Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το τέλος του κόσμου


Bonadrug

Προτεινόμενες Καταχωρήσεις


  • Member ID:  1271
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  715
  • Content Count:  3478
  • Reputation:   20255
  • Achievement Points:  3535
  • Days Won:  16
  • With Us For:  6285 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Στον 13ο πανελλήνιο διαγωνισμό παραμυθιού που διοργάνωσε το περιοδικό kids Fan, τρεις συγγραφείς παιδικών βιβλίων γράφουν τις τρεις πρώτες γραμμές ενός παραμυθιού και οι αναγνώστες καλούνται να συνεχίσουν την ιστορία όπως νομίζουν..

 

Φέτος έτσι για πλάκα , δοκιμασα να συνεχίσω τις τρεις γραμμές της Κάρμεν Ρουγγέρη (φυσικά δεν το έστειλα για το διαγωνισμό, που έτσι κι αλλιώς απευθύνεται σε μαθητές).

 

Ορίστε όμως η ιστορία που μου προέκυψε....(τα bold στις 2  πρώτες γραμμές είναι ο,τι έγραψε η Ρουγγέρη)

--------------------------------------------------------------------------


Ήταν μια φορά ένας Άνθρωπος που έλεγε ότι ήταν Μάγος. Όπου κι’ αν πήγαινε έφερνε πάντοτε μαζί του μια τεράστια πράσινη βαλίτσα. Όταν τον ρωτούσαν τι έχει μέσα στη βαλίτσα, έπαιρνε ένα μυστηριώδες ύφος, έστρεφε τα μάτια προς το έδαφος και απαντούσε «έχω το Τέλος του Κόσμου»!

Όλοι ανατρίχιαζαν όταν άκουγαν την απάντηση! Ήταν και το ύφος του μάγου τέτοιο που έκανε τη ραχοκοκαλιά τους να τρέμει. Μερικοί φυσικά, αφού ξεπέρναγαν το αρχικό ξάφνιασμα, άρχιζαν να γελάνε, αλλά η καρδούλα τους το ήξερε πως δεν έβλεπαν την ώρα να φύγουν μακριά από τον Μάγο!

Με τον καιρό και με τα χρόνια, ο Μάγος έγινε θρύλος! Γενιές παιδιών μεγάλωσαν κι έκαναν οικογένειες με δικά τους παιδιά και ανάμεσα στα πράγματα που μάθαιναν στα παιδιά τους ήταν να τρέχουν μακριά, μόλις βλέπουν έναν μαυροφορεμένο καβαλάρη με ένα ημίψυλο κωνοειδές καπέλο, ένα μανδύα μαύρο σαν τη σκοτεινότερη νύχτα του χειμώνα και μια τεράστια πράσινη βαλίτσα, καλυμμένη με φολίδες λες κι ήταν φτιαγμένη από δέρμα φιδιού….   

 

Τίποτε από όλα αυτά δεν ένοιαζε όμως τον Αστέρη, το μικρότερο γιο του μπάρμπα-Βελισσάρη, ιδιοκτήτη του πιο απομακρυσμένου πανδοχείου του Βασιλείου των Πέντε Θυγατέρων. Ο Αστέρης νοιαζότανε μόνο να σκεφτεί πως θα διαπράξει την επόμενη σκανταλιά του. Κάθε μέρα κάτι θα έβρισκε ο μικρός για να πονοκεφαλιάσει τον πατέρα του και τα δύο μεγαλύτερα του αδέλφια, τον Αντύπα και τον Αντάρα. Ό δάσκαλος είχε πει στον μπάρμπα-Βελισσάρη πως πιθανόν ο μικρός να αντιδρούσε με αυτό τον τρόπο στον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του πριν μερικά χρόνια. Μπορεί αυτό να ήταν μια εξήγηση για τον ανυπάκουο χαρακτήρα του παιδιού, δεν έδινε όμως καμία βοήθεια στον πατέρα του.

Όταν ο ψηλόλιγνος γενειοφόρος κύριος με το παράξενο καπέλο πέρασε από το πανδοχείο του Βελισσάρη την πιο βροχερή νύχτα του Χειμώνα, ο πρώτος με τον οποίο ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο ήταν ο Αστέρης. Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του είχαν πάει ήδη για ύπνο, ξεθεωμένοι από την πρόσθετη δουλειά της ανάποδης μέρας. Το πανδοχείο ήταν παλιό, η στέγη έμπαζε από δω κι από κει και οι νεαροί ξεθεώθηκαν να αδειάζουν κουβάδες. Όσο για τον Αστέρη χόρευε και τραγουδούσε κάτω από τις σταγόνες κάνοντας τον πατέρα του να κουνάει απογοητευμένος το κεφάλι του.

