Κάποια στιγμή σταματήσαμε να συνειδητοποιούμε οτιδήποτε, σαν να ήμασταν αλλά δεν ήμασταν, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όλα άλλαζαν γύρο μας, μαζί κι εμείς. Μερικές στιγμές αργότερα, ή τουλάχιστον τόσο μας φάνηκε, δεν υπήρχε ούτε η αιθαλομίχλη, ούτε η λάσπη, ούτε ο πάγος. Τα μάτια μου μετά από λίγο προσαρμόστηκαν στις νέες αυτές συνθήκες μιας και το φως ήταν αρκετά δυνατό, το χέρι μου έπιασε κάτι σαν πέτρα, κοιτώντας είδα ότι όντος ήταν πέτρα, ήταν ένας πέτρινος τοίχος.
Σηκώθηκα γρήγορα και ξύπνησα και τους φίλους μου που ήταν ακόμα σε ημηλιπόθυμη κατάσταση. Το σίγουρο ήταν ότι ξεφύγαμε, το πώς και το που είμαστε δεν το γνωρίζαμε ακόμα. Η Σέρια και ο Έντγκαρ σηκώθηκαν, κανείς μας δεν γνώριζε την τύχη του Χόραν. Αφού σηκωθήκαμε όλοι επεξεργαστήκαμε τον χώρο γύρο μας, ήμασταν σε κάποιο σοκάκι κάποιας πόλης, βρόμαγε ξερατό και βρομόνερα, επίσης βρομάγαμε κι εμείς, μερικά λεπτά αργότερα πήραμε την απόφαση να βγούμε από το σοκάκι.
Ήταν μία τυπική πόλη με τους πλακόστρωτους δρόμους της, με τα πέτρινα και ξύλινα κτίρια, με τους περαστικούς να σε κοιτάνε περίεργα και άλλα τυπικά. Ρωτώντας μάθαμε ότι ήμασταν στο νησί του Τίντμπιτ, ένα εμπορικό νησί, κανείς μας δεν το ήξερε. Βρήκαμε ένα πανδοχείο να ξεπλυθούμε και να ξεκουραστούμε μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε στην συνέχεια.
Αφού ξεκουραστήκαμε το ρίξαμε στην κουβέντα, αποφασίσαμε να φύγουμε από το νησί και να επιστρέψουμε στην Τριγία μήπως μάθουμε νέα από τον Χόραν, όμως όπως είδη είπα ούτε σήμερα ήταν η μέρα που θα σαλπάραμε, μιας και ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός, κάποιος ή κάτι δεν ήθελε να φύγουμε ακόμα από εδώ, και μάλλον δεν βρεθήκαμε τυχαία σε αυτό το νησί, και δεν νομίζω να φύγουμε αν δεν ολοκληρωθεί το σχέδιο αυτού του κάποιου ή κάτι που μας έφερε εδώ.
Απέστρεψα το βλέμμα μου από τον Έντγκαρ και πήρα απόφαση να μιλήσω.
<<Λοιπόν τέρμα η αναμονή, καιρός να κάνουμε κάτι!>>
Και οι δύο φίλοι μου με κοίταξαν με απορία και περίμεναν από μένα να τους πω τι θα κάνουμε...
ΤΕΛΟΣ 1ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