Μετάβαση στο περιεχόμενο

leonidio

Veterans
  • Περιεχόμενο

    3050
  • Εγγραφή

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Κερδισμένες ημέρες

    28

Όλα όσα δημοσιεύθηκαν από leonidio

  1. Εντυπωσιακά νέα Συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία Καλή αρχή και το περιμένουμε όλοι με μεγάλη ανυπομονησία
  2. Μπράβο, Γιάννη, συγχαρητήρια για τη βράβευσή σου. Άξιος ΜοΜ και σε περιμένουμε με αγωνία στα ενδότερα
  3. JP Ahonen: Αν αφαιρέσεις όλη τη φάση του σατανικού black metal, θα βρεις μια αγαπημένη οικογένεια στο Belzebubs Με αφορμή το νέο album Belzebubs(στα ελληνικά από την Jemma Press), για τα καθημερινά ευτράπελα μιας οικογένειας…blackmetal-άδων, αλλά και την παρουσία του στο φετινό AthensCon, το Smassing Culture βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με τον δημιουργό JP Ahonen για την οικογένεια, τα comics, ελληνικά, φιλανδικά και διεθνή αλλά και τι θα δούμε στο μέλλον… 1)Η ιδέα της μείξης του extreme black metal ήχου με τις χιουμουριστικές καταστάσεις μιας οικογένειας είναι αρκετά συναρπαστική και παράδοξη. Πως οδηγήθηκατε σε αυτή; Το Belzebubs ξεκίνησε περίπου σαν ατύχημα, καθώς έφτιαχνα αυτοσχέδια μικρά gags για το Inktober πριν λίγα χρόνια. Υπέφερα από burnout και κατάθλιψη εκείνη την περίοδο και χρησιμοποιούσα την πρόκληση του Inktober για να χαλαρώσω σαν καλλιτέχνης και συγγραφέας. Νομίζω ότι οι black metal χαρακτήρες προήλθαν από το graphic novel μου Sing No Evil (Perkeros,στα Φιλανδικά), που επίσης περιείχε μια metal μπάντα. Είχα διασκεδάσει πολύ σχεδιάζοντας αυτούς τους απλούς ασπρόμαυρους χαρακτήρες και το έκανα ένα χαλαρό θέμα για τον υπόλοιπο μήνα. Δεν κατάφερα να τελειώσω το Inktober ( νομίζω έκανα περίπου 20 σκίτσα ή κάτι τέτοιο) αλλά οι χαρακτήρες και το concept started συνέχισαν να με «ενοχλούν» και έτσι το σκέφτηκα λίγο παραπάνω την άνοιξη που ακολούθησε. Δεν είχα ξαναδοκιμάσει ποτέ webcomics, οπότε απλά σκέφτηκα να κρατήσω το Belzebubs σαν ένα διασκεδαστικό side project για αυτοθεραπεία, ξέρεις, και έτσι ξεκίνησα να δημοσιεύω κάποια επανασχεδιασμένα σκίτσα κάθε Παρασκευή. 2) Έχουμε ξαναδεί παρέα φίλων ως διάσημη black metal μπάντα πριν, αλλά όχι μια οικογένεια. Σαν δημιουργός, ποιες είναι οι δυναμικές που βλέπετε να δημιουργούνται στο έργο; Το concept υπήρχε από την αρχή. Μου άρεσε η αντίθεση του να βάζω αυτούς τους σκυθρωπούς τύπους σε εντελώς καθημερινές, βαρετές καταστάσεις και ακόμα διασκεδάζω πολύ με αυτές τις σκηνές. Τα comics μου πάντα είχαν έναν ισχυρό indie/slice-of-life τόνο και αυτό υποθέτω πως είναι κομμάτι του στυλ μου. Κοιτώντας πίσω όλα τα projects που έχω κάνει τα τελευταία 20 χρόνια, είναι εύκολο να εντοπίσω πως δημιουργήθηκε αυτό και φαίνεται παράξενο πως τελικά πήρε τόσο πολύ να εκδηλωθεί. Αφού ειπώθηκε αυτό, είμαι πολύ χαρούμενος που κάνω κάτι τέτοιο τώρα και όχι 15 χρόνια πριν 3)Τι αντιδράσεις περιμένεις από χώρες με μια πιο συντηρητική ή ακόμα και οπισθοδρομική άποψη πάνω στις οικογενειακές αξίες, όπως η Ελλάδα; Λοιπόν, αν αφαιρέσεις όλη τη φάση του σατανικού black metal , θα βρεις μια αγαπημένη οικογένεια στο Belzebubs, έτσι δεν είναι; 4) Ποιες είναι οι σκέψεις σου για την ελληνική black metal σκήνή? Δεν έχω πολλές γνώσεις για τις ελληνικές μπάντες, αλλά ακούω A Diadem of Dead Stars αρκετά συχνά τελευταία. Μου αρέσει αυτό που κάνουν 5) Και για την ελληνική σκηνή κόμικ; Ξέρω λίγους καλλιτέχνες, αλλά ανυπομονώ να βρω νέα πράγματα όταν έρθω για το AthensCon! Αυτό είναι και μέρος της γοητείας του να πηγαίνεις σε συνέδρια και φεστιβάλ στο εξωτερικό, βρίσκεις νέα στυλ, καλλιτέχνες και ιστορίες που δεν θα έβρισκες διαφορετικά. Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι αγαπώ την δουλειά του Kώστα Κυριακίδη, τον οποίο ξέρω από την ανθολογία Flight, πάνω στην οποία συνεργαστήκαμε. 6) Εσύ, σαν καλλιτέχνης, έχεις κάποια αγαπημένα (black) metal comics; Προσπαθώ να κρατώ το κεφάλι μου χαμηλά και να εστιάζω στα δικά μου πράγματα, έτσι δεν ψάχνω άλλους δημιουργούς που υπάρχουν στο είδος. Θυμάμαι να διαβάζω το πρώτο volume του Black Metal από τους Chuck BB & Rick Spears όταν είχε πρωτοβγεί, οπότε μάλλον πρέπει να το αναφέρω αυτό εδώ. Βασικά τώρα θυμήθηκα ότι πρέπει να τσεκάρω και τα υπόλοιπα volumes. 7) Στην διεθνή σκηνή comic ποιοι καλλιτέχνες σε έχουν επηρεάσει περισσότερο; Ω, υπάρχουν πάρα πολλοί! Θαυμάζω τους επίσης Flight artists Tony Cliff, Becky Cloonan, και Vera Brosgol, πολύ, για να αναφέρω μερικούς, . Και μετά υπάρχουν φυσικά οι Jeff Smith, Steve Purcell, Mike Mignola κτλπ. Από την φιλανδική σκηνή θα αναφέρω τους Tiitu Takalo, Ville Pirinen, Tommi Musturi, Anni Nykänen και Emmi Nieminen για παράδειγμα. Αλλά αφήνω απέξω πολλούς, η λίστα είναι τεράστια. . Επίσης να αναφέρω πως η μουσική έχει επηρεάσει πολύ την τέχνη και τον τρόπο σκέψης μου τόσο όσο το σχέδιο και τα comics (ίσως και ακόμα παραπάνω). 8) Τι επιφυλάσσει το μέλος για τους Βelzebubs; Άλλα project σε αναμονή? Λοιπόν, προς το παρόν προσπαθώ να συναρμολογήσω το επόμενο μουσικό βίντεο και το art work για το full-length album , οπότε, αν όλα πάνε καλά, θα τα δούμε και τα δύο από αρχές του χρόνου. Θα κάνω πολλές περιοδείες το 2019, καθώς το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε ΗΠΑ, Ιταλία και Νορβηγία. Πέρα από το Belzebubs, θα ασχοληθώ και με ένα άλλο strip, το οποίο δημοσιεύεται σε μια τοπική εφημερίδα στην Φιλανδία, το οποίο μάλιστα τρέχει 15 χρόνια τώρα, οπότε θα με κρατήσει αρκετά απασχολημένο. https://youtu.be/sxzb00dqNg4 Πηγή
  4. ΝΙΜΟΝΑ- Ο μύθος, οι μάχες και η ανατροπή του παραμυθιού «Η Νιμόνα είναι μια παρορμητική νεαρή shapeshifter με πάθος για την αχρειότητα. Ο Λόρδος Μπλακχαρτ Μπάλλιστερ είναι ένας κακός που έχει στήσει προσωπική βεντέτα. Μαζί, ως κακός και τσιράκι, η Νιμόνα και ο Μπάλλιστερ είναι έτοιμοι να κάνουν χαμό. Η αποστολή τους: Ο Σερ Αμβρόσιος Γκόλντενλοϊν και τα φιλαράκια του στο Ινστιτούτο Επιβολής Νόμου και Ηρωισμού που στην πραγματικότητα δεν είναι οι ήρωες που όλοι νομίζουν πως είναι. Έχθρες! Δράκοι! Επιστήμη! Συμβολισμός!» Αυτά γράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου που με έκαναν να αγοράσω το κόμικ χωρίς δεύτερη σκέψη. Και με αφορμή προηγούμενο άρθρο του Smassing Culture για την Νάνσι, είπα κι εγώ να γράψω για μια ιστορία μεσαιωνικής φαντασίας διαφορετική από όλες τις άλλες. Η συγγραφέας και εικονογράφος, Noelle Stevenson έχει εμπειρία από εφηβική λογοτεχνία. Όντας σχεδιάστρια του εξωφύλλου του Fangirl, της Rainbow Rowell, και μετά την ολοκλήρωση της σειράς διαδικτυακών κόμικ «Lumberjanes», που δημιουργεί μαζί με άλλες τέσσερις γυναίκες, κάνει το σόλο ντεμπούτο της με τη συγγραφή και την εικονογράφηση της Νιμόνα. Το εν λόγω graphic novel κυκλοφορεί σε μια περίοδο που έχουμε καταιγισμό έργων φαντασίας. Η nerd κουλτούρα, με ένα διάλειμμα 20 χρόνων, ξαναγίνεται mainstream και οι οποιεσδήποτε προσπάθειες για πρωτοτυπία στο είδος πέφτουν στα τετριμμένα. Παρά τον απλό τρόπο γραφής και σχεδίασης, η Νιμόνα ξεχωρίζει γιατί κάνει το εντελώς απρόβλεπτο. Η Stevenson, στηριζόμενη στην ανατροπή του προσδοκώμενου, αποδημεί κάθε πτυχή του κλασικού high fantasy genre, ισοπεδώνει τα κλισέ και μας παραδίδει την πιο meta αλλά και ταυτόχρονα αναζωογονητική ιστορία, την οποία αν δεν διαβάζαμε δεν θα ξέραμε πως τη χρειαζόμασταν. Η διάθεση της Stevenson να κάνει το άλμα στις ιστορίες φαντασίας είναι εμφανής ήδη από τα πρώτα κεφάλαια. Η πρωταγωνίστρια σκιτσογραφείται με καμπύλες, κοντή με κοντά κόκκινα μαλλιά εν μέρει ξυρισμένα και πίρσινγκ. Εμφανίζεται στο Λόρδο Μπάλλιστερ με σκοπό να γίνει το τσιράκι του και όταν αυτός διστάζει, η Νιμόνα μεταμορφώνεται σε καρχαρία με στήθος και τον μεταπείθει. Ο τρόπος που σχεδιάζει η συγγραφέας είναι ξεχωριστός και σίγουρα υπογραμμίζει το χιούμορ του βιβλίου και το μήνυμα που θέλει να περάσει. Ο Μπλακχαρτ δεν είναι απλά ο αρχέτυπος villain με τα μαύρα μαλλιά, το μυτερό μούσι και το τραγικό backstory προδοσίας από τον καλύτερό του φίλο. Η νέμεση του, ο Σερ Αμβρόσιος Γκόλντενλοϊν και η ξανθιά του χαίτη, όπως προδίδει και το όνομά του, αναμφίβολα αποτελούν μέρος φαντασιώσεων πολλών πριγκιπισσών στο βασίλειο. Εντούτοις, δεν είναι τα πάντα ξεκάθαρα εξαρχής. Ένα παράδοξο που απαντάται στην Νιμόνα είναι πως, σε αντίθεση με τα κοινότυπα βιβλία φαντασίας, οι χαρακτήρες προχωρούν την πλοκή. Για παράδειγμα, γρήγορα μαθαίνουμε πως ο Μπλάκχαρτ είναι ο καλός της ιστορίας και ο Αμβρόσιος ο κακός. Ο πρώτος υπακούει σε κανόνες για το πως να είναι κακός και όταν η Νιμόνα προτείνει άναρχη επίθεση, αμέσως απορρίπτει την πρότασή της. Η Stevenson υφαίνει την ιστορία της και σταδιακά αποκαλύπτει την αμφίβολη ηθική πυξίδα των τριών ηρώων της, κρατώντας μας σε αγωνία για την επόμενη κίνηση του καθενός, κάνοντας μας να προσπαθούμε να προβλέψουμε τη συνέχεια. Εμπλέκει περίτεχνα τον αναγνώστη στο εγχείρημά της να ανατρέψει το προσδοκώμενο, με αποτέλεσμα να μην ξέρει με ποια πλευρά να ταχθεί. Είναι άξιος συγχώρεσης ο Σερ Αμβρόσιος για τα λάθη του παρελθόντος; Μήπως είναι καιρός ο Λόρδος Μπλάκχαρτ να αφήσει το κυνικό του προσωπείο στην άκρη, να συμφιλιωθεί με τα περασμένα και να προχωρήσει στη ζωή του αντί να θέτει σε εφαρμογή περίτεχνα σχέδια εκδίκησης; Από που έρχεται η Νιμόνα; Ποια είναι τα κίνητρά της και πώς απέκτησε την ιδιότητα να μεταμορφώνεται κατά το δοκούν; Μήπως ο αυθορμητισμός της και η τάση της για λάθη που ριψοκινδυνεύουν την έκβαση του σχεδίου του Μπάλλιστερ είναι εσκεμμένος; Σε κάθε περίπτωση, η Νιμόνα δεν παύει να είναι μια κωμική ιστορία. Το πολυεπίπεδο της αφήγησης δεν αποσπά από το meta χιούμορ, αλλά αντιθέτως προσθέτει και κάνει εμφανέστερες εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις και τα βαθύτερα νοήματα της ιστορίας. Πρόκειται για άλλον έναν τρόπο με τον οποίο η εν λόγω νουβέλα είναι ανατρεπτική. Γρήγορα ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως θα χρειαστεί και δεύτερη ανάγνωση προκειμένου να εντοπίσει τα Easter eggs που εν αγνοία του παρέλειψε την πρώτη φορά. Επιπρόσθετα, ο κόσμος της Νιμόνα μοιάζει αρκετά με τον στερεότυπο μεσαιωνικό κόσμο όπως τον έχουμε συνηθίσει στο Dungeons and Dragons. Όλοι είναι ενδεδυμένοι όπως στους Σκοτεινούς Χρόνους, υπάρχει μαγεία, χρησιμοποιούν ξίφη και πηγαίνουν σε παζάρια. Ταυτόχρονα, παραγγέλνουν πίτσα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο ψυγείο τους και ενημερώνονται για τις εξελίξεις παρακολουθώντας το κανάλι των ειδήσεων και παίζουν Μονόπολη. Ο υβριδικός αυτός κόσμος που έπλασε η συγγραφέας, σε πρώτο πλάνο, αποτελεί κωμικό στοιχείο. Όσο πλησιάζουμε προς την κλιμάκωση της πλοκής και η ιστορία αποκτά ουσιαστικά σοβαρό ύφος, γίνεται εμφανής η παρουσία όπλων, πυρηνικών και πολιτικής προπαγάνδας. Βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα του βασιλείου βασισμένο στο στρατό, που σιωπάει τους πολίτες και περιορίζει τους κακούς στο ρόλο που πολλές φορές με τη βία τους έχει ανατεθεί. Είναι κατά κάποιο τρόπο, μέρος του σατανικού σχεδίου της ίδιας της Stevenson να μας παρασύρει σε μια φαινομενικά ανάλαφρη ιστορία με το ατίθασο κοριτσάκι, τον σαρκαστικό κακό και τον πανέμορφο ιππότη, ώστε εν τέλει να μας φέρει αντιμέτωπους με ένα παιχνίδι πιθανοτήτων, όπου ακόμα αμφιβάλλουμε για το επιθυμητό τέλος λόγω συναισθηματικής επένδυσης, με σκοπό να κάνει ένα σχολιασμό και να περάσει ένα μήνυμα μέσω του βιβλίου της. Είναι έξυπνο το κόλπο της στο τέλος πλέον της ιστορίας να παραλληλίσει το τέρας που απειλεί την πόλη με πραγματικές καταστροφές. Εν τέλει, η συγγραφέας δείχνει στοργή προς όσους ταυτίζονται με την Νιμόνα: αισιόδοξοι, αυθόρμητοι, ίσως λίγο εξαγριωμένοι στις κακές μέρες, σίγουρα πάντως οι ίδιοι υπεύθυνοι για το πεπρωμένο τους. Εν κατακλείδι, η Νιμόνα δεν αποτελεί απλώς ένα βιβλίο που θα κάνει δημιουργικό ένα μελαγχολικό απόγευμα. Πολύ περισσότερο, αναγεννά ένα είδος λογοτεχνίας στο οποίο, αν και είναι αρκετά παραγωγικό, δύσκολα βρίσκεις διαμάντια. Η πρωτοτυπία και ο ανατρεπτικός της χαρακτήρας σίγουρα ανέβασε τον πήχη για τα επόμενα βιβλία φαντασίας. Σίγουρα άμα είχαμε διαβάσει την ιστορία της κοκκινομάλλας αντιηρωίδας όντας παιδιά, η αντίληψη μας για τον κόσμο θα απείχε παρασάγγας από την τωρινή. Η ιστορία, όπως και η πρωταγωνίστρια, αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη πως τα φαινόμενα απατούν. Δεν θα έπρεπε να εκπλησσόμαστε όμως πως δεν πρόκειται για μια τυπική μεσαιωνική ιστορία δράσης. Πηγή