Είναι αλήθεια ότι έμεινε άφωνος από το θέαμα του Μάγου- γιατί αυτός ήταν – ο μικρός Αστέρης! Μα γρήγορα το βλέμμα του στράφηκε και κόλλησε πάνω στην τεράστια – σαν μπαούλο ήταν – πράσινη φολιδωτή βαλίτσα!

-Πω πω μια βαλίτσα! Μα τι να έχεις …..

 Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο μικρός, καθώς ο πατέρας του του έκλεισε το στόμα με το χέρι του και τον τράβηξε αμέσως πίσω του..

-Συγχώρα τον μικρό, Άρχοντα μου. Είναι ελαφρόμυαλος! Τι θα ποθούσε η εξοχότητά σας;

Σαν να μη τον άκουσε ο Μάγος, έσκυψε το κεφάλι και με φωνή βγαλμένη από το βαθύτερο πηγάδι απάντησε:

 

-«Έχω… το Τέλος του Κόσμου»!

- Ουάου, τέλειο! Μπορώ να το δω; Πετάχτηκε ο Αστέρης, πίσω από τον απελπισμένο πατέρα του!

 

Ο Μάγος σήκωσε απορημένος το βλέμμα και τα μάτια του αναζήτησαν την πηγή της νεαρής αγορίστικης φωνής. Έμειναν για λίγο εκεί απορημένα και μετά στράφηκαν στον πανδοχέα.

-Εμ, θα ήθελα ένα δωμάτιο για τη νύχτα και κάτι να φάω. Τα ίδια για το άλογό μου.

…………………..

Εκείνο το βράδυ ο Αστέρης δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όποτε έκλεινε τα μάτια του έβλεπε τη φολιδωτή πράσινη βαλίτσα. Τελικά δεν άντεξε άλλο. Βγήκε κρυφά από την κάμαρά του, προσέχοντας να μην ξυπνήσει τα αδέλφια του και βρέθηκε έξω από το δωμάτιο του Μάγου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ο ίδιος ο Μάγος δεν φαινόταν πουθενά. Δίπλα από το κρεβάτι ξεπρόβαλε η τεράστια βαλίτσα. Με το μέγεθος που είχε δεν χώραγε φυσικά να μπει κάτω από το κρεβάτι!

-Για να δούμε λοιπόν πώς είναι το Τέλος του Κόσμου…. μουρμούρισε ο Αστέρης και βρέθηκε μπροστά στη βαλίτσα. Άρχισε μανιωδώς να λύνει τα λουριά που την περιτύλιγαν. Όταν τελείωσε στάθηκε για μια στιγμή και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μετά άνοιξε τη βαλίτσα…

Ο Αστέρης κρατούσε στα χέρια του το μεγαλύτερο αυγό που είχε δει ποτέ του. Ήταν τόσο βαρύ που βιάστηκε να το ξαναβάλει στη θέση του. Μόνο και μόνο για να δει το τσόφλι να ραγίζει…      

-Όχιιιιιιιιι! Μη! Ακούστηκε έντρομη η φωνή του Μάγου που στεκόταν άγαλμα στην πόρτα του δωματίου. Φαινόταν ξαφνικά να έχει γεράσει δέκα χρόνια…

Ο Αστέρης σκέφτηκε αμέσως να κλείσει τη βαλίτσα και να το βάλει στα πόδια αλλά ήταν αργά. Όσο και αν έσπρωχνε τη βαλίτσα προς τα κάτω αυτή δεν έκλεινε με τίποτα. Ένα απότομο τίναγμα τον έσπρωξε προς το κρεβάτι απέναντι. Η βαλίτσα άνοιξε απότομα και από μέσα ξεπρόβαλε ένας μικρός… Δράκος; Με τη μια το πλάσμα έκρωξε και ξεφύσησε . Έξω γινόταν χαλασμός κόσμου από τις αστραπές και τις βροντές. Το πλάσμα κοίταξε έξω από το παράθυρο και με δυο δυνατά φτερουγίσματα πέρασε μέσα από αυτό και βρέθηκε ελεύθερο κάτω από τον μαύρο ουρανό. Ο Αστέρης άκουσε τον αέρα να σχίζεται από δυνατά φτερουγίσματα  κι ύστερα βρέθηκε τρέμοντας να κοιτάει τα σπασμένα τζάμια και τα θρύψαλα από τα παντζουρόφυλλα. Ύστερα άκουσε ένα βογκητό και στρέφοντας το κεφάλι του προς την πόρτα, είδε τον Μάγο ή… ότι είχε απομείνει από αυτόν!

