούς κανονισμούς και νόμους. Πολλές φορές επιχείρησε να αποκαταστήσει το όνομά του και να εξηγήσει ότι σκοπός του ήταν η προστασία των μικρών παιδιών, ιδιαίτερα των λαϊκών τάξεων, από την έκθεση στην υπέρμετρη βία. Δεν τον άκουγε κανείς. Κι έτσι μέχρι σήμερα, ο Fredric Wertham θεωρείται, λανθασμένα σε μεγάλο βαθμό, ένας διαβολικός και ραδιούργος διώκτης των κόμικς. Κι έτσι αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε το μερίδιο ευθύνης των εταιρειών και των δημιουργών που πειθάρχησαν χωρίς αντίσταση. Είναι πολύ βολικό. Και το σχετικό link...
  4. Το νέο βιβλίο του Γιάννη Κουκουλά «Η αναπλαισίωση του έργου τέχνης» είναι μια εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στην επανάχρηση και επανανοηματοδότηση έργων τέχνης στα κόμικς, στη γελοιογραφία και στο animation. Από την «Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνχ στην «Κραυγή» της Λίζα Σίμπσον, παράδειγμα από το βιβλίο του Γιάννη Κουκουλά. Πόσες φορές δεν έχουμε δει τη «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι σε κόμικς και ταινίες παραλλαγμένη ή διακωμωδημένη; Ή την «Γκουέρνικα» σε πολιτικές γελοιογραφίες επικαιροποιημένη με τον εκάστοτε φρικτό πόλεμο, από το Βιετνάμ μέχρι την Παλαιστίνη; Η αναπλαισίωση διάσημων έργων τέχνης, δηλαδή ο επανασχεδιασμός τους σε ένα νέο μέσο με τροποποιημένο νόημα για να ταιριάζει στο μήνυμα του νέου δημιουργού, ενώ είναι συνηθισμένη πρακτική στην τέχνη πάντα προκαλεί ενδιαφέρον, σκέψη, ακόμα και αποτροπιασμό ή γέλιο. Αυτό το γαϊτανάκι εικόνων που στήνουν οι καλλιτέχνες, και συγκεκριμένα στα κόμικς, είναι που ξετυλίγει και αναλύει ο ιστορικός Τέχνης Γιάννης Κουκουλάς στη μονογραφία του «Η αναπλαισίωση του έργου τέχνης – Διεικονικές μεταμυθοπλασίες στις εικονογραφημένες αφηγήσεις», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις Κάλλιπος. Για τον Γιάννη Κουκουλά θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά: διδάκτορας Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, συντονιστής έργου στον Κόμβο «Τεχνο-Λογία, Διάχυση της Έρευνας για την Τέχνη σε μια Τεχνο-Λογική Κοινωνία», συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων και κειμένων αναφορικά με τα κόμικς και την τέχνη και φυσικά ιδρυτικό μέλος, αρθρογράφος και αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του «Καρέ Καρέ». Το νέο του βιβλίο είναι ο καρπός όλης της αγάπης, της «εμμονής» και της πορείας του στη μελέτη της ιστορίας της τέχνης, των κόμικς και της εικόνας. Χρησιμοποιώντας εργαλεία και έννοιες της θεωρίας της τέχνης για την αναπλαισίωση, ειδικά μέσα στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού που κατατάσσεται η εποχή μας, το βιβλίο προχωρά στο πώς έργα τέχνης αναπλαισιώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα μέσα στα κόμικς. Μέσα στις 300 σελίδες του, πλούσιες σε εικόνες-παραδείγματα, ο αναγνώστης βλέπει πώς και γιατί βρέθηκε το «Μάθημα ανατομίας» του Ρέμπραντ στον «Αστερίξ», το «Μαύρο τετράγωνο» του Μάλεβιτς στα στριπ του Krazy Kat, ο Νταλί στις γελοιογραφίες του Ιωάννου και η «Κραυγή» του Μουνχ στον «Καστράτο» του Αρκά και στο «Αϊβαλί» του Soloup. Το βιβλίο αυτό λοιπόν, γίνεται άλλη μια σημαντική ψηφίδα στην καταγραφή της επικοινωνίας μεταξύ των τεχνών, ένα εύληπτο και γεμάτο εικόνες ακαδημαϊκό βιβλίο που αποπειράται να χαρτογραφήσει το μεγάλο ταξίδι στης εικόνας… ● Το βιβλίο «Η αναπλαισίωση του έργου τέχνης» βρίσκεται αναρτημένο δωρεάν για ανάγνωση στο Αποθετήριο Ακαδημαϊκών Συγγραμμάτων Κάλλιπος (https://repository.kallipos.gr) Και το σχετικό link...
  5. Η ξανθιά φοιτήτρια Boots του Edgar Martin εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1924. Οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν η χρυσή εποχή των κόμικ στριπς, των μικρών λωρίδων με 4-5 σκίτσα, συνήθως σε συνέχειες, που δημοσιεύονταν σε όλες τις αμερικανικές εφημερίδες. Πρωταγωνιστές στις κατά κανόνα χιουμοριστικές ηθογραφίες της εποχής ήταν σχεδόν πάντα άνδρες. Οι γυναίκες αποτελούσαν εξαίρεση, αλλά οι λιγοστές που υπήρχαν ήταν ξεχωριστές και ιδιαίτερες. Μια από αυτές, ίσως η δεύτερη πιο διάσημη μετά τη σούπερ-σταρ Polly από τη σειρά «Polly and her Pals» του Cliff Sterrett, «γεννήθηκε» πριν από έναν αιώνα ακριβώς και σύντομα έφτασε να δημοσιεύεται σε περισσότερες από 700 εφημερίδες των ΗΠΑ μέσω του πρακτορείου διανομής Newspaper Enterprise Association. Η ξανθιά φοιτήτρια Boots, με το προσωνύμιο «Everybody ’s Sweetheart», ήταν το κεντρικό πρόσωπο της σειράς «Boots and her Buddies» του Edgar Martin που εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1924, αν και η πρωταγωνίστρια είχε αποτελέσει δεύτερο ρόλο σε άλλες σειρές από το 1921. Και ήταν ένας θετικός ρόλος, παρά τα αναπόφευκτα στερεότυπα. Διάβαζε για το κολέγιο, είχε χιούμορ και καλή καρδιά, ερωτευόταν και την ερωτεύονταν. Λατρεύτηκε από το αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες των δεκαετιών του 1920 και του 1930 και ο Martin συνέχισε να τη σχεδιάζει καθημερινά μέχρι τον θάνατό του το 1960, όταν και την ανέλαβε ο βοηθός του, Les Carroll, μέχρι το 1968. Ήταν τέτοια η αποδοχή της από τους νέους και τις νέες που, όταν υποψιάστηκαν πως υπήρχε η πιθανότητα να αποφοιτήσει από το κολέγιο, έστειλαν μαζικά γράμματα, απαιτώντας ουσιαστικά να παραμείνει μια «αιώνια φοιτήτρια». Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της μακράς καριέρας της ήταν τα φανταχτερά της ρούχα και οι εντυπωσιακές της κομμώσεις που άλλαζαν συνέχεια, προαναγγέλλοντας τις τάσεις της μόδας και καθιερώνοντας ενδυμασίες και στιλ. Ο Martin έφτασε μάλιστα στο σημείο να δημοσιεύει πατρόν για κούκλες που γίνονταν ανάρπαστα, ενώ επανειλημμένα είχε κληθεί ως τιμώμενο πρόσωπο σε επιδείξεις μόδας και ως κριτής σε διαγωνισμούς ομορφιάς. Τίποτα όμως δεν κρατάει για πάντα. Το 1945 η Boots παντρεύτηκε και έναν χρόνο αργότερα έγινε μητέρα. Τότε άρχισε και η σταδιακή παρακμή της. Ήταν πια μια συνηθισμένη μεσήλικη όπως και οι παλιοί της αναγνώστες που της γύρισαν την πλάτη. Και το σχετικό link...