  5. Στη σκιά του παππού των comics-H κληρονομιά του Σταν Λι και η απόδραση από αυτή Είναι αρκετά δύσκολο να συλλάβει κανείς την κληρονομία του Σταν Λι, σε όλη της την έκταση και τις αντιφάσεις. Κυκλοφορεί ήδη μία σειρά από αξιόλογα (και μη) κείμενα που περιλαμβάνουν βιογραφικά στοιχεία καθώς και λίστα με τους δεκάδες χαρακτήρες που δημιούργησε. Αυτή είναι η πλευρά που κυριαρχεί χωρίς όμως να λείπουν και άλλες αναφορές. Έχουν γραφτεί αρκετά κείμενα που ορθότατα αναδεικνύουν την πιο σκοτεινή πλευρά του έργου του Σταν Λι, την υποτίμηση της συμβολής των συν-δημιουργών του στην ανάπτυξη και καθιέρωση του σύμπαντος της Marvel, υποτίμηση για την οποία ευθύνεται η ίδια η εταιρεία, τα ΜΜΕ αλλά και ως ένα βαθμό, ο ίδιος ο Σταν Λι. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια είχαν εμφανιστεί καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένων που φρόντιζαν τον 95χρονο Σταν Λι. Οι συγκεκριμένες καταγγελίες υποτιμήθηκαν εξαρχής, καθώς πολλοί επικαλέστηκαν την ηλικία του δημιουργού ως παράγοντα που τον αθωώνει. Η τάση εξιδανίκευσης του Σταν Λι προϋπήρχε του θανάτου του και πλέον φαίνεται να ενισχύεται σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείται ότι οποιοσδήποτε αναφέρει αυτά τα ζητήματα, προσβάλλει τη μνήμη του. Η ζωή και του έργο του αποτελούνται από μία σύνθεση όσων αναφέραμε –και πολλών ακόμα- και δεν ωφελεί σε τίποτα το να παραβλέπονται ορισμένες πλευρές προκειμένου να μη στραπατσαριστεί ο μύθος του. Ωστόσο, σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσουμε να επικεντρωθούμε στα στοιχεία εκείνα του έργου του που τον καθιστούν σημαντικό μέχρι σήμερα για τον κόσμο των κόμικ αλλά και ολόκληρη τη μαζική κουλτούρα. Γράφτηκε πολλές φορές αυτές τις εβδομάδες ότι το έργο του ήταν «αξεπέραστο». Χρειάζεται μία εξέταση παραπάνω αυτή η έκφραση. Αν αυτό σημαίνει ότι είναι ο «πατέρας του υπερ-ηρωικού κόμικ», όπως επίσης γράφτηκε, είναι σίγουρα λανθασμένο. Υποτιμά το έργο των πραγματικών πρωτοπόρων της δεκαετίας του ’30, τους δημιουργούς των Batman, Superman, Captain America, Namor και πολλών άλλων. Από την άλλη, αν κάποιος εννοεί ότι οι ιστορίες του είναι αξεπέραστες, επίσης είναι ανακριβής. Χωρίς να θέλουμε να τις υποτιμήσουμε, θεωρούμε κάπως δεδομένο ότι ήδη από τη δεκαετία του ’80, αν όχι νωρίτερα, τα σενάρια του Σταν Λι είχαν ξεπεραστεί από μία νέα γενιά δημιουργών που μεγαλούργησε με τους ήρωες του. Δεν είναι τυχαίο ότι στις εκατοντάδες λίστες που κυκλοφορούν με τις «καλύτερες ιστορίες του Spider-Man/ Iron Man/ των X-Men κλπ» σπάνια θα βρεθεί μέσα σε αυτές κάποιο σενάριο του Σταν Λι από τη δεκαετία του ’60. Συνήθως, αν τρυπώσει κάποιο, θα είναι το εξαιρετικό Spider-Man #33 ή το Galactus Trilogy (Fantastic Four, #48-50). Ωστόσο, οι ιστορίες που αντέχουν στο χρόνο και διαβάζονται μέχρι σήμερα, γίνονται ταινίες και συζητιούνται μεταξύ των φαν είναι αυτές των μεταγενέστερων δεκαετιών, οι οποίες συνδέθηκαν με μία ιδιαίτερη διαδικασία «ωρίμανσης» των υπερ-ηρωικών κόμικ. Ωστόσο, ο Σταν Λι άφησε παρακαταθήκη κάτι πολύ σημαντικότερο από κάποια δυνατά σενάρια καθώς καλλιέργησε τα βασικά αφηγηματικά μοτίβα που σφραγίζουν την πορεία των κόμικ -και όχι μόνο- μέχρι σήμερα. Δεν δημιούργησε απλά χαρακτήρες με κάποιες εντυπωσιακές δυνάμεις. Δεν είναι απλά ότι έκανε τους υπερ-ήρωες «ανθρώπινους», δηλαδή αδύναμους όχι απλά απέναντι σε κρυπτονίτες, αλλά απέναντι σε πραγματικές δυσκολίες με τις οποίες ταυτίστηκαν οι αναγνώστες του. Κατάφερε να δημιουργήσει κάποια ορισμένα πλαίσια ιστοριών που μέχρι σήμερα εμπνέουν νέους δημιουργούς να τα ανανεώνουν διαρκώς, διατηρώντας τις βασικές αρχές τους. Ίσως το πιο καλό παράδειγμα αυτού να είναι ο Spider-Man και ο κόσμος που στήθηκε γύρω του. Έφηβοι χαρακτήρες υπήρχαν στα κόμικ ήδη από τη δεκαετία του ’40 (Bucky, Robin). Όμως ο Σταν Λι έκανε έναν έφηβο πρωταγωνιστή και έβαλε, σχεδόν ισότιμα, ως αντιπάλους του τους διάφορους villain καθώς και τις δυσκολίες της ηλικίας αλλά και ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο των προαστίων της Νέας Υόρκης. Ο Peter Parker πρέπει να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της ζωής του υπερ-ήρωα, του μαθητή (που υφίσταται bullying, μεταξύ άλλων), του περιστασιακά εργαζόμενου. Το βασικό αξίωμα των περιπετειών του είναι ότι ποτέ δεν μπορεί να επιτύχει σε όλα, με αποτέλεσμα κάθε μικρή ή μεγάλη επιτυχία να συμβαδίζει με κάποιου είδους φιάσκο σε ένα άλλο πεδίο της ζωής του. Η αρχή αυτή διατηρήθηκε ακόμα και όταν ο πρωταγωνιστής μεγάλωσε, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο και έφτασε σήμερα να είναι ένας νεαρός εργαζόμενος που ψάχνει δουλειές στις εφημερίδες της Νέας Υόρκης (έκανε ένα μικρό διάλλειμα, όταν έζησε ως εκατομμυριούχος αλλά προσπαθούμε να το ξεχάσουμε…). Όμως οι βασικές αρχές της αφήγησης παραμένουν ίδιες και με έναν περίεργο τρόπο είναι επίκαιρες και το 2018, στο βαθμό που αντιστοιχούν στη ζωή μίας νεολαίας που είναι διαρκώς στο μεταίχμιο, δυσκολεύεται να οργανώσει τη ζωή της και νιώθει ότι κάθε μικρό βήμα μπροστά συνοδεύεται από μεγάλη προσπάθεια και θυσίες. Πέρα από τη δεδομένη πίεση της Marvel για εμπορικό ξεζούμισμα του Spider-Man, είναι αυτός ο πυρήνας της ιστορίας του που έχει οδηγήσει να βγουν περισσότερα από 800 τεύχη Amazing Spider-Man και συνολικά, αν αθροίσουμε τα διαφορετικά περιοδικά, κάποιες χιλιάδες τεύχη με παραλλαγές αυτού του μοτίβου. Η ύπαρξη ενός μαύρου Spider-Man,γυναικών διαφόρων ηλικιών που παίρνουν τον τίτλο Spider-Woman, με πιο επιτυχημένη την Spider-Gwen του 2015 πιστοποιεί τη δύναμη της αρχικής ιδέα του Σταν Λι. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και με διάφορους άλλους χαρακτήρες. Ο Daredevil αποτελεί το υπόδειγμα ενός χαρακτήρα στον οποίο η δύναμη και η αδυναμία είναι αξεδιάλυτα δεμένες και τον καθιστούν μία σύγχρονη τραγική φιγούρα. Έσπασε για πάντα το πρότυπο του υπεράνθρωπου με την αχίλλειο πτέρνα για να φτιάξει μία νέα μορφή ήρωα, η οποία ταιριάζει πολύ περισσότερο στις σύγχρονες μητροπόλεις. Από την άλλη, ο Tony Stark/Iron Man –που δημιουργήθηκε, αρχικά, ως προσπάθεια του Σταν Λι να «τσιγκλίσει» τους χίπις- μετατράπηκε σε μία κεντρική μορφή ενός ισχυρού προσώπου που συνδυάζει αλαζονεία, εξαιρετικές ικανότητες και μία διάθεση προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο που συμβαδίζει πάντα με τις ενοχές για κάποια άλλη πράξη του — στην περίπτωση του Iron Man με τις πωλήσεις όπλων. Είναι μια μορφή που αντιστοιχεί ταυτόχρονα στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και στις σύγχρονες συγκρούσεις στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ. Για αυτό το λόγο η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη το 2008 μετέφερε με μεγάλη ευκολία το origin story από το Βιετνάμ στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στο Αφγανιστάν στις αρχές του 21ου αιώνα, διατηρώντας την ίδια δομή ιστορίας και ανάπτυξης του χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ενώ ο ίδιος ο Σταν Λι δεν εξέφρασε ποτέ τη διάθεση να δημιουργήσει κόμικ με έντονο πολιτικό χαρακτήρα, έχτισε το βασικό πλαίσιο μεταφοράς κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων στην ποπ κουλτούρα. Με τους X-Men σχολίασε το κίνημα των μαύρων για τα πολιτικά δικαιώματα, τις διαφορετικές τάσεις τους όπως τις αντιλαμβανόταν ο ίδιος αλλά και τη στάση του κράτους απέναντί τους. Ουσιαστικά καθιέρωσε τον φιλελεύθερο τρόπο με τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι των δημιουργών της μαζικής κουλτούρας προσεγγίζουν φαινόμενα κοινωνικής ανισότητας, στηρίζοντας αιτήματα δικαιοσύνης, διατηρώντας, ταυτόχρονα, αποστάσεις από αυτό που θεωρούν ως πιο «εξτρεμιστιστικές» τάσεις του κάθε κινήματος. Ο Magneto, ο αντίπαλος των X-Men αποτελεί τον τρόπο του Σταν Λι να προειδοποιήσει για μορφές διαμαρτυρίας που θεωρεί ότι «χάνουν το δίκιο τους». Την ίδια στιγμή, τα Sentinel, τα ρομπότ που παράγει η στρατιωτική βιομηχανία με κρατική χρηματοδότηση για να κυνηγήσουν τους μεταλλαγμένους, αποτελούν ένα πιο ριζοσπαστικό σχόλιο στο πώς αντιμετωπίστηκαν κατασταλτικά οι αγώνες ενάντια στον ρατσισμό. Παρά τις διαφωνίες μας με τη μεσοβέζικη θέση του Σταν Λι που αδικεί, συγκεκριμένα, τους Μαύρους Πάνθηρες και, γενικότερα τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις μέσα στα κινήματα των 60s, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την τεράστια επίδραση που είχε η δημιουργία του. Οι X-Men αποτελούν μέχρι σήμερα σύμβολά ενάντια στο ρατσισμό, έχοντας ενσωματώσει, μέσα από μία εξέλιξη δεκαετιών, στοιχεία κριτικής στη γυναικεία καταπίεση και τείνουν να αποτελέσουν το γενικό παράδειγμα φανταστικών χαρακτήρων που αντιστέκονται σε κάθε μορφή διάκρισης. Τα βασικά μοτίβα τους έχουν εμπνεύσει μία σειρά από αντίστοιχα πολιτικά σχόλια μέσα στη μαζική κουλτούρα. Παρομοίως, ο χαρακτήρας του Hulk συνδυάζει ένα προσωπικό δράμα, μία ιδιαίτερα αντιφατική προσωπικότητα με την –όχι και τόσο έμμεση- κριτική σε ένα σύστημα μίντια, στρατού και πολιτικών στελεχών που αντιλαμβάνονται με εργαλειακό τρόπο τους ανθρώπους είτε ως χρήσιμα εξαρτήματα στα σχέδια τους, είτε ως αντιπάλους που πρέπει να αφανιστούν με κάθε τρόπο. Ο Hulk ενέπνευσε μία σειρά από ιστορίες για ανθρώπους που είναι πολύ περισσότερα από αυτό που δείχνουν αλλά και μία οξεία κοινωνική κριτική. Αποτελεί έναν αρχετυπικό ήρωα του 20ου αιώνα όπως και οι περισσότεροι από όσους επινόησε ο Σταν Λι. Υπό αυτή την έννοια, η κληρονομία που αφήνει είναι πολύ μεγαλύτερη και ευρύτερη και υπερβαίνει τον κόσμο των κόμικ ή των σύγχρονων δημοφιλών υπερ-ηρωικών ταινιών, σε κάθε μία από τις οποίες είχε τη δική του παρουσία, για λίγα δευτερόλεπτα κάθε φορά. Η σύγχρονη μυθοπλασία –και ειδικά η επιστημονική φαντασία- βρίσκονται σταθερά υπό τη σκιά του Σταν Λι και του έργου του. Νεότεροι δημιουργοί, χωρίς να έχουν ποτέ ασχοληθεί συστηματικά με τα κόμικ του, επηρεάζονται βαθύτατα από αυτά εξ αντανακλάσεως. Και αν καμία φορά δυσανασχετούμε με τη μετατροπή σε κλισέ τόσων, αρχικά ευρηματικών και γόνιμων, αφηγηματικών σχημάτων, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι δεν ευθύνεται ο Σταν Λι για αυτό. Θα χρειαστούν νέοι Σταν Λι και Κίρμπυ και Ντίτκο για να αναγεννηθεί η δημιουργικότητα και να χτίσει νέους κόσμους, εξίσου πλούσιους και πρωτότυπους με το σύμπαν της Marvel της δεκαετίας του ‘60 . Ίσως το σημαντικότερο όλων, όμως, να είναι ότι θα χρειαστεί μία νέα κοινωνική πραγματικότητα για ένα νέο άλμα στη συλλογική φαντασία μας. Πηγή
  6. Πρόσφυγες – Το επώδυνο οδοιπορικό απ’ την πλευρά των ξεριζωμένων Το προσφυγικό ζήτημα έχει γεννήσει τα τελευταία χρόνια διαφόρων ειδών συζητήσεις. Ακούμε για το προσφυγικό “πρόβλημα” ως “δημοσιονομικό ζήτημα”, ως “εθνικό κίνδυνο”, ως “απειλή” και πολλά άλλα και ακόμη χειρότερα. Από τη μία πλευρά της κοινωνικής διαμάχης για το προσφυγικό ζήτημα βρίσκονται οι ρατσιστές, οι οποίοι ζητούν περεταίρω ενίσχυση της Ευρώπης – φρούριο, αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ως “κίνδυνο για την ασφάλεια” και θέλουν να τους στείλουν “πίσω στις χώρες τους” (χωρίς να τους νοιάζει αν εκεί καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι με τον πόλεμο, τη φτώχεια και το θάνατο). Αυτές τις ακραίες φωνές επιδιώκουν να ικανοποιήσουν οι κυβερνήσειςτων κρατών – μελών της ΕΕ και γι’ αυτό θωρακίζουν τα σύνορα, δημιουργούν πολυδαίδαλες διαδικασίες που καθιστούν σχεδόν αδύνατο την απονομή ασύλου ακόμα και σε πρόσφυγες πολέμου, ενώ στοιβάζουν χιλιάδες εξασθενημένους ανθρώπους σε hotspots και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πρόκειται μάλιστα για τις ίδιες κυβερνήσεις των χωρών που έχουν δημιουργήσει τους πολέμους και την οικονομική καταστροφή των χωρών, απ’ τις οποίες ξεκινάνε τα προσφυγικά κύματα. Βέβαια, απ’ την άλλη πλευρά υπάρχει και ο κόσμος της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης σε όλη την Ευρώπη. Ο κόσμος που είχε άμεσα αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά αντανακλαστικά και έσπευσε να προσφέρει φαγητό, ρούχα, φάρμακα, ακόμα και στέγη στους κατατρεγμένους που έφταναν κατά χιλιάδες στη χώρα του. Εκείνοι που δεν άφησαν να πάρει κεφάλι στην κοινή γνώμη η μισανθρωπική ρητορεία των φασιστών και υποδέχθηκαν καλόκαρδα τους πρόσφυγες με ταξικό ένστικτο. Όμως, απ’ τις διαμάχες της κοινής γνώμης για το προσφυγικό ζήτημα, συνήθως απουσιάζουν τα ίδια τα υποκείμενα, δηλαδή οι πρόσφυγες, των οποίων σπάνια ακούγεται η γνώμη τους για το μέλλον τους. Άνθρωποι, οι οποίοι έχουν ξεριζωθεί απ’ τα σπίτια τους, έχουν χάσει φίλους και οικογένειες, έχουν ξεγελάσει τον ίδιο το θάνατο στο ταξίδι τους για την Ευρώπη, προκειμένου εδώ να βρουν μια καλύτερη ζωή, τελικά αντιμετωπίζονται ως αριθμοί κι όχι ως άνθρωποι με δικιά τους γνώμη και βούληση. Όμως, σε αντίθεση με τη δυτικοκεντρική ματιά με την οποία έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε την πραγματικότητα, το comic “Πρόσφυγες”, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Πατάκη, έχει γραφτεί για να μας μιλήσει με τη φωνή των ίδιων των υποκειμένων των προσφυγικών ροών. Οι Όουεν Κόλφερ και Άντριου Ντόνκιν διηγούνται στους “Πρόσφυγες” την ιστορία δύο αδερφών, του Ίμπο και του Κουάμι, οι οποίοι ξεκινούν απ’ τα βάθη της Αφρικής για το δύσκολο οδοιπορικό της προσφυγιάς προς την Ευρώπη. Για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον με αυτό θα χρειαστεί να υπερπηδήσουν πολλά εμπόδια, όπως είναι το να περάσουν παράνομα τα σύνορα γειτονικών τους χωρών, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί απ’ την αστυνομία, να δουλέψουν χωρίς χαρτιά, να διασχίσουν την έρημο Σαχάρα, αλλά και τα απειλητικά κύματα της Μεσογείου. Πρόκειται για μια πολύ συγκινητική ιστορία, η οποία εστιάζει στο οδοιπορικό των προσφύγων και στα τεράστια εμπόδια που πρέπει να περάσουν για να φτάσουν τελικά στην Ευρώπη, στην οποία πίστευαν ότι θα ζήσουν καλύτερα, αλλά τελικά τους αντιμετωπίζουν ως κίνδυνο και τους στοιβάζουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις σελίδες του comic θα έρθουμε αντιμέτωποι με τη φτώχεια που επικρατεί στις αναπτυσσόμενες χώρες, η οποία είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσής τους απ’ τη Δύση. Οι πρωταγωνιστές κατάγονται από ένα χωριό της Γκάνας, στο οποίο δεν έχουν ούτε τα απαραίτητα για να ζήσουν και το ταξίδι τους στην Ευρώπη μοιάζει να είναι η μόνη τους ελπίδα. Το χωριό είναι ερημικό. Παρατηρώντας το βλέπουμε μόνο καλύβες (αντί για σπίτια) και μερικές πρόχειρες κατασκευές, στις οποίες ζουν οι κάτοικοι ή πηγαίνουν σχολείο τα παιδιά τους. Απ’ αυτή την άσχημη πραγματικότητα θέλουν να ξεφύγουν οι Ίμπο και Κουάμι, οι οποίοι θέλουν να ξαναβρούν στην Ευρώπη την αδερφή τους, τη Σίσι, απ’ την οποία από τότε που έφυγε για το δικό της ταξίδι δεν έχουν λάβει νέα. Η εξαιρετική εικονογράφηση του Τζοβάννι Ριγκάνο μας ξεναγεί σε διαφορετικούς τόπους της Αφρικής, σε δρόμους, θάλασσες, αλλά και στα καταφύγια των φτωχών, μας γνωρίζει τον πολιτισμό μικρών χωριών, αλλά και μεγάλων πόλεων (όπως είναι η Τρίπολη), μας συστήνει με τους κατοίκους αυτών των περιοχών, με τους πρόσφυγες (και τα προσωπικά τους δράματα), αλλά και με τα κυκλώματα των λαθρέμπορων που πλουτίζουν εις βάρος ανθρώπινων ζωών. Ο Ριγκάνο σχεδιάζει στη φόρμα του ευρωπαϊκού comic και αποδεικνύει το ταλέντο του σε όλη τη ροή της ιστορίας, όπου καταφέρνει να εναλλάσσει παράλληλα με τον αφηγηματικό χρόνο και τα συναισθήματα του αναγνώστη. Έτσι απ’ τα πολύχρωμα καρέ των πιο ανέμελων χρόνων του Ίμπο, μέχρι την νεκρική ατμόσφαιρα που επικρατεί στα ανοιχτά της Μεσογείου, υπάρχουν κι άλλα ενδιάμεσα στάδια, στα οποία άλλοτε κυριαρχεί το δράμα, ενώ άλλοτε δημιουργούνται ακόμα και κάποιες κωμικές στιγμές. Συνολικά το comic “Πρόσφυγες” αποτελεί μια επίκαιρη comic ιστορία, στην οποία γνωρίζουμε το δράμα των προσφυγικών πληθυσμών με την αφήγηση σε α’ πρόσωπο. Το comic σίγουρα θα καταφέρει να προβληματίσει ακόμα και τους όχι ήδη κατασταλαγμένους για το προσφυγικό ζήτημα αναγνώστες, αφού μπορεί μεν η ιστορία των Ίμπο και Κουάμι να είναι φανταστική, όμως τα γεγονότα τα οποία εκτυλίσσονται στο comic είναι εμπνευσμένα από μαρτυρίες προσφύγων που επέζησαν απ’ το οδοιπορικό προς την Ευρώπη, οι οποίες είναι προϊόν έρευνας των συγγραφέων αλλά και ανθρώπων και οργανώσεων που δραστηριοποιούνται ενεργά στο προσφυγικό ζήτημα. Οι “Πρόσφυγες” είναι ένα comic κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού για όλες τις ηλικίες, αλλά και η δραματική ιστορία δύο αδερφών που αποφασίζουν να βάλουν πλώρη για ένα καλύτερο μέλλον. Πηγή