Δεν ήταν μόνο ότι ο Μάγος έδειχνε να έχει γεράσει απίστευτα, φαινόταν να έχει μαζέψει κιόλας στο μισό μπόι από αυτό που είχε νωρίτερα! Ο Αστέρης κινήθηκε προς το μέρος του και ο Μάγος με όση δύναμη του είχε απομείνει τον τράβηξε κοντά του με το κοκαλιάρικο πλέον χέρι του.

-Τη βαλίτσα… ψάξε τη βαλίτσα ανόητο παιδί! Φύλαξε καλά ότι έχει μέσα. Κι όταν καταλάβεις ότι το Τέλος έρχεται, πρέπει να πας να το συναντήσεις. Και να το σταματήσεις!

Ο Αστέρης κάποια στιγμή κατάλαβε ότι κρατούσε έναν άδειο μανδύα. Σάστισε αλλά θυμήθηκε την εντολή του μάγου να ψάξει την βαλίτσα. Πήγε προς το μέρος της– η βαλίτσα ήταν σκισμένη και άχρηστη πλέον – αλλά ο Αστέρης την ψαχούλεψε καλά και στις πλαϊνές της θήκες εντόπισε τρία μικρά αντικείμενα. Ένα μικρό φλασκί με κάποιο πράσινο υγρό, ένα ραβδί και μία σφυρίχτρα. Τα έχωσε βιαστικά στις πιτζάμες του πριν ακούσει τη θυμωμένη φωνή του πατέρα του. Στην πόρτα τώρα του δωματίου στεκόταν αναμαλλιασμένος ο μπάρμπα Βελισσάρης με τους δύο μεγαλύτερους γιους του. Το βλέμμα όλων ήταν βλοσυρό…

-Τι έκανες πάλι, βρε τρελόπαιδο;

-------------------------------------------------------------------------------------------------------         

 

Τα χρόνια πέρασαν κι ο Αστέρης μεγάλωσε κι έγινε ένα σοβαρό αλλά λιγομίλητο παλικάρι, μοναχικό και πάντα σκυθρωπό. Εκείνη η παράξενη μανιασμένη νύχτα τον είχε σημαδέψει. Όλη η παιδική του αφέλεια και ζωντάνια, όλη η διάθεση για παιχνίδι και σκανταλιές εξαφανίστηκαν μαζί με τον μυστήριο Μάγο. Ο Αστέρης δεν μιλούσε ποτέ για εκείνη τη νύχτα. Με τον καιρό ο πατέρας του και τα αδέλφια του σταμάτησαν και κείνοι να μιλάνε γι’ αυτή. Μερικές φορές ο Αστέρης αναρωτιόταν αν εκείνη η νύχτα υπήρξε πραγματικά ή απλώς ήταν προϊόν της φαντασίας του. Ύστερα όμως ανέβαινε στο δωμάτιο του κι άδειαζε το περιεχόμενο από ένα πουγκί κρυμμένο καλά σε μια εσοχή του ξύλινου πατώματος. Το φλασκί, η σφυρίχτρα, το ραβδί ήταν πάντα εκεί…

 

Κι ύστερα τα σημάδια φάνηκαν. Μαύροι καπνοί άρχισαν να φαίνονται από τα Ανατολικά και τα μαντάτα άρχισαν να φθάνουν μαζί με καπνισμένους πρόσφυγες που ζητούσαν καταφύγιο Δυτικά. Μιλούσαν για τη φωτιά από τον ουρανό που κατάκαιγε τις σοδειές και τα ζωντανά, τα σπίτια και τις αγροικίες. Κάθε μέρα όλο και περισσότεροι άνθρωποι, τραυματίες και απελπισμένοι, μην έχοντας μαζί τους παρά τα ρούχα που φορούσαν, κουρέλια κι αυτά, ζήταγαν προσωρινό καταφύγιο στο πανδοχείο του Βελισσάρη. Κι αυτός, που είχε πλέον τα χρονάκια του, ολημερίς καταπιανόταν με το πώς θα ανακουφίσει όλο αυτόν τον κόσμο

 

Ο Αστέρης θυμήθηκε  τα τελευταία λόγια του Μάγου πριν χαθεί για πάντα.