  6. Το Παιδί Πάνθηρας είναι μια βρετανική εκδοχή του Σπάιντερ-Μαν αλλά με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Είναι συνηθισμένο να δημιουργείται ένας χαρακτήρας των κόμικς στα πρότυπα κάποιου δημοφιλούς προγενέστερου. Το επιβεβαιώνει ολόκληρη η γενεαλογία του υπερηρωικού είδους. Πάντα όμως έχουν ενδιαφέρον οι μικρές διαφοροποιήσεις, ακόμα και εκεί που οι ομοιότητες είναι κραυγαλέες. Τέτοια περίπτωση αποτελεί το Παιδί Πάνθηρας, μια βρετανική εκδοχή του Σπάιντερ-Μαν αλλά με τις δικές του ιδιαιτερότητες. Με πρωτότυπο τίτλο The Leopard from Lime Street, οι ιστορίες των Tom Tully (σενάριο) και Mike Western – Eric Bradbury (σχέδια) δημοσιεύονταν στο βρετανικό περιοδικό Buster (1976-1985) και μεταφράζονταν στο ελληνικό περιοδικό Μπλεκ από τη δεκαετία του 1980 και πιο πρόσφατα στο Νέος Μπλεκ των εκδόσεων Μικρός Ήρως. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε πρόσφατα (μετάφραση: Γαβριήλ Τομπαλίδης, 68 σελίδες) μια ολόκληρη ενότητα ιστοριών του Παιδιού Πάνθηρα που υπενθυμίζει νοσταλγικά τον «ξεχασμένο» ήρωα στους μεγαλύτερους αναγνώστες και τον συστήνει στους νεότερους. Ο Γαβριήλ Τομπαλίδης στο κατατοπιστικό εισαγωγικό του σημείωμα με τίτλο «Ε, όχι και “Spider-Man” των φτωχών» επισημαίνει τα κοινά στοιχεία του Βρετανού πρωταγωνιστή με τον Άνθρωπο Αράχνη, αλλά τονίζει και τις ουσιαστικές διαφορές τους. Ο Πίτερ Πάρκερ τσιμπήθηκε από ραδιενεργό αράχνη, ο Μπίλυ Φάρμερ γρατζουνίστηκε από ραδιενεργό πάνθηρα. Και οι δύο μεγάλωναν χωρίς γονείς με τη θεία και τον θείο τους. Και οι δύο έβγαζαν χρήματα πουλώντας φωτογραφίες του εαυτού τους εν ώρα δράσης. Και οι δύο μεταμφιέζονταν για να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Και οι δύο αφιερώθηκαν στον αγώνα ενάντια στο Κακό. Όμως… Ο έγχρωμος Σπάιντερ-Μαν δρα σε μια πελώρια, εχθρική Νέα Υόρκη πηδώντας ανάμεσα σε ουρανοξύστες και ο ασπρόμαυρος Μπίλυ στο λασπωμένο επαρχιακό Σέλμπριτζ, ο πρώτος τα βάζει με παράφρονες υπερκακοποιούς ενώ ο δεύτερος με τοπικούς μικρολωποδύτες, ο ένας βασανίζεται από τις σχέσεις του με τα κορίτσια, ο άλλος αδιαφορεί, ο Σπάιντερ-Μαν λάτρευε τον αδικοχαμένο θείο Μπεν, ενώ ο θείος Τσάρλι είναι ένας άξεστος κακοποιητής, ο Πίτερ ήθελε να σώσει τον κόσμο, ο Μπίλυ πάσχιζε να σώσει τα ζώα ενός ζωολογικού κήπου κ.ά. Ο Πίτερ Πάρκερ ήταν ο Σπάιντερ-Μαν, ενώ ο Μπίλυ Φάρμερ ήταν ένας Σπάιντερ-Μαν των φτωχών. Συμπαθέστατος και διαχρονικά αγαπημένος. Και το σχετικό link...
  7. Το X-Men ’97 συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε ο προκάτοχός του: ιστορίες με μεταλλαγμένους superheroes, που όμως ζουν πραγματικές ζωές με πραγματικά προβλήματα. Δεν είμαι φαν του Marvel Cinematic Universe. Δεν έχω διαβάσει σχεδόν κανένα από τα αμέτρητα κόμικ που έχουν κυκλοφορήσει για τους μεταλλαγμένους υπερήρωες, ενώ οι κινηματογραφικές υπερπαραγωγές του MCU με έκαναν, με τα χρόνια, να νιώθω ότι πολύ απλά παρακολουθώ πομπώδεις χολιγουντιανούς σταρ να εξαργυρώνουν παχυλές επιταγές – και τίποτε άλλο. Επομένως, μόνο έτοιμη δεν ήμουν για τα συναισθήματα που μου δημιούργησε η νέα σειρά κινουμένων σχεδίων X-Men ’97, η συνέχεια δηλαδή της X-Men: The Animated Series, της θρυλικής σειράς που καθήλωνε μικρούς (και μεγάλους) πίσω στα μακρινά ’90s. Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες νότες, παιγμένες σε συνθεσάιζερ, από το τραγούδι των τίτλων αρχής για να πάθω ένα απολαυστικό déjà vu. Μεταφέρθηκα, τελείως ξαφνικά, στο σπίτι όπου μεγάλωσα: ήταν Σάββατο πρωί, δεν είχα σχολείο, το διάβασμα μπορούσε να περιμένει μέχρι να τελειώσουν τα «παιδικά». Η νοσταλγία με παρέσυρε και έτσι είδα μονομιάς τα πέντε πρώτα επεισόδια της πρώτης σεζόν. Τι την κάνει λοιπόν να ξεχωρίζει; Το σενάριο εναλλάσσει με τρομερή επιτυχία το χιούμορ με το δράμα, το εντυπωσιακό animation ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, χωρίς ποτέ να πέφτει στο κενό, και το σάουντρακ των Newton brothers δίνει απίστευτο βάθος σε κάθε σκηνή μέσα από τις μουσικές του αρετές. Μάλιστα, πρέπει να πω ότι ο χώρος που δίνεται στην ανάπτυξη του κάθε χαρακτήρα με έκανε να αντιληφθώ επιτέλους – και επί της ουσίας – τη γοητεία και τη σπουδαιότητα των X-Men. Παρακολουθώντας λοιπόν τον Cyclops να θρηνεί τον θάνατο του μέντορά του, τις Storm και Jean Grey να χτίζουν μια δυνατή γυναικεία φιλία, τον Wolverine να αποκαλύπτει την ευαίσθητη πλευρά του, τον Gambit και τη Rogue να ζουν μια καθ’ όλα αληθινή και όχι «κομίστικη» ερωτική σχέση (μέσα από απολαυστικούς διαλόγους με τη χαρακτηριστική προφορά του αμερικανικού Νότου), με κέρδισε ο τρόπος που το X-Men ’97 πετυχαίνει να μιλήσει για την αγάπη και το μίσος, την απόρριψη και την αποδοχή, την πίστη και την προδοσία, τη διαφορετικότητα και τη σημασία της συνύπαρξης. Άλλωστε, όπως και στην πραγματικότητα, κανείς δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός· η ζωή με τον θάνατο προχωράνε χέρι χέρι. Πρωταγωνιστούν: Καλ Ντοντ, Τζορτζ Μπούζα, Λενόρ Ζαν Βαθμολογία στο Rotten Tomatoes: 98% H σειρά στριμάρεται από το Disney+ Και το σχετικό link...
  8. Πολλοί πιστεύουν ότι «Η ιστορία της θεραπαινίδας», το δυστοπικό μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Άτγουντ, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1985, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αριστουργήματα του είδους, όπως το «1984» του Τζορτζ Όργουελ και ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Άλντους Χάξλεϊ. Και πράγματι, αρκεί κάποιος να ξεκινήσει την ανάγνωση μερικών σελίδων για να συνειδητοποιήσει ότι η Καναδή συγγραφέας έχει δημιουργήσει έναν εφιαλτικό κόσμο, απ’ τον οποίο δύσκολα μπορείς να αποδράσεις. Το μυθιστόρημα της Άτγουντ έτυχε θερμής υποδοχής απ’ την πρώτη στιγμή και τιμήθηκε με πλήθος βραβείων. Στη συνέχεια, μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, διασκευάστηκε για το θέατρο, το ραδιόφωνο, την όπερα, τον κινηματογράφο, το χοροθέατρο και γνώρισε έναν ακόμη κύκλο δημοφιλίας με την πρόσφατη μεταφορά του στη μικρή οθόνη απ’ την πλατφόρμα Hulu, η οποία βρίσκεται στην έκτη και τελευταία της σεζόν. Ένα τόσο δυνατό βιβλίο, με μια τόσο δυνατή αφήγηση κι ένα τόσο δυνατό προφητικό μήνυμα, δεν μπορεί παρά να εξάπτει το ενδιαφέρον των δημιουργών από διαφορετικά καλλιτεχνικά πεδία και να τους προκαλεί να το μεταφέρουν στο κοινό με νέα μορφή. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην Καναδή εικαστικό Ρενέ Νο. Όταν ο Καναδός εκδότης της Άτγουντ πρότεινε στη Νο τη δημιουργία ενός γκράφικ νόβελ με θέμα την «Ιστορία της θεραπαινίδας», εκείνη έπιασε αμέσως δουλειά. Έστειλε κάποια δείγματα, τα ενέκριναν, και ξεκίνησε. Επειδή τα σχέδιά της προηγήθηκαν της τηλεοπτικής σειράς, επέλεξε συνειδητά να μην παρακολουθήσει τα επεισόδια για να μην επηρεαστεί. Το ίδιο, δήλωσε σε συνέντευξή της στο The Hollywood Reporter, έκανε και με την ταινία του 1990, με πρωταγωνίστριες τη Νατάσα Ρίτσαρντσον και τη Φέι Ντάναγουεϊ. Βεβαίως, στις ασυνείδητες αναφορές της υπήρχε πάντα η δανική όπερα, που είχε δει πριν από αρκετά χρόνια, και την είχε λατρέψει. «Η ιστορία της θεραπαινίδας σε κόμικς» της Μάργκαρετ Άτγουντ σε σχέδιο και διασκευή της Ρενέ Νο, κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Λητούς Ανδρέου. Το βιβλίο έρχεται να εμπλουτίσει την γκάμα ενός είδους, των γκράφικ νόβελ, το οποίο αναπτύσσεται διαρκώς, προσεγγίζοντας ένα αρκετά διαφορετικό κοινό από εκείνο των παραδοσιακών αναγνωστών της λογοτεχνίας. Η μεταφορά ενός κλασικού πλέον μυθιστορήματος στη μορφή του γκράφικ νόβελ δίνει την ευκαιρία σε νεότερα άτομα, αλλά και σε κάποιους πιο οκνηρούς ενδεχομένως αναγνώστες, να έρθουν σ’ επαφή μ’ ένα έργο που έχει χαρακτηριστεί ως και αριστούργημα της σύγχρονης φεμινιστικής λογοτεχνίας. Η «Τουφρέντ» Για καλή του τύχη το μυθιστόρημα έπεσε σε καλά κι επιδέξια χέρια, γεγονός που