  7. Ο Συλλέκτης- Μια πολυπρισματική ιστορία για το υφαντό της οικογένειας Ένας φίλος, αναφερόμενος στο Αϊβαλί, είπε πως είναι δύσκολο να κρίνεις τον Soloup ως καλλιτέχνη, γιατί σε αυτόν καταφεύγουμε για να μάθουμε, ενθυμούμενος την μελέτη του ίδιου για τα ελληνικά comic. Διαβάζοντας τον Συλλέκτη (εκδόσεις Ίκαρος), κατάλαβα για άλλη μια φορά ότι η δήλωση αυτή περιείχε ένα μεγάλο ποσοστό αλήθειας, κυρίως γιατί ο Συλλέκτης είναι μια πολυπρισματική απεικόνιση 5 ιστοριών και ενός παραμυθιού, τα οποία όλα μαζί αφηγούνται μια ιστορία για την απώλεια της (κατά βάση πατρικής) αγάπης και το παλίμψηστο της οικογένειας σε μια χώρα η οποία βασίστηκε σε (και βασανίστηκε από) αυτή. Ο Soloup ως καλλιτέχνης δεν καταφεύγει σε νεωτερικές αφηγήσεις, ούτε κρίνει αυστηρά. Αντίθετα, δεν κρίνει καθόλου. Αντίθετα, όντας γνώστης της ελληνικής συνθήκης, μας δίνει μια πολύπλευρη ιστορία σε 6 κομμάτια για το γύρω, το πίσω, το μπροστά, τη βάση και το εποικοδόμημα της οικογένειας, χωρίς να μας δίνει και την λύση του παζλ που τίθεται στις σελίδες του κόμικ. Γνώριμα πρόσωπα της ελληνικής καθημερινότητας, αστικής και επαρχιακής, των ίδιων των παραμυθιών αλλά και των πολλαπλών μετά- αφηγήσεων αποτελούν τους πρωταγωνιστές των ιστοριών που συναντούμε στις σελίδες του Συλλέκτη. Όλοι παίζουν τον ρόλο τους και έναν ακόμα, πολύπλευροι πρωταγωνιστές και αφηγητές ταυτόχρονα. Μέσα από τις πράξεις αλλά και τις συζητήσεις τους ο Soloup βρίσκει την ευκαιρία να αναμείξει είδη εξιστόρησης και στυλ σχεδίου για να πει την ιστορία, τελικά, ενός πατέρα που τον χώρισαν από το παιδί του. Και, σε αντίθεση με άλλους χαρακτήρες του κόμικ, δεν τον χώρισε ο πόλεμος, ο θάνατος ή το παράπονο. Τον χώρισαν οι αποφάσεις των γύρω του, η δικαιοσύνη και οι συνθήκες που διαλύουν το δεσμό μεταξύ των οικογενειών, χωρίς να φροντίσουν να δημιουργήσουν κάτι ουσιαστικότερο, ή έστω ανεκτό, στη θέση τους. Γιατί πράγματι η ελληνική οικογένεια είναι υπεύθυνη για πολλά δεινά που αντιμετωπίζουμε στην ψυχολογική μας ζωή, ωστόσο είναι και ένα δίχτυ προστασίας απέναντι σε άλλα. Κόβοντας αυτό το δίχτυ απερίσκεπτα δεν απελευθερώνεται κανείς από τα πρώτα, αλλά πέφτει στα δόντια των δεύτερων. Και αυτά δεν είναι τα δόντια του (καλού τελικά, όπως του Αρκά) λύκου, αλλά ο πόνος του ψυχολογικού κενού, η μοναξιά, οι τύψεις, και η συνεχής απόπειρα να συμφιλιωθείς ή να αντιπαλέψεις μάταια μια φαντασιακή εικόνα χωρίς να γνωρίσεις τους ανθρώπους από πίσω της. Ο Συλλέκτης μας δίνεις ακριβώς αυτήν την εικόνα, πίσω από τις αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες του: του ανθρώπου πίσω από τον μύθο του Πατέρα, του πόνου πίσω από τον Μεγάλο Άλλο του Νόμου και της Τάξης που διαλύουν στα γρανάζια τους ακόμα και τα άτομα που υποτίθεται ότι προστατεύουν περισσότερο. Το αμάλγαμα της θεματικής αποδίδεται από τον Soloup με μια σειρά νοηματικών εργαλείων. Μεταπλάθει μύθους όπως η Κοκκινοσκουφίτσα, η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ακόμα και φιλοσοφικές ιστορίες, όπως το πλατωνικό σπήλαιο παραμυθικά. Ταυτόχρονα ο καλλιτέχνης ανοίγει και έναν έμμεσο διάλογο με την Δίκη του Κάφκα, με το πρόλογο και τον επίλογο του. Πράγματι, ο Διονύσης, όπως και ο Γιόζεφ Κ. παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες, αφού κατηγορούνται για κάτι που δεν ξέρουν και τελικά, κρίνονται από όλους ένοχοι, χωρίς να φταίνε. «Σαν το σκυλί, μες στην ντροπή» λέει ο μεγάλος συγγραφέας και, προσθέτει ο Soloup, «σαν συλλέκτης» στιγμών, απογοητεύσεων και μικρών, καθημερινών, αριθμητικών θανάτων. Ο ρυθμός του είναι καλά κρατημένος, αυστηρός και προσωπικός, με τον ακανόνιστο αριθμό των καρέ και τις μεγάλες ολοσέλιδες εμφάσεις ως τελείες στα σημεία που θέλει να κάνει μια παύση ο αφηγητής. Σε αυτές τις εναλλαγές καρέ πρέπει να προστεθεί και η ανακολουθία ασπρόμαυρου (ή καλύτερα γκριζοασπρόμαυρου) και έγχρωμου, αλλά και τεχνοτροπιών. Πίσω από φαινομενικά απλά σκίτσα, ο Soloup μας ταξιδεύει σε μια πολύ καλή και διακριτική επισκόπηση διάφορων σύγχρονων καλλιτεχνικών ρευμάτων που έχουν βρει μέσο έκφρασης στα κόμικ, όπως ο φωτορεαλισμός, αλλά και ρεύματα της παραδοσιακής ζωγραφικής, ο φοβισμός αλλά και ο κυβισμός. Μέσα από αυτά, πάντοτε εστιάζοντας στα πρόσωπα των ηρώων του, ο δημιουργός εντείνει την τάση ενδοσκόπησης του κόμικ μέσα σε ρεαλιστικές και καθημερινές συνθήκες. Ο Συλλέκτης του Soloup, με ένα θέμα δύσκολο και συχνά απορριπτέο από τον σημερινό δημόσιο διάλογο, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την οικογένεια και την θέση του πατέρα σε αυτή. Διαφορετικά από ότι έχουμε μάθει ή συνηθίσει, μας θυμίζει ότι μπορεί κάθε παραμύθι (Φαντασιακό) να χρειάζεται κακό (Συμβολικό), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτός ο κακός είναι πράγματι έτσι. Αυτό σίγουρα μπερδεύει τα πράγματα για πολλούς, αλλά τα παραμύθια τελικά εδώ χρησιμεύουν. Να κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη και, τελικά, πιο αληθινή. Πηγή
  8. Το Τρέξιμο: Το Μαρτύριο και η Ηδονή – Μια κόμικ δικαιολογία για να πάρετε τα βουνά Εάν το μοναδικό έργο που σας έρχεται στο μυαλό σχετικά με το τρέξιμο είναι το «Η Μοναξιά του Δρομέα Μεγάλων Αποστάσεων» (είτε στη μορφή διηγήματος από τον Alan Sillitoe, είτε ταινίας από τον Tony Richardson, είτε metal ύμνου από τους Iron Maiden) ετοιμαστείτε να προσθέσετε και το Τρέξιμο: Το Μαρτύριο και η Ηδονή, (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Braidfood) του δημοφιλούς και βραβευμένου με Eisner Ιnman Mathew (ίσως τον ξέρετε ως Oatmeal), ένα κόμικ όπου, με χιουμοριστικό τρόπο προσπαθεί να δικαιολογήσει την χαρά που νιώθουν κάποιοι με το βγαίνουν και να τρέχουν. Η αλήθεια είναι πως το τρέξιμο και, κατά επέκταση η εμπορική και εταιρικά καλλιεργημένη κουλτούρα γύρω από αυτό μπορεί να μην είναι ξένη στην media-κή και social media-κή μας καθημερινότητα, είναι όμως κάτι παράδοξο για τα ελληνικά δεδομένα, το οποίο αγγίζει τα όρια του οξύμωρου. Προς τι τελικά η όλη τρέλα για το τρέξιμο, προς τι οι μαραθώνιοι, η ήμιμαθαρώνιοι και τα δεκάδες events που μας πολιορκούν συχνά-πυκνά; Τι εξυπηρετούν πέρα από την αυταρέσκεια του καθενός και, τελικά, την δημιουργία κοινού για τα προϊόντα των αθλητικών εταιρειών; Ο Ιnman αποπειράται να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα με μια απόπειρα χιούμορ. Υποτιμά τις αντιρρήσεις, σαρκάζει τον εαυτό του και τον Χ’ δρομέα στον οποίο αναφέρεται, για να κερδίζει στην χαμηλωμένη αντίσταση του μη-δρομέα. Αναμετριέται με τα στερεότυπα, άλλοτε ξεπερνώντας τα άλλοτε αναπαράγοντας τα, ωστόσο μέσα σε αυτά καταφέρνει να περιγράψει έναν άνθρωπο που δεν μοιάζει σε αυτό που βλέπουμε στις διαφημίσεις ή στους δρομείς- πρόσωπα των εν λόγω events. Ο σχεδιαστής, με αυτή την ειλικρίνεια με την οποία μπορεί ένας απλός άνθρωπος να αγαπά ένα προϊόν, σαν γνήσιος nerd, αλλά του τρεξίματος, καταφέρνει και τελικά μας δίνει μια εικόνα καθημερινή και, όσο πιο κοντά μπορεί στην διαθλασμένη μας πραγματικότητα. Η μη γραμμικότητα, η αυτοαναφορικότητα και η αμεσότητα που αυτή κερδίζει είναι έντονα παρούσες στο κόμικ και είναι αυτές που κερδίζουν τον αναγνώστη, είτε πειστεί να πάρει τα βουνά, κυνηγώντας τις ενδορφίνες της άσκησης, είτε όχι. Αυτά ο δημιουργός όμως τα αποδίδει με ένα διεκπαιρεωτικό σχέδιο, το οποίο όμως το έχουμε συνηθίσει στα διάφορα listicles του Διαδικτύου και, κυρίως, στις παλαιότερες δουλειές του Oatmeal, ο οποίος έχει μακρά θητεία στο απαιτητικό μετερίζι του webcomic. Ωστόσο, όσο καλά και αν ανταποκρίνεται το στυλ αυτό στον πεινασμένο για relevance διαδικτυακό τρόπο προσέγγισης, στο γραπτό, στο οποίο ο αναγνώστης έχει όλη την άνεση να διαθέσει χρόνο για την πολυτέλεια της λεπτομέρειας, η λογική του webcomic κάποιες φορές δεν ευδοκιμεί. Το Τρέξιμο: Το Μαρτύριο και η Ηδονή, μπορεί να μην ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό που υπόσχεται και είναι ίσως αμφίβολο αν μπορούσε να το κάνει εξ αρχής. Ωστόσο, πλέον, στους κύκλους μας όλοι έχουμε έναν δρομέα ή και παραπάνω, ο οποίος ίσως καταφέρει το χρησιμοποιήσει σαν συμπλήρωμα του βιώματος του. Για αυτόν θα είναι ένα καλό δώρο, ενόψει μάλιστα και εορτών. Πηγή
  9. Νύχτες με Αέρα – Η ανατρεπτική ποίηση συναντά το πολιτικό comic Οι τέχνες συχνά συνομιλούν μεταξύ τους και συνήθως όταν το κάνουν αυτό μας προσφέρουν μαγευτικά αποτελέσματα. Η συχνότερη και πιο δημοφιλής επικοινωνία είναι αυτή μεταξύ της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Όμως και άλλες τέχνες, που βασίζονται στην εικόνα εμπνέονται συχνά απ’ τη λογοτεχνία. Από αυτές δεν θα μπορούσε να λείπει και η τέχνη των comics. Όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε και το ελληνικό comic (το οποίο βρίσκεται σε φάση ποιοτικής και ποσοτικής ανάπτυξης) να εμπνέεται από λογοτεχνικά κείμενα όλων των ειδών. Χαρακτηριστικότερη, ίσως, είναι η περίπτωση της comic μεταφοράς του Ερωτόκριτου απ’ τους Γούση, Παπαμάρκο και Ράγκο, αλλά και η comic απόδοση της Πάπισσας Ιωάννας, από τον Λευτέρη Παπαθανάση. Αλλά και πολλά ακόμα έργα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας έχουν εμπνεύσει τους έλληνες κομίστες τα τελευταία χρόνια, ενώ μια ενδιαφέρουσα απόδειξη του υπαρκτού ενδιαφέροντος για συνομιλία, από την πλευρά του ελληνικού comic, είναι η συχνή παρουσία ποιημάτων σε comic μεταφορά απ’ τον Μπλέ Κομήτη, ένα περιοδικό που φιλοδοξεί τον τελευταίο χρόνο μέσα από τις σελίδες του να αναδείξει το ταλέντο και τις τάσεις της ελληνικής comic σκηνής. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και το έργο του Κυριάκου Μαυρίδη, τον οποίο γνωρίσαμε πριν λίγα χρόνια, απ’ τις εκδόσεις ΚΨΜ, με τις comic μεταφορές ποιημάτων του Νίκου Καββαδία στο «Ο θάνατος του William George Allum». Συνεχίζοντας σε παρόμοιο ύφος ο Μαυρίδης στις «Νύχτες με Αέρα», πάλι απ’ τις εκδόσεις ΚΨΜ, εικονογραφεί 5 ποιήματα, τα οποία αναμετρώνται -με διαφορετικό τρόπο το καθένα- με εκφάνσεις του φασισμού. Ο Ναζίμ Χικμέτ και ο Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα είναι ανάμεσα στους ποιητές, που εμπνέουν τον Μαυρίδη και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο… Οι ιστορίες που εικονογραφεί ο Μαυρίδης ασχολούνται με θέματα όπως οι πρόσφυγες και ο ρατσισμός, ο ισπανικός εμφύλιος και η αντιφασιστική πάλη, αλλά και οι μετανάστες στη σύγχρονη εργασιακή καπιταλιστική εκμετάλλευση. Έτσι, στις ιστορίες του comic του αλληλοδιαπλέκονται ο ιστορικός προβληματισμός με την σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, καταδεικνύοντας τους υπαίτιους για την κατάσταση των πρωταγωνιστών, δείχνοντας ότι φταίνε από κοινού οι ρατσιστικές – αντιμεταναστευτικές πολιτικές, οι φασίστες και τελικά ο ίδιος ο καπιταλισμός. Με αυτό τον τρόπο το comic του Κυριάκου Μαυρίδη δεν μένει μόνο στον αντιφασισμό, αλλά μέσα στις σελίδες του ασκεί κριτική συνολικά στο καπιταλιστικό σύστημα που τον γεννά και τον θρέφει. Πέρα από τα ποιήματα, τα οποία αποτελούν το κέντρο των ιστοριών του comic, ο Μαυρίδης αναφέρει και τις άλλες πηγές απ’ τις οποίες εμπνεύστηκε, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν πολιτικά βιβλία, όπως ο «Έβδομος άνθρωπος» των Τζων Μπέργκερ και Τζην Μορ, που κυκλοφορεί στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Antifa Scripta και αφορά την εμπειρία της μετανάστευσης πριν το 1975. Μάλιστα, ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά δισέλιδα του comic προέρχεται από μια φωτογραφία του συγκεκριμένου βιβλίου, την οποία εικονογράφησε και η οποία παρουσιάζει μετανάστες σε αλυσίδες έτοιμους να παλέψουν για τα δικαιώματά τους. Η εικονογραφημένη αποτύπωση της ριζοσπαστικοποίησης των μεταναστών συνοδεύεται και από ένα δυνατό παράθεμα του βιβλίου των Μπέργκερ και Μορ σχετικό με την πολιτικοποίηση των μεταναστών – εργατών: «Στη ζωή του ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο -και πάντοτε αρνητικά- με το όλο σύστημα. Τα στάδια της σκέψης του διευρύνονται, ανάλογα γίνονται πολύ πιο πλατιά απ’ αυτά των θεωρητικών μέσα στο σύστημα. Έτσι, πολύ λίγοι μετανάστες, μια χούφτα ίσως, γίνονται επαναστάτες.» Το σχέδιο του Κυριάκου Μαυρίδη είναι ιδιαίτερο. Το comic του σε καμία περίπτωση δεν έχει τις καρτουνίστικες απεικονίσεις που συναντάμε συχνά στα δημοφιλή comic της μαζικής κουλτούρας. Αντίθετα, ο Μαυρίδης πειραματίζεται με διάφορες τεχνοτροπίες. Χαρακτηριστικότερη ιστορία για το επίπεδο του πειραματισμού του καλλιτέχνη είναι η εικονογράφηση του ποιήματος «Let us describe», στο οποίο συνδυάζει το comic με το κυβιστικό στυλ, δίνοντας ένα αρκετά πρωτότυπο αποτέλεσμα. Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, η εικονογράφηση του Μαυρίδη θα μας θυμίσει λιγότερο comic και περισσότερο μικρούς ζωγραφικούς πίνακες, εμπλουτισμένους με ποιητικούς στίχους. Τέλος, σημαντικό είναι ότι στην τελευταία σελίδα κάθε εικονογραφημένου ποιήματος βρίσκουμε τα σχόλια του σχεδιαστή, ο οποίος προσπαθεί να μας ξεναγήσει στο καλλιτεχνικό του εργαστήρι. Άλλες φορές μιλάει για τις πηγές απ’ τις οποίες εμπνεύστηκε την εικονογράφηση, ενώ άλλες φορές σχολιάζει το ποίημα που επέλεξε να εικονογραφήσει. Σε κάθε περίπτωση τα σχόλια του Μαυρίδη είναι ιδιαίτερα εύστοχα, προκειμένου να αναστοχαστούμε τις προηγούμενες σελίδες του comic και ίσως να ξαναγυρίσουμε σε αυτές και να τις ξαναδιαβάσουμε υπό το πρίσμα των όσων μας επισήμανε ο σχεδιαστής. Αυτή είναι άλλη μια ιδιαίτερη πινελιά σε ένα διαφορετικό comic, από αυτά που μας έχουν συνηθίσει εδώ και πολλά χρόνια οι εκδόσεις ΚΨΜ, δηλαδή τα comics με κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό. Πηγή
  10. Εγώ το βρήκα χτες σε περίπτερο του κέντρου. Ελπίζω σήμερα να κυκλοφορήσει σε ευρεία κλίμακα Το εξώφυλλο προστέθηκε στο πινακάκι της παρουσίασης.
  11. leonidio

    ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ [ IL CANDICO DI NATALE ]

    Οκτασέλιδη ιστορία σε σχέδιο και σενάριο Dino Battaglia. Δημοσιεύθηκε στο πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο, στο τεύχος 44 (Δεκέμβριος 1988), που πιθανώς να ήταν το τελευταίο τεύχος του περιοδικού. Η ιστορία είναι μια διασκευή της διάσημης ιστορίας του Ντίκενς, A Christmas Carol. Ο πρωτότυπος τίτλος πρέπει αν ήταν 'Il Cantico del Natale και πρέπει να δημοσιεύθηκε το 1978. Δεν γνωρίζω περισσότερες λεπτομέρειες, εάν κάποιος μάθει κάτι, ας το αναρτήσει εδώ. Η ιστορία δημοσιεύθηκε με μια μονοσέλιδη εισαγωγή αγνώστου συγγραφέα Μπορείτε να διαβάσετε την ιστορία μαζί με την εισαγωγή εδώ.
  12. leonidio

    ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ - Dino Battaglia

    Μια ιστορία του Dino Battaglia, εμπνευσμένη από το διάσημο διήγημα του Ντίκενς. Δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα στο τεύχος 44 του περιοδικού Το Τέταρτο. Από όσο μπόρεσα να εξακριβώσω, ο πρωτότυπος τίτλος ήταν 'Il Cantico del Natale' και δημοσιέυθηκε το 1978. Ευπρόσδεκτη κάθε άλλη πληροφορία Δύσκολο σκανάρισμα, εξαιτίας του μεγέθους και της παλαιότητας του περιοδικού. Ζητώ την κατανόησή σας Επιπλέον σκαναρίσματα του Battaglia, μπορείτε να βρείτε εδώ. Καλή ανάγνωση!
  13. leonidio

    ΣΧΕΔΙΑ

    Το εξώφυλλο του τεύχους 64 Το εξώφυλλο προστέθηκε στο πινακάκι της παρουσίασης. Οι γελοιογραφίες στο άλμπουμ
  14. Συνέντευξη του εκδότη Λευτέρη Σταυριανού στο περιοδικό δρόμου Σχεδία για το τεύχος 64 (Νοέμβριος 2018)
  15. leonidio

    ΜΙΚΥ ΜΑΟΥS

    Σπάω ένα μεγάλο σερί ανεβασμάτων του Dr. Paingiver και σας παρουσιάζω το #233 Το εξώφυλλο προστέθηκε στο πινακάκι στην παρουσίαση. Την Παρασκεύή 7/12, η Πυραμίδα του Μάουςμπριτζ
  16. leonidio