- «…όταν καταλάβεις ότι το Τέλος έρχεται, πρέπει να πας να το συναντήσεις. Και να το σταματήσεις»!

Ο Αστέρης ήταν πια σίγουρος ότι το Τέλος πλησίαζε. Έβλεπε ότι ο κόσμος που κατέφθανε κι απομακρυνόταν δυτικότερα στη συνέχεια ήταν όλο και από κοντινότερα στο πανδοχείο τους χωριά…Κι οι διηγήσεις τους ήταν συγκλονιστικές!

Σύμφωνα με αυτές, οι άρχοντες της Ανατολικής χώρας είχαν στείλει τον αφρό των ιπποτών για να σταματήσουν τον Φλογέρο Δράκο, μα κανείς δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ουρανός στην Ανατολή είχε κρυφτεί πίσω από τους καπνούς των πυρκαγιών κι ο ήλιος δεν ξεπρόβαλλε ποτέ. Πίσσα σκοτάδι και αποπνικτική μυρωδιά καμένης γης, να τι θα συναντούσε κανείς, αν είχε την αποκοτιά να τραβήξει ανατολικά. Μα κανείς δεν πήγαινε πια προς τα εκεί.

 

Ο Αστέρης όμως ήξερε ότι αυτός έπρεπε να πάει. Πήρε το πουγκί με τα τρία αντικείμενα που είχε βρει στη βαλίτσα του Μάγου, κρέμασε στη πλάτη του τη φαρέτρα με τα βέλη του και άρπαξε το κυνηγετικό τόξο του. Κατέβηκε στην κουζίνα του πανδοχείου και γέμισε ένα δισάκι με γαλέτα και παστό ελαφίσιο κρέας. Κατευθύνθηκε προς το στάβλο, όπου - έκπληκτος - είδε το άλογο του έτοιμο να τον περιμένει. Δίπλα σε αυτό στεκόταν έφιπποι οι δύο αδελφοί του, ο Αντύπας και ο Αντάμας. Ο Αστέρης απόρησε για μια στιγμή μα ύστερα κατάλαβε. Τόσο καιρό ήθελε να πιστεύει πως μόνο εκείνος ήξερε τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ πριν πολλά χρόνια στο δωμάτιο του μάγου. Αλλά ο πατέρας και τα αδέλφια του ήταν εκεί δίπλα και τα είχαν δει και ακούσει όλα…

---Καλή αντάμωση, μπόρεσε να ψελλίσει ο γέρο-Βελισσάρης βλέποντας τα τρία αγόρια του να απομακρύνονται και να χάνονται στον ορίζοντα…

------------------------------------------------------------------------------------------------------ 

Ήταν η έβδομη μέρα του ταξιδιού και οι τρεις νέοι, κατάμαυροι από τη στάχτη και έχοντας τα πρόσωπα τους καλυμμένα με φουλάρια έφθασαν στη Μεγάλη Πόλη της Ανατολής. Ίχνος ανθρώπινης ζωής δε φαινόταν. Μερικά καψαλισμένα σκυλιά στριφογύριζαν κλαψουρίζοντας ανάμεσα στα καρβουνιασμένα ερείπια. Ο Αστέρης με τα αδέλφια του δεν μιλούσαν πολύ, δεν χρειάζονταν. Ποτέ δεν μιλούσαν ιδιαίτερα μα ο Αστέρης πάντα ένιωθε την παρουσία των αδελφών του δίπλα του, τον πρόσεχαν πάντα διακριτικά και από σχετική απόσταση. Τώρα μια αίσθηση καθήκοντος βάραινε ακόμα περισσότερο τα αδέλφια. Ξάφνου μια λάμψη από ένα ψηλό παραθύρι τύφλωσε για λίγο τον Αστέρη. Σπιρούνισε δυνατά το άλογο του και φώναξε δυνατά, χτυπώντας τα καπούλια των ζώων των αδελφών του. Ακόμα κι έτσι λίγο έλειψε να δεχτεί το φονικό βέλος κατάστηθα. Εκεί πάνω, έδειξε ο Αστέρης πηδώντας από το άτι του και τρέχοντας προς ένα μαύρο ερείπιο που κάποτε ίσως και να ήταν ανάκτορο…

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Το κορίτσι λεγόταν Σιλένα, αλλά αυτό το έμαθαν αρκετά αργότερα, γιατί για μέρες δεν μίλαγε σε κανέναν. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 16 χρονών και τα μαλλιά της θα ήταν πυρόξανθα αν μπορούσες να τα φανταστείς χωρίς τη στάχτη που τα κάλυπτε.