επιβεβαιώθηκε απ’ την ίδια την Άτγουντ. Στο εικονογραφημένο βιβλίο παρακολουθούμε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της θεραπαινίδας Τουφρέντ (αυτή που ανήκει στον Φρεντ), στην οποία η Δημοκρατία της Γαλαάδ έχει προσφέρει μόνο μία επιλογή: την αναπαραγωγή. Όπως αναφέρει ο εκδότης, «αν παρεκκλίνει απ’ τον σκοπό της, θα καταλήξει όπως όλοι οι αντιφρονούντες, κρεμασμένη στο Τείχος, ή θα σταλεί στις Αποικίες όπου θα βρει αργό και μαρτυρικό θάνατο. Αλλά ακόμα κι ένα απολυταρχικό καθεστώς δεν μπορεί να αφανίσει τον πόθο – ούτε της Τουφρέντ ούτε και των δύο ανδρών απ’ τους οποίους κρέμεται η μοίρα της. Έχοντας χάσει τον σύζυγο, το παιδί, την ελευθερία της, αλλά και το ίδιο της το όνομα, η Τουφρέντ γατζώνεται από τις αναμνήσεις της και τη θέλησή της να επιβιώσει». Αυτή είναι συνοπτικά η τρομερή ιστορία της θεραπαινίδας, μια ιστορία πολιτική, ανθρώπινη και απολύτως ανεπιθύμητη. Για το βιβλίο της, η Άτγουντ έχει γράψει στους New York Times ότι υπάρχουν δύο είδη αναγνωστών της μαρτυρίας της Τουφρέντ: «Το ένα είδος είναι εκείνο στο τέλος του βιβλίου, στο ακαδημαϊκό συνέδριο του μέλλοντος, όπου ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να το διαβάσει όπως θέλει αλλά δεν δείχνει πάντα την ίδια ενσυναίσθηση, όσο τουλάχιστον θα το επιθυμούσε κάποιος – και υπάρχει ο μεμονωμένος αναγνώστης του βιβλίου την κάθε δεδομένη στιγμή. Αυτός είναι ο “πραγματικός” αναγνώστης, είναι ο Αγαπητός Αναγνώστης για τον οποίο γράφει κάθε συγγραφέας. Πολλοί απ’ αυτούς τους Αναγνώστες θα γίνουν με τη σειρά τους συγγραφείς. Έτσι ξεκινήσαμε όλοι εμείς οι συγγραφείς: διαβάζοντας. Ακούσαμε τη φωνή ενός βιβλίου να μας μιλάει». Κάπως έτσι δούλεψε και η δημιουργός κόμικς. Χρώμα και λυρισμός Το εικαστικό αποτέλεσμα της δουλειάς της Νο είναι άρτιο, εμπνευσμένο και πολύ ελκυστικό. Όπως συμβαίνει με τα καλά γκράφικ νόβελ, είναι σαν να βλέπεις το στόριμπορντ μιας σπουδαίας κινηματογραφικής ταινίας. Τα σχέδιά της αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα του ολοκληρωτικού καθεστώτος, τη φωνή και το αδιέξοδο των καταπιεσμένων γυναικών, την υποβόσκουσα και τη φανερή βία της Δημοκρατίας της Γαλαάδ, χωρίς όμως να σοκάρουν με την κυριολεξία τους. Στις εικόνες υπάρχουν ποίηση, χρώμα και λυρισμός. Ο τόμος είναι ένα κομψοτέχνημα, που δίνει μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια. «Νομίζω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκα ως καλλιτέχνις ήταν το μη κυριολεκτικό στυλ της αφήγησής μου», είπε στη συνέντευξή της στον Γκράμι Μακμίλαν η Νο, «καθώς και το ενδιαφέρον μου για την απεικόνιση των σκέψεων και των συναισθημάτων των χαρακτήρων. Μου αρέσουν πολύ οι ήσυχες, στοχαστικές στιγμές μιας ιστορίας – υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εκεί ώστε να μεταδοθεί η ψυχική κατάσταση των χαρακτήρων μέσω οπτικών ερεθισμάτων, τόσο φανερών όσο και ανεπαίσθητων». Το ανοιχτό τέλος του μυθιστορήματος έχει εικονογραφηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και πιο συγκεκριμένα με τη φράση «υπάρχουν ερωτήσεις;». Η αλήθεια είναι ότι οι δυστοπικές αφηγήσεις δημιουργούν πολλά ερωτήματα, κυρίως σχετικά με την αποφυγή τους. Σε αυτό ακριβώς οφείλεται διαχρονικά και η μεγάλη τους δύναμη. Και το σχετικό link...
  9. Σωστά. Είναι από τον 2ο τόμο της σειράς. Σειρά σου πάλι...
  10. Σημείο αναφοράς για τα κορίτσια της εποχής, το περιοδικό «Κατερίνα» (αλλά και το «Σούπερ Κατερίνα» που ακολούθησε λίγο αργότερα) κυριάρχησε για δεκαετίες αποτελώντας την εβδομαδιαία συνήθεια χιλιάδων εφήβων που έσπευδαν στα περίπτερα όλης της Ελλάδας για να το αγοράσουν. Στην ουσία επρόκειτο για ένα «Μπλεκ», αλλά προορισμένο για κορίτσια. Δηλαδή ένα περιοδικό μεγέθους τσέπης περίπου, στο οποίο υπήρχαν πολλές εικονογραφημένες ιστορίες οι οποίες αντλούσαν την θεματολογία τους από τις ανησυχίες εκείνου του καιρού. Συνήθως τα κόμικ δεν ήταν αυτοτελή κι έτσι, εφόσον έμπαινες στο νόημα, ήταν δεδομένο ότι θα επέστρεφες κάθε εβδομάδα για να το προμηθευτείς και να μάθεις τι συνέβαινε στην συνέχεια στις αγαπημένες σου πρωταγωνίστριες. Η πρώτη φορά που κυκλοφόρησε ήταν λίγους μήνες μετά την «Μανίνα», ένα αντίστοιχο περιοδικό το οποίο εκδόθηκε το 1972 από τον Νικόλαο Δεληγιώργη σε συνεργασία με τον Κώστα Μπαζαίο. Η «Κατερίνα» ήρθε ως απάντηση και από τον ανταγωνισμό των δύο περιοδικών κερδισμένες βγήκαν οι νεαρές αναγνώστριες καθώς στο πέρασμα του χρόνου, πέρα από τα κόμικ, διανθίστηκαν και με άλλα «καλούδια», όπως αφίσες αγαπημένων ηθοποιών, τραγουδιστών κτλ, σιδερότυπα και δωράκια όπως βραχιόλια, κοσμήματα και άλλα. Στην πραγματικότητα ήταν το «παιδί» της εκδοτικής εταιρείας Περιοδικός Τύπος που ανήκε στην οικογένεια Ανεμοδουρά. Κομβικό ρόλο σε αυτήν την ιστορία έπαιξε λοιπόν η Κατερίνα Ρωσσίου-Ανεμοδουρά, σύζυγος του Γιώργου Ανεμοδουρά κι επομένως νύφη του Στέλιου Ανεμοδουρά, που ήταν και ο «πατριάρχης» της οικογένειας. Έχοντας ασχοληθεί από μικρή ηλικία με τον χώρο, έφερε νέα πνοή στην επιχείρηση και μάλιστα δική της ιδέα ήταν το συγκεκριμένο περιοδικό. Οι υπόλοιποι μάλιστα, ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που αν και το θέμα της ονομασίας μπήκε σε ψηφοφορία, όλοι είπαν πως πρέπει να φέρει το όνομα της δημιουργού του και κάπως έτσι γεννήθηκε η «Κατερίνα»! Αρχικά ολόκληρη η έκδοση ήταν ασπρόμαυρη, πράγμα που συνέβη και με την «Σούπερ Κατερίνα» η οποία ακολούθησε το 1979. Είχε μεγαλύτερο μέγεθος, έβγαινε μια φορά τον μήνα, ενώ η θεματολογία της είχε μεγαλύτερο εύρος, δίνοντας πιο πολύ βάρος σε μεγαλύτερες ηλικίες και προσθέτοντας στις ιστορίες περισσότερα δώρα αλλά και στήλες με ζώδια, έγχρωμες γιγαντοαφίσες, γεγονός που την έκανε να αγοράζεται και από αγόρια, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν και πλέον απευθυνόταν κυρίως σε κορίτσια. Στις σελίδες και των δύο περιοδικών, εκτός από τα κόμικς, σταδιακά προστέθηκαν κουίζ, συνεντεύξεις, γράμματα αναγνωστών και αναγνωστριών που έψαχναν εναγωνίως απαντήσεις στα προβλήματά τους (συνήθως σε θέματα φλερτ και σχέσεων, αλλά με την αθωότητα εκείνης της εποχής), αφιερώματα σε ηθοποιούς, σειρές, συγκροτήματα και τραγουδιστές ή τραγουδίστριες και γενικότερα οτιδήποτε απασχολούσε τα νεαρά κορίτσια. Τα χρόνια ακμής των δύο περιοδικών «Κατερίνα» και «Σούπερ Κατερίνα» ήταν κατά κύριο λόγο την δεκαετία του 1980 (προφανώς και εκείνης του 1970), όπως επίσης και των 90’ς, όταν σταδιακά άρχισαν να αλλάζουν και οι προτιμήσεις του κοινού, ενώ παράλληλα γενικότερα τα περιοδικά έβλεπαν τις πωλήσεις τους να συρρικνώνονται. Στα καλά χρόνια δεν ήταν απίθανο ένα τεύχος να πουλούσε ακόμη και 140.000 αντίτυπα, νούμερο το οποίο μοιάζει εξωπραγματικό με τα σημερινά δεδομένα αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο τεύχος της «Σούπερ Κατερίνας» με εξώφυλλο τον Τζον Τραβόλτα πούλησε περίπου τόσα, με τα μισά εξ αυτών στην Αθήνα και τα υπόλοιπα εκτός Αττικής. Και ειδικά την δεκαετία του ’80 ήταν συχνό το φαινόμενο τα καλοκαίρια οι αναγνώστριες που παραθέριζαν με τους γονείς σε κάποιο νησί, να ψάχνουν παντού για ένα περίπτερο που θα είχε το περιοδικό στην ώρα του και παράλληλα δεν θα είχε ξεπουλήσει τα (λίγα) κομμάτια που διέθετε. Εάν συνέβαινε αυτό, τα οικογενειακά δράματα ήταν σχεδόν αναπόφευκτα! Πάντως το τελευταίο μεγάλο και άκρως εντυπωσιακό τιράζ, τουλάχιστον για την «Σούπερ Κατερίνα», καταγράφεται στο τεύχος που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1998 με εξώφυλλο τις Spice Girls, με 113.000 πωλήσεις, ενώ τον 21ο αιώνα πια τέτοια νούμερα ήταν πλέον απλησίαστα, καθώς τα social media θέριεψαν και αντικατέστησαν τον περιοδικό Τύπο γενικότερα. Τα τελευταία τεύχη πριν πέσει οριστικά η αυλαία για αυτά κυκλοφόρησαν το 2014, και το κλείσιμο αυτών των περιοδικών σηματοδότησε και το τέλος μια ολόκληρης εποχής… Και το σχετικό link...