    ΚΟΜΙΞ

    Το εξώφυλλο του τεύχους 52 Το εξώφυλλο προστέθηκε στο πινακάκι της παρουσίασης. και η καταχώριση για το επόμενο, στις 27/12 ("Η κατάρα του Νοστραμουσουδαμου")
  17. Τα γλυκόπικρα graphic novels του Soloúp Ο κομίστας Αντώνης Νικολόπουλος διαστρεβλώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας για να μιλήσει για πιο «σοβαρά», υπαρξιακά θέματα Μετά το βραβευμένο «Αϊβαλί», ένα graphic novel που συζητήθηκε αρκετά πριν από τέσσερα χρόνια και έβαλε τον δημιουργό του σε νομικές περιπέτειες, ο Soloúp επέστρεψε με τον «Συλλέκτη», ένα γλυκόπικρο κόμικ για τη διάλυση ενός γάμου και τη γονική αποξένωση μέσα από τα μάτια εξωτερικών παρατηρητών. Συχνά, ο Αντώνης Νικολόπουλος, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, διαστρεβλώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας για να μιλήσει για πιο «σοβαρά», υπαρξιακά θέματα. Με εμπειρία χρόνων στη γελοιογραφία και ως σκιτσογράφος, ο Soloúp έχει περάσει απ' όλα τα στάδια όσων δημιουργών προσπαθούν να κάνουν κόμικς στην Ελλάδα. Ένα από τα κύρια έργα του, τα «Ελληνικά Κομικς», ήταν η πιο λεπτομερής έρευνα που έχει γίνει ποτέ για την εγχώρια σκηνή των κόμικς. Αυτό το διάστημα ετοιμάζει μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με πρωτότυπα σχέδια από τη νέα του δουλειά, εκτυπώσεις, μουσαμάδες, βίντεο και κατασκευές αλλά και πολλές παράλληλες δράσεις. Τα εγκαίνια είναι στις 23 Ιανουαρίου. — Είναι καλύτερο να υπογράφεις με ψευδώνυμο; Άρχισα να υπογράφω ως «Soloúp» το 1986, όταν ήμουν φοιτητής στο Πάντειο. Είχα την εντύπωση πως οι περισσότεροι σκιτσογράφοι χρησιμοποιούν κάποιο ψευδώνυμο κι έτσι έκανα κι εγώ. Πιθανότατα σε αυτή την απόφαση να βοήθησε και μια κοσμοφοβία που με τυραννούσε από τότε και νόμιζα πως έτσι θα απέφευγα την έκθεση. Τελικά, δεν γλίτωσα από την κοσμοφοβία μου και μου έμεινε και το Soloúp. — Πώς σκέφτηκες να γράψεις μια κοινωνική ιστορία; Όσο μεγαλώνεις, τις κοινωνικές ιστορίες και τα κοινωνικά θέματα μάλλον δεν τα ψάχνεις, έρχονται και σε βρίσκουν εκείνα. Έτσι συνέβη με το «Αϊβαλί» και τον «Συλλέκτη». Είναι πράγματα που με τη γελοιογραφία, τα χιουμοριστικά κόμικς ή τα στριπάκια δεν μπορείς να τα πεις, δεν μπορείς να τα αγγίξεις σε βάθος. Έτσι, λόγω της ανάγκης μου να μπορέσω να δώσω σχήμα σε αυτές τις ιστορίες, καταπιάστηκα με τη φόρμα των κόμικς που, σωστά ή λάθος, αποκαλούμε πλέον graphic novel. — Είναι αληθινοί οι ήρωες; Νομίζω πως η βάση των περισσότερων αφηγήσεων στην τέχνη, στα σενάρια του κινηματογράφου, για παράδειγμα, ή στη λογοτεχνία, το πρωταρχικό υλικό στο μυαλό των συγγραφέων είναι εικόνες της ζωής τους, είτε τις έζησαν οι ίδιοι είτε τις είδαν να συμβαίνουν γύρω τους. Αυτό το πρωτογενές υλικό που προέρχεται από την αληθινή ζωή και μετατρέπεται σε πηγή έμπνευσης υπάρχει ακόμα και σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας με εξωγήινους. Από την πραγματικότητα όμως μέχρι τους ήρωες μιας έντεχνης αφήγησης υπάρχει μια τεράστια διαδρομή φίλτρων, κοινωνικών επιρροών και υποκειμενικών διαθλάσεων που καταλήγουν σε έναν κόσμο αυθύπαρκτο, στο κλειστό σύμπαν ενός βιβλίου, ενός θεατρικού έργου ή μιας ταινίας. Στην περίπτωση του «Συλλέκτη», στην ιστορία του Διονύση και της Φωτεινούλας. Ο «Συλλέκτης» του Soloúp κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. — Πώς την εμπνεύστηκες; Στο παράδειγμα που σου ανέφερα με τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, αν παρατηρήσεις, ακόμα και οι εξωγήινοι έχουν ανθρώπινα πάθη. Ερωτεύονται, πεθαίνουν, νιώθουν ζήλια, μίσος, έχουν αδυναμίες. Οι συγγραφείς τους είναι πιθανότερο να εμπνεύστηκαν τέτοιες συμπεριφορές από έναν γείτονα ή τον κουρέα τους παρά από έναν αυθεντικό εξωγήινο. Θα έλεγα, λοιπόν, πως η βάση των περισσότερων περιστατικών σε ένα σενάριο ή κείμενο είναι πράγματα που οι συγγραφείς κάποια στιγμή τα είδαν να συμβαίνουν στη ζωή τους. Δεν νομίζω πως απασχολεί τον αναγνώστη τόσο το αν οι ήρωες του «Συλλέκτη» είναι πραγματικοί ή όχι όσο το ότι αυτό το βιβλίο θίγει ένα ζήτημα που βρίσκεται παντού γύρω μας και είναι πέρα για πέρα αληθινό. Τα περιστατικά γονικής αποξένωσης ανάμεσα σε γονείς και παιδιά μετά από ένα διαζύγιο είναι, δυστυχώς, χιλιάδες. — Πόσο αυτοαναφορικός είσαι στις δουλειές σου; Εξαρτάται. Την εποχή που σκίτσαρα για το περιοδικό «Βαβέλ», στις ιστορίες του Ανθρωπόλυκου και του Μήτσου Κυκλάμινου δηλαδή, θα βρεις αρκετά αυτοαναφορικά στοιχεία. Τα αστεία και οι γκάφες του Μήτσου ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοσαρκαστικά, δικές μου γκάφες. Στο πιο ώριμο «Αϊβαλί», από την άλλη, υπάρχουν κεφάλαια που είναι εντελώς αυτοβιογραφικά, με πραγματικά γεγονότα και στοιχεία, όπως οι αναφορές στους παππούδες και τις γιαγιάδες μου με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Στον «Συλλέκτη» πάλι, ως συγγραφέας βρίσκομαι στη θέση του παρατηρητή. Παρακολουθώ τον Διονύση και το περιβάλλον του. Όμως ας μην ξεχνάμε πως και ο παρατηρητής, ο κάθε παρατηρητής, από τη στιγμή που καταγράφει τις σκέψεις του, αποτυπώνει τις δικές του ιδέες, τη δική του αντίληψη για τα πράγματα. Κι αυτό έχει σε κάποιο βαθμό στοιχεία αυτοαναφορικότητας. — Γενικά, σου αρέσει ο συμβολισμός; Πόσο χρειάζεται σε τέτοιου είδους ιστορίες; Συνηθίζω να αναφέρομαι σε άλλα έργα. Σε άλλα κείμενα, μουσικές, πίνακες ζωγραφικής, σε ταινίες. Ζούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό ιδεών. Πολλά έργα, δικαίως ή αδίκως, έχουν ταυτιστεί με κάποιες ευρύτερες έννοιες. Έτσι, για παράδειγμα, η αναφορά σε ένα άλλο κείμενο, όπως συμβαίνει στον «Συλλέκτη» με τη «Δίκη» του Κάφκα, σε άλλες εικόνες, όπως αυτή του καπελά και του λαγού από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ή σε άλλες παραπομπές, όπως η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα, δίνουν άλλο βάθος πεδίου στην πρόσληψη από την πλευρά του αναγνώστη. Ανοίγουν παράλληλα παράθυρα εννοιών και σκέψεων. Όσο μεγαλώνεις, τι κοινωνικές ιστορίες και τα κοινωνικά θέματα μάλλον δεν τα ψάχνεις, έρχονται και σε βρίσκουν εκείνα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO — Υπάρχει ανάγκη για τέτοιες ιστορίες; Εννοείς ιστορίες για προβλήματα, όπως η γονική αποξένωση; Νομίζω πως οι πρώτες αντιδράσεις των αναγνωστών και ο τρόπος που έχουν αγκαλιάσει τον «Συλλέκτη» τα λέει όλα. Δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για μακρινές ιστορίες του παρελθόντος. Ζούμε στο παρόν, σε μια καθημερινότητα γεμάτη δύσκολα, «κρυφά» προβλήματα. Το να ρίχνουμε προβληματισμούς στον μύλο της σκέψης βοηθάει, πάνω απ' όλα, εμάς. — Γιατί διάλεξες το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας; Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι από τα πλέον γνωστά παραμύθια παγκοσμίως, με άπειρες διαφορετικές καταγραφές. Το παράξενο με τη συλλογή παραμυθιών των αδελφών Γκριμ είναι πως συναντάμε δύο παραλλαγές του παραμυθιού. Η πρώτη είναι η πλέον γνωστή και εικονογραφημένη. Η δεύτερη, όμως, αναφέρει πως η ίδια η Κοκκινοσκουφίτσα είναι εκείνη που σκότωσε τον κακό λύκο, πνίγοντάς τον στο πηγάδι. Ακριβώς αυτή ήταν, λοιπόν, που χρειαζόμουν αφηγηματικά κι έτσι το παραμύθι μετατράπηκε στο κλειδί που ξεκλειδώνει όλον τον «Συλλέκτη» και τις άλλες πέντε αφηγήσεις του βιβλίου. — Το βασικό θέμα του Συλλέκτη είναι η αποξένωση. Τι αποξενώνει τους ανθρώπους; Υπάρχουν άπειρες δικαιολογίες. «Φταις εσύ», «όχι φταις εσύ» και τα γνωστά. Εκείνο που συμβαίνει, όμως, στις ανθρώπινες σχέσεις και οδηγούνται στην αποξένωση ‒και μιλώ για ερωτικές σχέσεις, φιλίες, συγγενείς, γονείς και παιδιά‒ είναι από κάποια στιγμή κι έπειτα τον έναν δεν τον αφορά πια τι κάνει ο άλλος. Δεν τον ενδιαφέρει να προσπαθήσει να μπει στη θέση του. — Γιατί άφησες τόσο ανοιχτή την ερμηνεία του χωρισμού του ζευγαριού; Το ζητούμενο δεν είναι να αποδώσουμε ευθύνες στον έναν ή στον άλλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, άλλωστε, όλοι, λίγο-πολύ, είναι θύματα των καταστάσεων. Κυρίως τα παιδιά αλλά και οι γονείς, ειδικά αν δεν συνειδητοποιούν το πρόβλημά τους. Εδώ είναι που λέμε πως χρειάζονται και οι ψυχολόγοι, αλλιώς γινόμαστε έρμαια του θυμικού και των εγωισμών μας. Το ζητούμενο στο βιβλίο ήταν, λοιπόν, η αποτύπωση του πόνου και της βουβής βίας που υφίστανται οι άνθρωποι όταν βρεθούν σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις. Ένα κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο, όπως η απαρχαιωμένη σε τέτοια ζητήματα Δικαιοσύνη, που αδιαφορεί για τον ανθρώπινο πόνο. Δίκες που σέρνονται για χρόνια, στηρίζοντας παράλογα μόνο τη μία πλευρά και αδιαφορώντας για την ψυχολογική και συναισθηματική φθορά των αντιδίκων. Μια Δικαιοσύνη που, αντί να προσφέρει λύσεις, γίνεται μέρος του προβλήματος. Βάση των περισσότερων περιστατικών σε ένα σενάριο ή κείμενο είναι πράγματα που οι συγγραφείς κάποια στιγμή τα είδαν να συμβαίνουν στη ζωή τους. — Από τη γελοιογραφία μέχρι το graphic novel, ποιο είναι πιο δύσκολο είδος και ποιες οι διαφορές τους για έναν δημιουργό; Κάθε είδος υπηρετεί διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες. Στην πολιτική γελοιογραφία πρέπει να πεις κυριολεκτικά «χίλιες λέξεις σε μια εικόνα», δηλαδή περίπου όσο είναι το κείμενο σε μια σελίδα εφημερίδας. Πρέπει να αποτυπώσεις το ρεπορτάζ και την άποψη του συντάκτη με ελάχιστα έως καθόλου λόγια στα μπαλονάκια του σκίτσου. Από την άλλη, στο μέσο των κόμικς και στην επιμέρους φόρμα τους, στα graphic novels, έχεις να αναμετρηθείς με άλλα πράγματα, με το σενάριο και το ξεδίπλωμα της αφήγησης, με τους χαρακτήρες, τη σχεδιαστική απόδοση κ.λπ. Το καθένα έχει τις δυσκολίες και, φυσικά, τις χάρες του. Καταλαβαίνεις, βέβαια, πως ο όγκος της δουλειάς για ένα graphic novel είναι τεράστιος. Μπορεί να δουλεύεις ακόμα και χρόνια για να το ολοκληρώσεις. Αυτό από μόνο του έχει έναν επιπρόσθετο βαθμό δυσκολίας. — Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις κόμικς στην Ελλάδα; Το δύσκολο να ζήσεις από τα κόμικς στην Ελλάδα, όχι να τα κάνεις. Γι' αυτό έχουμε πάρα πολλούς εξαιρετικούς, αλλά φτωχούς δημιουργούς κόμικς που για να ζήσουν όλο και περισσότερο καταφεύγουν σε συνεργασίες με το εξωτερικό. Το να κάνεις σήμερα κόμικς στην Ελλάδα είναι ταυτόσημο με το να κάνεις κόμικς στον πλανήτη Γη. Είναι πλέον μια παγκόσμια επιμέρους κουλτούρα, με το δικό της φανατικό κοινό και τις δικές της αναφορές. — Διάβασα ότι είχες νομικά προβλήματα με το «Αϊβαλί». Τελικά, λύθηκαν; Ναι. Υπήρχε μια παρεξήγηση από την πλευρά των κληρονόμων του Φώτη Κόντογλου, ότι καπηλεύομαι το έργο του. Ήταν όμως εξαιρετικά έντονη η δημόσια αντίδραση, από αναγνώστες, καλλιτέχνες και πανεπιστημιακούς, μια και το ζήτημα αφορά στη βάση του τη χρήση της τέχνης μέσα στην τέχνη. Ταυτόχρονα, υπήρξε και η αμέριστη συμπαράσταση άλλων κληρονόμων συγγραφικών δικαιωμάτων. Τελικά, οι κατηγορίες κατέπεσαν και νομικά. Στη συνέχεια, βρεθήκαμε με τους κληρονόμους, δόθηκαν φιλικές εξηγήσεις και το θέμα έληξε. Νομίζω πως το έργο του μεγάλου δημιουργού Φώτη Κόντογλου είχε μόνο να κερδίσει από το «Αϊβαλί» παρά να χάσει. Στη βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης, για παράδειγμα, μετά την έκδοσή του από τον Κέδρο, τα βιβλία του Κόντογλου ήταν επί μήνες συνεχώς δανεισμένα. — Ποια θεωρείς την πιο απαιτητική δουλειά σου μέχρι σήμερα και για ποιον λόγο; Και ποια την καλύτερη; Όλες οι δουλειές ‒κι αυτό ισχύει για κάθε δημιουργό‒ είναι παιδεμένες, πονεμένες και ταυτόχρονα αγαπημένες. Καθεμιά είναι κομμάτι της προσωπικής του ζωής, των σκέψεων και όσων του συνέβησαν τα χρόνια που τις δούλευε. Η πιο «δύσκολη» δουλειά, λοιπόν, δεν ήταν ακριβώς κάποιο βιβλίο με κόμικς αλλά η επτάχρονη έρευνά μου για τα κόμικς. Μια απαιτητική έρευνα που κατέληξε επιτυχώς σε ένα διδακτορικό και σε ένα βιβλίο, «Τα ελληνικά κόμικς», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Καλύτερη είναι πάντα, και υποκειμενικά, η πιο πρόσφατη, ο «Συλλέκτης», στου οποίου τους ρυθμούς ζω πλέον, ένα τυπογραφικά εξαιρετικό βιβλίο που επιμελήθηκαν με ιδιαίτερη φροντίδα οι εκδόσεις Ίκαρος, και τις ευχαριστώ γι' αυτό. — Πιστεύεις ότι έχουν καλυτερέψει τα πράγματα τελευταία για τη σκηνή των κόμικς; Υπάρχει σκηνή; Φυσικά και υπάρχει. Περιορισμένη, με έναν φανατικό κύκλο αναγνωστών, που, όμως, ολοένα μεγαλώνει. Έχουμε εξαιρετικούς δημιουργούς και γίνονται πράγματα. Δεν νομίζω πως απασχολεί τον αναγνώστη τόσο το αν οι ήρωες του «Συλλέκτη» είναι πραγματικοί ή όχι όσο το ότι αυτό το βιβλίο θίγει ένα ζήτημα που βρίσκεται παντού γύρω μας και είναι πέρα για πέρα αληθινό. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO — Τι πιστεύεις ότι λείπει από τα ελληνικά κόμικς; Η εμπιστοσύνη στο ίδιο το μέσο και στις δυνατότητές του. Δεν είναι δυνατόν, όταν έχουμε στη διάθεσή μας ένα τόσο εκφραστικό μέσο, να αναζητούμε δεκανίκια σε λογοτεχνικά και άλλα κλασικά έργα. Τα κόμικς δεν μπορεί είναι δημοφιλή και αποδεκτά ως τέχνη μόνο μέσα από λογοτεχνικές διασκευές. Μπορούν να πατήσουν στα πόδια τους, να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητές τους και να κάνουν πραγματικά σπουδαία πράγματα. — Διαβάζεις γενικά; Σου άρεσε κάποιο βιβλίο τελευταία; Διαβάζω πολύ, όλα τα χρόνια. Είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που μου συμβαίνουν στη ζωή. Ένα από τα βιβλία που τελείωσα πρόσφατα ήταν και το «τούβλο» «4321» του αγαπημένου Πολ Όστερ. Όμως αυτό το διάστημα τρέχω σαν τρελός για την προετοιμασία της έκθεσης του «Συλλέκτη» στο Μουσείο Μπενάκη. Δεν μένει καιρός για διάβασμα. Ξεκλέβω, όμως, κάποια βράδια για κινηματογράφο ή θέατρο. — Υπάρχει κάποιος άνθρωπος ή καλλιτέχνης που σε έχει επηρεάσει βαθύτερα και γιατί; Απ' αυτούς που συνάντησα, ο Γιάννης Καλαϊτζής. Ο Γιάννης κατάφερε να ταιριάξει στη ζωή του τον εμπνευσμένο καλλιτέχνη με τον αυτοσαρκαστικό χιουμορίστα, τον ουσιαστικό δάσκαλο με τον ταπεινό άνθρωπο και τον συνειδητό φίλο. Το μάθημά του; Δεν είναι μόνο το τι κάνεις αλλά και το πώς το κάνεις και πώς το προσφέρεις. — Η τωρινή πολιτική κατάσταση πιστεύεις ότι δίνει τροφή στους γελοιογράφους; Η πολιτική και οι πολιτικοί πάντα έδιναν τροφή στους γελοιογράφους. Το κοινό όμως δεν το βλέπω πια τόσο χαλαρό και έτοιμο ν' αποδεχτεί τη σάτιρα και το πολιτικό χιούμορ. Υπάρχει ένας φανατισμός και μια προκατάληψη στους αναγνώστες, που νομίζω πως είναι μεγαλύτερη από άλλες περιόδους. Ίσως, βέβαια, συμβάλλουμε κάποιες φορές και οι σκιτσογράφοι σε αυτό, που γινόμαστε καθρέφτες αυτής της προκατάληψης. — Πιστεύεις στην ελπίδα; «Αν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο», που λέει και ο Ηράκλειτος. — Τι φοβάσαι περισσότερο; Θέλεις όλο τον κατάλογο; Αντ' αυτού, θα έλεγα πως χαίρομαι πολύ όταν μου προσφέρονται τυχαία κάποιες μικρές χαρές της ζωής. Το εξώφυλλο του «Συλλέκτη» Ο «Συλλέκτης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Η φωτογράφιση έγινε στο Half Νote jazz club, στις πρόβες του Soloúp, όπου σκιτσάρει ζωντανά με τους Jazztronica. Πηγή
  18. Και υπάρχει και παρουσίαση, για όσους θέλουν να πάρουν μια ιδέα από το πώς ήταν μέσα.
  19. Θυμάστε τον Τσάρλι Μπράουν, τον Σνούπι και την παρέα τους; Αν ζούσε, στις 26 Νοεμβρίου ο Τσαρλς Σουλτς, ο «πατέρας» του Σνούπι και της παρέας του, θα έκλεινε τα 96. Δεν θεωρούσε σπουδαία τα έργα του, μια έκθεση στο Λονδίνο όμως αποδεικνύει την τεράστια επίδραση που είχαν σε 75 τουλάχιστον χώρες επί δεκαετίες Στις 2 Οκτωβρίου 1950, σε μια εποχή που η χαρά για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε κορυφωθεί στις ΗΠΑ, η θλίψη δεν αναγνωριζόταν ως προσωπικό συναίσθημα και αν κάποιος δήλωνε δυστυχής θεωρείτο μάλλον αντικοινωνικός, ένας 27χρονος νεαρός καρτουνίστας από τη Μινεζότα, ονόματι Τσαρλς Σουλτς, παρουσίασε τα «Peanuts» του, ένα κόμικ με μια ομάδα παιδιών που έλεγαν απλά την αλήθεια: «Έχω βαθιά κατάθλιψη», λέει ο στρογγυλοπρόσωπος Τσάρλι Μπράουν στη Λούσι σε ένα από τα πρώτα κόμικ της σειράς, «Τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό;». Και το αυταρχικό κορίτσι τον συμβουλεύει: «Ξεκόλλα»… Τα «Peanuts» άρχισαν να δημοσιεύονται ταυτόχρονα σε εφτά εφημερίδες των ΗΠΑ μεταξύ των οποίων οι Washington Post, Chicago Tribune, Minneapolis Star Tribune και Seattle Times και σύντομα άρχισαν να κάνουν τον γύρο του κόσμου. Και η τελευταία δημιουργία του Σπάρκι, όπως ήταν το παρατσούκλι του Τσαρλς Μ. Σουλτς, θα εμφανιζόταν στις 13 Φεβρουαρίου 2000 μία ημέρα μετά τον θάνατό του. Ο Τσαρλς Σουλτς σκιτσάροντας τον Τσάρλι Μπράουν, την 1η Ιανουαρίου 1956 (Wikipedia / Roger Higgins) Ο Σνούπι και η παρέα του είναι μια από τις πιο δημοφιλείς και επιδραστικές σειρές στην ιστορία των κόμικς, και αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη που δημιουργήθηκε ποτέ με συνολικά 17.897 δημοσιευμένα καρέ, που στο μεταξύ τροφοδότησαν βιβλία, τηλεοπτικά σόου, θεατρικές παραστάσεις, ηχογραφήσεις σε δίσκους και ραδιοφωνικά σκετς – έγιναν ακόμη και ταινία. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα περιβόητα «Φιστίκια» είχαν μεταφραστεί σε 21 γλώσσες, δημοσιεύονταν σε περισσότερες από 2.600 εφημερίδες, και είχαν 355 εκατ. φανατικούς αναγνώστες σε 75 χώρες, αποφέροντας στον δημιουργό τους περισσότερα από 1 δισ. δολάρια. Τα «Peanuts» υπήρξαν σταθμός στην ιστορία των κόμικς καθώς έφεραν κάτι εντελώς καινούργιο στις σελίδες των εφημερίδων όπου παρουσιάζονταν σε συνέχειες. Μέχρι τότε -μιλάμε για τα μέσα του 20ου αιώνα- κυριαρχούσαν η δράση και η περιπέτεια, το βοντβίλ και το μελόδραμα, οι χοντροκομμένες φάρσες και τα γκαγκ. Ο Τσαρλς Σουλτς, όμως, τόλμησε να αξιοποιήσει τις προσωπικές του «παραξενιές» -ένα διαχρονικό αίσθημα αλλοτρίωσης, ανασφάλειας και κατωτερότητας- και να αποτυπώσει με το πενάκι του τα πραγματικά του συναισθήματα. Οι φιγούρες των Peanuts στήνονται για την έκθεση του Somerset House στο Λονδίνο Ανανέωσε το κόμικ με τη λιτή του γραφή και μια λεπτή αίσθηση του χιούμορ για θέματα ταμπού όπως η πίστη, η μισαλλοδοξία, η κατάθλιψη, η μοναξιά, η σκληρότητα και η απελπισία, γράφει ο βιογράφος του, Ντέιβιντ Μικαέλις σε ένα αφιέρωμα στον μεγάλο καρτουνίστα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Time. Οι χαρακτήρες του ήταν στοχαστικοί, μιλούσαν με απλότητα και δύναμη, έκαναν έξυπνες παρατηρήσεις σχετικά με τη λογοτεχνία, την τέχνη, την κλασική μουσική, τη θεολογία, την ιατρική, την ψυχιατρική, τον αθλητισμό και τους νόμους. Ο Σουλτς παρουσίασε την Αμερική με τον τρόπο που το κάνει και ο Χάκλμπερι Φιν, ο παιδικός ήρωας του Μαρκ Τουέν: οι Αμερικανοί πιστεύουν στη φιλία, την κοινότητα, τη δικαιοσύνη, αλλά αυτό που κυριαρχεί τελικά είναι η απομόνωση του καθενός, μια απομόνωση που έφτασε πολύ βαθιά, τόσο στην ψυχή του Σουλτς όσο και στους χαρακτήρες που παρουσίασε. Ο Τσάρλι Μπράουν ήταν κάτι νέο στην ιστορία του κόμικ: ένα πραγματικό πρόσωπο, με μια πραγματική ψυχή και πραγματικά προβλήματα, ένα πρόσωπο γνώριμο στον αναγνώστη, που μπορούσε να αναγνωρίσει τους φόβους του, και συμμεριζόταν την αίσθηση της κατωτερότητας και της απελπισίας που ένιωθε ο πιτσιρίκος με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο. Ο Σνούπι δεν μπαίνει ποτέ μέσα στο σπιτάκι του Όταν ο Τσάρλι Μπράουν ομολόγησε για πρώτη φορά, «δεν αισθάνομαι με τον τρόπο που θα πρέπει αισθάνομαι», μιλούσε για ανθρώπους στην Αμερική του Αϊζενχάουερ, ειδικά για μια γενιά φοιτητών με σκοτεινές ανησυχίες, την τελευταία γενιά που -όπως και ο Σουλτς- μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση και διάβαζε τα λεγόμενα του Τσάρλι Μπράουν ως υπαρξιακές δηλώσεις, σε μια εποχή που ο υπαρξισμός μόλις γεννιόταν. Για πρώτη φορά, χαρακτήρες σε κόμικ μίλησαν «με δύο διαφορετικά κλειδιά», όπως σημειώνει ο μυθιστοριογράφος και καθηγητής σημειολογίας Ουμπέρτο Εκο. Τα «Φιστίκια» συνομιλούσαν σε απλή γλώσσα αμφισβητώντας ταυτόχρονα το νόημα της ζωής. Εξέφραζαν γνήσιο πόνο και απώλεια, ακόμα και τον θυμό τους («Πόσο τον μισώ!» ήταν μια από τις πρώτες ατάκες) αλλά κρατώντας τα πάντα ζεστά και τρυφερά. Συνδυάζοντας τις ιδέες των ενηλίκων με έναν κόσμο μικρών παιδιών, ο Σουλτς μάς υπενθύμισε ότι αν και οι παιδικές πληγές παραμένουν ανοικτές, ως ενήλικες έχουμε τη δύναμη να θεραπεύσουμε τους εαυτούς μας με το χιούμορ. Αν μπορούμε να γελάμε με τον καθημερινό αγώνα μιας αστείας συμμορίας πιτσιρικιών και στα δικά τους βάσανα να αναγνωρίζουμε τους ενήλικες που έχουμε γίνει, μπορούμε ίσως να απελευθερωθούμε. Αυτή ακριβώς η μαγεία του «αλχημιστή» Σουλτς έκανε το έργο του παγκόσμια γνωστό. Ο Τσαρλς Σουλτς γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1922 στην Μινεάπολη της Μινεσότα, ήταν το μοναδικό παιδί του γερμανού Καρλ Σουλτς και της νορβηγίδας Ντένα Χάλβερσον. Του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει, συχνά μάλιστα ζωγράφιζε τον σκύλο του τον Σπάικ, που συνήθιζε να μασάει ασυνήθιστα πράγματα όπως ξυραφάκια, καρφίτσες και καρφιά. Μεγαλώνοντας έγινε ένας ντροπαλός και άτολμος έφηβος, ίσως γιατί ήταν ο μικρότερος στην τάξη του έχοντας κερδίσει δύο χρονιές. Καρέ από την έκθεση στο Somerset House του Λονδίνου Η απόρριψη των σχεδίων του κάποια χρονιά στο γυμνάσιο τον σημάδεψε. Το επεισόδιο μάλιστα έγινε γνωστό πολλά χρόνια αργότερα όταν σε κάποιο καρέ η Λούσι ζήτησε από τον Τσάρλι Μπράουν να υπογράψει το σκίτσο ενός αλόγου που της είχε ζωγραφίσει μόνο και μόνο για να του πει σαδιστικά ότι το έκανε για πλάκα. Εξήντα χρόνια αργότερα όμως στην κεντρική αίθουσα του σχολείου του, του Richards Gordon Elementary School, τοποθετήθηκε ένα άγαλμα του Σνούπι ύψους 1,5 μ. Ο Σουλτς ήταν 20 ετών όταν έχασε τη μητέρα του που υπέφερε πολύ καιρό από καρκίνο του εντέρου -ασθένεια από την οποία πέθανε και ο ίδιος σε ηλικία 77 ετών- και η απώλειά της τον επηρέασε βαθιά. Την ίδια εποχή, το 1943, κατετάγη στον στρατό και για δύο χρόνια υπηρέτησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Σνούπι αστροναύτης εκτίθεται στο Somerset House στο Λονδίνο Όταν επέστρεψε στη Μινεάπολη άρχισε να ασχολείται με τα κόμικ έως ότου κατάφερε να αμείβεται από τη δουλειά του. Οι χαρακτήρες των ηρώων του έχουν πολλά στοιχεία από τη δική του οικογένεια. Ο πατέρας του Τσάρλι Μπράουν είναι κουρέας και η μητέρα του νοικοκυρά όπως και οι γονείς του Σουλτς. Ο σκύλος που είχε όταν ήταν παιδί ήταν πόιντερ ενώ ο Σνούπι είναι μπιγκλ, παρόλα αυτά έχουν πολλές ομοιότητες όπως φαίνεται σε πολλές οικογενειακές φωτογραφίες. Και η μικρή κοκκινομάλλα με την οποία ο Τσάρλι Μπράουν ήταν τρελά ερωτευμένος αλλά δεν τόλμησε ποτέ να της εξομολογηθεί τον έρωτά του ήταν υπαρκτό πρόσωπο: ονομαζόταν Ντόνα Μέι Γουόλντ, έκαναν παρέα για πολλά χρόνια, μάλιστα το 1950 ο Σουλτς την ζήτησε σε γάμο, αλλά εκείνη αρνήθηκε και παντρεύτηκε έναν άλλο, σύμφωνα με την Washington Post. Ακόμη, ο Λίνους και ο Σέρμι είχαν τα ονόματα των φίλων του Λίνους Μάουερ και Σέρμαν Πλέπλερ, ενώ τον χαρακτήρα της Πέπερμιντ Πάτι εμπνεύστηκε από την Πατρίτσια Σουάνσον, εξαδέλφη του από την πλευρά της μητέρας του, που έτρωγε συνέχεια καραμέλες μέντας. Ο Τσάρλι Μπράουν άλλωστε ήταν ντροπαλός και αποτραβηγμένος όπως και ο δημιουργός του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι κατά κάποιον τρόπο άβαταρ του Τσαρλς Σουλτς. Τα πιτσιρίκια του Σουλτς δεν δίσταζαν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους Σύμφωνα με την δεύτερη σύζυγό του, τη Ζαν, ο ίδιος ο Σουλτς συνήθιζε να λέει ότι ήταν λίγο από όλους τους χαρακτήρες: «Ο Τσάρλι Μπράουν είναι η αδύναμη και ανασφαλής πλευρά μου. Η Λούσι είναι η εξυπνακίστικη πλευρά μου. Ο Λίνους είναι η πιο περίεργη και προσεκτική πλευρά μου. Και ο Σνούπι αυτό που θα ήθελα να είμαι, ατρόμητος, το επίκεντρο της παρέας, και με ένα φιλί να εξαφανίζω την κακή διάθεση της Λούσι». Πράγματι το alter ego του ήταν ξεκάθαρα ο Σνούπι, το μπιγκλ που δεν κοιμάται ποτέ μέσα στο σπιτάκι του αλλά ξαπλώνει ανάσκελα στη σκεπή και ονειρεύεται κοιτάζοντας τα αστέρια, που τρέμει στην ιδέα να πλησιάσει την τεράστια επιθετική γάτα του διπλανού σπιτιού, που βαριέται και για να διασκεδάσει την ανία του κάνει τα πάντα για να συμμετέχει στην παρέα των παιδιών, τσακώνεται με τον Λάινους (του κλέβει την κουβέρτα του) και χάνει πάντα, γίνεται σκυλί – ελικόπτερο με αυτιά έλικες αλλά την τελευταία στιγμή δεν τα καταφέρνει να βοηθήσει τα παιδιά, σκυλί-διασώστης, σκυλί-πιλότος που κάνει αεροπλανικά κόλπα, συγγραφέας που γράφει στη γραφομηχανή του καθισμένος στην σκεπή του σκυλόσπιτού του. Το μεγάλο του όπλο κατά της πλήξης είναι η απέραντη φαντασία του χάρη στην οποία μπαίνει σε απίθανους ρόλους, ονειρεύεται ότι μπορεί να γίνει τα πάντα, όπως άλλωστε ένα παιδί… Όλα αυτά βέβαια δεν τα θεωρούσε πολύ σοβαρά, «σχεδόν τίποτα» έλεγε για τα καρέ των «Φιστικιών» του. Μια έκθεση όμως που γίνεται αυτό τον καιρό στο Somerset House του Λονδίνου αποδεικνύει ότι η επιρροή τους προκάλεσε σεισμό, κοινωνικό και πολιτισμικό, καθώς τα πιτσιρίκια του Σουλτς δεν δίσταζαν να διατυπώνουν τόσο υπαρξιακά ερωτήματα όσο και συναισθηματικά προβλήματα, έγιναν cult μασκότ των στρατιωτών στο Βιετναμ, στην παρέα τους εμφανίστηκε ακόμη και ένας χαρακτήρας μαύρου, ενώ οι γυναίκες ήταν ισότιμες με τους άντρες. Και πάνω από όλα έβαζαν φυσικά τη φιλία. https://youtu.be/DMDGoE3ytX0?t=2 «Good Grief, Charlie Brown! Celebrating Snoopy and the Enduring Power of Peanuts» Somerset House, Strand, London, WC2R 1LA Διάρκεια: μέχρι 3 Μαρτίου 2019 Πηγή