Έπρεπε να τη δέσουν για να την ηρεμήσουν και να την πάρουν μαζί τους. Να τη δέσουν ήταν πιο εύκολο από ότι να την ταΐσουν ή να της πάρουν μια κουβέντα όμως. Ο Αστέρης την είχε μαζί του στη σέλα, μπροστά του για να μπορεί να την ελέγχει καλύτερα. Και το ταξίδι συνεχιζόταν…

 

Κάποτε όμως τελείωσε. Ο δρόμος ήταν φραγμένος από καμένα κουφάρια γελαδιών που σχημάτιζαν λόφο. Μερικές δεκάδες μέτρα μπροστά ξεκινούσαν οι πλαγιές του Σκοτεινού βουνού, πίσω από το οποίο κάποτε ξεπρόβαλε ο ήλιος στη χώρα της Ανατολής …. Τα αδέλφια σταμάτησαν απελπισμένα μη ξέροντας ποια κατεύθυνση να ακολουθήσουν, όταν το κορίτσι επιτέλους μίλησε….

-Εκεί πάνω. Σε εκείνες τις σπηλιές…

 

Μπορούσαν πλέον να τον δουν, κρυμμένοι πίσω από πέτρινους όγκους. Φαινόταν ότι κοιμόταν μέσα σε μια λίμνη αίμα και με κάθε ανάσα του τσουρούφλιζε τα γυμνά βράχια. Τα αδέλφια τράβηξαν τα σπαθιά τους, ο Αστέρης το τόξο του, και κινήθηκαν σιωπηλά προς το μέρος του.

 

Λίγα μέτρα έμεναν για να φθάσουν το κτήνος όταν αυτό τινάχτηκε απότομα και με ένα πήδο παρατάχτηκε απειλητικά απέναντι στα τρία αδέλφια κοιτάζοντας τα αινιγματικά, απορώντας ίσως με το περίσσιο θράσος τους. Οι νέοι σάστισαν προς στιγμήν, οι δύο μεγαλύτεροι όμως πήραν θέση μπροστά από τον Αστέρη, κράτησαν τα σπαθιά τους με τα δυο χέρια και με μία άγρια ιαχή όρμησαν τρέχοντας πάνω στο κτήνος…

 

Δακρύζοντας από τους καπνούς και προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα, σαν σε όνειρο, ο Αστέρης διέκρινε θαμπά τα κορμιά των αδελφών του να σωριάζονται καψαλισμένα δεξιά και αριστερά. Κι ενώ ο δράκος ετοιμαζόταν να φτύσει φωτιά για δεύτερη φορά, ο Αστέρης ένιωσε κάποιον να τον τραβάει προς τα πίσω στα βράχια. Ο νέος έπεσε ανάσκελα την ώρα που καυτές φλόγες έσκισαν τον αέρα στο σημείο που βρισκόταν λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα. Πάνω στα βράχια μια πυρόξανθη νέα τέντωνε τη χορδή ενός τόξου και άφηνε ένα μακρύ σουβλερό βέλος να φύγει μανιασμένο προς την κατεύθυνση του Δράκου.

-Σιλένα, μπόρεσε να ψελλίσει ο νέος…

-------------------------------------------------------------------------------------------------------      

Ο Δράκος είχε δεχτεί στο ένα του μάτι το βέλος και χτυπήθηκε σαν τρελός στο έδαφος και τα βράχια για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα όμως πάτησε γερά στα δύο μυώδη κοντόχοντρα ποδάρια του και άρχισε με βαριά βήματα να κατευθύνεται προς την Σιλένα. Η νεαρή κοπέλα άφησε ακόμα ένα βέλος να φύγει – αυτό έσκασε πάνω στις φολίδες και έπεσε τρεκλίζοντας στο χώμα - κι ύστερα τράβηξε το μαχαίρι της, λύγισε λίγο τα γόνατά της για να στηρίζεται καλύτερα κι έσφιξε τα δόντια της…

Ο Αστέρης είχε μείνει άναυδος από το θέαμα. Κατάλαβε όμως πως ερχόταν το τέλος της κοπέλας κι έτσι έντρομος στήριξε τα χέρια του στην καμένη γη για να σηκωθεί.