  11. Στην αρχή του «Κεραυνοβόλου Πολέμου» η εφημερίδα των SS δημοσίευσε ένα άρθρο κατά του Σούπερμαν, χλευάζοντας την καταγωγή του δημιουργού του που δεν διέφερε πολύ από την καταγωγή του ίδιου του υπερήρωα. Εξώφυλλο τεύχους #17 του περιοδικού Superman, με τον υπερήρωα να συλλαμβάνει τον Χίτλερ και τον Τότζο (Φεβρ. 1942). Ναζιστική Γερμανία, 25 Απριλίου 1940. Η εβδομαδιαία εφημερίδα των SS, «Das Schwarze Korps» («Το Μαύρο Σώμα»), δημοσιεύει έναν λίβελο κατά του πιο διάσημου τότε υπερήρωα των αμερικανικών κόμικς, του Σούπερμαν. Το άρθρο επικεντρώνει τα πυρά του στον εβραϊκής καταγωγής σεναριογράφο Τζέρι Σίγκελ: «Ο Τζέρι Σίγκελ, ένας Εβραίος που έχει υποστεί διανοητική και φυσική περιτομή, είναι ο εφευρέτης μιας πλουμιστής φιγούρας με εντυπωσιακή εμφάνιση, δυνατό σώμα και κόκκινο ολόσωμο μαγιό που της αρέσει να πετάει στους αιθέρες. Ο εφευρετικός Ισραηλίτης ονόμασε αυτόν τον διασκεδαστικό τύπο με το υπερ-ανεπτυγμένο σώμα και το υπανάπτυκτο μυαλό “Σούπερμαν”. Διαφήμισε εκτενώς τις αντιλήψεις του Σούπερμαν περί δικαιοσύνης, ώστε να τον κάνει πρότυπο για την αμερικανική νεολαία. Όπως μπορείτε να δείτε, δεν υπάρχει τίποτα που δεν θα έκαναν οι Σαδδουκαίοι για το χρήμα!». Σύμφωνα με τον συντάκτη, ο Σούπερμαν δεν είναι τίποτε άλλο από την εβραϊκή αντίδραση στην «αναζωπύρωση» των ναζιστικών «ηρωικών αξιών»: «Ο Τζέρι κοίταξε τον κόσμο και είδε να συμβαίνουν κάποια πράγματα τα οποία τον έκαναν να ανησυχεί. Άκουσε για την αφύπνιση της Γερμανίας, για την αναγέννηση της Ιταλίας, με λίγα λόγια για την αναζωπύρωση των ηρωικών αξιών της Ρώμης και της Ελλάδας. “Τέλεια”, σκέφτηκε ο Τζέρι και αποφάσισε να εισαγάγει την ιδέα των ηρωικών αξιών και να την εξαπλώσει στους νεαρούς Αμερικανούς. Κάπως έτσι γεννήθηκε αυτός ο “Σούπερμαν”». Το άρθρο «Jerry Siegel greift an!» από τη σελ. 8 της εφημερίδας «Das schwarze Korps» (25/4/1940). Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από την αγγλική μετάφραση του άρθρου που παρατίθεται στη διεύθυνση <https://research.calvin.edu/german-propaganda-archive/superman.htm>. Ποιον λόγο είχαν όμως τα SS, εν μέσω Blitzkrieg να… κηρύξουν τον πόλεμο στον Σούπερμαν; Είναι προφανές: ο Σούπερμαν είχε κηρύξει προηγουμένως τον πόλεμο στους ναζί! Ήταν Φεβρουάριος του 1940, σχεδόν δύο χρόνια πριν από την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, όταν οι ναζί ήρθαν αντιμέτωποι με τον «Υπεράνθρωπο» από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού – στις σελίδες των κόμικς πάντα. Μέχρι τότε ο γερμανικός στρατός προέλαυνε νικηφόρος στην Ευρώπη. Η δε Πολωνία είχε καθυποταχθεί και διαμελιστεί εντός λίγων εβδομάδων από την έναρξη της γερμανικής εισβολής, μεταξύ Γ’ Ράιχ και ΕΣΣΔ, σε εφαρμογή του μυστικού Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου. Σε εκείνη ακριβώς τη συγκυρία, το αμερικανικό περιοδικό «Look» δημοσίευσε μια δισέλιδη ιστορία κόμικς. Σε αυτήν, ο Σούπερμαν κατέστρεφε τη γερμανική πολεμική μηχανή στη γραμμή Ζίγκφριντ και παρέδιδε τον Χίτλερ και τον Στάλιν στη Δικαιοσύνη, ώστε να καταδικαστούν ως εγκληματίες πολέμου. Με κάποιον τρόπο, ένα αντίτυπο αυτού του τεύχους διέσχισε τον Ατλαντικό και τα πεδία των μαχών και κατέληξε αλώβητο στα χέρια των ναζί. Η πρώτη σελίδα από τη δισέλιδη ιστορία κόμικς του περιοδικού «Look» (27.2.1940), που προκάλεσε τον χλευασμό τoυ αρθρογράφου της «Schwarze Korps». Ο συντάκτης του άρθρου περιγράφει τα καρέ της ιστορίας: «...Σε αυτή τη σελίδα σάς παρουσιάζουμε μερικές από τις ιδιαιτέρως αλλόκοτες δραστηριότητές του. Βλέπουμε τον Σούπερμαν, απ’ τον οποίο απουσιάζει κάθε ίχνος στρατηγικής λογικής και τακτικής ετοιμότητας, να κατευθύνεται στο Δυτικό Τείχος φορώντας σορτς. Βλέπουμε πολλούς Γερμανούς στρατιώτες σε ένα καταφύγιο, τα πρόσωπα των οποίων εκφράζουν ανάμεικτα συναισθήματα απελπισίας και χαράς. Βλέπουμε αυτό το ιπτάμενο, παράδοξο πράγμα, σε μια μάλλον περίεργη στάση, να δένει τα κανόνια σαν σπαγκέτι. “Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει”, φωνάζει σε μια άλλη εικόνα, καθώς τσακίζει τα κουβούκλια των τανκ σαν υπερώριμες ντομάτες. Τη δύναμή του δεν διστάζει να την επιδείξει και στον αέρα. Κάνει άλματα στον αέρα για να τσακίσει τον έλικα από ένα περαστικό γερμανικό αεροπλάνο (…). Ένα θριαμβευτικό τελικό καρέ δείχνει τον Σούπερμαν, τον κατακτητή του θανάτου, να εισβάλλει μέσα στο κτίριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη. Παρά το γεγονός ότι οι κανονισμοί των εγκαταστάσεων της ΚτΕ προφανώς εμποδίζουν τους ανθρώπους με ολόσωμα μαγιό να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της, ο Σούπερμαν τους αγνοεί ολότελα, όπως άλλωστε αγνοεί και τους υπόλοιπους νόμους της φυσικής, της λογικής και της ζωής γενικότερα. Φέρνει μαζί του τον κακό Γερμανό εχθρό, μαζί με τη Σοβιετική Ρωσία». Πίσω από τα ευγενή κίνητρα του υπερήρωα κρύβεται – τι άλλο; – η (εβραϊκή) δολιότητα και μοχθηρία: «Λοιπόν, θα μπορούσαμε πραγματικά να αγνοήσουμε αυτές τις φαντασιώσεις του Τζέρι – Ισραήλ – Σίγκελ, αλλά εδώ υπάρχει κάτι που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως. Οι δήθεν τολμηρές πράξεις του Σούπερμαν είναι αυτές ενός σκαθαριού από το Κολοράντο. Εργάζεται στο σκοτάδι, με τρόπο ακατανόητο. Φωνάζει συνθήματα όπως: “Δύναμη! Κουράγιο! Δικαιοσύνη!”, τροφοδοτώντας τους ευγενείς πόθους της αμερικανικής νεολαίας. Αντί όμως να της διδάσκει την αρετή, σπέρνει το μίσος, την καχυποψία, την κακία, τη νωθρότητα και την εγκληματικότητα στις νεανικές καρδιές». Και καταλήγει: «Ο Τζέρι Σίγκελ βρομάει. Αλίμονο στην αμερικανική νεολαία, που είναι αναγκασμένη να ζει σε μια τέτοια δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα και δεν παρατηρεί ακόμα το δηλητήριο