  20. Αντί 600.000 δολαρίων πουλήθηκε σε δημοπρασία «ο Πολίτης Κέιν των κόμικς» Το «Master Race», το 8σελιδο πρωτοποριακό graphic novel του 1955, ανήκει πλέον στο βελγικό Ίδρυμα Boon για τις Αφηγηματικές Γραφικές Τέχνες Η τελευταία σελίδα του ιστορικού κόμικ. Η εικονογράφηση ανήκει στον σπουδαίο Bernie Krigstein. Το 8σέλιδο εικονογραφημένο διήγημα «Master Race» (Ανώτερη φυλή) που κυκλοφόρησε από την αμερικανική EC Comics το 1955 – ένα χρόνο πριν κλείσει ο ιστορικός αυτός εκδοτικός οίκος κόμικς – με θέμα την μεταπολεμική συνάντηση ενός Ναζί εγκληματία πολέμου με έναν επιζώντα από το Ολοκαύτωμα, τέθηκε σε δημοπρασία πριν λίγες μέρες από τον οίκο Heritage Auction. Όταν έληξε η διαδικασία είχε κατοχυρωθεί αντί του ποσού των 600.000 δολαρίων στο βελγικό Ίδρυμα Φιλίπ Μπουν (Boon) για τις Αφηγηματικές Γραφικές Τέχνες. Το πρωτοποριακό σε σύνθεση και αφήγηση graphic novel δημιουργήθηκε από τον εκδότη της EC Comics (που ειδικευόταν σε ιστορίες τρόμου, νουάρ και μεταφυσικής αγωνίας), William Gaines σε συνεργασία με τον κειμενογράφο Al Fedelstein. Η εξαιρετικής αισθητικής και αμεσότητας εικονογράφηση ανήκει στον σπουδαίο Bernie Krigstein. Η αφήγησή εστιάζει στα συμπτώματα όσων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διατηρεί όμως και τα «pulp» στοιχεία των κόμικς της EC. ο «Master Race», το οποίο κατά καιρούς έχει χαρακτηριστεί «ο Πολίτης Κέιν των κόμικς», εστιάζει την αφήγησή του στα μετέπειτα συμπτώματα όσων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διατηρώντας όμως και τα «pulp» στοιχεία των κόμικς της EC, καθώς και το χαρακτηριστικό «ανοιχτό», «αναπάντεχο» φινάλε. To Ίδρυμα Boon είναι «ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες πρωτότυπων έργων κόμικς στον κόσμο», σύμφωνα με τον αντιπρόεδρό του Ντάνιελ Σπίντλερ, ο οποίος δήλωσε επίσης ότι βρίσκεται υπό σχεδιασμό για λογαριασμό του Ιδρύματος ένας μεγάλος εκθεσιακός χώρος στο κέντρο των Βρυξελών, ο οποίος θα περιλαμβάνει επίσης video games και αίθουσα κινηματογραφικών προβολών: «Θα παρουσιάζουμε αποκλειστικά αυθεντικό υλικό διότι πιστεύουμε ότι το συναίσθημα είναι πολύ πιο ιδιαίτερο όταν βρίσκεσαι ενώπιον των ίδιων των πρωτότυπων έργων, αντί για κάποια αναπαραγωγή τους». Πηγή Δική μου σημείωση: μπορείτε να διαβάσετε online τις σελίδες του κόμικ εδώ
  21. Η ανθρώπινη διάσταση των υπερηρώων Η μοιραία στιγμή για τον Peter Parker - Spider-Man Συντάκτης: Γιάννης Κουκουλάς Σε ηλικία 95 ετών πέθανε πριν από λίγες μέρες ο εμπνευστής του αχανούς σύμπαντος των κόμικς της Marvel. Ολα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν εμφανίστηκαν δεκάδες νέοι χαρακτήρες με υπεράνθρωπες δυνάμεις, αλλά και με τονισμένη την ανθρώπινη διάσταση, με έμφαση στον ψυχισμό τους και τις αδυναμίες τους, τα λάθη και τα πάθη τους. Ηταν όλοι παιδιά τού Stan Lee Μετά τη δεκαετία 1929-1938 όπου οι σελίδες των αμερικανικών εφημερίδων, μεσούσης της οικονομικής κρίσης στα απόνερα του Μεγάλου Κραχ, κατακλύστηκαν από περιπετειώδη κόμικς και ήρωες κάθε τύπου, κατά κανόνα αρρενωπούς και γενναίους άντρες (μυστικούς πράκτορες, πιλότους, μποξέρ, τυχοδιώκτες, ταχυδακτυλουργούς, αστροναύτες κ.ά.), εμφανίστηκαν οι υπερήρωες. Ο Σούπερμαν δημιουργήθηκε το 1938, ο Μπάτμαν το 1939, η Γουόντερ Γούμαν το 1941. Ακολούθησαν ατέλειωτοι ακόμα χαρακτήρες που μιμήθηκαν τους πρωτοπόρους ένστολους και αυτόκλητους σωτήρες της ανθρωπότητας. Είτε ο εχθρός ήταν οι ναζί, είτε εξωγήινοι εισβολείς, είτε πάνοπλοι γκάγκστερ. Το υπερηρωικό είδος κυριάρχησε στα κόμικς τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, ενώ παράλληλα διαδόθηκαν σε υπερβολικό βαθμό τα comic books, οι αυτόνομες περιοδικές εκδόσεις που χειραφετήθηκαν από τους περιορισμούς των εφημερίδων. Ο Bruce Banner λίγο πριν γίνει Hul Τα περιοδικά με τις περιπέτειες των υπερηρώων κυκλοφορούσαν κατά εκατομμύρια και έμπαιναν σε κάθε αμερικανικό σπίτι δημιουργώντας μια νέα μαζική κουλτούρα. Ο μακαρθισμός όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ανέκοψε βίαια αυτή την ξέφρενη πορεία και οι λογοκριτικοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν στα κόμικς μέσω της Comics Code Authority υποχρέωσαν τις εταιρείες και τους δημιουργούς να επιλέγουν άνευρα θέματα, να ελαττώσουν τις σκηνές δράσης, να στραφούν στο φανταστικό στοιχείο και να αρκεστούν σε προσχηματικά σενάρια που συχνά κατέληγαν σε παρωδίες αφηγήσεων. Μέχρι που εμφανίστηκαν τα κόμικς του Stan Lee. Τον Νοέμβριο του 1961 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος των Fantastic Four συστήνοντας στο κοινό μια ομάδα παράξενων χαρακτήρων με ακόμα πιο παράξενα ονόματα: The Thing (Το Πράγμα), Mr. Fantastic (Κύριος Φανταστικός), Human Torch (Ανθρώπινος Πυρσός) και Invisible Girl (Αόρατο Κορίτσι). Ο Stan Lee υπέγραφε το σενάριο και ο Jack Kirby τα σχέδια. Ενα χρόνο αργότερα, στο «Amazing Fantasy» εμφανίστηκε ο Spider-Man (Ανθρωπος Αράχνη) σε συνεργασία του Lee με τον Steve Ditko και με τη συμβολή του Kirby. Στην ανθολογία «Tales to Astonish» την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε η πρώτη περιπέτεια του Ant-Man (Ανθρωπος Μυρμήγκι) σε σενάρια του Lee και σχέδια του Kirby. Το ίδιο δίδυμο υπέγραφε και την πρώτη ιστορία ενός γκρι τέρατος (που σύντομα, από μια εκτυπωτική αβλεψία, μεταμορφώθηκε σε πράσινο και παρέμεινε έτσι για πάντα) με το όνομα Hulk. Στο «Journey Into Mystery» παρουσιάστηκε ο Θορ, βασισμένος σε μια ιδέα του Lee, σενάριο του Larry Lieber και σχέδια του Kirby ενώ στο «Tales of Suspense» δημοσιεύτηκε η πρώτη ιστορία του Iron Man (Σιδερένιος Ανθρωπος) από τους Lee, Lieber και Don Heck. Στο «Strange Tales» εμφανίστηκε ο Dr. Strange (Δρ. Παράξενος) από τους Lee και Ditko, ενώ σε δικό του τίτλο παρουσιάστηκε ο Sgt. Fury (Λοχίας Φιούρι) των Lee και Kirby όπως και οι Avengers (Εκδικητές) από τους ίδιους δημιουργούς. Οι μεταλλαγμένοι X-Men ακολούθησαν το 1963, όπως και ο αναβιωμένος Captain America και λίγο αργότερα ο Silver Surfer (Ασημένιος Σέρφερ) και αμέτρητοι ακόμη υπερήρωες. Ηταν όμως όλοι τους εντελώς διαφορετικοί από όλους τους προηγούμενους. Οι χαρακτήρες του Stan Lee έγερναν πολύ προς την ανθρώπινη διάσταση, δεν ήταν οι συνήθεις αλτρουιστές, δίκαιοι, παντοδύναμοι, αποφασιστικοί και αλάνθαστοι ήρωες που πάνω τους μπορούσε να στηριχτεί η ανθρωπότητα. Υπέπιπταν σε λάθη και είχαν πάθη, η ζωή τους ήταν γεμάτη διλήμματα και αμφιβολίες. Μετάνιωναν για τις πράξεις τους, ένιωθαν φόβο, βίωναν απογοητεύσεις. Δεν θεωρούσαν ως δεδομένη την υπερηρωική τους ταυτότητα, έθεταν συνεχώς υπό διαπραγμάτευση, με τον εαυτό τους και τα μέλη της ομάδας τους, τη δράση τους. Κίνητρό τους δεν ήταν η αφοσίωση σε κάποιον ανιδιοτελή αγώνα, οι περισσότεροι κατέληξαν να είναι ήρωες κατά λάθος, από κάποιο ατύχημα, κάποιο αποτυχημένο πείραμα. Κάποιοι ντρέπονταν γι’ αυτό που ήταν. Κάποιοι κρύβονταν από τα μάτια των ανθρώπων. Ο Silver Surfer σε μία από τις πολλές υπαρξιακές του κρίσεις Οι Fantastic Four ήταν απλώς μια ομάδα αστροναυτών και ερευνητών. Απέκτησαν υπεράνθρωπες δυνάμεις μετά την έκθεσή τους σε επικίνδυνη κοσμική ακτινοβολία. Δεν το επιδίωκαν, απλώς έτυχε. Ενας από αυτούς, το Πράγμα, το πλήρωσε με τη μεταμόρφωσή του σε πέτρινο τέρας. Δεν το διασκέδαζε. Για καιρό παρακαλούσε να γίνει όπως ήταν πριν. Ο Spider-Man ήταν ένας έφηβος που τον κορόιδευαν όλοι. Κατά τη διάρκεια ενός πειράματος που παρακολουθούσε ως θεατής τον τσίμπησε μια ραδιενεργή αράχνη. Απέκτησε τη δύναμη να αναρριχάται σαν αράχνη. Η πρώτη του σκέψη δεν ήταν να θέσει τις δυνάμεις του στις υπηρεσίες της δοκιμαζόμενης ανθρωπότητας, αλλά να βγάλει λεφτά επιδεικνύοντας τον εαυτό του και φορώντας μια αστεία χειροποίητη στολή. Ο Θορ ήταν ένας κουτσός επιστήμονας που κατά λάθος ανακάλυψε το σφυρί του Σκανδιναβού θεού, την ίδια ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη μια εξωγήινη εισβολή. Από τους πιο άτυχους ήταν ο Hulk. Επιστήμονας και αυτός, σχεδίασε μια πανίσχυρη βόμβα αλλά δευτερόλεπτα πριν πραγματοποιηθεί η πρώτη δοκιμή της από τον αμερικανικό στρατό αντιλήφθηκε την παρουσία ενός νεαρού στο πεδίο βολής. Ετρεξε αμέσως να τον σώσει. Ο μεγάλος ανταγωνιστής του και πρώην συνεργάτης του βρήκε την ευκαιρία να πατήσει τότε το κουμπί, για να τον ξεκάνει. Η έκθεσή του στις ακτίνες γάμμα αντί να τον σκοτώσει άρχισε να τον μεταμορφώνει περιστασιακά και χωρίς προειδοποίηση σε ένα θηριώδες γκρι πλάσμα σε ακόμα μια μεταφορά του λογοτεχνικού ζεύγους Δόκτορ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ. Από τότε ο Hulk ακροβατεί ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση του και το πράσινο κτήνος με την τεράστια δύναμη. Πιο τραγική είναι η ιστορία των X-Men, μια μοναδική παραβολή για τη διαφορετικότητα και τον ρατσισμό. Μεταλλαγμένοι όλοι τους, αναγκάζονται ουσιαστικά να ζουν υπό την κηδεμονία του ανάπηρου καθηγητή Xavier που προσπαθεί να τους εκπαιδεύσει και να τους μάθει να χαλιναγωγούν και να ελέγχουν τις δυνάμεις τους. Ενας από αυτούς αποκαλείται The Beast (το Κτήνος), ενώ κανείς τους δεν είναι αποδεκτός από τους ανθρώπους, όσο κι αν αυτοί πασχίζουν να προστατέψουν τη Γη από τον αδίστακτο Magneto. Εξίσου τραγική φιγούρα και ο Silver Surfer, δυστυχισμένος και θλιμμένος, αναγκασμένος να περιφέρεται αέναα στο σύμπαν πάνω στην ασημένια σανίδα του μετά τη φαουστική συμφωνία του με τον «πλανητοκαταστροφέα» Galactus, για να σώσει τον δικό του πλανήτη. Ολες αυτές οι σεναριακές καινοτομίες και η επινόηση ενός υπερηρωικού σύμπαντος όπου δε βασιλεύει ο μανιχαϊσμός, αλλά τα πάντα απαιτούν δεύτερες σκέψεις και έχουν ένα βαθύτερο περιεχόμενο και νόημα ήταν έργο του Stan Lee. Τα υπερηρωικά κόμικς άλλαξαν για πάντα κατεύθυνση ή μάλλον απέκτησαν πολλές κατευθύνσεις. Επιτρέποντας στους δημιουργούς των επόμενων δεκαετιών να επεκτείνουν τους πειραματισμούς και εν τέλει να στρέψουν τη θεματολογία σε πιο ενήλικα ζητήματα με πιο έντονο κοινωνικό περιεχόμενο. Η δεύτερη επανάσταση ακολούθησε το 1986 από τους Alan Moore και Dave Gibbons με τους «Watchmen» και τον Frank Miller με τον «Σκοτεινό Ιππότη», που αποδόμησαν και επαναδόμησαν σε νέα θεμέλια το υπερηρωικό είδος. Ενα είδος που θα χρωστά για πάντα την επιβίωσή του και την ανεξάντλητη δυναμική του στον Stan -The Man- Lee. Πηγή
  22. Ο Σταν Λι και οι αντικομμουνιστικές καταβολές των ηρώων της Marvel Από τους Fantastic Four στο Spiderman, κι από τον Hulk στον Iron Man, o αντισοβιετισμός υπήρξε μια λιγότερο ή περισσότερο εμφανής σταθερά των ηρώων του άρτι εκλιπόντος συγγραφέα Κόμιξ και της εταιρείας στην οποία πρωταγωνίστησε. Xθες έγινε γνωστό ότι έφυγε από τη ζωή ο Σταν Λι, επίτιμος πρόεδρος της Marvel κι ένας από τους πιο θρυλικούς συγγραφείς κόμιξ του περασμένου αιώνα. Εμπνευστής ηρώων όπως ο Spider Man, οι Fantastic Four, οι X-Men, ο Hulk, ο Thor, οι Avengers και πολλών ακόμα, έβαλε τα θεμέλια για μια πραγματική αυτοκρατορία, που πλέον κινείται πολύ πέραν των κόμιξ, με ολόκληρες σειρές προϊόντων, αλλά κυρίως με τα κινηματογραφικά φραντσάιζ που σπάνε ταμεία σε όλο τον κόσμο. Παραδοσιακά υποστηρικτής και χρηματοδότης των Δημοκρατικών, ο Σταν Λι αρεσκόταν στο να περηφανεύεται πως ήταν ο πρώτος δημιουργός που από το 1963 εισήγαγε τους πρώτους Εβραίους, μαύρους και γκέι χαρακτήρες στα κόμιξ του. Υπάρχει όμως και μια όχι άγνωστη ακριβώς, αλλά σίγουρα λιγότερο προβεβλημένη πτυχή του έργου του, που αφορά τον μακαρθικού τύπου αντικομμουνισμό που πρόβαλλαν πολλοί ήρωες δικοί του, αλλά και συνολικά της «οικογένειας» της Marvel, συμμετέχοντας στην ψυχροπολεμική υστερία της εποχής. Ο αντικομμουνισμός της εταιρείας, δεν ήταν φυσικά προνόμιό της μέσα στο κλάδο, έγινε όμως με τρόπο σαφώς πιο συστηματικό και άμεσο σε σχέση με το βασικό ανταγωνιστή της, τη DC, συμβάλλοντας μάλιστα και στην οικονομική ανάκαμψη του τμήματος κόμιξ της εταιρείας, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Τα πρώτα βήματα προς τον ανοιχτό αντικομμουνισμό είχαν γίνει νωρίτερα μέσω της σειρά του Κάπταιν Αμέρικα, του γνωστότερου ως τότε ήρωα της εταιρείας, που όμως δεν ανήκε στον Σταν Λι, αλλά είχε δημιουργηθεί το 1941 από τους Joe Simon και Jack Kirby. Μέσα στο 1954 εμφανίστηκε ολόκληρη σειρά με τον τίτλο «Captain America, Commie Smasher», στην οποία ανήκουν τεύχη όπως «Αντεπίθεση στους Σοβιετικούς» και «Δείτε τον Κάπταιν Αμέρικα να αψηφά τις κομμουνιστικές ορδές». Ο Σταν Λι όμως ήταν εκείνος που επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στη δημιουργία ηρώων που στο ρεπερτόριό τους είχαν λιγότερο ή περισσότερο συχνά την καταπολέμηση «κακών» με άμεσες ή έμμεσες κομμουνιστικές αναφορές. Ο αντισοβιετισμός βρίσκεται κυριολεκτικά στο DNA των Fantastic Four, καθώς στο πρώτο τεύχος μαθαίνουμε ότι οι τέσσερις ήρωες απέκτησαν υπερφυσικές ικανότητες λόγω έκθεσης σε κοσμική ακτινοβολία σε δοκιμαστική πτήση πειραματικού