------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τότε αισθάνθηκε κάτι να τον πνίγει και έφερε το χέρι του στο λαιμό του. Ήταν το λουρί από το πουγκί με τα αντικείμενα της βαλίτσας που είχε πάντα μαζί του. Το ξέλυσε γρήγορα, έβαλε το χέρι του μέσα και ψαχούλεψε. Έπιασε τη  σφυρίχτρα, την έφερε στο στόμα και φύσηξε με όση δύναμη μπόρεσε να βρει…..

----------------------------------------------------------------------------------------------------- 

 

Ξαφνικά τα πάντα σταμάτησαν και κοκάλωσαν: ο δράκος έμεινε ακίνητος πάνω στο βηματισμό του με το ένα πόδι του να είναι μετέωρο στον αέρα, ή Σιλένα είχε μείνει με προταγμένα τα χέρια να προφυλάσσουν το πρόσωπό της. Ακόμα και ο αέρας είχε σταματήσει και ο καπνός έμοιαζε να έχει στερεοποιηθεί. Ένα υπόκωφο βουητό έκανε το κεφάλι του Αστέρη να βουίζει δυνατά καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Το βλέμμα του έπεσε στα άψυχα κορμιά των αδελφών του. Τα μάτια του βούρκωσαν. Κινήθηκε προς το μέρος τους και τα ασφάλισε πίσω από μερικά ψηλά βράχια. Έτρεξε προς τη Σιλένα, την άρπαξε και την απομάκρυνε από το μονόφθαλμο οπτικό πεδίο του Δράκου. Κατόπιν άρπαξε το πεσμένο σπαθί του Αντύπα και κινήθηκε με γοργά βήματα προς το τέρας. Αλλά ήταν αργά…

 

Τα πάντα άρχισαν πάλι να κινούνται και μάλιστα με ταχύτητα εκκωφαντική. Η νέα ριπή του Δράκου δεν βρήκε κανέναν στόχο, αλλά ο παφλασμός από το τίναγμα του θηρίου έριξε τον Αστέρη στο έδαφος. Το σπαθί κύλισε μακριά του και ο θόρυβος που έκανε χτυπώντας στα βράχια έστρεψε ξανά το θηρίο προς το μέρος του νέου. Μες στην απελπισία του ο Αστέρης στράφηκε πάλι στο πουγκί κι άρπαξε το ραβδί, το έστρεψε προς το μέρος του δράκου μη ξέροντας τι να κάνει με αυτό κι ευχήθηκε γοερά να μην είχε ποτέ ανοίξει εκείνη τη πράσινη βαλίτσα. Έκλεισε τα μάτια του και μονολόγησε «ήρθε το τέλος». Άξαφνα ένιωσε το κορμί του να τινάσσεται…

-------------------------------------------------------------------------------------------------------              

Ο δράκος είχε εκτοξεύσει μια νέα ριπή πυρός αλλά με κάποιο ακατανόητο τρόπο αυτή έσβηνε μπροστά από το ραβδί, το οποίο συνάμα αποσυντίθετο σε μαύρο καπνό. Σε μια στιγμή το ραβδί είχε χαθεί από το χέρι του Αστέρη, μα ο καπνός μπροστά του είχε πάρει σχήμα, είχε πάρει σάρκα, είχε πάρει οστά.

- Ο Μάγος!, ξεφώνισε ο Αστέρης!         

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Ο Μάγος άρχισε να μουρμουρίζει σε μια ακατάληπτη γλώσσα και σήκωσε τα χέρια του προς τα εμπρός σαν να κράταγε κάτι. Ο δράκος είχε μαζευτεί προς τα βράχια και έδειχνε έκπληκτος. Έμοιαζε να ζαρώνει και να συρρικνώνεται. Μαύρος καπνός άρχισε να βγαίνει από όλο το σώμα του και να κατευθύνεται προς το υψωμένο χέρι του Μάγου, ανάμεσα στα δάχτυλα του οποίου διακρινόταν καθαρά πλέον ένα ροζιασμένο ραβδί. Στο τέλος τα πάντα χάθηκαν, ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος και μετά τίποτα.