που καταπίνει καθημερινά». Γκόλεμ από ατσάλι Γιατί τόσο μένος κατά της «πλουμιστής», «διεφθαρμένης» φιγούρας με το «ολόσωμο μαγιό»; Ίσως το ανομολόγητο μυστικό να εντοπίζεται στην καταγωγή όχι μόνο του συγγραφέα Τζέρι Σίγκελ (και του σκιτσογράφου Τζο Σούστερ), που αποτελούσε ούτως ή άλλως κόκκινο πανί για τους ναζί, αλλά και του ίδιου του υπερήρωα. Και δεν εννοούμε βέβαια τη... φανταστική καταγωγή του από τον πλανήτη Κρύπτον, αλλά το γεγονός ότι από τη μέρα της εμφάνισής του (το 1938, στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Action Comics»), ο Σούπερμαν γεννήθηκε Εβραίος! Ο σπουδαίος Αμερικανοεβραίος δημιουργός Γουίλ Άϊσνερ θεωρούσε βέβαιο ότι ο Σούπερμαν είναι μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή «του γκόλεμ, ενός πήλινου ειδωλίου φτιαγμένου, σύμφωνα με έναν εβραϊκό θρύλο του 16ου αιώνα, από έναν ραβίνο για να προστατεύει τους Εβραίους της Πράγας». Αν στο μέτωπο αυτής της κούκλας έγραφε κάποιος την εβραϊκή λέξη emét (אֶמֶת), που σημαίνει «αλήθεια», το αγαλματίδιο ζωντάνευε. Και ήταν άτρωτο μέχρι να σβήσει κάποιος από τη λέξη emét το αρχικό e (אֶ), διότι met (מֶת) σημαίνει «νεκρός». Ένα από τα αναρίθμητα κόμικς της περιόδου του πολέμου, όπου ο Σούπερμαν επιτίθεται στους ναζί. Όπως εξηγούσε ο Άϊσνερ: «Οι Εβραίοι, εκδιωγμένοι επί αιώνες, χρειάζονταν ήρωες ικανούς να τους προστατεύουν από τις σκοτεινές δυνάμεις. Οι δημιουργοί του Σούπερμαν δεν έκαναν άλλο από το να επανεφεύρουν το γκόλεμ». Ή, όπως τονίζει ο Blair Kramer: «Ο Σούπερμαν υπακούει στην ταλμουδική εντολή να υπηρετεί το Καλό και να θεραπεύει τον κόσμο όπου μπορεί». Από όλα αυτά, διαπιστώνουμε ότι ήταν απόλυτα φυσιολογικό ο Σούπερμαν να διασταυρώσει τα πυρά του με τους ναζί, την περίοδο που η εβραϊκή κοινότητα (τέκνα της οποίας ήταν οι Σούστερ και Σίγκελ) ευχόταν την εμπλοκή των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξάλλου, εκτός από τους δημιουργούς του Σούπερμαν, μεγάλο ποσοστό Αμερικανών εβραϊκής καταγωγής ήταν πρωτοπόροι στην παραγωγή αντιφασιστικής θεματολογίας κόμικς. Αγωνιώντας για τις εξελίξεις στην Ευρώπη και τον εξανδραποδισμό των εβραϊκών κοινοτήτων στις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες, αρκετοί Αμερικανοεβραίοι καλλιτέχνες, προτού οι ΗΠΑ εισέλθουν στον πόλεμο, αξιοποίησαν τους υπερήρωες για να παρακινήσουν, να εμπνεύσουν και να εμψυχώσουν κι άλλους να πολεμήσουν ενάντια στη ναζιστική τυραννία. Και το σχετικό link...
  12. Ο Γιόμο Κενιάτα έγινε ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κένυας πριν από ακριβώς 60 χρόνια, μετά από πολυετείς απελευθερωτικούς αγώνες ενάντια στους Βρετανούς. Η αποφθεγματικού τύπου ρήση του σύμφωνα με την οποία «Όταν ήρθαν οι Λευκοί στην Αφρική, εμείς είχαμε τη γη και εκείνοι τη Βίβλο. Μας έμαθαν να προσευχόμαστε με κλειστά τα μάτια. Όταν τα ανοίξαμε, εκείνοι είχαν τη γη και εμείς τη Βίβλο», αποδίδει με τον πιο ευσύνοπτο τρόπο την κλασική μέθοδο της παραδοσιακής αποικιοκρατίας. Στις μέρες μας, η μετατροπή μιας χώρας σε αποικία είναι, βέβαια, μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία αλλά ορισμένες φορές αρκούν λίγα λόγια και μια σύντομη εικονογράφηση για να γίνει κατανοητή. Αυτήν τη διαδικασία περιγράφει με τον πιο απλό και πλήρη τρόπο ο Gord Hill σε ένα τετρασέλιδο κόμικς του με τίτλο «What is Colonialism?» («Τι είναι η αποικιοκρατία;»), ελεύθερα προσβάσιμο στο warriorpublications.wordpress.com. Ο πενηνταπεντάχρονος πολιτικός ακτιβιστής Gord Hill, που χρησιμοποιεί συχνά το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Zig Zag, ανήκει στο έθνος των Kwakwaka’wakw και ζει στο Βανκούβερ. Εδώ και δεκαετίες δημιουργεί μαχητικά κόμικς για τα δικαιώματα των γηγενών του Καναδά, για τον αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία, την παγκοσμιοποίηση, τον καπιταλισμό και τις σύγχρονες μορφές του ιμπεριαλισμού, του φασισμού κ.ά. Πιο γνωστά βιβλία του είναι τα «The Anti-Capitalist Resistance Comic Book: From the WTO to the G20», «The Antifa Comic Book», «Direct Action Gets the Goods: A Graphic History of the Strike in Canada», «The 500 Years of Indigenous Resistance Comic Book», στα οποία περιγράφει πάντα με διεξοδικό τρόπο τη γέννηση ενός προβλήματος. Προτείνει όμως και λύσεις οι οποίες δεν περιορίζονται στον πασιφισμό και τα λόγια αλλά απαιτούν έμπρακτη δράση. Ίσως τα βιβλία του, ειδικά αυτά που αφορούν τις αποικιοκρατικές εισβολές των «πολιτισμένων» αυτού του κόσμου όπου γης, να αποτελούν την απάντηση σε όσους προτείνουν την αιώνια παθητική αντίσταση και τον ισόβιο διάλογο ως πανάκεια με γνωστή πάντα κατάληξη. Και το σχετικό link...
  13. Από το πρώτο τεύχος του Καρέ Καρέ πίσω στο 2014 μέχρι σήμερα, ο Γαβριήλ Παγώνης είναι αναντικατάστατο και ξεχωριστό στέλεχος αυτού του ένθετου. Σπουδαίος εικαστικός και ευφυέστατος δημιουργός κόμικς, αναζητά πάντα με πικρό χιούμορ όλα όσα αλλόκοτα κι απρόβλεπτα συμβαίνουν «μέσα μας». Μια συλλογή από τέτοια έργα παρουσιάζει στην έκθεση «Πώς είναι από μέσα – Αποτυπώσεις της εσωτερικής εμπειρίας σε κόμικς», σε διοργάνωση του Κέντρου Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας «Δίοδος» στη Ρόδο. Σύμφωνα με το Κέντρο, η έκθεση «στοχεύει στο να ευαισθητοποιήσει το κοινό για θέματα ψυχικής υγείας, ενδυνάμωσης, εξερεύνησης των ρόλων που ενσαρκώνουμε και να προσκαλέσει σε έναν ιδιότυπο διάλογο την κοινότητα» για όσα συμβαίνουν «εκεί μέσα» αλλά διστάζουμε να αποδεχθούμε ή να μοιραστούμε με τους άλλους. ♦ «Πώς είναι από μέσα» Πού: Κατάλυμα της Γαλλίας, Οδός Ιπποτών, Μεσαιωνική Πόλη, Ρόδος Πότε: 14-19 Απριλίου, 10.00-13.00 και 18.00-20.00 Εγκαίνια: Κυριακή 14 Απριλίου στις 18.00 Είσοδος ελεύθερη Και το σχετικό link...