πυραύλου. Σκοπός του πειράματος ήταν να νικήσουν την ΕΣΣΔ, ή όπως το λέει με αποφασιστικότητα η Σου Στορμ στον Μπεν Γκριμ που δεν θέλει να ρισκάρει την απογείωση: «Πρέπει να πάρουμε το ρίσκο… εκτός κι αν θέλουμε τα κομμούνια να μας νικήσουν!». H συγκυρία κατά την οποία εμφανίζεται το τεύχος δεν είναι τυχαία, αφού λίγους μήνες πριν οι Σοβιετικοί είχαν επιτύχει την εκτόξευση του Γιούρι Γκαγκάριν. Ο φόβος τεχνολογικής μειονεξίας που διακατείχε τους Αμερικανούς από την εποχή της επιτυχούς εκτόξευσης του Σπούτνικ το 1957, ήταν το κατάλληλο έδαφος για να εμφανιστεί μια ομάδα ηρώων που επιδίωκε να κατακτήσει το διάστημα σε έναν πύραυλο πολύ πιο εξελιγμένο τεχνολογικά από το Βοστόκ-1 των Σοβιετικών. H εμπορική επιτυχία των Fantastic Four έδωσε ώθηση στη δημιουργία ενός νέου υπερήρωα, με μια ξεχασμένη σήμερα αντισοβιετική διαδικασία γέννησης, του Απίθανου Χουλκ. Ο Χουλκ δημιουργείται όταν ο πυρηνικός επιστήμονας Μπρους Μπάνερ εκτίθεται στο ωστικό κύμα της «βόμβας γάμμα» που ο ίδιος δημιούργησε, προσπαθώντας να σώσει έναν έφηβο που μπήκε στο χώρο των πειραμάτων μετά από στοίχημα. Η ακτινοβολία διαπερνά το σώμα του, μεταμορφώνοντάς τον σε εξαγριωμένο θηρίο. Ο λόγος όμως για τον οποίο το πείραμα για τη βόμβα γάμμα δεν έπαυσε τη στιγμή που εξήλθε από το δωμάτιο ελέγχου ο Μπάνερ, είναι λόγω δολιοφθοράς του βοηθού του Μπάνερ, του σοβιετικού μυστικού πράκτορα με το πολύ διακριτικό όνομα Ιγκόρ. Ο τελευταίος βρισκόταν στην υπηρεσία του Γκαργκόιλ, κατά κόσμον Γιούρι Τοπόλοφ, που είχε μεταμορφωθεί κι εκείνος σε νάνο με τεράστιο κεφάλι και ξεχωριστή ευφυΐα μετά από ραδιενεργό πείραμα. Για την ιστορία, ο Γκαργκόιλ κατορθώνει να αιχμαλωτίσει τον Χουλκ και να τον φέρει στην ΕΣΣΔ, όπου όμως εκείνος επιστρέφει στην ανθρώπινη μορφή του ως Μπάνερ, κατορθώνοντας να γιατρέψει τον Τοπόλοφ από την παραμόρφωσή του και να τον μετατρέψει σε εχθρό της Σοβιετικής Ένωσης. Ακόμα και ήρωες με λιγότερο αντισοβιετικές ρίζες, όπως ο Σπάιντερμαν και ο Θορ, δεν γλιτώνουν την αναμέτρηση με τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ο άνθρωπος – αράχνη έχει μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει έναν σοβιετικό κατάσκοπο ονόματι Χαμαιλέοντα, ενώ η πρώτη του περιπέτεια είναι να σώσει Αμερικανό αστροναύτη του οποίου η κάψουλα σχεδόν διαλύεται λόγω λανθασμένου εγχειριδίου οδηγιών. Αλλά και ο Θορ αναδεικνύεται σε γενναίο μαχητή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς τον Οκτώβρη του 1962, εν μέσω της κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το τεύχος 87 παρουσιάζει τον Θορ ως «Αιχμάλωτο των Κόκκινων!», ενώ την ίδια περίπου εποχή οι Fantastic Four φτάνουν τελικά στο φεγγάρι, όπου έχουν να καταπολεμήσουν μεταξύ άλλων το «Κόκκινο Φάντασμα», δηλαδή έναν ακόμα Σοβιετικό πράκτορα. Το γνησιότερο ψυχροπολεμικό παιδί του Λι και της Marvel ωστόσο είναι ο Άιρον Μαν, που έκανε πρεμιέρα το 1962. Ο Τόνι Σταρκ όπως ήταν το κανονικό του όνομα, ήταν ένας δισεκατομμυριούχος κατασκευαστής όπλων, πραγματικό περιστέρι της ειρήνης δηλαδή. Η πρώτη του εφεύρεση είναι ένα τρανζίστορ που αυξάνει τη δύναμη των μαγνητών κατά χίλιες φορές, που θεωρεί ή τουλάχιστον ελπίζει πως θα βοηθήσει τις ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική τους επέμβαση στο Βιετνάμ. Αργότερα σε ταξίδι του στη νοτιανατολική Ασία, ο Σταρκ τραυματίζεται και αιχμαλωτίζεται από κομμουνιστές υπό τον Βονγκ-Τσου, έναν «Τύρρανο Κόκκινο Αντάρτη» που αποδίδεται ως αισχρή ρατσιστική καρικατούρα, με άμεση αναφορά στους Βιετκόνγκ. Ο Άιρον Μαν μετατρεπόταν ολοένα και περισσότερο σε αντικομμουνιστή σταυροφόρο, πολεμώντας κακούργους στην υπηρεσία της ΕΣΣΔ όπως τον Titanium Man και τον Crimson Dynamo, ενώ και η Μαύρη Χήρα, στις πρώτες της εμφανίσεις ήταν Σοβιετική κατάσκοπος. Ακόμα και ο Μανδαρίνος, βασικός εχθρός του Σταρκ, παρότι εθνικιστής Κινέζος άρα σε σύγκρουση με το καθεστώς της χώρας του, εντάσσεται απόλυτα στην ψυχροπολεμική αφήγηση του φόβου των ΗΠΑ για απώλεια της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας τους. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, κι όσο το αναγνωστικό κοινό της Marvel αποτελούνταν σε αυξανόμενο βαθμό από νεαρούς φοιτητές, πολλοί από τους οποίος αντιτίθενταν στον πόλεμο του Βιετνάμ και τη γενικότερη ψυχροπολεμική πολιτική, ο επιθετικός τόνος των κόμιξ της Marvel χαλάρωσαν, ενώ οι εχθροί που αντιμετώπιζαν οι ήρωες της ήταν είτε ναζί είτε απολίτικοι κακούργοι. Η αναθέρμανση του Ψυχρού Πολέμου στη δεκαετία του ’80 επί Ρήγκαν, όπως και οι εξελίξεις της περιόδου ’89-’91 σήμαναν μια βραχύβια αναβίωση του αντικομμουνιστικού μένους, κυρίως από «συνήθεις υπόπτους» όπως ο Άιρον Μαν και ο Κάπταιν Αμέρικα. Έκτοτε οι ήρωες της Μάρβελ βυθίστηκαν εκ νέου στη – φαινομενική – τουλάχιστον, αποπολιτικοποίηση, με το ψυχροπολεμικό αποτύπωμα να αποτελεί όμως αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας και της πολιτισμικής τους επίδρασης, που λανθάνει ακόμα και στις πιο αποστειρωμένες σύγχρονες εκδοχές τους Με πληροφορίες και φωτό από: av.club.com Πηγή
  23. Φυσικά. Για χτες υπήρχαν λόγοι και απολύτως απαγορευτικοί για ορισμένους. Η απορία μου είναι κυρίως για την προηγούμενη εκδήλωση και τελικά και για τις δύο ημέρες
  24. Για εμένα η χτεσινή συζήτηση ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα από την προηγούμενη και ειλικρινά δεν ήθελα να τελειώσει Ο κ. Χατζόπουλος ήταν εξαιρετικά φιλικός και επικοινωνιακός και απάντησε με μεγάλη ευχαρίστηση σε όλες τις ερωτήσεις / απορίες που είχαμε. Κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία τα κάλυψαν οι προηγούμενοι, αλλά το πιο ενδιαφέρον ήταν το ότι η συζήτηση περιστράφηκε γενικότερα γύρω από το χώρο των εκδόσεων στην Ελλάδα, αλλά και ειδικότερα γύρω από το πώς θα μπορούσαν να προωθηθούν οι εκδόσεις κόμικς στην χώρα μας. Αν κατάλαβα καλά, έχουν σκοπό να βγάλουν 6-7 εκδόσεις DC μέσα στο 2019 και καινούριες και κλασικές ιστορίες. Ενδιαφέρον στοιχείο ότι, όπως ανέφερε ο ίδιος, για τη δική του αισθητική οι σχεδιαστές της σχολής της Αργεντινής είναι οι κορυφαίοι. Σωστός! (και παρεμπιπτόντως, εφόσον ξέρεις τι ψάχνεις, είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσεις μαζί τους) Από τις καλύτερες και πιο εποικοδομητικές συζητήσεις που έχουν γίνει στη Λέσχη, από όσες έχω παρακολουθήσει. Απορώ για τη μικρή προσέλευση
  25. Η φαντασία και η γοητεία της υπερβολής έγραψαν Ιστορία Ο Σταν Λι (1922-2018) και στο φόντο η φιγούρα του Σπάιντερμαν, του διαχρονικού ήρωα που δημιούργησε το 1962 και κατέκτησε τον κόσμο των κόμικς. Ερωτήματα και αμφιβολίες. Αυτά προκαλούσαν οι ήρωες που γεννούσε η φαντασία του Αμερικανού συγγραφέα κόμικς Σταν Λι και έπαιρναν ζωή στις σελίδες των κόμικς της Marvel. Ποιος θα ήταν ο Σπάιντερμαν χωρίς τις προσωπικές του ενοχές; Είναι σίγουρα με τους καλούς ο Χουλκ; Πως γίνεται και ένας εγωπαθής εκατομμυριούχος που πουλούσε όπλα να βάζει τη στολή του Αϊρονμαν; Πόσο ψυχικά ασταθής είναι ο μοναχικός Γούλβεριν όταν δεν βρίσκεται ανάμεσα στους X-Men; Οι χαρακτήρες του Σταν Λι, που πέθανε την περασμένη Δευτέρα σε ηλικία 96 ετών, δεν είχαν μόνο κοστούμια και υπερδυνάμεις, αλλά ήταν γεμάτοι ψεγάδια. Υπέφεραν από κατάθλιψη, ήταν κοινωνικά απομονωμένοι, σκοτεινοί, εγωκεντρικοί, γεμάτοι αδυναμίες πίσω από τη μάσκα τους. Μαζί τους οι βεβαιότητες ήταν σαν το σώμα του Μίστερ Φαντάστικ: καμωμένες από λάστιχο. Γι’ αυτό όμως οι ήρωές του έγιναν διαχρονικοί. Ηταν φτιαγμένοι από ανθρώπινο υλικό. Οι ήρωες του σημάδεψαν τη βιομηχανία των κόμικς και διέσωσαν τον κόσμο του φανταστικού από την απαξίωση τη δεκαετία του ’60. Η αναβίωσή τους μέσα από τον κινηματογράφο και η μεγάλη τους αποδοχή απέφεραν εκατομμύρια δολάρια στα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ και καθιέρωσαν τον μεγάλο παραμυθά σε ένα ευρύτερο κοινό. Οι cameo εμφανίσεις του έγιναν μέρος της παράδοσης, ένα εσωτερικό αστείο, μεταξύ του Λι και των πιστών θαυμαστών του, μια δήλωση ότι είναι και αυτός εκεί. Ο Σταν Λι συνδέθηκε όσο κανένας άλλος με τη Marvel, την εταιρεία που καθιέρωσε στη συνείδηση των φαν και ήταν ο αιώνιος «αντίπαλος» απέναντι στην DC των Σούπερμαν και Μπάτμαν. Ο Σταν Μάρτιν Λίμπερ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε το 1922 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και με την οικογένειά του έζησε την οικονομική κρίση του 1930. Διάβαζε Σαίξπηρ, Αρθουρ Κόναν Ντόιλ και Μαρκ Τουέιν και έβλεπε τις ταινίες του Ερολ Φλιν. Πέρασε από διάφορες μικροδουλειές όταν τελείωσε το σχολείο στο Μπρονξ, μέχρι που μέσω ενός συγγενή του βρήκε μια δουλειά γραφείου στην Timely Publications του Μάρτιν Γκούντμαν, έναν εκδοτικό οίκο που έμπαινε στα κόμικς από τον χώρο των περιοδικών. Εκεί γνώρισε τον θρυλικό σχεδιαστή Τζακ Κίρμπι (1917-1994), ο οποίος, μαζί με τον Τζο Σάιμον, είχαν σχεδιάσει τον Κάπτεν Αμέρικα, που, λόγω του πολέμου, είχε γίνει μεγάλη επιτυχία στο νεανικό κοινό. Ο νεαρός τότε Λι άρχισε να βοηθάει αρχικά στο γράψιμο των ιστοριών, συμπληρώνοντας τα εύκολα κενά μεταξύ των διαλόγων, ενώ όταν το δίδυμο Κίρμπι - Σάιμον άλλαξε στρατόπεδο ο Σταν Λι έγινε ο αρχισυντάκτης των εκδόσεων. «Σχεδόν ό,τι έχω γράψει θα μπορούσα να το τελειώσω με την πρώτη προσπάθεια. Είμαι γρήγορος συγγραφέας, ίσως όχι ο καλύτερος αλλά ο γρηγορότερος», έλεγε σε συνεντεύξεις του. Το πρόβλημα στον χώρο ήρθε το 1954 με καμπάνια κατά της «ανηθικότητας» των κόμικς. Η Αμερική ανησυχούσε για τα πιθανά ομοφυλοφιλικά συναισθήματα που μπορεί να προκαλούσε στους νέους το «ζευγάρι» των Μπάτμαν και Ρόμπιν. Η βιομηχανία συμμορφώθηκε με τη δημιουργία της Comic Code Authority, μιας μορφής αυτολογοκρισίας, που όμως έκανε τα κόμικς βαρετά και τους ήρωες «χάρτινους», κρατώντας τους μακριά από τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Τότε ο 30χρονος Λι είχε μία από εκείνες τις καθοριστικές στιγμές για τη ζωή ενός ανθρώπου. Κουρασμένος από την ανακύκλωση παρόμοιων ιστοριών, θεώρησε ότι ήταν η ώρα να φύγει από τον χώρο. Η σύζυγός του Τζόαν Μπούκοκ, που πέθανε το 2017, του πρότεινε πριν παραιτηθεί να γράψει μια ιστορία όπως θα την ήθελε ο ίδιος. Η εταιρεία του Γκούντμαν, η σημερινή Marvel, είχε μόλις εκδώσει τις ιστορίες του Φλας. Συμφώνησε όμως να φέρει και εκείνος νέους υπερήρωες για μια τελευταία φορά. Ηταν όμως μόνον η αρχή. Το 1961 ο Σταν Λι με τον Τζακ Κίρμπι, που είχε στο μεταξύ επιστρέψει, δημιούργησαν τους «Τέσσερις Φανταστικούς»: την πρώτη ομάδα υπερηρώων με οικογενειακούς δεσμούς, χωρίς μυστικές ταυτότητες, με εσωτερικές κόντρες και το «Πράγμα», τον παντοδύναμο χαρακτήρα με το πορτοκαλί σώμα αλλά και καταδικασμένο να υποφέρει από τις υπερδυνάμεις του. Και οι τέσσερις αποδείχθηκαν υπέροχοι και μεγάλη επιτυχία. Το 1962 ένας νεαρός ντροπαλός έφηβος, θύμα μπούλινγκ θα λέγαμε σήμερα, που δεν τον πρόσεχε το κορίτσι που λάτρευε, τσιμπιέται από μια μεταλλαγμένη αράχνη και ο Πίτερ Πάρκερ γίνεται ο Σπάιντερμαν. Το απόλυτο χιτ της Marvel που έγινε ταινία και μιούζικαλ δημιουργήθηκε από τον Σταν Λι και τον εικονογράφο Στιβ Ντίτκο (1927-2018), ο οποίος δεν μνημονεύεται συχνά. Ο Σπάιντερμαν είχε χιούμορ, ο Σίλβερ Σέρφερ φιλοσοφούσε για το κλίμα και την οικολογία στον πλανήτη Γη, ο Αϊρονμαν ήταν κατά καιρούς αγενής, ο Δόκτωρ Ξαβιέ συχνά σαρκαστικός, το «Πράγμα» μιλούσε τη γλώσσα του εργατικού κόσμου. Ο Σταν Λι ήταν στο στοιχείο του. Για πολλά χρόνια, ωστόσο, ο Λι τροφοδοτούσε την προσωπική του φήμη αλλά παραγνώριζε ή απέρριπτε τη συμβολή των εικονογράφων και άλλων καλλιτεχνών στη δημιουργία των διάσημων ηρώων του. Ο Ντίτκο έφυγε από τη Μάρβελ το 1966 και ακολούθησε ο Κίρμπι το 1969, στον οποίο δεν αναγνωρίστηκαν δικαιώματα στους χαρακτήρες που συνδημιούργησε με τον Σταν Λι κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μόλις το 2014 η Marvel και οι κληρονόμοι του Τζακ Κίρμπι κατέληξαν σε ένα νομικό συμβιβασμό για τα δικαιώματα από τις κινηματογραφικές παραγωγές. Το 1990 ο Λι έγινε επίτιμος πρόεδρος της Marvel και μετά ακολούθησε μια δική του πορεία ιδρύοντας τη Stan Lee Media (που χρεοκόπησε) και το 2001 την POW! Entertainment. Πάντως χρήματα από τις ταινίες της Marvel δεν είδε πριν από το 2005, όταν κέρδισε έναν δικαστικό συμβιβασμό με την εταιρεία αξίας 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του ήρθαν στη δημοσιότητα μαρτυρίες που περιέγραφαν διαμάχες μεταξύ του ιδίου, της κόρης του Τζέι Σι Λι και ανθρώπων του περιβάλλοντός του αναφορικά με τα περιουσιακά του στοιχεία. Η κόρη του δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ότι ο πατέρας της ετοίμαζε ένα νέο υπερήρωα, τον Dirt Man, που θα έκανε τη βρώμικη δουλειά. Ο,τι πρέπει για την εποχή μας. Πηγή
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.