------------------------------------------------------------------------------------------------------        

 

Ο Αστέρης ένιωσε ένα ξαφνικό πόνο στο κεφάλι του και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Πήγε προς το μέρος των αδελφών του, σήκωσε λίγο πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον και άφησε να τρέξει στο στόμα τους λίγο από το πράσινο υγρό που περιείχε το φλασκί , το τελευταίο από τα αντικείμενα της βαλίτσας που είχε μέσα στο πουγκί του. Το καμένο δέρμα τους άρχισε να ροδίζει ξανά, το στήθος κάποια στιγμή άρχισε να πάλλεται μέχρι που άνοιξαν τα μάτια τους. Ο Αστέρης ένιωσε βήματα πίσω του και γύρισε. Ήταν η Σιλένα. Τα μαλλιά της ήταν καψαλισμένα για τα καλά, όπως και τα ρούχα της, εξακολουθούσε όμως να βαστά το σπαθί της.

- Τι έγινε;  ρώτησε  η κοπέλα.

Αντί για απάντηση ο Αστέρης της έδειξε προς το σημείο που πριν ήταν ο δράκος. Τώρα ήταν ένας γονατιστός βλοσυρός άνδρας με μακριά γενειάδα που έμοιαζε να ασχολείται με κάτι με μεγάλη προσοχή. Μετά σηκώθηκε και η Σιλένα είδε ότι στα χέρια του κράταγε μια τεράστια πράσινη φολιδωτή βαλίτσα. Ο άντρας έστρεψε λίγο το βλέμμα του προς τον Αστέρη, μετά σήκωσε τη βαλίτσα και απομακρύνθηκε ξαφνικά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Μετά από λίγες μέρες τα τρία αδέλφια και μια πρόσχαρη πλέον Σιλένα, που αποκαλύφθηκε  ότι ήταν η μικρότερη θυγατέρα του Βασιλιά του Βασιλείου των Πέντε Θυγατέρων, έφθαναν έξω από το πανδοχείο του μπάρμπα Βελισάρη… Από κει πέρα δεν ξέρουμε τι απέγιναν οι ήρωές μας. Ελπίζουμε μόνο να έζησαν πολλά χρόνια και να τα πέρασαν πολύ καλά, γιατί εμείς σκοπεύουμε να τα περάσουμε ακόμα καλύτερα.          

Επεξεργασία από bonadrug
Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  30150
  • Group:  Members
  • Topic Count:  15
  • Content Count:  300
  • Reputation:   2080
  • Achievement Points:  300
  • Days Won:  0
  • With Us For:  3610 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  

Εισαι γεννημενος παραμυθας! :congrats:

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  30061
  • Group:  Veterans
  • Topic Count:  464
  • Content Count:  6111
  • Reputation:   53908
  • Achievement Points:  6111
  • Days Won:  49
  • With Us For:  3655 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  29

Πραγματικά πολύ ωραίο!!!! :up:

:clap2:  :clap2:  :clap2:

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους


  • Member ID:  6712
  • Group:  Members
  • Topic Count:  1
  • Content Count:  104
  • Reputation:   733
  • Achievement Points:  104
  • Days Won:  0
  • With Us For:  5698 Days
  • Status:  Offline
  • Last Seen:  
  • Age:  35

Συμφωνώ με τους από πάνω  :respect:

Σύνδεσμος για σχολιασμό
Μοιραστείτε με άλλους ιστότοπους

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Επισκέπτης
Απάντηση σε αυτό το θέμα ...

×   Έχετε επικολλήσει περιεχόμενο με μορφοποίηση.   Κατάργηση μορφοποίησης

  Επιτρέπονται μόνο 75 emoticons maximum.

×   Ο σύνδεσμός σας έχει ενσωματωθεί αυτόματα.   Εμφάνιση ως σύνδεσμος

×   Το προηγούμενο περιεχόμενό σας έχει αποκατασταθεί.   Διαγραφή εκδότη

×   Δεν μπορείτε να επικολλήσετε εικόνες απευθείας. Ανεβάστε ή εισάγετε εικόνες από URL

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Χρησιμοποιώντας αυτή τη σελίδα, αποδέχεστε τις Όρους χρήσης μας.