  14. Τέτοιες μέρες πριν από 20 χρόνια, κι ας φαίνεται ότι πέρασαν αιώνες από τότε, όλη η Ελλάδα χόρευε στους ρυθμούς των Ολυμπιακών Αγώνων σε ένα ατέλειωτο πάρτι αδιαφανών υπερκοστολογήσεων και δισεκατομμυρίων που διακινούνταν προς άγνωστους προορισμούς. Οι γαλαζοαίματοι Αθάνατοι της ΔΟΕ μαζί με αινιγματικούς τοποτηρητές αλώνιζαν τη χώρα, η Γιάννα Αγγελοπούλου φωτογραφιζόταν χαμογελαστή με εργολάβους και επιχειρηματίες, ο Κώστας Καραμανλής είχε διαδεχθεί αναίμακτα τον Κώστα Σημίτη και η αστυνομία σε συνεργασία με ελληνικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες καταπατούσε δικαιώματα ετών ώστε να μη «λερώσει» κανείς την επερχόμενη «γιορτή». Κάποιοι όμως, λίγοι και τολμηροί, επέμεναν και αντιστέκονταν στο πνεύμα της εθνικής ομοψυχίας και στη νέα Μεγάλη Ιδέα που χτιζόταν πάνω σε σαθρά θεμέλια, όπως αποδείχθηκε οδυνηρά αμέσως μετά. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιάννης Καλαϊτζής, πεισματάρης «δεθελοντής» σε ένα κλίμα γενικευμένου εθελοντισμού που έπεισε τον κόσμο ότι δεν αρκεί να μας πάρουν τα σώβρακα, πρέπει να τα προσφέρουμε μόνοι μας και να πούμε κι ευχαριστώ. Αρνητής μιας ευδαίμονος αφασίας που συνεπήρε το έθνος και το ανέβασε ψηλά στον ουρανό με Ολυμπιακούς, Eurovision και ποδοσφαιρικό Euro για να κατακρημνιστεί με πάταγο στη συνέχεια, ο Καλαϊτζής επέλεξε να είναι «παράφωνος». Είχε ήδη προειδοποιήσει με την κυκλοφορία του «2000 στα 4» (Εκδόσεις Άγρα, 2003), με γελοιογραφίες-ντοκουμέντα από μια Ελλάδα που παραληρούσε την ώρα που βυθιζόταν. Πρωταγωνιστές ήταν δικαιωματικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος και η Γιάννα Αγγελοπούλου ως κακέκτυπα του Φοίβου και της Αθηνάς, των αμφιλεγόμενων μασκότ των Αγώνων. Δίπλα τους ο Ζακ Ρογκ, ο Κώστας Κεντέρης, ο Τράγκας και ο Κακαουνάκης, ο Χριστοδουλάκης, ο Φλωρίδης, ο Χρυσοχοΐδης, ο Πετσάλνικος και ο Γιώργος Παπανδρέου να στήνουν τον χορό στη σκιά του στέγαστρου Καλατράβα με τη γνωστή κατάληξη. Το «2000 στα 4» όπως και το σύνολο του γελοιογραφικού έργου του Γιάννη Καλαϊτζή αποτελεί το πιο γνήσιο ιστορικό αποτύπωμα μιας σκοτεινής περιόδου που προανήγγειλε μια ακόμα σκοτεινότερη. Και γι’ αυτό παραμένει επίκαιρο και διαχρονικό καθώς τις συνέπειες της Μεγάλης Γιορτής εξακολουθούμε να τις βιώνουμε και να τις πληρώνουμε. Και το σχετικό link...
  15. Απόσπασμα από άρθρο του Παναγιώτη Κούστα στην ιστοσελίδα kathimerini.gr στις 11/04/2024. Ένα ζευγάρι καναρινί κάλτσες με τον Πίκατσου ξεχωρίζει μέσα στη μαυρίλα της ντουλάπας μου. Δεν μου τις χάρισε κανείς. Εγώ ο ίδιος τις αγόρασα επειδή μου φάνηκαν cute, δηλαδή χαριτωμένες. Κι όταν γύρισα σπίτι και τις φόρεσα, μου ανέβηκε η διάθεση. Είδα τον κόσμο γύρω μου υπό τη διαστρεβλωτική, καρτουνίστικη ευφορία τους. Την ίδια ευφορία που ένιωθα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές των ’90s, όταν διάβαζα Μίκυ Μυστήριο ή έπαιζα με μια σφραγίδα με την εικόνα της Hello Kitty. Η τελευταία αποτελεί σύμβολο της άνοιξης του kawaii (προφέρεται «καουάιι»), δηλαδή της σύγχρονης ιαπωνικής εκδοχής της cute culture, ενός φαινομένου που δεν είναι ιαπωνικό αλλά παγκόσμιο. Κι εδώ, στην αρχή, ας αναφερθεί ότι «kawaii» στα ιαπωνικά σημαίνει ότι κάποιου το πρόσωπο είναι κόκκινο – όπως τα μάγουλα του Πίκατσου – από ενθουσιασμό ή από ντροπή. Γάτες, Μίκυ Μάους και Άστρο Μπόι Ο Μίκυ Μάους, ο πιο διάσημος Δυτικός «cute» χαρακτήρας της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας, στο Steamboat Willie, το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη που προβλήθηκε στις αμερικανικές αίθουσες το 1928, αρχικά δεν ήταν τόσο χαριτωμένος, όσο ήταν άτακτος και χειριστικός. Η εμφάνισή του έγινε πιο νεανική (σύμφωνα με το σχήμα του Λόρεντς) και ο χαρακτήρας του πιο γλυκός και άκακος, σταδιακά. Μάλιστα λέγεται ότι ο Ουόλτ Ντίσνεϊ είχε καρφιτσώσει ένα σημείωμα πάνω από τα γραφεία των σχεδιαστών που εργάζονταν για εκείνον με τη φράση «keep it cute!». Ο Ιάπωνας ομόλογός του, ο Οσάμου Τεζούκα, που δημιούργησε τον Άστρο Μπόι, ένα αγόρι-ρομπότ που για τους Ιάπωνες είναι ότι ο Μίκυ Μάους για τους Αμερικανούς, τον ξεπέρασε ως προς το πόσο «νεανικοί» και χαριτωμένοι ήταν οι χαρακτήρες του, πάλι σύμφωνα με το σχήμα του Λόρεντς: απέκτησαν πιο φαρδιά μέτωπα, μεγαλύτερα μάτια, ροδαλά μάγουλα. Και το σχετικό link...
  16. Στην απίστευτη τιμή των 6 εκατομμυρίων δολαρίων πουλήθηκε αντίτυπο της πρώτης έκδοσης του κόμικ «Action Comics» του 1938, στο οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε περιπέτεια του Σούπερμαν (Superman). Σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών Heritage Auctions είναι το ακριβότερο κόμικ που έχει πουληθεί ως σήμερα, καθώς είναι «το πιο σημαντικό και επιδραστικό που έχει εκδοθεί», αφού σε αυτό δημοσιεύτηκε η πρώτη περιπέτεια του σούπερ ήρωα. Το κόμικ πουλιόταν εκείνη την εποχή μόλις 10 σεντς, αλλά σήμερα πλέον, ως πολύτιμο μέρος της ιστορίας των κόμικς, πουλήθηκε σε αστρονομική τιμή. «Χωρίς τον Σούπερμαν και το πρώτο τεύχος της Action Comics, ποιος ξέρει αν θα υπήρχε η Χρυσή Εποχή των κόμικς, ή αν το μέσο θα εξελισσόταν σε αυτό που είναι σήμερα», επισήμανε ο αντιπρόεδρος της Heritage Auctions Μπάρι Σαντόβαλ. Παρά την ηλικία του το τεύχος που πουλήθηκε είναι σε πολύ καλή κατάσταση, με πλούσια χρώματα. Πιστεύεται ότι υπάρχουν μόνο άλλα δύο αντίτυπα του συγκεκριμένου τεύχους που είναι σε καλύτερη κατάσταση και συνολικά υπάρχουν 100 τεύχη της έκδοσης, από τα 200.000 που τυπώθηκαν. Η ιστορία του Σούπερμαν, με τις υπογραφές των φίλων Τζέρι Σίγκελ και Τζο Σούστερ, αναφέρεται στα πρώτα βήματα του εξωγήινου παιδιού στη Γη, όπου ήρθε για να διαφύγει από την καταστροφή στον πλανήτη του και στην αγάπη του για την Λόις Λέιν. Ο ήρωας είναι βεβαίως ο Σούπερμαν, που έγινε μια από τις εμβληματικές φιγούρες στην κουλτούρα των κόμικς και στη συνέχεια κατέκτησε τον κινηματογράφο. Ο Σούπερμαν θεωρείται ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους χαρακτήρες στην αμερικανική ποπ κουλτούρα και πρωταγωνιστεί σε ταινίες, βιβλία, παιχνίδια, φθάνοντας να γίνει περιτύλιγμα ακόμα και για τσιχλόφουσκα. Και το σχετικό link...
  17. 60 χρόνια συμπληρώνονται από τη δημοσίευση της πρώτης πτυχωτής σελίδας του ιδιοφυούς Αλ Τζάφι στο περιοδικό MAD. Κυβέρνηση και οργανωμένο έγκλημα, 1980 Μια εικόνα μπορεί να κρύβει πολλά αρκεί να ξέρεις πώς να τη «διαβάσεις». Μπορεί να κρύβει επίσης κι άλλες εικόνες, εγκιβωτισμένες, οι οποίες αναδεικνύονται αν ξέρεις πώς να την κοιτάξεις. Θα έλεγε κανείς ότι «ξεδιπλώνονται» από την εμπειρία του θεατή κι «ανοίγονται» διάπλατα στο οπτικό και αντιληπτικό του πεδίο. Στην περίπτωση των fold-ins του Αλ Τζάφι (1921-2023), οι κρυμμένες εικόνες και τα κείμενα φανερώνονταν με μια αντίστροφη διαδικασία, με το «δίπλωμα» της σελίδας και την απόκρυψη ενός μέρους της αρχικής επιφάνειας ώστε στο τμήμα που απομένει να γεννιούνται μια νέα εικόνα και ένα νέο κείμενο. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ως πηγή των προβλημάτων των φτωχών στις ΗΠΑ, 1983 Ο Αμερικανός δημιουργός με την πλούσια καλλιτεχνική παιδεία δημιούργησε την πρώτη του μαυρόασπρη πτυχωτή εικόνα το 1964 για λογαριασμό του περιοδικού MAD. Εργαζόταν εκεί σχεδόν δέκα χρόνια κι ενώ προηγουμένως είχε δουλέψει στην εφημερίδα New York Herald Tribune, με τα κόμικς του να αναδημοσιεύονται σε περισσότερες από εκατό εφημερίδες, καθώς και στα περιοδικά της Timely και της Atlas Comics υπό την καθοδήγηση του Σταν Λι. Ήταν στενός φίλος με τον διευθυντή του MAD, τον θρυλικό Χάρβεϊ Κέρτζμαν, τον οποίο και ακολούθησε όταν αυτός παραιτήθηκε από το περιοδικό μετά τις διαφωνίες του με τον εκδότη Γουίλιαμ Γκέινς. Ο φιλόδοξος Κέρτζμαν κυκλοφόρησε τότε το περιοδικό Trump με εκδότη τον μεγιστάνα του Τύπου Χιου Χέφνερ. Λέγεται ανεκδοτολογικά μάλιστα, ότι ενώ «ο Χέφνερ έδωσε στον Κέρτζμαν ένα απεριόριστο μπάτζετ, αυτός κατάφερε να το ξεπεράσει». Το Trump έκλεισε ύστερα από μόλις δύο τεύχη λόγω της μικρής κυκλοφορίας του, αλλά ο Αλ Τζάφι παρέμεινε πιστός στον Κέρτζμαν και τον ακολούθησε και στο νέο του εγχείρημα, το περιοδικό Humbug, το οποίο τα πήγε λίγο καλύτερα αλλά έκλεισε κι αυτό λίγο μετά τα 11 τεύχη. Η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας από τον Τραμπ, 2017 Τότε ο Τζάφι επέστρεψε στο MAD και ξεκίνησε να σχεδιάζει χιουμοριστικά κόμικς και να γράφει σενάρια. Ανήσυχο μυαλό και πρωτοπόρος σε σχεδιαστικές τεχνικές, τον Απρίλιο του 1964 έπειτα από μια κουραστική διαδικασία, όπως την έχει περιγράψει ο ίδιος, ολοκλήρωσε την πρώτη του εικόνα η οποία όταν διπλωνόταν αποκάλυπτε μια άλλη. Το συνοδευτικό κείμενο, σαρκαστικό και ειρωνικό για τα πολυτελή περιοδικά της εποχής που δημοσίευαν σε ακριβό και έγχρωμο χαρτί διπλωμένες σελίδες οι οποίες όταν ξεδιπλώνονταν αποκάλυπταν τεράστιες εικόνες, έλεγε: «Μας ρωτάνε συχνά γιατί δεν βάζουμε ακριβά έγχρωμα τρισέλιδα αναδιπλούμενα φύλλα, όπως κάνουν άλλα περιοδικά υψηλής ποιότητας σαν το Life και το Playboy. Δύο είναι οι λόγοι: πρώτον, το MAD είναι αντίθετο στα επιδεικτικά, υπεροπτικά τεχνάσματα που επιζητούν την αναγνώριση και δεύτερον, το MAD είναι φτηνό! Οπότε οικονομικώς σκεπτόμενοι, ιδού το δικό μας ασπρόμαυρο μονοσέλιδο». Το πρώτο fold-in, 1964 Στη μεγάλη εικόνα φαινόταν η Ελίζαμπεθ Τέιλορ δίπλα στον Ρίτσαρντ Μπάρτον να προστατεύονται από την αστυνομία ώστε να μην τους πλησιάζουν οι θαυμαστές τους, αλλά όταν η εικόνα διπλωνόταν, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και οι αστυνομικοί εξαφανίζονταν και τη διάσημη ηθοποιό πλησίαζε ο πρώην σύζυγός της, τραγουδιστής και ηθοποιός Έντι Φίσερ, για να της δώσει ένα φιλί. Όμως δεν ήταν μόνο η εικόνα. Με το δίπλωμα της σελίδας, χανόταν και ένα τμήμα της συνοδευτικής λεζάντας με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα νέο κείμενο που άλλαζε ριζικά το νόημα του αρχικού. Το τελευταιο fold-in, 2020 Η πρωτοτυπία της μεθόδου ήταν εντυπωσιακή με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι του MAD να ζητήσουν από τον Τζάφι να την επαναλάβει. «Μας συμφέρει γιατί οι συλλέκτες θα τσακίζουν τη σελίδα για να δουν την εικόνα κι έτσι θα αναγκάζονται να αγοράσουν ακόμα ένα τεύχος για να το έχουν ατσαλάκωτο», έλεγε ο Γκέινς. Κι έτσι ο Τζάφι το τόλμησε και δεύτερη φορά και τρίτη και τέταρτη και για 56 ολόκληρα χρόνια. Μέχρι το 2020 φιλοτέχνησε περισσότερες από 500 τέτοιες εικόνες, συχνά με πολιτική θεματολογία και πάντα με καυστικό χιούμορ, ενώ παράλληλα κατακτούσε δεκάδες βραβεία. Η κρυφή πτυχή του Ρίτσαρντ Νίξον, 1964 Μπήκε στο βιβλίο Γκίνες ως ο δημιουργός κόμικς με τη μεγαλύτερη σε διάρκεια καριέρα (78 χρόνια), ενώ το τελευταίο του fold-in δημοσιεύτηκε όταν ήταν ήδη 99 ετών, ανακοινώνοντας τη συνταξιοδότησή του. «Οι σοβαροί άνθρωποι της ηλικίας μου έχουν πεθάνει», έλεγε αυτοσαρκαστικά. Ο Al Jaffee με το βραβείο Eisner, 2013 Το έργο του έχει συγκεντρωθεί σε πολλές αναδρομικές εκδόσεις και με την πρωτοτυπία που το χαρακτηρίζει αλλά και το άφθαστο χιούμορ του, σίγουρα δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Και το σχετικό link...
  18. Ένα μεγάλο μέρος της τεράστιας καριέρας του Αρκά βασίστηκε στις απολαυστικές συνυπάρξεις των απολύτως αντιθέτων. Τα δίπολα που συνέθεταν οι χαρακτήρες του ήταν υπέροχα λόγω της φυσικής και αναπόφευκτης εγγύτητας των δύο πόλων, η οποία ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την αγεφύρωτη απόσταση των εσωτερικών κόσμων τους και των προσδοκιών τους. Κόκορας και Γουρούνι, Βαγγέλης και Χλέμπουρας, Ισοβίτης και Μοντεχρήστος, Καρχαρίας και Κορνήλιος, Καστράτο και Λουκρητία υπήρξαν αξεπέραστα δίδυμα που με τις «περιπέτειές» τους χτίστηκε το όνομα του Αρκά. Ωστόσο κάποιες από τις επιλογές του στη συνέχεια, και κυρίως η προσπάθειά του να αναφερθεί άμεσα στην εκάστοτε τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα τα τελευταία δέκα χρόνια και μάλιστα μέσω διαδικτύου με μια υπερπαραγωγή σκίτσων και γελοιογραφιών, σε συνδυασμό με τη μερική από μέρους του εγκατάλειψη των διπόλων εις όφελος πιο απλοϊκών καστ σε πιο αναγνωρίσιμα κοινωνικά περιβάλλοντα, οδήγησαν στην απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος των παραδοσιακών αναγνωστών του που ένιωσαν προδομένοι, πολιτικά και θεματικά, από το ίνδαλμά τους. Ο Αρκάς όμως, όσο κι αν διαφέρει από τον Αρκά των πρώτων δεκαετιών, δεν έχει ξεχάσει το πικρό, καυστικό, μαύρο χιούμορ που τον καθιέρωσε. Και το αποδεικνύει με τη νέα του σειρά με τίτλο «Ο Ιεροεξεταστής» και υπότιτλο του πρώτου τόμου το θρησκευτικά παρακλητικό «Μη Εισενέγκης Ημάς» (εκδόσεις Πατάκη, 64 σελίδες). Πρωταγωνιστής είναι ένας εκπρόσωπος της Ιεράς Εξέτασης στην καρδιά του πιο σκληρού Μεσαίωνα, ένα τυφλωμένο από μίσος όργανο της Εκκλησίας που ηδονίζεται να βασανίζει «αμαρτωλούς» μέχρι θανάτου, και δίπλα του βρίσκεται ο άξεστος αλλά ειλικρινής δήμιος Μπερδούγος που πασχίζει να κρατήσει τη δουλειά του ικανοποιώντας κάθε απαίτηση του αφεντικού του. Και όλα βαίνουν καλώς για τους βασανιστές μέχρι που μια νεαρή «μάγισσα» κλέβει την καρδιά του Ιεροεξεταστή, ο οποίος παλεύει χωρίς αποτέλεσμα να απαλλαγεί από τους πειρασμούς. Κι αντί να τη ρίξει στην πυρά, φλέγεται ο ίδιος από το πάθος του γι’ αυτήν χωρίς να μπορεί να το παραδεχτεί. Σε μια έξοχη εκδοχή της παλιάς, δοκιμασμένης και άκρως επιτυχημένης συνταγής, που δικαίως καθιέρωσε τον Αρκά ως έναν από τους κορυφαίους Έλληνες δημιουργούς. Και το σχετικό link...
  19. Συμπληρώσαμε δέκα χρόνια έκδοσης. Και συνεχίζουμε με τα πάντα γύρω από τη συναρπαστική τέχνη των κόμικς. Στις 5 Απριλίου του 2014 δημοσιεύτηκε το πρώτο τεύχος του Καρέ Καρέ. Οι προετοιμασίες και οι συζητήσεις είχαν βέβαια ξεκινήσει πολλούς μήνες νωρίτερα, βρέθηκαν οι συνεργάτες, δοκιμάστηκαν τα format και τα λογότυπα, τυπώθηκαν τα πειραματικά φύλλα, σκίστηκαν, άλλαξαν τα πάντα αρκετές φορές και τελικά ένα Σάββατο, η «Εφημερίδα των Συντακτών» απέκτησε στις «Νησίδες» της ένα τετρασέλιδο με κόμικς και με ειδήσεις γύρω από αυτά. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν 513 τεύχη στα οποία προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε δύο πράγματα στον περιορισμένο αλλά πολύτιμο χώρο μας: από τη μια να δημοσιεύουμε κόμικς κορυφαίων Ελλήνων και Ελληνίδων δημιουργών και από την άλλη να γράφουμε όσα περισσότερα μπορούμε για αυτά. Να μεταφέρουμε δηλαδή, νέα και ειδήσεις από την εγχώρια και την παγκόσμια σκηνή, να ψαχουλεύουμε την πλούσια ιστορία του είδους και ειδικότερα τις λιγότερο φωτισμένες πτυχές της, να μελετούμε τις θεωρητικές αναζητήσεις που διεξάγονται διεθνώς, να παρουσιάζουμε με κριτική διάθεση τις νέες εκδόσεις και τα σημαντικά γεγονότα, να μιλάμε με τους καλλιτέχνες και να τους δίνουμε βήμα για να κοινοποιήσουν τη δουλειά τους και τις απόψεις τους. Προσπαθούμε να στηρίξουμε όλες τις αξιόλογες προσπάθειες και γινόμαστε χορηγοί επικοινωνίας σε εκδηλώσεις, εκθέσεις και φεστιβάλ. Διοργανώνουμε συζητήσεις, ομιλίες και δίνουμε το «παρών» στα μεγάλα και τα μικρότερα γεγονότα, στα οποία φυσικά είναι παρόντες και παρούσες οι συνεργάτες μας πάντα σε επαφή με το κοινό και τους αναγνώστες. Θα θέλαμε να μπορούμε να κάνουμε περισσότερα, αλλά είμαστε περήφανοι για όσα έχουμε κάνει ώς τώρα. Το πρώτο τεύχος του Καρέ Καρέ κυκλοφόρησε στις Νησίδες στις 5.4.2014 Για τη σειρά «Η Μέρα της Κρίσης», η οποία κυκλοφόρησε σε έναν ενιαίο τόμο στα ιταλικά και ελπίζουμε σύντομα και στα ελληνικά, στην οποία 54 Έλληνες δημιουργοί φιλοτέχνησαν από μία σελίδα ο καθένας σε μια μοναδική ανθολογία-ακτινογραφία της Ελλάδας των μνημονίων, της επιτροπείας και της νεοναζιστικής αποχαλίνωσης. Για το Λεξικό της Κρίσης το οποίο ακόμα συνεχίζεται με την κυκλική εναλλαγή μιας τετράδας ξεχωριστών συνεργατών μας (Γιάννης Αντωνόπουλος, Περικλής Κουλιφέτης, Γαβριήλ Παγώνης, Θανάσης Πέτρου), οι οποίοι κάθε εβδομάδα φιλοτεχνούν ένα διαφορετικό λήμμα, συνθέτοντας ένα πρωτότυπο εικονογραφημένο οιονεί λεξικό. Για τα «πειραγμένα» παραμύθια πολιτικού τρόμου του Πάνου Ζάχαρη, την παρωδία ηθογραφίας μιας νεοελληνικής γειτονιάς του Δημήτρη Καμένου, το πολιτικώς «ανορθόδοξο» σαρκαστικό χιούμορ του Βαγγέλη Παπαβασιλείου, την πικρή ματιά του Λέανδρου για το αναπόφευκτο «Τέλος», τις λυτρωτικές συνεδρίες ψυχανάλυσης της Αλέξιας Οθωναίου. Για τα βραβεία των συνεργατών μας από την Ακαδημία, για τα αφιερώματα που έχουμε κάνει, για τα ειδικά μας τεύχη, για τις συνεντεύξεις μας, για τα κείμενα των Γιάννη Αντωνόπουλου, Γιάννη Ιατρού και Περικλή Κουλιφέτη. Είμαστε περήφανοι και για τους συνεργάτες μας τα προηγούμενα χρόνια, τον Γιάννη Καλαϊτζή που η συμβολή του ήταν καθοριστικής σημασίας κατά την έναρξη αυτού του ένθετου, τον Σπύρο Δερβενιώτη, τον Έκτορα, τον Κωστή Κυριακάκη, τον Τάσο Μαραγκό, τον Σταύρο Ντίλιο, τον Τόμεκ, τον Πέτρο Χριστούλια. Τα 10 πρώτα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Έχουμε πολλά να κάνουμε από εδώ και μπρος. ■ Σημείωση: Στα σημερινά κόμικς και κείμενα του Καρέ Καρέ κρύβονται αρκετά «δεκάρια». Μπορείτε να τα εντοπίσετε; Και το σχετικό link...
  20. Πριν από ακριβώς 25 χρόνια βγήκε στις αίθουσες η ταινία «Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» (Notting Hill), μια από τις πιο επιτυχημένες αισθηματικές κομεντί των τελευταίων δεκαετιών σε σκηνοθεσία του Ρότζερ Μίτσελ (1956-2021) στο χολιγουντιανό του ντεμπούτο. Με ένα εξαιρετικό καστ η ταινία αποτέλεσε εισπρακτικό θρίαμβο, ενώ απέσπασε τρεις υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και άλλες τρεις στα βραβεία BAFTA όπου και κατέκτησε το Βραβείο Κοινού. Σύμφωνα με το σενάριο, η διάσημη ηθοποιός και μοντέλο Άννα Σκοτ (Τζούλια Ρόμπερτς) επισκέπτεται το βιβλιοπωλείο του Γουίλ Θάκερ (Χιου Γκραντ) στο Νότινγκ Χιλ του Δυτικού Λονδίνου και ανάμεσά τους γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας ο οποίος, παρά τις παρεξηγήσεις και τις παλινωδίες που θα ακολουθήσουν, θα ολοκληρωθεί χρόνια αργότερα σε ένα υπέροχο happy end. Η ταινία είναι ιδιαίτερα προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια και χαρακτηρίζεται από τους απολαυστικούς της διαλόγους, τους θαυμάσιους δεύτερους ρόλους και κυρίως αυτόν του Σπάικ, συγκάτοικου του Γουίλ, τις σιωπές και την αμηχανία του Γουίλ σε κάθε του συνάντηση με την Άννα. Ανάμεσα στις λεπτομέρειες αυτές συγκαταλέγονται και τα ψευδώνυμα που επιλέγει η τελευταία από χαρακτήρες των κινουμένων σχεδίων ώστε να κλείνει ινκόγκνιτο δωμάτια σε ξενοδοχεία (κυρία Μπάμπι, κυρία Φλίντστοουν, κυρία Ποκαχόντας), μπερδεύοντας διαρκώς τον ερωτευμένο βιβλιοπώλη. Μια λεπτομέρεια ωστόσο λίγο μετά την πρώτη τους συνάντηση ξέφυγε από την προσοχή σκηνοθέτη και παραγωγών δημιουργώντας ένα αλλόκοτο goof. Το βιβλιοπωλείο του Γουίλ με όνομα The Travel Bookshop ειδικεύεται στα ταξιδιωτικά βιβλία, σε τουριστικούς οδηγούς και παρεμφερείς εκδόσεις. Όταν μάλιστα ένας ανεπιθύμητος πελάτης ζητά επίμονα βιβλία του Ντίκενς, του Τζον Γκρίσαμ ή τουλάχιστον, με τον Γουίνι τον Αρκούδο, παίρνει την αυστηρή απάντηση του Γουίλ: «Είμαστε ταξιδιωτικό βιβλιοπωλείο. Πουλάμε μόνο βιβλία για ταξίδια!». Γεγονός που δεν εμποδίζει όμως το βιβλίο του Roger Sabin με τίτλο «Comics, Comix and Graphic Novels – A History of Comic Art» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά ως «Κόμικς ή Κόμιξ; Η Ιστορία μιας σχεδόν τέχνης») να φιγουράρει σε ράφι-φιλέτο του βιβλιοπωλείου, προκαλώντας ένα απολαυστικό goof σε μια από τις πιο σημαντικές σκηνές της ταινίας. Και το σχετικό link...
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.